Αρχική Blog Σελίδα 359

Άγιος Λουκάς Συμφερουπόλεως – Κριμαίας: Λόγος εις την Μεγάλη Παρασκευή

Άγιος Λουκάς Κριμαίας

«Ἦν δὲ ὡσεὶ ὥρα ἕκτη καὶ σκότος ἐγένετο ἐφ᾿ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» (Λκ. 23, 44).

Άγιος Λουκάς Κριμαίας

Ο ήλιος από τον τρόμο για το τι έκαναν οι δολοφόνοι, σκοτώνοντας στη γη τον Υιό του Θεού, έκρυψε τις ακτίνες του, για να μην δει κανείς το πιο φρικτό από όλα τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν ποτέ πάνω στη γη. Από φόβο και τρόμο εσιώπησαν τα καταραμένα χείλη αυτών που δολοφόνησαν τον Σωτήρα του κόσμου, που λίγο πριν Τον ενέπαιζαν, λέγοντας: «Ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ βασιλεὺς Ἰσραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσομεν ἐπ᾿ αὐτῷ» (Μθ. 27, 42).

Ήρθε η στιγμή, που το πάθος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού έφτασε στο αποκορύφωμά του. Ξέρετε γιατί οι άλλοι που εκτελέστηκαν πάνω στο σταυρό κρέμονταν σ’ αυτόν ολόκληρες ήμερες μέχρι να πεθάνουν ενώ ο Κύριός μας πέθανε πολύ πιο γρήγορα, σε έξι ώρες μόνο; Ξέρετε ότι ο πάρα πολύ δυνατός πόνος, ο οποίος διαρκεί πολύ καιρό μπορεί και μόνο αυτός να γίνει αιτία του θανάτου; Αυτό ακριβώς συνέβη με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Το μαρτύριο και τα βάσανά Του ήταν φρικτά επειδή Τον συνέθλιβε τόσο αφάνταστα μεγάλο φορτίο των αμαρτιών όλου του κόσμου, για τις όποιες εκούσια θυσιάστηκε και τις εξαγόρασε με το άχραντό Του Αίμα.

Η δύναμη που Του έμεινε έφτασε μόνο για να πει τα τελευταία Του λόγια: «Διψῶ» (Ιω. 19, 28). «Πάτερ, εἰς χεῖρας σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμα μου» (Λκ. 23, 46). Σείστηκε η γη και το καταπέτασμα του ναού σκίστηκε στα δύο, από πάνω ως κάτω. Και έφευγε, χτυπώντας τα στήθη, ο άπιστος λαός που δεν δέχθηκε τον Μεσσία του. Τι σκέφτονταν οι ανόητοι αυτοί φανατικοί, οι οποίοι λίγο πριν φώναζαν στον Πιλάτο: «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λκ. 23, 21). «Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν» (Μθ. 27, 25). Έχουν καταλάβει άραγε ότι ο ίδιος ο σατανάς με το στόμα τους φώναζε τα φοβερά αυτά λόγια;

Οι ίδιοι άνθρωποι λίγο πριν υποδέχονταν πανηγυρικά τον Κύριο Ιησού Χριστό, στρώνοντας στην οδό τα ιμάτιά τους και κρατώντας στα χέρια τους κλαδιά φοινικιάς και κραυγάζοντας: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ιω. 12, 13). Είναι πολύ φοβερό αυτό το πράγμα, δείχνει πόσο βαθειά στην καρδιά του ανθρώπου μπορεί να εισέλθει το πονηρό πνεύμα.

Ας αφήσουμε όμως τον ανόητο φανατισμό των εχθρών του Χριστού, οι οποίοι θεωρούσαν βαρειά αμαρτία και κατάργηση του Μωσαϊκού νόμου την θεραπεία κατά την ήμερα των Σαββάτων των παραλύτων, των ασθενών, των κατεχομένων από βαρείες αρρώστιες, των δαιμονιζομένων και των εκ γενετής τυφλών. Ας σκεφτούμε ότι και άλλου είδους φανατισμός υπήρξε στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους. Ας θυμηθούμε πόσοι κατά φαντασίαν αιρετικοί πέθαναν στις φλόγες της ιεράς εξέτασης στην Ισπανία. Ας θυμηθούμε την νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου κατά την οποία σφάχτηκαν πολλοί Γάλλοι προτεστάντες εξ αιτίας της ετεροδοξίας τους. Ας θυμηθούμε τα ποτάμια αίματος που χύθηκαν κατά τον πόλεμο, όταν οι χριστιανοί 30 ολόκληρα χρόνια πολεμούσαν εναντίων των άλλων χριστιανών.

Αλλά ας κοιτάξουμε γύρω μας. Βλέπουμε ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί όχι ετερόδοξοι αλλά άνθρωποι, οι οποίοι καθόλου δεν πιστεύουν στον Χριστό. Πολλοί είναι και αυτοί για τους οποίους είπε ο απόστολος Παύλος: «ἀθετήσας τις νόμον Μωϋσέως χωρὶς οἰκτιρμῶν ἐπὶ δυσὶν ἢ τρισὶ μάρτυσιν ἀποθνήσκει· πόσῳ δοκεῖτε χείρονος ἀξιωθήσεται τιμωρίας ὁ τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ καταπατήσας καὶ τὸ αἷμα τῆς διαθήκης κοινὸν ἡγησάμενος, ἐν ᾧ ἡγιάσθη, καὶ τὸ Πνεῦμα τῆς χάριτος ἐνυβρίσας;» (Εβρ. 10, 28-29).

Δεν μπορούμε σε τίποτα να βοηθήσουμε αυτούς τους κακότυχους ανθρώπους. Είμαστε μόνο ένα μικρό ποίμνιο του Χριστού και ποτέ δεν ξεχνάμε τα φοβερά λόγια του Σωτήρος μας: «Πλὴν ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἆρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;» (Λκ. 18, 8). Στεκόμαστε όλοι μας τώρα ενώπιον του Επιταφίου. Κατά την φοβερή αυτή στιγμή αποκαθηλώνεται η Θυσία, η οποία τελέστηκε για τις αμαρτίες τις δικές μας αλλά και όλου του κόσμου. Βλέπουμε στον Επιτάφιο το νεκρό Του σώμα γεμάτο ανοιχτές πληγές. Το τρομερό αυτό θέαμα ας γίνει αιτία να ανάψει στις καρδιές μας η αγάπη προς τον Υιό του Θεού, ο Οποίος υπέφερε τόσα βάσανα από τους ανθρώπους τους οποίους ήλθε να σώσει, αλλά εκείνοι δεν Τον δέχθηκαν.

Ελάτε όλα τα πιστά τέκνα του Χριστού να προσκυνήσουμε τον Επιτάφιο, να τον φιλήσουμε με τα χείλη μας, να τον αγγίξουμε με τις καρδιές μας και να τον βρέξουμε με τα δάκρυά μας. Αμήν.

Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, Λόγοι και Ομιλίες Τόμος Α΄, εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 2014

Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος: Μεγάλη Παρασκευή

Αφού ο Κύριός μας παραδόθηκε από το φίλο και μαθητή Του, που τον πούλησε για τριάντα αργύρια, πρώτα-πρώτα οδηγείται στον Άννα, τον αρχιερέα. Αυτός με τη σειρά του Τον στέλνει στον Καϊάφα. Εκεί Τον φτύνουν στο πρόσωπο και Τον χτυπούν στο μάγουλο. Την ώρα μάλιστα που Τον εμπαίζουν και Τον περιγελούν, ακούει να Του λένε·

«Προφήτευσέ μας, Χριστέ, ποιος σε χτύπησε»; Εκεί ήλθαν και ψευδομάρτυρες που Τον κατηγορούσαν ότι είπε: «Γκρεμίστε αυτόν το ναό, και σε τρεις μέρες θα τον ξαναχτίσω». Επιπλέον ισχυρίζονταν ότι ονόμασε τον εαυτό Του Υιό του Θεού. Τότε κι ο αρχιερέας μη μπορώντας τάχα ν’ αντέξει τη βλασφημία, έσχισε το χιτώνα του.

Όταν ξημέρωσε, οδηγείται στον Πιλάτο, στο Πραιτώριο, όμως οι Ιουδαίοι -λέει το Ευαγγέλιο- δε μπήκαν μέσα, για να μη μολυνθούν, γιατί ήθελαν να φάνε το Πάσχα καθαροί…!

Βγαίνει, λοιπόν, έξω ο Πιλάτος και τους ρωτάει «Τι τον κατηγορείτε;». Κι επειδή δεν Του βρήκε τίποτα επαρκές για κατηγορία, Τον στέλνει πίσω στον Καϊάφα. Εκείνος όμως πάλι Τον γύρισε στον Πιλάτο, γιατί ο Καϊάφας ήταν αυτός ο οποίος παρακινούσε τους Ιουδαίους να Τον σκοτώσουν. Ο Πιλάτος τότε τους λέει: «Πάρτε τον εσείς, κρίνετέ τον σύμφωνα με το νόμο σας, και σταυρώστε τον». Αυτοί όμως του απαντούν « Εμάς δε μας επιτρέπεται να σκοτώσουμε κανέναν», προκαλώντας έτσι τον Πιλάτο να Τον σταυρώσει. Ρωτάει, λοιπόν, το Χριστό ο Πιλάτος, αν είναι βασιλιάς των Ιουδαίων. Εκείνος το παραδέχεται, αλλά διευκρινίζει ότι είναι αιώνιος Βασιλιάς. «Δεν είναι σ’ αυτόν τον κόσμο η Βασιλεία μου», του λέει. Ο Πιλάτος, επειδή θέλει να Τον ελευθερώσει, αρχικά λέει στους Ιουδαίους ότι δε βρίσκει καμιά πειστική κατηγορία εναντίον Του. Έπειτα τους προβάλλει το έθιμο της εορτής, δηλαδή το να απελευθερώνει κάθε χρόνο έναν από τους φυλακισμένους. Όμως σ’ αυτούς ο Βαραββάς είναι πιο αρεστός από το Χριστό. Έτσι ο Πιλάτος, κάνοντας το χατίρι των Ιουδαίων, πρώτα-πρώτα μαστιγώνει τον Ιησού. Ύστερα τους Τον ξαναπαρουσιάζει δεμένο και κυκλωμένο από στρατιώτες, ντυμένο με μια κόκκινη χλαμύδα, να φοράει αγκάθινο στεφάνι, να κρατάει ένα καλάμι στο δεξί Του χέρι και να εμπαίζεται από τους στρατιώτες που Του έλεγαν: «Χαίρε, βασιλιά των Ιουδαίων!». Έτσι, αφού έκανε όλες αυτές τις παρανομίες για να τους ευχαριστήσει, πάλι τους λέει ο Πιλάτος: «Δεν του βρίσκω καμία κατηγορία για να τον καταδικάσω ως ένοχο θανάτου». Αυτοί όμως επέμεναν: «Εμείς θα τον τιμωρήσουμε, γιατί ονομάζει τον εαυτό του υιό του Θεού». Καθώς λέγονταν όλα αυτά, ο Ιησούς σώπαινε. Κι οι όχλοι κραύγαζαν προς τον Πιλάτο: «Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον». Ήθελαν να Τον καταδικάσουν σε ατιμωτικό θάνατο, για να εξαλείψουν μ’ αυτόν τον τρόπο κάθε καλή ανάμνηση γι’ Αυτόν. Τότε ο Πιλάτος, για να τους κάνει να ντραπούν (και να σκεφθούν πιο συνετά), τους λέει: «Το Βασιλιά σας να σταυρώσω;» Αυτοί όμως απαντούν ότι δεν έχουν άλλο βασιλιά εκτός από τον Καίσαρα. Κι επειδή δεν κατάφεραν τίποτα κατηγορώντας Τον μόνο ως βλάσφημο, γι’ αυτό ακριβώς αναφέρουν τον Καίσαρα, για να ικανοποιήσουν μ’ αυτόν τον τρόπο τη μανία τους (για την καταδίκη του Χριστού). Γιατί είχαν ένα νόμο που έλεγε ότι, όποιος θεωρεί τον εαυτό του βασιλιά, αντιστέκεται στον Καίσαρα. Κι ενώ συνέβαιναν αυτά, η γυναίκα του Πιλάτου του στέλνει αγγελιοφόρο ζητώντας του να αθωώσει τον Ιησού, γιατί τη νύχτα κατατρόμαξε και βασανίστηκε για χάρη Του από φοβερά όνειρα. Του λέει λοιπόν: «Μην αναμιχθείς στην υπόθεση αυτού του δικαίου ανθρώπου. Ήδη όλη τη νύχτα, ταλαιπωρήθηκα πολύ για χάρη Του». Έτσι εκείνος, αφού ένιψε τα χέρια του, θεώρησε ότι τάχα απαλλάχτηκε από την ευθύνη για εκείνο το αθώο αίμα που θα χυνόταν. Οι Ιουδαίοι πάλι από κάτω φώναζαν: «Το αίμα του ας πέσει σ’ εμάς και στα παιδιά μας. Εάν τον αφήσεις ελεύθερο δεν θα είσαι φίλος του Καίσαρα». Τότε, λοιπόν, ο Πιλάτος Τον έδεσε, παρόλο που ήταν σίγουρος ότι δεν έφταιγε, και Τον παρέδωσε στη σταυρική καταδίκη, αφού πρώτα ελευθέρωσε το Βαραββά. Όταν τα είδε αυτά ο Ιούδας, πήγε και πέταξε τα αργύρια στο Ναό (μπροστά στους αρχιερείς) κι αφού έφυγε από κει, κρεμάστηκε από ένα δέντρο. Όμως δεν πέθανε αμέσως, αλλά πρήστηκε τόσο πολύ, ώστε έσπασε στη μέση και χύθηκαν έξω τα εντόσθιά του. Έτσι τιμωρήθηκε ο προδότης μ’ αυτόν τον τόσο εξευτελιστικό και φρικιαστικό τρόπο.

Οι στρατιώτες, αφού πρώτα ενέπαιξαν τον Ιησού χτυπώντας Τον με το καλάμι στο κεφάλι, Του φόρτωσαν το Σταυρό. Σύντομα όμως αγγάρευσαν το Σίμωνα τον Κυρηναίο να τον σηκώσει στον υπόλοιπο δρόμο. Έφτασαν στον τόπο του Κρανίου περίπου την τρίτη ώρα της ημέρας, (δηλαδή κατά τις εννέα το πρωί), κι εκεί Τον σταύρωσαν. Δίπλα Του, αριστερά και δεξιά, κρέμασαν και άλλους δύο ληστές, για να θεωρηθεί απ’ όσους θα Τον έβλεπαν κι Εκείνος σαν κακούργος. Και μάλιστα, για να Τον εξευτελίσουν μοιράστηκαν μεταξύ τους τα ιμάτιά Του. Τον άρραφο χιτώνα Του όμως τον έριξαν σε κλήρο (για να μην τον σχίσουν). Όλα αυτά τα έκαναν με τόση υπερβολή, σα να ήταν μεθυσμένοι. Κι όχι μόνο αυτά, αλλά και πάνω στο Σταυρό Τον χλεύαζαν λέγοντας: « Εμπρός, λοιπόν, εσύ που θα γκρέμιζες το Ναό και σε τρεις μέρες θα τον ξανάχτιζες, σώσε τον εαυτό σου». Κι ακόμα: «Άλλους έσωσε, τον εαυτό του όμως δε μπορεί να τον σώσει». Και πάλι: « Αν είναι βασιλιάς του Ισραήλ, ας κατέβει τώρα απ’ το σταυρό και θα τον πιστέψουμε». Βέβαια, αν έλεγαν αλήθεια, έπρεπε αμέσως χωρίς δισταγμό να πιστέψουν σ’ αυτόν, γιατί αποδείχθηκε ότι ήταν Βασιλιάς όχι μόνο του Ισραήλ, αλλά και όλου του κόσμου. Αλλιώς, τι ήθελε ο ήλιος κι έκρυψε τις ακτίνες του για τρεις ολόκληρες ώρες, και μάλιστα στη μέση της ημέρας; Ασφαλώς για να γίνει το Πάθος ολοφάνερο σε όλους. Και η γη γιατί σείστηκε; Οι πέτρες γιατί άνοιξαν, αν όχι για να ελέγξουν τη σκληρότητα των Ιουδαίων; Κι ακόμα δεν αναστήθηκαν πολλά σώματα νεκρών, για να επιβεβαιώσουν την κοινή Ανάσταση και για να φανερώσουν τη δύναμη του Πάσχοντος; Και τέλος, το καταπέτασμα του Ναού που σχίσθηκε στα δυο, δεν έδειχνε κατά κάποιο τρόπο το θυμό του Ναού για Εκείνον που έπασχε και δοξαζόταν μέσα σ’ αυτόν; Εξάλλου, ο Ναός δεν ξεσκέπαζε μ’ αυτόν τον τρόπο κι αυτά που ως τότε ήταν κρυμμένα για τους ανθρώπους;

Την τρίτη ώρα, λοιπόν, σταυρώθηκε ο Χριστός, όπως λέει ο Ευαγγελιστής Μάρκος. Κι από την έκτη ώρα ως την ενάτη (δηλαδή από τις δώδεκα το μεσημέρι ως τις τρεις το απόγευμα), έγινε σκοτάδι σε όλη τη γη. Τότε κι ο Λογγίνος ο Εκατόνταρχος, βλέποντας όλα αυτά τα παράδοξα και ιδίως το ότι εσκοτίσθει ο ήλιος, ομολόγησε μεγαλόφωνα: «Αληθινά, αυτός ήταν Υιός του Θεού!».

Εν τω μεταξύ ο ένας από τους ληστές έβριζε τον Ιησού. Ο άλλος όμως τον εμπόδιζε κι έντονα τον μάλωνε κι ομολογούσε πως είναι Υιός του Θεού. Τότε κι ο Σωτήρας μας ανταμείβοντάς τον για την πίστη του, του υπόσχεται ότι θα μείνει για πάντα μαζί Του στον Παράδεισο.

Τελικά αφού εκτοξεύθηκε κατά του Χριστού κάθε είδος ύβρεως, ο Πιλάτος έγραψε κι επιγραφή από πάνω Του, η οποία έλεγε: «Αυτός είναι ο Ιησούς, ο Ναζωραίος, ο Βασιλιάς των Ιουδαίων». Βέβαια, οι Εβραίοι τον πίεζαν να μη γράψει έτσι, αλλά να γράψει ότι Εκείνος είπε πως είναι βασιλιάς τους. Μα ο Πιλάτος τους αποκρίθηκε: «Ο,τι έγραψα, έγραψα».

Έπειτα, όταν ο Σωτήρας μας είπε: «Διψώ», ανακάτεψαν ύσσωπο (ένα πολύ πικρό χορτάρι) με ξύδι και Του το πρόσφεραν. Τότε Εκείνος είπε: «Τετέλεσται», δηλαδή όλα πια τελείωσαν, κι αφού έγειρε το κεφάλι παρέδωσε το Πνεύμα. Ύστερα όλοι Τον εγκατέλειψαν κι έφυγαν. Η μητέρα Του όμως καθόταν δίπλα στο Σταυρό μαζί με την αδελφή της τη Μαρία, την κόρη του Κλωπά. (Αυτή τη Μαρία ο Ιωακείμ τη γέννησε για χάρη του Κλωπά που είχε πεθάνει άτεκνος). Επιπλέον δίπλα στο Σταυρό καθόταν κι ο Ιωάννης, ο αγαπημένος Του μαθητής.

Οι αγνώμονες Ιουδαίοι, λοιπόν, μην ανεχόμενοι να βλέπουν τα σώματα κρεμασμένα στο Σταυρό (επειδή ήταν σπουδαία η ημέρα του Πάσχα και η Παρασκευή), ζήτησαν από τον Πιλάτο να συντρίψουν τα σκέλη των καταδίκων, για να επισπευσθεί ο θάνατός τους. Και πράγματι, έσπασαν τα κόκαλα των δύο ληστών, γιατί ήταν ακόμα ζωντανοί. Όταν όμως έφτασαν στον Ιησού, βλέποντάς Τον ήδη νεκρό, δίστασαν να το κάνουν. Ένας όμως από τους Ρωμαίους στρατιώτες, για να κάνει το απάνθρωπο χατίρι των αχαρίστων Ιουδαίων, σήκωσε το δόρυ του και λόγχισε το Χριστό στη δεξιά πλευρά Του. Κι αμέσως χύθηκε αίμα και νερό. Το ένα ήταν για την ανθρώπινη φύση του Ιησού, ενώ το άλλο για τη θεϊκή. Κι επιπλέον, το αίμα συμβόλιζε τη Μετάληψη των θείων αγιασμάτων, ενώ το νερό το Βάπτισμα. Κι εκείνη η δίκρουνη πηγή αποτέλεσε πραγματικά τη βάση των Μυστηρίων της πίστεώς μας. Αυτά τα είδε κι ο Ιωάννης και τα επιβεβαιώνει κι είναι αληθινή η μαρτυρία του, γιατί ήταν παρών σε όλα και τα καταγράφει. Εξάλλου, αν ήθελε να γράψει ψέματα, δε θα συνέγραφε κι εκείνα που φαίνονται ότι προξενούν ντροπή στο Διδάσκαλό του (όπως π.χ. η ειρωνική επιγραφή κι ο λογχισμός). Ο Ιωάννης, λένε, ότι καθώς ήταν τότε παρών, συγκέντρωσε το θείο και υπεράγιο Αίμα που έρρεε από τη ζωήρρυτη πλευρά, μέσα σε κάποιο δοχείο που βρήκε εκεί κοντά.

Όλα αυτά συνέβησαν μ’ αυτόν τον υπερφυσικό τρόπο. Κι όταν έφτασε πια το δειλινό, βγαίνει ο Ιωσήφ απ’ την Αριμαθαία, ένας μαθητής που κρυβόταν εξ αρχής, όπως κι οι υπόλοιποι. Αυτός πηγαίνει με τόλμη στον Πιλάτο, που ήταν γνωστός του, και ζητάει το σώμα του Ιησού. Εκείνος του επιτρέπει να το πάρει. Κι ο Ιωσήφ το κατέβασε απ’ το Σταυρό με όλη του την ευλάβεια. Όταν σε λίγο έπεσε η νύχτα, ήλθε κι ο Νικόδημος, φέρνοντας κάποιο μείγμα φτιαγμένο από σμύρνα και αλόη, κατάλληλο για τη περίσταση. Αυτοί οι δυο Τον τύλιξαν μ’ ένα σεντόνι, όπως συνήθιζαν οι Ιουδαίοι να ενταφιάζουν, και Τον τοποθέτησαν εκεί κοντά, στο μνημείο που είχε σκαλίσει από πέτρα για τον εαυτό του ο Ιωσήφ και στο οποίο κανείς άλλος δεν είχε ταφεί πρωτύτερα. Τον έβαλαν μάλιστα στο κενό μνήμα μη τυχόν, όταν αναστηθεί ο Ιησούς, οι εχθροί Του ειπούν, ότι άλλος αναστήθηκε.

Ο Ευαγγελιστής, μάλιστα, επίτηδες αναφέρει το μείγμα της αλόης και της σμύρνας, που είναι δύο πολύ κολλητικές ουσίες, για να μη νομίσουν οι Ιουδαίοι ότι ο Ιησούς κλάπηκε, όταν δουν το σουδάριο και το σεντόνι εγκαταλειμμένα στον τάφο. Γιατί πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό; Και να το ήθελαν οι μαθητές Του, δε θα μπορούσαν να το κάνουν, γιατί δεν είχαν τόση άνεση χρόνου και τόση τόλμη, ώστε να καθίσουν να τα ξεκολλήσουν απ’ το σώμα Του και να τ’ αφήσουν εκεί μέσα. Όλα αυτά, τα οποία έγιναν με τόσο παράδοξο τρόπο την ημέρα της Παρασκευής θέσπισαν οι θεοφόροι Πατέρες μας να τα φέρνουμε κι εμείς σήμερα στη μνήμη μας με συντριβή καρδιάς και με κατάνυξη.

Πρέπει να ξέρουμε όμως ότι ο Κύριός μας σταυρώθηκε την έκτη ημέρα της εβδομάδας, δηλαδή την Παρασκευή, επειδή στην αρχή της Δημιουργίας του κόσμου, ο άνθρωπος πλάστηκε την έκτη ημέρα. Αλλά και την έκτη ώρα της ημέρας καρφώθηκε ο Κύριος στο Σταυρό, επειδή όπως λένε, κι ο Αδάμ την ίδια ώρα άπλωσε τα χέρια του κι έφαγε τον απαγορευμένο καρπό και πέθανε. Έπρεπε, δηλαδή, ο άνθρωπος, να αναπλαστεί και πάλι, την ίδια ακριβώς ώρα μ’ εκείνη που συντρίφτηκε απ’ το διάβολο και νικήθηκε.

Ο Ιησούς σταυρώθηκε σε κήπο, γιατί κι ο Αδάμ στον κήπο του Παραδείσου αμάρτησε. Η πικρή γεύση που αισθάνθηκε ο Κύριός μας όταν ήπιε το ξύδι με τον ύσσωπο, θεράπευσε τη ζημιά που προκάλεσε ο Αδάμ με τη γεύση του απαγορευμένου γλυκού καρπού στον Παράδεισο. Το ράπισμα που δέχτηκε ο Κύριος, φανέρωνε τη δική μας απελευθέρωση. Το φτύσιμο κι η ατιμωτική πορεία Του έδειχνε την προς εμάς τιμή. Το αγκάθινο στεφάνι φανέρωνε την απομάκρυνση της κατάρας από πάνω μας. Η πορφυρή χλαμύδα συμβόλιζε τους δερμάτινους χιτώνες, δηλαδή την ανθρώπινη φύση που φόρεσαν εκείνη την ημέρα ο Αδάμ και η Εύα, αλλά και τη βασιλική στολή που μας χάρισε ύστερα ο Ιησούς. Τα καρφιά συμβόλιζαν την προηγούμενη ολοκληρωτική ακινητοποίησή μας από την αμαρτία. Ο Σταυρός θύμιζε το ξύλο (δηλαδή το δέντρο) στον Παράδεισο. Η λογχευμένη πλευρά του Ιησού εικόνιζε την πλευρά του Αδάμ, απ’ όπου δημιουργήθηκε η Εύα, απ’ την οποία προήλθε η παράβαση. Η λόγχη μας θυμίζει την πύρινη ρομφαία με την οποία φυλασσόταν ο Παράδεισος (και με την οποία ο άγγελος έδιωξε τους Πρωτοπλάστους από εκεί). Το νερό που έτρεξε από την πλευρά Του, ήταν εικόνα του Βαπτίσματος. Το αίμα και το καλάμι σήμαιναν ότι ο Χριστός σαν βασιλιάς μας χάρισε την αρχαία πατρίδα, σαν με έγγραφο γραμμένο με κόκκινα γράμματα. Λέγεται μάλιστα ότι το κρανίο του Αδάμ βρισκόταν εκεί όπου σταυρώθηκε ο Χριστός, η κεφαλή όλων μας. Βαπτίστηκε, λοιπόν, κι ο Αδάμ με το αίμα του Χριστού που χύθηκε εκεί. Λέγεται μάλιστα ο Γολγοθάς Κρανίου τόπος, γιατί ακριβώς εκεί, τον καιρό του κατακλυσμού η γη έβγαλε έξω το κρανίο του Αδάμ κι ήταν θέαμα φοβερό να το βλέπει κανείς. Γι’ αυτό το λόγο ο σοφός βασιλιάς Σολομών, από σεβασμό στον προπάτορά μας Αδάμ έβαλε το στρατό του και κάλυψε με πολλές πέτρες την περιοχή. Έτσι ο τόπος αυτός από τότε ονομάστηκε Λιθόστρωτο. Λένε μάλιστα κάποιοι έγκριτοι άγιοι Πατέρες πως η παράδοση αναφέρει ότι και ο ίδιος ο Αδάμ τάφηκε εκεί από κάποιον άγγελο. Εκεί, λοιπόν, όπου ήταν το πτώμα του Αδάμ, εκεί παρουσιάστηκε κι ο ουράνιος αετός, ο Χριστός, ο αιώνιος Βασιλιάς, ο νέος Αδάμ, για να θεραπεύσει με το ξύλο του Σταυρού τον παλαιό Αδάμ που είχε ξεπέσει και αμαρτήσει με το πρώτο εκείνο ξύλο, το δέντρο της παρακοής.

Τη υπερφυή και περί ημάς παναπείρω σου εύσπλαχνία, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.

Ιερομ. Ιερώνυμος Δελημάρης, Τί γιορτάζουμε από το Τριώδιο έως την Πεντηκοστή; Τα συναξάρια του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου σε απλή γλώσσα, 1η έκδ. Αδελφότης Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου, Ναύπακτος, 2001

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: Ομιλία εις την προδοσία του Ιούδα

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου

Ας δούμε πως παραδόθηκε ο Δεσπότης. Για να μάθομε καλά και του προδότη όλη τη μανία, και του μαθητή την αχαριστία να γνωρίσομε, και του Δεσπότη την ανείπωτη φιλανθρωπία, ας ακροασθούμε τον Ευαγγελιστή πως εκείνου την παρατολμία ιστορίζει.

Τότε, λέγει, πορευθείς εις εκ των δώδεκα, Ιούδας ο λεγόμενος Ισκαριώτης, προς τους αρχιερείς, είπεν αυτοίς· τι θέλετέ μοι δούναι, καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Θαρρώ πως είναι ξάστερα τούτα τα λόγια και δεν αφήνουνε τίποτε κρυφό. Κι άμα τα καλοξετάσει κανένας χωριστά το καθένα, πολλά έχει να στοχαστεί και πολύ βαθιά νοήματα να πιάσει. Και πρώτα για τον καιρό. Δεν τόνε σημαδεύει απλά κι όπως νάναι, ο ευαγγελιστής. Δεν λέγει πορευθείς μονάχα· αλλά τότε πορευθείς. Τότε… Πότε; Και για ποιον λόγο σημαδεύει τον καιρό; Δεν τόνε σημαδεύει απλά κι όπως νάναι ο ευαγγελιστής, μιλώντας μας μέσα στο Πνεύμα· γιατί εκείνος που λαλεί μέσα στο Πνεύμα τίποτε απλά και τυχαία δεν το λέγει.

Τι είναι λοιπόν, το τότε; Πριν από εκείνη την ώρα, πριν από αυτό το τότε σίμωσε το Χριστό η γυναίκα που είχε το αλάβαστρο με το μυρωδικό και που τόχυσε πάνω στο κεφάλι του. Φανέρωσε πολλή πίστη εκείνη η γυναίκα, φανέρωσε πολλήν έγνοια, φανέρωσε πολλήν υπακοή και σέβας. Άλλαξε από τον προτινό της βίο κι έγινε καλύτερη και φρονιμώτερη. Και σαν η πόρνη μετάνοιωσε, σαν κατάλαβε τον Δεσπότη, τότε ο μαθητής παράδωσε τον Διδάσκαλο. Τότε… Πότε; Όταν ήρθε η πόρνη και το μυρωδικό λάδι έχυσε στα πόδια του Ιησού και τα σφούγγισε με τις τρίχες της κεφαλής της και πολλήν έγνοια φανέρωσε σβήνοντας με την εξομολόγηση όλα της τα κρίματα. Τότε, λοιπόν, σαν είδε τη γυναίκα εκείνη τόσην έγνοια να φανερώνει μπροστά στον Διδάσκαλο, τότες αυτός έδραμε στην παράνομη προδοσία. Κι ενώ εκείνη από τον βυθό της αμαρτίας ανέβηκε στον ουρανό, αυτός ύστερα από τόσα θαύματα και σημεία, ύστερ’ από την ανείπωτη τη συγκατάβαση, γκρεμνίσθηκε στα τάρταρα. Τόσο μεγάλο κακό είναι η ραθυμία κι η χαλασμένη προαίρεση. Για τούτο και ο Παύλος έλεγε· ο δοκών εστάναι  βλεπέτω μη πέση. Κι ο προφήτης παλαιότερα φώναξε· μη ο πίπτων ουκ ανίσταται; η ο αποστρέφων ουκ επιστρέφει; Για να μη θαρρεύει εκείνος που στέκεται, αλλά πάντα νάχει αγωνία, μηδέ κείνος που έπεσε ν’ απελπίζεται. Γιατί τόση είναι η δύναμη του Κυρίου, που και πόρνες και τελώνες να τραβήξει και να βάλει κάτω από το ζυγό του.

Τι γίνεται, λοιπόν; Αυτός που τράβηξε κοντά του τις πόρνες, δεν μπόρεσε να κρατήσει τον μαθητή; Ναι, μπορούσε να κρατήσει και τον μαθητή· αλλά δεν ήθελε να τον κάνει καλόν με την ανάγκη, μηδέ με τη βία να τον κρατήσει κοντά του. Για τούτο ο ευαγγελιστής, ιστορώντας μας για τον αχάριστο μαθητή, λέγει· τότε πορευθείς, ήγουν δίχως να τον καλέσει κανένας, δίχως να τον αναγκάσει η να τον σπρώξει άλλος, αλλά από μονάχος του κινήθηκε σ’ εκείνη την πράξη, από δική του γνώμη σ’ εκείνο το παράνομο τόλμημα ώρμησε,  δίχως να κινηθεί από άλλη αιτία, αλλά από την κακία που ερχότανε από μέσα του πήγε να πέσει στην προδοσία του Δεσπότη. Τότε πορευθείς εις των δώδεκα. Και τούτο είναι όχι μικρό βάρος που λέγει εις των δώδεκα. Γιατί ήτανε κι άλλοι εβδομήντα μαθητάδες, για δαύτο είπε εις των δώδεκα, ήγουν ένας από τους διαλεχτούς, από εκείνους που κάθε μέρα συναναστρεφόντανε μ’ αυτόν, που είχανε πολύ το θάρρος μαζί του. Για να μάθεις, λοιπόν, πως ήτανε από τους πρώτους μαθητάδες, λέγει εις των δώδεκα. Και δεν τ’ αποκρύβει τούτα, γράφοντας ο ευαγγελιστής, για να νοιώσεις πως αυτό που φαίνεται ατιμία, φανερώνει τη φροντίδα του Δεσπότη σε μας, που τον προδότη και τον κλέφτη τον αξίωσε με τόσα αγαθά, κι ίσαμε το τελευταίο βράδι τον συμβούλευε και τον πρότρεπε.

Είδες την πόρνη πως σώθηκε, επειδή συνήρθε, και πως ο μαθητής γκρεμνίσθηκε με τη ραθυμία; Μη λοιπόν απελπίζεσαι, κοιτάζοντας την πόρνη, μηδέ πάλι να θρασέψεις, ρίχνοντας τα μάτια σου στην αποτολμία του μαθητή. Γιατί και τα δυο τούτα είναι ολέθρια. Εύκολα γλυστράει η γνώμη μας και ξεστρατίζει η πρόθεσή μας. Για δαύτο απ’ ολούθε πρέπει ν’ ασφαλίζεται κανένας. Τότε πορευθείς εις των δώδεκα, Ιούδας ο Ισκαριώτης. Βλέπεις από τι συντροφιά ξέπεσε; Βλέπεις από τι διδασκαλία έμεινε πίσω;

Βλέπεις τι κακό μεγάλο είναι η ραθυμία; Ιούδας, λέγει, ο Ισκαριώτης, γιατί ήτανε κι άλλος συνονόματος με τούτον, ο λεγόμενος του Ιακώβου. Βλέπεις του ευαγγελιστή τη σοφία, που όχι από την πράξη μα από τον τόπο μας τον ονοματίζει, ενώ τον άλλον όχι από τον τόπο αλλά από το όνομα του πατέρα του μας τον κάνει γνωστό; Ενώ μπορούσε φυσικά να πει Ιούδας ο προδότης. Αλλά για να μας διδάξει πως πρέπει να κρατάμε καθαρή τη γλώσσα από κατηγόρια, τσιγκουνεύτηκε τη λέξη προδότης. Ας μάθομε, λοιπόν, να μην κακολογούμε τον εχθρό μας. Γιατί αν αυτός ο μακάριος δεν θέλησε να κατηγορήσει τον προδότη, ιστορώντας το παράνομο τούτο τόλμημα, αυτό το περισώπασε και τον ονομάτισε από τον τόπο απ’ όπου καταγότανε, πως εμείς θα συγχωρεθούμε κατηγορώντας τον διπλανό μας; Εμείς, που πολλές φορές όχι μονάχα τους εχθρούς θυμόμαστε με κακολογία, αλλά κι εκείνους που θέλουνε το καλό μας, ας μην κάνομε τέτοια, σας παρακαλώ.

Είναι συμβουλή και του Παύλου που λέγει: Πας λόγος σαπρός εκ του στόματος υμών μη εκπορευέσθω. Έτσι ο μακάριος Ματθαίος, όντας καθαρός από τέτοιο πάθος, έλεγε: Τότε πορευθείς εις εκ των δώδεκα, ο λεγόμενος Ιούδας ο Ισκαριώτης προς τους αρχιερείς είπε· τι θέλετέ μοι δούναι καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Ω βρωμερό λάλημα! Ω ασυλλόγιστη τόλμη! Το θυμούμαι και τρέμω, αγαπητοί, πως βγήκεν από στόμα το λάλημα, πως κίνησε τη γλώσσα, πως δεν ξεριζώθηκε από το κορμί η ψυχή, πως δεν παραλύσανε τα χείλη, πως ο νους του δεν ξεστάθηκε. Τι θέλετέ μοι δούναι, καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Λέγε μου, Ιούδα, αυτό σ’ έμαθε ο Διδάσκαλος τόσον καιρό; Έτσι λησμόνησες τις αδιάκοπες συμβουλές του; Δεν σου έλεγε μη κτήσεσθε χρυσόν μήτε άργυρον, από την αρχή κοιτάζοντας πως να βάλει χαλινάρι στην ακράτητη μανία σου για τα λεφτά; Δεν σε συμβούλευε λέγοντας εάν τις σε ραπίση εις την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην; Για ποιο λόγο, πες μου, παράδοσες τον Διδάσκαλο; Επειδή σου χάρισε εξουσία καταπάνω στους δαίμονες, και να γιατρεύεις αρρώστειες, και λεπρούς να καθαρίζεις, κι άλλα πολλά τέτοια θαύματα να φανερώνεις; Για τόσες λοιπόν ευεργεσίες, τέτοιαν αμοιβή του πληρώνεις;  Ω ξέφρενη καρδιά η μάλλον φιλαργυρία! Γιατί όλα τούτα τα κακά η φιλαργυρία τα γεννάει, η ρίζα όλων των κακών, που σκοτεινιάζει τις ψυχές μας και τους ίδιους τους νόμους της φύσεως, και μας βγάζει από τα συλλοϊκά μας και δεν αφήνει μηδέ φιλία μηδέ συγγένεια μηδέ τίποτ’ άλλο να θυμόμαστε. Αλλά μια και σακατέψει τα μάτια της ψυχής, μας βάζει να περπατάμε μέσα στο σκοτάδι.

Και για να το μάθεις αυτό καλά, ιδές πόσα δεν έδιωξε από την ψυχή του Ιούδα. Σαν μπήκε εκεί μέσα, τη συναναστροφή, τη συνήθεια, τη θαυμαστή διδασκαλία, τη φιλία, όλα τούτα τάρριξε στη λησμοσύνη. Καλά έλεγε ο Παύλος ρίζα πάντων των κακών εστιν η φιλαργυρία. Τι θέλετε μοι δούναι, καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Παραδίνεις, Ιούδα, αυτόν που όλα τα κρατάει μέσα στο πρόσταγμά του; Πουλάς τον αχώρετο στον νου, τον χτίστη του ουρανού και της γης, τον πλάστη της φύσεώς μας, αυτόν που με λόγο και νεύμα τάφτιαξε όλα; Για να δείξει, λοιπόν, πως θεληματικά παραδόθηκε, άκου τι έκαμε. Την ώρα της προδοσίας, όταν ήρθανε καταπάνω του με μάχαιρες και κοντάρια, και με δαδιά αναμμένα και φανάρια, τους λέγει τίνα ζητείτε; Και πάψανε παρευθείς να ξέρουνε ποιον θα πιάνανε. Τόσο ήτανε εκείνος μακρυά από το να μπορέσουνε να τον πιάσουνε, που ούτε να τον δούνε μπροστά τους δεν μπορούσανε, ενώ ήτανε, τόση φωτοχυσία. Και πως αυτό θέλει να πει, ήγουν πως ενώ είχανε δαδιά και φανάρια δεν τον βλέπανε μολαταύτα, βγαίνει από τα παρακάτω λόγια. Και ο Ιούδας ειστήκει μετ’ αυτών, αυτός που τους είχε πει εγώ υμίν παραδώσω αυτόν. Γιατί ο Χριστός τους σύγχυσε τη διάνοια, θέλοντας να φανερώσει τη δύναμή του, για να μάθουνε πως καταπιάνονταν με τ’ αδύνατα. Και σαν ακούσανε τη φωνή του πισωπερπατήσανε σκυφτοί και πέσανε τέλος χάμου. Είδες πως δεν αποκριθήκανε λόγο, αλλά πέφτοντας δείξανε καταφάνερα την αδυναμία τους;  Κύτταξε τη φιλανθρωπία του Δεσπότη! Μια και μηδέ μ’ αυτόν τον τρόπο δεν συγκίνησε την αδιαντροπιά του προδότη, μηδέ την αγνωμοσύνη των Ιουδαίων, παραδίνεται τότε και λέγει ο Κύριος. Σαν τους έδειξα πως καταπιάνονται με τ’ αδύνατα, θέλησα να τους ημερώσω τη μανία· δεν θέλουνε, μα επιμένουνε στην κακία τους. Ιδού, λοιπόν, παραδίνομαι. Αυτά σας τα λέγω, για να μην κατηγορήσει κανένας τον Χριστό λέγοντας: Γιατί δεν άλλαξε την καρδιά του Ιούδα; Γιατί δεν τον έκαμε καλύτερο; Και πως έπρεπε να κάμει τον Ιούδα φρόνιμο και καλόκαρδο, με τη βία η με την προαίρεση; Αν με τη βία, μηδέ μ’ αυτόν τον τρόπο δεν έμελλε να γίνει καλύτερος· γιατί κανένας δεν γίνεται καλύτερος με την ανάγκη. Αν με την προαίρεση και τη θέλησή του, όλα ο Κύριος τα χρησιμοποίησε για να τον ανεβάσει από χαμηλά. Κι αν εκείνος δεν θέλησε να πάρει τα φάρμακα, δεν φταίει ο γιατρός, αλλά ο άρρωστος που τ’ απαρνήθηκε. Θέλεις να μάθεις πόσα έκαμε για να τον κρατήσει κοντά του; Του χάρισε πολλά θαύματα, του προείπε την προδοσία, τίποτα δεν παράτησε να κάνει σ’ αυτόν σαν σε μαθητή αγαπημένο. Και για να μάθεις, πως ενώ μπορούσε ν’ αλλάξει, δεν το θέλησε, αλλά από την ίδια τη ραθυμία του έγινε ό,τι έγινε: αφού παράδοσε τον Κύριο και πήρε τέλος η μανία του, έρριψε τα τριάκοντα αργύρια λέγοντας ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον. Προτύτερα έλεγε τι θέλετέ μοι δούναι καγώ υμίν παραδώσω αυτόν. Σαν τέλεσε την αμαρτία το κατάλαβε. Απ’ αυτό μαθαίνομε πως σαν η ψυχή μας είναι ράθυμη, ούτε παραίνεση ούτε νουθεσία ωφελεί. Κι όταν είμαστε ξύπνιοι στο καλό, μονάχοι μας μπορούμε να σηκωθούμε. Στοχάσου· όταν τον συμβούλευε και πάσχιζε να τον κρατήσει από την κακή πράξη, δεν άκουσε μηδέ δέχθηκε τη νουθεσία. Και σαν δεν ήτανε πια κανένας να τον συμβουλεύσει, αναταράχθηκε η συνείδησή του, κι εκεί που κανένας δεν τον δίδασκε, άλλαξε και πέταξε τα τριάντα αργύρια. Γιατί, λέγει ο ευαγγελιστής, έστησαν αυτώ τριάκοντα αργύρια. Πληρώσανε το αίμα εκείνου που ήταν ατίμητος. Τι παίρνεις, Ιούδα, τριάντα αργύρια; Δωρεάν κατέβηκε ο Χριστός να χύσει το αίμα του για την οικουμένη και συ τώρα παζαρεύεις αυτό το αίμα; Ποια ντροπή τρανότερη από τέτοιο παζάρεμα! Ποιος είδε και ποιος άκουσε!

Μεταφρ. Βασ. Μουστάκη
Κιβωτός,  έτος Α΄ Μάρτιος 1952, αριθμ. φυλλ. 3
 
Πηγή ηλ. κειμένου: www.impantokratoros.gr

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς επισκόπου Αχρίδος: Ο προδότης Ιούδας

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

(Στον σιδερά Ραντοσάββα Ι., για τον προδότη Ιούδα)

Ρωτάς: «Θα συγχωρηθή άραγε στον Ιούδα η αμαρτία της προδοσίας του Διδασκάλου και Κυρίου του Ιησού Χριστού;».

Δε γνωρίζω για ποιο λόγο σε ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Για μας δεν αποτελεί τη μεγαλύτερη μέριμνα αυτό, το να μην προδώσουμε εμείς το Χριστό με τις ανομίες μας; Και ακόμα πιο σημαντικό· πως να σώσουμε τις ψυχές μας; Γιατί δες, το ρολόι της ζωής μας μετράει γοργά τις μέρες και τις ώρες υπενθυμίζοντάς μας την επικείμενη έξοδο από τούτο τον κόσμο. Όλοι εμείς θα βρεθούμε ενώπιον του αιωνίου Κριτού, ο Οποίος θα εκφέρει την δίκαιη Κρίση Του για όλα εκείνα που πράξαμε στη ζωή μας, ενώπιον όλων των ουρανίων ανθρώπων.

Όταν οι άνθρωποι πηγαίνουν σε δίκη, σκέφτεται ο καθένας τα δικά του αμαρτήματα και τις αδικίες και το πως θα δικαιολογήσει τον εαυτό του ενώπιον του δικαστού. Κανείς δεν έχει το χρόνο και την επιθυμία να σκεφτεί για τις αμαρτίες των άλλων, μήτε και να μπει στα μυστικά του νου του δικαστή που θα κρίνει.

Ποιος γνωρίζει το πως θα κρίνει ο αιώνιος Κριτής εμένα και εσένα; Σίγουρο είναι μονάχα ένα, ότι θα μας κρίνει κατά το δίκαιο και όχι άδικα, ενώ εμείς θα θέλαμε περισσότερο να μας κρίνει όχι κατά το δίκαιο αλλά με έλεος. Μάταια όμως. Εκείνος υποσχέθηκε να κρίνει κατά δικαιοσύνην. Γι’ αυτό μας καταλαμβάνει φόβος και τρόμος. Γι’ αυτό και εγώ, δεν επιθυμώ ούτε για σένα, ούτε για μένα και για κανένα στον κόσμο, να βρεθεί σε κείνη την πλευρά που θα βρίσκεται ο Ιούδας ο Ισκαριώτης.

Επειδή ο Ιούδας, είναι προδότης. Είναι προδότης και του Θεού και των ανθρώπων και του ίδιου του εαυτού του. Πρόδωσε το Χριστό, τους Αποστόλους, τον εαυτό του τον ίδιο ως άνθρωπο. Πρόδωσε το Χριστό και τους Αποστόλους στους Ιουδαίους και τον εαυτό του στο διάβολο. Γιατί είναι γραμμένο: τότε εισήλθεν εις εκείνον ο σατανάς (Ίω. 13, 27). Είναι δύσκολο να μετρήσει κανείς όλο το βάθος του κακού που κατέλαβε τον Ιούδα. Ήταν άπιστος και αχόρταγος, κλέφτης και φιλάργυρος, φίλαυτος και προδότης -τέλος, απελπισμένος και αυτόχειρας.

Ο Υιός του Θεού πολλές φορές τον προειδοποίησε να αφήσει τον κακό του δρόμο αλλά εκείνος έμεινε αμετανόητος. Ο Υιός του Θεού, έδειχνε απέναντί του, την ίδια φροντίδα και αγάπη καθώς και στους υπόλοιπους μαθητές αλλά εκείνος στην αγάπη απαντούσε με μίσος.

Ο Υιός του Θεού, γονάτισε και του έπλυνε τα πόδια, λίγο πριν την προδοσία και από το χέρι Του, του πρόσφερε τεμάχιο άρτου βουτηγμένο στο άλας. Με ψωμί και αλάτι, εμείς υποδεχόμαστε τους υψηλούς καλεσμένους. Ο πράος και ταπεινός Κύριος θέλησε να ανυψώσει την αξιοπρέπεια του Ιούδα, γι’ αυτό του προσέφερε άρτο και άλας. Τον χαιρέτησε με άρτο και άλας ακριβώς πριν την προδοσία.

Ο Ιούδας, πήρε με το χέρι του το ψωμί και το αλάτι από το χέρι του Υιού του Θεού, τα πήρε με το χέρι μα τα απέρριψε στην καρδιά του με περιφρόνηση. Ο θνητός άνθρωπος, απέρριψε την αγάπη του Αθανάτου! Γι’ αυτό ο Θεός τον απέρριψε πλήρως, και μετά το ψωμίον τότε εισήλθεν εις εκείνον ο σατανάς (Ίω. 13, 27). Από εκείνη τη στιγμή ο Ιούδας, πρώην μαθητής του Ιησού Χριστού και πρώην άνθρωπος, διεγράφη από τον κατάλογο των ανθρώπων και καταγράφηκε στις τάξεις των πνευμάτων της κολάσεως.

Εσύ τώρα, πειράζεις το Θεό και ρωτάς αν ο Θεός θελήσει να συγχωρήσει τα πνεύματα της κολάσεως και να τα σώσει. Δοκιμάζεις την ευσπλαχνία του Θεού καθώς έκαναν και οι Εβραίοι δοκιμάζοντας τη δύναμη του Θεού στο Γολγοθά, λέγοντας: ει υιός ει του Θεού, κατάβηθι από του Σταυρού (Μτ. 27, 40). Για το πείραγμά τους αυτό οι Εβραίοι, έλαβαν άξια πληρωμή σε τούτο τον κόσμο. Φυλάξου λοιπόν και εσύ για να μη λάβης την αμοιβή των ομοφρονούντων με τον Ιούδα.

Δεν είναι αλήθεια ότι ο Ιούδας ήταν προορισμένος από Θεού, να γίνει προδότης όπως νομίζεις εσύ. Αν ήταν έτσι, τότε γιατί ο Υιός του Θεού κόπιασε τόσο για να τον αποτρέψει από την κακή του πράξη;

Για ποιο λόγο, πριν απ’ όλα, τον προσέλαβε ως μαθητή Του και τον κράτησε δίπλα Του για τρία χρόνια; Γιατί να ταπεινωθεί μπροστά του και να του πλύνει τα πόδια; Γιατί με τα ίδια τα Άγια χέρια Του να του δώσει το ψωμί και το αλάτι; Διαβάζοντας μέσα στην ψυχή του Ιούδα τις κακές προθέσεις του, ο Κύριος έκανε όλα αυτά για να τον σώσει από την αιώνια απώλεια.

Και αν έχει πάλι ειπωθεί ότι οι σκανδαλοποιοί θα πρέπει να έρθουν, είναι επίσης ειρημένο και τούτο σαν αυστηρή προειδοποίηση: ουαί τω ανθρώπω εκείνω δι’ ου το σκάνδαλον έρχεται (Μτ. 18, 7).

Σκανδαλοποιός είναι ο ίδιος ο σατανάς και σαν τέτοιος, πρέπει να επιτελέσει το έργο του. Γι’ αυτό, ανάγκη γαρ εστίν ελθείν τα σκάνδαλα (Μτ. 18, 7), δι’ εκείνου και από εκείνον. Αλίμονο όμως στον άνθρωπο που θα παραδοθεί στο σατανά και θα γίνει όργανό του. Αλίμονο σε εκείνον που αντίθετα στην αγάπη του Θεού, θα δείξει την αγάπη του στον αντίπαλο του Θεού.

Να προσεύχεσαι στο Θεό, να σε φυλάγει από τον Σκανδαλοποιό που σκανδάλισε τον Ιούδα και τους Ιουδαίους και να μη γίνης ποτέ υπηρέτης και όργανο του σκανδαλισμού του.

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς επισκόπου Αχρίδος, Εμπνευσμένα Κείμενα Ορθοδόξου Πνευματικότητος, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη» 1956

Αγίου Ιγνατίου Brianchaninov: Το ποτήριο του Χριστού

Άγιος Ιγνάτιος Μπριατσιανίνωφ
Άγιος Ιγνάτιος Μπριατσιανίνωφ

Δυο αγαπημένοι μαθητές ζήτησαν από τον Κύριο θρόνους δόξης

– Αυτός τους έδωσε το Ποτήριό Του (Μτ. κ΄, 23).

Το Ποτήριο του Χριστού είναι οι οδύνες.

Σε όσους το πίνουν εδώ στη γη, το Ποτήριο του Χριστού υπόσχεται μετοχή στη Βασιλεία της χάρης του Χριστού· προετοιμάζει γι’ αυτούς τις καθέδρες της επουράνιας αιώνιας δόξης.

Στεκόμαστε σιωπηλοί μπροστά στο Ποτήριο του Χριστού , δεν μπορεί κανείς ούτε να παραπονεθεί γι’ αυτό, ούτε να το απορρίψει· γιατί Αυτός που μας έδωσε εντολή να το γευτούμε, πρώτος ο Ίδιος το ήπιε.

Ώ, δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού ! Σκότωσες τους προγόνους μας στον Παράδεισο, τους εξαπάτησες με την πλάνη της σαρκικής απόλαυσης και την πλάνη της λογικής.

Ο Χριστός, ο Λυτρωτής των πεπτωκότωτων, έφερε το Ποτήριο της σωτηρίας σ’ αυτόν τον κόσμο, στους πεπτωκότες και εξόριστους από τον Παράδεισο. Η πίκρα αυτού του Ποτηρίου καθαρίζει την καρδιά από την απαγορευμένη, καταστροφική και αμαρτωλή απόλαυση · μέσω της ταπείνωσης που ρέει απ’ αυτό με αφθονία, νεκρώνεται η έπαρση από τη γνώση σε σαρκικό επίπεδο. Γι’ αυτόν που πίνει από το Ποτήριο με πίστη και υπομονή, η αιώνιος ζωή, που έχασε δοκιμάζοντας τον απαγορευμένο καρπό, επανακτάται.

«Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι»(Ψ. 115, 4)

Ο χριστιανός αποδέχεται το Ποτήριο όταν υπομένει τις επίγειες δοκιμασίες με πνεύμα ταπείνωσης, όπως διδάσκεται από το Ευαγγέλιο.

Ο απόστολος Πέτρος έβγαλε το μαχαίρι του για να υπερασπιστεί τον Θεάνθρωπο, που ήταν περικυκλωμένος από τον όχλο· αλλά ο πράος Ιησούς είπε στον Πέτρο: «βάλε την μάχαιραν εις την θήκην· το Ποτήριον ο δέδωκέ μοι ο Πατήρ, ου μη πίω αυτό;» (Ιω. ιη΄ 11)

Έτσι κι εσύ, όταν σε περικυκλώνουν συμφορές, θα πρέπει να παρακαλείς και να ενισχύεις την ψυχή σου λέγοντας : «Το Ποτήριον ο δέδωκέ μοι ο Πατήρ, ου μη πίω αυτό;»

Οι Φαρισαίοι σκέπτονται μοχθηρά, ο ‘Ιούδας προδίδει, ο Πιλάτος διατάσσει την παράνομη θανάτωση, οι στρατιώτες της εξουσίας εκτελούν την εντολή του. Μέσω των άνομων πράξεών τους όλοι αυτοί ετοίμασαν τη δική τους αληθινή καταδίκη. Μην ετοιμάζεις για τον εαυτό σου την ίδια καταδίκη, όντας μνησίκακος, ζητώντας και σχεδιάζοντας εκδίκηση, αγανακτώντας με τους εχθρούς του.

Ο επουράνιος Πατήρ είναι παντοδύναμος και παντογνώστης: βλέπει την οδύνη σου και αν το έβρισκε απαραίτητο και συμφέρον να αποσύρει το Ποτήριο από σένα, σίγουρα θα το έκανε.

Ο Κύριος – όπως οι Γραφές και η ιστορία της Εκκλησίας μαρτυρούν –συχνά επέτρεψε θλίψεις στους αγαπημένους Του και συχνά απέτρεψε θλίψεις από αυτούς, σύμφωνα με τους ακατάληπτους δρόμους της Θείας Προνοίας.

Όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με το Ποτήριο, απόστρεψε το βλέμμα σου από τους ανθρώπους που σου το δίνουν· σήκωσε τα μάτια σου στον Ουρανό και πες : «Το Ποτήριον ο δέδωκέ μοι ο Πατήρ, ου μη πίω αυτό;»

«Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι». Δεν μπορώ να αρνηθώ το Ποτήριο, την υπόσχεση του επουρανίου και αιωνίου αγαθού. Ο απόστολος του Χριστού μου διδάσκει την υπομονή όταν λέει : «… δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Πρ. ιδ΄ 22). Πως μπορεί κανείς να αρνηθεί το Ποτήριο που είναι ο τρόπος να κερδίσεις την Βασιλεία και να αυξηθείς μέσα σ’ αυτήν; Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι – τη δωρεά του Θεού.

Το Ποτήριο του Χριστού είναι το δώρο του Θεού. Ο μέγας Παύλος γράφει προς τους Φιλιππησίους, «ότι ημίν εχαρίσθη το υπέρ Χριστού, ου μόνο το εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν» (Φιλ. α’, 29).

Λαμβάνεις το Ποτήριο το οποίο φαινομενικά προέρχεται από ανθρώπινα χέρια. Τι σε νοιάζει εσένα αν αυτός που σου το δίνει ενεργεί δίκαια η άδικα ; Ως ακόλουθος του Ιησού, η έγνοια σου είναι να φέρεσαι ενάρετα· να λάβεις το Ποτήριο με ευγνωμοσύνη προς το Θεό και με ζωντανή πίστη και γενναία να το πιείς ως τον πάτο.

Λαμβάνοντας το Ποτήριο από ανθρώπινα χέρια, θυμήσου ότι είναι Ποτήριο από Αυτόν, ο οποίος δεν είναι μόνο αθώος αλλά και πανάγιος. Σκεπτόμενος αυτό, θυμήσου και εσύ και οι άλλοι πάσχοντες αμαρτωλοί, τα λόγια που ο μακάριος και φωτισμένος ληστής στα δεξιά του εσταυρωμένου Θεανθρώπου είπε «άξια ων επράξαμεν απολαμβάνομεν … μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιελεία σου» (Λκ. κγ΄, 41 – 42)

Και τότε στρεφόμενος προς τους ανθρώπους θα τους πεις : Μακάρι εσείς που είστε τα μέσα της δικαιοσύνης και του ελέους του Θεού. Μακάριοι εσείς από του νυν και έως του αιώνος! (Αν δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν και να δεχθούν τους λόγους σας, μη ρίχνετε τους πολύτιμους μαργαρίτες σας της ταπείνωσης κάτω από τα πόδια εκείνων που δεν μπορούν να τους εκτιμήσουν, αλλά πείτε αυτούς τους λόγους νοερά, στην καρδιά σας).

Μ’ αυτό και μόνο θα εκπληρώσεις την εντολή του Ευαγγελίου που λέει : «αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς» (Μτ. ε΄, 44).

Για εκείνους που σ’ έχουν προσβάλει και σ’ έχουν εξοργίσει, προσευχήσου στον Κύριο ό,τι έχουν κάνει για σένα να ανταμειφθεί με μια προσωρινή ευλογία και με αιώνια ανταμοιβή σωτηρίας, και όταν αυτοί θα στέκονται ενώπιον του Χριστού για να κριθούν, να μετρηθεί γι’ αυτούς ως πράξη αρετής. Παρόλο που η καρδιά σου δεν θέλει να ενεργεί έτσι, βίασέ την. Γιατί μόνο όσοι ασκούν βία στην ίδια τους την καρδιά, για να εκπληρώνουν τις εντολές του Ευαγγελίου, μπορούν να κληρονομήσουν τον Ουρανό.

Αν δεν θέλεις να ενεργείς μ’ αυτόν τον τρόπο, τότε δεν θέλεις να είσαι ακόλουθος του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κοίταξε βαθιά μέσα σου και ερεύνησε : μήπως έχεις βρει άλλον δάσκαλο, τον δάσκαλο του μίσους –τον διάβολο –και έχεις πέσει υπό την εξουσία του ;

Είναι μεγάλο αμάρτημα κανείς να προσβάλλει η να καταπιέζει τον πλησίον του· είναι πολύ πιο μεγάλο αμάρτημα το να σκοτώσει. Όμως όποιος μισεί αυτόν που τον καταπιέζει, που τον συκοφαντεί, που τον προδίδει, που τον σκοτώνει, και όποιος σκέφτεται αρρωστημένα γι’ αυτούς και παίρνει εκδίκηση απ’ αυτούς, διαπράττει αμάρτημα πολύ κοντινό με το δικό τους. Μάταια παριστάνει στον εαυτό του και στους άλλους τον ενάρετο. «Πας ο μισών τον αδελφόν αυτού ανθρωποκτόνος εστί», κηρύττει ο Αγ. Ιωάννης, ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού. (Α΄ Ιω. γ΄ 15)

Η ζωντανή πίστη στον Χριστό διδάσκει καθέναν να παίρνει το Ποτήριο του Χριστού, και το Ποτήριο του Χριστού εμπνέει δίνει ανδρεία και παράκληση στην καρδιά.

Τί μαρτύριο – τι μαρτύριο κόλασης –να παραπονιέται η να γογγύζει κανείς μπροστά στο προ αιώνων ητοιμασμένο Ποτήριο εξ ουρανού !

Ο γογγυσμός, η αδημονία, η λιποψυχία και ειδικά η απόγνωση είναι αμαρτίες ενώπιον του Θεού -είναι τα παιδιά της αμαρτωλής απιστίας, εκτρώματα.

Είναι αμαρτωλό το να παραπονιόμαστε για τον πλησίον μας, όταν αυτός είναι το μέσο του μαρτυρίου μας· και είναι ακόμα πιο αμαρτωλό όταν φωνάζουμε για το Ποτήριο, το οποίο έρχεται για μας απευθείας από τον ουρανό, από το δεξί χέρι του Θεού.

Όποιος πίνει το Ποτήριο με ευγνωμοσύνη προς τον Θεό και ευλογώντας τον πλησίον του, λαμβάνει θεία ανάπαυση, την χάρη της ειρήνης του Χριστού. Είναι σαν από τώρα να απολαμβάνει τον πνευματικό Παράδεισο του Θεού.

Οι προσωρινές θλίψεις είναι από μόνες τους ασήμαντες: τους προσδίδουμε αξία με την πρσκόλλησή μας στη γη και σε όλα τα διεφθαρμένα πράγματα και με την ψυχρότητά μας προς τον Χριστό και την αιωνιότητα.

Είσαι διατεθειμένος να υπομείνεις την πικρή και αποκρουστική γεύση των φαρμάκων· να υπομείνεις τον οδυνηρό ακρωτηριασμό και καυτηριασμό των άκρων σου· να υπομείνεις την πείνα, την παρατεταμένη απομόνωση στο δωμάτιό σου· είσαι διατεθειμένος να υπομείνεις όλα αυτά προκειμένου να αποκατασταθεί η υγεία του σώματός σου, το οποίο αφού γιατρευτεί, σίγουρα πάλι θα αρρωστήσει και σίγουρα θα πεθάνει και θα αποσυντεθεί. Υπόμεινε τότε και την πίκρα του Ποτηρίου του Χριστού το οποίο θα φέρει ίαση και αιώνια μακαριότητα στην αθάνατη ψυχή σου.

Αν το Ποτήριο σου φαίνεται αφόρητο, αδυσώπητο, τότε αποκαλύπτει ότι παρόλο που φέρεις το Όνομα του Χριστού, δεν ανήκεις στον Χριστό.

Για τους αληθινούς ακολούθους του Χριστού, το Ποτήριο του Χριστού είναι Ποτήριο χαράς. Έτσι οι άγιοι Απόστολοι, αφού τους έδειραν στη σύναξη των πρεσβυτέρων των Ιουδαίων, «επορεύοντο χαίροντες από προσώπου του συνεδρίου, ότι υπέρ του ονόματος Αυτού κατηξιώθησαν ατιμασθήναι» (Πρ. ε΄, 40-41).

Ο δίκαιος Ιώβ άκουσε πικρά μαντάτα. Η μια είδηση μετά την άλλη διαπερνούσαν την ασάλευτη καρδιά του· η τελευταία από αυτές ήταν η πιο οδυνηρή -όλοι οι υιοί και οι θυγατέρες είχαν πεθάνει με σκληρό και βίαιο θάνατο. Μέσα στη μεγάλη οδύνη του, ο δίκαιος Ιώβ διέρρηξε τα ιμάτιά του, έριξε στάχτη στο κεφάλι του και με ακλόνητη πίστη έπεσε κάτω και προσκύνησε τον Κύριο και είπε : «Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι εκεί· ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλαταο· ως τω Κυρίω αφείλατο· ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο· είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας» (Ιώβ α΄, 21-22)

Εμπιστεύσου την καρδιά σου με απλότητα σε Αυτόν από τον οποίο είναι μετρημένες και οι τρίχες της κεφαλής σου· Εκείνος γνωρίζει τη δόση από το λυτρωτικό Ποτήριο που πρέπει να λάβεις.

Να συλλογίζεσαι συχνά τον Ιησού, να στέκεται μπροστά σε αυτούς που Τον θανάτωσαν – «ως αμνός άφωνος ενώπιον του κείραντος αυτόν». Παραδόθηκε προς θάνατο, να σφαγιαστεί ως πρόβατο ανυπεράσπιστο. Μείνε με το βλέμμα καρφωμένο σε Αυτόν και ο πόνος σου θα μεταμορφωθεί σε ουράνια πνευματική γλυκύτητα. Οι πληγές της καρδιάς σου θα γιατρευτούν από τις πληγές του Ιησού.

«’Εάτε έως τούτου», είπε ο Κύριος σε αυτούς που θέλησαν να Τον υπερασπιστούν στον Κήπο της Γεσθημανή, και ίασε το κομμένο αυτί του δούλου του αρχιερέα. (Λκ. κβ΄, 51)

«Δοκείς ότι ου δύναμαι άρτι παρακαλέσαι τον πατέρα μου, και παραστήσει μοι πλείους η δώδεκα λεγεώνας αγγέλων ;», είπε ο Κύριος σε εκείνον που προσπάθησε να πάρει το Ποτήριο απ’ Αυτόν (Μτ. κστ΄23)

Σε καιρούς θλίψεων μην ψάχνεις τη βοήθεια από τους ανθρώπους· μη χάνεις πολύτιμο χρόνο· μην ξοδεύεις τη δύναμη της ψυχής σου αναζητώντας αυτήν την ανίσχυρη βοήθεια. Να αναμένεις τη βοήθεια από το Θεό : μετά από δική Του εντολή και όταν Εκείνος θέλει, θα έρθουν οι άνθρωποι προς βοήθειά σου.

Ο Κύριος παρέμεινε σιωπηλός ενώπιον του Πιλάτου και του Ηρώδου, δεν έκανε καμία προσπάθεια να υπερασπιστεί τον εαυτό Του. Μιμήσου αυτήν την αγία και σοφή σιωπή Του όταν βλέπεις τους εχθρούς σου να σε κατηγορούν προσπαθώντας να κρύψουν τις μοχθηρές προθέσεις τους κάτω από το πρόσχημα της ορθοφροσύνης.

Είτε το Ποτήριο έρχεται σταδιακά σαν σύννεφα που βαθμιαία πυκνώνουν, είτε ξαφνικά σαν λυσσώδης ανεμοστρόβιλος, πες στο Θεό «Γεννηθήτω το θέλημά Σου».

Είσαι μαθητής, ακόλουθος και διάκονος του Ιησού. Και ο Ιησούς είπε: «εάν εμοί διακονή τις, εμοί ακολουθείτω, και όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται» (Ιω, ιβ΄26). Όμως ο Ιησούς πέρασε τη ζωή Του πάνω στη γη μέσα σε οδύνες· καταδιωκόταν από τη γέννησή Του μέχρι τον τάφο· από τα σπάργανα ο φθόνος ετοίμαζε γι’ Αυτόν ένα βίαιο θάνατο. Ούτε και κατέπαυσε ο φθόνος επιτυγχάνοντας το σκοπό αυτό, αλλά προσπάθησε να ξεριζώσει οποιαδήποτε ανάμνησή Του πάνω στη γη.

Ακολουθώντας Τον, όλοι οι εκλεκτοί του Κυρίου περνούν από το δρόμο των προσωρινών θλίψεων που οδηγεί στη μακάρια αιωνιότητα. Όσο οι σαρκικές απολαύσεις κυριαρχούν πάνω μας, είναι αδύνατο να υπερισχύσει μέσα μας η πνευματική κατάσταση. Αυτός είναι ο λόγος που ο Κύριος αδιάκοπα προσφέρει το Ποτήριό Του σε όσους αγαπά, για να τους κρατήσει νεκρούς για τον κόσμο και να τους καταστήσει ικανούς να ζήσουν η ζωή του Πνεύματος.

Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος είπε :Αυτός στον οποίο στέλνονται αδιάκοπα θλίψεις, είναι κάτω από την ιδιαίτερη φροντίδα του Θεού». Ωστόσο, μην εκθέτετε τον εαυτό σας παράτολμα σε βάθη θλίψεων, γιατί αυτό είναι υπερήφανη αυτοπεποίθηση. Προσευχηθείτε στο Θεό, να αποτρέψει τις θλίψεις και τις δοκιμασίες· αλλά όταν αυτές έρθουν από μόνες τους, μην τις φοβηθείτε, μη νομίζετε ότι ήρθαν τυχαία, συμπτωματικά. Όχι, επετράπηκαν από την ανεξιχνίαστη Πρόνοια του Θεού. Γεμάτοι πίστη, με καρτερικότητα και μεγαλοψυχία που πηγάζουν απ’ αυτήν, κολυμπείστε άφοβα εν μέσω της σκοτεινής και άγριας καταιγίδας προς το ειρηνικό λιμάνι της αιωνιότητας : το αόρατο χέρι του Ιησού θα σας οδηγεί.

Με ταπείνωση και απόλυτη προσήλωση μάθετε την προσευχή την οποία προσέφερε ο Κύριος προς τον Πατέρα Του στον Κήπο της Γεσθημανή, στις δύσκολες ώρες του πόνου πριν από το Πάθος Του και το θάνατο στο Σταυρό. Μ’ αυτή την προσευχή αντιμετωπίστε και υπερνικήστε κάθε θλίψη. «Πάτερ μου,» προσευχήθηκε ο Λυτρωτής μας, «ει δύνατόν εστι, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο·πλήν ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ως συ» (Μτ. κστ΄, 39)

Προσευχηθείτε στο Θεό να αποτρέψει τις δυστυχίες και ταυτόχρονα αποποιηθείτε του θελήματός σας, σαν να είναι αμαρτωλό θέλημα, τυφλό. Εμπιστευθείτε τον εαυτό σας, την ψυχή και το σώμα σας, τις περιστάσεις της ημέρας και του μέλλοντος, εμπιστευθείτε τα πλησιέστερα στην καρδιά σας, στο πανάγιο και πάνσοφο θέλημα του Θεού.

«Γρηγορείτε και προσεύχεσθε ίνα μη εισέλθητε εις πειραμόν· το μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σαρξ ασθενής» (Μτ. κστ΄ 41). Όταν περικυκλώνεστε από θλίψεις να προσεύχεστε περισσότερο, ώστε να ελκύσετε την ιδιαίτερη χάρη του Θεού προς εσάς. Μόνο με τη βοήθεια αυτής της χάρης μπορούμε να ξεπεράσουμε τις εγκόσμιες δυστυχίες.

Όταν λάβετε από τον Ουρανό το δώρο της υπομονής, να είστε προσεκτικοί με τον εαυτό σας και να επαγρυπνείτε, ώστε να κρατήσετε και να διατηρήσετε μέσα σας τη χάρη του Θεού, διαφορετικά η αμαρτία θα εισβάλει χωρίς να το καταλάβετε στην ψυχή η στο σώμα σας και θα διώξει αυτή τη χάρη.

Αλλά εάν από απροσεξία και αμέλεια αφήσετε την αμαρτία να εισβάλει μέσα σας, και ειδικά εκείνο το πάθος προς το οποίο η ασθενής σάρκα σας είναι ιδιαίτερα επιρρεπής και το οποίο σπιλώνει το σώμα και την ψυχή, τότε η χάρις θα φύγει αφήνοντάς σας απογυμνωμένους και μόνους. Τότε θλίψη, σταλμένη για τη σωτηρία και την τελειώσή σας, θα πέσει βαριά πάνω σας, θα σας συντρίψει με λύπη, κατάθλιψη, απόγνωση, ως κάποιον που κρατά το δώρο του Θεού χωρίς την πρέπουσα ευσέβεια προς το δώρο. Βιαστείτε να επαναφέρετε την αγνότητα στην καρδιά σας με αληθινή και ακλόνητη μετάνοια και μέσω της αγνότητας, το δώρο της υπομονής· αφού αυτό το δώρο του Αγίου Πνεύματος επαναπαύεται μόνο στους αγνούς.

Οι άγιοι μάρτυρες έψαλλαν ύμνο χαράς εν μέσω φλογισμένων καμίνων, όταν περπατούσαν πάνω σε καρφιά, σε κοφτερά μαχαίρια, όταν κάθονταν σε καζάνια βραστού νερού η λαδιού. Έτσι και η δική σας καρδιά θα ευφρανθεί όταν με την προσευχή ελκύσετε τη δωρεά της χάριτος και τη διαφυλάξετε με διαρκή προσοχή του εαυτού σας. Τότε η καρδιά σας θα ψάλλει ύμνους εν μέσω συμφορών και τρομερών θλίψεων, δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεόν.

Ο νους εξαγνισμένος από το Ποτήριο του Χριστού, προικίζεται με πνευματική όραση· αρχίζει να βλέπει την Πρόνοια του Θεού που αγκαλιάζει τα πάντα, και είναι αόρατη με τα σαρκικά μάτια· βλέπει τον νόμο της αμαρτίας σε κάθε τι θνητό· βλέπει την απεραντοσύνη της αιωνιότητας οικεία· βλέπει το Θεό στα θαυμαστά έργα Του, στη δημιουργία Του και την επαναδημιουργία του σύμπαντος. Τότε η επίγεια ζωή αρχίζει να φαίνεται σαν ένα σύντομο ταξίδι, του οποίου τα γεγονότα είναι όνειρα, του οποίου οι ευλογίες δεν είναι παρά σύντομες οπτικές απάτες, βραχείες λόγω των επικίνδυνων παρανοήσεων του νου και της καρδιάς.

Τί καρπούς φέρουν οι προσωρινές θλίψεις για την αιωνιότητα; Όταν αποκαλύφθηκε ο Παράδεισος στον Απόστολο Ιωάννη, με ένα αμέτρητο πλήθος φορέων του φωτός, ντυμένων στα άσπρα, εξυμνώντας τη σωτηρία και τη μακαριότητά τους ενώπιον του θρόνου του Θεού, ένας από τους κατοικούντες στη Βασιλεία τον ρώτησε: «ούτοι οι περιβεβλημένοι τας στολάς τας λευκάς τίνες εισί και πόθεν ήλθον;» «και είρηκα αυτώ»λέει ο Άγιος και θείος Ιωάννης «Κύριε μου, συ οίδας». Τότε ο πρεσβύτερος απάντησε στον Άγιο Ιωάννη ούτοι εισίν οι ερχόμενοι εκ της θλίψεως της μεγάλης, και έπλυναν τας στολάς αυτών και ελεύκαναν αυτάς εν τω αίματι του αρνίου. Δια τούτο εισίν ενώπιον του θρόνου του Θεού και λατρεύουσιν αυτώ ημέρας και νυκτός εν τω ναώ αυτού. Και ο καθημένος επί του θρόνου σκηνώσει επ’ αυτούς. Ου πεινάσουσιν έτι ουδί παν καύμα, ότι το αρνίον το άνα μέσον του θρόνου ποιμαίνει αυτούς, και οδηγήσει αυτούς επί ζωής πηγάς υδάτων, και εξαλείψει ο Θεός παν δάκρυον εκ των οφθαλμών αυτών»(Αποκ. ζ΄13-17)

Η απομάκρυνση από το Θεό είναι αιώνιο μαρτύριο στην κόλαση, αιώνια επαφή με τον διάβολο και διαβολικούς ανθρώπους· με φλόγες, πικρό ψύχος, το σκοτάδι της Γέεννας· αυτό είναι η πραγματική οδύνη. Αυτό είναι μαρτύριο τεράστιο, φρικτό και αβάσταχτο. Η απόλυτη παράδοση στην ηδύτητα των επίγειων απολαύσεων οδηγεί σε μεγάλο αιώνιο μαρτύριο.

Το Ποτήριο του Χριστού σώζει από αυτό το μαρτύριο όποιον πιεί απ’ αυτό με ευχαριστία και δοξολογία προς τον πανάγαθο Θεό, ο Οποίος μέσω του πικρού Ποτηρίου των προσωρινών θλίψεων εκχωρεί στον άνθρωπο το άμετρο και αιώνιο έλεός Του.

Πηγή ηλ. κειμένου: www.imaik.gr

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Μεγάλη Τρίτη 11 Ἀπριλίου 2023

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΟΡΘΡΟΥ (ΔΕΥΤΈΡΑ ΕΣΠΕΡΑΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
22: 15 – 23: 39

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, συμβούλιον ἔλαβον οἱ Φαρισαῖοι κατὰ τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως αὐτὸν παγιδεύσωσιν ἐν λόγῳ. καὶ ἀποστέλλουσιν αὐτῷ τοὺς μαθητὰς αὐτῶν μετὰ τῶν Ἡρῳδιανῶν λέγοντες· Διδάσκαλε, οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς εἶ καὶ τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ ἐν ἀληθείᾳ διδάσκεις, καὶ οὐ μέλει σοι περὶ οὐδενός· οὐ γὰρ βλέπεις εἰς πρόσωπον ἀνθρώπου· εἰπὲ οὖν ἡμῖν, τί σοι δοκεῖ; ἔξεστι δοῦναι κῆνσον Καίσαρι ἢ οὔ· γνοὺς δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πονηρίαν αὐτῶν εἶπε· Τί με πειράζετε, ὑποκριταί; ἐπιδείξατέ μοι τὸ νόμισμα τοῦ κήνσου. οἱ δὲ προσήνεγκαν αὐτῷ δηνάριον. καὶ λέγει αὐτοῖς· Τίνος ἡ εἰκὼν αὕτη καὶ ἡ ἐπιγραφή; λέγουσιν αὐτῷ· Καίσαρος· τότε λέγει αὐτοῖς· Ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ. καὶ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν, καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἀπῆλθον. Ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ προσῆλθον αὐτῷ Σαδδουκαῖοι, οἱ λέγοντες μὴ εἶναι ἀνάστασιν, καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν λέγοντες· Διδάσκαλε, Μωσῆς εἶπεν, ἐάν τις ἀποθάνῃ μὴ ἔχων τέκνα, ἐπιγαμβρεύσει ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἀναστήσει σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ. ἦσαν δὲ παρ’ ἡμῖν ἑπτὰ ἀδελφοί· καὶ ὁ πρῶτος γαμήσας ἐτελεύτησε, καὶ μὴ ἔχων σπέρμα ἀφῆκε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ· ὁμοίως καὶ ὁ δεύτερος καὶ ὁ τρίτος, ἕως τῶν ἑπτά. ὕστερον δὲ πάντων ἀπέθανε καὶ ἡ γυνή. ἐν τῇ οὖν ἀναστάσει τίνος τῶν ἑπτὰ ἔσται ἡ γυνή; πάντες γὰρ ἔσχον αὐτήν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ· ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ’ ὡς ἄγγελοι Θεοῦ ἐν οὐρανῷ εἰσι. περὶ δὲ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν οὐκ ἀνέγνωτε τὸ ῥηθὲν ὑμῖν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ λέγοντος, ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ; οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων. καὶ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ. Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες ὅτι ἐφίμωσε τοὺς Σαδδουκαίους, συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό, καὶ ἐπηρώτησεν εἷς ἐξ αὐτῶν, νομικὸς, πειράζων αὐτόν καὶ λέγων· Διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται. Συνηγμένων δὲ τῶν Φαρισαίων ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; λέγουσιν αὐτῷ· Τοῦ Δαυῒδ. λέγει αὐτοῖς· Πῶς οὖν Δαυῒδ ἐν Πνεύματι Κύριον καλεῖ αὐτὸν λέγων, εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; εἰ οὖν Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον, οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ’ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι. Τότε ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε τοῖς ὄχλοις καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ λέγων· Ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι. πάντα οὖν ὅσα ἐὰν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καὶ ποιεῖτε, κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε· λέγουσι γὰρ, καὶ οὐ ποιοῦσι. δεσμεύουσιν γὰρ φορτία βαρέα καὶ ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῷ δὲ δακτύλῳ αὐτῶν οὐ θέλουσι κινῆσαι αὐτά. πάντα δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν ποιοῦσι πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις, πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν ἰματίων αὐτῶν, φιλοῦσι δὲ τὴν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ καλεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, ῥαββὶ ῥαββί. ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ῥαββί· εἷς γάρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε. καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς· εἷς γάρ ἐστιν ὁ πατὴρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί· εἷς γάρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητὴς, ὁ Χριστός. ὁ δὲ μείζων ὑμῶν ἔσται ὑμῶν διάκονος. ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις ταπεινώσει ἑαυτὸν ὑψωθήσεται. Οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κατεσθίετε τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι· διὰ τοῦτο λήψεσθε περισσότερον κρίμα. Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κλείετε τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· ὑμεῖς γὰρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν. Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι περιάγετε τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηρὰν ποιῆσαι ἕνα προσήλυτον, καὶ ὅταν γένηται, ποιεῖτε αὐτὸν υἱὸν γεέννης διπλότερον ὑμῶν. Οὐαὶ ὑμῖν, ὁδηγοὶ τυφλοὶ, οἱ λέγοντες· ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ ναῷ, οὐδέν ἐστιν, ὃς δ’ ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ χρυσῷ τοῦ ναοῦ ὀφείλει. μωροὶ καὶ τυφλοί! τίς γὰρ μείζων ἐστίν, ὁ χρυσὸς ἢ ὁ ναὸς ὁ ἁγιάζων τὸν χρυσόν; καί· ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ, οὐδέν ἐστιν, ὃς δ’ ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ δώρῳ τῷ ἐπάνω αὐτοῦ, ὀφείλει. μωροὶ καὶ τυφλοί! τί γὰρ μεῖζον, τὸ δῶρον ἢ τὸ θυσιαστήριον τὸ ἁγιάζον τὸ δῶρον; ὁ οὖν ὀμόσας ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ἐπάνω αὐτοῦ· καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ ναῷ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ ἐν τῷ κατοικήσαντι αὐτόν· καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ οὐρανῷ ὀμνύει ἐν τῷ θρόνῳ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν τῷ καθημένῳ ἐπάνω αὐτοῦ. Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ ἄνηθον καὶ τὸ κύμινον, καὶ ἀφήκατε τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸν ἔλεον καὶ τὴν πίστιν· ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι. ὁδηγοὶ τυφλοί, οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες! Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι καθαρίζετε τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ἐξ ἁρπαγῆς καὶ ἀδικίας. Φαρισαῖε τυφλέ, καθάρισον πρῶτον τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἵνα γένηται καὶ τὸ ἐκτὸς αὐτῶν καθαρόν. Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας. οὕτω καὶ ὑμεῖς ἔξωθεν μὲν φαίνεσθε τοῖς ἀνθρώποις δίκαιοι, ἔσωθεν δέ μεστοὶ ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας. Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι οἰκοδομεῖτε τοὺς τάφους τῶν προφητῶν καὶ κοσμεῖτε τὰ μνημεῖα τῶν δικαίων, καὶ λέγετε· εἰ ἦμεν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν πατέρων ἡμῶν, οὐκ ἂν ἦμεν κοινωνοὶ αὐτῶν ἐν τῷ αἵματι τῶν προφητῶν. ὥστε μαρτυρεῖτε ἑαυτοῖς ὅτι υἱοί ἐστε τῶν φονευσάντων τοὺς προφήτας. καὶ ὑμεῖς πληρώσατε τὸ μέτρον τῶν πατέρων ὑμῶν. ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν! πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς γεέννης; διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω πρὸς ὑμᾶς προφήτας καὶ σοφοὺς καὶ γραμματεῖς, καὶ ἐξ αὐτῶν ἀποκτενεῖτε καὶ σταυρώσετε, καὶ ἐξ αὐτῶν μαστιγώσετε ἐν ταῖς συναγωγαῖς ὑμῶν καὶ διώξετε ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν, ὅπως ἔλθῃ ἐφ’ ὑμᾶς πᾶν αἷμα δίκαιον ἐκχυνόμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ αἵματος Ἄβελ τοῦ δικαίου ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου υἱοῦ Βαραχίου, ὃν ἐφονεύσατε μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου. ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἥξει ταῦτα πάντα ἐπὶ τὴν γενεὰν ταύτην. Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ὄρνις ἐπισυνάγει τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε. ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος. λέγω γὰρ ὑμῖν, οὐ μή με ἴδητε ἀπ’ ἄρτι ἕως ἂν εἴπητε, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ (ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ ΕΝ ΤΗ ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΗ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
24: 46 -26: 2

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Περὶ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι τῶν οὐρανῶν, εἰ μὴ ὁ πατὴρ μου μόνος. ὥσπερ δὲ αἱ ἡμέραι τοῦ Νῶε, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. ὥσπερ γὰρ ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις ταῖς πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ τρώγοντες καὶ πίνοντες, γαμοῦντες καὶ ἐκγαμίζοντες, ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, καὶ οὐκ ἔγνωσαν ἕως ἦλθεν ὁ κατακλυσμὸς καὶ ἦρεν ἅπαντας, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. τότε δύο ἔσονται ἐν τῷ ἀγρῷ, ὁ εἷς παραλαμβάνεται καὶ ὁ εἷς ἀφίεται· δύο ἀλήθουσαι ἐν τῷ μυλῶνι, μία παραλαμβάνεται καὶ μία ἀφίεται. γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε ποίᾳ ὥρᾳ ὁ Κύριος ὑμῶν ἔρχεται. Ἐκεῖνο δὲ γινώσκετε ὅτι εἰ ᾔδει ὁ οἰκοδεσπότης ποίᾳ φυλακῇ ὁ κλέπτης ἔρχεται, ἐγρηγόρησεν ἂν καὶ οὐκ ἂν εἴασε διορυγῆναι τὴν οἰκίαν αὐτοῦ. διὰ τοῦτο καὶ ὑμεῖς γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται. Τίς ἄρα ἐστὶν ὁ πιστὸς δοῦλος καὶ φρόνιμος, ὃν κατέστησεν ὁ κύριος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς θεραπείας αὐτοῦ τοῦ διδόναι αὐτοῖς τὴν τροφὴν ἐν καιρῷ; μακάριος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ὃν ἐλθὼν ὁ κύριος αὐτοῦ εὑρήσει ποιοῦντα οὕτως. ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐπὶ πᾶσι τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτοῦ καταστήσει αὐτόν. ἐὰν δὲ εἴπῃ ὁ κακὸς δοῦλος ἐκεῖνος ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, χρονίζει ὁ κύριός μου ἐλθεῖν, καὶ ἄρξηται τύπτειν τοὺς συνδούλους αὐτοῦ, ἐσθίῃ δὲ καὶ πίνῃ μετὰ τῶν μεθυόντων, ἥξει ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἐν ἡμέρᾳ ᾗ οὐ προσδοκᾷ καὶ ἐν ὥρᾳ ᾗ οὐ γινώσκει, καὶ διχοτομήσει αὐτὸν, καὶ τὸ μέρος αὐτοῦ μετὰ τῶν ὑποκριτῶν θήσει· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Τότε ὁμοιωθήσεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν δέκα παρθένοις, αἵτινες λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ νυμφίου. πέντε δὲ ἦσαν ἐξ αὐτῶν φρόνιμοι καὶ αἱ πέντε μωραὶ. αἵτινες μωραὶ λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν οὐκ ἔλαβον μεθ’ ἑαυτῶν ἔλαιον· αἱ δὲ φρόνιμοι ἔλαβον ἔλαιον ἐν τοῖς ἀγγείοις αὐτῶν μετὰ τῶν λαμπάδων αὐτῶν. χρονίζοντος δὲ τοῦ νυμφίου ἐνύσταξαν πᾶσαι καὶ ἐκάθευδον. μέσης δὲ νυκτὸς κραυγὴ γέγονεν· ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται, ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ. τότε ἠγέρθησαν πᾶσαι αἱ παρθένοι ἐκεῖναι καὶ ἐκόσμησαν τὰς λαμπάδας αὐτῶν. αἱ δὲ μωραὶ ταῖς φρονίμοις εἶπον· δότε ἡμῖν ἐκ τοῦ ἐλαίου ὑμῶν, ὅτι αἱ λαμπάδες ἡμῶν σβέννυνται. ἀπεκρίθησαν δὲ αἱ φρόνιμοι λέγουσαι· μήποτε οὐκ ἀρκέσῃ ἡμῖν καὶ ὑμῖν· πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράσατε ἑαυταῖς. ἀπερχομένων δὲ αὐτῶν ἀγοράσαι ἦλθεν ὁ νυμφίος, καὶ αἱ ἕτοιμοι εἰσῆλθον μετ’ αὐτοῦ εἰς τοὺς γάμους, καὶ ἐκλείσθη ἡ θύρα. ὕστερον δὲ ἔρχονται καὶ αἱ λοιπαὶ παρθένοι λέγουσαι· κύριε κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς. γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται. Ὥσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα· ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ’ αὐτῶν λόγον. καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ’ αὐτοῖς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ’ αὐτοῖς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε, ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα! ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ. ἄρατε οὖν ἀπ’ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα· τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται· ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ’ αὐτοῦ. καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ’ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ· καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων, ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου· ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρός με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ ἤλθομεν πρός σε; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ· ἐπείνασα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον. Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς πάντας τοὺς λόγους τούτους, εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Οἴδατε ὅτι μετὰ δύο ἡμέρας τὸ πάσχα γίνεται, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς τὸ σταυρωθῆναι.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Των δέκα παρθένων – Παραβολή των ταλάντων

Κατά την Μεγάλη Τρίτη (Δευτέρα Εσπέρας) επιτελούμε ανάμνηση της περί των δέκα παρθένων γνωστής παραβολής του Κυρίου. Η Εκκλησία μας καλεί να είμεθα έτοιμοι για να υποδεχθούμε, κρατούντες τις λαμπάδες των αρετών μας, τον ουράνιον Νυμφίο, τον Κύριον Ιησού, ο Οποίος θα έλθει αιφνίδια, είτε ειδικά κατά τη στιγμή του θανάτου μας, είτε γενικά κατά τη Δευτέρα Παρουσία.

Επίσης μας καλεί, φέρουσα ενώπιό μας και τη παραβολή των ταλάντων, να καλλιεργήσουμε και να αυξήσουμε τα χαρίσματα που μας έδωσε ο Θεός.

Ο Κύριός μας, ο Ιησούς Χριστός, όταν ανέβαινε στα Ιεροσόλυμα και πλησίαζε προς το εκούσιο Πάθος, έλεγε στους μαθητές Του ορισμένες παραβολές για να τους προετοιμάσει. Μερικές, μάλιστα, τις έλεγε για να καυτηριάσει και να χτυπήσει του Γραμματείς και τους Φαρισαίους. Μια από αυτές, τη σημερινή των δέκα παρθένων, την είπε για να παρακινήσει μεν όλους προς την ελεημοσύνη, αλλά και να διδάξει όλους μας να είμαστε έτοιμοι πριν μας προλάβει το τέλος του θανάτου. Επειδή έχει πολλή δόξα η παρθενία (πραγματικά είναι μεγάλο κατόρθωμα!) και για να μη βρεθεί κάποιος που κατορθώνει αυτό το μεγάλο έργο, αλλά παραμελεί τα άλλα και ιδίως την ελεημοσύνη, προβάλλει αυτή τη παραβολή. Τρέχει πολύ γρήγορα η νύκτα της παρούσης ζωής, έτσι οι παρθένες όλες νύσταξαν και κοιμήθηκαν, δηλαδή πέθαναν, γιατί ο θάνατος λέγεται και ύπνος. Καθώς κοιμόντουσαν, στη μέση της νύχτας ακούσθηκε μια δυνατή φωνή που έλεγε: «Να ΄τος ο Νυμφίος, έρχεται! Βγείτε όλες να Τον προϋπαντήσετε!». Τότε οι φρόνιμες παρθένες που είχαν φροντίσει να έχουν άφθονο λάδι, συνάντησαν τον Νυμφίο και μπήκαν μέσα μαζί Του, όταν ανοίχθηκαν οι πύλες. Αυτές κοντά στις άλλες αρετές και μάλιστα της παρθενίας, φρόντισαν να έχουν άφθονο και το λάδι της ελεημοσύνης. Αντίθετα οι άλλες πέντε παρθένες που δεν είχαν αρκετό λάδι, όταν ξύπνησαν ζητούσαν λίγο από τις φρόνιμες, αλλά μετά θάνατο δεν είναι εύκολο να αγοράσεις λάδι από αυτούς που το πουλούν, δηλαδή τους φτωχούς. Αυτές, η παραβολή, τις ονομάζει μωρές, γατί ενώ κατόρθωσαν το δυσκολώτερο, την ”παρθενία”, παραμέλησαν το ευκολώτερο γιατί ήταν ανελεήμονες καρδιές.

Όποιος λοιπόν κατορθώσει μια αρετή – έστω μεγάλη – αλλά δε φροντίσει και για τις άλλες και ιδίως την ελεημοσύνη, δε μπορεί να μπει μαζί με το Χριστό στην αιώνια ανάπαυση και γυρίζει πίσω ντροπιασμένος. Και τίποτα δεν είναι πιό λυπηρό και πιο ντροπιαστικό από μια “παρθένο” που νικιέται απ’ τον έρωτα των χρημάτων.

Πηγή: www.saint.gr

Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος: Η παραβολή των δέκα παρθένων

Η παραβολή των 10 παρθένων. Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι, Κόσοβο
Η παραβολή των 10 παρθένων. Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι, Κόσοβο

Αδελφοί και πατέρες. Είναι καλόν πράγμα η μετάνοια και η ωφέλεια που προέρχεται από αυτήν. Αυτό γνωρίζοντας και ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Θεός μας, ο οποίος όλα τα γνωρίζει εκ των προτέρων, είπε: «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών».

Θέλετε δε να μάθετε ότι χωρίς μετάνοια, και μάλιστα μετάνοιαν από το βάθος της ψυχής και τοιαύτην όπως ο Λόγος την ζητεί από εμάς, είναι αδύνατον να σωθούμε;

Ακούστε τον ίδιον τον Απόστολο που λέγει «… πάσα αμαρτία εκτός του σώματος εστίν. Ο δε πορνεύων εις  το ίδιον σώμα αμαρτάνει…». Και πάλιν. «Παραστήναι δει ημάς έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα απολήψεται έκαστος τα διά του σώματος προς ει έπραξε, είτε αγαθά είτε φαύλα». Ημπορεί λοιπόν πολλές φορές λαμβάνοντας κάποιος αφορμήν από αυτά να ειπή: «ευχαριστώ τον Θεόν, διότι δεν εμόλυνα κανένα μέλος του σώματός μου με κάποιαν πονηρά πράξη», και έχει δήθεν παρηγορία από αυτό, επειδή είναι ξένος από σωματικήν αμαρτία. Αλλά αποκρίνεται ο Δεσπότης λέγοντας την παραβολήν περί των δέκα παρθένων, και δεικνύει σε όλους μας και μας βεβαιώνει ότι καθόλου δεν ωφελούμεθα από την καθαρότητα του σώματος, εάν δεν συνυπάρχουν σ’ εμάς και οι υπόλοιπες αρετές.

Και όχι μόνον αυτό, αλλά ο ίδιος πάλιν ο Παύλος μαζί με τον Δεσπότην φωνάζει: «Ειρήνην διώκετε μετά πάντων και τoν αγιασμόν, ου χωρίς ουδείς όψεται τoν Κύριον». Γιατί όμως είπε «διώκετε»; Διότι δεν είναι δυνατόν σε μίαν ώρα να γίνωμε και να είμεθα άγιοι, αλλά πρέπει αρχίζοντας από τα μικρά, να φθάσωμε προοδευτικώς στον αγιασμόν και την καθαρότητα, και διότι ακόμη και χίλια χρόνια εάν ζήσωμε στην ζωήν αυτήν, ουδέποτε θα ημπορέσωμε να τα αποκτήσωμε αυτά σε τέλειον βαθμό, αλλά βάζοντας αρχήν καθημερινώς, οφείλουμε να αγωνιζώμεθα συνεχώς. Αυτό εφανέρωσε πάλιν ο ίδιος λέγοντας, «Διώκω δε ει και καταλάβω (μήπως κατορθώσω δηλαδή) εφ’ ω και κατελήφθην (εκείνο δηλαδή για το οποίον και ο Χριστός με έφερε κοντά του)». Διότι κάθε άνθρωπος που έχει αμαρτήσει, όπως εγώ ο κατακεκριμένος, και έκλεισε με τoν βόρβορο των ηδονών τις αισθήσεις της ψυχής του, ακόμη και αν όλην την περιουσία του την διεμοίρασε στους πτωχούς, και εγκατέλειψε όλην την δόξα και λαμπρότητα των αξιωμάτων και πολυτέλειαν οίκου και ίππων, ποιμνίων και δούλων, και αυτούς τους ίδίους του φίλους και τους συγγενείς του όλους, και ήλθε πτωχός και ακτήμων και έγινε μοναχός, παρ’ όλα αυτά χρειάζεται τα δάκρυα της μετανοίας, ως αναγκαία για την ζωήν του. Και αυτό για να αποπλύνη τον βόρβορο των αμαρτημάτων του, και ακόμη περισσότερον εάν είναι καλυμμένος, όπως εγώ, με την αιθάλη και τον βόρβορο των πολλών του κακών, όχι μόνον στο πρόσωπο και στα χέρια, αλλά σε όλον γενικώς το σώμα του. Πράγματι, δεν αρκεί για την κάθαρσιν της ψυχής μας η διανομή των υπαρχόντων, αδελφοί, εάν παραλλήλως δεν κλαύσωμε και δεν θρηνήσωμε από τα βάθη της ψυχής μας. Διότι νομίζω ότι εάν δεν καθαρίσω ο ίδιος τον εαυτόν μου με κάθε δυνατήν προσπάθεια και με τα δάκρυα από τον μολυσμόν των αμαρτημάτων μου, αλλά εξέλθω από τoν βίον μολυσμένος, δικαίως θα γελάση και ο Θεός εις βάρος μου και οι άγγελοί του, και θα εκβληθώ στο πυρ το αιώνιον με τους δαίμονες. Ναι, πράγματι, έτσι είναι αδελφοί. Διότι τίποτε δεν εφέραμε μαζί μας στον κόσμο, για να το δώσωμε στoν Θεόν ως αντίλυτρον για τις αμαρτίες μας.

Είναι λοιπόν δυνατόν αδελφοί, σε όλους, όχι μόνον στους μοναχούς αλλά και στους λαϊκούς, το να μετανοούν πάντοτε και διαρκώς, και να κλαίουν και να παρακαλούν τον Θεόν, και δι’ αυτών των πράξεων να αποκτήσουν και όλες τις υπόλοιπες αρετές.

Από το βιβλίο του  Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Περί μετανοίας και περί εξορίας του Αδάμ.

Πηγή: thriskeftika.blogspot.gr

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: «Τά τάλαντα…»

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Πρόσεξε δέ ὅτι παντοῦ δέν ἀπαιτεῖ ἀμέσως αὐτά πού ἐνεπιστεύθη. Διότι εἰς τήν παραβολήν τοῦ ἀμπελῶνος (Ματθ. 21, 33), ἀφοῦ τόν παρέδωκεν εἰς τούς γεωργούς, ἀπεδήμησε. Καί ἐδῶ ἐνεπιστεύθη τά τάλαντα καί ἀπεδήμησε.

Διά νά μάθῃς μ᾽ αὐτό τήν μακροθυμίαν Του. Ἐγώ δέ νομίζω ὅτι λέγοντας αὐτά ὑπαινίσσεται καί τήν Ἀνάστασιν. Μόνον πού ἐδῶ δέν ἀναφέρονται πλέον γεωργοί καί ἀμπελών, ἀλλά ὅλοι εἶναι ἐργάται. Διότι δέν ἀναφέρεται μόνον στούς ἄρχοντας, οὔτε στούς Ἰουδαίους, ἀλλά σέ ὅλους. Καί ἐκεῖνοι μέν πού προσφέρουν ὁμολογοῦν μέ εὐγνωμοσύνη καί τά ἰδικά τους, ἀλλά καί ὅσα τούς ἔδωκεν ὁ δεσπότης. Ἔτσι ὁ μέν ἕνας λέγει: «Κύριε, πέντε τάλαντα μοῦ ἔδωσες», ὁ δέ ἄλλος λέγει «δύο», δεικνύοντες ὅτι ἀπό Ἐκεῖνον ἔλαβαν τό κεφάλαιον τῆς ἐργασίας των, καί Τοῦ ἀναγνωρίζουν μεγάλην χάριν, καί ἀποδίδουν τό πᾶν εἰς Αὐτόν.

Τί λέγει λοιπόν ὁ δεσπότης; «Εὖγε, δοῦλε καλέ» (διότι αὐτό εἶναι ἴδιον τοῦ ἀγαθοῦ, τό νά βλέπῃ εἰς τόν πλησίον) «καί πιστέ· εἰς ὀλίγα ἐφάνηκες πιστός, εἰς πολλά θά σέ ἐγκαταστήσω. Εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου», δηλώνων μέ τήν ἀπάντησιν αὐτήν ὅλην τήν μακαριότητα. Δέν μιλάει ὅμως καί ὁ ἄλλος ἔτσι, ἀλλά πῶς; «Ἐγνώριζα ὅτι εἶσαι σκληρός ἄνθρωπος καί ὅτι θερίζεις ἐκεῖ ὅπου δέν ἔσπειρες καί μαζεύεις ἐκεῖ ὅπου δέν ἐσκόρπισες. Καί ἐπειδή ἐφοβήθηκα, ἔκρυψα τό τάλάντόν σου. Ὁρίστε, πάρε πίσω αὐτό πού εἶναι ἰδικόν σου». Τί τοῦ ἀπαντᾶ λοιπόν ὁ Δεσπότης; «Ἔπρεπε νά βάλῃς τά χρήματά σου στούς τραπεζίτας», δηλαδή, ἔπρεπε νά ὁμιλήσῃ, νά παραινέσῃ, νά συμβουλεύσῃ. Ἀλλά δέν πείθονται; Αὐτό δέν ἀφορᾷ ἐσένα. Τί θά μποροῦσε νά γίνῃ περισσότερο λογικό ἀπό αὐτό;

Οἱ ἄνθρωποι ὅμως δέν κάνουν ἔτσι, ἀλλά καθιστοῦν ὑπεύθυνον τοῦ ἀπαιτουμένου εἰσοδήματος τόν ἴδιον τόν δανειστήν των. Αὐτός ὅμως δέν ἐνεργεῖ ἔτσι, ἀλλά λέγει ὅτι σύ ἔπρεπε νά πληρώσῃς καί νά μοῦ ἐπιστρέψῃς τό ἀπαιτούμενον κέρδος. «Καί ἐγώ θά τά ἔπαιρνα πίσω μέ τόκον»· τόκον ἐννοώντας τήν ἐπίδειξιν τῶν ἔργων. Σύ ἔπρεπε νά κάμῃς τό εὐκολώτερον καί νά ἀφήσῃς τό δυσκολώτερον εἰς ἐμέ. Ἐπειδή λοιπόν δέν ἔκαμεν αὐτό, λέγει: «Πάρετε τό τάλαντον ἀπό αὐτόν καί δῶστέ το εἰς ἐκεῖνον πού ἔχει τά δέκα τάλαντα, διότι εἰς ἐκεῖνον πού ἔχει θά δοθοῦν καί ἄλλα καί θά περισσεύσουν. Ὅμως ἀπό ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος δέν ἔχει, θά τοῦ ἀφαιρεθῇ καί αὐτό πού ἔχει».

Τί σημαίνει λοιπόν αὐτό; Ἐκεῖνος πού ἔχει τό χάρισμα τοῦ λόγου καί τῆς διδασκαλίας διά νά ὠφελῇ καί δέν χρησιμοποιεῖ τό χάρισμά του, θά χάσῃ καί τό χάρισμα. Ἐνῶ ἐκεῖνος πού καταβάλλει προσπάθειαν, θά δεχθῇ περισσοτέραν δωρεάν, ὅπως ἐκεῖνος χάνει καί αὐτό πού εἶχε λάβει. Δέν περιορίζεται ὅμως μόνο μέχρις ἐδῶ ἡ ζημιά γιά ὅποιον δέν ἐργάζεται, ἀλλά τόν ἀναμένει καί βαριά τιμωρία καί μαζί μέ τήν τιμωρία καί ἡ ἀπόφασις ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη μέ βαριά κατηγορία. Διότι λέγει: «Τόν ἄχρηστον δοῦλον ρίξτε τον ἔξω στό σκοτάδι, ὅπου θά ὑπάρχῃ τό κλάμα καί τό τρίξιμο τῶν ὀδόντων».

Εἶδες ὅτι ὄχι μόνο ἐκεῖνος πού ἁρπάζει καί εἶναι πλεονέκτης, οὔτε ἐκεῖνος πού κάμνει κακά, ἀλλά τιμωρεῖται μέ τήν ἐσχάτη τιμωρίαν καί ἐκεῖνος πού δέν κάμνει ἀγαθές πράξεις. Ἄς ἀκούσωμεν λοιπόν τά λόγια αὐτά. Ὅσο εἶναι καιρός ἄς φροντίσουμε γιά τή σωτηρία μας. Ἄς πάρουμε λάδι στίς λαμπάδες.

Ἄς καλλιεργήσουμε τό τάλαντο. Διότι ἐάν ἀμελήσουμε καί ἐάν διερχώμεθα τό χρόνο μας ἐδῶ χωρίς νά ἐργαζώμεθα, δέν θά μᾶς ἐλεήσῃ κανείς ἐκεῖ, ἔστω καί ἄν χύσουμε μύρια δάκρυα. Ἐκατηγόρησε τόν ἑαυτόν του καί ἐκεῖνος πού εἶχε βρωμερά ἐνδύματα, ἀλλά δέν ὠφέλησε τίποτε. Ἐπέστρεψε καί ὅ,τι τοῦ ἐνεπιστεύθη καί ἐκεῖνος πού εἶχε λάβει τό ἕνα τάλαντο, καί ὅμως καταδικάστηκε.

Παρεκάλεσαν καί οἱ παρθένοι καί ἦρθαν καί χτύπησαν τήν πόρτα, ἀλλά μάταια. Γνωρίζοντας λοιπόν αὐτά, ἄς καταθέσουμε καί χρήματα καί προθυμία καί προστασία καί ὅλα διά τήν ὠφέλειαν τοῦ πλησίον. Διότι τάλαντα ἐδῶ εἶναι ἡ δυνατότητα πού διαθέτει καθένας, εἴτε γιά νά προστατεύσει, εἴτε σέ χρήματα, εἴτε δυνατότητα διδασκαλίας, εἴτε εἰς ὁποιοδήποτε παρόμοιο πρᾶγμα.

Ἄς μή προφασίζεται κανείς ὅτι ἕνα μόνο τάλαντο ἔχω καί δέν μπορῶ νά κάμω τίποτε. Διότι μπορεῖς καί μέ ἕνα νά προκόψῃς. Δέν εἶσαι πτωχότερος ἀπό ἐκείνη τήν χήρα (Μάρκ. 12, 42). Δέν εἶσαι περισσότερον ἀκαλλιέργητος ἀπό τόν Πέτρον καί τόν Ἰωάννην (Πράξ. 3, 6), οἱ ὁποῖοι καί ἄπειροι ἦσαν καί ἀγράμματοι, ἀλλ᾽ ὅμως ἐπειδή ἔδειξαν προθυμία καί ἔκαναν τά πάντα διά τό κοινόν συμφέρον, κέρδησαν τούς οὐρανούς. Διότι τίποτε δέν ἀγαπᾶ ὁ Θεός τόσο, ὅσο τό νά ζοῦμε καί νά κάνουμε ὅτι καλό μποροῦμε γιά τούς ἄλλους.

Γι᾽ αὐτό μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός τή δυνατότητα τοῦ λόγου, καί τά χέρια καί τά πόδια καί τή σωματική δύναμι καί τόν νοῦν καί τήν φρόνησιν, διά νά τά χρησιμοποιήσουμε ὅλα αὐτά καί διά τήν ἰδικήν μας σωτηρίαν, ἀλλά καί γιά τήν ὠφέλεια τοῦ πλησίον. Διότι ὁ λόγος δέν εἶναι χρήσιμος μόνον διά νά ὑμνοῦμε καί εὐχαριστοῦμε, ἀλλ᾽ εἶναι χρήσιμος καί γιά νά διδάσκουμε καί νά συμβουλεύουμε.

Καί ἐάν μέν τόν χρησιμοποιήσουμε γιά αὐτό τό σκοπό, μιμούμεθα τόν Δεσπότη. Ἐάν ὅμως ὄχι, τότε μιμούμεθα τόν διάβολον. Διότι καί ὁ Πέτρος, ὅταν μέν ὡμολόγησε τόν Χριστό, ἐμακαρίσθη ἐπειδή ὡμολόγησε τά λόγια τοῦ Πατρός (Ματθ. 16, 16-18), ἐνῷ ὅταν παρεκάλεσε τόν Κύριον νά ἀποφύγῃ τήν σταύρωσιν, ἐπετιμήθη πολύ, διότι ἐφρόνει ἐκεῖνα πού ἀρέσουν στό διάβολο (Ματθ. 16, 22-23). Καί ἄν γι᾽ αὐτό πού εἶπε τότε ἀπό ἄγνοια ὁ Πέτρος τόση ἦταν ἡ κατηγορία, ποία συγγνώμη θά ἔχουμε ἐμεῖς, ὅταν ἁμαρτάνωμε πολύ καί ἑκούσια;

Ἄς ὁμιλήσουμε λοιπόν ἔτσι, ὥστε ἀπό τήν ὁμιλία μας νά γίνωνται φανερά τά λόγια τοῦ Χριστοῦ. Διότι δέν λέγω τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἐάν πῶ μόνο «σήκω καί περπάτησε» (Πράξ. 3, 6), οὔτε ἄν εἴπω «Ταβιθά σήκω» (Πράξ. 9, 40). Ἀλλά πολύ περισσότερο, ὅταν ἐνῷ μέ βρίζουν εὐλογῶ. Ἐνῷ μέ ἀπειλοῦν προσεύχομαι ὑπέρ ἐκείνου πού μέ ἀπειλεῖ (Ματθ. 5, 44).

Ἄλλοτε μέν λοιπόν ἔλεγα ὅτι ἡ γλῶσσα μας εἶναι χέρι τό ὁποῖο ψαύει τά πόδια τοῦ Θεοῦ. Τώρα ὅμως μέ πολλήν ἐπίτασιν λέγω, ὅτι ἡ γλῶσσα μας εἶναι γλῶσσα, πού μιμεῖται τήν γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ, ὅταν βέβαια ἐπιδεικνύῃ τήν πρέπουσα προσοχή, ὅταν λέμε ὅσα Ἐκεῖνος θέλει. Ποία δέ εἶναι αὐτά πού Ἐκεῖνος θέλει νά λέμε; Εἶναι τά γεμᾶτα ἐπιείκεια καί πραότητα λόγια. Ὅπως λοιπόν μιλοῦσε καί Ἐκεῖνος, λέγοντας σ᾽ αὐτούς πού Τόν ὕβριζαν: «Ἐγώ δέν ἔχω δαιμόνιον» (Ματθ. 11, 18), καί ἀλλοῦ: «Ἐάν μίλησα κακῶς ὁμολόγησε τό κακό πού εἶπα» (Ἰω. 18, 23). Ἐάν ἔτσι μιλᾶς καί σύ, ἄν μιλᾶς ἀποβλέποντας στήν διόρθωσι τοῦ πλησίον, ἔχεις γλῶσσα πού μοιάζει μέ τή γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτά τά λέγει ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, μέ τό νά λέει: «αὐτός πού βγάζει ἔντιμο ἀπό ἀνάξιο, εἶναι σάν στόμα μου» (Ἰερ. 15, 19).

Ὅταν λοιπόν ἡ γλῶσσα σου εἶναι ὅπως ἡ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ, καί τό στόμα σου γίνῃ στόμα τοῦ Πατρός, καί εἶσαι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε μέ ποιά τιμή θά μποροῦσε νά συγκριθῇ αὐτή; Διότι οὔτε ἐάν τό στόμα σου ἦταν φτιαγμένο ἀπό χρυσάφι, οὔτε ἄν ἦταν ἀπό πολυτίμους λίθους, θά ἔλαμπε τόσο, ὅπως λάμπει τώρα, πού φωτίζεται ἀπό τόν κόσμο τῆς ἐπιεικείας. Διότι τί εἶναι πιό ποθητό ἀπό ἕνα στόμα πού δέν ξέρει νά βρίζει, ἀλλά ἔχει μάθει νά εὐλογῇ καί νά καλομιλάει; Ἐάν δέ δέν ἀνέχεσαι νά εὐλογῇς ἐκεῖνον πού σέ καταρᾶται, τότε σιώπα, καί αὐτό κάμε το στήν ἀρχή.

Ἔπειτα βαδίζοντας στήν ὁδό καί προσέχοντας, θά φτάσῃς καί σ᾽ ἐκεῖνο καί θά ἀποκτήσῃς στόμα τέτοιο σάν αὐτό πού ἀναφέραμε προηγουμένως. Καί μή νομίσῃς πώς εἶναι τολμηρό αὐτό πού εἶπα. Διότι ὁ Δεσπότης εἶναι φιλάνθρωπος καί αὐτό θά σοῦ δοθῇ σάν δῶρο τῆς ἀγαθότητάς Του. Τολμηρό εἶναι νά ἔχῃ στόμα πού νά μοιάζει στό διάβολο, νά ἔχῃ γλῶσσα ὅμοια μέ τοῦ πονηροῦ δαίμονα, ἰδιαίτερα μάλιστα ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος συμμετέχει σέ τόσο μεγάλα μυστήρια καί κοινωνεῖ τήν Ἴδια τήν Σάρκα τοῦ Δεσπότου.

Ἔχοντας λοιπόν στό νοῦ σου αὐτά, γίνε ὅπως ταιριάζει σέ Ἐκεῖνον ὅσο μπορεῖς. Ὅταν λοιπόν γίνῃς ὅμοιος μέ Αὐτόν, δέν θά μπορέσῃ ὁ διάβολος πλέον νά σέ ἰδῇ κατά πρόσωπον. Διότι διακρίνει στή μορφή σου τόν χαρακτήρα τόν βασιλικόν. Γνωρίζει τά ὅπλα τοῦ Χριστοῦ, μέ τά ὁποῖα ἡττήθηκε. Καί ποία εἶναι αὐτά; Ἡ ἐπιείκεια καί ἡ πραότης. Διότι, ὅταν κατά τούς πειρασμούς τόν ἐξέσχισεν στό ὄρος καί τόν ἐξέπληξε (Ματθ. 4, 1-11), δέν ἦταν γνωστό, ὅτι ἦταν ὁ Χριστός, ἀλλά τόν ἔδιωξε μέ τά λόγια μόνον. Τόν νίκησε μέ τήν ἐπιείκεια, τόν κατετρόπωσε μέ τήν πραότητα. Αὐτό κάνε καί σύ. Ὅταν δῇς ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἔγινε διάβολος καί σέ πλησιάζει, ἔτσι νίκησέ τον καί σύ. Σοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός τήν δύναμη νά Τοῦ μοιάσῃς ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό σένα. Μή φοβηθῇς ἀκούοντας τοῦτο. Φόβος εἶναι νά μή γίνῃς ὅπως ἐκεῖνος.

Μίλησε λοιπόν ὅπως Ἐκεῖνος καί Τοῦ ἔμοιασες σ᾽ αὐτό, στά ἀνθρώπινα βέβαια μέτρα. Γι᾽ αὐτό εἶναι ἀνώτερος ἐκεῖνος πού μιλάει ἔτσι, παρά ἐκεῖνος πού προφητεύει. Διότι ἡ μέν προφητεία ὁλόκληρος εἶναι χάρισμα. Ἐνῷ ἐδῶ, τό νά μιλᾶς δηλαδή ὅπως ὁ Χριστός, χρειάζεται καί κόπος δικός σου καί ἱδρώτας. Δίδαξε τήν ψυχήν σου νά σοῦ διαπλάσσῃ τό στόμα ἔτσι, πού νά μοιάζῃ μέ τό στόμα τοῦ Χριστοῦ. Γιατί μπορεῖ ἐάν θέλη καί αὐτό νά κατορθώσῃ. Γνωρίζει τόν τρόπο, ἄν δέν εἶναι ράθυμη. Καί πῶς διαπλάσσεται τέτοιο στόμα; Μέ ποιά χρώματα; Μέ ποιό ὑλικό; Μέ κανένα ὑλικό βέβαια καί χρῶμα, παρά μόνο μέ ἀρετή καί ἐπιείκεια καί ταπεινοφροσύνη.

Ἄς δοῦμε πῶς διαπλάσσεται καί τό στόμα τοῦ διαβόλου, γιά νά μή φτιάξουμε ποτέ κάτι τέτοιο. Πῶς πλάσσεται λοιπόν; Μέ κατάρες, μέ ὕβρεις, μέ βασκανίες, μέ ἐπιορκίες. Διότι ὅταν κάποιος χρησιμοποιῇ τά λόγια τοῦ διαβόλου παίρνει καί τήν γλῶσσαν του. Ποίαν λοιπόν συγχώρηση θά ἔχουμε, ἤ μᾶλλον ποία τιμωρία δέν θά ὑποστοῦμε, ὅταν ἐπιτρέπουμε στή γλῶσσα, μέ τήν ὁποία ἀξιωθήκαμε νά γευθοῦμε τῆς Σαρκός τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, νά χρησιμοποιῇ λόγια τοῦ διαβόλου;

Ἄς μή τῆς ἐπιτρέψουμε λοιπόν, ἀλλά ἄς καταβάλουμε κάθε προσπάθεια νά τήν ἐκπαιδεύσουμε νά μιμῆται τόν Δεσπότην της. Διότι ἄν τήν διδάξωμε αὐτό, μέ πολλή παρρησία θά μᾶς τοποθετήσῃ στό Βῆμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐάν κανείς δέν γνωρίζῃ νά μιλάῃ ἔτσι, οὔτε ὁ Κριτής θά τόν ἀκούσῃ. Γιατί ὅπως, ὅταν συμβῇ νά εἶναι Ρωμαῖος ὁ δικαστής, δέν θά καταλάβῃ τί λέει ἐκεῖνος πού ἀπολογεῖται καί δέν γνωρίζει νά μιλάει Ρωμαϊκά, ἔτσι καί ὁ Χριστός. Ἄν δέν μιλᾶς μέ τό δικό Του τρόπο, δέν θά σέ ἀκούσῃ, οὔτε θά σέ προσέξῃ. Ἄς μάθουμε λοιπόν νά μιλᾶμε ἔτσι, ὅπως συνήθισε νά ἀκούῃ ὁ Βασιλιάς ὁ δικός μας. Ἄς προσπαθήσουμε νά μιμούμεθα τήν γλῶσσαν Ἐκείνη.

Καί ἄν βρεθῇς σέ πένθος, πρόσεχε νά μή σοῦ διαστρεβλώσῃ τό στόμα ἡ μεγάλη λύπη, ἀλλά νά μιλήσῃς ὅπως ὁ Χριστός. Διότι ἐπένθησε καί Αὐτός τόν Λάζαρον (Ἰω. 11, 33-35) καί τόν Ἰούδα. Ἄν βρεθῇς σέ φόβο, φρόντισε πάλιν νά μιλήσῃς ὅπως Ἐκεῖνος. Διότι βρέθηκε καί Αὐτός σέ φόβο γιά σένα “κατ᾽ οἰκονομίαν”. Εἰπέ καί σύ: «Ἄς μή γίνῃ ὅμως τό θέλημά μου ἀλλά τό δικό σου» (Λουκᾶ 22, 42). Καί ὅταν κλαῖς, δάκρυσε ἤρεμα ὅπως Ἐκεῖνος. Καί ὅταν βρεθῇς σέ σκευωρίες καί λύπη, καί αὐτά ἀντιμετώπισέ τα ὅπως ὁ Χριστός. Διότι καί μηχανορραφίες ἀντιμετώπισε καί λυπήθηκε, ἀλλά εἶπε: «Ἡ ψυχή μου εἶναι λυπημένη μέχρι θανάτου» (Ματθ. 26, 38). Καί σοῦ χάρισε ὅλα τά ὑποδείγματα, διά νά τηρῇς αὐτά “ὡς μέτρον” καί νά μή καταστρατηγῇς τούς κανόνες, πού σοῦ ἔχουν δοθῇ.

Ἔτσι θά μπορέσῃς νά ἔχῃς στόμα, ὅμοιο μέ τό στόμα Ἐκείνου. Ἔτσι, ἐνῷ θά βαδίζῃς ἐπάνω στή γῆ, θά ἐπιδεικνύῃς σέ μᾶς γλῶσσα ὅμοια μέ τήν γλῶσσαν Ἐκείνου πού βρίσκεται στόν οὐρανό, διατηρώντας τό μέτρο στή λύπη , στήν ὀργή, στό πένθος, στήν ἀγωνία. Πόσοι ἀπό σᾶς εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐπιθυμοῦν νά ἰδοῦν τήν μορφήν Του;  Νά λοιπόν, ὅτι εἶναι δυνατόν ὄχι μόνον νά Τόν δοῦμε, ἀλλά καί νά γίνουμε ὅμοιοι μέ Αὐτόν, ἄν προσπαθήσουμε.

Ἄς μήν ἀναβάλλουμε λοιπόν. Διότι δέν ἀγαπᾷ τόσον τό στόμα τῶν προφητῶν, ὅσον ἐκεῖνο τῶν ἐπιεικῶν καί πράων ἀνθρώπων. «Πολλοί», λέγει, «θά μοῦ ποῦν: Δέν προφητεύσαμε στό ὄνομά Σου; Καί ἐγώ θά τούς εἰπῶ: Δέν σᾶς γνωρίζω» (Ματθ. 7, 22). Τό δέ στόμα τοῦ Μωυσέως, ἐπειδή ἦταν πολύ ἐπιεικής καί πρᾶος (διότι «ὁ Μωυσῆς», λέγει, «ἦταν ἄνθρωπος πρᾶος περισσότερο ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς γῆς» Ἀριθμ. 12, 3), τόσο πολύ τό ἀγαποῦσε, ὥστε νά πεῖ: «ὡμιλοῦσε ἀπό πολύ κοντά, στόμα μέ στόμα, ὅπως μιλάει ἕνας φίλος μέ τόν φίλο του» (Ἐξ. 33, 11 καί Ἀριθμ. 12, 8). Δέν θά δίνεις ἐντολές στούς δαίμονες τώρα, ἀλλά θά διατάσσῃς τότε ἐκεῖ τό πῦρ τῆς γεέννης, ἐάν βέβαια ἔχῃς τό στόμα σου ὅμοιο μέ τό στόμα τοῦ Χριστοῦ.

Θά διατάσσῃς τήν ἄβυσσο τοῦ πυρός καί θά λέγῃς: «Σιώπα φιμώσου» (Μάρκ. 4, 39), καί μέ πολλήν παρρησία θά ἀνέβῃς στούς οὐρανούς καί θά ἀπολαύσῃς τή βασιλεία, τήν ὁποία εἴθε νά ἐπιτύχουμε ὅλοι ἐμεῖς, μέ τήν Χάρη καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖον ἀνήκει, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἡ δόξα, ἡ δύναμη, ἡ τιμή, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Μεγάλη Δευτέρα 10 Ἀπριλίου 2023

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΟΡΘΡΟΥ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΣΠΕΡΑΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
21: 18-43

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπανάγων ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν πόλιν ἐπείνασε· καὶ ἰδὼν συκῆν μίαν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ἦλθεν ἐπ’ αὐτήν, καὶ οὐδὲν εὗρεν ἐν αὐτῇ εἰ μὴ φύλλα μόνον, καὶ λέγει αὐτῇ· Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ. καὶ ἰδόντες οἱ μαθηταὶ ἐθαύμασαν λέγοντες· Πῶς παραχρῆμα ἐξηράνθη ἡ συκῆ; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν καὶ μὴ διακριθῆτε, οὐ μόνον τὸ τῆς συκῆς ποιήσετε, ἀλλὰ κἂν τῷ ὄρει τούτῳ εἴπητε, ἂρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, γενήσεται· καὶ πάντα ὅσα ἐὰν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες, λήψεσθε. Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ ἱερὸν προσῆλθον αὐτῷ διδάσκοντι οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ λέγοντες· Ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς; καὶ τίς σοι ἔδωκεν τὴν ἐξουσίαν ταύτην; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ἐρωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ λόγον ἕνα, ὃν ἐὰν εἴπητέ μοι, κἀγὼ ὑμῖν ἐρῶ ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. τὸ βάπτισμα τὸ Ἰωάννου πόθεν ἦν, ἐξ οὐρανοῦ ἢ ἐξ ἀνθρώπων; οἱ δὲ διελογίζοντο παρ’ ἑαυτοῖς λέγοντες· Ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ ἡμῖν, διατὶ οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ· ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων, φοβούμεθα τὸν ὄχλον, πάντες γὰρ ἔχουσι τὸν Ἰωάννην ὡς προφήτην. καὶ ἀποκριθέντες τῷ Ἰησοῦ εἶπον· Οὐκ οἴδαμεν. ἔφη αὐτοῖς καὶ αὐτός· Οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. Τί δὲ ὑμῖν δοκεῖ; ἄνθρωπος τις εἶχε τέκνα δύο, καὶ προσελθὼν τῷ πρώτῳ εἶπεν· τέκνον, ὕπαγε σήμερον ἐργάζου ἐν τῷ ἀμπελῶνί μου. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐ θέλω· ὕστερον δὲ μεταμεληθεὶς ἀπῆλθε. καὶ προσελθὼν τῷ δευτέρῳ εἶπεν ὡσαύτως. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἐγώ, κύριε· καὶ οὐκ ἀπῆλθε. τίς ἐκ τῶν δύο ἐποίησε τὸ θέλημα τοῦ πατρός; λέγουσιν αὐτῷ· Ὁ πρῶτος. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. ἦλθε γὰρ πρὸς ὑμᾶς Ἰωάννης ἐν ὁδῷ δικαιοσύνης, καὶ οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ· οἱ δὲ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι ἐπίστευσαν αὐτῷ· ὑμεῖς δὲ ἰδόντες οὐδὲ μετεμελήθητε ὕστερον τοῦ πιστεῦσαι αὐτῷ. Ἄλλην παραβολὴν ἀκούσατε. ἄνθρωπος τις ἦν οἰκοδεσπότης, ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καὶ φραγμὸν αὐτῷ περιέθηκε καὶ ὤρυξεν ἐν αὐτῷ ληνὸν καὶ ᾠκοδόμησεν πύργον, καὶ ἐξέδοτο αὐτὸν γεωργοῖς, καὶ ἀπεδήμησεν. ὅτε δὲ ἤγγισεν ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν, ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωργοὺς λαβεῖν τοὺς καρποὺς αὐτοῦ. καὶ λαβόντες οἱ γεωργοὶ τοὺς δούλους αὐτοῦ ὃν μὲν ἔδειραν, ὃν δὲ ἀπέκτειναν, ὃν δὲ ἐλιθοβόλησαν. πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους πλείονας τῶν πρώτων, καὶ ἐποίησαν αὐτοῖς ὡσαύτως. ὕστερον δὲ ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς τὸν υἱὸν αὐτοῦ λέγων· ἐντραπήσονται τὸν υἱόν μου. οἱ δὲ γεωργοὶ ἰδόντες τὸν υἱὸν εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτὸν καὶ κατάσχωμεν τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ. καὶ λαβόντες αὐτὸν ἐξέβαλον ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος καὶ ἀπέκτειναν. ὅταν οὖν ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς ἐκείνοις; λέγουσιν αὐτῷ· Κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς, καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς, οἵτινες ἀποδώσουσιν αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Οὐδέποτε ἀνέγνωτε ἐν ταῖς γραφαῖς, λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας· παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν; διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν ὅτι ἀρθήσεται ἀφ’ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ (ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΕΝ ΤΗ ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΗ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
24: 3-35

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, καθημένου τοῦ Ἰησοῦ ἐπὶ τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ κατ’ ἰδίαν λέγοντες· Εἰπὲ ἡμῖν πότε ταῦτα ἔσται, καὶ τί τὸ σημεῖον τῆς σῆς παρουσίας καὶ τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Βλέπετε μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ. πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου λέγοντες, ἐγώ εἰμι ὁ Χριστός, καὶ πολλοὺς πλανήσουσι. μελλήσετε δὲ ἀκούειν πολέμους καὶ ἀκοὰς πολέμων· ὁρᾶτε, μὴ θροεῖσθε· δεῖ γὰρ πάντα γενέσθαι, ἀλλ’ οὔπω ἐστὶ τὸ τέλος. ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν, καὶ ἔσονται λιμοὶ καὶ σεισμοὶ κατὰ τόπους· πάντα δὲ ταῦτα ἀρχὴ ὠδίνων. τότε παραδώσουσιν ὑμᾶς εἰς θλῖψιν καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν διὰ τὸ ὄνομά μου. καὶ τότε σκανδαλισθήσονται πολλοὶ καὶ ἀλλήλους παραδώσουσι καὶ μισήσουσιν ἀλλήλους. καὶ πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐγερθήσονται καὶ πλανήσουσι πολλούς, καὶ διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν. ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται. καὶ κηρυχθήσεται τοῦτο τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ εἰς μαρτύριον πᾶσιν τοῖς ἔθνεσι, καὶ τότε ἥξει τὸ τέλος. Ὅταν οὖν ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως τὸ ῥηθὲν διὰ Δανιὴλ τοῦ προφήτου ἑστὼς ἐν τόπῳ ἁγίῳ – ὁ ἀναγινώσκων νοείτω – τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν ἐπὶ τὰ ὄρη, ὁ ἐπὶ τοῦ δώματος μὴ καταβαινέτω ἆραι τὰ ἐκ τῆς οἰκίας αὐτοῦ, καὶ ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ μὴ ἐπιστρεψάτω ὀπίσω ἆραι τὰ ἱμάτια αὐτοῦ. οὐαὶ δὲ ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς θηλαζούσαις ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις. προσεύχεσθε δὲ ἵνα μὴ γένηται ἡ φυγὴ ὑμῶν χειμῶνος μηδὲ σαββάτῳ. ἔσται γὰρ τότε θλῖψις μεγάλη, οἵα οὐ γέγονεν ἀπ’ ἀρχῆς κόσμου ἕως τοῦ νῦν οὐδ’ οὐ μὴ γένηται. καὶ εἰ μὴ ἐκολοβώθησαν αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι, οὐκ ἂν ἐσώθη πᾶσα σάρξ· διὰ δὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς κολοβωθήσονται αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι. τότε ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ, ἰδοὺ ὧδε ὁ Χριστός ἤ ὧδε, μὴ πιστεύσητε· ἐγερθήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῖα μεγάλα καὶ τέρατα, ὥστε πλανῆσαι, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν. ἐὰν οὖν εἴπωσιν ὑμῖν, ἰδοὺ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐστί, μὴ ἐξέλθητε, ἰδοὺ ἐν τοῖς ταμείοις, μὴ πιστεύσητε· ὥσπερ γὰρ ἡ ἀστραπὴ ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φαίνεται ἕως δυσμῶν, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου· ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῖ συναχθήσονται οἱ ἀετοί. Εὐθέως δὲ μετὰ τὴν θλῖψιν τῶν ἡμερῶν ἐκείνων ὁ ἥλιος σκοτισθήσεται καὶ ἡ σελήνη οὐ δώσει τὸ φέγγος αὐτῆς, καὶ οἱ ἀστέρες πεσοῦνται ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σαλευθήσονται. καὶ τότε φανήσεται τὸ σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ τότε κόψονται πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς καὶ ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς. καὶ ἀποστελεῖ τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ μετὰ σάλπιγγος φωνῆς μεγάλης, καὶ ἐπισυνάξουσι τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτοῦ ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων ἀπ’ ἄκρων οὐρανῶν ἕως ἄκρων αὐτῶν. Ἀπὸ δὲ τῆς συκῆς μάθετε τὴν παραβολήν. ὅταν ἤδη ὁ κλάδος αὐτῆς γένηται ἁπαλὸς καὶ τὰ φύλλα ἐκφύῃ, γινώσκετε ὅτι ἐγγὺς τὸ θέρος· οὕτω καὶ ὑμεῖς ὅταν ἴδητε ταῦτα πάντα, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ θύραις. ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη ἕως ἂν πάντα ταῦτα γένηται. ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ