Ἡ ψυχή, ποὺ θέλει νὰ μείνει παρθένος καὶ νὰ ἐνωθεῖ μὲ τὸ Θεό, δὲν πρέπει ν’ ἀπομακρύνεται μόνον ἀπὸ φανερά ἁμαρτήματα, ὅπως ἡ πορνεία, ὁ φόνος, ἡ κλοπή, ἡ γαστριμαργία, ἡ κατάκριση, τὸ ψεῦδος, ἡ φυλαργυρία, ἡ πλεονεξία, καὶ τὰ ὅμοια, ἀλλὰ πολύ περισσότερο ἀπὸ τὰ ἀφανὴ καὶ κρύφια. Δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία, κενοδοξία, ἀνθρωπαρέσκεια, ὑποκρισία, φιλαρχία, δολιότητα, κακοήθεια, μῖσος, ἀπιστία, φθόνο, φιλαυτία, ὑπερηφάνεια καὶ τὰ ὅμοια. Κατὰ τὴ Γραφή, τὰ ἐσωτερικά αὐτὰ ἁμαρτήματα εἶναι ἴσα μὲ τὰ ἐξωτερικά. Γιατὶ λέει «Ὁ Κύριος διασκόρπισε ὀστᾶ ἀνθρωπαρέσκων», καὶ• «Ὁ Κύριος ἀποστρέφεται τὸν αἱμοχαρὴ καὶ δόλιο ἄνθρωπο», δείχνοντας μ’ αὐτό, ὅτι τὴ δολιότητα ὁ Κύριος τὴν ἀποστρέφεται ἴσα μὲ τὸ φόνο. Ἐπίσης λέει «γι’ ἀνθρώπους, ποὺ μιλοῦν εἰρηνικὰ στοὺς ἄλλους, μέσα τους ὅμως σχεδιάζουν κακά». Καὶ πάλι• «Μέσα στὴν καρδιά σας συλλογίζεστε πῶς νὰ διαπράξετε ἀνομίες στὴ ζωή». Καὶ «ἀλλοίμονό σας, ὅταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σᾶς ἐπαινοῦν», ὅταν δηλαδὴ ἐπιδιώκετε ν’ ἀκοῦτε καλά γιὰ τὸν έαυτό σας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ κρέμεστε ἀπὸ τὴ γνώμη καὶ τοὺς ἐπαίνους τους. Ἐπειδὴ, πῶς εἶναι δυνατό νὰ διαφύγετε τὴν προσοχὴ τῶν ἀνθρώπων γιὰ πάντα, ὅταν κάνετε τὸ καλό; Ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέει• «Ἔτσι νὰ λάμψει τὸ φῶς σας μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους». Καὶ προσθέτει• «Νὰ ἐπιδιώκετε νὰ πράττετε τὸ καλό γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τὴ δική σας, οὔτε νὰ ἐπιθυμεῖτε ἀνθρώπινους ἐπαίνους». Γιατὶ «πώς μπορεῖτε νὰ ἔχετε πίστη, ἀφοῦ ἐπιζητεῖτε ὁ ἕνας τὸν ἔπαινο τοῦ ἄλλου καὶ ὄχι τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.». Καὶ ὁ Ἀπόστολος μᾶς παραγγέλλει• «Εἴτε τρώτε, εἴτε πίνετε, εἴτε ό,τιδήποτε κάνετε, ὅλα νὰ τὰ κάνετε γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.» Καὶ ὁ Θεολόγος Ἰωάννης κατατάσσει τὸ μῖσος μαζὶ μὲ τὸ φόνο, λέγοντας• «Αὐτὸς ποὺ μισεῖ τὸν ἀδελφό του εἶναι ἀνθρωποκτόνος».
Ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος: Mελέτημα 01
1. Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ καθένας μας κερδίζει τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Χρειάζεται ὅμως νὰ συνεισφέρει καὶ τοὺς δικούς του κόπους. Ὅπως λέει καὶ ὁ ψαλμωδός «ἄν ὁ Κύριος δὲν οἰκοδομήσει τὸ σπίτι ἤ δὲν φυλάξει τὴν πόλη, μάταια ἀγρυπνοῦν οἱ φύλακες καὶ μάταια κοπιάζουν οἱ οἰκοδόμοι.
2. Ἐρώτηση: Ποιό εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, στὸ ὁποῖο καλεῖ ὁ Ἀπόστολος τὸν καθένα νὰ φτάσει;
Ἀπάντηση: Ἡ τέλεια κάθαρση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὰ πάθη τῆς ἀτιμίας καὶ ἡ ἀπόκτηση τῆς ἀρετής. Δηλαδὴ ὁ καθαρισμὸς καὶ ὁ ἁγιασμὸς τῆς καρδιᾶς, ποὺ γίνεται μὲ τὴ μετοχὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ τὸ νιώθουμε μέσα μας. «Μακάριοι ὅσοι ἔχουν καθαρὴ καρδιά, γιατί αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸ Θεό», εἶπε ὁ Κύριος. Καὶ ὁ Δαβὶδ λέει• «Ποιός εἶναι ἄξιος ν’ ἀνέβει στὸ ὄρος τοῦ Κυρίου καὶ νὰ σταθεῖ στὸν ἅγιο τόπο Του;»• καὶ ἀπαντᾶ. « Αὐτὸς ποὺ ἔχει ἀθῶα χέρια καὶ καθαρὴ καρδιά».
3. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γνωρίζοντας ὅτι τὰ κρυφὰ πάθη μας εἶναι βαθιά ριζωμένα στὴν ψυχὴ καὶ δύσκολα φεύγουν, μᾶς παρακινεῖ, μαζὶ μὲ τὴν ἀντίστασή μας πρὸς αὐτά, νὰ προσευχόμαστε θερμὰ πρὸς τὸν Κύριο, λέγοντας «ἐκ τῶν κρυφίων μου καθάρισόν με».
4. Καὶ ὁ Μωϋσῆς, θέλοντας μὲ παραδείγματα νὰ μᾶς δείξει ὅτι ἡ ψυχὴ δὲν πρέπει ν’ ἀκολουθεῖ πότε τὸ καλό καὶ πότε τὸ κακό, ἀλλὰ μόνο τὸ καλό, λέει «στὸ ἁλώνι σου δὲν θὰ ζέψεις βόδι μὲ γαϊδούρι ν’ ἁλωνίσεις τὰ σπαρτά σου», δηλαδὴ στὸ ἁλώνι τῆς καρδιᾶς μας νὰ μὴ ἁλωνίζουν μαζὶ ἀρετὴ καὶ κακία -καθαροὶ καὶ ἀκάθαρτοι λογισμοί- ἀλλὰ μόνον ἡ ἀρετή.. «Δὲν θὰ καλλιεργήσεις στὸ χωράφι σου μαζὶ δύο εἴδη καρπῶν καὶ δὲν θὰ διασταυρώσεις (=σμίξεις) ζῶα διαφορετικοῦ γένους». Μ’ ἄλλα λόγια νὰ μὴ μετέχει ἡ ψυχὴ σέ δύο πνεύματα, στὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μόνο στὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ καρποφορεῖ μόνο τοὺς καρποὺς τοῦ Πνεύματος (ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη κ.λ.π.). Καὶ ὁ ψαλμωδός• «Συμμορφωνόμουνα σ’ ὅλες τὶς ἐντολές σου καὶ μίσησα κάθε δρόμο ἀδικίας».
Μελετήματα Ὁσίου Μακαρίου του Αἰγυπτίου: Ἀντὶ Προλόγου
Μ’ ἕνα στόμα καὶ μιὰ καρδιὰ ὅλοι οἱ Μοναχοὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους μαρτυροῦν ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ ἐντρυφήματα ὑψηλῆς στάθμης καὶ μορφώσεως μοναχικοῦ ἤθους εἶναι οἱ «50 ὁμιλίες τοῦ Ἀββᾶ Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου» (ἐδῶ στὰ Ἀρχαῖα Ἑλληνικά).
Τὸ ἔργο αὐτὸ εἶναι γεμάτο ἀπὸ πνευματικὴ χάρη καὶ γλυκύτητα. Μέσα σ’ αὐτὸ μὲ πολλὴ χάρη ἀναπτύσσει ὁ Ἀββᾶς Μακάριος τὶς ψυχικὲς δυνάμεις, τὶς άρετές, τὰ πάθη καὶ τοὺς ἀσκητικοὺς άγῶνες πρὸς ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν καὶ καταστολὴ τῶν παθῶν.
Τί μποροῦμε νὰ ποῦμε γιὰ τὶς «ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον» γλυκύτατες αὐτὲς ὁμιλίες, τὶς Θεοφόρες, Χριστοφόρες, Πνευματοφόρες τῆς ἁγιασμένης ὄντως ψυχῆς τοῦ Θεοφόρου τούτου πατρός ἀπὸ τό Πανάγιο Πνεῦμα, ποὺ μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ εἶχαν σκηνώσει στὸν Ὅσιο Μακάριο, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ «… πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσωμεν». Θὰ τολμοῦσε νὰ πεῖ κανείς ὅτι ἔφθαναν καὶ μόνες αὐτὲς οἱ ὁμιλίες τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου καὶ θὰ ἦσαν ἀρκετὲς νὰ στηρίξουν τὶς ψυχές, νὰ τὶς παιδεύσουν καὶ νὰ τὶς ἀνυψώσουν μέχρι τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ, έφ’ ὅσον θὰ τὶς άκολουθήσουν πιστά.
Τοὺς λόγους τούτους ὁ Συμεὼν ὁ Μεταφραστής, θαυμάζοντας τὴν κοινωφελὴ διδασκαλία καὶ τὴν πνευματικὴ σοφία ποὺ περιέχουν τοὺς μετέφρασε καὶ τοὺς χώρισε σέ 150 κεφάλαια, ἀφοῦ τοὺς ἐστόλισε μὲ ὡραία γλώσσα καὶ τοὺς ἔκανε γλυκύτερους κι ἀπὸ τὴ μελοκηρήθρα.
Γι’ αὐτὸ καὶ καταγοητεύουν τὶς καρδιές τῶν μελετητῶν καὶ διαβάζονται μὲ πολλὴ εὐχαρίστηση.
Παραδίδουμε λοιπὸν καὶ τὴν ἔκδοση τούτου στὰ χέρια καὶ στὴν ἐπιείκεια τῶν ἀδελφῶν μας καὶ τοὺς παρακαλοῦμε νὰ εὔχονται ὅλοι μας νὰ ἔχουμε καλὴ ἀπολογία ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ μας τοῦ Σωτῆρος καὶ Θεοῦ μας, ᾧ πρέπει πᾶσα δόξα τιμὴ καὶ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Παρασκευή 20 Ἰανουαρίου 2023

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΜΕΓΑΛΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ)
Πρὸς Κορινθίους Β’ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
4: 6-15
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπών, ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν· ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ΄ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. Ὥστε ὁ θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. Ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως, κατὰ τὸ γεγραμμένον, Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς σὺν Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. Τὰ γὰρ πάντα δι΄ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΜΕΓΑΛΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
6: 17-23
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἔστη ὁ Ἰησοῦς ἐπὶ τόπου πεδινοῦ, καὶ ὄχλος μαθητῶν αὐτοῦ, καὶ πλῆθος πολὺ τοῦ λαοῦ ἀπὸ πάσης τῆς Ἰουδαίας καὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ τῆς παραλίου Τύρου καὶ Σιδῶνος, οἳ ἦλθον ἀκοῦσαι αὐτοῦ καὶ ἰαθῆναι ἀπὸ τῶν νόσων αὐτῶν, καὶ οἱ ὀχλούμενοι ἀπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, καὶ ἐθεραπεύοντο· καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐζήτει ἅπτεσθαι αὐτοῦ, ὅτι δύναμις παρ’ αὐτοῦ ἐξήρχετο καὶ ἰᾶτο πάντας. Καὶ αὐτὸς ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἔλεγε· Μακάριοι οἱ πτωχοί, ὅτι ὑμετέρα ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. μακάριοι οἱ πεινῶντες νῦν, ὅτι χορτασθήσεσθε. μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε. μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς καὶ ὀνειδίσωσι καὶ ἐκβάλωσι τὸ ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρὸν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Χαίρετε ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ καὶ σκιρτήσατε· ἰδοὺ γὰρ ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τῷ οὐρανῷ.
Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: Αυτός που δίνει στον φτωχό, δίνει στον Χριστό

Αυτός που δίνει στον φτωχό, δίνει στον Χριστό. Αυτό είναι το νόημα της διδασκαλίας του Ευαγγελίου, και έχει επιβεβαιωθεί από την εμπειρία των αγίων. Ο Πέτρος ο Ελεήμων (ο τελώνης) μετά την μετάνοιά του, έδινε ελεημοσύνη στους φτωχούς, όποτε του παρουσιαζόταν η πρώτη ευκαιρία. Σε μια περίπτωση, συνάντησε έναν ναυαγό που είχε καταφέρει να σώσει μόλις το γυμνό σώμα του από το ναυάγιο. Ο άνθρωπος αυτός του ζητιάνεψε ρούχα. Ο Πέτρος τότε έβγαλε τον ακριβό μανδύα του και έντυσε με αυτόν τον γυμνό άνδρα. Λίγο αργότερα, είδε τον μανδύα του στο κατάστημα ενός εμπόρου, ο οποίος τον είχε εκθέσει προς πώληση. Ο Πέτρος πολύ λυπήθηκε που ο ναυαγός είχε πουλήσει τον μανδύα του, αντί να τον χρησιμοποιήσει για τον εαυτό του. Σκέφτηκε τότε: «Δεν είμαι άξιος, Ο Κύριος δεν δέχεται την ελεημοσύνη μου».
Αργότερα όμως, του εμφανίστηκε σε όνειρο ο ίδιος ο Κύριος. Παρουσιάστηκε ως ένας όμορφος άνδρας, φωτεινότερος από τον ήλιο, με έναν σταυρό στο κεφάλι Του,.. φορώντας τον μανδύα του Πέτρου. «Πέτρο, γιατί είσαι λυπημένος;» ρώτησε ο Κύριος. «Κύριέ μου, πως να μην είμαι λυπημένος, όταν βλέπω ότι αυτό που έδωσα στον φτωχό πουλήθηκε στην αγορά;». Τότε ο Κύριος τον ρώτησε: «Μήπως αναγνωρίζεις αυτό το ένδυμα που φορώ;» και ο Πέτρος αποκρίθηκε: «Το αναγνωρίζω, Κύριε, είναι το ρούχο μου με το οποίο έντυσα τον γυμνό άνδρα». Τότε ο Κύριος του είπε πάλι: «Γι’ αυτό να μη λυπάσαι, εσύ έδωσες αυτό στον φτωχό άνθρωπο, και το έλαβα εγώ, και επαινώ την πράξη σου».
***
Ο Κύριος είπε: ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. (Ματθ. 25:40).
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει στην ελεημοσύνη και στην Θεία Κοινωνία. Στην Θεία Κοινωνία λαμβάνουμε τον ίδιο τον Ζωντανό Κύριο Ιησού Χριστό, με την μορφή του άρτου και του οίνου, στην ελεημοσύνη δίνουμε στον ίδιο τον Ζωντανό Κύριο Ιησού Χριστό, με τη μορφή των φτωχών και των απόρων.
Ένας άνθρωπος στην Κωνσταντινούπολη ήταν ασυνήθιστα ελεήμων. Περπατούσε στους δρόμους της πόλης, και έβαζε το δώρο του στα χέρια των φτωχών και αμέσως απομακρυνόταν, έτσι ώστε να μην ακούσει τα λόγια της ευγνωμοσύνης τους ή να μην τον αναγνωρίσουν. Όταν ένας φίλος του τον ρώτησε πώς είχε γίνει τόσο ελεήμων, εκείνος του απάντησε:
«Κάποτε στην εκκλησία άκουσα έναν ιερέα να λέει ότι όποιος δίνει στους φτωχούς, δίνει στα χέρια του ίδιου του Χριστού. Εγώ δεν το πίστεψα, γιατί σκέφτηκα, “Πώς μπορεί αυτό να γίνει, εφόσον ο Χριστός είναι στον ουρανό;” Ωστόσο, μια μέρα γυρίζοντας στο σπίτι μου, είδα έναν φτωχό άνθρωπο να ζητιανεύει, και πάνω από το κεφάλι του έλαμπε το πρόσωπο του Χριστού! Εκείνη τη στιγμή ένας περαστικός έδωσε στον ζητιάνο ένα κομμάτι ψωμί, και είδα τον Κύριο να απλώνει το χέρι Του, να παίρνει το ψωμί και να ευλογεί τον ελεούντα. Από τότε, βλέπω πάντα το πρόσωπο του Χριστού να λάμπει πάνω από τους ζητιάνους. Γι’ αυτό, με μεγάλο φόβο κάνω όσο περισσότερες ελεημοσύνες μπορώ».
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Ο Πρόλογος της Οχρίδας»
Μνήμη των οσίων Μαξίμου και Δομετίου των αυταδέλφων (19 Ιανουαρίου). Διήγησις από το Γεροντικό

Διηγήθηκε ο Αββάς Βιτίμιος, ότι έλεγε ο Αββας Μακάριος:
«Ενώ έμενα κάποτε στην Σκήτη, κατέβηκαν εκεί δυο νέοι από ξένο τόπο. Και ο μεν ένας είχε γενειάδα, ενώ ο άλλος μόλις όπου του φύτρωνε γενειάδα. Και ήλθαν σ’ εμένα, λέγοντας:
Που είναι το κελλί του Αββά Μακαρίου;
Και εγώ είπα: Τι τον θέλετε;
Και απαντούν: Ακούοντας τα σχετικά μ’ αυτόν και τη Σκήτη, ήλθαμε να τον δούμε.
Τους λέγω: Εγώ είμαι.
Και έβαλαν μετάνοια, λέγοντας: Εδώ θέλουμε να μείνουμε.
Αλλά εγώ, βλέποντας τους μαλθακούς και σαν καλομαθημένους σε πλούτη, τους λέγω: Δεν μπορείτε να μείνετε εδώ.
Και λέγει ο μεγαλύτερος: Αν δεν γίνεται να μείνουμε εδώ, πηγαίνουμε αλλού.
Λέγω εγώ στον λογισμό μου: Γιατί τους αποδιώχνω και σκανδαλίζομαι; Ο κόπος θα τους κάμη να φύγουν μόνοι τους.
Και τους λέγω τότε: Ελάτε, φτιάχτε για τον εαυτό σας κελλί, αν μπορήτε.
Μου λέγουν: Δείξε μας τόπο και το φτιάχνουμε.
Τους έδωσα δε πελέκι και σακκούλι γεμάτο ψωμιά, καθώς και αλάτι. Τους έδειξα και βράχο σκληρό, λέγοντας: Κόψτε εδώ πέτρα και φέρετε ξύλα από το έλος και αφού φτιάξετε στέγη , μείνετε. Και μέσα μου, πίστευα ότι εξ αιτίας του κόπου θα έφευγαν. Με ρώτησαν δε, τι εργασία κάνουν εδώ οι μοναχοί.
Και τους λέγω: Πλεξούδες. Και παίρνω βάγια από το έλος και τους δείχνω την αρχή της πλεξούδας και πως πρέπει να ράβουν.
Και τους είπα: Κάνετε ζεμπίλια, δίνετε τα στους φύλακες και θα σας φέρνουν ψωμιά. Ύστερα λοιπόν εγώ έφυγα. Αυτοί δε, με υπομονή, όλα τα έκαμαν όσα τους είπα. Και δεν ήλθαν σ’ εμένα, επί τρία χρόνια. Και έμεινα πολεμώντας τους λογισμούς και λέγοντας: Ποια να είναι τάχα η εργασία τους και δεν ήλθαν να με ρωτήσουν για λογισμούς; Οι από μακριά έρχονται σ’ εμένα και αυτοί οπού είναι κοντά μου δεν ήλθαν, αλλά ούτε και σε άλλους πήγαν. Μόνο στην εκκλησία πηγαίνουν, σιωπώντας, για να μεταλάβουν. Και προσευχήθηκα στον Θεό, νηστεύοντας μια εβδομάδα, να μου φανερώση τι εργασία έκαναν. Και αφού πέρασε η εβδομάδα, σηκώθηκα και πήγα σ’ αυτούς , για να δω πως ζουν. Χτύπησα την πόρτα, μου άνοιξαν και με ασπάσθηκαν σιωπώντας. Και αφού έκαμα ευχή, κάθισα. Νεύοντας δε ο μεγαλύτερος στον μικρότερο να βγη έξω, κάθισε φτιάχνοντας πλεξούδα και δεν έλεγε τίποτε. Και την ώρα την ενάτη, χτύπησε και ήλθε ο μικρότερος και ετοίμασε λίγο φαγητό και παρέθεσε τράπεζα, αφού του ένευσε ο μεγαλύτερος. Και έβαλε τρία παξιμάδια και έμεινε σιωπώντας, εγώ δε είπα:
Σηκωθήτε , να φάμε.
Και σηκωθήκαμε και φάγαμε. Και έφερε το κανάτι και ήπιαμε.
Μόλις δε έγινε βράδι, μου λέγουν:
Πηγαίνεις;
Εγώ τους αποκρίθηκα:
Όχι, αλλά εδώ θα κοιμηθώ.
Και μου έστρωσαν ένα ψαθί παράμερα και για τον εαυτό τους άλλο, στην άλλη γωνιά, παράμερα. Και ξεζώσθηκαν και έβγαλαν τους ανάλαβους τους. Και έπεσαν μαζί στο ψαθί, απέναντι μου. Μόλις δε πλάγιασαν, προσευχήθηκα στον Θεό να μου φανερώση την εργασία τους. Και άνοιξε η στέγη και έγινε φως σαν να ήταν μέρα. Αυτοί όμως δεν έβλεπαν το φως. Και πιστεύοντας ότι κοιμόμουν, σκουντά ο μεγαλύτερος τον μικρότερο στο πλευρό, σηκώνονται, ζώνονται και απλώνουν τα χέρια στον ουρανό. Εγώ τους έβλεπα , αυτοί όμως δεν με έβλεπαν. Και είδα τους δαίμονες να έρχωνται σαν μυιγες στον μικρότερο. Και άλλοι μεν έρχονταν να καθίσουν στο στόμα του, άλλοι δε στα μάτια του. Και είδα Άγγελο Κυρίου, κρατώντας πύρινη ρομφαία, να τον περιτειχίζη και να διώχνη τους δαίμονες απ’ αυτόν. Στον δε μεγαλύτερο δεν μπορούσαν να πλησιάσουν. Και κατά το πρωί, ξανάπεσαν στο στρωσίδι τους. Και εγώ έκαμα πως ξύπνησα και αυτοί το ίδιο. Μου λέγει τότε ο μεγαλύτερος μονάχα αυτά τα λόγια :
Θέλεις να πούμε τους δώδεκα ψαλμούς; Λέγω:
Ναι.
Και ψάλλει ο μικρότερος πέντε ψαλμούς από έξη στίχους και ένα Αλληλούια. Και σε κάθε στίχο, έβγαινε λαμπάδα φωτιάς από το στόμα του και ανέβαινε στον ουρανό. Το ίδιο και με τον μεγαλύτερο, όταν άνοιγε το στόμα του ψάλλοντας, σαν σχοινί φωτιάς έβγαινε και έφθανε έως τον ουρανό. Και εγώ είπα λίγα, οπού τα θυμόμουν. Και βγαίνοντας, λέγω:
Ευχηθήτε για μένα.
Και αυτοί έβαλαν μετάνοια, σιωπώντας. Έμαθα λοιπόν ότι ο μεγαλύτερος ήταν τέλειος. Ενώ τον μικρότερο τον πολεμούσε ακόμα ο εχθρός. Ύστερα δε από λίγες μέρες, κοιμήθηκε ο μεγαλύτερος αδελφός και την τρίτη μέρα ο μικρότερος».
Και όταν πήγαιναν μερικοί στον Αββά Μακάριο, τους έπαιρνε στο κελλί τους, λέγοντας: «Ελάτε να δείτε τον τόπο μαρτυρίου των μικρών ξένων».
Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Πέμπτη 19 Ἰανουαρίου 2023

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΕΜΠΤΗ ΛΒ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Καθολικῆς Ἐπιστολῆς Ἰακώβου τὸ Ἀνάγνωσμα
4: 7-17, 5: 1-9
Ἀδελφοί, ὑποτάγητε τῷ Θεῶ. ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ, καὶ φεύξεται ἀφ᾽ ὑμῶν· ἐγγίσατε τῷ Θεῷ, καὶ ἐγγιεῖ ὑμῖν. Καθαρίσατε χεῖρας ἁμαρτωλοὶ καὶ ἁγνίσατε καρδίας δίψυχοι. Ταλαιπωρήσατε καὶ πενθήσατε καὶ κλαύσατε· ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μεταστραφήτω καὶ ἡ χαρὰ εἰς κατήφειαν. Ταπεινώθητε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ ὑψώσει ὑμᾶς. Μὴ καταλαλεῖτε ἀλλήλων, ἀδελφοί. ὁ καταλαλῶν ἀδελφοῦ καὶ κρίνων τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, καταλαλεῖ νόμου καὶ κρίνει νόμον· εἰ δὲ νόμον κρίνεις, οὐκ εἶ ποιητὴς νόμου, ἀλλὰ κριτὴς. Εἷς ἐστιν ὁ νομοθέτης καὶ κριτής, ὁ δυνάμενος σῶσαι καὶ ἀπολέσαι· σὺ δὲ τίς εἶ ὃς κρίνεις τὸν ἕτερον; ῎Αγε νῦν οἱ λέγοντες· σήμερον καὶ αὔριον πορευσόμεθα εἰς τήνδε τὴν πόλιν καὶ ποιήσομεν ἐκεῖ ἐνιαυτὸν ἕνα καὶ ἐμπορευσόμεθα καὶ κερδήσομεν· οἵτινες οὐκ ἐπίστασθε τὸ τῆς αὔριον· ποία γὰρ ἡ ζωὴ ὑμῶν; ἀτμὶς γὰρ ἔσται ἡ πρὸς ὀλίγον φαινομένη, ἔπειτα δὲ καὶ ἀφανιζομένη· ἀντὶ τοῦ λέγειν ὑμᾶς· ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ, καὶ ζήσομεν καὶ ποιήσομεν τοῦτο ἢ ἐκεῖνο. Νῦν δὲ καυχᾶσθε ἐν ταῖς ἀλαζονείαις ὑμῶν· πᾶσα καύχησις τοιαύτη πονηρά ἐστιν. Εἰδότι οὖν καλὸν ποιεῖν καὶ μὴ ποιοῦντι, ἁμαρτία αὐτῷ ἐστιν. ῎Αγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὀλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις. Ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν, ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται, καὶ ὁ ἰὸς αὐ τῶν εἰς μαρτύριον ὑμῖν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν ὡς πῦρ· ἐθησαυρίσατε ἐν ἐσχάταις ἡμέραις. Ἰδοὺ ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν τῶν ἀμησάντων τὰς χώρας ὑμῶν ὁ ἀπεστερημένος ἀφ᾽ ὑμῶν κράζει· καὶ αἱ βοαὶ τῶν θερισάντων εἰς τὰ ὦτα Κυρίου Σαβαὼθ εἰσεληλύθασιν. Ἐτρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν ἡμέρᾳ σφαγῆς· κατεδικάσατε, ἐφονεύσατε τὸν δίκαιον· οὐκ ἀντιτάσσεται ὑμῖν. Μακροθυμήσατε οὖν, ἀδελφοί, ἕως τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. ἰδοὺ ὁ γεωργὸς ἐκδέχεται τὸν τίμιον καρπὸν τῆς γῆς, μακροθυμῶν ἐπ᾽ αὐτῷ ἕως ἂν λάβῃ ὑετὸν πρώϊμον καὶ ὄψιμον. Μακροθυμήσατε καὶ ὑμεῖς, στηρίξατε τὰς καρδίας ὑμῶν, ὅτι ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου ἤγγικε. Μὴ στενάζετε κατ᾽ ἀλλήλων, ἀδελφοί, ἵνα μὴ κριθῆτε· ἰδοὺ ὁ κριτὴς πρὸ τῶν θυρῶν ἕστηκεν.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΟΣΙΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΙΓΥΠΤΙΟΥ)
Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
5: 22-26, 6: 1-2
Ἀδελφοί, ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια· κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος. Οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις. Εἰ ζῶμεν πνεύματι, πνεύματι καὶ στοιχῶμεν. Μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες. ᾽Αδελφοί, ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πραότητος· σκοπῶν σεαυτόν, μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς. ᾽Αλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΕΜΠΤΗ ΙΔ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
5: 1-20
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς πέραν τῆς θαλάσσης εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν. Καὶ ἐξελθόντος αὐτοῦ ἐκ τοῦ πλοίου εὐθέως ἀπήντησεν αὐτῷ ἐκ τῶν μνημείων ἄνθρωπος ἐν πνεύματι ἀκαθάρτῳ, ὃς τὴν κατοίκησιν εἶχεν ἐν τοῖς μνήμασι, καὶ οὔτε ἁλύσεσιν οὐδεὶς ἠδύνατο αὐτὸν δῆσαι, διὰ τὸ αὐτὸν πολλάκις πέδαις καὶ ἁλύσεσι δεδέσθαι, καὶ διεσπάσθαι ὑπ’ αὐτοῦ τὰς ἁλύσεις καὶ τὰς πέδας συντετρῖφθαι, καὶ οὐδεὶς ἴσχυεν αὐτὸν δαμάσαι· καὶ διὰ παντὸς νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἐν τοῖς μνήμασι καὶ ἐν τοῖς ὄρεσιν ἦν κράζων καὶ κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις. ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ μακρόθεν ἔδραμε καὶ προσεκύνησεν αὐτὸν, καὶ κράξας φωνῇ μεγάλῃ λέγει· Τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; ὁρκίζω σε τὸν Θεόν, μή με βασανίσῃς. ἔλεγε γὰρ αὐτῷ· Ἔξελθε τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον ἐκ τοῦ ἀνθρώπου. καὶ ἐπηρώτα αὐτόν· Τί ὄνομά σοι; καὶ ἀπεκρίθη λέγων· Λεγεὼν ὄνομά μοι, ὅτι πολλοί ἐσμεν. καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλὰ ἵνα μὴ ἀποστείλῃ αὐτοὺς ἔξω τῆς χώρας. ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων μεγάλη βοσκομένη πρὸς τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλεσαν αὐτὸν πάντες οἱ δαίμονες λέγοντες· Πέμψον ἡμᾶς εἰς τοὺς χοίρους, ἵνα εἰς αὐτοὺς εἰσέλθωμεν. καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς εὐθέως ὁ Ἰησοῦς. καὶ ἐξελθόντα τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους· καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν δὲ ὡς δισχίλιοι καὶ ἐπνίγοντο ἐν τῇ θαλάσσῃ. καὶ οἱ βόσκοντες τοὺς χοίρους ἔφυγον καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς· καὶ ἐξῆλθον ἰδεῖν τί ἐστι τὸ γεγονός. καὶ ἔρχονται πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ θεωροῦσι τὸν δαιμονιζόμενον καθήμενον καὶ ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα, τὸν ἐσχηκότα τὸν λεγεῶνα, καὶ ἐφοβήθησαν. καὶ διηγήσαντο αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐγένετο τῷ δαιμονιζομένῳ καὶ περὶ τῶν χοίρων. καὶ ἤρξαντο παρακαλεῖν αὐτὸν ἀπελθεῖν ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. καὶ ἐμβαίνοντος αὐτοῦ εἰς τὸ πλοῖον παρεκάλει αὐτὸν ὁ δαιμονισθεὶς ἵνα μετ’ αὐτοῦ ᾖ. καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὐτόν, ἀλλὰ λέγει αὐτῷ· Ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου πρὸς τοὺς σοὺς καὶ ἀνάγγειλον αὐτοῖς ὅσα σοι ὁ Κύριος πεποίηκε καὶ ἠλέησέ σε. Καὶ ἀπῆλθε καὶ ἤρξατο κηρύσσειν ἐν τῇ Δεκαπόλει ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καὶ πάντες ἐθαύμαζον.
Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ
Ἀρχιμανδρίτης Ἀθανάσιος, Καθηγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς Σταυροβουνίου (1925-2021)

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
Ἀρχιμανδρίτης Ἀθανάσιος,
Καθηγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς Σταυροβουνίου
(1925-2021)
«Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος»

Ἀποτελεῖ γιὰ μένα ἰδιαίτερη τιμὴ καὶ εὐλογία, καὶ συνάμα χρέος υἱϊκὸ καὶ ἔργο ὑπακοῆς, νὰ σκιαγραφήσω στὸ παρὸν κείμενο τὸν βίο τοῦ μεγάλου Γέροντος τῆς Κύπρου, ἀρχιμανδρίτου Ἀθανασίου, ποὺ ἔζησε 81 συναπτὰ ἔτη ὡς μοναχὸς καὶ ἐχρημάτισε καθηγούμενος τῆς ἀρχαίας μονῆς τοῦ Σταυροβουνίου ἐπὶ 40 ἔτη, καταλίποντας φήμην ἁγίου ἀνδρός. Εὐλογία γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ ἀνδρός· χρέος υἱϊκὸ καθὼς ὑπῆρξα πνευματικό του τέκνο ἐπὶ τεσσαρακονταετία καὶ μοναχὸς τῆς Μονῆς Σταυροβουνίου ἐπὶ εἰκοσιπενταετία· καί, τέλος, ἔργο ὑπακοῆς στὸν Πανιερώτατο Μητροπολίτη καὶ Ἐπίσκοπό μου Μόρφου Νεόφυτο, ὁ ὁποῖος μοῦ ἐμπιστεύθηκε ἐφέτος τὴ σύνταξη τοῦ παρόντος εἰσαγωγικοῦ κειμένου στὸ Ἑορτολόγιο τοῦ ἔτους 2023 τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Μητροπόλεως Μόρφου.

Ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος, κατὰ κόσμον Ἀνδρέας Χατζηγεωργίου Τσικουρῆς, ὁ Ἀββᾶς καὶ κατεξοχὴν Πνευματικὸς τῆς σύγχρονης Κύπρου, ἕνα «κατάλοιπο ἀρχαίας ἁγιότητας» —γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ Μεγάλου Ἐπιφανίου ἀπὸ τὸν Δυτικὸ Πατέρα ἅγιο Ἱερώνυμο—, γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ἄσκεια (κοινῶς Ἄσσια) τῆς Μεσαορίας στὶς 12 Ὀκτωβρίου τοῦ 1925, μὲ γονεῖς τοὺς εὐλαβέστατους Ἑλένη καὶ Γεώργιο , ποὺ ἀμφότεροι ἐκοιμήθησαν ὡς μοναχοί, καρέντες ἀπὸ τὸν υἱό τους Ἀθανάσιο. Νὰ σημειώσουμε πὼς οἱ ἐνάρετοι γονεῖς τοῦ Γέροντα γέννησαν συνολικὰ ἕξι παιδιά, τοὺς Χρῆστο, Θεόδωρο, Ἀντώνιο, Εἰρήνη, Ἀνδρέα (Γέροντας) καὶ τὸν Παναγιώτη. Τὰ τρία ἀδέλφια, Χρῆστος, Ἀνδρέας καὶ Παναγιώτης, γεννήθηκαν σὲ διαφορετικὲς χρόνιες ἀλλὰ κατὰ τὴν ἴδια μέρα (12 Ὀκτωβρίου). Μᾶς ἔλεγε, θυμᾶμαι, ὁ Γέροντας, πὼς οἱ γονεῖς του, μετὰ τὴ γέννηση τῶν παιδιῶν τους, τήρησαν ἐκ συμφώνου σωφροσύνη καὶ ἐγκράτεια. Οἱ δύο παπποῦδες τοῦ Γέροντα λέγονταν Χρηστούδιας (ὁ ἐκ πατρὸς) καὶ Θεόδωρος (ὁ ἐκ μητρός). Τὸ προσωνύμιο τοῦ Χρηστούδια ἀπὸ τοὺς χωριανοὺς ἦταν «νομοθέτης», καθώς, ἐγγράμματος καὶ θεοφοβούμενος ὅπως ἦταν, εἶχε μία Ἁγία Γραφή, ἀπὸ τὴν ὁποία διάβαζε στοὺς χωριανούς του στὸν καφενὲ τοῦ χωριοῦ καὶ τοὺς ἐξηγοῦσε τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ. Ὁ δὲ πάππος τοῦ Γέροντα, ὁ παπᾶ Μιχαήλης, ἦταν ἐπίσης ἄνθρωπος δίκαιος καὶ γραμματισμένος —μορφώθηκε στὴ Λευκωσία, ὅπου εἶχε πάει νὰ μάθει ραπτική. Ἦταν καὶ ἀρκετὰ εὐκατάστατος, ἀλλὰ καὶ πολὺ ἐλεήμων πρὸς πάντας, Ρωμιοὺς καὶ Τούρκους. Εἶχε σὺν ἄλλοις καὶ μνήμη θανάτου: Ὅταν γέρασε, ἑτοίμασε μία στολὴ μέ ἱερατικὰ ἄμφια, τὰ ἔβαλε σὲ ἕνα μποξιὰ καὶ ἔλεγε στὰ παιδιά του: «Ὅταν πεθάνω, νὰ μοῦ τὰ φορέσετε αὐτά, πρῶτα τὸ στιχάρι, ὕστερα τὸ πετραχήλι κ.λπ.».
Ὅπως μᾶς ἀνέφερε κάποτε ἡ μακαριστὴ ἀδελφὴ τοῦ Γέροντα Εἰρήνη, ὅταν ἡ μητέρα τους κυοφοροῦσε τὸν Γέροντα ἦταν ἄρρωστη καὶ ἀνησυχοῦσε. Τῆς ἐμφανίστηκε τότε στὸν ὕπνο της ἡ Παναγία καὶ τῆς εἶπε: «Νὰ ταχθεῖς (δηλ. νὰ κάνει τάμα). Θὰ γεννήσεις μὲ τὸ καλό. Ἂν εἶναι κόρη, νὰ τὴ βγάλεις Ἀποστολοῦ. Ἂν εἶναι γυιός, Ἀνδρέα». Ἔτσι, ὅταν μὲ τὸ καλὸ γέννησε ἡ Ἑλένη, ὑπακούοντας στὴ Θεοτόκο καὶ ἐκπληρώνοντας τὸ τάμα της, ὀνόμασε Ἀνδρέα στὸ Βάπτισμα τὸ νεογέννητο!

Ἔχοντας λοιπὸν τέτοιες εὐλογημένες καταβολὲς καὶ ἀνατρεφόμενος σὲ ἕνα παραδοσιακὸ πρωτινὸ περιβάλλον, ὁ μικρὸς Ἀνδρέας ἄρχισε ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία νὰ δείχνει σημεῖα ποὺ προμήνυαν τὴ μελλοντική του ζωή. Ἔκανε δικές του Λειτουργίες στὸ σπίτι, ἐνδυόμενος σεντόνια γιὰ ἄμφια καὶ κατασκευάζοντας αὐτοσχέδιους θυμιατοὺς ἀπὸ πορτοκάλια! Καί, ὅταν ἔρχονταν οἱ γονεῖς του κουρασμένοι ἀπὸ τὶς γεωργικὲς ἐργασίες, αὐτὸς πήγαινε νὰ τοὺς θυμιάσει καὶ νὰ τοὺς πεῖ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶπε ἔτσι καὶ θὰ κάνει αὐτό…
Ὁ ἀδελφός του Θεόδωρος ἤτανε μηχανικὸς αὐτοκινήτων στὴ Λευκωσία καί, μὲ τὴν ἀποφοίτηση τοῦ Ἀνδρέα ἀπὸ τὸ Δημοτικό, μαζὶ μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη τῶν γονέων τους, τὸν πῆρε μαζί του στὴν πρωτεύουσα νὰ τὸν μάθει τέχνη, κατὰ τὴ συνήθεια τῆς ἐποχῆς. Μὰ ὁ Ἀνδρέας συνεχῶς χανόταν καὶ ἔτρεχε στὴν ἐκκλησία νὰ ἀκούσει τὴν Ἀκολουθία καὶ νὰ λειτουργηθεῖ! Ἄμα τὸ εἶδε τοῦτο ὁ Θεόδωρος, τοῦ εἶπε: «Ἐσύ, ἀδελφέ μου, δὲν εἶσαι γιὰ τούτη τὴ δουλειά»! Καὶ πρόσθετε ὁ Γέροντας χαμογελώντας: «Ἐγὼ ἤμουν γιὰ ἄλλη δουλειά»!
Ἡ ἀπὸ παιδικῆς ἡλικίας λοιπὸν θεοσέβεια καὶ εὐλάβειά του τὸν ὁδήγησαν σὲ ἡλικία μόλις 15 ἐτῶν νὰ μονάσει στὴν ἰδιαίτερα ἀκμάζουσα τότε παλαίφατη μονὴ Σταυροβουνίου, στὴν ἀδελφότητα τῆς ὁποίας ἐντάχθηκε τὴν 1η Σεπτεμβρίου τοῦ 1940. Στὸ Σταυροβούνι τὸν μετέφεραν μὲ τὰ μουλάρια ὁ πατέρας του καὶ ὁ ἀνάδοχός του, ποὺ λεγόταν Ἀγγελὴς τοῦ Ψαρᾶ. Μάλιστα κάθε χρόνο τὴν 1η Σεπτεμβρίου θυμότανε τὸ γεγονός, μᾶς ἐξιστοροῦσε τὶς σχετικὲς λεπτομέρειες, καὶ μᾶς τόνιζε ὅτι ὁ μοναχὸς πρέπει νὰ τιμᾶ τὴν ἡμέρα ποὺ βάζει μετάνοια στὸ μοναστήρι του. Ἐπειδὴ ὅμως ἤτανε μικρὸς καὶ ὁ τότε Ἡγούμενος Βαρνάβας Χαραλαμπίδης (1902-1948) δίσταζε νὰ τὸν κρατήσει μήπως δυσκολευόταν, τὸν ἐγγυήθηκε ὁ Γέροντας Ματθαῖος καί, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου, τὸν κράτησε κοντά του γιὰ βοηθὸ στὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες στὸ περιβόλι, ποὺ μέχρι σήμερα φέρει τὸ ὄνομά του («τοῦ Ματθαίου»). Κι ὁ Γέροντάς μας εὐγνωμονοῦσε ἐσαεὶ τὸν π. Ματθαῖο, ὄχι ἁπλῶς γιατὶ ἐξαιτίας του παρέμεινε στὴ Μονή, ἀλλὰ καὶ κυρίως διότι τὸν διαπαιδαγώγησε μὲ αὐστηρότητα καὶ συνέπεια στὰ τῆς παραδοσιακῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ ἔλαβε κοντά του γνήσια καὶ ἀνεξίτηλη «τὴν πρώτη βαφή».

Μετὰ ἀπὸ τριετὴ δοκιμασία κοντὰ στὸν Γέροντα Ματθαῖο, ὁ δόκιμος Ἀνδρέας ἐνεδύθη τὰ ρᾶσα τὸ Μεγάλο Σάββατο τοῦ 1943 ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο Βαρνάβα. Ρασοφόρος μοναχὸς ἐκάρη ἀπὸ τὸν ἴδιο Γέροντα τὴν 21η Νοεμβρίου 1946, μετονομασθεὶς ἀπὸ Ἀνδρέας σὲ Ἀθανάσιο. Κατὰ δὲ τὸ Μέγα Σάββατο τοῦ ἔτους 1950 ἔλαβε τὸ Μέγα καὶ Ἀγγελικὸ Σχῆμα τῶν μοναχῶν ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο (1948-1952) Διονύσιο Β´, τὸν ἐκ Γαλάτας καταγόμενο.
Κατὰ τὸ αὐτὸ ἔτος (1950), Κυριακὴ τῶν Προπατόρων (16 Δεκεμβρίου), χειροτονήθηκε διάκονος ἀπὸ τὸν τότε Μητροπολίτη Κιτίου καὶ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο Γ´. Ἱερομόναχος χειροτονήθηκε στὶς 6 Ἰανουαρίου τοῦ 1957 ἐπὶ Καθηγουμένου (1952-1982) Γερμανοῦ ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Κιτίου Ἄνθιμο. Ἀπὸ τὸν ἴδιο Μητροπολίτη προχειρίσθηκε σὲ Πνευματικὸ στὶς 7 Φεβρουαρίου τοῦ 1967.
Πρέπει νὰ ἀναφέρουμε πώς, μετὰ τὴ διακονία του κοντὰ στὸν π. Ματθαῖο, ὁ Γέροντας διορίσθηκε τὸ 1943 βοηθὸς τοῦ Γέροντος Γερμανοῦ στὸ μετόχι τῆς περιοχῆς «Ληνός», στὸν Ἅγιο Μόδεστο (ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο παρεκκλήσιο στὸ μετὀχι), ὅπου εἶχε ἡ Μονὴ ζῶα (αἰγοπρόβατα), καὶ ὅπου διέμεναν καὶ λαϊκοὶ βοσκοί, ἐργάτες στὴ Μονή. Στὸ μετόχι τοῦτο παρέμεινε διακονώντας μέχρι τὸ 1962, ὁπόταν ὁ Ἡγούμενος πλέον Γέροντας Γερμανὸς τὸν διόρισε ὑπεύθυνο τῆς ἄνω (κυρίως) Μονῆς, ὅπου διακόνησε ἐπὶ εἰκοσαετία.
Ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος, κοινῇ ψήφῳ τῆς ἀδελφότητος τῆς Μονῆς, ἐξελέγη Ἡγούμενος τοῦ Σταυροβουνίου σὲ διαδοχὴ τοῦ Γέροντος Γερμανοῦ, ποὺ ἐκοιμήθη στὶς 31 Αὐγούστου 1982. Τὸν Γέροντα χειροθέτησε σὲ ἀρχιμανδρίτη καὶ προχείρησε σὲ Ἡγούμενο ὁ Μητροπολίτης Κιτίου Χρυσόστομος Α´ στὶς 12 Δεκεμβρίου 1982, ἡμέρα μνήμης τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος ἐπισκόπου Τριμιθοῦντος, χωριανοῦ τοῦ Γέροντος, τὸν ὁποῖο αὐτὸς διὰ βίου τιμοῦσε καὶ ὑπερευλαβεῖτο.

Ἐπὶ τῆς περιόδου ἡγουμενείας τοῦ ἀοιδίμου Γέροντος Ἀθανασίου ἡ Μονὴ τοῦ Σταυροβουνίου γνώρισε ἰδιαίτερη ἀκμὴ σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς. Καταρχήν, ἐπανδρώθηκε μὲ ἀρκετοὺς νέους μοναχούς, πνευματικά του τέκνα. Μὲ τὴν εὐλογία καὶ παρότρυνση τοῦ Γέροντος ἡ Μονὴ ἐπανέφερε σὲ ἰσχὺ τὸν ἀρχαῖο θεσμὸ τοῦ ἀβάτου γιὰ τὶς γυναῖκες. Στὴν κυρίως (ἄνω) Μονὴ ἔγινε συντήρηση τοῦ ἀρχαίου κτιριακοῦ συγκροτήματος καὶ κτίσθηκαν ἐξ ὑπαρχῆς παρεκκλήσια καὶ νέοι χῶροι, ἀπαραίτητοι γιὰ τὴν καλὴ λειτουργία τῆς Μονῆς (κελλιά, τραπεζαρία, ἀρχονταρίκι, βιβλιοθήκη, ἐργαστήρια ἁγιογραφίας, βιβλιοδεσίας, θυμιάματος, ξυλουργεῖο κ.ἄ.). Παράλληλα ἔγινε συντήρηση ὅλων τῶν Μετοχίων τῆς Μονῆς.
Ὁ μακαριστὸς Γέροντας διέπρεψε ἰδιαίτερα ὡς Πνευματικός. Χιλιάδες χριστιανῶν, ἁπλῶν πιστῶν, κληρικῶν, μοναχῶν, μοναζουσῶν, καθὼς καὶ ἀρκετῶν Ἐπισκόπων, Ἡγουμένων καὶ Πνευματικῶν βρῆκαν κάτω ἀπὸ τὸ ἁγιασμένο πετραχήλι του ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, παρηγορία καὶ Ὀρθόδοξη καθοδήγηση, καὶ προχώρησαν μὲ ἀσφάλεια στὴ δύσβατη ὁδὸ τῆς πνευματικῆς ἀνόδου. Ἀξέχαστα παραμένουν σὲ ὅλα τὰ πνευματικά του τέκνα τὸ χάρισμα τῆς πνευματικῆς πατρότητος τοῦ Γέροντος, ἡ ἀγάπη του, ἡ διάκρισή του, ἡ ἐπιείκια καὶ μαζὶ ἡ αὐστηρότητά του, ὅπου χρειαζόταν.
Εἰδικὴ μνεία πρέπει νὰ γίνει γιὰ τὸ ὅτι ὁ Γέροντάς μας, σὲ διαδοχὴ τῶν ὁσίων Γερόντων παπᾶ Κυπριανοῦ, παπᾶ Μακαρίου καὶ Γέροντος Γερμανοῦ, διετέλεσε ἐπὶ πολλὰ ἔτη ὁ Πνευματικὸς πλείστων ὅσων γυναικείων Κοινοβίων τῆς Κύπρου, στηρίζοντας πολυτρόπως τὸν γυναικεῖο μοναχισμὸ τῆς νήσου.
Ἡ ὑψηλὴ ἀσκητικὴ πολιτεία τοῦ Γέροντος ἐπιστέφθηκε μὲ μαρτυρικοὺς πόνους ἀσθενείας κατὰ τὰ τελευταῖα 20 ἔτη τῆς ἁγίας ζωῆς του, κατὰ τὰ ὁποῖα ὑπέμεινε μὲ πολλὴ ὑπομονὴ καὶ καρτερία τὶς ποικίλες δοκιμασίες τῆς ὑγείας του. Ἑκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στὶς 18 Ἰανουαρίου τοῦ 2021 σὲ ἰδιωτικὸ νοσοκομεῖο στὴ Λευκωσία. Ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία του τελέσθηκε τὴν ἑπομένη στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς Σταυροβουνίου στὴν παρουσία πλείστων ὅσων Ἀρχιερέων, Ἡγουμένων, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, καὶ τὸ πολύαθλο σκῆνος του κατετέθη στὸ κοιμητήριο τῆς κεντρικῆς Μονῆς.
Ἡ ταπείνωση, ἡ ἀνεπιτήδευτη ἁπλότητα, ἡ γνησιότητα, ἡ ἀκράδαντη πίστη καὶ εὐλάβεια, ἡ Θεοτοκοφιλία, τὸ ἀκραιφνὲς καὶ ἀσυγκατάβατο τοῦ μοναχικοῦ ἤθους, ἡ ἱεροπρέπεια, ἡ φιλάδελφη φιλοξενία, ἡ προσευχητικότητα καὶ τὸ φιλακόλουθο, ἡ ἀσκητικότητα καὶ τὸ φιλάγρυπνο, ἡ ἀφάνεια καὶ τὸ λάθε βιώσας, ἡ σύνολη ἁγιότητα τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος θὰ παραμείνουν ἀλησμόνητα σὲ ὅλους ὅσους εἶχαν τὴ μεγάλη εὐλογία νὰ τὸν γνωρίσουν, νὰ τὸν εὐμοιρήσουν πνευματικό τους πατέρα, νὰ μαθητεύσουν στὴν αὐθεντικότητα τοῦ ἀρχαίου καὶ ἀσαλεύτου Ὀρθοδόξου ἤθους του.

Βεβαίως, ἡ ὅλη ἀγιασμένη ἀσκητικὴ βιοτὴ τοῦ Γέροντα δὲν ἦταν «ἀμάρτυρη» τῶν ἐκ Θεοῦ δωρεῶν. Πολλοὶ μαρτυροῦν γιὰ τὸ πλούσιο διορατικὸ καὶ προορατικό του χάρισμα, τὸ χάρισμα κατὰ δαιμόνων, καθὼς καὶ τὸ ἰαματικό. Παραθέτουμε στὴ συνέχεια καὶ τελείως ἐνδεικτικὰ ὁρισμένες σχετικὲς μαρτυρίες, τόσο δικές μας, ὅσο καὶ τρίτων ἀξιοπίστων ἀνθρώπων.
Θεραπεία δαιμονιζομένου
Ἦταν περὶ τὰ ἔτη 1978/1979, κατὰ τὶς πρῶτες προσκυνηματικές μου ἐπισκέψεις στὴ Μονὴ Σταυροβουνίου, γιὰ νὰ ἐξομολογηθῶ στὸν Γέροντά μου Ἀθανάσιο, νὰ λειτουργηθῶ καὶ νὰ κοινωνήσω τῶν ἀχράντων Μυστηρίων. Ὁ Γέροντας μὲ ἔβαλε νὰ μείνω στὸν πρῶτο ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἐκείνους παλαιοὺς ξενῶνες–θαλάμους γιὰ νὰ κοιμηθῶ τὸ βράδυ, ὅπου ἐφιλοξενεῖτο καὶ ὁ Ἀνδρέας, ἕνα νεαρὸς ἀπὸ τὰ Κοκκινοχώρια, ποὺ φαινόταν πολὺ ταλαιπωρημένος. Θυμᾶμαι τὸ βράδυ, πρὶν κοιμηθοῦμε, ὁ Γέροντας, ποὺ εἶχε τὴν ἔγνοια μου, ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ εἶπε αὐστηρὰ στὸν Ἀνδρέα: «Ἔ, Ἀνδρέα! Ἀπόψε νὰ εἶσαι ἥσυχος καὶ νὰ μὴν κάνεις φασαρία, οὔτε νὰ βήχεις καὶ νὰ φτύνεις, γιὰ νὰ μπορέσει τὸ παιδὶ (ἐγὼ δηλ.) νὰ κοιμηθεῖ». Οὕτω καὶ ἐγένετο!
Τὴν ἑπομένη τὸ πρωὶ ξεκινήσαμε νὰ φύγουμε μὲ τὸν Ἀνδρέα, κατεβαίνοντας τὸν δρόμο πρὸς τὸ Μετόχι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας μὲ τὰ πόδια (τότε ἤτανε ἀκόμη ὁ παλαιὸς στενὸς δρόμος καὶ δὲν ἔρχονταν καὶ τόσα αὐτοκίνητα). Καθοδὸν μοῦ ὁμολόγησε ὁ Ἀνδρέας τὸ δράμα του, ὅτι δηλαδὴ ἦταν δαιμονιζόμενος, εἶχε δαιμόνιο ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσε, καὶ μοῦ εἶπε τὸ ἑξῆς θαυμαστὸ γεγονός: «Προχθὲς ποὺ ἦρθα, ὁ Γέροντας μοῦ διάβασε εὐχές, ἐξορκισμούς. Καί, ὅπως μοῦ διάβαζε, εἶδα ἕνα καπνὸ μαῦρο νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα μου καὶ νὰ ἀνεβαίνει ψηλὰ καὶ νὰ χάνεται. Ἦταν τὸ δαιμόνιο ποὺ εἶχα καὶ βγῆκε καὶ ξαλάφρωσα»!
Ὁ Ἑξάψαλμος
Θὰ ἦταν περὶ τὸ ἔτος 1995 στὴν ἀγρυπνία τῆς Ἀναλήψεως, ὁπόταν στεκόμουν στὸ ἀναλόγιο δίπλα στὸν Γέροντα καί, κατὰ τὴν ὥρα τοῦ Ἑξαψάλμου, κρατοῦσα κερὶ γιὰ νὰ βλέπει ὁ Γέροντας καὶ νὰ διαβάζει. Ὅταν ἔφθασε ἡ ἀνάγνωση στὸν στίχο τοῦ Ψαλμοῦ 87, «ἵνα τί, Κύριε, ἀπωθῇ τὴν ψυχήν μου», ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ κόλλησε ὁ νοῦς μέχρι τὸ τέλος τοῦ Ἑξαψάλμου στὸ ρῆμα «ἀπωθῇ», κατὰ πόσον εἶναι αὐτὸ τὸ ὀρθό, ἢ ἐὰν εἶναι ὀρθότερο τὸ «ἀπωθεῖς», ποὺ γραφόταν σὲ ἄλλες ἐκδόσεις (νὰ σημειώσουμε πὼς καὶ ἡ μέση φωνὴ «ἀπωθοῦμαι» ἔχει ἐνεργητικὴ σημασία). Φυσικὰ δὲν ἀνέφερα τίποτα στὸν Γέροντα. Μὲ τὸ πέρας τῆς ἀνάγνωσης καὶ ὅταν πῆγα νὰ κλείσω τὸ βιβλίο, ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε, «Περίμενε»! Κι ἀφοῦ μετροφύλλησε καὶ βρῆκε τὸν Ψαλμὸ 87, μοῦ ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλό του τὸ ἐπίμαχο ρῆμα καὶ μοῦ εἶπε· «Ἔ! Αὐτὸ ἄλλοτε γράφεται ἀπωθῇ, καὶ ἄλλοτε ἀπωθεῖς»! Καὶ ἔκλεισε τὸ βιβλίο.

Μαρτυρία τοῦ Παναγιώτη Γ. ἀπὸ τὴ Λεμεσὸ
Ἕνα ἀπόγευμα τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ 2021, ἐπέστρεφα ἀπὸ τὴ Λεμεσὸ μὲ τὸν ἀγαπητὸ ἐν Κυρίῳ π. Ἀνδρέα Φιλίππου, πρεσβύτερο καὶ οἰκονόμο στὸ χωριὸ Κοράκου τῆς Σολιᾶς. Περνώντας ἀπὸ τὴν Τριμίκλινη, εἴδαμε ἕνα ζεῦγος ἡλικιωμένων ποὺ ἑτοίμαζαν τὰ κάρβουνα νὰ ψήσουνε καλαμπόκι (σιταροποῦλες), καὶ εἶπα στὸν π. Ἀνδρέα νὰ σταματήσουμε νὰ πάρουμε κι ἐμεῖς. Συζητώντας μὲ τὸν κ. Παναγιώτη ἐνῶ αὐτὸς ἔψηνε τὸ καλαμπόκι καί, ἀφοῦ ἀναφέραμε πὼς παλαιότερα ἤμουνα μοναχὸς στὸ Σταυροβούνι, μᾶς διηγήθηκε τὰ ἑξῆς:
«Ἤτανε περὶ τὸ 1999, ποὺ μοῦ συνέβη ἕνας νευρικὸς κλονισμός ἕνεκα οἰκογενειακῶν καταστάσεων, σὲ βαθμὸ ποὺ ἔπεσα σὲ τόσο μεγάλη κατάθλιψη καὶ σωματικὴ κατάπτωση, ὥστε δὲν μποροῦσα τίποτα νὰ κάνω, οὔτε καὶ οἱ γιατροὶ μπόρεσαν νὰ μὲ βοηθήσουν. Τότε ἀποφάσισα νὰ πάω στὸ Σταυροβούνι, νὰ δῶ τὸν Γέροντα Ἀθανάσιο, γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ ὁποίου εἶχα ἀκούσει. Ὁ Γέροντας δὲν ἦταν καλὰ στὴν ὑγεία του καὶ ξεκουραζότανε καὶ ἔτσι περίμενα ἀρκετά, μέχρις ὅτου μοῦ ἐπέτρεψαν νὰ τὸν δῶ. Ὅταν μπῆκα μέσα στὸ κελλὶ τοῦ Γέροντα καὶ κάθισα, τοῦ ἐξιστόρησα μὲ συντομία τὴ δοικιμασία μου. Κι αὐτὸς μοῦ εἶπε: «Γυιέ μου, κότζα μου ἄνθρωπος (ψηλὸς καὶ λεβεντάνθρωπος ὁ Ν.) καὶ νὰ μαραζώνεις! Ὄχι, δὲν πρέπει νὰ λυπᾶσαι καὶ ὁ Θεὸς θὰ σὲ βοηθήσει». Καὶ μὲ ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι. Καί, μόλις μὲ ἄγγιξε, ὤ τοῦ θαύματος, ἔνοιωσα μία δύναμη νὰ μὲ διαπερνᾶ, καὶ ἀμέσως ἐπανῆλθαν οἱ δυνάμεις μου, βρῆκα τὸν ἑαυτό μου, καὶ ἔκτοτε, χάριτι Θεοῦ, εἶμαι πολὺ καλά! Καί, μόλις ἐπέστρεψα στὴ Λεμεσό, ἐπισκέφθηκα χαρούμενος ἕνα γνωστό μου, ποὺ ἀμέσως μοῦ πρόσφερε μία ἀξιοπρεπὴ καὶ προσοδοφόρα ἐργασία!»
Ὁ Δ. ἀπὸ τὰ Κούκλια
Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2022 ἐπισκέφθηκα μὲ τὸν ἀδελφό μου Χρῆστο φιλικὸ πρόσωπο στὴν Τίμη τῆς Πάφου, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο καὶ πήγαμε νὰ προσκυνήσουμε στὸν ἀρχαῖο βυζαντινὸ ναὸ τῆς Παναγίας Καθολικῆς στὰ Κούκλια. Ἦλθε καὶ μᾶς ἄνοιξε ὁ κ. Δ., πιστὸς χωριανὸς καὶ ψάλτης στὴν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ. Ἀφοῦ προσκυνήσαμε καὶ βγήκαμε ἔξω, ἐπειδὴ ὁ κοινὸς γνωστὸς ἀπὸ τὴν Τίμη τοῦ ἀνέφερε πὼς ἤμουνα παλαιότερα στὸ Σταυροβούνι, μᾶς διηγήθηκε τὰ ἑξῆς.
Ὁ Δῆμος, μετὰ τὰ γνωστὰ φοβερὰ γεγονότα τῆς πτώσης τῶν «διδύμων πύργων» στὴ Νέα Ὑόρκη στὶς 11.09. 2001, εἶχε ἔκτοτε φοβία νὰ μπεῖ σὲ ἀεροπλάνο, μήπως καὶ τοῦ συνέβαινε κάτι ἀνάλογο… Νὰ ὅμως ποὺ κατὰ τὸν Αὔγουστο τοῦ 2005 ἔπρεπε νὰ ταξιδεύσει στὴν Ἀμερικὴ γιὰ κάποιο σοβαρὸ προσωπικὸ λόγο. Ὅμως οἱ ἀνωτέρω φοβίες καὶ ἀνασφάλειες ποὺ τὸν βασάνιζαν, τὸν ἀπέτρεπαν νὰ κάνει τὸ ταξίδι του αὐτό. Νὰ σημειώσουμε πὼς ὁ Δῆμος μετέβαινε κατὰ καιροὺς στὸ Σταυροβούνι καὶ ἐξομολογεῖτο. Ἕνας καλὸς χριστιανὸς καὶ φίλος τοῦ Δήμου ἀπὸ τὴν Πάφο, ποὺ γνώριζε τὸ πρόβλημά του, τοῦ εἶπε πώς, ἀφοῦ γνώριζε τὸν Γέροντα Ἀθανάσιο, θὰ ἔπρεπε νὰ πάει νὰ τὸν συμβουλευθεῖ σχετικὰ καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὶς συμβουλὲς τοῦ Γέροντα.
Πράγματι πῆγε ἕνα ἀπόγευμα στὴ Μονή. Ἦταν ἡ ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ ψαλλόταν στὴν ἐκκλησία ὁ Παρακλητικὸς Κανὼν στὴ Θεοτόκο. Ὁ Δ. στεκόταν στὸν ναὸ μὲ τοὺς λοιποὺς παρευρισκομένους πιστοὺς καὶ προσευχόταν, ἀναμένοντας τὸ πέρας τῆς Ἀκολουθίας. Τότε, χωρὶς νὰ ἔχει εἰπεῖ ὁτιδήποτε σὲ ὁποιονδήποτε γιὰ τὸ ζήτημά του, εἶδε τὸν Γέροντα νὰ ἔρχεται πρὸς τὸ μέρος του καὶ τοῦ εἶπε: «Γυιέ μου, σὲ βλέπω πολὺ ἀνήσυχο! Μόλις τελειώσει ὁ Ἑσπερινός, ἔλα στὸ κελλί μου νὰ σὲ δῶ»! Πράγματι, ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ Δ. ἀνέφερε τὸ πρόβλημά του στὸν Γέροντα, ὁ ὁποῖος μὲ αὐστηρότητα καὶ βεβαιότητα τοῦ εἶπε: «Γυιέ μου, νὰ μὴν φοβᾶσαι τίποτα! Νὰ πᾶς μὲ τὸ καλὸ καὶ νὰ ἔρθεις πίσω καὶ τίποτα δὲν θὰ πάθεις»!
Πῆρε τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντα ὁ Δ., ταξίδευσε στὴν Ἀμερική, τακτοποίησε τὴν ὑπόθεσή του καὶ ὅλα μιὰ χαρά! Τὸ βράδυ ὅμως τῆς παραμονῆς, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ πετάξει πίσω στὴν Κύπρο, τὸν ἔπιασαν καὶ πάλιν οἱ σκέψεις καὶ οἱ φοβίες καὶ δίσταζε νὰ ξαναμπεῖ στὸ ἀεροπλάνο. Ἔτσι ὅπως πάλευε μὲ τοὺς λογισμούς, νάσου μπροστά του ὁλοζώντανος ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος καὶ τοῦ λέγει μὲ ἐκεῖνο τὸ γνωστό του αὐστηρὸ ὕφος: «Δὲν σοῦ εἶπα, γυιέ μου, νὰ μὴν φοβᾶσαι; Αὔριο νὰ μπεῖς στὸ ἀεροπλάνο καὶ θὰ ἐπιστρέψεις μὲ τὸ καλὸ στὴν Κύπρο καὶ τίποτα δὲν παθαίνεις»! Ἔτσι καὶ ἔγινε.
Ἀφοῦ μὲ τὸ καλὸ ἐπέστρεψε πίσω ὁ Δ., πῆγε στὸ Σταυροβούνι νὰ εὐχαριστήσει τὸν Γέροντα. Τὸν πῆγε ἕνας μοναχὸς ἐκεῖ ποὺ καθότανε καὶ ξεφλούδιζε τσάι τοῦ βουνοῦ. Μόλις γύρισε καὶ τὸν εἶδε ὁ Γέροντας, λέξη δὲν τοῦ εἶπε, μόνο τοῦ ἔγνεψε μὲ τὸ χέρι νὰ φύγει, ἀσφαλῶς γιὰ νὰ κρυφθεῖ καὶ νὰ μὴν μάθουνε οἱ ἄλλοι τὸ θαυμαστὸ ἐκεῖνο συμβάν.

Ὁ Γέροντας καὶ ἡ μακαριστὴ Μηλιὰ Μασοῦρα ἐκ Ζώδιας
Καθοριστικὴ ὑπῆρξε ἡ γνωριμία καὶ τῆς μακαριστῆς μητρὸς τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου Μηλιᾶς μὲ τὸν Γέροντα Ἀθανάσιο καὶ ἡ πνευματικὴ μαθητεία της σ᾽ αὐτὸν γιὰ τὴ μετέπειτα πνευματικὴ πορεία, τόσο τῆς ἰδίας, ὅσο καὶ τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου. Γι᾽ αὐτὸ καὶ πρὶν κατακλείσουμε τὸ κείμενό μας αὐτό, θεωρήσαμε ὠφέλιμο νὰ παραθέσουμε καὶ τὰ ἑξῆς, σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ ἁγίου Μόρφου, ἐπειδὴ αὐτὰ ἀναδεικνύουν σὺν ἄλλοις καὶ τὸ χάρισμα τῆς πνευματικῆς πατρότητος καὶ τὴ θεόσοφη διάκριση τοῦ Γέροντος Ἀθανασίου.
Ὁ γυιὸς τῆς Μηλιᾶς Πέτρος, ἔφεδρος ἀνθυπολοχαγός, σὲ ἡλικία 24 τότε ἐτῶν, ἐνῶ κατὰ τὴν τουρκικὴ εἰσβολὴ εἶχε λάβει μέρος στὶς πολύνεκρες φοβερὲς μάχες Λεύκας, Λαπήθου καὶ Καραβᾶ μαζὶ μὲ τὸ ἡρωϊκὸ 256 Τάγμα Πεζικοῦ, τελικὰ σκοτώθηκε σὲ αὐτοκινητιστικὸ δυστύχημα κοντὰ στὸ χωριὸ Γερακιὲς τῆς Μαραθάσας στὶς 22.08.1974.
Καὶ ἡ χαροκαμένη Μηλιά, ὡς νὰ μὴν ἔφθανε ὁ πόνος τῆς προσφυγιᾶς καὶ τοῦ πένθους της γιὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της Νικόλα (1970) καὶ τοῦ γυιοῦ της Πέτρου, ἄκουε ποικίλους ἀγανακτισμένους πρόσφυγες νὰ καταρῶνται τοὺς αἰτίους τοῦ κυπριακοῦ πραξικοπήματος (15.07.1974) καὶ τῆς βάρβαρης τουρκικῆς εἰσβολῆς στὴν Κύπρο (20.07.1974). Ἦταν δὲ χαρακτηριστικὴ ἡ ἔκφραση κατάρας, ποὺ πολλοὶ ἐκστόμιζαν: «Ἂς ὄψονται οἱ αἴτιοι ποὺ τὰ ᾽κάμαν (δηλ. εἴθε νὰ δοῦν τὴν τιμωρία τοῦ Θεοῦ)». Τότε μπῆκε σ᾽ αὐτὸ τὸν πειρασμὸ καὶ ἡ Μηλιὰ καὶ ἄρχισε νὰ καταρᾶται τοὺς αἰτίους τῶν μεγάλων κακῶν τῆς πολύπαθης Κύπρου. Ἀμέσως ὅμως ἔνοιωσε τὴν ἐνέργεια τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρῶτα νὰ συστέλλεται καὶ μετὰ νὰ ἐξαφανίζεται ἡ αἴσθησή της ἀπὸ τὴν ψυχή της! Καὶ κατάντησε ἔτσι μιὰ ἄ–χαρη πενθοφοροῦσα μάνα, ὅ,τι πιὸ τραγικό! «Χάθηκε, γυιέ μου», ἔλεγε κατόπιν στὸν Πανιερώτατο, «ἡ προσευχὴ ἀπὸ τὴν καρδιά μου καὶ τὰ δάκρυα τῆς κατάνυξης, ποὺ εἶχα προηγουμένως, καὶ δὲν γνωρίζω γιατί»!
Τότε ζήτησε ἀπὸ τὸν γαμβρό της (σύζυγο τῆς κόρης της Στέλλας) Ἀνδρέα νὰ τὴν πάρει στὴν ἱερὰ Μονὴ Σταυροβουνίου νὰ ἐξομολογηθεῖ, καθὼς τότε ἡ Μονὴ ἦταν τὸ κέντρο τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως καὶ Μετανοίας γιὰ ὅλους τῆς Κυπρίους. Πράγματι ἡ Μηλιὰ ἐξομολογήθηκε τὰ πάντα γιὰ τὴ ζωή της στὸν Γέροντα Ἀθανάσιο, ποὺ ἤτανε ἕνας ἀπὸ τοὺς Πνευματικοὺς τῆς Μονῆς. Ὁ ἅγιος Μόρφου, ποὺ ἤτανε τότε 12 ἐτῶν, θυμάται ὅτι στὴ Μονὴ συναντήθηκαν μὲ τοὺς γονεῖς τοῦ Γέροντος Γεώργιο καὶ Ἑλένη, καθὼς μετὰ τὴν εἰσβολὴ προσφυγοποιήθηκαν καὶ ὁ Γέροντας τοὺς μετέφερε νὰ διαμείνουν ἐκεῖ γιὰ ἀσφάλεια. Νὰ σημειώσουμε πὼς τότε δὲν εἶχε ἄλλους μοναχοὺς ἐπάνω στὴν κυρίως Μονή. Ἔκλαψε λοιπὸν μαζί τους ἡ Μηλιὰ τὸν κοινὸ πόνο τους, τόσο τῆς προσφυγιᾶς, ὅσο καὶ τοῦ θανάτου τῶν παιδιῶν τους, γιατὶ ὁ μεγάλος ἀδελφὸς τοῦ Γέροντος Χρῆστος ἦταν ἀγνοούμενος καὶ τὸ βεβαιώτερο εἶναι πὼς εἶχε σκοτωθεῖ ἀπὸ τοὺς εἰσβολεῖς.

«Τὸ βιβλίο αὐτὸ ἀφιερώνεται στὸν ἀββᾶ τῆς Κύπρου, στὴ βοῶσα σιωπή, τὸν ἀνανεωτὴ τοῦ Κυπριακοῦ μοναχισμοῦ, τὸ στήριγμα καὶ τὴν ἔμπνευση πολλῶν, τὸν Γέροντα τῶν Γερόντων, ἀρχιμανδρίτη Ἀθανάσιο Σταυροβουνιώτη». Μετὰ πολλῶν εὐχαριστιῶν,
Ὁ Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος
Μεταξὺ λοιπὸν τῶν ἄλλων, ἡ Μηλιὰ ἐξομολογήθηκε τὴν ἁμαρτία της ποὺ καταριόταν τοὺς αἰτίους τῶν κακῶν στὸ νησί μας. Ὁ Γέροντας τότε τῆς εἶπε· «Μηλιά, ἂν συνεχίσεις ἔτσι, θὰ χάσεις τὸν μισθό σου ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ ὅσα καλὰ ἔκαμες μέχρι σήμερα». «Τί νὰ κάμω τότε;», τὸν ρώτησε. «Πῶς νὰ ἀντιμετωπίσω τὴ μεγάλη πικρία ποὺ ἔχω μέσα μου γιὰ τὰ κακὰ ποὺ μὲ βρῆκαν»; Τῆς ἀπάντησε ὁ θεοφόρος Γέροντας· «Κάθε φορὰ ποὺ θὰ ἔρχεται ὁ πειρασμὸς νὰ σοῦ βάζει νὰ πεῖς τέτοιες κατάρες καὶ θὰ σὲ “πλημμελᾶ” (δηλ. θὰ σὲ βάζει νὰ κάνεις αὐτὸ τὸ μεγάλο πλημμέλημα), ἐσὺ ἀμέσως νὰ λές, πρῶτα φωνακτὰ καὶ ὕστερα ἀπὸ μέσα σου, “Δόξα σοι, ὁ Θεός· δόξα σοι, ὁ Θεός· δόξα σοι, ὁ Θεός! Ἐσύ, Θεέ μου, ξέρεις! Ὁ Θεὸς νὰ συγχωρήσει κι ἐκείνους κι ἐμᾶς!”».
Ἀπὸ τότε ἡ Μηλιὰ γύρισε τὸν διακόπτη στὴ συγχωρητικότητα καὶ στὴν προσευχή. Θυμᾶται ὁ Μητροπολίτης τὴ μάνα του πού, ἐνῶ ἔφτιαχνε παπλώματα γιὰ νὰ σκεπαστοῦν τὸν χειμῶνα ποὺ ἐρχόταν, τὴν ἄκουγε νὰ δοξολογεῖ τὸν Θεὸ καὶ νὰ συγχωρᾶ συνεχῶς! Κι ὅταν τὴ ρώτησε, «Μά, τί λές, μάνα;», τοῦ ἀνέφερε τότε τὴ φωτισμένη συμβουλὴ ποὺ τῆς εἶχε δώσει “ὁ ἅγιος ἄνθρωπος τοῦ Σταυροβουνιοῦ“, ὅπως ἀποκαλοῦσε ἔκτοτε τὸν Γέροντα Ἀθανάσιο. Καὶ κατέληξε· «Καὶ τώρα, γυιέ μου, ποὺ τὴν τηρῶ αὐτὴ τὴ συμβουλή, ἦλθε ξανὰ στὴν καρδία μου ἡ προσευχὴ καὶ τὰ δάκρυα τῆς κατάνυξης στὰ μάτια μου»!
* * *
Καταλήγω στὰ ταπεινά μου ψελλίσματα γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ ὁσίου Γέροντά μας μὲ αὐτό, ποὺ διακήρυττε μὲ κάθε βεβαιότητα ὁ μακαριστὸς Γέροντας Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης γι᾽ αὐτόν: «Μά, αὐτὸς δὲν εἶναι Γέροντας! Γέροντες ὑπάρχουν πολλοὶ καὶ ἐδῶ στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀλλοῦ· Γέροντες εἴμαστε ἐμεῖς… Αὐτὸς εἶναι ἀββᾶς!» Καί, μὲ αὐτό, ποὺ πολὺ πρὶν τὸν γνωρίσει σωματικά, ἔλεγε κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 1980 σὲ Κυπρίους ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης γιὰ τὸν Γέροντα: «Ἕνας ἐργάζεται σωστὰ στὴν Κύπρο, ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος… Νὰ ἀκοῦς τὸν Γέροντα Ἀθανάσιο σὲ ὅ,τι σοῦ λέει, γιατὶ καὶ θεία Χάρη ἔχει, καὶ ἐμπειρίες ἔχει… Καί, μὴν ἀκοῦτε, βάσεις δὲν εἶναι οἱ ἀμερικάνικες. Βάσεις εἶναι τὸ Σταυροβούνι. Κάνετε τρία τέσσερα Σταυροβούνια στὴν Κύπρο, καὶ θὰ φύγουν ἀπὸ ἐκεῖ ὅλες οἱ ξένες βάσεις…».
Τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Ἀθανασίου Σταυροβουνιώτου εἴη ἡ μνήμη αἰωνία. Ἀμήν!