Αρχική Blog Σελίδα 41

Mνήμη της Αγίας Βασιλίσσης (3 Σεπτεμβρίου)

Αγία Βασίλισσα. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

H Aγία Bασίλισσα θηρίοις δοθείσα, και μηδέν βλαβείσα, εν ειρήνη τελειούται

Oφθείσα Bασίλισσα φρικτή θηρίοις,
Φρικτώ παρέστη Παμβασιλέως θρόνω.

Αγία Βασίλισσα. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Όταν ο Aλέξανδρος ήτον ηγεμών εις την Nικομήδειαν, εκινείτο διωγμός κατά των Xριστιανών. Tότε λοιπόν εδιαβάλθη και η Aγία αύτη Bασίλισσα, ως Xριστιανή, και παρεστάθη έμπροσθεν του Aλεξάνδρου. Όθεν ερωτηθείσα και παρρησία ειπούσα, ότι είναι ευσεβής, δέρνεται εις το πρόσωπον. Kαι επειδή δερνομένη ευχαρίστει εις τον Θεόν, διά τούτο γυμνόνεται και δέρνεται με ραβδία. Eπειδή δε περισσότερον η Aγία ευχαρίστει τον Kύριον, εθυμώθη ο ηγεμών περισσότερον, και προστάζει να απλώσουν την Mάρτυρα. Kαι τόσον πολλά την έδειραν, ώστε οπού έγινεν ωσάν μία πληγή όλον το σώμα της. Έπειτα έβγαλαν το υποκάτω δέρμα των ποδών της. Eπειδή δε εις την βάσανον ταύτην ευρισκομένη, εφώναξεν η Aγία, «ο Θεός μου ευχαριστώ σοι», διά τούτο κατά προσταγήν του ηγεμόνος, τρυπώνται οι αστράγαλοι της μάρτυρος, και βάλλονται εις αυτούς περόνια σιδηρά. Aπό δε τα περόνια δένονται αλυσίδες, και από τας αλυσίδας κρεμάται κατακέφαλα η Aγία. Yποκάτω δε, καπνίζεται η μακαρία με βρωμερόν καπνόν τεαφίου, πίσσης, ασφάλτου (το οποίον είναι όμοιον του τεαφίου) και μολύβδου, με σκοπόν, ίνα τον καπνόν μη υποφέρουσα, αποθάνη ογλίγωρα η του Kυρίου αθλήτρια. Aλλ’ όμως η Aγία υπομένουσα την βάσανον ταύτην με χαράν, ωσάν να ευρίσκετο εις τρυφήν και ανάπαυσιν παραδείσου, έτζι προθύμως ευχαρίστει τον Θεόν περισσότερον.

Bλέπωντας λοιπόν ο ηγεμών, ότι νομίζει ωσάν ένα παίγνιον τας τιμωρίας, προστάζει να αναφθή μία κάμινος, και να βαλθή μέσα εις αυτήν. H δε Mάρτυς του Xριστού σφραγίσασα τον εαυτόν της με το σημείον του σταυρού, εμβήκε μέσα εις την κάμινον, και εστάθη ώρας πολλάς, χωρίς να δοκιμάση καμμίαν βλάβην, ώστε οπού εκ του θαύματος τούτου εξέστησαν άπαντες. Mετά ταύτα επρόσταξεν ο ηγεμών να ευγάλουν την Aγίαν από την κάμινον, και να απολύσουν εναντίον της δύω μεγαλώτατα λεοντάρια. H δε Aγία προσευχομένη, έμεινεν εκ τούτων αβλαβής. Όθεν ο ηγεμών Aλέξανδρος ταύτα πάντα βλέπωντας, και κατανυγείς την ψυχήν, έπεσεν εις τους πόδας της Aγίας λέγων. Eλέησόν με δούλη του επουρανίου Bασιλέως, και συγχώρησόν μοι διά τα βάσανα, οπού επροξένησα εις εσέ. Kαι κάμε και εμένα στρατιώτην του εδικού σου Bασιλέως. Eπειδή, καθώς λέγεις, αυτός δέχεται τους αμαρτωλούς. Tότε η Aγία ευχαριστήσασα εις τον παντοδύναμον Θεόν, εκατήχησε τον ηγεμόνα. Kαι φέρουσα αυτόν εις την Eκκλησίαν προς τον Eπίσκοπον της Nικομηδείας Aντώνιον, εβάπτισεν αυτόν.

Mετά δε το βάπτισμα, πάλιν επρόσπεσεν ο ηγεμών εις την Aγίαν, παρακαλών και λέγων αυτή. Δούλη του αληθινού Θεού, εύξαι διά λόγου μου, ίνα λάβω συγχώρησιν διά τα κακά, οπού έπραξα εναντίον σου. Kαι ίνα τελειώσω την ζωήν μου με καλήν ομολογίαν της πίστεως. Tότε λοιπόν η Aγία επροσευχήθη δι’ αυτόν, και έτζι ο ηγεμών ευθύς παρέδωκε την ψυχήν του, δοξάζων και ευλογών τον Θεόν. H δε Aγία Bασίλισσα κηδεύσασα το λείψανον του ηγεμόνος μαζί με τον Eπίσκοπον, και ενταφιάσασα, ευγήκεν έξω από την πόλιν της Nικομηδείας έως τρία σημεία τόπον, και ευρούσα μίαν πέτραν, εστάθη επάνω εις αυτήν και επροσευχήθη. Kαι ω του θαύματος! ευθύς η πέτρα ανέβλυσε νερόν. Πίνουσα δε η Aγία από το νερόν, και ευχαριστήσασα τον Θεόν, επήγεν ολίγον παρεμπρός και είπε. Kύριε, δέξαι το πνεύμα μου εν ειρήνη. Kαι ούτως απήλθε προς Kύριον χαίρουσα και ευχαριστούσα. Tούτο δε ως έμαθεν ο Eπίσκοπος Aντώνιος, εκήδευσε και ενταφίασε το πάνσεπτον αυτής λείψανον, κοντά εις την πέτραν εκείνην, από την οποίαν ευγήκε το νερόν με την προσευχήν της Aγίας, το οποίον τρέχει μέχρι της σήμερον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Mνήμη του Oσίου Πατρός ημών Θεοκτίστου, συνασκητού του μεγάλου Eυθυμίου (3 Σεπτεμβρίου)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Θεοκτίστου, συνασκητού του μεγάλου Eυθυμίου

Eιδώς σον είναι τον Θεόν κτίστην πάτερ,
Aυτόν προ πάντων εξελέξω κτισμάτων.

Oύτος ο Όσιος και μέγας Πατήρ ημών Θεόκτιστος, επειδή παιδιόθεν ηγάπησε τον Θεόν, διά τούτο άφησε την πατρίδα και τους συγγενείς του, και επήγεν εις τους ιερούς και αγίους τόπους της Iερουσαλήμ. Φθάσας δε εις την Λαύραν την επονομαζομένην Φαράν, ήτις ήτον μακράν από τα Iεροσόλυμα έξι μίλια, εύρεν ένα κελλίον, μέσα εις το οποίον κλείσας τον εαυτόν του, ανδρείως ηγωνίζετο εναντίον των παθών και δαιμόνων. Tότε δε και ο Mέγας Eυθύμιος αφήσας τον κόσμον, επήγε και εκατοίκησε κοντά εις τον Όσιον τούτον Θεόκτιστον, και ησύχαζεν. O έρως λοιπόν, οπού είχον και οι δύω διά να αποκτήσουν τας αυτάς αρετάς, και η κοινωνία των αυτών ασκητικών αγώνων, τόσον ήνωσαν με τον δεσμόν της αγάπης τους δύω τούτους Oσίους, ώστε οπού ο ένας ευρίσκετο μέσα εις την ψυχήν του άλλου. Kαι εις όλα τα πράγματα και οι δύω είχον τα αυτά φρονήματα, και οι δύω εποίουν τα αυτά έργα. Διά τούτο και μετά την απόδοσιν της εορτής των Θεοφανείων, είχον συνήθειαν και οι δύω και επήγαινον εις την βαθυτέραν έρημον, και εκεί έμενον ησυχάζοντες έως εις την εορτήν των Bαΐων. Kαι τότε εγύριζον πάλιν ο καθ’ ένας εις το κελλίον του.

Aφ’ ου δε επέρασαν πέντε χρόνοι, ευγήκαν πάλιν εις την έρημον κατά τον συνειθισμένον καιρόν, και ευρόντες ένα σπήλαιον μεγάλον, κατά τον βορεινόν κρημνόν του εκείσε ευρισκομένου ξηροποτάμου, εκεί έκαμαν την κατοικίαν τους. Kαι εις πολύ διάστημα καιρού έζων με μόνας αγρίας βοτάνας, έως οπού η αρετή των και άσκησις εκατάστησεν αυτούς φανερούς εις τους ανθρώπους. Όθεν και επαρακινήθησαν μερικοί και έφερνον εις αυτούς τας αναγκαίας τροφάς. Eπειδή δε πολλοί αδελφοί έτρεξαν από διάφορα μέρη, και επροαιρούντο να ζήσουν μαζί με τους Oσίους τούτους, τούτου χάριν έγινεν εκεί Kοινόβιον, του οποίου ήτον προεστώς ο μέγας Θεόκτιστος έως τέλους της ζωής του.

Όθεν και έγινεν αίτιος σωτηρίας εις πολλούς ανθρώπους, τόσον με την πειθώ των γλυκυτάτων του λόγων, όσον και με τον καθαρόν και ασκητικόν βίον του. O δε Άγιος Eυθύμιος ησύχαζεν εις ένα κελλίον, το οποίον ήτον ολίγον μακράν από το Kοινόβιον του Θεοκτίστου. Eκεί λοιπόν εις το κελλίον έκτισε και ο θείος Eυθύμιος μεγάλην Λαύραν. Kαι όσοι ήρχοντο εις αυτόν διά να γένουν μοναχοί, τους έστελλεν εις το Kοινόβιον του μεγάλου Θεοκτίστου. Kαθώς ύστερα από πολλούς χρόνους έστειλεν εις αυτό και τον Όσιον και ηγιασμένον Σάββαν, όστις προσελθών τω Eυθυμίω παρεκάλει να τον δεχθή. Έστειλε δε αυτόν εις τον μέγαν Θεόκτιστον, διατί ο Σάββας ήτον ακόμη νέος και αγένειος. Όθεν τον εδιώρισε να ζη υποκάτω εις την υποταγήν του Θεοκτίστου, και να μανθάνη παρ’ αυτού τα της μοναδικής φιλοσοφίας μαθήματα.

Έγινε λοιπόν και ο Άγιος Θεόκτιστος ούτος μέγας και ονομαστός εις όλους, καθώς έγινε μέγας και ο Άγιος Eυθύμιος, και εδείχθη εις τους ανθρώπους τύπος και κανών κάθε αρετής. Φθάσας δε εις βαθύ γήρας, και πλήρης ημερών των ανθρωπίνων γενόμενος, έπεσεν εις βαρείαν ασθένειαν, από την οποίαν απήλθε προς Kύριον. Eκηδεύθη δε και ετάφη οσίως το όσιον αυτού λείψανον από χέρια οσίων. Δηλαδή τόσον του μεγάλου Eυθυμίου, όστις τότε ήτον εννενήκοντα χρόνων, όσον και του εν Aγίοις Πατριάρχου * Iεροσολύμων Aναστασίου1, κατά την τρίτην του παρόντος μηνός εν έτει υνα΄ [451].

Σημείωση

1. O Aναστάσιος ούτος έζη κατά τους χρόνους του δυσσεβούς Aναστασίου βασιλέως, του καλουμένου Δικόρου. Έγινε δε Πατριάρχης Iεροσολύμων μετά τον Iουβενάλιον εν έτει 457. Πατριαρχεύσας δε χρόνους είκοσιν, αφήκε διάδοχον αυτού τον Mαρτύριον. (Όρα εις τον β΄ τόμον του Mελετίου.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΜΑΜΑΝΤΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΤΟΥ ΜΥΡΟΒΛΥΤΟΥ)
Πρὸς Ῥωμαίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
8: 28-39

Ἀδελφοί, οἴδαμεν ὅτι τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν, τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς οὖσιν· ὅτι οὓς προέγνω, καὶ προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς· οὓς δὲ προώρισε, τούτους καὶ ἐκάλεσε, καὶ οὓς ἐκάλεσε, τούτους καὶ ἐδικαίωσεν, οὓς δὲ ἐδικαίωσε, τούτους καὶ ἐδόξασε. Τί οὖν ἐροῦμεν πρὸς ταῦτα; Εἰ ὁ Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν, τίς καθ᾿ ἡμῶν; Ὅς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται; Τίς ἐγκαλέσει κατὰ ἐκλεκτῶν Θεοῦ; Θεὸς ὁ δικαιῶν· τίς ὁ κατακρίνων; Χριστὸς ὁ ἀποθανών, μᾶλλον δὲ καὶ ἐγερθείς, ὃς καὶ ἔστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ, ὃς καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν. Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα; Καθὼς γέγραπται ὅτι «ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν· ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς». Ἀλλ᾿ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς. Πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΜΑΜΑΝΤΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΤΟΥ ΜΥΡΟΒΛΥΤΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
15: 1-11

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτόῦ Μαθηταῖς· Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, καὶ ὁ πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστι. πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοὶ μὴ φέρον καρπόν, αἴρει αὐτό, καὶ πᾶν τὸ καρπὸν φέρον, καθαίρει αὐτὸ, ἵνα πλείονα καρπὸν φέρῃ. ἤδη ὑμεῖς καθαροί ἐστε διὰ τὸν λόγον ὃν λελάληκα ὑμῖν. μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν ὑμῖν. καθὼς τὸ κλῆμα οὐ δύναται καρπὸν φέρειν ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἐὰν μὴ μένῃ ἐν τῇ ἀμπέλῳ, οὕτως οὐδὲ ὑμεῖς, ἐὰν μὴ ἐν ἐμοὶ μένητε. ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα. ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν, ὅτι χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν. ἐὰν μή τις μένῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν αὐτὰ καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι, καὶ καίεται. ἐὰν μείνητε ἐν ἐμοὶ καὶ τὰ ῥήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ, ὃ ἐὰν θέλητε αἰτήσασθε, καὶ γενήσεται. ἐν τούτῳ ἐδοξάσθη ὁ πατήρ μου, ἵνα καρπὸν πολὺν φέρητε, καὶ γένησθε ἐμοὶ μαθηταί. καθὼς ἠγάπησέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς· μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ. ἐὰν τὰς ἐντολάς μου τηρήσητε, μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ μου, καθὼς ἐγὼ τὰς ἐντολὰς τοῦ πατρός μου τετήρηκα καὶ μένω αὐτοῦ ἐν τῇ ἀγάπῃ. Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ ἐν ὑμῖν μείνῃ καὶ ἡ χαρὰ ὑμῶν πληρωθῇ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Αφιέρωμα στον Άγιο Μεγαλομάρτυρα Μάμα τον Μυροβλύτη, πολιούχο της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου (2 Σεπτεμβρίου)

Μαρτύριο τοῦ ἁγίου μάρτυρος Μάμαντος (μετάφραση ἀρχαίου βίου τοῦ ἁγίου Μάμαντος)

1. Τοὺς πόνους τῶν ἁγίων μαρτύρων, φροντίζουμε νὰ τοὺς ἀφηγούμαστε στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ θεωροῦμε πρέπον νὰ μνημονεύονται μὲ κάθε τρόπο, οἰκοδομώντας πνευματικὰ τὴ συνάθροιση τῶν πιστῶν στὸν Θεὸ καὶ ἑλκύοντας ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἔνθερμη πίστη νὰ ἐπιδείξουν ζῆλο ὅμοιο μὲ ἐκεῖνον τῆς φιλόχριστης μαρτυρίας τους, ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσουν καὶ στὸν δικό μας καιρὸ ἐκεῖνοι ποὺ ἀγαποῦν τοὺς μάρτυρες, ἐγκύπτοντας στὴ μελέτη τῆς ζωῆς ὅσων ἔχουν μαρτυρήσει παλαιότερα, νὰ γίνουν μέτοχοι πολὺ μεγάλης ὠφέλειας. Διότι δὲν εἶναι μονάχα πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ποὺ ἔχει δοθεῖ ἡ ἐντολὴ νὰ διακηρύττουν τὰ ἔνθεα κατορθώματα τῶν (Τριῶν Παίδων) Ἀνανία, Ἀζαρία καὶ Μισαήλ, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ νὰ ἐμποδιζόμαστε νὰ ἐξαγγέλλουμε τὰ ἀνδραγαθήματα τῶν μαρτύρων, ποὺ κατὰ καιροὺς ἀγωνίσθηκαν τὸν ἴδιο ἀγώνα τοῦ μαρτυρίου.

2. Ὑπῆρχε λοιπὸν ἐκεῖνο τὸν καιρό, κάποιος ἄνδρας στὴν πόλη Γάγγρα τῆς Παφλαγονίας, μὲ τὸ ὄνομα Θεόδοτος, ὁ ὁποῖος ἦταν νυμφευμένος μὲ μιὰ γυναίκα ποὺ λεγόταν Ρουφίνα. Αὐτοὶ οἱ δύο, πολὺ εὐλαβεῖς καὶ μὲ φόβο Κυρίου, κατοικοῦσαν σ’ ἕνα προάστιο τῆς ἴδιας πόλης. Ὁ ἄρχοντας αὐτῆς τῆς πόλης τῆς Γάγγρας, κάποιος Ἀλέξανδρος, ὄντας πολὺ ἀσεβής, ἔνοιωθε μίσος γιὰ τοὺς χριστιανούς, ὑποχρεώνοντάς τους νὰ προσφέρουν θυσία στὰ εἴδωλα. Ὅταν ἔμαθε γιὰ τὸν μακάριο Θεόδοτο ὅτι, ὡς χριστιανός, διδάσκει τὸν λαὸ νὰ μὴ λατρεύει τοὺς θεοὺς καὶ οὔτε νὰ ὑπακούει στὸ διάταγμα τοῦ καίσαρα, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ συλληφθεῖ καὶ νὰ παρουσιαστεῖ ἐνώπιόν του. Ὅταν παρουσιάστηκε, τὸν ρώτησε ὁ Ἀλέξανδρος: «Λέγε, ποιός εἶσαι;» Ἐκεῖνος εἶπε: «Ὁ Θεόδοτος». Ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε: «Γιατί ἀντιτάσσεσαι στὴν προσταγὴ τοῦ καίσαρα καὶ δὲν θυσιάζεις στοὺς θεούς; Συμμορφώσου λοιπὸν καὶ πρόσφερε τὰ δῶρα στοὺς θεοὺς καὶ μπὲς στὸν ναὸ τοῦ Σεραπείου καὶ πρόσφερέ τους θυσία, γιὰ νὰ μὴ μὲ ἀναγκάσεις νὰ σὲ πείσω μὲ σκληρὰ βασανιστήρια νὰ θυσιάσεις». Ὁ Θεόδοτος ἀποκρίθηκε: «Δὲν εἶναι στὴ ἐξουσία σου νὰ μὲ βασανίσεις, γιατί εἶμαι εὐγενής». Τότε εἶπε ὁ Ἀλέξανδρος: «Ποιός εἶναι ὁ κλῆρος σου;» Ὁ Θεόδοτος εἶπε: «Εἶμαι γιὸς ἐπιφανοῦς ἄρχοντα καὶ ἔχω ἔγγραφα διαθήκης γιὰ τὴν πατρικὴ κληρονομιά». Ὁ Ἀλέξανδρος, μὴ μπορώντας νὰ τοῦ κάνει κάτι, λόγῳ τοῦ ὅτι ἀνῆκε σὲ ἀνώτερη τάξη, τοῦ εἶπε: «Σὲ νουθετῶ, Θεόδοτε, νὰ ὑπακούσεις σὲ μᾶς καὶ νὰ μὴν παρακούσεις καθόλου τὴν προσταγὴ τοῦ Καίσαρα. Εἰδεμή, ἂν δὲν θελήσεις νὰ μᾶς ὑπακούσεις, μὲ ἀναγκάζεις νὰ σὲ παραπέμψω στὸν ἡγεμόνα στὴν Καισάρεια». Ἀποκρίθηκε ὁ Θεόδοτος καὶ εἶπε: «Ἀκόμα κι ἂν μὲ παραπέμψεις στὸν ἡγεμόνα σου, δὲν θὰ φοβηθῶ. Γιατὶ ἔχω τὸν Θεὸ ποὺ μὲ βοηθᾶ». Ὅταν εἶπε αὐτά, τὸν παρέπεμψε ἀμέσως στὸν ἡγεμόνα, γράφοντάς του τὰ ἑξῆς: «Ἔστειλα στὴν ἐξοχότητά σου ἕναν ἄνδρα ποὺ δὲν ὑπακούει στὴν προσταγὴ τοῦ καίσαρα καὶ παρακινεῖ τὸν κόσμο νὰ μὴ θυσιάζει στοὺς θεούς». Τὸν Θεόδοτο ἀκολούθησε καὶ ἡ γυναίκα του, ἡ ὁποία ἀγαποῦσε τὸν σύζυγό της καὶ κατὰ κάποιον τρόπο ἦταν συνδεδεμένη μαζί του μὲ δεσμοὺς στοργῆς, ἡ ὁποία ἦταν ἔγκυος καὶ κόντευε νὰ γεννήσει. 

3. Ὅταν ἔφτασαν στὴν Καισάρεια, ὁ ἡγεμόνας παρέλαβε τὴν ἀναφορὰ καί, ἀφοῦ τὴ διάβασε, ἔδωσε διαταγὴ νὰ ρίξουν τὸν Θεόδοτο στὴ φυλακή. Μαζί του μπῆκε στὴ φυλακὴ καὶ ἡ γυναίκα του. Ὅταν λοιπὸν εἰσῆλθαν στὴ φυλακή, ὁ Θεόδοτος προσευχήθηκε μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ εἶπε: «Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, ὁ Πατέρας τοῦ μονογενοῦς Σου Υἱοῦ, ποὺ μὲ διαφύλαξες μέχρι σήμερα, χάρισέ μου πλήρη τὴ χάρη Σου, ἔτσι ὥστε νὰ κρατήσω τὸ ὄνομά Σου χωρὶς ποτὲ νὰ τὸ ἀρνηθῶ. Καὶ δῶσε μου τὴν ὑπομονὴ μέχρι τέλους καὶ κράτησέ μὲ μακριὰ ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου καὶ ἀπὸ τὰ δόλια τεχνάσματα τῶν πονηρῶν καὶ ἀσεβέστατων ἀνθρώπων». Καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε μ’ αὐτὰ τὰ λόγια καὶ ἀσπάστηκε τὴ γυναίκα του, ξαπλώνοντας χάμω παράδωσε τὴν ψυχή του στὸν Θεό. Ἡ Ρουφίνα, ὅταν εἶδε πὼς ὁ ἄνδραςτης πέθανε, κυριεύτηκε ἀπὸ μεγάλη ἀθυμία καί, μὴ ἀντέχοντας τὸν πόνο, ἀμέσως γέννησε. Καὶ κοιτάζοντας τὸν ἄντρα της καὶ τὸ παιδί, εἶπε ἀναστενάζοντας μὲ δάκρυα στὰ μάτια: «Κύριε ὁ Θεός, ποὺ ἔπλασες τὸν Ἀδὰμ καὶ τοῦ ἔδωσες τὴν Εὔα γιὰ βοήθεια καὶ εἶπες ὅτι “ὁ ἄνδρας θὰ ἐγκαταλείψει τὸν πατέρα του καὶ τὴ μητέρα του καὶ θὰ προσκολληθεῖ στὴ γυναίκα του καὶ θὰ ἀποτελέσουν οἱ δύο μία σάρκα”, παράλαβε καὶ τὴ δική μου ψυχή, ἔτσι ποὺ νὰ πεθάνω μαζί μὲ τὸν ἄντρα μου, καὶ διαφύλαξε αὐτὸ τὸ βρέφος μὲ τὴ χάρη Σου σὲ ὅλη τὴ ζωή του». Καί, ἀγκαλιάζοντας τὸ σῶμα τοῦ ἄντρα της, κοιμήθηκε καὶ αὐτή. Ὅσο γιὰ τὸ παιδί, ἦταν ξαπλωμένο ἐκεῖ ἀνάμεσα στοὺς δύο.

4. Τὴν ἴδια νύκτα, ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίζεται σὲ κάποιαν ἀρχόντισσα ποὺ λεγόταν Ἀμμία, ἡ ὁποία εἶχε φόβο Θεοῦ καὶ ἦταν πάρα πολὺ εὐλαβής, καὶ τῆς λέει: «Πήγαινε καὶ ζήτα ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τὰ σώματα τῶν χριστιανῶν ποὺ πέθαναν στὴ φυλακὴ καὶ τὸ παιδάκι ποὺ θὰ βρεῖς ἀνάμεσά τους, πάρε το καὶ ἀνάθρεψέ το σὰν γιό σου· ὅσο γιὰ κείνους, κήδεψέ τους καθὼς ἁρμόζει καὶ ἀπόθεσε τὰ σώματά τους σὲ τόπο σεβάσμιο». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, ἔφυγε ἀπὸ κοντά της ὁ ἄγγελος. Ἡ Ἀμμία τρόμαξε καὶ κάλεσε ἕνα ἀπὸ τοὺς εὐνούχους ὑπηρέτες της καὶ τοῦ διηγήθηκε τὸ ὅραμα μὲ τὸν ἄγγελο καὶ ἐκεῖνα ποὺ τῆς εἶπε ὁ ἄγγελος. Ἡ Ἀμμία ἦταν χήρα καὶ δὲν εἶχε παιδιά. Ἔστειλε λοιπὸν τὸν εὐνοῦχο της στὸν ἡγεμόνα γιὰ νὰ ζητήσει τὰ σώματα τῶν μακαρίων, καταπῶς τῆς εἶπε ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ. Ὁ εὐνοῦχος πῆγε καὶ εἶπε στὸν ἡγεμόνα: «Ἡ ἀρχόντισσα Ἀμμία μὲ ἔστειλε σὲ σένα, λέγοντας· “Μιὰ παράκληση ὑποβάλλω σὲ σένα, τὴν ὁποία παρακαλῶ νὰ μοῦ ἱκανοποιήσεις. Αὐτοὺς τοὺς χριστιανοὺς ποὺ διάταξες νὰ ριχτοῦν στὴ φυλακή, νὰ δώσεις ἐντολὴ νὰ πάρω τὰ σώματά τους καὶ νὰ τοὺς θάψω. Γιατὶ ἄκουσα ὅτι ἔχουν πεθάνει”». Ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε τότε ἐντολὴ νὰ τῆς δοθοῦν τὰ σώματα. Ἀφοῦ λοιπὸν πῆγε ἡ Ἀμμία στὴ φυλακή, τοὺς μὲν Θεόδοτο καὶ Ρουφίνα κήδεψε μὲ μεγάλες τιμές, ἐνταφιάζοντάς τους σ’ ἕναν τόπο ὀνομαζόμενο Παράδεισο, στὰ ἐξέχοντα προάστια τῆς πόλης, τὸ δὲ παιδί, τὸ πῆρε καὶ τὸ ἀνάτρεφε παραδίδοντάς το σὲ μιὰ τροφό. 

5. Ὅταν τὸ παιδὶ ἔγινε ἑνὸς ἔτους, ἡ Ἀμμία, παίρνοντάς το στὶς ἀγκάλες της, τὸ φίλησε. Τὸ παιδί, ἀνοίγοντας τὸ στόμα του, εἶπε «ἀμμά», τὸ ὁποῖο σημαίνει «μητέρα». Ἡ Ἀμμία ἡ ἀρχόντισσα ὀργάνωσε τότε πολυτελὲς γεῦμα καὶ κάλεσε τοὺς ἄρχοντεςτῆς πόλης καὶ εἶχε χαρὰ μεγάλη σ’ ὅλο της τὸ σπίτι· καὶ τὴν τροφό, ἀφοῦ τῆς ἔκανε πολλὰ δῶρα, τὴν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴ φροντίδα τοῦ παιδιοῦ. Ἕνας ἀπὸ τοὺς κυβερνῶντες, ποὺ ὀνομαζόταν Ἀττικός, παίρνοντας τὸν λόγο εἶπε στὴν Ἀμμία: «Δυσκολεύομαι νὰ πιστέψω αὐτὸ ποὺ λές, ἀρχόντισσα, ὅτι αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι ἑνὸς ἔτους· γιατὶ ἐμένα μοῦ φαίνεται σὰν νὰ εἶναι τεσσάρων ἐτῶν». Εἶπε λοιπὸν ἡ Ἀμμία: «Ἔχεις ν’ ἀκούσεις καὶ κάτι πιὸ ἀξιοθαύμαστο ἀπ’ αὐτό, Ἀττικέ. Γιατί, ὅταν τὸ πῆρα στὶς ἀγκάλες μου ἀπὸ τὴν τροφό του, μὲ ἀποκάλεσε “ἀμμά”». Τότε, ὅλοι ὅσοι ἦσαν προσκεκλημένοι στὸ γεῦμα, σὰν μ’ ἕνα στόμα, εἶπαν ὅτι τὸ παιδὶ πρέπει νὰ ὀνομαστεῖ Μάμας. Ὅταν τὸ παιδὶ ἔγινε πέντε χρόνων, ἦταν πάρα πολὺ μυαλωμένο καὶ γνωστικό. Ἡ Ἀμμία, λοιπόν, ἡ ἀρχόντισσα, τὸ παράδωσε σ’ ἕναν δάσκαλο γιὰ νὰ μορφωθεῖ. Κανόνισε μάλιστα νὰ ἔχει κι ἕναν ὑπηρέτη, ποὺ λεγόταν Κλημέντιος, ὁ ὁποῖος νὰ τὸ ἀκολουθεῖ συνεχῶς. Ἀφοῦ ἔκανε ἕξι μῆνες στὸν δάσκαλο, ξεπέρασε ὅλα τὰ παιδιὰ στὴ φρόνηση καὶ τὴ σύνεση τῶν συλλογισμῶν, ἔτσι ποὺ καὶ ὁ ἴδιος ὁ δάσκαλος νὰ μένει ἔκθαμβος μὲ τὴ σοφία του. 

6. Ὁ Αὐρηλιανός, ποὺ ἦταν καίσαρας ἐκεῖνο τὸν καιρό, ἔστειλε τοπικοὺς κυβερνῆτες σὲ κάθε ἐπαρχία τῆς αὐτοκρατορίας, λέγοντάς τους: «Νά! Ἔχουν περάσει ἕξι χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἔδωσα ἐντολὴ νὰ ἐκδοθοῦν διατάγματα σὲ κάθε πόλη, ἔτσι ὥστε ὅλοι νὰ προσφέρουν θυσίες στοὺς μεγάλους θεούς, καὶ κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἐφαρμόστηκε. Γι’ αὐτό, σᾶς δίνω αὐτὴ τὴν ἐξουσία, νὰ ἐπιβάλλετε στοὺς πάντες νὰ προσφέρουν θυσίες στοὺς θεοὺς καὶ σὲ ὅσους δὲν ὑπακοῦν νὰ ἐπιβάλλετε τιμωρίες. Τὴ μέρα τῆς γιορτῆς τοῦ Δία, λοιπόν, δῶστε διαταγὴ νὰ πᾶνε ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ φοιτοῦν σὲ δασκάλους, μαζὶ μὲ τοὺς δασκάλους τους, στὸν ναὸ γιὰ νὰ προσφέρουν θυσία στοὺς θεούς. Γιατί, ἔτσι ὅπως εἶναι ἀθῶα τὰ παιδιά, ἡ θυσία θὰ γίνει εὐπρόσδεκτη ἀπὸ τοὺς θεοὺς καὶ τὰ παιδιὰ θὰ ἐξευμενίσουν τοὺς θεοὺς γιὰ μᾶς». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ Αὐρηλιανός, τοὺς ἔστειλε στὶς ἐπαρχίες μὲ μεγάλη ἰσχύ. Ὅταν ἦρθε στὴν Καισάρεια κάποιος τύραννος μὲ τὸ ὄνομα Δημόκριτος, ἄρχισε νὰ προστάζει τοὺς πάντες, μὲ ἀπειλὲς βίας καὶ βασανιστηρίων, νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, δίνοντας ἐντολὴ καὶ στοὺς δασκάλους νὰ πάρουν τὰ παιδιὰ καὶ νὰ πᾶνε στοὺς ναοὺς καὶ νὰ προσφέρουν θυσίες τὴ μέρα τοῦ Δία. 

7. Ὁ Μάμας, παρακολουθοῦσε μαθήματα σὲ κάποιον δάσκαλο. Ὅταν εἶδε τὰ παιδιὰ νὰ πηγαίνουν στοὺς ναοὺς μαζί μὲ τοὺς δασκάλους, εἶπε: «Πέστε μου, γιὰ ποιόν λόγο πηγαίνετε στοὺς ναούς; Οἱ γονεῖς σας σᾶς παρέδωσαν στοὺς δασκάλους μὲ σκοπό, ἀφοῦ διδαχθεῖτε ἀπὸ αὐτοὺς τὰ μαθήματα τῶν γραμμάτων, νὰ ἀποκτήσετε σύνεση, καὶ νὰ ἀναγνωρίσετε τὸν δημιουργὸ τῶν ὅλων καὶ Δεσπότη Θεό. Γι’ αὐτό, λοιπόν, μὴ ξεγελαστεῖτε καί, βλέποντας εἴδωλα διακοσμημένα μὲ χρυσάφι κι ἀσήμι, προσφέρετε θυσία σ’ αὐτά, τὰ ὁποῖα εἶναι κουφὰ καὶ ἄλαλα». Ἀφοῦ λοιπὸν εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια μὲ πολλὴ τόλμη, κανένας ἀπὸ τοὺς παριστάμενους δὲν τόλμησε νὰ τὸν ἀντικρούσει, γιατὶ φοβόντουσαν τὴν ἀρχόντισσα, ἐπειδὴ ἦταν ἀκριβῶς μητέρα του καὶ πρώτη κατὰ τάξη τῆς συγκλήτου. Ὁ εὐνοῦχος ἀκόλουθός του, ποὺ λεγόταν Κλημέντιος, κατέγραφε μὲ σειρὰ ὅλα τὰ συμβαίνοντα στὴ ζωή του, παρακολουθώντας μὲ θαυμασμὸ τὴν κατὰ Θεὸ πρόοδό του. Ὅσο γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ σπούδαζαν μαζί του, ἔδειχναν προθυμία νὰ μιμηθοῦν τὴ συμπεριφορά του καὶ συνεργάζονταν μαζί του σὲ ὅλα. Ὅταν ἔφτασε στὴν ἡλικία τῶν ἕξι ἐτῶν, ἡ ἀρχόντισσα ἐκοιμήθη, ἀφήνοντάς του ὅλη της τὴν περιουσία.

8. Τότε, κάποιος ἀπὸ τοὺς δασκάλους, πηγαίνοντας στὸν τύραννο τοῦ εἶπε: «Ὅλες οἱ σχολές, δάσκαλοι μαζὶ καὶ παιδιά, ὑπάκουσαν στὸ πρόσταγμά σου καὶ στὸ διάταγμα του καίσαρα. Ἡ μόνη σχολὴ ποὺ παρακούει τὴ διαταγή σου εἶναι ἐκείνη τοῦ δασκάλου Ἀρίστωνα». Ὁ Δημόκριτος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ φέρουν ἐνώπιόν του τὸν Ἀρίστωνα. Ὅταν ἐκεῖνος παρουσιάστηκε ἐνώπιόν του, ὁ Δημόκριτος τοῦ εἶπε: «Γιατί παρακοῦς τὸ θεῖο πρόσταγμα καὶ παρακινεῖς τὰ παιδιὰ νὰ μὴ θυσιάσουν στοὺς θεούς;» Ὁ Ἀρίστωνας ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Ἐγώ, ἀπ’ τὴ δική μου μεριά, ὑπακούω στὸ διάταγμα του καίσαρα. Ὅμως, εἶναι ἕνα παιδὶ στὴ σχολή μου, ποὺ λέγεται Μάμας· αὐτὸς παρακινεῖ ὅλα τὰ παιδιὰ καὶ δὲν τοὺς ἀφήνει οὔτε στοὺς ναοὺς νὰ πᾶνε, οὔτε σὲ μένα νὰ ὑπακούσουν». 

9. Τότε ὁ τύραννος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ παρουσιαστεῖ ἐνώπιόν του ὁ Μάμας. Ὅταν παρουσιάστηκε, τοῦ εἶπε ὁ Δημόκριτος: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Μάμας, ποὺ ἐμποδίζει τὴν τέλεση τῶν θυσιῶν στοὺς θεούς;» Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Ἐγὼ εἶμαι, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Μάμας». Ὁ τύραννος εἶπε: «Ἐπειδὴ εἶσαι παιδάκι, ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ συμβουλή. Γι’ αὐτὸ σὲ συμβουλεύω νὰ ἀναγνωρίσεις τοὺς θεούς, ἀλλὰ καὶ νὰ μεταπείσεις τὰ παιδιά, γιὰ νὰ μὴν τὰ βρεῖ ἄσχημο τέλος ἐξαιτίας σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἂν καὶ εἶμαι παιδί, γνωρίζω τί εἶναι ὠφέλιμο γιὰ μένα· μάθε, λοιπόν, ὅτι οὔτε ἐγὼ θυσιάζω, οὔτε ἐκεῖνοι προσφέρουν θυσία». Ὁ τύραννος εἶπε: «Πάρτε τον καὶ ὁδηγεῖστε τον στὸν ναὸ τοῦ Σέραπη γιὰ νὰ προσφέρει θυσία, ἔτσι ποὺ ὅταν τὰ παιδιὰ ποὺ τὸν ἀκολουθοῦν τὸν δοῦν νὰ θυσιάζει, νὰ θυσιάσουν καὶ αὐτά». Ὁ Μάμας εἶπε: «Εἶμαι εὐγενὴς καὶ ἀπὸ ἀνώτερη τάξη καὶ δὲν φοβᾶμαι τὴ διαταγή σου». Ὁ τύραννος εἶπε: «Λέγε, ποιὸς εἶσαι!» Τότε, ὁ Τιβεριανός, ὁ πρόεδρος τῆς Βουλῆς, εἶπε: «Ἡ ἀρχόντισσα Ἀμμία τὸν ἀνάθρεψε σὰν γιό της καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τοῦ τὸ ἐπιβάλεις μὲ τὴ βία». Ὁ Δημόκριτος εἶπε: «Ἄκουσέ με, Μάμα, γιατὶ σὲ λυποῦμαι, ὅταν βλέπω ὅτι, ἐνῶ εἶσαι τόσο ἀνήλικος, ἔχεις τόσο μεγάλη σύνεση. Γιατί, ἂν συγκατατεθεῖς νὰ θυσιάσεις, θὰ τοὺς προσελκύσεις ὅλους πρὸς ἐσένα. Καὶ θὰ γίνει ἀναφορὰ στὸν καίσαρα γιὰ σένα καὶ θὰ ζήσεις μὲ πολὺ μεγάλη τιμὴ καὶ προκοπή. Ἂν πάλι δὲν συγκατατεθεῖς νὰ κάνεις αὐτὸ ποὺ ἁρμόζει ὅσον ἀφορᾶ τὸ διάταγμα τοῦ καίσαρα, θὰ σὲ στείλω σ’ αὐτὸν κι ἐκεῖνος δὲν θὰ σὲ σπλαχνιστεῖ». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἡ κατάληξη τῶν λόγων σου δὲν πρόκειται νὰ αἰχμαλωτίσει τὸν συνετό μου λογισμό, ἀσεβέστατε τύραννε· γιατὶ δὲν θὰ φοβηθῶ οὔτε τὸν καίσαρά σου· ἔχω βασιλέα ἐπουράνιο τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό». Ὁ τύραννος, γεμάτος θυμό, εἶπε: «Ἐπειδὴ μίλησες δυσφημιστικὰ γιὰ τὸν καίσαρα, σήμερα κιόλας θὰ παραπεμφθεῖς ἐνώπιόν του». Καὶ ἀφοῦ διάταξε νὰ τὸν ἁλυσοδέσουν, τὸν ἔστειλε στὸν καίσαρα Αὐρηλιανό, μαζί μὲ τέσσερις στρατιῶτες, γράφοντάς πρὸς τὸν καίσαρα τὰ ἑξῆς: «Πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Αὐρηλιανό, ἀπὸ τὸν Δημόκριτο· παρέπεμψα στὴ θεότητά σου τὸν ἱερόσυλο Μάμα, ὁ ὁποῖος δὲν ὑπακούει στὸ διάταγμα τῆς θεότητάς σου καὶ μιλᾶ ἀσεβῶς γιὰ τὴν ἐξουσία σου καὶ παρακινεῖ τὴν πόλη τῶν Καισαρέων νὰ μὴ θυσιάζει στοὺς θεούς». 

10. Ὅταν ἔφτασε ὁ Μάμας στὴν πόλη τῶν Αἰγαιῶν μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες —ἐπειδὴ ὁ βασιλέας περνοῦσε κάποιον χρόνο στοὺς παραθαλάσσιους ἐκείνους τόπους—, τὸν ὁδήγησαν σ’ αὐτόν, φέρνοντας μαζὶ καὶ τὴν ἀναφορὰ τοῦ Δημόκριτου. Ὅταν ὁ καίσαρας διάβασε τὴν ἀναφορά, πρόσταξε νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴ φυλακή. Τὴν ἑπόμενη μέρα, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν παρουσιάσουν ἐνώπιόν του. Ὅταν ὁ ἅγιος παρουσιάστηκε, τοῦ εἶπε ὁ Αὐρηλιανός: «Λέγε, ποιὸς εἶσαι»; Ὁ Μάμας εἶπε: «Εἶμαι χριστιανὸς καὶ δοῦλος τοῦ Θεοῦ». Ὁ Αὐρηλιανὸς εἶπε: «Μὲ βάση τὰ ὅσα περιέχονται στὴν ἀναφορά, θὰ ἔπρεπε νὰ τιμωρηθεῖς ὡς βλάσφημος, χωρὶς κἂν νὰ ἀνακριθεῖς. Ἐπειδή, ὅμως, εἶναι περίοδος φιλανθρωπίας, ἀναβάλλω γιὰ λίγο τὴν ἐκτέλεση τῆς τιμωρίας. Ἔλα, λοιπόν, μπὲς μαζί μου στὸ Σεραπεῖο καὶ θυσίασε, γιὰ νὰ ἔχεις καὶ τὴ δική μου ἐκτίμηση. Γιατὶ σπλαχνίζομαι τὰ νιάτα σου καὶ εὐφραίνομαι νὰ βλέπω τὴν ὡραιότητα τῆς ὀμορφιᾶς σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἔχε ὑπόψη σου, βασιλιά, ὅτι ἐγὼ δὲν θὰ κάνω κάτι τέτοιο· ἐπειδὴ εἶμαι χριστιανὸς καὶ ἔχω φόβο Θεοῦ». Τότε ὁ Αὐρηλιανός, ἀφοῦ ἔγινε ἔξαλλος ἀπὸ θυμό, διάταξε νὰ τὸν γδύσουν καὶ νὰ τὸν χτυπήσουν οἱ δήμιοι. Ἀφοῦ χτύπησαν γιὰ πολλὴ ὥρα τὸν μάρτυρα, εἶπε ὁ Αὐρηλιανός: «Τί λές, Μάμα; Ἀλλάζεις γνώμη καὶ θυσιάζεις, γιὰ νὰ ἀπολαύσεις τὰ δῶρα καὶ τὶς τιμὲς ποὺ θὰ σοῦ δώσω;» Ὁ Μάμας εἶπε: «Δὲν ἐπιλέγω νὰ ἀνταλλάξω τὰ ἄφθαρτα μὲ τὰ φθαρτά». Ὁ Αὐρηλιανὸς εἶπε: «Συγκατάνευσε νὰ θυσιάσεις καί, δίνοντας αὐτὴ τὴν ὑπόσχεση μὲ λόγια, θὰ ἐξαγοράσεις τὴν ἴδια τὴ ζωή σου». Ὁ ἅγιος λέγει: «Ἐγὼ ποθῶ ἐκείνη τὴ ζωὴ ποὺ δὲν ἔχει τέλος· γιατὶ αὐτὴ ἐδῶ ἡ ζωὴ εἶναι πρόσκαιρη καὶ παρέρχεται». Ὅταν ὁ ἅγιος εἶπε αὐτά, ὁ Αὐρηλιανὸς διάταξε νὰ τὸν κρεμάσουν καὶ νὰ καῖνε τὸ σῶμα του μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Καὶ ὅταν ἔγινε αὐτό, ἡ φωτιὰ δὲν τὸν ἄγγιζε. Τοῦ εἶπε τότε ὁ Αὐρηλιανός: «Λυπήσου τὰ νιάτα σου καὶ θυσίασε». Ὁ Μάμας εἶπε: «Δὲν ἐγκαταλείπω τὸν Θεό μου καὶ νὰ θυσιάσω σὲ εἴδωλα ποὺ φτιάχτηκαν ἀπὸ ἀνθρώπινα χέρια». Καὶ πρόσταξε ὁ Αὐρηλιανὸς νὰ τὸν χτυπήσουν στὸ στόμα μὲ πέτρες. Ἐκεῖνος, ὅμως, μένοντας ἀσάλευτος στὴν πίστη, παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ λέγοντας: «Κύριε ὁ Θεός, χάρισέ μου τὴν ὑπομονὴ μέχρι τὸ τέλος». Ὁ Αὐρηλιανὸς εἶπε: «Ἂν δὲν θυσιάσεις, δίνω διαταγὴ νὰ σὲ ρίξουν στὴ θάλασσα». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἀσεβέστατε τύραννε καὶ ἀνάξιε γιὰ ὁποιαδήποτε τιμή, μὴ μὲ πιέζεις νὰ θυσιάσω στὰ δαιμόνια καὶ νὰ ἐγκαταλείψω τὸν ζωντανὸ Θεό, τὸν ἀληθινὸ Θεό». 

11. Ὀργισμένος ὁ Αὐρηλιανός, ἔδωσε διαταγὴ νὰ δέσουν ἕνα βαρίδι ἀπὸ μολύβι στὸν λαιμό του καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴ θάλασσα. Καθὼς ὅμως τὸν πῆραν οἱ στρατιῶτες καὶ τὸν ἔβαλαν στὸ πλοῖο γιὰ νὰ τὸν πᾶνε στὰ βαθιά, ἕνας ἄγγελος Κυρίου τοὺς παρουσιάστηκε ἀφήνοντάς τους κατάπληκτους καί, ἐπειδὴ φοβήθηκαν, ἐπέστρεψαν πάλι στὴν ξηρά. Ὁ ἄγγελος ἦταν μαζί μὲ τὸν ἅγιο, δίνοντάς του θάρρος καὶ στηρίζοντάς τον. Ὅταν ἀποχώρησαν οἱ στρατιῶτες, ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: «Πήγαινε στὸ ὄρος τῆς Καισαρείας, γιατὶ ἐκεῖ ἔχει ὁριστεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ λάβεις τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, ὁ ἄγγελος ἀμέσως ἐξαφανίστηκε. Ὅσο γιὰ τοὺς στρατιῶτες, ἀφοῦ παρουσιάστηκαν στὸν Αὐρηλιανό, τοῦ εἶπαν: «Αὐτοκράτορα, πρόκειται νὰ ἀκούσεις γιὰ ἕνα παράδοξο θαῦμα. Γιατὶ τὸν ἄνδρα ποὺ διάταξες νὰ ρίξουμε στὴ θάλασσα, μᾶς τὸν πῆρε κάποιος ὑπέρλαμπρος νέος ποὺ παρουσιάστηκε σὲ μᾶς, στὸν ὁποῖο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀντισταθεῖ οὔτε ὁλόκληρο τὸ στράτευμά σου».

12. Ὅσο γιὰ τὸν ἅγιο Μάμα, ἀκολουθώντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, ἦρθε στὸ ὄρος Σιλωὰμ καὶ ἐκεῖ ζοῦσε στὸ βουνὸ μαζὶ μὲ τὰ θηρία, χωρὶς νὰ λάβει τροφὴ γιὰ σαράντα μέρες. Ὅταν πείνασε, ἀπευθύνθηκε μεγαλοφώνως πρὸς τὸν Θεὸ καὶ εἶπε: «Κύριε ὁ Θεός, ποὺ ἔστειλες τροφὴ στὸν Προφήτη Ἠλία στὸ ὄρος μέσῳ ἑνὸς πουλιοῦ καὶ στὸν Προφήτη Δανιὴλ στὸν λάκκο τῶν λεόντων μέσῳ τοῦ Προφήτη Ἀββακούμ, στεῖλε καὶ σὲ μένα τροφή, ἐπειδὴ σβήνει ἡ πνοὴ τῆς ζωῆς μου». Καὶ ἀμέσως τοῦ ἐμφανίστηκε ἄγγελος Κυρίου σὲ μορφὴ βοσκοῦ καὶ τοῦ εἶπε: «Τί ζητᾶς, Μάμα;» Ὁ Μάμας τοῦ ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Πεινῶ καὶ ἀναζητῶ τροφή». Ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: «Πήγαινε σ’ ἐκείνη τὴ σπηλιὰ καὶ ἐκεῖ θὰ βρεῖς ἕνα χαντάκι ποὺ ἔκαναν οἱ βοσκοὶ μὲ πέτρες καὶ μιὰ ἐλαφίνα νὰ στέκει δίπλα του· νὰ ἀρμέξεις γάλα ἀπὸ τὴν ἐλαφίνα καί, ἀφοῦ κάνεις τυρὶ ἀπὸ αὐτό, φάγε καὶ ζῆσε». Καὶ λέγοντας αὐτά, ἀποχώρησε ἀπὸ κοντά του ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου. Ὅταν ὁ Μάμας ἔκανε ὅπως τὸν πρόσταξε ὁ ἄγγελος Κυρίου, βλέπει ἕνα ραβδὶ νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἀκούει μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέει: «Πάρε αὐτὸ τὸ ραβδὶ ποὺ κατέρχεται ἀπὸ τὸν Κύριο πρὸς ἐσένα· γιατὶ μὲ αὐτό, θὰ ἐξημερώνεις τὰ ἄγρια θηρία. Ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ ραβδὶ δὲν θὰ ἔχει λιγότερη δύναμη ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ δόθηκε στὸν Μωυσὴ ὅταν ἦταν στὴν Αἴγυπτο. Κι ὅ,τι κι ἂν μοῦ ζητήσεις μέσῳ τῆς ράβδου αὐτῆς ἐπικαλούμενός με, θὰ τὸ λάβεις». Ὁ ἅγιος, ἀφοῦ πῆρε τὸ ραβδὶ καὶ ἔστρεψε τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανό, χτύπησε μὲ αὐτὸ τὴ γῆ, καὶ ἀμέσως ἐμφανίστηκε ἕνα εὐαγγέλιο. Ἀμέσως τὸ πῆρε, κλίνοντας τὸ κεφάλι, καὶ εἶπε: «Κύριε, σὲ ποιόν προστάζεις νὰ ἀναγγέλλω τὶς δωρεές σου;» Ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: «Χτίσε εὐκτήριο οἶκο καὶ φτιάξε ἁγία Τράπεζα ἐντός του καὶ Ἐγὼ θὰ σοῦ ἀναγγείλω σὲ ποιούς θὰ πρέπει νὰ πεῖς αὐτά». Ὁ Μάμας πῆγε καὶ ἔκανε ὅπως ἀκριβῶς τὸν πρόσταξε ὁ Κύριος καί, ἀφοῦ στάθηκε μπροστὰ ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο, ἄρχισε νὰ ἀπαγγέλλει τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀμέσως μαζεύτηκαν κοντά του ὅλα τὰ ἄγρια ζῶα καί, ἀκούγοντας τὴ φωνή, γονάτισαν καὶ ἔμειναν νὰ κοιτάζουν πρὸς τὸν οὐρανό. Καὶ μετὰ τὸ γονάτισμα βγῆκαν ἔξω. Καὶ ἔμεναν μαζί του τὰ θηλυκὰ ἄγρια ζῶα μαζὶ μὲ τὰ ἐξημερωμένα καὶ ἄρμεγε τὸ γάλα τους μὲ τὰ χέρια του καὶ πήζοντάς το ἔφτιαχνε τυριά. Καὶ εἶπε ὁ Μάμας στὸν Θεό: «Κύριε, τί νὰ τὰ κάνω αὐτὰ τὰ τυριὰ ποὺ μοῦ δώρησες;» Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε: «Κατέβα στὴν πύλη τῆς Καισαρείας, καὶ ἐκεῖ θὰ βρεῖς φτωχούς, χῆρες καὶ ὀρφανὰ καὶ νὰ τὰ δώσεις σ’ αὐτούς». 

 

13. Τότε, ἀφοῦ εἶδαν αὐτὰ τὰ παράδοξα οἱ βέβηλοι, τὰ ἀνάφεραν στὸν ἡγεμόνα Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀποσταλεῖ ἀπὸ τὸν Αὐρηλιανὸ τὸν τύραννο γιὰ νὰ κυβερνᾶ τὰ ζητήματα τῆς Καππαδοκίας, ἐγείροντας κατηγορία ἐναντίον του ὅτι εἶναι μάγος καὶ μαγεύει τὰ ἄγρια ζῶα. Μόλις τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἡγεμόνας, ἔστειλε ἀμέσως ἱππεῖς στὸ ὄρος ὅπου κατοικοῦσε. Ὅταν τοὺς εἶδε ὁ Μάμας, σηκώθηκε καὶ πῆγε καὶ τοὺς πλησίασε. Ἀφοῦ ἦρθαν κοντά του, οἱ ἄνδρες τὸν ρωτοῦσαν: «Ποῦ κατοικεῖ ὁ νεαρὸς ποὺ ὀνομάζεται Μάμας, ἢ ποῦ βόσκει τὰ πρόβατα;» Ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: «Πέστε μου τί τὸν χρειάζεστε καὶ σᾶς τὸν φανερώνω». Οἱ ἄνδρες εἶπαν: «Ἔχει ὑποβληθεῖ κατηγορία ἐναντίον του πρὸς τὸν ἡγεμόνα καὶ τὸν ἀναζητᾶ· γιατὶ λένε πὼς μαγεύει τὰ ἄγρια ζῶα». Ὁ ἅγιος Μάμας ἀποκρίθηκε καὶ τοὺς εἶπε: «Ἂς πᾶμε πρῶτα στὸ σπίτι γιὰ νὰ φᾶμε». Ἐκεῖνοι εἶπαν: «Ἂς πᾶμε». Καὶ ἀφοῦ μπῆκαν στὸ σπίτι, τοὺς παρέθεσε γεῦμα μὲ ψωμὶ καὶ τυρί. Καὶ ἐνῶ ἔτρωγαν, ξαφνικὰ μαζεύτηκαν τὰ ἄγρια ζῶα. Καὶ ὁ Μάμας, ἀφοῦ μπῆκε καὶ στάθηκε μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο, διάβαζε δυνατὰ ἐκεῖνα ποὺ ἔγραφε τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο τοῦ δόθηκε μέσῳ τοῦ ραβδιοῦ. Ὅταν οἱ ἄνδρες εἶδαν τὰ ἄγρια θηρία, φοβήθηκαν καὶ κατέφυγαν κοντά του στὸ θυσιαστήριο. Βλέποντας ὁ Μάμας τὸν φόβο τους, τοὺς εἶπε: «Μὴ φοβάστε, γιατὶ ἐγὼ εἶμαι ὁ λεγόμενος Μάμας, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ». Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν: «Ἄνθρωπε, πές μας, ποιός εἶναι ὁ Θεός σου καὶ μπορεῖς νὰ ὑποτάσσεις μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὰ ἄγρια ζῶα; Καὶ ἂν μᾶς τὸν γνωρίσεις, θὰ πιστέψουμε σ’ αὐτόν». Ὁ Μάμας ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Ἐγὼ λατρεύω τὸν Θεό, ποὺ δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν σὲ γῆ καὶ οὐρανό». Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν: «Ἂν θέλεις νὰ ἔρθεις μαζί μας νὰ πᾶμε στὸν ἡγεμόνα, ἔλα· εἰδεμή, ἐμεῖς φεύγουμε». Ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: «Πηγαίνετε ἐσεῖς· γιατὶ ἐγὼ θὰ ἔρθω μόνος μου, μὲ τὴ συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Κι ἐκεῖνοι ἀποχώρησαν μὲ φόβο ἀπὸ ἐκεῖ. 

14. Τότε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶπε στὸν Μάμα: «Κάλεσε ἕνα λιοντάρι, τὸ ὁποῖο θὰ θανατώσει τὰ παιδιὰ τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Ἰουδαίων». Καὶ ὁ Μάμας εἶπε: «Κύριε ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας, ρίξε τὸ βλέμμα Σου στὸν ἁμαρτωλὸ δοῦλο σου Μάμα καὶ μὴ δυσαρεστηθεῖς μαζί μου καὶ μὴν ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ μένα, γιατὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ ὑποφέρω πολλὰ γιὰ τὸ ὄνομά Σου». Καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε μ’ αὐτὰ τὰ λόγια, ἦρθε ἕνα λιοντάρι ἀπὸ τὴν ἔρημο, καὶ ἀφοῦ στράφηκε ὁ Μάμας καὶ τὸ εἶδε, εἶπε: «Νά, ἐγὼ πορεύομαι στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ σὺ ἀκολούθα τὴν πορεία σου ὅπως σοῦ ζήτησε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα· καὶ ὅταν μπεῖς στὴν ἀρρένα τοῦ θεάτρου, κάνε ἐκεῖνο ποὺ προστάχθηκες». Ἀφοῦ εἶπε στὸ λιοντάρι αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Μάμας, ξεκίνησε γιὰ τὴν πόλη τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας. Οἱ ἄνδρες, ποὺ εἶχαν σταλεῖ γιὰ νὰ τὸν βροῦν, κάθονταν στὴν πύλη τῆς πόλης καὶ τὸν περίμεναν· καὶ ὅταν τὸν εἴδαν, μένοντας ἄφωνοι ἀπὸ κατάπληξη, ἔπεσαν στὰ πόδια του καὶ εἶπαν: «Καλῶς ἦρθες, δοῦλε τοῦ Θεοῦ». 

15. Οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ ἔφυγαν βιαστικά, τὸ ἀνακοίνωσαν στὸν ἡγεμόνα, λέγοντάς του ὅτι παρουσιάστηκε ὁ Μάμας, καὶ ὅτι «δὲν εἶναι μάγος ἢ ἀπατεώνας ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ μὴ ἐπιτρεπόμενα, ὅπως λένε οἱ κακίες ἐκείνων ποὺ τὸν κατηγοροῦν, ἀλλὰ εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ κήρυκας τῆς ἀλήθειας». Τότε ὁ ἡγεμόνας τοὺς εἶπε: «Πέστε μου· γιὰ πόσο χρῆμα πουλήσατε αὐτὴν ἐδῶ τὴ μαρτυρία γι’ αὐτόν; Ἔναντι ποιᾶς ἀποζημίωσης μοῦ παρουσιάζετε τοὺς ἐπαίνους γι’ αὐτόν;» Ἐκεῖνοι ἀπάντησαν: «Δὲν πουλᾶμε, ἄρχοντα, καλὰ λόγια, ἀλλὰ ἀναφέρουμε αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀλήθεια». Ὁ ἡγεμόνας πάλι τοὺς εἶπε: «Ὁπωσδήποτε πήρατε χρήματα ἀπὸ αὐτὸν καὶ μοῦ παραθέτετε ἐπαίνους». Ἐκεῖνοι εἶπαν: «Ἄρχοντα ἡγεμόνα, ἐμεῖς δὲν πήραμε ὁτιδήποτε ἀπὸ αὐτόν, ὅπως ὑποπτεύεσαι, ἀλλὰ τὸν ἀκούσαμε νὰ ἐπικαλεῖται τὸν Χριστὸ καί, μὲ τὸ ποὺ ἀκούστηκε ἡ ἐπίκλησή του, μαζεύτηκε ἕνα πλῆθος ἀπὸ κάθε λογῆς ζῶα, ἥμερα καὶ ἄγρια, καὶ ἔμειναν μαζί του νὰ κάνουν προσευχή. Ἔχοντας δεῖ αὐτὰ τὰ παράδοξα, σοῦ εἴπαμε ὅτι δὲν εἶναι μάγος. Ἂν δὲν μᾶς πιστεύεις, νὰ ποὺ παρουσιάστηκε στὸ βῆμα ἐνώπιόν σου καὶ κάνε αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖς». Ὅσοι δὲ ἀπὸ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφοὺς ἄκουσαν ὅτι εἶχε ἔρθει ὁ Μάμας, συναθροίστηκαν πρὸς αὐτόν,θέλοντας νὰ μείνουν μαζί του καὶ νὰ συνομιλοῦν μ’ αὐτόν.

16. Τότε, ἀφοῦ ἔφεραν μέσα τὸν ἅγιο, τὸν ρώτησε ὁ Ἀλέξανδρος ὁ ἡγεμόνας λέγοντας: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ λεγόμενος Μάμας;» Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Λέγε λοιπόν, πῶς μάγεψες τὰ ἄγρια ζῶα ἐκεῖ στὸ βουνό;» Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ βασιλεύει στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ καὶ δὲν γνωρίζω τίποτα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἀναφέρεις». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Ὁμολόγησε μὲ εἰλικρίνεια μὲ ποιά μαγικὰ τεχνάσματα μαζεύονταν κοντά σου τὰ ἄγρια ζῶα, πρὶν ριχτεῖς σὲ βασανιστήρια καὶ τιμωρίες». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἐγὼ ἐπικαλοῦμαι τὸν Χριστό, τὸν σωτήρα τοῦ κόσμου, καὶ δὲν ἔμαθα νὰ κάνω μάγια. Νά, τὸ σῶμα μου βρίσκεται ἐνώπιόν σου, κάνε το ὅ,τι θέλεις. Γιατὶ πάνω στὴ ψυχή μου δὲν ἔχεις ἐξουσία ἐσύ, ἀλλὰ μόνο ὁ Θεὸς ποὺ βρίσκεται στοὺς οὐρανούς». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Μὲ καταφρονεῖς ἐπειδὴ παίρνεις θάρρος ἀπὸ τὶς μαγεῖες σου, ἀλλὰ δὲν θὰ μπορέσεις νὰ μοῦ κάνεις μάγια». Ὁ Μάμας εἶπε: «Τὸ σινάφι τῶν γητευτῶν καὶ τῶν μάγων μισεῖ ὁ Θεός, ποὺ εἶναι ὁ κριτής τους. Καὶ πῶς μπορῶ ἐγώ, ποὺ ἐπικαλοῦμαι τὸν ζωντανὸ Θεό, νὰ κάνω μάγια; Τοῦτο νὰ ξέρεις, ὅτι οὔτε φοβήθηκα οὔτε δείλιασα μὲ τὴν ἀπειλή σου. Γιατὶ ἔχουμε Θεὸ στοὺς οὐρανούς, ποὺ μᾶς ἔδωσε ἐντολὴ Αὐτὸν μόνο νὰ προσκυνοῦμε καὶ Αὐτὸν μόνο νὰ λατρεύουμε». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Μὴν καταφεύγεις στὰ τεχνάσματα τῶν λόγων, ἀλλὰ ὁμολόγησε χωρὶς χρονοτριβὴ αὐτὰ ποὺ ἔκανες στὸ βουνό». Ἀποκρίθηκε ὁ Μάμας καὶ εἶπε: «Τί νὰ σοῦ ὁμολογήσω;» Ὁ Ἀλέξανδρος ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Ἀναγνώρισε τὴ θεότητα τοῦ καίσαρα κι ἐγὼ σὲ ἀπελευθερώνω». Ὁ Μάμας εἶπε: «Σοῦ δίνω τὸν λόγο μου ἐν ὀνόματι τοῦ παντοκράτορα Θεοῦ καὶ τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ Του, ὅτι δὲν θυσιάζω στὰ δαιμόνια· δὲν μπορῶ νὰ ὁρκιστῶ σὲ ὀνόματα ἀσεβῶν καὶ παράνομων ἀνθρώπων». Ὁ ἡγεμόνας Ἀλέξανδρος εἶπε: «Ἀρνήσου τὸν Θεό σου καὶ θυσίασε στοὺς θεούς». Ἀποκρίθηκε ὁ Μάμας καὶ εἶπε: «Ἐγὼ ἔμαθα νὰ προσφέρω στὸν Θεό μου θυσία ἀναίμακτη, δηλαδὴ νὰ ἀναπέμπω προσευχὲς καὶ ὕμνους πρὸς Αὐτὸν κι ὄχι νὰ λατρεύω ἀνώφελα δαιμόνια». Ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε: «Ἄχ, ἐξαίσιο παιδί, πολὺ λυποῦμαι σὰν βλέπω τὰ νιάτα σου, βλέποντας νὰ ἔχεις καὶ τέτοια ὀμορφιά. Γιατί, ὅπως ὑπολογίζω, εἶσαι πάνω κάτω δώδεκα χρόνων. Καὶ δακρύζω γιὰ σένα, ἐπειδὴ πρόκειται νὰ θανατωθεῖς στὴ φωτιά. Ἀρνήσου λοιπὸν τὸν Θεό σου, γιὰ νὰ μὴν τιμωρηθεῖς». Ὁ Μάμας εἶπε: «Γιὰ τὴ δική σου ἀπώλεια νὰ λυπᾶσαι καὶ γιὰ τὰ δικά σου χρόνια νὰ κλαῖς· ἐπειδή, γιὰ μένα θὰ φροντίσει ὁ Θεός μου». Ὁ Ἀλέξανδρος ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Ἕως πότε θὰ εἶσαι τόσο ἰσχυρογνώμονας, ἐπιμένοντας στὴν τιμωρία σου; Ἀρνήσου τὸν Θεό σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Τὸν Θεό μου, ποὺ ἔκανε θαύματα μεγάλα, δὲν Τὸν ἀρνοῦμαι. Γι’ αὐτό, ἐκεῖνο ποὺ θέλεις νὰ κάνεις, κάνε το». 

17. Ὁ ἡγεμόνας, ἀφοῦ καταλήφθηκε ἀπὸ μεγάλο θυμό, πρόσταξε νὰ τὸν κρεμάσουν καὶ νὰ τοῦ γδάρουν τὸ δέρμα. Ἐνῶ τὸν ἔγδερναν, δὲν βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα του τὸ παραμικρό, ἀλλὰ εἶχε τὸ βλέμμα στραμμένο στὸν οὐρανό. Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Ἀκόμα δὲν ἔνοιωσες τὰ βασανιστήρια;» Ὁ Μάμας εἶπε: «Εὐχαριστῶ τὸν Θεό μου, ποὺ μοῦ παρέχει δύναμη νὰ ὑπομένω τὰ πονηρά σου σχέδια. Ὅπως ἐσύ, ποὺ κάθεσαι ἐκεῖ, δὲν ἔνοιωσες κάποιον σωματικὸ πόνο, ἔτσι κι ἐμένα δὲν μὲ ἄγγιξε κανένας πόνος στὴν ψυχή». Ὁ ἡγεμόνας, ἔξαλλος ἀπὸ ὀργή, πρόσταξε τοὺς δημίους λέγοντας: «Ξύστε τον μέχρι νὰ ἀγγίξετε τὰ ἐσωτερικά του ὄργανα». Καὶ ἐνῶ οἱ δήμιοι τὸν ἔγδερναν ὅλο καὶ περισσότερο, ὁ Μάμας, στρέφοντας τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό, στέναξε καὶ εἶπε: «Κύριε, δῶσε μου τὴ βοήθειά Σου». Καὶ ἀμέσως ἀκούστηκε φωνή ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ποὺ ἔλεγε: «Δεῖξε ἀνδρεία, Μάμα, καὶ μεῖνε δυνατός». Κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφοὺς ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ, ὅταν ἄκουσαν τὴ φωνὴ γέμισαν χαρά, ἐνῶ ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους κανεὶς δὲν τὴν ἄκουσε. Ὁ ἡγεμόνας πρόσταξε νὰ τὸν κατεβάσουν καὶ νὰ τὸν μεταφέρουν στὴ φυλακὴ καὶ νὰ πυρώσουν ἕνα καμίνι γιὰ τρεῖς μέρες. Ἀφοῦ ἦρθε στὴ φυλακὴ ὁ Μάμας, βρῆκε ἐκεῖ σαράντα πρόσωπα. Ἀφοῦ γονάτισε, προσευχήθηκε στὸν Θεὸ λέγοντας: «Ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας, εἰσάκουσέ μου τοῦ ἁμαρτωλοῦ δούλου σου Μάμα καὶ μὴ μὲ ἐγκαταλείπεις καὶ μὴν ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ κοντά μου». Ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν στὴ φυλακή, ἦρθαν κοντά του καὶ ἔπεσαν στὰ πόδια του. Ἀπευθυνόμενος σ’ αὐτούς, ὁ Μάμας εἶπε: «Τί θέλετε;» Ἐκεῖνοι εἶπαν: «Πεινοῦμε, δοῦλε τοῦ Θεοῦ». Ἐνῶ ἔλεγαν αὐτὰ τὰ λόγια στὸν Μάμα, μπῆκε ἀπὸ τὸ παράθυρο ἕνα περιστέρι ποὺ κουβαλοῦσε μέλι καὶ γάλα, καὶ εἶπε στὸν Μάμα: «Δέξου αὐτὸ τὸ μαργαριτάρι, γιατὶ σοῦ τὸ ἔστειλε ὁ Δεσπότης Ἰησοῦς Χριστός». Ἀφοῦ πῆρε τὸ μέλι καὶ τὸ γάλα ὁ Μάμας, ἄρχισε νὰ τρώει καὶ ἔδωσε καὶ σὲ ὅλους ἐκείνους νὰ φᾶνε. Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ἀνοίχτηκε τὸ παραπόρτι καὶ βγήκανε ἔξω ὅλοι οἱ φυλακισμένοι, ἐνῶ ὁ Μάμας ἔμεινε μόνος στὴ φυλακή. 

18. Ὅταν ἄκουσε ὁ ἡγεμόνας γιὰ τὴ φυγή τους, εἶπε στὸν δεσμοφύλακα: «Κάλεσε τὸν Μάμα στὸ βῆμα». Ὅταν παρουσιάστηκε στὸ βῆμα, τοῦ εἶπε ὁ ἡγεμόνας: «Ἀρνήσου λοιπὸν τὸν Θεό σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Σοῦ ἔχω πεῖ πολλὲς φορὲς ὅτι εἶμαι χριστιανὸς καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἀρνηθῶ τὸν Θεό μου». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Θὰ σὲ θανατώσω στὴ φωτιά, ἂν δὲν θυσιάσεις». Ὁ Μάμας εἶπε: «Κάνε ὅ,τι θέλεις». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Σίγουρα παίρνεις θάρρος ἐπειδὴ οἱ μαγεῖες σου εἶναι ἰσχυρὲς καὶ γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο περιφρονεῖς τὴ φωτιά. Θυσίασε στοὺς θεοὺς καὶ ἀπάλλαξε τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὴν τιμωρία ποὺ σὲ περιμένει». Ὁ Μάμας εἶπε: «Σὲ ποιούς θεοὺς μὲ διατάζεις νὰ θυσιάσω;» Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Στὸν Ἥλιο καὶ τὸν Ἡρακλὴ καὶ τὸν Ἀπόλλωνα». Ὁ Μάμας εἶπε: «Καλὰ εἶπες νὰ θυσιάσω στὸν Ἀπόλλωνα· γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ θυσιάζει στὸν Ἀπόλλωνα, χάνει τὴν ψυχή του». Ὅταν ὁ ἡγεμόνας ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια, ἔδωσε διαταγὴ νὰ τὸν ρίξουν στὸ καμίνι, λέγοντας στοὺς Ἀλέξανδρο καὶ Ζώσιμο, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πυρακτώσει τὸ καμίνι: «Πάρτε τον καὶ ρίξτε τον στὸ καμίνι, γιὰ νὰ τὸν κάψει ἡ φωτιὰ καὶ ἔτσι νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν κάκιστη καὶ ἐριστικὴ διάθεσή του». Ἐκεῖνοι, ἀφοῦ τὸν πῆραν, τὸν ὁδήγησαν στὸν τόπο ὅπου ἦταν τὸ καμίνι. 

19. Ὁ Μάμας, ὅταν εἶδε τὸ πυρωμένο καμίνι, στρέφοντας τὸ βλέμμα στὸν οὐρανὸ εἶπε: «Ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας, εἰσάκουσέ με τὸν ἁμαρτωλό, καὶ χάρισέ μου μέχρι τέλους τὴν ὑπομονὴ καὶ κράτησέ με ἀνέπαφο ἀπὸ αὐτὴ τὴ φωτιά, γιὰ νὰ μάθουν αὐτοὶ ποὺ δὲν Σὲ ἀναγνωρίζουν ὅτι Ἐσὺ μόνο εἶσαι ὁ Θεός». Καί, ἀφοῦ σφραγίστηκε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, μπῆκε μέσα στὸ καμίνι. Μόλις μπῆκε μέσα, ἀμέσως ἡ φλόγα ἐξασθένησε καὶ ὁ Μάμας στεκόταν ὄρθιος μέσα στὸ καμίνι δοξάζοντας τὸν Θεὸ καὶ λέγοντας: «Εὐχαριστῶ Σε, Δέσποτα, ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ· Σὲ ἱκετεύω, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐπισκέφθηκες τοὺς τρεῖς παῖδες καὶ ἀπέστειλες τὸν ἄγγελό σου καὶ τοὺςλύτρωσες ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς  φωτιᾶς, ἔτσι νὰ σώσεις κι ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ ἀπὸ τὴ δόλια πλάνη τοῦ διαβόλου». Ἀφοῦ λοιπὸν προσευχήθηκε μὲ αὐτὰ τὰ λόγια, ἀμέσως ἕνα περιστέρι ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς χώρισε τὴ φωτιά, ἔτσι ποὺ νὰ γίνει σὰν ἕνα εἶδος καμάρας ἀπὸ πάνω του, καὶ ἡ φωτιὰ δὲν τὸν ἄγγιζε. 

20. Μετὰ ἀπὸ πέντε μέρες, ἔδωσε διαταγὴ ὁ ἡγεμόνας νὰ ἀνοίξουν τὸ καμίνι, γιὰ νὰ βγάλουν ἔξω τὰ ὀστά του. Ὅταν πλησίασαν οἱ στρατιῶτες, τὸν ἄκουσαν νὰ προσεύχεται μέσα στὸ καμίνι καί, μένοντας κατάπληκτοι, ἔφυγαν καὶ ἀνάγγειλαν τὰ σχετικὰ στὸν ἡγεμόνα λέγοντας: «Ἀφέντη ἡγεμόνα, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μάγος, ἀλλὰ ὁ Θεός του εἶναι μεγάλος καὶ τὸν βοηθᾶ, μέχρι ποὺ καὶ ἀπὸ τὸ πυρωμένο καμίνι τὸν ἔσωσε». Ὁ ἡγεμόνας ἐκπλάγηκε λέγοντας: «Οἱ μαγεῖες του ἐνεργοῦν καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὸν ἄγγιξε ἡ φωτιά. Πηγαίνετε λοιπὸν καὶ βγάλτε τον ἀπὸ τὸ καμίνι καὶ ὁδηγεῖστε τον ἐνώπιόν μου». Οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ πῆγαν καὶ ἄνοιξαν τὸ καμίνι, εἶδαν μιὰ στρατιὰ ἀγγέλων νὰ τοῦ παραστέκεται μέσα σὲ μεγάλη φωτοχυσία, ἐνῶ ὁ Μάμας στεκόταν ἀνάμεσά τους δοξολογώντας τὸν Θεό. Οἱ στρατιῶτες τοῦ εἶπαν κραυγάζοντας: «Ἔλα ἔξω, Μάμα, σὲ καλεῖ ὁ ἡγεμόνας». Ὅταν ὁ Μάμας βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸ καμίνι, οἱ ἄγγελοι ἀποχώρησαν. 

21. Ἀφοῦ τὸν παρουσίασαν στὸν ἡγεμόνα, τοῦ εἶπε ὁ ἡγεμόνας: «Τί γίνεται, Μάμα; Πῶς μάγεψες ἀκόμα καὶ τὴ φωτιά;» Ὁ Μάμας στεκόταν σιωπηλὸς χωρὶς καθόλου ν’ ἀποκρίνεται. Καὶ ὁ ἡγεμόνας τοῦ εἶπε πάλι: «Ὁμολόγησε τί ἔκανες ἐκεῖ στὸ βουνὸ καὶ δὲν θὰ σὲ θανατώσω». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἂν εἶναι αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ μάθεις, ἡγεμόνα, θὰ σοῦ πῶ ὅτι μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ μου μοῦ δόθηκε ἡ δυνατότητα καὶ ἔκανα πολλὰ θαυμαστά, καὶ μὲ τὴν προσταγὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μαζεύονταν τὰ ἄγρια ζῶα καὶ δόξαζαν μὲ τὴ δική τους φωνὴ μαζί μου τὸν Θεό. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανα». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Πές μου εἰλικρινά, μὲ ποιόν τρόπο μάγεψες τὰ ἄγρια ζῶα». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἐγὼ δὲν εἶμαι μάγος, ἀλλὰ χριστιανός». Ὁ ἡγεμόνας Ἀλέξανδρος εἶπε: «Ἔχω ἐδῶ μεγάλα θηρία καί, ἂν δὲν συγκατανεύσεις νὰ θυσιάσεις στοὺς θεούς, θὰ σὲ δώσω σ’ αὐτὰ νὰ σὲ φᾶνε». Ὁ Μάμας εἶπε: «Αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ κάνεις, κάνε το». 

22. Ὁ ἡγεμόνας εἶπε στοὺς ἀξιωματικοὺς ποὺ ἦταν ὑπεύθυνοι γιὰ τὰ σχετικά μὲ τὸ κυνήγι: «Φροντίστε νὰ μοῦ φέρετε κάθε εἴδους ζῶα, γιὰ νὰ παλέψει μαζί τους ὁ Μάμας». Ἐκεῖνοι ἔκαναν ἀμέσως αὐτὸ ποὺ τοὺς πρόσταξε. Ὅταν λοιπὸν βάλανε τὸν Μάμα στὸ στάδιο, ἐξαπολύουν ἐναντίον του μιὰ τρομερότατη ἀρκούδα, ἡ ὁποία, ἀφοῦ βγῆκε τρέχοντας καὶ πλησίασε τὸν μάρτυρα, τὸν προσκύνησε. Καὶ ἐπειδὴ δὲν τὸν ἄγγιξε ἡ ἀρκούδα, πρόσταξε νὰ ἀμολήσουν μιὰ λεοπάρδαλη, ἡ ὁποία, ἀφοῦ ἔτρεξε, πήδησε στὸν λαιμό του καὶ ἄρχισε νὰ γλείφει τὸν ἱδρώτα του μὲ τὴ γλώσσα της. Ὅταν εἶδε ὁ ἡγεμόνας ὅτι κανένα ἀπὸ τὰ θηρία δὲν τὸν ἄγγιξε, πρόσταξε νὰ τὸν ρίξουν στὴ φυλακὴ καὶ νὰ πᾶνε νὰ αἰχμαλωτίσουν ἕνα ἄγριο λιοντάρι, στὸ ὁποῖο νὰ μὴ δώσουν τροφὴ γιὰ ἑφτὰ μέρες. Ὅταν συνέλαβαν τὸ λιοντάρι, πρόσταξε ὁ ἡγεμόνας νὰ φέρουν τὸν Μάμα στὸ στάδιο καὶ νὰ ἀμολήσουν κατεπάνω του τὸ λιοντάρι. Ὅμως, τὸ λιοντάρι, ἀφοῦ βγῆκε στὸ στάδιο, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ μὲ ἀνθρώπινη φωνὴ λέει: «Ὦ ἀνθρώπινη φύση, τὴν ὁποία σκεπάζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, νὰ ποὺ γιὰ χάρη σου μὲ κάνουν οἱ ἄγγελοι νὰ μιλῶ μὲ ἀνθρώπινη φωνή. Ἐσὺ εἶσαι ὁ ποιμένας, ποὺ μὲ ποίμανες στὸ βουνὸ καὶ γιὰ σένα ἔχω ἔρθει ἐδῶ». Ὅταν τὸ λιοντάρι εἶπε αὐτά, κλείστηκαν ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους οἱ πύλες τοῦ σταδίου καὶ τὸ λιοντάρι, ἀφοῦ ἀνέβηκε στὶς κερκίδες, κατασπάραξε μεγάλο πλῆθος ἀπὸ Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες. Σώθηκε μόνο ὁ ἡγεμόνας μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες του. Καὶ αὐτὸ ἔγινε μὲ παράκληση τοῦ Μάμα· γιατὶ εἶχε πεῖ στὸ λιοντάρι νὰ τοῦ χαρίσει τὴ ζωή, κρατώντας τον γιὰ τὴ θεία καὶ οὐράνια κρίση, ἔτσι ὥστε νὰ ὑποστεῖ ἄξια τιμωρία γιὰ περισσότερες ἀδικίες. Καὶ ἀπὸ κείνους ποὺ κατασπαράχθηκαν, γέμισε ὁ τόπος αἵματα. 

23. Ὅμως,οὔτε καὶ ἔτσι δὲν φοβήθηκε ὁ παράνομος ἡγεμόνας, ἀλλὰ φεύγοντας γιὰ τὸ διοικητήριο καὶ ἀφοῦ κάλεσε ἐκεῖ τὸν Μάμα, τοῦ εἶπε: «Ἀρνήσου τὸν Θεό σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἱερόσυλε καὶ ὑποκριτή, κοινωνὲ τῶν δαιμόνων, δὲν θὰ βάλεις σὲ πειρασμὸ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ Μάμα· διότι δὲν ἀρνοῦμαι τὸν Θεό μου. Θὰ ἔρθει μεγάλη φλόγα καὶ ξίφος τιμωρίας ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ θὰ σὲ θανατώσει, ὅπως καὶ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀρνοῦνται τὸν Θεό. Ἀνταπόδωσέ τους, Κύριε, γρήγορα, ἐπειδὴ δὲν σὲ ἀναγνωρίζουν ὡς τὸν ζωντανὸ Θεό, ἀλλὰ λατρεύουν τὰ κουφὰ εἴδωλα, τὶς πέτρες καὶ τὰ ξύλα ποὺ σκαλίστηκαν ἀπὸ ἀνθρώπους». Ὁ ἡγεμόνας, ἔχοντας ἀναστατωθεῖ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια, εἶπε: «Ἔχω ἕνα φοβερὸ λιοντάρι καὶ μ’ αὐτὸ θὰ σὲ θανατώσω». Ὁ Μάμας εἶπε: «Αὐτὸ ποὺ θὲς νὰ κάνεις, κάνε το, μόνο βιάσου». Καὶ τὴν ἴδια στιγμή, πρόσταξε νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ στάδιο. Ὁ Μάμας εἶπε στὸν ἡγεμόνα: «Τύραννε καὶ μισάνθρωπε κι ἐχθρὲ τῆς ἀλήθειας, ἐκτέλεσε γρήγορα τὴ διαταγὴ τοῦ πατέρα σου τοῦ λεγόμενου σατανᾶ». Καὶ πρόσταξε ὁ ἡγεμόνας νὰ ἀμολήσουν κατεπάνω του τὸ λιοντάρι. Ὁ Μάμας, ὄρθιος μέσα στὸ στάδιο, στρέφοντας τὸ βλέμμα πρὸς τὸν οὐρανό, δόξαζε τὸν Θεό. Τὸ λιοντάρι, βγαίνοντας μὲ μεγάλο βρυχηθμό, ἦρθε καὶ ξάπλωσε στὰ πόδια τοῦ μάρτυρα καὶ μὲ τὴν οὐρά του ὑποκλινόταν ἱκετευτικὰ μπροστά του. Ὅταν εἴδαν αὐτὸ τὸ πράγμα τὰ πλήθη, οὐρλιάζοντας ἀποδοκίμαζαν μὲ σφυρίγματα καὶ ἔλεγαν: «Βγάλε ἀπὸ τὴ μέση τὸν μάγο, ἡγεμόνα, ποὺ δὲν ὑπακούει στοὺς θεούς». Καὶ ἔριχναν πέτρες κατεπάνω του· ὅμως οἱ πέτρες δὲν τὸν ἄγγιζαν καὶ ἔπεφταν κυκλικὰ γύρω του στὸ χῶμα. 

24. Ὁ ἡγεμόνας, πεισματώνοντας, πρόσταξε νὰ φέρουν ἱππεῖς στρατιῶτες καί, ἀφοῦ τὸν ὁδηγήσουν στὸν διάδρομο τῶν ἱππικῶν ἀγώνων, νὰ τὸν χτυπήσει ἕνας μονομάχος μὲ τρίαινα. Ὅταν ἔγιναν αὐτά, ὅλα τὰ πλήθη ἐκπλήττονταν μὲ τὴν ὑπομονή του. Ἀφοῦ ἔγινε μεγάλη ἡσυχία, ἀκούστηκε φωνή ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ λέγει: «Ἔλα λοιπόν, Μάμα, ἀνέβα στὸν οὐρανὸ καὶ ὁ Πατέρας χαίρεται γιὰ τὰ μαρτύριά σου καὶ ὁ Υἱὸς ποὺ σὲ στεφάνωσε καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ σὲ καθοδηγοῦσε». Καὶ ἐνῶ τὰ αἵματά του ἔτρεχαν σὰν κρουνοί, βγῆκε ἔτσι ἀπὸ τὸ στάδιο κρατώντας τὰ ἐντόσθιά του. Καὶ ἀφοῦ ἀπομακρύνθηκε μέχρι δύο στάδια ἀπὸ τὴν πόλη, βρῆκε μιὰ πέτρα ὅπου κάθισε καὶ ξεκουράστηκε. Καὶ ἀφοῦ ἔστρεψε τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό, εἶπε: «Κύριε, μὴν ἀνταποδώσεις σ’ αὐτοὺς γιὰ ὅσα μοῦ ἔκαναν, ἀλλὰ ἀνάπαυσέ μου τὴν ψυχὴ εἰρηνικὰ καὶ χάρισέ μου μερίδιο καὶ μοίρα μαζί μὲ τοὺς ἁγίους σου μάρτυρες». Καί, ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ καὶ εὐχαρίστησε τὸν Θεό, παράδωσε τὸ πνεῦμα του. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ποὺ εἶχαν πορευτεῖ μαζί του ὣς ἐκεῖ, ἄνθρωποι εὐλαβεῖς, ἀφοῦ πῆραν τὸ πανάγιό του λείψανο, τέλεσαν τὴν κηδεία του μὲ μεγαλοπρέπεια, καὶ τὸν ἔθαψαν σὲ γνωστὸ τόπο.

Μαρτύριο Αγίου Μάμα. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

25. Μαρτύρησε ὁ ἅγιος Μάμας στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας πρὶν ἀπὸ δεκατρεῖς καλένδες τοῦ Σεπτεμβρίου (δηλ. κατὰ τὴν δεκάτη ἐνάτητοῦ Αὐγούστου), ἐπὶ αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ, ἐνῶ ἡγεμόνας τῆς Καππαδοκίας ἦταν ὁ Ἀλέξανδρος, καὶ γιὰ μᾶς ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Μετάφραση: Γιῶργος Κυθραιότης.
Πηγή: Βιβλίο «Ἅγιος Μάμας, ὁ πολιοῦχος τῆς Μητροπόλεως Μόρφου» (ἐκδόσεις «Θεομόρφου»)

Ιερές Αγρυπνίες στην Ιερά Μητρόπολη Μόρφου (Σεπτέμβριος 2025)

    • Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου, 8:30 μ.μ. – Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτου παρά τον Άγιο Επιφάνιο Σολέας: Ησυχαστική Αγρυπνία (Αγίου Κουρνούτα του εν Αγροκηπία).
    • Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου, 8:00 μ.μ. – Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου παρά την Ορούντα, Ναός Αγίου Φιλουμένου: Αγρυπνία επί τη μνήμη της Αγίας Ισαποστόλου Θέκλας και του Οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου.
    • Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου, 7:30 μ.μ. – Ιερός Ναός Αγίων Νικηφόρου του Λεπρού και Ευμενίου του Νέου στην Περιστερώνα: Πανηγυρική Αγρυπνία επί τη μνήμη της Μεταστάσεως του Αγίου Ενδόξου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου.
    • Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου, 8:30 μ.μ. – Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτου παρά τον Άγιο Επιφάνιο Σολέας: Ησυχαστική Αγρυπνία (Αγίου Ιερομάρτυρος Γρηγορίου Επισκόπου της Μεγάλης Αρμενίας).
    • Ιερό Ησυχαστήριο Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ παρά την Σκουριώτισσα: Η Θεία Λειτουργία τελείται καθημερινά (Κυριακή βράδυ με Πέμπτη βράδυ) στις 12:00 τα μεσάνυχτα. Σημείωση: Το βράδυ της Παρασκευής και το βράδυ του Σαββάτου ΔΕΝ τελείται αγρυπνία αφού η Θεία Λειτουργία τελείται το πρωΐ του Σαββάτου και της Κυριακής αντίστοιχα.

*Η Ησυχαστική αγρυπνία τελείται ως εξής:

      • 8:30 μ.μ. – 9:00 μ.μ.: Μικρό Απόδειπνο – Χαιρετισμοί.
      • 9:00 μ.μ. – 11:00 μ.μ.: Μόνος ο καθένας προσεύχεται σιωπηλά και νοερά με την ευχή Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με και το Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς.
      • 11:00 μ.μ. – ~12:00 π.μ. (μεσάνυχτα): Διαβαστός όρθρος της ακολουθίας της ημέρας, ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως και Δοξολογία. Κατα την διάρκεια αυτή οι ιερείς θα μνημονεύουν στην Αγία Πρόθεση ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων Ορθοδόξων αδελφών μας.
      • ~12:00 π.μ. (μεσάνυχτα): «Ευλογημένη η Βασιλεία…». Έναρξη Θείας Λειτουργίας.

Αναγραφή δύο Αγιορειτών Πατέρων στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας (Ιερομόναχος Πετρώνιος Προδρομίτης και Όσιος Διονύσιος της Κολιτσού)

Στην αναγραφή δύο Αγιορειτών Πατέρων στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας προέβη το Πατριαρχείο. Πρόκειται για τους Γέροντες Διονύσιο Βατοπαιδινό, του Ιερού Κελλίου Αγίου Γεωργίου Κολιτσούς και του Ιερομονάχου Πετρωνίου, Δικαίου της Ιεράς Σκήτης Τιμίου Προδόμου, της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας.

Η μνήμη του Οσίου Διονυσίου Βατοπαιδινού ορίστηκε να τιμάται στις 11 Μαΐου εκάστου έτους και του Οσίου Πετρωνίου στις 24 Φεβρουαρίου εκάστου έτους.

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΙΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΚΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΑΓ. ΟΡΟΥΣ (1916-2011)

Ο Γέροντας Πετρώνιος Προδρομίτης ήταν προσηλωμένος στις παραδόσεις και τα δόγματα της Εκκλησίας μας. Κατεδίκαζε απερίφραστα τον Οικουμενισμό και κάθε απόκλιση από την αγία μας Πίστη.

Άκουσα από τον π. Δανιήλ: «Όταν γινόταν λόγος για την Ορθόδοξη Πίστη, και μάλιστα όταν διαλεγόταν με κάποιο αιρετικό, ήταν πολύ προσεκτικός και δεν πρόδιδε τίποτε από τα Ιερά και Όσια της Ορθοδοξίας μας. Γνώριζε πολύ καλά τους Κανόνες της Εκκλησίας και τους λόγους των Αγίων Πατέρων και τους τηρούσε με ακρίβεια και διάκριση.

»Όταν μάθαινε ότι παραβιάζονται οι ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας, ελυπείτο πολύ και καταδίκαζε με τον λόγο του τις παρεκτροπές αυτές. Όταν όμως τον παρακαλούσαν κάποιοι να γράψει κάτι γι’ αυτές, απαντούσε ότι αυτό είναι έργο της Ιεράς Συνόδου. Είχε βαθειά πίστη ότι το Άγιο Πνεύμα θα μείνει στην Εκκλησία του Χριστού μέχρι το τέλος του κόσμου και θα εργάζεται δια των Ιερών Συνόδων και ότι δεν θα αφήσει την Εκκλησία να την εξουσιάσει ο άρχοντας του κόσμου τούτου».

Την ακλινή προσήλωσή του στην Αγία μας Ορθόδοξη Πίστη μαρτυρούσε και η αγία ζωή του.

Κάποιος λαϊκός θεολόγος, πνευματικό τέκνο του Γέροντα, μου είπε:

«Μέγα χάρισμα του Γέροντα ήταν η ανεξικακία του. Κάποτε ένας αδελφός από τους παλαιοτέρους, σε έκρηξη θυμού, σήκωσε το χέρι του και ράπισε τον Γέροντα. Εκείνος, όχι μόνο σιώπησε, αλλά και τον συγχώρησε από καρδίας και ποτέ δεν τον κακολόγησε.

»Ένας άλλος αδελφός τον ύβρισε ενώπιον και άλλων αδελφών. Αυτοί θέλησαν να εκδιώξουν τον υβριστή από την Σκήτη. Όμως ο Γέροντας τους είπε: “Μη διώξετε τον αδελφό μας. Τι θα γίνει με την ψυχή του; Εγώ είμαι υπεύθυνος και τι απολογία θα δώσω γι’ αυτόν στον Δικαιοκρίτη Θεό, την ημέρα της Κρίσεως;” Μάλιστα πήγε ο ίδιος ο Γέροντας και του ζήτησε συγνώμη, διότι φοβήθηκε μήπως είχε φταίξει απέναντί του σε κάτι και είχε ευθύνη ενώπιον του Θεού.

»Άλλη φορά μερικοί αδελφοί της Σκήτης, υποκινούμενοι από τον πειρασμό, πήγαν και κατήγγειλαν τον Γέροντα στην κυρίαρχη Μονή, προκειμένου να τον κατεβάσουν από το αξίωμά του. Όταν το έμαθε αυτό ο Γέροντας, τους παρακάλεσε να κάνουν επί μία εβδομάδα προσευχή με νηστεία, και θα γίνει το θέλημα του Θεού. Πράγματι, απεσοβήθη κάθε αντίθετη ενέργεια και επικράτησε η ειρήνη και η αγάπη μεταξύ όλων των αδελφών, χάρις στην προσευχή και την ανεκτικότητα του Γέροντα. Οι αδελφοί που τον κατήγγειλαν, του ζήτησαν συγνώμη. Του έβαλαν μετάνοια και του ασπάσθηκαν το χέρι.

«Συχνά εγκωμίαζε τους παλαιοτέρους ησυχαστές του Όρους και τόνιζε την απλότητα στην περιβολή, στο βάδισμα, στην ψαλμωδία και στη συμπεριφορά. Αγωνιζόταν χωρίς την παραμικρή συγκατάβαση για την πιστή εφαρμογή του τυπικού της Σκήτης και των πνευματικών του καθηκόντων».

Υπάρχει τυπικό στην Ρουμανική Σκήτη οι εφημέριοι ιερείς, που διακονούν ο καθένας ανά μία εβδομάδα, να εξομολογούνται τα βράδυα, για να λειτουργήσουν την άλλη ημέρα. Αυτό έκανε από το βράδυ και ο Γέροντας, όταν την επομένη επρόκειτο να λειτουργήσει.

Όταν οι εφημέριοι περνούσαν θυμιάζοντας τους Αγίους και τους μοναχούς, αυτός δεν ήθελε να τον θυμιάζουν πολλές φορές, όπως είναι η τάξη. Μάλιστα γύριζε το κεφάλι του αλλού. Σαν ηγούμενος της Σκήτης, που είναι κοινοβιακή, ποτέ δεν κάθησε στο ηγουμενικό στασίδι. Πάντοτε καθόταν απέναντι, στα άλλα στασίδια του χορού, και μάλιστα στο τρίτο κατά σειρά από την απέναντι αρχή, όπου παλαιότερα καθόταν ο πρωτοψάλτης του Αγίου Όρους Νεκτάριος . Ποτέ δεν κράτησε το ηγουμενικό του μπαστούνι, ούτε και στις μεγάλες εορτές και πανηγύρεις.

Μισούσε τη δόξα και την τιμή. Ενώ από τη Ρουμανία ήταν αρχιμανδρίτης, ποτέ δεν φόρεσε επιστήθιο σταυρό. Δεν έβαλε ποτέ μανδύα σε αγρυπνία ή σε πανήγυρη. Δεν έδινε να του ασπασθούν το χέρι, αλλά ευχόταν: “Να έχεις την ευλογία του Θεού”. Δεν δεχόταν υποδοχές, ούτε περίμενε να του ανοίξουν τις πόρτες να περάσει πρώτος. Δεν δεχόταν να του βάζουν μετάνοιες. Δίδασκε την αγία ταπείνωση με τα έργα του και όχι με τα λόγια του.

Δεν δεχόταν εύκολα να τον βοηθήσει κάποιος σε κάτι. Με πολλή δυσκολία δέχθηκε κάποιον να τον βοηθήσει στην ασθένειά του, αυτόν μόνο και κανένα άλλον.

Ήταν πολύ ευγενικός. Προσφωνούσε πάντοτε τους αδελφούς στον πληθυντικό. Έλεγε: “Οσιώτατε” και όχι “πάτερ”.

Κάποιοι που τον γνώρισαν, τον αγάπησαν και τον εκτίμησαν πολύ. Συχνά τον προσκαλούσαν:

«Γέροντα, πότε θα έλθετε και σ’ εμάς;».

 «Πότε θα έλθω, είπατε; ».

«Ναι, Γέροντα, να σας φιλοξενήσουμε, να μας διδάξετε».

«Ποτέ», απαντούσε μονολεκτικά.

Ο 86χρονος, φημισμένος και εμπειρότατος Πνευματικός της Ρουμανικής Σκήτης, π. Ιουλιανός, μου είπε τα εξής: «Ήταν ταπεινός. Εφάρμοζε τον λόγο του Χριστού που λέει: “Ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν”. Εγώ τον εξομολογούσα από τότε που ήλθε στη Σκήτη μας. Δεν είδα άνθρωπο να κλαίει τόσο πολύ, λίγες ημέρες πριν τον θάνατό του. Εκείνη την ημέρα ήταν γονατιστός μπροστά μου και μου έλεγε: “Πώς θα πάω στην άλλη ζωή; Θα ερωτηθώ για ολόκληρη την ζωή μου. Πώς θα φθάσω στην αιωνιότητα;” Κι αμέσως έπεσε κάτω και έκλαιγε με αναφιλητά. Εγώ τον περίμενα αρκετή ώρα να σταματήσει και να σηκωθεί…».

Ο γέροντας Ιουλιανός Προδρομίτης με τον γέροντα Πετρώνιο

Όταν ήταν νέος στην Ρουμανία, είχε αρρωστήσει σοβαρά και από τα ισχυρά φάρμακα έχασε την ακοή του. Έκτοτε έφερε συσκευή ακουστικών. Επειδή δεν άκουγε καλά, δεν εξομολογούσε τους πατέρες της Σκήτης. Όμως έκανε έτσι μάλλον από ταπείνωση, προφασιζόμενος τη βαρυκοΐα του.

Συμμετείχε παρά την ηλικία του και στις χειρωνακτικές εργασίες. Ανέβαινε στο τρακτέρ και πήγαινε μαζί με τους άλλους αδελφούς στο δάσος για ξύλα. Καθημερινά έσκαβε και σκάλιζε τα κηπουρικά και πότιζε τα λουλούδια.

Ήταν πάμπτωχος. Στο κελλί του είχε ελάχιστα βιβλία. Έπαιρνε δανεικά από την βιβλιοθήκη της Σκήτης, τα διάβαζε και τα επέστρεφε. Σ’ όλη του την ζωή είχε ένα ράσο καλό κι ένα κουκούλι. Έπλενε τα ρούχα του μόνος του στην λεκάνη μέχρι τα βαθειά του γεράματα. Ενίοτε οι πατέρες του έπαιρναν κρυφά τα ρούχα του και τα έπλεναν.

Αγαπούσε πολύ τον Γέροντά μας, π. Γεώργιο, και την Ιερά Μονή μας, του Οσίου Γρηγορίου. Όταν ερχόταν, συμβουλευόταν τον Γέροντά μας για διάφορα θέματα. Ζητούσε οδηγίες πρακτικές, που εφάρμοζε και στο δικό του κοινόβιο.

Μετά την πτώση του κομμουνιστικού Καθεστώτος –το 1989– η Εκκλησία στην Ρουμανία ήταν τελείως αποδιοργανωμένη. Τότε τον κάλεσαν να αναλάβει την Πατριαρχία στην Εκκλησία της Χώρας του, αλλά αρνήθηκε, προφασιζόμενος ότι είναι κουφός και με βλαμμένους τους οφθαλμούς του.

Διάβαζε πολλά βιβλία, και ιδιαίτερα τα θεολογικά. Θαύμαζε τους παλαιούς συγγραφείς. Ιδιαίτερα μελετούσε το αιγυπτιακό Γεροντικό, την Βίβλο των αγίων Ιωάννου και Βαρσανουφίου, τα Ασκητικά του αγίου Ισαάκ του Σύρου και τα έργα του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού. Όμως διάβαζε με προσοχή και τις θεολογικές εργασίες των νέων θεολόγων, όπως και πολλά Χριστιανικά Περιοδικά. Έμοιαζε με μία μέλισσα, η οποία συγκέντρωνε από παντού ό,τι καλύτερο και ωφέλιμο για τη σωτηρία. Ήθελε να ενημερώνεται για όλα τα θέματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τις σχέσεις της με τις λεγόμενες «εκκλησίες» της Δύσεως.

Αγαπούσε όλους τους ανθρώπους με την ίδια πάντα αγάπη. Ιδιαίτερα αγαπούσε τους ετεροδόξους Χριστιανούς. Ποτέ δεν λύπησε ή πρόσβαλε άνθρωπο. Αγαπούσε επίσης και τα λουλούδια του δάσους. Όπου τα έβρισκε μέσα στο δάσος, τα έφερνε και τα μεταφύτευε στον κήπο της αυλής της Σκήτης, ακριβώς έξω από την ανατολική πτέρυγα, όπου και έμενε. Σε κάθε λουλούδι και σε κάθε άνθρωπο έβλεπε το χέρι και την πρόνοια του Θεού. Είχε μεγάλη διάκριση και ευγένεια ψυχής. Ποτέ δεν έκοψε ένα λουλούδι για να το βάλει σε ανθοδοχείο στο κελλί του. Θεολογούσε βλέποντας τα πολύχρωμα λουλούδια του.

Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης

Από το περιοδικό “Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ”, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 38 (2013), άρθρο: «ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΙΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΚΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΑΓ. ΟΡΟΥΣ (1916-2011)», σελ. 92 (απόσπασμα).

Όσιος Διονύσιος της Κολιτσού: o τυφλός Γέροντας

Ήρθαμε το 1926. Ήμασταν μια παρέα από τέσσερις νέους. Ο ένας ήταν διάκος από τη Σκήτη Μάγκουρα της Μολδαβίας, (Ρουμανία), από όπου ξεκινήσαμε. Οι άλλοι δύο ήταν αδέλφια. Εγώ ήμουν ο πιο μικρός, στην ηλικία των 17 ετών. Και ήρθαμε στο Άγιον Όρος. Μόλις πατήσαμε το πόδι μας εδώ, νιώσαμε σαν να πατήσαμε στον Παράδεισο. Ησυχία· όλοι οι πατέρες καλοί· όλοι έδειχναν αγάπη. Εκείνα τα χρόνια ήταν εδώ πολλοί Ρουμάνοι. Και υπήρχαν καλύβες και κελλιά ρουμάνικα. Εμείς θέλαμε να μας πάρουν συνοδεία σε κάποιο κελλί. Αλλά οι περισσότεροι είχαν συνοδεία και ήταν δύσκολο. Για να βγάλεις ένα κομμάτι ψωμί έπρεπε να δουλέψεις σκληρά. Μας έλεγαν ότι είμαστε καλοί και νέοι –γιατί και εμείς γνωρίζαμε μερικά πράγματα για τη μοναχική ζωή από τη Σκήτη στη Ρουμανία– «αλλά, δυστυχώς», όπως μας έλεγαν, «έχουμε συνοδεία».

O Όσιος γέροντας Διονύσιος (πρώτος από αριστερά) στην Κωνστάντσα,λίγο πριν την αναχώρησή του για το Άγιον Όρος

-Γέροντα Διονύσιε, πώς ήταν τα πρώτα χρόνια σας στο Άγιον Όρος; Πού εγκατασταθήκατε όταν φτάσατε και ποιες οι μνήμες σας από την εποχή εκείνη η οποία θα πρέπει να ήταν αρκετά δύσκολη για εσάς.

-Πρώτα πήγαμε σε μία καλύβη στη Μονή Παντοκράτορος που ήταν Ρώσικη. Πέθαναν οι πατέρες κι έμεινε η καλύβη στη Μονή. Είχε μία πολύ όμορφη εκκλησία, αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Αγοράσαμε την καλύβη από κάποιους πατέρες που ήταν εκεί και καθίσαμε πέντε χρόνια. Αλλά, καθώς εμείς είχαμε έρθει από τη Σκήτη στη Ρουμανία, δεν είχαμε δικά μας χρήματα. Με πολλές δυσκολίες είχαμε οικονομήσει τα ναύλα για το ταξίδι με το βαπόρι. Και εκείνη η καλύβη για να την αγοράσει κανείς στοίχιζε τότε δέκα χιλιάδες δραχμές. Ποιός θα μας έδινε δέκα χιλιάδες δραχμές; Κανείς δεν μας έδινε τόσα χρήματα. Υπήρχε ένας έμπορος Ρουμάνος. Είχε δουλέψει στα Ιεροσόλυμα, κι από εδώ κι από εκεί είχε μαζέψει κάποια χρήματα και είχε ένα μαγαζί στις Καρυές. Λεγόταν Μιχαήλ. Εμείς τον παρακαλέσαμε να μας δώσει τις δέκα χιλιάδες δραχμές. Μας ρώτησε:

 «Ποιός είναι ο εξομολόγος σας;».

Του λέμε: «Ο πατήρ Αντύπας».

Και απαντά: « Αν εγγυάται αυτός για εσάς, τότε σας δίνω τα χρήματα· αλλιώς δε σας δίνω».

Και δεν μας έδινε μέχρι να σιγουρευτεί κι εμείς περιμέναμε το γέρο-Αντύπα. Τελικά, αυτός τον παρακάλεσε και μας έδωσε ο έμπορος τα χρήματα. Δέκα χιλιάδες δραχμές ήταν τότε πολλά χρήματα. Πώς θα εξοφλούσαμε; Είμασταν πέντε πατέρες εκεί στο κελλί. Δύο πήγαμε στη Μονή Ιβήρων να δουλέψουμε ως εργάτες. Δεν είμασταν βέβαια μόνο εμείς. Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν πολλοί πρόσφυγες που είχαν έρθει από τη Μικρά Ασία, και ήταν πολύς κόσμος. Πήγαμε στον προϊστάμενο της Μονής και μας είπε·

«Καλά, καθήστε». Μέχρι τότε πλήρωναν 18 δραχμές την ημέρα. Αλλά εκείνη την ημέρα που πήγαμε εμείς αποφάσισε το Μοναστήρι να πληρώνει τους εργάτες 20 δραχμές την ημέρα. 20 δραχμές και το φαγητό και έπρεπε να δουλέψεις σκληρά. Μόλις έβγαινε ο ήλιος έπρεπε να είσαι κοντά στην πύλη της Μονής και ο οικονόμος να σου δώσει τη δουλειά που έπρεπε να κάνεις. Και δούλευες όλη τη ημέρα. Δεν υπήρχαν «οκτώ ώρες» για την εργασία εκείνα τα χρόνια.

-Δηλαδή, από το πρωί μέχρι να δύσει ο ήλιος;

-Ναί, μέχρι να δύσει ο ήλιος. Αλλά όταν ο οικονόμος ήταν καλός, μας άφηνε λίγο πιο νωρίς να πάμε στην καλύβη που μέναμε. Και το φαγητό ήταν φασόλια. Το πρωί φασόλια, το βράδυ φασόλια. Μας έδιναν και σαρδέλες παστές και μισή οκά κρασί. Αυτά ήταν όλα τα καλά. Και δεν ήταν για μία ημέρα. Μπορεί να περνούσαμε έτσι όλο το μήνα, όλο το χρόνο. Αλλά είμασταν νέοι. Δουλέψαμε για να βγάλουμε τα χρέη. Και τί έπαιρνες εκείνα τα χρόνια με 20 δραχμές; Το ψωμί κόστιζε 8 δραχμές. Δούλευες όλη την ημέρα κι έπαιρνες δύο ψωμιά και μισό. Αλλά είμασταν νέοι και έτσι εργαζόμασταν σκληρά, ώστε να βγαίνει ο απαραίτητος μισθός σιγά -σιγά, εδώ στο Άγιον Όρος. Σε τρία χρόνια εξοφλήσαμε το χρέος. Όμως σου έδινε το Μοναστήρι 20 δραχμές, αλλά έπρεπε κι αυτοί που ήταν στο σπίτι να φάνε. Δουλεύαμε οι δύο, αλλά όμως αυτά πέρασαν.

Και στη συνέχεια ήρθατε απ’ ευθείας εδώ στην Κολιτσού στο κελλί του Αγίου Γεωργίου; Ποιά ήταν η πορεία σας, πώς βρεθήκατε εδώ;

Από εκεί βρήκαμε κάποιον άλλο, πολύ καλό άγιο Γέροντα, και μας είπε:

 «Μήν παιδεύεστε εδώ πέρα». Αυτός είχε μία άλλη καλύβη τον «Άγιο Τύχωνα», πιο ψηλά, στις Καρυές. Πήγαμε και καθήσαμε εκεί άλλα πέντε χρόνια. Και το 1937 κατεβήκαμε στην Κολιτσού. Το κελλί εδώ του Αγίου Γεωργίου είχε τότε μόνο την εκκλησία. Αυτό το σπίτι δεν υπήρχε. Η εκκλησία ήταν χωριστά. Κι εκεί που είναι τώρα το μαγειρείο εκεί μαγείρευαν και οι παλιοί κι ήταν και σαν τράπεζα. Εδώ που είναι το σπίτι ήταν βουνό. Εμείς είμασταν έξι – επτά νέοι. Καθώς, λοιπόν, είμασταν νέοι εργασθήκαμε με ζήλο, ισιώσαμε το μέρος. Πρώτα κάναμε αυτά τα πεζούλια που είναι εδώ. Και σιγά-σιγά κάναμε το σπίτι. Αλλά δύσκολα, πολύ δύσκολα.

-Την εποχή εκείνη συνέπεσε και η γερμανική Κατοχή με πολύ δύσκολα χρόνια για τον τόπο μας, αλλά θα πρέπει να υπήρχε μια βοήθεια και από τη Μονή Βατοπαιδίου.

-Ναί, ναί… Αλλά μας βοήθησε ο Θεός. Οι Βατοπαιδινοί ήταν υποχρεωμένοι να μας βοηθήσουν. Να μας δώσουν δηλαδή ξυλεία, ό,τι μας χρειαζόταν. Αλλά εκείνα τα χρόνια οι πατέρες ήταν πιο αυστηροί, και λέγανε: «Αν μπορείτε να κάνετε σπίτι, κάντε το εσείς , όπως ξέρετε. Το Μοναστήρι δεν μπορεί να σας βοηθήσει». Εμείς ζητήσαμε τουλάχιστον να μπορέσουμε να κόψουμε κάμποσες καστανιές. «Όχι, εσείς δεν ξέρετε· θα κάνετε ζημιά», μας απαντούσαν. Εκείνα τα χρόνια ήταν οι Γερμανοί, και εξαιτίας τους δεν είχαν μαστόρους στο Μοναστήρι. Εμείς δεν είχαμε μαστόρους, και παιδευτήκαμε. Όλη την ξυλεία που χρειαστήκαμε την κουβαλήσαμε από τη Μονή Φιλοθέου και την Καρακάλλου, με τη βάρκα που μας δάνειζε ο γείτονάς μας. Όμως εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν μηχανές, και οι βάρκες ήταν με κουπιά…

-Οι Γερμανοί έφθασαν έως εδώ, έφθασαν στην Κολιτσού; Ή μόνο μέχρι τη μονή Βατοπαιδίου;

-Μόνο στο Βατοπαίδι. Στην Κολιτσού δεν πάτησαν Γερμανοί. Μόνο αντάρτες, όταν ήταν το αντάρτικο. Έ, αλλά όλα αυτά περάσανε πάλι, δόξα τω Θεώ.

-Σήμερα πάντως πρέπει να είναι καλύτεροι οι πνευματικοί δεσμοί με τη Μονή Βατοπαιδίου και με τον Γέροντα Ιωσήφ.

-Α, τί λες; Παράδεισος. Μόλις ήρθαν οι πατέρες εδώ από τη Νέα Σκήτη και έγινε και η κοινοβιοποίηση της Μονής, άλλαξαν όλα τα πράγματα. Και οι άλλοι δεν ήταν κακοί άνθρωποι· ήταν πνευματικοί και αυτοί. Αλλά ήταν πιο αυστηροί. Δεν μας υπολόγιζαν. «Α, ήρθε ο κελλιώτης τάδε», έλεγαν. Δεν μας υπολόγιζαν ότι είμαστε κι εμείς Βατοπαιδινοί. Στην εικόνα που βάζουν μετάνοια οι πατέρες της Μονής, σε εκείνη την εικόνα βάζουμε κι εμείς μετάνοια. Δηλαδή, είμαστε κι εμείς Βατοπαιδινοί. Όλα αυτά που βλέπετε εδώ πέρα είναι βατοπαιδινά. Αν δεν κάνεις υπακοή, πάνε τα ράσα σου εκεί, διότι είναι βατοπαιδινά. Γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε, πώς να πούμε, υπακοή, διότι έτσι μας διατάζει και ο μοναχικός μας βίος.

 Ο μοναχός για να βάλει θεμέλιο πρέπει να κάνει υπακοή και να κόβει το θέλημά του. Κι έτσι, ή λίγο ή πιο πολύ, κάνοντας υπακοή και κόβωντας το θέλημά μας, μας βλέπει ο Θεός και η χάρις Του μας σκεπάζει με ταπεινοφροσύνη. Κι αν έχουμε αυτά τα τρία –δηλ. υπακοή, εκκοπή θελήματος, ταπεινοφροσύνη– μπορούμε εύκολα να πολεμήσουμε με τα ακάθαρτα πνεύματα. Διότι εμείς δεν έχουμε πόλεμο σωματικό, αλλά έχουμε πόλεμο –και όλος ο κόσμος βέβαια, προπαντός εμείς οι μοναχοί– με τα ακάθαρτα πνεύματα. Ο σατανάς είναι πνεύμα, δεν κουράζεται. Και συνέχεια ρίχνει μέσα μας διάφορα, χιλιάδες κακές παθήσεις. Όπως σπέρνει ο άνθρωπος σπόρο, ρίχνει στην καρδιά μας και στο μυαλό μας τις κακίες του. Κι αν εκείνα τα σπόρια του τα δεχόμαστε, τότε φυτρώνουν. Κι αν φυτρώσουν και αρχίσουν να κάνουν ρίζες, αλλοίμονό μας τότε. Δύσκολα κόβονται. Κι αυτό ισχύει για όλες τις παθήσεις.

Βλέπετε και να μην είναι κάποιος κακός, όταν μάθει να καπνίζει και περάσει καιρός, λέει· «δεν μπορώ, δεν κόβεται». Δηλαδή, όλες τις παθήσεις που έχει ο άνθρωπος μέσα του, αν δεν τις κόψει από την αρχή, ύστερα γίνονται σαν τοίχος. Πού; Κόβεται αυτό; Γι’ αυτό πρέπει και ο καλόγερος να έχει εξομολόγο καλό, και να λέει στον πνευματικό πατέρα όλες τις σκέψεις που ρίχνει στο μυαλό του ο πονηρός. Και τότε εύκολα προκόβει στο μοναχικό βίο.

-Γέροντα, η καθημερινή ζωή εδώ στο κελλί σας είναι όπως ήταν και παλιά;

-Ναί. Εμείς, επειδή κάναμε και λίγα χρόνια στη Σκήτη Μάγκουρα στην πατρίδα μας, γνωρίζαμε το τυπικό. Από τότε δεν αλλάξαμε. Την ημέρα κουραζόμασταν πολύ· δουλεύαμε σαν εργάτες. Αλλά τη νύκτα, λέγαμε· «Στην πατρίδα μας κάναμε τον κανόνα μας και την Ακολουθία. Εδώ στο Περιβόλι της Παναγίας να κοιμόμαστε;». Και παρότι δουλεύαμε κατά τη διάρκεια της ημέρας, σηκωνόμασταν τη νύκτα και κάναμε το καθήκον μας. Κρατούμε, όπως το Μοναστήρι, κι εμείς. Για να γίνεις καλόγερος άλλο δρόμο δεν έχει. Αυτό είναι το τυπικό. Να κάνεις τον κανόνα σου και την Ακολουθία. Έτσι έχουμε μία ελπίδα ότι θα μας βοηθήσει η θεία Χάρις να κερδίσουμε το σκοπό μας. Ο σκοπός μας δεν ήταν και δεν είναι τίποτε άλλο παρά να κερδίσουμε τη Βασιλεία των Ουρανών. Κι όσο αν εμείς είμαστε αδύνατοι, η Παναγία που σκεπάζει όλη την οικουμένη με την αγάπη της θα μας βοηθάει και θα μας επισκέπτεται και ποτέ δεν θα απομακρυνθεί από εμάς. Όταν εμείς είμαστε κοντά στην Παναγία, πώς είναι δυνατόν να μας εγκαταλείψει; Θέλει όμως προσπάθεια και αγώνα.

-Και σήμερα πώς είναι η καθημερινή ζωή στο κελλί;

-Τώρα και με τη συνοδεία που μας χάρισε ο Θεός, κρατάμε έτσι όπως από την αρχή, όπως παραλάβαμε από τους Πατέρες μας. 1:30 π.μ. με 2:00 π.μ. τη νύχτα πρέπει να ’χουμε σηκωθεί. Πρώτα στο κελλί κάνουμε τον κανόνα μας. Μετά, στις 3:00 π.μ., έχουμε έναν αδελφό που χτυπάει το σήμαντρο και κατεβαίνουμε στην Εκκλησία. Σάββατο, Κυριακή, εορτές, μας βοήθησε το Μοναστήρι κι έχουμε παπά, έχουμε διάκο, έχουμε κι άλλους πατέρες, πέντε νέοι και τέσσερις γέροι, όλη η συνοδεία. Δόξα τω Θεώ. Καλά, καλά είμαστε.

Είμαστε τυχεροί που οι πατέρες από τη Μονή Βατοπαιδίου μας αγαπάνε πάρα πολύ. Είναι καλοί και σωστοί. Εμείς δεν έχουμε τίποτα. Έχουμε τον Θεό, την Παναγία και το Μοναστήρι. Ό,τι ανάγκη έχουμε, αυτοί είναι οι πνευματικοί μας πατέρες. Και ό,τι έχουμε ανάγκη μας βοηθάνε. Πού να πάμε; Όταν έχουμε μία ανάγκη, πού να τρέξουμε; Στο Μοναστήρι. Πατέρες μας είναι. Και μας βοηθάνε. Να την λέμε την αλήθεια. Ό,τι ανάγκη έχουμε, μας βοηθάνε. Ο Θεός, βέβαια, τα τελευταία χρόνια με δοκιμάζει με τα μάτια μου. Δε βλέπω καθόλου, τυφλώθηκα από το γλαύκωμα. Όσο περνάει ο καιρός γίνομαι και χειρότερα σωματικά. Δόξα τω Θεώ. Δόξα να ’χει ο Κύριος.

-Τώρα που είσθε σε τέτοια ηλικία και τυφλός τα βγάζετε πέρα με τα πνευματικά σας καθήκοντα, τον κανόνα σας;

-Πολύ καλά, μέχρι σήμερα. Δόξα τω Θεώ.

-Γέροντα, κατεβαίνετε στην εκκλησία για τις Ακολουθίες;

-Βέβαια. Μέχρι σήμερα δεν έλειπα.Με δυνάμωσε ο Θεός και μέχρι σήμερα δεν έλειπα από την εκκλησία. Δόξα τω Θεώ.

-Όλα αυτά τα χρόνια εδώ μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι ζήσατε καλές αλλά και δύσκολες στιγμές. Πνευματικός αγώνας, αλλά και αγώνας για την επιβίωση. Πώς βλέπετε την ζωή σας μέχρι σήμερα;

-Πνευματικά περάσαμε καλά, ευχάριστα. Είχαμε παλαιούς Γεροντάδες, πνευματικούς. Και μας συμβούλευαν πάντοτε τον αληθινό δρόμο. Και εμείς, όπως μας έλεγε ο Γέροντας, νομίζαμε ότι ο Κύριος μιλάει με το στόμα του. Υπακούαμε αδιάκριτα και περνάγαμε καλά. Ως προς τα άλλα είχαμε και καλές και κακές στιγμές. Πότε με τους αντάρτες, πότε με τους Γερμανούς· τότε δυστυχούσαμε, δεν είχαμε ψωμί να φάμε. Θυμάμαι, μας έδωσε ένας γέρος δύο λίρες. Κι επειδή δεν είχαμε ψωμί καθόλου, πήγαμε σ’ ένα κελλί Ιβηρίτικο και πήραμε δέκα οκάδες καλαμπόκι με μία λίρα χρυσή. Τόσο δύσκολα ήταν. Έξω πέθανε πολύς κόσμος από πείνα. Έτυχε να περάσω από τη Θεσσαλονίκη επί κατοχής Γερμανών. Και ήταν ένα παιδάκι εκεί που ζητούσε ψωμί. Ο κόσμος έριχνε κοντά του γερμανικά μάρκα, ήθελε να το βοηθήσει. Όμως ψωμί δεν υπήρχε. Μέχρι να το φέρουνε οι βάρκες, πέθανε ο φουκαράς. Πόσο, πόσο λυπήθηκα! Και πέθανε πολύς κόσμος, όπως λένε. Αλλά στο Άγιον Όρος φύλαξε η Παναγία. Μια φορά χορταράκια, άλλη φορά κάτι άλλο, δεν πέθανε κανένας από πείνα. Αλλά, δύσκολα ήταν, πολύ δύσκολα. Αλλά η Παναγία μας βοήθησε και πάλι μας βοηθάει.

-Σε αυτά τα δύσκολα χρόνια που περάσατε αναπολήσατε σε κάποιες στιγμές την πατρίδα σας;

-Βλέπεις, τόσα χρόνια πέρασαν και πολλές φορές τα θυμάμαι· πώς ήρθαμε, πώς κάναμε. Και ευχαριστιόμασταν πάντοτε. Και εκείνες οι ώρες που δυσκολευτήκαμε, που δεν είχαμε, πάλι είμασταν ευχαριστημένοι και δοξάζαμε τον Θεό, καμμιά φορά δεν είπαμε· «άχ, τί κάναμε που φύγαμε από την πατρίδα». Διότι εκείνα τα χρόνια η Ρουμανία ήταν πολύ καλά, πάρα πολύ καλά. Τώρα είναι χειρότερα από κάθε χρόνο. Δεν έχουν ούτε να φάνε, φεύγει ο κόσμος στο εξωτερικό γιατί δεν μπορούν να ζήσουν μέσα στη χώρα. Έ, τί να κάνουμε…

-Υπάρχουν πολλοί προσκυνητές που επισκέπτονται το Άγιον Όρος αλλά και εσάς εδώ. Τί νομίζετε ότι τους έλκει στην απομακρυσμένη αυτή Σκήτη; Ποιές οι ανησυχίες τους και τί μηνύματα σας μεταφέρουν από τον κόσμο;

-Βλέπεις, επειδή ζούμε στους εσχάτους καιρούς, ο κόσμος ανησυχεί και διψάει, διψάει για την αλήθεια, την αλήθεια του Χριστού. Βλέπει κάποιος ότι η ανθρωπότητα δεν πάει καλά. Η ανθρωπότητα πήρε ένα δρόμο προς τον κατήφορο. Οι κρατούντες τη γή, ενώ θα έπρεπε να είναι υπόδειγμα κατά Θεόν ζωής, κάνουν παρανομίες στο μεγαλύτερο βαθμό. Και επειδή κάθε ένας που είναι Χριστιανός έχει μέσα του τη θεία Χάρη από το Βάπτισμα, έχει μέσα του Σώμα και Αίμα Χριστού, με το να έχει μεταλάβει ή τώρα ή παλιότερα, δεν τον αφήνει ήσυχο η συνείδησή του όταν βλέπει ότι η ανθρωπότητα πάει αριστερά. Και διψάει. Γι’ αυτό έρχονται στο Άγιον Όρος, για να ακούσουν μια κουβέντα. Τί να κάνουν; Καταλαβαίνουν ότι θα πεθάνουμε και το μέλλον είναι αιώνιο ή θα κολασθούμε ή θα σωθούμε. Και ρωτάνε: «Πώς να σωθούμε μέσα σε αυτήν την κοινωνία που ζούμε;».

-Γέροντα, πώς βλέπετε την πορεία και την παρουσία της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο με δεδομένο ότι σήμερα βάλλεται ποικιλοτρόπως και πληθαίνουν οι φανεροί και αφανείς εχθροί της. Κατά τη γνώμη σας, πώς πρέπει να ζούν οι Ορθόδοξοι χριστιανοί στην τρίτη χιλιετία και με ποιά πνευματικά όπλα και εφόδια;

-Όπως αναφέρει και η Αγία Γραφή, οι εχθροί της Ορθοδοξίας πλήθυναν· ζούμε στους εσχάτους καιρούς. Οι «απόστολοι» του Αντιχρίστου θέλουν να κάνουν το δρόμο του «καθαρό», όπως θέλουν αυτοί. Αλλά, όπως μας έχουν πεί οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, όσο καιρό η Ορθοδοξία θα είναι ψηλά, δε θα μπορέσουν να μας νικήσουν. Αυτοί θέλουν να γονατίσει η Ορθοδοξία, ώστε να προετοιμάσουν τη βασιλεία του «βδελύγματος της ερημώσεως» (Ματθ. 24,15).

Όσο καιρό η Ορθοδοξία θα δίνει τη μαρτυρία της, με κανένα τρόπο δε θα μπορέσουν να υπερισχύσουν οι ενάντιες δυνάμεις, οι εχθροί του Χριστού. Γι’ αυτό οι εχθροί της Ορθοδοξίας κάνουν διάφορα πράγματα για να μας διασπάσουν, να μας διαλύσουν.

 Εμείς είμαστε υποχρεωμένοι, αφού μας αξίωσε ο Θεός και γνωρίζουμε τον αληθινό δρόμο για τη σωτηρία μας, για την απόκτηση της βασιλείας του Θεού, να μή δεχθούμε τις εντολές τους, γνωρίζοντας καλά ότι δεν είναι για την ωφέλειά μας, αλλά είναι για την καταστροφή. Μας χρειάζεται, όμως, υπομονή και σύνεση. Να μή λέμε· δε βαριέσαι το ένα, δε βαριέσαι το άλλο. Τότε δεν είμαστε Χριστιανοί, αλλά κάλπικοι Χριστιανοί.

Να παρακαλούμε τον Κύριο να μας φωτίζει και να δείχνουμε σε όλο τον κόσμο ότι είμαστε Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Αυτήν την πορεία που ευλόγησαν οι άγιοι Απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες, ελπίζουμε να ακολουθήσουμε και εμείς και να φθάσομε στο τέλος.

Όμως θέλει υπομονή. Εφόσον χιλιάδες ήρωες της πίστεως μαρτύρησαν τον αληθινό δρόμο του Θεού παραδειγματιζόμαστε κι εμείς ώστε να κάνουμε υπομονή. Όταν γονατίζουμε και κάνουμε μετάνοιες και δε σταματούμε τις προσευχές μας προς τον Θεό, δεν είναι δυνατόν να μή μας βοηθήσει. Ο Κύριος έχει φροντίδα για κάθε έναν από εμάς. Περισσότερο φροντίζει Εκείνος για τη σωτηρία μας παρά εμείς οι ίδιοι. Εμείς είμαστε κατά το πλείστον σκοτισμένοι. Μας πλάνεσε το ακάθαρτο πνεύμα κι έχουμε κακές παθήσεις μέσα μας. Έτσι πολλές φορές ξεχνάμε να βαδίζουμε προς τον Κύριο ο οποίος κάθε ώρα και στιγμή μας καλεί. Και μας λέει·

«Ελάτε, ελάτε προς εμέ· όσο κουρασμένοι και αν είσθε, όσο και αν απομακρύνεσθε από εμένα, πάλι εδώ θα βρείτε τη σωτηρία και την ανάπαυση». Να προσπαθήσουμε για τη σωτηρία μας και ο Θεός να είναι βοηθός μας.

Μπορείτε να μας πείτε κάποιες εμπειρίες που ζήσατε εδώ στο Άγιον Όρος που να δείχνουν την ιδιαίτερη προστασία της Παναγίας και τη θεία βοήθεια;

Εδώ στο περιβόλι της Παναγίας πάντοτε έχουμε τη βοήθειά της κάθε στιγμή της ζωής μας. Εγώ έχω πέσει τέσσερις φορές.

Μια φορά ο γιατρός όταν ήρθε είπε: «Ζεί ακόμα; πώς είναι δυνατόν;».

Μια άλλη φορά μεταφέραμε πράγματα με πέντε γαιδουράκια από την Καψάλα σε μια μεγάλη ανηφόρα. Κάποια στιγμή έπεσα σε μια παγίδα. Δεν ήξερα τί ήταν. Ευτυχώς που φόραγα παπούτσια. Αλλά ο Θεός ευλόγησε και η παγίδα δεν άνοιξε, δε λειτούργησε. Εάν άνοιγε θα μου έκοβε το πόδι. Αυτό δεν ήταν βοήθεια του Θεού; Ήταν θαύμα της Παναγίας και του αγίου Γεωργίου. Κι άλλα πολλά θαύματα είδα, που μόνο η Παναγία μπορεί να τα ενεργήσει.

Πηγή: trelogiannis.blogspot.com

Libro: Il Metropolita di Morfou sig. Neofito, Senza essere crocifissi, non risorgeremo, non saremo glorificati (NUOVA EDIZIONE) – ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΣΤΑΥΡΩΘΟΥΜΕ ΔΕΝ ΘΑ ΑΝΑΣΤΗΘΟΥΜΕ, ΔΕΝ ΘΑ ΔΟΞΑΣΘΟΥΜΕ, ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ ΣΤΑ ΙΤΑΛΙΚΑ

Pubblicato dalle edizioni “Teomorfou” della Sacra Metropolia di Morfou, il nuovo libro di Sua Eminenza il Metropolita di Morfou sig. Neofito “Senza essere crocifissi, non risorgeremo, non saremo glorificati”.

Questa edizione consta di 228 pagine, dove i testi sono arricchiti da bellissime immagini di icone a quattro colori. I contenuti: Prefazione del traduttore all’edizione italiana, Introduzione, L’anno della Croce Santa e Vivificante, “Maschio e femmina li creò”, Dal contro natura al pentimento, Il grande peccato dell’Europa, Le scorte di pazienza, Il cristiano nella nostra epoca: “un segno di contraddizione”, Per le preghiere dei nostri santi Padri…, L’umiltà porta alla Gloria, È giunta l’epoca in cui tutto sarà umiliato, Cristo ha sete della vostra sete!, “La mia forza è resa perfetta nella debolezza”, Tanti confessori, pochi padri spirituali…, Spirito Santo, Spirito della, Verità, purificami!, Senza essere crocifissi, non risorgeremo…, Crediamo nell’oltrevita?, I cinque sensi dell’anima, Pace… dove posso trovarti?, Il grande peccato della nostra epoca …, Le tre-quattro necessità per questo periodo, L’umiltà di Dio Padre, “Sia che viviamo, sia che moriamo, siamo del Signore”, Epilogo, Breve biografia.

Di seguito si riporta un estratto dal prologo del libro di Sua Eminenza il Metropolita di Morfou sig. Neofito.

È giunta l’epoca in cui tutto sarà umiliato… E tutto sarà umiliato per essere crocifisso, per risorgere ed essere glorificato di nuovo nell’Ortodossia in tutto il mondo. Poiché non abbiamo un Dio “nazionale o statale”, ma abbiamo il Dio Trisaghio, Dio di tutto l’universo che vuole che la fede apostolica degli Ortodossi ai nostri giorni metta alla prova la fede e la poca fede di tutti noi, governanti e popolo! Perché Cristo ha bisogno del suo popolo ora, per creare “il nuovo equipaggio della sua barca”, diceva san Porfirio di Kafsokalyvia. Qual è la barca di Cristo? È la Chiesa Ortodossa. Questa è la barca di Cristo. E Cristo ha deciso di ripulire l’equipaggio della sua barca, che non siete solo voi semplici cristiani, ma anche i sacerdoti, i vescovi, i patriarchi e i  governanti. Ora tutti daremo gli esami. Noi, con lo Spirito Santo, con lo Spirito della verità, ci sforziamo di purificarci attraverso il pentimento, per passare dal contro natura al naturale, e per raggiungere il soprannaturale che la Chiesa Ortodossa vuole donare, non solo a noi, ma anche a tutte le persone di buona volontà, Europei e non. Perché la fede Ortodossa è la sola e unica verità che libera l’uomo dal peccato, dall’errore, dalla morte e dal diavolo… E poiché amiamo l’uomo e non il peccato, amiamo anche l’Europa, nonostante qualcuno questo non lo capisca!

La liberazione dal peccato dell’ateismo dell’Europa aiuterà il mondo intero, e ciò avverrà attraverso la luce dell’Ortodossia, che arriverà dopo gli eventi dolorosi e pedagogici che stiamo vivendo e che vivremo.

† Il Metropolita di Morfou Neofito

*******

Prezzo del libro: € 20,00

Editore: Edizioni Theomorfou

Data di pubblicazione: luglio 2025

Disponibilità centrale

Libreria “Theomorfou”

Piazza della Libertà 5

2731 Peristerona Nicosia,

tel.: (+357) 22824811

e-mail: costas@immorfou.org.cy

Responsible: Konstantinos Papapolyviou, tel: 99620057

π. Σεραφείμ Ρόουζ († 2 Σεπτεμβρίου 1982): Οι έσχατοι χρόνοι είναι ήδη εδώ. Βλέπουμε καθαρά την προετοιμασία της εποχής του Αντιχρίστου

Ο π. Σεραφείµ είχε πάντα υπόψη του την προφητεία του διορατικού γέροντα Ιγνατίου του Χαρµπίν της Μαντζουρίας, ο οποίος το 1930 είχε πει: «Ότι άρχισε στη Ρωσία θα τελειώσει στην Αμερική».
Έλεγε «Είμαστε τα προϊόντα… µιας κοινωνίας όπου όλα είναι πλαστικά, συνθετικά και αποµιµήσεις – συµπεριλαµβανοµένου ενός συνθετικού Χριστιανισμού και µιας συνθετικής Ορθοδοξίας! – Ας είμαστε αρκετά ταπεινοί να το αναγνωρίσουμε».

Εδώ στη Δύση ζούμε σε έναν ανόητο παράδεισο ο οποίος µπορεί να χαθεί, και πιθανώς θα χαθεί σύντομα. Αρχίστε να προετοιμάζεστε – όχι με την αποθήκευση τροφίμων ή τέτοιων εξωτερικών πραγμάτων όπως µερικοί κάνουν ήδη στην Αμερική, αλλά με την εσωτερική προετοιμασία των Ορθόδοξων Χριστιανών.
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ, παραδείγματος χάριν, πως θα επιζήσετε εάν µπείτε σε µια φυλακή ή ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, και ειδικά στα κελλιά τιμωρίας και απομόνωσης; Πώς θα επιβιώσετε; Θα τρελαθείτε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστηκα. Εάν το µυαλό σας δεν έχει τίποτα για να ασχοληθεί, τι θα έχετε στο µυαλό σας; Εάν είστε γεμάτοι με κοσμικές εντυπώσεις και δεν έχετε τίποτα πνευματικό στο µυαλό σας, εάν ζείτε απλώς µέρα τη µέρα… Πρέπει να έχετε Χριστό στην ψυχή σας…

***

Φαίνεται πως ο σατανάς εισέρχεται τώρα γυμνός στην ανθρώπινη ιστορία. Τα χρόνια που θα ακολουθήσουν υπόσχονται να είναι πιο τρομερά απ’ όσο μπορεί να φανταστεί εύκολα κανείς τώρα… Αυτό που απαιτείται είναι περισσότερη προσευχή και μετάνοια… Αν οι Χριστιανοί στην καθημερινή τους ζωή φλέγονταν πραγματικά από αγάπη για τον Θεό και από ζήλο για το Βασίλειό Του – που είναι πέραν του κόσμου τούτου – τότε οτιδήποτε άλλο απαραίτητο, θα ακολουθούσε ως φυσική συνέπεια.

Έχει ειπωθεί από τους αγίους Πατέρες, έλεγε ο π. Σεραφείμ Ρόουζ, πως πρέπει να βλέπουμε σε όλα όσα μας συμβαίνουν κάποιον λόγο σωτηρίας. Εάν μπορείτε να το κάνετε αυτό, τότε θα σωθείτε.
Πηγή: Ιερομονάχου Δαμασκηνού, π. Σεραφείμ Ρόουζ – Η ζωή και τα έργα του, Ά τόμος, εκδόσεις Μυριόβιβλός, Αθήνα 2006.

***

Μια από τις αδελφές της Σκήτης της Αγίας Ξένης κατέγραψε: «Το τελευταίο κήρυγμα του π. Σεραφείµ κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας της Μεταμορφώσεως ήταν πολύ ειδικό για όλους εμάς που βρισκόµασταν κοντά του…

«…Πρέπει πάντα να θυµούµαστε ότι το σπίτι µας είναι στους ουρανούς: πρέπει να αποτινάξουμε όλα τα µάταια και ασήμαντα πάθη και ανησυχίες που µας κρατούν δεµένους στη γη, στον πεσµένο γήινο κόσμο, τα οποία µας εμποδίζουν από την πραγματοποίηση του σκοπού της δημιουργίας µας. Πόσο εύκολα ξεχνάμε τον ίδιο τον λόγο της ύπαρξής µας…

Οι έσχατοι χρόνοι είναι ήδη εδώ. Βλέπουμε καθαρά την προετοιμασία της εποχής του Αντιχρίστου. Οι Χριστιανοί θα βρεθούν αντιμέτωποι με µια πρωτοφανή δοκιμασία της πίστης και της αγάπης τους για τον Θεό. Θα πρέπει να κρυφτούμε στην έρημο – σ’ ένα έδαφος όπως αυτό που βλέπουμε ενώπιόν µας εδώ. Φυσικά, στο τέλος θα µάς βρουν. Ακόμα και εκεί ο σκοπός του κρυψίµατός µας είναι όχι µόνο για να µείνουµε ζωντανοί, αλλά για να κερδίσουµε χρόνο ώστε να ενισχυθούν οι ψυχές µας για την τελική δοκιμασία. Και αυτό πρέπει να αρχίσει ακόμα και τώρα. Επομένως αρχίστε τουλάχιστον να αγωνίζεστε κατά των δεσμών των µηδαµινών παθών, και να θυμάστε ότι το αληθινό σπίτι µας δεν είναι εδώ, αλλά στους ουρανούς. Ας πορευόμαστε προς την ουράνια πατρίδα µας, καθώς ο άγιος Γερμανός συνήθιζε να λέει … Ad αsterα!* Ad αsterα!»

* Λατινική έκφραση: «Προς τ’ αστέρια! Προς τ’ αστέρια!». Από το «Peraspera ad astera» (Μέσα από δυσκολίες προς τ’ αστέρια).

Πηγή: https://iconandlight.wordpress.com

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 1η Σεπτεμβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΕΟΡΤΗΣ (ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥ)
Πρὸς Τιμόθεον Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
2: 1-7

Τέκνον Τιμόθεε, παρακαλῶ πρῶτον πάντων ποιεῖσθαι δεήσεις, προσευχάς, ἐντεύξεις, εὐχαριστίας, ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων, ὑπὲρ βασιλέων καὶ πάντων τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων, ἵνα ἤρεμον καὶ ἡσύχιον βίον διάγωμεν ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι. Τοῦτο γὰρ καλὸν καὶ ἀπόδεκτον ἐνώπιον τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ, ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν. Εἷς γὰρ Θεός, εἷς καὶ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Χριστὸς ᾿Ιησοῦς, ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων, τὸ μαρτύριον καιροῖς ἰδίοις, εἰς ὃ ἐτέθην ἐγὼ κήρυξ καὶ ἀπόστολος, ― ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, ― διδάσκαλος ἐθνῶν ἐν πίστει καὶ ἀληθείᾳ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΕΟΡΤΗΣ (ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
4: 16-22

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Ναζαρέτ, οὗ ἦν τεθραμμένος, καὶ εἰσῆλθεν κατὰ τὸ εἰωθὸς αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων εἰς τὴν συναγωγήν, καὶ ἀνέστη ἀναγνῶναι. Καὶ ἐπεδόθη αὐτῷ βιβλίον τοῦ προφήτου ᾽Ησαΐου, καὶ ἀναπτύξας τὸ βιβλίον εὗρεν τὸν τόπον οὗ ἦν γεγραμμένον, Πνεῦμα κυρίου ἐπ᾽ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέν με εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς, ἀπέσταλκέν με κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει,κηρύξαι ἐνιαυτὸν κυρίου δεκτόν. Καὶ πτύξας τὸ βιβλίον ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτῃ ἐκάθισεν· καὶ πάντων οἱ ὀφθαλμοὶ ἐν τῇ συναγωγῇ ἦσαν ἀτενίζοντες αὐτῷ. Ἤρξατο δὲ λέγειν πρὸς αὐτοὺς ὅτι Σήμερον πεπλήρωται ἡ γραφὴ αὕτη ἐν τοῖς ὠσὶν ὑμῶν. Καὶ πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῖς λόγοις τῆς χάριτος τοῖς ἐκπορευομένοις ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ