Αρχική Blog Σελίδα 431

Η Μόρφου ως Θεομόρφου (Από την Επισκοπή των Σόλων στη Μητρόπολη Μόρφου)

Το Βιβλίο του Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου, Η Μόρφου ως Θεομόρφου, Από την Επισκοπή των Σόλων στη Μητρόπολη Μόρφου, εκδ. Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου – Ιερά Μητρόπολις Μόρφου, 2011.

Από την Επισκοπή των Σόλων στη Μητρόπολη Μόρφου*
Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου

Στο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας του Ιωάννη Σταματάκου, η λέξη «θεό-μορφος» παρουσιάζεται ως σύνθετη, από το «θεός» και «μορφή», που σημαίνει θεοειδής, δηλαδή ο έχων θεία μορφή.

Στὴν Ομήρου Ιλιάδα, ο ποιητής προικίζει τους μεγάλους ήρωες του έπους του με επίθετα όπως «θεοείκελ Αχιλλεύ», «Αλέξανδρος θεοειδής», «Πρίαμος θεοειδής», τα οποία, σε νεοελληνική εκδοχή, μπορούν να αποδοθούν με το επίθετο «θεόμοιαστος».

Στη χριστιανική γραμματεία, ο Μέγας Αθανάσιος, Πατριάρχης Αλεξανδρείας, αναφερόμενος στους πρωτοπλάστους γράφει: «από της γης χουν λαβών ο Δημιουργός, θεόμορφον ζώον κατεσκεύασεν τον πρωτόπλαστον». Αλλού, ο Άγιος Κύριλλος, επίσης Πατριάρχης Αλεξανδρείας, αναφερόμενος στους Αγίους Πατέρες της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου, γράφει: «οι σοφoί αντιλήπτορες, οι τον καλλιεπή και θεόμορφον της αρχιερωσύνης θρόνον επέχοντες».

Θεωρώντας την εξέλιξη του όρου «θεόμορφος» από την αρχαιοελληνική μέχρι τη χριστιανική γραμματεία, διαπιστώνουμε ότι η δεύτερη εμβαθύνει κατά συγκεκριμένο τρόπο την έννοια της Θεοείδιας, παρουσιάζοντάς την ως μια συγκεκριμένη σχέση με τον μόνον Θεόν, τον Δημιουργό των πρωτοπλάστων. Στο εξής, ο έχων θείαν μορφήν, άρα και ομορφιά, είναι ο άνθρωπος, το μόνο δημιούργημα που πλάστηκε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού». Ο άνθρωπος δεν προέρχεται από το ασχημάτιστο χάος, αλλά έχει την ομορφιά του Θεού. «Και είπεν ο Θεός, ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν… Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν».

Ο άνθρωπος είναι Θεόμορφος επειδή πλάστηκε κατά την εικόνα του Θεού, δηλαδή κατά την ελευθερία Του. Πλάστηκε όμως και καθ’ ομοίωσιν. Του δόθηκε δηλαδή η προοπτική, μέσω ακριβώς της ελευθερίας του, να γίνει κατά χάριν όμοιος με τον Θεό, να ενωθεί κατά τις θείες ενέργειες με τον Θεό.

Αυτή η πορεία της λέξεως «θεόμορφος», που ξεκινώντας από το κάλλος των αρχαίων ελληνικών αγαλμάτων κατέληξε να υποδηλoί την σχέση με τον όντως Θεό, της λέξεως που από έννοια αισθητική έγινε προοπτική ατελευτήτου αναπτύξεως, είναι η ιστορία της πόλης μας. Είναι η ιστορία της Θεομόρφου Μόρφου, η ιστορία των προγόνων μας, αλλά και ημών και των μελλόντων απογόνων μας.

Η πορεία αυτή, είναι πορεία μεταμορφώσεως: Από την Αφροδίτη-Μορφώ, στη Θεομόρφου. Από την όμορφη, στην κατ’ εικόνα Θεόμορφη. Από το αισθητό, στο όντως και στο ωσαύτως ον. Από το τετελεσμένο κάλλος, στο ατελεύτητο καθ’ ομοίωσιν.

Και είναι η πορεία αυτή ιστορική, υλική. Όχι μαγική, όπως τις μεταμορφώσεις των παραμυθιών. Πορεία που απλώνεται μέσα στο χρόνο, στο χρόνο της πόλης μας, στο χρόνο της ζωής μας. Πορεία κατά την οποία τίποτα δεν είναι εξασφαλισμένο, αφού όλα υπόκεινται στις δικές μας ελεύθερες επιλογές, αλλά και στις επιλογές των άλλων, των γύρω, των δικών μας και των ξένων.

Στην πορεία αυτή, η πολιτεία μας Μόρφου ενίοτε «καταβαίνει εις λάκκον», ενίοτε δε υψούται και φτάνει στην ποθεινή πατρίδα βγάζοντας αγίους. Πορεία με σκαμπανεβάσματα, αλλά και με σταθερό προσανατολισμό. Γι’ αυτό και είναι σημαντικό να μελετούμε όλους τους σταθμούς, όλες τις διαδοχικές στιγμές που τη συναποτελούν.

Έχοντας κληρονομήσει ένα από τα προβλήματα της σύγχρονης ελληνικής ιστοριογραφίας, πολλοί μελετητές της ιστορίας του τόπου μας, κάνουν ένα μαγικό, θα το έλεγα, άλμα: από την αρχαιότητα στους νέους χρόνους, προσπερνώντας πολύ συνοπτικά και υποτιμητικά την υπερχιλιετή περίοδο που επικράτησε να λέγεται βυζαντινή. Κάποτε μάλιστα την αποσιωπούν τελείως. Ξέρουμε βέβαια σήμερα ότι οι λόγοι που υπαγόρευσαν αυτό το αθέμιτο άλμα πρέπει να αναζητηθούν στα ευρωπαϊκά «φώτα», στο γαλλικό Διαφωτισμό και γερμανικό ρομαντισμό, οι οπτικές των οποίων επεβλήθησαν στη διανόηση του Ελληνισμού των Νέων Χρόνων.

Σήμερα, μπορούμε πλέον, νομίζω, να σταθούμε κριτικά απέναντι σ’ αυτό το άλμα που ήθελε να αφαιρέσει την ραχοκοκαλιά της ιστορίας μας και να την αφήσει ασπόνδυλη. Είναι καιρός να δούμε την ιστορία μας σε όλη της την έκταση. Μάλιστα είναι καιρός να εντρυφήσουμε ιδιαίτερα σε όλα εκείνα που παραγνωρίστηκαν και περιφρονήθηκαν. Η περίοδος που ονομάζεται χοντρικά βυζαντινή, αν χρησιμοποιήσουμε κριτήρια πολιτικά και διοικητικά, δεν ήταν, τουλάχιστον για την Κύπρο, βυζαντινή. Αφού, κατά ένα μεγάλο μέρος αυτής της μακράς περιόδου, η Κύπρος ήταν διοικητικά αποσπασμένη από τον βυζαντινό κορμό και ριγμένη σε άλλες ιστορικές περιπέτειες.Ήταν όμως βυζαντινή ως προς το πνεύμα, το ήθος, τη γλώσσα, τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε τον εαυτό της και τον κόσμο. Και τολμώ να πω ότι, υπ’ αυτή την έννοια, εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό ακόμα και σήμερα να είναι βυζαντινή.

Υπερβαίνοντας λοιπόν κάποιες αγκυλώσεις που επικρατούσαν μέχρι προσφάτως στην ελληνική ιστοριογραφία, θα πρέπει να δούμε τα πράγματα από τη σκοπιά της μακράς αυτής διάρκειας. Η ιστορία μας, και επομένως η ιστορία της Μόρφου, δεν εξαντλείται στα μεγάλα γεγονότα και στις κατακτήσεις. Αλλά στοιχειοθετείται στο επίπεδο του ήθους των ανθρώπων της, στο επίπεδο και της καθημερινής πάλης, του καθημερινού αγώνα για να μεταμορφωθεί η Μορφώ σε Θεομόρφου.

Από αυτή τη σκοπιά θα προσπαθήσω να αναφερθώ στην ιστορική πορεία της πόλεως και περιφερείας μας. Ανατρέχοντας σε πρόσωπα και γεγονότα που, αν και η επίσημη ιστορία παραγνωρίζει, η ελάχιστα αναφέρει, εξακολουθούν να μορφώνουν αυτό που είμαστε και αυτό που θέλουμε να γίνουμε.

Επισκοπή Σόλων

Επιδαπέδιο ψηφιδωτό από τη Βασιλική του Αγίου Αυξιβίου στους κατεχόμενους Σόλους
Επιδαπέδιο ψηφιδωτό από τη Βασιλική του Αγίου Αυξιβίου στους κατεχόμενους Σόλους
Αθανασίου Παπαγεωργίου*

Η Επισκοπή Σόλων, σύμφωνα με τον βίο του Αγίου Αυξιβίου, ιδρύθηκε το έτος 57, όταν, μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Αποστόλου Βαρνάβα, ο Μάρκος, καταδιωκόμενος από τους Εβραίους της Σαλαμίνας έφθασε στον Λιμνίτη που ήταν το επίνειο των Σόλων, για να εγκαταλείψει την Κύπρο. Ο Μάρκος συνάντησε στον Λιμνίτη τον Αυξίβιο που μόλις είχε φθάσει από την Ρώμη και βλέποντας την θερμή πίστη του Αυξίβιου τον βάπτισε και αφού τον χειροτόνησε επίσκοπο τον έστειλε να διδάξει τον Χριστιανισμό στους Σόλους, που ήταν σημαντική πόλη, κέντρο των μεταλλευτικών επιχειρήσεων στην Κύπρο.

Σύμφωνα με τον βίο του Αγίου Αυξιβίου, τον άγιο που ποίμανε την εκκλησία των Σόλων για πενήντα χρόνια τον διεδέχθη ο μαθητής του Αυξίβιος από την «Σολοποταμίαν», προφανώς ένα χωριό κοντά στους Σόλους κτισμένο ίσως στην όχθη του ποταμού της Μαραθάσας που χύνεται στη θάλασσα, ανατολικά των Σόλων.

Η γνώμη του J . Hackett ότι και ο αδελφός του Αγίου Αυξιβίου έγινε Επίσκοπος Σόλων, δεν ευρίσκει οποιοδήποτε στήριγμα στον βίο του Αγίου Αυξιβίου. Δυστυχώς, όπως γενικά και για τις άλλες επισκοπές της Κύπρου, δεν υπάρχουν πληροφορίες για την Επισκοπή των Σόλων και τους διαδόχους του Αυξιβίου του Β΄. Ο J . Hackett , παραπέμπων στον Le Quien ( Oriens Christianus , II , col . 1072) θεωρεί ως Επίσκοπο Σόλων κάποιον Πέτρο που μνημονεύεται στο Αιθιοπικό Συναξάριο στις 2 Ιανουαρίου με την πληροφορία ότι βάπτισε τον Μέγα Κωνσταντίνο. Η γνώμη αυτή είναι απαράδεκτη επειδή δεν στηρίζεται σε ασφαλή πηγή και επειδή είναι γνωστό ότι τον Μέγα Κωνσταντίνο βάπτισε ο Μητροπολίτης Νικομήδειας Ευσέβιος, είναι εντελώς αναξιόπιστη. Τον 4ον αιώνα και προφανώς μετά τους μεγάλους καταστρεπτικούς σεισμούς του 332 και342 και λόγω της εχθρότητας των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, μ’ εξαίρεση τον Ιουλιανό (360-363), προς την ειδωλολατρεία, ο Χριστιανισμός στην Κύπρο εξαπλώθηκε ραγδαία, χωρίς βέβαια να εξαλειφθεί η ειδωλολατρεία, και άρχισαν να κτίζονται μεγάλοι χριστιανικοί ναοί που αντικαθιστούσαν τα προϋπάρχοντα μικρά ευκτήρια.

Η Βασιλική του Αγίου Αυξιβίου στους κατεχόμενους Σόλους

Αναμφίβολα τόσο για την εξάπλωση του Χριστιανισμού όσο και για την ανέγερση των ναών εργάσθηκαν οι κατά τόπους επίσκοποι και προφανώς και οι Επίσκοποι των Σόλων. Τον 4 ον αιώνα κτίσθηκε στους Σόλους μια βασιλική, υπολείμματα της οποίας βρέθηκαν κάτω από την μεγάλη τρίκλιτη βασιλική που ανασκάφηκε από την Αποστολή του Καθολικού Πανεπιστημίου Λαβάλ του Quebec του Καναδά. Δυστυχώς τα όρια και η μορφή της πρώτης αυτής βασιλικής δεν έγινε δυνατό να καθαρισθούν κατά τις ανασκαφές, που διακόπηκαν το 1974 λόγω της τουρκικής εισβολής. Αργότερα, τον 5 ον ή 6 ον αιώνα η βασιλική αυτή κατεδαφίσθηκε και στη θέση της κτίσθηκε μια άλλη τρίκλιτη βασιλική, τα κλίτη της οποίας χωρίζονταν με δυο κιονοστοιχίες των οποίων οι κίονες ήταν κατασκευασμένοι με λίθινους σπονδύλους. Η βασιλική αυτή καταστράφηκε από πυρκαϊά και τον σεισμό που ακολούθησε την Δεύτερη Αραβική Επιδρομή εναντίον της Κύπρου και επισκευάσθηκε από τον Επίσκοπο Ιωάννη το 655, σύμφωνα με επιγραφή που βρέθηκε στο αίθριο της βασιλικής κατά την ανασκαφή του 1974.

Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τον διάδοχο του Αυξιβίου Β΄. Ο επόμενος γνωστός Επίσκοπος των Σόλων αναφέρεται στην επιστολή του Πατριάρχου της Αλεξανδρείας Θεοφίλου το 393. Δυστυχώς όμως ο Θεόφιλος αναφέρει τα ονόματα 15 επισκόπων της Κύπρου, χωρίς όμως να αναφέρει τα ονόματα των επισκοπών των. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να καθοριστεί ποιος ακριβώς ήταν ο Επίσκοπος Σόλων το 393.

Από τον 5 ον αιώνα είναι γνωστά τα ονόματα δυο Επισκόπων των Σόλων που πήραν μέρος σε Οικουμενικές Συνόδους. Ο πρώτος είναι ο Ευάγριος (;-431-;) που πήρε μέρος στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στην Έφεσο το 431 και ο δεύτερος ο Επιφάνιος (;-451-;) που πήρε μέρος στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στην Χαλκηδόνα το 451. Δυστυχώς δεν υπάρχουν πληροφορίες για την Επισκοπή Σόλων κατά το β΄ ήμισυ του 5 ου και του 6 ου αιώνα. Μόνο ένας Επίσκοπος Σόλων είναι γνωστός. Μια σφραγίδα που βρίσκεται στο Παρίσι (και δυο άλλες που βρίσκονται στο Κυπριακό Μουσείο) που χρονολογήθηκε από τον V . Laurent στον 6/7 αιώνα αναφέρει τον Επίσκοπο Σόλων Επίμαχο: Μπροστά σε τέσσερις γραμμές αναγράφεται: ΘΕΟΤΟ/ΚΕ ΒΟΗ/ΘΕΙ ΕΠΙ/ΜΑΧΟΥ και πίσω σε δυο γραμμές ΕΠΙ CKO (πού)ΣΟΛΩΝ. Φαίνεται όμως ότι ο 6 ος αιώνας και το πρώτο ήμισυ του 7 ου αιώνα ήταν περίοδος οικονομικής ακμής σ’ όλη την νήσο. Κτίζονται ή ανακαινίζονται μεγάλων διαστάσεων βασιλικές και διακοσμούνται με εντοίχια ψηφιδωτά και τοιχογραφίες. Ακόμη και μικρές βασιλικές αγροτικών οικισμών διακοσμούνται με εντοίχια ψηφιδωτά, όπως απέδειξαν ανασκαφές ερειπωμένων βασιλικών, αλλά και σωζόμενες διακοσμήσεις αψίδων βασιλικών που ενσωματώθηκαν σε μεσοβυζαντινούς ναούς (ναός Παναγίας Κανακαρίας στη Λυθράγκωμη, ναός Παναγίας Αγγελοκτίστου στο Κίτι, ναός Παναγίας Κυράς κοντά στο χωριό Λειβάδια της Καρπασίας). Αναμφίβολα και στους Σόλους πρέπει να υπήρχε οικονομική ακμή και οι επίσκοποι της πόλης, φρόντιζαν, όπως και οι Αρχιεπίσκοποι Κωνσταντίας, να δημιουργούν έργα κοινής ωφελείας. Από τεμάχιο επιγραφής που βρέθηκε κοντά στους Σόλους και χρονολογήθηκε στα τέλη του 6 ου ή τις αρχές του 7 ου αιώνα, πληροφορούμαστε ότι ο Επίσκοπος Σόλων Ιωάννης έκτισε κάποιο κτήριο, ενώ ο ίδιος ή κάποιος άλλος επίσκοπος την ίδια περίοδο έκτισε «απαντητήριο» δηλαδή είδος ξενοδοχείου.

Επιδαπέδιο ψηφιδωτό από τη Βασιλική του Αγίου Αυξιβίου στους κατεχόμενους Σόλους

Το 649 όμως αρχίζει περίοδος καταστροφών, μείωσης του πληθυσμού και δυσπραγίας, η περίοδος των Αραβικών Επιδρομών. Πόλεις καταστρέφονται και μερικές εγκαταλείπονται τελείως στα τέλη του 7 ου ή τις αρχές του 8 ου αιώνα. Αναμφίβολα και οι Σόλοι δεν έμειναν ανεπηρέαστοι. Είναι αλήθεια ότι κατά την Πρώτη Αραβική Επιδρομή το 649 οι Σόλοι, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της Κύπρου, έμειναν ανεπηρέαστοι. Οι Άραβες αφού κατέλαβαν την Κωνσταντία και την περιοχή της, και αφού λεηλάτησαν την πόλη, έσφαξαν πολλούς κατοίκους και πήραν 120 χιλιάδες αιχμαλώτους, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την Κύπρο, όταν πληροφορήθηκαν ότι ο βυζαντινός στόλος έσπευσε εναντίον τους. Τέσσερα χρόνια, όμως, αργότερα το 653, σύμφωνα με τις αραβικές πηγές, οι Άραβες επέδραμαν ξανά εναντίον της Κύπρου και την κατέλαβαν ολόκληρη. Το 653 οι Σόλοι υπέστησαν την καταστροφική μανία των Αράβων. Μια επιγραφή χαραγμένη σε δυο πλάκες (δυστυχώς η δεύτερη πλάκα κομματιασμένη και αρκετά κομμάτια της λείπουν) που βρέθηκε το 1974 κατά την ανασκαφή του αιθρίου της βασιλικής των Σόλων μας δίδει σημαντικές πληροφορίες, τόσο για την Πρώτη όσο και για τη Δεύτερη Αραβική Επιδρομή και για τις συνέπειες της Δεύτερης Αραβικής Επιδρομής στους Σόλους: κατά την επιγραφή η βασιλική καταστράφηκε από πυρκαϊά. Πυρκαϊές κατέστρεψαν το Επισκοπείο, ίσως και το κοιμητηριακό παρεκκλήσιο στο οποίο εθάβοντο οι Επίσκοποι των Σόλων καθώς και δημόσια κτίρια και κατοικίες. Σεισμός που έγινε μετά την πυρκαϊά είχε σαν αποτέλεσμα την κατάρρευση της βασιλικής.

Ο Επίσκοπος Σόλων (;) Ιωάννης επανέκτισε την βασιλική και τα άλλα οικοδομήματα, γύρω απ’ αυτήν «και στεγάσας εκόσμησεν και το έργον ετελείωσεν εις δόξαν του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ινδ(ικτιώνος) ΙΓ του ΤΟΑ κατά Διοκλητιανόν έτους» δηλ. το 355. Η επιγραφή προφανώς εχαράχθη για να μνημονεύσει την επισκευή της βασιλικής και των παρακειμένων κτισμάτων από τον επίσκοπο Ιωάννη. Περιέργως, ενώ όλες οι ελληνικές επιγραφές της Κύπρου χρησιμοποιούν την από κτίσεως κόσμου χρονολογίαν, στην επιγραφή των Σόλων γίνεται χρήση της χρονολογίας από το έτος του διωγμού των Χριστιανών από τον Διοκλητιανό. Προφανώς λόγω της κατοχής των Σόλων, και της Κύπρου γενικότερα, όπως παρατήρησε ο Ε. Χρυσός.

Είναι δυνατό να ταυτισθεί ο Ιωάννης που επισκεύασε την βασιλική το 655, σύμφωνα με την επιγραφή που βρέθηκε στο αίθριο της βασιλικής των Σόλων, με τον Ιωάννη της επιγραφής που δημοσίευσε το Τ.Β. Mitford . Δυστυχώς η επιγραφή που δημοσίευσε ο Τ.Β. Mitford είναι κολοβή και δεν είναι χρονολογημένη. Όμως είναι χαραγμένη σε λευκό μάρμαρο και οι χαρακτήρες των γραμμάτων είναι καλά χαραγμένοι και διαφέρουν από τους χαρακτήρες της επιγραφής του 655. Εάν η χρονολόγηση του T . B . Mitford είναι ορθή, τότε τους δυο αυτούς επισκόπους χωρίζει διάστημα 40 ετών τουλάχιστον αν όχι περισσότερο. Αν και αναφέρονται επίσκοποι με μακρά ποιμαντορία, όπως ο Άγιος Επιφάνιος με 35 έτη και σε νεώτερα χρόνια ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος με 43 έτη και ο Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος ο Γ΄ με 38 έτη (συμπεριλαμβανομένων και των ετών που διετέλεσε Μητροπολίτης Κυρηνείας), εν τούτοις δεν είναι συνήθης η ποιμαντορία 40-50 ετών, αν όχι και περισσότερο. Γι’ αυτό ίσως πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο ένας Ιωάννης ήταν επίσκοπος στο τέλος του 6 ου και στις αρχές του 7 ου αιώνα και ο άλλος γύρω στο 655 (;-655-;).

Έξι μολύβδινες σφραγίδες που χρονολογήθηκαν στον 7 ον αιώνα φέρουν στη μια πλευρά τη λέξη ΙΩΑ/ΝΝΟΥ, σε δυο γραμμές και στην άλλη τις λέξεις ΕΠΙ C Κ/ΟΠΟΥ C Ο/ΛΩΝ σε τρεις γραμμές. Οι σφραγίδες αυτές πρέπει ν’ αποδοθούν στον Ιωάννη που αναφέρεται στην επιγραφή του 655.

Ένας άλλος Επίσκοπος Σόλων, ο Κύρος είναι γνωστός μόνο από μια σφραγίδα του που βρίσκεται στο Κυπριακό Μουσείο και χρονολογήθηκε στον 7 ον αιώνα. Στην μια όψη της σφραγίδας αναγράφεται σε 4 γραμμές: +/ΚΥ/ΡΟΥ/+ και στην άλλη σε δυο γραμμές: ΕΠΙ CK / CO ΛΩΝ.

Το 680 μεταξύ των άλλων Κυπρίων επισκόπων που παρέστησαν στην Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως ήταν και ο Επίσκοπος Σόλων Στρατόνικος (:-680-;).

Επιδαπέδιο ψηφιδωτό από τη Βασιλική του Αγίου Αυξιβίου στους κατεχόμενους Σόλους

Ο 8 ος αιώνας είναι ένας από τους πιο πτωχούς σε πληροφορίες και την Επισκοπή των Σόλων. Οι Αραβικές Επιδρομές που άρχισαν το 649 και συνεχίσθηκαν το 653 και το 690 δεν έπαυσαν, παρά τις συμφωνίες μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων του 688 και των αρχών του 8 ου αιώνα. Όπως είναι γνωστό η συμφωνία του 688 μεταξύ του Ιουστινιανού το Β΄ και του Χαλίφη Αμπτ-Αλ-Μαλήκ, προνοούσε την καταβολή ίσου ποσού φόρων στο Βυζάντιο και στους Άραβες και καθιστούσε την Κύπρο ουδέτερη μεταξύ Αράβων και Βυζαντινών. Την συμφωνία αυτή παραβίασε πρώτος ο Ιουστινιανός ο Β΄ που μετέφερε στην περιοχή της Κυζίκου τον Αρχιεπίσκοπο Ιωάννη και πλήθος Κυπρίων, με σκοπό, όπως υποστηρίχθηκε, να καταστήσει την Ιουστινιανούπολη, που έκτισε εκεί, ανεξάρτητη Αρχιεπισκοπή. Προφανώς ο Ιουστινιανός ο Β΄ δεν μετέφερε άλλους επισκόπους στην Κύζικο, γι’ αυτό και δεν αναφέρονται στην Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο του 691 άλλοι Κύπριοι επίσκοποι. Ακολούθησε επιδρομή του Αμπτ-Αλ-Μαλήκ εναντίον της Κύπρου, που ακολουθώντας το παράδειγμα του Ιουστινιανού μετέφερε χιλιάδες Κύπριους στη Συρία. Στις αρχές του 8 ου αιώνα, προφανώς μετά την απομάκρυνση του Ιουστινιανού από τον θρόνο, έγινε νέα συμφωνία μεταξύ Αράβων και Βυζαντινών η οποία επέτρεψε την επιστροφή των Κυπρίων από την Κύζικο και την Συρία στην Κύπρο. Το 743, όμως, έγινε νέα επιδρομή εναντίον της Κύπρου από τον Χαλίφη Ουαλήντ, ο οποίος μετέφερε πλήθος Κυπρίων στη Συρία.

Μεγαλύτερες καταστροφές προκάλεσε η επιδρομή του Χαρούντ Αλ Ρασίντ το 806. Κατά τον Θεοφάνη ο Χαρούντ Αλ Ρασίντ «πέμψας στόλο εις Κύπρον τας τε εκκλησίας κατέστρεψε και τους Κυπρίους μετέστησε και πολλήν άλωσιν ποιήσας την ειρήνην διέστρεψε». Δυστυχώς δεν υπάρχουν πληροφορίες για τους Σόλους και τις εκκλησίες τους. Ήδη μερικές πόλεις της Κύπρου, όπως η Αμαθούς και το Κύριον, εγκαταλείφθηκαν από το τέλος του 7 ου ή τις αρχές του 8 ου αιώνα και οι επίσκοποι και οι κατοικοί τους εγκαταστάθηκαν, της μεν Αμαθούντας στη Νεάπολη, την σημερινή Λεμεσό της οποίας ο επίσκοπος εξαφανίζεται από τους επισκοπικούς καταλόγους της Κύπρου και ο του Κουρίου στην Επισκοπή. Τότε φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε και η Λάπηθος, που σήμερα είναι γνωστή ως Λάμπουσα και οι κάτοικοί της και μαζί ο επίσκοπος μετοίκησαν στις σημερινές κωμοπόλεις Καραβά και Λαπήθου. ‘Άλλες όμως παράλιες πόλεις, παρά τις σημαντικές καταστροφές που υπέστησαν, όπως η Σαλαμίς, το Κίτιον, η Πάφος, η Αρσινόη, η Κερύνεια αλλά και οι πόλεις του εσωτερικού, οι Χύτροι, οι Λεδροί, η Ταμασός και η Τρεμετουσιά, εξακολούθησαν να κατοικούνται και να είναι οι έδρες της μητροπόλεως (Σαλαμίνα) και των επισκοπών. Δυστυχώς, για τους Σόλους δεν υπάρχουν πληροφορίες. Η έκταση των ανασκαφών που έγιναν ήταν πολύ περιορισμένη και έτσι δεν υπάρχουν επαρκείς αρχαιολογικές πληροφορίες για τους Σόλους. Το 787 ο Επίσκοπος Σόλων Ευστάθιος (;-787-;) πήρε μέρος στην 7 η Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας που καταδίκασε την εικονομαχία και καθόρισε την τιμητική προσκύνηση των εικόνων. Καμιά πληροφορία δεν υπάρχει για τους Σόλους από τον 9 ον ως τον 12 ον αιώνα. Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Νικόλας ο Μουζάλων, μετά την παραίτησή του από τον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο και την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη έγραψε ένα μακρύ ποίημα για να δικαιολογήσει την παραίτησή του. Στο ποίημά του αυτό αναφέρεται σ’ επισκόπους της Κύπρου καλούς αλλά και κακούς, χωρίς όμως ν’ αναφέρει τα ονόματα και τις επισκοπές τους. Πάντως η Επισκοπή Σόλων αναφέρεται σ’ όλους τους καταλόγους Επισκοπών ( Notitiae Episcopatuum ). Είναι βέβαιο ότι η Επισκοπή των Σόλων εξακολουθούσε να υπάρχει ακόμη και μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Φράγκους και την εγκατάσταση του Φραγκικού Βασιλείου το 1192.

Η κατάληψη της Κύπρου από τους Φράγκους είχε ως συνέπειες, την εγκατάσταση της Λατινικής Εκκλησίας στην Κύπρο και την αρπαγή της περιουσίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου. Η εγκατάσταση της Λατινικής Εκκλησίας είχε βαρύτατες συνέπειες για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Αμέσως άρχισε η προσπάθεια υποταγής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Λατινική. Οι δυο κληρικολαϊκές συνελεύσεις της Λατινικής Εκκλησίας της Λεμεσού (1200) και της Αμμοχώστου (1222) επεχείρησαν τον βίαιο περιορισμό των ορθοδόξων επισκοπών σε τέσσερες, την κατάργηση του ορθοδόξου Αρχιεπισκόπου και την υποταγή των 4 ορθοδόξων επισκόπων στους αντίστοιχους Λατίνους, την εκδίωξη των ορθοδόξων επισκόπων από την πόλη και την υποταγή της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Κύπρου στον Πάπα. Η θέση της Ορθοδόξου Εκκλησίας καθίστατο εξαιρετικά δύσκολη.

Η Βασιλική του Αγίου Αυξιβίου στους κατεχόμενους Σόλους

Γι’ αυτό και απέστειλε το 1223 στη Νίκαια, τον Επίσκοπο Σόλων Λεόντιο και τον ηγούμενο της Μονής των Αψινθίων Λεόντιο για να ζητήσουν την γνώμη του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως και της Συνόδου για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Εκκλησία της Κύπρου. Δεν υπάρχει άλλη αναφορά στον Επίσκοπο Λεόντιο των Σόλων. Είναι βέβαιο ότι η Επισκοπή των Σόλων εξακολούθησε να υπάρχει μέχρι το 1260, οπότε καταργήθηκε οριστικά. Όπως είναι γνωστό ο Πάπας Αλέξανδρος ο Δ΄ με την Bulla Cypria που εξέδωσε το 1260, καταργούσε τον Ορθόδοξο Αρχιεπίσκοπο και περιόριζε τον αριθμό των ορθοδόξων επισκόπων σε τέσσερες οι οποίοι θα υπήγοντο στους αντίστοιχους Λατίνους, δηλαδή τον Λατίνο Αρχιεπίσκοπο Λευκωσίας και τους Επισκόπους Λεμεσού, Αμμοχώστου και Πάφου. Επειδή όμως απαγορεύεται η ύπαρξη δυο επισκόπων στην ίδια πόλη, ο Πάπας όρισε όπως, ο μεν Αρχιεπίσκοπος Γερμανός Πησίμανδρος που θα διατηρούσε τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου μέχρι του θανάτου του, εγκατασταθεί στη Σολία, ο Αμαθούντος στα Λεύκαρα, ο Πάφου στην Αρσινόη και ο Αμμοχώστου στην Καρπασία. Επειδή όμως στη Σολία υπήρχε επίσκοπος ο Νείλος, για να μην υπάρχει κανονικό πρόβλημα, ο Νείλος μετετέθη από την Σολία στην χηρεύουσα Επισκοπή Αρσινόης. Φαίνεται όμως ότι στον Αρχιεπίσκοπο Γερμανό επετράπη να έχει κατάλυμα και στη Λευκωσία και Καθεδρικό Ναό της Αρχιεπισκοπής, το ναό του Αποστόλου Βαρνάβα, που είναι γνωστός ως «ο ναός του Αποστόλου Βαρνάβα, εν τη Αρχιεπισκοπή» και «ο οποίος εξακολούθησε να χρησιμοποιείται και από τους διαδόχους του Επισκόπους Σολίας, παράλληλα με τον Καθεδρικό Ναό της Παναγίας Οδηγήτριας».

Δεν είναι γνωστό πότε πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος Γερμανός Πησίμανδρος. Στο Παλατινό Κώδικα 367 της Βιβλιοθήκης του Βατικανού υπάρχει «ένταλμα», δηλαδή βεβαίωση ανώνυμου γέροντος Αρχιεπισκόπου ότι σε Σύνοδο στην οποία παρέστησαν δυο επίσκοποι και οι κληρικοί «των δύο μεγάλων εκκλησιών της τε υπ’ εμέ αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής και της αγιωτάτης Επισκοπής Λευκωσίας εξελέξατο η μετριότης ημών κατενώπιον του πανυψηλοτάτου και φιλοχρίστου βασιλέως ημών και μεγάλου ρηγός Ούγγου τον Θεοφιλέστατον άρχοντα κληρικόν της υπ’ εμές αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής τονδέ» σαν βοηθό να εκτελεί όλα τα καθήκοντα του Αρχιεπισκόπου, πλην των χειροτονιών, γιατί προφανώς ο εκλεγείς δεν χειροτονήθηκε επίσκοπος. Στο «ένταλμα» υπεισέρχεται και ο παπικός λεγάτος, δυστυχώς ανώνυμος, αφού αναφέρεται ότι ο βοηθός του Αρχιεπισκόπου «μέλλειν του ενεργείν και διοικείν και πράττειν μέχρις ότου καταλάβη ο ορισμός των υποθέσεων ων ανέθηκεν ο αγιώτατος ημών αυθέντης και μέγας λεγάτος ο δείνα και η μετριότης ημών επάνω του παναγιωτάτου και μακαριωτάτου αυθέντου ημών και Πάπα».

Το ένταλμα αυτό δεν αναφέρει ονόματα, εκτός από το όνομα του βασιλέα Ούγου, ούτε φέρει χρονολογία. Ποιος όμως από τους τρεις Ούγους του 14 ου αιώνα; Ο Ούγος ο Α΄ (1205–1218) πρέπει να αποκλεισθεί γιατί η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν είχε υποταγεί στον Πάπα. Πρέπει ακόμη να αποκλεισθεί και ο Ούγος ο Β΄ (1260-1269), αφού ο Γερμανός Πησίμανδρος διεδέχθη τον Αρχιεπίσκοπο Νεόφυτο, που πέθανε μετά την 21 η Ιουλίου 1250 και πριν από τις 20 Δεκεμβρίου 1251, το 1254. Αν ήταν γέρων ώστε να χρειάζεται βοηθό δεν θα μπορούσε να ταξιδεύσει στη Ρώμη τον Ιούνιο του 1260 για να ζητήσει από τον Πάπα να προστατεύσει την Ορθόδοξη Εκκλησία από την επιβουλή του Λατίνου Αρχιεπισκόπου Λευκωσίας. Ο Jean Darrouzes υποθέτει ότι ο ανώνυμος Αρχιεπίσκοπος του 13 ου αιώνα πρέπει να είναι ο Γερμανός Πησίμανδρος και ότι το ένταλμα πρέπει να χρονολογηθεί στα τέλη της βασιλείας του Ούγου του Γ΄ (1269-1284) οπότε ο Αρχιεπίσκοπος Γερμανός Πησίμανδρος θα ήτο εβδομηκοντούτης ή ογδοηκοντούτης. Βέβαια αυτό δεν αποκλείει να έζησε περισσότερο του Ούγου του Γ΄ και να πέθανε το 1286 ή στις αρχές του 1287.

Η επόμενη αναφορά στην Επισκοπή Σολίας γίνεται στην πιστοποίηση της ελληνικής μετάφρασης της Bulla Cypria που έγινε στη Λατινική Αρχιεπισκοπή της Λευκωσίας κατόπιν παρακλήσεως του «κυρίου παπά Λέοντος, οικονόμου και της Σωλείας υποψηφίου» στις 14 Μαΐου του 1287. Δεν είναι γνωστό πότε χειροτονήθηκε ούτε πόσο διήρκεσε η αρχιερατεία του. Πάντως το 1306, Επίσκοπος Σολίας αναφέρεται κάποιος Λεόντιος. Πράγματι σε χρονολογημένη «πληρεστάτη» απόφαση το 1306 με την οποία διαλύονται τα ιερολογηθέντα μνήστρα μεταξύ ανηλίκου κοριτσιού ηλικίας 9 ετών και, προφανώς, ενηλίκου ανδρός (σύμφωνα βέβαια με τις κρατούσες την εποχή εκείνη αντιλήψεις για ενηλικίωση) ο Λεόντιος αναφέρεται ως «Λεόντιος ελέω Θεού Επίσκοπος Σόλων, πρόεδρος πόλεως και ενορίας Λευκουσίας». Είναι δυνατόν ο παπά Λέων όταν εχειροτονήθη να πήρε το όνομα Λεόντιος; Δυστυχώς δεν υπάρχουν οποιεσδήποτε πληροφορίες και έτσι είναι προτιμότερο, τουλάχιστον επί του παρόντος, να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για δυο χωριστά πρόσωπα. Κατά τα έτη 1316-1322 ο Επίσκοπος Σολίας ονομάζεται Λέων. Ο Επίσκοπος Σολέας Λέων και ο Επίσκοπος Αμαθούντος Ολβιανός εφυλακίσθηκαν κατ’ εντολή του παπικού λεγάτου Pierre de Pleine Chassagne επισκόπου Rodez (λεγάτος 1308-1316.

Επιδαπέδιο ψηφιδωτό από τη Βασιλική του Αγίου Αυξιβίου στους κατεχόμενους Σόλους

Πέθανε ως Πατριάρχης Ιεροσολύμων στις 6 Φεβρουαρίου 1318), ίσως το 1316, επειδή προέβησαν σε χειροτονίες, σ’ αντίθεση προς τις διαταγές του, οι οποίες προκάλεσαν οχλαγωγίες. Και οι δυο μαζί απευθύνθηκαν στον Πάπα από κοινού. Ο Πάπας Ιωάννης ο Β΄ παρενέβη και τους ελευθέρωσε. Ο Πάπας μάλιστα φρόντισε ν’ αυξήσει και τα εισοδήματα των δυο επισκόπων, παραχωρώντας στον Ολβιανό τα εισοδήματα της Μονής του Σωτήρος στα Λεύκαρα και στον Σολία Λεόντα μια εκκλησία της Μονής του Αγίου Γεωργίου των Μαγκάνων στη Λευκωσία. Το εισόδημα του Επισκόπου Σολίας το 1322 ανήρχετο σε 1500 φλορίνια. Όμως ο ηγούμενος της Μονής του Αγίου Γεωργίου των Μαγκάνων πήγε στη Ρώμη το 1321 και πέτυχε να ακυρωθεί η προηγούμενη απόφαση του Πάπα. Δεν είναι γνωστό πόσο διήρκεσε η αρχιερατεία του Λεόντος, ούτε ποιος ήταν ο άμεσος διάδοχός του. Το 1340 στη Σύνοδο που συγκάλεσε ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος Ηλίας de Nabinaux στην Λατινική Αρχιεπισκοπή στη Λευκωσία παρέστη και ο Επίσκοπος Σολίας Λεόντιος, όπως και οι άλλοι Έλληνες επίσκοποι. Ο Λεόντιος αναφέρεται Επίσκοπος « de Solia , Nicosiensis ». Τίποτε άλλο δεν είναι γνωστό για τον επίσκοπο αυτό. Στις 20 Ιουλίου 1353, σύμφωνα με σημείωμα στο f 1 του κώδικα Marcianus Graecus 501 «εκοιμήθη ο πανιερώτατος επίσκοπος κυρ Νεαγκωμίτης». Το «Νεαγκωμίτης» προφανώς δεν είναι το κύριο όνομα του επισκόπου, αλλά επώνυμο που δηλώνει μοναχό της Μονής της Θεοτόκου Νεαγκώμου ή Νεάγκωμος. Ο Επίσκοπος Νεαγκωμίτης ήταν Επίσκοπος Σόλων, διότι κάτω από το σημείωμα που αναφέρει τον θάνατό του, άλλο σημείωμα αναφέρει την εκλογή του Επισκόπου Σολίας Ιωακείμ: «Σεπτεμβρίω κβ ημέρα Κυριακή, εχειροτονήθη Επίσκοπος Σολίας και Πρόεδρος Λευκωσίας ο κυρ Ιωακείμ και ο Θεός να αύξει την ζωήν αυτού, εγχρονίας ςωξβ» δηλαδή 1353. Δηλαδή ο Ιωακείμ εχειροτονήθη Επίσκοπος στις 22 Σεπτεμβρίου 1353. Πόσο καιρό διάρκεσε η αρχιερατεία του δεν είναι γνωστό. Κατά τον Β. Εγγλεζάκη ήταν αντιπαλαμίτης. Ο επόμενος γνωστός Επίσκοπος Σολίας είναι ο Μιχαήλ. Δεν είναι γνωστό πότε χειροτονήθηκε. Η πρώτη αναφορά σ’ αυτόν γίνεται το 1396. Πέθανε το 1402 και τον διαδέχθηκε ο Ιωάννης το ίδιο έτος. Δεν είναι γνωστό πότε πέθανε ο Σολίας Ιωάννης.

Το 1458 αναφέρεται ως Επίσκοπος Λευκωσίας, δηλαδή Σόλων, κάποιος Νικόλαος. Ο ίδιος Νικόλαος αναφέρεται και το 1473. Μνεία του Επισκόπου Λευκωσίας Νικολάου γίνεται και στην εικόνα της Παναγίας Καμαριώτισσας που σήμερα βρίσκεται στο Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Γ΄ στη Λευκωσία. Από τη σχετική επιγραφή στην εικόνα φαίνεται ότι ο Νικόλαος ήταν προηγουμένως νυμφευμένος. Δεν είναι γνωστό πότε πέθανε. Πιθανώτατα τον διεδέχθη ο Ιάκωβος που πέθανε σύμφωνα με σημείωμα στον κώδικα Paris Gr . 261 το 1480. Ο επόμενος γνωστός Επίσκοπος Σόλων είναι ο Ιωάννης. Δεν είναι γνωστό πότε χειροτονήθηκε επίσκοπος. Πέθανε το 1509 σύμφωνα με σημείωμα Paris Gr . 1457. Δεν είναι γνωστός ο διάδοχος του επισκόπου Ιωάννου. Από τον Estienne Lusignan πληροφορούμαστε ότι ο Επίσκοπος Σολίας Θεοφάνης παραιτήθηκε το 1550 και αποσύρθηκε στην Μονή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου του Μέσα Ποταμού όπου και πέθανε.

Περί το 1564-1565 Επίσκοπος Σολίας-Λευκωσίας ήταν κάποιος Λοαράς. Προφανώς το Λοαράς είναι επώνυμο, γνωστής άλλωστε, οικογένειας. Σύμφωνα με τον δομηνικανό μοναχό Άγγελο Καλλέπιο ο επίσκοπος Λοαράς απέρριψε τις αποφάσεις της Συνόδου του Τριδέντου (1563), τονίζοντας στον Καλλέπιο, που είχε σταλεί σ’ αυτόν από τον Λατίνο Αρχιεπίσκοπο Λευκωσίας για να ζητήσει την εφαρμογή των αποφάσεων της Συνόδου αυτής και από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου, ότι οι αποφάσεις της Συνόδου του Τριδέντου αναφέρονται μόνο στους Λατίνους και όχι στους Ορθοδόξους. Ο Ι.Α. Συκουτρής εταύτισε τον επίσκοπο Λοαρά προς τον οικονόμον της Μονής των Μαγκάνων Νεόφυτον Λογαράν, για τον οποίο σώζεται το ακόλουθο σημείωμα στον κώδικα 97 της συλλογής Αλεξίου Κολυβά που δημοσίευσε ο Σπ. Λάμπρου (Ν¨εος Ελληνομνήμων 15, 1916, 358 «+εψηφήστηκεν ο οικονόμος Μαγκάν(ων) κύριος Νεόφυτος ο λογαράς… ημέρα Τρίτη, μαΐου ΙΕ αφμγ’». Ο τελευταίος Επίσκοπος Σολίας ήταν κάποιος Συμεών ο οποίος αν και πάνω από ογδόντα χρονών συνεργάζετο με τον λαό για την άμυνα της Λευκωσίας το 1570. Αυτός εφονεύθη από τους Τούρκους.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί ο τελευταίος Ορθόδοξος Αρχιεπίσκοπος επί Φραγκοκρατίας Γερμανός Πησίμανδρος υποχρεώθηκε από τον Πάπα Αλέξανδρο τον Δ΄ να μεταφέρει την έδρα του στην Σολία αν και του επετράπη να έχει σαν έδρα του, όταν θα επισκέπτετο την Λευκωσία, το ναό του Αποστόλου Βαρνάβα που σε έγγραφο του 1306 χαρακτηρίζεται ως «ναός του Αποστόλου Βαρνάβα εν τη Αρχιεπισκοπή».

Οι διάδοχοι του Γερμανού Πησίμανδρου είχαν απλώς τον τίτλον Σολίας και σπανιότατα Σόλων και είχαν την έδρα τους στη Σολία. Που ακριβώς όμως η έδρα τους; Ίσως κάποια ένδειξη δίδει η Έκθεση περί Κύπρου που αντεγράφη από τον Franc Bustron στις 13 Δεκεμβρίου 1538. Ο συντάκτης της έκθεσης αναφερόμενος στις αρχαίες πόλεις της Κύπρου γράφει: «Πόλις Σόλοι, εκείντο όπου σήμερον το χωρίον Λεύκα. Εις την παραλίαν φαίνονται τα ερείπια πόλεως καλουμένης Santo Exiphio ή Άγιος Ευσέβειος, εξ αιτίας ναού του αγίου τούτου όστις υπάρχει ακόμη ολίγον υψηλότερον. Το μνημονευθέν χωρίον Λεύκα είναι ωραία και ευχάριστη τοποθεσία, όπου πολλή ζάχαρις γίνεται, ως και η γύρωθεν χώρα ονομαζομένη Σολέα. Υπάρχει ποταμός εις αμφοτέρας τας όχθας του οποίου υψούνται πολλά και ωραία χωρία».

Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας της Έκθεσης μεταθέτει την τοποθεσία των Σόλων που βρίσκονται στην παραλία, στη Λεύκα και όμως, όπως ο ίδιος αναφέρει, στην παραλία υπάρχουν τα ερείπια των Σόλων, τα οποία στην εποχή του, λόγω της ύπαρξης του ναού του Αγίου Αυξιβίου, ονομάζονται Santo Exiphio . Δεν μπορεί όμως να αμφισβητήσει κανείς ότι τουλάχιστον τότε που έγραψε την Έκθεση οι Σόλοι εταυτίζοντο με την Λεύκα και ότι η περιοχή γύρω από την Λεύκα ονομαζόταν Σολία. Δεν υπάρχουν βέβαια άλλες μαρτυρίες που να ταυτίζουν την Λεύκα με τους Σόλους. Όμως δεν είναι απίθανο οι κάτοικοι των Σόλων να εγκατέλειψαν τους Σόλους κατά την διάρκεια των αραβικών επιδρομών, ίσως τον 8 ο αιώνα και να μετακινήθηκαν στα ενδότερα, όπως έπραξαν οι κάτοικοι της αρχαίας Λαπήθου που μετακινήθηκαν στη θέση του Καραβά και της Λαπήθου και οι κάτοικοι της Καρπασίας που μετακινήθηκαν στο σημερινό Ριζοκάρπασο.

Βεβαίως δεν έχει γίνει έρευνα στη Λεύκα για να διαπιστωθεί πότε πρωτοκατοικήθηκε. Δυστυχώς από το 1958, οπόταν οι λίγοι Έλληνες κάτοικοι της Λεύκας εκδιώχθησαν από τους Τούρκους, η Λεύκα έχει εκτουρκισθεί τελείως και τυχόν κατάλοιπα ναών έχουν εξαφανισθεί. Ο μικρός ναός της Παναγίας Ακεντούς δεν είναι παλαιότερος της Τουρκοκρατίας. Όμως ο G . Jeffery στις αρχές του 20 ου αιώνα διέκρινε κτίσματα μεσαιωνικών εκκλησιών και ανέφερε ότι τα μουσουλμανικά τεμένη είναι κτισμένα στα κατάλοιπα μεσαιωνικών εκκλησιών.

Μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους το 1570 καταργήθηκε η Λατινική Αρχιεπισκοπή Λευκωσίας και οι λατινικές επισκοπές Πάφου, Λεμεσού και Αμμοχώστου και αποκατεστάθη η Ορθόδοξος Εκκλησία της Κύπρου. Πρώτος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου εξελέγη το 1572 ο Τιμόθεος. Δυστυχώς δεν είναι γνωστό που είχε την έδρα του. Φαίνεται όμως ότι δεν παρέμενε πλέον στην «Σολία», αλλά είτε στην ίδια την Λευκωσία ή κάπου πλησίον της Λευκωσίας. Κατά τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν υπήρχαν επίσης καθορισμένες Μητροπόλεις ούτε και σταθερός αριθμός Μητροπόλεων. Οι Μητροπόλεις και οι έδρες τους καθορίσθηκαν στα μέσα του 17 ου αιώνα, οπότε καθορίστηκαν και οι σχέσεις Αρχιεπισκόπου-Μητροπολιτών. Ανάμεσα στις επισκοπές που ανασυστάθηκαν για μικρό χρονικό διάστημα ήταν και η Επισκοπή Σόλων. Το 1598 αναφέρεται σαν Επίσκοπος Σόλων ο Βενιαμίν. Δεν είναι γνωστό πότε χειροτονήθηκε Επίσκοπος αλλά και πότε απέθανε.

Το 1618 αναφέρεται για μια ακόμη φορά Επίσκοπος Σόλων, ο Μακάριος. Είναι άγνωστο πότε χειροτονήθηκε Επίσκοπος Σόλων και άγνωστο πότε πέθανε. Μετά τον θάνατό του καταργήθηκε οριστικά η Επισκοπή Σόλων.

Η Επισκοπή των Σόλων ανασυστήθηκε το 1973 αλλά ο Επίσκοπος Σόλων φέρει τον τίτλον Μητροπολίτης Μόρφου και έχει έδρα την Μόρφου. Μετά την κατάληψη όμως της Μόρφου από τα τουρκικά στρατεύματα μετεφέρθη στην Ευρύχου, όπου και ευρίσκεται μέχρι σήμερα. Πρώτος, «Μητροπολίτης Μόρφου, Υπέρτιμος και Έξαρχος Σόλων», εξελέγη ο Αρχιμανδρίτης Χρύσανθος Σαρηγιάννης (1973-1997). Το 1998 εξελέγη εις διαδοχήν του ο νυν Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος.

* Το κείμενο «Η Επισκοπή Σόλων» του Αθανάσιου Παπαγεωργίου, δημοσιεύτηκε στον τόμο: «Ιερά Μητρόπολις Μόρφου, 2000 χρόνια τέχνης και αγιότητος», εκδ. Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου-Ιερά Μητρόπολις Μόρφου, Λευκωσία 2000.

Πόλη της Μόρφου

ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΜΟΡΦΟΥ: ΒΙΚΤΩΡΑΣ ΧΑΤΖΗΑΒΡΑΑΜ

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ ΕΝΟΡΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΜΑΜΑ (ΜΟΡΦΟΥ):

  • ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΟΡΦΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΣ
  • ΑΛΕΚΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
  • ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ  ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
  • ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΑΚΚΑΣ
  • ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
  • ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ ΕΝΟΡΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ (ΜΟΡΦΟΥ):
  • ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ (ΠΡΟΕΔΡΟΣ)
  • ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΚΑΡΤΑΜΠΗ (ΤΑΜΙΑΣ)
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ ΕΝΟΡΙΑΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ (ΜΟΡΦΟΥ):
  • ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΧΑΡΙΛΑΟΥ
  • ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΣ
  • ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ
  • ΝΙΚΟΣ ΣΙΑΜΠΤΑΝΗΣ
  • ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΡΗΣ

Η Μόρφου βρίσκεται περί τα 36 χιλιόμετρα δυτικά της πόλης της Λευκωσίας, στην κατεχόμενη από το 1974 από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής περιοχή της Κύπρου.

Η Μόρφου είναι κτισμένη στη δυτική κεντρική πεδιάδα της Κύπρου, κοντά στη δυτική όχθη του ποταμού Σερράχη, σε μέσο υψόμετρο 65 μέτρων. Η διοικητική της έκταση ανέρχεται στα 5.636 εκτάρια περίπου. Η κωμόπολη, ως εμπορικό, βιομηχανικό, εκπαιδευτικό και εκκλησιαστικό κέντρο της δυτικής κεντρικής πεδιάδας, έδωσε το όνομά της στην πεδιάδα αυτήν, η οποία είναι περισσότερο γνωστή σαν πεδιάδα Μόρφου. Η πεδιάδα αυτή ορίζεται στα βόρεια από τον Πενταδάκτυλο, στα νότια από το πυριγενές σύμπλεγμα του Τροόδους, στα δυτικά από τον κόλπο της Μόρφου και στα ανατολικά από τη διαχωριστική γραμμή των λεκανών απορροής των ποταμών Πηδιά και Σερράχη – Οβγού. Τόσο η Μόρφου όσο και η γύρω πεδινή έκταση είναι το δημιούργημα των δελταϊκών αποθέσεων των ποταμών Σερράχη και Οβγού που, κρίνοντας από τις τεράστιες ποσότητες ιζημάτων και τις μεγάλες κροκάλες που μετέφεραν, θα πρέπει να ήσαν πολύ πιο ορμητικοί και μεγαλύτεροι σε όγκο νερού απ’ ό,τι είναι σήμερα.

Το 1962 κατασκευάστηκε φράγμα (χωρητικότητας 1.879.000μ3) στα ανατολικά της κωμόπολης, και το 1964 το φράγμα Οβγού (χωρητικότητας 845.00μ3) στα βορειοανατολικά της Μόρφου.

Εσπεριδοκαλλιέργεια

Στη διοικητική έκταση της Μόρφου βρισκόταν, πριν από την τουρκική εισβολή, η μεγαλύτερη αρδευόμενη έκταση της Κύπρου. Στα εύφορα εδάφη της κωμόπολης καλλιεργούντο κυρίως τα εσπεριδοειδή που αποτελούσαν τη σπονδυλική στήλη της οικονομίας της και ταυτόχρονα σημαντική πηγή ξένου συναλλάγματος. Η εσπεριδοκαλλιέργεια άρχισε να αναπτύσσεται στη Μόρφου τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας με τη ανεύρεση και εκμετάλλευση του πλουσιότατου υπόγειου υδροφόρου στρώματος. Ο πρώτος τρόπος εκμετάλλευσης του νερού ήταν με την εκσκαφή μεγάλων λάκκων (των γνωστών αλακατόλακκων) πάνω στους οποίους οι γεωργοί εγκαθιστούσαν σιδερένια αλακάτια για την άντληση του νερού. Το νερό διοχετευόταν σε δεξαμενή που όταν γέμιζε ανοιγόταν για να ποτιστεί μια μικρή έκταση γης. Οι πρώτοι κήποι ήσαν μικροί (σπανίως πέραν των 3-5 σκαλών) και βρίσκονταν σε απόσταση 3-4 χιλιομέτρων από την κωμόπολη και σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, γιατί εκεί η στάθμη του νερού ήταν ψηλή και έτσι μπορούσε να αντληθεί στην επιφάνεια πιο εύκολα και οικονομικά. Οι κήποι αυτοί ήσαν πολύ διαφορετικοί από τις μεταγενέστερες μεγάλες φυτείες των εσπεριδοειδών. Ενώ τα κυριότερα δέντρα ήσαν οι μανταρινιές, οι γιαφίτικες πορτοκαλιές, οι ξινολεμονιές και γλυκολεμονιές, δεν έλειπε σχεδόν κανένα είδος δέντρου. Υπήρχαν μαραπελιές, συκιές όλων των ποικιλιών, ροδιές, καϊσιές, χρυσομηλιές, μεσπιλιές, αχλαδιές, μηλιές, ροδακινιές, συκαμινιές και άλλα. Η μεγάλη ποικιλία των καρποφόρων δέντρων δείχνει πόσο αυτάρκεις προσπαθούσαν να είναι οι οικογένειες των πρωτοπόρων εσπεριδοκαλλιεργητών, οι οποίοι όχι μόνο εξασφάλιζαν φρούτα κάθε εποχής για τις δικές τους ανάγκες αλλά και πωλούσαν το περίσσευμα στους χωριανούς τους και τους κατοίκους των περιχώρων, τα οποία ήσαν τότε κατάξηρα χωρίς καθόλου νερό για άρδευση. Μερικοί από τους κηπουρούς αυτούς καλλιεργούσαν, παράλληλα με τα δέντρα, και διάφορα είδη λαχανικών που τα μετέφεραν κάθε Παρασκευή στη δημοτική αγορά της Λεύκας για πώληση, ή στον Ξερό και τη Σκουριώτισσα για τους εργατοϋπαλλήλους της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας.

Οι πρωτοπόροι εσπεριδοκαλλιεργητές, που είχαν αρχίσει να εκμεταλλεύονται το υπόγειο νερό με αλακάτια και γνώριζαν την αξία του, συνεργάστηκαν με άλλους προοδευτικούς γεωργούς για να φέρουν στην επιφάνεια και τρεχάτα νερά, σε διάφορες περιοχές της Μόρφου με το σύστημα των «λαουμιών», δηλαδή σειρά λάκκων που συνδέονταν μεταξύ τους με υπόγεια σήραγγα. Οι Μορφίτες αυτοί πέτυχαν να εξασφαλίσουν πέντε τέτοια τρεχάτα νερά, κάθε ένα από τα οποία πότιζε μια περιοχή. Αυτά ήσαν τα νερά του «Σαντεγή», των «Γναφκιών», των «Δραγομάνων», της «Ποδίνας» και της «Λεκάνης», και οι μέτοχοι του καθενός από αυτά εδικαιούντο να ποτίζουν ορισμένες ώρες κάθε 8 ή 15 μέρες. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθεί και το τρεχάτο νερό του Δήμου Μόρφου που αρχικά χρησιμοποιήθηκε για αρδευτικούς σκοπούς, ενώ αργότερα διασωληνώθηκε σαν πόσιμο νερό για την κοινότητα. Τα νερά αυτά συνέβαλαν σε σημαντικό βαθμό στη γεωργική και οικονομική ανάπτυξη της κωμόπολης σε μια εποχή που δεν είχε ακόμη αρχίσει να γίνεται εντατική αξιοποίηση των υπόγειων νερών με μηχανική άντληση. Έτσι βοήθησαν όχι μόνο στην επέκταση των πρώτων μικρών κήπων αλλά και στην καλλιέργεια μεγάλων εκτάσεων εποχιακών προϊόντων, όπως πατάτες, φασόλια, κουκκιά, κολοκάσι, βαμβάκι, σησάμι και πολλά άλλα είδη λαχανικών και οσπρίων. Μαζί με τα είδη αυτά συνεχίστηκε και η παραδοσιακή καλλιέργεια των δημητριακών.

Η τεχνολογική εξέλιξη που ακολούθησε, έκαμε δυνατή την ανεύρεση νερού με γεωτρύπανα σε μεγάλο βάθος και την άντληση μεγάλων ποσοτήτων νερού, αρχικά με πετρελαιοκίνητες και αργότερα με ηλεκτροκίνητες αντλίες μεγάλης δυναμικότητας, και έδωσε σημαντική ώθηση στην εσπεριδοκαλλιέργεια στη δεκαετία του 1940. Τα δημητριακά και οι άλλες παραδοσιακές καλλιέργειες σταδιακά άρχισαν να εγκαταλείπονται και οι παλαιοί κήποι των 3-5 σκαλών με τα αλακάτια και την ποικιλία των δέντρων τους, παραχώρησαν τη θέση τους σε νέους πολύ μεγαλύτερους σε έκταση κήπους που κάποτε έφθαναν τις μερικές εκατοντάδες σκάλες και οι οποίοι απετελούντο σχεδόν αποκλειστικά από εσπεριδοειδή.

Στις δεκαετίες του 1950 και 1960 η καλλιέργεια των εσπεριδοειδών έφθασε σε τέτοια επιτήδευση που οδήγησε τον μέγιστο βαθμό της απόδοσης. Η επιτήδευση ξεκινούσε από την καλλιέργεια και έφθανε ως την εμπορία και είχε άριστα αποτελέσματα. Η εντυπωσιακή αύξηση της παραγωγής εσπεριδοειδών στη Μόρφου και η μεγάλη ζήτηση που άρχισε να εκδηλώνεται από ευρωπαϊκές κυρίως χώρες, δημιουργούσαν την ανάγκη ιδρύσεως υποκαταστημάτων και γραφείων εκ μέρους διαφόρων εξαγωγέων της Αμμοχώστου οι οποίοι εμπορεύονταν τα εσπεριδοειδή. Εξάλλου οι εσπεριδοκαλλιεργητές δημιούργησαν τον Συνεργατικό Οργανισμό Διαθέσεως Εσπεριδοειδών Μόρφου (ΣΟΔΕΜ). Σύμφωνα με την καταγραφή των εσπεριδοειδών του 1966, στην κωμόπολη εκαλλιεργούντο 2.147 εκτάρια γης με εσπεριδοειδή, δηλαδή το 34% της έκτασης των εσπεριδοειδών της επαρχίας Λευκωσίας. Στην έκταση αυτή περιλαμβάνονταν 1.626 εκτάρια πορτοκαλιές (κυρίως των ποικιλιών βαλέντσια και γιαφίτικα), 317 εκτάρια κιτρομηλιές, 170 εκτάρια γκρέιπφρουτ, 19 εκτάρια ξινολεμονιές, 10 εκτάρια γλυκολεμονιές και 5 εκτάρια με άλλα εσπεριδοειδή.

Εκτός από τη γεωργία, οι κάτοικοι της Μόρφου ασχολούνταν, σε κάποιο βαθμό, και με τη κτηνοτροφία. Το 1973 εκτρέφονταν 1.146 πρόβατα, 252 κατσίκες, 163 αγελάδες, 73 βόδια και 16.223 πουλερικά.

Μια άλλη σημαντική οικονομική δραστηριότητα της κωμόπολης ήταν και η βιομηχανική. Το 1973 υπήρχαν στη Μόρφου 160 βιομηχανικές μονάδες με αρκετά είδη βιομηχανίας. Ο αριθμός των βιομηχανιών ήταν ο τέταρτος μεγαλύτερος της επαρχίας Λευκωσίας μετά την πρωτεύουσα, το Καϊμακλί και τον Άγιο Δομέτιο. Τα κυριότερα είδη βιομηχανίας ήσαν τα είδη διατροφής (ιδιαίτερα η συσκευασία φρούτων και λαχανικών), είδη ένδυσης, έπιπλα, προϊόντα μετάλλου, μεταφορικά μέσα (επισκευή και εξαρτήματα), μη μεταλλικά ορυκτά προϊόντα, ξυλουργεία, δερμάτινα είδη, πλαστικά, μηχανήματα και ηλεκτρικά είδη.

Η Μόρφου εξυπηρετείται από ένα πυκνό οδικό δίκτυο, αποτελεί δε συγκοινωνιακό κόμβο μεταξύ Λευκωσίας – Τηλλυρίας – Πάφου καθώς και μεταξύ της Λευκωσίας και της μεταλλευτικής περιοχής Ξερού – Μαυροβουνίου. Στα βορειοανατολικά συνδέεται με το Καλό Χωριό Μόρφου (περί τα 7χμ.), στα βορειοδυτικά με το χωριό Συριανοχώρι (περί τα 6χμ.), στα ανατολικά με το χωριό Κυρά (περί τα 6χμ.), στα νοτιοδυτικά με το χωριό Πραστειόν Μόρφου (περί τα 5,5χμ.) και στα νοτιοανατολικά με τα χωριά Αργάκι (περί τα 4,5χμ.), Κατωκοπιά (περί τα 6χμ.) και Κάτω Ζώδια (περί τα 4χμ.) και μέσω τους με την πόλη της Λευκωσίας.

Πληθυσμός

Τα εύφορα εδάφη της κωμόπολης, οι μεγάλες αρδευόμενες εκτάσεις με τις προσοδοφόρες καλλιέργειες των εσπεριδοειδών, η συσκευασία και εμπορία φρούτων και λαχανικών, που αναπτύχθηκε, βασισμένη στις καλλιέργειες της περιοχής, και η πολύ καλή οδική της σύνδεση, υπήρξαν οι κύριοι παράγοντες που συνέβαλαν στην αξιόλογη πληθυσμιακή αύξηση από το 1881 μέχρι το 1973. Σύμφωνα με τις επίσημες απογραφές πληθυσμού των ετών, 1881, 1891μ 1901μ 1911, 1921, 1931 και 1946 η Μόρφου ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος σε πληθυσμό οικισμός της επαρχίας του μετά την πόλη της Λευκωσίας. Το 1881 οι κάτοικοι της κωμόπολης ήσαν 2.267 που αυξήθηκαν στους 2.548 το 1921 και στους 2.762 το 1901, στους 3.228 το 1911, στους 4.250 το 1921 και στους 4.335 το 1931. Το 1946 οι κάτοικοι ανήλθαν στους 5.460 (5.267 Ελληνοκύπριοι, 179 Τουρκοκύπριοι και 14 άλλων εθνικοτήτων) και στους 6.642 το 1960 (6.480 Ελληνοκύπριοι, 123 Τουρκοκύπριοι και 39 άλλων εθνικοτήτων). Μετά το 1964, εξαιτίας των διακοινοτικών ταραχών που ακολούθησαν την τουρκοκυπριακή ανταρσία, οι λιγοστοί Τουρκοκύπριοι κάτοικοι της Μόρφου εγκατέλειψαν το χωριό τους και μετακινήθηκαν σε γειτονικά αμιγή τουρκοκυπριακά χωριά, στο πλαίσιο οδηγιών της Άγκυρας για δημιουργία στο νησί ισχυρών τουρκοκυπριακών θυλάκων. Το 1973 οι κάτοικοι της Μόρφου ήσαν 7.466 και η κωμόπολη ήταν ο πέμπτος μεγαλύτερος σε πληθυσμό οικισμός της επαρχίας του μετά την πόλη της Λευκωσίας και τα προάστια του Στροβόλου, του Αγίου Δομετίου και του Καϊμακλίου. Μετά την τουρκική εισβολή το 1974, ο πληθυσμός της Μόρφου σκορπίστηκε σε διάφορες περιοχές του ελεύθερου τμήματος της Κύπρου, κυρίως όμως στις επαρχίες Λευκωσίας και Λεμεσού και σε μικρότερο βαθμό στην επαρχία Πάφου.

Διοίκηση

Η Μόρφου λόγω της μεγάλης της ανάπτυξης απετέλεσε, πριν από την εισβολή, το διοικητικό, οικονομικό, εμπορικό, εκπαιδευτικό και εκκλησιαστικό κέντρο ολόκληρης της περιοχής του λεκανοπεδίου Μόρφου. Δημόσια και ιδιωτικά κτίρια και πολυτελείς κατοικίες με ωραιότατους κήπους, καταστήματα, τράπεζες, κέντρα αναψυχής και κινηματογράφοι άρχισαν να ανεγείρονται παντού και ν’ αλλάζουν την όψη της παλιάς μικρής κωμόπολης μετατρέποντάς την σε ευρωπαϊκή κηπούπολη. Για την εξυπηρέτηση της γύρω περιοχής εγκαταστάθηκαν στην κωμόπολη αρκετές κρατικές υπηρεσίες, όπως επαρχιακό δικαστήριο, γραφείο επιθεώρησης γεωργικών προϊόντων, νοσοκομείο, ταχυδρομείο, αστυνομία, επαρχιακή διοίκηση, και επαρχιακά γραφεία των Τμημάτων Γεωργίας (με Κέντρο Γεωργικής Εκπαιδεύσεως), Αναπτύξεως Υδάτων, Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Ευημερίας, Παιδείας και Εσωτερικών Προσόδων. Εξάλλου στη δεκαετία του 1930 ιδρύθηκε στη Μόρφου από την τότε αποικιακή κυβέρνηση η «Κεντρική Πειραματική Έπαυλη» σκοπός της οποίας ήταν η διεξαγωγή πειραμάτων και ερευνών για τη βελτίωση των διαφόρων ποικιλιών δέντρων και ζώων.

Εκπαίδευση

Στην κωμόπολη λειτουργούσαν, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, τέσσερεις σχολές μέσης εκπαίδευσης, μεταξύ των οποίων και το Γεωργικό Γυμνάσιο, και δυο δημοτικά σχολεία. Εξάλλου στη Μόρφου λειτουργούσε μέχρι το τέλος του 1957 το Διδασκαλικό Κολλέγιο, το οποίο στη συνέχεια μετακινήθηκε στην πόλη της Λευκωσίας. Σαν παράρτημα του Κολλεγίου λειτούργησε επίσης Γεωργική Σχολή, στην οποία όσοι απόφοιτοι ενδιαφέρονταν μπορούσαν να επιμορφωθούν σε γεωργικά θέματα για ένα χρόνο. Μετά το 1960 η Γεωργική Σχολή λειτούργησε σαν πλήρες εξατάξιο Γεωργικό Γυμνάσιο. Μετά την μετακίνηση του Διδασκαλικού Κολλεγίου στη Λευκωσία, το οίκημά του χρησιμοποιήθηκε από τη Σχολή Κωφαλάλων από το 1958 μέχρι το 1970, οπότε μετακινήθηκε στη Λευκωσία.

Πολιτισμική Ζωή

Η πολιτισμική ζωή στη Μόρφου ήταν πολύ ικανοποιητική. Τα δημοτικά σχολεία, οι σχολές μέσης εκπαίδευσης, οι συντεχνίες, οι τοπικοί εθνικοί και πνευματικοί σύλλογοι και οι τακτές επισκέψεις θεατρικών ομίλων δημιουργούσαν μια πολιτιστική κίνηση που είχε περιθώρια ανάπτυξης και εντατικοποίησης. Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, αρκετά πνευματικά, πολιτιστικά και αθλητικά κέντρα που ανθούσαν στη Μόρφου διαλύθηκαν ή περιόρισαν σημαντικά τις δραστηριότητές τους. Η Πνευματική Εστία και ο Όμιλος Φίλων Μόρφου διαλύθηκαν ενώ ο αθλητικός μουσικοφιλολογικός σύλλογος «Διγενής Ακρίτας», που άλλοτε αποτελούσε πόλο έλξης της αθλητικής και πολιτιστικής ζωής της κωμόπολης, περιόρισε τις δραστηριότητές του στον αθλητικό τομέα (ποδόσφαιρο).Σε παρόμοια θέση βρίσκεται και το άλλο αθλητικό σωματείο της Μόρφου, η Αθλητική Ένωση (ΑΕΜ) που συνεχίζει να αγωνίζεται με έδρα τη Λεμεσό.

Το 1973 η Μόρφου απέκτησε για πρώτη φορά στη ιστορία της τη δική της μητρόπολη με πρώτο επίσκοπο τον Χρύσανθο. Το γεγονός αυτό ήταν το αποτέλεσμα της αποφάσεως της Μείζονος Ιεράς Συνόδου, που συγκροτήθηκε τον Ιούνη του 1973, για την αναδιάρθρωση των μητροπολιτικών περιφερειών και την αύξηση του αριθμού τους από 3 σε 5. Μετά την τουρκική εισβολή, η έδρα της μητρόπολης μεταφέρθηκε στην Ευρύχου. Στο χωριό αυτό μεταφέρθηκε επίσης η επαρχιακή διοίκηση και η αστυνομική διεύθυνση της Μόρφου.
Ονομασία

Η ονομασία της Μόρφου σχετίζεται άμεσα προς το αρχαίο παρελθόν της, αφού θεωρείται ότι διασώζει ονομασία της θεάς Αφροδίτης, απ’ όπου και προέρχεται. Μια από τις ονομασίες με τις οποίες η Κυπρία θεά του έρωτα λατρευόταν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, ήταν Μορφώ, όπως μαρτυρούν αρχαίοι συγγραφείς (Ησύχιος, Παυσανίας, Λυκόφρων, Τζέτζης). Η ονομασία αυτή της θεάς Αφροδίτης προήλθε, κατά τον Τζέτζη, από το ρήμα μορφούμαι, δηλαδή παίρνω μορφήν. Συνεπώς από το θεά Μορφώ προήλθε το θεομόρφου (πόλις), απ’ όπου, τελικά, Μόρφου. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Χρονικόν του ο Λεόντιος Μαχαιράς (15ος αιώνας) γράφει Μόρφου αλλά και Θεομόρφου σε μια περίπτωση.

Με την ονομασία Μορφώ αναφέρεται στις αρχαίες πηγές ότι λατρευόταν η θεά Αφροδίτη κυρίως στη Λακωνία της Πελοποννήσου (Σπάρτη). Συνεπώς η διάσωση της ονομασίας αυτής ως τοπωνυμίου στην Κύπρο, πιθανώς συνδέει την περιοχή της Μόρφου με την Πελοπόννησο, ιδιαίτερα δε με Λάκωνες αποίκους που ενδεχομένως είχαν κατοικήσει στο δυτικό τμήμα της μεγάλης κεντρικής πεδιάδας της Κύπρου σε εποχή που δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια.

Είναι βέβαια γνωστό ότι η δυτική κεντρική πεδιάδα της Κύπρου ήταν κατοικημένη από τα αρχαιότατα Προϊστορικά χρόνια, τούτο δε αποδεικνύεται από τους πολλούς οικισμούς που έχουν ανασκαφεί ή εντοπιστεί. Ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά την ίδια τη Μόρφου, υπάρχει και εκεί σημαντικός αρχαιολογικός χώρος των Προϊστορικών χρόνων.

Αρχαιολογικός χώρος

Στα βορειοανατολικά περίχωρα της κωμόπολης και σε απόσταση τεσσάρων περίπου χιλιομέτρων από την κεντρική της πλατεία, ανάμεσα στους πυκνόφυτους πορτοκαλεώνες της πεδινής κοιλάδας, που διασχίζεται από τον ποταμό Οβγό, ξεπροβάλλει μικρός τεχνητός λόφος, μέσου ύψους 10 μέτρων, πλάτους 12 μέτρων και μήκους 20 μέτρων, γνωστός με την ονομασία Τούμπα του Σκούρου. Ο λόφος αυτός και αρκετή έκταση γης που τον περιβάλλει, αποτελούν τον μοναδικό αρχαιολογικό χώρο σ’ ολόκληρο το άμεσο και ευρύτερο συνοριακό περιβάλλον της Μόρφου. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα της περιοχής της Τούμπας του Σκούρου εντοπίστηκαν από το Τμήμα Αρχαιοτήτων και οι συστηματικές ανασκαφές άρχισαν το 1971 και περατώθηκαν το 1973 από την αμερικανική αποστολή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης, υπό τη διεύθυνση της καθηγήτριας της αρχαιολογίας Αιμιλίας Βερμιούλ. Οι αρχικές ανασκαφικές έρευνες περιορίστηκαν πάνω στην «Τούμπα του Σκούρου» και στη συνέχεια, το 1972 και 1973, επεκτάθηκαν και σε διάφορα σημεία γύρω από τον λόφο. Παράλληλα με το καθαυτό ανασκαφικό έργο έγινε και λεπτομερής μεθοδική επισκόπηση σ’ ολόκληρο τον αρχαιολογικό χώρο, που αποσκοπούσε στη συγκέντρωση επιπρόσθετων επιφανειακών μαρτυριών.

Σύμφωνα με τα γενικά ανασκαφικά και ερευνητικά πορίσματα της αμερικανικής αποστολής, η Τούμπα του Σκούρου μαζί με τα νότια και δυτικά πεδινά σύνορά της αποτελούν τα υπολείμματα των δυτικών ορίων μιας από τις πιο σημαντικές αρχαίες κυπριακές πόλεις της Υστέρας εποχής του Χαλκού, της οποίας ολόκληρο το υπόλοιπο τμήμα φαίνεται να έχει καταστραφεί από μηχανικούς εκσκαφείς στη διάρκεια ισοπεδώσεων σε μεγάλη κλίμακα για τη φύτευση των σημερινών απέραντων πορτοκαλεώνων. Η προϊστορική αυτή πόλη υπολογίζεται ότι κτίστηκε γύρω στα τέλη της Μέσης εποχής του Χαλκού και τις αρχές της Υστέρας εποχής του Χαλκού και βρισκόταν σε μεγάλη ακμή από τον 16ο μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα π.Χ. Επιφανειακές κεραμικές και διάφορες άλλες μαρτυρίες επιβεβαιώνουν τη συνέχιση της ύπαρξής της μέχρι τα τέλη των Κύπρο – Αρχαϊκών χρόνων (475 π.Χ.).

Στα ανώτερα στρώματα της Τούμπας του Σκούρου αποκαλύφθηκαν αρχιτεκτονικά οικιστικά κατάλοιπα από πλιθάρια και αργούς λίθους, που ταυτίζονται με εργαστηριακούς χώρους επεξεργασίας του χαλκού και του ειδικού χώματος – αργίλλου για την κατασκευή των πήλινων αγγείων. Τα θεμέλια των εργαστηριακών αυτών χώρων είναι κτισμένα με μικρές ακατέργαστες πέτρες και τα σωζόμενα τμήματα των τοίχων από πλιθάρια. Τα δάπεδά τους είναι καμωμένα από σκληρό και ανθεκτικό συμπαγές στρώμα κτυπητής γης και πηλού. Η μεγάλη ποικιλία των κεραμικών οστράκων και τα άλλα κινητά ευρήματα από τις βιοτεχνικές αυτές εγκαταστάσεις εντάσσονται στον 14ο και τον 15ο αιώνα π.Χ.

Κάτω από τα θεμέλια των εργαστηριακών χώρων και στους πρόποδες της Τούμπας του Σκούρου αποκαλύφθηκαν έξι συνολικά λαξευτοί θαλαμοειδείς τάφοι, που απέδωσαν πολυποίκιλα και πολυάριθμα πήλινα αγγεία και άλλα κτερίσματα. Τέσσερεις από τους τάφους αυτούς, που βρέθηκαν κάτω από τα θεμέλια των εργαστηρίων ανήκουν στο κατώτερο στρώμα της Τούμπας του Σκούρου και χρονολογούνται στον 16ο και τον 15ο αιώνα π.Χ. Ο πρώτος τάφος αποτελείται από τρεις νεκρικούς θαλάμους, μέσα στους οποίους βρέθηκαν 630 αντικείμενα, από τα οποία τα 552 είναι πήλινα αγγεία και τα υπόλοιπα χάλκινα οικιακά βιοτεχνικά είδη και κοσμήματα, σφραγιδοκύλινδροι σκαραβαίοι και άλλα μικροτεχνήματα. Ο δεύτερος τάφος, που αποτελείται από τέσσερεις νεκρικούς θαλάμους, απέδωσε παρόμοια κτερίσματα και δυο, μοναδικά στο είδος τους, αυγά στρουθοκαμήλου, από τα οποία το ένα είναι κοσμημένο με γραμμικά γεωμετρικά μοτίβα, που θυμίζουν τη διακόσμηση των αγγείων με το περίτεχνο λευκό επίχρισμα. Από τ’ άλλα ευρήματα του τάφου αυτού σημαντικά θεωρούνται δυο μικρά ελεφάντινα δισκοειδή αντικείμενα κι ένας μικρογραφικός θρόνος από άργιλλο. Από τα δείγματα αγγειοπλαστικής τα περισσότερα ανήκουν στα αγγεία με λευκό επίχρισμα και στα αγγεία με δακτυλιοειδή βάση. Οι τύποι των αγγείων αυτών πλεονάζουν και ανάμεσα στα αγγεία που προέρχονται από τον πρώτο τάφο. Ο τρίτος τάφος αποτελείται από ένα μόνο νεκρικό θάλαμο, μέσα στον οποίο βρέθηκαν οι σκελετοί ενός άνδρα και μιας γυναίκας και ποικιλία πολλών παρόμοιων πήλινων, χάλκινων και διάφορων άλλων κτερισμάτων. Στον δρόμο του τάφου αυτού, μέσα σε πλάγια νεκρική θήκη, βρέθηκε ο σκελετός ενός νηπίου και μικροσκοπικά αγγεία, κυρίως των τύπων με δακτυλιοειδή βάση. Ο τέταρτος τάφος αποτελείται επίσης από ένα νεκρικό θάλαμο, αλλά μέσα σ’ αυτόν βρέθηκαν περισσότερες ταφές και μεγαλύτερη ποικιλία παρόμοιων κτερισμάτων. Ο δρόμος του τάφου αυτού φέρει πέντε πλάγιες νεκρικές θήκες, που απέδωσαν ισάριθμους σκελετούς νηπίων με διάφορα μικρά κεραμικά είδη και άλλα αντικείμενα.

Οι δυο άλλοι τάφοι βρέθηκαν στους πρόποδες του λόφου και ανήκουν στο μεταγενέστερο νεκροταφείο της πόλης που χρονολογείται στον 13ο και τον 12ο αιώνα π.Χ. Από τα ευρήματα των τάφων αυτών ξεχωρίζουν δυο κυπρο – μηκαναϊκά φλασκία και μια πυξίδα της ίδιας τεχνοτροπίας καθώς και μια μικρή κυλινδρική σφραγίδα από τον πολύτιμο λίθο λάπις λαζούλι με παράσταση ‘Ερωτα που κρατεί γρύπα και λιοντάρι.

Στα νότια και τα δυτικά σύνορα της Τούμπας του Σκούρου αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα οικοδομημάτων της Κύπρου – μυκηναϊκής περιόδου, που εντάσσονται στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. και συμπίπτουν με την άφιξη των πρώτων Αχαιών αποίκων στην Κύπρο. Σ’ ένα από τα κτίρια αυτά, από το οποίο διατηρούνται μερικά τμήματα των τοίχων του κτισμένα από αργούς λίθους, βρέθηκαν μεγάλοι αποθηκευτικοί πίθοι με ανάγλυφη γραμμική διακόσμηση, που φανερώνουν ότι ο χώρος αυτός χρησίμευε σαν αποθήκη. Η παρουσία των αρχιτεκτονικών αυτών οικιστικών καταλοίπων σε συνδυασμό με τα πλούσια κτερίσματα των τάφων και τις εργαστηριακές εγκαταστάσεις στα ανώτερα στρώματα της Τούμπας του Σκούρου μαρτυρούν ότι στην εύφορη αυτή κοιλάδα του ποταμού Οβγού βρισκόταν σε συνεχή ακμή από τις αρχές μέχρι τα τέλη της Υστέρας εποχής του Χαλκού μια από τις πλουσιότερες προϊστορικές κυπριακές πόλεις, που συναγωνιζόταν στην κοινωνικο – οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη τη γειτονική πόλη της ίδιας εποχής, που αποκαλύφθηκε στην Αγία Ειρήνη, κοντά στο ακρωτήρι του Κορμακίτη.

Το ιερό της Αφροδίτης

Ο συσχετισμός της ονομασίας Μόρφου προς την ονομασία Μορφώ της θεάς Αφροδίτης, ενισχύεται και από την αρχαιολογική έρευνα. Πράγματι, η αρχαιολογική σκαπάνη απέδειξε λατρεία της θεάς Αφροδίτης κατά την Αρχαιότητα στην περιοχή της Μόρφου, όπου υφίστατο και ιερό αφιερωμένο σ’ αυτήν.

Σε αγρό όπου γίνονταν εργασίες ισοπέδωσης, προς τα βορειοανατολικά της Μόρφου και δίπλα στον δρόμο Μόρφου – Καλού Χωριού, όχι μακριά από τον αρχαιολογικό χώρο της Τούμπας του Σκούρου και τον άλλο αρχαιολογικό χώρο της Χρυσηλιού, βρέθηκαν το 1960 αρχαία ερείπια. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων διεξήγαγε τότε στην περιοχή ανασκαφικές εργασίες υπό την διεύθυνση του αρχαιολόγου Κυριάκου Νικολάου. Η ανασκαφική έρευνα έφερε σε φως αρχαίο ιερό αφιερωμένο, σύμφωνα προς τα ανευρεθέντα στοιχεία, στην θεά Αφροδίτη (βλέπε Κ. Νικολάου, «Ιερόν Αφροδίτης Μόρφου», εις RDAC, 1963, σσ.14-27).

Το ιερόν αποτελούσε μικρό σύμπλεγμα οικοδομών από δυο δωμάτια, αυλή, τρεις δεξαμενές καθαρμού και αγωγό νερού. Ως βασικό υλικό οικοδομής είχαν χρησιμοποιηθεί ποτάμιοι λίθοι από την κοίτη του παρακείμενου ποταμού Οβγού, του οποίου η κοιλάδα είναι τόσο πλούσια σε αρχαία κατάλοιπα. Στο ένα τουλάχιστον από τα δωμάτια, υπήρχαν τοιχογραφίες εσωτερικά, που σώθηκαν μόνο ίχνη τους, σε πολλά τεμάχια. Οι τοιχογραφίες φαίνεται ότι αποτελούσαν φυτική και γραμμική διακόσμηση με χρησιμοποίηση έντονων και ζωηρών χρωμάτων. Το πάτωμα ήταν μαρμάρινο. Η αυλή του ιερού ήταν λιθόστρωτη.

Μεταξύ των διαφόρων ευρημάτων, σημαντικότερο ήταν μικρό περίοπτο άγαλμα από λευκό μάρμαρο της θεάς Αφροδίτης από το οποίο όμως ελλείπουν η κεφαλή και άλλα μέλη του σώματος. Το ύψος του είναι περίπου 40 εκατοστόμετρα. Η θεά παριστάνεται γυμνή, πλην του κάτω οπισθίου μέρους το οποίο καλύπτεται με ιμάτιο. Όλες οι γραμμές του αγαλματίου είναι καμπύλες, η δε επιφάνεια πολύ απαλή και διαφανής. Το αγαλμάτιο της Αφροδίτης της Μόρφου ήταν, πιθανώς, λατρευτικό. Αν και ελλείπουν και τα δυο χέρια, είναι φανερό από το θραύσμα ότι το μεν δεξιό χέρι ανυψωνόταν προς την κεφαλή, το δε αριστερό κατευθυνόταν προς τα κάτω. Με το δεξιό χέρι θα κρατούσε το ένα άκρο της ταινίας της κόμης και με το αριστερό θα κρατούσε το ιμάτιο, το οποίο φαίνεται να ήταν περιτυλιγμένο γύρω από τις κνήμες. Βρέθηκαν επίσης ανάγλυφο επί λευκού μαρμάρου που παριστάνει τον Ηρακλή αναπαυόμενο πάνω σε λεοντή, θυμιατήριο, μεταλλικά αντικείμενα, όστρακα, μια βάση αγάλματος κ.α.

Τα ανασκαφικά δεδομένα κατατάσσουν το ιερό αυτό στον ίδιο τύπο με άλλα αγροτικά ιερά που βρέθηκαν στην Κύπρο, ένα των οποίων ήταν, μάλιστα, αφιερωμένο στην Αφροδίτη Ορείαν (τοποθεσία «Χολλάδες» περιοχή Σόλων, όχι πολύ μακριά από τη Μόρφου).

Με βάση κυρίως τα ευρήματα της Αφροδίτης και του Ηρακλέους, ο ανασκαφέας χρονολογεί το ιερόν αυτό στα Ελληνιστικά χρόνια. Εξάλλου σε κοντινή περιοχή, στην τοποθεσία «Αμπέλια» της Μόρφου, είχε εντοπιστεί εκτεταμένη νεκρόπολη των Γεωμετρικών μέχρι και Ελληνιστικών χρόνων.

Συνεπώς μπορούμε να θεωρήσουμε ότι στην περιοχή υφίστατο κατά την Αρχαιότητα κάποια πόλη ή κώμη. Σύμφωνα δε προς συλλογισμό του Αθ. Σακελλαρίου, είναι πιθανό αυτή η πόλη ή κώμη να ονομαζόταν Μορφώ (από το όνομα της Αφροδίτης), απ’ όπου βέβαια και η μεταγενέστερη ονομασία Μόρφου. Η περιοχή, ευρισκόμενη από το 1974 υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, δεν είναι, δυστυχώς, δυνατό να διερευνηθεί επί του παρόντος περισσότερο.

Βυζαντινά χρόνια

Η τιμή του αγίου Μάμα στη Μόρφου, όπου υφίστατο και φημισμένο ομώνυμο μοναστήρι, συνδέεται άμεσα με το βυζαντινό παρελθόν της περιοχής. Ο άγιος Μάμας, που δεν ήταν Κύπριος τοπικός άγιος, τιμάται ιδιαίτερα στη Μόρφου. Κατά τα Βυζαντινά χρόνια ο άγιος Μάμας ήταν ο προστάτης ακριτικού πολεμικού σώματος, των Απελατών Μαρδαϊτών, που είχαν μάλιστα αποτυπωμένη τη μορφή του στο τρομερό όπλο τους, το απελατίκι. Πιστεύεται ότι γύρω στον 7ο-8ο μ.Χ. αιώνα (μετά την έναρξη των ιδιαίτερα καταστροφικών αραβικών επιδρομών), σώμα Μαρδαϊτών πολεμιστών είχε μεταφερθεί στην Κύπρο κι είχε εγκατασταθεί στην περιοχή Μόρφου. Οι Μαρδαΐτες αυτοί εισήγαγαν στην Κύπρο και την ιδιαίτερη λατρεία του προστάτη αγίου τους, του αγίου Μάμα. Αργότερα δημιουργήθηκε και η τοπική θρησκευτική παράδοση για τη θαυματουργό άφιξη στην περιοχή της Μόρφου από τα μικρασιατικά παράλια της σαρκοφάγου με τα οστά του αγίου. Η λατρεία του καθιερώθηκε εκεί, όπου κτίστηκε εκκλησία, ιδρύθηκε αργότερα μοναστήρι και υφίσταται ως σήμερα ο ναός του (βλέπε λεπτομερέστερα στα λήμματα Μάμα Αγίου εκκλησίες, Μάμα Αγίου μοναστήρι, Μάμας άγιος και Μαρδαΐτες). Ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς αφηγείται στο Χρονικόν του (παρ. 33) την παράδοση για τον άγιο Μάμα και την άφιξη των οστών του στην Κύπρο, καθώς και για τον ναό που υφίστατο στη Μόρφου που βρύει μύρος και πολομά μεγάλα θαύματα εις ούλον τον κόσμον.

Ο ίδιος χρονογράφος αναφέρει (παρ. 32) και δυο Αλαμάνους αγίους, από τους πολλούς που είχαν έλθει στην Κύπρο από την Παλαιστίνη, ότι είχαν ασκητεύσει στην περιοχή της Μόρφου:…και εις του Μόρφου ο άγιος Θεοδόσιος και ο άγιος Πολέμιος… Οι δυο αυτοί Αλαμάνοι θα πρέπει να ασκήτευσαν στην περιοχή κατά το Βυζαντινά χρόνια, σε ακαθόριστο όμως χρόνο.

Στην περιοχή της Μόρφου τιμήθηκαν, πιθανώς, από τα Βυζαντινά χρόνια και άλλοι άγιοι, εάν λάβουμε υπόψη την ετυμολογία σωζόμενων τοπωνυμίων όπως το Μνασίν ή Πνασίν (=μικρός ναός του αγίου Μνάσωνος) και το Σαντενί (=st. Denis κατά τη φραγκοκρατία, δηλαδή άγιος Διονύσιος).

Δεν μπορεί να αποδειχθεί εάν υφίστατο από τότε ο συγκεκριμένος οικισμός της Μόρφου κοντά στον οποίο ίδρυσαν το στρατόπεδό τους οι Μαρδαϊτες, ή εάν ο οικισμός σχηματίστηκε αργότερα. Θα πρέπει όμως να θεωρηθεί βέβαιο ότι στην εύφορη αυτή πεδιάδα της Κύπρου υφίσταντο κάποιοι οικισμοί, που θα πρέπει μάλιστα να ενισχύθηκαν και από άλλους κατοίκους μετά την άφιξη των Μαρδαϊτών πολεμιστών που αποτελούσαν εγγύηση για την ασφάλειά τους. Γιατί η περιοχή είναι πεδινή και εκτείνεται μέχρι τη θάλασσα χωρίς σοβαρές εδαφικές ανωμαλίες, συνεπώς δεν πρόσφερε ικανοποιητική φυσική προστασία και αυξημένη δυνατότητα άμυνας εναντίον επιδρομέων που έφθαναν στη θαλάσσια εκείνη περιοχή. Αυτό αποτελεί βασικό λόγο για τον οποίο η Μόρφου αναπτύχθηκε όχι επί της ακτής αλλά κάπως προς τα ενδότερα του νησιού.

Κατά τα τέλη της Βυζαντινής περιόδου, η Μόρφου θα πρέπει να ήταν ήδη αρκετά ανεπτυγμένος οικισμός και, βέβαια, αρκετά σημαντικό γεωργοκτηνοτροφικό αγροτικό κέντρο. Τούτο εξυπακούεται και από το γεγονός ότι από την αρχή κιόλας της φραγκοκρατίας, η Μόρφου υπήρξε γνωστό και μεγάλο φέουδο.

Φραγκοκρατία

Η Μόρφου βρίσκεται σημειωμένη σε παλαιούς χάρτες ως Morfo, Miorfo και Morso. Αναφέρεται δε επανειλημμένα από τους μεσαιωνικούς χρονογράφους. Πολύ κοντά της όμως (περί τα 2,5 χμ. στα δυτικά) βρισκόταν και άλλο φέουδου, το Τενούριν, που σημειώνεται σε παλαιούς χάρτες ως Tenari, σε κάποια δε βενετική απογραφή αναφέρεται ως casal Zenuri. ο οικισμός αυτός, που σωζόταν και κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, έφερε το επώνυμο της γνωστής και μεγάλης μεσαιωνικής οικογένειας των ντε Νόρες (de Nores), της οποίας ασφαλώς θα πρέπει ν’ αποτελούσε ιδιοκτησία. Η ίδια οικογένεια ήταν ιδιοκτήτρια και άλλων χωριών της περιοχής (Βασίλεια, Κορμακίτης, Μύρτου, Καρπάσια).

Ως φέουδο, η Μόρφου είχε παραχωρηθεί από την αρχή της περιόδου της φραγκοκρατίας (τέλη του 12ου αιώνα) στον ευγενή Λωράν ντε Πλεσσί (Laurent de Plessie ή και du Plessie), ο οποίος πρόσθεσε τότε στο οικογενειακό του όνομα και τον τίτλο ντε Μόρφου (de Morpho). Ο τίτλος διατηρήθηκε καθόλη την περίοδο της φραγκοκρατίας, άνκαι πέρασε στους κόμηδες της Έδεσσας υστερότερα (οικογένεια Γκρινιέρ – Grinier) οπότε απαντούμε τον τίτλο: ντε Μόρφου, κόμης ντε Ρουχάς. Κατά τα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας ο τίτλος πέρασε στην οικογένεια των Συγκλητικών, για να χαθεί πλέον μετά την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου το 1570-71.

Ο Λεόντιος Μαχαιράς, εκτός από ότι μνημονεύει τη Μόρφου στο Χρονικόν του ως τόπο λατρείας των αγίων Μάμα, Θεοδοσίου και Πολεμίου, κάνει και άλλες αναφορές σ’ αυτήν: την αναφέρει, μαζί με την κοντινή Πεντάγυια, ως χώρους απ’ όπου ο κοντοσταύλης Ιάκωβος (αργότερα βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Α΄) είχε εφοδιαστεί με ποσότητες τροφίμων και άλλων αγαθών που μετέφερε στην Κερύνεια απ’ όπου επιτυχημένα αντιστάθηκε κατά των Γενουατών που είχαν εισβάλει στην Κύπρο το 1373-74. Την αναφέρει επίσης ως ένα από τα κύρια κέντρα των Κυπρίων χωρικών και δουλοπαροίκων που επαναστάτησαν κατά της φράγκικης κυριαρχίας το 1426 υπό τον ρήγα Αλέξη…Έβαλαν οι χωργιάτες καπετάνον εις την Λεύκαν, άλλο καπετάνον εις την Λεμεσόν, αλλά εις την Ορεινήν και εις την Περιστερόνα άλλον, και εις του Μόρφου καπετάνον, και εις το Λευκόνικον ρήγαν Αλέξην, και όλοι οι χωργιάτες εδόθησαν εις την ‘πόταξίν του…

Όταν η πολύμηνη αυτή επανάσταση των Κυπρίων χωρικών κατεστάλη, η Μόρφου ήταν ένας από τους πυρήνες της που υπέστησαν κυρώσεις. Οι πληροφορίες που δίνει ο Μαχαιράς είναι πενιχρές. Αναφέρει ωστόσο ότι επήγαν [οι βασιλικές δυνάμεις] και ηύραν τους καπετάνους του Μόρφου και της Λεύκας και έτερους και τους μεν εφουρκίσαν [=απαγχόνισαν), τους δέ εκόψαν τές μούττες τους… και εποίκασιν κρίσες [=έκαμαν δίκες], ως και εις του Μόρφου…

Ο Γεώργιος Βουστρώνιος πάλι, στο δικό του Χρονικόν, αναφέρει τη Μόρφου σε μια μόνο περίπτωση, το 1470. Τότε είχε ενσκήψει στο νησί μεγάλη επιδημία πανώλης που είχε κυριολεκτικά αποδεκατίσει τον πληθυσμό. Η Μόρφου ήταν χώρος όπου η επιδημία δεν κτύπησε, συνεπώς χώρος καταφυγίου για ευγενείς, αναφέρεται δε ειδικά ο Πέτρος Ντάβιλα ότι είχε πάει εκεί.

Κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας μιας από τις κύριες και σημαντικές καλλιέργειες στην πεδιάδα της Μόρφου ήταν εκείνη του ζαχαροκάλαμου για παραγωγή ζάχαρης. Μάλιστα οι μεγαλύτερες από τις φυτείες της περιοχής Μόρφου – Συριανοχωρίου ανήκαν στη βασιλική οικογένεια της Κύπρου.

Τουρκοκρατία και εξής

Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας η Μόρφου απετέλεσε πρωτεύουσα ομώνυμου κατηλλικιού (διαμερίσματος) που ανήκε διοικητικά στην επαρχία της Κερύνεια (βλέπε λήμμα κατηλλίκι στον τόμο Στ΄, σσ. 347-348). Σύμφωνα δε προς υπάρχοντα στοιχεία, κατά την τελευταία δεκαετία της περιόδου της τουρκοκρατίας στο κατηλλίκι της Μόρφου ανήκαν διοικητικά 45 συνολικά χωριά (27 ελληνικά, 4 τουρκικά και 14 μεικτά) με σύνολο πληθυσμού περίπου 8.800 (8.000 Έλληνες και 800 Τούρκοι). Η Μόρφου κατόρθωσε, παρά τις πολλαπλές δυσκολίες και τις αντίξοες συνθήκες, να γνωρίσει κάποια ανάπτυξη ασχολούμενη με τη γεωργία, τη κτηνοτροφία, το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Μεταξύ των καλλιεργουμένων ειδών ήσαν το βαμβάκι και το λινάρι, ενώ εκτρέφονταν και μεγάλοι αριθμοί μεταξοσκωλήκων για παραγωγή μεταξιού. Όμως κοντά στην καταπίεση και την αφόρητη φορολογία, συχνές ήσαν και οι θεομηνίες και άλλες καταστροφές που έπλητταν την περιοχή, όπως η ανομβρία, οι επιδρομές των ακριδών κλπ.

Γνωστός για την αγριότητά του ήταν ένας πασάς που έδρευε στη Μόρφου τον 18ο αιώνα, ο Σαλίχ πασάς, που σκοτώθηκε στον μεγάλο σεισμό του 1758 μαζί με το χαρέμι του που το αποτελούσαν 6 γυναίκες μεταξύ των οποίων και μια νεαρή και ορφανή Ελληνίδα. Στα ερείπια του «κανακιού» του πασά αυτού κτίστηκε αργότερα νέο «κονάκι» που σωζόταν μέχρι το 1958.

Ο Αλεξάντερ Ντράμμοντ (Alexander Drummond) που επεσκέφθη την Κύπρο το 1750, αναφέρει και τη Μόρφου ως πολύ ευχάριστο μέρος, περί την μιάμιση λεύγα από τη θάλασσα, που η εκκλησία της [=του Αγίου Μάμα] είναι από τα ωραιότερα κτίρια που έχω δει σ’ ολόκληρο το νησί. Στη συνέχεια ο Ντράμμοντ περιγράφει την εκκλησία και διηγείται την ιστορία του αγίου Μάμα (βλέπε Excerpta Cypria, pp. 297-298).

Τη Μόρφου χαρακτηρίζει ως κωμόπολη ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός (1788), πράγμα που σημαίνει ότι επί των ημερών του ήταν ήδη αρκετά ανεπτυγμένη ώστε να διακρίνεται από τα χωριά.

Ο Ρώσος μοναχός Βασίλι Μπάρσκυ, που επεσκέφθη τα περισσότερα από τα μοναστήρια της Κύπρου σε δυο επισκέψεις του στο νησί, το 1727 και το 1734-6, σημειώνει ότι στη Μόρφου είχε την έδρα του ο επίσκοπος Κυρηνείας, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, ο οποίος όμως έφυγε προς το παρόν διά να εύρει ησυχίαν, ένεκα των τουρκικών καταδιώξεων. Ο Μπάρσκυ περιγράφει επίσης το μοναστήρι του Αγίου Μάμα.

Στο μοναστήρι αυτό έδρευε ασφαλώς για κάποια περίοδο ο επίσκοπος Κυρηνείας, που ως έδρα του είχε χρησιμοποιηθεί κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και το μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος στην κοντινή Μύρτου.

Ο Αθανάσιος Σακελλάριος (Τα Κυπριακά, τόμος Α΄, 1890, σσ. 137-138) ομιλεί επίσης για την κωμόπολιν Μόρφου, ούσαν την έδραν του διαμερίσματος Μόρφου και έχουσαν δημοτικά ελληνικά σχολεία αρρένων και θηλέων, ελληνικόν Σχολαρχείον και 2.360 κατοίκους ασχολουμένους με την γεωργίαν…

Ο ίδιος συγγραφές αναφέρει το μοναστήρι του Αγίου Μάμα και συνδέει την ονομασία της κωμόπολης με την ονομασία Μορφώ της Αφροδίτης. Θεωρεί δε πιθανόν ότι κατά την Αρχαιότητα υφίστατο εκεί πόλις ή κώμη Μορφώ καλουμένη. Γράφει επίσης ότι, εφόσον η λατρεία της Αφροδίτης με την ονομασία Μορφώ απαντάτο κατά την Αρχαιότητα κυρίως στη Λακωνία της Πελοποννήσου, είναι πιθανόν η Μόρφου να ανήκε στο αρχαίο βασίλειο της Λαπήθου που εθεωρείτο ως ιδρυθέν από Λάκωνες.

Από την αρχή της περιόδου της αγγλοκρατίας η Μόρφου κηρύχθηκε σε αγροτικό δήμο και πρώτος δήμαρχός της διορίστηκε Τούρκος, ο Σμυρνιός Αζίζ.

Στη Μόρφου οι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν κυρίως επειδή ήταν έδρα διαμερίσματος κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και συνεπώς απασχολούνταν κυρίως σε διοικητικές υπηρεσίες. Αποτελούσαν όμως πάντοτε μικρή μειοψηφία.

Κατά την περίοδο της αγγλικής κατοχής και αργότερα, μέχρι σήμερα, δήμαρχοι Μόρφου διετέλεσαν:

01. Αζίζ Σμυρνιός, – 1893
02. Ιωάννης Κυριακίδης, 1896 – 1904
03. Κωστής Γεωργιάδης, 1904 – 1926
04. Κωστής Γεωργιάδης, 1926 – 1927
05. Κωστής Γεωργιάδης, 1927 – 1938
06. Ερατοσθένης Ιερείδης, 1938 – 1943
07. Πολύκαρπος Νικολόπουλος, 1943 – 1953
08. Πολύκλειτος Ιακωβίδης, 1953
09. Πολύκαρπος Νικολόπουλος, 1953 – 1950
10. Πολύκλειτος Ιακωβίδης, 1970 – 1976
11. Αντης Παντελίδης, 1976 – 1988
12. Εκ περιτροπής ανά εξάμηνο: Ανδρέας Χαραλάμπους, Χριστάκης Χριστοφίδης, Ανδρέας Σιηττής, Ανδρέας Φρυδάς (1988-1991)
13. Άντης Παντελίδης, 1991 – 1996
14. Αντιγόνη Παπαδοπούλου, 1996 – 2001
15. Χαράλαμπος Πίττας, 2001 – 2016
16. Βίκτωρ Χατζηαβραάμ, 2017 –

Η Μόρφου, έχοντας τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης, μπόρεσε να τις εκμεταλλευθεί καλύτερα μετά το τέλος της τουρκοκρατίας και την έναρξη της αγγλοκρατίας. Κατά την περίοδο της αγγλοκρατίας, ιδίως δε από τις αρχές του 20ου αιώνα και ύστερα, η Μόρφου άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία και ν’ αποκτά, μεταξύ άλλων, διάφορες σημαντικές υπηρεσίες οι οποίες συνέβαλαν ακόμη περισσότερο στην πρόοδό της: ο κυπριακός σιδηρόδρομος ένωσε τη Μόρφου με τη Λευκωσία και την Αμμόχωστο (συνολικά 71 μίλια) από τον Δεκέμβρη του 1907. Λίγο αργότερα λειτούργησε δικαστήριο. Η Μόρφου ήταν, επίσης, το πρώτο κυπριακό χωριό που απέκτησε ηλεκτρισμό (πριν από το 1927). Το 1937 ιδρύθηκε το Διδασκαλικό Κολλέγιο.

Τους ξένους επισκέπτες των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας εξυπηρετούσαν διάφορα χάνια όπως τα χάνια του Κολαντή, της Ζαχαριούς, του Χατζητταππή, του Χατζηχάμπουλλου, του Κάττου, του Κατσινιέρη και της Χαμπούς. Επισκέπτες ήσαν, συνήθως, αγωγιάτες και πραματευτάδες και έμποροι από όλη την Κύπρο.

Η Μόρφου είναι διαχωρισμένη σε τρεις ενορίες:

1. Αγίου Μάμα
2. Αγίου Γεωργίου
3. Αγίας Παρασκευής

Εκπαίδευση

Σ’ ό,τι αφορά τον τομέα της εκπαίδευσης, και σύμφωνα προς πληροφορίες του Ιερώνυμου Περιστιάνη, πριν από το 1852, όταν ιδρύθηκε η κοινοτική δημοτική σχολή από τον μητροπολίτη Κυρηνείας Μελέτιο, λειτουργούσε στη Μόρφου ιδιωτικό σχολείο με διευθυντή τον ντόπιο Λεόντιο, πατέρα της λογίας και ποιήτριας Σαπφούς Λεοντιάδος. ‘Αλλοι που δίδαξαν ιδιωτικώς τα «κοινά γράμματα» στην κωμόπολη ήσαν ο παπάς Ματτάος (Ματθαίος), ο Δερβίς Χασσάν, ο εξισλαμισθείς με τη βία ‘Ελληνας πρωτοπαπάς Νικόλαος, ο οικονόμος Καρσεράς κι ο Μοσκοβίτης.

Το σχολείο που ιδρύθηκε το 1852 ήταν αλληλοδιδακτικό και σ’ αυτό δίδαξαν διάφοροι δάσκαλοι ώς το 1878. Απ’ αυτούς ο Μακάριος Σκλαβούδης (1854-56) από την Λευκωσία δίδασκε κι εκκλησιαστική μουσική.

Στ’ αρχεία της Αρχιεπισκοπής υπάρχει αναφορά 7 προκρίτων Μορφιτών στον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Α’, ημερομηνίας 3.2.1980, ότι ο μητροπολίτης Μελέτιος καθυστερούσε τον μισθό του δασκάλου Μιχαήλ Ιωαννίδη, από 1.250 γρόσια κατά εξαμηνία, κι ότι αν το ποσό δεν καταβληθεί το σχολείο θα κλείσει. Σ’ απάντηση στον αρχιεπίσκοπο, ο μητροπολίτης Μελέτιος αρνείται ότι καθυστέρησε ποτέ τον διδασκαλικό μισθό, κι ότι μάλλον οι Μορφίτες «κάμνουσι μεγάλες ελλείψεις εις την απόδοσιν των θρονικών δικαιωμάτων».

Σ’ άλλη αναφορά στον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο, ημερομηνίας 18.11.1869, οι Μορφίτες κατηγορούν και τον μητροπολίτη Κυρηνείας Χρύσανθο, ότι καθυστέρησε τον μισθό του δασκάλου. Κατά τον Περιστιάνη η πέτρα του σκανδάλου και στις δυο περιπτώσεις ήταν τα θρονικά κτήματα.

Ο Λοΐζος Φιλίππου δίνει τις ακόλουθες πληροφορίες: Το πρώτο ελληνικό σχολείο της Μόρφου ιδρύθηκε το 1848 και στεγάστηκε στο μοναστήρι του Αγίου Μάμα. Πρώτος δάσκαλος ήταν ο Μιχαήλ Ιωαννίδης από την Ευρύχου, που είχε σπουδάσει στην Αθήνα κι είχε αναλάβει το σχολείο της Μόρφου ύστερα από πρόσκληση του μητροπολίτη Μελετίου. Κατά το τέλος της τουρκικής κατοχής (1878) το σχολείο αυτό είχε περίπου 180 μαθητές.

Το πρώτο άνετο σχολικό κτίριο κτίστηκε το 1904, και στέγασε το αρρεναγωγείο της Μόρφου μέχρι το 1926 οπότε κτίστηκε νέο αρρεναγωγείο, το δε προηγούμενο μετετράπη σε παρθεναγωγείο. Στο νέο κτίριο στεγάστηκε και η Ελληνική Σχολή Μόρφου (τριτάξιο γυμνάσιο αρχικά) που είχε ιδρυθεί το 1918. Το 1951 κτίστηκε σύγχρονο κτίριο που στέγασε το γυμνάσιο της κωμόπολης, και το οποίο εξυπηρετούσε παιδιά ολόκληρης της περιοχής και των γύρω χωριών. Αργότερα κτίστηκε και δεύτερο γυμνάσιο δίπλα στο πρώτο.

Το 1932 είχε ιδρυθεί στη Μόρφου και η ιδιωτική Αγγλική Σχολή του Κώστα Σιλβέστρου, όπου διδάσκονταν ξένες γλώσσες, εμπορικά και άλλα μαθήματα. Η Σχολή αυτή λειτούργησε μέχρι το 1960, οπότε την ανέλαβε η Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση που τη μετέτρεψε σε Εμπορική και Επαγγελματική Σχολή η οποία διατηρήθηκε μέχρι το 1974. Παράλληλα λειτούργησαν στη Μόρφου, όπως έχει προαναφερθεί, το Διδασκαλικόν Κολλέγιον και η Γεωργική Σχολή ως παράρτημά του. Μετά το 1960 η Γεωργική Σχολή συνέχισε ως εξατάξιο Γεωργικό Γυμνάσιο.

Η Μόρφου είχε αποκτήσει από νωρίς, δικούς της γιατρούς, εγκατεστημένους εκεί και προερχόμενους από την Ελλάδα. Πρώτος απ’ αυτούς, από το 1893, αναφέρεται ένας Δεσάρτος. Το 1898 εγκαταστάθηκε στην κωμόπολη δεύτερος γιατρός, ο Πιθανόπουλος, και λίγο αργότερα τρίτος, ο Γαζούλης.

Από τη Μόρφου καταγόταν ο γνωστός λογοτέχνης και πολιτικός Λουκής Ακρίτας.

Από το 1969 (χρόνο κατά τον οποίο η Μόρφου ξεπέρασε την Αμμόχωστο στην παραγωγή εσπεριδοειδών) άρχισε να οργανώνεται στην κωμόπολη το ετήσιο Φεστιβάλ Πορτοκαλιού που συνέχισε μέχρι το 1974 (από το 1978 οργανώνουν παρόμοιο Φεστιβάλ στη Mόρφου οι Τούρκοι).

Η τουρκική εισβολή του 1974 διέκοψε βίαια την ανάπτυξη και πάρα πέρα πρόοδο της Μόρφου και προσφυγοποίησε όλους τους κατοίκους της.

Μια ερμηνεία για την ονομασία της Μόρφου, ήταν ότι αυτή προήλθε από τον χαρακτηρισμό όμορφη. Έτσι, οι Τούρκοι απλώς «μετάφρασαν» την ονομασία της κωμόπολης σε Guzelyurt.

Κόλπος της Μόρφου

Είναι ο κόλπος που εκτείνεται από την Πέτρα του Λιμνίτη μέχρι τα δυτικά του χωριού Κορμακίτης και περιβρέχει τμήματα των επαρχιών Λευκωσίας και Κερύνειας. Ο κόλπος, που αποτελεί προέκταση της πεδιάδας Μόρφου, οφείλει την ονομασία του στην κωμόπολη της Μόρφου που βρίσκεται σ’ απόσταση 7 περίπου χιλιομέτρων από τις ακτές του.

Η διαμόρφωση του κόλπου της Μόρφου, όπως και εκείνου της Αμμοχώστου, αποτελεί ένα ενδιαφέρον γεωμορφολογικό φαινόμενο. Κατά τον E. De Vaumas οι κόλποι αυτοί, όπως και ολόκληρη η κεντρική πεδιάδα της Κύπρου, είναι στενά συνυφασμένοι με το κεντρικό σύγκλινο, που εκτείνεται από τα δυτικά του κόλπου Μόρφου μέσω Μεσαορίας μέχρι και ανατολικά του κόλπου της Αμμοχώστου. Κατά την Πλειόκαινη περίοδο ολόκληρη η Μεσαορία, από τον κόλπο της Μόρφου μέχρι τον κόλπο της Αμμοχώστου, καλυπτόταν από θάλασσα. Περί το τέλος της γεωλογικής αυτής περιόδου διάφορες ορογενετικές κινήσεις ανύψωσαν την πεδιάδα, αν και τα δυο άκρα της εξακολουθούσαν να βρίσκονται πολύ πιο μέσα στη στεριά απ’ ό,τι είναι σήμερα. Η τελική διαμόρφωση των κόλπων οφείλεται στις ποτάμιες προσχώσεις μάλλον παρά σε ορογενετικές κινήσεις. Ο κόλπος Μόρφου αποκλείστηκε με φραγμό από χαλίκια που πιθανόν να προήλθαν από ποταμό προερχόμενο από την Τηλλυρία, που κυλούσε από τα νότια στα βόρεια κατά μήκος της ακτής. Τα κατάλοιπα που φραγμού βρίσκονται μεταξύ Καζιβερών και Συριανοχωρίου. Η λίμνη που δημιουργήθηκε μεταξύ στεριάς και θάλασσας καλύφθηκε αργότερα με αποθέσεις ποταμών που πηγάζουν από την οροσειρά του Τροόδους ή ακόμη κι από θίνες που μετέφεραν δυτικοί άνεμοι.

*Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας
1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσίας

Επιστροφή στα Κατεχόμενα

Πανηγυρικός Εσπερινός στον κατεχόμενο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Μάμαντος

Πατέρες και αδελφοί,
Συμπατριώτες συμπατριώτισσες,

«Αύτη η ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος, αγαλλιασόμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή…»

Θυμήθηκα αυτό τον αναστάσιμο στίχο, γιατί, σήμερα, είναι πράγματι ημέρα χαράς και αγαλλιάσεως.

Σήμερα, μετά από τριάντα χρόνια, ερχόμαστε ξανά να λειτουργήσουμε στο σπίτι του Αγίου Μάμα, του προστάτη και πολιούχου της Μόρφου. Και με τη λειτουργία που τελούμε, ανοίγεται μια καινούργια δίοδος επικοινωνίας.

Μια δίοδος επικοινωνίας με τον Θεό, μέσω της οποίας ο ίδιος ο Άγιος των Αγίων, επιχέει το έλεός του για να σκεπάσει τους πάντες. Όχι μόνον τους εδώ παρόντες, αλλά και τους απόντες. Όχι μόνο τους Χριστιανούς, αλλά και τους Μουσουλμάνους. Κι όχι μόνο τους πιστούς αλλά κι όλους εκείνους που επιλέγουν να μην ανήκουν σε κάποια θρησκεία. Στη γιορτή του Αγίου Μάμα έχει θέση για όλους.

Φύγαμε νέοι. Γυρίζουμε γέροι σχεδόν. Περιπλανιόμασταν σωματικώς για τριάντα χρόνια μακριά από τον Άγιο Μάμα. Εκείνος, όμως, δεν ήταν μακριά. Ήταν μαζί μας όλες τις ημέρες. Πονέσαμε. Κλάψαμε.

Διδαχτήκαμε. Κι ερχόμαστε, σήμερα, εν ταπεινώσει, ν’ ανοίξουμε ένα παράθυρο προσευχής.
Και βρίσκουμε τον Άγιο Μάμα, που καθήμενος σε λιοντάρι και κρατώντας στα χέρια του ένα αρνί, συμβιβάζει τα αντίθετα με τον τρόπο της αγιότητας, εξομαλύνει τις αντιθέσεις με τον τρόπο της άνωθεν ειρήνης.

Γνωρίζω πως κάποιοι ήρθαν εδώ με επιφύλαξη. Άλλοι με πικρία, με έγνοιες, με φόβο. Ας μην αφήσουμε όμως αδελφοί μου αυτή τη λαμπρή μέρα της πανηγύρεως του Αγίου μας να σκιαστεί από σύννεφα αμφιβολίας ή αναμνήσεων κακών. Αυτή τη μέρα του ελέους, ας αφήσουμε τη χαρά να κατοικήσει στην καρδιά μας.

Όλοι το ξέρουμε πως μας βαραίνουν πολλά -και ως πρόσωπα και ως λαό. Ξέρουμε όλοι τι πέρασε η πατρίδα μας. Και ξέρουμε τι περνά ακόμα. Ωστόσο, δεν θα μιλήσω για την πολιτική κατάσταση· δεν είναι δουλειά μου. Θα μιλήσω μονάχα για την κατάσταση της καρδιάς των ανθρώπων της Κύπρου.

Συνομιλώ καθημερινά με το λαό της Κύπρου. Μου λένε λόγια βαθιά, της καρδιάς, της ύπαρξης. Και συγκλονίζομαι όταν βλέπω το μέγεθος του πόνου που κουβαλά στους ώμους του ο λαός μας, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Κανείς, αλήθεια, δεν μπορεί να μην δακρύσει, όταν ακούει τις πονεμένες ιστορίες των απλών ανθρώπων κι από τις δύο πλευρές. Που κλαίνε την προσφυγιά τους -άλλοι από το 1964 κι άλλοι από το 1974. Που χάσανε αγαπημένους, που χάσανε σπίτια, που χάσανε τα πάντα.

Όμως, αυτοί οι άνθρωποι, αυτός ο λαός που έχασε τόσα και τόσα, δεν έχασε ένα πράγμα: την ελπίδα. Η ρίζα της ελπίδας είναι βαθιά. Η σκληρότητα της πρόσφατης ιστορίας μας, δεν κατάφερε να την ξεριζώσει. Και βλέπω ανθρώπους που, παρ’ όλα τα δεινά, παρ’ όλες τις απώλειες, κατάφεραν να συγχωρήσουν. Χωρίς να ξεχάσουν, έχουν καταφέρει να συγχωρέσουν. Δηλαδή, όπως λέει και η λέξη «συγχωρώ», μπόρεσαν να χωρέσουν στην καρδιά τους τον άλλο, ν’ ανοίξουν χώρο στην καρδιά τους για να χωρέσει ο άλλος. Γι’ αυτό είμαι αισιόδοξος για το μέλλον της πατρίδας μας.

Ο τελευταίος χρόνος μάς έμαθε πολλά. Και μόνο το άνοιγμα μιας μικρής χαραμάδας στον τοίχο που χωρίζει τον τόπο μας, ήταν αρκετό για να ξεχυθεί στο νησί μας ένα τεράστιο κύμα νοσταλγίας.

Μιας νοσταλγίας για τη χαμένη ενότητα. Μιας νοσταλγίας να ζήσουμε ξανά μαζί μέσα στην ειρήνη, τη συνδιαλλαγή. Κι η νοσταλγία αυτή δυνάμωσε ακόμα περισσότερο, όταν είδαμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Όταν καταλάβαμε πως το πρόσωπο του άλλου, τελικά, δεν είναι ξένο, όπως μας έλεγαν. Αλλά μοιάζει ακριβώς με το δικό μας. Καταλάβαμε πως εμείς, ο λαός της Κύπρου, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, υπήρξαμε θύματα της ίδιας μοίρας. Κι ότι, τελικά, δεν έχουμε ουσιαστικά τίποτα που να μας χωρίζει. Η εθνική ταυτότητα, ή η θρησκεία, του καθενός, δεν είναι εμπόδια για να ζούμε μαζί. Αντίθετα, η διαφορετικότητα αναδεικνύεται στο σημερινό ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και περιφρουρείται. Άρα στην Κύπρο δεν μπορούμε να την φοβόμαστε.

Δεν προσπαθώ να συγκαλύψω την τραγωδία του τόπου μας με αισιόδοξα λόγια. Η τραγωδία είναι εδώ. Και ξέρουμε πως η ιστορία, μερικές φορές, δεν νοιάζεται και πολύ για τη νοσταλγία των απλών ανθρώπων. Οι πραγματικότητες είναι τέτοιες που αυτό το κακό, αυτό το πρόβλημα, μοιάζει να έχει παγιωθεί. Μάλιστα μερικοί -και από τις δύο πλευρές- βλέποντας αυτές τις δυσκολίες, μιλούν για «οριστικό αδιέξοδο», για «ευκαιρίες που δεν θα ξαναγυρίσουν», για «τελευταίες ευκαιρίες».

Μπορούμε να βρούμε χίλιες δικαιολογίες για να μην προχωρήσουμε μπροστά. Μπορούμε να μείνουμε αιωνίως αγκιστρωμένοι στο παρελθόν και να μετρούμε πόσες φορές είπε «ναι» ή «όχι» η κάθε πλευρά μέχρι τώρα. Αυτό θέλουμε; Το παρελθόν;

Ο κόσμος της Κύπρου, πάντως, από τότε που άνοιξαν τα οδοφράγματα, απάντησε πως δεν θέλει το παρελθόν. Και καθημερινά στρέφει τη ματιά του κατά το μέλλον.

Βλέπουμε τι γίνεται καθημερινά: Οι απλοί άνθρωποι -και των δύο κοινοτήτων- γράφουν μια αθόρυβη ιστορία. Σιγά σιγά, βήμα με βήμα, αυτή η συγκινητική επανεύρεση, προχωρά και βαθαίνει αθόρυβα. Αποδεικνύοντας πως δεν υπάρχουν «τελευταίες ευκαιρίες». Γιατί τις ευκαιρίες τις φτιάχνουν οι άνθρωποι, όταν το θέλουν.

Απόδειξη είναι η σημερινή λατρεία εδώ στον Άγιο Μάμα. Η οποία έγινε δυνατή χάρη στις δημιουργικές πρωτοβουλίες απλών ανθρώπων, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.

Όμως, ακόμα υπάρχουν τείχη. Και έξω και μέσα μας. Εμείς, οι απλοί άνθρωποι, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε για τα εξωτερικά τείχη. Αλλά μπορούμε να κάνουμε κάτι για τα τείχη μέσα μας. Μπορούμε να γκρεμίσουμε τα τείχη του φόβου, της προκατάληψης. Αυτή, νομίζω, πρέπει να είναι και η δουλειά των ανθρώπων της Εκκλησίας. Των ανθρώπων της πίστης, των ανθρώπων της ειρήνης.

Όλα αυτά τα χρόνια, μιλούσαμε για τη «λύση» ως να ήταν κάτι μαγικό. Κάτι που θα ερχόταν απέξω, χωρίς τη δική μας ευθύνη. Και ως δια μαγείας θα εξαφάνιζε όλα τα κακά που βρήκαν τον τόπο μας. Τώρα καταλαβαίνουμε ότι αυτή η λύση δεν θα έρθει δια μαγείας. Αλλά με πολλή δουλειά. Δεν θα έρθει από τη μια μέρα στην άλλη. Πρέπει να χτιστεί πρώτ’ απ’ όλα μέσα μας. Πρέπει να ρίξουμε πρώτα τα τείχη από μέσα μας για να προχωρήσουμε. Κι ότι μπορούμε να χτίσουμε, πρέπει να το χτίσουμε.

Η σημερινή λατρευτική σύναξη είναι μια αρχή. Εύχομαι αυτή η αρχή να έχει συνέχεια, μέχρι να γίνει μια μόνιμη κατάσταση. Γιατί η συχνή Θεία Λειτουργία εδώ στον Άγιο Μάμα, θα ανοίξει νέες δυνατότητες, θα βοηθήσει να χτιστούν ανθρώπινες σχέσεις. Πιστεύω πως μαζί με την επαναλειτουργία του Αγίου Μάμα, θα ήταν επίσης χρήσιμο να ανοιχθεί το οδόφραγμα Αστρομερίτη-Ζώδιας, για να μπορεί ο κόσμος να διακινείται ελεύθερα σε όλη την περιοχή.

Εύχομαι επίσης, να ακολουθήσει η συντήρηση και η επιδιόρθωση και άλλων εκκλησιών που βρίσκονται στη μητροπολιτική μας περιφέρεια και όχι μόνον, ώστε να μπορούν οι Ελληνοκύπριοι να ασκούν το αναφαίρετο δικαίωμα της θρησκευτικής λατρείας. Αυτό θα δώσει τη δυνατότητα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους να αρχίσουν να χτίζουν τον αλληλοσεβασμό, να προλειαίνουν το έδαφος για ένα κοινό μέλλον.

Μερικοί, και Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, προσπάθησαν να αποδώσουν στη σημερινή λατρευτική σύναξη πολιτική χροιά. Όμως, δεν είναι έτσι. Εδώ γίνεται ένας εσπερινός και μια λειτουργία. Δεν κάνουμε πολιτική. Είμαστε άνθρωποι πονεμένοι που ήρθαμε να φέρουμε τον πόνο και τα τραύματά μας ενώπιον του Θεού και του Αγίου μας. Κι η προσευχή μας αυτή δεν αντιστρατεύεται το έργο των πολιτικών. Αντίθετα πιστεύουμε πως το βοηθά, αφού με την προσευχή ζητούμε από τον Θεό να φωτίζει και να στηρίζει τους πολιτικούς και να κατευθύνει το έργο τους προς το αγαθό.

Η Εκκλησία δεν κάνει πολιτική. Κάνει προσευχή υπέρ του σύμπαντος κόσμου. Και κάνει προσευχή για να υπάρξει ένα κοινό ειρηνικό μέλλον για όλους τους Κυπρίους. Κι αν οι ιερωμένοι της Κύπρου έχουν ένα ρόλο να επιτελέσουν, είναι να υπηρετήσουν την ανάγκη της συμβίωσης και της συνύπαρξης όλων των κοινοτήτων αυτού του τόπου. Ο ρόλος των ιεραρχών, των ιερέων, των ιμάμηδων, είναι να συμβάλουν ώστε «να βρούμε αυτά τα λόγια, που παίρνουνε το ίδιο βάρος σ’ όλες τις καρδιές, σ’ όλα τα χείλη», όπως λέει κι ποιητής. Να βρούμε δηλαδή το ειδικό βάρος των λέξεων. Γιατί, ακόμα, δυστυχώς, τα λόγια, δεν έχουν το ίδιο βάρος στις καρδιές και τα χείλη όλων μας.

Ειδικά εμείς οι Χριστιανοί, πρέπει να θυμηθούμε ξανά και να εννοήσουμε το νόημα της αγάπης, που είναι η βάση της πίστεώς μας. Όχι μιας αγάπης θεωρητικής, αλλά συγκεκριμένης, θυσιαστικής, όπως την περιγράφει ο Απόστολος Παύλος. Ο οποίος λέει: ακόμα και αν μιλώ όλες τις γλώσσες, ακόμα κι αν έχω το χάρισμα της προφητείας, ακόμα κι αν κάνω θαύματα και μετακινώ βουνά, και δεν έχω αγάπη για τον άλλον, τότε δεν είμαι τίποτα. «Ουδέν ειμί». Διότι, λέει ο Απόστολος των εθνών: «η αγάπη μακροθυμεί», «εκείνος που αγαπάει έχει καλοσύνη· εκείνος που αγαπάει δεν ζηλοφθονεί· (…) δεν κομπάζει ούτε περηφανεύεται, είναι ευπρεπής, δεν είναι εγωιστής ούτε ευερέθιστος· ξεχνάει το κακό που του έχουν κάνει». «Ου χαίρει επί τη αδικία», αλλά «μετέχει στη χαρά για το σωστό». «Εκείνος που αγαπάει όλα τα ανέχεται· σε όλα εμπιστεύεται, για όλα ελπίζει, όλα τα υπομένει. «Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει.» (Κορ. Α΄, 13, 1-8)

Ελπίζω και εύχομαι στον Άγιο Μάμα, η προσευχή αυτή που σήμερα ξεκινά εδώ να έχει συνέχεια.

Σας ευχαριστώ όλους που ήρθατε σήμερα εδώ. Ευχαριστώ όσους συνέβαλαν, Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους, ώστε να γίνει πραγματικότητα η μέρα αυτή. Είθε ο Θεός να δίνει σε όλους μας τη φώτισή Του. Αμήν.

*Ομιλία Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου επ’ ευκαιρία της εορτής του Αγίου Μάμα, που εκφωνήθηκε στον Πανηγυρικό Εσπερινό στον κατεχόμενο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Μάμαντος στη Μόρφου, που τελέστηκε μετά από τριάντα χρόνια την 1η Σεπτεμβρίου 2004

Ποτάμι

Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου, Ποτάμι

Ενοριακός Ναός: Αγίου Γεωργίου (νέος και παλαιός ναός)

Εφημέριος: Πρεσβ. Γεώργιος Κλειτίδης, τηλ. 99629431

Ψάλτες:

  • Μιχαήλ Μιχαήλ
  • Κλείτος Γεωργίου 

Επίτροποι:

  • Πρεσβ. Γεώργιος Κλειτίδης (πρόεδρος)
  • Νίκος Νικολάου (γραμματέας)
  • Νίκη Ιωάννου (ταμίας)
  • Στέλιος Ιωαννίδης (μέλος)
  • Γεώργιος Χριστοφόρου (μέλος)
  • Παναγιώτα Πόζωτου (μέλος)
  • Μαρία Χαριδήμου (μέλος)

Προσκυνητάρι: Αγίου Γεωργίου

Περιστερώνα

Ενοριακός Ναός: Οσίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος

Εφημέριοι:

  • Πρωτοπρεσβ. Μιχαήλ Νικολάου, τηλ. 99527607
  • Πρεσβ. Φοῖβος Φοίβου, τηλ. 99693824

Ψάλτες:

  • Δήμος Κωνσταντίνου
  • Κωνσταντίνος Σολομωνίδης
  • Ιωάννης Αριστοτέλους
  • Γεώργιος Νικολάου
  • Μάριος Ττάττης

Επίτροποι:

  • Πρωτοπρεσβ. Μιχαήλ Νικολάου (πρόεδρος)
  • Πρεσβ. Φοῖβος Φοίβου (αντιπρόεδρος)
  • Αρίστη Αριστοτέλους (γραμματέας)
  • Παναγιώτης Χατζημιχαήλ (ταμίας)
  • Ελένη Μιχαηλίδου (μέλος)
  • Ελισάβετ Ξενοφώντος (μέλος)
  • Μαρία Γεωργίου Τζιάπρα (μέλος)
  • Ηλίας Στυλιανού (μέλος)
  • Μιχάλης Παπαβασιλείου (μέλος)
  • Βασίλειος Χατζηβασιλείου (μέλος)

Παρεκκλήσια:

  • Αγίας Βαρβάρας
  • Αγίου Αντωνίου
  • Αγίων Νικηφόρου του Λεπρού και Ευμενίου του Νέου

Εξωκκλήσι: Αγίου Γεωργίου (Κοιμητήριο) 

Προσκυνητάρι: Οσίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος

Ορούντα

Ενοριακός Ναός: Αποστόλου Λουκά

Εφημέριος: Πρεσβ. Νεκτάριος Χατζημιχαήλ, τηλ.99050471

Ψάλτες:

  • Χριστάκης Χριστοδούλου
  • Νίκος Γιωργαλλής
  • Ευριπίδης Κασουλίδης

Επίτροποι:

  • Πρεσβ. Νεκτάριος Χατζημιχαήλ (πρόεδρος)
  • Χρήστος Χατζηγιάννης (γραμματέας)
  • Θέμις Σπανού (ταμίας)
  • Παύλος Παυλίδης (μέλος)
  • Γεωργούλλα Γεωργαλλή (μέλος)
  • Νιόβη Στυλιανού Χατζηνικολάου (μέλος)

Νικητάρι

Ιερός Ναός Αποστόλου Ανδρέου, Νικητάρι

Ενοριακός Ναός: Αποστόλου Ανδρέα (νέος ναός) και Τιμίου Προδρόμου (παλαιός ναός)

Εφημέριος: Οικον. Κυριακός Χριστοφή, τηλ: 99830329

Ψάλτες:

  • Χαρίλαος Ηλία
  • Ανδρούλλα Ηλία
  • Γιασεμής Χρυσάφης
  • Ανδρέας Χαραλάμπους
  • Μιχαήλ Χαραλάμπους

Επίτροποι:

  • Οικον. Κυριάκος Χριστοφή (πρόεδρος)
  • Αυγή Πολυβίου (γραμματέας)
  • Ανδρούλλα Τσιάρτα (ταμίας)
  • Νεοκλής (Σάββα) Νεοκλέους (μέλος)
  • Βασιλική Ανδρέου (μέλος)
  • Παναγιώτης Χαραλάμπους (μέλος)

Ιερά Μονή: Ιερά Μονής Παναγίας της Φορβιώτισσας (Ασίνου), Μνημείο Ουνέσκο.

Μένικο

Ενοριακός Ναός: Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης 

Εφημέριοι:

  • Οικον. Κυπριανός Παναγιώτου, τηλ. 99379315
  • Οικον. Σάββας Παύλου, τηλ. 99596754
  • Πρεσβ. Ειρηναίος Δημητρίου, τηλ. 99517038
  • Διακ. Χριστοφόρος Σαμαράς, τηλ. 99592505

Ψάλτες:

  • Παύλος Κότσαπας
  • Ανδρέας Πελεκάνος
  • Μιχαήλ Μιχαήλ
  • Ανδρέας Λοΐζου

Επίτροποι:

  • Οικον. Κυπριανός Παναγιώτου (πρόεδρος)
  • Οικον. Σάββας Παύλου (αντιπρόεδρος)
  • Πρεσβ. Ειρηναίος Δημητρίου (μέλος)
  • Μαρία Στρατούρα (γραμματέας)
  • Άννα Πελεκάνου (ταμίας)
  • Λάζαρος Χαβατζιάς (μέλος)
  • Βάσος Χατζηττοφή (μέλος)
  • Γεώργιος Παπαθεοδώρου (μέλος)
  • Αντώνης Κραμβής (μέλος)

Παρεκκλήσι: Αγίου Γεωργίου

Εξωκκλήσια:

  • Παναγίας Μάνας των Παίδων
  • Αγίων Ανδρονίκου και Αθανασίας

Δένεια

Ιερός Ναός Αγίου Χαραλάμπους, Δένεια

Ενοριακός Ναός: Αγίου Χαραλάμπους

Εφημέριος: Πρεσβ. Παρασκευάς Κίκας, τηλ: 99483086

Ψάλτες:

  • Παναγιώτης Ευαγγέλου
  • Ανδρέας Ευαγόρου

Επίτροποι:

  • Πρεσβ. Παρασκευάς Κίκας (πρόεδρος)
  • Κώστας Παναγιώτου (αντιπρόεδρος)
  • Νίκος Νίκου (γραμματέας)
  • Ανδρέας Μιχαήλ (ταμίας)
  • Παρασκευή Χριστοδούλου (σύμβουλος)
  • Ευαγγελία Λουκά (σύμβουλος)
  • Μαρία Κουμίδου (σύμβουλος)

Προσκυνητάρι: Αγίου Χαραλάμπους