Αρχική Blog Σελίδα 39

Αφιέρωμα στον Διονύση Σαββόπουλο (1944-2025)

Πέτρος Λαζάρου: Ο δάσκαλος Διονύσης

Του Πέτρου Λαζάρου

Πριν από λίγες μέρες συζητώντας μ’ έναν φίλο για την κοίμηση του Διονύση Σαββόπουλου συμφωνήσαμε ότι ακόμα ένας δάσκαλος έφυγε. Τι μας δασκάλεψε στ’  αλήθεια ο Διονύσης; Το ερώτημα είναι πολύ δύσκολο ν’ απαντηθεί, γιατί για πενήντα χρόνια όλο και κάτι μας έλεγε, όλο και κάτι έκανε με την τέχνη του, με την παρουσία του στα κοινωνικά δρώμενα έβλεπες πάντα τον ίδιο άνθρωπο. Τον χαμογελαστό Διονύση με τα σπινθηροβόλο βλέμμα του ν’ απαντά σε όλα με ευγένεια και ηρεμία, χωρίς να προσβάλλει ποτέ τον συνομιλητή του. Δεν υπήρχε όμοιος του στον καλλιτεχνικό χώρο που κατάφερε να μην επαναλαμβάνει τον εαυτό του. Ο Διονύσης ήταν μια συνεχής έκπληξη. Κάθε του συνέντευξη και κάθε του δήλωση ήταν επίκαιρη και σοβαρή ανεξαρτήτως αν συμφωνούσες ή όχι μαζί του.

Τι να πρωτοπεί κανείς για τον Σαββόπουλο, τον «παραμυθά» που για περίπου 50 χρόνια γράφονται  άρθρα, αναλύσεις, βιβλία και άλλα τόσα γύρω από το πρόσωπό του. Μας μεγάλωσε… Προσωπικά για μένα ήταν ο άνθρωπος που μ’  έμαθε ν’ ακούω ελληνική μουσική. Ο πρώτος δίσκος που άκουσα ήταν ο Μπάλος το 1971… Τότε ήμουνα 12 χρονών. Τον δίσκο βινυλίου έφερε ο αδελφός μου στο σπίτι και χωρίς υπερβολή τον άκουγα κάθε μέρα πάνω από πέντε φορές! Τόσο πολύ μου άνοιξε τον ορίζοντα της εφηβικής μου αναζήτησης. Δεν πολυκαταλάβαινα τι έλεγαν τα λόγια, αλλά μέσα μου αισθανόμουν ότι κάτι γίνεται εδώ… Κάτι νέο, μοναδικό και πρωτόγνωρο που σιγά σιγά θα τιναχθεί σαν βέλος σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του ελληνικού πολιτισμού μας…

Από τότε ήμουν ένας από τους χιλιάδες μαθητές του… Διάβαζα ότι γραφότανε για αυτόν και από κοντά παρακολουθούσα τη διαδρομή του και τη γύρα του στα ΜΜΕ, ειδικά στο διαδίκτυο. Στην πορεία όλο και πιο πολλούς φίλους ανακάλυπτα που δήλωναν «σαββοπουλικοί» ,μέχρι που κατάλαβα ότι ο Σαββόπουλος δεν ήταν μια προσωπική μου ανακάλυψη, αλλά ο «δάσκαλος» χιλιάδων νέων ανθρώπων.

Τον πρωτοείδα σε συναυλία αρχές της δεκαετίας του ’80 και συναντήθηκα μαζί του δύο φορές. Την πρώτη φορά μιλήσαμε για λίγο στο ραδιοτηλεοπτικό σταθμό ο «Λόγος» που εργαζόμουνα, και τη δεύτερη μαζί με τον Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο και τον Β. Φτωχόπουλο  τον επισκεφθήκαμε στο ξενοδοχείο που έμενε, τέλη της δεκαετίας του 1990, όπου είχαμε μια ενδιαφέρουσα συνομιλία όχι με τον καλλιτέχνη Σαββόπουλο αλλά τον άνθρωπο Σαββόπουλο.

Ομολογώ ότι από τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αι.,  η «σαββοπουλική» μου αναζήτηση αραίωσε και έπαψα να παρακολουθώ την πορεία του με την ίδια θέρμη και προσήλωση, χωρίς να έχω κάποιο ιδιαίτερο λόγο. Αυτό όμως που έβλεπα και αισθανόμουν όσο περνούσαν τα χρόνια για τον άνθρωπο και καλλιτέχνη Σαββόπουλο, ήταν το πόσο μαλάκωνε ο ίδιος και πόσο επιμελημένα απόφευγε τις κατακρίσεις και τα σχόλια που πιθανόν έβλαπταν άλλους ανθρώπους, κυρίως του χώρου του. Συναδέλφους που τους αδίκησε στο παρελθόν με δηλώσεις του δημοσίως τους ζήταγε συγνώμη και παραδέχτηκε ότι ήταν σκληρός μαζί τους. Είχε την αγωνία να ξαναφτιαχτούν οι μουσικές παρέες και η φιλία να δεσπόζει σε αυτές. Το θεωρούσε έκπτωση το γεγονός ότι οι μουσικοί συναντιόνταν μόνο για δουλειά και ως εκεί. Βοήθησε πάρα πολύ νέους τραγουδοποιούς και έτσι για την ιστορία να πούμε ότι το τραγούδι που τραγούδησε και έχει τις περισσότερες προβολές (27 εκατομμύρια) στο διαδίκτυο είναι «Ο κόκορας ξυπνάει» του κύπριου Γιώργου Χατζηπιερή.

Με άλλα λόγια όσο γερνούσε ο Διονύσης δεν ήθελε να πικραίνει κανέναν, ούτε καν αυτούς που δεν έπαψαν να τον συκοφαντούν. Δεν ακολούθησε τον δρόμο της γκρίνιας, της μιζέριας και της απαισιοδοξίας, αλλά πάντα μ’  ένα χαμόγελο σου άνοιγε την πόρτα της αισιοδοξίας λέγοντας σου ότι μέρες καλύτερες θα ’ρθουν …

Εν κατακλείδι ο Διονύσης αυτό που μας δίδαξε ήταν η αρχοντιά… Κοιμήθηκε σαν άρχοντας ρωμιός… Άλλωστε αυτήν την αρχοντιά την είχε από την αρχή μέσα στην τέχνη του… Και το σπουδαιότερο όλων: είναι ο πρώτος τραγουδοποιός που εμφύτευσε στα τραγούδια του την έννοια του Ελληνισμού ως τρόπου ζωής και όχι ως ιδέας, και τραγούδησε θαρραλέα και χωρίς φόβο για τη Ρωμιοσύνη και την Ορθοδοξία, λέγοντας στους νεοέλληνες ότι ο Ελληνισμός όσο απομακρύνετε από την πίστη μαραζώνει… Κι όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει.

Η ΒΑΣΙΚΗ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΥ

Φορτηγό
Διονύσης Σαββόπουλος
1966

Τη χρονιά του 1966 η σπαραγμένη Ελλάδα από την ξενιτιά, τη φτώχεια και την πολιτική αβεβαιότητα, βλέπει το αυγό του φιδιού ανήμπορη να αντιδράσει.

Η ελληνική μουσική παρηγοράει τον κόσμο με τα λαϊκά του Καζαντζίδη, και ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις ήδη γράφουν ιστορία.

Ο  Αλέκος Πατσιφάς της δισκογραφικής «Λύρας», ως άριστος παράγωγός και μέγας οραματιστής, έβλεπε όλο αυτό το φοιτηταριό να μαζεύεται στην Πλάκα στις μπουάτ, να συζητά για την τέχνη, την αριστερά, τον Ντύλαν, τους χίπις, το αντιπολεμικό και αντιαμερικανικό κίνημα και ήθελε να δώσει σε αυτούς μια νέα μορφή έκφρασης. Όχι απαραίτητα αγωνιστικής, αλλά περισσότερο συναισθηματικής. Έτσι προτείνει το Νέο – Κύμα και τους δικούς του καλλιτέχνες: Αρλέτα, Γιώργο Ζωγράφο, Μιχάλη Βιολάρη, Γιάννη Σπανό, Νότη Μαυρουδή, Καίτη Χωματά κ.ά.

Αίφνης μπροστά του εμφανίζεται ένας περίεργος ψηλός νέος με μια κιθάρα που τραγουδά με βραχνή και φάλτσα φωνή κάτι περίεργα στιχάκια, που ουδεμία σχέση έχουν με τον ακίνδυνο και αφελή ρομαντισμό του νέου κύματος. Στην αρχή του γυρνά την πλάτη, αλλά  το ένστικτο του τού  λέει ότι αυτός ο τύπος θα αφήσει εποχή.

Έτσι ο Διονύσης Σαββόπουλος μετά το μίνι δίσκο με τέσσερα τραγούδια που κυκλοφόρησε το 1964 κυκλοφορεί τον  δίσκο «Φορτηγό», που σκάει σαν βόμβα ναπάλμ ταράσσοντας την ελληνική δισκογραφία, γιατί απλά  συστήνει στους Έλληνες έναν ποιητή με άποψη και ρεαλισμό. Έναν τραγουδοποιό (ο πρώτος στην Ελλάδα τον 20ον αιώνα) που μιλά κατευθείαν στην καρδιά όλων των σκεπτόμενων νέων της εποχής με μια κιθάρα.

Ο Σαββόπουλος δεν πολιτικολογεί, ούτε αναζητά αλλού την ουσία. Αλλ’ ως πλανόδιος πραματευτής, πουλά την πολύτιμη πραμάτεια του και ανοίγει νέους δρόμους έκφρασης στην τέχνη της μουσικής.

Σαράντα χρόνια μετά η εκρηκτική στιχουργική του παραμένει ακόμα επίκαιρη αφού καταφέρνει να συγκινεί τα «εγγόνια» του και το «Φορτηγό»  αθόρυβα και χωρίς καμιά προβολή παραμένει ο δίσκος που ήταν η αφορμή να γεννηθεί ο όρος του τραγουδοποιού και η Ελλάδα να κατακλυστεί από νέα παιδιά που απλώς ήθελαν να τραγουδήσουν τις χαρές και τις λύπες τους με μια κιθάρα…

Οι παλιοί μας φίλοι
Διονύσης Σαββόπουλος
Μη, μην το πεις
οι παλιοί μας φίλοι
μην το πεις
για πάντα φύγαν.
Μη, το μάθα πια
τα παλιά βιβλία, τα παλιά τραγούδια
για πάντα φύγαν.
Πέρασαν οι μέρες που μας πλήγωσαν.
Γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών.
Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει
τη δική σου μελαγχολία
κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις
με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις.

Πέρασαν για πάντα
οι παλιές ιδέες, οι παλιές αγάπες
οι κραυγές.

Γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών.
Όμορφη είναι αυτή η στιγμή, να το ξαναπώ
όμορφη να σας μιλήσω
βλέπω πυρκαγιές
πάνω από λιμάνια πάνω από σταθμούς
κι είμαι μαζί σας.

Όταν ο κόσμος μας θα καίγεται
όταν τα γεφύρια πίσω μας θα κόβονται
εγώ θα είμαι εκεί να σας θυμίζω
τις μέρες τις παλιές.

***

 Το Περιβόλι του Τρελού
Διονύσης Σαββόπουλος
1969

Τρία χρόνια μετά το «Φορτηγό» ο Σαββόπουλος που ήδη άφησε τους πάντες άφωνους επανέρχεται με τον δίσκο «Το περιβόλι του τρελού». Έναν δίσκο που όλα σε αυτόν είναι πρωτότυπα και ανεπανάληπτα. Από το ευφάνταστο εξώφυλλο του Στέργιου Δελιαλή μέχρι την  μπάντα «Μπουρμπούλια» που  μ’ ενορχηστρωτική μαεστρία έσμιξε το Ροκ με τους ελληνικούς και βαλκανικούς ρυθμούς του Σαββόπουλου  μ’ έναν τρόπο ασύλληπτο προτού καν ανακαλυφθεί το «έθνικ»…

Πέραν όμως αυτού ο Σαββόπουλος έρχεται με μια ιλιγγιώδη στιχουργική να καταθέσει τραγούδια πρωτόγνωρης προβληματικής για τα ελληνικά δεδομένα. Τραγούδια που υπαινίσσονται πολλά και που παραμένουν μέχρι σήμερα επίκαιρά.

Ο δίσκος  ξεκινά με «Το περιβόλι», το μυστικό περιβόλι του Διονύση με το οποίο μας προειδοποιεί ότι εδώ συμβαίνει κάτι μυστικό. Και όσο πιο βαθιά προχωράμε οι ευωδίες του τρελού περιβολιού, συγκρούονται με τη σκληρή πραγματικότητα… «Η θεία Μάρω» από τη φυλακή  λέει παραμύθια για δράκους, και ο νόστος για ένα τόπο ονειρικό συναντά τη «Θαλασσογραφία» του Ρωμιού Ν.Γ.Πεντζίκη, αλλά το όνειρο επιστρέφει στην πραγματικότητα του δημιουργού  όπου οι  «Οι πίσω μου σελίδες» μιλούν για «τα παιδιά του δρόμου… που χάθηκαν» μέχρι νά ’ρθει  η ηλεκτρική «Συνεφούλα», το «Σαν ρεμπέτικο παλιό», το «Η Άννα» ένα από τα πιο τρυφερά τραγούδια της ελληνικής μουσικής, το περίφημο «Ντιρλαντά», και τέλος το «Ωδή στον Καραϊσκάκη» που έβαλε εσαεί το υπαρξιακό ερώτημα «ποιος αλήθεια είμαι ’γω και που πάω»  Δέκα αριστουργήματα της ελληνικής μουσικής και ένας δίσκος ανάμεσα στους καλύτερους που έχουν γίνει ποτέ. Τι άλλο να πούμε. Ξανακούστε τον…

Ωδή στον Καραϊσκάκη
Διονύσης Σαββόπουλος
Η οθόνη βουλιάζει σαλεύει το πλήθος
Εικόνες ξεχύνονται με μιας
Που πας παλικάρι ωραίο σαν μύθος
Κι ολόισια στο θάνατο κολυμπάς

Και όλες οι αντένες μιας γης κτυπημένης
Μεγάφωνα κι ασύρματοι από παντού
Γλυκά σε νανουρίζουν και εσύ ανεβαίνεις
Ψηλά στους βασιλιάδες του ουρανού

Ποιος αλήθεια είμαι ’γω και που πάω
Με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό
Προβολείς με στραβώνουν και πάω
Και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ

Που πας παλικάρι πομπές ξεκινούνε
Κι οι σκλάβες σου ουρλιάζουν στο βωμό
Ουρλιάζουν τα πλήθη καμπάνες ηχούνε
Κι ύμνος σου τραντάζει το ναό

***

Μπάλλος
Διονύσης Σαββόπουλος
Μπουρμπούλια

Πριν από 32 χρόνια ο Σαββόπουλος μαζί με τα Μπουρμπούλια (Νίκο Τσιλογιάννη ντραμς, τον μακαρίτη Βασίλη Ντάλα μπάσο, Γιάνο Λαμπτσίσκι ηλεκτρική κιθάρα και Σπύρο Καζιάνη, φαγκότο-τρομπόνι μαζί με τους μουσικούς Νίκο Σπίνουλα και Νίκο Μουρίκη, κόρνο, Ευγνώμων Διαλετή και Δημήτρη Πουλικάκο κρουστά, Χάρη Ανδρεάδη πιάνο και τον Θεόδωρο Κεκέ, μακεδονικό ασκό δημιούργησαν έναν από τους κορυφαίους δίσκους της ελληνικής δισκογραφίας. Έναν δίσκο που συνομιλούσε με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

Ο Σαββόπουλος σε μια άνευ προηγουμένου έμπνευση καταφέρνει στο δεκαεξάλεπτο τραγούδι με τον τίτλο «Μπάλλο» να συνδέσει την παραδοσιακή μουσική με τους βαλκανικούς ήχους και τη μουσική που άκουγε όλη η επαναστατημένη νεολαία της εποχής το Ροκ. Καταφέρνει να ενώσει τα χάλκινα, με τη γκάιντα και τα νταούλια με την ηλεκτρική κιθάρα.

Οι εκρηκτικοί του στίχοι πάντοτε ποιητικοί, αλληγορικοί και καυστικοί δεν αφήνουν περιθώριο αμφισβήτησης από κανένα ότι ο Σαββόπουλος είναι ποιητής.

Η ιδέα του «Μπάλλου» κτίστηκε κομμάτι κομμάτι στο Ροντέο από τα τότε Μπουρμπούλια (Νίκο Τσιλογιάννη, Βασίλη Ντάλλα, Άρη Τασούλη και Τάκη Ανδρούτσο) και τον Σαββόπουλο, ο οποίος τους έπαιζε στην κιθάρα του κάποιες ιδέες και οι εκλεκτοί αυτοί μουσικοί με τη σειρά τους  συνέθεταν διάφορες παραλλαγές του θέματος, αλλά την τελική ευθύνη είχε ο τραγουδοποιός όπως είπε ο Τσιλογιάννης αργότερα.

Με αυτόν τον «χειροποίητο» τρόπο και χωρίς ίχνος από παρτιτούρα, δημιουργήθηκε το κορυφαίο αυτό μουσικό έργο.

Οι δε μουσικοί στον δίσκο έπαιξαν με την ψυχή τους και αυτό είναι πασιφανές. Από όλες τις μεριές ξεχειλίζει το πάθος και η αφοσίωση σε αυτό που γίνεται. Ένας ελληνικός Ροκ δίσκος που σε τίποτα δεν έχει να ζηλέψει από οιονδήποτε δίσκο του εξωτερικού εκείνη την εποχή. Ο δίσκος εκτός από το «Μπάλλο» περιέχει και κορυφαία τραγούδια όπως τα: «Κιλελέρ», «Ο παλιάτσο και ο ληστής» (μια ευφάνταστη διασκευή του τραγουδιού του Bob Dylan «All along the watchtower»), «Έρχεται βροχή έρχεται μπόρα», «Σημαία από νάιλον», «Διάλειμμα», «Σ’ ευχαριστώ ω εταιρεία», ο πρώτος και μοναδικός τραγουδοποίος που ευχαριστεί τους εργοδότες του που του δίνουν στέγη, τροφή και προστασία!

Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι ήταν σημαντική η συμβολή στην ενορχήστρωση του Γιώργου Κοντογιώργου, ο οποίος σήμερα είναι γιατρός.

Μπάλλος
Διονύσης Σαββόπουλος
Έρμος και βαρύς στο μονοπάτι
με το σακούλι άδειο κι ένα μωρό στην πλάτη
Γυρνάω σαν τα φίδια και σαν τ’ αγριοπούλια
και πίσω απ’ το βουνό ακούω νταούλια
Και βλέπω την κοιλάδα μες το λιοπύρι
και βλέπω το χωριό να ‘τοιμάζει πανηγύρι
Δίνω μια τρεχάλα ψηλά απ’ τους λόφους
να φτάσω στους μπαχτσέδες και στους ανθρώπους

Τον ξέρω αυτόνα το χορό
και αυτή τη λάμψη τη στενή μες στον καθρέφτη
την έχω ξαναδεί
γουστάρω ελεύθερη και πλούσια ζωή
και χαιρετώ σας και φιλώ σας
όντα μικρά χρωματιστά
μες στον καθρέφτη κλειδωμένα.

Το ξέρω αυτό το βουητό
μες από στρογγυλές στοές
κι από πηγάδια σκεπασμένα
μες από δάση μυστικά
προϊστορικά
βαθιά στον πάγο φυλαγμένα
Έρχεται καταπάνω μου και με τυλίγει
φέρων το δάχτυλο στα χείλη.
Σσσ, σσσ.
Τι τρέχει;

Έγινε κατολίσθηση κι έπεσε κάνας βράχος;
Τα πλήθη ουρλιάζουν στις κερκίδες
ντέφια νταούλια κρόταλα χτυπολογούν στο βάθος.
Ανηφορίζουνε πομπές και μπαίνει ο μέγας τράγος
ο πρωταγωνιστής, μ’ ένα πριόνι.
Φοράει ντενεκεδένιο στέμμα κι ένα ζευγάρι παρωπίδες
ραντίζει με αίμα τις πέτρινες κερκίδες
κάνοντας το τοπίο να μεγαλώσει.

Ωχ, πηδώ χοροπηδώ
κι έχω ένα τσίρκο ηλεκτρικό
μες στο μυαλό μου
μες στο μυαλό μου που έχει όρια
και μια ελευθερία ζόρικια
αλίμονο μου.

Φίδι πίθηκος κι αϊτός
με το δείπνο το μεγάλο
θα τελειώσουμε το μπάλλο
φίδι πίθηκος κι αϊτός.
Αεω, αεηου
Ελευθερία ή θάνατος
ο κόσμος είν’ αδιάβατος
κι ο χορός μου κάνει κύκλο
και με κλείνει από παντού.

Ήρθαν γύρω από την κρήνη
ένα τσούρμο θεατρίνοι
πήγα να τους δω κι εγώ
κι είδα μόνο τον αρχηγό τους
ματωμένο ξαπλωμένο
μες στο έρημο χωριό.

Σε τούτα τα Βαλκάνια σε τούτον τον αιώνα
συνάντησα τους φίλους μου μια νύχτα του χειμώνα,

Καθόντουσαν αμίλητοι σε κάτι βράχια
και σαν με είδαν νά ’ρχομαι γουρλώσανε τα μάτια,

Γιατί όλο τούτο τον καιρό μ’ είχαν για πεθαμένο
και πίνανε γλυκό κρασί ψωμάκι σιταρένιο.

Κι αφού με καλωσόρισαν κι αφού με βαρεθήκαν
κατάλαβαν την φάρσα μου και μ’ αρνηθήκαν.

Άσε τα θαύματα την μάσκα πέταξε
Εδώ είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε-γέλασε.

Μοιράζω το ψωμί σας δίνω το παγούρι
στα μάτια σας κοιτάζω και λέω ένα τραγούδι.

Και το τραγούδι λέει πως παίρνω την ευθύνη
πως είμαι αρχηγός σ’ αυτό το πανηγύρι.

***

Το βρώμικο ψωμί
Διονύσης Σαββόπουλος
1972

Κάθε νέος δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου ήταν είδηση. Από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του η κάθε του δημιουργία αποτελεί αντικείμενο συζήτησης. Είναι πια ανάμεσα στους πρώτους και ο μοναδικός που κομίζει τον ρόλο του τραγουδοποιού, με όλη τη σημασία της λέξεως. Του ανθρώπου που παρακολουθεί από κοντά την καθημερινότητα και τη μεταφέρει με το μοναδικό και ανεπανάληπτο ποιητικό του τρόπο.

Ο Σαββόπουλος είναι ο ποιητής της μεταπολεμικής Ελλάδας. Είναι ο κριτής και ο θαυμαστής της. Στην ελλαδική παράγκα στήνει το δικό του σπίτι. Τους δικούς του προβληματισμούς. Τα αδιέξοδα, τις αγωνίες του μα και την αισιοδοξία του.

Το φορτηγό αποτέλεσε το δίσκο έκπληξη. Το περιβόλι του τρελού ήταν η εξηλεκτρισμένη απόπειρα άρθρωσης ενός λόγου που συναγελαζόταν με την επαρχία. Ο Μπάλλος ήταν ο πρώτος έθνικ/ροκ δίσκος της Ελλάδος. Το Βρώμικο Ψωμί ήταν ο πρώτος ολοκληρωμένος ελληνικός Ροκ δίσκος. Με άποψη, εκπλήξεις, πρωτοτυπίες, πάθος, δύναμη και πάνω απ’ όλα «προφητικός». Είναι ο δίσκος που μέχρι σήμερα όλα τα νέα παιδιά που αγαπούν το Ροκ θαυμάζουν.

Η Μαύρη Θάλασσα, αυτή η επιβλητική σύνθεση, ήταν η πιο ολοκληρωμένη τραγουδιστική και στιχουργική  μεταφορά του βαλκανικού τοπίου στη μουσική. Ένα τραγούδι που σκιαγραφούσε και μετέφερε όλη την εκρηκτική κατάσταση των Βαλκανίων. Ένα τραγούδι ανεξάντλητο σε ποίηση και ιστορία.

Τα άλλα καθόλου δεν υστερούσαν: Έλσα σε φοβάμαι, Άγγελος Εξάγγελος, Τραγούδι, Ζεϊμπέκικο, Ολαρία Ολαρά, Το μωρό,  Η Δημοσθένους λέξη.

Ιδιαιτέρως όμως θα πρέπει να σταθούμε στο τραγούδι Ζεϊμπέκικο, το οποίο θεωρώ ότι είναι ένα από τα καλύτερα τραγούδια που έγραψε ο Σαββόπουλος.

Με το ζεϊμπέκικο ξεδιπλώνεται όλη η περιπέτεια του ξεριζωμένου και λαβωμένου  ελληνισμού και παράλληλα εκείνη η υπόγεια ψυχική μέθεξη και δύναμη για ζωή και συνέχεια.  Είναι ένα τραγούδι συγκλονιστικό που θα έπρεπε να διδάσκεται εσαεί στα σχολεία μας. Είναι ένα τραγούδι που άφησε μια για πάντα το φοβερό στίχο  «σε αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί, κι οι πόθοι τους ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή».

Ζεϊμπέκικο
Διονύσης Σαββόπουλος
401 αγωνία για ηλεκτροσόκ.
Νεκροζώντανοι στο Κύτταρο.
Σκηνές ροκ.
Φωτογραφία με την Μπέλλου.

Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια
και με τους φίλους τους παλιούς
τριγυρνάμε στα σκοτάδια
κι όμως εσύ δε μας ακούς

Δε μας ακούς που τραγουδάμε
με φωνές ηλεκτρικές
μες στις υπόγειες στοές
ώσπου οι τροχιές μας συναντάνε
τις βασικές σου τις αρχές

Ο πατέρας μου ο Μπάτης
(Απρόσιτη μητέρα μορφή από χώμα και ουρανό)
ήρθε απ’ τη Σμύρνη το `22
( θα χαθώ απ’ τα μάτια σου τα δυο)
κι έζησε πενήντα χρόνια (μες στον κόσμο)
σ’ ένα κατώι μυστικό
(σαν πρόσφυγας σ’ ένα κατώι μυστικό)

Σ’ αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε
(αν αγαπούνε)
τρώνε βρωμικο ψωμί
(τρώνε βρωμικο ψωμί)
(του λόγου σου οι πιστοί)
κι οι πόθοι τούς ακολουθούνε
(κι οι πόθοι τούς ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή)
υπόγεια διαδρομή

Χθες το βράδυ είδα ένα φίλο
σαν ξωτικό να τριγυρνά
πάνω στη μοτοσικλέτα
και πίσω τρέχανε σκυλιά

Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα
βάλε στα ρούχα σου φωτιά (σαν τον Μάρκο)
βάλε στα όργανα φωτιά ( βάλε στα όργανα φωτιά)
να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα
(να κλείσει η λαβωματιά να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα)
η τρομερή μας η λαλιά
(η τρομερή μας η λαλιά)

***

10 Χρόνια Κομμάτια
Διονύσης Σαββόπουλος
1975

Αν προσπαθούσα να καταρτίσω έναν κατάλογο με τους πλέον υπόγειους, μινιμαλιστικούς και δυναμικούς δίσκους της ελληνικής δισκογραφίας, θα έβαζα στην κορυφή τον δίσκο 10 Χρόνια Κομμάτια. Δίσκος ακατέργαστος και αψεγάδιαστος από κάθε άποψη. Ο Σαββόπουλος κλείνοντας μια μουσική δεκαετία, μετά την πτώση της Χούντας, παίρνει κομμάτια από την περίοδο 1964-67,  τα οποία δεν δισκογραφήθηκαν λόγω του ότι κόπηκαν από τη λογοκρισία της εποχής, αλλά πολλοί τα ήξεραν αφού παίζονταν στις διάφορες μπουάτ της Πλάκας, αλλά και κομμάτια που ηχογράφησε σε διάφορους δίσκους, αλλά υπέστησαν αλλοιώσεις ένεκα της λογοκρισίας. Με άλλα λόγια δισκογραφεί  ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις  που έγιναν με ένα απλό ΑΚΑΙ σε διάφορα δωμάτια, ξενοδοχεία και κέντρα που εμφανιζόταν, αλλά και διάφορες πρόζες. Και με αυτόν τον τρόπο, προσφέρει στον κόσμο  έναν δίσκο με μεγαλειώδης στιγμές μιας παραγκόβιας μουσικής που η δύναμη της είναι η αλήθεια που κουβαλά, ο ψυχισμός του καλλιτέχνη και ο στίχος. Ένας ασύλληπτος εμβόλιμα ποιητικός στίχος που μέχρι σήμερα παραμένει κορυφαίος. Κανένα, μα κανένα τραγούδι δεν υστερεί. Όλος ο δίσκος θα είναι ένα κόσμημα αισθητικής για όσο υπάρχει ελληνική μουσική. Η Δόμνα Σαμίου (την οποία πρώτος ο Σαββόπουλος συστήνει στους φοιτητές και τους νέους) λέει μαζί με τον Σαββόπουλο έναν καρσιλαμά υπέροχο σε ποίηση Ντίνου Χριστιανόπουλου και η Σωτηρία Μπέλλου λέει το Ζεϊμπέκικο.  Για τον κορυφαίο δίσκο αυτό έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί χιλιάδες λέξεις. Κάθε τραγούδι του δίσκου αυτού εικονίζει τη βαθύτερη Ελλάδα, το βαθύτερο υπαρξιακό ζητούμενο του  στραπατσαρισμένου από τις ιδεολογίες και την πολιτική  Έλληνα για εύρεση ενός μεγαλύτερου νοήματος. Τα τραγούδια του δίσκου που παραμένουν μέχρι σήμερα επίκαιρα είναι :  Οι Δεκαπέντε, Η Παράγκα Α + Β, Το θηρίο, Σωματική ανάγκη, Μια θάλασσα μικρή, Στη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ, Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας, Η δοκιμή, Σημείωμα, Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη, Θεία Μάνου, Σύρμα, Ολαρία ολαρά, Ζεϊμπέκικο, Σαν τον Καραγκιόζη, Επέτειος.

Η Παράγκα
Διονύσης Σαββόπουλος
Όπου κοιτάζω να κοιτάζεις
όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα
παράγκα, παράγκα, παράγκα του χειμώνα
κι εσύ μιλάς ακόμα

Ο λαός, ο λαός στα πεζοδρόμια
κουλούρια μοιράζει και λαχεία
κοπάδια, κοπάδια, κοπάδια στα υπουργεία
αιτήσεις για τη Γερμανία

Κυράδες, φιλάνθρωποι παπάδες
εργολαβίες, ψαλμωδίες και καντάδες
Η Ευανθούλα κλαίει πριν να κοιμηθεί
την παρθενιά της βγάζει στο σφυρί

Στα γήπεδα η Ελλάδα αναστενάζει
στα καφενεία τσιγάρο, καλαμπούρι και χαρτί
Στέκει στο περίπτερο διαβάζει
φυλλάδες με μιάμιση δραχμή

Όχι, όχι αυτό δεν είναι τραγούδι
Είναι η τρύπια στέγη μιας παράγκας
Είναι η γόπα που μάζεψε ένας μάγκας
Κι ο χαφιές που μας ακολουθεί.

***

Happy Day
Διονύσης Σαββόπουλος
1976

Το  Happy Day είναι ο πρώτος δίσκος μουσικής που τολμά  να μιλήσει για την έλλειψη συγνώμης και μετάνοιας, το αμάρτημα της  μετεμφυλιακής Ελλάδας που συντηρούσαν σιωπηλά μέσα τους  οι «ηττημένοι» και οι «νικητές». Ο Σαββόπουλος απεγκλωβισμένος από «Προδοσίες και ψευτιές και μουρλές πολιτικές», αριστερές και δεξιές, αφουγκράζεται τον άνθρωπο της Μακρονήσου και τον τραγουδά μ’ ένα απίστευτό τρόπο λέγοντας  «Όποιος λύγισε εκεί, λέω για πάντα έχει σωθεί, όχι που είναι στη ζωή, μα που υπόφερε πολύ».

Ο Σαββόπουλος αποδεχόμενος την πρόταση του Παντελή Βούλγαρη να γράψει μουσική για την ταινία του, δύο μήνες μετά το φιλμάρισμα κλείνεται στον στρατώνα και αντιλαμβάνεται ότι «ο χώρος αυτός δεν είναι του παρελθόντος, αλλά του παρόντος και μας σκάβει το λάκκο…» Αντιλαμβάνεται ότι «Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μουσικές ή φιλμ, έχουμε να ελευθερώσουμε αυτόν που ούτε πέθανε ούτε άντεξε άλλο, να κάνουμε τη γιορτή κουρέλλα….» Και ο Σαββόπουλος κάνει κουρέλλα τη μουσική επένδυση της ταινίας με κεντρικό πρόσωπο τον άνθρωπο που ζει και δεν ζει υπό το βάρος μιας απάνθρωπης πραγματικότητας. Εκεί που το σκότωμα της μύγας ήταν έπαινος για καλύτερη μεταχείριση. Η γιορτή που στήνει Σαββόπουλος είναι το συνεχόμενο κιτς της μετεμφυλιακής Ελλάδος που μέσα στην αμετανοησία της,  ζητά λίγο απ’ όλα. Λαϊκά, ρετρό, χολιγουντιανά ελαφρά τραγούδια, πατριωτικά και οτιδήποτε  μπορεί να στηθεί σε ένα σκηνικό θανάτου. Μια Μακρόνησο ιδεολογική που συντηρείται για να προκόβουν οι «βρικόλακες».  Ο Σαββόπουλος πήρε το βραβείο μουσικής στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1976, αλλά αρνήθηκε να το παραλάβει και αντί αυτού τους έπαιξε ζωντανά το Σχόλιο,  ένα από τα συγκλονιστικότερα στιχουργήματα του.

Σχόλιο
Διονύσης Σαββόπουλος
Δεν έχει τι, δεν έχει πώς
Της ταινίας μας το φως
Μια κηλίδα μόνο σκάει
Και το καίει και το γυρνάει
Την ελένε Μακρονήσι
Ο λαός έχει νικήσει
Σκάει αλυσιδωτός

Μες το αίμα του παντός
Προδοσίες και ψευτιές
Και μουρλές πολιτικές
Όποιος λύγισε εκεί
Λέω για πάντα έχει σωθεί
Όχι που είναι στη ζωή
Μα που υπόφερε πολύ

Τέτοιο φως που αιμορραγεί
Θέλω να αναστηθεί
Με το τι και με το πώς
Σαν καρκίνος θα με τρως
Ξέρω ανθρώπους σαν και σας
Που μου λεν μην τα ρωτάς

Γύρω στο ’48
Πέρασα από ’κεί και ’γώ
Ήταν μέρες φοβερές
Η Μακρόνησος που λες
Κι όμως τώρα που κι εγώ είμαι κει
Μες το φιλμ του Παντελή
Νιώθω πρώτη μου φορά
Τι σημαίνουν όλα αυτά

Νιώθω άλλος κι άλλη μια
Χαιρετώ με την γροθιά
Δεν έχει τι, δεν έχει που
Στις οθόνες του λαού

***

Αχαρνής
Διονύσης Σαββόπουλος
1977

Δεν γνωρίζω πιο «αναρχικό» από κάθε άποψη πρόσωπο στο ελληνικό τραγούδι από τον Δικαιόπολι του Διονύση Σαββόπουλου. Ο συντηρητικός αυτός κωμικός ήρωας του Αριστοφάνη στα χέρια του Σαββόπουλου μεταμορφώνεται σ’ ένα διαχρονικό επαίτη της ελευθερίας, σαν οικουμενικός Καραγκιόζης που διακωμωδεί τα πάντα και ασυμβίβαστος από κάθε μορφή εξουσίας φτάνει στο σημείο να λιθοβολεί και τον ίδιον του τον εαυτόν. Ούτε τη δική του εξουσία δεν αντέχει ο Δικαιοπολις του Διονύση.

Ο Σαββόπουλος με το έργο του αυτό –γιατί οι «Αχαρνής» του Αριστοφάνη ήταν απλώς η αφορμή- καταγράφει στην ελληνική δισκογραφία ένα θεατρικο-μουσικό δρώμενο τόσο στέρεο και απτό που ούτε στιγμή δεν κάνει κοιλιά, αφού όσες φορές κι αν το ακούσεις είναι σαν να το ακούς για πρώτη φόρα.

Η ιστορία όμως των Αχαρνών του Σαββόπουλου ξεκινά από πιο πριν. Συγκεκριμένα ο Κάρολος Κουν ζήτησε από τον Διονύση να γράψει τη μουσική πάνω στα χορικά του Αριστοφάνη και ο Σαββόπουλος έγραψε μουσική και λόγια, «όχι από φιλοδοξία» όπως λέει, αλλά γιατί «δεν μπορεί να γράφει μουσική, χωρίς να γράφει και τα λόγια». Ο Κουν απέρριψε τη «σαββοπούλεια» εκδοχή των Αχαρνών και έτσι το έργο ανέβηκε από τον ίδιο τον Σαββόπουλο το Χειμώνα ’76- 77 στην Πλάκα και τάραξε τα θεατρικά τεκταινόμενα της χρονιάς.

Η δύναμη του έργου εντοπίζεται και πάλι στους χυμώδης και ευφάνταστους διάλογους, στίχους, αφηγήσεις και χορικά που έγραψε ο Σαββόπουλος, ο οποίος χρησιμοποιώντας όλο το φάσμα της ελληνικής μουσικής παράδοσης τα στήριξε με καταπληκτικές μελωδίες. Μαζί του επί σκηνής και πολλοί άνθρωποι όπως οι Πατσιφάς, Μπουλάς, Παπάζογλου, Τανάγρη, Ρασούλης, Ζιώγαλας, Κατσιμίχας κλπ

Οι Αχαρνής του Σαββόπουλου είναι το πλέον αντισυμβατικό, ειρηνικό και αντιπολεμικό μουσικό έργο στην ελληνική δισκογραφία, από κάθε έννοια.

Ιαμβική Σκηνή
 Δικαιόπολις-Λάμαχος
Λ: Εσύ, φέρε τις αλλαξιές της εκστρατείας
Δ: Κι εσύ την αλλαγή της ιστορίας
Λ: Έλα και τύλιξε τα ατομικά μου είδη
Δ: Έχω γουβέτσια ατομικά κάνε παιχνίδι
Λ: Δειλέ! Σταματά να ειρωνεύεσαι τον κλάδο μου
Δ: Λυγούρη, σταμάτα να ματιάζεις το στιφάδο μου
Λ: Έτσι
Δ: Κοκορέτσι
Λ: Φορώ τα εξαρτήματα, την πανοπλία
Δ: Κρατώ το τρύπιο κύπελλο, την ουτοπία
Λ: Μ’ αυτήν περνώ το αιμάτινο ποτάμι των
εχθρών που πέφτουν σκοτωμένοι
Δ: Κι αυτό είναι το σκαρί μου ως τη μεγάλη
τράπεζα τη φωταγωγημένη
Λ: Σήκωσε την ασπίδα για ομπρέλα αποχωρούμε.
Αχ! χιονίζει, χειμέρια τα πράγματα
Δ: Σήκωσε το μεγάλο δείπνο ν’ ανοιχτούμε.
Ναι! χιονίζει, αρχίζουνε τα θαύματα

***

Η Ρεζέρβα
Διονύσης Σαββόπουλος
1979

Ο Διονύσης Σαββόπουλος το 1979  αποφασίζει να φωτογραφηθεί  σ’ ένα σικάτο μπαράκι με χαμηλούς φωτισμούς, για το εξώφυλλο του νέου του διπλού δίσκου κάτω από τον τίτλο «Η Ρεζέρβα». Ένα τίτλο που όλους μας παραπέμπει σε κάθε τι που φυλάσσεται για μελλοντική χρήση. Στο απόθεμα. Στον ανταλλακτικό «τροχό» του αυτοκινήτου μας. Τι υπονοεί άραγε ο Σαββόπουλος; Ότι τα τραγούδια αυτά δεν ήταν εφάμιλλα των προηγουμένων και τα είχε εκεί για να τα βγάλει σε ώρα αδιέξοδη… Σε ώρα που ο καλλιτέχνης «δεν ξέρει τι να παίξει στα παιδιά, μα και στους μεγάλους». Κι όμως τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ισχύουν. Η Ρεζέρβα είναι ο επαγγελματικός δίσκος του Διονύση από άποψη οργανοπαικτών και ενορχήστρωσης. Ήταν κατά κάποιον τρόπο το φινάλε μιας μεγαλειώδους πορείας και το άνοιγμα προς μια νέα περίοδο που θα μας επιφύλασσε πολλές ανατροπές, αναθεωρήσεις, εκπλήξεις, απογοητεύσεις, σκανδαλισμούς κ.λπ. Ο Σαββόπουλος ώριμος πια αφήνει στην άκρη την αισθητική των Βαλκανίων και το Ροκ, την παραμυθία της κυράς Μάρως και την καπατσοσύνη του Καραϊσκάκη (Τσε Γκουεβάρα) και αποφασίζει να ασχοληθεί με την τωρινή Ελλάδα. Αυτή που βλέπει και ζει και όχι με αυτήν που θα ήθελε ο ίδιος να είναι.

Η Ρεζέρβα δεν ασχολείται με τη νοσταλγία και το ρομαντισμό, άλλ’ ούτε και με τις γενικόλογες απόψεις των «προοδευτικών» του στυλ να φτιάξουμε ένα κόσμο καλύτερο. Τα τραγούδια της Ρεζέρβας μιλούν για την Ελλάδα των μικροαστών –αριστερών και δεξιών. Μιλούν για την Ελλάδα που μοιάζει με γελάδα και γλώσσα τυφλή στη γεωγραφία. Μιλά για την καθημερινότητα του Έλληνα που αθόρυβα συνεχίζει να ζει στο υπόγειο νησί του δημιουργώντας, αλλά και του Έλληνα που πιθηκίζει μιμούμενος ένα τρόπο ζωής που δεν του πάει. Ο Σαββόπουλος ως καλλιτέχνης πολιτεύεται και συνάμα ξενιτεύεται με όχημα τη δική του ελευθεριότητα που δεν μετριέται με κουκιά και χειροκροτήματα. Η Ρεζέρβα είναι το μεγαλειώδες στοίχημα του Σαββόπουλου με το χρόνο και τον εαυτόν του. Είναι το βύθισμα του δώδεκα παρά πέντε πριν μας πει την τελευταία του λέξη. Στην πραγματικότητα είναι ο δικός του ζεϊμπέκικος χορός, όπως το 20λέπτο Ζεϊμπέκικο του Νίκου που κάθε υποκριτική κοινωνία δεν αντέχει. Τα τραγούδια του δίσκου είναι: Πρωινό, Για την Κύπρο, Πολιτευτής, Γεννήθηκα στη Σαλονίκη, Για τα Παιδιά που’ ναι στο κόμμα, Για τον σοσιαλισμό, Μικρή Ελλάδα, Κανονάκι, Τι έπαιξα στο Λαύριο, Μακρύ Ζειμπέκικο για τον Νίκο, Πειρατής, Οι εκλογές Μαντινάδα, Άσπα, Αουντουαντάρια.

Για την Κύπρο
Διονύσης Σαββόπουλος
Σ’ αυτό το σχήμα που ξεβάφει αίμα και δάκρυ
δεν έχει τίποτ’ ακριβό να παραδώσεις
μον’ τη φλογίτσα που τσιρίζει στις κλειδώσεις
και κάνα φράγκο στο κουτό που ’ναι στην άκρη

Δεν είν’ οικόπεδο που το καταπατούνε
ούτε και μούρλα εθνική που επιστρέφει
είναι η Κύπρος που οι κουφάλες τη μισούνε
και η ανάγκη μας που όνομα δεν έχει

Κι αν λέω ψέματα κι αν λέω παραμύθια
κι η ζητιανιά τα δυο χεράκια μου στραβώνει
μην με μαλώνεις μόνο δώσε μια βοήθεια
το άδειο μας πρόσωπο η Κύπρος το πληρώνει

Και γιατί και γιατί δεν μας το λες
μόνο βγαίνεις στον κόσμο
όλο κλάψες και ψευτιές

***

Τραπεζάκια Έξω
Διονύσης Σαββόπουλος

1983 και ο Σαββόπουλος βγάζει τα τραπεζάκια του έξω. Βάζει «ωράριο εργασίας» και εκεί που λέει «τελείωσα, τραγούδια πια δεν βρίσκω» βγάζει «καινούργιο δίσκο»… Την ώρα που η «Αθήνα κάτω άναψε σαν ούφο» και «δέσμες φως» φανερώνουν  των ανθρώπων τις χαρές και τις λύπες που αιώνες τώρα γυροφέρνουν στις φτωχογειτονιές και τα πανηγύρια. Ο Σαββόπουλος όμως δεν μένει στην επιφάνεια, αλλά αφουγκράζεται και ψυχορραγεί μαζί με τον «τρελαμένο» χουλιγκάνο, φωνάζοντας ότι «δίχως το καθρέφτισμα» εκείνου, «είμαστε φρικτοί». Χτυπώντας στα ίσα την υποκρισία όλων ημών των «ψόφιων θεατών», που ηδονιζόμαστε με το θέαμα απλωμένοι στα σαλόνια και που αρνούμαστε να ακούσουμε την ψυχή που μέσα από τη σπασμένη βιτρίνα του φαρμακείου φωνάζει «αναγνώστη βοήθεια». Λέγοντας μας να ακολουθήσουμε «το παιδί φρικιό» και «όλα τα αδέσποτα» της πόλης που βρίσκουν ρυθμό και νόημα μες στο σπίτι που αγνοούσαμε και περιφρονούσαμε. Εξαιρέτως  τώρα που  ευτυχώς «όλες οι γραμμές μας στραβωθήκαν και αποτύχαν» και επιτέλους μπορούμε να διακρίνουμε την ομορφιά μες στα «άθλια χωριουδάκια» της ασυνάρτητης επαρχίας. Όχι για τίποτα άλλο, αλλά για να βρει «το όνειρο μας φως και τρυφεράδα» στον αέναο κυκλωτικό χορό, ξορκίζοντας τη μιζέρια από τον τόπο και ημερεύοντας αυτούς που «ούτε στους γέρους τους δεν μπορούν να μοιάσουν». Προσθέτοντας «άλλα δέκα χρόνια» ζωής κόντρα στα πολιτικο-ιδεολογικά συμπλέγματα «προοδευτισμού». Για να μπορέσουμε να τραγουδήσουμε, χωρίς ντροπή,  αντάμα με τον επαρχιώτη στη Ομόνοια ζήτω η Ελλάδα και κάθε τι μοναχικό… Kι είτε με τις αρχαιότητες είτε με ορθοδοξία των Eλλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλο γαλαξία. Τα τραπεζάκι που έβγαλε ο Σαββόπουλος, ήταν η άλλος ο Ελληνισμός που για αιώνες τρέφεται από την πίστη την Ορθόδοξη και έναν τρόπο μυστικό χωρίς φωνές και φανφάρες. Είναι ο δίσκος που θα τον απαξιώσουν οι σύντροφοί του και όσοι νόμιζαν ότι ήταν δικός τους… Είναι ο δίσκος που θα τραγουδήσει όλη η Ελλάδα, αλλά και ο δίσκος που θα κατηγορηθεί από την αριστερά ως «νέο-ορθόδοξος» αφού μαζί με άλλους συνοδοιπόρους του (Γιανναρά,  Ράµφο, Μοσκώφ, Ζουράρι, Νέλλα κ.λπ. ) προσπαθούν να φέρουν τον «νεορθόδοξο σκοταδισμό» δηλαδή τον σκοταδισμό της χριστιανικής πίστης, την ώρα που οι κατηγορούμενοι ουδέποτε υπήρξαν κίνημα ή κάποια ομάδα με στόχους και πλάνο, απλώς ως διανοούμενοι, κάποιοι πρώην αριστεροί και κάποιοι θεολόγοι μιλούσαν περισσότερο φιλοσοφικά για έναν τρόπο ζωής κοινοτικό, την παράδοση, την Ορθοδοξία, την ελληνική ταυτότητα  και ασκούσαν κριτική στον ευρωπαϊκό διαφωτισμό με μια άλλη γλώσσα που μπέρδευε τους ιδεολόγους της αριστεράς και τους ανθρώπους που πίστευαν στον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής…

Μυστικό Τοπίο
Δ. Σαββόπουλος
Σαν το παράπονο στη φράση εδώ και τώρα
σαν το σπασμένο φαρμακείο στις δύο η ώρα
σαν το καμένο το γήπεδο
σαν το αμόκ της μηχανής σου
μέσα απ’ της βιτρίνας τα θρύψαλα
ακούω την ψυχή σου.

Κι όπως σ’ ένα τοπίο μυστικό
αντικριστά στο κήτος
έτσι μια ευλογία που αγνοώ
με κρατάει
στο δικό σου το μήκος.

Μου ’στείλαν μηνύματα οι βιαστικοί σου οι νάνοι
απ’ το παραλήρημα της χώρας σου που αυξάνει
τρεις και μισή ξημερώματα
σαν διαδήλωση που πήζει
μαύρο γυαλί δίχως πρόσωπο
και ξαφνικά ραγίζει.

Και στου σκοτωμένου τον σφυγμό
στο φλας του ασθενοφόρου
καθρεφτίζει κάτι απ’ την ηχώ του Θεού
στον βυθό του Εωσφόρου.

Οι ρυθμοί μου λύσσαξαν μα δεν κρατούν τον ήχο
της μοναξιάς σου όταν κλαις και κτυπάς τον τοίχο
μες στης αυγής το μισόφωτο
σβήνω μίλια γραμμένης ύλης
να ’βρεις τη σελίδα κατάλευκη
να μπεις και ν’ ανατείλεις.

Μ’ ένα παρανάλωμα παντού
στη θεϊκή σου αλήθεια
σαν φωτογραφία ενός παιδιού
που μου λέει
αναγνώστη βοήθεια.

Θύρα 7 και θύρα κάτω από τις ερπύστριες
όλα διαβήκαν απ’ τις γλώσσες τις στραγγαλίστριες
κι όμως εγώ σ’ αφουγκράστηκα
σαν λεξούλα ενός αγνώστου
κι όχι σαν μέρος του λόγου τους
και του δικού τους πόστου.

Για να σ’ αγκαλιάσω με καημό
και τόσο να σε νοιώσω
όσο είναι τοπίο μυστικό
τούτο δω
που ποθώ ν’ αποδώσω.

***

20 χρόνια δρόμος
Διονύσης Σαββόπουλος
1983

Το 1983 κυκλοφορεί ο πρώτος ζωντανός δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου που έφερε τον τίτλο «20 χρόνια δρόμος». Ο δίσκος περιείχε ηχητικά αποσπάσματα από τις συναυλίες που έδωσε στο Παλαί ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης και στο Ολυμπιακό Στάδιο, όπου για πρώτη φορά 80000 κόσμος μαζεύτηκε για να ακούσει τον Σαββόπουλο. Έναν Σαββόπουλο ανανεωμένο με σαφή ελληνοκεντρικό προσανατολισμό, όπως τους συστήθηκε μέσα από τον δίσκο «Τραπεζάκια Έξω» που κυκλοφόρησε λίγους μήνες πριν. Έτσι εκείνη τη βραδιά στο Ολυμπιακό Στάδιο κανένας δεν ενδιαφερόταν για το τι πρέσβευε ο διπλανός του ή που ανήκε πολιτικά, αλλά το πλήθος μαζεύτηκε για να γιορτάσει μαζί μ’  έναν άνθρωπο που ήξερε να στήνει πανηγύρια χαράς και αισιοδοξίας, έστω κι αν δεν τον είχε συνηθίσει το κοινό του να πρωταγωνιστεί σε τέτοια  μεγαλεπήβολα έργα. Τη βραδιά εκείνη δεν πήγαν όλα όπως τα ήθελε ο Διονύσης, όπως το παραδέχθηκε και ο ίδιος αργότερα, αφού σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας βρισκόταν σε αμηχανία. Στην ιστορία θα μείνει η προσγείωση του με αερόστατο στο στάδιο, που αργότερα έγινε αντικείμενο αυτοκριτικής από τον ίδιο. Παρόλα αυτά, ο δίσκος «20 χρόνια δρόμος» παραμένει ένα ντοκουμέντο δικαίωσης των κόπων και των αγωνιών του Σαββόπουλου από 80000 ανθρώπους. Τα τραγούδια του δίσκου είναι: Παραμυθάκι, Τι έπαιξα στο Λαύριο, Τον χειμώνα ετούτο, Μην μιλάς άλλο γι’ αγάπη, Είδα την Άννα κάποτε, Τσάμικο, Σαν τον Καραγκιόζη, Άγγελος εξάγγελος, Παράγκα, Στη συγκέντρωση της Ε.Φ.Ε.Ε., Μπάλλος, Η Συνεφούλα, Ήλιε ήλιε αρχηγέ, Ας κρατήσουν οι χοροί, Λα-λα-λα.

Λα-Λα-Λα
Διονύσης Σαββόπουλος
Πέσανε να μας φαν απ’ τον Απρίλιο
Πως το ανεβάσαμε ως εδώ

Τώρα το σκαλίζω στο βινύλιο
Σαν τους ναυτικούς και το πουλώ

Μετά τον ήχο η σιωπή
Του δίσκου μόνο οι τριγμοί

Και στο ατέρμονο αυλάκι
Είκοσι χρόνια μαζί

Και συνεχίζουμε εν πλω
Κοιτώντας πίσω τον αφρό

Ώσπου η ζωή να βασιλέψει
Εγώ θα σ’ αγαπώ

***

Το Κούρεμα
Διονύσης Σαββόπουλος
1989

Με τα «Τραπεζάκια Έξω» ο Σαββόπουλος εξέπληξε τους πάντες, αλλά δεν τους σόκαρε. Η στροφή του προς αναζήτηση του βαθύτερου νοήματος της ζωής μέσα από την τέχνη του και η συνάντηση του με την Ορθοδοξία, αλλά και το ψάξιμο μιας άλλης ελληνικότητας έξω από τον ελλαδισμό μπορεί να ξένισε μερικούς «προοδευτικούς», αλλά η πλειοψηφία του κόσμου ακόμα χόρευε στους ρυθμούς του καλαματιανού χορού του.

Στα επόμενα 5 χρόνια ο Διονύσης άλλους εξέπληττε και άλλους θύμωνε που τον έβλεπαν να μετέχει σε διάφορα καλλιτεχνικά δρώμενα. Τηλεοπτική εκπομπή «Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι», συνεργασία με Χατζιδάκι, κυκλοφορία δίσκων κ.λπ.», και λίγο πολύ παράμενε στο απυρόβλητο αυτός και οι επιλογές του.

Και εκεί που όλα κυλούσαν μες στην αιθάλη,  αίφνης εμφανίζεται στις βιτρίνες των δισκοπωλείων ξυρισμένος με μια μούρη καλοαναθρεμμένου βουτυρόπαιδου να σε κοιτά κάπως χαζά και  στο εξώφυλλο του δίσκου να γράφει «Το Κούρεμα»!  Και πριν προλάβει να κυκλοφορήσει ο δίσκος, έγινε το σώσε. Σύμπασα η «προοδευτική» αριστερά του την πέφτει αγρίως. Ο Σαββόπουλος βάλλεται από παντού γιατί «πρόδωσε»  τα πιστεύω της γενιάς του! Είναι ο Ιούδας που πούλησε τις αριστερές ιδέες του για τριάντα αργύρια. Είναι ο συντηρητικός που συναγελάζεται ολημερίς με την επάρατη δεξιά του Μητσοτάκη κ.λπ. Αυτός όμως αγέρωχος τους προκαλούσε λέγοντας τους  ότι εδώ δεν ήλθαμε για να γελάσουμε (Μην Περιμένετε Αστειάκια). Τους τραγουδούσε για τη σχέση ανδρός και γυναικός με ένα περίεργο αντιφατικό συλλογισμό, λέγοντας τους ότι ο άντρας και η γυναίκα δεν είναι ίσοι, γιατί η γυναίκα είναι ανώτερη (Ο Άντρας Και Η Γυναίκα Δεν Είναι Ίσοι). Κρατώντας στο χέρι το νυστέρι χειρουργούσε βαθύτατα τη νυχτωμένη αριστερά μιλώντας για την αποτυχία της ( Η Αποτυχία Της Αριστεράς). Μ’ ένα χαρισματικό τρόπο αυτοσαρκαζόταν και σάρκαζε την ουτοπία των Ελλήνων εκδρομέων της δεκαετίας του ’60 (Εμείς Του 60), που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο χωρίς οι ίδιοι να αλλάξουν τον εαυτόν τους.  Ξεσηκώνει όλους τους Έλληνες εναντίον του, καθότι δεν αντέχουν τις πικρές αλήθειες που τους εκστομίζει για την ομφαλοσκόπηση του «αθηναϊκού κρατιδίου» ονομάζοντας τους (Κωλοέλληνες). Ανάβει τα αίματα δηλώνοντας ότι ο Μητσοτάκης είναι καλύτερος «υδραυλικός» από τον Παπαντρέου (Το Μητσοτάκ).  Απολογείται για το τρελόχαρτο που τον απάλλαξε από το στρατό και εύχεται με τη στράτευση του γιου του να σβήσει αυτό το μίασμα που βαραίνει την οικογένεια του (Ο Γιος Μου Πάει Στο Στρατό). Τέλος, αφού περνά η καταιγίδα κάθεται με ήσυχη τη συνείδηση του με μια φέτα δροσερό καρπούζι και γράφει το ποιητικότερο και καλύτερο τραγούδι που γράφτηκε ποτέ στην ελληνική δισκογραφία για το Καλοκαίρι.

Όλα αυτά ο κουρεμένος Σαββόπουλος τα πλήρωσε πολύ ακριβά, αφού για χρόνια σαν κυνηγημένος έπαιζε σε μαγαζιά άδεια και από παντού δεχόταν κριτικές, κι ας ήταν αυτός που πριν από λίγα  χρόνια είχε μαζέψει σχεδόν 100000 κόσμο στο Ολυμπιακό Στάδιο. Τελικά, όπως όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες έτσι και ο Σαββόπουλος άντεξε  γιατί  ήξερε ότι τα τραγούδια του έλεγαν και πάλι την αλήθεια, έστω κι αν η πλειοψηφία των «προοδευτικών» αρνιόταν να την αφουγκραστεί για ένα πουκάμισο αδειανό.

Εμείς, του `60
Διονύσης Σαββόπουλος 

 Εμείς, του `60 οι εκδρομείς,
απόμακροι εξ αρχής
εκτός παραδομένου κόσμου εμείς,
ανήλικοι διαρκώς,
μα κι απ’ το καθεστώς
αμόλυντοι ευτυχώς, εμείς.

Εμείς, μιας δίψυχης ωδής
παράλογα ανοιχτής,
με συμπεριφορές ανατροπής,
και της βαθιάς μας ζωής
της συντηρητικής,
εμείς οι εκκρεμείς.

Χρονιές, με αίμα και φωτιές
και Χούντας κι Ιουλιανές,
και της μεταπολίτευσης φωνές,
αυτού του συρφετού,
του δημοκρατικού
του νέου εγωισμού, εμείς.

Εμείς, υπόγειας διαδρομής,
το `83 παχείς,
με “Τραπεζάκια Έξω” ευτυχείς,
σε κύμα ξαφνικό, στο “Ολυμπιακό”,
στο απόλυτο κενό.

Ο ιερέας χρυσώ κεκοσμημένος,
η κιμωλία, οι συλλαβές, ο δάσκαλος Φωτίου
κι ο στρατιώτης ακίνητος
και μόνο αυτός ο ήχος σημαίας και ιστίου.

Εδώ η μνήμη έχει ένα κενό.
Πώς αποσχηματίσθη αίφνης;
Υπνώθη σε καρέκλα σωματείου
ή πήγε και απετάγη;

Η μνήμη κρυπτοελογοτομήθη.
Πώς σκέπτονται οι άλλοι;
Όπως νομίζουν το σκότος
δε χρεώνεται αλλού.

Τι φταίνε τώρα οι μαύροι κυβερνώντες,
τα “Κάππα”, τα “ΠΑΣΟΚ” και τα “Νου Δου;”
Εμείς το εμφυσήσαμε το νέφος
που εντός του επωάσθηκαν όλοι αυτοί,
εμείς με τις αιώνιες τις δυσθυμίες μας
με το κενό και με το αμφισβητώ
σαν πετρωμένοι μέσα στο καθιστικό
να ζεις τον θάνατό σου,
για τους άλλους, δεν έχει τέτοιο επάγγελμα εδώ,
δεν έχει πια τραγούδι θεϊκό.

Χιονιάς, βραδιές αστροφεγγιάς,
το βούισμα της συκιάς,
σ’ αυτή την ηλικία, ή μιλάς
της καθεμιάς γενιάς
καινούριας και παλιάς,
ή κλείνεις και σιωπάς, για μας.

Σχεδόν 55 ετών,
με μπλοκ επιταγών,
χωρίς κανένα αντίκρισμα εξόν
την γη του θησαυρού,
τους τίτλους τ’ ουρανού
το αίμα του Θεού.

***

 Μη πετάξεις τίποτα
Διονύσης Σαββόπουλος
1994 

Ο δίσκος Μήν πετάξεις τίποτε (1993), έστω κι αν δεν αγκαλιάστηκε από τους «προοδευτικούς» και αριστερούς  φίλους του Διονύση, ολοκληρώνει με τον καλύτερο τρόπο το μουσικό ταξίδι που ξεκίνησε ο τραγουδοποιός  από τον ριζοσπαστικό δίσκο Τραπεζάκια έξω (1983) και τον σκανδαλώδη δίσκο που ακολούθησε, Το Κούρεμα (1989). Ένα ταξίδι, με το οποίο  ο δημιουργός ενθουσιωδώς μας συστήνει μέσω τής τέχνης του, τον οικουμενικό τρόπο ζωής που ανεπιτήδευτα προτείνει μέσα στους αιώνες ο άλλος ελληνισμός, ο έξω ελληνισμός, ο ρωμαίικος πολιτισμός·  που οι  διαφωτιστές, σημερινοί ευρωπαϊστές,  οι νεοέλληνες ιδεαλιστές τής Αριστεράς και οι άνθρωποι του  νεοφιλελευθερισμού φρόντισαν και φροντίζουν μέχρι σήμερα να θάψουν, προβάλλοντας ως πατρίδα των Ελλήνων τον αφώτιστο ευρωπαϊσμό.

Η οδοιπορία δεν ήταν εύκολη, αλλά κακοτράχαλη. Εκεί που νόμιζε ο τραγουδοποιός ότι τα τραπεζάκια του θα μείνουν για πάντα έξω, πως θα γεμίζουν για πάντα ολυμπιακά στάδια, κουρεύεται, αλλάζει φάτσα και ακούει τα πάντα από τους πρώην συντρόφους του: ύβρεις, ειρωνείες και χλευασμούς. Αλλά δεν σταματά, δεν πετάει τίποτα και συνεχίζει μέχρι που καταλαβαίνει  ότι το φορτίο είναι πολύ βαρύ για να το σηκώσει, και σιγά σιγά, μαλακώνει… Κι αυτό το μαλάκωμα αρχινά από το Μην πετάξεις τίποτα, που είναι εμφανές ότι σε αυτό εγκαταλείπεται η  εθνική Ελλάδος, υποχωρεί ο νόστος για τον έξω ελληνισμό, και  μας προτείνει, ως τελευταία λύση, το ιδιότυπο  ρομαντικό ουτοπιστικό  διαφωτιστικό όραμα του Ρήγα Φεραίου, που ήλπιζε σε μια πολυεθνική, διαπολιτισμική δημοκρατική κοινοπολιτεία, στην οποία θα συμμετέχουν οι απόκληροι «Ευρωπαίοι»: Βούλγαροι, Έλληνες, Αρμένιοι, Τούρκοι, Εβραίοι, Βλάχοι, Αλβανοί κ.λπ. Μάλιστα μέσα σε αυτήν τη βαλκανική κοινοπολιτεία κρατών και φυλών, ο Σαββόπουλος βάζει και τη «βυζαντινή» Κύπρο! Αν θυμάστε  στο τραγούδι «Ακτίνες του Βορρά» γράφει τους σκανδαλώδεις στίχους που κάνουν τους αριστερούς και τους προοδευτικούς να κοκκινίζουν από θυμό, αλλά και τους δεξιούς να κοιτούν καχύποπτα: «Ο Βορράς είναι εκεί στη Λευκωσία, στον Χρυσόστομο (σ.σ. Χρυσόστομος Α΄, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου) πλάι στην πράσινη γραμμή και δε δέχεται άλλη ομοσπονδία μόνο των Βαλκανίων τη Βυζαντινή».

Δηλαδή ο δίσκος έπεμπε πολλά «ιδεολογικά» μηνύματα που ο καθένας εισέπραττε και αξιολογούσε αναλόγως της σκοπιάς και της έπαλξης που υπηρετούσε,  εθνικιστικά για τους αριστερούς, ύποπτα για τους δεξιούς, προδοτικά για τους αναρχικούς, αδιάφορα για τις μάζες… Πλην όμως ο Σαββόπουλος ήταν ξεκάθαρος… «Το μόνο που θέλει ο μουσικός είναι το έργο. Συγχωρείστε τον για την αδυναμία του».

Ακτίνες του Βορρά – 1994               
Διονύσης Σαββόπουλος
 Η ψυχή σου και το όνομά σου ένα, κεραυνών δισκοθήκη πίστας κραδασμός
με της Πέλλας τα άλογα λυμένα ο βορράς σου χορεύει πάντα ελληνικός.

Της Βεργίνας το ανάκτορο συνδέει με τα κέντρα του ήχου και των ταξιμιών
και σαν μαύρο τριαντάφυλλο χορεύει μ’ αετούς στην ακρόπολη των μοναχών
κι αντηχεί στα μεγάφωνα των φάρων, μ’ ένα ντέφι ροκάδικο παντοτινό
κι απ’ τη σκούφια του βγαίνουν σμήνη γλάρων κι ένα αεροπλανοφόρο δες, βυζαντινό!

Δε με παίζουν μα εσύ με καταλαβαίνεις. Κοκκινίζεις κι ανάβεις και λιώνω εγώ.
Απ’ το Ιάσιο μέχρι την Κερύνεια κι απ’ το μπουμ του ’40 στους σύγχρονους ρυθμούς
κι απ’ τα όρη του Ταύρου ως τα δελφίνια της Τεργέστης κι ως του Ευξείνου τους ασκούς
μ’ ακριβές μουσικές του Κουκουζέλη και χρυσές του Πανσέληνου ζωγραφικές
ο βορράς σου μια έγχρωμη νεφέλη, πολιτείες ουράνιες μες στις αστραπές.

Του βορρά είσαι κι εσύ ένα αηδόνι που σε ‘ρίξαν στ’ αέρια της Αττικής κι αν η Αθήνα σε γέρασε σε λιώνει,
των εφήβων την κόντρα μέσα σου θα βρεις.
Της καρδιάς σου η βασίλισσα υπάρχει και αιχμάλωτη στέκει στα μάτια σου εμπρός
σαν τον θρόνο του νέου Πατριάρχη, ο Θεός να του δίνει δύναμη και φως.
Κι ας ναρκώσαν τη βόρεια αίσθησή σου δένοντάς σε με θάλασσες τουριστικές
βλέπω πάλι φωτιά στην έκστασή σου, του βορρά σου ακτίνες οικουμενικές.

Δε με παίζουν μα εσύ με καταλαβαίνεις, κοκκινίζεις κι ανάβεις και λιώνω εγώ.
Ο Βορράς είναι εκεί στη Λευκωσία, στον Χρυσόστομο πλάι στην πράσινη γραμμή
και δε δέχεται άλλη ομοσπονδία μόνο των Βαλκανίων την Βυζαντινή.

***

Ο Χρονοποιός
Διονύσης Σαββόπουλος
1999

Ο «Χρονοποιός» του Σαββόπουλου κυκλοφόρησε 5 χρόνια μετά το δίσκο «Μη πετάξεις τίποτα» (1994), σε μια εποχή που ο τραγουδοποιός κάπως ξεπερνούσε το «σοκ» της απόρριψης για τις γνωστές του δηλώσεις για τον Μητσοτάκη και τη «στροφή» του προς την τόνωση της εθνικής συνείδησης. Τα νέα του τραγούδια αν και είχαν τη συνήθη «σαββοπουλική» γλώσσα χωρίζονταν σε επικαιρικά και υπαρξιακά. Δηλαδή, υπήρχαν τραγούδια επικαιρότητας που αναφέρονταν στη μοναξιά της Αμερικής και του Κλίντον, στη σύλληψη του Οτσαλάν, στα παιδιά του Γκάλη, στον βομβαρδισμό της Σερβίας, και τραγούδια πιο προσωπικά που αναφέρονταν σε φίλους που χάθηκαν, στο συνεχές αγώνισμα της διατήρησης της αγαπητικής  και ερωτικής σχέσης, στην καθημερινότητα με τις αστοχίες της κ.λπ.

Με μια λιτή ακουστική ενορχήστρωση, εντελώς διεκπεραιωτική,  ο Σαββόπουλος  αφήνει να νοηθεί ότι δύσκολα θα γράψει νέα τραγούδια από δω και πέρα. Γεγονός που επιβεβαιώνεται, αφού αυτό που κάνει τα επόμενα χρόνια είναι να δίνει συναυλίες συνεχώς, και να ανακυκλώνει σε δίσκους τα ήδη γνωστά του τραγούδια.

Τα τραγούδια του δίσκου είναι: Χριστούγεννα πάντα τσακωνόμαστε, Με το κραγιόν σ’ ένα χαρτάκι, Το τσακάλι, Πλάι στο αρνάκι, Αηδόνι στην κερασιά, Η μοναξιά της Αμερικής, Σου μιλώ και κοκκινίζεις, Το φως στις 10 πμ, Τα χρυσά παιδιά του Γκάλη, Σωστικά συνεργεία, Ποιος φτιάχνει τα ανέκδοτα, Πρώτη του 2000, Χρονοποιός.

Χριστούγεννα πάντα τσακωνόμαστε
Διονύσης Σαββόπουλος
Χριστούγεννα πάντα τσακωνόμαστε !
Και τι σου χρωστώ και τι μου χρωστάς

Μια τύφλα εν τέλει μοιραζόμαστε
Κάν’ το να αλλάξει αν μ’ αγαπάς

Χριστούγεννα πάντα έχουμε εμφύλιο
Δώσ’ μου ειρήνη εννιά μηνώ
θα ανάβω, θα σβήνω σα δεντρύλλιο
κοντά σου ιδέες θα γεννώ
τη νέα δουλειά θα εγκυμονώ

Λάμπουν τα Χριστούγεννα στον καθρέφτη
μπάλες ασημένιες και χιόνι πέφτει
για να ‘ρθει ο χρόνος να γίνει
άγραφο χαρτί

Κάτω στην αυλή βρέχει καθρεφτάκια
γόμες και κιθάρες και μολυβάκια
για να εμπνευστεί ο χιονάνθρωπος
της γειτονιάς
τα στιχάκια της χρονιάς

Κι επί έναν χρόνο γιορτινό
στο γλυκό βουνό
με των μάγων το άστρο θα ανεβαίνω
χρόνια παιδικά και συντρόφους του έργου
ό,τι άλλο πλάι μου να ‘ναι ξένο

Μια κορφή χρυσή κι αγκαλιά μου εσύ
κόψε τους μαλάκες κι έλα δώσ’ μου
πάλι το φιλί στην Ανατολή
και στην άκρη του καινούργιου κόσμου

Και ως τ’ άλλα τα Χριστούγεννα
θα έχω ανεβάσει την δουλειά
να μην γυρίσω στα παλιά
στενά της αγοράς τους

Καλά Χριστούγεννα !

Μέσ’ από το μάτι της δουλειάς
να ‘ρθουν χαρούμενα
Κι ως τα άλλα τα Χριστούγεννα
θα την έχω ανεβάσει τη δουλειά
και στην άλλη απογραφή
η δική μας μετοχή
την καινούργια της να βρει αξία

Και ως τα άλλα τα Χριστούγεννα
με το μάτι της δουλειάς
και το μάτι της καρδιάς
να προλάβω τα τρεχούμενα
Χριστούγεννα πάντα είναι επώδυνο
να ξαναδώ το φως γυμνό
να σπαρταρώ το περιεχόμενο
να ιδρώνω λες και ξεγεννώ
κράτα το χέρι μου ενώ

Ήρθαν τα Χριστούγεννα να μας ζήσει
το μωρό αγορές να φωταγωγήσει
και ζαχαροπλάστης ο χρόνος
πάλι να γενεί
από την παραμονή
Επί ένα χρόνο γιορτινό στο γλυκό βουνό
με των μάγων το άστρο να ανεβαίνω

Διονύσης Σαββόπουλος: Έπλαθα μέσα μου τα τραγούδια, σα να έκανα προσευχή – Η τελευταία συνέντευξη του Νιόνιου στον Φιλελεύθερο

Θησαυρός η παρακαταθήκη του, με τραγούδια όπου μουσική και στίχοι σιγομουρμουρίζονται από έναν ολόκληρο λαό, παραμένοντας πάντοτε διαχρονικά. Ο σπουδαίος Διονύσης Σαββόπουλος, ο οποίος διαμόρφωσε μια εποχή με τη μουσική του, έφυγε χθες βράδυ από τη ζωή στα 81 του χρόνια, αντιμετωπίζοντας προβλήματα υγείας και έχοντας δώσει πολυετή μάχη με τον καρκίνο. Ο «Φ» επαναφέρει σήμερα την τελευταία συνέντευξη που δημοσίευσε στις σελίδες του τον Απρίλιο του 2023, την οποία είχε παραχωρήσει ο Νιόνιος στον Γιάννη Χατζηγεωργίου. Μιλά για την Τέχνη του που τόσο αγάπησε και εκείνη τη μοναδική του ματιά, που με την αστείρευτη έμπνευση μετέτρεπε σε τραγούδια.

– Κάποτε τραγουδούσατε, σε σχέση με την Κύπρο -σε διαφορετικές χρονικές περιόδους- «το άδειο μας πρόσωπο η Κύπρος το πληρώνει» και «Πνεύμα αλήτικο, Ελλαδίτικο, σε μικρά Ασία, Κύπρο, Λευκωσία…». Παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα, νομίζετε πως παραμένουν επίκαιροι αυτοί οι στίχοι – ή τους… «ξεθώριασε» το πέρασμα του χρόνου και οι αλλαγές που συμβαίνουν, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο; Όσοι ένιωσαν το τραύμα, συνεχίζουν να το νιώθουν. Διότι δεν έχει κλείσει. Οι άλλοι, που δεν τους ένοιαζε πολύ, ήταν οι ίδιοι ξεθωριασμένοι και το ίδιο ξεθωριασμένοι συνεχίζουν να ‘ναι και τώρα.

– Πώς θα χαρακτηρίζατε την εποχή μας, κύριε Σαββόπουλε; Είναι μια δύσκολη εποχή, μεταβατική ωστόσο. Θα μας ταλαιπωρήσει. Αλλά, στο τέλος, θα γίνει αυτό που πρέπει να γίνει. Κι είναι μεταβατική και σε σχέση με το παλιό, αλλά και σε σχέση μ’ αυτό που έρχεται. Έρχονται άλλες αντιλήψεις, οι οποίες δεν ξέρω πού μπορεί να οδηγήσουν. Το ένστικτό μου λέει πως θα οδηγήσουν σε κάτι καλό. Σε μια ισορροπία, μάλλον. Μόνο που δεν ξέρω πόσο θα χρειαστεί για να γίνει αυτό. Γιατί, στην Ιστορία, μια περίοδος που ονομάζεται «μεταβατική», μπορεί να κρατήσει και πενήντα χρόνια.

– Πάντα είχατε αυτή την αισιοδοξία; Ω, ναι! Είμαι αθεράπευτα αισιόδοξος! Κι έχω το λόγο μου γι’ αυτό. Δείτε, για παράδειγμα, τι έγινε τώρα με την σύγκρουση των τρένων, όπου όλοι αισθανθήκαμε ότι διαλύεται το σύμπαν, πως δεν υπάρχει τίποτα. Κι όμως. Όλη η Λάρισα έτρεξε να δώσει αίμα, άνοιξαν τα νοσοκομεία μέσα στη μαύρη νύχτα, οι γιατροί και οι νοσοκόμοι που δεν είχαν βάρδια σηκώθηκαν απ’ τα κρεβάτια τους και υπερέβησαν εαυτούς, οι τραυματίες που κατάφεραν να βγουν από το τρένο του θανάτου επέστρεψαν ακούγοντας τις φωνές των εγκλωβισμένων και προσπάθησαν να τους σώσουν… Αυτά τα πράγματα, αγαπητέ μου, έχουν αξία! Λες «βρε παιδί μου, να, υπάρχει το καλό! Εμείς θα νικήσουμε, δεν θα νικήσει το χάος!».

– Απ’ τη δεκαετία του ’60 ήσασταν τόσο αισιόδοξος, οπότε και ξεκινήσατε να γράφετε τραγούδια; Ναι, βέβαια. Μολονότι ήταν μια αρκετά δύσκολη περίοδος. Γιατί τα πράγματα ήρθαν έτσι που τσακώθηκα με τον μπαμπά μου, που σηκώθηκα κι έφυγα απ’ το σπίτι και ήρθα στην Αθήνα μ’ αυτό το φορτηγό– που λέω και στον δίσκο. Αλήτευα. Στα παγκάκια κοιμόμουνα. Κι όμως, αγαπητέ μου, ένιωθα το χέρι του Θεού επάνω μου, στην πλάτη μου, να μου λέει: «Καλά πας, προχώρα!».

– Είναι ευλογία οι δυσκολίες στη ζωή μας; Είναι. Αλλά πρέπει να έχεις και μια καλή καρδιά. Αλλιώς, μπορεί να «μαυρίσεις» και να σου δημιουργήσουν αυτά τα πράγματα απελπισία, με αποτέλεσμα να θες να γίνει σμπαράλια ο κόσμος – να νιώθεις φθόνο, μίσος. Πολλοί από αυτούς που φωνάζουν, διαμαρτύρονται, σπάνε βιτρίνες, ανάβουν φωτιές, δεν το κάνουν για να βελτιωθεί η κατάσταση· το κάνουν για να γίνουν θρύψαλα όλα.

– Επειδή είναι θρύψαλα το μέσα τους κυρίως; Ναι. Γιατί δεν είναι έτσι οι άνθρωποι απ’ τη φύση τους. Ποιος ξέρει τι φαρμάκια έχουνε πιει… Γι’ αυτό κι εγώ ένα πράγμα συμβουλεύω τους νεότερους: «Κάντε ό,τι νομίζετε, μην κολλάτε πουθενά. Ένα μόνο να παρακαλάτε: Να μην χαθείτε!».

– Εσάς, τι σας κράτησε και δεν χαθήκατε ποτέ; Κάτι που δεν εξαρτάται από μένα… Δεν θέλω να το ρίξω στη μεταφυσική, αλλά πιστεύω -και συνεχώς το διαπιστώνω αυτό, από μικρό παιδί- ότι υπάρχουν μπροστά μας πράγματα υψηλά, πράγματα ωραία, πράγματα θαυμάσια, πράγματα που σε κάνουν να τα χαζεύεις με το στόμα ανοιχτό. Αυτό με κράτησε όρθιο στη ζωή!

– Συνεχίζετε να συναντάτε αυτά τα μικρά θαύματα; Καθημερινά. Υπάρχουν όμορφα πράγματα που μου φέρνουν δάκρυα στα μάτια… Μικρά και μεγάλα θαύματα… Αυτά είναι η πηγή μου! Μ’ αρέσει το ωραίο, το υψηλό, το αξιαγάπητο. Δεν μ’ αρέσει η μιζέρια, δεν μ’ αρέσει ο φθόνος. Ο Παΐσιος, ο Γέροντας, μου είχε πει κάτι καταπληκτικό, μια φορά που τον είχα συναντήσει στο Άγιον Όρος: «Τη μύγα και σ’ ένα ανθισμένο κήπο να την πας θα ψάξει και θα βρει ένα σκατό. Ενώ η μέλισσα ή η πεταλούδα, ακόμη και στο σκουπιδότοπο να τις πας, θα πάνε και θα βρουν ένα λουλουδάκι…». Αυτό θέλω να είμαι: Μια μέλισσα, μια πεταλούδα. Και να ψάχνω το λουλουδάκι.

– Ξέρετε, με τη μουσική σας Ιστορία είστε πρότυπο για δεκάδες ανθρώπους που γράφουν τραγούδια. Σας χαρακτηρίζουν ως τον «κορυφαίο τραγουδοποιό της Ελλάδας». Πώς τα αντιμετωπίζετε αυτά; Ε, δεν το παίρνω και τόσο μελοδραματικά όπως το εκφωνήσατε (γελάει). Έκανα με την κιθάρα μου αυτό που έκανε και ο Βαμβακάρης με το μπουζούκι, δηλαδή ένας δημιουργός που γράφει τη μουσική και τους στίχους ο ίδιος, τραγουδάει το τραγούδι ο ίδιος και συνοδεύει τον εαυτό του με ένα όργανο. Και, βέβαια, είμαι επηρεασμένος από ό,τι κουβαλάει αυτό το όργανο, γιατί άλλα πράγματα κουβαλάει το μπουζούκι κι άλλα η κιθάρα – η κιθάρα έχει και το χορό, έχει και τις μπαλάντες. Η Τέχνη που έχουμε εμείς οι τραγουδοποιοί είναι πάρα πολύ παλιά. Υπάρχει πριν από τη Γραφή. Ανήκομεν στην προφορική παράδοση. Και συνεχίζουμε να δουλεύουμε με προφορικό τρόπο. Γιατί, μολονότι υπάρχει το διαδίκτυο, δίσκοι και cds, η αληθινή στιγμή του τραγουδιού είναι το live – εκεί που πας σε μια ταβέρνα, σε μια συναυλία ή σε ένα club και ακούς τον καλλιτέχνη να σου λέει αυτά που έχει να σου πει. Σε έναν άνθρωπο σαν κι εμένα, αν μου δώσετε ένα σκαμνί κι ανάψετε κι ένα κερί δίπλα, μπορώ να σας κρατήσω και να ‘χω το ενδιαφέρον σας για ώρες – με τραγούδια, με ιστορίες.

– Στέρεψε ποτέ η φαντασία σας – να πείτε «ως εδώ ήταν, τελείωσε πια»; Η φαντασία μου, όχι, δεν στέρεψε. Έχω πάντα τη διάθεση. Εύκολα σκαρώνω μέσα μου πράγματα… Η διαφορά είναι ότι δεν μου ‘ρχεται να πάω να τα κάνω τραγούδια αυτά…

– Γιατί; Γιατί δεν νιώθω την ανάγκη να το κάνω. Βασικά, ό,τι έγραψα, όταν το έγραψα, το έγραψα με λύσσα! Με πάθος. Και τώρα, αυτή η λύσσα δεν υπάρχει πια. Δεν ξέρω γιατί. Και δεν θέλω να ‘ρθω τώρα και να «προδώσω» αυτό τον τρόπο, ακολουθώντας μια διαδικασία άλλη. Μια δυο φορές το επιχείρησα, κάθισα, είπα στον εαυτό μου «επαγγελματίας είσαι, ποια ειν’ τα θέματα σου, πάρε το μολύβι και την κιθάρα και φτιάξε – αυτή είναι η δουλειά σου», αλλά δεν έβγαινε κάτι από πιο μέσα… Τι να κάνουμε τώρα; Μεγάλωσα κιόλας. Αλλά, απ’ την άλλη, μ’ αρέσει πάρα πολύ να παίζω! Όπως θα κάνουμε στις 6 και 7 Απριλίου, στη Λευκωσία και στη Λεμεσό, σ’ αυτή την υπέροχη «συνάντησή» μου με τον Γενάρχη του νεοελληνικού τραγουδιού, τον Μάνο Χατζιδάκι, παρέα με τις Φρόσω Στυλιανού, Εύη Μάζη, τον Γιώτη Κιουρτσόγλου, που έκανε τις ενορχηστρώσεις και, φυσικά, τη σπουδαία χορωδία της «Διάστασης», μαζί με σημαντικούς μουσικούς από την Κύπρο. Μου αρέσει πολύ να στήνω παραστάσεις, να τραγουδώ, να κάνω podcast… Επίσης, συνεχίζω να λέω ιστορίες – αυτό το είχα από μικρός, τα έλεγα νόστιμα. Οι μεγάλοι, θυμάμαι, με έβαζαν να τους πω κάτι για να διασκεδάσουν – «πες μας κάτι, Διονυσάκη», μου έλεγαν. Κοιτάξτε, η Τέχνη μου κατάγεται από την προφορική μας παράδοση, «συγγενεύουμε» με τους παραμυθάδες και πρέπει να σας πω ότι οι μεγάλοι τραγουδοποιοί τους οποίους ακούσαμε -ο Βαμβακάρης, ο Αττίκ, ο Ζαμπέτας κ.α.- είχαν και το χάρισμα του αφηγητή. Ήταν απόλαυση να τους ακούς!

– Σας κλόνισε ποτέ ο χρόνος που περνάει; Το γεγονός πως μεγαλώνετε ηλικιακά; Όχι. Γιατί έχει τη χάρη του το να μεγαλώνει κανείς. Αυτό που με στεναχωρεί είναι που λαχανιάζω εύκολα, που κρυολογώ εύκολα, τέτοια πράγματα – δεν μ’ αρέσει που δεν έχω την παλιά ενέργεια.

– Τι κόστος είχε αυτή η σπουδαία καριέρα στην οικογένειά σας; Πόσες φορές σκεφτήκατε πως δεν χαρήκατε όσο θα θέλατε τους δύο σας γιους, για παράδειγμα; Πολλές. Έγινα, ξέρετε, πρώτη φορά πατέρας, στα 22 μου, κι ήμουνα εντελώς αφοσιωμένος στη δουλειά μου – η οποία ήταν και το μοναδικό μας έσοδο, ως οικογένεια. Ελάχιστο ποιοτικό χρόνο είχα για τη γυναίκα μου, για τα παιδάκια μου, αλλά αυτό το κατάλαβα χρόνια μετά, όταν πια έγινα παππούς κι απέκτησα εγγόνια. Κι είδα τι ευτυχία είναι αυτή, το να κουβεντιάζεις με το πιτσιρίκι, να του παίζεις κουκλοθέατρο, να κυλιέστε στο χορτάρι ή στην άμμο…

– Τον μεγάλο σας εγγονό, δεν τον λένε και Διονύση; Ναι. Μεγάλωσε πια, έχει πάει στην Ολλανδία και σπουδάζει, είναι 18. Ο μικρός είναι στο Λύκειο ακόμη.

– Ακούνε Σαββόπουλο; Είναι fan! Να φανταστείτε, τώρα που έπαιζα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, ο μεγάλος μου εγγονός πήρε το αεροπλάνο κι ήρθε για να δει «τη συναυλία του παππού του!». Κι ο μικρός παράτησε τα πάρτι και τις παρέες που τον τραβολογάνε και ήρθανε και οι δυο τους και στις δύο συναυλίες που έδωσα.

– Εσείς, τι μουσική ακούτε; Πάντα ακούω κλασική μουσική, μ’ αρέσουν οι πιο παλιοί αλλά και οι πιο μοντέρνοι, ο Στραβίνσκι μ’ αρέσει π.χ., μ’ αρέσουν επίσης λαϊκά τραγούδια διαφόρων χωρών -απ’ την Λατινική Αμερική, από την Αγγλία κ.α.- και βεβαίως μ’ αρέσουν και τραγούδια σαν αυτά που ακούγαμε και χορεύαμε στα πάρτι όταν ήμασταν νέοι· ακούω διάφορα. Ακούω, επίσης, και ενδιαφέροντα πράγματα από αυτά που κάνουν οι Έλληνες τραγουδοποιοί, ο Κραουνάκης, ο Δεληβοριάς, ο Πορτοκάλογλου κ.α. Μέσα στο διαδίκτυο εντοπίζω και διάφορα άλλα ενδιαφέροντα πράγματα. Ξέρετε, αυτή η ραπ έχει ενδιαφέρον. Γιατί στην ραπ υπάρχει ταύτιση λέξεων και ήχου και αυτό είναι βασικό, γιατί μπορεί να δημιουργήσει στο μέλλον κάτι πολύ ποιητικό. Τώρα είναι ακόμη σε πρωτόγονο στάδιο. Υπάρχει κι ένας άλλος τομέας αυτής της Τέχνης, που μιλάει για πολυβόλα, λιμουζίνες, γκόμενες – αυτοί είναι ουγκ τελείως, δεν μ’ αρέσουν καθόλου αυτοί.

– Αυτή είναι η τραπ. Ε, αυτό δεν μ’ αρέσει καθόλου.

– Το νιώθατε όποτε γράφατε ένα καλό τραγούδι; Δεν είμαι σίγουρος. Ένιωθα, όμως, μεγάλη ανακούφιση και ικανοποίηση! Τότε εμείς γράφαμε συλλογές τραγουδιών, βγάζαμε δίσκους που είχαν δώδεκα τραγούδια π.χ., στο ίδιο «κλίμα» όλα. Και χρειαζόμουνα, συνήθως, κάπου δεκαπέντε μέρες, για να φτιάξω ένα τραγούδι, δουλεύοντάς το συνεχώς. Στην αρχή μάλιστα δεν έπιανα μολύβι και κιθάρα – τα έπλαθα μέσα μου τα τραγούδια. Σα να έκανα προσευχή. Πώς λένε από μέσα τους κάποιοι συνέχεια «Κύριε ημών, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», κάπως έτσι – επαναλάμβανα μέσα μου αυτό που πήγαινα να φτιάξω και, κάποια στιγμή, έπιανα το μολύβι και την κιθάρα για να του δώσω μορφή, αφού ήμουνα πια σίγουρος ότι βγήκε αυτό που ήθελα και του έδινα τα τελευταία «χτενίσματα». Όταν τελείωνα αισθανόμουνα βέβαια μεγάλη ευχαρίστηση, που θα μοιραζόμουν αυτό που είχα μέσα μου με τον κόσμο. Μετά, όμως, ξέκοβα από αυτό. Δεν ήθελα να το ακούω, αν και το έπαιζα σε εμφανίσεις… Ξέρετε, όταν ακούω τα τραγούδια μου, δεν το ευχαριστιέμαι!

– Γιατί το λέτε αυτό; Διότι δεν έχουν πια, για μένα, στοιχείο έκπληξης. Κι η μαγεία στο τραγούδι, είναι όταν το ακούς ξαφνικά! Όπως όταν ακούς κάτι στο ραδιόφωνο και το δυναμώνεις για να το ακούσεις καλύτερα. Εγώ, όμως, τι άλλο ν’ ακούσω όταν το συγκεκριμένο τραγούδι το ‘χω σβήσει, το ‘χω γράψει και ξαναγράψει εκατοντάδες φορές; Οπότε, επειδή δεν έχω πια συγκίνηση ακούγοντάς το, αρχίζω και βλέπω τα λάθη – ότι π.χ. το φλάουτο δεν ήταν καλό εκεί, ότι η φωνή δεν τα ‘πε όπως έπρεπε, ότι εδώ ο ρυθμός λάσκαρε κ.λπ. Το ‘χω πει και σε στίχο μου, σε ένα τραγούδι, στο δίσκο «Τραπεζάκια έξω»: «Μεσ’ στα δισκάδικα όταν βρίσκω / πελάτες άγνωστους ν’ ακούν δικό μου δίσκο / νιώθω μυστήρια ταραχή/ και φεύγω αμέσως από ‘κει».

– Το πιο προσωπικό σας, το πιο «δικό» σας τραγούδι, ποιο είναι; Το σκέφτομαι, κατά καιρούς, κι είναι δύσκολο να απαντήσω. Είναι αρκετά. Αλλά έχω μια αδυναμία σ’ αυτό το τραγούδι που λέγεται «Δημοσθένους Λέξις», που ξεκινάει με τον στίχο: «Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή…». Γιατί, το έγραψα, πράγματι, μέσα στη φυλακή, όταν ήμουν μέσα για πολιτικούς λόγους. Κι εγώ, μέσα σε αυτή τη ζοφερή κατάσταση που ζούσα κάποτε, κατάφερα να ασχοληθώ με κάτι -όπως λένε- ωραίο και υψηλό. Κι αφού το κατάφερα αυτό, ένιωσα μια μεγάλη ικανοποίηση τότε. Τότε, λοιπόν, ξεκαθάρισα μέσα μου ότι «αυτή τη δουλειά θέλω να κάνω». Ήτανε το 1967. Κι ήμουνα 22-23 χρόνων. Και αποφάσισα και να κάνω αυτή τη δουλειά και να παντρευτώ το κορίτσι που μου έφερνε φαγητό κάθε μέρα…

– Την Άσπα. Την Άσπα!

– Αν δεν ήταν η Άσπα στη ζωή σας, όλα θα ήταν διαφορετικά, νομίζετε; Σαν εκείνο το τραγούδι σας που λέει: «Ο άντρας και η γυναίκα δεν είναι ίσοι / γιατί απλούστατα η γυναίκα είναι ανώτερη / γι’ αυτό και η κυρά Άσπα του Διονύση / πάντα υποχωρώντας τον καθοδηγεί»; Ναι, αλλά να μην το πάρει και πάνω της (γελάει). Στην Τέχνη, αγαπητέ μου, μπορεί να είμαστε απόλυτοι, στην καθημερινότητα, όμως, πρέπει να είμαστε πιο ισορροπημένοι και λιγότερο υπερβολικοί. Στην Ασπούλα χρωστάω πάρα πολλά, όπως και στα παιδιά μου – με στήριξε πάρα πολύ η οικογένειά μου. Όλα τα χρόνια. Και περάσαμε και δύσκολες εποχές, δεν ήταν τα πράγματα εύκολα.

– Ήταν πολλές οι φορές εκείνες που θελήσατε να τα παρατήσετε και να κάνετε μια άλλη δουλειά; Ναι, κάποια στιγμή. Το ’89-’90 που μ’ είχανε πάρει με τις πέτρες, γιατί είχα «ενοχλήσει». Βέβαια, δεν ήταν η πρώτη φορά, αλλά ιδιαιτέρως τότε…

– Τότε, με τον δίσκο σας «Το κούρεμα»… Τότε, ναι. Στην αρχή έκανα πως δεν καταλαβαίνω τίποτε, αλλά μετά είπα «τι γίνεται εδώ;», είχε σιγήσει το τηλέφωνο. Παλιά μ’ έπαιρναν απ’ τα μαγαζιά και μου ‘λεγαν: «Μεγάλε, φέτος θα είσαι μαζί μας». Αλλά αυτό τότε σταμάτησε ξαφνικά. Και, για να τα βγάλουμε πέρα, πήγαμε με την Άσπα στο Μανχάταν, στη Νέα Υόρκη, για να παίζω εκεί, σε ένα κλαμπ, δυο μέρες τη βδομάδα. Με μεροκάματο κάπως φοιτητικό. Έμεινα αρκετούς μήνες εκεί. Κι είχα πει: «Δεν τ’ αφήνουμε όλα αυτά και να δούμε τι να κάνουμε;». Αλλά, όχι. Περαστική ήταν η σκέψη μου. Ξέρετε, ως καλλιτέχνης θέλω να αρέσω, θέλω να μ’ αγαπάνε. Όταν, λοιπόν, δυσαρεστείται μεγάλο μέρος του ακροατηρίου μου με τα λεγόμενά μου, λέω στον εαυτό μου: «Την άλλη φορά, κοίτα να προσέχεις, να τα πεις πιο προσεκτικά, πιο μαλακά». Αλλά, όταν έρχεται η στιγμή να γράψω, το ξεχνάω αυτό και γράφω πάντα αυτό που αισθάνομαι – κι αυτό είναι στη φύση του τροβαδούρου, αγαπητέ μου. Που και πέτρες να του ρίξουν, αυτό για εκείνον είναι παράσημο. Ο Ντίλαν έλεγε: «Τροβαδούρος που δεν τον διαπομπεύσανε, δεν είναι σοβαρός!».

– Αμέσως μετά πάντως από «Το κούρεμα», το 1994, είχατε γράψει «Μην πετάξεις τίποτα». Αυτό ισχύει και ως παραίνεση στον εαυτό σας σήμερα; Βέβαια! Δεν έχουμε υποχρέωση να πετάξουμε τίποτε. Αντιθέτως, έχουμε υποχρέωση να τα μεταμορφώσουμε όλα. Αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να τα αναμορφώσουμε δημιουργικά. Αυτό θέλω να κάνω κι εγώ.

– Είστε πολύ «φωτεινός», νομίζω, κύριε Σαββόπουλε… …Είναι αλήθεια πως αγαπάω το φως, σε οποιαδήποτε μορφή. Και το άχτιστο, που λέγανε οι Πατέρες, αλλά και το χτιστό.

Πηγή: philenews.com

Ὁμιλία εἰς τὴν μνήμην τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου (26/10)

Ὁμιλία, σὺν Θεῷ ἁγίῳ, εἰς τὴν μνήμην τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου

Αρχιμανδρίτου Φωτίου Ιωακείμ

Ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἀπευθυνόμενος κάποτε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς πρὸς τοὺς μαθητές Του, σύμφωνα μὲ μία περικοπὴ ἀπὸ τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο (Ἰω. 15, 17-27, 16, 1-2), μαζὶ μὲ τὴν ὑψηλὴ ἠθικὴ διδασκαλία του, θαυμαστὰ συναρμοσμένη μὲ ἀποκάλυψη θείων δογμάτων τῆς Πίστης μας, τοὺς ὁμίλησε προφητικὰ καὶ γιὰ τὸ μέλλον τους. Καὶ οἱ λόγοι καὶ οἱ προφητικὲς αὐτὲς ρήσεις τοῦ Κυρίου, ἔχουν ταυτόχρονα μία διαχρονικὴ ἰσχὺ καὶ ἐνέργεια.

Ἐκεῖ λοιπὸν προφητεύει ὁ Δεσπότης στοὺς μαθητές Του, ὅτι οἱ ἄνθρωποι, στὸν βαθμὸ ποὺ πίστευσαν στὴ διδασκαλία Του, θὰ πιστεύσουν καὶ στὴ δική τους, καὶ ὅτι, ὅπως τὸν καταδίωξαν Ἐκεῖνο, ἔτσι θὰ τοὺς κατατρέξουν καὶ αὐτούς· γιὰ νὰ καταλήξει πώς, σὲ τέτοιο βαθμὸ πλάνης θὰ φθάσουν οἱ ἄνθρωποι, πού, φονεύοντάς τους, θὰ θεωροῦν ὅτι προσφέρουν λατρεία στὸν Θεό! «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσι…ἀλλ᾽ ἔρχεται ὥρα, ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς, δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ». Καί, γνωρίζουμε, ἀδελφοί μου, τόσο ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων, ὅσο καὶ τοὺς Βίους τῶν ἁγίων καὶ τὴν Ἱστορία γενικώτερα, ὅτι ἡ προφητεία αὐτὴ τοῦ Κυρίου ἔχει ἐκπληρωθεῖ κατὰ γράμμα, ὄχι μόνο στὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων ἀποστόλων, ποὺ ὑπέφεραν ποικίλα βάσανα καὶ εἶχαν μαρτυρικὸ τέλος, μὰ καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἁγίους, ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες μέχρι καὶ τὶς ἡμέρες μας, ὁπόταν ἀναδείχθηκαν καὶ συνεχίζουν νὰ ἀναδεικνύονται λαμπροὶ μάρτυρες τῆς Πίστης μας ἀνὰ τὴν οἰκουμένη!

Ἕνας τέτοιος λαμπρὸς μάρτυρας, μεγαλομάρτυρας τῶν διωγμῶν τῶν πρώτων αἰώνων, ὑπῆρξε καὶ ὁ περιώνυμος καὶ λαοφιλέστατος Δημήτριος ὁ μυροβλύτης, τὸ θρέμμα τῆς Θεσσαλονίκης καὶ καύχημα τῆς οἰκουμένης, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη πανηγυρίζουμε σήμερα, ὁ ὁποῖος καὶ μᾶς συνάθροισε στὸ παλαίφατο τοῦτο χωριό σας, ποὺ πλουτεῖ καὶ παλαιὸ ναό του, ἀλλὰ καὶ νεώτερο παρεκκλήσιό του μέσα στὸν μεγαλοπρεπὴ τοῦτο ναὸ τῆς Παναγίας μας. Καὶ ὁ πανθαύμαστος ἅγιος Δημήτριος κράτησε μέχρι τέλους ἄσβεστη τὴ λαμπάδα τῆς πίστης στὸν Ἕνα καὶ Τριαδικὸ ἀληθινὸ Θεό, ποὺ μᾶς ἀποκαλύφθηκε «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» καὶ τήρησε πλήρως τὴν ἐντολὴ τῆς ἀνόθευτης ἀγάπης στὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπό του, ποὺ δίδαξε ὁ ἀποκαλυφθεὶς Θεός, ἀρετές, ποὺ τὸν παρακίνησαν στὴν ἱεραποστολικὴ δράση πρὸς σωτηρία τῶν ἀπίστων συμπατριωτῶν του καὶ τὸν ὁδήγησαν τελικὰ στὸ μαρτύριο, ὅπως ὁ Χριστός μας προεῖπε.

Ἀλλά, ἂς ἀναφερθοῦμε μὲ συντομία στὸν Βίο, τὸ μαρτύριο καὶ σὲ κάποια ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα θαύματα τοῦ πνευματικοῦ ἑστιάτορα τῆς σημερινῆς πανηγύρεως.

Δημήτριος, ὁ μεγαλώνυμος καὶ πολυπόθητος μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, πατρίδα ἐπίγεια εἶχε τὴν περιλάλητη πόλη Θεσσαλονίκη, ὅπου γεννήθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 3ου μ.Χ. αἰώνα. Γόνος μίας τῶν ἐπιφανεστέρων οἰκογενειῶν τῆς Μακεδονίας, θαυμαζόταν ἀπὸ ὅλους, ὄχι μόνο γιὰ τὴν εὐγενική του καταγωγή, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς πολλὲς καὶ μεγάλες ἀρετές, ποὺ τὸν κοσμοῦσαν. Ἐπειδὴ δὲ ἦταν, ὅπως σὲ ὅλα, ἐπιδέξιος καὶ ἔμπειρος καὶ στὴ στρατιωτικὴ τέχνη, παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του, διορίσθηκε ἀπὸ τὸν τότε καίσαρα τοῦ ἀνατολικοῦ τμήματος τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας Γαλέριο Μαξιμιανὸ ὡς στρατηγὸς τῶν στρατευμάτων τῆς Θεσσαλίας καὶ ἀνθύπατος τῆς ἐπαρχίας τῆς Ἑλλάδας. Καμμιὰ ὅμως τιμὴ καὶ δόξα τοῦ κόσμου τούτου δὲν τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὸν πόθο καὶ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Μάλιστα τότε, διερχόταν τὸν περισότερο χρόνο του διδάσκοντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀγωνιζόμενος νὰ φέρει στὸ φῶς τῆς γνώσης τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ τοὺς βυθισμένους στὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας συνανθρώπους του. Καί, ἕνεκα τοῦ ἐναρέτου βίου του καὶ τῆς φιλανθρωπίας καὶ δικαιοσύνης, ποὺ τὸν διέκριναν στὴν ἐξάσκηση τῶν διοικητικῶν του καθηκόντων, ὁδήγησε πράγματι πολλοὺς στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, παρὰ τὸ κύμα τῶν διωγμῶν, ποὺ εἶχαν τότε ἐξαπολύσει κατὰ τῶν Χριστιανῶν στὴν Ἀνατολὴ ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανὸς μὲ τὸν ὡς ἄνω καίσαρα Γαλέριο (τὸ πρῶτο σχετικὸ διάταγμα ἐκδόθηκε στὶς 23 Φεβρουαρίου τοῦ 303).

Ἐπιστρέφοντας ὁ Γαλέριος μετὰ ἀπὸ μία μεγάλη νίκη στὸν πόλεμο κατὰ τῶν Σκυθῶν, στάθμευσε στὴ Θεσσαλονίκη, γιὰ νὰ τελέσει ἐκεῖ θριαμβευτικὲς ἐκδηλώσεις καὶ εὐχαριστήριες θυσίες στὰ εἴδωλα. Τότε, κάποιοι ἀμετανόητοι Θεσσαλονικεῖς εἰδωλολάτρες, ποὺ φθονοῦσαν τὸν ἅγιο Δημήτριο γιὰ τὴ δόξα, τὴν ἀρετὴ καὶ τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο, βρῆκαν τὴν κατάλληλη εὐκαιρία καὶ τὸν κατάγγειλαν στὸν Γαλέριο ὡς Χριστιανό. Ὁ θυμὸς τοῦ αὐτοκράτορα, ὅταν πιστοποίησε τὴν ἀλήθεια τῆς καταγγελίας, καὶ μάλιστα ὅταν ἔμαθε ὅτι ὁ Δημήτριος κήρυττε τὴν Πίστη του μὲ παρρησία, ὁδηγώντας πολλοὺς εἰδωλολάτρες στὸν Χριστό, ἦταν ἀσυγκράτητος. Πρόσταξε τότε καὶ ἔφεραν ἐνώπιόν του τὸν ἅγιο, ὁ ὁποῖος ὁμολόγησε θαρραλέα τὴν Πίστη του. Ὁ τύραννος ἔδωσε ἀμέσως ἐντολὴ καὶ τὸν ἔκλεισαν γιὰ ἀτίμωση σ᾽ ἕνα ὑπόγειο λουτρὸ κοντὰ στὰ ἀνάκτορα, ὅπου χύνονταν ἀκαθαρσίες, μέχρι νὰ τελειώσουν οἱ ἑορτασμοί, γιὰ νὰ τὸν τιμωρήσει κατόπιν. Ὑπέμεινε λοιπὸν ἐκεῖ ὁ ἅγιος Δημήτριος τὸ σκοτάδι, τὴν ὑγρασία, τὴ μόνωση, τὴ δυσωδία, τὴν ἀτίμωση, εὐχαριστώντας τὸν Κύριο, προσδοκώντας καὶ εὐχόμενος τὴ μαρτυρική του τελείωση. Καὶ ὁ Θεός, ποὺ ἐκτελεῖ τὶς θεοφιλεῖς ἐπιθυμίες αὐτῶν, ποὺ τὸν φοβοῦνται καὶ τὸν ἀγαποῦν, τοῦ ἔδωκε κατὰ τὸν πόθο του μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο:

Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀθλημάτων, ποὺ τελοῦνταν τότε στὸ ἀμφιθέατρο τῆς Θεσσαλονίκης, γίνονταν καὶ ἀγῶνες μονομαχίας. Ὁ Γαλέριος, γιὰ νὰ λαμβάνει δόξα, εἶχε μαζί του ἕνα γιγαντόσωμο Βάνδαλο, ὀνόματι Λυαῖο, προικισμένο μὲ τεράστια σωματικὴ δύναμη. Ἕνεκα λοιπὸν τῆς ὑπερφυσικῆς του δύναμης καὶ μεγάλης δεξιότητας, πάντα νικοῦσε στοὺς ἀγῶνες καὶ φόνευε πολλούς. Βλέποντας τοῦτο ἕνας νεαρὸς χριστιανός, ὁ Νέστορας, καὶ ἐνθυμούμενος τὴ λαμπρὴ ἐκείνη νίκη τοῦ Δαβὶδ κατὰ τοῦ Γολιάθ, ἐπιθύμησε νὰ ἀγωνισθεῖ μὲ τὸν Λυαῖο, ἐπικαλούμενος τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ὥστε κι ἐκεῖνον νὰ ἀποδείξει ἀνίσχυρο καὶ τὸν αὐτοκράτορα νὰ καταισχύνει, ποὺ περιφανευόταν στὴ δύναμη ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ τιμοῦσε μὲ τόσο βάναυσο τρόπο τὰ εἴδωλα. Ἔτρεξε λοιπὸν στὸ ὑπόγειο ἐκεῖνο λουτρό, ὅπου ἦταν φυλακισμένος ὁ Δημήτριος, καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τὸν ἐνισχύσει μὲ τὶς προσευχές του στὸν προκείμενο ἀγώνα του. Ὁ ἅγιος σημείωσε τότε στὸ μέτωπο καὶ τὴν καρδιά του τὸ ἀήττητο ὅπλο τοῦ τιμίου σταυροῦ, προφητεύοντάς του συνάμα: «Πήγαινε στὸ καλό, παιδί μου, καί, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸν Λυαῖο θὰ νικήσεις καὶ χάριν τοῦ Χριστοῦ θὰ μαρτυρήσεις.» Ἐνισχυμένος ἀπὸ τὶς εὐχὲς τοῦ Δημητρίου ὁ Νέστορας, ἐπέστρεψε δρομαῖος στὸ Στάδιο, τὴ στιγμή, ποὺ οἱ κήρυκες ζητοῦσαν κάποιο νὰ ἀντιμετωπήσει τὸν ἀνίκητο Λυαῖο. Βγάζοντας τὸν χιτώνα του καὶ ἀναφωνώντας, «ὁ Θεὸς τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι», συνεπλάκη μὲ τὸν βάρβαρο γίγαντα, καὶ μὲ τὸ μαχαίρι του τὸν κτύπησε ἀμέσως καίρια στὴν καρδιά, ἀφήνοντάς τον νεκρό! Ὅλοι τότε καταπλάγηκαν, καὶ μάλιστα ὁ αὐτοκράτορας, ὁ ὁποῖος κυριεύθηκε ἀπὸ ὑπέρμετρη λύπη καὶ ὀργή, καὶ πρόσταξε ἀμέσως καὶ συνέλαβαν τὸν Νέστορα καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Κι ἐπειδὴ ἄκουσε τὸν νέο νὰ ἐπικαλεῖται τὸν Θεὸ τοῦ Δημητρίου, ὑποψιάσθηκε τὴ σύμπραξη τοῦ ἁγίου στὴ νίκη κατὰ τοῦ Λυαίου καί, χωρὶς χρονοτριβή, διέταξε στρατιῶτες νὰ πᾶνε στὴ φυλακὴ καὶ νὰ φονεύσουν μὲ τὶς λόγχες τους τὸν Δημήτριο, ὅπως καὶ ἔγινε. Λέγεται, ὅτι, ὅταν τοὺς εἶδε ὁ ἅγιος καὶ ἀντιλήφθηκε τὸ ἐπερχόμενο τέλος του, ἀνασήκωσε τὸ δεξί του χέρι καὶ τὸν λόγχευσαν στὴ δεξιὰ πλευρά, κατὰ μίμηση τοῦ Διδασκάλου του Χριστοῦ, ποὺ λογχεύθηκε ἐπάνω στὸ Ξύλο τοῦ Σταυροῦ.

Ἔτσι λοιπὸν ὁ Δημήτριος ἀπέβη μιμητὴς τοῦ Δεσποτικοῦ Πάθους, ἀλλὰ καὶ κοινωνὸς τῆς αἰωνίου μακαριότητος. Καί, «ὁ δοξάζων τοὺς αὐτὸν δοξάζοντας Κύριος», δόξασε τὸν εὐλογημένο δοῦλο Του, ποὺ τὸν ἀγάπησε μέχρι θανάτου, στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ, παρέχοντάς του πλουσιώτατη θαυματουργικὴ χάρη, καὶ καθιστώντας τον περιβόητο σ᾽ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ἰδιαίτερα γιὰ τὴ φιλόχριστη πόλη του Θεσσαλονίκη, τῆς ὁποίας εἶναι ὁ κατεξοχὴν πολιοῦχος, δὲν ἔπαυσε γιὰ πάνω ἀπὸ 1600 χρόνια νὰ τῆς παρέχει δαψιλὴ τὴν προστασία καὶ εὐλογία του. Πλεῖστες ὅσες φορὲς ἀποδίωξε βαρβαρικὲς ὀρδές, ὅπως τῶν Ἀβάρων καὶ τῶν Σλάβων, ποὺ τὴν εἶχαν ἐπανειλημμένα κυκλώσει καὶ πολιορκήσει. Κι ἀκόμη, στὶς πρεσβεῖες του ἀποδίδεται ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγὸ τὸ ἔτος 1912, ὁπόταν τὰ ἐλληνικὰ στρατεύματα μπῆκαν στὴν πόλη κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης του. Ἀναρίθμητα εἶναι ἀκόμη τὰ θαύματα, ποὺ τέλεσε ἀνὰ τοὺς αἰῶνες καὶ τελεῖ μέχρι σήμερα ὁ ἅγιος Δημήτριος, λυτρώνοντας αἰχμαλώτους καὶ θεραπεύοντας κάθε ἀσθένεια, καὶ μάλιστα μὲ τὸ ἅγιο μύρο, ποὺ ἄφθονο ἀνέβλυζε ἀπὸ τὸν τάφο του ἐπὶ αἰῶνες. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἔλαβε ἐπάξια τὴν προσωνυμία τοῦ μυροβλύτη. Στὴν περίφημη βασιλική του στὴ Θεσσαλονίκη, ποὺ ἀνοικοδομήθηκε ἀρχικὰ τὸν 5ο αἰώνα ἀπὸ τὸν ἔπαρχο τοῦ Ἰλλυρικοῦ Λεόντιο, τὸν ὁποῖο εἶχε θαυματουργικὰ θεραπεύσει, σώζεται, μεταξὺ ἄλλων,  ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου καὶ ὁ τάφος του. Κατὰ τὰ ἔτη 1978-1980 μεταφέρθηκαν ἐκεῖ ἀπὸ τὴν Ἰταλία ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ τίμια λείψανά του, ποὺ εἶχαν κλαπεῖ ἀπὸ Δυτικοὺς κατακτητὲς στὸ παρελθόν. Καὶ ἡ μυροβλυσία τους συνεχίζεται καὶ σήμερα!

Οἱ πανηγύρεις τῶν ἁγίων μας, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, τελοῦνται, ὄχι μόνο γιὰ νὰ τοὺς δοξολογοῦμε κατὰ χρέος, μὲ ψαλμωδίες καὶ ὕμνους καὶ νὰ δοξάζουμε τὸν δι’ αὐτῶν δοξαζόμενο Θεό, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ λαμβάνουμε παραδείγματα τρόπου ζωῆς, ποὺ ἐφάρμοσαν οἱ ἅγιοι, ὥστε κι ἐμεῖς, μὲ τὶς θεόδεκτες εὐχές τους, νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ τοὺς μιμούμαστε τὸ κατὰ δύναμη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία προβάλλει τὴ ζωή τους ὑμνολογικά· γι’ αὐτὸ καὶ στὶς μνῆμες τους διαβάζουμε καὶ διηγούμαστε τοὺς βίους καὶ τοὺς πνευματικοὺς ἄθλους καὶ τὰ λαμπρά τους ἔνθεα ἀριστεύματα. Καὶ ὁ μεγάλος τοῦ Χριστοῦ ἀριστέας Δημήτριος πολλὰ ἔχει νὰ μᾶς διδάξει, νὰ μᾶς παραδειγματίσει. Καί, νομίζω, πὼς τὸ καίριο καὶ κύριο στὸν θεοφιλή του βίο ὑπῆρξε ἡ κορυφαία τῶν ἀρετῶν, ἡ θεώνυμη ἀγάπη. Αὐτὴ τὸν ἔκανε νὰ παραβλέψει δόξες καὶ τιμὲς καὶ ἀξιώματα καὶ τὴν πρόσκαιρη τούτη ζωή· αὐτὴ τὸν ὁδήγησε στὴ μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς συνανθρώπους του· αὐτὴ τὸν ἀνύψωσε, ἑκόντα καὶ ποθοῦντα, καὶ στὸ μαρτύριο τοῦ αἵματος. Αὐτήν, νὰ τὸν παρακαλέσουμε κι ἐμεῖς, οἱ πτωχοὶ χριστιανοὶ τῶν ἐσχάτων τούτων χρόνων, νὰ ἐμφυτεύσει στὶς ἁμαρτωλὲς καρδιές μας, μὲ τὶς εὐπρόσδεκτες ἱκεσίες του στὸν Κύριο, πρὸς τὸν Ὁποῖο πολλὴ πλουτεῖ τὴν παρρησία. Καί, νὰ τὸν παρακαλέσουμε συνάμα γιὰ βοήθεια στὶς δύσκολες μέρες, ποὺ διερχόμαστε, λέγοντας μὲ ταπείνωση: «Δεῦρο, μάρτυς Χριστοῦ πρὸς ἡμᾶς, σοῦ δεομένους συμπαθοῦς ἐπισκέψεως, καὶ ῥῦσαι κεκακωμένους, τυραννικαῖς ἀπειλαῖς… Οἴκτειρον, οὖν, πανεύφημε, καὶ δὸς ἡμῖν ἄνεσιν, παῦσον τὴν ζάλην καὶ σβέσον τὴν καθ’ ἡμῶν ἀγανάκτησιν, Θεὸν ἱκετεύων, τὸν παρέχοντα τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.» Ἀμήν!

Μνήμη του μεγάλου σεισμού (26 Οκτωβρίου)

Μνήμη του μεγάλου σεισμού. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του μεγάλου σεισμού

Έσεισας αλλ’ έστησας αύθις γην Λόγε,
Tης σης γαρ οργής οίκτός εστι το πλέον.

Μνήμη του μεγάλου σεισμού. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Kατά τον εικοστόν τέταρτον χρόνον της βασιλείας Λέοντος του Iσαύρου, ήτοι εν έτει ψμ΄ [740], ινδικτιώνος ενάτης, εν τη εικοστή έκτη ταύτη ημέρα του Oκτωβρίου, έγινε τόσον μέγας και φοβερός σεισμός εις την Kωνσταντινούπολιν, ώστε οπού, όλα τα ανώγεα και τα ωραιότατα από τα άλλα οσπήτια, κατεκρημνίσθησαν. Kαι πολλοί άνθρωποι καταπλακωθέντες, εθανατώθησαν. Διά τούτο και κατά την ημέραν ταύτην του Mεγαλομάρτυρος Δημητρίου, κάμνομεν την ενθύμησιν της φοβεράς εκείνης απειλής του σεισμού, πηγαίνοντες με λιτανείαν εις τον εν Bλαχέρναις Nαόν της Πανάγνου και Aγίας ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Mαρίας. Kαι τελούμεν εκεί την θείαν και ιεράν Λειτουργίαν. Mε τας πρεσβείας της οποίας Θεοτόκου, άμποτε να λυτρωθώμεν από κάθε απειλήν και φοβερισμόν θεϊκόν, και να τύχωμεν της απολαύσεως των αιωνίων αγαθών, εν Xριστώ Iησού τω Kυρίω ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Aμήν.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μακαριστός Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης: «Μέσα μας ὑπάρχει ἕνας ἄλλος «Λυαῖος», ποὺ πρέπει νὰ τὸν νικήσουμε. Εἶναι τὰ πάθη μας…»

Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλύτης. Τοιχογραφία στο Πρωτάτο - Καρυές

Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλύτης. Τοιχογραφία στο Πρωτάτο – Καρυές

Ἤμουν πέντε χρονῶν παιδὶ στὸ χωριό μου τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1912 καὶ χτύπησαν οἱ καμπάνες.

 ―Μάνα, λέω, γιατί χτυπᾶνε σήμερα οἱ καμπάνες; 
Δακρυσμένη ἡ μητέρα μου λέει: 
―Ὁ ἅγιος Δημήτριος ἔκανε τὸ θαῦμα του. 
―Ποιό θαῦμα;
 ―Πήραμε τὴ Θεσσαλονίκη τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα τῆς μνήμης του!… 
 
Τί ἦταν ἡ Τουρκία μὲ τὴν Ἑλλάδα; Ἕνας Λυαῖος μὲ ἕνα Νέστορα. Καὶ γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ὁ Λυαῖος νικήθηκε. Καὶ ὅταν μπήκανε μέσα στὴν πόλι τὰ στρατεύματά μας, ἐψάλη στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου δοξολογία καὶ τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Νά τὸ θαῦμα.
 
Ὁ Χριστιανὸς ὅμως ἔχει πάντα ἕναν ἄλλο πόλεμο, πιὸ ἰσχυρό. Μέσα μας ὑπάρχει ἕνας ἄλλος «Λυαῖος», ποὺ πρέπει νὰ τὸν νικήσουμε. Εἶναι τὰ πάθη μας… Εἶναι ὁ θυμός, ἡ ὀργή, ἡ ἐκδίκησι, ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, ἡ φιλαργυρία, ἡ φιλοδοξία, ὅλα τὰ κακά. Ἐμπρός λοιπόν! Ἂν νικηθοῦν τὰ πάθη, αὐτὸ θὰ εἶνε τὸ μεγαλύτερο θαῦμα, ἡ πραγματικὴ «ἀλλαγὴ» ποὺ ζητοῦν πολλοί… Ἀληθινὴ ἀλλαγὴ ἕνας καὶ μόνο μπορεῖ νὰ φέρῃ· ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος…
 

Άγιος Νέστωρ

 

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Σάββατο 25 Ὀκτωβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΣΑΒΒΑΤΟ Κ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
1: 8-11

Ἀδελφοί, οὐ θέλομεν ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ὑπὲρ τῆς θλίψεως ἡμῶν τῆς γενομένης ἡμῖν ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐβαρήθημεν ὑπὲρ δύναμιν, ὥστε ἐξαπορηθῆναι ἡμᾶς καὶ τοῦ ζῆν· ἀλλὰ αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς τὸ ἀπόκριμα τοῦ θανάτου ἐσχήκαμεν, ἵνα μὴ πεποιθότες ὦμεν ἐφ᾿ ἑαυτοῖς, ἀλλ᾿ ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ ἐγείροντι τοὺς νεκρούς· ὃς ἐκ τηλικούτου θανάτου ἐρρύσατο ἡμᾶς καὶ ῥύεται, εἰς ὃν ἠλπίκαμεν ὅτι καὶ ἔτι ῥύσεται, συνυπουργούντων καὶ ὑμῶν ὑπὲρ ἡμῶν τῇ δεήσει, ἵνα ἐκ πολλῶν προσώπων τὸ εἰς ἡμᾶς χάρισμα διὰ πολλῶν εὐχαριστηθῇ ὑπὲρ ἡμῶν.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΕΝ ΟΡΟΥΝΤΗ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ)
Πρὸς Τιμόθεον Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
1: 8-18

Τέκνον Τιμόθεε, μὴ ἐπαισχυνθῇς τὸ μαρτύριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν μηδὲ ἐμὲ τὸν δέσμιον αὐτοῦ, ἀλλὰ συγκακοπάθησον τῷ εὐαγγελίῳ κατὰ δύναμιν Θεοῦ, τοῦ σώσαντος ἡμᾶς καὶ καλέσαντος κλήσει ἁγίᾳ, οὐ κατὰ τὰ ἔργα ἡμῶν, ἀλλὰ κατ᾿ ἰδίαν πρόθεσιν καὶ χάριν, τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ πρὸ χρόνων αἰωνίων, φανερωθεῖσαν δὲ νῦν διὰ τῆς ἐπιφανείας τοῦ σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καταργήσαντος μὲν τὸν θάνατον, φωτίσαντος δὲ ζωὴν καὶ ἀφθαρσίαν διὰ τοῦ εὐαγγελίου, εἰς ὃ ἐτέθην ἐγὼ κήρυξ καὶ ἀπόστολος καὶ διδάσκαλος ἐθνῶν. Δι᾿ ἣν αἰτίαν καὶ ταῦτα πάσχω, ἀλλ᾿ οὐκ ἐπαισχύνομαι· οἶδα γὰρ ᾧ πεπίστευκα, καὶ πέπεισμαι ὅτι δυνατός ἐστι τὴν παραθήκην μου φυλάξαι εἰς ἐκείνην τὴν ἡμέραν. Ὑποτύπωσιν ἔχε ὑγιαινόντων λόγων ὧν παρ᾿ ἐμοῦ ἤκουσας, ἐν πίστει καὶ ἀγάπῃ τῇ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ· τὴν καλὴν παραθήκην φύλαξον διὰ Πνεύματος ῾Αγίου τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν. Οἶδας τοῦτο, ὅτι ἀπεστράφησάν με πάντες οἱ ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ, ὧν ἐστι Φύγελλος καὶ ῾Ερμογένης. Δῴη ἔλεος ὁ Κύριος τῷ ᾿Ονησιφόρου οἴκῳ, ὅτι πολλάκις με ἀνέψυξε καὶ τὴν ἅλυσίν μου οὐκ ἐπαισχύνθη, ἀλλὰ γενόμενος ἐν ῾Ρώμῃ σπουδαιότερον ἐζήτησέ με καὶ εὗρε· δῴη αὐτῷ ὁ Κύριος εὑρεῖν ἔλεος παρὰ Κυρίου ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· καὶ ὅσα ἐν ᾿Εφέσῳ διηκόνησε, βέλτιον σὺ γινώσκεις.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΣΑΒΒΑΤΟ Ε΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
7: 1-10

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Καπερναούμ. Ἑκατοντάρχου δέ τινος δοῦλος κακῶς ἔχων ἤμελλε τελευτᾶν, ὃς ἦν αὐτῷ ἔντιμος. ἀκούσας δὲ περὶ τοῦ Ἰησοῦ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων, ἐρωτῶν αὐτὸν ὅπως ἐλθὼν διασώσῃ τὸν δοῦλον αὐτοῦ. οἱ δὲ παραγενόμενοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν παρεκάλουν αὐτὸν σπουδαίως, λέγοντες ὅτι Ἄξιός ἐστιν ᾧ παρέξει τοῦτο, ἀγαπᾷ γὰρ τὸ ἔθνος ἡμῶν, καὶ τὴν συναγωγὴν αὐτὸς ᾠκοδόμησεν ἡμῖν. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐπορεύετο σὺν αὐτοῖς. ἤδη δὲ αὐτοῦ οὐ μακρὰν ἀπέχοντος ἀπὸ τῆς οἰκίας ἔπεμψε πρὸς αὐτὸν ὁ ἑκατόνταρχος φίλους λέγων αὐτῷ· Κύριε, μὴ σκύλλου· οὐ γὰρ εἰμι ἱκανός ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην μου εἰσέλθῃς· διὸ οὐδὲ ἐμαυτὸν ἠξίωσα πρὸς σὲ ἐλθεῖν· ἀλλ’ εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος, ἔχων ὑπ’ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ. ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασεν αὐτόν, καὶ στραφεὶς τῷ ἀκολουθοῦντι αὐτῷ ὄχλῳ εἶπε· Λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. Καὶ ὑποστρέψαντες οἱ πεμφθέντες εἰς τὸν οἶκον εὗρον τὸν ἀσθενοῦντα δοῦλον ὑγιαίνοντα.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΕΝ ΟΡΟΥΝΤΗ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
10: 16-22

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων· γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί. προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων· παραδώσουσι γὰρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια, καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν μαστιγώσουσιν ὑμᾶς· καὶ ἐπὶ ἡγεμόνας δὲ καὶ βασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ εἰς μαρτύριον αὐτοῖς καὶ τοῖς ἔθνεσιν. ὅταν δὲ παραδῶσωσιν ὑμᾶς, μὴ μεριμνήσητε πῶς ἢ τί λαλήσητε· δοθήσεται γὰρ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τί λαλήσητε· οὐ γὰρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ πατρὸς ὑμῶν τὸ λαλοῦν ἐν ὑμῖν. παραδώσει δὲ ἀδελφὸς ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ πατὴρ τέκνον, καὶ ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ θανατώσουσιν αὐτούς· καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Διονύσης Σαββόπουλος (1944-2025): O μέγιστος των Ελλήνων τραγουδοποιών

Όλες οι μεγάλες στιγμές της 60χρονης καλλιτεχνικής διαδρομής του κορυφαίου Έλληνα τραγουδοποιού.

Γεννημένος στην Θεσσαλονίκη στις 2 Δεκεμβρίου 1944, ο Διονύσης Σαββόπουλος που πέθανε σήμερα (21 Οκτωβρίου 2025) σε ηλικία 81 ετών αρχίζει να γίνεται γνωστός, σ’ ένα μικρό κύκλωμα στην αρχή, όταν κατεβαίνει στην Αθήνα, την άνοιξη του 1963.

Όπως θα έγραφε και ο ίδιος λίγα χρόνια αργότερα στο «Φορτηγό» του: «Ξεκινάω μ’ ένα φορτηγό. Στην Εθνική οδό λίγο έξω απ’ τη Θεσσαλονίκη σε μαζεύει κι ύστερα από πολλά σ’ αφήνει στην Αθήνα πριν ξημερώσει…». 

Φεύγει μόνος του, με ελάχιστα πρακτικά εφόδια, ερχόμενος σε μια μεγάλη πόλη, δίχως φίλους και γνωστούς.

Η δεκαετία του ’60

Μπορεί ο Διονύσης Σαββόπουλος να έχει παρατήσει τις σπουδές του στην Θεσσαλονίκη, ως φοιτητής της Νομικής, αλλά το φοιτητικό κίνημα της εποχής είναι εκείνο που τον ελκύει περισσότερο και μέσω αυτού θα κάνει τις πρώτες γνωριμίες του, στην πρωτεύουσα πια. 

Παρακολουθεί το Τέταρτο Πανσπουδαστικό Συνέδριο, στο Θέατρο Χατζηχρήστου (22-28 Απριλίου 1963), ενώ συμμετέχει στην ίδρυση της ΕΦΕΕ και ακόμη στο Σύνδεσμο Νέων δια τον Πυρηνικόν Αφοπλισμόν “Bertrand Russell”. Μάλιστα στα γραφεία του Συνδέσμου θα στεγαστεί περιστασιακά, όπως και σε σπίτια φίλων και γνωστών. 

Φυσικά, την ίδια εποχή δραστηριοποιείται στην ΕΔΑ, συλλαμβάνεται στην Α Μαραθώνια Πορεία, είναι κοντά με τους «Λαμπράκηδες», διαβάζει «Αυγή», «Πανσπουδαστική» και «Επιθεώρηση Τέχνης», συμμετέχει σε εκδηλώσεις για τον Μίκη Θεοδωράκη, γνωρίζεται με την Μαρία Φαραντούρη, τον Μάνο Λοΐζο κ.ά., επιχειρώντας παράλληλα τις πρώτες δειλές εμφανίσεις του (πρώτη φορά, σ’ ένα σινεμά στο Κερατσίνι), κάνοντας όμως παράλληλα κι άλλες δουλειές για να επιβιώσει (σερβιτόρος, μπογιατζής, αχθοφόρος, γυμνό μοντέλο στη σχολή Καλών Τεχνών, δημοσιογράφος).

«Σαν το παράπονο στη φράση “εδώ και τώρα” / σαν το σπασμένο φαρμακείο στις δύο η ώρα / σαν το καμένο το γήπεδο, σαν το αμόκ της μηχανής σου / μέσα απ’ της βιτρίνας τα θρύψαλα ακούω την ψυχή σου…». Αυτός ο διάλογος, ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εκείνον, δεν πρόκειται να στερέψει ποτέ.

Γρήγορα ο Δ. Σαββόπουλος αρχίζει να διαμορφώνει ένα ρεπερτόριο (με δικά του τραγούδια, των Θεοδωράκη-Χατζιδάκι κ.ά.), κι έτσι, από το 1964 έως και το 1966, θα εμφανιστεί σε διάφορες μπουάτ (στη μυκονιάτικη Εννέα Μούσες και ακόμη στη Στοά, στο Συμπόσιο, στο Καρνάγιο των Σπετσών, στη Ρουλότα, στην Παράγκα και αλλού), επιχειρώντας, στην αρχή, να βελτιώσει και την τεχνική του στην κιθάρα.

Το 1964 θα γνωρίσει τον συνθέτη Νίκο Μαμαγκάκη, έναν άνθρωπο ο οποίος τον πίστεψε και που θα τον πήγαινε στη Lyra, για να τον δει και να τον ακούσει ο Αλέξανδρος Πατσιφάς. Ο Μαμαγκάκης ήταν σοβαρά μορφωμένος μουσικά και η γνώμη του «μετρούσε». Κάτι «βλέπει» στον 20χρονο Σαββόπουλο και είναι αυτός, ουσιαστικά, που τον επιβάλλει στην εταιρεία. Είναι το ξεκίνημα της μεγάλης διαδρομής. 

Ο πρώτος δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου ήταν ένα 45άρι με τέσσερα τραγούδια, ένα EP δηλαδή, που κυκλοφόρησε από την Lyra, στις 15 Φεβρουαρίου 1965. Περιείχε τα κομμάτια «Ήλιε, ήλιε αρχηγέ (Εγερτήριο)», «Μια θάλασσα μικρή», «Τα πουλιά της δυστυχίας» και «Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη». 

Τα τραγούδια ακούγονται μέσα στο Νέο Κύμα, που λανσάρει τότε η Lyra, αλλά είναι φανερό πως δεν έχουν ουδεμία σχέση με τα τραγούδια του Γιάννη Σπανού, που έλεγε τότε η Καίτη Χωματά, ή μ’ εκείνα του Γιώργου Ζωγράφου και του Γιάννη Πουλόπουλου. Ο ίδιος ο Διονύσης Σαββόπουλος έγραφε στο οπισθόφυλλο εκείνου του πρώτου EP του: 

«Πάνε δύο χρόνια που τελειώνοντας το Γυμνάσιο στη Σαλονίκη, κατέβηκα στην Αθήνα να βρω δουλειά. Να τώρα σ’ αυτό το δίσκο τέσσερα από τα πρώτα τραγούδια μου. Δεν είναι παρά εικόνες και άνθρωποι από τη Σαλονίκη και την Αθήνα. Το Μπαχτσέ-Τσιφλίκι, η Καλαμαριά και φυσικά όλοι οι φίλοι. Σ’ αυτό το δίσκο πολλά πράγματα θυμίζουν Ζακ Πρεβέρ, Χριστιανόπουλο, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Μπρασσένς ή Ρωμανό Μελωδό. Σ’ όλα αυτά προστίθεται η προσωπική μου ομιλία, το μεράκι μου να πούμε. Έτσι κάπως, με χίλιους επηρεασμούς, φτιάχνεται το καινούργιο τραγούδι. Είναι ζεστό, οικείο, ολοζώντανο. Έχει ένα κόμπο χαρά κι ένα κόμπο θλίψη. Πολλή πίστη και πολλή ελπίδα. Είναι τόσο μικρό όσο να χωράει ένα φιλί, και τόσο μεγάλο όσο να χωράει μια επανάσταση. Σ’ αυτό το τραγούδι, κτήμα του λαού, πιστεύω κι εγώ».

 

Στις 2 Ιουνίου 1965 κυκλοφορεί ένα ακόμη EP, με τέσσερα νέα τραγούδια του Δ. Σαββόπουλου. Είναι τα «Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας», «Οι δεκαπέντε» («Είμαστε οι πρώτοι κι ακολουθάνε αναστημένοι χίλιοι νεκροί»), «Το δέντρο (Ο οδηγητής)» και «Συννεφούλα». 

Αυτά τα οκτώ τραγούδια, από τα δύο EP, δημιουργούν αμέσως μεγάλη εντύπωση – σε κάποιους τουλάχιστον κύκλους. Η «Επιθεώρηση Τέχνης» γράφει κάτι σαν ύμνο για τον Σαββόπουλο, ο οποίος παρά ταύτα δεν είναι πεπεισμένος, ακόμη, πως θα μπορούσε να σταθεί με αξιώσεις στο χώρο. 

Έχει όμως έτοιμο αρκετό υλικό, ικανό να στηρίξει ένα μεγάλο δίσκο, ένα LP, που τότε άρχιζαν κι αυτά να τυπώνονται, σε κάπως μεγαλύτερες ποσότητες, αντιμετωπίζοντας τους καλλιτέχνες (συνθέτες, στιχουργούς, τραγουδιστές και τραγουδοποιούς) με έναν πιο «συνολικό» τρόπο.

Είναι η ώρα του «Φορτηγού» λοιπόν, που κυκλοφορεί στις 22 Νοεμβρίου 1966 και που σηματοδοτεί μια τομή για το ελληνικό τραγούδι. Εφάμιλλη μ’ εκείνη των δίσκων του Μίκη Θεοδωράκη, του Μάνου Χατζιδάκι και του Σταύρου Ξαρχάκου, από την ίδια εποχή, αλλά από άλλη σκοπιά. 

Ο Σαββόπουλος έχει πλέον «γνωρίσει» τον Bob Dylan, έχει εντρυφήσει στο τραγούδι διαμαρτυρίας και γι’ αυτό προκύπτουν τα «Βιετνάμ γιε-γιε», «Ήλιε, ήλιε αρχηγέ», «Τα πουλιά της δυστυχίας» και οι «Παλιοί μας φίλοι», αλλά παράλληλα στο «Φορτηγό» καταγράφεται και η ερωτική διάθεση («Η συννεφούλα», «Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη»), όπως επίσης (καταγράφεται) και μια συγκλονιστική μαρτυρία, συμπληρωμένη με αλησμόνητες εικόνες, για την «άλλη» Ελλάδα – της επαρχίας, του περιθωρίου, των πλανόδιων θιάσων, των μπουλουκιών, των σαλτιμπάγκων και των αγοραίων σχέσεων («Οι μάγοι», «Η Ζωζώ», «Η μαϊμού», «Το μπουλούκι»). 

Το «Φορτηγό» είναι ένα εκπληκτικό ντεμπούτο, που πουλάει λίγο και που κάνει τον Σαββόπουλο να αναρωτιέται για το πώς θα πορευτεί – σε Τέχνη και ζωή. 

Εν τω μεταξύ γίνεται το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, και ο Σαββόπουλος, ως αριστερός, συλλαμβάνεται και βασανίζεται στην Μπουμπουλίνας (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1967), εκεί όπου βρίσκει την δύναμη και τον τρόπο να γράψει τα τραγούδια «Η Δημοσθένους λέξις», «Η θεία Μάνου» και «Θαλασσογραφία». 

Βγαίνει από την φυλακή, παντρεύεται την Άσπα (Ασπασία Αραπίδου) τον Οκτώβριο και φεύγουν μαζί για το Παρίσι. Αργότερα, το 1968 πια, θα μεταβούν στο Μιλάνο, για να επιστρέψουν στην Ελλάδα, μετά από ένα χρόνο, τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς. 

Τις περιπέτειες στο εξωτερικό, μαζί με τα τραγούδια που γράφτηκαν και συμπληρώθηκαν στο αμέσως επόμενο διάστημα, θα τα συναντήσουμε, όλα αυτά, στο δεύτερο LP του Διονύση Σαββόπουλου, που έχει τίτλο «Το Περιβόλι του Τρελλού». Κυκλοφορία ξανά από την Lyra προς το τέλος του Οκτωβρίου ή στις αρχές Νοεμβρίου του 1969 (υπάρχουν δύο διαφορετικές ημερομηνίες). 

Το 1969 το ροκ αρχίζει να κάνει κάπως πιο αισθητή την παρουσία του στην Ελλάδα. Πληροφορίες έρχονται απ’ έξω και δίσκοι ξένων ροκ συγκροτημάτων, κυρίως 45άρια, αλλά και ορισμένα LP, αρχίζουν να τυπώνονται μ’ ένα κάποιο σύστημα και στην Ελλάδα. 

Ο Διονύσης Σαββόπουλος έχει αφουγκραστεί το ροκ, και τα μηνύματα που μπορεί εκείνο να μεταφέρει, ήδη από το εξωτερικό, κι έτσι όταν επιστρέφει στη χώρα, παράλληλα με την ολοκλήρωση των τραγουδιών για το «Περιβόλι», έχει κατά νου να σχηματίσει κι ένα γκρουπ, ώστε να μπορεί να υποστηρίξει τα τραγούδια του και στη σκηνή.

Το γκρουπ είναι τα Μπουρμπούλια, αλλά δυστυχώς στο «Περιβόλι» δεν έχουν τον πλήρη έλεγχο της μουσικής και της ενορχήστρωσης, αφού όλα αυτά τα κάνει ο έντεχνος συνθέτης Γιώργος Κοντογιώργος. Κι έτσι, ενώ το άλμπουμ διαθέτει κι ένα πολύ ωραίο hippy εξώφυλλο φιλοτεχνημένο από τον Στέργιο Δελιαλή, ο ήχος «μέσα» είναι πιο «διαλλακτικός». Στον δίσκο όμως, γιατί στο Rodeo το πράγμα αποκτά άλλες διαστάσεις – τις πρέπουσες ροκ δηλαδή. 

Στην αρχή, στα Μπουρμπούλια, συμμετείχε και ο Γιώργος Ρωμανός, αλλά πολύ γρήγορα το γκρουπ θα καταλήξει στους Τάκη Ανδρούτσο, Άρη Τασούλη, Βασίλη Ντάλλα και Νίκο Τσιλογιάννη – παρότι η σύνθεσή του, λίγο αργότερα, θα άλλαζε και πάλι. 

Τα πιο ροκ κομμάτια στο «Περιβόλι» ήταν τα «Η θεία Μάρω» και «Σαν ρεμπέτικο παλιό», αλλά κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει και τα υπόλοιπα, κάποια εκ των οποίων (όπως η «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη») θεωρούνται από τα κορυφαία του Σαββόπουλου.

Στην δεκαετία του ’70

Η τρίτη σεζόν στο Rodeo (1970-71) –από το οποίο Rodeo περνούν εν τω μεταξύ και οι Μαρίζα Κωχ, Διόσκουροι (Βασίλης Ζαρούλιας-Βαγγέλης Γερμανός), Θανάσης Γκαϊφύλλιας, Λήδα, Περικλής Χαρβάς, Δόμνα Σαμίου κ.ά.– σημαίνει «Μπάλλος». 

Είναι ο δίσκος, που ουσιαστικά ξεκινάει το ροκ στην Ελλάδα, το ελληνικό ροκ εννοούμε – παρότι το να μελετάει κανείς τον Σαββόπουλο, μέσα στο ελληνικό ροκ, τον περιορίζει ασφυκτικά. 

Πάντως στον «Μπάλλο» ο Σαββόπουλος κάνει για πρώτη φορά ροκ στην δισκογραφία και μορφολογικά πλέον, έχοντας δίπλα του, εκτός από τους Ντάλλα-Τσιλογιάννη σε μπάσο-ντραμς και τους János Lambizi ηλεκτρική κιθάρα, Σπύρο Καζιάνη φαγκότο, τρομπόνι και Νίκο Μουρίκη κόρνο. 

Η δισκογραφία του διεθνούς ροκ ανοίγεται. Ο Τάσος Φαληρέας, δουλεύει στη Lyra, η οποία εκτός από τις παραγωγές λειτουργεί και ως αντιπρόσωπος ξένων labels, με αποτέλεσμα οι έλληνες μουσικόφιλοι να μαθαίνουν τον Frank Zappa, τους Yes, τον James Taylor, τους Jethro Tull, τους Crosby, Stills Nash & Young, τους Doors κ.λπ. Ο Τάσος Φαληρέας, που είναι φίλος με τον Σαββόπουλο, έχει και το δισκάδικο Pop Eleven, μαζί με τον αδελφό του Γρηγόρη, οπότε ένα περαιτέρω άνοιγμα σε ακούσματα υπάρχει και από εκεί.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος γίνεται κοινωνός όλων αυτών και κάπως έτσι το Rodeo αναδεικνύεται, εκείνα τα χρόνια, σε ναό του ροκ στην Ελλάδα, ικανό να προσελκύει ακόμη και ξένους (τον σκηνοθέτη του “Woodstock” Michael Wadleigh για παράδειγμα). 

Ο Σαββόπουλος δένει ροκ, με Βαλκάνια και ελληνική παράδοση, και με φοβερά λόγια, φτιάχνει ροκ αρχέτυπα – αναλλοίωτα εν πολλοίς μισόν αιώνα αργότερα. Ο «Μπάλλος», το «Κιλελέρ» και «Ο παλιάτσος κι ο ληστής» (Bob Dylan) είναι συγκλονιστικά κομμάτια, αξεπέραστα, που με την εξεγερσιακή θεματική τους, δημιουργούν στα ακροατήρια μια αντιχουντική διάθεση. 

Ξανά στο Rodeo, περιστασιακά κυρίως, και μετά στο Κύτταρο (τέλη ’72 με αρχές ’73), όταν πλέον βρίσκεται μπροστά η επόμενη θρυλική δουλειά του Διονύση Σαββόπουλου, το «Βρώμικο Ψωμί».

Με το άλμπουμ αυτό ολοκληρώνεται βασικά το ροκ μανιφέστο του Σαββόπουλου, ο οποίος με νέο συγκρότημα, την Λαιστρυγόνα, και με παλιά και καινούρια τραγούδια («Η Δημοσθένους λέξις» ήταν τραγούδι του ’67, όπως προείπαμε) ενώνει ξανά ροκ με δημοτικό («Μαύρη Θάλασσα») και με ρεμπέτικο-λαϊκό τραγούδι («Ζεϊμπέκικο»), αφήνοντας μίλια πίσω ακόμη και τον ίδιο τον Dylan, με τον «Άγγελο εξάγγελο». 

Παράλληλα, στο Κύτταρο, στις δύο σεζόν που ήταν εκεί (1972-73 και 1973-74), καλεί παλαιστές του κατς, δημοτικούς οργανοπαίκτες και καραγκιοζοπαίκτες, προβάλλοντας παράλληλα και μια ειδική ταινία (Λάκης Παπαστάθης) στην τελευταία σεζόν, δίνοντας χώρο και σε άλλα σχήματα, όπως ήταν οι Λήδα-Σπύρος π.χ., δημιουργώντας καινούρια και πρωτοφανέρωτα για την Ελλάδα πρότυπα. Εκείνα του πολυθεάματος. 

Ο Καραγκιόζης είναι η λαϊκή μορφή που αναδεικνύεται από τα προγράμματα στο Κύτταρο και βασικά από το «Θίασος Σκιών», οδηγώντας τον Διονύση Σαββόπουλο να γράψει ένα από τα διαχρονικά ωραιότερα τραγούδια του, το «Σαν τον Καραγκιόζη» («Σαν σκιές γλιστρούν λόγια και εικόνες / κάρα σκουπιδιάρικα, φεύγουν οι χειμώνες»), που κυκλοφορεί αρχικά σαν 45άρι (Νοέμβριος 1974), έχοντας πίσω ένα άλλο τραγούδι, που καθρεφτίζει τα τραγικά γεγονότα της εποχής, το «Για την Κύπρο», που οι περισσότεροι θα το μάθαιναν από την «Ρεζέρβα». 

Ο Σαββόπουλος με τον ερχομό της Μεταπολίτευσης αποκτά ακόμη μεγαλύτερο στάτους, δίνοντας συνεχώς συνεντεύξεις, παρεμβαίνοντας με δίσκους, δίνοντας συναυλίες, συμμετέχοντας σε άλμπουμ «τρίτων», γράφοντας μουσική για τον κινηματογράφο κ.λπ. 

Το «10 Χρόνια Κομμάτια» (Φεβρουάριος 1975) είναι το πέμπτο άλμπουμ του, τυπωμένο και αυτό από την Lyra. 

O Σαββόπουλος κάνει μια ιδιότυπη αναδρομή στην πορεία του μέχρι τότε, παρουσιάζοντας τραγούδια ηχογραφημένα ερασιτεχνικά από τον ίδιο, μα και κάποια από στούντιο, μαζί με αφηγηματικές γέφυρες. 

Και το άλμπουμ αυτό διαθέτει εκπληκτικά κομμάτια, όπως την «Παράγκα», το «Στη συγκέντρωση (της Ε.Φ.Ε.Ε.)» και πάνω απ’ όλα την «Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη» (τραγούδι από το 1967, που τώρα δισκογραφείται για πρώτη φορά). 

Η αγάπη του Διονύση Σαββόπουλου για τους παλιούς ρεμπέτες, τους οποίους τίμησε και στο Κύτταρο, φαίνεται και από το επόμενο δισκάκι του, όταν τραγουδάει μαζί με τον Δημήτρη Γκόγκο ή Μπαγιαντέρα τον «Καθρέφτη» (Σεπτέμβριος 1975), βάζοντας στην δεύτερη πλευρά τον «Πολιτευτή». 

Είναι μια πρώτη απόπειρα του Σαββόπουλου να απεξαρτηθεί από κάποια «δόγματα» της Αριστεράς ή μάλλον να διαχωρίσει τη θέση του από κάποιους τρόπους «αριστερής» συμπεριφοράς. Ένα σκληρό πολιτικό τραγούδι, για τους πολιτικάντηδες γενικώς και ειδικώς. 

Παρά ταύτα με το επόμενο άλμπουμ του, που δεν ήταν άλλο από το σάουντρακ για την ταινία του Παντελή Βούλγαρη “Happy Day” (Σεπτέμβριος 1976), o Διονύσης Σαββόπουλος θα φυλάξει ένα προσκύνημα για τους αγωνιστές της Αριστεράς, για τους κομμουνιστές που βασανίστηκαν ή και εκτελέστηκαν στην Μακρόνησο. 

Φυσικά ακόμη και η λέξη «Μακρόνησος» ήταν απαγορευμένη στο φιλμ, αλλά στο δίσκο υπάρχει το «Σχόλιο», με τους εκπληκτικούς στίχους και την ερμηνεία του Σαββόπουλου («Ξέρω ανθρώπους σαν κι εσάς / που μου λεν “μην τα ρωτάς / γύρω στο ’48 πέρασα από ’κει κι εγώ / ήταν μέρες φοβερές η Μακρόνησο που λες”», «Νιώθω άλλος, κι άλλη μια / χαιρετώ με τη γροθιά / δεν έχει τι, δεν έχει πού / στις οθόνες του λαού»). 

Στο τέλος του 1976 ο Διονύσης Σαββόπουλος συμμετέχει στο άλμπουμ των Μάνου Χατζιδάκι / Νίκου Γκάτσου «Τα Παράλογα», τραγουδώντας μαζί με την Μελίνα Μερκούρη «Το άλογο του Ομέρ Βρυώνη». 

Με τους αριστοφανικούς «Αχαρνής», όπως γράφει ο ίδιος ο Δ. Σαββόπουλος στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ (Lyra, 1977), καταπιάστηκε μετά από παραγγελία του Θεάτρου Τέχνης, παρουσιάζοντας, τελικά, το έργο στην Πλάκα, στην μπουάτ Ρήγας, δίχως να ανεβεί αυτό στο θέατρο. Υπάρχει παρασκήνιο, αλλά δεν είναι της ώρας.
 
Σημασία έχει πως ο Σαββόπουλος έστησε εκ του μηδενός μία δική του παράσταση, με δικά του τραγούδια και δικές του μεταφράσεις, έχοντας δίπλα του νέους τραγουδιστές (στο άλμπουμ συμμετείχαν οι Σάκης Μπουλάς, Νίκος Παπάζογλου, Μελίνα Τανάγρη, Νίκος Ζιώγαλας, Ηλίας Λιούγκος, Βαγγέλης Ξύδης, Μανώλης Ρασούλης και Κώστας Γεωργίου). 

Ήταν ένας δίσκος, οι «Αχαρνής», που απομάκρυναν ακόμη περισσότερο τον Σαββόπουλο από την λεγόμενη «παραδοσιακή αριστερά». Όμως το θέμα, ο Σαββόπουλος, το έβλεπε ευρύτερα. Όπως είχε πει σε μια συνέντευξή του, τότε, στο περιοδικό «Θεατρικά»: 

«Μερικές φορές έκανα σατιρικούς στίχους εις βάρος του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη ή του Ρίτσου κι όχι ακριβώς γι’ αυτούς ή το έργο τους, μάλλον για μια ορισμένη μόδα που εκπορεύεται από κει. Δεν είναι βέβαια εντελώς υπεύθυνοι γι’ αυτήν, αλλά ούτε και εντελώς αμέτοχοι. Άλλωστε αυτή η μόδα ή η ιδεολογία, όπως προτιμάς, με επηρέασε φανερά κι εμένα, και άρα η σάτιρά μου στρέφεται και σ’ ένα μέρος του εαυτού μου, τότε, στο Κύτταρο, με τον “Θίασο Σκιών”, όσοι θυμούνται – μ’ έπαιρνε κι εμένα η μπάλα δηλαδή». 

Ο Διονύσης Σαββόπουλος με την Άσπα (αριστ.) στη Θεσσαλονίκη. Φωτ.: Σπύρος Στάβερης/LiFO

Τον Μάρτη του ’78 κυκλοφορεί η «Εκδίκηση της Γυφτιάς» [Lyra] των Νίκου Ξυδάκη-Μανώλη Ρασούλη, με τον Διονύση Σαββόπουλο στον ρόλο του παραγωγού (τραγουδούσε κιόλας). Λέμε για ένα δίσκο που καθόρισε στην πορεία το νέο λαϊκό και που σύστησε, πλατιά σε όλους, τον Νίκο Παπάζογλου. 

Η «Ρεζέρβα» ο νέος διπλός αυτή τη φορά δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου κυκλοφορεί τον Οκτώβριο του 1979. 

Υπάρχουν κάποιοι που θεωρούν την «Ρεζέρβα» ως τον κορυφαίο δίσκο του Σαββόπουλου, ενώ κάποιοι άλλοι θεωρούν πως είναι ο τελευταίος αληθινά μεγάλος δίσκος του. 

Όπως κι αν έχει η «Ρεζέρβα» περιείχε πολλά καλά τραγούδια, παλιότερα και πιο καινούρια και δύο τουλάχιστον αριστουργήματα, το «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη» και το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο». Τραγούδια δηλαδή, που συντηρούν, στο έπακρο, το μύθο του Σαββόπουλου, που έρχεται από τα σίξτις και από το πρώτο μισό του ’70. 

Το τέλος της χρονιάς βρίσκει τον Δ. Σαββόπουλο, στον Σκορπιό, στην Πλάκα, να παρουσιάζει το «Γιγανταιώρημα», με Δημήτρη Πουλικάκο, Οπισθοδρομική Κομπανία, Ευγένιο Σπαθάρη, τον ακροβάτη Βαγγέλη Μανιάτη κ.ά. 

Στα χρόνια του ’80

Το 1981 ο Διονύσης Σαββόπουλος μας συστήνει τον Βαγγέλη Γερμανό στα «Μπαράκια» [Lyra], συνεργάτη του από την εποχή των Διόσκουρων και της Λαιστρυγόνας, ενώ το 1982 (ξανα)κάνει παραγωγή στο πρώτο άλμπουμ της Οπισθοδρομικής Κομπανίας (επίσης για την Lyra). 

Την πρωταπριλιά του 1983 o Σαββόπουλος δίνει μια ιστορική συναυλία, στο Παλαί ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης – συναυλία, που την είχε μεταδώσει η τηλεόραση της ΕΡΤ και που είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. (Αποσπάσματα θα ακούγαμε, λίγους μήνες αργότερα, στο άλμπουμ «20 Χρόνια Δρόμος»). 

Το 1983 είναι επίσης η χρονιά ενός νέου δίσκου, μετά από τέσσερα, χρόνια, του πασίγνωστου «Τραπεζάκια Έξω» [Lyra]. Ο δίσκος καταγράφει μια νέα φάση του Σαββόπουλου, που τότε εντασσόταν, ιδεολογικά, στο νεο-ορθόδοξο ρεύμα, και η οποία είχε κριθεί (η φάση), γενικότερα, ως συντηρητική (τουλάχιστον από τους παλιούς φίλους των τραγουδιών του).

Τεράστια επιτυχία, καθώς ακουγόταν παντού, έκανε το τραγούδι «Ας κρατήσουν οι χοροί» (που είναι ένα από τα πιο αγαπητά του Σαββόπουλου σε όσους θα τον γνώριζαν τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες), αλλά υπήρχαν και άλλα τραγούδια στον δίσκο που ξεχώριζαν περισσότερο, όπως το «Μυστικό τοπίο» ή το “Canto”. 

Τον Ιούλιο του ’83, στις 25, ο Διονύσης Σαββόπουλος θα συμμετάσχει στο ιστορικό πάρτυ του Λουκιανού Κηλαηδόνη, στην Βουλιαγμένη, ενώ η χρονιά θα ολοκληρωνόταν βασικά με την άκρως επιτυχημένη μεγάλη συναυλία του στο νέο τότε Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας, στην Καλογρέζα (19 Σεπτεμβρίου 1983), μια συναυλία που θα απασχολούσε την κοινή γνώμη, και τον Τύπο, για μέρες, εβδομάδες και μήνες, και που θα καθιστούσε τον Σαββόπουλο κάπως σαν «θέμα συζήτησης», σε τελείους ασύμβατους μεταξύ τους χώρους. 

Στις 3 Σεπτεμβρίου 1983 πεθαίνει εν τω μεταξύ ο Αλέξανδρος Πατσιφάς, με την Lyra να περνάει στα χέρια του Κυριάκου Μαραβέλια. Στην νέα Lyra ο Σαββόπουλος έχει ανεβασμένη θέση σαν παραγωγός και από την θέση αυτή υπογράφει νέα άλμπουμ για τους Μάκη Χριστοδουλόπουλο, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Δυνάμεις του Αιγαίου κ.ά. 

Το 1986 ο Διονύσης Σαββόπουλος συνεργάζεται με την ΕΡΤ, για την παραγωγή της εκπομπής «Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι» (σκ. Γιώργος Πανουσόπουλος-Κώστας Μαζάνης), που είναι ίσως η ωραιότερη μουσική εκπομπή για το ελληνικό τραγούδι, που εμφανίστηκε ποτέ στην τηλεόραση (κρατική και ιδιωτική). Θα μεταδοθούν 30 επεισόδια και θα παρελάσουν από το στούντιο πάμπολλοι καλλιτέχνες και φυσικά τα περισσότερα είδη του ελληνικού τραγουδιού. Ένα χρόνο αργότερα (1987) θα τυπωνόταν και ο σχετικός δίσκος (2LP) στην MINOS. 

Από 17 Ιανουαρίου έως 3 Φεβρουαρίου 1988 ο Διονύσης Σαββόπουλος θα εμφανιζόταν στον Σείριο του Μάνου Χατζιδάκι, αποδίδοντας παλιά και πιο καινούρια τραγούδια του, ενώ λίγο καιρό αργότερα θα κυκλοφορούσε και ο αναμνηστικός δίσκος «Ο Κύριος Σαββόπουλος Ευχαριστεί τον Κύριο Χατζιδάκι Και Θάρθη Οπωσδήποτε» [Sirius, 1988]. 

Το 1989 κυκλοφορεί «Το Κούρεμα» [Polydor]. Ο Σαββόπουλος «σχεδόν 55 ετών / με μπλοκ επιταγών», όπως τραγουδάει στο «Εμείς του ’60», φοράει γραβάτα και κουρεύεται, για να φωτογραφηθεί στο εξώφυλλο. Η νέα εμφάνιση σημαίνει… παράδοση οπλισμού. Για τον ίδιο, την γενιά του, την κοινωνία γενικότερα. «Πώς να μην κλέψει ο Κοσκωτάς, αφού ένα όραμα κονόμας / και ευζωίας και ανόδου ήταν το μέτρο ολονών μας», τραγουδά στο «Μην περιμένετε αστειάκια». 

Η χώρα ταλανίζεται από το σκάνδαλο Κοσκωτά, το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ σαπίζει εκ των έσω. Η κριτική ξεκινά από τον Ανδρέα Παπανδρέου, με χαρακτηρισμούς οξείς ή και απρεπείς («ένας μοιχός εβδομηντάρης»), αλλά ο θυμός και η οργή είναι εκείνα που διαπνέουν, γενικά, τα περισσότερα τραγούδια του δίσκου. Πρωτοφανές για τον Σαββόπουλο, που χρησιμοποιούσε πάντα τον υπαινικτικό λόγο και την ποιητικότητα, για να εκφραστεί.

Υπάρχουν δίκια στην κριτική, πρώτα-πρώτα γιατί ο Σαββόπουλος δεν αφήνει απ’ έξω τον εαυτό του (η φωτογραφία του εξωφύλλου συμβολίζει και τον δικό του συμβιβασμό), αλλά ο εναγκαλισμός με την ΝΔ του Κώστα Μητσοτάκη, τον «ικανό να βγάλει από τη μέση το κνώδαλο αυτό, τον παπατζή» («Το μητσοτάκ»), είναι κίνηση απελπισίας (το λιγότερο). 

Ο Σαββόπουλος παίρνει πολλά ρίσκα με το «Κούρεμα», ξεκαθαρίζει δια παντός τη σχέση του με την Αριστερά, με τους συνοδοιπόρους του από το ’60 και το ’70 («Η αποτυχία της Αριστεράς»), περνώντας στην άλλη πλευρά, δίχως να προβάλλει κάποιο όραμα, ένα νέο πειστικό άλλοθι. Έτσι, η αποτυχία της κοινωνίας είναι συνολική, είναι οικτρή, καθώς παράγει μόνον μπάζα κι αποκαΐδια. «Mε ποιους να πάμε, μη ρωτάτε κι ούτε είναι το θέμα εκεί / χούντα περνάμε, πολεμάτε κι είναι πιο μαυριδερή»… τραγουδάει κάπου αλλού. Πλήρης καταστροφή. 

Και όμως αυτός ο τραχύς, ο οργισμένος και μουσικά ελάχιστα εμπνευσμένος δίσκος, κλείνει με το «Καλοκαίρι», ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου, με τις ποιητικές εικόνες να διαδέχονται η μία την άλλη, αφήνοντας εκεί, στο τέλος, μια χαραμάδα αισιοδοξίας… 

Αν κάθε δίσκος του Σαββόπουλου, έως τότε, προκαλούσε συζητήσεις, παρεμβαίνοντας στην κοινωνικοπολιτική καθημερινότητα, τότε «Το Κούρεμα» δεν μπορεί παρά να είναι, απ’ αυτή την άποψη, ο αληθινά τελευταίος σημαντικός δίσκος του.

Η δεκαετία του ’90

Το 1990 κυκλοφορούν σε διπλό δίσκο οι ηχογραφήσεις από τις παραστάσεις του στο ZOOM, τον χειμώνα του 1989-90 –λέμε για το 2LP «Αναδρομή ’63-’89» [Polydor]– αλλά αυτό το διάστημα, τα χρόνια που έρχονται και που συμπίπτουν, βασικά, με την περίοδο διακυβέρνησης της ΝΔ υπό τον Κ. Μητσοτάκη, είναι δύσκολα για τον Διονύση Σαββόπουλο. Δεν βρίσκει διεξόδους, ψάχνεται, θέλει να οικοδομήσει και πάλι σχέσεις με την Αριστερά μετά τον σεισμό, που προκάλεσε «Το Κούρεμα», επιχειρώντας να ξανα-ανακαλύψει τον εαυτό του.

Απ’ αυτή την κάπως χαοτική περίοδο θα βγει το 1994, με το επόμενο άλμπουμ του, το «Μη Πετάξεις Τίποτα» [Polydor]. Πρόκειται για έναν δίσκο που περιλαμβάνει και κάποια καλά ή και αισιόδοξα τραγούδια, όπως «Το ρεφραίν, σ’ αγαπώ», το «Μη πετάξεις τίποτα», το «Ταγκό βουβό» ή το «Είδα την Σούλα και τον Δεσποτίδη» (δύο πρόσωπα της «άλλης Αριστεράς», την Σούλα Αλεξανδροπούλου και τον Μίμη Δεσποτίδη) και που δημιουργεί μία καινούρια (νεότερη) γενιά ακροατών του. Το «Μέρες καλύτερες θα ’ρθουν» είναι το «Ας κρατήσουν οι χοροί» της δεκαετίας του ’90. 

Στο άλμπουμ «Παράρτημα / Οδυσσεβάχ, Πλούτος, Σιγά η Πατρίδα Κοιμάται» [PolyGram, 1996] ο Διονύσης Σαββόπουλος συμπεριλαμβάνει μουσικές του από το θέατρο, παιδικό ή μη και την τηλεόραση. Έτσι εδώ ακούμε συνθέσεις του από τον «Οδυσσεβάχ» της Ξένιας Καλογεροπούλου, τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη, όπως και από το σίριαλ του Γιάννη Σμαραγδή «Σιγά… η πατρίδα κοιμάται», που προβαλλόταν στην ΕΤ1, το 1989.

Με το «Ξενοδοχείο» [Mercury, 1997] ο Διονύσης Σαββόπουλος επιστρέφει στα χρόνια της νιότης του ή και της λιγότερο νιότης, διασκευάζοντας ξένα ροκ τραγούδια από τα σίξτις έως και τα έιτις, γράφοντας όμως γι’ αυτά ελληνικούς στίχους. 

Spencer Davis Group, Van Morrison, Bob Dylan, Lou Reed, Quicksilver Messenger Service / Big Brother & The Holding Company, Talking Heads, Lucio Dalla, Jethro Tull κ.ά. Μαζί του στις ερμηνείες οι Αλκίνοος Ιωαννίδης, Αργύρης Μπαρκιτζής, Ορφέας Περίδης και Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Ωραίο το «Του Ιωσήφ το πανωφόρι» των John Cipollina / Nick Gravenites. 

Ο τελευταίος δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου με καινούρια τραγούδια ήταν «Ο Χρονοποιός» [Mercury] από το 1999. Δεν είμαστε σίγουροι αν ακούστηκε όσο και όπως θα έπρεπε αυτό το άλμπουμ (πέρα από ένα-δυο τραγούδια), που είναι ίσως το καλύτερο από τα «Τραπεζάκια Έξω» και μετά, από πλευράς συνθέσεων, ενορχήστρωσης και ήχου-ατμόσφαιρας γενικότερα. 

Κάπως χαμηλόφωνο, χωρίς ιδιαίτερα, εξωτερικά, εντυπωσιακά στοιχεία, στο CD αυτό ακούγονται «Το τσακάλι», «Η μοναξιά της Αμερικής» («Σαν αστυνόμος / που δρα εκνόμως / θρίλερ που διαρκεί / η Αμερική / σκούζοντας φεύγει ο χρόνος»), το «Σου μιλώ και κοκκινίζεις», το «Πρώτη του 2000» και το «Ποιος φτιάχνει τα ανέκδοτα» (αφιερωμένο στον Θάνο Μούρραη-Βελλούδιο). 

Από την στροφή του αιώνα μέχρι σήμερα

Ο Διονύσης Σαββόπουλος συνεργαζόταν με άλλους τραγουδοποιούς, ερμηνευτές κ.λπ. από παλιά. Και στα προγράμματά του, μα και στην δισκογραφία. Αλλά από την δεκαετία του ’80 και μετά, και ιδίως στα πιο πρόσφατα χρόνια, οι συνεργασίες αυτές πολλαπλασιάστηκαν, καθώς ο Δ. Σαββόπουλος προσφέρθηκε να βρεθεί στο πάλκο ή και στο στούντιο με τους πάντες. Παλαιότερους και νεότερους. Τα ονόματα είναι άπειρα… 

Ελευθερία Αρβανιτάκη, Νίκος Πορτοκάλογλου, Πόλυ Πάνου, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Λουδοβίκος των Ανωγείων, Λουκιανός Κηλαηδόνης, Ορφέας Περίδης, Θανάσης Παπακωνσταντίνου (με τον οποίον θα έκανε κι ένα ολόκληρο άλμπουμ, τον «Σαμάνο», το 2008), Κώστας Λειβαδάς, Λάκης Παπαδόπουλος, Πάνος Μουζουράκης, Στάθης Δρογώσης… Τα ονόματα είναι τελείως ενδεικτικά. 

Φυσικά, την ίδια εποχή, από το 2000 και μετά, πολλαπλασιάστηκαν και οι ζωντανές εμφανίσεις του Διονύση Σαββόπουλου, σε πολλούς και ποικίλους χώρους. Και κάπως έτσι προέκυψαν και νέα άλμπουμ, όπως το «Σαββόραμα» [Mercury, 2001], ηχογραφημένο ζωντανά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, «Ο Πυρήνας» [Lyra, 2007], ηχογραφημένος στο Gazarte, τον Νοέμβριο του 2006 ή το «Σήκω Ψυχή μου Δώσε Ρεύμα» [Feelgood, 2016], με την Ελένη Βιτάλη, από ζωντανή ηχογράφηση στο Κύτταρο.

Λίγα λόγια ακόμη…

Πάντα ο Διονύσης Σαββόπουλος παρενέβαινε, με δηλώσεις του, στην καθημερινότητα, καθώς είχε διαχρονικά καλή σχέση με τα μίντια, δίνοντας συνεχώς συνεντεύξεις στα έντυπα, στα σάιτ, στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο. Είναι αλήθεια, επίσης, πως όσα έλεγε δημιουργούσαν εντυπώσεις, προκαλούσαν αντιδράσεις – θετικές ή όχι. 

Με κάθε δήλωσή του αναπτυσσόταν ένα είδος… διχασμού στο κόσμο. Δεν το ήθελε καθόλου αυτό ο Σαββόπουλος, καθώς πάντα τον ενδιέφερε να εμφανίζεται με λόγο ενωτικό, που να «πιάνει» την μεγάλη εικόνα. Όποια και να ήταν αυτή, κάθε φορά. Και κάπως έτσι στενοχωριόταν και ο ίδιος όταν τον αμφισβητούσαν, όταν δεν αντιλαμβάνονταν ή δεν αποδέχονταν τις προθέσεις του. 

Λογικά, όμως, είναι όλα αυτά να συμβαίνουν σε μια κοινωνία, που… απ’ τα ψηλά πατώματα βρέθηκε μεσ’ τα χώματα, όπως τραγουδούσε ο αγαπημένος του Στέλιος Καζαντζίδης (και το συγκεκριμένο τραγούδι ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα του Σαββόπουλου). 

Ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε πει εκπληκτικά πράγματα μέσα στα χρόνια, όπως είχε πει και άλλα, που μπορεί να έβγαζαν πολλούς από τα ρούχα τους. Ο διάλογός του με τον κόσμο βρισκόταν πάντα στις προτεραιότητές του, αφού ο κόσμος αποτελούσε μια διαρκή έμπνευση για ’κείνον είτε με τα κατορθώματά του είτε με τις αναποδιές του. Το είχε τραγουδήσει τόσες φορές εξάλλου: 

«Σαν το παράπονο στη φράση “εδώ και τώρα” / σαν το σπασμένο φαρμακείο στις δύο η ώρα / σαν το καμένο το γήπεδο, σαν το αμόκ της μηχανής σου / μέσα απ’ της βιτρίνας τα θρύψαλα ακούω την ψυχή σου…».

Αυτός ο διάλογος, ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εκείνον, δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ. 

Πηγή: lifo.gr

Ὁμιλία στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς ΣΤ´ (ἕκτης) Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ (Λουκ. 8, 26-39)

Ὁμιλία, σὺν Θεῷ, στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς ΣΤ´ (ἕκτης) Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ (Λουκ. 8, 26-39)

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ἡ Ἁγία Γραφή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ὁμοιάζει μὲ ἕνα ἀνεξάντλητο ὀρυχεῖο πολυτίμων λίθων καὶ μετάλλων. Ὅσο κανεὶς τὴν ἀνασκαλίζει, τὴ μελετάει δηλαδὴ μὲ πίστη καὶ πόθο καὶ προσευχή, τόσο καὶ ἐκβάλλει, ὄχι γήινους θησαυρούς, ποὺ ἔρχονται καὶ παρέρχονται, ἀλλὰ ἀνεκτίμητο πνευματικὸ πλοῦτο, ποὺ τρέφει τὸ πνεῦμα καὶ ἁγιάζει τὴν ψυχή μας.

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἐκ πρώτης ὄψεως μᾶς ἐξιστορεῖ ἕνα μεγάλο θαῦμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴ θεραπεία δηλαδὴ ἑνὸς δαιμονιζομένου ἄνδρα στὴν περιοχὴ τῶν Γαδείρων ἢ Γεργεσηνῶν τῆς Παλαιστίνης. Μελετώντας την ὅμως βαθύτερα, βλέπουμε νὰ προκύπτουν ποικίλα ψυχοτρόφα διδάγματα.

Πρῶτο σπουδαῖο θέμα, ποὺ τίθεται ἐδῶ, εἶναι ἕνα, ποὺ περιτρέχει καὶ ὅλη τὴν Καινὴ Διαθήκη, αὐτὸ τῆς ὑπάρξεως τῶν δαιμόνων, καθὼς καὶ δαιμονιζομένων ἀνθρώπων. Ἕνα θέμα, ποὺ συχνὰ δυστυχῶς στὶς ἡμέρες μας, θελητὰ ἢ καὶ ἀθέλητα, περιθωριοποιεῖται ἢ ἀποσιωπᾶται ἢ καὶ διαστρεβλώνεται. Ἡ ὕπαρξη τῶν δαιμόνων, τῶν πονηρῶν δηλαδὴ πνευμάτων, τῶν ἐκπεσόντων αὐτῶν ἀγγέλων, ὡς πνευματικῶν ὑπάρξεων καὶ ὄχι ὡς μιᾶς ἀόριστης ἰδέας τοῦ κακοῦ, εἶναι δόγμα πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ συχνότατα συναντᾶται ξεκάθαρα σὲ ὅλη τὴν Ἁγία Γραφή. Καὶ ὄχι μόνο ἡ ὕπαρξή τους, ἀλλὰ καὶ ἡ δυνατότητα ἐπηρείας τους στοὺς ἀνθρώπους σὲ ποικίλο βαθμό: Ἀπὸ ἁπλὴ πειρασμική τους ἐνέργεια σ᾽ ἐμᾶς, μέχρι καί, ἀλίμονο, τὴν πλήρη κατοχὴ κάποιων ἀνθρώπων ἀπ᾽ αὐτούς! Παράλληλα, ὅμως, τονίζεται ἐμφαντικὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη -τὴν ἐποχὴ πλέον τῆς Χάριτος- ἡ ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἐπάνω στοὺς δαίμονες («εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου» [Α´ Ἰω. 3, 8]), καθὼς καὶ ἡ ἐξουσία ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε πιστό, νὰ τοὺς πολεμεῖ καὶ κατατροπώνει, μὲ τὴ Χάρη καὶ δύναμή Του: «ἰδού, δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ (τοῦ διαβόλου δηλαδή), καὶ οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ» (Λουκ. 10,19) .

Ἐδῶ, νὰ ξεκαθαρίσουμε δύο πράγματα: Πρῶτον, ἐπάνω σὲ ποιούς βρίσκει ἔδαφος νὰ τοὺς κυριαρχήσει ὁ διάβολος; Σὲ ὅσους εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὸν Χριστό, τὴν Ἐκκλησία. Σὲ ὅσους βρεῖ βυθισμένους στὰ πάθη, σὲ ὅσους δὲν προσεύχονται, δὲν μετανοοῦν, δὲν ἐξομολογοῦνται καί, μάλιστα, δὲν κοινωνοῦν ἀξίως τῶν ἀχράντων Μυστηρίων. Καὶ δεύτερο, νὰ ποῦμε πὼς μόνο ὁ Χριστός, ἡ Χάρη Του, ποὺ ἐνεργεῖ μέσα στὰ Μυστήρια, ἡ Χάρη, ποὺ ἔδωσε στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς Του καὶ σὲ ἁγίους ἀνθρώπους, μπορεῖ νὰ ἐκδιώξει τοὺς δαίμονες ἀπὸ δαιμονιζομένους.

Δεύτερο θέμα, σχετικὸ πρὸς αὐτό, εἶναι καὶ τὸ ποῦ ζητοῦν νὰ πᾶνε οἱ δαίμονες, φοβισμένοι ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Ζητοῦν νὰ μποῦνε μέσα στοὺς χοίρους, δηλαδὴ νὰ τοὺς δαιμονίσουν! Αὐτὸ δείχνει, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἐξουσιαστὴς τῶν πάντων, ἀλλά, σεβόμενος τὴν ἐλευθερία ὅλων τῶν λογικῶν Του πλασμάτων, ἐπιτρέπει μία ἐλευθερία ἀκόμη καὶ στὸν διάβολο (γιὰ νὰ εἶναι ἀναπολόγητος τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως), ἀλλὰ πάντοτε περιορισμένη, ἐλεγχόμενη δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία Του, ὥστε μὲ τοὺς πειρασμοὺς νὰ δοκιμάζεται ἡ ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἑκούσια ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό. Διαφορετικά, ἂν δηλαδὴ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἕνας δρόμος χωρὶς ἐμπόδια, πειρασμοὺς καὶ θλίψεις, δὲν θὰ εἶχε νόημα, κι ὁ ἄνθρωπος θὰ ἀπέβαινε ἔτσι, ὄχι ἕνα ἐλεύθερο λογικὸ πλάσμα, ἀλλά, λίγο-πολύ, ἕνα ρομπότ! Ζητοῦν λοιπὸν ἄδεια οἱ δαίμονες, νὰ μποῦν στοὺς χοίρους. Καὶ ὁ Κύριος τὸ ἐπιτρέπει. Κατ’ ἀρχήν, ὡς τιμωρία τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, διότι ἐξέτρεφαν χοίρους, παρὰ τὴ ρητὴ ἀπαγόρευση τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Καὶ γνωρίζουμε πὼς ὁ Χριστός, μὲ τὴν πανσοφία Του, τηροῦσε τὶς διατάξεις τοῦ Νόμου, ὥστε νὰ μὴ δώσει ἀφορμὴ σκανδαλισμοῦ στοὺς Ἰουδαίους. Καὶ οἱ χοῖροι, ὅταν μπήκανε μέσα τους τὰ δαιμόνια, πέσανε ἀπὸ ἕνα γκρεμὸ ἐκεῖ κοντὰ στὴ λίμνη καὶ πνίγηκαν. Τὸ πνευματικὸ ἐν προκειμένῳ συμπέρασμα, ἀδελφοί, εἶναι τὸ ἑξῆς: Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας παρομοιάζουν μὲ χοίρους τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ζοῦνε ἀμετανόητοι, σὰν σὲ ἄλλη λάσπη, μέσα στὸν βόρβορο καὶ τὴ δυσωδία τῶν παθῶν τῆς ἁμαρτίας. Αὐτοί, γιὰ νὰ ταπεινωθοῦν καὶ νὰ σωθοῦν, ἐπιτρέπει συχνὰ ὁ Κύριος νὰ δαιμονισθοῦν. Γιατί, ὅπως ἤδη εἴπαμε, ὁ διάβολος, σὲ ἄνθρωπο βυθισμένο στὰ πάθη, βρίσκει ἔδαφος νὰ εἰσέλθει. Καὶ τὸ φοβερὸ ἀποτέλεσμα, ἂν δὲν ὑπάρξει μετάνοια, εἶναι ὁ θάνατος, εἴτε ὁ σωματικός, εἴτε, τὸ φοβερώτερο, ὁ πνευματικὸς καὶ αἰώνιος!

Τρίτο θέμα τῆς σημερινῆς περικοπῆς, εἶναι μία μεγάλη ἁμαρτία, ποὺ προβάλλει στὸ πρόσωπο τῶν Γεργεσηνῶν (ἢ Γαδαρηνῶν): αὐτὴ τῆς ἀχαριστίας. Οἱ παραβάτες αὐτοὶ τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, βλέποντας μὲ τὰ μάτια τους, τόσο τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας ἐκείνου τοῦ δύστυχου δαιμονιζομένου, ποὺ ἦταν τὸ φόβητρο τῆς περιοχῆς, ἀλλὰ κι αὐτὸ τῆς δίκαιης τιμωρίας τους ἀπὸ τὸν Κύριο μὲ τὸν πνιγμὸ τῶν χοίρων, ἀντὶ νὰ ἔλθουν σὲ συναίσθηση, σὲ μετάνοια, γεμάτοι ἀπὸ ἕνα ἐμπαθὴ καὶ ἐνοχικὸ φόβο, ζητοῦν ἀπὸ τὸν Χριστὸ -τὸν Εὐεργέτη τους στὴν οὐσία- νὰ φύγει, νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν τόπο τους. Καὶ ὁ πρᾶος καὶ ταπεινὸς Ἰησοῦς, ὑπακούοντας, φεύγει. Τί διδασκόμαστε ἀπ’ αὐτό; Ὁ Κύριος, ὡς παντογνώστης, ἂν καὶ προγνώριζε τὴν ἀχαριστία καὶ ἀμετανοησία τῶν Γαδαρηνῶν, θαυματούργησε γιὰ τὴν ὠφέλεια καὶ σωτηρία τους. Τοὺς ἔκαμε καλό. Μὰ δὲν ζήτησε, δὲν ἀπαίτησε ἀνταμοιβὴ καὶ εὐχαριστία. Κι ἐμεῖς, ὡς μαθητὲς τοῦ Κυρίου, πρέπει πάντοτε, μὲ ὅποιο τρόπο μπορεῖ ὁ καθένας, νὰ βοηθοῦμε καὶ ὠφελοῦμε τὸν πλησίον μας: μὲ τὴν καλὴ συμβουλή μας, μὲ τὴν ἠθικὴ ἢ ὑλικὴ συμπαράστασή μας, ἀνάλογα μὲ τὴν περίσταση. Ἡ εὐεργεσία τοῦ πλησίον εἶναι ὁ καρπὸς τῆς κορυφαίας ἀρετῆς τῆς ἀγάπης. Ἀλλά, ποτὲ νὰ μὴν ἀχρειώσουμε τὴν ἐλεημοσύνη μας, ζητώντας ἀνταπόδοση, καὶ νὰ σκανδαλιζόμαστε ἀπὸ τὴν ἀχαριστία ὅσων εὐεργετήσαμε. Γιατί, κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες, ἡ ἀχαριστία τούτη τῶν εὐεργετηθέντων ἀποβαίνει εὐεργεσία τῶν ἰδίων τῶν εὐεργετῶν ἀπὸ τὸν Κύριο, καὶ ὁ μισθός τους στοὺς οὐρανοὺς πολλαπλασιάζεται.

Ἀδελφοί, ἀναχωρώντας ἀπὸ τὴν σημερινὴ ἁγία τούτη Σύναξη, ἂς κρατήσουμε, μαζὶ μὲ τὰ πιὸ πάνω, κι αὐτό, ποὺ παρήγγειλε ὁ Χριστὸς στὸν θεραπευμένο Γαδαρηνό: «Ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός». Αὐτὴ ἡ παραγγελία τοῦ Κυρίου ἀφορᾶ κι ἐμᾶς. Τὸν πνευματικὸ καρπό, ποὺ δρέπουμε στὴν Ἐκκλησία, στὴν πνευματική μας ζωή, νὰ τὸν διηγούμαστε, νὰ τὸν ἐξαγγέλλουμε στὸ δικό μας οἰκογενειακό, ἐργασιακό, σχολικό, κοινωνικὸ περιβάλλον. Ὡς χριστιανοί, ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε, μὲ λόγο καὶ ἔργο, «μάρτυρες» τοῦ Χριστοῦ, «ὁμολογητὲς» τοῦ ὀνόματός Του. Ἡ ζωή μας νὰ εἶναι μία ταπεινὴ μέν, ἀλλὰ ξεκάθαρη μαρτυρία Χριστοῦ. Ὅπως καὶ ὁ δαιμονιζόμενος, ὁ ὁποῖος «ἀπῆλθε, καθ᾽ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς». Ἂν ἔτσι ζοῦμε, ἐν Χριστῷ, κι ἔτσι ὀρθὰ τὸν ὁμολογοῦμε, θὰ ἀξιωθοῦμε τῆς χοροστασίας τῶν δικαίων καὶ ἀγγέλων, καὶ τοῦ θεϊκοῦ ἐπαίνου ἐνώπιόν τους, κατὰ τὴν ἀψευδή Του ὑπόσχεση: «πᾶς ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁμολογήσει ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ» (Λουκ.12,8).

Αὐτῆς τῆς ὁμολογιακῆς βιοτῆς καὶ τῆς γλυκείας Σου φωνῆς, τῆς καλούσης τοὺς δικαίους στὴν αἰώνια ζωή, ἀξίωσον ἡμᾶς, Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ. Ἀμήν!

Ο Διονύσης Σαββόπουλος και «του 60 οι εκδρομείς»

του Γιώργου Καραμπελιά

Ο Διονύσης Σαββόπουλος εμφανίστηκε στο ελληνικό μουσικό και πολιτισμικό προσκήνιο  στην περίοδο του ’62-64. Όταν άρχιζε η γοργή μετεξέλιξη του ελληνικού καπιτα­λισμού όπως και η πολιτική κρίση πού τη συνόδεψε (πτώση της Δεξιάς, άνοδος του Κέντρου, παλατιανό πραξικόπημα, «αποστάτες», δικτατορία).

Τα πρώτα του τραγούδια ήταν ήδη μια τομή. Τόσο από την άποψη των στίχων, όσο και της μουσικής είναι κιόλας σύγχρονα. Η συγκέντρωση της ΕΦΕΕ, Το Βιετνάμ, Ο ήλιος, Η αμνηστία του ’64, η σωματική ανάγκη. Για την πορεία ειρήνης, αλλά και τα υπόλοιπα τραγούδια, Συννεφούλα, Μια θάλασσα μικρή, Η Ζωζώ κλπ. Όχι μόνο σαν θεματολο­γία, αλλά και για κάτι άλλο πιο ουσια­στικό. Κάτι πού σφραγίζει όλο το έργο του:

Τη σχέση υποκειμενικού και αντικειμενικού, την ανάδυση του υποκειμένου μέσα από το αντικειμενικό και την ταυτόχρονη αντανάκλαση του αντικειμενικού μέ­σα στο μυαλό και τη ζωή των ανθρώπων. Η παλιά φιλοσοφία, η παλιά Αριστερά είχαν μια μηχανιστική λογική, διαχωρίζοντας αντικειμενικό και υποκειμενικό μ’ ένα σινικό τείχος. Από τη μια το κίνημα, από την άλλη το άτομο, από τη μια η δημοσία ζωή από την άλλη η ιδιωτική. Από τη μια η πολιτική, από την άλλη η οικογένεια και το επάγγελμα. Το καινούργιο κίνημα θέλει να βάλει και την ατομική ζωή μέσα στην πολιτική, την πολιτική μέσα στην ατομική ζωή, απορρίπτοντας τον διαχωρισμό ανάμεσα σε Ιστορία (με μεγάλο Ι) και προσωπική ιστορία. Την ιστορία την κάνουν οι άνθρωποι, και η αντικειμενική πραγματικό­τητα αντανακλάται ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΑ στο μυαλό τους. Έτσι ο άνθρωπος ξαναγίνεται υποκείμενο της ιστορί­ας.

Έτσι, για την «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ», δεν υπάρχει ο τυπικός χωρισμός ανάμεσα στο άτομο, τη συγκέντρω­ση, και τα συναισθήματα πού γεννούνται.

«Η πλατεία ήταν γεμάτη

και συ έφεγγες στη μέση όλου του κόσμου

κι ήσουν φως μου κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή

Η πλατεία ήτανε άδεια

και τρελός απ’ τα σημάδια

σα σκυλί

με συνθήματα σχισμένα

σ ‘ έναν ερωτά για σένα

έχω χυθεί

στ’ αμφιθέατρο σε ψάχνω στους διαδρόμους

και τους δρόμους

και ζήτω πληροφορίες

και υλικό

να φωτίσω τις αίτιες

πού μ’ αφήνουνε μισό».

Το προσωπικό και το συλλογικό διαπλέκονται, ο αγώνας και η υπέρβαση του ακρωτηριασμού που προ­καλεί  ένας παγιωμένος εξωτερικός κόσμος γίνονται ένα, μια ενιαία διαδικασία.

Η  μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων

«σ’ αυτό τον τόπο όσοι αγαπάνε τρώνε βρώμικο ψωμί»

Σε μια χώρα, «μαύρη θάλασσα, κλειστή πίσω από τις συμπληγάδες», σε μια εποχή που ακόμα κυριαρχείται από μια άθλια πραγματικότητα, «παράγκα» ή «δρόμοι, ανθρωπάκια και γραφεία/πολυκατοικίες και κουρσάκια ιδιωτικά», που κυριαρχείται από μια ιδεολογία – «πτώμα που μιλάει μέσα από το δικό σου στόμα», τα πρά­γματα δεν είναι εύκολα για κείνον που θέλει να σπάσει το περίβλημα, που θέλει να ξεφύγει από τους «βάλτους». Αυτουνού «οι πόθοι» ακολουθάνε «υπό­γεια διαδρομή». Είναι μόνος σε μεγάλο βαθμό, είναι υποχρεωμένος να υπομένει τη «μοναξιά του δρομέα με­γάλων αποστάσεων», στην προσμονή και την προσπά­θεια να σπάσουν τα «δεσμά», κάποτε. Ο Σαββόπουλος ξέρει πώς:

«Τα καλύτερα παιδιά

κουράστηκαν

και γύρισαν στο σπίτι

το ξημέρωμα αργεί

και δεν βρίσκεται

παρέα για ξενύχτι».

 

Και αυτή ή μοναξιά φτάνει στα όρια του τραγικού, και του κλασικού συνάμα, με την «Δημοσθένους Λέξη».

«όταν θα βγω απ’ τη φυλακή

κανείς δεν θα με περιμένει

οι δρόμοι θα ‘ναι αδειανοί

κι η πολιτεία μου πιο ξένη

τα καφενεία όλα κλειστά

κι οι φίλοι μου ξενιτεμένοι

Χωρίς βουλή χωρίς θεό».

Μέσα στο κλίμα της δικτατορίας, εκεί που αποκαλύ­φτηκε περισσότερο από ποτέ άλλοτε η ψευτιά και η κενότητα μιας κοινωνίας, σ’ όλες της τις πλευρές, που αυτοί που αντιστέκονταν ήταν λίγοι και μόνοι, ενάντια σ’ έναν κόσμο ολόκληρο, ο Σαββόπουλος, όπως και όλοι μας, στάθηκε «μπρος στα ερείπια της Ολύνθου». Είναι στιγμές που ο:

«δικός σου πόνος

στο κατώφλι μόνος

σα σκυλί».

«κανένα πλάσμα του θεού δε ζει σε τέτοιο βάθος

οπου σ’ αγάπησα πολύ κι απόμεινα μονάχος».

 Και φτάνει κάποια στιγμή και στην υπέρτατη μόνω­ση του ποιητή.

«δεν έχω ήχο, δεν έχω υλικό».

Πέρασαν για πάντα

οι παλιές ιδέες, οι παλιές αγάπες

όμορφη στιγμή να το ξαναπώ

όμορφη να σας μιλήσω

βλέπω πυρκαγιές

πάνω από λιμάνια πάνω από σταθμούς».

 Πρέπει ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας, ποιους θ’ αφήσεις. Γιατί βλέπεις μπροστά τις πυρκαγιές. Όμως κι εδώ γίνεται η τελευταία διαλεκτική αναστροφή. Ο Σαββόπουλος συνεχίζει

«κι είμαι μαζί σας

όταν ο κόσμος μας θα καίγεται

όταν τα γεφύρια πίσω μας θα κόβονται

εγώ θα είμαι ‘κει να σας θυμίσω

τις μέρες τις παλιές».

Ο Σαββόπουλος έχει συνείδηση ταυτόχρονα και του ρόλου του, του ρόλου του σαν πρωτοπόρου, που παρ’ όλο που οι «φίλοι» του τον καλούν:

«άσε τα θαύματα τη μάσκα πέταξε

εδώ είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε γέλασε»

«μοιράζω το ψωμί σας δίνω το παγούρι

στα μάτια σας κοιτάζω και λέω ένα τραγούδι

και το τραγούδι λέει πως παίρνω την ευθύνη

πως είμαι αρχηγός σ’ αυτό το πανηγύρι».

Ο Σαββόπουλος «παίρνει» την ευθύνη. Αρνείται τα ναρκωτικά, είτε είναι το «κόμμα», είτε ο «έρωτας» και το ζευγάρι, είτε η μουμιοποιημένη παράδοση.

Το «κόμμα» και η τομή της μεταπολίτευσης

Η πορεία του Σαββόπουλου είναι δεμένη με την πορεία της Αριστεράς και θα φθάσει στην υπέρβασή της μόνο μετά τη δεκαετία του 1980.

Στον «Πολιτευτάκια», στον «Αριστοφάνη που γύρισε από τα θυμαράκια», στη «Ρεζέρβα», η αιχμή της κριτικής του στρέφεται στην ίδια την Αριστερά. Ο Σαββόπουλος γίνε­ται ανοιχτά «εξτρεμιστής».

«θυμάσαι πού βαλάντωνες εκεί στην εξορία

και διάβαζες και Ρίτσο και αρχαία τραγωδία

τώρα κοκορεύεσαι απάνω στον εξώστη

και μιλάς στο πόπολο σαν τον ναυαγοσώστη

στη φοιτητριούλα που σ’ έχει ερωτευτεί

θα σε καταγγείλω πονηρέ πολιτευτή

εκείνο που υψώνεται και σε εκμηδενίζει

είναι της καρδούλας μου το φως που ξεχειλίζει

κι ό,τι σε γλιτώνει και σου δίνει την αιτία

είναι που χρειάζεται κι η γραφειοκρατία

σ ‘ ό,τι τραγουδούσα έστηνες αυτί

τώρα προβοκάτορα με λες και εμπρηστή

ο πρώτος προβοκάτορας απ’ όλους στη ζωή μου

είναι η αφεντιά σου που αντιγράφει τη φωνή μου

παίρνεις την αλήθεια μου και μου την κάνεις λιώμα

απ’ το πόδι με τραβάς βαθιά μέσα στο χώμα».

 

Ο Σαββόπουλος σπάει τους δεσμούς, όσους έχουν απομείνει, με την παλιά Αριστερά, διακρίνει την έκπτωση και όμως ταυτόχρονα καταλαβαίνει γιατί επιβιώνουν, «είναι που χρειάζεται κι η γραφειοκρατία», και παίρνει τη θέση του «προβοκάτορα και εμπρηστή». Ο Σαββόπουλος συλλαμβάνει τη διπλή φύση όχι μόνο του «πολιτευτάκια» αλλά της πολιτικής γενικότερα. Την υψώνει και την εκμηδε­νίζει ταυτόχρονα η ανάγκη της αλλαγής. Σε ένα τραγούδι της «ρεζέρβας» μιλάει πια για τις εκλογές του ’77, την μυσταγωγία του προοδευτικού»

«Το κουβούκλιο κάνει μπάμ και μέσα απ’ την αιθάλη

ανέβηκε ένας κουρνιαχτός που’ χε διπλό κεφάλι

το ένα ήταν Θεσσαλός, στο σχήμα του Φλωράκη

το παραδίπλα ανδρεϊκός, με γεια και το μπλουζάκι

Τον λόγο τους αντανακλά σαν κάτοπτρο το πλήθος

και όπως άλλαζα βρακί μου βγήκε αυτός ο στίχος

 Μπορεί κανίβαλος ποτέ να εκπροσωπήσει τάχα

 όλους τους φίλους τους παλιούς, που έχει στη στομάχα;»

Ο Σαββόπουλος δεν κρατάει πια καμιά γέφυρα. Είναι κι αυτός ένα από τα «παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα». Στους «βάλτους των εκλογών» δεν έχει πια καμιά θέση και τα «όνειρα του» τα κρύβει «γιατί μπορεί και οι φροϋδιστές να ’ρθούν στην εξουσία»..

 Η «παράδοση»

Ο Σαββόπουλος δεν αντιμετωπίζει την παράδοση σα ναρ­κωτικό, όπως θα κάνουν αρκετοί ομότεχνοί του – αντίθετα ακολουθεί μια γραμμή ρήξης και ταυτόχρονα διατήρησης, εκσυγχρονισμού της παράδοσης. Η θέση του είναι η ρήξη με την παράδοση, ως μούμια -αυτό «το πτώμα που μιλάει μέσα από το δικό μου στόμα»-, και ταυτόχρονα διήθηση του πραγματικού διαχρονικού  πολιτισμού μας στο σήμερα. Αυ­τή η θέση του Σαββόπουλου, που εκφράζεται και μέσα από τη μουσική του, τον κάνει ταυτόχρονα ελληνικό και παγκόσμιο, δηλαδή παγκόσμιο γιατί είναι ελληνικός, όπως και το αντίστροφο.

Ο Σαββόπουλος δεν είναι κοσμοπολίτης, πάει να πει δεν κινείται στον αέρα. Κινείται στα Βαλκά­νια, στην Ελλάδα. Όμως είναι παγκόσμιος γιατί μιλάει για τα προβλήματα της κοινωνίας του σήμερα. Έτσι, δεν είναι μίμηση του ξένου, ούτε ταυτόχρονα νεκροφιλία της παράδοσης. Δεν είναι σωβινιστής, και γι’ αυτό βαθιά εθνι­κός. Αρνείται τη σχέση του επαρχιώτη με το ξένο, το οθνείο, που από τη μια το έχει σα θεό του, αλλά ταυτόχρονα κρατάει και τη φουστανέλα του. Το τρα­γούδι του Σαββόπουλου ανταγωνίζεται επί ίσοις όροις –ή όπως πιστεύω ξεπερνάει το ξένο–, αλλά ταυτόχρονα κατάγεται από εμάς, από αυτό τον τόπο:

 «σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα

βάλε στα ρούχα σου φωτιά     

βάλε στα όργανα φωτιά

να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα

Η τρομερή μας ή λαλιά».

Ο Νιόνιος είναι ένας «προβοκάτορας», ένας «εμπρηστής». Μέσα στο γενικό κλίμα, της απάτης, των κανιβάλων, «υπνοβατώντας σ’ ένα κράτος πού θριαμβεύει με μιαν ατέλειωτη στριγκλιά, διαφυγή καμιά» (από την μπαλάντα για τον Κοεμτζή), διαισθάνεται, κατανοεί πως χωρίς τον ρόλο της φαντασίας, χωρίς εξέ­γερση, η πολιτική, που την θεωρεί αναγκαία, είναι «στεί­ρα και βουβή».

Ο Σαββόπουλος είναι ο τραγουδιστής της εξέγερ­σης, και της φαντασίας; Σίγουρα.

«στό ‘ πα και το ’66 ένα βράδυ βροχερό

θα ‘μαι μακριά σου τότε πού θα ψάχνεις για γιατρό

 για γιατρό και δικηγόρο να σου δώσουνε γραμμή

κάτι θα λαλεί στο χώρο τούτη φταίει για το παιδί

στο ‘πα και το ’66 με τραγούδια βραχνιασμένα

είσαι σχήμα του θανάτου δεν μπορείς χωρίς έμενα

δίχως το δικό μου φόρο είσαι στείρα και μουγκή».

Το κίνημα, η πολιτική είναι αδιανόητη, στείρα και βουβή χωρίς τον ρόλο της φαντασίας, της θέλησης για ολοκληρωτική αλλαγή, μια αλλαγή χωρίς κανένα ενδιάμεσο, χωρίς καμιά διαμεσολάβηση. Ο Σαββόπουλος απέναντι σ’ ένα κίνημα που κυριαρχείται από τον ψευτο-ρεαλισμό, φέρ­νει «εκείνο το άλλο», που χωρίς αυτό δεν υπάρχει κίνη­μα. «Γραμμή» δεν αρκεί να δώσουν γιατροί και δικηγόροι, χρειάζεται και ο δικός σου φόρος.

Όμως ο Σαββόπουλος δεν είναι μόνο η εξέγερση. Ξέρει πως «Χρειάζονται κι οι γραφειο­κρατίες». Ξέρει όμως πως χωρίς την πρώτη δεν γίνεται τίποτε. Χαρακτηριστικός είναι «ο ποντικός» από τη Ρεζέρ­βα:

 «Τώρα έβγαλες ουρά και προβοσκίδα

κρύφτηκες πίσω από την εφημερίδα

κάνεις πως διαβάζεις και δεν μας χαιρετάς.

Έβγαλες στο δέρμα σου ραβδώσεις

τρέχεις σε ομάδες κι οργανώσεις

κι όλο το ρολογάκι σου κοιτάς.

Κι όμως μέσα στης κόλασης τις λαύρες

μέσα σε δακρυγόνα και περίπολα και αύρες

λάμπεις σαν το πιο πολύτιμο Ορυκτό

τούτη τη στιγμή που σπάζεις τον κλοιό.

Άσπρε, γαλάζιε ποντικέ μου χρόνια τώρα σ’ αγαπώ

 Εκείνη τη φτερούγα σου άνοιξέ’ μου και άσε με λίγο να τη δω.

Έλα χωρίς πολιτικούρες με το φτερό σου να πετάει

όχι στων μανιφέστων τίς κλεισούρες

αλλά σε κείνο κει το μπαρ που ξενυχτάει. …

Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη

 τι θα πάει να πει στη δικαιοσύνη

 μα το δικαστήριο υψώνεται από δω

 όχι μονάχα για το στιλπνό σου το φτερό

αλλά και για την προβοσκίδα σου θαρρώ».

Σ’ αυτό του το τραγούδι, που πολλοί το θεώρησαν σφαλερά ως ύβρη κατά της πολιτικής πρακτικής, ο Σαββόπουλος ξεκα­θαρίζει πως αγαπάει τον «ποντικό». Τον ποντικό που σκά­βει. Όμως αυτός ο ποντικός έχει το φτερό του έχει και την προβοσκίδα. Κι ο Σαββόπουλος αγαπάει το φτερό του ποντικού. Ξέρει πως δεν γίνεται και χωρίς την προβοσκίδα αλλά δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Ο Σαββόπουλος τον αγαπάει τη στιγμή που σπάζει τον κλοιό, και λάμπει σαν το πιο πολύτιμο Ορυκτό. Και τον καλεί να’ ρθει «έξω από των μανιφέστων τις κλεισούρες», να’ ρθει «σ’ εκείνο το μπαρ που ξενυχτάει». Ξέρει πως έχει αντιρρήσεις ο «ποντι­κός». Και ο Σαββόπουλος δεν του λέει να χωρίσει, αυτός τον αγαπάει τέτοιος που είναι, μ’ όλες τις αντιφάσεις του, και ας ξέρει ότι η δικαιοσύνη δεν θα τον κρίνει μόνο για το φτερό, αλλά και για την προβοσκίδα.

Η «γενιά του 60»

Ο Σαββόπουλος γεννήθηκε και αναπτύχθηκε καλλι­τεχνικά μαζί με αυτή την περιβόητη «γενιά του 60», που έσπασε  τον ομφάλιο λώρο με την μετεμφυλιακή δομή – τόσο με το καθεστώς του αντικομουνισμού και της αμερικανοκρατίας, όσο και με εκείνο της παλιάς σταλινικής Αριστεράς.

Και βέβαια, αυτή η εμφάνιση μιας τέτοιας γενιάς δεν ήταν αποκλειστικά ελληνικό φαινό­μενο. Το ίδιο συνέβαινε σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, και ιδιαίτερα στην Ευρώ­πη και την Αμερική. Μετά την τεράστια προσπάθεια της ανοικοδόμησης, τον ψυχρό πόλεμο, οι «πάγοι» αρχίζουν να λιώνουν και οι νέες γενιές διεκδικούν πια όχι απλά περισσότερη εργασία και αμοιβές, αλλά μια άλλη ποιότητα ζωής.

Το status quo του ιμπεριαλισμού αμφισβητούνταν από τον Τρίτο Κόσμο, Κούβα, Αλγερία, Βιετνάμ, Κίνα κλπ. Παλλόμενος και αντιφατικός, ο πραγματικός κόσμος εισέβαλε και πάλι στο παγωμένο, από τη Γιάλτα και τον ψυχρό πόλεμο, σκηνικό. Με τις ανάλογες Ιδεολογικές αναζητήσεις. Η δεκαε­τία του ’60 η δεκαετία της παγκόσμιας αναταρα­χής, της παγκόσμιας αφύπνισης ατόμων, τάξεων και εθνών.

Η αντίστοιχη ελληνική γενιά με το ένα πόδι πάταγε στην Ελλάδα της ψωροκώσταινας, της ανεργίας, της «ήττας», και από την άλλη ψαχούλευε, οσμίζονταν, έψαχνε έναν καινούργιο κόσμο, τον κόσμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, της κοινωνίας της κα­τανάλωσης, που για την ώρα δεν ήταν παρά ένα όραμα. Μιας γενιάς που από τη μια αναφερόταν στο αίτημα της δημοκρατίας, του «εκδημοκρατισμού», της εθνικής ολοκλήρωσης με το Κυπριακό, του τέλους του μετεμφυλιακού κράτους εκτάκτου ανάγκης και οραματιζόταν την ανάπτυξη πέρα από την καθυστέρηση και την ανερ­γία. Από την άλλη όμως, μέσα από τους αγώνες των οικοδόμων για το 7ωρο, μέσα από τη φοιτητική «αμφι­σβήτηση», που πρωτοεμφανιζόταν σε σύνδεση με την Κίνα, το Βιετνάμ, το Μπέρκλεϋ, τις πρώτες θεωρίες του Καστοριάδη, μέσα από το «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», την πρώτη αμφισβή­τηση του εκπαιδευτικού περιεχομένου, άνοιγε ο δρόμος σε μια πορεία που αναφερόταν στο «σύγχρονο», το καινούργιο, που εμφανιζόταν στην ελ­ληνική κοινωνία, στο αστραφτερό διυλιστήριο της Ελευσίνας που φάνταζε στα μάτια μας τότε σαν μια εικόνα από την «Κόκκινη έρημο» του Αντονιόνι.

Μέσα λοιπόν σ’ εκείνο το πολιτικοκοινωνικό καζά­νι, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, του 114, του 15%  για την παιδεία, όταν η Ελλάδα είναι πρώτη χώρα στον  κόσμο, το 1964, σε μέρες απεργίας, και το  ’65 αρχίζει ό αγώνας ενάντια στη βασιλεία, διαμορφώνεται μια ολόκληρη γενιά με έμβλημα τα Ιου­λιανά, 70 μέρες διαδηλώσεων καθημερινά, αδιάκοπα. η διαδήλωση είχε γίνει ο κόσμος μας. Το απόγευμα διαδήλωση –κάποτε σύγκρουση– και το βράδυ καλοκαιρινό σινεμά, η «Κραυγή» του Άντονιόνι, οι «Στάχτες και διαμάντια» του Βάιντα, ο Γκοντάρ και τα έργα της ελλη­νικής «αμφισβήτησης», που πρωτοεμφανίζονται με τον Μανθούλη κ.λπ.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, εμφανίζεται ο Διο­νύσης Σαββόπουλος. Δίπλα στους «ογκολίθους», τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη, φαντάζει πολύ μικρός, πολύ νέος, πολύ περιθωριακός. Για την ώρα μπορεί μόλις να γεμίζει τα θέατρα στις πρώτες εμφανίσεις του στην Αθήνα με τη «Συννεφούλα», το «Βιετνάμ», τη «Διαδήλωση», την «Παράγκα». Όμως ήταν κιόλας μια καταπληκτικά νέα φωνή, που εκφράζει το τότε «περιθω­ριακό» στοιχείο της εποχής, που ήδη δονούσε το πιο προχωρημένο κομμάτι της νεολαίας των «Λαμπράκη­δων», το φοιτητικό.

Η γενιά του «114» φαινόταν πως «φυσιολογικά», μέσα από την εξέλιξή της σε μια  Ελλάδα που άλλαζε ραγδαία, θα μετεξελίσσονταν ομαλά στη γενιά του 1968, πράγμα που όμως δεν μπόρεσε να γίνει. Η ελληνική πραγματικότη­τα ήρθε να προβάλει ένα απαίσιο φάσμα θρεμμένο από το παρελθόν –με όλες τις επιβιώσεις του εμφυλίου πολέ­μου – τη στρατιωτική δικτατορία, που αποτέλεσε την ύστατη απόπειρα να σταματήσει ο «εκσυγχρονισμός». Η έλευση της δικτατορίας συνέτριψε στην ουσία τη γενιά του 114 ως φορέα μιας νέας πολιτικής. Παρ’ όλο που σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος της αντίστασης στη χούντα μέχρι τα 1971-72, η μάχη της σε μια εποχή που η δικτατορία είχε όλα τα ατού μαζί της την εξάντλησε, πέρασε στο περιθώριο και την ιδιώτευση: «Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δεν θα με περιμένει, οι δρόμοι θα’ ναι αδειανοί και η πολιτεία μου πιο ξένη».

Και η μεταπολίτευση ήρθε να ολοκληρώσει τη δια­δικασία. Το κραυγαλέο «αντιφασιστικό – αντιιμπεριαλιστικό» κλίμα επέτρεψε τη συνένωση ανάμεσα σε δυο γενιές που αποτέλεσαν τη βάση του νέου πολιτικού-πολιτιστικού κατεστημένου, τόσο της παλιάς γενιάς του εμφύλιου πολέμου όσο και της λεγομένης γενιάς του Πολυτεχνείου. Αν ψάξουμε όλα τα κόμματα, θα βρούμε ένα περίεργο κενό σε ορισμέ­νες ηλικίες – που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε σαν γενιά του 114. Το πολιτικό προσωπικό της μεταπολίτευ­σης θα διαμορφωθεί από τις αμέσως μεγαλύτερες ή νεότερες ηλικίες.

«Όποιος αγαπάει τρώει βρώμικο ψωμί

και οι πόθοι του ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή!»

Η γενιά του 114 ακολουθεί βασικά τον δρόμο της ιδιώτευσης και αποτελεί το μεγαλύτερο κομμάτι της ανένταχτης αριστεράς. Αυτή την άρ­νηση της ένταξης, την εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο ο Σαββόπουλος, που στις εκλογές του ’77 περιγράφει την «έρημη χώρα» των εκλογών με αριστουργηματικό τρόπο.

Ας κρατήσουν οι χοροί 

Και πολύ σύντομα, ήδη από το 1983, θα κάνει το επόμενο, το αποφασιστικό βήμα. Θα εγκαταλείψει τον αδιέξοδο μεσσιανισμό της Αριστεράς, που στην εξουσία μεταβάλλεται σε τέρας, για να βρει τον δρόμο που θα τον φέρει στον χώρο που πια δεν θα εγκαταλείψει ποτέ, εκείνον του λαϊκού σώματος. Ο Σαββόπουλος θα γίνει πλέον λαϊκός, πανεθνικός, κομμάτι και έκφραση ολόκληρου του έθνους. Οι χοροί θα συνεχίζονται

αλλά θα βρούμε αλλιώτικα

στέκια επαρχιώτικα βρε

ώσπου η σύναξις αυτή

σαν χωριό αυτόνομο να ξεδιπλωθεί

…..

Kι είτε με τις αρχαιότητες

είτε με ορθοδοξία

των Eλλήνων οι κοινότητες

φτιάχνουν άλλο γαλαξία

Τι να φταίει η Bουλή

τι να φταιν οι εκπρόσωποι

έρημοι και απρόσωποι βρε

αν πονάει η κεφαλή

φταίει η απρόσωπη αγάπη που `χε βρει

Mα η δικιά μας έχει όνομα

έχει σώμα και θρησκεία

και παππού σε μέρη αυτόνομα

μέσα στην τουρκοκρατία

Να μας έχει ο Θεός γερούς

πάντα ν’ ανταμώνουμε

και να ξεφαντώνουμε βρε

με χορούς κυκλωτικούς

κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς

Και στης νύχτας το λαμπάδιασμα

να πυκνώνει ο δεσμός μας

και να σμίγει παλιές κι αναμμένες τροχιές

με το ροκ του μέλλοντός μας.

 

Πρόκειται για ένα ολόκληρο πρόγραμμα, της ελληνικής διαχρονίας (είτε με τις αρχαιότητες/είτε με ορθοδοξία) όπου οι παλιές κι αναμμένες τροχιές της παράδοσής μας θα σμίγουν με το ροκ του μέλλοντος μας.  Και το 1989, μετά την ολοκλήρωση της ιστορικής αποτυχίας  της Αριστεράς, μπροστά στην πρόκληση της εξουσίας, όταν θα καταρρέει ο υπαρκτός σοσιαλισμός και η ελληνική πασοκική εκδοχή του θα βυθίζεται στα σκάνδαλα, θα προσυπογράψει την ετυμηγορία που πλέον έχει εκδώσει η ιστορία:

«Έχει αποτύχει, ας το πάρει, σύμπασα η Αριστερά
έξαλλα πλήθη, το ποτάμι το “εγώ” του Πασοκά.
Ήθελε αλλαγή πάντων των άλλων, δίχως να αλλάξει αυτός
κι ήρθε η πληρωμή, πέτρες σκανδάλων, σήψη πάντων προπαντός.»

Σαν επίλογος

Εμείς, του `60 οι εκδρομείς,
απόμακροι εξ αρχής
εκτός παραδομένου κόσμου εμείς,
ανήλικοι διαρκώς,
μα κι απ’ το καθεστώς
αμόλυντοι ευτυχώς, εμείς.

Εμείς, μιας δίψυχης ωδής
παράλογα ανοιχτής,
με συμπεριφορές ανατροπής,
και της βαθιάς μας ζωής
της συντηρητικής,
εμείς οι εκκρεμείς.

Χρονιές, με αίμα και φωτιές
και Χούντας κι Ιουλιανές,
και της μεταπολίτευσης φωνές,
αυτού του συρφετού,
του δημοκρατικού
του νέου εγωισμού, εμείς.

Τι φταίνε τώρα οι μαύροι κυβερνώντες,
τα “Κάππα”, τα “ΠΑΣΟΚ” και τα “Νου Δου;”
Εμείς το εμφυσήσαμε το νέφος
που εντός του επωάσθηκαν όλοι αυτοί,
εμείς με τις αιώνιες τις δυσθυμίες μας
με το κενό και με το αμφισβητώ
σαν πετρωμένοι μέσα στο καθιστικό
να ζεις τον θάνατό σου,
για τους άλλους, δεν έχει τέτοιο επάγγελμα εδώ,
δεν έχει πια τραγούδι θεϊκό.

Με τον Διονύση Σαββόπουλο είμαστε συνομήλικοι, μας χωρίζουν μόλις δύο χρόνια και διανύσαμε εκ παραλλήλου έναν μακρύ και μεγάλο δρόμο. Κάποιες στιγμές οι δρόμοι μας θα αποκλίνουν και εγώ με την ιερή μανία του (κοσμο)διορθωτή, τον υπέβαλα σε κριτική, κάποτε σκληρή, κάποτε βλακωδώς, για τις επιλογές του – μιας κάποιας «ενηλικίωσης», ενός κάποιου «καθιστικού». Ωστόσο, δεν έπαψα ποτέ να τον νιώθω ως ένα alter ego  –δικό μου και των συντρόφων μου–, καθώς, μέσα από διαφορετικά μονοπάτια, ακολουθούσαμε την ίδια διαδρομή: Από τη μεγάλη ουτοπία της Επανάστασης, «μέσα σε δακρυγόνα και περίπολα και αύρες», σε μια νέα μεγάλη ή ίσως ακόμα μεγαλύτερη Ουτοπία, εκείνη της αναστημένης Ελλάδας, και προπαντός των ανθρώπων της με χορούς κυκλωτικούς.

Δεν έπαψα ποτέ να πιστεύω και να νιώθω βαθιά μέσα μου πως εξέφραζε με τη μεγαλοφυΐα του εντελέστερα όλα αυτά που πίστευα και για τα οποία μαχόμουν. Και το πιο σπουδαίο είναι πως έτσι νιώθουν και ένιωθαν όχι μόνο του «60 οι εκδρομείς», αλλά ίσως εκατομμύρια Έλληνες, ζωντανοί και κάποτε νεκροί, νέοι και γέροι, άνδρες και γυναίκες. Και αυτό μετριάζει, όσο αυτό είναι δυνατό, τη βαθιά μου θλίψη.

Καλό ταξίδι συνεκδρομέα.

ΥΓ. Γράφοντας δυο λόγια για τον μεγάλο ποιητή και μουσικό Διονύση Σαββόπουλο, επέλεξα το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου να περιλαμβάνει στίχους από τα έργα του. Ίσως μάλιστα θα έπρεπε να κάνω ένα κείμενο αποκλειστικά με δικά του λόγια. Πάντως επιφυλάσσομαι να επανέλθω με κάτι ίσως περισσότερο ολοκληρωμένο. Στο μεταξύ, η καλύτερη τιμή στη μνήμη του θα είναι να ξανακούσουμε τα τραγούδια του.

Πηγή: ardin-rixi.gr