Αγία Βασίλισσα. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Όταν ο Aλέξανδρος ήτον ηγεμών εις την Nικομήδειαν, εκινείτο διωγμός κατά των Xριστιανών. Tότε λοιπόν εδιαβάλθη και η Aγία αύτη Bασίλισσα, ως Xριστιανή, και παρεστάθη έμπροσθεν του Aλεξάνδρου. Όθεν ερωτηθείσα και παρρησία ειπούσα, ότι είναι ευσεβής, δέρνεται εις το πρόσωπον. Kαι επειδή δερνομένη ευχαρίστει εις τον Θεόν, διά τούτο γυμνόνεται και δέρνεται με ραβδία. Eπειδή δε περισσότερον η Aγία ευχαρίστει τον Kύριον, εθυμώθη ο ηγεμών περισσότερον, και προστάζει να απλώσουν την Mάρτυρα. Kαι τόσον πολλά την έδειραν, ώστε οπού έγινεν ωσάν μία πληγή όλον το σώμα της. Έπειτα έβγαλαν το υποκάτω δέρμα των ποδών της. Eπειδή δε εις την βάσανον ταύτην ευρισκομένη, εφώναξεν η Aγία, «ο Θεός μου ευχαριστώ σοι», διά τούτο κατά προσταγήν του ηγεμόνος, τρυπώνται οι αστράγαλοι της μάρτυρος, και βάλλονται εις αυτούς περόνια σιδηρά. Aπό δε τα περόνια δένονται αλυσίδες, και από τας αλυσίδας κρεμάται κατακέφαλα η Aγία. Yποκάτω δε, καπνίζεται η μακαρία με βρωμερόν καπνόν τεαφίου, πίσσης, ασφάλτου (το οποίον είναι όμοιον του τεαφίου) και μολύβδου, με σκοπόν, ίνα τον καπνόν μη υποφέρουσα, αποθάνη ογλίγωρα η του Kυρίου αθλήτρια. Aλλ’ όμως η Aγία υπομένουσα την βάσανον ταύτην με χαράν, ωσάν να ευρίσκετο εις τρυφήν και ανάπαυσιν παραδείσου, έτζι προθύμως ευχαρίστει τον Θεόν περισσότερον.
Bλέπωντας λοιπόν ο ηγεμών, ότι νομίζει ωσάν ένα παίγνιον τας τιμωρίας, προστάζει να αναφθή μία κάμινος, και να βαλθή μέσα εις αυτήν. H δε Mάρτυς του Xριστού σφραγίσασα τον εαυτόν της με το σημείον του σταυρού, εμβήκε μέσα εις την κάμινον, και εστάθη ώρας πολλάς, χωρίς να δοκιμάση καμμίαν βλάβην, ώστε οπού εκ του θαύματος τούτου εξέστησαν άπαντες. Mετά ταύτα επρόσταξεν ο ηγεμών να ευγάλουν την Aγίαν από την κάμινον, και να απολύσουν εναντίον της δύω μεγαλώτατα λεοντάρια. H δε Aγία προσευχομένη, έμεινεν εκ τούτων αβλαβής. Όθεν ο ηγεμών Aλέξανδρος ταύτα πάντα βλέπωντας, και κατανυγείς την ψυχήν, έπεσεν εις τους πόδας της Aγίας λέγων. Eλέησόν με δούλη του επουρανίου Bασιλέως, και συγχώρησόν μοι διά τα βάσανα, οπού επροξένησα εις εσέ. Kαι κάμε και εμένα στρατιώτην του εδικού σου Bασιλέως. Eπειδή, καθώς λέγεις, αυτός δέχεται τους αμαρτωλούς. Tότε η Aγία ευχαριστήσασα εις τον παντοδύναμον Θεόν, εκατήχησε τον ηγεμόνα. Kαι φέρουσα αυτόν εις την Eκκλησίαν προς τον Eπίσκοπον της Nικομηδείας Aντώνιον, εβάπτισεν αυτόν.
Mετά δε το βάπτισμα, πάλιν επρόσπεσεν ο ηγεμών εις την Aγίαν, παρακαλών και λέγων αυτή. Δούλη του αληθινού Θεού, εύξαι διά λόγου μου, ίνα λάβω συγχώρησιν διά τα κακά, οπού έπραξα εναντίον σου. Kαι ίνα τελειώσω την ζωήν μου με καλήν ομολογίαν της πίστεως. Tότε λοιπόν η Aγία επροσευχήθη δι’ αυτόν, και έτζι ο ηγεμών ευθύς παρέδωκε την ψυχήν του, δοξάζων και ευλογών τον Θεόν. H δε Aγία Bασίλισσα κηδεύσασα το λείψανον του ηγεμόνος μαζί με τον Eπίσκοπον, και ενταφιάσασα, ευγήκεν έξω από την πόλιν της Nικομηδείας έως τρία σημεία τόπον, και ευρούσα μίαν πέτραν, εστάθη επάνω εις αυτήν και επροσευχήθη. Kαι ω του θαύματος! ευθύς η πέτρα ανέβλυσε νερόν. Πίνουσα δε η Aγία από το νερόν, και ευχαριστήσασα τον Θεόν, επήγεν ολίγον παρεμπρός και είπε. Kύριε, δέξαι το πνεύμα μου εν ειρήνη. Kαι ούτως απήλθε προς Kύριον χαίρουσα και ευχαριστούσα. Tούτο δε ως έμαθεν ο Eπίσκοπος Aντώνιος, εκήδευσε και ενταφίασε το πάνσεπτον αυτής λείψανον, κοντά εις την πέτραν εκείνην, από την οποίαν ευγήκε το νερόν με την προσευχήν της Aγίας, το οποίον τρέχει μέχρι της σήμερον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Θεοκτίστου, συνασκητού του μεγάλου Eυθυμίου
Eιδώς σον είναι τον Θεόν κτίστην πάτερ,
Aυτόν προ πάντων εξελέξω κτισμάτων.
Oύτος ο Όσιος και μέγας Πατήρ ημών Θεόκτιστος, επειδή παιδιόθεν ηγάπησε τον Θεόν, διά τούτο άφησε την πατρίδα και τους συγγενείς του, και επήγεν εις τους ιερούς και αγίους τόπους της Iερουσαλήμ. Φθάσας δε εις την Λαύραν την επονομαζομένην Φαράν, ήτις ήτον μακράν από τα Iεροσόλυμα έξι μίλια, εύρεν ένα κελλίον, μέσα εις το οποίον κλείσας τον εαυτόν του, ανδρείως ηγωνίζετο εναντίον των παθών και δαιμόνων. Tότε δε και ο Mέγας Eυθύμιος αφήσας τον κόσμον, επήγε και εκατοίκησε κοντά εις τον Όσιον τούτον Θεόκτιστον, και ησύχαζεν. O έρως λοιπόν, οπού είχον και οι δύω διά να αποκτήσουν τας αυτάς αρετάς, και η κοινωνία των αυτών ασκητικών αγώνων, τόσον ήνωσαν με τον δεσμόν της αγάπης τους δύω τούτους Oσίους, ώστε οπού ο ένας ευρίσκετο μέσα εις την ψυχήν του άλλου. Kαι εις όλα τα πράγματα και οι δύω είχον τα αυτά φρονήματα, και οι δύω εποίουν τα αυτά έργα. Διά τούτο και μετά την απόδοσιν της εορτής των Θεοφανείων, είχον συνήθειαν και οι δύω και επήγαινον εις την βαθυτέραν έρημον, και εκεί έμενον ησυχάζοντες έως εις την εορτήν των Bαΐων. Kαι τότε εγύριζον πάλιν ο καθ’ ένας εις το κελλίον του.
Aφ’ ου δε επέρασαν πέντε χρόνοι, ευγήκαν πάλιν εις την έρημον κατά τον συνειθισμένον καιρόν, και ευρόντες ένα σπήλαιον μεγάλον, κατά τον βορεινόν κρημνόν του εκείσε ευρισκομένου ξηροποτάμου, εκεί έκαμαν την κατοικίαν τους. Kαι εις πολύ διάστημα καιρού έζων με μόνας αγρίας βοτάνας, έως οπού η αρετή των και άσκησις εκατάστησεν αυτούς φανερούς εις τους ανθρώπους. Όθεν και επαρακινήθησαν μερικοί και έφερνον εις αυτούς τας αναγκαίας τροφάς. Eπειδή δε πολλοί αδελφοί έτρεξαν από διάφορα μέρη, και επροαιρούντο να ζήσουν μαζί με τους Oσίους τούτους, τούτου χάριν έγινεν εκεί Kοινόβιον, του οποίου ήτον προεστώς ο μέγας Θεόκτιστος έως τέλους της ζωής του.
Όθεν και έγινεν αίτιος σωτηρίας εις πολλούς ανθρώπους, τόσον με την πειθώ των γλυκυτάτων του λόγων, όσον και με τον καθαρόν και ασκητικόν βίον του. O δε Άγιος Eυθύμιος ησύχαζεν εις ένα κελλίον, το οποίον ήτον ολίγον μακράν από το Kοινόβιον του Θεοκτίστου. Eκεί λοιπόν εις το κελλίον έκτισε και ο θείος Eυθύμιος μεγάλην Λαύραν. Kαι όσοι ήρχοντο εις αυτόν διά να γένουν μοναχοί, τους έστελλεν εις το Kοινόβιον του μεγάλου Θεοκτίστου. Kαθώς ύστερα από πολλούς χρόνους έστειλεν εις αυτό και τον Όσιον και ηγιασμένον Σάββαν, όστις προσελθών τω Eυθυμίω παρεκάλει να τον δεχθή. Έστειλε δε αυτόν εις τον μέγαν Θεόκτιστον, διατί ο Σάββας ήτον ακόμη νέος και αγένειος. Όθεν τον εδιώρισε να ζη υποκάτω εις την υποταγήν του Θεοκτίστου, και να μανθάνη παρ’ αυτού τα της μοναδικής φιλοσοφίας μαθήματα.
Έγινε λοιπόν και ο Άγιος Θεόκτιστος ούτος μέγας και ονομαστός εις όλους, καθώς έγινε μέγας και ο Άγιος Eυθύμιος, και εδείχθη εις τους ανθρώπους τύπος και κανών κάθε αρετής. Φθάσας δε εις βαθύ γήρας, και πλήρης ημερών των ανθρωπίνων γενόμενος, έπεσεν εις βαρείαν ασθένειαν, από την οποίαν απήλθε προς Kύριον. Eκηδεύθη δε και ετάφη οσίως το όσιον αυτού λείψανον από χέρια οσίων. Δηλαδή τόσον του μεγάλου Eυθυμίου, όστις τότε ήτον εννενήκοντα χρόνων, όσον και του εν Aγίοις Πατριάρχου * IεροσολύμωνAναστασίου1, κατά την τρίτην του παρόντος μηνός εν έτει υνα΄ [451].
Σημείωση
1. O Aναστάσιος ούτος έζη κατά τους χρόνους του δυσσεβούς Aναστασίου βασιλέως, του καλουμένου Δικόρου. Έγινε δε Πατριάρχης Iεροσολύμων μετά τον Iουβενάλιον εν έτει 457. Πατριαρχεύσας δε χρόνους είκοσιν, αφήκε διάδοχον αυτού τον Mαρτύριον. (Όρα εις τον β΄ τόμον του Mελετίου.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου, 8:30 μ.μ. – Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτου παρά τον Άγιο Επιφάνιο Σολέας: Ησυχαστική Αγρυπνία (Αγίου Κουρνούτα του εν Αγροκηπία).
Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου, 8:00 μ.μ. – Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου παρά την Ορούντα, Ναός Αγίου Φιλουμένου: Αγρυπνία επί τη μνήμη της Αγίας Ισαποστόλου Θέκλας και του Οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου.
Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου, 7:30 μ.μ. – Ιερός Ναός Αγίων Νικηφόρου του Λεπρού και Ευμενίου του Νέου στην Περιστερώνα: Πανηγυρική Αγρυπνία επί τη μνήμη της Μεταστάσεως του Αγίου Ενδόξου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου.
Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου, 8:30 μ.μ. – Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτου παρά τον Άγιο Επιφάνιο Σολέας: Ησυχαστική Αγρυπνία (Αγίου Ιερομάρτυρος Γρηγορίου Επισκόπου της Μεγάλης Αρμενίας).
Ιερό Ησυχαστήριο Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ παρά την Σκουριώτισσα: Η Θεία Λειτουργία τελείται καθημερινά (Κυριακή βράδυ με Πέμπτη βράδυ) στις 12:00 τα μεσάνυχτα. Σημείωση: Το βράδυ της Παρασκευής και το βράδυ του Σαββάτου ΔΕΝ τελείται αγρυπνία αφού η Θεία Λειτουργία τελείται το πρωΐ του Σαββάτου και της Κυριακής αντίστοιχα.
*Η Ησυχαστική αγρυπνία τελείται ως εξής:
8:30 μ.μ. – 9:00 μ.μ.: Μικρό Απόδειπνο – Χαιρετισμοί.
9:00 μ.μ. – 11:00 μ.μ.: Μόνος ο καθένας προσεύχεται σιωπηλά και νοερά με την ευχή Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με και το Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς.
11:00 μ.μ. – ~12:00 π.μ. (μεσάνυχτα): Διαβαστός όρθρος της ακολουθίας της ημέρας, ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως και Δοξολογία. Κατα την διάρκεια αυτή οι ιερείς θα μνημονεύουν στην Αγία Πρόθεση ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων Ορθοδόξων αδελφών μας.
~12:00 π.μ. (μεσάνυχτα): «Ευλογημένη η Βασιλεία…». Έναρξη Θείας Λειτουργίας.
Στην αναγραφή δύο Αγιορειτών Πατέρων στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας προέβη το Πατριαρχείο. Πρόκειται για τους Γέροντες Διονύσιο Βατοπαιδινό, του Ιερού Κελλίου Αγίου Γεωργίου Κολιτσούς και του Ιερομονάχου Πετρωνίου, Δικαίου της Ιεράς Σκήτης Τιμίου Προδόμου, της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας.
Η μνήμη του Οσίου Διονυσίου Βατοπαιδινού ορίστηκε να τιμάται στις 11 Μαΐου εκάστου έτους και του Οσίου Πετρωνίου στις 24 Φεβρουαρίου εκάστου έτους.
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΙΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΚΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΑΓ. ΟΡΟΥΣ (1916-2011)
Ο Γέροντας Πετρώνιος Προδρομίτης ήταν προσηλωμένος στις παραδόσεις και τα δόγματα της Εκκλησίας μας. Κατεδίκαζε απερίφραστα τον Οικουμενισμό και κάθε απόκλιση από την αγία μας Πίστη.
Άκουσα από τον π. Δανιήλ: «Όταν γινόταν λόγος για την Ορθόδοξη Πίστη, και μάλιστα όταν διαλεγόταν με κάποιο αιρετικό, ήταν πολύ προσεκτικός και δεν πρόδιδε τίποτε από τα Ιερά και Όσια της Ορθοδοξίας μας. Γνώριζε πολύ καλά τους Κανόνες της Εκκλησίας και τους λόγους των Αγίων Πατέρων και τους τηρούσε με ακρίβεια και διάκριση.
»Όταν μάθαινε ότι παραβιάζονται οι ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας, ελυπείτο πολύ και καταδίκαζε με τον λόγο του τις παρεκτροπές αυτές. Όταν όμως τον παρακαλούσαν κάποιοι να γράψει κάτι γι’ αυτές, απαντούσε ότι αυτό είναι έργο της Ιεράς Συνόδου. Είχε βαθειά πίστη ότι το Άγιο Πνεύμα θα μείνει στην Εκκλησία του Χριστού μέχρι το τέλος του κόσμου και θα εργάζεται δια των Ιερών Συνόδων και ότι δεν θα αφήσει την Εκκλησία να την εξουσιάσει ο άρχοντας του κόσμου τούτου».
Την ακλινή προσήλωσή του στην Αγία μας Ορθόδοξη Πίστη μαρτυρούσε και η αγία ζωή του.
Κάποιος λαϊκός θεολόγος, πνευματικό τέκνο του Γέροντα, μου είπε:
«Μέγα χάρισμα του Γέροντα ήταν η ανεξικακία του. Κάποτε ένας αδελφός από τους παλαιοτέρους, σε έκρηξη θυμού, σήκωσε το χέρι του και ράπισε τον Γέροντα. Εκείνος, όχι μόνο σιώπησε, αλλά και τον συγχώρησε από καρδίας και ποτέ δεν τον κακολόγησε.
»Ένας άλλος αδελφός τον ύβρισε ενώπιον και άλλων αδελφών. Αυτοί θέλησαν να εκδιώξουν τον υβριστή από την Σκήτη. Όμως ο Γέροντας τους είπε: “Μη διώξετε τον αδελφό μας. Τι θα γίνει με την ψυχή του; Εγώ είμαι υπεύθυνος και τι απολογία θα δώσω γι’ αυτόν στον Δικαιοκρίτη Θεό, την ημέρα της Κρίσεως;” Μάλιστα πήγε ο ίδιος ο Γέροντας και του ζήτησε συγνώμη, διότι φοβήθηκε μήπως είχε φταίξει απέναντί του σε κάτι και είχε ευθύνη ενώπιον του Θεού.
»Άλλη φορά μερικοί αδελφοί της Σκήτης, υποκινούμενοι από τον πειρασμό, πήγαν και κατήγγειλαν τον Γέροντα στην κυρίαρχη Μονή, προκειμένου να τον κατεβάσουν από το αξίωμά του. Όταν το έμαθε αυτό ο Γέροντας, τους παρακάλεσε να κάνουν επί μία εβδομάδα προσευχή με νηστεία, και θα γίνει το θέλημα του Θεού. Πράγματι, απεσοβήθη κάθε αντίθετη ενέργεια και επικράτησε η ειρήνη και η αγάπη μεταξύ όλων των αδελφών, χάρις στην προσευχή και την ανεκτικότητα του Γέροντα. Οι αδελφοί που τον κατήγγειλαν, του ζήτησαν συγνώμη. Του έβαλαν μετάνοια και του ασπάσθηκαν το χέρι.
«Συχνά εγκωμίαζε τους παλαιοτέρους ησυχαστές του Όρους και τόνιζε την απλότητα στην περιβολή, στο βάδισμα, στην ψαλμωδία και στη συμπεριφορά. Αγωνιζόταν χωρίς την παραμικρή συγκατάβαση για την πιστή εφαρμογή του τυπικού της Σκήτης και των πνευματικών του καθηκόντων».
Υπάρχει τυπικό στην Ρουμανική Σκήτη οι εφημέριοι ιερείς, που διακονούν ο καθένας ανά μία εβδομάδα, να εξομολογούνται τα βράδυα, για να λειτουργήσουν την άλλη ημέρα. Αυτό έκανε από το βράδυ και ο Γέροντας, όταν την επομένη επρόκειτο να λειτουργήσει.
Όταν οι εφημέριοι περνούσαν θυμιάζοντας τους Αγίους και τους μοναχούς, αυτός δεν ήθελε να τον θυμιάζουν πολλές φορές, όπως είναι η τάξη. Μάλιστα γύριζε το κεφάλι του αλλού. Σαν ηγούμενος της Σκήτης, που είναι κοινοβιακή, ποτέ δεν κάθησε στο ηγουμενικό στασίδι. Πάντοτε καθόταν απέναντι, στα άλλα στασίδια του χορού, και μάλιστα στο τρίτο κατά σειρά από την απέναντι αρχή, όπου παλαιότερα καθόταν ο πρωτοψάλτης του Αγίου Όρους Νεκτάριος . Ποτέ δεν κράτησε το ηγουμενικό του μπαστούνι, ούτε και στις μεγάλες εορτές και πανηγύρεις.
Μισούσε τη δόξα και την τιμή. Ενώ από τη Ρουμανία ήταν αρχιμανδρίτης, ποτέ δεν φόρεσε επιστήθιο σταυρό. Δεν έβαλε ποτέ μανδύα σε αγρυπνία ή σε πανήγυρη. Δεν έδινε να του ασπασθούν το χέρι, αλλά ευχόταν: “Να έχεις την ευλογία του Θεού”. Δεν δεχόταν υποδοχές, ούτε περίμενε να του ανοίξουν τις πόρτες να περάσει πρώτος. Δεν δεχόταν να του βάζουν μετάνοιες. Δίδασκε την αγία ταπείνωση με τα έργα του και όχι με τα λόγια του.
Δεν δεχόταν εύκολα να τον βοηθήσει κάποιος σε κάτι. Με πολλή δυσκολία δέχθηκε κάποιον να τον βοηθήσει στην ασθένειά του, αυτόν μόνο και κανένα άλλον.
Ήταν πολύ ευγενικός. Προσφωνούσε πάντοτε τους αδελφούς στον πληθυντικό. Έλεγε: “Οσιώτατε” και όχι “πάτερ”.
Κάποιοι που τον γνώρισαν, τον αγάπησαν και τον εκτίμησαν πολύ. Συχνά τον προσκαλούσαν:
«Γέροντα, πότε θα έλθετε και σ’ εμάς;».
«Πότε θα έλθω, είπατε; ».
«Ναι, Γέροντα, να σας φιλοξενήσουμε, να μας διδάξετε».
«Ποτέ», απαντούσε μονολεκτικά.
Ο 86χρονος, φημισμένος και εμπειρότατος Πνευματικός της Ρουμανικής Σκήτης, π. Ιουλιανός, μου είπε τα εξής: «Ήταν ταπεινός. Εφάρμοζε τον λόγο του Χριστού που λέει: “Ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν”. Εγώ τον εξομολογούσα από τότε που ήλθε στη Σκήτη μας. Δεν είδα άνθρωπο να κλαίει τόσο πολύ, λίγες ημέρες πριν τον θάνατό του. Εκείνη την ημέρα ήταν γονατιστός μπροστά μου και μου έλεγε: “Πώς θα πάω στην άλλη ζωή; Θα ερωτηθώ για ολόκληρη την ζωή μου. Πώς θα φθάσω στην αιωνιότητα;” Κι αμέσως έπεσε κάτω και έκλαιγε με αναφιλητά. Εγώ τον περίμενα αρκετή ώρα να σταματήσει και να σηκωθεί…».
Ο γέροντας Ιουλιανός Προδρομίτης με τον γέροντα Πετρώνιο
Όταν ήταν νέος στην Ρουμανία, είχε αρρωστήσει σοβαρά και από τα ισχυρά φάρμακα έχασε την ακοή του. Έκτοτε έφερε συσκευή ακουστικών. Επειδή δεν άκουγε καλά, δεν εξομολογούσε τους πατέρες της Σκήτης. Όμως έκανε έτσι μάλλον από ταπείνωση, προφασιζόμενος τη βαρυκοΐα του.
Συμμετείχε παρά την ηλικία του και στις χειρωνακτικές εργασίες. Ανέβαινε στο τρακτέρ και πήγαινε μαζί με τους άλλους αδελφούς στο δάσος για ξύλα. Καθημερινά έσκαβε και σκάλιζε τα κηπουρικά και πότιζε τα λουλούδια.
Ήταν πάμπτωχος. Στο κελλί του είχε ελάχιστα βιβλία. Έπαιρνε δανεικά από την βιβλιοθήκη της Σκήτης, τα διάβαζε και τα επέστρεφε. Σ’ όλη του την ζωή είχε ένα ράσο καλό κι ένα κουκούλι. Έπλενε τα ρούχα του μόνος του στην λεκάνη μέχρι τα βαθειά του γεράματα. Ενίοτε οι πατέρες του έπαιρναν κρυφά τα ρούχα του και τα έπλεναν.
Αγαπούσε πολύ τον Γέροντά μας, π. Γεώργιο, και την Ιερά Μονή μας, του Οσίου Γρηγορίου. Όταν ερχόταν, συμβουλευόταν τον Γέροντά μας για διάφορα θέματα. Ζητούσε οδηγίες πρακτικές, που εφάρμοζε και στο δικό του κοινόβιο.
Μετά την πτώση του κομμουνιστικού Καθεστώτος –το 1989– η Εκκλησία στην Ρουμανία ήταν τελείως αποδιοργανωμένη. Τότε τον κάλεσαν να αναλάβει την Πατριαρχία στην Εκκλησία της Χώρας του, αλλά αρνήθηκε, προφασιζόμενος ότι είναι κουφός και με βλαμμένους τους οφθαλμούς του.
Διάβαζε πολλά βιβλία, και ιδιαίτερα τα θεολογικά. Θαύμαζε τους παλαιούς συγγραφείς. Ιδιαίτερα μελετούσε το αιγυπτιακό Γεροντικό, την Βίβλο των αγίων Ιωάννου και Βαρσανουφίου, τα Ασκητικά του αγίου Ισαάκ του Σύρου και τα έργα του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού. Όμως διάβαζε με προσοχή και τις θεολογικές εργασίες των νέων θεολόγων, όπως και πολλά Χριστιανικά Περιοδικά. Έμοιαζε με μία μέλισσα, η οποία συγκέντρωνε από παντού ό,τι καλύτερο και ωφέλιμο για τη σωτηρία. Ήθελε να ενημερώνεται για όλα τα θέματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τις σχέσεις της με τις λεγόμενες «εκκλησίες» της Δύσεως.
Αγαπούσε όλους τους ανθρώπους με την ίδια πάντα αγάπη. Ιδιαίτερα αγαπούσε τους ετεροδόξους Χριστιανούς. Ποτέ δεν λύπησε ή πρόσβαλε άνθρωπο. Αγαπούσε επίσης και τα λουλούδια του δάσους. Όπου τα έβρισκε μέσα στο δάσος, τα έφερνε και τα μεταφύτευε στον κήπο της αυλής της Σκήτης, ακριβώς έξω από την ανατολική πτέρυγα, όπου και έμενε. Σε κάθε λουλούδι και σε κάθε άνθρωπο έβλεπε το χέρι και την πρόνοια του Θεού. Είχε μεγάλη διάκριση και ευγένεια ψυχής. Ποτέ δεν έκοψε ένα λουλούδι για να το βάλει σε ανθοδοχείο στο κελλί του. Θεολογούσε βλέποντας τα πολύχρωμα λουλούδια του.
Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Από το περιοδικό “Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ”, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 38 (2013), άρθρο: «ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΙΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΚΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΑΓ. ΟΡΟΥΣ (1916-2011)», σελ. 92 (απόσπασμα).
Όσιος Διονύσιος της Κολιτσού: o τυφλός Γέροντας
Ήρθαμε το 1926. Ήμασταν μια παρέα από τέσσερις νέους. Ο ένας ήταν διάκος από τη Σκήτη Μάγκουρα της Μολδαβίας, (Ρουμανία), από όπου ξεκινήσαμε. Οι άλλοι δύο ήταν αδέλφια. Εγώ ήμουν ο πιο μικρός, στην ηλικία των 17 ετών. Και ήρθαμε στο Άγιον Όρος. Μόλις πατήσαμε το πόδι μας εδώ, νιώσαμε σαν να πατήσαμε στον Παράδεισο. Ησυχία· όλοι οι πατέρες καλοί· όλοι έδειχναν αγάπη. Εκείνα τα χρόνια ήταν εδώ πολλοί Ρουμάνοι. Και υπήρχαν καλύβες και κελλιά ρουμάνικα. Εμείς θέλαμε να μας πάρουν συνοδεία σε κάποιο κελλί. Αλλά οι περισσότεροι είχαν συνοδεία και ήταν δύσκολο. Για να βγάλεις ένα κομμάτι ψωμί έπρεπε να δουλέψεις σκληρά. Μας έλεγαν ότι είμαστε καλοί και νέοι –γιατί και εμείς γνωρίζαμε μερικά πράγματα για τη μοναχική ζωή από τη Σκήτη στη Ρουμανία– «αλλά, δυστυχώς», όπως μας έλεγαν, «έχουμε συνοδεία».
O Όσιος γέροντας Διονύσιος (πρώτος από αριστερά) στην Κωνστάντσα,λίγο πριν την αναχώρησή του για το Άγιον Όρος
-Γέροντα Διονύσιε, πώς ήταν τα πρώτα χρόνια σας στο Άγιον Όρος; Πού εγκατασταθήκατε όταν φτάσατε και ποιες οι μνήμες σας από την εποχή εκείνη η οποία θα πρέπει να ήταν αρκετά δύσκολη για εσάς.
-Πρώτα πήγαμε σε μία καλύβη στη Μονή Παντοκράτορος που ήταν Ρώσικη. Πέθαναν οι πατέρες κι έμεινε η καλύβη στη Μονή. Είχε μία πολύ όμορφη εκκλησία, αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Αγοράσαμε την καλύβη από κάποιους πατέρες που ήταν εκεί και καθίσαμε πέντε χρόνια. Αλλά, καθώς εμείς είχαμε έρθει από τη Σκήτη στη Ρουμανία, δεν είχαμε δικά μας χρήματα. Με πολλές δυσκολίες είχαμε οικονομήσει τα ναύλα για το ταξίδι με το βαπόρι. Και εκείνη η καλύβη για να την αγοράσει κανείς στοίχιζε τότε δέκα χιλιάδες δραχμές. Ποιός θα μας έδινε δέκα χιλιάδες δραχμές; Κανείς δεν μας έδινε τόσα χρήματα. Υπήρχε ένας έμπορος Ρουμάνος. Είχε δουλέψει στα Ιεροσόλυμα, κι από εδώ κι από εκεί είχε μαζέψει κάποια χρήματα και είχε ένα μαγαζί στις Καρυές. Λεγόταν Μιχαήλ. Εμείς τον παρακαλέσαμε να μας δώσει τις δέκα χιλιάδες δραχμές. Μας ρώτησε:
«Ποιός είναι ο εξομολόγος σας;».
Του λέμε: «Ο πατήρ Αντύπας».
Και απαντά: « Αν εγγυάται αυτός για εσάς, τότε σας δίνω τα χρήματα· αλλιώς δε σας δίνω».
Και δεν μας έδινε μέχρι να σιγουρευτεί κι εμείς περιμέναμε το γέρο-Αντύπα. Τελικά, αυτός τον παρακάλεσε και μας έδωσε ο έμπορος τα χρήματα. Δέκα χιλιάδες δραχμές ήταν τότε πολλά χρήματα. Πώς θα εξοφλούσαμε; Είμασταν πέντε πατέρες εκεί στο κελλί. Δύο πήγαμε στη Μονή Ιβήρων να δουλέψουμε ως εργάτες. Δεν είμασταν βέβαια μόνο εμείς. Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν πολλοί πρόσφυγες που είχαν έρθει από τη Μικρά Ασία, και ήταν πολύς κόσμος. Πήγαμε στον προϊστάμενο της Μονής και μας είπε·
«Καλά, καθήστε». Μέχρι τότε πλήρωναν 18 δραχμές την ημέρα. Αλλά εκείνη την ημέρα που πήγαμε εμείς αποφάσισε το Μοναστήρι να πληρώνει τους εργάτες 20 δραχμές την ημέρα. 20 δραχμές και το φαγητό και έπρεπε να δουλέψεις σκληρά. Μόλις έβγαινε ο ήλιος έπρεπε να είσαι κοντά στην πύλη της Μονής και ο οικονόμος να σου δώσει τη δουλειά που έπρεπε να κάνεις. Και δούλευες όλη τη ημέρα. Δεν υπήρχαν «οκτώ ώρες» για την εργασία εκείνα τα χρόνια.
-Δηλαδή, από το πρωί μέχρι να δύσει ο ήλιος;
-Ναί, μέχρι να δύσει ο ήλιος. Αλλά όταν ο οικονόμος ήταν καλός, μας άφηνε λίγο πιο νωρίς να πάμε στην καλύβη που μέναμε. Και το φαγητό ήταν φασόλια. Το πρωί φασόλια, το βράδυ φασόλια. Μας έδιναν και σαρδέλες παστές και μισή οκά κρασί. Αυτά ήταν όλα τα καλά. Και δεν ήταν για μία ημέρα. Μπορεί να περνούσαμε έτσι όλο το μήνα, όλο το χρόνο. Αλλά είμασταν νέοι. Δουλέψαμε για να βγάλουμε τα χρέη. Και τί έπαιρνες εκείνα τα χρόνια με 20 δραχμές; Το ψωμί κόστιζε 8 δραχμές. Δούλευες όλη την ημέρα κι έπαιρνες δύο ψωμιά και μισό. Αλλά είμασταν νέοι και έτσι εργαζόμασταν σκληρά, ώστε να βγαίνει ο απαραίτητος μισθός σιγά -σιγά, εδώ στο Άγιον Όρος. Σε τρία χρόνια εξοφλήσαμε το χρέος. Όμως σου έδινε το Μοναστήρι 20 δραχμές, αλλά έπρεπε κι αυτοί που ήταν στο σπίτι να φάνε. Δουλεύαμε οι δύο, αλλά όμως αυτά πέρασαν.
Και στη συνέχεια ήρθατε απ’ ευθείας εδώ στην Κολιτσού στο κελλί του Αγίου Γεωργίου; Ποιά ήταν η πορεία σας, πώς βρεθήκατε εδώ;
Από εκεί βρήκαμε κάποιον άλλο, πολύ καλό άγιο Γέροντα, και μας είπε:
«Μήν παιδεύεστε εδώ πέρα». Αυτός είχε μία άλλη καλύβη τον «Άγιο Τύχωνα», πιο ψηλά, στις Καρυές. Πήγαμε και καθήσαμε εκεί άλλα πέντε χρόνια. Και το 1937 κατεβήκαμε στην Κολιτσού. Το κελλί εδώ του Αγίου Γεωργίου είχε τότε μόνο την εκκλησία. Αυτό το σπίτι δεν υπήρχε. Η εκκλησία ήταν χωριστά. Κι εκεί που είναι τώρα το μαγειρείο εκεί μαγείρευαν και οι παλιοί κι ήταν και σαν τράπεζα. Εδώ που είναι το σπίτι ήταν βουνό. Εμείς είμασταν έξι – επτά νέοι. Καθώς, λοιπόν, είμασταν νέοι εργασθήκαμε με ζήλο, ισιώσαμε το μέρος. Πρώτα κάναμε αυτά τα πεζούλια που είναι εδώ. Και σιγά-σιγά κάναμε το σπίτι. Αλλά δύσκολα, πολύ δύσκολα.
-Την εποχή εκείνη συνέπεσε και η γερμανική Κατοχή με πολύ δύσκολα χρόνια για τον τόπο μας, αλλά θα πρέπει να υπήρχε μια βοήθεια και από τη Μονή Βατοπαιδίου.
-Ναί, ναί… Αλλά μας βοήθησε ο Θεός. Οι Βατοπαιδινοί ήταν υποχρεωμένοι να μας βοηθήσουν. Να μας δώσουν δηλαδή ξυλεία, ό,τι μας χρειαζόταν. Αλλά εκείνα τα χρόνια οι πατέρες ήταν πιο αυστηροί, και λέγανε: «Αν μπορείτε να κάνετε σπίτι, κάντε το εσείς , όπως ξέρετε. Το Μοναστήρι δεν μπορεί να σας βοηθήσει». Εμείς ζητήσαμε τουλάχιστον να μπορέσουμε να κόψουμε κάμποσες καστανιές. «Όχι, εσείς δεν ξέρετε· θα κάνετε ζημιά», μας απαντούσαν. Εκείνα τα χρόνια ήταν οι Γερμανοί, και εξαιτίας τους δεν είχαν μαστόρους στο Μοναστήρι. Εμείς δεν είχαμε μαστόρους, και παιδευτήκαμε. Όλη την ξυλεία που χρειαστήκαμε την κουβαλήσαμε από τη Μονή Φιλοθέου και την Καρακάλλου, με τη βάρκα που μας δάνειζε ο γείτονάς μας. Όμως εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν μηχανές, και οι βάρκες ήταν με κουπιά…
-Οι Γερμανοί έφθασαν έως εδώ, έφθασαν στην Κολιτσού; Ή μόνο μέχρι τη μονή Βατοπαιδίου;
-Μόνο στο Βατοπαίδι. Στην Κολιτσού δεν πάτησαν Γερμανοί. Μόνο αντάρτες, όταν ήταν το αντάρτικο. Έ, αλλά όλα αυτά περάσανε πάλι, δόξα τω Θεώ.
-Σήμερα πάντως πρέπει να είναι καλύτεροι οι πνευματικοί δεσμοί με τη Μονή Βατοπαιδίου και με τον Γέροντα Ιωσήφ.
-Α, τί λες; Παράδεισος. Μόλις ήρθαν οι πατέρες εδώ από τη Νέα Σκήτη και έγινε και η κοινοβιοποίηση της Μονής, άλλαξαν όλα τα πράγματα. Και οι άλλοι δεν ήταν κακοί άνθρωποι· ήταν πνευματικοί και αυτοί. Αλλά ήταν πιο αυστηροί. Δεν μας υπολόγιζαν. «Α, ήρθε ο κελλιώτης τάδε», έλεγαν. Δεν μας υπολόγιζαν ότι είμαστε κι εμείς Βατοπαιδινοί. Στην εικόνα που βάζουν μετάνοια οι πατέρες της Μονής, σε εκείνη την εικόνα βάζουμε κι εμείς μετάνοια. Δηλαδή, είμαστε κι εμείς Βατοπαιδινοί. Όλα αυτά που βλέπετε εδώ πέρα είναι βατοπαιδινά. Αν δεν κάνεις υπακοή, πάνε τα ράσα σου εκεί, διότι είναι βατοπαιδινά. Γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε, πώς να πούμε, υπακοή, διότι έτσι μας διατάζει και ο μοναχικός μας βίος.
Ο μοναχός για να βάλει θεμέλιο πρέπει να κάνει υπακοή και να κόβει το θέλημά του. Κι έτσι, ή λίγο ή πιο πολύ, κάνοντας υπακοή και κόβωντας το θέλημά μας, μας βλέπει ο Θεός και η χάρις Του μας σκεπάζει με ταπεινοφροσύνη. Κι αν έχουμε αυτά τα τρία –δηλ. υπακοή, εκκοπή θελήματος, ταπεινοφροσύνη– μπορούμε εύκολα να πολεμήσουμε με τα ακάθαρτα πνεύματα. Διότι εμείς δεν έχουμε πόλεμο σωματικό, αλλά έχουμε πόλεμο –και όλος ο κόσμος βέβαια, προπαντός εμείς οι μοναχοί– με τα ακάθαρτα πνεύματα. Ο σατανάς είναι πνεύμα, δεν κουράζεται. Και συνέχεια ρίχνει μέσα μας διάφορα, χιλιάδες κακές παθήσεις. Όπως σπέρνει ο άνθρωπος σπόρο, ρίχνει στην καρδιά μας και στο μυαλό μας τις κακίες του. Κι αν εκείνα τα σπόρια του τα δεχόμαστε, τότε φυτρώνουν. Κι αν φυτρώσουν και αρχίσουν να κάνουν ρίζες, αλλοίμονό μας τότε. Δύσκολα κόβονται. Κι αυτό ισχύει για όλες τις παθήσεις.
Βλέπετε και να μην είναι κάποιος κακός, όταν μάθει να καπνίζει και περάσει καιρός, λέει· «δεν μπορώ, δεν κόβεται». Δηλαδή, όλες τις παθήσεις που έχει ο άνθρωπος μέσα του, αν δεν τις κόψει από την αρχή, ύστερα γίνονται σαν τοίχος. Πού; Κόβεται αυτό; Γι’ αυτό πρέπει και ο καλόγερος να έχει εξομολόγο καλό, και να λέει στον πνευματικό πατέρα όλες τις σκέψεις που ρίχνει στο μυαλό του ο πονηρός. Και τότε εύκολα προκόβει στο μοναχικό βίο.
-Γέροντα, η καθημερινή ζωή εδώ στο κελλί σας είναι όπως ήταν και παλιά;
-Ναί. Εμείς, επειδή κάναμε και λίγα χρόνια στη Σκήτη Μάγκουρα στην πατρίδα μας, γνωρίζαμε το τυπικό. Από τότε δεν αλλάξαμε. Την ημέρα κουραζόμασταν πολύ· δουλεύαμε σαν εργάτες. Αλλά τη νύκτα, λέγαμε· «Στην πατρίδα μας κάναμε τον κανόνα μας και την Ακολουθία. Εδώ στο Περιβόλι της Παναγίας να κοιμόμαστε;». Και παρότι δουλεύαμε κατά τη διάρκεια της ημέρας, σηκωνόμασταν τη νύκτα και κάναμε το καθήκον μας. Κρατούμε, όπως το Μοναστήρι, κι εμείς. Για να γίνεις καλόγερος άλλο δρόμο δεν έχει. Αυτό είναι το τυπικό. Να κάνεις τον κανόνα σου και την Ακολουθία. Έτσι έχουμε μία ελπίδα ότι θα μας βοηθήσει η θεία Χάρις να κερδίσουμε το σκοπό μας. Ο σκοπός μας δεν ήταν και δεν είναι τίποτε άλλο παρά να κερδίσουμε τη Βασιλεία των Ουρανών. Κι όσο αν εμείς είμαστε αδύνατοι, η Παναγία που σκεπάζει όλη την οικουμένη με την αγάπη της θα μας βοηθάει και θα μας επισκέπτεται και ποτέ δεν θα απομακρυνθεί από εμάς. Όταν εμείς είμαστε κοντά στην Παναγία, πώς είναι δυνατόν να μας εγκαταλείψει; Θέλει όμως προσπάθεια και αγώνα.
-Και σήμερα πώς είναι η καθημερινή ζωή στο κελλί;
-Τώρα και με τη συνοδεία που μας χάρισε ο Θεός, κρατάμε έτσι όπως από την αρχή, όπως παραλάβαμε από τους Πατέρες μας. 1:30 π.μ. με 2:00 π.μ. τη νύχτα πρέπει να ’χουμε σηκωθεί. Πρώτα στο κελλί κάνουμε τον κανόνα μας. Μετά, στις 3:00 π.μ., έχουμε έναν αδελφό που χτυπάει το σήμαντρο και κατεβαίνουμε στην Εκκλησία. Σάββατο, Κυριακή, εορτές, μας βοήθησε το Μοναστήρι κι έχουμε παπά, έχουμε διάκο, έχουμε κι άλλους πατέρες, πέντε νέοι και τέσσερις γέροι, όλη η συνοδεία. Δόξα τω Θεώ. Καλά, καλά είμαστε.
Είμαστε τυχεροί που οι πατέρες από τη Μονή Βατοπαιδίου μας αγαπάνε πάρα πολύ. Είναι καλοί και σωστοί. Εμείς δεν έχουμε τίποτα. Έχουμε τον Θεό, την Παναγία και το Μοναστήρι. Ό,τι ανάγκη έχουμε, αυτοί είναι οι πνευματικοί μας πατέρες. Και ό,τι έχουμε ανάγκη μας βοηθάνε. Πού να πάμε; Όταν έχουμε μία ανάγκη, πού να τρέξουμε; Στο Μοναστήρι. Πατέρες μας είναι. Και μας βοηθάνε. Να την λέμε την αλήθεια. Ό,τι ανάγκη έχουμε, μας βοηθάνε. Ο Θεός, βέβαια, τα τελευταία χρόνια με δοκιμάζει με τα μάτια μου. Δε βλέπω καθόλου, τυφλώθηκα από το γλαύκωμα. Όσο περνάει ο καιρός γίνομαι και χειρότερα σωματικά. Δόξα τω Θεώ. Δόξα να ’χει ο Κύριος.
-Τώρα που είσθε σε τέτοια ηλικία και τυφλός τα βγάζετε πέρα με τα πνευματικά σας καθήκοντα, τον κανόνα σας;
-Πολύ καλά, μέχρι σήμερα. Δόξα τω Θεώ.
-Γέροντα, κατεβαίνετε στην εκκλησία για τις Ακολουθίες;
-Βέβαια. Μέχρι σήμερα δεν έλειπα.Με δυνάμωσε ο Θεός και μέχρι σήμερα δεν έλειπα από την εκκλησία. Δόξα τω Θεώ.
-Όλα αυτά τα χρόνια εδώ μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι ζήσατε καλές αλλά και δύσκολες στιγμές. Πνευματικός αγώνας, αλλά και αγώνας για την επιβίωση. Πώς βλέπετε την ζωή σας μέχρι σήμερα;
-Πνευματικά περάσαμε καλά, ευχάριστα. Είχαμε παλαιούς Γεροντάδες, πνευματικούς. Και μας συμβούλευαν πάντοτε τον αληθινό δρόμο. Και εμείς, όπως μας έλεγε ο Γέροντας, νομίζαμε ότι ο Κύριος μιλάει με το στόμα του. Υπακούαμε αδιάκριτα και περνάγαμε καλά. Ως προς τα άλλα είχαμε και καλές και κακές στιγμές. Πότε με τους αντάρτες, πότε με τους Γερμανούς· τότε δυστυχούσαμε, δεν είχαμε ψωμί να φάμε. Θυμάμαι, μας έδωσε ένας γέρος δύο λίρες. Κι επειδή δεν είχαμε ψωμί καθόλου, πήγαμε σ’ ένα κελλί Ιβηρίτικο και πήραμε δέκα οκάδες καλαμπόκι με μία λίρα χρυσή. Τόσο δύσκολα ήταν. Έξω πέθανε πολύς κόσμος από πείνα. Έτυχε να περάσω από τη Θεσσαλονίκη επί κατοχής Γερμανών. Και ήταν ένα παιδάκι εκεί που ζητούσε ψωμί. Ο κόσμος έριχνε κοντά του γερμανικά μάρκα, ήθελε να το βοηθήσει. Όμως ψωμί δεν υπήρχε. Μέχρι να το φέρουνε οι βάρκες, πέθανε ο φουκαράς. Πόσο, πόσο λυπήθηκα! Και πέθανε πολύς κόσμος, όπως λένε. Αλλά στο Άγιον Όρος φύλαξε η Παναγία. Μια φορά χορταράκια, άλλη φορά κάτι άλλο, δεν πέθανε κανένας από πείνα. Αλλά, δύσκολα ήταν, πολύ δύσκολα. Αλλά η Παναγία μας βοήθησε και πάλι μας βοηθάει.
-Σε αυτά τα δύσκολα χρόνια που περάσατε αναπολήσατε σε κάποιες στιγμές την πατρίδα σας;
-Βλέπεις, τόσα χρόνια πέρασαν και πολλές φορές τα θυμάμαι· πώς ήρθαμε, πώς κάναμε. Και ευχαριστιόμασταν πάντοτε. Και εκείνες οι ώρες που δυσκολευτήκαμε, που δεν είχαμε, πάλι είμασταν ευχαριστημένοι και δοξάζαμε τον Θεό, καμμιά φορά δεν είπαμε· «άχ, τί κάναμε που φύγαμε από την πατρίδα». Διότι εκείνα τα χρόνια η Ρουμανία ήταν πολύ καλά, πάρα πολύ καλά. Τώρα είναι χειρότερα από κάθε χρόνο. Δεν έχουν ούτε να φάνε, φεύγει ο κόσμος στο εξωτερικό γιατί δεν μπορούν να ζήσουν μέσα στη χώρα. Έ, τί να κάνουμε…
-Υπάρχουν πολλοί προσκυνητές που επισκέπτονται το Άγιον Όρος αλλά και εσάς εδώ. Τί νομίζετε ότι τους έλκει στην απομακρυσμένη αυτή Σκήτη; Ποιές οι ανησυχίες τους και τί μηνύματα σας μεταφέρουν από τον κόσμο;
-Βλέπεις, επειδή ζούμε στους εσχάτους καιρούς, ο κόσμος ανησυχεί και διψάει, διψάει για την αλήθεια, την αλήθεια του Χριστού. Βλέπει κάποιος ότι η ανθρωπότητα δεν πάει καλά. Η ανθρωπότητα πήρε ένα δρόμο προς τον κατήφορο. Οι κρατούντες τη γή, ενώ θα έπρεπε να είναι υπόδειγμα κατά Θεόν ζωής, κάνουν παρανομίες στο μεγαλύτερο βαθμό. Και επειδή κάθε ένας που είναι Χριστιανός έχει μέσα του τη θεία Χάρη από το Βάπτισμα, έχει μέσα του Σώμα και Αίμα Χριστού, με το να έχει μεταλάβει ή τώρα ή παλιότερα, δεν τον αφήνει ήσυχο η συνείδησή του όταν βλέπει ότι η ανθρωπότητα πάει αριστερά. Και διψάει. Γι’ αυτό έρχονται στο Άγιον Όρος, για να ακούσουν μια κουβέντα. Τί να κάνουν; Καταλαβαίνουν ότι θα πεθάνουμε και το μέλλον είναι αιώνιο ή θα κολασθούμε ή θα σωθούμε. Και ρωτάνε: «Πώς να σωθούμε μέσα σε αυτήν την κοινωνία που ζούμε;».
-Γέροντα, πώς βλέπετε την πορεία και την παρουσία της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο με δεδομένο ότι σήμερα βάλλεται ποικιλοτρόπως και πληθαίνουν οι φανεροί και αφανείς εχθροί της. Κατά τη γνώμη σας, πώς πρέπει να ζούν οι Ορθόδοξοι χριστιανοί στην τρίτη χιλιετία και με ποιά πνευματικά όπλα και εφόδια;
-Όπως αναφέρει και η Αγία Γραφή, οι εχθροί της Ορθοδοξίας πλήθυναν· ζούμε στους εσχάτους καιρούς. Οι «απόστολοι» του Αντιχρίστου θέλουν να κάνουν το δρόμο του «καθαρό», όπως θέλουν αυτοί. Αλλά, όπως μας έχουν πεί οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, όσο καιρό η Ορθοδοξία θα είναι ψηλά, δε θα μπορέσουν να μας νικήσουν. Αυτοί θέλουν να γονατίσει η Ορθοδοξία, ώστε να προετοιμάσουν τη βασιλεία του «βδελύγματος της ερημώσεως» (Ματθ. 24,15).
Όσο καιρό η Ορθοδοξία θα δίνει τη μαρτυρία της, με κανένα τρόπο δε θα μπορέσουν να υπερισχύσουν οι ενάντιες δυνάμεις, οι εχθροί του Χριστού. Γι’ αυτό οι εχθροί της Ορθοδοξίας κάνουν διάφορα πράγματα για να μας διασπάσουν, να μας διαλύσουν.
Εμείς είμαστε υποχρεωμένοι, αφού μας αξίωσε ο Θεός και γνωρίζουμε τον αληθινό δρόμο για τη σωτηρία μας, για την απόκτηση της βασιλείας του Θεού, να μή δεχθούμε τις εντολές τους, γνωρίζοντας καλά ότι δεν είναι για την ωφέλειά μας, αλλά είναι για την καταστροφή. Μας χρειάζεται, όμως, υπομονή και σύνεση. Να μή λέμε· δε βαριέσαι το ένα, δε βαριέσαι το άλλο. Τότε δεν είμαστε Χριστιανοί, αλλά κάλπικοι Χριστιανοί.
Να παρακαλούμε τον Κύριο να μας φωτίζει και να δείχνουμε σε όλο τον κόσμο ότι είμαστε Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Αυτήν την πορεία που ευλόγησαν οι άγιοι Απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες, ελπίζουμε να ακολουθήσουμε και εμείς και να φθάσομε στο τέλος.
Όμως θέλει υπομονή. Εφόσον χιλιάδες ήρωες της πίστεως μαρτύρησαν τον αληθινό δρόμο του Θεού παραδειγματιζόμαστε κι εμείς ώστε να κάνουμε υπομονή. Όταν γονατίζουμε και κάνουμε μετάνοιες και δε σταματούμε τις προσευχές μας προς τον Θεό, δεν είναι δυνατόν να μή μας βοηθήσει. Ο Κύριος έχει φροντίδα για κάθε έναν από εμάς. Περισσότερο φροντίζει Εκείνος για τη σωτηρία μας παρά εμείς οι ίδιοι. Εμείς είμαστε κατά το πλείστον σκοτισμένοι. Μας πλάνεσε το ακάθαρτο πνεύμα κι έχουμε κακές παθήσεις μέσα μας. Έτσι πολλές φορές ξεχνάμε να βαδίζουμε προς τον Κύριο ο οποίος κάθε ώρα και στιγμή μας καλεί. Και μας λέει·
«Ελάτε, ελάτε προς εμέ· όσο κουρασμένοι και αν είσθε, όσο και αν απομακρύνεσθε από εμένα, πάλι εδώ θα βρείτε τη σωτηρία και την ανάπαυση». Να προσπαθήσουμε για τη σωτηρία μας και ο Θεός να είναι βοηθός μας.
Μπορείτε να μας πείτε κάποιες εμπειρίες που ζήσατε εδώ στο Άγιον Όρος που να δείχνουν την ιδιαίτερη προστασία της Παναγίας και τη θεία βοήθεια;
Εδώ στο περιβόλι της Παναγίας πάντοτε έχουμε τη βοήθειά της κάθε στιγμή της ζωής μας. Εγώ έχω πέσει τέσσερις φορές.
Μια φορά ο γιατρός όταν ήρθε είπε: «Ζεί ακόμα; πώς είναι δυνατόν;».
Μια άλλη φορά μεταφέραμε πράγματα με πέντε γαιδουράκια από την Καψάλα σε μια μεγάλη ανηφόρα. Κάποια στιγμή έπεσα σε μια παγίδα. Δεν ήξερα τί ήταν. Ευτυχώς που φόραγα παπούτσια. Αλλά ο Θεός ευλόγησε και η παγίδα δεν άνοιξε, δε λειτούργησε. Εάν άνοιγε θα μου έκοβε το πόδι. Αυτό δεν ήταν βοήθεια του Θεού; Ήταν θαύμα της Παναγίας και του αγίου Γεωργίου. Κι άλλα πολλά θαύματα είδα, που μόνο η Παναγία μπορεί να τα ενεργήσει.
Pubblicato dalle edizioni “Teomorfou” della Sacra Metropolia di Morfou, il nuovo libro di Sua Eminenza il Metropolita di Morfou sig. Neofito “Senza essere crocifissi, non risorgeremo, non saremo glorificati”.
Questa edizione consta di 228 pagine, dove i testi sono arricchiti da bellissime immagini di icone a quattro colori. I contenuti: Prefazione del traduttore all’edizione italiana, Introduzione, L’anno della Croce Santa e Vivificante, “Maschio e femmina li creò”, Dal contro natura al pentimento, Il grande peccato dell’Europa, Le scorte di pazienza, Il cristiano nella nostra epoca: “un segno di contraddizione”, Per le preghiere dei nostri santi Padri…, L’umiltà porta alla Gloria, È giunta l’epoca in cui tutto sarà umiliato, Cristo ha sete della vostra sete!, “La mia forza è resa perfetta nella debolezza”, Tanti confessori, pochi padri spirituali…, Spirito Santo, Spirito della, Verità, purificami!, Senza essere crocifissi, non risorgeremo…, Crediamo nell’oltrevita?, I cinque sensi dell’anima, Pace… dove posso trovarti?, Il grande peccato della nostra epoca …, Le tre-quattro necessità per questo periodo, L’umiltà di Dio Padre, “Sia che viviamo, sia che moriamo, siamo del Signore”, Epilogo, Breve biografia.
Di seguito si riporta un estratto dal prologo del libro di Sua Eminenza il Metropolita di Morfou sig. Neofito.
È giunta l’epoca in cui tutto sarà umiliato… E tutto sarà umiliato per essere crocifisso, per risorgere ed essere glorificato di nuovo nell’Ortodossia in tutto il mondo. Poiché non abbiamo un Dio “nazionale o statale”, ma abbiamo il Dio Trisaghio, Dio di tutto l’universo che vuole che la fede apostolica degli Ortodossi ai nostri giorni metta alla prova la fede e la poca fede di tutti noi, governanti e popolo! Perché Cristo ha bisogno del suo popolo ora, per creare “il nuovo equipaggio della sua barca”, diceva san Porfirio di Kafsokalyvia. Qual è la barca di Cristo? È la Chiesa Ortodossa. Questa è la barca di Cristo. E Cristo ha deciso di ripulire l’equipaggio della sua barca, che non siete solo voi semplici cristiani, ma anche i sacerdoti, i vescovi, i patriarchi e i governanti. Ora tutti daremo gli esami. Noi, con lo Spirito Santo, con lo Spirito della verità, ci sforziamo di purificarci attraverso il pentimento, per passare dal contro natura al naturale, e per raggiungere il soprannaturale che la Chiesa Ortodossa vuole donare, non solo a noi, ma anche a tutte le persone di buona volontà, Europei e non. Perché la fede Ortodossa è la sola e unica verità che libera l’uomo dal peccato, dall’errore, dalla morte e dal diavolo… E poiché amiamo l’uomo e non il peccato, amiamo anche l’Europa, nonostante qualcuno questo non lo capisca!
La liberazione dal peccato dell’ateismo dell’Europa aiuterà il mondo intero, e ciò avverrà attraverso la luce dell’Ortodossia, che arriverà dopo gli eventi dolorosi e pedagogici che stiamo vivendo e che vivremo.
Ο π. Σεραφείµ είχε πάντα υπόψη του την προφητεία του διορατικού γέροντα Ιγνατίου του Χαρµπίν της Μαντζουρίας, ο οποίος το 1930 είχε πει: «Ότι άρχισε στη Ρωσία θα τελειώσει στην Αμερική».
Έλεγε «Είμαστε τα προϊόντα… µιας κοινωνίας όπου όλα είναι πλαστικά, συνθετικά και αποµιµήσεις – συµπεριλαµβανοµένου ενός συνθετικού Χριστιανισμού και µιας συνθετικής Ορθοδοξίας! – Ας είμαστε αρκετά ταπεινοί να το αναγνωρίσουμε».
Εδώ στη Δύση ζούμε σε έναν ανόητο παράδεισο ο οποίος µπορεί να χαθεί, και πιθανώς θα χαθεί σύντομα.Αρχίστε να προετοιμάζεστε – όχι με την αποθήκευση τροφίμων ή τέτοιων εξωτερικών πραγμάτων όπως µερικοί κάνουν ήδη στην Αμερική, αλλά με την εσωτερική προετοιμασία των Ορθόδοξων Χριστιανών.
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ, παραδείγματος χάριν, πως θα επιζήσετε εάν µπείτε σε µια φυλακή ή ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, και ειδικά στα κελλιά τιμωρίας και απομόνωσης; Πώς θα επιβιώσετε; Θα τρελαθείτε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστηκα. Εάν το µυαλό σας δεν έχει τίποτα για να ασχοληθεί, τι θα έχετε στο µυαλό σας; Εάν είστε γεμάτοι με κοσμικές εντυπώσεις και δεν έχετε τίποτα πνευματικό στο µυαλό σας, εάν ζείτε απλώς µέρα τη µέρα… Πρέπει να έχετε Χριστό στην ψυχή σας…
***
Φαίνεται πως ο σατανάς εισέρχεται τώρα γυμνός στην ανθρώπινη ιστορία. Τα χρόνια που θα ακολουθήσουν υπόσχονται να είναι πιο τρομερά απ’ όσο μπορεί να φανταστεί εύκολα κανείς τώρα… Αυτό που απαιτείται είναι περισσότερη προσευχή και μετάνοια… Αν οι Χριστιανοί στην καθημερινή τους ζωή φλέγονταν πραγματικά από αγάπη για τον Θεό και από ζήλο για το Βασίλειό Του – που είναι πέραν του κόσμου τούτου – τότε οτιδήποτε άλλο απαραίτητο, θα ακολουθούσε ως φυσική συνέπεια.
Έχει ειπωθεί από τους αγίους Πατέρες, έλεγε ο π. Σεραφείμ Ρόουζ, πως πρέπει να βλέπουμε σε όλα όσα μας συμβαίνουν κάποιον λόγο σωτηρίας. Εάν μπορείτε να το κάνετε αυτό, τότε θα σωθείτε. Πηγή: Ιερομονάχου Δαμασκηνού, π. Σεραφείμ Ρόουζ – Η ζωή και τα έργα του, Ά τόμος, εκδόσεις Μυριόβιβλός, Αθήνα 2006.
***
Μια από τις αδελφές της Σκήτης της Αγίας Ξένης κατέγραψε: «Το τελευταίο κήρυγμα του π. Σεραφείµ κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας της Μεταμορφώσεως ήταν πολύ ειδικό για όλους εμάς που βρισκόµασταν κοντά του…
«…Πρέπει πάντα να θυµούµαστε ότι το σπίτι µας είναι στους ουρανούς: πρέπει να αποτινάξουμε όλα τα µάταια και ασήμαντα πάθη και ανησυχίες που µας κρατούν δεµένους στη γη, στον πεσµένο γήινο κόσμο, τα οποία µας εμποδίζουν από την πραγματοποίηση του σκοπού της δημιουργίας µας. Πόσο εύκολα ξεχνάμε τον ίδιο τον λόγο της ύπαρξής µας…
Οι έσχατοι χρόνοι είναι ήδη εδώ. Βλέπουμε καθαρά την προετοιμασία της εποχής του Αντιχρίστου. Οι Χριστιανοί θα βρεθούν αντιμέτωποι με µια πρωτοφανή δοκιμασία της πίστης και της αγάπης τους για τον Θεό. Θα πρέπει να κρυφτούμε στην έρημο – σ’ ένα έδαφος όπως αυτό που βλέπουμε ενώπιόν µας εδώ. Φυσικά, στο τέλος θα µάς βρουν. Ακόμα και εκεί ο σκοπός του κρυψίµατός µας είναι όχι µόνο για να µείνουµε ζωντανοί, αλλά για να κερδίσουµε χρόνο ώστε να ενισχυθούν οι ψυχές µας για την τελική δοκιμασία. Και αυτό πρέπει να αρχίσει ακόμα και τώρα. Επομένως αρχίστε τουλάχιστον να αγωνίζεστε κατά των δεσμών των µηδαµινών παθών, και να θυμάστε ότι το αληθινό σπίτι µας δεν είναι εδώ, αλλά στους ουρανούς. Ας πορευόμαστε προς την ουράνια πατρίδα µας, καθώς ο άγιος Γερμανός συνήθιζε να λέει … Ad αsterα!* Ad αsterα!»
* Λατινική έκφραση: «Προς τ’ αστέρια! Προς τ’ αστέρια!». Από το «Peraspera ad astera» (Μέσα από δυσκολίες προς τ’ αστέρια).