Με αφορμή σημερινό δημοσίευμα στην εφημερίδα «Πολίτης» (5.8.2021), με τίτλο «Μίσθωσε και ιδιώτες φύλακες η μητρόπολη κατά τη διαδικασία προσαγωγής του Μόρφου Νεόφυτου στο Δικαστήριο», το οποίο μάλιστα αναπαράγεται από ιστοσελίδες θεωρούμε καλόπιστα ότι το δημοσίευμα θα μπορούσε να θεωρηθεί προϊόν παραπληροφόρησης του συντάκτη και προς αποκατάσταση της αλήθειας, ενημερώνουμε τους αναγνώστες του κειμένου αυτού ότι η Ιερά Μητρόπολις Μόρφου ουδέποτε μίσθωσε ιδιωτικούς φύλακες για προστασία του Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεοφύτου! Ως εκ τούτου διαψεύδουμε κατηγορηματικά το δημοσίευμα αυτό και ευελπιστούμε ότι η εφημερίδα «Πολίτης» θα προχωρήσει το συντομότερο σε επανόρθωση.
Ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος παρουσιάστηκε σήμερα 4 Αυγούστου, 2021 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας μαζί με τον συνήγορό του κ. Νίκο Κληρίδη, που εξήγησε ότι με βάση το κατηγορητήριο, ο Μητροπολίτης εξήγειρε πολίτες στο να συγκεντρωθούν παράνομα στη Θεία Λειτουργία των Θεοφανείων, στις 6 Ιανουαρίου, 2021 στην Ευρύχου, κάτι που δεν ισχύει όπως δήλωσε ο κ. Κληρίδης, διότι ο Μητροπολίτης εξετέλεσε τα θρησκευτικά του καθήκοντα, βάσει των δικαιωμάτων του, τα οποία προστατεύονται από το Σύνταγμα. «Ο Μητροπολίτης είναι ιεράρχης και βάσει των θρησκευτικών του καθηκόντων καλεί τους πιστούς είτε να εκκλησιαστούν είτε να προσέλθουν όσοι θέλουν, δεν εξανάγκασε κανένα, σε διάφορες τελετές που έχουν σχέση με τη θρησκεία μας» δήλωσε ο κ. Κληρίδης και συνεχίζοντας ανέφερε ότι κατά τη σημερινή διαδικασία δεν επετράπη στον κατηγορούμενο να παραστεί στην αίθουσα του δικαστηρίου, χαρακτηρίζοντάς το θλιβερό συμβάν, αφού δεν του είχε δοθεί το δικαίωμα να απαντήσει στις κατηγορίες. Η δίκη αναβλήθηκε για τις 24 Σεπτεμβρίου, 2021 με κατάθεση εγγύησης 5000 ευρώ από τον κατηγορούμενο.
Την Πέμπτη, 5 Αυγούστου 2021 και ώρα 6.30μ.μ., ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος θα προστεί του πανηγυρικού Εσπερινού της εορτής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στον ιερό ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην κοινότητα Ακακίου και ανήμερα της εορτής την Παρασκευή, 6 Αυγούστου 2021 και ώρα 7.00 π.μ., θα προστεί της Θείας Λειτουργίας. Ο Πανιερώτατος, κατά τη μετάβασή του στον ως άνω ιερό ναό θα προσκομίσει για προσκύνηση και ενίσχυση τω πιστών την ιερή εικόνα του Χρυσοσώτηρος της Μόρφου. Ο Χρυσοσώτηρας της Μόρφου θα παραμείνει στον ιερό ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ακακίου για προσκύνημα μέχρι την Κυριακή 8 Αυγούστου 2021.
Ανακοινώνεται στους ευσεβείς πιστούς , ότι την ερχόμενη Πέμπτη 5 Αυγούστου το βράδυ , θα τελεστεί στον Ιερό Ναό Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος Περιστερώνας ιερή αγρυπνία, για την Εορτή της Ενδόξου Μεταμορφώσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δίνοντας έτσι και στους εργαζόμενους την ευκαιρία να παρευρεθούν.
Η Αγρυπνία θα αρχίσει στις 8:00 μ.μ και θα ολοκληρωθεί γύρω στις 1:00 π.μ
Κατά την διάρκεια της Αγρυπνίας θα τεθούν για προσκύνηση εκτός από την Εικόνα της Μεταμορφώσεως και τα ιερά Λείψανα του Αγίου Νικηφόρου του Λεπρού για πνευματική ενίσχυση και ευλογία των πιστών στις δύσκολες αυτές μέρες που διανύει η ανθρωπότητα.
Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική κατά την περίοδο από τον 13ο έως και τον 20ο αιώνα στη μητροπολιτική περιφέρεια Μόρφου, περιλαμβάνει ένα μεγάλο αριθμό ναών με μεγάλη ποικιλία τύπων. Είναι προφανές ότι η παρουσίαση ενός τόσο μεγάλου αριθμού ναών στα πλαίσια αυτής της γενικού ενδιαφέροντος παρουσίασης, δε θα μπορούσε να ήταν πλήρης και αναλυτική. Ιδιαίτερα προβλήματα, λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων, υπάρχουν στην παρουσίαση ναών των κατεχομένων κοινοτήτων.
Η κατάταξη και παρουσίαση έγινε με βάση τυπολογικά χαρακτηριστικά των ναών, όπως αυτά εντοπίζονται στις υπό εξέταση περιόδους (13ος – τέλη 19ου-20ου). Στο πρώτο τμήμα (Φραγκοκρατία μέχρι τα τέλη της Τουρκοκρατίας) παρουσιάζονται οι σχετικά περιορισμένοι σε αριθμό καμαροσκεπείς και τρουλλαίοι ναοί καθώς και η μεγάλη ομάδα των ξυλόστεγων. Στη συνέχεια, στο δεύτερο τμήμα (περίοδος από τα τέλη της Τουρκοκρατίας μέχρι τις πρώτες δεκαετίες της Αγγλοκρατίας) παρουσιάζεται ο ιδιαίτερος τύπους που εμφανίζεται αυτή την εποχή, της μονόκλιτης καμαροσκέπαστης βασιλικής με σταυροθόλια όπως ο τύπος μερικών απλούστερων μονόκλιτων ναών με ξύλινη στέγη. Παρατίθενται επίσης οι περιορισμένοι σε αριθμό ναοί της δεκαετίας του 1930 με τους οποίους γίνεται επαναφορά, στη σύγχρονη εποχή, του τύπου του τρουλλαίου ναού.
1. Από τη Φραγκοκρατία στην Τουρκοκρατία Καμαροσκέπαστοι και Τρουλλαίοι Ναοί.
Αναμφίβολα το σημαντικότερο μνημείο της περιόδου αυτής είναι ο ναός του Αγίου Μάμαντος στη Μόρφου που χρονολογείται στις αρχές του 16ου αιώνα. Ανήκεις τον φραγκοβυζαντινό τύπο που συνδυάζει στοιχεία της βυζαντινής (όπως ο τρούλλος) και της γοτθικής αρχιτεκτονικής (όπως το οξυκόρυφο τόξο). Το είδος αυτό που δημιουργήθηκε κατά τον 14ο αιώνα δεν είχε μεγάλη εξάπλωση στην Κύπρο και ο αριθμός των μνημείων που σώζονται είναι περιορισμένος.
Ο ναός ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής μετά τρούλλου (Σχ. 1). Τα κλίτη χωρίζονται από δυο κιονοστοιχίες με πέντε κίονες η κάθε μία. Οι κίονες είναι κατασκευασμένοι από πωρόλιθο και φέρουν κιονόκρανα ψευδογοτθικού τύπου και τοξοστοιχία με ημικυκλικά τόξα. Τα τρία κλίτη καλύπτονται από οξυκόρυφες καμάρες. Το μεσαίο κλίτος είναι φαρδύτερο από τα ακραία και φέρει τρούλλο στο ανατολικό του τμήμα. Η αψίδα του ιερού είναι ημικυκλική και έχει πλάτος όσο και το κεντρικό κλίτος του ναού. Στα τέλη του 19ου αιώνα προστέθηκε το κωδωνοστάσιο, στη ΒΑ γωνία του και στοές στη βόρεια και δυτική πλευρά του.
Ο σημερινός ναός είναι κτισμένος επί των ερειπίων δύο παλαιοχριστιανικών βασιλικών και ενός βυζαντινού ναού και ήταν το καθολικό (ο κυρίως ναός) ομώνυμου μοναστηρίου. Η παράδοση αναφέρει ότι το μοναστήρι κτίστηκε επί των θεμελίων ειδωλολατρικού ναού της Αφροδίτης. Πότε ακριβώς ιδρύθηκε η μονή είναι άγνωστο. Για τη μορφή που αυτή είχε κατά τον 18ο αιώνα πολύ σημαντική είναι η περιγραφή και ιδιαίτερα το σχεδίασμα του Ρώσου μοναχού Βασίλειου Μπάρσκυ ο οποίος επισκέφθηκε τη μονή δύο φορές, το 1727 και το 1735. Η μονή φαίνεται ότι ήταν σε λειτουργία μέχρι και το 18ο αιώνα.
Εκτός από το ναό του Αγίου Μάμαντος, οι μοναδικοί τρουλλαίοι ναοί στη μητροπολιτική περιφέρεια Μόρφου, είναι ο ναός του Αγίου Βασιλείου στην Πέτρα και του Αγίου Νικολάου στην Ορούντα. Ο Άγιος Βασίλειος είναι κτίσμα του 14ου αιώνα και κατά την Τουρκοκρατία είχε μετατραπεί σε τζαμί. Ο Άγιος Νικόλαος είναι το καθολικό μικρής μονής κοντά στην Ορούντα. Πρόκεται για μικρών διαστάσεων ναό στον τύπο του μονόχωρου με τρούλλο, με προεξέχουσα ημικυκλική αψίδα ιερού στα ανατολικά (Σχ. 2). Έχει εξωτερικές διαστάσεις κάτοψης 6,70 x10,60 μ. χωρίς την αψίδα. Έχει δύο εισόδους στο βόρειο και δυτικό τοίχο. Ο σχετικά μεγάλων διαστάσεων τρούλλος εδράζεται στο βόρειο και νότιο τοίχο και σε δύο εγκάρσια οξυκόρυφα τόξα στην ανατολική και δυτική πλευρά του. Τα εγκάρσια τόξα υποστηρίζονται από εξωτερικές αντιρρίδες κατά τα γοτθικά πρότυπα.
Ο ναός με βάση τα μορφολογικά του στοιχεία, όπως το λιθανάγλυφο λιοντάρι του Αγίου Μάρκου πάνω από τη δυτική είσοδο, χρονολογείται στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα.
Λίγοι αλλά σημαντικοί είναι οι καμαροσκέπαστοι ναοί της Ενετοκρατίας. Ιδιαίτερα αξιόλογο μνημείο της κατηγορίας αυτής είναι ο ναός του Αγίου Γεωργίου στο Ποτάμι, κτίσμα του 16ου αιώνα. Πρόκειται για μονόχωρο ναό ορθογωνικής κάτοψης με τρίπλευρη αψίδα ιερού (Σχ. 3). Έχει γενικές εξωτερικές διαστάσεις 7,75 x15,75 μ. χωρίς την αψίδα. Ο ναός είναι εξ ολοκλήρου κτισμένος από λαξευτούς ορθογωνικούς πωρόλιθους και παρουσιάζει μεγάλη κανονικότητα και κατασκευαστική ακρίβεια.
Έχει τρεις εισόδους στο βόρειο, νότιο και δυτικό τοίχο, ένα μόνο παράθυρο στο ιερό και δύο μικρούς κυκλικούς φωταγωγούς στα αετώματα του ανατολικού και δυτικού τοίχου. Η καμάρα είναι οξυκόρυφη και εδράζεται σε μεγάλου πάχους (1,30 μ.) τοίχους. Ενισχύεται με δύο οξυκόρυφα σφενδόνια τα οποία καταλήγουν σε παραστάδες. Αξιόλογα διακοσμητικά στοιχεία παρατηρούνται στο περιθύρωμα της βόρειας (κύριας) εισόδου με τις λαξευτές νευρώσεις, στο παράθυρο του ιερού και στο γείσο που υπάρχει στη βόρεια, ανατολική και νότια πλευρά, το οποίο φέρει διακόσμηση σπειρομαιάνδρου.
Μονόχωρος καμαροσκέπαστος είναι επίσης ο ναός της Αγίας Βαρβάρας, του 16ου αιώνα, στην Περιστερώνα. Ο ναός είναι μικρών διαστάσεων 5,56 x7,40 μ. εξωτερικά, εκτός της τρίπλευρης αψίδας του ιερού (Σχ. 4).
Ο ναός είναι κτισμένος με ορθογώνιους λαξευτούς πωρόλιθους όπως φαίνεται τοπικά κάτω από νεώτερα επιχρίσματα. Η καμάρα είναι οξυκόρυφη και φέρεται από ένα τόξο το οποίο στηρίζεται σε κιλλίβαντες στο βόρειο και νότιο τοίχο. Ο ναός έχει δύο εισόδους, στο βόρειο και δυτικό τοίχο, ένα μικρό παράθυρο στο ιερό και δύο στα αετώματα. Μοναδικό διακοσμητικό στοιχείο είναι το λαξευτό περιμετρικό γείσο.
Στην Αυλώνα σώζονται δύο άλλοι μικροί καμαροσκέπαστοι ναοί αυτής της περιόδου, η Αγία Μαρίνα του 16ου αιώνα και ο Άγιος Γεώργιος του 1535. Στον 16ο αιώνα χρονολογείται και το νότιο κλίτος του δίκλιτου καμαροσκέπαστου ναού του Αγίου Γεωργίου στο Καλό Χωριό Μόρφου (Καπούτι).
Ο ίδιος τύπος του μονόχωρου καμαροσκέπαστου ναού χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Στον τύπο αυτό ανήκουν οι ναοί των Αγίων Ανδρονίκου και Αθανασίας στο Αργάκι, ο Απόστολος Λουκάς στην Κοράκου, 1697, η Παναγία στον Κουτραφά του 18ου αιώνα, η Παναγία Ακεντού στη Λεύκα, ο Άγιος Αντώνιος στο Μάσσαρι, οι Άγιοι Σέργιος και Βάκχος στην Πεντάγια, ο Άγιος Γεώργιος στο Πραστειό του τέλους του 18ου αιώνα, ο Άγιος Νικόλαος στο Πραστειό του 1828, ο Άγιος Γεώργιος στη Φλάσου του 18ου αιώνα και ο Άγιος Αντώνιος στην Περιστερώνα ίσως του 19ου αιώνα. Την ίδια περίοδο κτίστηκε και η Παναγία Κουσουλιά έξω από τη Φλάσου. Ο ναός υπήρξε καθολικό μικρής μονής κατά το 18ο αιώνα. Άγνωστο είναι πότε ιδρύθηκε η μονή αυτή, πότε και για ποιο λόγο εγκαταλείφθηκε. Στα 1818 ανακατασκευάστηκε πλήρως ο ναός της Παναγίας Χρυσελεούσας στην Κατωκοπιά.
Ξυλόστεγοι Ναοί
Μία πολύ σημαντική κατηγορία που συναντάται σε μεγάλη έκταση στη μητροπολιτική περιφέρεια Μόρφου είναι αυτή των ξυλόστεγων ναών. Το παλαιότερο χρονολογημένο παράδειγμα ναού αυτού του τύπου είναι ο ναός της Παναγίας στο Μουτουλλά του 1280. Ο τύπος αυτός βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη στην περίοδο από το 15ο έως το 19ο αιώνα. Είναι διαδεδομένος κατά κύριο λόγο στην οροσειρά και στις παρυφές του Τροόδους και δεν συναντάται πουθενά αλλού εκτός από τον κυπριακό χώρο. Στη μητροπολιτική περιφέρεια Μόρφου ανήκουν σήμερα περισσότεροι από τους μισούς ξυλόστεγους ναούς ολόκληρης της Κύπρου.
Το κυρίαρχο και ιδιαίτερα χαρακτηριστικό στοιχείο του τύπου αυτού είναι η διπλή (εσωτερική και εξωτερική), δίριχτη και ιδιαίτερα επικλινής ξύλινη στέγη. Ο μοναδικός αυτός τύπος στέγασης αποτελείται από την εσωτερική στέγη η οποία έχει τις εσωτερικές κεκλιμένες δοκούς και το σανίδωμα και την εξωτερική η οποία έχει τις εξωτερικές κεκλιμένες δοκούς και φέρει τα ορθογώνια, πλακοειδούς μορφής αγκιστρωτά κεραμίδια. Οι εσωτερικές κεκλιμένες δοκοί εδράζονται στις μαντωσιές της εσωτερικής παρειάς του βόρειου και νότιου τοίχου.
Οι εξωτερικές κεκλιμένες δοκοί στηρίζονται στις μαντωσιές της εξωτερικής παρειάς των τοίχων και προεξέχουν από αυτούς έως και 50 εκ. για προστασία τους από τις καιρικές συνθήκες. Οι εσωτερικές και οι εξωτερικές κεκλιμένες δοκοί συνδέονται στην κορυφή της στέγης με την ίδια κατά μήκος δοκό (καρίνα). Οι μαντωσιές στο πάνω μέρος του βόρειου και νότιου τοίχου συνδέονται μεταξύ τους με τα εγκάρσια οριζόντια δοκάρια (σταυρώματα) δίνοντας έτσι ακαμψία στη στέγη.
Οι στέγες καλύπτουν είτε τον κυρίως ναό μόνο, είτε προεκτείνονται στα ανατολικά για να καλύψουν και την ελεύθερη αψίδα του ιερού. Στην περίπτωση αυτή η στέγη υποστηρίζεται με ξύλινα υποστυλώματα (Σταυρός στην Αγία Ειρήνη Κανναβιών) ή με κτιστούς πεσσούς (Αγία Ειρήνη στα Καννάβια) ή με προέκταση των τοίχων στα ανατολικά (Θεοτόκος στη Γαλάτα) ή με κεκλιμένες δοκούς που στηρίζονται στον ανατολικό τοίχο (Αγία Μαρίνα στον Πεδουλά).
Οι κλιματολογικές συνθήκες των ορεινών περιοχών, η άφθονη ξυλεία των δασών άλλα και η απουσία ασβέστη από την περιοχή (που θα επέτρεπε την ανοικοδόμηση καμαροσκέπαστων και τρουλλαίων ναών) ήταν οι προφανείς και βασικοί λόγοι για τη δημιουργία και ανάπτυξη αυτού του τύπου στέγασης των ναών.
Ο τρόπος δόμησης της τοιχοποιίας των ναών αυτών είναι απλός. Χρησιμοποιούνται πάντοτε τοπικοί λίθοι συνήθως ακανόνιστου σχήματος και σκληροί που δεν επιδέχονται λάξευση. Έτσι γίνεται συμπλήρωση των ακανόνιστων αρμών με χαλικώματα από πέτρα. Το κτίσιμο γίνεται σχεδόν πάντα με συνδετικό κονίαμα από λάσπη. Σπανιότερα γίνεται τοιχοποιία από ωμές πλίνθους (Άγιος Σωζόμενος, Άγιος Γεώργιος και Αρχάγγελος στη Γαλάτα). Διακοσμητικά στοιχεία στις εξωτερικές επιφάνειες των τοιχοποιιών είναι πολύ σπάνια. Περιορισμένης έκτασης διακοσμητικό μοτίβο από οπτόπλινθους σε σχήμα ιχθυάκανθας υπάρχει στην Αγία Παρασκευή και στον Άγιο Σωζόμενο στη Γαλάτα και στον Άγιο Ανδρόνικο στον Καλοπαναγιώτη.
Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό των ναών αυτών είναι ο περιορισμένος αριθμός ανοιγμάτων. Ο αριθμός των θυρών όπως και η θέση τους δεν είναι ίδια σε όλους τους ναούς. Έχουν άμεση σχέση με το μέγεθος του ναού αλλά και με τη διαμόρφωση του εδάφους εξωτερικά. Μικρού μεγέθους ναοί έχουν μία μόνο θύρα (Προφήτης Ηλίας και Αγία Παρασκευή στις Τρεις Ελιές, Άγιοι Σέργιος και Βάκχος στον Καλοπαναγιώτη). Στους περισσότερους ναούς υπάρχουν δύο θύρες, μία στο δυτικό και μία στο βόρειο ή νότιο. Σε λίγες περιπτώσεις υπάρχουν τρεις θύρες, στο βόρειο, νότιο και δυτικό τοίχο (Άγιος Σωζόμενος, Παναγία Ποδίθου στην Γαλάτα, Άγιος Κυριακός στον Κάμπο, Αρχάγγελος στον Πεδουλά και Σταυρός Αγιασμάτι στην Πλατανιστάσα). Η δυτική θύρα είναι πάντα αξονικά τοποθετημένη, με εξαίρεση τις νεώτερες θύρες στο ναό της Μεταμορφώσεως στο Μουτουλλά και στον Άγιο Αντώνιο στα Σπήλια οι οποίες είναι τοποθετημένες πλησιέστερα προς τη ΒΔ γωνία τους.
Τα ανοίγματα των θυρών είναι συνήθως ορθογώνια, τα ανώφλια τους είναι ξύλινα και οι θύρες ξύλινες δίφυλλες. Σε νέωτερες φάσεις των ναών ή στους νεώτερους ναούς παρουσιάζονται θύρες με τοξωτό ημικυκλικό άνοιγμα (Άγιος Γεώργιος στην Άλωνα), συνηθέστερα με οξυκόρυφο τόξο (Παναγία στο Κούρδαλι, Θεοτόκος στα Καννάβια, Άγιος Γεώργιος στα Λαγουδερά, κ.λ.π.) ή με χαμηλωμένο τόξο (Θεοσκέπαστη στον Καλοπαναγιώτη, Άγιος Μάμας στον Ξυλιάτο κ.λ.π.). Τα πλαίσια και τα τόξα των θυρών είναι είτε από οπτόπλινθους, είτε από λαξευτούς λίθους. Σε λίγες περιπτώσεις τα θυρώματα φέρουν γλυπτό διάκοσμο (Άγιος Γεώργιος στην Άλωνα, Αρχάγγελος Μιχαήλ στην Πλατανιστάσα, κ.λ.π.).
Η κατασκευή παραθύρων στην αρχική φάση των ναών είναι πολύ σπάνια (Σταυρός Παλαιομύλου). Τα παράθυρα που έχουν σήμερα οι περισσότεροι από τους ναούς αυτούς, στο βόρειο και νότιο τοίχο τους, είναι όλα νεώτερα. Αντιθέτως συνήθης είναι η παρουσία μικρών ορθογωνικών φεγγιτών στα αετώματα του ανατολικού παραθύρου στην αψίδα του ιερού. Σπανιώτερα υπάρχουν κυκλικοί φεγγίτες (Παναγία στις Τρεις Ελιές). Αυτοί έχουν ξύλινα ή γύψινα διαφράγματα. Τα μικρά αυτά ανοίγματα ήταν τα μόνα που χρησιμοποιούνταν για αερισμό και φωτισμό του εσωτερικού των ναών.
Τυπολογικά οι ναοί του είδους αυτού χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες, τους μονόκλιτους και τους τρίκλιτους. Η κάθε κατηγορία υποδιαιρείται σε ομάδες ανάλογα με τα κατά περίπτωση ιδιαίτερα κατασκευαστικά και άλλα χαρακτηριστικά.
Ναοί μονόκλιτοι
Οι ναοί αυτού του τύπου είναι και οι περισσότεροι αριθμητικά. Αποτελούνται από ένα χώροορθογωνικής κάτοψης, τον κυρίως ναό και το ιερό στα ανατολικά. Κυρίως ναός και ιερό χωρίζονται από το εικονοστάσιο και συνήθως έχουν υψομετρική διαφορά μεταξύ τους, ενός, δύο ή και περισσοτέρων βαθμίδων. Το ιερό έχει συνήθως ημικυκλική απόληξη στο εσωτερικό του ενώ εξωτερικά είτε εγγράφεται στον ευθύγραμμο ανατολικό τοίχο (π.χ. Παναγία, Καμινάρια, Απόστολος Ανδρέας, Πολύστυπος) είτε σπανιότερα προεξέχει απ’ αυτόν. Η προεξέχουσα στα ανατολικά αψίδα έχει πάντοτε καμπύλη μορφή. Η καμπύλη προεξοχή της αψίδας σπανίως είναι πολύ μικρή (Παναγία Ποδίθου, Γαλάτα) ή είναι σχεδόν ημικυκλική σε κάτοψη (Σταυρός, Αγία Ειρήνη Κανναβιών, Θεοτόκος, Κακοπετριά) ή ακόμα είναι έντονα προεξέχουσα (Θεοτόκος, Καννάβια).
Στην απλούστερη αυτή κατηγορία ανήκει η πλειοψηφία των ξυλόστεγων ναών που είναι οι εξής: Άγιος Δημήτριος Μαραθάσας 18ος ή αρχές 19ου αιώνα, Αγία Ειρήνη, Αγία Ειρήνη Κανναβιών, Τίμιος Σταυρός, Αγία Ειρήνη Κανναβιών, Άγιος Θεόδωρος, Άγιος Θεόδωρος Σολέας, 18ος – 19ος αιώνας, Αγία Μαρίνα, Αγία Μαρίνα Ξυλιάτου, 18ος αιώνας, Άγιος Μάμας Αληθινού, 19ος αιώνας, Άγιοι Ιωακείμ και Άννα, Αληθινού, 18ος αιώνας, Παναγία Καρδακιώτισσα, Άλωνα, 18ος αιώνας, Θεοτόκος (Αρχάγγελος), Γαλάτα προ του 1514, ‘Αγιος Νικόλαος, Γαλάτα 16ος αιώνας, Άγιος Νικόλαος, Γερακιές, 19ος αιώνας, Θεοτόκος, Κακοπετριά, προ του 1520, Άγιος Γεώργιος Περαχωρίτης, Κακοπετριά, 16ος – 17ος αιώνας, Μεταμόρφωση Σωτήρος, Κακοπετριά, 18ος αιώνας, Αρχάγγελος Μιχαήλ,
Καλοπαναγιώτης, 18ος αιώνας, Άγιοι Σέργιος και Βάκχος, Καλοπαναγιώτης, 18ος αιώνας (Σχ. 5), Άγιος Κυριακός, Καλοπαναγιώτης, 1722, Άγιος Γεώργιος, Καλοπαναγιώτης, 18ος αιώνας, Παναγία, Καμινάρια, 16ος αιώνας, Άγιος Ερμόλαος, Καμινάρια, 17ος αιώνας, Θεοτόκος, Καννάβια, 19ος αιώνας, Άγιος Γεώργιος, Καννάβια, 1893, Παναγία Σκουριώτισσα, Κατύδατα, 15ος αιώνας, Άγιος Μάμας, Κοράκου, 18ος αιώνας, Αγία Βαρβάρα, Κοράκου, 16ος αιώνας, Άγιος Γεώργιος, Λαγουδερά, 17ος – 18ος αιώνας, Αγία Παρασκευή, Λειβάδια, 18ος – 19ος αιώνας, Αγία Μαρίνα, Λινού, 18ος αιώνας, Μεταμόρφωση, Μουτουλλάς, 18ος αιώνας, Άγιος Μάμας, Ξυλιάτος, 18ος αιώνας, Άγιος Γεώργιος, Πεδουλάς, 18ος αιώνας Αγία Μαρίνα, Πεδουλάς, 13ος
αιώνας, Παναγία, Πεδουλάς, 18ος αιώνας, Άγιος Ιωάννης Θεολόγος, Πλατανιστάσα, 18ος αιώνας, Απόστολος Ανδρέας, Πολύστυπος, 17ος – 18ος αιώνας, Άγιοι Κων/νος και Ελένη, Σαράντι, 16ος αιώνας, Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος, Σινά Όρος, 18ος αιώνας, Άγιος Αντώνιος Σπήλια, Τίμιος Σταυρός, Τεμβριά, 18ος αιώνας, Προφήτης Ηλίας, Τρεις Ελιές, 18ος αιώνας, Προφήτης Ηλίας, Τρεις Ελιές, 18ος αιώνας, Άγιος Νικόλαος, Τσακίστρα, 16ος αιώνας, και Άγιος Γεώργιος Πιτυδιώτης, Φλάσου, 18ος αιώνας.
Ναοί μονόκλιτοι με προσαρτημένο ταφικό θάλαμο
Τα μόνα παραδείγματα του τύπου αυτού είναι ο ναός του Αγίου Κυριακού στην Ευρύχου του 16ου αιώνα και ο ναός της Αγίας Παρασκευής στη Γαλάτα του 1514, στη βόρεια πλευρά των οποίων υπάρχει προσαρτημένος θάλαμος. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για χώρο που στεγάζει τον τάφο του ίδιου του Αγίου. Ο θάλαμος βρίσκεται στο μέσον περίπου του μήκους της βόρειας πλευράς, είναι επισκέψιμος μέσα από τον κυρίως ναό και καλύπτεται με χαμηλωμένη καμάρα και με προεξοχή της εξωτερικής στέγης του κυρίως ναού. Ο θάλαμος στην Αγία Παρασκευή καταλαμβάνει τη βορειοανατολική γωνία του ναού έχει προσπέλαση μέσα από το ιερό και στεγάζεται μόνο από προέκταση της εξωτερικής στέγης του ναού. Ίσως να πρόκειται για ταφικό θάλαμο των κτητόρων ή κληρικών του ναού.
Ναοί μονόκλιτοι με νάρθηκα στα δυτικά
Στους ναούς του τύπου αυτού υπάρχει μικρός νάρθηκας στα δυτικά ο οποίος συνδέεται με τον κυρίως ναό με πόρτα στο μέσον του κοινού τοίχου. Ο νάρθηκας έχει επιπλέον μία ανεξάρτητη είσοδο, είτε στο νότιο τοίχο (Άγιος Βασίλειος, Καμινάρια, 16ος αιώνας) είτε στο δυτικό (Άγιος Ανδρόνικος, Καλοπαναγιώτης, μέσα 16ου αιώνα, και Άγιος Γεώργιος, Γαλάτα, 16ος αιώνας). Στο ναό του Αρχαγγέλου, Βυζακιά, 16ος αιώνας δεν υπάρχει καθόλου νότιος τοίχος στο νάρθηκα.
Οι νάρθηκες φαίνεται ότι αποτελούν νεώτερες προσθήκες στους ναούς και έγιναν για καθαρά χρηστικούς λόγους.
Ναοί μονόκλιτοι με διάδρομο σε μία ή περισσότερες πλευρές
Όπως φαίνεται οι ναοί αυτοί ήσαν αρχικά απλοί μονόκλιτοι στους οποίους έγινε προσθήκη διαδρόμων για χρηστικούς λόγους (αύξηση ωφέλιμου χώρου ναού) ή για διαχωρισμό των ανδρών (στον κυρίως ναό) από τις γυναίκες αφού οι διάδρομοι αυτοί ονομάζονται και γυναικωνίτες. Βασικό κοινό χαρακτηριστικό των ναών με πλευρικούς διαδρόμους είναι ότι οι τελευταίοι καλύπτονται με απλή προέκταση της εξωτερικής στέγης του κυρίως ναού. Λόγω της μεγάλης κλίσης που έχει η στέγη του κυρίως ναού, οι διάδρομοι έχουν συχνά πολύ χαμηλό ύψος (π.χ. Αρχάγγελος, Τρεις Ελιές). Σε ορισμένες περιπτώσεις (Παναγία Μουτουλλά) λόγω της κλίσης του εδάφους η στάθμη του δαπέδου του διαδρόμου είναι σημαντικά χαμηλότερη από αυτήν του κυρίως ναού. Στους διαδρόμους συνήθως δεν υπάρχει η εσωτερική στέγη με το σανίδωμα αλλά μόνο η εξωτερική και έτσι από το εσωτερικό τους είναι ορατή η κάτω επιφάνεια των κεραμιδιών.
Ναοί μονόκλιτοι με διάδρομο σε μία μόνο πλευρά
Οι ναοί του τύπου αυτού είναι δύο, πρόκειται για τον Άγιο Μάμα στο Μουτουλλά, 17ος – 18ος αιώνας (Σχ. 6) και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ στις Τρεις Ελιές του 1730. Ο πρώτος έχει στενό διάδρομο στη βόρεια πλευρά του και ο δεύτερος στη νότια. Η επιλογή της πλευράς στην οποία γίνεται η προσθήκη του διαδρόμου εξαρτάται αποκλειστικά από τη μορφολογία του εδάφους. Και στους δύο η σύνδεση με τον κυρίως ναό γίνεται με θύρα στο μέσον περίπου του κοινού τους τοίχου. Στον Άγιο Μάμα ο διάδρομος έχει επιπλέον ανεξάρτητη θύρα στο δυτικό του τοίχο. Στον Αρχάγγελο υπάρχει στη δυτική πλευρά ανοικτό στέγαστρο πάνω από τη δυτική του θύρα, στοιχείο που συναντάται σπάνια στους ξυλόστεγους ναούς.
Ναοί μονόκλιτοι με διάδρομο σε δύο πλευρές
Οι ναοί που ανήκουν σ’ αυτό τον τύπο είναι, του Αγίου Θεόδωρου στη Λεμύθου, 16ος αιώνας, της Παναγίας στο Μουτουλλά του 1280 (Σχ. 7) και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στον Πεδουλά του 1474. Οι ναοί του Αγίου Θεοδώρου και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ έχουν διάδρομο στη δυτική και νότια πλευρά τους ενώ ο ναός της Παναγίας έχει διαδρόμους στη δυτική και στη βόρεια πλευρά του.
Ναοί μονόκλιτοι με διάδρομο στις τρεις πλευρές
Στον τύπο αυτό ο κυρίως ναός περιβάλλεται από διάδρομο στη νότια, δυτική και βόρεια πλευρά του. Υπάρχουν δύο μόνο ναοί της Παναγίας Ποδίθου, 1502 (Σχ. 8) και του Αγίου Σωζομένου, 1513 και οι δύο στη Γαλάτα. Στον Άγιο Σωζόμενο ο βόρειος διάδρομος δεν είναι κλειστός με τοίχο αλλά διαμορφώνεται από ξύλινους στύλους και ξύλινο καφασωτό διάφραγμα πάνω σε χαμηλό τοίχο.
Ναοί μονόκλιτοι με περιμετρικό διάδρομο
Το μοναδικό παράδειγμα του τύπου αυτού είναι ο ναός του Σταυρού Αγιασμάτι στην Πλατανιστάσα, του 1494.
Ναοί μονόκλιτοι με πλευρική επέκταση
Ο τύπος αυτός προέκυψε από την προσθήκη δεύτερου χώρου ορθογωνικής κάτοψης, στη βόρεια ή νότια πλευρά του αρχικού ναού. Σε αντίθεση με την προηγούμενη κατηγορία όπου οι διάδρομοι συνδέονται με τον κυρίως ναό μέσω μίας μόνο θύρας, εδώ γίνεται ουσιαστικά διάλυση του κοινού τοίχου σε κίονες ή παραστάδες έτσι ώστε να δίνεται η εντύπωση του δίκλιτου ναού. Η προσθήκη αυτή έγινε για καθαρά χρηστικούς λόγους για αύξηση δηλαδή του ωφέλιμου εσωτερικού χώρου. ‘Όπως και στην προηγούμενη κατηγορία οι πλευρικές αυτές επεκτάσεις καλύπτονται με απλή προέκταση της εξωτερικής στέγης του αρχικού ναού με την προσθήκη σε ορισμένες περιπτώσεις, σανιδώματος κάτω από τα κεραμίδια έτσι ώστε αυτά να μην είναι ορατά από το εσωτερικό.
Στον τύπο αυτό ανήκουν οι ναοί των Αγίων Ιωακείμ και Άννας στα Καλλιάνα, 12ος – 15ος αιώνας, Παναγίας Θεοσκέπαστης στον Καλοπαναγιώτη, 17ος αιώνας, Αγίου Ανδρονίκου στο Μηλικούρι, τέλη 17ου αιώνα (Σχ. 9), Τιμίου Σταυρού στον Παλαιόμυλο, 16ος αιώνας και Αγίας Παρασκευής στον Πεδουλά, του 18ου ίσως αιώνα. Διαφοροποιήσεις παρατηρούνται στον τρόπο με τον οποίο διαχωρίζονται τα δύο «κλίτη» μεταξύ τους.
Έτσι στο ναό των Αγίων Ιωακείμ και Άννας τα κλίτη χωρίζονται με τρία τόξα τα οποία εδράζονται σε δύο πεσσούς, στη Θεοσκέπαστη με δύο τόξα που φέρονται από κίονα στο μέσον, στο ναό των Αγίων Ανδρονίκου και Αθανασίας με δύο τετράγωνους πεσσούς (που είναι τμηματα του αρχικού τοίχου) και φέρουν τις μαντωσιές του βόρειου τοίχου, στον Σταυρό Παλαιομύλου με τρεις κτιστούς κίονες και ένα ξύλινο στύλο και στην Αγία Παρασκευή με δύο ξύλινους στύλους που φέρουν τα οριζόντια δοκάρια.
Ναοί τρίκλιτοι
Πρόκειται για ναούς με τριμερή διάταξη. Αποτελούνται από το κεντρικό και τα πλάγια κλίτη τα οποία χωρίζονται μεταξύ τους είτε από δύο σειρές ξύλινων στύλων οι οποίοι φέρουν οριζόντια ξύλινα επιστύλια, είτε από δύο σειρές πεσσοστοιχιών ή κιονοστοιχιών οι οποίες γεφυρώνονται με οξυκόρυφα τόξα.
Το μοναδικό παράδειγμα του τύπου με ξύλινους στύλους και ξύλινα επιστύλια είναι ο ναός της Παναγίας Χρυσοκουρδαλιώτισσας στο Κούρδαλι, του 16ου αιώνα (Σχ. 10).
Τρίκλιτοι με κιονοστοιχία και οξυκόρυφα τόξα είναι οι ναοί του Αγίου Κυριακού στον Κάμπο και της Παναγίας Ελεούσας στην Κοράκου, 18ος αιώνας.
Τρίκλιτοι με πεσσοστοιχία και οξυκόρυφα τόξα είναι οι ναοί του Αγίου Γεωργίου στην Άλωνα, 18ος – 19ος αιωάνς, του Αγίου Γεωργίου στα Καμινάρια, 1750 (Σχ. 11), του Αγίου Γεωργίου στο Μηλικούρι, 1726, και του Αρχαγγέλου στην Πλατανιστάσα, 18ος αιώνας.
Ο ναός της Παναγίας στις Τρεις Ελιές επίσης του 18ου αιώνα έχει εναλλαγή πεσσών και κιόνων. Οι πιο πάνω τύποι των τρίκλιτων ναών διαφοροποιούνται ανάλογα με τον τρόπο στέγασής τους. Οι ναοί του Αγίου Κυριακού στον Κάμπο, Αγίου Γεωργίου στην Άλωνα, Αγίου Γεωργίου στο Μηλικούρι και του Αρχαγγέλου στην Πλατανιστάσα έχουν διπλή στέγη κατά το πρότυπο των ξυλόστεγων.
Ο ναός της Παναγίας στην Κοράκου έχει εξωτερική στέγη κατά το πρότυπο των ξυλόστεγων αλλά εσωτερική στέγη από μπαγδατί, σε ημικυλινδρική μορφή στο μεσαίο κλίτος και ελαφρώς καμπύλη στα πλάγια κλίτη. Η στέγη των ναών της Παναγίας στις Τρεις Ελιές και του Αγίου Γεωργίου στα Καμινάρια είναι μετασκευασμένες. Έχει γίνει υπερύψωση του βόρειου και νότιου τοίχου τους έτσι ώστε μειώθηκε η κλίση της στέγης και τοποθετήθηκαν «γαλλικού» τύπου κεραμίδια. Εσωτερικά έγινε ξύλινο ταβάνι σε περίπου ημικυλινδρική μορφή στο μεσαίο κλίτος και σε κεκλιμένη μορφή στα πλάγια. Στον Άγιο Γεώργιο Άλωνας και στον Αρχάγγελο Πλατανιστάσας προκειμένου να κατασκευαστούν μεγάλα παράθυρα και θύρες έγιναν μετασκευές της στέγης κατά τέτοιο τρόπο ώστε δημιουργήθηκαν εγκάρσια αετώματα.
Σημαντικές διαφοροποιήσεις παρατηρούνται στη μορφή της αψίδας του ιερού. Στον Άγιο Κυριακό Κάμπου είναι πεντάπλευρη, στην Παναγία Τριών Ελιών και στον Άγιο Γεώργιο Καμιναριών είναι τρίπλευρη, στην Παναγία Κοράκου ημικυκλική και στους υπόλοιπους ναούς η αψίδα εγγράφεται στον ανατολικό τοίχο.
Γυναικωνίτες
Σε αρκετούς ξυλόστεγους ναούς όλων των τύπων υπάρχει εξώστης – γυναικωνίτης σε δεύτερη στάθμη, στο μέσον περίπου του ύψους. Πρόκειται για ξύλινη κατασκευή που καταλαμβάνει το δυτικό πάντοτε άκρο του ναού, σε όλο το πλάτος του και σε μήκος που ποικίλει. Όσοι γυναικωνίτες υπάρχουν σήμερα είναι νεώτερες προσθήκες και έγιναν με σκοπό την αύξηση του ωφέλιμου χώρου του ναού. Η άνοδος σ’ αυτούς γίνεται από απότομη κλίμακα, σπανίως ευθύγραμμη (Σταυρός στην Τεμβρία) πιο συχνά σε σχήμα Γ, η οποία καταλαμβάνει τη βορειοδυτική (Αγία Μαρίνα στη Λινού) ή νοτιοδυτική (Αγία Παρασκευή στα Λειβάδια) γωνία του ναού. Το πρώτο τμήμα της κλίμακας είναι σχεδόν πάντοτε κτιστό (2-3 βαθμίδες) και το δεύτερο ξύλινο. Το προστατευτικό στηθαίο του γυναικωνίτη είναι κατασκευασμένο είτε με καφασωτό (ξύλινο δικτυωτό) διάφραγμα (Άγιος Νικόλαος στην Τσακίστρα) είτε συνηθέστερα έχει διακοσμητικά μοτίβα από κατακόρυφες σανίδες και πηχάκια και συχνά έχει σκαλιστή διακόσμηση. Στις περισσότερες περιπτώσεις (ιδιαίτερα όταν το πλάτος του ναού είναι μικρό) οι γυναικωνίτες έχουν ευθεία απόληξη στο ανατολικό τους άκρο, με εξαίρεση το Σταυρό Τεμβρίας και τον Άγιο Γεώργιο Λαγουδερών όπου υπάρχουν καμπύλης και ορθογωνικής μορφής αντίστοιχα, προεξέχουσες διευρύνσεις στο βόρειο και νότιο άκρο τους.
Αντίστοιχες διευρύνσεις του γυναικωνίτη προς το ανατολικό υπάρχουν και στους τρίκλιτους ναούς του Αγίου Κυριακού Κάμπου και της Παναγίας Κοράκου. Στην περίπτωση αυτή οι διευρύνσεις καταλαμβάνουν το χώρο του βόρειου και νότιου κλίτους και έχουν ευθεία ή καμπύλη απόληξη.
Κωδωνοστάσια
Στους περισσότερους ξυλόστεγους ναούς υπάρχουν διαφόρων ειδών και χρονικών περιόδων κωδωνοστάσια. Στο σύνολό τους αποτελούν νεώτερες προσθήκες και είναι τα μόνα στοιχεία τα οποία διαφοροποιούν τη διάπλαση των όγκων των ναών αυτών. Πάντοτε τοποθετούνται σε μία από τις τέσσερεις γωνίες του ναού, σε επαφή και με κατασκευαστική συνέχεια με αυτόν.
Η επιλογή της γωνίας ανέγερσης του κωδωνοστασίου σχετίζεται άμεσα με τη θέση του ναού μέσα στον οικισμό. Ενδιαφέροντα παραδείγματα είναι τα λίθινα κωδωνοστάσια, των χρόνων της Αγγλοκρατίας, πολλά από τα οποία φέρουν αξιόλογα λαξευτά διακοσμητικά στοιχεία. Από τα πιο σημαντικά είναι το κωδωνοστάσιο του ναού του Αγίου Γεωργίου στο Μηλικούρι του 1886, του Αγίου Γεωργίου στην Άλωνα του 1903, του Αγίου Νικολάου στην Τσακίστρα του 1903, των Αγίων Ιωακείμ και Άννας στα Καλλιάνα του 1924, του Αγίου Κυριακού στον Κάμπο του 1932 κ.ά.
Αγιογράφηση
Στο σύνολο των 70 ξυλόστεγων ναών που ανήκουν στη μητροπολιτική περιφέρεια Μόρφου, οι 23σώζουν τοιχογραφίες σε μικρή ή μεγάλη έκταση. Ορισμένοι είναι πλήρως τοιχοποιημένοι (Παναγία στο Μουτουλλά, Σταυρός Αγιασμάτι στην Πλατανιστάσα, Αρχάγγελος στον Πεδουλά, ‘Αγιος Σωζόμενος και Θεοτόκος στη Γαλάτα), άλλοι διατηρούν τις αρχικές αλλά περιορισμένες σε έκταση τοιχογραφίες τους (Άγιος Κυριακός στην Ευρύχου, Παναγία Ποδίθου, Αγία Παρασκευή, Άγιος Γεώργιος και Άγιος Νικόλαος στη Γαλάτα) και άλλοι σώζουν πολύ περιορισμένα τμήματα με αγιογραφίες (Παναγία Σκουριώτισσα στα Κατύδατα).
Στους ξυλόστεγους ναούς, σε αντίθεση με τους τρουλλαίους ή τους καμαροσκέπαστους, οι αγιογραφίες είναι περιορισμένες σε έκταση, αφού καλύπτουν μόνο τις κατακόρυφες επιφάνειες των τοίχων και την αψίδα του ιερού. Σπανίως επεκτείνονται ώστε να καλύψουν και στοιχεία της ξυλοκατασκευής της στέγης, όπως συμβαίνει στις μαντωσιές του Σταυρού Παλαιομύλου και της Παναγίας στο Κούρδαλι.
Η αγιογράφηση των ναών είναι πολύ σημαντική για τη χρονολόγησή τους. Συχνά στην αγιογράφηση υπάρχει κτητορική επιγραφή με αναφορά στους κτήτορες και στη χρονολογία κατασκευής του ναού (Παναγία Ποδίθου στη Γαλάτα, Αρχάγγελος στον Πεδουλά κ.λ.π.), ενώ σε άλλες περιπτώσεις υπάρχει επιγραφή με αναφορά στους δωρητές των τοιχογραφιών μόνο (Σταυρός Αγιασμάτι στην Πλατανιστάσα, Θεοτόκος στην Κακοπετριά κ.λ.π.) οπότε η χρονολογία αποτελεί το terminusantequemγια τη χρονολόγηση του ναού.
Σε μεμονωμένες περιπτώσεις οι τοιχογραφίες αποτελούν σαφή και μοναδική μαρτυρία για την αρχική μορφή της αρχιτεκτονικής διαμόρφωσης του ναού. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το παράδειγμα της αγιογράφησης στο παράθυρο του βόρειου τοίχου του Σταυρού Παλαιομύλου, που αποδεικνύει την ύπαρξη παραθύρων ήδη από τον 16ο αιώνα, εποχή κατά την οποία έγινε η αγιογράφησή του.
Από τα μέσα του 19ου στα μέσα του 20ου αιώνα Μονόκλιτες Βασιλικές
Προς το τέλος της Τουρκοκρατίας αρχίζει να διαμορφώνεται ένας ιδιαίτερος τύπος ναού, διαφορετικός από τα πρότυπα των προηγούμενων περιόδων. Πρόκειται για τον τύπο της μονόκλιτης βασιλικής η οποία καλύπτεται με απλοποιημένης μορφής οξυκόρυφες καμάρες και σταυροθόλια και σπάνια με τρούλλο. Ση μητροπολιτική περιφέρεια Μόρφου συναντούμε αρκετούς ναούς αυτού του τύπου. Χρονολογικά τοποθετούνται κατά την περίοδο λίγο πριν το τέλος της Τουρκοκρατίας μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες της Αγγλοκρατίας. Οι ναοί αυτοί βρίσκονται κυρίως στις πεδινές
περιοχές εκτός λίγων εξαιρέσεων. Είναι αποκλειστικά ενοριακοί και σε πολλές περιπτώσεις κτίζονται στη θέση παλαιοτέρων οι οποίοι κατεδαφίζονται γι’ αυτό το σκοπό (Άγιος Δημητριανός στη Φλάσου, Αγία Βαρβάρα στον Οίκο κ.ά.).
Οι ναοί αυτοί είναι οι εξής: Ο Άγιος Γεώργιος στον Άγιο Γεώργιο Καυκάλου, 1921, η Μεταμόρφωση Σωτήρος στο Ακάκι, ο Τίμιος Πρόδρομος στο Αργάκι, ο Άγιος Αυξίβιος στον Αστρομερίτη, 1876 (Σχ. 16), η Αγία Αικατερίνη στη Βυζακιά, 1894, ο Άγιος Γεώργιος στις Γερακιές, ο Άγιος Χαράλαμπος στη Δένεια, 1869 (Σχ. 13), η Αγία Μαρίνα στην Ευρύχου, 1872, ο Άγιος Γεώργιος στην Ευρύχου, 1886 (Σχ. 14), ο Αρχάγγελος Μιχαήλ στην Πάνω Ζώδια, Άγιος Γεώργιος στην Πάνω Ζώδια,
ο Τίμιος Σταυρός στην Κάτω Ζώδια, ο Άγιος Γεώργιος των Ξαλώνων στην Κάτω Ζώδια, 1914, η Αγία Μαρίνα στον Καλοπαναγιώτη, η Παναγία στον Καλοπαναγιώτη, ο Άγιος Μόδεστος στο Καλό Χωριό Λεύκας, η Παναγία στην Κυρά, 1879, ο δίκλιτος ναός της Μονής του Αγίου Γεωργίου Ρηγάτη στην Κυρά, β΄ μισό 19ου αιώνα, ο Άγιος Ιωάννης Θεολόγος στα Κατύδατα, 1847 (Σχ. 12) η Παναγία Παντάνασσα στη Λινού, 1905, ο δίκλιτος ναός των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης στο Μένικο, 1846, η Αγία Παρασκευή στη Μόρφου, ο Άγιος Γεώργιος στη Μόρφου, ο Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος στο Νικητάρι, τέλη 19ου αιώνα, η Αγία Βαρβάρα στον Οίκο, 1906, η Μεταμόρφωση του Σωτήρος στην Πέτρα, αρχές 2ου αιώνα, ο Άγιος Νικόλαος στο Συριανοχώρι,
η Αγία Παρασκευή στην Τεμβριά, 1872, ο Άγιος Δημητριανός στη Φλάσου, 1906, ο Προφήτης Ηλίας στη Φιλιά και ο Άγιος Γεώργιος στη Φιλιά.
Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω οι ναοί αυτοί ανήκουν στον τύπο της μονόχωρης βασιλικής και είναι σχετικά μεγάλων διαστάσεων σε σχέση με τους ναούς των προηγουμένων περιόδων.
Για την κατασκευή τους χρησιμοποιήθηκαν, σε απλοποιημένη μορφή, μεμονωμένα στοιχεία που έχουν εδραιωθεί κατά την φράγκικη και ενετική περίοδο, όπως οξυκόρυφα τόξα και σταυροθόλια. Το μέγεθός τους είναι σημαντικά μεγαλύτερο από τους ναούς της προηγούμενης περιόδου (Τουρκοκρατίας) αλλά και σημαντικά μικρότερο από τα γοτθικά μνημεία. Πρόκειται ουσιαστικά για την εισαγωγή ενός νέου τύπου ναού τόσο ως προς τον τύπο και την κλίμακα αλλά και ως προς τα μορφολογικά στοιχεία.
Αποτελούνται από τον ορθογωνικής κάτοψης ναό και το ιερό το οποίο πάντοτε προεξέχει στα ανατολικά και είναι είτε πεντάπλευρο (Μεταμόρφωση Ακακίου, Άγιος Αυξίβιος Αστρομερίτη, Αγία Μαρίνα και ‘Αγιος Γεώργιος Ευρύχου, Αρχάγγελος Πάνω Ζώδιας, κ.λ.π.) ή τρίπλευρο (Αγία Μαρίνα, Καλοπαναγιώτη, Παντάνασσα Λινού, Άγιος Δημητριανός Φλάσου, κ.λ.π.). Οι ναοί αυτού του τύπου δεν έχουν νάρθηκα. Σχεδόν πάντα έχουν τρεις κύριες εισόδους στο μέσον του βόρειου, νότιου και δυτικού τοίχου και δευτερεύουσες βοηθητικές στη νότια ή βόρεια πλευρά του ιερού ή στα δυτικά άκρα του βόρειους και νότιου τοίχου. Χαρακτηρίζονται από τα πολλά μεγάλων διαστάσεων παράθυρα που δίνουν άπλετο φως στο εσωτερικό, σε αντίθεση με τους ναούς των προηγουμένων περιόδων.
Η ανωδομή των ναών αυτών γίνεται είτε με οξυκόρυφη καμάρα η οποία φέρεται στο ενισχυτικά τόξα (Αγία Μαρίνα, Ευρύχου, Αγία Μαρίνα, Καλοπαναγιώτης), είτε συνηθέστερα με σειρά από οξυκόρυφα σταυροθόλια τα οποία επίσης ενισχύονται με τόξα. Τα ενισχυτικά τόξα πάντοτε φέρονται από φουρούσια (κιλλίβαντες) στο βόρειο και νότιο τοίχο. Για τη στήριξη των εγκάρσιων ωθήσεων των σταυροθολίων υπάρχουν πάντοτε εξωτερικές ενισχυτικές αντιρρίδες που αντιστοιχούν στα εσωτερικά τόξα. Μοναδική περίπτωση στέγασης αποτελεί ο ναός του Αρχαγγέλου στη Πάνω Ζώδια όπου το τρίτο από τα έξι σταυροθόλια (από Α προς Δ) είναι υπερυψωμένο εν είδει τρούλλου).
Οι τοιχοποιίες των ναών αυτών είναι πάντα κτισμένες από τοπικούς ακατέργαστους λίθους με γέμισμα των αρμών από χαλικώματα και τούβλα ή κεραμίδια και με ασβεστοπηλό ως συνδετικό κονίαμα. Ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά στοιχεία (όπως οι εξωτερικές αντιρρίδες και τα ενισχυτικά τόξα) είναι κτισμένα από καλά πελεκημένους σκληρούς πωρόλιθους. Οι λαξευτές τοιχοποιίες παρουσιάζουν ακρίβεια κατασκευής και αξιοσημείωτη κανονικότητα. Φαίνεται ότι αρχικά οι ναοί αυτοί είχαν ως τελική επικάλυψη της στέγασης το παραδοσιακό κουρασάνι και η απορροή των ομβρίων γινόταν από λίθινες λαξευτές υδρορροές. Σήμερα σχεδόν σε όλους τους ναούς η κάλυψη των στεγών είναι με κεραμίδια «γαλλικού» τύπου.
Η διαμόρφωση των εξωτερικών όψεων των ναών αυτών παρουσιάζει συμμετρία, επαναληπτικότητα, στοιχείων και έντονη πλαστικότητα. Οι εξωτερικές όψεις διαμορφώνονται με τις αντιρρίδες και τα συνδετήρια τους τόξα (αψιδώματα). Οι αντιρρίδες είναι πάντοτε φαρδύτερες από τα τόξα και συνεχίζουν από το έδαφος μέχρι το οριζόντιο γείσο, γεγονός που τονίζει σημαντικά τον κατακόρυφο άξονα. Τα συνδετήρια τόξα είναι είτε οξυκόρυφα (Αγία Μαρίνα και Άγιος Γεώργιος Ευρύχου, Αρχάγγελος Π. Ζώδια) είτε χαμηλωμένα (Αγία Αικατερίνη Βυζακιάς) είτε σχεδόν ημικυκλικά (Μεταμόρφωση Ακακίου). Τα μέτωπα των σταυροθολίων έχουν πάντοτε παράθυρα και επιστρέφονται με γείσο στη μορφή του οξυκόρυφου συνήθως σταυροθολίου και σπανιότερα σε τριγωνική μορφή (Αγία Αικατερίνη Βυζακιάς, Άγιος Δημητριανός Φλάσου). Επί μέρους στοιχεία των όψεων όπως περιθυρώματα και πλαίσια παραθύρων είναι πάντοτε κατασκευασμένα από σκληρό πωρόλιθο και έχουν λαξευτά διακοσμητικά στοιχεία.
Στους ναούς αυτούς δεν υπάρχει εικονογραφικό πρόγραμμα, γεγονός που αποδεικνύει, ανάμεσα στα άλλα που αναφέρθησαν παραπάνω, την απομάκρυνση, αυτή την περίοδο, από τη βυζαντινή παράδοση. Εξ άλλου στον τύπο της καμαροσκέπαστης βασιλικής είναι αδύνατο να υλοποιηθεί το εικονογραφικό πρόγραμμα του τρουλλαίου, βυζαντινού τύπου, ναού.
Όλοι οι ναοί αυτής της περιόδου έχουν ψηλά και μνημειώδη κωδωνοστάσια. Όπως είναι γνωστό η απαγόρευση της χρήσης καμπανών κατά την Τουρκοκρατία συνέτεινε ώστε όσοι ναοί κτίστηκαν κατά την περίοδο αυτή να μην έχουν κωδωνοστάσια. Με το πέρασμα στην Αγγλοκρατία και την άρση της απαγόρευσης αυτής, τα κωδωνοστάσια έγιναν απαραίτητα και αναπόσπαστα στοιχεία των νέων ναών. Τα κωδωνοστάσια κτίστηκαν πάντοτε σε επαφή και με κατασκευαστική συνέχεια με τους ναούς και καταλαμβάνουν μία από τις τέσσερεις γωνίες του κτιρίου. Η επιλογή της θέσης τους δεν φαίνεται ότι υπαγορεύτηκε από οποιουσδήποτε κανόνες παρά μόνο ίσως τη γειτνίαση με την κύρια είσοδο του ναού. Τα κωδωνοστάσια έχουν πάντα συμπαγή βάση με εξαίρεση το κωδωνοστάσιο του Αγίου Δημητριανού στη Φλάσου το οποίο εδράζεται μερικώς στο νότιο τοίχο του ναού και μερικώς σε δύο ανεξάρτητους κίονες από σκυρόδεμα. Είναι πάντοτε πολυώροφα και εκτός από τη βάση, που φτάνει μέχρι και το ύψος του ναού, επεκτείνονται σε δύο ή και τρεις στάθμες ψηλότερα.
Σχεδόν όλα τα κωδωνοστάσιο είναι κτισμένα με το μαλακό πωρόλιθο προέλευσης Γερολάκκου. Η χρήση του υλικού αυτού επέτρεπε την εύκολη λάξευση και έτσι τη δημιουργία ορισμένων αρκετά σύνθετων κατασκευών με πλούσια και ποικίλα διακοσμητικά στοιχεία και μοτίβα.
Στην περίοδο των πρώτων δεκαετιών της Αγγλοκρατίας ανήκει μια άλλη σειρά μικρότερων ναών ενός ιδιαίτερου και απλού τύπου. Οι ναοί αυτοί είναι: του Αγίου Γεωργίου στον Πάνω Πύργο, 1881, του Προφήτη Ηλία στο δάσος του Πάνω Πύργου, 1917, του Αγίου Χαραλάμπους στα Πηγαίνια, τέλη 19ου – αρχές 20ου και Αγίας Ειρήνης στον Κάτω Πύργο, 1923. Πρόκειται για μονόχωρους ναούς μικρών διαστάσεων οι οποίοι στεγάζονται από απλή ξύλινη δίριχτη στέγη η οποία φέρεται από τρία ή τέσσερα λίθινα οξυκόρυφα τόξα.
Μοναδικό παράδειγμα ενός ιδιαίτερου τύπου ναού που κτίστηκε αυτή την περίοδο, είναι ο ναός της Παναγίας στη Λεμύθου. Ο ναός αντικατέστησε παλαιότερο του 1721. Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική με υπερυψωμένο μεσαίο κλίτος. Τα κλίτη χωρίζονται από πεσσοστοιχία με οξυκόρυφα τόξα. Το μεσαίο κλίτος έχει σανιδωτό οριζόντιο ταβάνι και τα πλάγια κεκλιμένο.
Αξιοσημείωτο και ενδιαφέρον παράδειγμα νεώτερου τύπου ναού είναι ο ναός του Αποστόλου Λουκά του 1932 στην Ορούντα. Πρόκειται για ναό μονόχωρο με ημικυλινδρική καμάρα το κεντρικό τμήμα της οποίας διαμορφώνεται σε σταυροθόλιο. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είναι, η χρήση ημικυκλικών τόξων και αψιδωμάτων (σε αντίθεση με τα οξυκόρυφα που ήταν σε εφαρμογή μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα), το μεγάλο ύψος σε σχέση με τις αναλογίες της κάτοψης και η εκτεταμένη χρήση πωρόλιθου στη διαμόρφωση των εξωτερικών επιφανειών του.
Από τη δεκαετία του 1930 και μετά, οι νέοι ναοί που ανεγείρονται εγκαταλείπουν τόπο τα τυπολογικά όσο και τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των ναών της αμέσως προηγούμενης περιόδου. Γίνεται πλέον επαναφορά του τρουλλαίου ναού σε μεγέθη όπως που δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση με τα πολύ παλαιότερα πρότυπά τους. Η εμφάνιση και χρήση σύγχρονων υλικών και τεχνικών, όπως το οπλισμένο σκυρόδεμα (σε μερικούς από αυτούς), επηρέασε άμεσα την κατασκευή τους αλλά και τη διαμόρφωση των όψεων και των μορφολογικών χαρακτηριστικών τους. Επί πλέον, από αυτή την περίοδο και μετά αρχίζουν να εργάζονται στον τομέα της ναοδομίας και οι πρώτοι αρχιτέκτονες. Έτσι η ναοδομία αρχίζει πλέον να φεύγει από τα χέρια του «ανώνυμου» τεχνίτη και γίνεται αντικείμενο μελέτης του «επώνυμου ειδικού». Οι κυριώτεροι ναοί που ανεγέρθησαν κατά την μεταβατική αυτή περίοδο είναι της Παναγίας στη Γαλάτα, 1930, από τον ντόπιο μάστορα Φίλιππο Λοΐζου, του Τιμίου Σταυρού στον Πεδουλά, 1931-35, από τον αρχιτέκτονα Θεόδωρο Φωτιάδη, η Αγία Παρασκευή στο Μουτουλλά, 1934-38 και ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος στον Πρόδρομο, 1937.
* Το κείμενο «Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική (13ος – 20ος αιώνας)» του Διομήδη Μυριανθέα, δημοσιεύτηκε στον τόμο: «Ιερά Μητρόπολις Μόρφου, 2000 χρόνια τέχνης και αγιότητος», εκδ. Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου-Ιερά Μητρόπολις Μόρφου, Λευκωσία 2000.
Όταν είδα το τίτλο που δόθηκε στη δική μου παρέμβαση, στο πρόγραμμα, το μυαλό μου πήγε σε μια σκηνή από ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη, τον Βαρδιάνο στα Σπόρκα. Λέει εκεί ο Παπαδιαμάντης, για τον καπετάν Γιαλή, σύζυγο της γριάς Σκεύως και παλιό ναυτικό, ο οποίος είχε πάντοτε στη βάρκα του ένα μικρό εικόνισμα του Αγίου Νικολάου —το είχε στο κάτω μέρος της βάρκας, σε μια μικρή καμπίνα στην πρύμνη, και μάλιστα του άναβε και καντήλι. Τρεις φορές βούλιαξε στη φουρτούνα ο καπετάν Γιαλής, χάνοντας κάθε φορά τη βάρκα του.
Όμως και τις τρεις φορές, τη στιγμή που αυτός πάλευε μέσα στα άγρια κύματα προσπαθώντας να γλιτώσει, το εικόνισμα —παραθέτω αυτούσιο τον Παπαδιαμάντη : «ενώ ήτον πίσω εις το καμαρίνι με το κανδηλάκι αναμμένο εμπρός, ευρέθη εις τον κόρφον του, ως να του έλεγεν «σε σώζω ως Άγιος, σώσε με ως κειμήλιον». Και πράγματι τον έσωσε και τις τρεις φορές….
«Σε σώζω ως Άγιος, σώσε με ως κειμήλιον!». Κάτι τέτοιο μου φαίνεται πως θ’ ακούσουμε να λένε, αν αφουγκραστούμε, και τα εκκλησιαστικά μνημεία της ιδιαίτερης μου πατρίδας, της Κύπρου —που δεν είναι λίγα— αλλά και όλο το κληρονομημένο κάλλος της λατρευτικής παραδόσεως της Εκκλησίας μας, όπου γης.
Δύο ζητήματα, λοιπόν, είναι παρόντα εδώ : το πρώτο είναι πώς να σωθεί το κειμήλιο· ζήτημα τεχνικό, στο οποίο πρέπει να επιστρατεύσουμε εμπειρία, επιστημονική γνώση, μεθόδους. Πρέπει ν’ αγκαλιάσουμε το μνημείο, όπως αγκάλιασε ο καπετάν Γιαλής το εικόνισμα, για να το διαφυλάξουμε από τη φουρτούνα. Τη φουρτούνα του καιρού και των παντοίων υλικών φθορών και παραφθορών.
Το δεύτερο ζήτημα έχει σχέση με το «σε σώζω ως Άγιος». Το οποίο, έρχεται να επαναφέρει με τρόπο άμεσο το αίτημα μιας ζωντανής σχέσης που είναι και η ουσία αυτού που ονομάζουμε «εκκλησιαστικό κειμήλιο ή μνημείο». Γιατί, όντως, αυτό που σήμερα στα μάτια μας είναι ένα ωραίο μνημείο, δεν είναι παρά η έμπρακτη υλοποίηση μια θέλησης ευχαριστιακής, δοξολογικής. Κάποιοι, κάποτε, που ανήκαν στην ίδια κοινωνία πίστεως που κι ’μείς ανήκουμε, μετήλθαν τους λίθους, τις λάσπες, τα ξύλα, τα χρώματα, για να μορφώσουν μια δοξολογία. Έκαναν, δηλαδή, τον φυσικό κόσμο ευχαριστιακό υλικό.
Κι αυτό ήταν πάντα το νόημα της αρχιτεκτονικής και της τέχνης, στη δική μας παράδοση. Το αρχιτεκτόνημα, η εικόνα, το ξυλόγλυπτο, αποτελούν την πλαστική απόδοση ενός λατρευτικού γεγονότος. Επομένως, τα εκκλησιαστικά μνημεία από τη φύση τους δεν μπορούμε να τα δούμε αποκλειστικά και μόνον μέσα από το πρίσμα της όποιας επιστημονικής εξειδίκευσης. (Όπως θα βλέπαμε, για παράδειγμα, την αγορά της αρχαίας Σαλαμίνας ή τα ενετικά τείχη της Λευκωσίας).
Αλλά ως ζωντανές πραγματικότητες, ζωντανές σχέσεις, μέσα σ’ έναν πολιτισμό και σ’ ένα ήθος, ο οποίος σημειωτέον δεν έχει σταματήσει κάπου στο παρελθόν αλλά συνεχίζει την πορεία του. Ο λαός του Θεού (δηλαδή όλοι εκείνοι που επιλέγουν συνειδητά ν’ ανήκουν σ’ αυτή την κοινωνία πίστεως), έρχεται και σήμερα σ’ έναν ναό του 12ου αιώνος, όπως έρχονταν και πριν από οκτώ αιώνες. Με την ίδια διάθεση, με την ίδια συμπεριφορά. Σταυροκοπιούνται, ανάβουν κερί, κάνουν λειτουργία, αφουγκράζονται τη σιωπή του αοράτου. Αν λοιπόν το πρώτο ερώτημα είναι πώς θα σώσουμε το μνημείο, το δεύτερο —και σημαντικότερο από το πρώτο— είναι πώς θα σωθούμε εμείς μέσω του μνημείου.
Μπορεί λοιπόν, από τη μια, το εκκλησιαστικό μνημείο να φθείρεται από τον χρόνο, τα καιρικά φαινόμενα, την κακομεταχείριση της ιστορίας, την ασπλαχνία ξένων και δικών. Από την άλλη, όμως, ως κόμβος σχέσεων, ως δοχείο ζωής, παραμένει αδιάφορο απέναντι στο χρόνο και ζει ως να μην υπάρχει ο χρόνος. Κι αυτή την αντίφαση —που δεν είναι αντίφαση για τη δική μας παράδοση— θα πρέπει να την έχουμε υπ’ όψιν όταν προσεγγίζουμε ένα εκκλησιαστικό μνημείο : πέρα από τη διαφύλαξή του από την υλική φθορά, θα πρέπει να φροντίσουμε ώστε το μνημείο να μην καταντήσει μνήμα —το οποίο θα ’ρχονται να φωτογραφίζουν απλώς οι τουρίστες. Αλλά να συνεχίσει τη ζωή του ενταγμένο σε μια ζωντανή σχέση με το σώμα του οποίου η θέληση το παρήγαγε, να συνεχίσει δηλαδή να είναι δοχείο και δυνατότητα ζωής. Δύο λοιπόν προτεραιότητες : το μνημείο να έχει την καλύτερη τύχη ως προς τη φυσική του διάσωση, αλλά να μην πάψει να είναι ζωντανό.
Αυτό ήταν περίπου το σκεπτικό που κατεύθυνε τις επεμβάσεις μας στα μνημεία της μητροπολιτικής μας περιφέρειας, της Μόρφου, στα 5 χρόνια τώρα από τότε που αναλάβαμε τη διαποίμανση αυτής της ημικατεχόμενης Μητρόπολης. Η οποία, σημειωτέον, έχει τη μεγαλύτερη συγκέντρωση ιστορικών εκκλησιαστικών μνημείων στη νήσο. Μόνο τα εκκλησιαστικά μνημεία που έχουν κηρυχθεί ως τέτοια από το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, ανέρχονται σε 85, εκ των οποίων τα 3 βρίσκονται στην κατεχόμενη περιοχή της Μόρφου. Επίσης, Αναφέρω ενδεικτικά ότι από τα 10 μνημεία της Κύπρου που ενέταξε η Ουνέσκο στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, τα 7 είναι αρχαίες εκκλησίες που βρίσκονται στα όρια της Μητροπόλεως Μόρφου, στην οροσειρά του Τροόδους. Πέρα από αυτά, η Μόρφου σεμνύνεται για έναν τεράστιο αριθμό παλαιών εικόνων, ιερών σκευών, τέμπλων και άλλων λατρευτικών αριστουργημάτων.
Στην περιφέρεια της Μόρφου λοιπόν, (και εδώ διευκρινίζω ότι θα μιλήσω μόνο για την περιφέρεια της Μόρφου και όχι για όλη την Κύπρο), τα εκκλησιαστικά μνημεία και ιερά κειμήλια είναι μια καθημερινότητα κι ένα από τα πρώτα θέματα που έπρεπε να αντιμετωπίσουμε.
Από το 1998, έχουμε εκπονήσει ένα πρόγραμμα συντήρησης αποκατάστασης και προβολής των μνημείων αυτών, σε αγαστή συνεργασία με το Τμήμα Αρχαιοτήτων και άλλους κρατικούς φορείς. Και επιτρέψτε μου εδώ να αναφέρω, ότι δεδομένης της παντελούς έλλειψης οικονομικών πόρων της ημικατεχόμενης Μητρόπολής μας, πολλά από τα έργα αυτά έγιναν κατορθωτά, χάρη στην γενναιοδωρία ιδιωτών χορηγών, όπως ο μακαριστός Κωνσταντίνος Λεβέντης και άλλοι.
Θα προχωρήσω δίνοντας μερικά παραδείγματα, με τη βοήθεια των διαφανειών, για να δούμε πως υλοποιήθηκαν αυτές οι επεμβάσεις στην πράξη, σε μερικά από τα μνημεία της περιοχής.
Αρχίζω από τη Μονή Αγίου Νικόλάου Ορούντας, η οποία από το 2000 λειτουργεί ως γυναικείο κοινόβιο. Η Μονή βρίσκεται κοντά στο χωριό Ορούντα. Το μόνο που σωζόταν, όταν ήρθαμε εδώ πριν από πέντε περίπου χρόνια, ήταν το Καθολικό, το οποίο είναι κτίσμα του 16ου αιώνα, οπότε, πιθανόν να είχε ιδρυθεί και η αρχική Μονή. Πέραν του Καθολικού υπήρχαν εδώ, το 1998, μόνο μερικά ερείπια, μερικά απομεινάρια από πλινθόκτιστα κτήρια στα νοτιοδυτικά του. Άλλα στοιχεία για την ιστορία της αρχικής Μονής δεν έχουμε, και είναι πιθανόν να είχε διαλυθεί πριν από τον 18ο αιώνα.
Ο ναός αυτός του Αγίου Νικολάου, είναι στον τύπο του μονόκλιτου με τρούλο και είναι κτισμένος με ωραίους πελεκητούς πωρόλιθους. Από τον 16ο αιώνα διασώζεται στον εξωτερικό τοίχο του ναού ανάγλυφο που παριστάνει το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, ενώ από διάφορες ενδείξεις, όπως η εγχάρακτη χρονολογία 1733 στον ίδιο τοίχο, συμπεραίνουμε ότι την περίοδο αυτή είχαν γίνει εργασίες ανακαίνισής του.
Από το 1998 αρχίσαμε εκτενείς εργασίες συνολικής αποκατάστασης των μοναστηριακών κτηρίων. Οι εργασίες συμπληρώθηκαν το 2000, και περιλάμβαναν τα ακόλουθα : πλήρη αποκατάσταση των κτηρίων στη δυτική πτέρυγα, όπου έγινε συντήρηση και αποκατάσταση του ελαιόμυλου, καθώς και ενός δωματίου και ενός ερειπωμένου φούρνου στην ανατολική πτέρυγα. Η πλήρης αποκατάσταση των ερειπωμένων κτηρίων περιλάμβανε, εκτός από τη συντήρηση των υφισταμένων πλινθόκτιστων ερειπίων, και τη στέγαση τους με δώμα ή με κεραμίδια, την τοποθέτηση δαπέδου με κυπριακά μάρμαρα, τη συντήρηση της υφιστάμενης λιθόστρωτης εσωτερικής αυλής, την τοποθέτηση ξύλινων θυρών και παραθύρων σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα και την τοποθέτηση ηλεκτρικής εγκατάστασης. Εξάλλου, το 1998 έγινε και συντήρηση του ξυλόγλυπτου εικονοστασίου του Καθολικού.
Η αποκατάσταση της Μονής, βασίστηκε κατ’ αρχήν στα κατάλοιπα που υπήρχαν. Πέραν αυτών, ακολουθήσαμε τις βασικές προσεγγίσεις που διακρίνουν παντού την παραδοσιακή μας αρχιτεκτονική και οι οποίες, εξάλλου επιβεβαιώνονταν από τα σωζόμενα ερείπια της Μονής. Προσπαθήσαμε, δηλαδή, το όλο οικοδόμημα να εναρμονίζεται με τον περιβάλλοντα χώρο. Η Μονή βρίσκεται σ’ ένα επιβλητικό τοπίο, στην όχθη ενός πλατιού χειμάρρου του οποίου η κοίτη και οι όχθες είναι κατάσπαρτες με μεγάλες κροκάλες. Όσο απομακρυνόμαστε από τον ποταμό η γη αποκτά ένα ιδιαίτερο αργιλώδες χρώμα με κάποιες ηφαιστειακές αποχρώσεις.
Οι κροκάλες του ποταμού καθώς και το χαρακτηριστικού χρώματος χώμα της περιοχής, αποτέλεσαν τα υλικά με τα οποία κτίζονταν παραδοσιακά όλα τα κτήρια της γύρω περιοχής. Τυπικό παράδειγμα είναι τα παλιά σπίτια του παρακείμενου χωριού Ορούντα, από τα οποία σώζονται πάρα πολλά ακόμα. Ακολουθώντας λοιπόν αυτή την παραδοσιακή συνταγή, χρησιμοποιήσαμε τις κροκάλες του ποταμού ως βάση των τοίχων και για την τοιχοποιία στήσαμε επί τόπου ειδικό συνεργείο κοπής πλίνθων με χώμα του τόπου. Μέλημά μας ήταν όχι μόνο να δεθεί το κτίσμα με τον περιβάλλοντα χώρο και τις γραμμές του τοπίου, αλλά και να αναδειχθεί η προσωπικότητα των υλικών. Η παραδοσιακή μέθοδος ακολουθήθηκε και στα δάπεδα, στα επιχρίσματα των τοίχων, στις θύρες και στις στέγες.
Παράλληλα προχώρησαν και οι εργασίες εξωραϊσμού του ναού. Εδώ θα δούμε μια σειρά από εικόνες από το ναό όπου ακολουθήθηκε η ίδια προσέγγιση : οι όποιες προσθήκες να συνεχίζουν ταπεινά τη γραμμή της παράδοσης, της συσσωρευμένης γνώσης και αίσθησης του κάλλους, χωρίς απόπειρες νεωτερικών πειραματισμών. Ό,τι μπορούσε να επιδιορθωθεί και να χρησιμοποιηθεί ξανά, επιδιορθώθηκε. Ό,τι δεν μπορούσε να επιδιορθωθεί, αντικαταστάθηκε από κάτι νεώτερο που ακολουθεί πιστά το παραδοσιακό ύφος και μέτρο.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια Μονή η οποία όχι μόνο αποκαστάθηκε, όσο γινόταν, στην αρχική της μορφή, αλλά ανασυστάθηκε και ως προς το περιεχόμενό της. Δηλαδή λειτουργεί κανονικά ως κοινόβιο, χώρος λατρείας και προσευχής, όπως αρχικά ήταν. Υπάρχουν βέβαια μερικοί που επισκέπτονται το χώρο απλώς για να δουν και να φωτογραφίσουν ένα αναπαλαιωμένο μνημείο. Άλλοι όμως, και είναι οι περισσότεροι, φέρνουν την καρδιά τους εδώ, έχοντας την αίσθηση ότι επισκέπτονται όχι ένα σπίτι όπου κάποτε κατοικούσε ο Άγιος. Αλλά ένα σπίτι στο οποίο σήμερα, τώρα, κατοικεί.
Θα δούμε τώρα ένα δεύτερο παράδειγμα, αυτή τη φορά από την ορεινή περιοχή της Μόρφου, από το χωριό Φλάσου. Έχουμε εδώ το ναό του Αγίου Γεωργίου του Πιτυδιώτη. Που ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του μονόκλιτου ξυλόστεγου ναού με μεταγενέστερη ανοικτή περίστυλη στοά στις τρεις πλευρές. Η χρονολόγηση του πάει ίσως και πριν το 16ο αιώνα.
Από το 1998, εκτεταμένες εργασίες αποκατάστασης και συντήρησης του μνημείου που περιλάμβαναν τα ακόλουθα : πλήρη αποκατάσταση της ξύλινης στέγης με τα χαρακτηριστικά επίπεδα αγκιστρωτά κεραμίδια, στερεωτικές εργασίες για την περίστυλη ανοιχτή στοά στη βόρεια, δυτική και νότια πλευρά του ναού, καθαρισμό από το γύψωμα και αρμολόγηση των κτιστών τούβλων από τα οποία αποτελούνται οι κίονες της στοάς, χαρακτηριστικό που δεν συναντούμε σε άλλους ναούς του ιδίου τύπου. Επίσης ξανακτίστηκε με πέτρα της περιοχής και αρμολογήθηκε το δυτικό αέτωμα του ναού το οποίο ήταν κτισμένο με σύγχρονα τούβλα σε νεώτερα χρόνια.
Έγιναν επίσης εργασίες αφαίρεσης του νεώτερου γυψώματος της εξωτερικής τοιχοποιίας καθώς και η γενική αρμολόγησή της. Κατά τη διάρκεια των εργασιών αποκαλύφθηκαν σπαράγματα τοιχογραφιών ψηλά στο τριγωνικό τμήμα του τοίχου του ιερού, τα οποία με μια πρώτη εκτίμηση χρονολογούνται στο 16ο αιώνα, και έτσι ανατρέπουν την αρχική χρονολόγησή του στον 18ο αιώνα.
Παραμένουμε στην ορεινή περιοχή για να δούμε ακόμα ένα παράδειγμα από το χωριό Κοράκου, που είναι ο ναός του Αγίου Αποστόλου Λουκά. Πρόκειται για μονόκλιτο ξυλόστεγο ναό, που κτίστηκε το 1697, σύμφωνα με την επιγραφή πάνω από τη βόρεια είσοδο. Στα νεώτερα χρόνια προστέθηκε στη βορειοδυτική πλευρά ανοικτή στοά και σε ακόμα νεώτερη εποχή άλλη πασσαλοστήρικτη ανοικτή στοά στη νότια πλευρά.
Πριν από την αποκατάσταση, το μνημείο βρισκόταν σε πολύ άσχημη κατάσταση και οι στοές αντιμετώπιζαν κίνδυνο κατάρρευσης. Οι εκτεταμένες εργασίες συντήρησης και αποκατάστασής του, που συμπληρώθηκαν το 2000, περιλαμβάνουν τα ακόλουθα: αποκατάσταση της ξύλινης στέγης και των στεγασμένων στοών στις τρεις εξωτερικές πλευρές, αφαίρεση των νεώτερων επιχρισμάτων της εξωτερικής τοιχοποιίας, και αποκατάσταση του αρχικού δαπέδου της εκκλησίας από κυπριακά μάρμαρα το οποίο ανευρέθη κατά τις εργασίες συντήρησης, κάτω ακριβώς από το νεώτερο δάπεδο που ήταν καμωμένο από σύγχρονες μωσαϊκές πλάκες. Αποκαταστάθηκε επίσης τμήμα του ημικυκλικού τοίχου της κόγχης του ιερού στη νότια πλευρά του οποίου είχε διανοιχθεί θύρα στα νεώτερα χρόνια.
Ακόμα ένα παράδειγμα από την ορεινή Μόρφου. Μια μικρή ξυλόστεγη εκκλησία του 18ου αιώνα στο χωριό Ξυλιάτος, αφιερωμένη στον πολιούχο της Μόρφου Άγιο Μάμαντα, η οποία καταστράφηκε, σχεδόν ολοσχερώς, από πυρκαγιά, το καλοκαίρι του 1998. Μετά την καταστροφή της οι κάτοικοι του χωριού σκόπευαν είτε να την κατεδαφίσουν για να κτίσουν στη θέση της καινούριο μεγάλο ναό, είτε να κατεδαφίσουν ένα μέρος της με σκοπό να την «επεκτείνουν». Ευτυχώς μεταπείσθηκαν, και την ίδια χρονιά άρχισαν εκτεταμένες εργασίες αποκατάστασης. Τα έργα, που συμπληρώθηκαν ένα χρόνο αργότερα το 1999, περιλάμβαναν: αποκατάσταση της δίκλινης ξύλινης στέγης με τα επίπεδα αγκιστρωτά κεραμίδια, στήριξη και αρμολόγηση της εξωτερικής τοιχοποιίας, πλήρης αποκατάσταση του δαπέδου από κυπριακά μάρμαρα, τοποθέτηση ειδικού επιχρίσματος στην εξωτερική τοιχοποιία και κατασκευή λιθόστρωτου περιμετρικά της εκκλησίας.
Ας δούμε τώρα ένα παράδειγμα στην πεδινή περιοχή της Μόρφου, το ναό της Αγίας Βαρβάρας στο χωριό Περιστερώνα. Πρόκειται για μονόκλιτο, καμαροσκέπαστο ναό που χρονολογείται στο 16ο αιώνα. Τον χρόνο που μας πέρασε (2002) συμπληρώθηκε η τρίτη και τελική φάση των εκτεταμένων εργασιών αποκατάστασης του μνημείου. Οι δύο πρώτες φάσεις αφορούσαν συντήρηση των τοιχογραφιών στο εσωτερικό του ναού. Κατά την αφαίρεση νεώτερων επιχρισμάτων στο εσωτερικό, αποκαλύφθηκαν και νέα τμήματατοιχογραφιών τα οποία συντηρήθηκαν. Στην τρίτη και τελευταία φάση, που αφορούσε οικοδομικές και ξυλουργικές εργασίες, έγιναν τα εξής : αφαίρεση όλων των εξωτερικά νεώτερων επιχρισμάτων και αντικατάσταση των φθαρμένων λίθων, γενική αρμολόγηση εξωτερικής τοιχοποιίας, αρμολόγηση εσωτερικής λιθοδομής, αφαίρεση των προηγούμενων θυρών και αντικατάσταση τους με δύο άλλες που κατασκευάστηκαν με βάση το παραδοσιακό πρότυπο.
Έγινε ακόμα τοπιοτέχνηση του περιβόλου, με αφαίρεση του δαπέδου από μπετόν και κατασκευή βοτσαλωτού λιθόστρωτου με πέτρα που λήφθηκε από τον παρακείμενο ποταμό της Περιστερώνας, κατασκευή διαδρόμου πρόσβασης από την καγκελόπορτα μέχρι την είσοδο του ναού, και επίστρωση της υπόλοιπης αυλής με θραυστό διαβαθμισμένο μείγμα από σκύρα και άμμο. Πρόσθετα έγινε νέα ηλεκτρική εγκατάσταση με υπόγεια καλωδίωση αντί της εναέριας που υπήρχε προηγουμένως.
Άλλη περίπτωση, επίσης από την Περιστερώνα, είναι ο ναός του Αγίου Αντωνίου, ο οποίος δεν έχει κηρυχθεί ακόμα σε αρχαιολογικό μνημείο. Και εδώ έγιναν εργασίες αποκατάστασης που περιλάμβαναν μεταξύ άλλων κατεδάφιση ενός νεώτερου καμπαναριού από μπετόν και την κατασκευή νέου τέμπλου.
Και ένα παράδειγμα, επέμβασης, που αφορά σχετικά νεώτερο ναό, τον Άγιο Λουκά, στο χωριό Ορούντα. Ο ναός κτίστηκε το 1932, μονόχωρος με ημικυλινδρική καμάρα, το κεντρικό τμήμα της οποίας διαμορφώνεται σε σταυροθόλιο.
Αυτά τα λίγα παραδείγματα που ανέφερα, αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας που κάνουμε στη Μητρόπολη Μόρφου για διαφύλαξη των θησαυρών της εκκλησιαστικής μας κληρονομιάς και συνέχιση της λειτουργίας της μέσα στη σύγχρονη εποχή.Στο σύνολό της, η προσπάθεια αυτή αφορά 39 ναούς που κηρύχτηκαν ως αρχαιολογικά μνημεία σύμφωνα με τον ορισμό του Τμήματος Αρχαιοτήτων, αλλά και πάρα πολλά άλλα που δεν έχουν ακόμα χαρακτηριστεί επίσημα ως τέτοια, αλλά υπέφεραν αρκετά δεινά από τη φθορά του χρόνου ή τις άστοχες παρεμβάσεις που προηγήθηκαν. Σε 32 από αυτούς τους ναούς έγινε πλήρης αποκατάσταση και σε 7 μερική. Έγινε επίσης αποκατάσταση και ευπρεπισμός άλλων δώδεκα ναών οι οποίοι δεν είναι κηρυγμένοι ως μνημεία.
Ακόμα, στα πέντε τελευταία χρόνια έχουμε συντηρήσει περίπου 750 αρχαίες εικόνες, αρκετές από τις οποίες φυλάγονται σε τρία εικονοφυλάκια-μουσεία που έχουμε δημιουργήσει στην ορεινή περιοχή της Μόρφου, και 5 εικονοστάσια.
Πέρα όμως από τα όσα ανέφερα γύρω από το θέμα των παρεμβάσεων, πιστεύω ότι ο διάλογός μας με τα μνημεία της παραδόσεώς μας δεν σταματά εδώ. Η ναοδομία και γενικά η λατρευτική τέχνη που μας παραδόθηκαν, μας καλούν να τις δούμε και μέσα από ένα άλλο πρίσμα. Εκείνο της μαθητείας, της δικής μας μαθητείας στον τρόπο τους. Γιατί αν πάμε λίγο πιο βαθιά, θα δούμε ότι όλα αυτά τα μνημεία μας δείχνουν έναν τρόπο μεταχείρισης της ύλης, έναν τρόπο που είναι πλήρης δογματικού νοήματος.
Αναπόφευκτα, λοιπόν, —και λέω αναπόφευκτα, γιατί κι εμείς χτίζουμε εκκλησίες— θα έρθει η στιγμή που θα πρέπει να μετρήσουμε τον δικό μας τρόπο, πλάι στον τρόπο που κομίζουν τα μνημεία που είδαμε. Και τότε πού θα σταθούμε;
Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να πω ότι στην ιδιαίτερη μου πατρίδα, την Κύπρο, ο τρόπος αυτός συνεχίζεται και εξελίσσεται. Αλίμονο, όμως! Όπως όλος σχεδόν ο ορθόδοξος κόσμος, έτσι κι εμείς, ζούμε μια αλλοίωση του ορθοδόξου ήθους και έναν εκτροχιασμό της λαϊκής ευσέβειας προς πρότυπα που είναι ξένα προς τη δική μας παράδοση. Κι από τη στιγμή που η σχέση μας με το Θεό δεν είναι πια άμεση αλλά διανοητική, αναπόφευκτα αυτό θα αντανακλάται και στη σύγχρονη ναοδομία ή την εκκλησιαστική τέχνη. Έτσι, από τα μέσα του 20ου αιώνα και μετά, η ναοδομία της Κύπρου επιδεικνύει μια κραυγαλέα περιφρόνηση προς τα διδάγματα των παραδοσιακών μαστόρων και τη θεολογία που προϋποθέτει ένας ορθόδοξος ναός. Μπαίνουν στη σκηνή οι ειδικοί. Αρχίζουν οι πειραματισμοί, οι μόδες. Θα αναφερθώ σε μερικά παραδείγματα: στον ναό της Παναγίας στο χωριό Γαλάτα. Που παρ’ όλ’ αυτά, ως παλαιότερο κτίσμα, διατηρεί ακόμα κάποια θετικά και δεν υποπίπτει εντελώς στον αυτοσχεδιασμό. Και στον ναό του Αγίου Παντελεήμονα στο χωριό Κακοπετριά. Αντιπροσωπευτικό δείγμα της σύγχρονης ναοδομίας στην Κύπρο. Τα σχόλια περιττεύουν.
Η ασχήμια και το θεολογικό παραστράτημα ναών όπως αυτοί που βλέπουμε εδώ —και πολλών χειρότερων ίσως από αυτούς— άφησαν το στίγμα τους στη ναοδομία της Κύπρου στο μεγαλύτερο μέλος του εικοστού αιώνα. Οι νέοι ναοδόμοι χειρίστηκαν την ύλη προγραμματικά, εκ των άνω, μέσα από τον παραμορφωτικό φακό μιας ιδεολογίας τάχα θρησκευτικής. Το «εγώ» του αρχιτέκτονα υπεισήλθε δυναμικά εκτοπίζοντας το «εμείς» της κοινωνίας των πιστευόντων. Η μελέτη της ύλης, η ανάδειξη της ιδιομορφίας των υλικών, το ανθρώπινο μέτρο, που ήταν βασικά στοιχεία της παράδοσης, περιφρονήθηκαν και ισοπεδώθηκαν εντελώς. Το αποτέλεσμα; Οι σύγχρονοι μας ναοί μοιάζουν με σκηνικά που αντανακλούν τις αισθητικές αναζητήσεις του εκάστοτε αρχιτέκτονα, με φανερή τη σφραγίδα της εκάστοτε μόδας, η οποία κάθε δέκα χρόνια αντικαθίσταται από μια άλλη.
Φύτρωσαν ναοί που μοιάζουν με αστεροσκοπεία, καμπαναριά που αντιγράφουν πορτογαλικούς περιστερώνες. Οι ναοί φορτώθηκαν με στοιχεία από κινεζικές παγόδες, μουσουλμανικά τεμένη, αμερικανικές αίθουσες χορού. Τα νέα υλικά, το μπετόν και το αλουμίνιο, πολύ πιο εύπλαστα και πλήρως υπάκουα στη θέληση του αρχιτέκτονα, πρόσφεραν περιθώρια για κάθε λογής αυτοσχεδιασμούς.
Το επιχείρημα που στηρίζει συνήθως αυτούς τους πειραματισμούς, είναι η ανάγκη για ανανέωση της παραδοσιακής φόρμας. Παρόλο που θα είχα πολλά να πως επ’ αυτού, δεν θα επεκταθώ άλλο εδώ. Γνωρίζουμε, εξάλλου, πως αναπτύσσεται σχεδόν σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο, μια μεγάλη συζήτηση για τη σχέση παράδοσης και ανανέωσης και γενικά για τον τρόπο που πρέπει να αναγινώσκεται η παράδοση. Πολλές είναι οι απόψεις και οι προσεγγίσεις.
Έρχονται όμως στιγμές όπου δεν έχουμε την πολυτέλεια της θεωρητικής συζήτησης. Και αυτές οι στιγμές έρχονται κάπως πιο συχνά για μας τους Επισκόπους, αφού μας ανατέθηκε το βαρύ καθήκον να βρίσκουμε λύσεις, έμπρακτες λύσεις γι’ αυτά τα προβλήματα.
Τι να κάνουμε, λοιπόν, και τι να πούμε, όταν και στο μικρό μας νησί, η χρήση του κόσμου απέχει πολύ από του να είναι ευχαριστιακή; Τι να κάνουμε όταν η εποχή μας δεν έχει τις θεολογικές προϋποθέσεις για να αναπτύξει μια σύγχρονη, δογματικά σωστή ναοδομία, προσαρμοσμένη στο δικό της χαρακτήρα, στα δικά της υλικά, στις δικές της τεχνικές δυνατότητες;
Η λύση που προκρίναμε στη Μητρόπολή μας είναι να συνεχίσουμε αυτό που ονομάσαμε μαθητείαστο παραδεδομένο κάλλος. Αφού δεν μπορούμε να πούμε ότι η εποχή μας έχει βρει κάποια χρυσή τομή στο θέμα αυτό, ακολουθούμε τα διδάγματα της παράδοσης με την ελπίδα ότι μέσα από τη συνεχή μαθητεία και μελέτη της παράδοσης θα φτάσουμε κάποτε, ίσως όχι εμείς αλλά οι επόμενες γενιές, να βρούμε τη δική μας γλώσσα για να μιλήσουμε.
Θα αναφερθώ στο παράδειγμα ενός σύγχρονου ναού που κτίζουμε, με την παραδοσιακή μέθοδο και αντίληψη, στο χωριό Γαλάτα και είναι αφιερωμένος στον Άγιο Απόστολο Τυχικό. Στο σημείο ακριβώς από το οποίο σύμφωνα με την παράδοση, πέρασε ο Απόστολος Παύλος μαζί με τον Άγιο Τυχικό. Το παράδειγμα αφορά την ορεινή περιοχή της Μόρφου, όπου υπάρχει παράδοση των μικρών ξυλόστεγων ναών που χρησιμοποιούν ως υλικό την πέτρα του Τροόδους. Όμως η Μόρφου έχει διφυή χαρακτήρα, είναι ταυτόχρονα ορεινή και πεδινή. Δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί η ίδια προσέγγιση και για την πεδινή περιοχή, όπου οι ανάγκες είναι μεγαλύτερες και οι ναοί αναγκαστικά πρέπει να είναι μεγαλύτεροι σε μέγεθος. Γι’ αυτό λοιπόν σε ναούς που κτίζουμε αυτή τη στιγμή στην πεδινή, χρησιμοποιούμε τα σύγχρονα οικοδομικά υλικά όπως το μπετόν, κάνοντας μια προσπάθεια τιθάσευσής τους μέσω των διαστάσεων, των αναλογιών, των κλιμάκων και των μορφών. Γιατί θυμούμαστε πάντα τη ρήση του Πεντζίκη που λέει περίπου ότι η ίδια η υφή του μπετόν είναι ισοπεδωτική, αφού είναι πολτός και δεν μπορεί να σταθεί από μόνο του χωρίς καλούπι, δηλαδή δεν έχει ταυτότητα ως υλικό. Γι’ αυτό, όπως επιβάλλεται, είμαστε προσεκτικοί με το μπετόν, επικεντρώνοντας την προσπάθειά μας στο να μην επικρατήσει η λογική του πολτού που υποβάλλει το μπετόν, αλλά να ενταχθεί ως υλικό μέσα σε μια μορφολογία που υπόκειται σε αρχές θεολογικές. Και εννοείται ότι αυτό δεν είναι το τέλος της αναζήτησης για μια ναοδομία με σύγχρονα υλικά.
Αλλά και πέρα από την οικοδόμηση ναών, θεωρούμε ότι ένας Επίσκοπος έχει την ευθύνη για την εμπέδωση μιας γενικότερης αισθητικής στην περιφέρειά του η οποία να σέβεται το μέτρο και το δόγμα. Έτσι αρχίσαμε αφαιρώντας ό,τι ψεύτικο, ό,τι πομπώδες από τους ναούς : τα ηλεκτρικά καντήλια, τις κιτς διακοσμήσεις παντός είδους, τα μεγάφωνα από το εξωτερικό των ναών. Ακόμα και τον σταυρό πίσω από την Αγία Τράπεζα, του οποίου η θέση δεν είναι εκεί. Όλα αυτά για να μπορούμε κι εμείς, αντικρίζοντας τα μνημεία της εκκλησιαστικής μας παραδόσεως που είναι αφιερωμένα στο Χριστό και στους Αγίους, να πούμε, αντιστρέφοντας το λόγο του Παπαδιαμάντη : «σε σώζω ως κειμήλιο, σώσε με ως Άγιος…». Ή ακόμα, για να μπορούμε να περιλάβουμε και τον εαυτό μας στην Οπισθάμβωνον ευχή της Θείας Ευχαριστίας: «Αγίασον Κύριε τους αγαπώντας την ευπρέπειαν του οίκου σου και Συ αυτούς αντιδόξασον τη θεϊκή Σου δυνάμει και μη εγκαταλείπεις ημάς τους ελπίζοντας επί Σε.»
* Άρθρο, το οποίο δημοσιεύτηκε στο βιβλίο: Εκκλησιαστική Αρχιτεκτονική, (Παράδοση και σύγχρονη πραγματικότητα), Ημερίδα Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 5 Μαΐου 2003, εκδ. Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, Αθήνα 2011.
Ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος συνομιλεί με τον Μητροπολίτη Κωνσταντίας και Αμμοχώστου για την Ορθόδοξη Ναοδομία, στη σειρά της εκπομπής του ΜΕΓΑ Κύπρου “Ευαγγέλιο και Ζωή”.