Αρχική Blog Σελίδα 427

Ὁ ἱερέας καὶ ἡ οἰκογένειά του

Πρωτοπρεσβύτερος Πολύβιος Πέτρου

Ο πρωτοπρεσβύτερος Πολύβιος Πέτρου

Εἰσήγηση στὴ Γ΄ συνάντηση τοῦ δευτέρου ἔτους τοῦ Ἐπιμορφωτικοῦ Σεμιναρίου τοῦ Κλήρου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου (27.11.2013)   

Εἶναι γεγονὸς ἀποδεκτὸ ἀπ’ ὅλους, ὅτι ἡ οἰκογένεια στὴν ἐποχή μας περνάει κρίση. Ἂν ἐξετάσουμε ψύχραιμα τὸ φαινόμενο, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἡ κρίση στὴν οἰκογένεια ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἐγκατάλειψη τῶν βασικῶν θεσμῶν ποὺ σχετίζονται, ἄμεσα ἢ ἔμμεσα, μ’ αὐτὴν καὶ τὴν στηρίζουν. Γνωρίζουμε ὅτι σ’ αὐτὸ τὸν ἀποχρωματισμὸ τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς δὲν ξεπέφτει κανεὶς ἀπότομα. Ἀρχίζει μέσα ἀπὸ τὴν παραδοσιακὴ οἰκογένεια μὲ μικροσυμβιβασμούς, χαλαρώσεις, καὶ μὲ τὸν καιρὸ οἱ θεσμοὶ μετατρέπονται στὴν ἀρχὴ σὲ τυπικὲς ὑποχρεώσεις καὶ στὴν συνέχεια σὲ προαιρετικὲς ἐκδηλώσεις.

Οἱ πιστοί, καὶ ἰδιαίτερα οἱ κληρικοί, εἶναι καλὸ νὰ ἔχουμε ὡς ὁδηγὸ γιὰ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὴν οἰκογενειακὴ κρίση τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὁ κληρικός, λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πρέπει νὰ γνωρίζει νὰ κυβερνᾶ καλὰ τὸ σπίτι του. Νὰ εἶναι καλὸς οίκογενειάρχης.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

Πιὸ συγκεκριμένα, στὴ συνέχεια θὰ ἀναφερθοῦμε στὰ ἀπαραίτητα στοιχεῖα ποὺ συνιστοῦν στὴν ἐπιτυχία τῆς ἱερατικῆς οἰκογένειας:

Ἁγιότητα

Πρῶτο καὶ ἀπαραίτητο στοιχεῖο γιὰ τὴν ἐπιτυχία μας στὴν οἰκογενειακὴ ζωὴ ὡς ἱερεῖς εἶναι ἡ ἁγιότητα, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται μὲ τοὺς παρακάτω τρόπους:

Νὰ καλλιεργοῦμε τὸν «ἔσω ἄνθρωπον».

Νὰ εἴμαστε ἀσκητικοὶ καὶ «ἡσυχαστές», καλλιεργώντας τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος.

Νὰ ζοῦμε τὸ ἦθος τοῦ παραδείσου, ποὺ ὑποσυνείδητα ὑπάρχει στὸ βάθος τῆς ψυχῆς μας.

Νὰ προσέχουμε, μήπως ἔχει καταπέσει μέσα μας ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης μας πρὸς τὸν Θεό.

Νὰ γίνουμε οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι προσευχῆς.

Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε πρῶτος τὸ παράδειγμα. Ἀφιερώνει πολλὲς νύκτες στὴν προσευχή· ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐπίγειας ζωῆς του μέχρι καὶ τὴ δραματικὴ νύκτα στὴ Γεθσημανῆ καὶ τὴν ἀγωνία τοῦ Σταυροῦ. Ἡ καρδιά μας πρέπει νὰ διψᾶ πάντοτε τὸν Θεὸ καὶ τὰ μάτια μας νὰ εἶναι πάντοτε στραμμένα στὸν οὐρανό. Καὶ στὸν ἱερὸ ναό, ὅταν τελοῦμε τὰ Μυστήρια, καὶ ἰδιαίτερα τὴ Θεία Εὐχαριστία, καὶ ἔξω ἐργαζόμενοι, ἀλλὰ καὶ «εἰς τὸ ταμιεῖον»[1] μας καὶ μὲ τὴν οἰκογένειά μας, νὰ καλλιεργοῦμε καθημερινὰ τὴ νοερὰ καρδιακὴ προσευχή.

Ἡ ὥρα τῆς οἰκογενειακῆς προσευχῆς εἶναι μιὰ ὄαση μέσα στὴν καθημερινότητα γιὰ τὸν οἰκογενειάρχη ἱερέα, ὅπως καὶ τὸ κοινὸ οἰκογενειακὸ τραπέζι. Αὐτὲς εἶναι οἱ στιγμές, ὅπου μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνεῖ πρῶτα μὲ τὸν κύκλο τῶν ἀνθρώπων του καὶ ὕστερα μὲ τὸ ποίμνιό του. Κουράγιο ἀκόμα ἀντλεῖ καὶ ἀπὸ τὶς ὧρες τῆς ἡσυχίας στὸ κελλίον του, ὅπου μπορεῖ νὰ διαλέγεται μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ τὸν Θεὸ σὲ ζητήματα ὁριακά, ποὺ τὸν ἀπασχολοῦν, ἀναμένοντας τὴν ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ. Πολλές φορὲς ἡ προσευχή μας εἶναι ἐναγώνια στὸν προσωπικό μας κῆπο τῆς Γεθσημανῆ γιὰ δυσκολίες καὶ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζουμε στὸ ποιμαντικό μας ἔργο. Πρωταρχικὸ μέλημα τοῦ κάθε συζύγου-γονιοῦ, ἀλλὰ καὶ πνευματικοῦ πατέρα, πρέπει νὰ εἶναι νὰ ἑδραιώσει στὸ σπίτι του  καὶ τὸ ποίμνιό του τὴν εἰρήνη, τὴν ἐμπιστοσύνη, πάνω στὶς ὁποῖες κτίζεται τὸ οἰκοδόμημα τῆς ἀγαπητικῆς σχέσης.

Ὁ ἱερέας μελετητὴς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ

«Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνοικήτω ἐν ὑμῖν πλουσίως»[2]. Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς, πολὺ περισσότερο ὅμως ἐπιβάλλεται γιὰ μᾶς τοὺς ἱερεῖς, γιὰ νὰ μᾶς καθοδηγεῖ ἡ μελέτη αὐτὴ στὴν ἱερή μας διακονία. Ἡ Ἁγία Γραφὴ πρέπει νὰ εἶναι τὸ πρῶτο καθημερινό μας ἀνάγνωσμα. Παράλληλα, νὰ μελετοῦμε τὰ πατερικὰ ἔργα, ποὺ σήμερα ἔχουμε τὴν εὐλογία νὰ τὰ ἔχουμε μεταφρασμένα, τὰ λειτουργικὰ κείμενα, τὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς σύγχρονους Γέροντες καὶ πολλὰ ἄλλα βιβλία καὶ περιοδικὰ, ὥστε νὰ εἴμαστε ἐνήμεροι γιὰ τὰ σύγχρονα προβλήματα τῆς κοινωνίας καὶ νὰ βρίσκουμε σωτήριες λύσεις σ’ αὐτά.

Ἄνθρωπος μυστηριακῆς ζωῆς

Ὁ ἴδιος ὁ ἱερέας πρέπει νὰ ἐξομολογεῖται τακτικά, νὰ καθαρίζει τὸν ἑαυτό του «ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος» καὶ ἔτσι νὰ μετέχει «ἀκατακρίτως» στὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Ἡ συχνὴ ἐξομολόγηση μᾶς κάνει πιὸ προσεκτικούς, μᾶς βοηθᾶ στὴν πνευματική μας πρόοδο καὶ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ μιὰ πιὸ βαθειὰ καλλιέργεια τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου. Μᾶς καταξιώνει νὰ παριστάμεθα «ἀκατακρίτως» ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ Βήματος. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον καὶ εἶτα καθάραι, σοφισθῆναι καὶ οὕτω σοφίσαι, γενέσθαι φῶς καὶ φωτίσαι Θεῷ καὶ προσαγαγεῖν ἄλλους· ἁγιασθῆναι καὶ ἁγιάσαι, χειραγωγῆσαι μετὰ χειρῶν, συμβουλεῦσαι μετὰ συνέσεως». Μόνο ἔτσι θὰ μποροῦμε νὰ δανείζουμε τὰ χέρια μας νὰ γίνουν χέρια Χριστοῦ, τὸ στόμα μας στόμα Χριστοῦ, τὰ μάτια μας νὰ γίνουν μάτια Χριστοῦ, νὰ χαρίζουμε τὴν ὕπαρξή μας, γιὰ νὰ γίνει ὅλη Χριστός. Καὶ ἡ ἱερωσύνη μας νὰ εἶναι ὅ,τι καὶ ἡ Ἐκκλησία.

Ἄνθρωπος πίστεως

Ἡ πίστη εἶναι ἡ πιὸ ἰσχυρὴ κινητήρια δύναμη, ποὺ μετακινεῖ ὄρη, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου. Νὰ θυμηθοῦμε τὸν ὁρισμὸ τῆς πίστεως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων»[3].

Ἡ πίστη δὲν εἶναι κάποια ἀόριστη καὶ ἀφηρημένη θεωρία, μιὰ ὡραία ἰδεολογία καὶ μιὰ συμφέρουσα θρησκευτικὴ ἄποψη. Ἡ ὀρθόδοξη πίστη εἶναι  πρῶτα βίωμα, ἦθος, τρόπος ζωῆς καὶ ὑπάρξεως. Γιὰ μᾶς τοὺς ἱερεῖς εἰδικά, πίστη σημαίνει ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ γίνει ζωή μας καὶ ἡ σύνδεση μὲ τὸν Χριστὸ νὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν Ἀλήθεια.

Ἄνθρωπος ἀγάπης

Ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ κύριο γνώρισμά μας ὡς χριστιανῶν. Καὶ ἰδιαίτερα ὁ ἱερέας, ποὺ εἶναι μαθητὴς καὶ διάκονος τοῦ Κυρίου, πρέπει νὰ ἔχει θερμὴ ἀγάπη, τόσο γιὰ τὴν οἰκογένειά του, ὅσο καὶ γιὰ τὰ πνευματικά του παιδιά καὶ γιὰ τὸ ποίμνιό του. Ὁ Κύριος διῆλθε τὴν ζωή του «εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος»[4]. Ἡ καρδιὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἦταν καρδιὰ ὅλου τοῦ κόσμου: «τίς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τίς σκανδαλίζεται καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;»[5]«Τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω»[6]. Ἀκόμη, ἂς θυμηθοῦμε τὸν ὕμνο τῆς ἀγάπης τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς τῆς ἀγάπης ἀναφέρει: «ὁ λέγων ἐν τῷ φωτὶ εἶναι, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῶν, ἐν τῇ σκοτίᾳ ἐστὶν ἕως ἄρτι. Ὁ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῷ φωτὶ μένει»[7].

Ὁ ἱερέας δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ἐχθρούς. Μπορεῖ νὰ τὸν ἐχθρεύονται πολλοί, ἀλλὰ ὁ ἴδιος δὲν θὰ ἐχθρεύεται κανένα. Σ’ ἕναν κόσμο ποὺ φωνάζει, ἀπαντᾶ σιωπηλά κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

[*Στὴ συνέχεια θὰ γίνει ἀναφορὰ σὲ μερικὰ παραδείγματα ἀπὸ τὴν ζωή του π. Σάββα Ζαράρη, ἀπὸ τὸ βιβλίο, «Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο», τόμ.Β΄[8].]

ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ

Στὴ συνέχεια θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ κάποιες πρακτικές, ποὺ καθορίζουν τὴν ἐπιτυχία τῆς ἱερατικῆς οἰκογένειας:

«Κατ’ οἶκον ἐκκλησία»

Ἀφοῦ ὁ ἱερέας καλλιεργήσει τὴν ἁγιότητα βίου,ποὺ ὅπως ἀναφέραμε εἶναι τὸ κύριο καὶ τὸ πᾶν, τὰ ὑπόλοιπα γίνονται πιὸ εὔκολα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Τὸ γλυκὸ ἄρωμα τῆς εὐσέβειας νὰ εἶναι διάχυτο μέσα στὸ ἱερατικὸ σπίτι. Νὰ εἶναι μιὰ «κατ’ οἶκον ἐκκλησία» μέσα σ’ ἕνα καθαρό, ἁπλό, τακτοποιημένο, χωρὶς πολυτέλειες σπίτι. Τὸ εἰκονοστάσι μὲ τὶς εἰκόνες, τὸ καντήλι πάντοτε ἀναμμένο, τὸ θυμιατήρι μὲ τὸ θυμίαμα νὰ συνοδεύει κάθε πρωὶ καὶ βράδυ τὴν προσευχὴ τῆς ἱερατικῆς οἰκογένειας πρὸς τὸν Θεό. Αὐτὸ ἀποτελεῖ μιὰ ζωντανὴ εἰκόνα τῆς εὐσέβειας μέσα στὴν οἰκογένεια, ἀλλὰ καὶ ζωντανὸ παράδειγμα γιὰ τὰ παιδιά. Εἶναι βέβαιο ὅτι αὐτές οἱ στιγμὲς τῆς οἰκογενειακῆς λατρείας καὶ προσευχῆς, αὐτὸ τὸ βίωμα, θὰ τὰ συνοδεύει σὲ ὅλη τους τὴ ζωή, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς μεταμορφώσεις καὶ τὶς δυσκολίες ποὺ ἐπιφυλάσσει ἡ ζωή.

Τήρηση νηστείας

Μέσα στὸ ἱερατικὸ σπίτι εἶναι καλὸ νὰ τηροῦνται οἱ καθιερωμένες νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἄσκηση μέσα ἀπὸ τὴ νηστεία ἀποτελεῖ βασικὸ στοιχεῖο τῆς ὀρθόδοξης πίστεώς μας. Χωρὶς σοβαρὸ λόγο ὑγείας δὲν πρέπει νὰ καταλύομε τὴ νηστεία, γιὰ νὰ μὴ σκανδαλίζουμε καὶ τοὺς ἀδελφούς μας. Ἐξ ἄλλου, σήμερα, τόσο οἱ διατροφολόγοι, ὅσο καὶ οἱ διαιτολόγοι, τονίζουν τὴν ἀξία τῆς σωστῆς διατροφῆς, μέσα στὰ πλαίσια τῆς ὁποίας κινοῦνται καὶ  οἱ παραδεδομένες νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας.

Φιλοξενία

Ὁ ἱερέας καὶ ἡ οἰκογένειά του πρέπει νὰ εἶναι φιλόξενοι καὶ ἐλεήμονες. Αὐτὸ ἀποτελεῖ ὄχι μόνο χριστιανικὸ καθῆκον, ἀλλὰ καὶ προγονικὴ ἑλληνικὴ ἀρετή. Ἐπίσης, νὰ θυμούμαστε τὴν παραβολὴ τῆς μελλούσης κρίσεως. Πάνω σ’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Μεταφραστὴς ἀναφέρει: «Πλεῖστα γὰρ φιλεῖ τὴν ἐλεημοσύνην ὁ Κύριος καὶ ἀσπάζεται, ὡς πρώτην οὖσαν αὐτοῦ θυγατέραν, ὅτι ἀεὶ μετ’ Αὐτοῦ ἐστίν». Ὅσο πτωχοὶ καὶ ἂν εἴμαστε, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε τὴν ἐλεημοσύνη. Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ φιλοξενία δὲν θέλει πολλὰ πράγματα: «Κρείσσων ξενισμὸς μετὰ λαχάνων πρὸς φιλίαν καὶ χάριν ἢ   παράθεσις μόσχων μετ’ ἔχθρας»[9].

Τεκνογονία

Ἡ ἱερατικὴ οἰκογένεια πρέπει νὰ εἶναι παράδειγμα καὶ στὸ θέμα τῆς τεκνογονίας. Εἶναι ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μεγάλη τιμὴ γιὰ μᾶς νὰ γινόμαστε συνδημιουργοί Του καὶ συνεχιστὲς τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή μας ὑπάρχει πολὺς ἀτομισμός, φυγοπονία, εὐθυνοφοβία, μὲ ἀποτέλεσμα ἀρκετὰ παιδιὰ νὰ μὴν προχωροῦν στὸν γάμο καὶ πολλοί, ἂν καὶ προχωροῦν στὸν γάμο, μένουν μ’ ἕνα ἢ δυὸ παιδιά, ἐνῶ ἄλλοι καταλήγουν στὸ διαζύγιο μὲ τὰ γνωστὰ ἀποτέλεσματα. Στὶς «σχέσεις» τῶν σημερινῶν παιδιῶν παρατηρεῖται μιὰ εὔκολη ἀλλαγὴ προσώπων, μὲ ἀποτέλεσμα τὶς  σχέσεις αὐτὲς νὰ τὶς χαρακτηρίζει μιὰ ἀθλιότητα τῆς εὔκολης καὶ συχνῆς ἀλλαγῆς προσώπου, χωρὶς ἀγάπη, χωρὶς ἐλπίδα γιὰ τὸ μέλλον.

Ὁ Μέγας Βασίλειος πολὺ σωστὰ ἀναφέρει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρῶτα «οἰκογενειακὸ ὂν» καὶ «κοινωνικόν». Ἔτσι, ἡ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὴν στενὴ καὶ εὑρύτερη οἰκογένεια στερεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀναγκαία συντροφικότητα, συναλληλία, κοινωνικότητα, συνεργασία, συμφωνία, ἀλλὰ καὶ ἀληθινὴ συμπάθεια· «χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων»[10]. Συνισταμένη φυσικὰ ὅλων τῶν ΣΥΝ εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία εἶναι πολυδύναμη ἀρετή, θεμέλιο καὶ ὀροφὴ καὶ κόσμημα τοῦ ἀληθινοῦ  ἀνθρωπίνου προσώπου.

Βίωση λειτουργικοῦ χρόνου

Ἡ οἰκογένεια εἶναι μιὰ ἀγκαλιὰ προσώπων, ποὺ ἀγαποῦν καὶ ἀγαπιοῦνται γι’ αὐτὸ ποὺ εἶναι, δηλ. εἰκόνες τοῦ Θεοῦ γεννημένοι γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ μέσα στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀδελφοί μου, αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς, ἰδιαίτερα ὅμως νὰ τὸ ζοῦμε πρῶτα ἐμεῖς. Νὰ ζοῦμε μέσα στὸν λειτουργικὸ χρόνο. Τυπικὰ γίνεται. Πρέπει νὰ γίνει ὅμως καὶ οὐσιαστικά. Μέσα στὸν λειτουργικὸ χρόνο ζοῦμε τὸ παρελθόν, τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον. «Μεμνημένοι τοίνυν…» Στὴν ὀρθόδοξη παράδοση ζοῦμε τὴν ὑπέρβαση τοῦ χρόνου, ἀπὸ τὴν γέννησή μας μέχρι τὸν τάφο. Βλέπουμε τὸν χρόνο ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς αἰωνιότητας.

Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι σωτηριώδης καὶ ἔτσι πρέπει νὰ τὸν θεωροῦμε. Εἶναι χρόνος, ποὺ μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ μᾶς ἐξασφαλίζει τὴν εὐλογημένη αἰωνιότητα. Αὐτὰ τὰ βιώματα πρέπει νὰ ζοῦμεμέσα στὴν οἰκογένεια. Ἡ οἰκογένεια, ὅπως ξέρουμε, δὲν εἶναι μιὰ ἀπρόσωπη ὁμάδα, ἀλλὰ ἑτερόφυλη ἑνότητα προσώπων καὶ ἑπομένως ὅλα τὰ μέλη της συνδέονται μεταξύ τους, ὅπως τὰ μέλη τοῦ ἀνθρώπινου σώματος. Ἔτσι, τὸ ἕνα μέλος δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάσει ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία τοῦ ἄλλου μέλους, εἴτε πνευματικά, εἴτε σωματικά.

Ἡ πρεσβυτέρα

Ἕνας σημαντικὸς παράγοντας ἐπιτυχίας τῆς ἱερατικῆς οἰκογένειας εἶναι ἡ πρεσβυτέρα. Εἶναι γεγονός, ὅτι πίσω ἀπὸ ἕναν ἐπιτυχημένο κληρικὸ ὑπάρχει μιὰ σωστὴ πρεσβυτέρα. Ἡ πρεσβυτέρα ἔχει ὡς πρότυπο τὴν Παναγία μας, ποὺ μᾶς διδάσκει ἄριστα μὲ τὸ βιωμένο παράδειγμά της. Ἡ πρεσβυτέρα στηρίζει, τόσο τὴ διακονία τοῦ ἱερέα-συζύγου της, ὅσο καὶ τὴν ἱερατικὴ οἰκογένεια, ἀναπληρώνοντας μὲ ὑπομονὴ καὶ ἀγάπη τὸν σύζυγό της, ὅταν αὐτὸς ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸ σπίτι ἐξαιτίας ἱερατικῶν ὑποχρεώσεων.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ σύζυγος ἱερέας ἐπιβάλλεται νὰ ἀγαπᾶ καὶ νὰ ἐκτιμᾶ τὴν πρεσβυτέρα του ὅπως τὸν ἑαυτό του. Μέτρο τῆς ἀγάπης του πρὸς τὴν πρεσβυτέρα του πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν Ἐκκλησία[11].Καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι θυσιαστικὴ καὶ δὲν ἔχει οὔτε ἀρχὴ οὔτε τέλος. Νὰ τὴν ἀνέχεται, νὰ μὴν τὴ μαλλώνει, νὰ μὴν τὴν καταπιέζει, οὔτε νὰ τῆς ἐπιβάλλει ἐργασίες πέραν τῶν δυνάμεών της. Πάντοτε νὰ τὴ βλέπει «ὡς σκεῦος ἀσθενέστερον»[12], νὰ τῆς φέρεται μὲ ἀγάπη, πραότητα, σύνεση, ἀνοχὴ καὶ διάκριση. Νὰ τὴ στηρίζει καὶ νὰ τὴν παρηγορεῖ, ὅταν  αὐτὴ εἶναι στενοχωρημένη. Μὲ ἀγάπη καὶ ὑπομονὴ νὰ τὴ βοηθήσει, ὥστε νὰ συμπορεύονται μαζὶ τὴν ἀσκητικὴ καὶ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥΣ

Δοκιμασίες

Ἡ οἰκογενειακὴ ζωὴ ἔχει πολλὰ πλεονεκτήματα. Ἕχει ὅμως καὶ θλίψεις, στενοχώριες, ἀρρώστειες, προβλήματα, βάσανα, πειρασμοὺς κ.ἄ. Ἀσφαλῶς τέτοια ἔχει καὶ ἡ ἱερατικὴ οἰκογένεια. Μερικοὶ στενοχωριοῦνται ὑπερβολικά, ἀπογοητεύονται, χάνουν τὴν ἐμπιστοσύνη τους στὸν Θεὸ καὶ καμμιὰ φορὰ τὰ βάζουν καὶ μὲ τὸν Θεό. Ἄλλοι ρίχνουν τὴν εὐθύνη στὴ σύζυγό τους, στὰ παιδιά τους, στοὺς γονεῖς τους καὶ ἄλλους.

Ὁ ἱερέας ὀφείλει νὰ ἔχει ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν»[13]. Καὶ ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος ἀναφέρει: «Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε,  ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις»[14]. Νὰ πιστεύουμε ὅτι, ὅ,τι δοκιμασία ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς εἶναι γιὰ τὸ καλό μας. Νὰ τὴν δεχόμαστε ἀγόγγυστα κι ἔτσι θὰ ἔχουμε τὴν χάρη καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Νὰ βιώνουμε καθημερινὰ αὐτὰ ποὺ λέμε στὴ Θεία Λειτουργία: «Ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα», ὡς καὶ τὸ «Σοὶ παρακατατιθέμεθα τὴν ζωὴν ἡμῶν ἅπασαν καὶ τὴν ἐλπίδα, Δέσποτα φιλάνθρωπε…».

Ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν

Ὅμως τὸ μεγαλύτερο μαρτύριο γιὰ ἕναν οἰκογενειάρχη ἱερέα, μποροῦμε σήμερα νὰ ποῦμε, εἶναι τὸ μεγάλωμα τῶν παιδιῶν. Στὴν ἐποχή μας πολλοὶ κίνδυνοι καὶ πειρασμοὶ καὶ προκλήσεις ὑπάρχουν γιὰ ὅλα τὰ παιδιά. Τὸ πρόβλημα γιὰ τὰ παιδιὰ τῆς ἱερατικῆς οἰκογένειας εἶναι ὅτι εἶναι δακτυλοδεικτούμενα. Δὲν ἀπολαμβάνουν τῆς χάριτος, τῆς κατανόησης, τῆς στοργῆς καὶ τῆς συγχωρήσεως, ποὺ συνήθως ἔχουν τὰ ἄλλα παιδιὰ γιὰ τὰ λάθη τους. Εἶναι καλό, ὅταν κάποτε συμβαίνουν αὐτὰ ὡς πειρασμοὶ γιὰ τὸν κάθε γονιὸ ἱερέα, νὰ τὰ δεχόμαστε ὡς μαθήματα καὶ μηνύματα, γιὰ νὰ ταπεινωνόμαστε καὶ νὰ μὴν «ὑπεραιρόμεθα»[15].

Σ’ αὐτὸ τὸ θέμα κανένας μας δὲν μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ, οὔτε νὰ λέει μεγάλα λόγια, οὔτε νὰ κρίνει, παρὰ μόνο μὲ πολλὴ προσευχή, ταπείνωση καὶ ἁγιότητα βίου νὰ δίνει ὁ ἴδιος τὸ παράδειγμα. Ὁ σύγχρονος ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης ἔλεγε στοὺς γονεῖς: «Ἐσεῖς γίνετε καλύτεροι καὶ ἀφῆστε τὰ παιδιά σας ἥσυχα. Μὴν τὰ βασανίζετε.» Ἐκεῖνο ποὺ σώζει καὶ φτιάχνει καλὰ παιδιὰ εἶναι ἡ ζωὴ τῶν γονιῶν μέσα στὸ σπίτι. Αὐτὸ ἰσχύει ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἱερατικὴ οἰκογένεια. Πρέπει ἐμεῖς νὰ γίνουμε ἅγιοι κοντὰ στὰ παιδιὰ μὲ τὴν πραότητά μας, τὴν ὑπομονή μας, τὴν ἀγάπη μας. Νὰ βάζουμε κάθε μέρα νέα ἀρχή, νέα σειρά, νέα διάθεση, ἐνθουσιασμὸ καὶ ἀγάπη στὰ παιδιά μας. Καὶ ἡ χαρά, ποὺ θὰ τοὺς ἔρθει, ἡ ἁγιωσύνη, ποὺ θὰ τὰ ἐπισκεφθεῖ, θὰ φέρει στὰ παιδιὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.

Τὰ παιδιὰ δὲν τὰ σώζουν, οὔτε οἱ συμβουλές, οὔτε ἡ πειθαρχία, οὔτε ἡ αὐστηρότητα. Ἂν δὲν ἁγιαζόμαστε πρῶτα ἐμεῖς οἱ γονεῖς καὶ δὲν ἀγωνιζόμαστε, κάνουμε μεγάλο κακὸ καὶ μεταδίδουμε αὐτὸ τὸ κακὸ ποὺ ἔχουμε μέσα μας στὰ παιδιά μας. Ἐὰν ἐμεῖς οἱ γονεῖς δὲν ζοῦμε ἁγία ζωή, δὲν μιλοῦμε μὲ ἀγάπη, ὁ διάβολος μᾶς ταλαιπωρεῖ μὲ τὶς ἀντιδράσεις τῶν παιδιῶν. Ἡ ἀγάπη, ἡ ὁμοψυχία, ἡ συνεννόηση ἐμᾶς τῶν γονιῶν εἶναι ὅ,τι πρέπει γιὰ τὰ παιδιά. Νὰ προσευχόμεθα σιωπηλὰ καὶ μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα στὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀγκαλιάζουμε τὰ παιδιά μας μυστικά. Ὅταν κάνουν ἀταξίες, νὰ παίρνουμε κάποια παιδαγωγικὰ μέτρα, χωρὶς ὅμως νὰ τὰ καταπιέζουμε.

Δὲν πρέπει ὡστόσο νὰ ἀρνούμαστε, ἰδιαίτερα ἡ μητέρα, τὸ αἰσθητὸ χάδι γιὰ τὰ παιδιά μας, ἀλλὰ νὰ προσφέρουμε συγχρόνως καὶ τὸ χάδι τῆς προσευχῆς. Τὸ παιδὶ αἰσθάνεται στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του τὸ πνευματικὸ χάδι, ποὺ μυστικὰ στέλνει ἡ μητέρα του καὶ ἕλκεται πρὸς αὐτήν. Αἰσθάνεται ἀσφάλεια, σιγουριά, ὅταν ἡ μητέρα του μὲ τὴν συνεχῆ ἐπίμονη καὶ θερμὴ προσευχή της τὸ ἀγκαλιάζει μυστικὰ καὶ τὸ ἐλευθερώνει ἀντὶ νὰ τὸ καταπιέζει.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τελειώνοντας, εἶναι καλὸ ἐμεῖς, ὡς ἱερατικὴ οἰκογένεια, ὅσο φυσικὰ οἱ δυνατότητες καὶ οἱ συγκυρίες τὸ ἐπιτρέπουν, νὰ εἴμαστε πρῶτα ἐμεῖς ὑπόδειγμα στὴν κοινότητα ὅπου ζοῦμε καὶ κινούμαστε, καὶ εὐρύτερα στὴν κοινωνία. Κανένας κληρικός, πιστεύω, ποτὲ δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ ἔχει προβληματικὴ οἰκογενειακὴ ζωὴ στὸ σπίτι του, ἡ ὁποία ἀντανακλᾶται τελικὰ στὴν ἱερατική του διακονία, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐνορία του. Ἂν ὁ κληρικὸς δὲν εἶναι καλὸς κυβερνήτης τῆς οἰκογένειάς του, πῶς θὰ κυβερνήσει καὶ θὰ φροντίσει τὴν ἐνορία του μὲ τόσα πολλὰ μέλη; Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Εἰ δέ τις τοῦ ἰδίου οἴκου προστῆναι οὐκ οἶδε, πῶς ἐκκλησίας Θεοῦ ἐπιμελήσεται;»[16]

Σήμερα, ποὺ τὰ πράγματα ἔχουν διαφοροποιηθεῖ, ἡ ζωὴ τοῦ οἰκογενειάρχη ἱερέα εἶναι μιὰ συνεχὴς καὶ ἐναγώνιος ἄσκηση. Γιατὶ ἀπαιτεῖται πάντοτε μὲ διάκριση καὶ προσευχὴ νὰ σταθμίζουμε τὸν οἰκογενειακὸ καὶ ἱερατικό μας βίο, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχουν κενὰ καὶ προβλήματα. Ἔτσι, ἐνῶ ἀποφεύγουμε τοὺς συγχρωτισμούς, δὲν ἀποποιούμαστε ὅμως τὴν παρουσία μας σὲ ἐνοριακὲς καὶ κοινωνικὲς ἐκδηλώσεις, πανήγυρεις τῆς ἐνορίας μας σὲ ἱεροὺς ναοὺς ἢ ἐξωκκλήσια, γάμους, βαπτίσεις, συνεστιάσεις συγγενῶν καὶ φίλων κ.ἄ. Πάντοτε βέβαια μέσα στὰ ὅρια, ποὺ μᾶς παρέχονται καὶ τὰ ὁποῖα ἐν σχέσει μὲ τοὺς κοσμικοὺς εἶναι περιορισμένα καὶ ἀσκητικά.

Ἐπίσης, πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε σὲ ὅλα τὰ θέματα τὶς ὑπερβολὲς καὶ πάντοτε νὰ ἐφαρμόζουμε τὸ μέτρο. Νὰ μὴν προκαλοῦμε, οὔτε μὲ μεγάλα σπίτια, οὔτε μὲ ἀκριβὰ αὐτοκίνητα ἢ νὰ προτρέχουμε σὲ ὅ,τι καινούργιο. Διότι σὲ περίπτωση, ποὺ ὑπάρχει κάποια πτώση -ἄνθρωποι εἴμαστε-, τότε ὑπάρχουν πολλοὶ «καλοθελητὲς» καὶ πολλοὶ «φαρισαῖοι», ποὺ θὰ μᾶς κρίνουν αὐστηρὰ καὶ μάλιστα ἔχοντας ἀντίκτυπο τὸ ἀνάλογο κόστος καὶ τὸν σχετικὸ διασυρμό μας στὴν κοινωνία. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται νὰ ἔχουμε κατὰ νοῦν τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, «γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί»[17]. Μόνο ποὺ συνήθως τὸ ξεχνᾶμε αὐτὸ καὶ πληρώνουμε τὸ ἀνάλογο τίμημα. 

Ὡστόσο, κι ἂν αὐτὸ συμβαίνει κάποτε, ἀπαιτεῖται ἡ συνεργασία ὅλων, ποὺ πράγματι ἀγαποῦν τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς λειτουργούς της, ὥστε νὰ μᾶς ἀντιμετωπίζουν μὲ πνεῦμα φιλευσπλαγχνίας καὶ φιλοτιμίας, προσευχόμενοι καὶ γιὰ ᾽μᾶς. Γιατὶ τὸ ἔχουμε ἀνάγκη, ὅπως κι ἐκεῖνοι. «Ἓν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ»[18]. «Καί, εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη, εἴτε δοξάζεται ἓν μέλος, συγχαίρει πάντα τὰ μέλη»[19].


[1]Ματθ. 6, 6.

[2]Κολ. 3, 16.

[3]βρ. 11, 1.

[4]Πρ.10, 38.

[5]Β’ Κορ.11, 29,

[6]Α΄ Κορ.9, 22.

[7]Α΄ ω. 2, 9-10.

[8]Βλ. σκητς μέσα στν κόσμο. Β΄, Ἁγιον Ὄρος 2012, σ. 188-214.

[9]Παρ.15, 17.

[10]Ρωμ.12, 15.

[11]φ. 5, 25-30.

[12]Πρβλ. Α΄ Πετρ. 3, 7.

[13]Ρωμ. 8, 28.

[14]ακ.1, 2.

[15]Πρβλ. Β΄ Κορ. 12, 7.

[16]Α΄Τιμ.3, 5.

[17]Ματθ. 10, 16.

[18]Ρωμ.12, 5,

[19]Α΄ Κορ.12, 26.

 

Το κήρυγμα του ιερέα

Το κήρυγμα του ιερέα: Εισήγηση στη Β´ συνάντηση του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου (30/10/2013).

Πρεσβυτέρου Μιχαήλ Νικολάου

Πανιερώτατε,  αγαπητοί εν Χριστώ πατέρες και αδελφοί,

Θέλω αρχικά να ευχαριστήσω  για την εμπιστοσύνη και την τιμή που δείχνει προς το πρόσωπό μου  η ανάθεση αυτού του μεγάλου και πολύ σοβαρού θέματος. Είναι σίγουρο, ότι για το θέμα αυτό θα μπορούσαν να αναφερθούν, αναλύοντάς το, πιο ειδικοί και καταρτισμένοι θεολόγοι, καθώς επίσης και πιο έμπειροι ιεροκήρυκες. Εκλαμβάνοντας όμως την ανάθεση αυτή ως διακονία, την έχω αποδεχθεί και έχω προσπαθήσει, ερευνώντας και μελετώντας τις διάφορες πτυχές του θέματος και συσχετίζοντάς τες με την ελάχιστη προσωπική εμπειρία μου, να παρουσιάσω την πιο κάτω εισήγηση, την οποία έχω χωρίσει σε τέσσερα βασικά μέρη. 

Αρχικά, στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται η διακονία του κηρύγματος ως έργο και αποστολή του κληρικού, στο δεύτερο μέρος  τονίζεται ποιος είναι ο βασικός σκοπός και χαρακτήρας του, στο τρίτο η σχέση του με την λατρεία της Εκκλησίας και στο τέταρτο αναπτύσσονται οι βασικές αρχές για την σύνταξη και εκφώνησή του. Εκ των προτέρων ζητώ την κατανόησή σας για τυχόν λάθη και παραλείψεις, καθώς επίσης  και τη συμβολή σας, μέσω μιας εποικοδομητικής  συζήτησης στο πέρας της εισήγησης, για να έχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.

Α. Το κήρυγμα ως έργο και αποστολή του κληρικού

Πρώτος κήρυκας του ευαγγελίου  και πρώτος διάκονος του Λόγου του Θεού είναι ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, που ως Θεός Λόγος και Φως αληθινό σαρκώθηκε, για να φωτίσει και να αγιάσει «πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω.1,9). Μέσα στην ακτινοβολία και τη λάμψη του ανέσπερου αυτού αληθινού φωτός κινείται κάθε προσπάθεια του οποιουδήποτε μετέπειτα εργάτη του ευαγγελίου, που δεν κάνει τίποτε άλλο από το να προσπαθεί να οδηγεί τον άνθρωπο προς Αυτόν τον Θεό Λόγο, «ἵνα μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾽ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰω.8,12).

Το χριστιανικό κήρυγμα εγκαινιάστηκε από τη στιγμή που ο Κύριος  «ἤρξατο κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ.4,17). Αυτή την ευχάριστη είδηση της έλευσης της βασιλείας του Θεού, που προϋποθέτει και έχει σαν συνέπεια την βαθιά πίστη και την αληθινή  μετάνοια, είχε σαν βάση και στόχο όλο το κηρυκτικό έργο του Σωτήρος Χριστού κατά την επίγεια δράση Του και που αποτελεί ταυτόχρονα πλήρωση όλων όσων υποσχέθηκε στον περιούσιο λαό του Ισραήλ.

Στη συνέχεια οι Απόστολοι, που αποτελέσαν τους πρώτους δέκτες αυτής της μεγάλης χαράς, πήραν την εντολή και την αποστολή από τον Αναστάντα Κύριο να γίνουν συνεχιστές του Σωτηρίου έργου Του. Μαζί με την χαροποιό και ειρηνοποιό ευλογία της Αναστάσεως Του, “ἐνετείλατο αὐτοῖς”(Ματθ.17,9)· “πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος” (Ματθ.28,19-20). Η αποστολή αυτή των Αποστολών για το κήρυγμα, ξεκινά θα λέγαμε επίσημα κατά την ημέρα της Πεντηκοστής με την χαρισματική προς αυτούς δωρεά του Παναγίου Πνεύματος. Από εκείνη τη στιγμή ήταν φυσικό οι Απόστολοι, μέσα σ’ ένα τέτοιο αποκαλυπτικά θεϊκό περιβάλλον να έχουν ως κύρια φροντίδα  την εξαγγελία του “λόγου τῆς σωτηρίας”(Πράξ.13,26) και την προσφορά του ως τροφής πνευματικής και μάννα ἐξ οὐρανοῦ, σύμφωνα με όσα“εἶδον καί ἤκουσαν καί αἱ χεῖρες αὐτῶν ἐψηλάφησαν” (Πράξ.4,20).

Η εντολή αυτή υπήρξε για τους Αποστόλους ιερή. Τούτο διαπιστώνουμε από το γεγονός της εκλογής των επτά διακόνων, όταν οι Απόστολοι θεώρησαν ότι το έργο της διδασκαλίας του Ευαγγελίου ήταν πρωταρχικότερο από τη διακονία των τραπεζών, καθώς και από τη βεβαιότητα του Απ. Παύλου ότι, το βασικό έργο, για το οποίο τον είχε αποστείλει ο Χριστός στα έθνη, δεν ήταν το Βάπτισμα, αλλά ἡ διδασκαλία του Ευαγγελίου, όπως τονίζει ο ίδιος· «οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ᾿ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ» (Α´Κορ. 1,17).

Είναι επομένως σαφές, ότι μόλις οι Απόστολοι έλαβαν τη χάρη της ιερωσύνης, έλαβαν ταυτόχρονα και την εντολή να γίνουν διδάσκαλοι του Ευαγγελίου και, συνεπώς, ότι το κηρυκτικό έργο αποτελεί έργο και καθήκον όλων των διαδόχων των Αποστόλων, δηλαδή των κληρικών. Ο επίσκοπος, σύμφωνα με την Β´ ευχή της χειροτονίας του, συγκαταλέγεται στους αθλητές υπέρ του κηρύγματος του Ευαγγελίου και καλείται να είναι «ὁδηγὸς τυφλῶν, φῶς ἐν τῷ σκότει, παιδευτὴς ἀφρόνων, διδάσκαλος νηπίων, φωστὴρ ἐν τῷ κόσμω». Για τον πρεσβύτερο δε, σε μια από τις ευχές της εις πρεσβύτερο χειροτονίας του, ο αρχιερέας αιτείται και παρακαλεί με τα ακόλουθα λόγια τον άγιο Θεό: “Αὐτός, Κύριε, καὶ τοῦτον, ὃν εὐδόκησας τὸν τοῦ πρεσβυτέρου ὑπεισελθεῖν βαθμόν, πλήρωσον τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δωρεᾶς· ἵνα γένηται ἄξιος … ἱερουργεῖν τόν λόγον τῆς ἀληθείας σου“.

Την ανάληψη της ευθύνης αυτής του κηρύγματος του ευαγγελίου από τον επίσκοπο και τον εκπρόσωπό του ιερέα, επιβάλλει πέρα από την αποστολική διαδοχή και η ανάγκη της εκκλησιαστικής τάξεως, αφ’ ενός για την εξασφάλιση της γνησιότητας του κηρύγματος, και αφετέρου της προστασίας του από την κατά καιρούς εμφάνιση ποικίλων αιρετικών και ετεροδιδασκάλων. Για τον λόγο αυτό οι θεοφόροι πατέρες μας κατά τη θέσπιση των ιερών κανόνων ξεκαθάρισαν ότι το κήρυγμα είναι αποκλειστικό  έργο των προεστώτων των Εκκλησιών, των επισκόπων δηλαδή και των πρεσβυτέρων, καθορίζοντας μάλιστα και αυστηρές ποινές σε όσους δεν συμμορφώνονται αμελώντας το. Στον 19ον Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου τονίζεται ξεκάθαρα, ότι οι προεστώτες έχουν ευθύνη, «ἐν πάσῃ μὲν ἡμέρᾳ, ἐξαιρέτως δὲ ἐν ταῖς Κυριακαῖς πάντα τὸν κλῆρον καὶ τὸν λαὸν ἐκδιδάσκειν τοὺς τῆς εὐσεβείας λόγους ἐκ τῆς θείας Γραφῆς ἀναλεγομένους». Ο ίδιος Κανόνας στη συνέχεια ξεκαθαρίζει, ότι η πιο πάνω ερμηνεία των Γραφών δεν μπορεί να είναι αυθαίρετη και να στηρίζεται σε υποκειμενικές απόψεις, αλλά πρέπει να ακολουθεί την ερμηνευτική παράδοση των θεοφόρων πατέρων και να βρίσκεται σε συμφωνία με τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας. 

Από τα πιο πάνω, πέρα από την ξεκάθαρη τοποθέτηση ότι η διδασκαλία και η διδαχή είναι έργο των κληρικών, είναι πιθανόν να μας δημιουργηθεί και η εύλογος απορία, αν το  κήρυγμα απαγορεύεται να γίνεται και από τους λαϊκούς, κάτι που, όπως παρατηρούμε, συμβαίνει συχνά. Οπωσδήποτε πριν απαντήσουμε θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, πως όλοι οι βαπτισμένοι Χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί, πρέπει να έχουμε την ανάγκη να εκφράζουμε το μήνυμα του Ευαγγελίου και τη χαρά της Αναστάσεως σε κάθε μας στιγμή. Πέρα όμως από την καθημερινή μαρτυρία μας ως χριστιανοί μέσα στον κόσμο, το δημόσιο  επίσημο κήρυγμα δεν μπορεί να ξεφεύγει από την εποπτεία του ποιμένα της κάθε επαρχίας. Για τούτο, ως απάντηση στο ερώτημα που θέσαμε, θα λέγαμε ότι η οποιαδήποτε από λαϊκούς διδασκαλία επιβάλλεται να γίνεται κατόπιν ευλογίας και αδείας του επισκόπου, αφού τα όσα θα πει και κηρύξει δεν θα είναι αφ΄ εαυτού, αλλά εκ μέρους της Εκκλησίας, αναπληρώνοντας θα λέγαμε τα υστερήματα των αμέσων υπευθύνων για το έργο αυτό κληρικών.

Κανένας ιεροκήρυκας, αδελφοί μου, όσο τέλειος και έμπειρος στη διακονία αυτή και αν είναι, δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον ιερέα ως διδάσκαλο. Και αυτό διότι, όπως είδαμε, η ιερωσύνη συνδέεται άρρηκτα με τη διδασκαλία του Ευαγγελίου. Ο επίσκοπος και – κατ’ εντολή του – ο Πρεσβύτερος, διδάσκει το Ευαγγέλιο όχι ως ευφυέστερος και περισσότερο μορφωμένος από ένα λαϊκό διδάσκαλο του Ευαγγελίου, αλλά ως εκείνος που έλαβε κατά τη χειροτονία του τη χάρη της ιερουργίας του λόγου και της διδαχής, δηλαδή τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος να ερμηνεύει το Ευαγγέλιο μέσα από την εμπειρία του θυσιαστηρίου. Η ερμηνεία και ευαγγελική διδαχή από τον ιερέα κατά τη Θεία Λειτουργία δεν είναι μία απλή εκπαιδευτική δραστηριότητα (όπως αυτή του δασκάλου ή του θεολόγου καθηγητή, που διδάσκει το Ευαγγέλιο),  αλλά αποτελεί φανέρωση της χαρισματικής εμπειρίας της Εκκλησίας και προέκταση του αγιαστικού της έργου. Η ευαγγελική διδαχή κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας είναι μυσταγωγική κατήχηση, είναι τμήμα του έργου της σωτηρίας που επιτελείται διά της ιερατικής τελετουργίας και όχι θεωρητικός καταρτισμός των πιστών και προσθήκη θρησκευτικών και ευσεβών γνώσεων. Από την άλλη, ο ποιμένας της κάθε ενορίας είναι αυτός που γνωρίζει προσωπικά  τα μέλη της, κατοικεί μαζί τους, ξέρει τις ανάγκες και τα προβλήματά τους και παρακολουθεί νυχθημερόν την πνευματική τους πορεία.

Με όσα είπαμε μέχρι στιγμής γίνεται ξεκάθαρο, ότι ο ιερέας δεν έχει το δικαίωμα να αμελεί τη διακονία του λόγου, όσο δύσκολη, όπως θα δούμε στην συνέχεια, υπόθεση κι αν είναι. Ο ιερέας είναι ο μόνος που μπορεί να μεταδώσει ζωή και προφητικό πνεύμα από τη χάρη που του έχει δοθεί άνωθεν. Είναι ο μόνος, ο οποίος, αφού έχει αφομοιώσει το μήνυμα του Χριστού, μπορεί με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος να το προσφέρει ζωντανό και σύγχρονο, αγιάζοντάς το και μεταμορφώνοντάς το μυστηριακά  διά του λόγου στον λαό του Θεού .

Β. Ο σκοπός και ο χαρακτήρας του κηρύγματος

Η Ορθόδοξη πίστη, αλλά και ολόκληρη η ζωή και η πορεία της Εκκλησίας μας, στηρίζονται και υπάρχουν, γιατί υπάρχει η Ανάσταση  του Σωτήρος Χριστού. Όπως τονίζει ο Απόστολος Παύλος, «εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν»(Α´ Κορ.15,12). Άρα, όπως καταλαβαίνουμε, αγαπητοί μου αδελφοί, το κήρυγμα της Εκκλησίας δεν μπορεί να είναι άλλο, παρά«τὸ φαιδρὸν τῆς ἀναστάσεως κήρυγμα», το οποίο,«ἐκ τοῦ ἀγγέλου μαθοῦσαι αἱ τοῦ Κυρίου μαθήτριαι τοῖς ἀποστόλοις»,  κήρυττανότι«ἐσκύλευται ὁ θάνατος,   ἠγέρθη Χριστὸς ὁ Θεός,  δωρούμενος τῷ κόσμῳ τὸ μέγα έλεος». Το κήρυγμα του ιερέα, από όποιο θέμα και αν λάβει αφορμή, οποιαδήποτε και αν είναι η πορεία και η μορφή του, πρέπει να έχει απαραιτήτως μέσα του τη χαρά και την ελπίδα της Αναστάσεως. Ο ιερέας καλείται να κηρύξει ό,τι κήρυξε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός με τον λόγο του, αλλά κυρίως με τη ζωή του. Καλείται να μεταφέρει στον κόσμο την καλή είδηση, το ευαγγέλιο της σωτηρίας του. Μια καλή είδηση, όμως,  που προϋποθέτει άρνηση του κόσμου,  Σταυρό και θάνατο. Για τούτο και πάλιν ο Απόστολος Παύλος λέγει ότι, «ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν» (Α´Κορ.15,12),καθιστώντας μας έτσι προετοιμασμένους να δεχτούμε ότι, αν έτσι είναι το κήρυγμά μας, δεν θα είναι εύκολα αποδεχτό και πιστευτό, αφού πολλές φορές ο άνθρωπος έχει δημιουργήσει μέσα του μια λανθασμένη εικόνα για το τι είναι ο Θεός, ανάλογα με ό,τι τον βολεύει. Σκοπός του κηρύγματος δεν είναι να κάνει τον κόσμο πιο όμορφο και να βοηθήσει τον άνθρωπο  με ηθικολογίες και αλλαγές στα κοινωνικά συστήματα, να περάσει μια πιο καλή ζωή πάνω σε αυτόν, αλλά να τον καθοδηγήσει να ζήσει σωστά πριν να πεθάνει, για να μην πεθάνει ποτέ. Να τον οδηγήσει να ενστερνιστεί την προσδοκία του μέλλοντος αιώνος και στην αναζήτησητης μέλλουσας πόλης, όπως ακριβώς το εκφράζει και πάλιν ο Απόστολος· «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μέ­νουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦ­μεν» (Ἑβρ.13,14).Με άλλα λόγια, τελικός σκοπός του κηρύγματος δεν είναι τίποτα άλλο από την κατάκτηση της αιώνιας ζωής. Και αιώνια ζωή είναι η γνώση, η γεύση, η κοινωνία του ανθρώπου μαζί με Αυτόν Τον ίδιο τον αιώνιο Χριστό, όπως ο ίδιος το μαρτυρεί στην αρχιερατική Του προσευχή· «αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (Ἰω. 17,3).

Από τα πιο πάνω γίνεται σαφές ποιος είναι ο σκοπός του κηρύγματος και ότι αυτό πρέπει να είναι κυρίως Χριστολογικό. Ο Χριστός αποτελεί την βασική προϋπόθεση, το μέσο, και τον στόχο κάθε κηρύγματος. Ο Χριστός, όχι ως απλός σοφός  διδάσκαλος ή ως πρότυπο τέλειας και ανυπέρβλητης ηθικής ζωής, αλλά αυτός που νοηματοδοτεί την ύπαρξή μας.Καλούμε τον άνθρωπο να συνδεθεί και να ενωθεί με τον Χριστό, μεταδίδοντάς του το μήνυμα ότι αυτή η σύνδεση, η σχέση, η κοινωνία  μαζί Του, δεν είναι ζήτημα νομικό, δεν είναι ζήτημα πειθαρχίας ή απειθαρχίας σε κάποιες προσταγές, αλλά είναι – πάνω απ’ όλα – ζήτημα ζωής. Για την Εκκλησία, η δημιουργία σχέσης με τον Θεό σημαίνει για τον άνθρωπο δυνατότητα να γίνει μέτοχος μιας ζωής δίχως λήξη. Μόνο στα πλαίσια μιας τέτοιας σχέσης μπορεί να γίνει λόγος και κήρυγμα για τη Χριστιανική ηθική, της οποίας κέντρο και πρότυπο είναι το θεανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού, το οποίο ο άνθρωπος καλείται να μιμηθεί, καθιστώντας έτσι τον εαυτό του κληρονόμο της αιώνιας ζωής.

Η σχέση του ανθρώπου με το πρόσωπο του Χριστού είναι αποτέλεσμα της μετάνοιάς του. Η αγκαλιά του Χριστού ανοίγει, όταν ο άνθρωπος επιστρέφει μετανοιωμένος. Μόνο τότε είναι που δικαιούται να εισέλθει στο σπίτι του Θεού και είναι άξιος να μετέχει στο πασχαλινό τραπέζι της Θειας Ευχαριστίας. Για τούτο το κήρυγμα του ιερέα πρέπει να είναι κήρυγμα μετανοίας. Για να κηρύξει όμως μετάνοια, θα πρέπει ο ίδιος να ζει τη μετάνοια. Και η αίσθησή της βιώνεται όταν, από την μια ο ίδιος βλέπει να μειώνεται η ένταση της προσωπικής του αμαρτίας σε συγκεκριμένα πάθη, και από την άλλη όταν η καρδιά του μαλακώνει και ανοίγεται, ώστε να συγχωρέσει μέσα της τους άλλους. Ιερέας στενόκαρδος, με μνησικακία, δεν είναι άξιος, όχι μόνο να κηρύσσει, αλλά και να ιερουργεί και να μετέχει του Δείπνου, αφού ουσιαστικά είναι από μόνος του έξω από αυτήν την Θεία Κοινωνία, μοιάζοντας με τον μεγάλο αδελφό της παραβολής του ασώτου.

Βασική πηγή και βοήθημα του ιερέα στη διακονία του λόγου, έτσι ώστε να μην εκτραπεί από το πιο πάνω θεολογικό και εκκλησιαστικό υπόβαθρο, είναι οπωσδήποτε τα συγγράμματα των θεοφόρων πατέρων της Εκκλησίας μας, οι οποίοι κατόρθωσαν να διεισδύσουν στο μυστήριο του Χριστού όσο κανείς άλλος και να βιώσουν τη μυστική ζωή του εν Χριστώ αναγεννημένου ανθρώπου. Βασισμένο στους πατέρες, το κήρυγμα μας γίνεται ταυτόχρονα και αγιογραφικό, αφού αυτοί, εμπνευσμένοι από την άνωθεν σοφία, ερμηνεύουν τα ιερά κείμενα της Γραφής εκφράζοντας την εμπειρία της εν Χριστώ αποκαλύψεως. Έτσι  «ἑπόμενοι τοῖς θείοις  Πατράσι», δίνουμε στον λόγο μας την Ορθόδοξη  εγκυρότητα που διαφυλάχτηκε πιστά μέσα στην παράδοση της Εκκλησίας μας. Εδώ πρέπει να τονιστεί, ότι το κήρυγμά μας δεν γίνεται πατερικό, όταν απλά μεταφέρουμε αυτούσιο ένα πατερικό λόγο ή όταν γεμίζουμε το κήρυγμα μας με παραθέσεις πατερικών γνωμών  και χωρίων ή ρήσεων,  αλλά όταν αντλούμε από τη διδασκαλία τους και διαποτιζόμαστε από το αληθινό πατερικό τους πνεύμα.

Η ζωή, τα θαύματα και το μαρτύριο των αγίων της Εκκλησίας μας είναι αναμφισβήτητα επίσης μια σημαντική πηγή για το κήρυγμα του ιερέα, δίνοντας του χαρακτήρα αγιολογικό. Και τούτο, διότι οι άγιοι είναι, όπως συχνά λέμε, το Ευαγγέλιο εφαρμοσμένο  στην πράξη και αποτελούν τα πρότυπα ζωής, που καλούνται οι πιστοί να μιμηθούν, αφού ουσιαστικά στόχος και σκοπός της ζωής μας δεν είναι τίποτα άλλο από την αγιότητα. Ο βίος και η τιμή ενός αγίου, όσα χρόνια και αν έχουν περάσει, στέλνει, χωρίς πολλές φορές επιπρόσθετα σχόλια, το μήνυμα ότι «ζῇ Κύριος ὁ Θεὸς εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος». Οι άγιοι αναφωνούν με την παρουσία τους, ότι ο άδης όντως επικράνθη, αφού ο θάνατός τους όχι μόνο δεν δημιουργεί πένθος και δάκρυα, αλλά χαρά και πανηγύρια. Έχοντας υπόψη αυτό, συνειδητοποιούμε ότι η παρουσίαση μέσα στο κήρυγμα της ζωής και των θαυμάτων ενός αγίου δεν γίνονται με σκοπό τη συγκίνηση και τον θαυμασμό απλά των πιστών, αλλά παρουσιάζονται ως σημεία στήριξης της πίστης και της ελπίδας της μελλούσης ζωής και Βασιλείας.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο, που δεν πρέπει να ξεχνά ο ιερέας, είναι ότι ο λαός μας χρειάζεται κατήχηση, άρα και το κήρυγμά του πολλές φορές πρέπει να έχει κατηχητικό χαρακτήρα. Είναι γνωστό, ότι στα πρώτα χρόνια της ζωής της Εκκλησίας, πριν προσέλθει κάποιος στο Βάπτισμα προηγείτο συστηματική κατήχηση, που διαρκούσε μάλιστα 3 χρόνια. Οι δε κατηχούμενοι, ανάλογα με το στάδιο της κατήχησης, αποκαλούνταν ακροώμενοι, κατηχούμενοι και φωτιζόμενοι. Έτσι για αυτούς το κήρυγμα μετά από το Βάπτισμα είχε συμπληρωματικό και υπομνηστικό χαρακτήρα. Μετά την επικράτηση του νηπιοβαπτισμού, έχουμε μια ουσιαστική ανατροπή της σειράς αυτής, με αποτέλεσμα ο λαός μας να αγνοεί βασικά θέματα της πίστεως μας, τα οποία οπωσδήποτε θα πρέπει να μεταδώσει ο ιερέας στο ποίμνιό του. Διαφορετικά δεν θα μπορεί να στηριχτεί το κήρυγμα σε οποιοδήποτε θέμα, αφού θα απουσιάζει  ουσιαστικά το βασικό  θεμέλιο. Τα βασικά όμως αυτά θέματα, λόγω της ευρύτητας τους, καλό θα ήταν να προσφέρονται στον λαό πέρα από το κήρυγμα και σε προκαθορισμένες απογευματινές συνάξεις, στις οποίες θα υπάρχει και περισσότερος χρόνος αλλά και η δυνατότητα διαλόγου.

Το κήρυγμα του ιερέα πρέπει ακόμη να είναι σύγχρονο και προσαρμοσμένο στις ανάλογες περιστάσεις και συνθήκες του σήμερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι λόγος του Χριστού δεν είναι διαχρονικός. Όπως ο Χριστός είναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰώνας», έτσι και ο λόγος του «μένει εἰς τὸν αἰῶνα». Ο ιεροκήρυκας όμως δεν θα πρέπει να ξεχνά, ότι το κήρυγμα αλλιώς γινόταν πριν χίλια χρόνια και αλλιώς πρέπει να γίνεται σήμερα, γιατί άλλα προβλήματα απασχολούσαν τους ανθρώπους τότε και αλλιώς σκέπτονταν σε σχέση, με τους τωρινούς. Το κήρυγμα πρέπει να είναι λόγος σωτηρίας σε άμεσο σύνδεσμο με τη σημερινή πραγματικότητα και σε στενή αναφορά προς τα καθημερινά φλέγοντα θέματα των ανθρώπων. Θα πρέπει να γίνεται πολλές φορές, ιδιαίτερα στις μέρες μας, λόγος παρακλήσεως και  παρηγορίας,  που θα προκαλέσει την εν Χριστώ ειρήνη και την εν Αγίω Πνεύματι χαρά στις καρδίες των ανθρώπων. Ο ιερέας κηρύσσοντας, ως φορέας του λόγου του Θεού, καλείται να γίνει «τοῖς πᾶσι τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσῃ» (Α´ Κορ. 9,22).

Επέλεξα να κλείσω την ενότητα αυτή για το σκοπό και τον  χαρακτήρα του κηρύγματος, με το να τονίσω ίσως το πιο ουσιαστικό από όλα τα χαρακτηριστικά του. Κάτι, που αν απουσιάζει, καθιστά τα λόγια του ιερέα να μοιάζουν ως«χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον» (Α´ Κορ. 13,2). Το κήρυγμα, για να έχει απήχηση, προϋποθέτει βαθιά πίστη και προσωπική εμπειρία της χριστιανικής αλήθειας και ζωής. Τα λεγόμενα του ιεροκήρυκα ιερέα πρέπει να είναι απαύγασμα της προσωπικής του μελέτης και γνώσεως και, κυρίως, καρπός του δικού του πνευματικού αγώνα. Αν λείπει αυτός ο προσωπικός χαρακτήρας, το κήρυγμα δεν είναι πια λειτουργία του μυστικού σώματος του Χριστού, που ιερουργείται εν Αγίω Πνεύματι, ούτε ο ομιλητής στόμα Χριστού και όργανο του Αγίου Πνεύματος. Για να καταλάβουμε τι εννοώ, ας φέρουμε λίγο στη σκέψη μας τους διάφορους λόγους των πολιτικών μας προσώπων που, ενώ είναι καλογραμμένοι και προσεγμένοι με ιδιαίτερη φροντίδα από ειδικούς φιλόλογους και επικοινωνιολόγους, προκαλούν τις πλείστες φορές  τη δυσφορία και την αδιαφορία μας, αφού γνωρίζουμε πολύ καλά την ασυνέπεια των λόγων και των έργων αυτών, που τους εκφωνούν. «Εἰ θεολόγος εἶ, ἀληθῶς προσεύξῃ, καί εἰ ἀληθῶς προσεύχῃ, θεολόγος εἶ», μας διαβεβαιώνει ο όσιος Νείλος ο Ασκητής. Αυτά πουαναδεικνύουν τους γνήσιους και ορθόδοξους ερμηνευτές των Γραφών και χαρακτηρίζουν τους θεολόγους και αληθινούς κήρυκες του ευαγγελικού μηνύματος είναι κυρίως η προσευχητική διάθεση, η καύση της καρδίας, ο θεϊκός έρωτας και ο θείος  φωτισμός για την ιερουργία του θεϊκού λόγου, στοιχεία που οδηγούν στη θεολογική καταξίωση. Μια καταξίωση, που διέρχεται μέσα από το χώρο της μυστικής εμπειρίας.

Γ. Το κήρυγμα ως αναπόσπαστο μέρος της λατρείας

Η όλη εκκλησιαστική προσπάθεια, αφού ως στόχο έχει τη σωτηρία των πιστών, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι πρέπει να οδηγεί και να κατευθύνει τον άνθρωπο στο μυστήριο της Σωτηρίας, στη Θεία Λειτουργία, αφού εκεί θα ενωθεί με Τον Χριστό σε αληθινή κοινωνία σαρκός και πνεύματος. Αυτόν λοιπόν τον σκοπό υπηρετεί και ο λόγος της, γι’ αυτό και στην Ορθόδοξη παράδοση η Αγία Γραφή και η Λειτουργία θεσπίστηκαν για να συνυπάρχουν ενωμένες για πάντα. Η Αγία Γραφή αποτελεί την πηγή και τη βάση ολόκληρης της λειτουργικής και πνευματικής ζωής της Εκκλησίας. Τα ιερά  αναγνώσματα, Ευαγγελικό και Αποστολικό, αποτελούν αδιάσπαστο τμήμα της ευχαριστιακής λειτουργίας. Δεν αποτελούν, όπως εσφαλμένα νομίζεται, εισαγωγή στο κυρίως Μυστήριο. Το «Μυστήριο του Λόγου» είναι αναπόσπαστο και αδιαίρετο από το «Μυστήριο της Ευχαριστίας». Χωρίς το πρώτο, το δεύτερο είναι ακατανόητο.

Ως λογική συνέπεια των παραπάνω, το κήρυγμα, που αποτελεί κυρίως ανάλυση του βιβλικού λόγου, αποτελεί ουσιαστικό μέρος της ορθόδοξης λατρείας και δεν πρέπει να διαχωρίζεται απ’ αυτήν. Το κήρυγμα του λόγου του Θεού προσλαμβάνει τη θεολογική του σημασία και την αξία του στη συνάθροιση και την ορατή φανέρωση της ευχαριστιακής κοινωνίας. Ο σαρκωμένος Λόγος του Θεού, που  τρέφει και ζωογονεί την Εκκλησία ως κεφαλή της, προσφέρεται από την  Εκκλησία με δυο θα λέγαμε μορφές, προς αντίστοιχα δυο εισόδους του σαρκικού ανθρώπου. Ως Ευαγγέλιο, δια των αυτιών του, και ως Θεία Κοινωνία, δια του στόματός του. Αυτό ακριβώς παρουσιάζεται και στη Θεία Λειτουργία με τις αντίστοιχες δυο εισόδους της. Τη μικρή είσοδο του Ευαγγελίου και τη μεγάλη Είσοδο των Τιμίων Δώρων.

Πραγματικά, δεν είναι δυνατό κάποιος να μετέχει στο ευχαριστιακό τμήμα της Θείας Λειτουργίας χωρίς να συμμετέχει στο κηρυγματικό της τμήμα. Στη Θεία Λειτουργία ο πιστός καθοδηγείται από το Βιβλίο της Ζωής καθ’ οδόν προς μια πλήρη επίγνωση της θείας αποκαλύψεως. Για τους Πατέρες, η ερμηνεία της Γραφής γίνεται μόνο μέσα στην Εκκλησία,  γιατί αυτή τη δημιούργησε, αυτή τη διαφυλάσσει,  αυτή μόνη είναι που μπορεί εκφράσει το αληθινό της μήνυμα και τούτο μόνο εντός της λατρείας της. Γι’ αυτό τον λόγο  επαναλαμβάνουμε, ότι το κήρυγμα θα πρέπει να τελείται κανονικά μόνο από τον λειτουργό, αφού αποτελεί μυστήριο εντός του μυστηρίου. Είναι το μυστήριο  της μεταβολής του ανθρωπίνου λόγου της Γραφής σε Λόγο του Θεού, για να δοθεί στον λαό.

Από τα πιο πάνω γίνεται σαφές, ότι και από θεολογικής, άλλα και από Εκκλησιολογικής απόψεως, το κήρυγμα αποτελεί και θα αποτελεί πάντοτε αναπόσπαστο μέρος της λατρείας. Πέραν τούτου, θα πρέπει να τονίσουμε ότι το κήρυγμα πολλές φορές γίνεται με στόχο την κατήχηση του πιστού για τη λατρεία και από την λατρεία, αφού η θεία λατρεία είναι μια βασική πηγή για το κήρυγμα. Ο ιερέας δηλαδή αναπτύσσει στον λαό τα νοήματα των ιερών τελετών, μυστηρίων, λειτουργικών πράξεων και συμβολισμών, με σκοπό την ενσυνείδητη συμμετοχή σε αυτά, ενώ ταυτόχρονα πολλά στοιχεία της λατρείας  αποτελούν βασικά εργαλεία για το κήρυγμα, αφού προσφέρουν θέμα, υλικό και εποπτεία. Έτσι, λατρεία και κήρυγμα συμπληρώνουν και ζωντανεύουν το ένα το άλλο. Εδώ είναι απαραίτητη η γνώση της ιστορίας της λατρείας, για είναι δυνατή η διάκριση του ουσιώδους από το επουσιώδες και για την αποτροπή λανθασμένων και αυθαιρέτων ερμηνειών.

Μέσα στα ίδια πλαίσια της ένταξης του κηρύγματος στη θεία λατρεία, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε το πόσο αυτό μπορεί να εμπλουτιστεί με θέματα που προσφέρουν πλουσιοπάροχα οι λεγόμενες εκκλησιαστικές ή λειτουργικές τέχνες. Η θεολογική ερμηνεία των εικόνων, η επεξήγηση των ύμνων, η αρχιτεκτονική του ναού καθώς επίσης και η διακόσμησή του, είναι απίστευτο πόσο μπορούν να εμπνεύσουν τον ιερέα στη διακονία του κηρύγματος. Ενδεικτικά αναφέρω την επεξήγηση στον λαό της τοποθέτησης πίσω από την Αγία Τράπεζα του ασημένιου Σταυρού και των εξαπτέρυγων και όχι του Εσταυρωμένου Χριστού της Μεγάλης Παρασκευής, με την ανάλογη εσχατολογική ερμηνεία. Με τον τρόπο αυτό οι πιστοί κατανοούν, αφενός μεν την αλήθεια που εκφράζει κάθε είδος λειτουργικής τέχνης και ευπρέπειας,  και αφετέρου αποκτούν ένα υγιές κριτήριο για να μπορούν με ορθό τρόπο να αξιολογούν τα επιτεύγματα των ιερών τεχνών και να διακρίνουν το πνευματικά από το κοσμικά ωραίο.  Η σωστή όμως μύηση του λαού στα θέματα αυτά, προϋποθέτει ειδικές γνώσεις και μύηση πρώτα του ιδίου του ιερέα, που αρχίζει μεν από την θεολογική του κατάρτιση, συμπληρώνεται όμως συστηματικά από το προσωπικό ενδιαφέρον και μεράκι.    

Δ. Βασικές αρχές για τη σύνταξη και εκφώνηση του κηρύγματος

Όσο καλή διάθεση και αν έχει  ο ιερέας για να υπηρετήσει τη διακονία του λόγου, θα πρέπει απαραιτήτως να έχει υπόψη του κάποιες βασικές αρχές, τόσο στην καταγραφή, όσο και στην εκφώνηση του κηρύγματος, που θα τον προστατέψουν από βασικά λάθη, απαράδεχτες αυθαιρεσίες ή παραλήψεις, στοιχεία που μπορεί να οδηγήσουν την προσπάθεια του στο αντίθετο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πώς και μόνο η λέξη  κήρυγμα για πολλούς ανθρώπους, είτε εκκλησιάζονται, είτε όχι, έχει φορτιστεί αρνητικά, με αποτέλεσμα ο κηρυγματικός λόγος να απαξιώνεται. Για τον λόγο αυτό, αφουγκραζόμενοι αυτή την απαξίωση, θα πρέπει να διερωτηθούμε γιατί αυτό συμβαίνει και, αναζητώντας τις αιτίες της, να προσπαθήσουμε να διορθώσουμε στην ουσία τον ίδιο τον εαυτό μας, ούτως ώστε να κάνουμε ξανά τους ανθρώπους να νιώσουν το κήρυγμα ως μια βασική ψυχική ανάγκη και όχι ως μια απλή  ομιλία, που είναι αναγκασμένοι να ακούσουν την Κυριακή.

Κατ᾽αρχάς, θα πρέπει ο ιερέας να ασχολείται με ιδιαίτερη επιμέλεια στην προετοιμασία του για την εκφώνηση του κηρύγματος. Το να αρκείται στην έμπνευση της στιγμής ή αφήνεται στον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος δείχνει, θα λέγαμε, οκνηρία, επιπολαιότητα και έλλειψη ουσιαστικής ευθύνης απέναντι στο έργο που του έχει εμπιστευτεί η Εκκλησία. Ο ιερέας, αφού μελετήσει διεξοδικά το θέμα, στο οποίο θα αναφερθεί, θα πρέπει στη συνέχεια να προχωρήσει στην κατάστρωση του διαγράμματός του. Στα πρώτα χρόνια της διακονίας του θα πρέπει απαραιτήτως να προχωρεί και στην πλήρη σύνταξη και καταγραφή του κειμένου του κηρύγματος, το οποίο στη συνέχεια θα εκφωνήσει εκ του χειρογράφου. Αυτό πρέπει, όπως είπαμε, να συμβαίνει για ένα σχετικά άπειρο ιεροκήρυκα, ούτως ώστε να μπορεί να λαμβάνει πλήρη συνείδηση του περιεχομένου του κηρύγματος, της διαπραγματεύσεώς του, του μήκους του, της διατυπώσεως και της μορφής του. Το γραπτό κείμενο επίσης θα βοηθήσει τον νέο ιεροκήρυκα να αποκτήσει πείρα και να ξεπεράσει τη φυσιολογική ψυχολογική πίεση, που συνοδεύει την από στήθους απαγγελία. Οπωσδήποτε όμως τελικός στόχος θα πρέπει να είναι η απεξάρτηση του ιεροκήρυκα από το γραπτό κείμενο, που προϋποθέτει αναγκαστική προσκόλληση σε αυτό, αφού έτσι μειώνεται η φυσικότητα του λόγου και η άμεση επαφή με το ακροατήριο. Η  δεοντολογία του κηρύγματος απαιτεί ζωντανό και φιλικό λόγο, κάτι που προσφέρει η άνευ χειρόγραφου εκφώνησή του, κατά την οποία ο ομιλητής κινείται πιο άνετα και δεν κολλά σε ένα ψυχρό ανάγνωσμα, που πολλές φορές αποκοιμίζει τον ακροατή. Πολύ βοηθητικό για τον ιεροκήρυκα, όταν κηρύσσει από στήθους, θα ήταν να έχει γραμμένο σε μια μικρή σημείωση το διάγραμμα της πορείας του κηρύγματος και να το κρατά διακριτικά στο χέρι, για να το συμβουλευτεί, αν χρειαστεί, την ώρα που θα εκφωνεί το κήρυγμα.

Η μορφή και η πορεία του κηρύγματος αποτελεί θα λέγαμε το ανθρώπινο όχημα και σκεύος, που θα μεταφέρει το θείο μήνυμα από τον Θεό στον άνθρωπο μέσω του ιερέα. Γι᾽αυτό πρέπει ο ιεροκήρυκας να λαμβάνει σοβαρά υπόψη κάποιους ομιλητικούς κανόνες, που πηγάζουν από τη μακραίωνη εξειδίκευση της Εκκλησίας στο κηρυκτικό έργο. Αυτοί θα του χαρίσουν τις τεχνικές προϋποθέσεις για τη διακίνηση του λόγου, απαλλάσσοντάς τον από πολλούς κινδύνους. Χωρίς να θέλω να επεκταθώ, θέλω να αναφερθώ με συντομία στις τρείς βασικές μορφές κηρυγμάτων, την καλούμενη  κατωτέρα ομιλία, την ανωτέρα ομιλία και τον Λόγο, για τις οποίες γίνεται λόγος  στο μάθημα της Ομιλητικής, που διδάσκεται στις Θεολογικές Σχολές .

Η κατωτέρα ομιλία είναι το πιο απλό είδος κηρύγματος, έχει τις λιγότερες απαιτήσεις από τον συντάκτη της και μπορεί να την κατανοήσει ο κάθε ακροατής. Δεν είναι, θα λέγαμε, τίποτα άλλο, από την ερμηνεία της περικοπής και την ανάπτυξη των διδαγμάτων της. Στην περίπτωση μάλιστα, που αυτά είναι πολλά, ο ομιλητής περιορίζεται σε κάποια από αυτά και τα υπόλοιπα τα αφήνει για να αποτελέσουν την βάση μιας άλλης παρόμοιας ομιλίας. Το είδος αυτό του κηρύγματος είναι σαφώς το πρώτο είδος, με το οποίο θα επιχειρήσει να ασχοληθεί ο ιεροκήρυκας στα πρώτα του βήματα, αλλά είναι και το πρώτο είδος, με το οποίο θα πρέπει να γαλουχηθεί ο κόσμος, αφού όπως είπαμε δεν είναι τίποτα άλλο από ένα είδος ξεναγήσεως στον Λόγο του Θεού. Χωρίς ο άνθρωπος να γνωρίζει τον Λόγο του Θεού είναι σφάλμα, θα λέγαμε, να μιλούμε σε αυτόν για οποιοδήποτε άλλο θέμα.

Η ανωτέρα ομιλία είναι τελειότερο, μπορούμε να πούμε, είδος κηρύγματος, που ενώ είναι βασισμένο πάνω σε μια ευαγγελική η αποστολική περικοπή προσφέρει τη δυνατότητα ενός πιο ελεύθερου λόγου στον ιεροκήρυκα, γύρω από όμως ένα συγκεκριμένο μήνυμα και θέμα που είναι παρμένο από την περικοπή. Έτσι, ολόκληρη η ερμηνεία  της περικοπής βασίζεται πάνω σε ένα συγκεκριμένο δίδαγμα που έχει εκ των προτέρων καθορίσει ο ομιλητής ότι θέλει οι ακροατές να εισπράξουν. Έτσι, η προσοχή του ακροατή δεν διασπάται και ο ομιλητής μπορεί να αναλύσει πιο διεξοδικά ένα θέμα, αφού όλος ο χρόνος μπορεί να διατεθεί για αυτό.

Τρίτη και τελευταία  μορφή κηρύγματος είναι ο Λόγος. Το κήρυγμα στη μορφή αυτή είναι πιο ελεύθερο και δεν είναι αναγκαίο να βασιστεί μόνο σε μια περικοπή από τις Γραφές, αλλά αποτελεί μια ομιλία, με βάση βέβαια ένα πάλι θέμα που επιλέγει και καθορίζει ο ομιλητής, με ένα όμως δικό του αποκλειστικά σχέδιο και τρόπο. Το είδος αυτό είναι αυτονόητο ότι προϋποθέτει πολλή κόπο και πολλές θεολογικές και πνευματικές γνώσεις  και δεξιοτεχνία,  που αποκτούνται με τις ανάλογες εμπειρίες. Στη μορφή του Λόγου είναι επίσης πολύ σημαντικό ο ομιλητής να έχει ώριμο εκκλησιαστικό και ποιμαντικό φρόνημα, το οποίο θα μεταδοθεί στον κόσμο μέσω του λόγου του. Θα ήταν πιστεύω περιττό να τονίσουμε πως, για να επιχειρήσει ο ιεροκήρυκας αυτό το είδος του Λόγου, θα πρέπει προηγουμένως να έχει αποκτήσει την ανάλογη εμπειρία, χρησιμοποιώντας τις δυο προηγούμενες μορφές κηρύγματος.

Εδώ πρέπει να πούμε ότι, με βάση τις πιο πάνω μορφές κηρυγμάτων,  έχουν διαμορφωθεί και κυκλοφορούν πολλές εκδόσεις έτοιμων θα λέγαμε ομιλιών,  λόγω κυρίως της παγίωσης του συστήματος των αναγνωσμάτων της Κυριακής. Είναι μάλιστα σε πολλούς γνωστά τα λεγόμενα Κυριακοδρόμια, των οποίων βέβαια ο αρχικός τους σκοπός δεν ήταν να χρησιμεύσουν ως βοήθημα για τους ιεροκήρυκες, αλλά προορίζονταν για την κατ’ ιδία πνευματική μελέτη των ανθρώπων του λαού. Σιγά-σιγά τα Κυριακοδρόμια έπαυσαν να είναι λαϊκό ανάγνωσμα, ή έστω έμμεσο βοήθημα των ιεροκηρύκων, και απέβησαν πηγές, ίσως και μοναδικές, για τους αμελείς εργάτες του λόγου του Θεού. Στις μέρες μας μάλιστα στο διαδίκτυο δημοσιεύονται συστηματικά και εβδομαδιαία  πολλά έτοιμα κηρύγματα και ομιλίες, τα οποία  βάζουν θα λέγαμε τον ιερέα σε πειρασμό, να μην καταβάλει προσπάθεια για να φτιάξει κάτι δικό του. Αυτό πρέπει να πούμε ότι είναι απαράδεκτο και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή από τον ιερέα, ώστε να μην  αντιγράφει απλώς ένα έτοιμο κήρυγμα, γιατί έτσι  παύει να είναι προσωπική μαρτυρία δική του, παύει να είναι έκφραση του περισσεύματος της καρδιάς του, προσφορά της δικής του πνευματικής εμπειρίας και γνώσεως των Γραφών και των Πατέρων. Ο ιερέας  παύει να είναι, όπως τον θέλει η παράδοση της Εκκλησίας, ο προφήτης, που εξαγγέλλει τον λόγο του Θεού και τον ερμηνεύει για να γίνει κατανοητός στους ανθρώπους, και καταντά φερέφωνο και μεγάφωνο λόγου ανθρωπίνου. Ως προς τα έτοιμα κηρύγματα, πρέπει  να γίνει συνείδηση στους εργάτες του λόγου του Θεού, ότι μπορούν να τα χρησιμοποιούν μόνο  ως έμμεσο βοήθημα, αλλά ποτέ δεν πρέπει να γίνονται άμεσες πηγές του κηρύγματος. Πρακτικά θα λέγαμε, ότι η σωστή πορεία είναι ο ιερέας, μελετώντας καλά την περικοπή με πολλή προσευχή, να βγάζει από μέσα του αυτό που η αγάπη του για το ποίμνιό του έχει να του προσφέρει. Ο λόγος του πρέπει να βγαίνει από την καρδιά του, αφού, όπως εύστοχα λέγεται συχνά, «ό,τι βγαίνει από την καρδιά μπαίνει στην καρδιά». Ο ιερέας, ως ποιμένας  καλός, γνωρίζει  τα πρόβατά του ονομαστικά και αυτά τον ακολουθούν, γιατί γνωρίζουν τη φωνή του και δεν ακολουθούν κανένα άλλο εκτός από αυτόν. Έτσι πρέπει να είναι ο καλός ποιμένας σύμφωνα πάντα με τον λόγο του Κυρίου. Θα πρέπει η κάθε του ενέργεια, όπως και το κήρυγμα, να μην είναι απόρροια μιας τυπικής υποχρέωσης προς το ποίμνιό του, αλλά της γνήσιας πατρικής του αγάπης. Μιας αγάπης γεμάτης πνεύμα θυσίας, αφού «ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων»(Ἰω. 10,11).

Από αυτή τη θυσιαστική αγάπη του ιερέα προς τον λαό πρέπει να πηγάζει και το ύφος του κατά την  εκφώνηση του κηρύγματος. Πομπώδεις εκφράσεις, ρητορικές εξάρσεις, επιδείξεις γνώσεων και σοφίας, θεατρικές χειρονομίες και άλλα παρόμοια είναι τελείως απρεπή και ασυμβίβαστα με τον χαρακτήρα και σκοπό του κηρύγματος. Τα πιο πάνω είναι σίγουρο ότι αποτελούν μια βασική αιτία του γεγονότος, ότι το κήρυγμα δέχεται σήμερα απαξίωση. Ο ιερέας κηρύσσοντας, όπως είπαμε, συνεχίζει το έργο του Χριστού με ταπείνωση και σεμνότητα , χωρίς καμία επιτήδευση, χωρίς την προσδοκία εντυπωσιασμού και επαίνου, αλλά με φόβο Θεού για την αποστολή που του έχει ανατεθεί.

Η διάρκεια επίσης του κηρύγματος είναι κάτι, που πρέπει ο ιερέας να προσέξει ιδιαίτερα, εάν θέλει να είναι αποδεκτό και ωφέλιμο στον λαό. Στη Θεία Λειτουργία, την οποία ο κόσμος παρακολουθεί νηστικός, συνήθως όρθιος, και κουρασμένος ήδη από την Ακολουθία του Όρθρου, νομίζουμε ότι είναι αρκετά τα 10 λεπτά της ώρας περίπου. Είναι αφάνταστο πόσα πολλά και ωφέλιμα μπορεί να πει ο καλά προετοιμασμένος και θεολογικά συγκροτημένος ιεροκήρυκας σε τόσο λίγη ώρα. Βέβαια η ανάπτυξη του θέματος δεν θα είναι διεξοδική ούτε εξαντλητική και το κήρυγμα πρέπει να αφήνει τη δυνατότητα για αυτενέργεια των πιστών. Η «απόλυση» εξάλλου  της Θειας Λειτουργίας  δεν είναι το τέλος ενός τελετουργικού, στο οποίο ο πιστός οφείλει να μετέχει με μυστική απάθεια, αλλά η αρχή μιας αέναης κίνησης και δράσης για τη μεταμόρφωση του κόσμου. Για να αντεπεξέλθει όμως ο ορθόδοξος χριστιανός σ᾽αυτή την ουσιαστική αποστολή είναι απαραίτητο να έχει πλήρη επίγνωση και να έχει κατανοήσει τέλεια το μήνυμα, που ο Θεός του έχει μεταδώσει μέσω της λατρείας.

Άφησα τελευταίο ένα φλέγον θέμα, που αποτελεί πολλές φορές αντικείμενο συζητήσεων και διαφωνιών ανάμεσα στους διακόνους του κηρύγματος, και αυτό είναι η επιλογή της καταλληλότερης στιγμής εντός της Θείας Λειτουργίας για να γίνεται αυτό. Η κανονική θέση του από θεολογική άποψη είναι οπωσδήποτε μετά το ανάγνωσμα του Ευαγγελίου,  αφού το πρώτο τμήμα της Θείας Λειτουργίας ανήκει στη διδαχή και το δεύτερο στην Ευχαριστία. Επιπλέον, κατά την ώρα αυτή οι μεν εκκλησιαζόμενοι έχουν πρόσφατα ακούσει τα αναγνώσματα πάνω στα οποία συχνά γίνεται το κήρυγμα και έτσι μπορούν πιο εύκολα να το κατανοήσουν, ο δε λειτουργός μπορεί στη συνέχεια απερίσπαστος να προχωρήσει στην τέλεση του μυστηρίου. Η κύρια αιτία που πολλοί ιεροκήρυκες μεταθέτουν το κήρυγμα, είτε στην ώρα του κοινωνικού, είτε προ της απολύσεως, είναι η καθυστερημένη προσέλευση του κόσμου στη Θεία Λειτουργία. Σε αυτό βέβαια δεν τους αδικούμε, αφού δεν είναι λίγες οι φορές που άνθρωποι  που δεν εκκλησιάζονται τακτικά αλλά έρχονται περιστασιακά στον ναό, λόγω κάποιας μεγάλης γιορτής ή κάποιου μνημοσύνου, ωφελήθηκαν από κάποιο κήρυγμα που άκουσαν και ξεκίνησαν μια πιο πνευματική ζωή. Από την άλλη όμως θα λέγαμε πως, με το ίδιο σκεπτικό που μεταθέτουμε το κήρυγμα, θα πρέπει να μεταθέσουμε και τα αναγνώσματα στο τέλος της Λειτουργίας. Πέραν τούτου, οι δυο άλλες αυτές χρονικές επιλογές έχουν σοβαρά μειονεκτήματα. Την ώρα του Κοινωνικού η προτεραιότητα βρίσκεται στην Ευχαριστία και όχι στη διδαχή και καταστρέφει την αυτοσυγκέντρωση και προετοιμασία των χριστιανών για την προσέλευσή τους στη Θεία Κοινωνία, ενώ, επί πλέον, τα μικρά παιδιά, που έρχονται να κοινωνήσουν, μαζεύονται κοντά στην αγία πόρτα και ο ιερέας φαίνεται ότι τους ταλαιπωρεί με την καθυστέρηση που προκαλεί το κήρυγμα. Από  την άλλη, την ώρα της απολύσεως ο κόσμος πλέον είναι κουρασμένος από την όλη Ακολουθία και ψυχολογικά ετοιμάζεται για να φύγει και κατεβαίνει από τα στασίδια, πολλοί  εορτάζοντες ή και οι τελούντες μνημόσυνα πιστοί σπεύδουν στην προετοιμασία της διανομής των κολλύβων, και έτσι δημιουργείται μια αρνητική ατμόσφαιρα, τόσο για το ιεροκήρυκα στην εκφώνηση του κηρύγματος, όσο και για τους πιστούς στο να το ακούσουν. Αν το κήρυγμα είναι καλό, και γίνεται συνεχής διαφώτιση του λαού ότι πρέπει απαρέγκλιτα να ευρίσκονται οι πιστοί στον ναό από την αρχή της Λειτουργίας, δεν χρειάζεται θα λέγαμε  να γίνει η μετάθεση αυτή και θα πρέπει να γίνεται κανονικά στην κανονική του ώρα, ακριβώς μετά το ευαγγελικό ανάγνωσμα.

Για το θέμα αυτό της επιλογής  κατάλληλης χρονικής στιγμής, που πρέπει να γίνεται το κήρυγμα, όπως και για τα υπόλοιπα πρακτικά ζητήματα που το αφορούν, καλό θα ήταν στη συνεχεία να δημιουργηθεί  μια εποικοδομητική συζήτηση, ούτως ώστε, τουλάχιστο τα όρια της δικής μας Μητροπόλεως, να μην παρουσιάζονται παραφωνίες.

Πανιερώτατε,  αγαπητοί εν Χριστώ πατέρες και αδελφοί,

Από την πιο πάνω παρουσίαση του θέματος γίνεται σαφές το πόσο σπουδαίο είναι από την μια, αλλά και πόσο υπεύθυνο πρέπει να είναι από την άλλη το κήρυγμα του ιερέα. Η διδαχή δεν είναι κάτι το προαιρετικό στην αποστολή ενός κληρικού, αφού αυτή θα οδηγήσει τον άνθρωπο στην πίστη προς τον Θεό, στην προσευχή και στην  ένωση μαζί Του. Γιατί, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Απόστολος Παύλος, «πῶς οὖν ἐπικαλέσονται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; Πῶς δὲ πιστεύσουσιν ὃν οὐκ ἤκουσαν; πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος;» (Ρωμ.10,14). Αυτό όμως που μας διασφαλίζει την κατανόηση του λόγου του Θεού, έτσι ώστε κι εμείς με τη σειρά μας να τον μεταδώσουμε απλανή στον λαό του Θεού, είναι ο φωτισμός, όχι τόσο του νου μας, όσο ο φωτισμός της καρδίας μας από το φως της Θεογνωσίας. Ας θυμηθούμε, ότι στην ευχή που διαβάζουμε πριν το ευαγγελικό ανάγνωσμα, ευχόμαστε  με τα εξής λόγια: «Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τὸ τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καὶ τοὺς τῆς διανοίας ἡμῶν διάνοιξον ὀφθαλμοὺς εἰς τὴν τῶν εὐαγγελικῶν σου κηρυγμάτων κατανόησιν». Ο φωτισμός αυτός είναι που μας οδηγεί, όχι μόνο στο φρονεῖν αλλά και στοπράττειν  τον λόγο του Θεού .

Ο υπηρέτης του λόγου του Θεού, όταν κηρύσσει,  παρουσιάζεται συχνά από πολλούς θεολόγους να έχει κάποια αναλογία με την ίδια την  Παναγία. Γιατί, όπως αυτή δέχτηκε τον Θεό Λόγο και τον μορφοποίησε με την σάρκα και το αίμα της, έτσι και ο ιεροκήρυκας δέχεται τον λόγο του Θεού, το ευαγγέλιο, για να το μορφοποιήσει με την ύπαρξή του, ώστε να το παρουσιάσει ζωντανό στους ακροατές του. Αν αυτή η αναλογία γίνει αποδεκτή, γίνεται σαφές πως ο ποιμένας καλείται να προσπαθεί να μοιάσει το κατά δύναμη στην αγιότητα, την καθαρότητα, την ταπείνωση, την προσευχή και γενικά σε όλα τα χαρίσματα της Παναγίας μας. Θα πρέπει γίνει κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος και να κάνει το θέλημα του Θεού θέλημα δικό του. Θα πρέπει να έχει πάντοτε στον νου του τα εξής  λόγια του Αποστόλου Παύλου, τα οποία προδιαγράφουν τον ορθό τρόπο κηρύγματος: « Οὕτω λαλοῦμεν, οὐχ ὡς ἀνθρώποις ἀρέσκοντες, ἀλλὰ τῷ Θεῷ, τῷ δοκιμάζοντι τὰς καρδίας ἡμών. Οὔτε γὰρ ποτὲ ἐν λόγῳ κολακείας ἐγεννήθημεν, καθώς οἴδατε, οὔτε ἐν προφάσει πλεονεξίας, Θεὸς μάρτυς, οὔτε ζητοῦντες ἐξ ἀνθρώπων δόξαν» (Α´ Θεσ. 4 ,2).

Κλείνω την εισήγησή μου, θυμίζοντας το γνωστό περιστατικό εκείνο από τον βίο του Μεγάλου Αντωνίου, που τον επισκέπτονταν στην έρημο κάθε χρόνο τρεις μοναχοί, και ενώ οι δύο συνομιλούσαν μαζί του, ο ένας παρέμενε σιωπηλός, βλέποντας μόνο τον Άγιο. Έτσι, μια φορά ο άγιος του είπε: «Αδελφέ, τόσες φορές εσύ, ούτε ερώτησες, ούτε είπες κάτι. Τότε γιατί έρχεσαι;» Και εκείνος απήντησε με τον πολυσήμαντο λόγο: «Μου αρκεί μόνο το ότι σε βλέπω, Πάτερ!»

Όποιος καταφέρει, αδελφοί μου, να κάνει  χαρά και απόλαυση πρώτα δική του, τον λόγο και το θέλημα του Θεού, και νιώσει αυτό τον θείο έρωτα προς Αυτόν, τότε, όχι μόνο πετυχαίνει τη μετάδοσή του δια του λόγου, αλλά όλη η ζωή και παρουσία του είναι ένα αληθινό κήρυγμα.

Σας ευχαριστώ.

 

Οι βασικές διαφορές Ορθοδόξων και Λατίνων

Του Αρχιμανδρίτη Κυπριανού Μηλιδώνη

Εισήγηση στην πρώτη συνάντηση του δευτέρου έτους του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου του Κλήρου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, 24 Σεπτεμβρίου 2013.   

Πανιερώτατε,
Σεβαστοί πατέρες

Η σημερινή εισήγηση είναι μέρος σειράς σύντομων μελετών για γνωριμία των χριστιανικών ομολογιών και του Ισλάμ, πίστεων που υπάρχουν στην Κύπρο.

Λατίνοι ή Καθολικοί ή Ρωμαιοκαθολικοί ή Δυτική Εκκλησία ή Παπική Εκκλησία ή Εκκλησία της Ρώμης λέγονται οι Χριστιανοί, οι οποίοι έχουν ως πνευματικό τους ηγέτη τον επίσκοπο Ρώμης, ο οποίος είναι γνωστός ως Πάπας. Παλαιότερα, μέχρι και τον 18ο  αιώνα ονομάζονταν Λατίνοι, επειδή είχαν ως γλώσσα προσευχής τη λατινική. Στη συνέχεια και μέχρι τις αρχές του 20ού  αιώνα ονομάζονταν και Παπική Εκκλησία ή απλώς Παπισμός. Από τις αρχές του 20ού αιώνα και εντεύθεν οι ίδιοι αποκαλούν τον εαυτό τους «Ρωμαιοκαθολικοί», Roman Catholicism στα αγγλικά1 .

Οι Καθολικοί ήταν ενωμένοι με την Ορθόδοξη Εκκλησία μέχρι το 1054, οπότε επήλθε ο χωρισμός τους από εκείνη. Ο χωρισμός αυτός έμεινε γνωστός στην ιστορία ως το οριστικό ή μεγάλο Σχίσμα, επειδή προηγήθηκαν άλλα σχίσματα, τρία, τα οποία η Εκκλησία  διευθέτησε ειρηνικά και παρέμεινε ενωμένη.

Το πρώτο σχίσμα έγινε το 406/407, όταν επίσκοπος Ρώμης ήταν ο Ιννοκέντιος, επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος και επίσκοπος Αλεξανδρείας ο Θεόφιλος2. Η μετονομασία των επισκόπων των σημαντικών πόλεων της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε μητροπολίτη, αρχιεπίσκοπο, έξαρχο, πατριάρχη επήλθε σταδιακά3.  Το δεύτερο σχίσμα, γνωστό ως «ακακιανό σχίσμα» διήρκησε από το 484-5194. Το τρίτο σχίσμα έγινε το 649 όταν επίσκοπος Ρώμης ήταν ο Μαρτίνος Α΄ και επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ο Σέργιος. Αίτια και γεγονότα βλέπε εν Β. Στεφανίδου5

Ο Μέγας Βασίλειος (330-379), τον οποίον αναγνωρίζουν ως Άγιο και Μέγα και οι Λατίνοι, μίλησε ήδη τον 4ο  αιώνα για τα σφάλματα των Λατίνων, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Εάν συνεχισθή η εναντίον μας οργή του Θεού, ποιά βοήθεια μπορεί να μας προσφέρη η Δυτική αλαζονεία και υπεροψία; Αυτοί ούτε την αλήθειαν γνωρίζουν, ούτε θέλουν και ανέχονται να την μάθουν, αλλά καθώς είναι προκατειλημμένοι από αστηρίκτους υποψίας… εμάχοντο εκείνους που τους έλεγαν την αλήθειαν και εστήριζαν την αίρεσιν με την στάσιν τους. Εγώ μάλιστα σκέπτομαι να γράψω προς τον πρώτον (τον Πάπα Ρώμης Δάμασο) και κορυφαίον από αυτούς… ότι ούτε την αλήθειαν γνωρίζουν, ούτε καταδέχονται να ακολουθήσουν την οδόν δια της οποίας θα ηδύναντο να την μάθουν… και να μην θεωρούν ως αρετήν την υπερηφάνειαν, η οποία είναι αμάρτημα αρκετόν να δημιουργήση, από μόνον του αυτό, έχθραν προς τον Θεόν »6

Τον 4ο  αιώνα, το 381 μ.Χ., η Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος με τον τρίτο Κανόνα της, όρισε ότι ο Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως έχει τα πρεσβεία τιμής μετά τον Επίσκοπο Ρώμης, επειδή η Κωνσταντινούπολη το 325 μ. Χ. έγινε η «νέα Ρώμη», δηλαδή η καινούργια πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους7. Το όνομα Βυζάντιο, με το οποίο είναι γνωστό σήμερα το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 325 και μετά, είναι προσδιορισμός που δόθηκε τον 16ο  αιώνα από τον γερμανό ιστορικό Wollf για να τονίσει την πολιτισμική διαφορά που υπάρχει μεταξύ του ανατολικού και του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στον Επίσκοπο Ρώμης η ίδια σύνοδος ανεγνώρισε «πρεσβεία τιμής», επειδή η Ρώμη ήταν μέχρι το 325 πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού Κράτους. Τα αίτια των πρεσβείων τιμής του Ρώμης όρα εν Β. Στεφανίδου, ἐνθα ανωτέρω, σελ. 285-.

Τρεις αιώνες αργότερα, το 691 μ.Χ., η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος υπέδειξε στους Δυτικούς ορισμένες καινοτομίες τους, αλλά αυτοί δεν έδωσαν σημασία8.  Η Δύση προχωρούσε προς τον χωρισμό.

Τον 9ο  αιώνα, προς έκπληξη όχι μόνο των Ανατολικών αλλά και των Δυτικών ακόμη, ο Πάπας θέλησε να εμφανιστεί, «Θείῳ δικαίῳ» (!), άρχοντας της Εκκλησίας και όλου του κόσμου, πάνω από τους άλλους Πατριάρχες και τις Οικουμενικές Συνόδους, οι οποίες του αναγνώριζαν το πρωτείο τιμής, το προβάδισμα δηλαδή μεταξύ ίσων, και αξίωσε υπέρτερη εξουσία !!! Από φιλοδοξία ανακατεύθηκε στα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας  Κωνσταντινουπόλεως, όταν Πατριάρχης της πόλεως αυτής ήταν άλλοτε ο Ιγνάτιος και άλλοτε ο Φώτιος9.

Από τη χρονική εκείνη στιγμή και μετά, όσο οι Δυτικοί απομακρύνονταν από την Ιερή Παράδοση της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας, τόσο οι Ανατολικοί δεν συμφωνούσαν με τις αυθαίρετες καινοτομίες τους. Το Σχίσμα στην Εκκλησία του Χριστού ήταν πλέον κάτι παραπάνω από ορατό. Έτσι, το 1054 φθάσαμε στον οριστικό χωρισμό. Συνέβη το εξής γεγονός: Τριμελής αντιπροσωπεία απεσταλμένη από τον Πάπα Λέοντα Θ΄ (1049-1054) ο οποίος εν τῷ μεταξύ είχε πεθάνει, αφού προκάλεσε πολλά επεισόδια στην Κωνσταντινούπολη, όρμησε με βρισιές στον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας κατά τη διάρκεια της Θείας Λατρείας, και ο Καρδινάλιος Ουμβέρτος άφησε πάνω στην Αγία Τράπεζα έγγραφο, με το οποίο αναθεμάτιζε τον τότε Ορθόδοξο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριο, τον Αρχιεπίσκοπο Οχρίδος Λέοντα και όλους όσοι είχαν τις ίδιες θρησκευτικές πεποιθήσεις με αυτούς ως αιρετικούς. Τυπικά εξαιρούντο ο αυτοκράτορας και ο λαός10.

Από τότε οι Καθολικοί έπαψαν να έχουν επικοινωνία με την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία τότε απετελείτο από τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κύπρου, γεγονός θλιβερό που έρχεται σε αντίθεση με τον Ευαγγελικό Νόμο, ο Οποίος δεν θέλει να υπάρχει Σχίσμα μέσα στην Εκκλησία του Χριστού.

Τα αίτια που οδήγησαν στο Σχίσμα και την εδραίωσή του είναι πολλά, άλλα μεγαλύτερης και άλλα μικρότερης σημασίας, άλλα εκκλησιαστικά, άλλα πολιτικά και άλλα ηθών και εθίμων11.

Τα εκκλησιαστικά και τα πολιτικά αίτια δεν είναι εύκολο να διακριθούν, διότι εκεί που κάποιος βλέπει αίτια εκκλησιαστικά στην πραγματικότητα υποκρύπτονται αίτια πολιτικά και το αντίθετο. Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Πέτρος Γ΄ (1052 – 1056), άνθρωπος που αναμείχθηκε ενεργά στην υπόθεση του σχίσματος, σε επιστολή του προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριο, συνιστούσε να αντιμετωπισθούν οι Λατίνοι ειρηνικά και με συμπάθεια, διότι οι Λατίνοι (τότε) βρίσκονταν μεταξύ βαρβάρων, γεγονός που δικαιολογεί εν μέρει την εκ  μέρους των μη επακριβή τήρηση όλης της ορθόδοξης πίστης12. Είναι γεγονός ότι το δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτόκρατορίας από τον 5ο  αιώνα κατακλύσθηκε από βάρβαρα τότε φύλα (Γότθοι, Βησιγότθοι, Βάνδαλοι …). Στα μικρότερης σημασίας αίτια ο άρτι μνημονευθείς Πατριάρχης Αντιοχείας εντάσσει μεταξύ άλλων την ἐν χρῷ ἀποκοπή (= ξύρισμα) της γενειάδας των κληρικών και τον δακτύλιο των επισκόπων, θέματα τα οποία κατά την άποψή του δεν μπορούν να συζητούνται σε συσχετισμό με θέματα όπως το Filioque κ.ά.13.

Στη συνέχεια θα δούμε τις βασικότερες δογματικές, εκκλησιολογικές και άλλες διαφορές που έχουμε με τους Λατίνους.

1)  Η σπουδαιότερη δογματική διαφορά είναι το «πρωτείο» του Πάπα. Το περιεχόμενο του δόγματος αυτού το συνοψίζει επιγραμματικά ο άγιος Νεκτάριος ως εξής: «ὁ Πάπας εἶναι διάδοχος τοῦ Κορυφαίου τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ ὁ μόνος ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς· ὁ Πάπας εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ μόνος τοποτηρητὴς αὐτοῦ, ὁ τὰς κλεῖς ἔχων τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ὁ μόνος συνδετικὸς κρῖκος τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἑνῶν αὐτὰς μετὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἥτις ἐστὶν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης»14. Το δόγμα αυτό αναπτύχθηκε σταδιακά σε τρείς βαθμίδες15. O άγιος Νεκτάριος στο άρτι μνημονευθέν έργο του, (τόμ. Α´, σ. 69) λέγει ότι στο δόγμα αυτό  «κεῖται ὁ λόγος τοῦ σχίσματος, ὅστις ἀληθῶς εἶναι μέγιστος, διότι ἀνατρέπει τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ ὁ σπουδαιότερος δογματικὸς λόγος, διότι εἶναι ἄρνησις τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ λοιποί δογματικοὶ λόγοι, καίτοι σπουδαιότατοι, δύνανται νὰ θεωρηθῶσιν ὡς δευτερεύοντες καὶ ἀπόρροια τοῦ πρώτου τούτου λόγου». Η Παπική Εκκλησία είναι θεμελιωμένη πάνω στο δόγμα αυτό.

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία όρισε ιδρυτή της τον Απόστολο Πέτρο, όχι διότι ο Πέτρος πράγματι ίδρυσε την Εκκλησία της Ρώμης, αλλά διότι αυτή θέλησε να εκμεταλλευθεί ορισμένα χωρία των Ευαγγελίων, όπου αναφέρεται ο Απόστολος Πέτρος, και να στηρίξει πάνω σ᾿ αυτά το δόγμα του πρωτείου του Πάπα. Το κυριότερο χωρίο είναι εκείνο, όπου ο Ιησούς λέγει στον Πέτρο: «Σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν· καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς· καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς»16.

Με τα λόγια αυτά του Κυρίου υποστηρίζουν οι Παπικοί, ότι δόθηκε στον Πέτρο και τους τάχα διαδόχους του, τους επισκόπους Ρώμης, τους Πάπες, το πρωτείο. Με άλλα λόγια οι Ρωμαιοκαθολικοί υποστηρίζουν ότι ο Χριστός είπε πως ο Πέτρος είναι η πέτρα, δηλαδή το θεμέλιο, πάνω στο οποίο θα οικοδομήσει την Εκκλησία Του. Ο Χριστός όμως δεν λέγει και δεν ήταν δυνατό να πει κάτι τέτοιο. Ο Ιησούς λέγει ότι η πέτρα πάνω στην οποία θα οικοδομήσει την Εκκλησία Του είναι η ομολογία, δηλαδή η παραδοχή από τον Πέτρο ότι Αυτός (ο Ιησούς) είναι η πνευματική πέτρα, η οποία αναφέρεται στην Α´ προς Κορινθίους Επιστολή (10, 4): « Ἔπινον γὰρ ἐκ πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας· ἡ δὲ πέτρα ἦν ὁ Χριστός»17. Από την ερμηνεία που δίνουν στο χωρίο αυτό οι Παπικοί, γίνεται φανερό ότι εγκατέλειψαν τον ακρογωνιαίο λίθο, τον Χριστό, και οικοδομούν την Εκκλησία τους πάνω σε ανθρώπινα θεμέλια.

Αλλά και αν ακόμη υποθέσουμε, ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί ερμηνεύουν σωστά το παραπάνω χωρίο του Ευαγγελίου, αυτό δεν σημαίνει ότι παρέχεται πρωτείο στον επίσκοπο Ρώμης, διότι εκτός από την Εκκλησία της Ρώμης, υπάρχουν και άλλες Εκκλησίες, οι οποίες ιδρύθηκαν από τον Απόστολο Πέτρο, όπως οι Εκκλησίες Αντιοχείας, Αλεξανδρείας, Καισαρείας Παλαιστίνης, Τριπόλεως, Λαοδικείας και Κορίνθου. Σύμφωνα με τον συλλογισμό των Παπικών, θα έπρεπε ο επίσκοπος κάθε μιας από τις Εκκλησίες αυτές να διεκδικεί πρωτείο για τον εαυτό του, ως διάδοχος του «Κορυφαίου» των Αποστόλων. Αν συνέβαινε αυτό, το δόγμα του πρωτείου θα καταντούσε καταγέλαστο. Αλλά οι επίσκοποι των πόλεων αυτών δεν έπεσαν στην πλάνη, στην οποία έπεσε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Οι Εκκλησίες αυτές, παρατηρεί ο άγιος Νεκτάριος, αν και «ἐκαυχῶντο, ὅτι ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἐθεμελιώθησαν, ἐν τούτοις ὅμως οὐδ᾿ ἐφαντάσθησαν νὰ διεκδικήσωσι πρωτεῖα καὶ ἡγεμονίας, ὀρθῶς κατανοοῦσαι τὰ ἐν τοῖς Ἱεροῖς Εὐαγγελίοις ἀναφερόμενα ὑπέρ τῆς Ἡγεμονίας τοῦ Πέτρου ρητά· οὐδέ λόγον ποτὲ περί ἀξιώσεων ἐποιήσαντο, ἀλλὰ διὰ τὴν τιμὴν μόνον τῆς ἱδρύσεως. Τῆς φιλοτιμίας ταύτης δὲν καθυστέρησε καὶ ἡ μήτηρ τῶν Ἐκκλησιῶν, ἡ τῶν Ἱεροσολύμων Ἑκκλησία· διότι καὶ αὐτή, καίτοι ὑπὲρ πᾶσαν ἄλλην ἦν τετιμημένη, οὐχ ἧττον ἤθελε τὸν Πέτρον ὡς ἱδρυτὴν ἑαυτῆς»18.

Αναφορικά με τη συσχέτιση του πρωτείου του Πάπα με τον Απόστολο Πέτρο ο άγιος Νεκτάριος παρατηρεί τα εξής σημαντικά: « Ἐν ταῖς Πράξεσι (τῶν Ἀποστόλων) οὐδαμοῦ φαίνεται ἢ ὑποδηλοῦται τὸ πρωτεῖον τοῦ Πέτρου. Οὐδεὶς τῶν Ἀποστόλων ἀποδίδωσιν αὐτῷ πρωτεῖα, ἢ ἕτερόν τι μαρτυροῦν ὑπεροχὴν ἢ ἀρχήν… Ἐν ταῖς Ἐπιστολαῖς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου οὐδὲν ἴχνος τοῦ πρωτείου τοῦ Πέτρου ἐμφαίνεται… Ἐν ταῖς καθολικαῖς Ἐπιστολαῖς τοῦ Πέτρου, Ἰακώβου, Ἰούδα καὶ Ἰωάννου οὐδαμοῦ φαίνεται νὰ συνιστᾶται τὸ πρωτεῖον τοῦ Πέτρου ἢ ἡ ἡγεμονία αὐτοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς ὁ ἑνωτικὸς δεσμὸς τῶν Ἑκκλησιῶν· τοὐναντίον ὡς ἑνωτικὸν δεσμὸν θεωροῦσι τὴν ἀγάπην καὶ τὴν ἀλήθειαν, αἵτινες στηρίζουσι τὴν κοινωνίαν τῶν Ἐκκλησιῶν μετὰ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ. Ἐπίσης ἐν τοῖς συγγράμμασι τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων οὐδὲν ἀπαντᾶ περὶ τοῦ πρωτείου καὶ τῆς Ἡγεμονίας τοῦ Πέτρου ὡς ἑνωτικοῦ δεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἐν αὐτοῖς διαπνέον πνεῦμα περὶ τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ αὐτὸ τῷ Πνεύματι τῆς Καινῆς Διαθήκης… Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας οὐχὶ ἐν τῷ ἑνιαίῳ προσώπῳ ἑνὸς τῶν Ἀπο-στόλων θεμελιοῦται καὶ ἑδράζεται, ἀλλ᾿ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅς πίστει, ἐλπίδι, ἀγάπῃ καὶ λατρείᾳ»19.

Το δόγμα του πρωτείου του Πάπα αποδεικνύεται χωρίς βάση και από το γεγονός, ότι δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία, ότι ο Απόστολος Πέτρος ίδρυσε την Εκκλησία της Ρώμης, ή ότι πήγε ποτέ στη Ρώμη. Ο άγιος Νεκτάριος, ο οποίος εξέτασε διεξοδικά το θέμα της ίδρυσης της Δυτικής Εκκλησίας από τον Απόστολο Πέτρο, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «οὐδαμόθεν μαρτυρεῖται ὅτι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος μετέβη εἰς Ρώμην, ἢ ὅτι ἐκήρυξεν ἐν Ρώμῃ, ἢ ὅτι ἀπέθανεν ἐν Ρώμῃ· τοὐναντίον μάλιστα ὅλως τἀναντία μαρτυροῦνται ὑπό τε τῆς Ἱερᾶς Γραφῆς καὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας»20

Τέλος, μιλώντας ο άγιος Νεκτάριος για το πρωτείο του Πάπα από γενική ιστορική σκοπιά παρατηρεί: « Ἡ Μία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, συγκροτουμένη ἐκ τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, ἡνωμένη τῇ πίστει, τῇ ἐλπίδι, τῇ ἀγάπῃ καὶ τῇ λατρείᾳ ὑπῆρξεν ἀείποτε ἐλευθέρα καὶ ἀνεξάρτητος, οὐδὲ ὑπετάγη ποτὲ τῷ Πάπα Ρώμης, οὐδὲ ἀνεγνώρισε ποτὲ αὐτῷ μείζονα ἱεράρχην καὶ πνευματικὰ χαρίσματα καὶ ὑπεροχήν, ἀλλ᾿ ἐθεώρησεν αὐτὸν ἐπίσκοπον, ὡς πάντας τοὺς ἐπισκόπους, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς τὴν αὐτὴν ἔλαβε χειροτονίαν, οἵαν καὶ οἱ λοιποὶ ἐπίσκοποι παρὰ τῶν ἀποστόλων»21

2)  Οι Λατίνοι αλλοίωσαν το άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως, που αναφέρεται στο Άγιο Πνεύμα προσθέτοντας αυθαίρετα τη φράση «και εκ του Υιού εκπορευόμενο» (filioque), διδασκαλία που είναι αλλότρια, ξένη, που δεν αναφέρεται, που δεν υπάρχει, στο Ιερό Ευαγγέλιο.

Σύμφωνα με τη διδασκαλία αυτή το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται, δηλαδή πηγάζει και από το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδας που είναι ο σαρκωθείς Λόγος, δηλαδή ο Χριστός, κάτι που δεν αναφέρεται στην αγία Γραφή. Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, λέγει καθαρά ότι το «Άγιο Πνεύμα παρά του Πατρός εκπορεύεται» (Κατά Ιωάν. 15, 26), γεγονός που όρισαν ως « Όρο Πίστεως», δηλαδή Δόγμα της Εκκλησίας, η Πρώτη (325 μ.Χ.) και η Δεύτερη (381 μ.Χ,) Οικουμενικές Σύνοδοι και στη συνέχεια υιοθέτησαν και οι υπόλοιπες Οικουμενικές Σύνοδοι.

Ο μεγάλος δογματολόγος της Εκκλησίας μας άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι «η αḯδιος (= συνεχής) εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός (= από τον Πατέρα), δηλαδή τον Θεό-Πατέρα, είναι μυστήριο όπως μυστήριο είναι και η αḯδιος (= συνεχής) Γέννηση του Χριστού εκ του Πατρός• δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς είναι η εκπόρευση και τι ακριβώς είναι η Γέννηση» (22). Το ίδιο λέγει και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος23.

Την αḯδιο εκπόρευση όπως και την αḯδιο γέννηση τις δηλώνουν τα ρήματα «εκπορεύεται» και «γεννάται» που είναι σε χρόνο ενεστώτα.

Η Δυτική Εκκλησία συγχέει την «εκπόρευση» με την «πέμψη» που αναφέρεται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (15, 26): « Ὅταν ἔλθῃ (ἐν τῷ κόσμῳ) ὁ Παράκλητος ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν», που είπε ο Χριστός στους μαθητές του. Η εκπόρευση είναι κάτι που γίνεται εντός της Αγίας Τριάδος και για την Αγία Τριάδα, ενώ η πέμψη γίνεται μεν εντός της Αγίας Τριάδος, αλλά δεν γίνεται για την Αγία Τριάδα, γίνεται για τον κόσμο.

Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης παρατηρεί επ’ αυτού: «Αν όντως το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού, δεν θα το απέκρυβε ο Χριστός, επειδή είναι αγαθός» όπως ακριβώς δεν απέκρυψε ότι πέμπεται και εξ αυτού. Και συνεχίζει ο άγιος: «Πώς τολμάς, ώ υπερήφανε, και καινοτομείς; Πώς χαρίζεις στον Χριστό ένα προνόμιο για το οποίο αυτός δεν κάνει λόγο; Ποιός ξέρει πιο πολλά για την άναρχο εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, εσύ ἤ ο Χριστός;»24

Η δοξασία ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό (qui ex patre filioque procedit) συζητήθηκε για πρώτη φορά στην τοπική σύνοδο του Τολέδου στην Ισπανία το 547 και προστέθηκε στο τοπικό Σύμβολο Πίστεως της περιοχής Τολέδου. Το 589 σε τοπική και πάλι σύνοδο στο Τολέδο η δοξασία προστέθηκε στο Σύμβολο Πίστεως της Νίκαιας-Κωνσταντινουπόλεως25.

Αρχικά η προσθήκη δεν ενόχλησε την Εκκλησία της Ανατολής επειδή εξελήφθη ως απλή δοξασία, η οποία επίσημα δεν είχε περάσει σε λειτουργική χρήση. Στα μέσα του 8ου αιώνα η δοξασία αυτή υιοθετήθηκε από τα Σύμβολα Πίστεως του Φραγκικού κράτους. Ο πάπας Λέων Γ΄(795-816) στις αρχές του 9ου αιώνα τοποθέτησε στο ναό του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη δύο αργυρές πλάκες, πάνω στις οποίες χάραξε το Σύμβολο της Πίστεως Ελληνικά και Λατινικά, χωρίς την προσθήκη της φράσης «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ». Το 1009 ο πάπας Σέργιος Δ΄ (1009-1012) σε ενθρονιστήρια επιστολή του παραθέτει σε ελεύθερη μετάφραση το Σύμβολο της Πίστεως με την προσθήκη του Filioque. O Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος (999-1019), «μετ’ άπόφασιν Συνόδου, διέγραψε το όνομα του μνημονευθέντος Ρώμης Σεργίου εκ των διπτύχων της Ανατολικής Εκκλησίας, έκτοτε δε μέχρι σήμερον ουδέν παπικόν όνομα ετέθη εν αυτοίς»26. Τα ονόματα των Προκαθημένων των Εκκλησιών δεν διαγράφονται από τα δίπτυχα ένεκα  «τοπικών εθίμων», αλλά ένεκα αιρέσεως! To 1014 ο πάπας Βενέδικτος Η΄ (1012-1024), ύστερα από απαίτηση του θείου του, αυτοκράτορα Ερρίκου Β΄, ανήγαγε τη δοξασία «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (=Φιλιόκβε) σε δόγμα και το ενσωμάτωσε στο Σύμβολο της Πίστεως, πράξη η οποία απετέλεσε τον σοβαρότερο λόγο ρήξης των σχέσεων της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία27, δεν είχε, όμως, ως άμεσο αποτέλεσμα το Σχίσμα και μάλιστα το οριστικό Σχίσμα, το οποίο επήλθε το 1054 μετά από απόφαση Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη, η οποία απεκάλεσε το «Φιλιόκβε», όχι «τοπικόν έθιμον», αλλά «βλάσφημον δόγμα»28.

3)  Οι Λατίνοι υποστηρίζουν ότι ο Πάπας έχει το αλάθητο σε θέματα πίστεως, όταν ομιλεί από καθέδρας, ex catedra στα λατινικά, θέση αντίθετη προς την Αγία Γραφή και την Αποστολική Παράδοση, επειδή υπονοεί «Απόλυτη Θεοπνευστία».

Η αιρετική αυτή θέση προτάθηκε στην πρώτη συνεδρία της Πρώτης Βατικανείου Συνόδου το 1870, έγινε αποδεχτή και ανακηρύχθηκε επίσημα σε δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στις 18 Ιουλίου του 1870 κατά την τέταρτη συνεδρίασή της. Ο τότε πάπας Πίος Θ΄ ανέγνωσε ενώπιον της συνόδου το δεκρετάλιο (= διάταγμα)29: Pastor  aeternus   με το οποίο ανεγνώριζε το δικό του αλάθητο, των προκατόχων του θρόνου του και των μελλούμενων να τον δισδεχθούν.

Εμείς γνωρίζουμε και δεχόμεθα ότι απόλυτα Θεόπνευστοι και συνεπώς αλάθητοι ήταν μόνο οι Άγιοι Απόστολοι, οι οποίοι φωτίστηκαν ιδιαιτέρως από το Άγιο Πνεύμα, και είπαν και έγραψαν αυτά που είδαν και άκουσαν30. Οι Πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος ουδέποτε αξίωσαν (= απαίτησαν) να γίνει το δικό τους θέλημα• πάντα διαλεγόνταν (= συζητούσαν) μαζί με τους άλλους Αγίους Αποστόλους, και με τον τρόπο αυτό κατέληγαν, τόσον οι ίδιοι όσον και οι λοιποί Απόστολοι, στα Θεόπνευστα Συμπεράσματά τους. Οι Πρωτοκορυφαίοι ουδέποτε απεφάνθησαν (= αποφάσισαν) για κάποιο θέμα με τον δικτατορικό τρόπο που ενεργεί ο Πάπας, ο οποίος έφθασε στο σημείο να ανακηρύξει τον εαυτό του

– διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου
– αντιπρόσωπο του Χριστού στη γη (vicarius Christi στα λατινικά)
– ορατή κεφαλή της Εκκλησίας (το λεγόμενο «πρωτείο του Πάπα») και
– αλάνθαστο διδάσκαλο της Χριστιανικής Πίστεως!!!

Η Καινή Διαθήκη αναφέρει σαφέστατα ότι ο Χριστός είναι η Κεφαλή και Αρχηγός της Εκκλησίας, τόσο της Στρατευομένης εδώ στη Γη, όσο και της Θριαμβεύουσας στον Ουρανό (Εφεσ. 1, 22-23).

Αναφορικά με το δόγμα του αλάθητου του Πάπα ο άγιος Νεκτάριος παρατηρεί: «Μεγάλως ἥμαρτεν ὁ Μακαριώτατος Πάπας, κηρύξας ἑαυτὸν ἀλάθητον καὶ ἀναμάρτητον… Τὸ ἀλάθητον καταργεῖ τὰς Συνόδους, ἀφαιρεῖ ἀπ᾿ αὐτῶν τὴν σημασίαν, τὴν σπουδαιότητα, καὶ τὸ κῦρος, καὶ κηρύττει αὐτὰς ἀναρμοδίους, διασαλεῦον τὴν πρὸς αὐτὰς πεποίθησιν τῶν πιστῶν. Ἡ ἀνακήρυξις τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα διεσάλευσε τὰ θεμέλια τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας· διότι παρέσχε χώραν εἰς ὑπονοίας περὶ τῆς αὐθεντίας τῶν Συνόδων, καὶ δεύτερον ἐξήρτησε αὐτὴν ἐκ τῆς νοητικῆς καὶ πνευματικῆς ἀναπτύξεως ἑνὸς προσώπου, τοῦ Πάπα…  Ἀφοῦ δὲ πᾶς Πάπας κρίνει περὶ τοῦ ὀρθοῦ κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτῷ, καὶ ἑρμηνεύει τὴν Γραφήν ὡς βούλεται, καὶ ἀποφθεγματίζεται, ὡς θεωρεῖ ὀρθόν, κατὰ τί διαφέρει οὗτος τῶν παντοίων δογματιστῶν τῆς Προτεσταντικῆς Ἐκκλησίας;… Ἴσως ἐν μὲν τῇ τῶν Προτεσταντῶν ἕκαστον ἄτομον ἀποτελεῖ μίαν Ἐκκλησίαν, ἐν δὲ τῇ Δυτικῇ ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν ἀποτελεῖ ἓν ἄτομον, οὐχὶ πάντοτε τὸ αὐτό, ἀλλ᾿ ἀείποτε ἕτερον»31.

« Ἐκ τῆς συγκροτήσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διδασκόμεθα», γράφει παρακάτω ο άγιος Νεκτάριος, «ὅτι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία οὐδένα ἕτερον ἀνεγνώριζεν ἀναμάρτητον καὶ ἀλάθητον ἢ μόνην ἑαυτὴν ἐν τῷ συνόλῳ τῶν ἑαυτῆς ἐπι-σκόπων. Μάτην ἄρα ἀγωνίζονται οἱ περὶ τὸν Πάπαν Ρώμης νὰ ἀναδείξωσιν αὐτὸν ἀλά-θητον ἢ μὴ σφαλλόμενον, δογματίζοντα ἀπὸ καθέδρας, διότι αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι ἵστανται στεντορείᾳ τῇ φωνῇ διαμαρτυρόμεναι κατὰ τοῦ τοιούτου ἀνοσίου σφετερισμοῦ τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Ἐκεῖνο δὲ, ὅπερ ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλη-σία ἐπὶ δεκαεννέα ὅλους αἰῶνας ἐπίστευε καὶ ἐπρέσβευεν, εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀθετήσῃ καὶ ἀπαρνηθῇ, ὅπως δεχθῇ καὶ πρεσβεύσῃ τὸ νέον περὶ ἀλαθήτου δόγμα τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης ἦτο ἀδιάπταιστος δογματίζων ἀπὸ καθέδρας, τοῦτο ἔπρεπε νὰ ὁμολογῆται παρὰ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τῶν πρώτων αἰώνων, ἀλλ᾿ οὐ μόνον δὲν ὁμολογεῖται ἀλλὰ καὶ διαψεύδεται· διότι αἱ τοπικαὶ, αἱ ἐπαρχιακαὶ καὶ αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι πᾶν τοὐναντίον ὁμολογοῦσι. Ἑὰν ἡ Ἐκκλησία ἀνεγνώριζε τῷ Πάπᾳ τοιοῦτον προσόν, θὰ ὡμολόγει τοῦτο διὰ τῶν ἔργων, ἐπιζητοῦσα παρ᾿ αὐτοῦ τὴν λύσιν τῶν παρου-σιαζομένων ζητημάτων, οὐδὲ θὰ προσέτρεχεν εἰς Συνόδους, καὶ δὴ Οἰκουμενικάς, πρὸς λύσιν δογματικῶν ζητημάτων. Ἡ συγκρότησις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀρνεῖται τῷ Πάπᾳ τοιοῦτον θεῖον χάρισμα. Αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι οὐ μόνον δὲν ἀνεγνώρισαν τῷ Πάπᾳ τοιοῦτον προνόμιον, ἀλλὰ καὶ κατεπολέμησαν τὴν τοιαύτην διάθεσιν καὶ διεκδίκησιν τοιούτου προσόντος, καὶ διὰ κανόνων τὸν μέγα Ποντίφηκα ἐξίσωσαν πρὸς τοὺς λοιποὺς ἐπισκόπους»32.

Αν το δόγμα του αλαθήτου του Πάπα ήταν ορθό, θα έπρεπε η ιστορία να βεβαιώνει ότι οι διάφοροι Πάπες υπήρξαν πράγματι αλάθητοι. Όμως η ιστορία αποδεικνύει εντελώς το αντίθετο. Στον πρώτο τόμο του έργου του για το Σχίσμα, ο άγιος Νεκτάριος αναφέρει δέκα Πάπες που στάθηκαν «αἱρετικοὶ καὶ πεπλανημένοι», και προσθέτει ότι υπήρξαν και άλλοι Πάπες που έπεσαν σε αιρέσεις και πλάνες33. Στον δεύτερο τόμο του ιδίου έργου (σελ. 103) , μιλώντας για τον Πάπα Ιννοκέντιο τον Γ´, που ήταν υπεύθυνος για την Δ´ Σταυροφορία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και τη λεηλασία και αυτών των ναών της από τους Φράγκους το 1204, παρατηρεί: «Ἄνδρες μεγάλων ἀρετῶν ἐπείσθησαν ὅτι ὁ Ἰννοκέντιος ὁ Γ´ ὑπέπεσεν εἰς μεγάλα λάθη. Ὥστε οἱ Πάπαι καὶ ἁμαρτάνουσι καὶ κολάζονται· ἴσως καὶ αἰωνίως διὰ τὰ πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν Ἑκκλησίαν κακά, καὶ τὰς ψευδενώσεις, καὶ τὰς ἀσεβεῖς καὶ ἀντιχριστιανικὰς διατάξεις».

Χωρίς βάση, λοιπόν, στα πράγματα είναι το δόγμα του αλαθήτου του Πάπα, όπως είναι και το δόγμα του πρωτείου του Πάπα. Και αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα αίτια του χωρισμού των δύο Εκκλησιών.

Ως απόδειξη για το υποτιθέμενο αλάθητο του Πάπα χρησιμοποιείται από τους παπικούς το ακόλουθο εδάφιο της Καινής Διαθήκης: «ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος• καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ’ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς. καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.» (Ματθ. 16, 16-19)

Ο ισχυρισμός αυτός είναι αυθαίρετος, επειδή θεμέλιο της Εκκλησίας είναι η ομολογία (= παραδοχή) του Πέτρου, ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού. Αυτό φαίνεται με σαφήνεια από το γεγονός ότι ο Ιησούς λέγει «ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ» και όχι «ἐπὶ σοι» και από το γεγονός ότι η εξουσία, που δόθηκε στον Πέτρο, δόθηκε και στους υπόλοιπους αποστόλους. Είπε ο Χριστός: « Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ.» (Ματθ.18,18).Τα κλειδιά για τη Βασιλεία των Ουρανών είναι η εξουσία των αποστόλων να συγχωρούν τους ανθρώπους.

Από την Αγία Γραφή πληροφορούμεθα ακόμη

– ότι και ο απόστολος Πέτρος έκανε σφάλματα και ότι τον διόρθωσε ο απόστολος Παύλος! (Γαλ. β΄ 11-21) και
– ότι πρόεδρος της Αποστολικής Συνόδου στα Ιεροσόλυμα το 49, ήταν ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Ιάκωβος ο Αδελφόθεος  και όχι ο Πέτρος (Πράξ. Κεφ.15). Αυτό αποδεικνύει το πόσο παράλογες είναι οι αξιώσεις του επισκόπου Ρώμης για πρωτείο και αλάθητο…

Ο Πάπας Ονώριος  Α΄ (625-638) όχι μόνο δεν ήταν αλάθητος, αλλά ασπάστηκε και τον Μονοθελητισμό ! Το 634 σε επίσημη απαντητική επιστολή προς τον Μονοθελήτη Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο έγραψε «ὅθεν καί ἐν θέλημα ὁμολογοῦμεν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ». Η στ΄ Οικουμενική Σύνοδο τον αναθεμάτισε μαζί με τους επισκόπους Σέργιο, Θεόδωρο, Κύρο, Πέτρο, Πύρρο και Παύλο (Αποφάσεις 13, 16, 18) χαρακτηρίζοντάς τον όργανο του αρχαίου όφεως και εμπόδιο για την Εκκλησία (Απόφαση 18). Η κατηγορία κατά του Ονωρίου ενώπιον του αυτοκράτορα και της Συνόδου έγινε από τον  Πάπα Ρώμης Αγάθωνα (Απόφαση 13)34.

Ο Πάπας Λέων Β΄(682-683) με επιστολή του προς τον αυτοκράτορα αναθεμάτισε τον Ονώριο, επιβεβαιώνοντας τις αποφάσεις της στ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Το ίδιο έπραξε με επιστολή του προς τους ισπανούς επισκόπους και με άλλη επιστολή του προς τον βασιλέα της Ισπανίας35.

Μήπως ήταν αλάθητος ο Πάπας Γρηγόριος Θ΄ (1227-1241), ο οποίος το 1233 έδωσε επίσημα διαταγή να ξεκινήσει η «Ιερά Εξέταση, inquisitio στα λατινικά»;

Κάποιοι Πάπες διαφωνούσαν μεταξύ τους πάνω σε θεμελιώδη δογματικά θέματα, πράγμα που δείχνει ότι κάποιος Πάπας είχε άδικο, όπως για παράδειγμα:

– Ο Πάπας Λέων Γ΄ (796-816) πολέμησε με επιμονή το filioque, ενώ ο Πάπας Σέργιος Δ (1009-1012) το ενσωμάτωσε αυθαίρετα στο Σύμβολο της Πίστεως.
– Ο Πάπας Παύλος ΣΤ’ το 1969, αψηφώντας την Ιερή Παράδοση της Εκκλησίας και τους προγενέστερους Πάπες, διέγραψε από το Εορτολόγιο της Εκκλησίας της Ρώμης αρκετούς αγίους, όπως την Αγία Βαρβάρα.

Τα μόλις εκτεθέντα εγείρουν το ερώτημα: Γίνεται να είναι όλοι αλάθητοι και μεταξύ τους να διαφωνούν;

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο Πάπας δεν είναι αλάθητος, ακόμα και όταν ομιλεί «υπό την ιδιότητα του ποιμένα και διδασκάλου όλων των χριστιανών» και ότι πριν το σχίσμα δεν υπήρχε η παράλογη διδασκαλία περί παπικού αλαθήτου, παρά το γεγονός ότι ο Πάπας κατείχε σπουδαία θέση στην Εκκλησία.

4)   επέβαλαν στους κληρικούς τους υποχρεωτική αγαμία!  Όμως, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη και ολόκληρη την Ιερή Εκκλησιαστική Παράδοση, ο κάθε κληρικός είναι ελεύθερος να επιλέξει (= διαλέξει) μεταξύ γάμου και αγαμίας. Τη θέση της Εκκλησίας επί του θέματος παραθέτει και σχολιάζει διεξοδικά ο Andrew Louth ένθα ανωτέρω, σελ. 31-37 και 295-.

5)   διδάσκουν ότι υπάρχει «καθαρτήριον πυρ», γεγονός που δεν αναφέρεται πουθενά, ούτε στην Αγία Γραφή, ούτε και στην Ιερή Εκκλησιαστική Παράδοση!

Σύμφωνα με τη διδασκαλία αυτή οι ψυχές μετά τον θάνατο καθαρίζονται από τις κηλίδες των αμαρτιών, από τις οποίες δεν είχαν καθαριστεί, όταν ζούσαν με το σώμα στη Γη!

Η Καινή Διαθήκη, όμως, διδάσκει με σαφήνεια, ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός με τη Σταυρική Του Θυσία αναδείχθηκε «Ιλασμός των αμαρτιών μας», δηλαδή, η Χάρη του Χριστού που προήλθε από την Σταυρική Του Θυσία, δίνει την άφεση των αμαρτιών για όσο είμαστε στη Γη και Εξομολογούμαστε (Α’ Ιωάν., 2, 2). Ακόμα διδάσκει η Καινή Διαθήκη, ότι, όταν φύγουμε από την ζωή αυτή, δεν θα υπάρξει καμία κάθαρση των ψυχών μας, παρά μονάχα η Κρίση τους από τον Κύριο.

6)   διδάσκουν τα περί «περίσσειας αξιομισθίας» του Χριστού και των Αγίων, μία ακόμα αυθαίρετη και αιρετική, κατ’ εμέ, διδασκαλία, η οποία δεν αναφέρεται πουθενά, ούτε στην Αγία Γραφή, ούτε και στην Ιερή Εκκλησιαστική Παράδοση!

«Περίσσεια αξιομισθία» είναι η παπική θεώρηση, ότι ο  Χριστός, η Θεοτόκος και οι Άγιοι έχουν κάνει περισσότερα καλά έργα, απ’ ότι χρειάζονται για τη σωτηρία τους, οπότε το  περίσσευμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί, με τη μεσολάβηση κυρίως του Πάπα αλλά και άλλων που ενεργούν εκ μέρους του, για τη σωτηρία των ανθρώπων, που υστέρησαν σε έργα αρετής ή πέθαναν χωρίς μετάνοια, εν αμαρτίαις.

Η δογματική της αξιομισθίας στηρίζεται στη θεωρία, ότι ενώ ο Χριστός οφείλει υπακοή στη δικαιοσύνη και στην τιμή του Θεού, δεν οφείλει να πεθάνει, επειδή είναι αναμάρτητος και ως εκ τούτου ο Θάνατός Του θεωρείται «υπέρτατο έργο» (= υπέρτατη προσφορά, θυσία), που χρήζει υπέρτατης αξιομισθίας, δηλαδή αμοιβής, ανταμοιβής.

Ο Κύριος μας και οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, όμως, μας διαβεβαιώνουν ότι η κάθε ψυχή θα κριθεί μόνο σύμφωνα με τις πράξεις της, δηλαδή, ότι ο Θεός θα κρίνει τον καθένα, μόνο σύμφωνα με τα έργα του (Ματθ. 24, 36-44 και κεφάλ. 25, 1-3 και 31-46).

7)   διδάσκουν ότι η Θεοτόκος γεννήθηκε χωρίς το προπατορικό αμάρτημα (με τη λεγόμενη «άσπιλη σύλληψη»), ενώ η αλήθεια της Αγίας μας Εκκλησίας υποδεικνύει, ότι το Άγιο Πνεύμα Την καθάρισε από κάθε μολυσμό της προπατορικής αμαρτίας, όταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ είπε κατά τον Ευαγγελισμό Της «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ…» (Λουκ.1, 35).

8)  έχουν πέσει στην αίρεση της Μαριολατρείας, αφού πιστεύουν ότι η Θεοτόκος ανελήφθη στους ουρανούς όπως ο Χριστός και την λατρεύουν σαν θεά!

Η διδασκαλία αυτή είναι αντίθετη με όσα διδάσκει η Αγία μας Εκκλησία. Σύμφωνα με  την Ιερή Παράδοση της Εκκλησίας μας, το σώμα της Θεοτόκου μετέστη (= ανελήφθη) στους Ουρανούς την τρίτη ημέρα από την Κοίμησή Της, για να μην γνωρίσει φθορά, διότι «δεν ήταν δυνατό να παραμείνει κάτω από τη γη το σώμα Εκείνης, χάριν της Οποίας ο Θεός έπλασε όλο τον κόσμο», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μέγας Βασίλειος.

9) επιδεικνύουν αιρετική συμπεριφορά και στα Ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας. Δεν βαπτίζουν όπως δίδαξε ο Κύριος37, αλλά ραντίζουν! Βαπτίζω σημαίνει βυθίζω, βουτάω εξ ολοκλήρου στο νερό. Αντιθέτως, εκείνοι κατήργησαν την τριπλή κατάδυση και ραντίζουν απλώς και μόνο τον βαπτιζόμενο.

Εμείς οι Ορθόδοξοι ραντίζουμε κατ’ εξαίρεση το νήπιο, μόνο σε περίπτωση υψίστης ανάγκης, μόνο δηλαδή όταν κινδυνεύει να πεθάνει αβάπτιστο (οπότε κάνουμε Αεροβάπτισμα), και αργότερα εάν ζήσει κάνουμε μόνο το Χρίσμα.

10)  Το Χρίσμα το τελούν στα αγόρια στην ηλικία των 14ων  ετών και στα κορίτσια στην ηλικία των 12 ετών, ενώ εμείς σε νηπιακή ηλικία μαζί με το Βάπτισμα, και αμέσως μετά τα κοινωνούμε, κάνοντας έτσι πράξη τα θεόπνευστα Λόγια των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας  μας, οι οποίοι διδάσκουν πως κατά τον νηπιοβαπτισμό υπάρχει ωφέλεια πνευματική, την οποία ο άνθρωπος λαμβάνει ακόμα και χωρίς να καταλαβαίνει κάτι. Οι Άγιοι Πατέρες μιλούν για την πνευματική ωφέλεια, που προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα και που λαμβάνει κάποιος με το Βάπτισμα και το Χρίσμα, και η οποία εργάζεται μυστικά στο πνεύμα του βαπτιζομένου, ενώ τονίζουν πως κατά το Μυστήριο του Χρίσματος ο βαπτιζόμενος δέχεται από νήπιο ακόμη τα χαρίσματα και τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος.

11)  Στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας οι Καθολικοί χρησιμοποιούν άζυμο άρτο, δηλαδή ψωμί χωρίς προζύμι, – όπως έκαναν οι Εβραίοι το βράδυ πριν από την έξοδό τους από την Αίγυπτο ( Εξόδ. 11, 8) και όπως κάνουν έκτοτε κατ’ έτος κατά τη διάρκεια της εορτής του Πάσχα των -,  και από το 1200 και μετά, έπαψαν να μεταδίδουν στους πιστούς το Σώμα και το Αίμα, όπως εμείς, αλλά μεταδίδουν μόνο αγιασμένο άζυμο άρτο (!), κάτι που είναι κάθετα αντίθετο προς τους λόγους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είπε καθαρά: «αλήθεια, αλήθεια σας λέω, αν δεν φάτε τη σάρκα του Υιού του ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε ζωή μέσα σας. Εκείνος που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου έχει ζωή αιώνια, κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα» (Κατά Ιωάν. 6, 53-54).

12)  Το Ιερό Ευχέλαιο οι Καθολικοί το τελούν μόνο προ του θανάτου ως εφόδιο (viaticum στα λατινικά) στην πορεία του ανθρώπου για την άλλη ζωή.

Η Αγία Γραφή, όμως, μας διδάσκει ότι το Ιερό Ευχέλαιο τελείται για ίαση των πιστών, όταν αυτοί ασθενούν (Επιστολή Ιακώβου, 5, 14). Πάνω στο Θέμα αυτό, οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας διδάσκουν, με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, ότι τα Εφόδια προ του θανάτου για τους Χριστιανούς είναι η Εξομολόγηση και η Μετάληψη των Τιμίων Δώρων, δηλαδή η Θεία Κοινωνία.

Στο ερώτημα που τίθεται από πολλούς σήμερα, αν οι Λατίνοι ή Ρωμαιοκαθολικοί είναι σχισματικοί ή αιρετικοί απαντούν με σαφήνεια οι αποφάσεις της εν Τριδέντῳ συνόδου (1545-1563), η οποία θεωρείται από τους Ρωμαιοκαθολικούς «Οικουμενική» και «κατέχει την πρώτη θέση στον κατάλογο των γενικών συνόδων» της Εκκλησίας των, επειδή

– καθόρισε με ευκρίνεια  το Λατινικό δόγμα και
– εισήγαγε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, γεγονότα πού είχαν σπουδαιότατες επιδράσεις τόσο εντός όσο και εκτός του Παπισμού. Η σύνοδος αυτή υπήρξε το ισχυρό όπλο της Αντιμεταρρύθμισης37

Με τη σύνοδο αυτή οι παπικοί αναθεματίζουν, εξοβελίζουν δηλαδή εκτός Εκκλησίας τούς Αποστόλους, τούς Πατέρες της Εκκλησίας και Αυτόν ακόμη τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό.

Σε λίγους είναι γνωστό ότι, όπως γράφει ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος Β΄ (1669-1707), η εν λόγω σύνοδος «αναθεματίζει την Καθολικήν Εκκλησίαν, τούς αγίους πατέρες, τούς Αποστόλους, και αυτόν τον Χριστόν»38. Θα αναφέρω λίγα μόνο σημεία από τα πρακτικά της εν λόγω συνόδου39 και μάλιστα επιγραμματικά, τα οποία, νομίζω, θα βοηθήσουν στη συναγωγή των ορθών συμπερασμάτων.

1.  Όρος που αφορά το Σύμβολο της Πίστεως. Έγινε δόγμα στην τρίτη συνεδρία το Φεβρουάριο του 1546. Αφού παρατίθεται το Σύμβολο με την προσθήκη του filioque, ορίζεται ότι «όλοι όσοι δηλώνουν Χριστιανοί συμφωνούν απαραιτήτως» με αυτό, αλλιώς είναι αιρετικοί. Έτσι, αναθεματίζεται η Εκκλησία και οι άγιοι Πατέρες, οι οποίοι θέσπισαν το Σύμβολο χωρίς την προσθήκη.

2. Κανόνες που αφορούν το Βάπτισμα. Ελήφθησαν στην έβδομη συνεδρία το Μάρτιο του 1547.

Κανών 3: «Εάν τις είπη ότι εις την Ρωμαϊκήν Εκκλησίαν, η οποία είναι η μήτηρ και κυρία όλων των Εκκλησιών, δέν υπάρχει το αληθινόν δόγμα σχετικώς προς το μυστήριον του βαπτίσματος, ας είναι ανάθεμα». Υπενθυμίζω, ότι οι Λατίνοι βαπτίζουν με ραντισμό.

Ο πιο πάνω μνημονευθείς πατριάρχης Ιεροσολύμων γράφει, «η καθολική Εκκλησία (δηλαδή η Ορθόδοξη) από των Αποστόλων παραλαβούσα, βαπτίζει εις τρεις καταδύσεις και αναδύσεις δια το τρισυπόστατον της Θεότητος και την τριήμερον Ανάστασιν». Οι  παπικοί, που καινοτόμησαν το βάπτισμα, αναθεματίζουν με την εν λόγω σύνοδο όποιον λέει ότι η καινοτομία αυτή δεν ήταν καλή. Αυτό σημαίνει ότι αναθεματίζουν την καθολική Εκκλησία, τούς Αποστόλους και τους αγίους πατέρες, οι οποίοι άφησαν σαφή παραγγελία για τη τελετουργία του βαπτίσματος40.

3.  Όροι και κανόνες που αφορούν το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Εψηφίσθηκαν στις συνεδρίες της 13 Οκτωβρίου 1551 και 21 Ιουλίου 1562.

Στις εν λόγω συνεδρίες οι παπικοί εκαινοτόμησαν το μέγα τούτο μυστήριο κατά δύο τρόπους.  Πρώτον, αποφάσισαν ότι δεν είναι απαραίτητο τα θεία δώρα να μεταδίδωνται στους πιστοὐς και με τα δύο είδη, δηλαδή του άρτου και του οίνου, αλλά αρκεί το ένα είδος.  Δεύτερον, απεφάσισαν ότι δεν είναι απαραίτητο τα θεία δώρα να μεταδίδωνται στα παιδιά. Και αναθεματίζουν όσους λένε ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν έγιναν ορθά. Συγκεκριμένα, στο τέταρτο κεφάλαιο της 21ης συνεδρίας εθέσπισαν τούς ακόλουθους κανόνες:

Κανών 1: «Εάν τις είπη ότι έκαστος και όλοι οι πιστοί του Χριστού υποχρεούνται, είτε κατόπιν εντολής του Θεού είτε από την ανάγκην δια την σωτηρίαν των, να λαμβάνουν και τα δύο είδη του αγιωτάτου μυστηρίου της Ευχαριστίας, ας είναι ανάθεμα».

Κανών 2: «Εάν τις είπη ότι η αγία Καθολική Εκκλησία δέν ώρισεν δικαίως ότι οι λαϊκοί και οι κληρικοί πού δέν τελούν τον καθαγιασμόν των τιμίων δώρων πρέπει να κοινωνούν μόνον από το είδος του άρτου, ή ότι σφάλλει εις το θέμα τούτο, ας είναι ανάθεμα».

Κανών 4: «Εάν τις είπη ότι η κοινωνία της Ευχαριστίας είναι απαραίτητος δια τα μικρά παιδία πρίν αυτά φθάσουν εις ηλικίαν ώστε να αποφασίζουν μόνα των, ας είναι ανάθεμα».

Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος Β΄ γράφει επί του προκειμένου: «Ο Κύριος μόνος ώρισε, λάβετε, φάγετε, και πίετε εξ αυτού πάντες, και οι άγιοι πατέρες ούτως εδέξαντο τούς λόγους του Κυρίου, ίνα πάντες οι Χριστιανοί δηλονότι τρώγωσι το σώμα και πίνωσι το αίμα, ο δε Πάπας εκαινοτόμησε κατά των αγίων και αυτού του Χριστού, και έκρινε τούς λαϊκούς μόνου του ενός είδους, ήτοι του άρτου κοινωνείν, τούτο δε εβεβαίωσαν πρότερον και εν Κωνσταντεία και Βασιλεία λατινικαί Σύνοδοι, απεδέχθη δε τούτο και η παρούσα μετά μεγάλης βλασφημίας, και γαρ αναθεματίζει τούς λέγοντας μη ευλόγως ποιή-σαι τούτο την ρωμαϊκήν Εκκλησίαν»• και συνεχίζει: «Ο Κύριος είπε, Λάβετε, φάγετε, και πίετε εξ αυτού πάντες, και η καθολική Εκκλησία απαρχής παρείχε την κοινωνίαν του Μυστηρίου και τοις παιδίοις, η δε ρωμαϊκή, ήτοι η παπική Εκκλησία διώρισε μόνον τούς μεγάλους μεταλαμβάνειν, ουμήν και τα παιδία, τούς δε λέγοντας μη ευλόγως ταύτα πεποιηκέναι την παπικήν Εκκλησίαν και διορίσαι, αναθεματίζει, και ούτω πάλιν αναθεματίζει την καθολικήν Εκκλησίαν, και τούς αγίους πατέρας, και αυτόν τον Χριστόν».

4. Κανόνες που αφορούν το μυστήριο του γάμου. Εψηφίσθηκαν στην εικοστή τετάρτη συνεδρία το Νοέμβριο του 1563.

 Κανών 7: «Εάν τις είπη ότι η Εκκλησία σφάλλει διδάσκουσα ότι συμφώνως προς το ευαγγελικόν και αποστολικόν δόγμα ο δεσμός του γάμου δέν δύναται να λυθή μονομερώς λόγω μοιχείας• και ότι αμφότεροι οι σύζυγοι, ή ακόμη και μόνον το αθώον μέλος πού δέν εμοίχευσε, δέν δύναται να συνάψη έτερον γάμον εν όσω ζη το έτερον μέλος• και ότι είναι ένοχος μοιχείας ο σύζυγος πού χωρίζει την μοιχαλίδα γυναίκα του δια να συζευχθή με άλλην, όπως είναι και η σύζυγος πού χωρίζει τον μοιχόν άνδρα της δια να συζευχθή με άλλον, ας είναι ανάθεμα»

Σχολιάζοντας ο παραπάνω μνημονευθείς πατριάρχης Ιεροσολύμων τον εν λόγω κανόνα, παρατηρεί ότι η σύνοδος «αναθεματίζει τούς δια μοιχείαν ποιούντας διαζύγιον, και ούτως αναθεματίζει τον ειπόντα:  Όστις απολύση την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας, και την καθολικήν Εκκλησίαν, και τούς αγίους πατέρας». Δηλαδή, ενώ ο Χριστός είπε λόγο41 πού επιτρέπει το διαζύγιο (λόγω πορνείας), οι παπικοί τον αναθεματίζουν για τον λόγο αυτό!

Ευχαριστώ για την  προσοχή σας

Παραπομπές 

1.  Πρβλ. The New International Dictionary of the Christian Church, Editor: J.D. Douglas, 1974, ISBN: 0 85364 167 6.

2.  Πρβλ. Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Στεφανίδου, του λοιπού Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, εβδόμη έκδοσις, Αθήναι 2007, σελ. 207-209

3.  Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 279-

4.   Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 209-245.

5.   L. Duchesne, L’ Église au VI siécle, Paris 1925 και Στεφανίδου, σελ. 244-245

6.  Μεγάλου Βασιλείου, ΕΠΕ1, 304.

7.   Πρβλ. The Church in History: Volume III, written by Andrew Loath, Greek East and Latin West, The Church ad 681-1071, new York 2007. P. 29 .

8.  Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 248.

9.   Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 343-351.

10.   Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 377-379.

11.  Πρβλ. Γ. Κρέμος, Ιστορία του σχίσματος των δύο Εκκλησιών, τόμ. Α΄ και Β΄, εν Αθήναις 1905-1907,  Αγίου Νεκταρίου Κεφαλά, Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του σχίσματος, Αθήνα 1912 και Ιωάννου Καλογήρου, Das grosse Schisma zwischen Ost- und Westkirche, in Byzanz 95 Vortragsfolge…, Berlin 1984,   M. Diet, Église et état selon Vatican II, 1978,  The Church in History, Volume III, written by Andrew Louth, Greek East and Latin West, The Church ad 681- 1071, st. Vladimir’s Semi nar press, Crestwood, New York 2007, pp. 305-318.

12.  Πρβλ. C. Will (εκδότης) Acta et scripta…, Leipzig-Marburg 1861, σελ. 189-204 και  A. Michel, Humbert und Kerullarios II, Paderborn 1930, σελ. 432-474, όπου και η άλληλογραφία του Πέτρου Γ΄ με τον Κηρουλλάριο και τον Πάπα Λέοντα Θ΄ (1049-1054) αντίστοιχα.

13.   Δακτύλιο, κοινώς δακτυλίδι, φέρουν και οι επίσκοποι της Αρμενικής Εκκλησίας.

14.   Πρβλ. Αγίου Νεκταρίου Κεφαλά, Μελέτη Ἱστορικὴ Περὶ τῶν Αἰτίων τοῦ Σχίσματος, τόμ. Β´, σ. 6.

15.   Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 285-292).

16.  Ματθ. ιστ´ 18-19.

17.  Πρβλ. Αγίου Νεκταρίου Κεφαλᾶ, Μάθημα Ποιμαντικῆς, Ἀθῆναι, 1898, σ. 40.

18.   Ένθ. ανωτ., Α´, σ. 13).

19.  Ένθ. ανωτ., σ. 72 ἑξ).

20.   Ένθ. ἀνωτ., τόμ. Α´, σ. 40.

21.  Ένθ. ἀνωτ., τόμ. Α´, σ. 67.

22.   Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως (8) Περί της Αγίας Τριάδος.

23.   Θεολογικός Ε΄, 8.

24.   Τα Άπαντα, σελ. 417.

25.  Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 309.

26.  Στεφανίδου, σελ. 344.

27.  Πρβλ. M.-H. Gamilscheg, Kontroverse und das Filioque, Wien 1989

28.  Στεφανίδου, ένθα ανωτ., σελ.344.

29.  Νικ. Γρ. Ζαχαρόπουλος, Επίτομο ιστορικό-θεολογικό λεξικό, University Studio press, θεσσαλονίκη 2003

30.  Λουκ.6, 10, και Ιωάν. 14, 26, και, Κεφ. 16, 13.

31.  Αἱ Ἑπτὰ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, Ἀθῆναι, 1892, σ. 22-23, 27.

32.  Μελέτη Ἱστορικὴ Περὶ τῶν Αἰτίων τοῦ Σχίσματος, τόμ. Α´, σ. 94.

33.  ένθα ανωτέρω σ. 159-160.

34.  Στεφανίδου, σελ. σελ. 246 – .

35.  Charles J. Hefele, «A History of the Councils of the Church», Edinburgh: Clark, 1896, Volume V, pp. 181-187.

36.  Μάρκ. 16, 16, και Ματθ. 28, 19

37.  Πρβλ. S. Merkle, Concilium Tridentinum, Freiburg 1931 καιCanons and Decrees of  the Council of Trent, Αγγλική μετάφρασις υπόRev. H.J. Schroeder, O.P., Tan Books and Publishers, Illinois (1978), σελ. Iii, καί Αρχιμ. Β.Κ. Στεφανίδου,΄Εκκλησιαστική ‘Ιστορία: Απ’ αρχής μέχρι σήμερον, ΄Εκδ. Παπαδημητρίου, Β´ ΄Έκδ., 1959, σελ. 606-611.

38.  Πρβλ. Δωδεκάβιβλος, Βιβλία ΙΑ´ καί ΙΒ´, ΄Εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη, 1983, σελ. 34-36.

39.  Πρβλ. Canons and Decrees of the Council of Trent.

40.  Πρβλ. 50ον   Κανόνα των Αγ. Αποστόλων, Πηδάλιον, Εκδόσεις Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 62-66.

41.  Πρβλ. Ματ. 5:32 καί 19:9.

Πέρι Μνημοσύνων (Τελούνται Μνημόσυνα την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως;)

Ομιλία στο πλαίσιο της Ζ΄ Συνάντησης του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου Κλήρου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, τη 30η Μαΐου, 2013.
 
Πανιερώτατε,
Σεβαστοί  πατέρες,
 
Η εισήγησή μου διαιρείται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στα ιερά μνημόσυνα ἐν κοντῷ, εν συντομίᾳ (με το θέμα έχει ασχοληθεί ικανός αριθμός θεολόγων, πρβλ. Πρεσβυτέρου Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου, Δρ. Θ.,
 Τά ιερά Μνημόσυνα, Εκδόσεις Ομολογία, Αθήνα 2002 όπου αναφέρεται και η παλαιότερη βιβλιογραφία) και το δεύτερο, με επικεφαλίδα: «Τελούνται μνημόσυνα την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως;», ασχολείται διεξοδικά με το ερώτημα, σε ποιές άλλες ημέρες-εορτές του έτους, εκτός από τις γνωστές σε όλους, δεν τελούνται μνημόσυνα.
 
Μέρος Α΄: Περί μνημοσύνων γενικά
 
Η Αγία μας Εκκλησία, κινούμενη από αγάπη προς τους εν Χριστῴ κοιμηθέντας αδελφούς μας, καθιέρωσε ειδικές τελετές και προσευχές υπέρ «μακαρίας μνήμης και αναπαύσεως των ψυχών» αυτών, κοινώς μνημόσυνα, τα οποία όρισε να τελούνται σε καθωρισμένες ημέρες από την ημέρα της κοιμήσεως τους (τρίτη, ενάτη, τεσσαρακοστή, τρίμηνα, εξάμηνα, εννιάμηνα, έτος και κάθε χρόνο η επέτειος της μνήμης). Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μητροφάνης Κριτόπουλος (1589-1639) στην Ομολογία του αναφέρει εκτός από τις γνωστές ημέρες την πρώτη και την εικοστή από την ημέρα της κοιμήσεως (πρβλ. Γιάννη Σουλιώτη, Τά κόλλυβα, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1986, υποσημείωση 10, σ. 24-25). Η λέξη μνημόσυνο παράγεται από το ρήμα μνημονεύω, που σημαίνει: «ανακαλώ εις την μνήμη, υπενθυμίζω, αναφέρω• μνημονεύω το γεγονός» (Πρβλ.Πάπυρος Λαρούς, Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν και ερμηνευτικόν λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, 1972). Τα αίτια, που επέβαλαν το χρόνο τέλεσης των μνημοσύνων, οφείλονται α) σε δογματικούς λόγους και β) σε επιδράσεις από ανάλογες τελετές προχριστιανικών θρησκευμάτων (Ιουδαίων και Εθνικών-Ειδωλολατρών). 
 
Στους δογματικούς λόγους ανήκουν μεταξύ άλλων: 
 
– η πίστη της Εκκλησίας στην ενανθρώπηση του Χριστού, στο θάνατό Του, στην ταφή Του και την Ανάστασή Του, γεγονότα που νίκησαν τον Άδη και άνοιξαν τη διέλευση προς την αθανασία για όλους τους ανθρώπους. Τώρα, ενώ πεθαίνουμε στο σώμα, δεν παραμένουμε αιώνια στην κατάσταση αυτή, καθότι η Ανάσταση του Χριστού είναι προάγγελος και της δικής μας ανάστασης και
 
– η πίστη της Εκκλησίας, ότι ο θάνατος δεν αίρει τη σχέση ανάμεσα στο στρατεύομενο και το θριαμβεύον τμήμα της.
 
Οι επιδράσεις από τα προχριστιανικά θρησκεύματα έχουν εξωτερικό μόνο χαρακτήρα και δεν αντιτίθενται στην ορθή χριστιανική πίστη. Πρόκειται για τα αρχαία «περίδειπνα» ή «νεκρικά δείπνα», τις μετέπειτα χριστιανικές «μακαρίες» και «μνήμες», με τις οποίες συγγενείς και φίλοι εύχονται, «μακαρία η μνήμη αυτού». 
 
Οι Αποστολικές Διαταγές (Βιβλίον Η΄, κεφ. 43, ΒΕΠΕΣ, τ. 2, σ. 169 και ΕΠΕ, τ. 1, σ. 466-469) αλλά και διασωθέντα αρχαία Δίπτυχα και ανευρεθείσες επιτύμβιες επιγραφές (Πρβλ. George Galavaris, Bread and the Liturgy, The symbolism of Early Christian and Byzantine bread stamps, The University of Wisconsin Press Madison, Milwaukee, & London 1970, Chapter: Commemorative Bread for Departed Christians, pp.161-166), καθώς επίσης αρχαίοι συγγραφείς, μαρτυρούν για προσευχές και ελεημοσύνες που βοηθούν τους νεκρούς• με τον ιερό Χρυσόστομο να διευκρινίζει «και αμαρτωλός εάν τις απέλθει, πάλιν αι ελεημοσύναι τον ωφελούσιν». Οι Αποστολικές Διαταγές (Βιβλία.6,30 και 8,41-42) ορίζουν τις υποχρεώσεις των χριστιανών έναντι των κεκοιμημένων, υποχρεώσεις που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την τέλεση Θείας Λειτουργίας υπέρ του κεκοιμημένου και την παροχή ελεημοσυνών από τα υπάρχοντα του.
 
Σχετικά με το ερώτημα, «γιατί τελούνται μνημόσυνα;», επαρκούν, νομίζω, ως απάντηση οι παρακάτω λόγοι των αγίων Συμεών Θεσσαλονίκης και Νεκταρίου Πενταπόλεως:  «Γίνονται λοιπόν τά μνημόσυνα εἰς τούς προειρημένους καιρούς καθώς προείπομεν, διά τάς προγεγραμμένας αἰτίας• ἀπεκαλύφθη δέ καί εἰς πολλούς Ἁγίους, καί ἐφανερώθη ἡ ὠφέλεια, ἡ ὁποία προξενεῖται εἰς τούς κεκοιμημένους ἀπό αὐτά τά μνημόσυνα. Ὅθεν διά τοῦτο καί πρέπει νά ἐκτελέσωμεν ὅλοι μας αὐτάς τάς μνήμας, μέ ὅλην τήν δυνατήν σπουδήν καί ἐπιμέλειαν, καί μάλιστα τά τῆς φρικτοτάτης θυσίας (= Θ. Λειτουργία), καθότι αὐτή πρός τοῖς ἄλλοις, καί δι’ αὐτό τό τέλος ἀπό τόν Σωτῆρά μας ἐδόθη» ( Ἅπαντα Συμεών Θεσσαλονίκης, ἔκδοσις Ρηγοπούλου, «Περί τῶν προσφερομένων κολλύβων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων» Κεφ. ΙΕ΄, Θεσσαλονίκη, χ.χ. [ἀκριβής ἀνατύπωσις έκδοσης του 1882], σσ. 312-314). «Ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία, ἀπό τῆς ἱερᾶς ταύτης διδαχθείσης παραδόσεως, μακράν τοῦ νά νομίζῃ τά ἑαυτῆς τέκνα καθαρά ἀπό παντός ρύπου, εἰδυῖα τήν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν, οὐ γάρ ἐστιν ἄνθρωπος, ὅς ζήσεται καί οὐχ ἁμαρτήσει, εὔχεται, παρακαλεῖ, καθικετεύει τόν φιλάνθρωπον Θεόν ὑπέρ τῶν κοιμηθέντων τέκνων αὐτῆς, θεωρεῖ δέ τά μνημόσυνα ὡς ἀναπόφευκτον ὑποχρέωσιν τῶν ζώντων πρός τούς κεκοιμημένους• διό, οὐ μόνον δι’ ἕνα ἕκαστον ἐπιτελεῖ μνημόσυνα, ἀλλά καί δύο γενικά ἐνιαύσια μνημόσυνα περί τῶν ἐν τῇ ξένῃ γῇ ἀποθανόντων, καί περί τῶν νενομισμένων μή τυχόντων…» (Ἁγίου Νεκταρίου Κεφαλᾶ, Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Μελέτη περί τῆς Ἀθανασίας τῆς ψυχῆς καί περί ἱερῶν Μνημοσύνων, ἐκδόσεις Ἅγιος Νικόδημος, Ἀθῆναι 1972, σ. 101).     
 
Με τις προσευχές και τις δεήσεις υπέρ «μακαρίας μνήμης και αναπαύσεως των  ψυχών» υποβάλλουμε αίτηση χάριτος για τους κεκοιμημένους μας αδελφούς στον δίκαιο Κριτή, επειδή ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και η τελική κρίση ακόμη δεν έγινε. Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων λέγει: «Μεγίστην ὄνησιν πιστεύομεν ἔσεσθαι ταῖς ψυ-χαῖς, ὑπέρ ὧν ἡ δέησις ἀναφέρεται τῆς ἁγίας καί φρικωδεστάτης προκειμένης θυσίας» (=Πιστεύομεν, ὅτι ἡ πιό μεγάλη ὠφέλεια θά ὑπάρξει στίς ψυχές ἐκείνων, γιά χάρη τῶν ὁποίων προσφέρεται ὡς δέηση ἡ φρικτή καί ἀναίμακτη Θυσία τῆς Θείας Εὐχαριστίας) (πρβλ. PG 33, 1116Β και ΕΠΕ, τ. 1,σ. 188-191). Κατά την τελετή της σχετικής ιεροπραξίας, ο ιερέας εύχεται υπέρ των κεκοιμημένων (προσευχές), ενώ οι συγγενείς και φίλοι, τρώγοντας τα κόλλυβα με το σχετικό κέρασμα ή το γεύμα, που συνήθως προσφέρεται (ελεημοσύνες), εύχονται· «Ο Θεός να τον αναπαύσει». Ο Συνέσιος Πτολεμαΐδος, γνωστός ως Κυρήνης Συνέσιος (†413/414), στην τρίτη επιστολή του (PG 61,1325) αναφέρει νεκρόδειπνο, που παρατέθηκε την έβδομη ημέρα από τον θάνατο κάποιου χριστιανού. Η περίπτωση αυτή πιστοποιεί την ιουδαϊκή επίδραση επί του χριστιανικού μνημοσύνου. Στην ιουδαϊκή παράδοση το πένθος, που συνοδεύει την εκδημία κάποιου ανθρώπου, διαρκεί επτά μέρες και τελειώνει με νεκρόδειπνο. Περίδειπνο αναφέρει και ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος στην εικοστή όγδοη (28) ομιλία του εις την προς Κορινθίους επιστολή του αποστόλου Παύλου (PG, 61,235). 
 
Δέον να σημειώσω, ότι το μεγαλύτερο ίσως μέρος της νεκρώσιμης ακολουθίας αφορά τους ζώντες και όχι τους κεκοιμημένους. Οι ψαλμικοί στίχοι: «Ἐνύσταξεν ἡ ψυχή μου ἀπό ἀκηδίας…», «Κλίνον τήν καρδίαν μου εἰς τά μαρτύριά σου καί μή εἰς πλεονεξίαν», «συνέτισόν με και μαθήσομαι τάς ἐντολάς σου», και οι στίχοι των Ευλογηταρίων: «τό ἀπολωλός πρόβατον ἐγώ εἰμι• ἀνακάλεσαί με, Σωτήρ, καί σῶσόν με» και, «οἰκτείρησον τόν σόν πλάσμα, Δέσποτα, καί καθάρισον σῇ εὐσπλαγχνίᾳ», αφορούν τους ζώντες. Η άποψη, ότι οι στίχοι αυτοί αφορούν τους κεκοιμημένους, είναι λανθασμένη, καθ’ ότι υπονοούν ενέργειες παθών  και δυνατότητα μετάνοιας μετά θάνατο, κάτι που αντιβαίνει στο ψαλμικό, «ἐν τῷ ἅδῃ τίς ἐξομολογήσεταί σοι;» (Ψαλμ.6.5).
 
Όταν λέμε Μνημόσυνο, εννοούμε κυρίως τη μνημόνευση των κεκοιμημένων που γίνεται στη διάρκεια της Θ. Λειτουργίας, α) όταν ο ιερεύς στην πρόθεση (προσκομιδή) ρίπτει μέσα στο άγιο Δισκάριο τη «μερίδα» με το όνομα του κεκοιμημένου, β) όταν ο ιερεύς μνημονεύει ονομαστικά τους κεκοιμημένους στην ευχή μετά το «Ἐξαιρέτως τῆς παναγίας ἀχράντου…» και γ) κατά τη συστολή των Τιμίων Δώρων• τότε ο ιερεύς λέγει χθαμαλῇ τῇ φωνῇ (χαμηλοφώνως): «Ἀπόπλυνον, Κύριε, τά ἁμαρτήματα τῶν ἐνθάδε μνημονευθέντων δούλων σου τῷ αἵματί σου τῷ ἁγίῳ• πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου καί πάντων σου τῶν ἁγίων». Η επίκληση (= καθικέτευση) αυτή αφορά και τους ζώντας, υπέρ των οποίων εναποτέθηκαν μερίδες στο άγιο δισκάριο στην προσκομιδή. Η προτροπή του ιερέως ή του διακόνου, όταν μετέχει ενεργά στη Θεία Λειτουργία, «Καί ὧν ἕκαστος κατά διάνοιαν ἔχει, καί πάντων καί πασῶν», που γίνεται μετά την εκφώνηση, «Ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, τοῦ πατρός καί ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν …» αφορά και τους κεκοιμημένους. Στη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου οι κεκοιμημένοι μνημονεύονται και στην οπισθάμβωνο ευχή, όχι όμως ονομαστικά, με τη φράση «… καί τάς προαναπαυσαμένας ψυχάς ἐπ’ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου ἀνάπαυσον, ὅπου ἐπισκοπεῖ τό φῶς τοῦ προσώπου σου…». 
 
Μνημόνευση των κεκοιμημένων, γενικά όχι ονομαστικά, γίνεται και στον εσπερινό της Πεντηκοστής, της Γονυκλισίας, ή, όπως λέγεται στην Κύπρο, του Γονατιστού. Πρβλ. α) την ευχή, «Ἡ ἀενάως βρύουσα ζωτική καί φωτιστική πηγή… καί ἀνάπαυσον τάς ψυχάς τῶν δούλων σου τῶν προκεκοιμημένων ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ χλοερῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, ἔνθα ἀπέδρα πᾶσα ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός• καί κατάταξον τά πνεύματα αὐτῶν ἐν σκηναῖς δικαίων, καί εἰρήνης καί ἀνέσεως ἀξίωσον αὐτούς•…» καί, β) την ευχή, «Σόν γάρ ὡς ἀληθῶς… Δέξαι οὖν, Δέσποτα, δεήσεις καί ἱκεσίας ἡμετέρας καί ἀνάπαυσον πάντας, τούς πατέρας ἑκάστου καί μητέρας καί ἀδελφούς καί ἀδελφάς καί τέκνα καί εἴ τι ἄλλο ὁμογενές καί ὁμόφυλον, καί πάσας τάς προαναπαυσαμένας ψυχάς ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου• καί κατάταξον τά πνεύματα αὐτῶν καί τά ὀνόματα ἐν βίβλῳ ζωῆς, ἐν κόλποις Ἀβραάμ, Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, ἐν χώρᾳ ζώντων, εἰς βασιλείαν οὐρανῶν, ἐν παραδείσῳ τρυφῆς, διά τῶν φωτεινῶν ἀγγέλων σου εἰσάγων ἅπαντας εἰς τάς ἁγίας σου μονάς, συνεγείρων καί τά σώματα ἡμῶν ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ὥρισας, κατά τάς ἁγίας σου καί ἀψευδεῖς ἐπαγγελίας». Αλλά και κάθε προσευχή, που γίνεται στην Εκκλησία ή στον τάφο είναι ένδειξη αγάπης προς τον κοιμηθέντα και εκζήτηση του ελέους του Θεού γι΄ αυτόν. Κατά τον άγιο Θεόδωρο Στουδίτη, το μόνο κώλυμα για τη μνημόνευση των νεκρών είναι η αίρεση και όχι τα αμαρτήματα, όσο βαριά κι αν είναι.
 
Θα διερωτηθεί ίσως κανείς: Αφού «ἐν τῷ Ἅδῃ οὐκ ἐστι μετάνοια», τότε τι μπορούμε να προσφέρουμε στον νεκρό μας με τα Μνημόσυνα; Η απάντηση είναι, ότι η ευσπλαχνία του Θεού είναι πάντα μεγάλη και ότι κανείς μας δεν ξέρει τα κρυπτά του ανθρώπου. Κάποιον, που εμείς κρίνουμε αμαρτωλό, μπορεί να τον έχει δικαιώσει ο Θεός. Ποιός, λοιπόν, μας έδωσε το δικαίωμα να προκαταλαμβάνουμε την κρίση που ανήκει στο Θεό και να αποφασίζουμε εμείς ποιός σώζεται και ποιός όχι; Εμείς κάνουμε το καθήκον μας απέναντι στο νεκρό μας και ο Θεός έχει τον τελικό λόγο.
 
Τα μνημόσυνα τελούνται κανονικά την ημέρα του Σαββάτου που είναι ημέρα των κεκοιμημένων, εκτός του Αγίου καί Μεγάλου Σαββάτου, του Σαββάτου του Αγίου Λαζάρου και του Σαββάτου πρό της Κυριακής του Θωμά, ενώ τις καθημερινές τελούνται τρισάγια. Τις Κυριακές, κανονικά, δεν τελούνται μνημόσυνα επειδή η Κυριακή είναι ημέρα αναστάσεως. Όμως, γιά διαφόρους λόγους, η Εκκλησία ανέχεται και επιτρέπει την τέλεσή τους ακόμη και την Κυριακή, όχι όμως όλες τις Κυριακές. Εξαιρούνται οι Κυριακές, κατά τις οποίες εορτάζουμε γεγονότα, που έχουν άμεση σχέση με τον Δεσπότη Χριστό, δηλαδή κατά τις  «Δεσποτικές Εορτές».
 
Να υπενθυμίσω, ότι η Αγία μας Εκκλησία όρισε δύο Σάββατα, τα γνωστά Ψυχοσάββατα, πρό της Απόκρεω και προ της Πεντηκοστής, να είναι αφιερωμένα εξαιρετικά στις μνήμες των κεκοιμημένων μας και μάλιστα «των απανταχού της Οικουμένης».
 
Μέρος Β΄: Τελούνται μνημόσυνα την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως; 
 
Στο ερώτημα, «επιτρέπεται να τελούνται επιμνημόσυνες δεήσεις, κοινώς μνημόσυνα, την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως;», απαντούμε αρνητικά (1). Η εορτή αυτή ανήκει στις ονομαζόμενες Δεσποτικές Εορτές, όπως και οι εορτές της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού στις ιδ΄ Σεπτεμβρίου, του εν ουρανώ φανέντος σημείου του Τιμίου Σταυρού στις ζ΄ Μαΐου, της Προόδου (=προβολής, παρουσίασης) του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού την α΄ Αυγούστου και του Αγίου Μανδηλίου στις ις΄ Αυγούστου (2). Στην Εκκλησία Ιεροσολύμων οι εορτές της Σταυροπροσκυνήσεως και του εν ουρανώ φανέντος σημείου του τιμίου Σταυρού τιμούνται με «Μεγάλη Παρρησία», η οποία περιλαμβάνει «Μεγάλη Λιτανεία», που διεξάγεται εντός ολοκλήρου του κτιριακού συγκροτήματος του Πανιέρου Ναού της Αναστάσεως, όπως και η εορτή της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού στις ιδ΄ Σεπτεμβρίου και άλλες ένδεκα εορτές(2α). Δεσποτικό χαρακτήρα έχει και η Πρώτη Κυριακή των Νηστειών, Κυριακή της Ορθοδοξίας, καίτοι δεν αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος (3). 
 
Το περιεχόμενο των Δεσποτικών Εορτών είναι χαρμόσυνο, εορταστικό, και στο πνεύμα αυτό δεν συνάδει το πένθιμο περιεχόμενο της επιμνημόσυνης δέησης, όπως σοφά παρατηρεί ένας από τους μεγαλύτερους κανονολόγους της Εκκλησίας μας, ο Ματθαίος Βλάσταρις (κληρικός του 14ου αιώνα) : «οὐδ’ ἐν ἑορταῖς δεσποτικαῖς αποιχομένων (=απερχομένων, τουτέστι κεκοιμημένων) μνημόσυνα ποιεῖν  ὅσιον ἤ μνήμας μαρτύρων ἐπιτελεῖν εὐπρεπές, βασιλικῶν γάρ ἐπινικίων, οὔτε τούς πεσόντας ἐν μάχη νόμος πενθεῖν, οὔτε δεσποτικοῖς τροπαίοις δουλικάς ἀριστείας ἀναμιγνύναι. Τοῖς γάρ δουλικοῖς ἀναμεμίχθαι τά τοῦ δεσπότου, τῶν ἐννομωτάτων και δικαιοτάτων, ἀθλοθετοῦντος καί στεφανοῦντος νικήσαντας. Τά δουλικά δέ τοῖς δεσποτικοῖς ἐπεισάγειν, τολμηρόν καί ἀνόητον, εἰ μήπου τινῶν Ἁγίων, διά τό περιφανές τῆς ἀθλήσεως» (4).   
 
Κατά την ημέρα αυτήν  γεραίρουμε την εύρεση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού και των τιμίων ήλων, η οποία σύμφωνα με τις γραπτές πηγές (5) έγινε από τη μακαρία Ελένη την έκτη (ς΄) Μαρτίου, στο συναξάριο της ημέρας (ς΄ Μαρτίου) αναφέρεται:  «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῆς εὑρέσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ὑπό τῆς μακαρίας Ἑλένης.» Στίχοι: «Δίδωσιν ἡμῖν Ἑλένη ταύτην χάριν, βλέπειν τό σῶσαν ἐκ φθορᾶς ἡμᾶς ξύλον» και, «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῆς εὑρέσεως τῶν τιμίων ἥλων». Στίχοι: «Φανέντες ἧλοι Βασιλεῖ, τοῦ μέν κράνους, Ἄγαλμα κεῖνται, τοῦ χαλινοῦ δέ κράτος» (6).
 
Επειδή όμως η ς΄ Μαρτίου εμπίπτει πάντοτε στη διάρκεια της μεγάλης τεσσαρακοστής νηστείας, κατά την οποία δεν επιτρέπεται «ἄρτον προσφέρειν, εἰμή ἐν Σαββάτῳ και Κυριακῇ» (7), οι αναδιαρθρώσαντες τις ακολουθίες του Τριωδίου Στουδίται πατέρες μετέθεσαν τη μνήμη της ευρέσεως του τιμίου Σταυρού και των τιμίων ήλων στη μέση Κυριακή της τεσσαρακοστής (γ΄ Κυριακή των νηστειών), όπως ακριβώς μετέθεσαν και τις ακολουθίες των οσίων Ιωάννου της Κλίμακος (λ΄Μαρτίου) και Μαρίας της Αιγυπτίας (α΄Απριλίου) εις την δ΄ και την ε΄ Κυριακή των νηστειών αντιστοίχως, καθιερώσαντες και την εις προσκύνησιν πρόθεσιν του Σταυρού (8). Από το ίδιο πνεύμα εμφορούμενοι οι άγιοι πατέρες, μετέθεσαν και την εορτή (μνήμη της κοιμήσεως) του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου από τις ιδ΄ Σεπτεμβρίου στις ιγ΄ Νοεμβρίου. Ως γνωστό, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εκοιμήθη στις ιδ΄ Σεπτεμβρίου, ημέρα της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού (9). Το ίδιο πνεύμα οδήγησε την Εκκλησία μας, μετά την υιοθέτηση του νέου ημερολογίου, να μεταθέσει τις εορτές  του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου (κγ΄ Απριλίου)  και των νεοφανών Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης (θ΄ Απριλίου) στη Δευτέρα και Τρίτη της Διακαινησίμου Εβδομάδος, αντιστοίχως.  
 
Να παρατηρήσω, ότι οι εορτές της Εκκλησίας ορίστηκαν από τους θείους Πατέρες με βάση το εν χρήσει τότε Ιουλιανό Ημερολόγιο, γνωστό ως Παλαιό Ημερολόγιο, και όχι με βάση το σήμερα εν χρήσει Γρηγοριανό Ημερολόγιο, το γνωστό ως νέον ημερολόγιο. Με βάση το Ιουλιανό Ημερολόγιο έγινε και η αναδιάρθρωση των ακολουθιῶν από τους πατέρες της Μονής Στουδίου. Με βάση λοιπόν το ιουλιανό ημερολόγιο ακόμα και εφέτος, όπου το Πάσχα εορτάζεται κατά πολλούς αργά, στις ε΄ Μαΐου (νέο ημερολόγιο), η 6η Μαρτίου, μέ βάση το Ιουλιανό Ημερολόγιο, συμπίπτει με την Καθαρά Τρίτη. 
 
Mε την ονομασία Δεσποτικές εορτές χαρακτηρίζουμε όλες τις χριστιανικές εορτές, που συνδέονται με τα λυτρωτικά γεγονότα της ζωής του Ιησού Χριστού και μας θυμίζουν «τους ποταμούς των χαρίτων και ευεργεσιών, τους οποίους εξέχεεν εις τον κόσμον ο Μονογενής Υιός του Θεού δια της ενσάρκου Του οικονομίας» (Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης), σε αντιδιαστολή προς τις Θεομητορικές εορτές, που είναι αφιερωμένες στην Παναγία.
 
Το γνωστό σε όλους μας «Δωδεκάορτο», που περιλαμβάνει δώδεκα εορτές αφιερωμένες στον Δεσπότη Χριστό και τη Θεοτόκο, δεν περιέκλειε πάντοτε μόνο δώδεκα εορτές. Ήδη τον ιβ΄ αιώνα αριθμούνται 18 εις το τυπικόν της μονής Παντοκράτορος Αγίου Όρους (10). Στις Δεσποτικές εορτές ανήκουν και οι Ακολουθίες, εορτές στην ουσία, των Αγίων Παθών του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού κατά την Αγία και Μεγά-λη Εβδομάδα (αυτός είναι ο λόγος, που δεν τελούνται μνημόσυνα από το Σάββατο του αγίου Λαζάρου -περιλαμβανομένου του Σαββάτου αυτού – μέχρι και την Κυριακή του Θωμά). Το Δωδεκάορτο ιστορεί στα κύρια (σε γενικές γραμμές) το σωτήριο έργο της Θείας Οικονομίας, όπως πολύ ορθά παρατηρεί η Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Επίτιμος Διευθύντρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών, η οποία μνημονεύει και διευρυμένο Δωδεκάορτο στην Κύπρο του 14ου -15ου αιώνα(11). 
 
Οι Δεσποτικές εορτές διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, τις ακίνητες και τις κινητές, λαμβάνοντας τον χαρακτηρισμό αυτό από την σταθερή κατ’ έτος, ή όχι, ημερομηνία εορτασμού τους.
 
Έτσι στις ακίνητες περιλαμβάνονται τα Χριστούγεννα, η Περιτομή του Ιησού,τα Θεοφάνεια,η Υπαπαντή, η Μεταμόρφωση και οι εορτές του Τιμίου Σταυρού (ιδ΄ Σεπτεμβρίου, ζ΄ Μαΐου, α΄ Αυγούστου) και του Αγίου Μανδηλίου (ις΄Αυγούστου). Οι κινητές Δεσποτικές εορτές έχουν ως επίκεντρο την εορτή της Αναστάσεως, η οποία εορτάζεται κατ’ έτος, σύμφωνα με τον καθορισμό της Α΄ Οικουμενκής  Συνόδου της Νίκαιας, την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της εαρινής ισημερίας. 
 
Ότι η εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως ανήκει στις Δεσποτικές εορτές, καταφαίνεται και από το γενονός, ότι έχει, αντί του γνωστού Τρισαγίου Ύμνου, «Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός, ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς», τον ίδιο Τρισάγιο Ύμνο με τις εορτές της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, της ζ΄ Μαΐου, της Προόδου (=προβολής) του Τιμίου Σταυρού την α΄ Αυγούστου, του Αγίου Μανδηλίου ις΄ Αυγούστου και της πρώτης Κυριακής των Νηστειών: «Τόν Σταυρόν σου προσκυνούμεν, Δέσποτα, καί τήν ἁγίαν σου ἀνάστασιν δοξάζομεν» (12). Οι υπόλοιπες Δεσποτικές Εορτές έχουν διαφορετικό μεν, αλλά κοινό στη Θεία Λειτουργία ύμνο, αντί του Τρισαγίου Ύμνου: « Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (Γαλάτ. γ΄27), μετά του επισφραγιστικοῦ, «Ἀλληλούϊα» (13).
 
Ένα άλλο στοιχείο, που καταδεικνύει ότι η εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως ανήκει στις Δεσποτικές Εορτές, είναι ότι έχει το ίδιο Απολυτίκιο με τις εορτές της Υψώσεως και της Προόδου του Τιμίου Σταυρού: «Σῶσον, Κύριε, τόν λαόν σου, καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς βασιλεῦσι, κατά βαρβάρων δωρούμενος, καί τό σόν φυλάττων, διά τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα» (14). Η εορτή του εν ουρανώ φανέντος σημείου του Σταυρού έχει Απολυτίκιο διαφορετικό μεν λεκτικά, όμοιο όμως ως προς το περιεχόμενο: «Τοῦ Σταυροῦ σου ὁ τύπος νῦν ὑπέρ ἥλιον ἔλαμψεν, ὅν περ ἐξ ὅρους ἁγίου, τόπῳ Κρανίου ἐφήπλωσας, καί τήν ἐν αὐτῷ σου, Σῶτερ, ἰσχύν ἐτράνωσας, διά τούτου κρατύνας καί τούς πιστούς βασιλεῖς ἡμῶν, οὕς καί περίσωζε διαπαντός ἐν εἰρήνῃ, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Χριστέ ὁ Θεός, καί σῶσον ἡμᾶς».  
 
Ένας εκκλησιαστικός συγγραφέας γράφει: «Αφού ο Δημιουργός συνέδεσε τη ζωή μας με λύπες και φροντίδες, μας έδωσε και κάποιες ευκαιρίες αναψυχής και παρηγοριάς, ορίζοντας τις θείες εορτές. Τα θέματα των εορτών αυτών μας υπενθυμίζουν τις θείες δωρεές, αλλά και προμηνύουν την κατάργησι κάθε λύπης». Οι εορτές λοιπόν είναι ευκαιρίες πανηγυρισμού και ευφροσύνης πνευματικής και υλικής, και ταυτόχρονα τιμής των γεγονότων που γιορτάζουμε, που ξαναζούμε, που κάνουμε σύγχρονα (= επίκαιρα, παροντικά) (Πρβλ. www.monipetraki.gr). 
 
Οι Δεσποτικές εορτές αποτελούν τον κεντρικό άξονα της λατρευτικής ζωής μας. Η Εκκλησία, τελώντας τις εορτές αυτές, ξαναζεί τα λυτρωτικά γεγονότα σαν ένα αιώνιο παρόν. Και οι πιστοί, καθώς τα ξαναζούν και τα εορτάζουν, προσελκύουν τη θεία Χάρη και αγιάζονται. Οι ψυχές τους γεμίζουν ευγνωμοσύνη, κατάνυξη και ελπίδα των ουρανίων. Και όταν φεύγουν από τον τόπο της λατρείας, μεταφέρουν μέσα τους αυτές τις εμπειρίες, που διαποτίζουν ολόκληρη τη ζωή τους. Οι Δεσποτικές εορτές είναι δώρα του Θεού, που, αν τα γιορτάζουμε χριστιανοπρεπώς, «μή ἐν ζύμῃ παλαιᾷ, μηδέ ἐν ζύμῃ κακίας καί πονηρίας, ἀλλ’ ἐν ἀζύμοις εἰλικρινείας καί ἀληθείας» (Α΄ Κορ.ε, 8), θα ωφεληθούμε ψυχικά.
 
Η βαρύνουσα θεολογική σημασία και το ιδιαίτερο πνευματικό νόημα, που έχουν οι Δεσποτικές Εορτές  στη ζωή της Εκκλησίας, καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι και κατά την Απόδοση Δεσποτικῆς εορτής δεν τιμούμε αγίους, ακόμα και μάρτυρες. Ο άγιος ιερομάρτυρας Αυτόνομος – επίσκοπος –  μαρτύρησε επί Διοκλητιανού στις δώδεκα (ιβ΄) Σεπτεμβρίου και  η Εκκλησία προψάλλει τη μνήμη του στις ένδεκα (ια΄) Σεπτεμβρίου, επειδή στις δώδεκα Σεπτεμβρίου είναι η Απόδοση των Γενεθλίων της Θεοτόκου. (Πρβλ. Μηναίο Σεπτεμβρίου, εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος). 
 
Το θέμα του Σταυρού, που κυριαρχεί στην υμνολογία της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως, καθώς και στον όρθρο της Παρασκευής προ της Σταυροπροσκυνήσεως – προεόρτια –  και στις προηγιασμένες Θείες Λειτουργίες της τετάρτης και παρασκευής της δ΄ Εβδομάδος των Νηστειών, παρουσιάζεται, όπως και στις εορτές του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού ιδ΄ Σεπτεμβρίου, ζ΄ Μαΐου και α΄ Αυγούστου, όχι μέσα στα πλαίσια του πόνου, αλλά της νίκης και της χαράς (15).  Προς επίρρωση των λεγομένων, παραθέτω ενδεικτικά ένα τροπάριο από την κάθε εορτή:
 
-Παρασκευή προ της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως – προεόρτια-, κάθισμα μετά τη β΄ στιχολογία:
 
« Τῷ τῆς βρώσεως ξύλῳ, πάλαι θανέντες βροτοί, τῷ σταυρῷ σου Οἰκτίρμον, ἀνεζωώθημεν• οὗ τῇ δυνάμει, Ἀγαθέ, ἡμᾶς ἐνίσχυσον, τῆς ἐγκρατείας τόν καιρόν, ἐν κατα-νύξει διελθεῖν, ποιοῦντας τό θέλημά σου, καί κατιδεῖν τήν ἡμέραν, τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως.»
 
-Γ΄ Κυριακή Νηστειών,  β΄ προσόμοιο εσπερίων:
 
«Χαίροις, ὁ ζωηφόρος Σταυρός, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ὡραῖος παράδεισος, τό ξύλον τῆς ἀφθαρσίας, τό ἐξανθῆσαν ἡμῖν, αἰωνίου δόξης τήν ἀπόλαυσιν• δι’ οὗ τῶν δαιμόνων, ἀποδιώκονται φάλαγγες, καί τῶν Ἀγγέλων συνευφραίνονται τάγματα, καί συστήματα, τῶν πιστῶν ἑορτάζουσιν• ὅπλον ἀκαταγώνιστον, κραταίωμα ἄῤῥηκτον, τῶν βασι- λέων τό νῖκος, τῶν Ἱερέων τό καύχημα• Χριστοῦ νῦν τά πάθη, καί ἡμῖν δίδου προφθάσαι, καί τήν Ἀνάστασιν.»
 
-Τετάρτη της δ΄ Εβδομάδος των Νηστειών, εσπερινός, γ΄ στιχηρό προσόμοιο:
 
« Σήμερον τόν Σταυρόν τοῦ Κυρίου προσκυνοῦντες, βοήσωμεν• 
Χαῖρε ζωῆς ξύλον, Ἅδου καθαιρέτα• 
χαῖρε χαρά Κόσμου, φθορᾶς ἀναιρέτα• 
χαῖρε ὁ τούς δαίμονας σκορπίζων τῆ δυνάμει σου• 
τῶν πιστῶν τό στήριγμα, τό ὅπλον τό ἄῤῥηκτον, τούς ἀσπαζομένους σε, φρούρησον, ἁγίασον δεόμεθα.»
 
-Παρασκευή της δ΄ Εβδομάδος των Νηστειών, όρθρος, β΄ τροπάριο α΄ Ωδής:
 
« Ὁ ζωοδώρητος Σταυρός προκείμενος, καί καθορώμενος, φωτοειδῆ αἴγλην, ἀποπέμπει χάριτος, προσέλθωμεν καί λάβωμεν, φωτισμόν εὐφροσύνης, καί σωτηρίαν καί ἄφεσιν, αἴνεσιν Κυρίῳ προσάγοντες»
 
-ιδ΄ Σεπτεμβρίου, εσπερινός, α΄ τροπάριο αποστίχων:
 
«Χαίροις, ὁ ζωηφόρος Σταυρός, τῆς εὐσεβείας τό ἀήττητον τρόπαιον, ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου, ὁ τῶν πιστῶν στηριγμός, τό τῆς Ἐκκλησίας περιτείχισμα• δι’ οὗ ἐξηφάνισται ἡ φθορά καί κατήργηται, καί κατεπόθη τοῦ θανάτου ἡ δύναμις, καί ὑψώθημεν, ἀπό γῆς πρός οὐράνια. Ὅπλον ἀκαταμάχητον, δαιμόνων ἀντίπαλε, δόξα Μαρτύρων, Ὁσίων, ὡς ἀληθῶς ἐγκαλλώπισμα, λιμήν σωτηρίας, ὁ δωρούμενος τῷ κόσμῳ τό μέγα ἔλεος.» 
 
-ζ΄ Μαΐου, ο Οἶκος (16) 
 
« Ἄνοιξόν μου τό στόμα, βασιλεῦ τῶν αἰώνων• καταύγασόν μου τόν νοῦν καί τάς φρένας, καί ἁγίασόν μου τήν ψυχήν, ἵνα ὑμνήσω, Λόγε, τό σεπτόν Ξύλον σου• κατάπεμψον τό Πνεῦμά σου καί δίδαξόν με, ἵνα πόθῳ κραυγάζω.
 
  Χαῖρε, Σταυρέ, οἰκουμένης δόξα • χαῖρε, Σταυρέ, Ἐκκλησίας κράτος.
 
  Χαῖρε, ἱερέων προπύργιον ἄσειστον• χαῖρε, βασιλέων διάδημα τίμιον.
 
  Χαῖρε, σκῆπτρον τοῦ παντάνακτος Δημιουργοῦ τοῦ παντός• χαῖρε, ὅτι κατεδέξατο προσπαγῆναί σοι Χριστός.
 
  Χαῖρε, τῶν θλιβομένων παραμύθιον μέγα• χαῖρε, τῶν ἐν πολέμοις τό ἀήττητον ὅπλον.
 
  Χαῖρε, Σταυρέ, Ἀγγέλων εὐπρέπεια• χαῖρε, Σταυρέ, πιστῶν ἡ ἀντίληψις.
 
  Χαῖρε, δι’ οὗ κατεπόθη ὀ ἅδης• χαῖρε, δι’ οὗ ἐξανέστημεν πάντες.
 
  Χαῖρε Ξύλον μακάριον».
 
Παρατήρηση: Ο άρτι μνημονευθείς Οίκος, όπως και το γ΄ στιχηρό προσόμοιο του εσπερινού της τε- τάρτης της δ΄ Εβδομάδος των Νηστειών, που ανέφερα παραπάνω, και το α΄τροπάριο των Αίνων της α΄ Αυγούστου, που αναφέρεται στη συνέχεια, ανακαλούν στη μνήμη τους κοσμοχαρμόσυνους κδ΄ Οίκους – Χαιρετισμούς – εις την νοητήν κλίμακα του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Πρβλ. Ωρολόγιον το Μέγα, έκδοσις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Οι Χαιρετισμοί πρός τιμή του Τιμίου Σταυρού εμφανίστηκαν μετά την εικονομαχία, πρβλ. την εισήγηση του Πρωτοπρεσβυτέρου  Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδη, Οἱ Ἑορτὲς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στο  Η΄  Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, μὲ θέμα: «Το Χριστιανικόν Εορτολόγιον», 18-20 Σεπτεμβρίου 2006, Βόλος. 
 
-α΄ Αυγούστου, όρθρος, α΄ τροπάριο Αίνων:
 
«Ἐν φωναῖς ἀλαλάξωμεν, ἐν ᾠδαῖς μελῳδήσωμεν, τόν Σταυρόν τόν τίμιον ἀσπαζόμενοι, καί πρός αὐτόν ἐκβοήσωμεν•  Σταυρέ παμμακάριστε, καθαγίασον ἡμῶν, τάς ψυχάς καί τά σώματα, τῇ δυνάμει σου• καί παντοίας ἐκ βλάβης ἐναντίων, διατήρησον ἀτρώτους, τούς εὐσεβῶς προσκυνοῦντάς σε.»
 
Να υπενθυμίσω, ότι η εορτή της Προόδου του Τιμίου Σταυρού έχει το ίδιο κοντάκιο με την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στις ιδ΄ Σεπτεμβρίου: « Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ ἑκουσίως, τῇ ἐπωνύμῳ σου καινῇ πολιτείᾳ τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι, Χριστέ ὁ Θεός• εὔφρανον ἐν τῇ δυνάμει σου τούς πιστούς βασιλεῖς ἡμῶν, νίκας χορηγῶν αὐτοῖς κατά τῶν πολεμίων• τήν συμμαχίαν ἔχοιεν τήν σήν, ὅπλον εἰρήνης, ἀήττητον τρόπαιον». Το κοντάκιο ιστορεί ἐν κοντῷ (= ἐν συντομίᾳ δηλαδή, θα έλεγε κάποιος επιγραμματικά), το γεγονός της εορτής, ἐξ οὗ και κοντάκιον. Η άποψη, ότι το τροπάριο αυτό ονομάζεται κοντάκιο επειδή ανεγράφετο επί σανίδος και ανυψούτο προς ανάγνωση, δίκην πανώ,  είναι κατ’ εμέ αφελής.
 
-ις΄ Αυγούστου, γ΄ τροπάριο εσπερίων
 
 « Πάλιν Δεσποτικῆς πάρεστι, πανηγύρεως θεία ἡμέρα• ὁ γάρ ἐν ὑψίστοις καθήμενος, νῦν ἡμᾶς σαφῶς ἐπεσκέψατο, διά τῆς σεπτῆς αὑτοῦ Εἰκόνος• ὁ ἄνω, τοῖς Χερουβίμ ὤν ἀθεώρητος, ὁρᾶται, διά γραφῆς οἷς περ ὡμοίωται, Πατρός ἀχράντῳ δακτύλῳ, μορφωθείς ἀῤῥήτως, καθ’ ὁμοίωσιν τήν αὐτοῦ• ἥν πίστει καί πόθω, προσκυνοῦντες ἁγιαζόμεθα».  
 
Σημείωση: Το τροπάριο αυτό ομιλεί αφ’ εαυτού και καλεί όλους μας να αναλογισθούμε,  αν η ις΄ Αυγούστου ανήκει στις Δεσποτικές εορτές ἤ όχι. Στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας (σημερινή Ούρ-φα στη Νοτιοανατολική Τουρκία), από όπου μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη η εικόνα του Αγίου Μανδηλίου, η εορτή αυτή μετά το 843 συνεορτάζετο μαζί με την εορτή του θριάμβου της Ορθοδοξίας, Πρώτη Κυριακή των Νηστειών (17). Πρβλ. ωσαύτως παραπομπή 2. Αυτός είναι και ο λόγος, που οι δύο εορτές έχουν ως κοινό απολυτίκιο το εξής:  
 
«Τήν ἄχραντον εἰκόνα σου, προσκυνοῦμεν ἀγαθέ, αἰτούμενοι συγχώρησιν, τῶν πταισμάτων ἡμῶν, Χριστέ ὁ Θεός• βουλήσει γάρ ηὐδόκησας, σαρκί ἀνελθεῖν ἐν τῷ σταυ-ρῷ, ἵνα ῥύσῃ οὕς ἔπλασας, ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ• ὅθεν εὐχαρίστως βοῶμεν σοι• χαρᾶς ἐπλήρωσας τά πάντα ὁ Σωτήρ ἡμῶν, παραγενόμενος, εἰς τό σῶσαι τόν κόσμον.»          
                                                                                       
Να υπενθυμίσω, ότι την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, ο Τίμιος Σταυρός στο τέλος της Μεγάλης Δοξολογίας μεταφέρεται με λιτανεία στο κέντρο του ναού και παραμένει εκεί όλη την υπόλοιπη εβδομάδα και στο τέλος κάθε ακολουθίας γίνεται προσκύνησή Του (18). Λιτάνευση και εναπόθεση του Τιμίου Σταυρού στό κέντρο του ναού γίνεται και κατά τις άλλες τρείς εορτές του Τιμίου Σταυρού (19).
 
Βρισκόμαστε στη μέση της Μεγάλης Σαρακοστής, οπότε, αν η φυσική και πνευματική προσπάθεια είναι συστηματική και συνεχής, αρχίζει να γίνεται αισθητή και φανερή και η κόπωση. Έχουμε ανάγκη από βοήθεια, ενθάρρυνση, στήριξη και ενίσχυση. Ὁ Σταυρός του Κυρίου παρέχει ακριβώς θάρρος και ενίσχυση σε κάθε αγωνιζόμενη ύπαρξη, ώστε αυτή να επιτύχει να φθάσει νικηφόρα στο τέρμα.Την ημέρα αυτή καλούμεθα οι πιστοί να ατενίσουμε ευλαβικά τόν Σταυρό του Κυρίου, για να λάβουμε θάρρος, να δυναμώσει η πίστη μας και να ενθυμηθούμε πόσο ταπεινώθηκε ο Κύριος για τη δική μας σωτηρία. 
 
Επειδή ο Σταυρός λέγεται Ξύλο Ζωής και είναι εκείνο το ξύλο, που φυτεύθηκε στον Παράδεισο, γι’ αυτό και οι θείοι Πατέρες τοποθέτησαν την προσκύνηση του τιμίου Σταυρού στο μέσο της Σαρακοστής, «για να μας θυμίζει του Αδάμ την ευδαιμονία και την πτώση του από αυτή, και να μας θυμίζει ακόμα ότι με τη συμμετοχή μας στο παρόν Ξύλο δεν πεθαίνουμε πια, αλλά ζωογονούμαστε». 
 
Η Σαρακοστή είναι η σταύρωση του εαυτού μας, είναι η εμπειρία, περιορισμένη βέβαια, που αποκομίζουμε από την εντολή του Χριστού που ακούγεται στο ευαγγελικό ανάγνωσμα αυτής της Κυριακής: «όποιος θέλει να με ακολουθεί, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του, και (έτσι) ας με ακολουθεί» (Μαρκ.8,34).
 
Αλλά δεν μπορούμε να σηκώσουμε τον σταυρό μας και να ακολουθήσουμε τον Χριστό, αν δεν ατενίζουμε τον Σταυρό που Εκείνος σήκωσε για να μας σώσει. Ο δικός Του Σταυρός είναι εκείνος που δίνει νόημα αλλά και δύναμη στους άλλους. Αυτό μας εξηγεί το συναξάριο της Κυριακής: «Τῇ αὐτοῦ δυνάμει, Χριστέ ὁ Θεός, καί ἡμᾶς τῶν τοῦ πονηροῦ διαφύλαξον ἐπηρειῶν, καί τά Θεῖά σου Πάθη, καί τήν ζωηφόρον Ἀνάστασιν προσκυνῆσαι ἀξίωσον, τό τεσσαρακονθήμερον εὐμαρῶς διανύσαντας στάδιον  καί ἐλέησον ἡμᾶς, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος».
 
Στη διάρκεια της νηστείας των σαράντα ημερών και εμείς, κατά κάποιο τρόπο, σταυρωνόμαστε, νεκρωνόμαστε από τα πάθη, έχουμε την πίκρα της ακηδίας και της πτώσης, γι’ αυτό υψώνεται ο τίμιος και ζωοποιός Σταυρός, για αναψυχή και υποστήριξή μας. Μας θυμίζει τα πάθη του Κυρίου και μας παρηγορεί. Είμαστε σαν τους οδοιπόρους σε δύσκολο και μακρινό δρόμο που, κατάκοποι, κάθονται για λίγο να αναπαυθούν. Με τον ζωοποιό Σταυρό γλυκαίνεται η πίκρα που νοιώθουμε από τη νηστεία,  ενισχύεται η πορεία μας στην έρημο, έως ότου φθάσουμε στην πνευματική Ιερουσα-λήμ με την ανάστασή Του (Πρβλ. www.monipetraki.gr).
 
Παραπομπές
 
1. Τρισάγια επί των τάφων επιτρέπεται να τελούνται καθημερινά, ακόμα και την Κυριακή της Λαμπροφόρου Αναστάσεως. Τα μνημόσυνα κατά την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής ενδείκνυται να τελούνται τα Σάββατα και μάλιστα στόν όρθρο, όπως στην Ελλάδα (Πρβλ. Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2013 σ. 138-, 153-,159-,167-,). Ονόματα κεκοιμημένων, όμως, επιτρέπεται να μνημονεύονται μυστικά σε κάθε Θεία Λειτουργία στην ευχή, που λέγεται μετά το « Ἐξαιρέτως της Παναγίας, ἀχράντου,…». Γιά τη θεολογική σημασία της μνημονεύσεως των κεκοιμημένων στο σημείο αυτό πρβλ. Αρχιμ. Γερβασίου Χ. Παρασκευόπουλου, Ερμηνευτική Επιστασία επί της Θείας Λειτουργίας, έκδοσις Β΄, Πάτραι 2005, σ. 416-. Η φράση-δέηση «… τάς προαναπαυσαμένας ψυχάς ἐπ’ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου ἀνάπαυσον, ὅπου ἐπισκοπεῖ τό φῶς τοῦ προσώπου σου», που περιλαμβάνεται στην οπισθάμβωνο ευχή της Θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου και λέγεται εις επήκοον πάντων, φανερώνει εμφαντικά την πίστη της Εκκλησίας στην διαχρονικότητά της, δηλαδή στην ενότητα των δύο μερών της (τμημάτων της), του στρατευομένου και του θριαμβεύοντος. 
 
2. Η εικόνα του Σωτήρος είναι μία μαρτυρία της αληθινής σαρκώσεως του Θεού. Πρβλ. Εἰκών, εν Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τόμ. 5, στήλες 408-417. «Η ιερουργία αυτής της ημέρας (ις΄ Αυγούστου) δεν περιορίζεται στην απλή ανάμνηση της μεταφοράς της εικόνας από ένα μέρος σε άλλο. Το βασικό σημείο αυτής της ακολουθίας είναι η δογματική θεμελίωση του σεβασμού των εικόνων» Πρβλ. http: ||www. Agiazoni.gr|article. Php? Id=63446066057835044723).
 
Η εικόνα του Αγίου Μανδηλίου εικονίζει ένα μανδήλιο, πάνω στο οποίο έχει ζωγραφιστεί το Πρόσωπο του Κυρίου. Το περιβάλλει ένσταυρος φωτοστέφανος, στις τρεις κεραίες του οποίου έχει χαραχτεί το όνομα του Θεού: Ο ΩΝ. Όταν ο Μωϋσής ζήτησε από τον Θεό να του φανερώσει το όνομά Του, τότε που Εκείνος του παρουσιάστηκε στη φλεγομένη και μη κατακαιομένη βάτο, «εἶπεν ὁ Θεός πρός Μωυσῆν λέγων, ἐγώ εἰμί ὁ ὤν» (Εξ. 3,14). Ο Θεός είναι αυτός που υπάρχει πραγματικά και αιώνια, σε αντίθεση με τους ψεύτικους θεούς. 
 
Ταυτόχρονα όμως με το όνομα της θείας φύσεως του Κυρίου (ὁ ὤν) σημειώνεται στο πάνω μέρος του Αγίου Μανδηλίου το όνομά Του (ο Χριστός), που θυμίζει στους πιστούς ότι το εικονιζόμενο πρόσωπο είναι ο Ιησούς Χριστός. Αυτόν πρέπει να πιστεύουμε ως «ὁμοούσιον τῷ Πατρί» και ως «τόν δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καί σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐνανθρωπήσαντα» (Σύμβολο της Πίστεως). 
 
Η όψη του Κυρίου δεν προδίδει τίποτε το γήινο και σαρκικό. Τα μεγάλα και στοχαστικά μάτια, τα τοξωτά φρύδια, η μακριά μύτη, το μικρό στόμα συνθέτουν μια μορφή που εμπνέει, εκφράζει την παναγιότητα του Κυρίου και «τά νοητά φωταυγεῖ» (β΄τροπάριο, δ΄ωδής Κανόνος εορτής Αγίου Μανδηλίου, ις´ Αυγούστου). Ένα άλλο τροπάριο λέγει: αν και ο Σωτήρας μας δεν είχε θεϊκό είδος ούτε κάλλος στον καιρό του πάθους, στην πραγματικότητα καταφώτιζε όλους. Αυτό δηλώνει η θέα της μορφής Του, της οποίας το ομοίωμα «ράκει ἐκτυπωθέν, ὥσπερ θησαυρός ἡμῖν δεδώρηται» (ωδή ς΄). Πρβλ. ωσαύτως: Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ  ΕΙΚΟΝΑ  ΩΣ  ΤΟΠΟΣ  ΚΑΙ  ΤΡΟΠΟΣ  ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ  ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΩΝ, Εὐσταθίου Κ. Γιαννῆ, Θεολόγου-Ἁγιογράφου.
 
2α.  Πρβλ.  Αγιοταφιτικόν ημερολόγιον, 2013, σ. 39.    Οι εορτές της Προόδου του τιμίου Σταυρού και του       Αγίου Μανδηλίου, α΄και ις΄Αυγούστου αντίστοιχα, δεν τιμούνται με Μεγάλη Λιτανεία, όχι γιατί θεωρούνται υποδεέστερες από την Εκκλησία Ιεροσολύμων, αλλά διότι το Status Quo (=το Καθεστώς),δηλαδή η διεθνής συμφωνία, που διέπει τα Πανάγια Προσκυνήματα, δεν παρέχει τη δυνατότητα. Η εν λόγω διεθνής συμφωνία, η οποία επιτεύχθηκε μετά από σκληρούς αγώνες και θυσίες αίματος των Αγιοταφιτών Πατέρων (άρχισαν την εποχή των σταυροφόρων) και κατωχυρώθηκε τελικά με το άρθρο 63 της συνθήκης του Βερολίνου στις 22 Ιουλίου του 1878, ορίζει επακριβώς πότε και πόσες Μεγάλες Λι-τανείες επιτρέπεται να τελεί κάθε θρησκευτική Κοινότητα εντός του κτιριακού συγκροτήματος του Πανιέρου Ναού της Αναστάσεως (Πρβλ. Χρυσοστόμου Λ. Παπαδόπουλου, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, Επανέκδοσις 2010, σ. 592- και σ. 641). Προς αποφυγή μάλιστα διενέξεων καταχωρούνται κατ’ έτος στο Αγιοταφιτικόν Ημερολόγιο και οι Λιτανείες των Λατίνων και των Αρμενίων. Αιτία της διαμάχης είναι το γεγονός, ότι την ημέρα που τελείται Μεγάλη Λιτανεία από μία θρησκετική Κοινότητα, οι άλλες θρησκευτικές Κοινότητες τελούν τις ακολουθίες τους εν σπουδή και σε άβολες ώρες. Οι Ορθόδοξοι τελούν 13 Μεγάλες Λιτανείες και 3 επίσημες Δοξολογίες ετησίως, οι Λατίνοι 7 και οι Αρμένιοι 9 Λιτανείες. Επίσημες Δοξολογίες δεν επιτρέπεται να τελούν οι Λατίνοι και οι Αρμένιοι.  
 
3.  Πρβλ. Τάξις Λατρείας αγίου Γρηγορίου Παλαμά, εν Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τόμ. 4, στήλες 794-796.
 
4.  Πρβλ.: Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα Κανόνων, τομ. ΣΤ΄, σ. 465 και, Αρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Η θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής κατά τη διδασκαλία των Κολλυβάδων, εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 541-.
 
5.  Πρβλ. Αι Εορταί του Τιμίου Σταυρού, εν Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τομ.11, στήλες 434-439, ένθα αναφέρονται λεπτομερώς οι σχετικές πηγές.       
 
6.  Πρβλ. Συναξάριο ς΄ Μαρτίου, Μηναίο, εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
 
7. Κανών μθ΄ Λαοδικείας. Πρβλ. και Κανόνα νβ΄ της εν Τρούλλω, Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα Κανό-νων, τομ. Γ΄, σ. 216 και τόμ. Β΄ , σ. 427.
 
8. Πρβλ.: Αι Εορταί του Τιμίου Σταυρού, εν: Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τομ. 11, στήλες 434-439.
 
9. Πρβλ. Συναξάριο ιδ΄ Σεπτεμβρίου, Μηναίο, εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εκεί αναφέρεται και η αίτία της μεταθέσεως της μνήμης του Αγίου: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ κοίμησις τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Ἐν ταύτῃ γάρ ἀνεπαύσατο, ἀλλά διά τήν Ἑορτήν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μετετέθη ἡ τούτου Ἑορτή εἰς τόν Νοέμβριον μῆνα». 
 
10. Πρβλ. Εορταί Δώδεκα, ἐν: Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τομ. 5, στήλη 741.
 
11. «Εικαστικές εκφράσεις των Παθών και της Αναστάσεως του Χριστού», στο συλλογικό ἐργο: ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΜΕΓΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΞΟΝ, Αθήνα 2001, Βυζαντινόν και Χριστιανικόν Μουσείον. © 2002 Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος. 
 
12. Πρβλ. Σύστημα Τυπικού της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Α΄ έκδοση 2006, παράγραφοι 289 και 1571-1572  και μηναία Σεπτεμβρίου ιδ΄, Μαΐου ζ΄ και Αυγούστου α΄, εκδόσεις Αποσττολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο Γ. Βιολάκης (Τυπικόν, Αυγούστου α΄, παράγραφος 2) διατείνεται, ότι ο εν λόγω Τρισάγιος Υμνος ψάλλεται την α΄ Αυγούστου μόνο αν τελεσθεί σταυροπροσκύνηση. 
 
13. Πρβλ. Ιερατικόν Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και κάθε άλλο αντίστοιχο βιβλίο ή Μέγα Ευχολόγιο. 
 
14. Πρβλ. Τριώδιο, γ΄ Κυριακή των Νηστειών και τα παραπάνω μνημονευθέντα μηναία.  
 
15. Η ποίηση, ως προς το περιεχόμενό της, διακρίνεται σε τέσσερα είδη: Πένθιμη, Μελαγχολική, Εύθυμη και Υμνητική. 
 
16. Το τροπάριο αυτό ονομάζεται συμβολικά «Οίκος», διότι περιέχει εν περιλήψει την υπόθεση της εορτής. Γιά την ονομασία και την προέλευση του ύμνου πρβλ. Οίκος, εν Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, εκδόσεις Μαρτίνος, τομ. 9, στήλες 686-687. 
 
17.  Πρβλ. και Λεωνίδα Ουσπένσκυ, Η θεολογία της Εικόνας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδόσεις Αρμός 1998, σ. 39, υποσημ 4. Οι σλαβόφωνοι έχουν πλήρη ακολουθία της εορτής του Αγίου Μαν-δηλίου και ο Ουσπένσκυ στηρίζεται επ΄ αυτής στην εν λόγω μελέτη του. Πρβλ. ωσαύτως  Ιστότο-πο: http:||analogion.com|forum|showthread.php?t=13852.
 
18. Πρβλ.Τυπικαί Διατάξεις της Εκκλησίας της Κύπρου και Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος.
 
19. Πρβλ. Μηναία, Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Σεπτεμβρίου  ιδ΄, Μαΐου ζ΄ και Αυγούστου α΄.

Η Ορθόδοξη Εικόνα: Η παράδοση της πίστεως στην εκκλησιαστική τέχνη

Αρχιμ. Αμβρόσιος

Του Αρχιμ. Αμβροσίου Γκορέλωβ

Αρχιμ. Αμβρόσιος


Ομιλία στο πλαίσιο της Δ΄ Συνάντησης του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου Κλήρου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, τη 25η Φεβρουαρίου, 2013.
 
Πανιερώτατε,
Πανοσιολογιώτατοι,
Αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,
 
 
Η Ορθόδοξη Εκκλησία διατήρησε ακέραιο ένα τεράστιο πνευματικό πλούτο, τόσο στον χώρο του λειτουργικού βίου και της πατερικής σκέψης, όσο και στον χώρο της εκκλησιαστικής τέχνης. Γνωρίζουμε, ότι η προσκύνηση των εικόνων κατέχει μια πολύ σημαντική θέση στην παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και αυτό διότι η εικόνα δεν είναι μια απλή απεικόνιση, ούτε μια διακόσμηση, ούτε ακόμα μια εικονογράφηση της Αγίας Γραφής. Είναι κάτι περισσότερο: είναι ισότιμη προς το ευαγγελικό μήνυμα, είναι ένα λατρευτικό σκεύος, που συμμετέχει ολόκληρο στη λειτουργική ζωή. Έτσι εξηγείται η σπουδαιότητα, που η Εκκλησία αποδίδει στην απεικόνιση και όχι σε οποιανδήποτε αναπαράσταση, αλλά στη συγκεκριμένη απεικόνιση των ιερών εικόνων. Ο σημαντικός ρόλος της εικόνας φαίνεται φανερά στο πέρασμα της ιστορίας, κατά την πάλη της Εκκλησίας εναντίον της ειδωλολατρίας και των αιρέσεων και, ιδιαιτέρως, στον μεγάλο αριθμό μαρτύρων και ομολογητών κατά τη διάρκεια της Εικονομαχικής περιόδου (8ος-9ος αι.).
 
Στην εικόνα η Εκκλησία δεν βλέπει μόνο μια μορφή ορθόδοξης διδασκαλίας, αλλά την καθολική έκφραση της Ορθοδοξίας, αυτή την ίδια την Ορθοδοξία. Επομένως, δεν μπορούμε, ούτε να καταλάβουμε, ούτε να εξηγήσουμε την εκκλησιαστική τέχνη έξω από τη ζωή της Εκκλησίας. Η εικόνα, η ιερή απεικόνιση, αποτελεί μια εκδήλωση της παράδοσης της Εκκλησίας, ισότιμη με τη γραπτή και την προφορική παράδοση. Η προσκύνηση των ιερών εικόνων του Χριστού, της Παρθένου, των αγγέλων και των αγίων είναι ένα δόγμα της χριστιανικής πίστεως, το οποίο αποκρυσταλλώθηκε και διατυπώθηκε στην Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο. Προέρχεται από το θεμελιώδες δόγμα της Εκκλησίας, της ομολογίας δηλαδή της ενανθρωπήσεως του Θεού. Η εικόνα του Θεανθρώπου είναι η μαρτυρία της πραγματικής και όχι φανταστικής σάρκωσής Του. Γι’ αυτό η αγιογραφία συχνά αποκαλείται εικαστική θεολογία. Αυτό το εκφράζει η Εκκλησία και στη λειτουργική της ζωή. Τα στιχηρά και οι κανόνες των εορτών διαφόρων εικόνων, όπως για παράδειγμα του αγίου Μανδηλίου (βλ. 16 Αυγούστου) και, ιδιαίτερα, η ακολουθία της Κυριακής της Ορθοδοξίας αποκαλύπτουν το νόημα της εικόνας σε ολόκληρο το βάθος της. Καταλαβαίνει κανείς, πως το περιεχόμενο και η σημασία της εικόνας αποτελούν θεολογική μελέτη όμοια με της Αγίας Γραφής.
 
Η Ορθόδοξη Εκκλησία πάλευε πάντοτε για τη διαφύλαξη, την περιχαράκωση της λειτουργικής της τέχνης από την εκκοσμίκευση. Με τη φωνή των Συνόδων της, των ιεραρχών της, των πιστών της, αγωνιζόταν υπέρ της αυθεντικότητας της λειτουργικής της τέχνης, καθώς και εναντίων των ξένων στοιχείων της κοσμικής τέχνης, που την επηρέαζαν. Ας μην ξεχνάμε, πως και η σκέψη στον χώρο της Εκκλησίας δεν ήταν πάντα κάποιου θεολογικού επιπέδου, όπως και η καλλιτεχνική δημιουργία δεν ήταν πάντα στο ύψος της αυθεντικής εικονογραφίας. Έτσι, δεν μπορούμε να θεωρούμε κάθε εικόνα, ακόμα και αν είναι παλαιά και ωραία, ως  αλάθητη και, περισσότερο, αν αυτή έχει γίνει σε περίοδο παρακμής. Μια τέτοια εικόνα μπορεί να συμφωνεί με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, μπορεί και όχι, μπορεί να παραπλανεί αντί να διδάσκει. Δηλαδή, η διδασκαλία της Εκκλησίας μπορεί να αλλοιωθεί από την εικόνα το ίδιο, όπως και με το λόγο. Γι’  αυτό και η Εκκλησία πάλευε πάντοτε, όχι για την καλλιτεχνική ποιότητα της τέχνης, αλλά για την αυθεντικότητά της, όχι για την ωραιότητά της, αλλά για την αλήθεια της. Η παράδοση της Εκκλησίας μαρτυρεί, πως από την αρχή κιόλας της συστάσεώς της κατενοείτο πλήρως η έννοια της εικόνας και η ύπαρξη της απεικόνισης. Η στάση της Εκκλησίας απέναντι σ’ αυτήν είναι αμετάβλητη, εξαιτίας του ότι αυτή η στάση απορρέει από τη διδασκαλία της για τη σάρκωση του Υιού του Θεού.
 
Η απεικόνιση λοιπόν συνιστά στοιχείο της ίδιας της φύσεως του Χριστιανισμού, γιατί δεν αποτελεί μόνον αποκάλυψη του Λόγου του Θεού, αλλά και απεικόνιση του Θεού, που δόθηκε με την εμφάνιση του Θεανθρώπου.  Η Εκκλησία διδάσκει, ότι η απεικόνιση βασίζεται πάνω στη σάρκωση του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος. Δεν πρόκειται εδώ για μια ρήξη, ούτε για μιαν αντίφαση με την Παλαιά Διαθήκη, ακόμα και με τα πιο αυστηρα κριτήρια, όπως ισχυρίζονται οι Διαμαρτυρόμενοι (Προτεστάντες), αλλά, το αντίθετο• πρόκειται για την άμεση ολοκλήρωσή της. Η παρουσία της απεικόνισης μέσα στην Καινή Διαθήκη συνδέεται με την απουσία της στην Παλαιά. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, για την Εκκλησία η ιερή απεικόνιση πηγάζει ακριβώς από την απουσία της άμεσης απεικόνισης μέσα στην Παλαιά Διαθήκη. Είναι η συνέπεια και η κατάληξή της. Πρόγονος της χριστιανικής απεικόνισης δεν είναι το είδωλο της αρχαίας λατρείας, όπως υποστηρίζεται συχνά, αλλά είναι η απουσία της άμεσης και συγκεκριμένης απεικόνισης πριν τη σάρκωση του Υιού του Θεού, καθώς και το παλαιοδιαθηκικό  σύμβολο. Κι αυτό, για τον λόγο ότι, πρόγονος της Εκκλησίας δεν είναι ο ειδωλολατρικός κόσμος, αλλά ο αρχαίος Ισραήλ, ο εκλεκτός λαός του Θεού, που επιλέχθηκε ως δέκτης της αποκάλυψης του Θεού. Για την Εκκλησία είναι απόλυτα σαφές, πως η απαγόρευση της απεικόνισης, όπως διατυπώνεται στο βιβλίο της Εξόδου (20,4-5) και του Δευτερονομίου (5,8-9) («οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς») είναι ένα πρόσκαιρο μέτρο, παιδαγωγικό, που περιορίζεται αποκλειστικά στην Παλαιά Διαθήκη και δεν αποτελεί αρχή απαγόρευσης της απεικόνισης. Διότι, παράλληλα με την απαγόρευση της συγκεκριμένης και άμεσης απεικόνισης, υπήρχε η θεϊκή προσταγή να δημιουργήσουν οι άνθρωποι σχηματικές συμβολικές απεικονίσεις- προτυπώσεις, όπως ήταν η σκηνή της Κιβωτού και όλα όσα περιείχε, προτυπώσεις, των οποίων και τις παραμικρές λεπτομέρειες υπέδειξε ο Θεός.
 
Η διδασκαλία της Εκκλησίας  εκφράστηκε πάνω σ’  αυτό το ζήτημα με μεγάλη σαφήνεια από τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό στους τρεις λόγους του, Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας (PG 94, 1232-1420). Οι λόγοι αυτοί γράφτηκαν ως απάντηση προς τους εικονομάχους, οι οποίοι, στηριζόμενοι στην απαγόρευση της Παλαιάς Διαθήκης, συνέχεαν τη χριστιανική απεικόνιση με το είδωλο. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός εξηγεί το νόημα αυτής της απαγόρευσης. Παραβάλλοντας κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, δείχνει πως η χριστιανική απεικόνιση είναι, όπως το είπαμε ήδη, μια κατάληξη της Παλαιάς Διαθήκης, μια συμπλήρωσή της, διότι απορρέει από την ίδια την ουσία του Χριστιανισμού. Η σκέψη του συνοψίζεται ως εξής: Μέσα στην Παλαιά Διαθήκη η άμεση παρουσία του Θεού στον λαό Του πραγματοποιείται αποκλειστικά με τον ήχο, με τον λόγο. Ο ίδιος δεν αποκαλύπτεται, μένει αόρατος, και υπογραμμίζει το γεγονός, ότι ο Ισραήλ δεν βλέπει καμμιά εικόνα ακούγοντας τη φωνή Του. Ούτε ο λαός, ούτε ο Μωυσής είδαν κάποια εικόνα Του, μονάχα άκουσαν τη φωνή Του. Αφού δεν είδαν τον Θεό, δεν μπορούσαν να τον εικονίσουν. Εκείνο, που μπορούσαν όμως να κάνουν και έκαναν, ήταν να καταγράψουν τον θεϊκό λόγο. Και πώς μπορούσαν να αναπαραστήσουν το άυλο και απερίγραπτο, το ασχημάτιστο και αμέτρητο; Στην επιμονή όμως των βιβλικών χωρίων, που τονίζουν ότι ο Ισραήλ ακούει τον λόγο, δεν βλέπει όμως εικόνα, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ανακαλύπτει τη μυστική ένδειξη της μελλοντικής δυνατότητας να δει και να αναπαραστήσει τον σαρκωμένο Θεό: «Τι ουν το μυστικώς μηνυόμενον; Δήλον, ως όταν ίδης δια σε γενόμενον άνθρωπον τον ασώματον, τότε δράσεις της ανθρωπίνης μορφής το εκτύπωμα• όταν ορατός σαρκί ο αόρατος γένηται, τότε εικονίσεις το του οραθέντος ομοίωμα• ότε ο ασώματος και ασχημάτιστος άποσός τε και απήλικος και αμεγέθης τῃ υπεροχῄ της εαυτού φύσεως, ο εν μορφῄ Θεού υπάρχων, μορφήν δούλου λαβών και χαρακτήρα περιθήται σώματος, τότε εν πίναξι χαράττεται. Χάραττε τούτου την άφατον συγκατάβασιν, την εκ Παρθένου γέννησιν, την εν Ιορδάνῃ βάπτισιν, την εν Θαβώρ μεταμόρφωσιν, πάντα γράφε, και λόγῳ και χρώμασιν, εν τε βίβλοις και πίναξιν.»
 
Έτσι, η απαγόρευση της αναπαράστασης του αοράτου Θεού στην Παλαιά Διαθήκη συμπεριλαμβάνει εν ολίγοις και την αναγκαιότητα της αναπαράστασής Του στην εποχή της Χάριτος, αφού οι προφητείες ήδη τώρα ολοκληρώθηκαν. Κατά συνέπεια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η τυπολογική απαγόρευση της αναπαράστασης του Θεού είναι συνδεδεμένη με τον γενικό προορισμό του ισραηλιτικού λαού. Η αιτία ύπαρξης του εκλεκτού λαού ήταν η διακονία του αληθινού Θεού. Το λειτούργημα αυτό συνίστατο, κατά τον μεσσιανικό του χαρακτήρα, στην προετοιμασία και προεικόνιση αυτού, που επρόκειτο να αποκαλυφθεί στην Καινή Διαθήκη.  Γι’  αυτό τον λόγο στην Παλαιά Διαθήκη δεν μπορούσαν να υπάρχουν παρά μόνο συμβολικές προεικονίσεις, αποκαλύψεις των μελλόντων, αφού «ο νόμος δεν ήταν εικόνα, αλλά εικόνος προσκίασμα», όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Ο απόστολος Παύλος συμπληρώνει: «Σκιάν γαρ έχων ο νόμος των μελλόντων αγαθών, ουκ αυτήν την εικόνα των πραγμάτων»(Εβρ. 10,1). Διότι, «ο μη ορατός οράται, και ο μη αναπαριστώμενος, αναπαρίσταται». Στο εξής, ο Θεός δεν απευθύνεται πια στους ανθρώπους διά του λόγου μόνο και των προφητών. Φανερώνεται πλέον στο πρόσωπο του σαρκωμένου Λόγου, που «σκηνώνει ανάμεσα στους ανθρώπους».
 
Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Κύριος,  δηλαδή ο ίδιος ο Θεός, που μίλησε στην Παλαιά Διαθήκη, τίμησε τους μαθητές Του και μαζί με εκείνους όλους αυτούς που ζουν κατά το παράδειγμά τους και ακολουθούν τα ίχνη τους:  «Υμών δε μακάριοι οι οφθαλμοί, ότι βλέπουσι, και τα ώτα υμων, ότι ακούουσιν• αμήν γαρ λέγω υμίν ότι πολλοί προφήται και δίκαιοι επεθύμησαν ιδείν ά βλέπετε, και ουκ είδον, και ακούσαι ά ακούετε, και ουκ ήκουσαν.» (Ματθ.13,16-17) Είναι φανερό πως, όταν ο Χριστός λέει στους μαθητές Του, ότι οι οφθαλμοί τους είναι μακάριοι, γιατί βλέπουν αυτό που βλέπουν και ακούνε  αυτό που ακούνε, αυτό αναφέρεται σε κάτι, που κανείς δεν είχε ποτέ δει ούτε ακούσει, γιατί οι άνθρωποι πάντοτε είχαν μάτια για να βλέπουν και αυτιά για να ακούνε. Τα λόγια αυτά του Χριστού δεν αναφέρονται ούτε στα θαύματά Του, διότι και οι παλαιοδιαθηκικοί προφήτες είχαν κάνει επίσης θαύματα. Τα λόγια αυτά θέλουν να πουν, ότι οι μαθητές έβλεπαν και άκουγαν άμεσα Εκείνον, που ανήγγειλαν οι προφήτες, τον σαρκωμένο Θεό. «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε», λέει ο ευαγγελιστής Ιωάννης,  «ο μονογενής υιός, ο ων εις τον κόλπον του Πατρός, εκείνος εξηγήσατο» (Ιωάν.,1,18).
 
M’ αυτό τον τρόπο, το διακριτικό σημείο της Καινής Διαθήκης είναι ο στενός δεσμός, που υπάρχει ανάμεσα στον λόγο και την απεικόνιση. Γι’  αυτό οι Πατέρες και οι Σύνοδοι, όταν μιλούν για την εικόνα, δεν παραλείπουν ποτέ να υπογραμμίσουν «καθάπερ ηκούσαμεν, ούτω και είδομεν». Το έργο της νεοδιαθηκικής εικόνας, όπως την αντιλαμβάνονταν οι Πατέρες, συνίσταται ακριβώς στη φανέρωση, όσον το δυνατόν πιο πιστά και ολοκληρωμένα, της αλήθειας της σάρκωσης του Θεού, όσο αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τα μέσα της τέχνης. Η εικόνα του ανθρώπου Ιησού είναι η εικόνα του Θεού. Να γιατί οι Πατέρες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου έλεγαν, ως προς την εικόνα Του: «εκ δύο γαρ φύσεων ίσμεν τον Χριστόν, και εν δύο φύσεσιν αδιαιρέτως, ήγουν θείᾳ και ανθρωπίνῃ• η μία ουν απερίγραπτος, και η μία περιγεγραμμένη εν τῴ ενί Χριστῴ θεωρείται».
 
Όπως βλέπουμε, η εικόνα αναπαριστά, όχι τη φθαρτή σάρκα του, που πρόκειται να φθαρεί, αλλά τη μεταμορφωμένη, τη φωτισμένη από τη χάρη, τη σάρκα του μέλλοντος αιώνος. Μεταδίδει με μέσα υλικά, ορατά στα ανθρώπινα μάτια, την ωραιότητα και δόξα του Θεού. Γι’  αυτό τον λόγο οι Πατέρες λένε, πως η εικόνα είναι αγία και προσκυνητή, ακριβώς γιατί μεταδίδει τη θεϊκή κατάσταση του πρωτοτύπου της, του οποίου φέρει το όνομα. Έτσι η χάρη, που δίδεται από το πρωτότυπο, βρίσκεται παρούσα μέσα σε αυτήν. Με άλλα λόγια, η χάρη του Αγίου Πνεύματος αναδεικνύει την αγιότητα, τόσο του αναπαριστώμενου προσώπου, όσο και της εικόνας του. Και είναι μέσα σε αυτή, που ενεργείται η σχέση ανάμεσα στον πιστό και τον άγιο, δια μέσου της εικόνας του. Συνεπώς, η εικόνα μετέχει στην αγιότητα του πρωτοτύπου της και μέσῳ της εικόνας μετέχουμε με τη σειρά μας σε αυτή την αγιότητα, όταν εμείς την προσκυνούμε προσευχόμενοι. Οι Πατέρες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου διαχωρίζουν με προσοχή τις έννοιες εικόνα και προσωπογραφία: η πρώτη αναπαριστά έναν άνθρωπο ενωμένο με τον Θεό, η άλλη ένα συνηθισμένο ανθρώπινο ον. 
 
Διαφοροποιείται επομένως η εικόνα από την προσωπογραφία, από το ίδιο το περιεχόμενο, περιεχόμενο που δημιουργεί ειδικές εκφραστικές φόρμες, εντελώς δικές της, που την κάνουν να διαφέρει από οποιανδήποτε άλλη απεικόνιση. Η εικόνα δείχνει την αγιότητα με τρόπο που δεν επιτρέπει, ούτε να υπονοείται αυτή, ούτε να συμπληρώνεται από τη σκέψη μας, αλλά να είναι ορατή από τα σαρκικά μάτια μας. Η εικόνα της θεώσεως του ανθρώπου αναπαριστά την πραγματικότητα, που αποκαλύπτεται κατά τη Μετάμορφωση στο όρος του Θαβώρ. Σύμφωνα με τους Πατέρες, ο Χριστός έδειξε τότε στους μαθητές την κατάσταση της θεώσεως, στην οποία εκλήθησαν όλοι οι άνθρωποι. Έτσι, όπως δοξάστηκε και μεταμορφώθηκε το σώμα του Κυρίου ημών Ιησού, λάμποντας από θεϊκή δόξα και άφατο φως, με τον ίδιο τρόπο το σώμα των αγίων δοξάζεται και γίνεται φωτεινό , μεταμορφωμένο από τη δύναμη της χάρης του Θεού. Αυτήν την ομοίωση του ανθρώπου προς τον Θεό ο άγιος Σεραφείμ του Σαρώβ, όχι μόνον την εξηγεί, αλλά και την αποκαλύπτει άμεσα, ορατά στον Μοτοβίλωβ, μεταμορφούμενος μπροστά του. «Φανταστείτε», λέει ο Μοτοβίλωβ, «στη μέση του ήλιου, την πιο φωτεινή στιγμή του μεσημεριού, το πρόσωπο ενός ανθρώπου που σας μιλά».
 
Μέσα στα έργα των Πατέρων, όπως και στους βίους των αγίων, συναντούμε συχνά μαρτυρίες κάποιου φωτός, που διαλάμπει εξωτερικά στα πρόσωπα των αγίων την υπέρτατη στιγμή της δόξας τους, έτσι όπως έλαμπε το πρόσωπο του Μωυσή, όταν κατέβηκε από το όρος του Σινά και έπρεπε να το καλύψει μ’ ένα ύφασμα, γιατί ο λαός δεν μπορούσε να αντέξει τη λάμψη. Η μέλλουσα μεταμόρφωση ολόκληρης της ανθρώπινης φύσης, συμπεριλαμβανομένης και της σάρκας, μας αποκαλύφθηκε κατά τη Μεταμόρφωση του Κυρίου στο όρος του Θαβώρ: «και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, και έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως». Η έκφραση αυτού του φωτός είναι το κυριότερο θέμα και ο απώτατος σκοπός της αγιογραφίας.
 
Σκοπός της εικόνας, επομένως, δεν είναι να μας προκαλέσει ένα φυσικό ανθρώπινο συναίσθημα. Η εικόνα δεν συγκινεί, δεν είναι συναισθηματική. Σκοπό έχει να κατευθύνει όλα τα αισθήματά μας προς τη μεταμόρφωση, όπως και τον νου μας και όλα τα χαρακτηριστικά της φύσεώς μας, αποβάλλοντας κάθε έξαρση αρρωστημένη και βλαβερή. Με αυτό τον τρόπο ερμηνεύεται η θέωση, χωρίς να καταργεί τίποτα από τα ανθρώπινα στοιχεία: ούτε τις ψυχολογικές ιδιότητες, ούτε τα διάφορα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Έτσι, η εικόνα ενός αγίου δεν παραλείπει να δείξει τη γήινη δραστηριότητά του, μέσα από την οποία μπόρεσε να εργαστεί πνευματικά, είτε αυτή ήταν εκκλησιαστική, όπως επίσκοπος, μοναχός, είτε κοσμική δραστηριότητα, όπως πρίγκηπας, στρατιώτης, γιατρός. Κάθε εκδήλωση της ανθρώπινης φύσης, κάθε φαινόμενο της ζωής μας φωτίζεται και παίρνει το πραγματικό του νόημα και τη θέση του μέσα από τη συνάντησή του με το θείον. Με τον τρόπο, που αναπαριστούμε τον Θεάνθρωπο καθ᾽ όλα όμοιο μ’ εμάς, εκτός από την αμαρτία, με τον ίδιο τρόπο αναπαριστούμε και τον άγιο ως ένα πρόσωπο απελευθερωμένο από την αμαρτία. Η εικόνα μας δείχνει το σώμα ενός αγίου ανθρώπου, «σύμμορφον τω σώματι της δόξης (του Χριστού)». Ένα σώμα απελευθερωμένο από τη φθορά της αμαρτίας και «μέτοχο κατά κάποιον τρόπο των ιδιοτήτων του πνευματικού σώματος, που οφείλει να λάβει κατά την Ανάσταση των Δικαίων».
 
Η εκκλησιαστική τέχνη της Ορθοδοξίας είναι μια ορατή έκφραση του δόγματος της μεταμορφώσεως. Η μεταμόρφωση του ανθρώπου κατανοείται και μεταδίδεται εδώ, ως καθορισμένη αντικειμενική πραγματικότητα, που συμφωνεί με την ορθόδοξη διδασκαλία. Δηλαδή, ό,τι δείχνει η εικόνα, δεν είναι μια ατομική ερμηνεία, ούτε μια αφηρημένη σύλληψη, λίγο πολύ αλλοιωμένη, αλλά μια αλήθεια, που διδάσκει η ίδια η Εκκλησία.
 
Το περιεχόμενο της εικόνας καθορίζει όχι μόνον τη δομή της, αλλά και την τεχνική και τα υλικά της. Ούτε η τεχνική, ούτε τα υλικά, που χρησιμοποιούνται για τις εικόνες, μπορούν να είναι τυχαία σε σχέση με τη λατρεία. Δύσκολα θα φανταζόταν κανείς, ακόμα και σε μια σχηματική αισθητική ανάλυση, ότι μια εικόνα θα μπορούσε να ήταν ζωγραφισμένη με οτιδήποτε, οπουδήποτε και με οποιοδήποτε υλικό. Πράγματι, όπως η αυθεντικότητα της εικόνας συνδέεται με την Ευχαριστία, το ίδιο και η αυθεντικότητα της κάθε ύλης, που παίρνει μέρος στη λατρεία, συνδέεται μαζί της: «τα Σα εκ των Σων σοι προσφέρομεν». Τα λόγια αυτά προέρχονται από την προσευχή του Δαβίδ πάνω στα συγκεντρωμένα υλικά για την οικοδόμηση του Ναού: «Ότι σα τα πάντα, εκ των σων δεδώκαμέν σοι» (Παραλειπ. Α´, 29,14). Η Εκκλησία διατήρησε αυτήν την αρχή της Παλαιάς Διαθήκης, που ολοκληρώθηκε, όπως είδαμε μέσα στην Ευχαριστία: η ύλη εξαγοράστηκε με τη σάρκωση και οδηγήθηκε στη συμμετοχή της λατρείας του Θεού. Γι’ αυτό τον λόγο, η ύλη μεσα στην εικόνα δεν αφορά μόνο στη διάρκεια και ποιότητα, αλλά πάνω απ’ όλα στην αυθεντικότητα. Η εικόνα μπαίνει στο σύνολο των λειτουργικών εκδηλώσεων του ανθρώπου προς τον Θεό. Σ’ αυτά, με τα οποία η Εκκλησία ολοκληρώνει το έργο της: τον αγιασμό και τη μεταμόρφωση του κόσμου μέσῳ του ανθρώπου, την ίαση της αρρωστημένης από την αμαρτία ύλης, που την καθιστά οδό προς τον Θεό και μέσο επικοινωνίας μαζί Του.
 
Υπάρχει όμως μια τοποθέτηση, η οποία βλέπει την εικόνα ως εμπόδιο στην επικοινωνία με τον Θεό στην προσευχή, εκλαμβάνοντας απόλυτα τον κανόνα της απαγόρευσης του ασκητισμού προς κάθε εικόνα που σχηματίζει ο νους την ώρα της προσευχής. Μια άποψη αρκετά διαδεδομένη συμπεριλαμβάνει και την εικόνα. Εδώ, όμως, πρόκειται περί μιας παρεξήγησης, διότι οι απαγορευμένες εικόνες του ασκητισμού αναφέρονται στις εικόνες της φαντασίας, οι οποίες δεν πρέπει να συγχέονται με τις χριστιανικές, που είναι εικόνες της πραγματικότητας, της αληθινής και «ου κατά φαντασίαν του Θεού Λόγου ενανθρωπήσεως». Έτσι, όχι μόνο δεν συγκρίνεται μια ιερή εικόνα με μια φανταστική εικόνα, αλλά βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα της. Διαφορετικά, πώς θα μπορούσε μια Οικουμενική Σύνοδος να ομολογήσει και να δογματίσει την προσκύνηση κάποιου πράγματος, που εμποδίζει την προσευχή ή την στρέφει προς μια λανθασμένη κατεύθυνση; Εξάλλου, οι πιο θερμοί υποστηρικτές των εικόνων υπήρξαν οι μοναχοί, δηλαδή οι άνθρωποι, που είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στην προσευχή. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος μας περιγράφει εν προκειμένῳ, πώς βρέθηκε σε κατάσταση θεοπτίας, προσκυνώντας κάποτε μια εικόνα της Θεοτόκου : «Μια μέρα, που πήγα να ασπασθώ την άσπιλη εικόνα της Τεκούσας Σε (Χριστέ μου), κι ενώ προσκυνούσα μπροστά της, Συ ο ίδιος, πριν ακόμα σηκωθώ, φάνηκες μέσα στην πενιχρή μου καρδιά• κι εγώ, σαν να είχα μεταμορφωθεί όλος σε φως, γνώρισα τότε ενσυνείδητα πως σε κατέχω εντός μου».
 
«Το γεγονός, ότι η εικόνα είναι ακριβώς μια ευεργετική βοήθεια για τον προσευχόμενο», λέει ο μητροπολίτης Μόσχας Φιλάρετος, «αποδεικνύεται από το ότι το πνεύμα μας, που ψάχνει για την παρουσία του Θεού, δεν πέφτει τότε (όταν ατενίζουμε μια εικόνα) σε χίμαιρες και οι σκέψεις συγκεντρώνονται και δεν σκορπίζονται. Η αγία εικόνα του Θεού, που παρουσιάζει τον Θεό σεσαρκωμένο, εμφανίζεται συγχρόνως και στην αισθητική όραση και στην πνευματική θέαση, συγκεντρώνοντας έτσι τα εξωτερικά και εσωτερικά συναισθήματα σε μία μοναδική θέαση του θείου».
 
Η εικόνα του προσώπου του Χριστού, ως μαρτυρία της σάρκωσής Του, είναι για τους απολογητές των εικόνων μαρτυρία της αλήθειας του ευχαριστιακού μυστηρίου. Έτσι, η αυθεντικότητα της εικόνας, του περιεχομένου της, εμφανίζεται κατ’ αναλογία στο μυστήριο. Η πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας διαφέρει από τις άλλες θρησκείες χάρη στη συγκεκριμένη και φυσική κοινωνία με το αντικείμενό της. Διά μέσου αυτής της σχέσης, η πίστη γίνεται θέαση, γνώση, επικοινωνία ζωντανή μαζί Του. Αυτή η κοινή ζωή πραγματοποιείται μέσα στη θεία Ευχαριστία. Η προσευχή μπροστά στο άγιο Ποτήριο απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο Πρόσωπο, γιατί μόνο σε μία προσωπική σχέση μαζί του μπορεί να έχει μετοχή σε ό,τι φέρει εκείνο το Πρόσωπο. Επομένως, αυτή η σχέση απαιτεί μια εικόνα, αφού ο άνθρωπος δεν απευθύνεται σ’ ένα φανταστικό Χριστό, σε μια αφηρημένη θεότητα, αλλά σ’ ένα συγκεκριμένο Πρόσωπο: «συ ει αληθώς ο Χριστός[…], ότι τούτο αυτό εστί το άχραντον σώμα Σου[…]». Στην Ευχαριστία ο άρτος και ο οίνος γίνονται διά της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, το θείο Σώμα και Αίμα του αναστημένου και δοξασμένου Χριστού. Ο Χριστιανισμός δεν γνωρίζει πνευματική ανάσταση εκτός του σώματος. Η σωτηρία πραγματοποιείται και στο παρελθόν και στο παρόν και στο μέλλον διά μέσου του σώματος. Η ίδια η Ευχαριστία αναπαριστά για μας τη σωτηρία, ακριβώς γιατί είναι Σώμα. Επομένως, η εικόνα του προσώπου του Χριστού δεν αντιστοιχεί στο μυστήριο, αν αυτή η εικόνα δεν αναπαριστά ένα σώμα, που ο θάνατος δεν έχει ισχύ πάνω του, δηλαδή το δοξασμένο Σώμα του Χριστού. Έτσι, η πραγματικότητα του δοξασμένου Σώματος του Χριστού στο μυστήριο της Ευχαριστίας είναι απαραίτητα συνδεδεμένη με την αυθεντικότητα της προσωπικής του εικόνας, διότι το Σώμα του Χριστού πάνω στην εικόνα είναι αυτό το ίδιο «Σώμα του Θεού, που έλαμψε από θεία δόξα, άφθορη, αγία, ζωοποιό». Η εικόνα εδώ, ως μαρτυρία της σάρκωσης, συνδέεται με την εσχατολογία, γιατί το δοξασμένο σώμα του Χριστού είναι το σώμα της Δευτέρας Παρουσίας και Τελικής Κρίσης. Από εδώ προέρχεται η εξαγγελία του 3ου Κανόνα της Ζ´ Οικουμενικής Συνόδου, ότι: «Ει τις ουν ου προσκυνεί την εικόνα του Σωτήρος Χριστού, μη ίδῃ εν τη δευτέρᾳ παρουσίᾳ την τούτου μορφήν».
 
Και, γιά να συνοψίσομε καταλήγοντας: Ο ανεικόνιστος Θεός της Παλαιάς Διαθήκης «εφανερώθη εν σαρκί». Άρα μπορεί να εξεικονιστεί με τη συγκεκριμένη μορφή. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τονίζει χαρακτηριστικά: «Πάλαι μεν ο Θεός, ο ασώματος τε και ασχημάτιστος, ουδαμώς εικονίζετο. Νυν δε, σαρκί οφθέντος Θεού και τοις ανθρώποις συναναστραφέντος, εικονίζω Θεού το ορώμενον. Ου προσκυνώ την ύλην, προσκυνώ δε τον της ύλης δημιουργόν, τον ύλην δι᾽ εμέ γενόμενον και εν ύλῃ κατοικήσαι καταδεξάμενον και δι᾽ ύλης την σωτηρίαν μου εργασάμενον». Αυτοί, που πολεμούσαν τις εικόνες, πολεμούσαν ανεπίγνωστα τη σάρκωση του Λόγου. Αντιλαμβάνονταν τον Θεό φιλοσοφικά: «Θεός τῃ ύλῃ ου μείγνυται» (Πλάτων). Έτσι όμως, ο Θεός παραμένει «άκοσμος» και ο κόσμος «άθεος». Αντίθετα, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τονίζει και πάλιν: « Και σέβων ου παύσομαι τῃ ύλῃ, δι᾽ ης η σωτηρία μου είργασται».

Η Ενορία – Πως πρέπει να λειτουργεί Θεολογικά και Εκκλησιαστικά Πρωτοπρεσβυτέρου Πολυβίου Πέτρου

Ο ναός του Αγίου Νικολάου και μέρος της παλαιάς αυλής

Ομιλία στο πλαίσιο της Γ΄ Συνάντησης του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου Κλήρου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, τη 28η Φεβρουαρίου, 2013.

Πανιερώτατε,
Πανοσιολογιώτατοι,
Αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,

Ευχαριστώ για την τιμή, που μου κάνατε να μου αναθέσετε αυτό το θέμα, το οποίο είναι βέβαια πολύπλευρο και δεν είναι αρκετή μια συνάντηση, για να καλυφθεί. Σήμερα, απλώς θα πάρουμε μια γεύση του. Θα προσπαθήσω με την εισήγησή μου, να σας παρουσιάσω αρχικά την έννοια της ενορίας, ιστορικά από τη μια, και από την άλλη θεολογικά, αλλά και το αλληλένδετο θέμα, τι είναι η Εκκλησία. Γιατί αρκετοί άνθρωποι σήμερα ρωτούν: «Τι κάνει η Εκκλησία;». Αλλά, και το ερώτημα, «τι είναι Εκκλησία», το ακούμε και από ανθρώπους που εκκλησιάζονται, που είναι κοντά στην Εκκλησία. Κάποιοι πιστεύουν, για παράδειγμα, ότι η Εκκλησία είναι ο ναός, ένας χώρος, στον οποίο έχουν καθήκον να πάνε, όπου συνήθως, για συναισθηματικούς λόγους, θα ήθελαν να ακούσουν ένα καλλίφωνο ιερέα, μαζί και καλούς ψάλτες. Ασφαλώς τα πράγματα δεν έχουν έτσι! Την Εκκλησία πρέπει να τη δούμε βαθύτερα και θεολογικά, ως Σώμα Χριστού• πρώτα εμείς οι κληρικοί, που μας αξίωσε ο Θεός, παρόλη την αναξιότητά μας, να είμαστε αξιωματούχοι στο Σώμα της Εκκλησίας, κι έπειτα ο λαός, οι πιστοί, να καθοδηγηθούν σ᾽ αυτή την αντίληψη περί Εκκλησίας. Γι’ αυτό έχουμε μεγάλη ευθύνη, να συνειδητοποιήσουμε τι βάρος κουβαλούμε στους ώμους μας. Και ιδιαίτερα σήμερα, στην εποχή μας, που τα προβλήματα της διαποίμανσης είναι πάρα πολλά και σε μικρές και σε μεγάλες ενορίες.

Προσωπικά, όταν χειροτονήθηκα ιερέας, μου ανετέθη μια μικρή ενορία στη Λάπηθο με 1200 ψυχές.Μετά την εισβολή, τον Οκτώβριο του 1974, διορίστηκα στα Κουφάλια, μια κωμόπολη του Νομού Θεσσαλονίκης, που εκκλησιαστικά ανήκει στη Μητρόπολη Εδέσσης. Η κωμόπολη αυτή είχε δύο ενορίες. Υπηρέτησα στη μεγαλύτερη. Το 1986, όταν τελείωσαν όλα τα παιδιά μου το Λύκειο εκεί στα Κουφάλια, κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη, όπου διορίστηκα σε μια ενορία είκοσι χιλιάδων. Η εμπειρία μου με δίδαξε, ότι την πιο καλή ποιμαντική σχέση, που είχα με τους ενορίτες μου απ’ αυτές τις τρεις ενορίες, την είχα στη Λάπηθο. Κι αυτό, γιατί εκεί γνώριζα όλο τον κόσμο, όλους, μικρούς και μεγάλους τους ήξερα με το όνομά τους. Δεν υπήρχε κανένα σπίτι, που να μην έμπαινα μια φορά τον χρόνο για έναν αγιασμό, για μια ιεροτελεστία. Ακόμη, εκεί δεν υπήρχε κανείς αιρετικός. Ήταν όντως μια πραγματική ποιμαντική σχέση, την οποία δεν ξανασυνάντησα ύστερα. Γιατί; Στα Κουφάλια, για παράδειγμα, ήταν 5000 ψυχές οι ενορίτες μου και παράλληλα συνέπεσε τότε και δύσκολη περίοδος, γιατί, μετά την Αντιπολίτευση, υπήρχε έντονο αντιεκκλησιαστικό και αντικληρικό πνεύμα εκεί, εκ των πραγμάτων, ήταν αδύνατο να τους γνωρίζω όλους, ούτε και είχα την δυνατότητα να επισκέπτομαι τα σπίτια όλων των ενοριτών μου. Αλλά με τη βοήθεια του Θεού και πολλή αγάπη κατορθώσαμε και είχαμε μια καλή επαφή με τον κόσμο εκεί και ήταν παράλληλα ένα καλό μεταβατικό στάδιο και για μένα και για τα παιδιά, την οικογένειά μου. Γιατί φύγαμε από τη Λάπηθο, που ήταν μια κωμόπολη (είχε Γυμνάσιο, ήταν μεγάλη ενορία). Αν πηγαίναμε απευθείας σε μια μεγαλούπολη, τα παιδιά μας θα κινδύνευαν ασφαλώς. Ήταν οικονομία Θεού, που πήγαμε στα Κουφάλια. Γι’ αυτό, σ᾽ αυτά τα θέματα, να αφηνόμαστε στα χέρια του Θεού και να αφήσουμε τον Θεό να κατευθύνει τη ζωή μας: «τοις αγαπώσι τον Θεόν, πάντα συνεργεί εις αγαθόν» (Ρωμ.8,28)

Αυτά, σαν ένας μικρός πρόλογος.

Η Ενορία

Την ημέρα της Πεντηκοστής στην πόλη των Ιεροσολύμων, μετά το κήρυγμα του αποστόλου Πέτρου, πίστευσαν και βαπτίσθηκαν εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, κατά την εντολή του Κυρίου, τρεις χιλιάδες άνθρωποι. Αυτοί απετέλεσαν την πρώτη Εκκλησία του Χριστού, την πρώτη ενορία – κοινότητα.

Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού. Η κεφαλή του σώματος είναι ο Χριστός και έτσι η Εκκλησία έχει προαιώνια ύπαρξη. Όπως όλο το έργο της θείας Οικονομίας, της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού και της σωτηρίας του κόσμου, έτσι και το μυστήριο της Εκκλησίας ήταν στο σχέδιο του Θεού από καταβολής κόσμου, το οποίο απεκαλύφθη με την ενανθρώπηση του Κυρίου και την κάθοδο του αγίου Πνεύματος.

Η πρώτη χριστιανική κοινότητα – ενορία ήταν και η πρώτη ενορία – επισκοπή, με τα εξής χαρακτηριστικά:

1. Την κοινή πίστη στον Σωτήρα Χριστό.
2. Την κοινή λατρεία: «ήσαν προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων και τη κοινωνία και τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς». (Πράξ. 1,42)
3. Την υπαγωγή υπό τον Α´ Επίσκοπο Ιεροσολύμων Ιάκωβο τον Αδελφόθεο.
4. Την αγάπη, ως εφαρμογή του ευαγγελικού κηρύγματος στη ζωή των μελών της,
και
5. Την προσδοκία της κοινής Ανάστασης και μετοχής στην ουράνιο Βασιλεία του Θεού.

Οι πρώτοι εκείνοι Χριστιανοί, που ζούσαν τα μοναδικά βιώματα της πρώτης τότε ενορίας («του πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία και η ψυχή μία» “Πράξ.4,32”), απεδείκνυαν την αυθεντικότητα του Ευαγγελίου, μέσα από το μυστήριο της ενορίας. Ήταν πραγματικά ιδανική η πρώτη αυτή χριστιανική κοινότητα – ενορία: Είχαν κοινοκτημοσύνη («είχον άπαντα κοινά», “Πράξ.2,44”), τα Κυριακά δείπνα – «Αγάπες», με ενσυνείδητη μετοχή στο μυστήριο της Ζωής, τη θεία Ευχαριστία.

Με το κήρυγμα των Αποστόλων εις πάντα τα έθνη, κατά την εντολή του Κυρίου, και την εξάπλωση του Χριστιανισμού, παρά τους διωγμούς, έχουμε και τη συνακόλουθη αναγκαία χειροτονία επισκόπων και πρεσβυτέρων κατά τόπους. Σχετική είναι η εντολή του αποστόλου Παύλου προς τον μαθητή του Τίτο, «ίνα καταστήση κατά πόλιν πρεσβυτέρους» (Τίτ. 1,5). Οι πρώτες κοινότητες – ενορίες συνήθως λειτουργούσαν στις πόλεις. Για τη ζωή των πρώτων χρόνων της Εκκλησίας έχουμε πολλές μαρτυρίες από τις Πράξεις των αποστόλων και τις Επιστολές του αποστόλου Παύλου. Η Εκκλησία, ως ζωντανός οργανισμός, βρέθηκε στην ανάγκη της αποκέντρωσης. Αυτό γίνεται ειδικά μετά τη λήξη των διωγμών, οπότε έχουμε μαζική προσέλευση στην Εκκλησία και οι πνευματικοί πατέρες έπρεπε να καθοδηγούν τους νεοφώτιστους πιστούς.

Κατά την περίοδο των αποστολικών Πατέρων έχουμε την εδραίωση του θεσμού της Εκκλησίας και του επισκοπικού αξιώματος. Ο άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας λέγει ότι ο επίσκοπος είναι «εις τύπον και τόπον Χριστού». Ο άγιος Κυπριανός Καρχηδόνος προσθέτει, «όπου ο επίσκοπος, εκεί και η Εκκλησία» και, «έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία» (extra Ecclesiam nulla salus “Κυπρ. Επιστ., 66.8”).

Μετά την παύση των διωγμών, έχουμε μαζική αύξηση των Χριστιανών και στην ύπαιθρο και περαιτέρω αποκέντρωση, και τη δημιουργία νέων επισκοπών και κατά τόπους ενοριών σε όλη τη Ρωμαϊκή-Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια και τα Ιεροσόλυμα, καταρχήν, διαμορφώνονται ως τα μεγάλα εκκλησιαστικά κέντρα (Πενταρχία των Πατριαρχών). Χαρακτηριστικά, αναφέρεται στον βίο του αγίου Αθανασίου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, ότι είχε στη δικαιοδοσία του αρκετές αρχιεπισκοπές και 120 επισκόπους. Η ενορία, υπό τη σημερινή της μορφή, άρχισε να υφίσταται μεταξύ του 4ου – 5ου αι., με τη χειροτονία πολλών πρεσβυτέρων στην επαρχία.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η κοινότητα – ενορία καθόριζε την καθημερινή ζωή και την ύπαρξη του Ρωμηού. Τα όρια της ενορίας συνέπιπταν με τα όρια του χωριού και της πόλης και η ενορία ήταν ο τρόπος, με τον οποίο διασωζόταν το ορθόδοξο ήθος.

Η ενορία αποτελεί το κύτταρο της Εκκλησίας. Είναι η ίδια η Εκκλησία σε μικρογραφία. Εδώ τελεσιουργείται η διακονία της καταλλαγής, κηρύττεται και λατρεύεται ο Χριστός. Ο άνθρωπος προσεγγίζει εμπειρικά την Εκκλησία του Χριστού, στη μορφή κάποιας συγκεκριμένης τοπικής Εκκλησίας, στη ζωή της ενορίας.

Όπως είπαμε στην αρχή, η αποκάλυψη της Εκκλησίας έγινε με την ενανθρώπηση του Υιού του Θεού και η εδραίωση με την αποστολή του αγίου Πνεύματος, ενώ η τελεία φανέρωση θα γίνει στην Άνω Ιερουσαλήμ. Όλα αυτά είναι βεβαίως θεολογικές έννοιες, αλλά έχουν άμεση σύνδεση με τη ζωή μας. Άλλωστε, όλα τα προβλήματα πρέπει να τα λύνουμε θεολογικά, αν θέλουμε να αποκτήσουμε τη σωτηρία μας και να ζούμε σωστά και φυσικά. Για να σκεφτόμαστε θεολογικά, ασφαλώς δεν είναι αρκετό η απαραίτητο το πτυχίο μίας Θεολογικής η Εκκλησιαστικής Σχολής, αλλά, όπως λέγει ο όσιος Νείλος ο ασκητής, Θεολόγος είναι αυτός, που ξέρει να προσεύχεται («Ει θεολόγος ει, αληθώς προσεύξη• και ει αληθώς προσεύχη, θεολόγος ει» “Migne, P.G. 79, 1180”).

Αλλά εκκλησία λέγεται και ο ναός, ο χώρος, όπου συγκεντρώνονται οι πιστοί, για να τελέσουν τα Μυστήρια και τις ιερές Ακολουθίες, κατεξοχήν δε το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Γιατί η θεία Ευχαριστία αποτελεί την ειδοποιό διαφορά της Εκκλησίας από τις άλλες θρησκείες. Για τον καθαγιασμό ενός χώρου ως ναού, όπου θα συναθροίζεται η Εκκλησία, το Σώμα του Χριστού, γίνεται ειδική τελετή, η τελετή των Εγκαινίων. Η καθιέρωση του ναού είναι ουσιαστικά καθιέρωση του θυσιαστηρίου. Ναός χωρίς θυσιαστήριο δεν είναι ναός, αλλά οίκος προσευχής, «μήτε σκήνωμα είναι της δόξης του Θεού χωρίς θυσιαστήριον, μήτε κατοικητήριον Θεού», κατά τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης. Είναι χαρακτηριστικό, όπως ερμηνεύει ο άγιος Νικόλαος Καββάσιλας, ότι το θυσιαστήριον καθιερώνεται από τον επίσκοπο με την τοποθέτηση λειψάνων αγίων μαρτύρων, που φανερώνουν τους τρεις πυλώνες οργανώσεως της εκκλησιαστικής ζωής, που είναι το θυσιαστήριο, ο επίσκοπος και οι άγιοι. Διαχωρισμός του ενός από τα άλλα δύο συνιστά απώλεια του ορθοδόξου ήθους.

Πάντως ο ναός, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, είναι ουρανός «ένδον του ιερού καταπετάσματος ώσπερ εν επουρανίαις σκηναίς, τον θρόνον έχων τον δεσποτικόν, εφ᾽ ου καθήμενος ο του παντός βασιλεύς, συναίρει λόγον αοράτως μετά των δούλων αυτού».

Η Καθολική Εκκλησία ενεργεί σε ένα συγκεκριμένο χώρο, στην ενορία, που είναι η πνευματική μας οικογένεια. Στη μήτρα – κολυμβήθρα της ενορίας μας γεννηθήκαμε και στη ζωή της αναγεννώμαστε στο λειτουργικό γίγνεσθαι. Εκκλησία είναι η ενορία και συνιστά τον ναό ως το κέντρο της, τον κατεξοχήν χώρο της. Όπως το καθολικό βρίσκεται στο κέντρο, τοπικά και λειτουργικά, του κοινοβίου, έτσι και ο ενοριακός ναός είναι στο κέντρο της κοινότητας. Παλαιότερα μάλιστα, στον περίβολο του ναού, οι ορθόδοξοι πιστοί εβίωναν την κοινωνία μεταξύ τους, ιδίως μετά το πέρας της θείας Λειτουργίας. Αυτό σημαίνει ότι η επι-κοινωνία των πιστών μεταξύ τους έξω από τον ναό ήταν συνέχεια και ήταν συνδεδεμένη με τη θεία Κοινωνία, που είχε προηγηθεί μέσα στον ναό.

Οι παλαιότεροι θα θυμάστε τη συνάντηση των πιστών αμέσως μετά τη θεία Λειτουργία, με τους γιορτάρηδες να κερνούν κι όσους είχαν μνημόσυνο να προσφέρουν τα κόλλυβα, τη ρακή. Συντελείτο μια ωραία επικοινωνία όλης της Κοινότητας στον περίβολο του ναού. Η επικοινωνία της κοινότητας-ενορίας φανερωνόταν και με άλλους τρόπους. Για παράδειγμα, το Πάσχα θα έπρεπε να έρθουν όλοι οι χωριανοί, για να πει τον Καλό Λόγο ο ιερέας. Έψαχναν μήπως έλειπε κανείς και, αν έλειπε, έστελναν κάποιο να του φωνάξει. Σήμερα, αυτή η κοινωνία, η αλληλοπεριχώρηση, έχει μεν ατονήσει, αλλά μπορεί όμως να ανανεωθεί στις σημερινές συνθήκες. Για παράδειγμα, στη Θεσσαλονίκη, εκεί στην ενορία του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, που υπηρέτησα, δημιουργήσαμε προς τον σκοπό αυτό πολλούς χώρους κάτω από τον ναό. Ένα παρεκκλήσι, μια αίθουσα 500 ατόμων, ένα αρχονταρίκι, αίθουσες κατηχητικών, βιβλιοθήκης, παιχνιδιού, υπολογιστών, ψυχαγωγίας. Όλα όσα γίνονται στους χώρους αυτούς υπηρετούν, τρόπον τινά, με σύγχρονους τρόπους αυτό, που ζούσαμε παλαιότερα στους περιβόλους των ναών.

Η Εκκλησία αρνείται να αφομοιωθεί με την άμορφη κοινωνία, αλλά εκτείνεται ως σωτηρία, που υπάρχει «εν ορίοις», πέραν μεν των χωρικών ορίων του ναού, μέσα σε καθορισμένα όμως όρια, που υποδηλώνουν ευθύνη. Δεν πρόκειται για όρια περιχαράκωσης και για τους μη υγιείς τοπικισμούς, που δημιουργούνται καμμιά φορά, όσο για σύνορα έγνοιας και μέριμνας. Ο εκκλησιαστικός ενοριακός κύκλος δεν κλείνει, αλλά ανοίγεται και διαλέγεται, προσεγγίζει και μεταδίδει το μυστήριο της κοινωνίας, μαρτυρεί τον Χριστό προς τους εγγύς και τους μακράν.

Η ενορία είναι η ευχαριστιακή οικογένεια, που γίνεται «ο,τι κοινωνεί», το μικρό ευχαριστιακό κέντρο, όπου λαμβάνει χώρα η σωτήρια δράση της ευρύτερης Εκκλησίας, η κλήση πάντων σε σύναξη. Το κοινωνικό ήθος της Εκκλησίας δεν είναι αφηρημένη θεωρία, αλλά πραγματώνεται στην ενορία. Ενορία γίνεται ο χώρος σάρκωσης της Εκκλησίας, που για τον χριστιανό του κόσμου γίνεται πατρίδα. Κάθε απομάκρυνση από αυτή είναι ξενητιά. Χωρίς ενορία, όλα είναι ένας ιερός ιδεαλισμός, που καταδυναστεύει μία άσαρκη ρομαντική ουτοπία, μία κοινότητα, που αδυνατεί να καθρεφτίσει το πρόσωπο του Χριστού. Η ζωή υπερβαίνει το σύστημα. Και αυτή η υπέρβαση, η ελευθερία από τη θρησκευτική ιδεολογία, είναι η ενορία. Ο σύγχρονος μακαριστός κορυφαίος δογματικός θεολόγος, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ λέγει: «Δεν δίνουμε ορισμό σε κάτι, που είναι από μόνο του απόλυτα σαφές. Η Εκκλησία είναι μάλλον πραγματικότητα, που την ζούμε, παρά αντικείμενο, που το αναλύουμε και το σπουδάζουμε» (Βλ. π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Το σώμα του ζώντος Χριστού, Εκδόσεις Αρμός, σ.13).

Ο απώτατος Θεός γίνεται εγγύτατος, ως Θεάνθρωπος, που γίνεται ψηλαφητός μέσα στην Εκκλησία δια της ενορίας, που είναι η εικόνα, η έκφραση και η εκδήλωση όλης της Εκκλησίας, «ο μεταμορφωμένος κόσμος μέσα στον κόσμο». Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γευθούμε τη ζωή της Εκκλησίας, παρά μόνο μετέχοντας στη λατρεία της, καλλιεργώντας σωστή σχέση με την ενορία, σχέση κοινής ζωής και κοινωνίας.

Ο προεστώς της ενορίας, ως ποιμένας, αλλά και ως ποιμαινόμενος του επισκόπου, ενορίτης και ο ίδιος, διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο. Επιδεής, βεβαίως, και ο ίδιος σωτηρίας, γίνεται δρόμος προς τον Χριστό, αντιμετωπίζει τους λαϊκούς αδελφούς, όχι ως παθητικούς θεατές, αλλ᾽ ως δυναμικούς συνοδοιπόρους στο ενοριακό έργο. Ως μέτοχος της ιερωσύνης του Χριστού, με την αίσθηση της αναξιότητάς του, την υπηρετεί και δεν τη χρησιμοποιεί ως δικαιωματικός της κάτοχος. Φροντίζει τα πρόβατά του ως να ανήκουν στον Χριστό και όχι στον ίδιο.

Για να το επιτύχει αυτό, πρέπει να κινείται ως πνευματικός πατέρας, φίλος και αδελφός, σύμβουλος και συμπαραστάτης, έχοντας ως προϋπόθεση το πατερικό πνεύμα, το ορθόδοξο φρόνημα και τις ησυχαστικές πρακτικές (ευχή, νηστεία, άσκηση, αγρυπνία, θυσιαστική προσφορά στα πνευματικά του τέκνα). Πρέπει να θυμάται τα λόγια του αποστόλου Παύλου, «Τις ασθενεί και ουκ ασθενώ; Τις σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι», και, «γέγονα τοις πάσι τα πάντα ίνα πάντως τινάς σώσω», ενώ παράλληλα δεν πρέπει να υστερεί σε θέματα φιλανθρωπίας, κοινωνικής προσφοράς και ανιδιοτελούς αγάπης.

Στην ενορία πορευόμαστε από την ύπαρξη στη συνύπαρξη, από το εγώ στο εσύ, γιατί η πραγματική ηθική αρχίζει, όταν μπαίνει στη σκηνή «ο ξένος», ο διαφορετικός. Το κάθε μέλος έχει και ξαναβρίσκει τη σχέση του ως «μέλος εκ μέρους». Και οι γυναίκες και οι άντρες, οι μικροί και οι μεγαλύτεροι, οι ζώντες και οι κεκοιμημένοι, που μας κάνουν πιο οικείους με την αιώνια ζωή. Η μνήμη τους δεν είναι αναπόληση, αλλά η μνημόνευσή τους σε κάθε προσκομιδή τους καθιστά κοινωνούς στη μνήμη του Θεού και στη ζωή μας μέσω της θείας Ευχαριστίας. Στη ζωή της ενορίας όλους, ζώντες και κεκοιμημένους, τους βλέπουμε αναστάσιμα, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς, ως «εν δυνάμει αγίους», ως συνοδοιπόρους και όχι ως απειλή. Η ενοριακή πίστη μας αυτή είναι: ο άλλος είναι ο πλησίον, ο Παράδεισός μου και όχι η Κόλασή μου, όπως διακήρυσσε ο άθεος Γάλλος φιλόσοφος Πωλ Σάρτρ. Η μόνη διάκριση, που γίνεται, είναι αυτή μεταξύ του αμετανοήτου – μη αναγεννημένου και του μετανοημένου – ευχαριστιακού ανθρώπου.

Στο σημείο αυτό, να μου επιτρέψετε να παραθέσω ένα απόσπασμα του Νικολάου Γ. Πεντζίκη, ο οποίος υπήρξε ένας αξιόλογος άνθρωπος και συγγραφέας. Συνδεόταν με τον πατέρα Αιμιλιανό τον Σιμωνοπετρίτη και τον Γέροντα Παΐσιο. Ήταν φιλομόναχος άνθρωπος και «τρελλός», με την τρέλλα, που όλοι πρέπει να έχουμε για τον Χριστό. Το απόσπασμα αναφέρεται στη σχέση μας με τους νεκρούς, που αποτελούν τη θριαμβεύουσα Εκκλησία, και με μας, που αποτελούμε τη στρατευομένη. Είμαστε όμως όλοι, ζώντες και κεκοιμημένοι, ένα αδιάσπαστο σώμα με κεφαλή τον Χριστό.

« Η Εκκλησία είναι το σώμα μου»

Σε μια απέλπιδα στιγμή της προσπάθειάς μου για αυτοπερισυλλογή, το 1945, μοναχός εν᾽ απόγευμα, μπήκα στην εκκλησία του συνοικισμού Νέας Ιωνίας Αθηνών. Μέσα ο ναός ήταν ακόμη ασυμπλήρωτος και ως μόνο πλήρωμα στεκόντουσαν κι άκουγαν, τον κρυμμένο μέσα στο ιερό παπά, μια μαυροφορημένη γρηά, ένας τρελλός και εγώ.
Τότε λοιπόν, παρά τις ελλειπείς μου γνώσεις στα θρησκευτικά και θεολογικά, καθώς προσπαθούσα να βάλω τους σκόρπιους λογισμούς μου σε κάποια τάξη, αντιλήφθηκα ότι πολύ σωστά θα μπορούσαν να διακοσμηθούν οι τοίχοι του άδειου ναού, με την απλή καταγραφή, από πάνω έως κάτω, όπως στα χαρτάκια που δίνουμε στον παπά για να διαβάσει, των ονομάτων όλων των προσφιλών μας νεκρών.
Η ανωτέρω αντίληψη μου κατέστησε σαφές (εφ᾽ όσον δια την αναγραφή των ονομάτων των νεκρών ενεργεί άλλη χειρ από την δική τους), ότι η συγκρότηση της ενότητος των λογισμών μας δεν επιτυγχάνεται δια μόνου του εαυτού μας. Χωρεί λοιπόν ένα είδος παραιτήσεως και επιβάλλεται να πεις, το εγώ μου ειν᾽ ένας άλλος.
Άλλος ο Χριστός και η αγία αυτού Εκκλησία, όπου συνεχίζει υπάρχων. Άλλος ο πλησίον μας άνθρωπος, που εν Χριστώ μέσα στην Εκκλησία παντρευόμαστε. Άλλος! Εκείνη γυναίκα και αυτός άνδρας. Και όμως τος αγαπώ ως εαυτόν μου. άλλος υπήρξε ο ανάδοχός μου, που μ᾽ έντυσε τη στολή της πίστεως, όταν βαπτίστηκα εν Χριστώ μωρό παιδί και δεν καταλάβαινα. Τόσοι άλλοι είμαι εγώ. Η Εκκλησία είναι το σώμα μου». (Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Προς Εκκλησιασμόν, Θεσσαλονίκη 1970, σσ. 66-67)

Όπως ορθά έχει λεχθεί, μόνο η ζωή της ενορίας μπορεί να δώσει ιερατική διάσταση στην πολιτική, προφητικό πνεύμα στην επιστήμη, ανθρώπινο πρόσωπο στις οικονομικές σχέσεις και μυστηριακό χαρακτήρα στον έρωτα. Στην ενορία τα άτομα αναδεικνύονται ξεχωριστά πρόσωπα, που εξελίσσονται στην ελευθερία χάρις στην ταπείνωση, που είναι η δύναμη να μη βασίζομαι μόνο στις δικές μου δυνάμεις και να εμπιστευθώ στον Θεό την ύπαρξή μου και να βάλω τον αδελφό στη ζωή μου, να θητεύσω στο θέλημα του Θεού για να ελευθερωθώ, να συσταυρωθώ με τον αδελφό μου, για να αναστηθώ. Το παράδοξο του εκκλησιαστικού ανθρώπου δεν είναι να δεχθεί τον άλλο με ουδετερότητα, αλλά με αγάπη. Να γίνει αγάπη.

Τέλος, οι ενορίες – κλήρος και λαός – δεν πρέπει να θεωρούνται ως αυτοτελείς ευχαριστιακές κοινότητες μέσα στα όρια της κάθε μητροπολιτικής περιφέρειας, αλλά να εξαρτώνται από τη μία επισκοποκεντρική ευχαριστία, ως οργανικός της κλάδος. Εκεί διασφαλίζεται πνευματικά η ενότητα της Εκκλησίας, κάτω από το ωμοφόριο, την ευχή και την προσευχή του οικείου ποιμενάρχου της, εν αγάπη και υπομονή.

Καταληκτικά, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι χωρίς να γνωρίσουμε τι είναι Εκκλησία, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στην αποστολή μας, ως ιερείς.

Θέματα προς συζήτηση

1. Η προσωπική μας πνευματική ζωή είναι το παν για την επιτυχία του έργου μας. Όταν το πετύχουμε αυτό, όλα τα υπόλοιπα θα γίνουν με τη βοήθεια του Θεού.
2. Προσπάθεια για τον πνευματικό καταρτισμό της οικογένειάς μας.
3. Επιλογή των συνεργατών μας.
4. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη νεότητα.
5. Κατήχηση για όλες τις ηλικίες.
6. Συνεργασία με όλους τους κοινωνικούς φορείς.
7. Αξιοποίηση των αποδήμων.
8. Η μέριμνά μας για τους αναξιοπαθούντες.
9. Η αξιοποίηση της μαζικής προσέλευσης πιστών κατά τις μεγάλες εορτές, τα Μυστήρια και τα μνημόσυνα.
10. Η ιδιαίτερη φροντίδα μας για την ευπρέπεια του ναού, των παρεκκλησίων και των εξωκκλησίων.
11. Η καλή συνεργασία μεταξύ μας: η ανταλλαγή εμπειριών και γνώσεων, η συμμετοχή μας στις πανηγύρεις και άλλων εκδηλώσεων γειτονικών ενοριών.
12. Αξιοποίηση του διαδικτύου.

Συζήτηση

1. Η προσωπική μας πνευματική ζωή είναι το παν για την επιτυχία του έργου μας. Όταν το πετύχουμε αυτό, όλα τα υπόλοιπα θα γίνουν με τη βοήθεια του Θεού

Η πνευματική ζωή του ιερέα περιλαμβάνει τη μυστηριακή ζωή, τη μετάνοιά του ενώπιον του Χριστού και του πνευματικού του, την προσευχή, τη μελέτη πνευματικών βιβλίων. Αναμφίβολα, χωρίς μελέτη και χωρίς ανανέωση, ο ιερέας δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ποικιλότροπες ποιμαντικές ανάγκες της εποχής μας, που είναι πολύ δύσκολη. Έχουμε πολλά προβλήματα να αντιμετωπίσουμε, οι εξελίξεις τρέχουν και δεν τις προλαβαίνουμε. Οφείλουμε να έχουμε ενδιαφέρον να ενημερωνόμαστε μέσα από τα διαθέσιμα μέσα, και για τους νεώτερους υπάρχει και το διαδίκτυο, που συνιστά μια αξιόλογη πηγή ενημέρωσης.

Πιο συγκεκριμένα, ο ιερέας οφείλει να μελετά, χωρίς όμως να αισθανθεί ποτέ την αυτάρκεια της γνώσης. Να έχει διαπαντός την αίσθηση της μαθητείας και την ταπείνωση, τη βάση όλων των αρετών. Να τρέφει σεβασμό προς όλους τους λαϊκούς συνεργάτες και συνοδοιπόρους του, χωρίς να απορρίπτει κανένα. Ακόμα, να αντιμετωπίζει με πραότητα, υπομονή και καλωσύνη τις όποιες δύσκολες καταστάσεις και περιστατικά της ζωής.

Το χάρισμα της διάκρισης πρέπει να αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του ιερέα. Αυτό αποκτιέται και καλλιεργείται με την προσωπική πνευματική του ζωή, και κυρίως την προσωπική καθημερινή του μετάνοια. Σ’ αυτό βοηθά, αν ανακρίνει καθημερινά τον εαυτό του γύρω από τους λογισμούς, τη στάση, τα αισθήματα, τις επιθυμίες, που είχε από την επαφή του με συγκεκριμένους ανθρώπους. Εκεί, θα διαπιστώσει τις ελλείψεις του και θα επεκτείνει τα όρια της προσευχής του στους συνανθρώπους του, που πλήγωσε, που κατέκρινε, είτε με τους λογισμούς του, είτε με τις επιθυμίες του, τη γλώσσα του, τις ενέργειές του. Όταν αυτή η «ανάκριση» γίνεται καθημερινά, με το να προσεύχομαστε δηλαδή ονομαστικά για τους ανθρώπους, που πικράναμε, που κατακρίναμε, τότε αποκτούμε διάκριση, αποκτούμε αγάπη. Αυτό αποτελεί «αρχή μετανοίας», για να έλθει η μετάνοια. Για να φωτιστούμε και να αγιασθούμε, πρέπει να καθαρίσουμε τον εαυτό μας «από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος». Ουδέποτε ενώνεται η χάρις του αγίου Πνεύματος με ακάθαρτο νου, με σώμα μολυσμένο.

Όταν ο καθένας κάνει αυτή την προσωπική εργασία, τότε τα όποια προβλήματα λύνονται με τη βοήθεια του Θεού. Τα προβλήματα, οι αποτυχίες μας σε ενορίες οφείλονται σε προσωπική μας έλλειψη. Πρέπει να αναλάβουμε προσωπικά την ευθύνη γι᾽ αυτή την έλλειψη. Δεν φτάνει μόνο η μελέτη και η διεκπεραίωση ακολουθιών από μέρους μας.

Το πιο σημαντικό για όλους μας είναι η καθημερινή μας μετάνοια• τα υπόλοιπα τα κατευθύνει το άγιο Πνεύμα. Να επιμελούμεθα και να ανανεώνουμε την προσωπική μας πνευματική ζωή, που η βάση της είναι η μετάνοια και η τέλεση της θείας Ευχαριστίας. Σ’ αυτό μας κατευθύνει το κήρυγμα του Τιμίου Προδρόμου και το πρώτο κήρυγμα του Δεσπότου Χριστού: «Μετανοείτε• ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών». Κάθε μέρα να ανανεώνουμε τη μετάνοιά μας, για να μπορούμε να ανανεώνουμε την παράστασή μας, την παρουσία μας δηλαδή ενώπιον του αγίου Θυσιαστηρίου. Εάν δεν ανανεώνουμε τη μετάνοιά μας, τότε δεν ανανεώνουμε την ευχαριστιακή μας σχέση, ούτε με τον Θεό, ούτε με τους συνανθρώπους μας.

2. Προσπάθεια για τον πνευματικό καταρτισμό της οικογένειάς μας

Εδώ, βρίσκεται ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα, το οποίο είναι και σταυρός για μας. Γιατί ο κόσμος θεωρεί, ότι πρέπει να είμαστε ψηλά κι εμείς και η οικογένειά μας. Καμμιά φορά όμως, αυτό δεν εξαρτάται απόλυτα από εμάς και, ούτε μεγάλα λόγια πρέπει να λέμε, ούτε μπορεί κάποιος να καυχηθεί γι’ αυτά τα θέματα. Γι’ αυτό κι εδώ χρειάζεται η προσωπική πνευματική μας ζωή και το παράδειγμά μας. Διαφορετικά, είναι επικίνδυνο και για την ποιμαντική μας προσπάθεια, αν αποτύχουμε στην οικογένειά μας, πράγμα, για το οποίο δεν είναι πάντα υπαίτιος ο ιερέας. Κι ασφαλώς, πολλοί παράγοντες παίζουν ρόλο για μια επιτυχημένη ιερατική οικογένεια. Είναι ένας σταυρός, που πρέπει να σηκώσουμε με την προσευχή μας και να προσπαθήσουμε με το παράδειγμά μας, όσο εξαρτάται από εμάς, να δώσουμε μια καλή μαρτυρία και μέσα από την οικογένειά μας. Ο ιερέας οφείλει να νοιάζεται την οικογένειά του. Να δίνει το παρόν του από τη μικρή ηλικία των παιδιών του μέχρι και την εφηβεία και την αποκατάστασή τους.

3. Επιλογή των συνεργατών

Στην επιλογή των συνεργατών μας να μην υπάρχουν διακρίσεις και αποκλεισμοί. Από μέρους του ιερέα χρειάζεται προσέγγιση ανθρώπων, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν. Να δίνει ευκαιρία και σε καινούργια πρόσωπα, που θα ήθελαν να βοηθήσουν και να προσφέρουν, μεταφέροντας έτσι προς την κοινωνία το έργο της Εκκλησίας.

4. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη νεότητα

Εδώ δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Ιδιαίτερα στην εποχή μας χρειάζονται καινούργιοι τρόποι προσέγγισης. Η πίστη μας παραμένει σαφώς η ίδια, αλλά να βρίσκουμε κάθε φορά νέους τρόπους προσέγγισης των νέων ανθρώπων.

5. Κατήχηση για όλες τις ηλικίες

Η Κατήχηση αποτελεί σημαντική μας έλλειψη. Πολλά προβλήματα είναι ζήτημα απουσίας λόγου. Η κατήχηση δεν αφορά μόνο στα μικρά παιδιά, αλλά κατήχηση θέλουμε όλοι ανεξαιρέτως. Η μελέτη από τους ιερείς βοηθά στο να ανανεώνει ο ιερέας την ιερωσύνη του, να την εμπνέει, να την εμβαθύνει. Πρέπει να γίνει έμπρακτη μέσω του κηρύγματος, που βοηθά και επικοινωνιακά τη σχέση του ιερέα με τον λαό. Πολλοί ιερείς «φοβούνται» ότι θα εκτεθούν, ότι θα κριθούν. Ο κηρυγματικός λόγος αυτός, ιδιαίτερα όταν είναι μέσα στη θεία Λειτουργία, είναι βαπτισμένος μέσα στο αναστάσιμο σώμα του Κυρίου μας και βοηθά τον λαό. Ο ιερέας μοιράζεται τη συμμετοχή του με αυτό το σώμα.

Ο ιερέας πρέπει να έχει την έγνοια του ποιμνίου του. Πολλοί είναι οι ορθόδοξοι, που πλησιάζουν τους ιερείς με σκοπό να τους διαβαστεί η ευχή της βασκανίας, η να τους κάνουν ευχέλαιο. Τούτο το σημείο σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να φαίνεται μεν «ανώφελο», αποτελεί εντούτοις ένα σημείο επαφής, που φέρνει ευεργετικά αποτελέσματα. Είναι μια καλή αφορμή για να τους πλησιάσουμε με αγάπη, χωρίς να αρνηθούμε να τους βοηθήσουμε . Κυρίως «να ακούσουμε» τον πόνο τους, και έτσι να τους αναπαύσουμε. Με αυτό τον τρόπο τους δίνεται η ευκαιρία να αισθανθούν την Εκκλησία ως μητέρα τους, που τους νοιάζεται.

Όσον αφορά στους ξένους στην Κύπρο, έχουμε δύο περιπτώσεις: τους ορθοδόξους και τους μη ορθοδόξους. Για τους ορθοδόξους, πρέπει να εργαστούμε ουσιαστικά. Πρέπει πρώτα εμείς με το παράδειγμά μας, να αποδείξουμε ότι αυτή η Εκκλησία είναι και δική τους Εκκλησία, όχι μόνο για μας τους Έλληνες. Οι ιερείς οφείλουν να επισκεφθούν αυτούς τους ανθρώπους και να τους συμπαρασταθούν• να τους εντάξουν στο ποίμνιό τους, μια και αποτελούν ποίμνιό τους. Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να ενταχθούν μέσα στην τοπική Εκκλησία. Ο καλύτερος τρόπος είναι μέσα από τα μυστήρια. Παράλληλα, να τους βοηθήσουμε και σε πρακτικά ζητήματα, όπως την επικοινωνία τους με τις κρατικές υπηρεσίες για την τακτοποίηση γραφειοκρατικών θεμάτων, που γι’ αυτούς είναι πολύ σημαντικά.

Αναμφίβολα, η παρουσία στη Μητρόπολή μας ιερέων από άλλες ορθόδοξες εθνότητες ωφελεί. Ο καθένας κουβαλά τις συνήθειές του, την κουλτούρα του και έτσι διαφαίνεται ότι η Ορθοδοξία δεν είναι ελληνική, αλλά οικουμενική, πράγμα που έγινε αντιληπτό στους Κυπρίους μόνο τα τελευταία χρόνια, επειδή οι ίδιοι οι Κύπριοι ήταν περιχαρακωμένοι στο εγώ τους.

Έχουμε ακόμα περιπτώσεις ανθρώπων αιρετικών η που είναι μπλεγμένοι με τη μαγεία, τα μέντιουμ η διάφορες ινδουϊστικές θεωρίες. Προληπτικά, είναι καλό ο ιερέας να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις αυτές με προσευχή. Αλλά, παράλληλα, να γνωρίζει προσωπικά το ποίμνιό του, διατηρώντας επικοινωνία με αυτό. Με ενδιαφέρον να συμπαραστέκεται, οδηγώντας τους πεπλανημένους προς την Ορθή πίστη. Να είναι ανοικτός και σε ετοιμότητα για οποιαδήποτε βοήθεια του ζητηθεί από οποιονδήποτε συνάνθρωπό του, αγκαλιάζοντάς τον με καλωσύνη.

Ο ιερέας οφείλει να κατηχεί τον ορθόδοξο λαό του προς την ορθόδοξη πίστη. Την ίδια στιγμή όμως να γνωρίζει την κουλτούρα των αλλοδόξων ανθρώπων (που πολλές φορές συμβιώνουν μέσα στα ίδια μας τα σπίτια), καθώς και τους τρόπους, τις μεθόδους και πολλές φορές τα αρνητικά μέσα, που μπορεί να χρησιμοποιήσουν, εκπληρώνοντας τα πνευματικά τους καθήκοντα. Ο ρόλος του ιερέα είναι άκρως σημαντικός: ο ίδιος παρέχει ασφαλή προστασία στο ποίμνιό του, κατηχώντας από τη μια το ποίμνιό του πως να προσεύχεται, αντιστεκόμενος στα κακά πνεύματα και δυνάμεις, και από την άλλη, καθαγιάζοντας το ποίμνιό του μέσω των Μυστηρίων της Εκκλησίας μας.

6. Συνεργασία με όλους τους κοινωνικούς φορείς

Η σχέση του ιερέα με τους εκπαιδευτικούς πρέπει να είναι στενή. Να επιδιώκει ο ιερέας να έχει σχέση με τους εκπαιδευτικούς. Ιδιαιτέρως στα σχολεία πρέπει να δίνουμε το παρόν μας στις εορτές τους, να προσφέρουμε, να προτείνουμε στους εκπαιδευτικούς η στα παιδιά ένα σχετικό βιβλίο, να κάνουμε μια συζήτηση μαζί τους. Υπάρχουν άνθρωποι, που μπορεί να μην είναι πολύ κοντά στην Εκκλησία, έχουν εντούτοις αναζητήσεις. Όταν τους δώσουμε την ευκαιρία, βοηθιούνται οι ίδιοι και βοηθούν ταυτόχρονα και εμάς. Από την άλλη, στην περίπτωση, που εκπαιδευτικοί κατηγορούν την Πίστη μας και είναι εναντίον της Εκκλησίας, τότε καλό είναι το κάθε πρόβλημα να λύνεται, είτε σιωπηλά, είτε με τη βοήθεια και συνεργασία του εκάστοτε γυμνασιάρχη-λυκειάρχη, χωρίς να είμαστε εριστικοί, δημιουργώντας εχθρότητες. Το τελευταίο, μόνο αρνητικά αποτελέσματα θα έχει.

Ο ιερέας οφείλει να συμμετέχει ενεργά, δυναμικά, αλλά και διεκδικητικά πολλές φορές, σε όλα τα δρώμενα της ενορίας του, η οποία αντικατοπτρίζει την κοινωνία και τα όποια προβλήματά της. Να βοηθά στην επίλυση προβλημάτων, χωρίς όμως να έχει επιθετικές προθέσεις, πράγμα που πολλές φορές κάνει το πρόβλημα μεγαλύτερο. Ούτε και είναι καλό για τον ιερέα να κρατά στάση δειλίας απέναντι στα προβλήματα, αλλά να αντιδρά άμεσα, εκφράζοντας ανοικτά την άποψή του, όπου χρειάζεται. Να έχει το θάρρος να υπερασπίζεται τα δίκαια της Εκκλησίας, γιατί είναι αποδεδειγμένο, όταν εμείς είμαστε σωστοί, οι άλλοι μας δέχονται. Ενώ, όταν είμαστε δειλοί, μη υπερασπιζόμενοι τα δίκαια της Εκκλησίας, δεν δίνουμε το καλό παράδειγμα στο πλήρωμα της Εκκλησίας, που περιμένει από μας να είμαστε πρωτοστάτες σε αυτά τα θέματα. Ταυτόχρονα, αν ο ιερέας είναι προνοητικός, μπορεί πολλές φορές να προλάβει το πρόβλημα πριν την εμφάνισή του. Γι’ αυτό χρειάζεται από μέρους του προσωπική εγρήγορση. Ο ίδιος να αντιμετωπίζει όλα τα προβλήματα, χωρίς να απορρίπτει κανένα. Ακόμα, να συνεργάζεται στα θέματα, που μπορεί να συνεργάζεται, εμπλεκόμενος κάθε φορά με τους σχετικούς κοινωνικούς φορείς. Σε πολλές δύσκολες περιπτώσεις είναι ο Θεός, που φωτίζει τον ιερέα να ενεργήσει αναλόγως.

7. Αξιοποίηση των αποδήμων

Στα μικρά χωριά τα Σαββατοκυρίακα η ενορία μεγαλώνει με την παρουσία των αποδήμων. Γι’ αυτό τον λόγο, είναι καλό να συνεργαζόμαστε, προσπαθώντας να τους αξιοποιήσουμε με κάθε τρόπο. Έτσι, η ενορία θα λειτουργεί καλύτερα, αλλά ταυτόχρονα τους βοηθούμε και προσωπικά, συνδέοντάς τους με την πρώτη τους ενορία, που, όπως προαναφέραμε, αποτελεί πατρίδα τους.

8. Η μέριμνά μας για τους αναξιοπαθούντες

Αυτή η μέριμνά μας, θα μπορούσε έμπρακτα να οργανωθεί με την εύρεση καταλλήλων προσώπων. Στη Μητρόπολή μας ήδη συστάθηκαν για τον σκοπό αυτό μονάδες οικονομικής στήριξης και προσφοράς αναγκαίων τροφίμων και ειδών ένδυσης σε άπορα άτομα, με υπεύθυνους ιερείς.

9. Η αξιοποίηση των μεγάλων εορτών, οπόταν έχουμε μαζική προσέλευση πιστών, καθώς και των μυστηρίων και των μνημοσύνων

Εδώ είναι μια πρόκληση, που οφείλουμε να την κερδήσουμε, γιατί αυτοί οι άνθρωποι των μεγάλων εορτών, των μνημοσύνων, των μυστηρίων, που δεν έχουν τακτική επαφή με την Εκκλησία και την ενορία, αν είμαστε οργανωμένοι, αν τελούμε τα μυστήρια με επίγνωση χωρίς να βιαζόμαστε και να κατανοούν οι άνθρωποι, τότε εύκολα προσεγγίζουν την Εκκλησία. Στην αρχή μπορούμε να λέμε μερικά λόγια, ώστε να υπάρχει μια τάξη και ησυχία. Είναι καλό τις μεγάλες εορτές να υπάρχει σωστή οργάνωση, να μην υπάρχουν κενά στην ακολουθία, ώστε να δημιουργούνται διάφορες δυσάρεστες καταστάσεις. Αυτά, βοηθούν πολύ και πάρα πολλοί ευκαιριακοί επισκέπτες της ενορίας μπορούν να γίνουν τακτικοί, αν εμείς δίνουμε καλές εξετάσεις στις παραπάνω περιπτώσεις.

11. Η καλή συνεργασία μεταξύ μας: η ανταλλαγή εμπειριών και γνώσεων, η συμμετοχή μας στις πανηγύρεις και άλλων εκδηλώσεων γειτονικών ενοριών

Όλοι μας έχουμε κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα. Ένας αδελφός, που διαθέτει ένα χάρισμα, μια εμπειρία, να τη μοιράζεται, χωρίς να έχουμε την ιδέα ότι τα ξέρουμε όλα. Αλλά να έχουμε υπόψη μας την έννοια της «δια βίου γνώσεως», κάτι, που για όλους μας χρειάζεται, και να αξιοποιούμε με αυτό τον τρόπο τις εμπειρίες των άλλων αδελφών μας. Το χάρισμα του καθενός να το αξιοποιούμε με τη συνεργασία, με τον διάλογο και με τη συμμετοχή μας στις πανηγύρεις και άλλων εκδηλώσεων γειτονικών ενοριών. Δείχνουμε έτσι στον κόσμο την ύπαρξη συνεργασίας και αγάπης μεταξύ μας.

Είναι απαραίτητη η συμμετοχή μας στη γειτονική ενορία, όταν αυτή πανηγυρίζει. Δίνουμε μια καλή μαρτυρία αγάπης και προς τον ιερέα, αλλά και προς τον εορταζόμενο Άγιο της ενορίας, που εορτάζει. Μία πρακτική, που εφαρμόζουν πολλοί ιερείς, είναι, όταν πανηγυρίζει μια γειτονική Κοινότητα, δεν λειτουργούν στην ενορία τους, αλλά μετέχουν με το ποίμνιό τους στην πανήγυρη της γειτονικής ενορίας. Η, καμμιά φορά, μπορεί να διαφοροποιήσουν το πρόγραμμα των ακολουθιών της ενορίας τους, ώστε να μπορέσουν οι ίδιοι να συμμετάσχουν και στη γειτονική πανήγυρη. Πάνω σ᾽ αυτό, είναι σημαντικός ο λόγος του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, «Εις την Καινήν Κυριακήν», στον οποίο παροτρύνει τον κόσμο, ιερείς και λαϊκούς, να πηγαίνουν σε μέρες πανήγυρης στα προσκυνήματα, γιατί κατ’ αυτή την ημέρα παρέχεται περισσότερη και ιδιαίτερη χάρις του αγίου Πνεύματος στους πιστούς, λόγω του εορταζομένου αγίου.

Με αφορμή το θέμα αγαστής συνεργασίας με τους συμπρεσβυτέρους μας, να θίξουμε κι ένα σημαντικό παρεμφερές: Πάντα να έχουμε ένα καλό λόγο για τους κληρικούς αδελφούς μας. Δεν πρέπει να αποδεχόμαστε εύκολα κατηγορίες για άλλους ιερείς, αλλά, αντίθετα, να τους υπερασπιζόμαστε, όταν τύχει σχετικός λόγος. Κι ακόμα, να προσπαθούμε να εμβάλουμε στους κατηγόρους καλούς λογισμούς για τους κατηγορουμένους κληρικούς. Γιατί, αν δεν το κάνουμε αυτό, θα έρθει και η δική μας η σειρά, οπότε θα θυμηθούμε ότι κακώς κι εμείς δεχτήκαμε μια κατηγορία εναντίον άλλου ιερέα αβασάνιστα και χωρίς να ερευνήσουμε το θέμα. Ο ιερέας επιβάλλεται να είναι προσεκτικός με τους ανθρώπους, ο οποίος ανοίγει διάφορα θέματα, τάχα από ενδιαφέρον για την Εκκλησία, για να καταλήξουν όμως σε κατηγορία κάποιου εκκλησιαστικού προσώπου. Η συζήτηση αυτή καθοδηγείται ασφαλέστατα από τον δαίμονα της κατάκρισης. Ο ιερέας πρέπει να αποφεύγει αυτό τον πειρασμό της κατάκρισης, όχι μόνο για άλλους ιερείς, αλλά, πολύ περισσότερο, και για αρχιερείς, γιατί θα το βρει μπροστά του. Θα βρει δηλαδή, σύμφωνα με τον πνευματικό νόμο, πειρασμό, για να ταπεινωθεί και μετανοήσει. Η ιεροκατηγορία οδηγεί τον ιερέα σε ψυχικό θάνατο και σκανδαλίζει ταυτόχρονα και τον συνάνθρωπό μας.

12. Αξιοποίηση του διαδικτύου

Το διαδίκτυο αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο πολύπλευρης γνώσης και ενημέρωσης, που μπορεί να βοηθήσει πολύ στο ποιμαντικό μας έργο, και κυρίως για πληροφόρηση σε θέματα, που απασχολούν τους νέους μας. Θα πρέπει να τονισθεί, ότι χρειάζεται από μέρους του ιερέα σύνεση στον τρόπο χρησιμοποίησης του εργαλείου αυτού. Καταρχήν, να μην παρασύρεται ο ίδιος από το «νεωτεριστικό πνεύμα», απολυτοποιώντας το. Θα πρέπει δηλαδή, να είναι σε γνώση του ιερέα ο τρόπος λειτουργίας του διαδικτύου, αλλά και ποιό θα είναι το αποτέλεσμα από τη χρήση του στο περιβάλλον της ενορίας του. Αν ο υπεύθυνος ιερέας αφήνει ανεξέλεγκτο τον χειρισμό του διαδικτύου από νέους, που θα το χειρίζονται στο πλαίσιο της κατηχητικής κίνησης της ενορίας του, χωρίς δηλ. να επιβλέπει και να έχει αίσθηση της σχετικής ευθύνης, τότε, πολύ εύκολα η κατάσταση θα ξεφύγει από τα επιτρεπτά όρια, και θα υπάρξουν δυσάρεστα αποτελέσματα.

Πολλοί καλοπροαίρετοι ιερείς, ευρύτερα ομιλούντες, έκαναν πειράματα εκσυγχρονισμού, τα οποία, τελικά, οδήγησαν στην εκκοσμίκευση. Στην προσπάθειά τους, να έρθουν πιο κοντά στον κόσμο, οδηγήθηκαν σε λανθασμένο δρόμο, έξω από τα όρια της Εκκλησίας. Ο λόγος είναι ότι δεν αξιοποιούμε τη μεγάλη δύναμη της εξαγιασμένης και μακρόπνοα δοκιμασμένης ιερής Παράδοσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, αλλά επηρεαζόμαστε από το κοσμικό φρόνημα και από την τεχνολογία της επικοινωνίας (σύγχρονα πολυμέσα), που είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη τα τελευταία χρόνια. Αυτή η φαινομενική πρόοδος, χωρίς Θεό, είναι ψεύτικη τελικά, και, άρα, χωρίς περιεχόμενο ουσιαστικό.

13. Σχέση ενορίας και μοναστηριών

Πολλές φορές δημιουργείται μια εχθρότητα στις ενορίες προς τους πιστούς, που πάνε στα μοναστήρια. Το γεγονός όμως τούτο δεν πρέπει να μας ανησυχεί. Η σχέση αυτή των πιστών ενοριτών μας με κάποια μονή είναι τελικά ευεργετική, διότι αυτοί οι άνθρωποι θα βοηθηθούν και θα γίνουν έτσι και καλύτεροι ενορίτες. Σε τελευταία ανάλυση, αυτοί οι άνθρωποι θα αποτελέσουν τους καλύτερους συνεργάτες του ιερέα στην ενορία του. Αυτοί, είναι πιστοί, που αποκτούν περισσότερα αισθητήρια, ζουν καλύτερα τη μετάνοιά τους, αφού συχνάζουν σ᾽ ένα κατεξοχήν χώρο μετανοίας. Κάθε μοναστήρι, που αγωνίζεται να λειτουργεί σωστά, προτρέπει, και πρέπει να προτρέπει, τους πιστούς να ενταχθούν ενεργητικά στις ενορίες τους. Το μοναστήρι έτσι βοηθεί τον κάθε πιστό, να εκτιμήσει την ενορία του, αφού εκεί ανήκει οργανικά. Από την άλλη, είναι ωφέλιμο να υπάρχει μια επικοινωνία και επαφή του ιερέα και της ενορίας του με μοναστήρια, μάλιστα γειτνιάζοντα στην ενορία. Διότι καμμιά φορά γίνονται στο μοναστήρι ευκολώτερα γνωστά τα προβλήματα ενός ενορίτη, κι έτσι ο ιερέας του, σε συνεννόηση με το μοναστήρι, μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικώτερα την περίπτωση. Στα μοναστήρια, εξάλλου, οι μοναχοί και μοναχές πρέπει να εξυψώνουν στις ψυχές των πιστών τους ιερείς των ενοριών. Χρειάζεται, τελικά, μια λεπτότητα και μια ειλικρινής αμοιβαιότητα εκ μέρους και των μοναχών και των ιερέων.

Πηγές και βοηθήματα

1. Η Καινή Διαθήκη
2. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέος, Όσοι Πιστοί, Έκδοσις Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας).
3. Εφημέριος, Μηνιαίο Περιοδικό Ιεράς Συνόδου Εκκλησίας της Ελλάδος.
4. Ιεράς Μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, Ημερολόγιον 2012.
5. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ.1-12, Αθήναι 1962-1968.

Πρώτη Συνάντηση Επιμορφωτικού Σεμιναρίου Κλήρου

Πραγματοποιήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 2012 η πρώτη συνάντηση του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου Κλήρου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, με εισηγητή τον  πανοσιολογιώτατο αρχιμανδρίτη Κυπριανό Μηλιδώνη, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα του τρόπου αναγνώσεως των ευχών της θείας Λειτουργίας, παραθέτοντας κείμενα των Γραφών και των Πατέρων, τα οποία ομιλούν σαφώς περί της αναγνώσεως των ευχών μυστικώς, όπως αναφέρουν και τα παλαιά “Ιερατικά” μέχρι το έτος 2002, γεγονός που είναι η επίσημη πράξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ακολούθησε ενδιαφέρουσα επί του θέματος συζήτηση, στην οποία καταλήξαμε, ότι ο τρόπος αναγνώσεως των υπό του ιερέως εντός του ιερού Βήματος ευχών, σύμφωνα και με τη μακραίωνα παράδοση της  Ορθοδόξου Εκκλησίας, πρέπει να είναι μυστικώς, δηλαδή σε ύφος και ένταση χαμηλού τόνου, ενός υποψυθιρισμού, που θα είναι ακουστός και κατανοητός από τους ἐν τῷ Βήματι τυχόν συλλειτουργούντες κληρικούς, καθώς και του πλησίον της Ωραίας Πύλης τυχόν ισταμένου διακόνου.

Πολιτιστικό Ίδρυμα

(1) Γενικές Πληροφορίες

Το Πολιτιστικό και Περιβαλλοντικό Ίδρυμα της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου λειτουργεί σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους και διοικείται από Διοικητικό Συμβούλιο που αποτελείται από πέντε μέλη με πρόεδρο τον εκάστοτε Μητροπολίτη Μόρφου.
Το κτίριο του Ιδρύματος βρίσκεται στην κοινότητα Περιστερώνας. Πρόκειται για μια παραδοσιακή διατηρητέα οικοδομή αστικού τύπου των αρχών του αιώνα (1914) που διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τον αρχικό χαρακτήρα με αρκετά αξιόλογα επιμέρους μορφολογικά στοιχεία. Βρίσκεται κατά μήκος ενός στενού δρόμου πλησίον της πεντάτρουλλης εκκλησίας των Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος.Σκοποί του Ιδρύματος είναι η διάσωση, η συντήρηση, η συνέχεια και η προβολή της πολιτισμικής και πολιτιστικής μας κληρονομιάς, καθώς και η δημιουργία περιβαλλοντικής συνειδήσεως.

Οι στόχοι του Ιδρύματος πραγματοποιούνται με πολιτιστικά, περιβαλλοντικά, πολιτισμικά κι εκπαιδευτικά προγράμματα, εκδόσεις, εκδηλώσεις, εργαστήρια μουσικής, χορού, αγιογραφίας, αρχειοθετήσεις φωτογραφικού και άλλου υλικού, διαλέξεις, διοργάνωση συναυλιών, εκθέσεων, συμμετοχή σε ευρωπαϊκά κι άλλα προγράμματα, κ.λπ.

Διεύθυνση:

Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος 4, 2731
Περιστερώνα Μόρφου

τηλ. 22823330-22823360
τηλεομ. 22823392
Email:  politistiko@immorfou.org.cy


(2) Συμβούλιο

  • Πρόεδρος: Μητροπολίτης Μόρφου
  • Αντιπρόεδρος: Βαρνάβας Βαρνάβα
  • Γραμματέας: Γεώργιος Κυθραιώτης
  • Ταμίας: Πέτρος Λαζάρου
  • Μέλος: Ανδρέας Κακουλλής
  • Διευθυντής: Πέτρος Λαζάρου
  • Προσωπικό: Γιάννης Λέμπος


(3) Σχολή Βυζαντινής Μουσικής

  • Τὰ μαθήματα τῆς σχολῆς διεξάγονται στὸ οἴκημα τοῦ Πολιτιστικοῦ καὶ Περιβαλλοντικοῦ Ἱδρύματος τῆς ἱερᾶς μητροπόλεως Μόρφου, ἔναντι τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῶν ἁγίων Βαρνάβα καὶ Ἱλαρίωνος στὴν Περιστερῶνα.
  • Τὸ κόστος ἐγγραφῆς στὴν σχολὴ εἶναι €10 καὶ τὰ δίδακτρα ἀνέρχονται στὸ ποσό τῶν €20 μηνιαίως ἢ στὰ €190 γιὰ ὅλο τὸν χρόνο. Οἱ μαθητὲς ἐπιβαρύνονται, ἐπίσης, καὶ τὸ κόστος τῶν διδακτέων βιβλίων.
  • Τὰ μαθήματα διδάσκουν ὁ διευθυντὴς τῆς σχολῆς καὶ πρωτοψάλτης τῆς μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου καὶ ὁ πρωτοψάλτης Ἀκακίου κ. Ἰωάννης Λέμπος.
  • Τὰ μαθήματα μποροῦν νὰ παρακολουθήσουν ἄτομα ἀπὸ 9 ἐτῶν καὶ ἄνω, τὰ ὁποῖα γίνονται δεκτὰ κατόπιν ἀκροάσεως ἀπὸ τοὺς δασκάλους τῆς σχολῆς.
  • Τὰ μαθήματα εἶναι ἀπογευματινὰ (16:00-20:00) καὶ διεξάγονται καθημερινά, ἀπὸ Δευτέρας ἕως Παρασκευῆς. Ξεκινοῦν κάθε χρόνο στὶς 18 Σεπτεμβρίου καὶ λήγουν στὶς 27 Ἰουνίου. Τὴν περίοδο τῶν Χριστουγέννων, τὰ μαθήματα διακόπτονται ἀπὸ τὶς 23 Δεκεμβρίου μέχρι καὶ τὶς 7 Ἰανουαρίου περιλαμβανομένης. Τὴν περίοδο τοῦ Πάσχα, τὰ μαθήματα διακόπτονται ἀπὸ τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου καὶ ἐπαναρχίζουν τὴν Δευτέρα τοῦ Θωμᾶ.
  • Τὰ μαθήματα γιὰ κάθε τάξη-τμῆμα διεξάγονται δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ διαρκοῦν μία ὥρα τὴν κάθε φορά. Ἑὰν δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ δυνατότητα, τὸ μάθημα γίνεται μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα, τὸ ὁποῖον διαρκεῖ μιάμιση ὥρα.
  • Πρὶν ἀπὸ τὴν λήξη τοῦ διδακτικοῦ ἔτους (περίπου 15-22 Ἰουνίου), διεξάγονται οἱ ἐξετάσεις τῆς σχολῆς (προφορικὲς καὶ γραπτές). Τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐξετάσεων, καθὼς καὶ τὰ Ἐνδεικτικὰ (Ἔλεγχοι), ἐπιδίδονται στοὺς μαθητές, σὲ μιὰ μικρὴ τελετή, ποὺ λαμβάνει χώρα στὸ οἴκημα τοῦ Πολιτιστικοῦ καὶ Περιβαλλοντικοῦ Ἱδρύματος τῆς ἱερᾶς μητροπόλεως Μόρφου, κατὰ τὶς τελευταῖες μέρες τοῦ διδακτικοῦ ἔτους (περίπου 23-27 Ἰουνίου).
  • Ἡ φοίτηση στὴν σχολὴ εἶναι ἑξαετής.
  • Γιὰ περισσότερες πληροφορίες, μπορεῖτε νὰ ἐπικοινωνεῖτε μὲ τὸν κ. Μάριο Ἀντωνίου στὸ τηλ. 99351748, ἢ μὲ τὸν κ. Ἰωάννη Λέμπο στὸ τηλ. 99814884.

Χορωδία «Άγιος Μάμας»
Για την επιπρόσθετη μόρφωση των μαθητών της Σχολής Ψαλτικής Τέχνης της Μητροπόλεως Μόρφου, έχει συγκροτηθεί η χορωδία «Άγιος Μάμας», η οποία στελεχώνεται από μαθητές που φοίτησαν ή εξακολουθούν να φοιτούν στη Σχολή.

Η χορωδία λαμβάνει μέρος σε διάφορες πανηγύρεις της μητρόπολης, ως επίσης και σε διάφορες εκδηλώσεις της.



Φωτογραφίες από τη συμμετοχή της Χορωδίας σε διάφορες εκδηλώσεις:


(4) Νεανική Χορωδία Μητροπόλεως Μόρφου

Το ελληνικό παραδοσιακό τραγούδι είναι αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης διαδικασίας έκφρασης των συναισθημάτων, των εμπειριών και της καθημερινότητας ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής των αγροτικών κοινωνιών διαφόρων περιοχών και προσμίξεων των προηγούμενων αιώνων, που στην πορεία μπορεί να μην αφορά σήμερα το σύγχρονο τρόπο ζωής των πόλεων και των αστικοποιημένων χωριών, αλλά ποτέ δεν έπαψε να ψυχαγωγεί τους σύγχρονους ανθρώπους και να τροφοδοτεί με ιδέες τους νέους καλλιτέχνες που αντιλαμβάνονται ότι χωρίς το στέρεο έδαφος της παράδοσης η νέα σύνθεση είναι αδύνατη να κυοφορηθεί. Άλλωστε τα τελευταία 15 χρόνια ο τόπος μας γνωρίζει μια άνευ προηγουμένου άνθιση της παραδοσιακής μουσικής της καθ’ ημάς Ανατολής που όλο και περισσότερο ελκύει νέους ανθρώπους να τη γνωρίσουν και να τη σπουδάσουν.

Την πλούσια αυτή παράδοση επιχειρούμε εδώ και πολλά χρόνια να διασώσουμε και να μεταδώσουμε, με την σύσταση της Νεανικής χορωδίας Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου. Μιας Χορωδίας που τα πρώτα της βήματα έκανε δειλά δειλά το 2001 και στην πορεία συμμετείχε σε διάφορες εκδηλώσεις κι αξιώθηκε να συνοδεύσει καλλιτέχνες όπως ο Αλκίνοος Ιωαννίδης και η Ελευθερία Αρβανιτάκη κ.ά.

Το πολιτιστικό και περιβαλλοντικό ίδρυμα της ιεράς μητροπόλεως Μόρφου ανακοινώνει και φέτος την έναρξη των μαθημάτων παραδοσιακού τραγουδιού και παραδοσιακών μουσικών οργάνων.

Τα τμήματα διδασκαλίας παραδοσιακού τραγουδιού θα λειτουργήσουν ως εξής:

Τρίτη 6:30 για τις ηλικίες 18 και άνω

Τετάρτη 6:30 για τις ηλικίες 8 έως 18

Τα ωράρια των τμημάτων διδασκαλίας παραδοσιακών οργάνων καθορίζονται μετά από συνεννόηση με τους καθηγητές.

Τα τμήματα αφορούν τα εξής μουσικά όργανα: Βιολί, Ούτι, Λαούτο, Πολίτικο λαούτο (λάφτα), ταμπουράς, τουμπελέκι, ρεκ, Μπεντίρ, Νταούλι, Νταμπουτσιά

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθυνθείτε στον κ. Γιάννη Λέμπο στο τηλέφωνο 99-814884.

Υπεύθυνος
Γιάννης Λέμπος
τηλ. 99814884

Πολυδύναμο κέντρο «Η ΣΟΛΕΑ»



Mητροπόλεως 8 – 2831 Ευρύχου
Τηλ. 22-933646- Φαξ. 22-933647
Email: polidinamo@immorfou.org.cy
 
Το Πολυδύναμο Κέντρο «Η Σολέα» άρχισε τη λειτουργία του την 1η Μάιου 2001 και στόχος του είναι η προσφορά υπηρεσιών σε ηλικιωμένους, σε ανάπηρους, σε παιδιά σχολικής και προσχολικής ηλικίας ακόμη και σε βρέφη.  Η διοικούσα επιτροπή του Πολυδύναμου Κέντρο «Η Σολέα» απαρτίζεται από 10 άτομα εθελοντές της περιοχής οι οποίοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους χωρίς αμοιβή.  Ο Πρόεδρος της επιτροπής είναι ο εκάστοτε Μητροπολίτης Μόρφου.
Το Κέντρο μας λειτουργεί τα εξής 5 προγράμματα τα οποία  έχουν την έγκριση  και στήριξη του Υπουργείου Εργασίας: Ιδρυματική φροντίδα, Διημερεύουσα φροντίδα,  Κατ’ οίκον φροντίδα, Βρεφοπαιδοκομικός Σταθμός και Παιδική Λέσχη.

Το Πολυδύναμο Κέντρο «Η Σολέα» ως μη κερδοσκοπικός οργανισμός φροντίζει να ενισχύεται οικονομικά  από χορηγίες, εισφορές κι εκδηλώσεις, ούτως ώστε τ’  άτομα που απολαμβάνουν τις υπηρεσίες του Κέντρου να έχουν την όσο το δυνατόν χαμηλότερη οικονομική επιβάρυνση. Γι’  άτομα που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να μετέχουν των προγραμμάτων του Κέντρου μπορούν να αποτείνονται στο Γραφείο Ευημερίας για οικονομική βοήθεια, αφού συμπληρώσουν σχετική αίτηση.
 
Στέγη ηλικιωμένων και αναπήρων

Η Στέγη έχει δυναμικότητα 35 κλινών για παροχή διαμονής σε άτομα που έχουν ανάγκη φροντίδας ή άλλων υπηρεσιών σε εικοσιτετράωρη βάση.  Η τοποθεσία του είναι μέσα στο κέντρο της κοινότητας Ευρύχου απέναντι από την Ιερά Μητρόπολή Μόρφου.   Έχει όμορφη θέα αφού μπορείς να αγναντέψεις από τα βουνά του Τροόδους  μέχρι και τη θάλασσα του Ξερού.  Το προσωπικό που εργάζεται στo πρόγραμμα αυτό  είναι η Διευθύντρια, η Διοικητική λειτουργός και δεκαεπτά υπάλληλοι.

Υπηρεσίες που προσφέρονται στο  Κέντρο κι άλλες δραστηριότητες:

Ιατρική παρακολούθηση κι εξέταση των ενοίκων ανά δεκαπενθήμερο από το Α.Κ.Υ. Ευρύχου.

Καθημερινή εξειδικευμένη φροντίδα προς τους ενοίκους από 
νοσηλεύτρια του  Α.Κ.Υ. Ευρύχου.

Τέλεση της Θείας Λειτουργίας στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νεκταρίου που είναι ενσωματωμένο στο κτίριο του Πολυδύναμου κάθε Σάββατο και κάθε Τρίτη τελείται Παράκλησις.

Δημιουργική απασχόληση όπως γυμναστική (ΚΟΑ), χειροτεχνία, ανάγνωση, κηπουρική, περπάτημα στο χωριό.

Γυναίκες του Συνδέσμου Φιλανθρωπίας της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου σ’ εθελοντική βάση παρέχουν ώρες συντροφιάς κι άλλες υπηρεσίες στους ενοίκους. 
Οι εργαζόμενοι στο Κέντρο προέρχονται από τη γύρω περιοχή με αποτέλεσμα η προσέγγιση τους πέραν της επαγγελματικής καταρτίσεως τους, να είναι πολύ ανθρώπινη και φιλική. Η φροντίδα που παρέχεται είναι εξατομικευμένη κι έχει σαν στόχο την αυτοεξυπηρέτηση,  γεγονός που συμβάλλει θετικά στον ψυχολογικό τομέα των ενοίκων. Επίσης, συμμετέχουν σε διάφορα σεμινάρια, προγράμματα, εκδηλώσεις και ημερίδες που αφορούν θέματα κοινωνικής προσφοράς.

Μία φορά τον μήνα γίνεται συγκέντρωση προσωπικού με στόχο την ανταλλαγή απόψεων για την καλύτερη λειτουργία του Κέντρου.

Ο κώδικας δεοντολογίας τηρείται πολύ αυστηρά απ’ όλους τους εργαζόμενους στο Κέντρο και η εχεμύθεια και η εμπιστοσύνη αποτελούν το πρώτο μέλημα της διεύθυνσης.

Διημερεύουσα φροντίδα

Το Κέντρο παρέχει διημερεύουσα φροντίδα καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας σε άτομα που αυτοεξυπηρετούνται και διαμένουν στο σπίτι τους. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα προσφέρει φαγητό, πλύσιμο ρούχων, ψυχαγωγία, συντροφιά και δημιουργική απασχόληση. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα της διημερεύουσας φροντίδας μπορούν να συμμετέχουν και στα διάφορα προγράμματα  απασχόλησης και ψυχαγωγίας που εκπονεί το Πολυδύναμο Κέντρο.  

Κατ’ οίκον φροντίδα

Το Κέντρο παρέχει καθημερινή κατ’ οίκον φροντίδα (συμπεριλαμβάνονται τα  Σαββατοκύριακα κι όλες αργίες), 24 ώρες το 24ώρο σε ηλικιωμένα κι ανάπηρα άτομα που δεν αυτοεξυπηρετούνται.    

Παρέχονται υπηρεσίες καθαριότητας του χώρου διαμονής,  σωματικής καθαριότητας, μεταφοράς σε γιατρό, ψώνισμα τροφίμων κι άλλων ειδών πρώτης ανάγκης και ψυχαγωγίας.

Παρέχονται υπηρεσίες εξειδικευμένης νοσηλευτικής φροντίδας (πληγές, ενέσεις, φάρμακα, αιμοληψίες κλπ) και υπηρεσίες παρακολούθησης από γιατρό, νοσηλευτή, φυσιοθεραπευτή, εργασιοθεραπευτή κλπ.   

Διανομή φαγητού

Το Πολυδύναμο Κέντρο αναλαμβάνει τη διανομή φαγητού σε άτομα που είναι στο σπίτι,  καθώς και στα ολοήμερα Δημόσια σχολεία της περιοχής Σολέας. 

Δημιουργική ψυχαγωγία κι εκδηλώσεις

Στον τομέα της δημιουργικής ψυχαγωγίας δίνεται πολύ μεγάλη έμφαση και για τούτο εκπονούνται διάφορα προγράμματα στα οποία μπορούν να συμμετέχουν άπαντες κι αφορούν τη γυμναστική, χειροτεχνία, μαγειρική, ζαχαροπλαστική κτλ. Επίσης διοργανώνονται εκδρομές κι διάφορες άλλες εκδηλώσεις (επετειακά εορταστικά προγράμματα, μουσικά προγράμματα, συζητήσεις κλπ).
 
Υπεύθυνη προγράμματος
Σοφία Μαλτά
Για πληροφορίες
22933646 – 99515061
 
 
Παιδική Λέσχη
Αγία Παρασκευή 1  2842
Τεμβριά
τηλ. 22932050

Η Παιδική Λέσχη συστεγάζεται με τον Βρεφοπαιδοκομικό Σταθμό σ’ ένα ευρύχωρο οίκημα με μεγάλους κι εξωτερικούς χώρους στην Τεμβριά.  Ξεκίνησε τη λειτουργία της τον Φεβρουάριο του 2003 με ολοήμερο πρόγραμμα για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των εργαζόμενων γονέων της περιοχής, προσφέροντας στα παιδιά τους υγιή απασχόληση κι ασφάλεια.     

Ώρες λειτουργίας: 13:00 – 18:00

Υπηρεσίες που προσφέρονται:

Μεταφορά με λεωφορείο με συνοδό από τα σχολεία και νηπιαγωγεία της περιοχής Σολέας προς την Παιδική Λέσχη και μεταφορά των παιδιών όταν  σχολάσουν στα σπίτια τους.

Παρέχεται υγιεινή διατροφή, ανάπαυση, διάβασμα, δημιουργική απασχόληση (ζωγραφική, αθλητικά παιχνίδια και διάφορα άλλα παιχνίδια) και διάφορα ψυχαγωγικά προγράμματα ( θέατρο, μουσική, εκδρομή).

Υπεύθυνη προγράμματος:
Φάνη Πολυδώρου
τηλ. 99328379
 
Βρεφοπαιδοκομικός Σταθμός
Αγία Παρασκευή 1  2842
Τεμβριά
τηλ. 22932050

Ο Βρεφοπαιδοκομικός Σταθμός συστεγάζεται με την Παιδική Λέσχη σ’ ένα ευρύχωρο οίκημα με μεγάλους κι εξωτερικούς χώρους στην Τεμβριά. 

Ώρες λειτουργίας: 06:00 – 17:00

Υπηρεσίες και στόχοι:

Μεταφορά με συνοδό, πρόγευμα, γεύμα, μάθηση, παιχνίδι, ψυχαγωγία.

Στόχος του προγράμματος είναι η ολόπλευρη ανάπτυξη  των παιδιών με την ενίσχυση της μοναδικότητας και διαφορετικότητας τους. Επιδιώκουμε την επικοινωνία και τη συνεργασία με τους γονείς στους οποίους καθημερινά δίνεται αναλυτικό πρόγραμμα με τις ώρες που έφαγε, αλλάχτηκε και κοιμήθηκε το παιδί τους. Η αγάπη, η ασφάλεια, η φροντίδα  και η σωστή διαπαιδαγώγηση που παρέχεται από το εκπαιδευμένο προσωπικό μας, συμβάλει στην ορθή ανάπτυξη του συναισθηματικού κόσμου των παιδιών, εφόδια που θα τα βοηθήσει στην εξέλιξη τους.

Υπεύθυνη προγράμματος:
Μαρίνα Γρηγοριάδου
τηλ. 99687392- 22932050

Σύνδεσμος Φιλανθρωπίας Γυναικών

Ο σύνδεσμος Φιλανθρωπίας Γυναικών προσφέρει βοήθεια και στήριξη σε ανθρώπους και οικογένειες που αντιμετωπίζουν διάφορα προβλήματα.

Υπεύθυνη Ορεινής
Μαρία Ματθαίου
τηλ. 22923287

Υπεύθυνη Πεδινής

Σοφία Ιωαννίδου,
τηλ. 99897950