Αρχική Blog Σελίδα 35

Ευρύχου, Πολυδύναμο Κέντρο «Η ΣΟΛΕΑ» – Παρεκκλήσιο Αγίου Νεκταρίου: Εορτή επί τη μνήμη των εν Μόρφου Νεομαρτύρων Γαβριήλ (Μακρύδιακου) και Χριστοφόρου των διακόνων (31 Μαΐου 2025)

Φέρεται στη γνώση των ευσεβών χριστιανών ότιμε την ευκαιρία της μνήμης των εν Μόρφου Νεομαρτύρων Γαβριήλ (Μακρύδιακου) και Χριστοφόρου των διακόνων, στο Πολυδύναμο Κέντρο «Η ΣΟΛΕΑ» – Παρεκκλήσιο Αγίου Νεκταρίου, στην Ευρύχου, θα τελεστούν οι πιο κάτω ακολουθίες:

  • Παρασκευή 30 Μαΐου, 5:30 μ.μ.: Πανηγυρικός εσπερινός της εορτής.
  • Σάββατο 31 Μαΐου, 7:00 π.μ.: Πανηγυρική Θεία Λειτουργία προϊσταμένου του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κΝεοφύτου.

Ιερές Αγρυπνίες στην Ιερά Μητρόπολη Μόρφου (Μάϊος 2025)

Ησυχαστήριο Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ παρά την Σκουριώτισσα
    • Πέμπτη 1η Μαΐου, 8:00 μ.μ. – Αρχοντικό-Παρεκκλήσιο Αγίου Ιακώβου του εν Ευβοία στο Ακάκι: Αγρυπνία με την ευκαιρία της εορτής της οσίας Ματρώνας της αομμάτου και θαυματουργού, χοροστατούντος του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.
    • Δευτέρα 5 Μαΐου, 8:30 μ.μ. – Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτου παρά τον Άγιο Επιφάνιο Σολέας: Ησυχαστική Αγρυπνία (Ιώβ του δικαίου και πολυάθλου και οσίας Σοφίας της εν Κλεισούρα).*
    • Κυριακή 11 Μαΐου, 8:00 μ.μ. – Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτου παρά τον Άγιο Επιφάνιο Σολέας: Αγρυπνία με την ευκαιρία της εορτής του Αγίου Επιφανίου Αρχιεπισκόπου Κύπρου, χοροστατούντος του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.
    • Τρίτη 20 Μαΐου, 8:00 μ.μ. – Αρχοντικό-Παρεκκλήσιο Αγίου Ιακώβου του εν Ευβοία στο Ακάκι: Αγρυπνία με την ευκαιρία της εορτής των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
    • Πέμπτη 22 Μαΐου, 8:00 μ.μ. – Ιερό Παρεκκλήσιο Αγίων Νικηφόρου του Λεπρού και Ευμενίου του Νέου: Αγρυπνία με την ευκαιρία της εορτής του οσίου Ευμενίου του νέου, χοροστατούντος του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.
    • Δευτέρα 26 Μαΐου, 8:00 μ.μ. – Αρχοντικό-Παρεκκλήσιο Αγίου Ιακώβου του εν Ευβοία στο Ακάκι: Αγρυπνία με την ευκαιρία της εορτής του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου, χοροστατούντος του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.
    • Ιερό Ησυχαστήριο Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ παρά την Σκουριώτισσα: Η Θεία Λειτουργία τελείται καθημερινά (Κυριακή βράδυ με Πέμπτη βράδυ) στις 12:00 τα μεσάνυχτα. Σημείωση: Το βράδυ της Παρασκευής και το βράδυ του Σαββάτου ΔΕΝ τελείται αγρυπνία αφού η Θεία Λειτουργία τελείται το πρωΐ του Σαββάτου και της Κυριακής αντίστοιχα.

*Η Ησυχαστική αγρυπνία τελείται ως εξής:

      • 8:30 μ.μ. – 9:00 μ.μ.: Μικρό Απόδειπνο – Χαιρετισμοί.
      • 9:00 μ.μ. – 11:00 μ.μ.: Μόνος ο καθένας προσεύχεται σιωπηλά και νοερά με την ευχή Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με και το Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς.
      • 11:00 μ.μ. – ~12:00 π.μ. (μεσάνυχτα): Διαβαστός όρθρος της ακολουθίας της ημέρας και μετά την Δοξολογία η ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως. Κατα την διάρκεια αυτή οι ιερείς θα μνημονεύουν στην Αγία Πρόθεση ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων Ορθοδόξων αδελφών μας.
      • ~12:00 π.μ. (μεσάνυχτα): «Ευλογημένη η Βασιλεία…». Έναρξη Θείας Λειτουργίας.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ τοῦ Ἀντίπασχα (τοῦ Θωμᾶ) 27 Ἀπριλίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΑΣΧΑ
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
5: 12-20

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, διὰ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλὰ · (καὶ ἦσαν ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες ἐν τῇ Στοᾷ Σολομῶντος. Τῶν δὲ λοιπῶν οὐδεὶς ἐτόλμα κολλᾶσθαι αὐτοῖς, ἀλλ΄ ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς ὁ λαός· μᾶλλον δὲ προσετίθεντο πιστεύοντες τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν· ὥστε κατὰ τὰς πλατείας ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τιθέναι ἐπὶ κλινῶν καὶ κραβάττων, ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν. Συνήρχετο δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν πέριξ πόλεων Ἰερουσαλήμ, φέροντες ἀσθενεῖς καὶ ὀχλουμένους ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, οἵτινες ἐθεραπεύοντο ἅπαντες. Ἀναστὰς δὲ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ πάντες οἱ σὺν αὐτῷ, ἡ οὖσα αἵρεσις τῶν Σαδδουκαίων, ἐπλήσθησαν ζήλου καὶ ἐπέβαλον τὰς χεῖρας ἐπὶ τοὺς ἀποστόλους καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ. Ἄγγελος δὲ Κυρίου διὰ νυκτὸς ἤνοιξε τὰς θύρας τῆς φυλακῆς ἐξαγαγών τε αὐτοὺς εἶπε· Πορεύεσθε καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ῥήματα τῆς ζωῆς ταύτης.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΑΣΧΑ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
20: 19-31

Οὔσης ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον. εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· Εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ’ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ’ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ’ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· Εἰρήνη ὑμῖν. εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μουσική Παράσταση «Χριστός Ανέστη». Σάββατο 10 Μαΐου – Πλατεία Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος στην Περιστερώνα

Το πολιτιστικό και περιβαλλοντικό Ίδρυμα Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου,
σας προσκαλεί στην μουσική παράσταση,
«Χριστός Ανέστη»

Η παράσταση περιλαμβάνει
τραγούδια και σκοπούς της Ανάστασης και άλλα τραγούδια
μέσα από την παράδοση της Κύπρου μας και όλης της Ρωμιοσύνης

Σάββατο 10 Μαΐου και ώρα 19:00
στην Πλατεία Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος
στην Περιστερώνα

Συμμετέχουν:
η χορωδία παραδοσιακού τραγουδιού και το χορευτικό σχήμα της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, το χορευτικό σχήμα του Λαογραφικού Ομίλου Μιτσερού

και οι μουσικοί

Στέφανος Δορμπαράκης (Κανονάκι), Χριστόδωρος Μνάσωνος (Βιολί)
Παναγιώτης Λοΐζου (Ούτι/Λαούτο) και Γιάννης Λέμπος (Κρουστά)

Είσοδος €5
Δωρεάν για παιδιά κάτω των δώδεκα ετών.

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος: Ὁμιλία εἰς τὸν Ἀπόστολον Θωμᾶν

Η ψηλάφησις του Θωμά

Η ψηλάφησις του Θωμά

Ἔρχομαι ἐπειγόντως νὰ καταβάλω τὴν ὀφειλή μου. Διότι, ἂν καὶ εἶμαι πτωχός, βιάζομαι νὰ ἀποσπάσω ὁπωσδήποτε τὴν εὐγνωμοσύνη σας. Εἶχα δώσει ὑπόσχεση νὰ φανερώσω τὴν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ, καὶ τώρα ἔρχομαι νὰ τὴν ἐκπληρώσω.

Ἡ πρόθεσίς μου εἶναι νὰ ἐξοφλῶ πρῶτα τὶς παλαιότερες ὀφειλές, γιὰ νὰ μὴ μὲ πιέζουν οἱ τόκοι ποὺ συγκεντρώνονται. Συνεργασθεῖτε μαζί μου στὴν καταβολὴ τοῦ χρέους, καὶ ἱκετεύσετε τὸν Θωμᾶ νὰ εὐλογήση τὰ χείλη μου μὲ τὴν ἁγία δεξιά του, μὲ τὴν ὁποίαν ἤγγισε τὴν πλευρὰ τοῦ Δεσπότου, ὥστε νὰ νευρώση τὴν γλώσσα μου, γιὰ νὰ σᾶς ἐξηγήσω αὐτὰ ποὺ ποθεῖτε. Καὶ ἐγώ, ἐνθαρρυνόμενος μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ Ἀποστόλου καὶ μάρτυρος Θωμᾶ, διακηρύττω τὴν ἀρχικὴν ἀμφιβολία καὶ τὴν τελικὴν ὁμολογία του, ἡ ὁποία ἔγινε κρηπὶς καὶ Θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ὅταν εἰσῆλθε ὁ Σωτὴρ κεκλεισμένων τῶν θυρῶν ἐκεῖ ὅπου εἶχαν συγκεντρωθῆ οἱ μαθηταί του καὶ ἐξῆλθε πάλι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἀπουσίαζε μόνον ὁ Θωμᾶς. Ἦταν κι αὐτὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας, ὥστε ἡ ἀπουσία τοῦ μαθητοῦ νὰ γίνη πρόξενος περισσοτέρας ἀσφαλείας καὶ βεβαιότητος. Διότι, ἐὰν παρευρίσκετο ὁ Θωμᾶς, δὲν θὰ ἀμφέβαλλε. Καὶ ἂν δὲν ἀμφέβαλλε, δὲν θὰ ζητοῦσε νὰ περιεργασθῆ. Ἐὰν δὲν ζητοῦσε, δὲν θὰ ψηλαφοῦσε. Καὶ ἐὰν δὲν ψηλαφοῦσε, δὲν θὰ ἀνεκήρυττε τὸν Χριστὸ Κύριον καὶ Θεόν. Ἐὰν δὲν τὸν εἶχε ἀποκαλέσει Κύριον καὶ Θεόν, ἐμεῖς δὲν θὰ εἴχαμε διδαχθῆ νὰ τὸν δοξολογοῦμε μὲ τὸν τρόπον αὐτόν. Ὥστε καὶ μὲ τὴν ἀπουσία του ὁ Θωμᾶς μᾶς ποδηγέτησε πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ μὲ τὴν παρουσία του ὕστερα μᾶς ἐβεβαίωσε περισσότερο στὴν πίστη.

Ἔλεγαν λοιπὸν οἱ μαθηταί, ὅταν ἦλθε ἀργοπορημένος: «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον», εἴδαμε αὐτὸν ποὺ εἶπε: «ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου». Εἴδαμε αὐτὸν ποὺ εἶπε: «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀλήθεια». Εἴδαμε τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων νὰ λάμπη μέσα στὰ γεγονότα. Εἴδαμε αὐτὸν ποὺ εἶπε: «μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι», καὶ βλέποντας τὴν ἀνάσταση, ἐπροσκυνήσαμε τὸν ἀναστάντα. Τὸν ἀκούσαμε ποὺ μᾶς εἶπε: «εἰρήνη ὑμῖν», καὶ μεταστρέψαμε τὴν ζάλη τῆς λύπης σὲ γαλήνια εὐφροσύνη. Ἀντικρίσαμε τὰ χέρια του ποὺ ἐδέχθησαν τὶς αἰχμὲς τῶν καρφιῶν, τὰ χέρια ποὺ κατηγοροῦν τὴν λύσσα τῶν θεομάχων θηρίων. Ἀντικρίσαμε τὰ χέρια ποὺ μᾶς ὕφαναν τὴν ἀφθαρσία, ἀντικρίσαμε καὶ τὴν πλευρὰν ποὺ φανερώνει λαμπρότερα ἀπὸ κάθε κήρυκα τὴν εὐσπλαχνία τοῦ πληγωμένου. Αὐτὴν τὴν πλευρὰ τὴν ὁποίαν ὑμνοῦν οἱ ἄγγελοι καὶ εὐλαβοῦνται οἱ πιστοὶ καὶ φρίττουν οἱ δαίμονες. Ὑποδεχθήκαμε καὶ ἐμφύσημα θεῖον ἀπὸ τὸ θεῖον στόμα του, ἐμφύσημα πνευματικόν, ἐμφύσημα ποὺ σκορπίζει κάθε χάρη. Ἐχειροτονηθήκαμε ἀπὸ τὸν Κύριο, κύριοι της ἀφέσεως τῶν πλημμελημάτων. Ἀποκτήσαμε καὶ τὸ δικαίωμα νὰ κρίνωμε τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀφοῦ μᾶς ἔδωσε αὐτὴν τὴν ἐντολή: «ἂν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς. Ἂν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται». Τέτοια λόγια εἴχαμε τὴν βαθειὰ χαρὰ νὰ ἀκούσωμε ἀπὸ τὸν Σωτήρα, τέτοιες δωρεὲς ἀπολαύσαμε. Διότι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν πλουτήσωμε, ἀφοῦ εὑρήκαμε πλούσιον Δεσπότη. Ἀλλὰ μόνο σὺ ἔμεινες πτωχός, ἀφοῦ ἀπουσίαζες.

Καὶ τί τοὺς εἶπεν ὁ Θωμᾶς; Εἴδατε τὸν Κύριο; Καλῶς. Αὐτὸν λοιπὸν ποὺ εἴδατε, νὰ τὸν σέβεσθε περισσότερο. Αὐτὸν ποὺ παρατηρήσατε, μὴν παύσετε νὰ τὸν κηρύττετε. Ἐγὼ ὅμως «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χείρα μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω». Καὶ σεῖς δὲν θὰ εἴχατε πιστεύσει ἐὰν πρῶτα δὲν ἐβλέπατε. Ἔτσι κι ἐγώ, ἐὰν δὲν ἴδω, δὲν θὰ πιστεύσω.

Μεῖνε, Θωμᾶ, σταθερὸς στὸν πόθο σου αὐτόν, διατήρησε τὸν ζῆλο σου, ὥστε βλέποντας ἐσὺ νὰ βεβαιωθῆ ἡ ψυχή μου. Ζήτησε μὲ ἐπιμονὴ αὐτὸν ποὺ εἶπε: «Ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε». Μὴν παύσης νὰ ἐρευνᾶς εἰλικρινῶς, ἐὰν δὲν εὕρης τὸν θησαυρὸ ποὺ ζητεῖς. Μὴν παύσης νὰ κρούης τὴν θύρα τῆς ἀναντιρρήτου γνώσεως, μέχρι νὰ σοῦ τὴν ἀνοίξη αὐτὸς ποὺ εἶπε: «κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν». Ἀγαπῶ τὸν διχασμὸ τῶν λογισμῶν σου, ἐπειδὴ ἀναιρεῖ κάθε διχασμό. Ἀγαπῶ τὴν φιλομάθειά σου ἐπειδὴ καταλύει κάθε φιλονεικία. Χαίρομαι νὰ σὲ ἀκούω πολλὲς φορὲς νὰ λέγης: «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, οὐ μὴ πιστεύσω». Διότι μὲ τὸ νὰ ἀπιστῆς ἐσύ, ἐγὼ μαθαίνω νὰ πιστεύω. Σκάπτοντας ἐσὺ μὲ τὴν δικέλλα τῆς γλώσσης τὸ θεῖον σῶμα, ἐγὼ ἀκόπως θερίζω τὸν καρπὸ καὶ τὸν συλλέγω γιὰ μένα.

Ἐὰν δὲν ἰδῶ μὲ τὰ ἴδιά μου τὰ μάτια τὶς πληγὲς τὶς ὁποῖες ἄνοιξαν οἱ ἀσεβεῖς στὰ ἁγιά του χέρια, δὲν πρόκειται νὰ συγκατατεθῶ στοὺς λόγους σας. Ἐὰν δὲν βάλω τὸ ἴδιο μου τὸ δάκτυλο στὰ κοιλώματα τῶν καρφιῶν, δὲν θὰ δεχθῶ τὴν καλή σας ἀγγελία. Ἐὰν δὲν κρατήσω μὲ τὸ χέρι μου τὸ ἴδιο τὴν πλευρὰ τοῦ εὑρισκομένου πέραν ἀπὸ κάθε ὑποψία μάρτυρος τῆς Ἀναστάσεως, δὲν ἠμπορῶ νὰ πιστεύσω στὸ δόγμα σας. Διότι κάθε λόγος γίνεται ἰσχυρὸς καὶ βέβαιος, ἂν δεχθῆ τὴν συνηγορία ἀπὸ τὰ γεγονότα. Καὶ κάθε λόγος ποὺ στερεῖται τὴν ἀπὸ τὰ ἔργα μαρτυρία, ἐξαφανίζεται στὸν ἀέρα. Ἔχω νὰ κηρύξω στοὺς ἀνθρώπους τὰ θαύματα τοῦ Διδασκάλου. Πῶς λοιπὸν θὰ διηγηθῶ μὲ λόγια ἐκεῖνα ποὺ δὲν παρέλαβα μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου; Πῶς θὰ πείσω τοὺς ἀπίστους νὰ πιστεύσουν αὐτὰ τὰ ὁποῖα οὔτε ἐγὼ ἔχω παρακολουθήσει; Νὰ εἰπῶ στοὺς Ἰουδαίους καὶ στοὺς Ἕλληνες ὅτι εἶδα τὸν Κύριό μου νὰ σταυρώνεται, δὲν τὸν εἶδα ὅμως ἀναστημένο, παρὰ μόνον ἤκουσα; Καὶ ποῖος δὲν θὰ περιπαίξη τὰ λόγιά μου; Ποῖος δὲν θὰ περιφρονήση τὸ κήρυγμά μου; Ἄλλο εἶναι ἡ ἀπαγγελία λόγων, καὶ ἄλλο ἡ ἐμπειρία τῶν πραγμάτων.

Αὐτοὺς τοὺς ἀμφιβόλους λογισμοὺς εἶχεν ὁ Θωμᾶς, ὅταν μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες ἐπαρουσιάσθη πάλιν ὁ Κύριος στοὺς συνηθροισμένους μαθητάς του. Ἄφησε πρῶτα τὸν Θωμᾶ, κατὰ τὶς ἡμέρες ποὺ παρεμβάλλονται, νὰ κατηχηθῆ ἀπὸ τοὺς συμμαθητάς του, παραχωρώντας ἔτσι νὰ ἀναφλεγῆ ἀπὸ τὴν δίψα τῆς συναντήσεώς του. Καὶ ὅταν ἡ ψυχὴ του ἄναψε ἀπὸ τὸν σφοδρὸ πόθο τῆς θέας, τότε, τὴν κατάλληλη στιγμή, ὁ ποθούμενος ἀπεκαλύφθη σ’ αὐτὸν ποὺ τὸν ποθοῦσε. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτὸ μὲ τὸν ἴδιον τρόπον, ὅπως πρίν, κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, καὶ πάλι, ὅπως τὴν πρώτη φορά, τοὺς εἶπε: «εἰρήνη ὑμῖν», γιὰ νὰ ταυτισθῆ τὸ γεγονὸς μὲ τὸ θαῦμα, γιὰ νὰ βεβαιώση τὴν ἀναγγελία τῶν Ἀποστόλων καὶ γιὰ νὰ παραστήση τὴν ἀκρίβεια τῆς δευτέρας ἐπισκέψεώς του. «Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾶ. Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε, καὶ ἴδε τὰς χεῖρας μου». Ὦ ὕψος ἀπεράντου φιλανθρωπίας! Ὦ πέλαγος ἀμετρήτου συγκαταβάσεως! Δὲν ἐπερίμενε τὴν προσέλευση τοῦ μαθητοῦ, δὲν ἀνέμεινε νὰ προσέλθη αὐτὸς ποὺ εἶχε ἀνάγκη, νὰ παρακαλέση καὶ νὰ ἐπιτύχη αὐτὸ ποὺ ἤθελε. Δὲν τὸν ἐστέρησε οὔτε γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐπιθυμίας, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ποθούμενος προσείλκυσε κοντὰ του διὰ τῆς βίας τὸν ἐραστήν, ὁ ἴδιος ἔσυρε μὲ τὴν φωνή, στὴν πληγὴ τὸ δάκτυλο αὐτοῦ ποὺ τὴν ποθοῦσε, ὁ ἴδιος μὲ τὴν Δεσποτική του γλώσσα ἐτράβηξε τὸ δουλικὸ χέρι λέγοντας σ’ αὐτόν: «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖρας μου».

Ἤκουσα, Θωμᾶ, ἀπὼν ὡς ἄνθρωπος, παρὼν ὅμως ὡς Θεός, αὐτὰ τὰ ὁποῖα εἶπες στοὺς ἀδελφούς σου. Ἤμουν μαζί σας κατὰ τὴν θεότητα, ἂν καὶ ἀποχωρισμένος κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Θέλεις νὰ σοῦ ὑπενθυμίσω τὰ λόγια σου; Δὲν εἶπες: «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω»; Ἀπὸ τὰ χείλη σου δὲν ἐξῆλθαν τὰ λόγια αὐτά; Αὐτὰ τὰ λόγια δὲν ἐκφράζουν τοὺς λογισμούς σου; Γι’ αὐτὰ λοιπὸν ἦλθα πάλι, γιὰ τὰ ὁποῖα ἀμφιβάλλεις. Γι’ αὐτὸ ἦλθα πάλι κοντά σας, εἶμαι ἐδῶ γι’ αὐτὰ ἀκριβῶς ποὺ ἐπιθυμεῖς.

Γιὰ σὲ τὸν ἕνα ἦλθα καὶ τώρα κοντά σου, ἐγὼ ποὺ κατῆλθα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς γιὰ τὸ πλανώμενο πρόβατο, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείψω τοὺς οὐρανούς. Μὴ λοιπὸν διστάσης νὰ μάθης αὐτὰ ποὺ ποθεῖς, μὴν ἐντραπῆς νὰ περιεργασθῆς αὐτὰ ποὺ ἐπιζητεῖς. Μὴν ἀποφύγης νὰ βάλης τὸ δάκτυλό σου ἐπάνω στὰ ἴδιά μου τὰ χέρια. Ἀνέχομαι καὶ τὰ περίεργα δάκτυλα, ὅπως ἀνέχθηκα καὶ τὰ καρφιά. Ὑπομένω τὴν περιέργεια τοῦ φίλου, ὅπως ὑπέμεινα τὴν ἐπίθεση τῶν ἐχθρῶν.

Ὅταν ἐσταυρώθηκα ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, δὲν ἠγανάκτησα, καὶ δὲν θὰ ὑποφέρω τὴν δική σου ἔρευνα; «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖρας μου», ποὺ ἐτραυματίσθησαν γιὰ σᾶς, γιὰ νὰ θεραπευθοῦν τὰ τραύματα τῶν ψυχῶν σας. «Ἴδε τὰς χεῖρας μου» καὶ ἀναλογίσου ἂν εἶμαι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἑκουσίως ἐσταυρώθη ἢ μήπως κάποιος ἄλλος; «Ἴδε τὰς χεῖρας μου», ποὺ ἄφησα νὰ διατηρήσουν τὰ σύμβολα τῆς ἰουδαϊκῆς μανίας, ὥστε ὅταν μὲ τὴν συνηθισμένη ἀναίδειά τους οἱ Ἰουδαῖοι κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως, μοῦ εἰποῦν ὅτι ἐμεῖς, Κύριε, δὲν σὲ ἐσταυρώσαμε, τότε θὰ δείξω σ’ αὐτοὺς ποὺ μὲ ἐπολέμησαν τὰ χέρια μου μὲ τὰ ἀποτυπώματα τῶν πληγῶν, καὶ θὰ ἐντροπιάσω τοὺς Ἰουδαίους μόλις μὲ ἀντικρύσουν. Κοίτα τὰ χέρια μου καὶ μὴ νομίσης ὅτι ἡ ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεως εἶναι φαντασία. Κράτα τὰ χέρια αὐτὰ ὡς ὁμήρους της ἰδικῆς σας ἀναγεννήσεως. Κράτα τὰ χέρια αὐτὰ ὡς ἄγκυρα ποὺ ἀνειλκύσθη ἀπὸ τὸν βυθὸ τοῦ Ἅδου.

Μὴ φοβηθῆς κανένα βιοτικὸν χειμώνα, καμμία ζάλη κοσμικὴ μὴ σὲ τρομάξη, μὴ φοβηθῆς τοὺς ἀντιθέτους ἀνέμους, μὴ φροντίσης καθόλου γιὰ τὶς καταιγίδες καὶ τοὺς σκοπέλους τῆς θαλάσσης τῶν ἐχθρῶν. Πλεῦσε μὲ θάρρος τὸ πέλαγος τοῦ βίου, πλεῦσε κρατώντας δυνατὰ τὴν ἄγκυρα τοῦ πνεύματος, πλεῦσε προσέχοντας στὸν οὐρανὸ σὰν σὲ λιμάνι, πλεῦσε φοβούμενος μόνο τῆς ἰδικῆς μου ἀρνήσεως τὸ ναυάγιο. Περιγέλασε τὸν θάνατον ὡς νεκρό, περίπαιξε τὴν φθορὰν ὡς ἀνίσχυρη, χαιρέτισε τὸν ὑπὲρ ἐμοῦ θάνατον ὡς ἀρχὴν ἐσωτερικῆς ζωῆς καὶ «φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου…». Ἄντλησε μὲ τὸ χέρι σου ἀπὸ τὴν κρήνην αὐτὴν τῆς ζωῆς τὸ νάμα ποὺ ποθεῖς καὶ παρηγόρησε τὴν δίψα σου. «Φέρε τὴν χαρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου», τοποθέτησε τὸ χέρι σου μέσα στὸ ἰατρεῖο τῆς φύσεως καὶ ἀπόβαλε τὸ δηλητήριο τῆς προαιρέσεώς σου. Ἀνέχομαι ἄγγιγμα χεριοῦ ποὺ μὲ ἀγαπᾶ, ἐγὼ ποὺ ἐδέχθην τὴν πληγὴ τῆς λόγχης.

«Φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου», ὥστε νὰ ἠμπορῆς νὰ λέγης σὲ ὅσους ἀντιστέκονται στὴν ἀλήθεια, ὅτι μετὰ τὴν Ἀνάσταση μὲ εἶδες καὶ μὲ ἐξέτασες καὶ μὲ ἐψηλάφησες μὲ ἀκρίβεια. «Φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου», διότι γιὰ σὲ τὴν διετήρησα ἔτσι, ἐγὼ ὁ ὁποῖος ἐθεράπευσα τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων, προγνωρίζοντας ὡς Θεὸς ὅτι θὰ θελήσεις νὰ τὴν ἰδῆς σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση, ὥστε βλέποντας σὺ τὰ ἴχνη τοῦ πάθους τῆς σαρκός μου, νὰ θεραπεύσης τὸ πάθος τῆς ψυχῆς σου. «Φέρε τὴν χεῖρα σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου» τὴν ὁποίαν ἐφύλαξα ἔτσι ὅπως τὴν βλέπεις, ὥστε, ὅταν ἐπανέλθω ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθίσω Κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν, νὰ ἰδοῦν οἱ Ἰουδαῖοι ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τους νὰ φανερώνωνται τὰ ἔργα τῆς κακῆς ἐργασίας τους, καὶ νὰ γίνουν αὐτοκατάκριτοι. «Καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Εἶναι κακὸν ἡ ἀπιστία. Βυθίζει τὸν νοῦν. Ἡ πίστις τὸν ἐξυψώνει στὸν οὐρανό. Ἡ ἀπιστία τυφλώνει τὴν ψυχὴ, ἡ πίστις φωτίζει τοὺς λογισμούς. Ἡ ἀπιστία καὶ τὰ ἀόρατα τὰ βλέπει καθαρά. Ὁ ἄπιστος ἔχει πλήρη ἄγνοια. «Μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Ἀποδίωξε τὸ νέφος τῆς ἀπιστίας καὶ κοίτα τὶς καθαρὲς ἀκτίνες τῆς πίστεως. Πάρε ὅλα τὰ ἐφόδια γιὰ νὰ γίνης ἄξιος Ἀπόστολος τῆς θεότητός μου.

Γίνε ὅπως πρέπει νὰ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ συνανεστράφη μαζί μου, καὶ εἶχε τὶς ἐμπειρίες ποὺ εἶχες ἐσύ. Ὁμοίως μὲ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους ἐκλήθης, ὁμοίως μὲ αὐτοὺς ἐτιμήθης, ὁμοίως μὲ αὐτοὺς ἐξοπλίσου. Τὰ ἴδια μὲ ἐκείνους εἶδες καὶ σύ, σοῦ ἐνεπιστεύθην σὰν φίλο ὅλο μου τὸ μυστήριο, ὅπως καὶ σ’ αὐτούς. Ὁμοίως μὲ αὐτοὺς κήρυττε τὴν δύναμή μου. Μὴν εἰπῆς πάλι γιὰ δευτέρα φορά: «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, οὐ μὴ πιστεύσω». Ὅσον εἶμαι μαζί σας, ὅπως θέλης ἠμπορεῖς νὰ μὲ περιεργασθῆς. Ὅσον ἔχεις κοντά σου τὸ οὐράνιον κλῆμα, ἐξερεύνησε ὅλους τους κλάδους καὶ τὰ σταφύλια του. Θὰ ἀνεβῶ στοὺς οὐρανοὺς ἀπὸ ὅπου ἦλθα στὴν γῆ, θὰ ἀνέλθω ἐκεῖ ὅπου εἶμαι, θὰ ἀνέλθω ὡς πρὸς τὴν ἀνθρωπίνη μου φύσιν ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου συγκατέβην γιὰ χάρη σας ὡς πρὸς τὴν θεότητα. Θὰ ἀνέλθω μὲ τοῦτο τὸ σῶμα, ἐγὼ ποὺ χωρὶς αὐτὸ ἔχω ἐκδημήσει ἀπὸ ἐκεῖ, ἀλλὰ δὲν ἔπαψα νὰ παραμένω ἐκεῖ. Θὰ ἀνέλθω μὲ τὴν ἰδικὴ σας φύση πρὸς τὸν πατρικὸν κόλπο, ἐγὼ ποὺ εὑρίσκομαι στοὺς κόλπους τοῦ Πατρός. Διότι ἐξεπλήρωσα τὸ ἔργο γιὰ τὸ ὁποῖον ἔκαμα ὅλον αὐτὸν τὸν δρόμο.

Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Θωμᾶς ἤγγισε τὰ δεσποτικὰ χέρια καὶ τὴν θεία πλευρά, καὶ ἐκυριεύθη ἀπὸ δειλία καὶ χαρὰ μὲ τὴν θέα αὐτῶν ποὺ ἐπεθύμησε, κινεῖ εὐθὺς τὴν γλώσσα πρὸς ὑμνωδίαν ἀναφωνώντας πρὸς τὸν Κύριον: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Σὺ εἶσαι ὁ Κύριος καὶ Θεός, σὺ εἶσαι καὶ ἄνθρωπος καὶ φιλάνθρωπος, σὺ εἶσαι ἀξιοθαύμαστος καὶ παράδοξος ἰατρὸς τῆς φύσεως. Δὲν ἀποκόπτεις μὲ νυστέρι τὰ παθήματα, δὲν καυτηριάζεις μὲ φωτιὰ τὶς πληγές, δὲν ἀντλεῖς ἀπὸ τὰ βότανα τὴν ἰσχὺ τῶν φαρμάκων, δὲν ἐπιδένεις μὲ ἐπιδέσμους ὁρατοὺς τὰ πάσχοντα τραύματα. Διαθέτεις ἀοράτους ἐπιδέσμους εὐσπλαχνίας, οἱ ὁποῖοι ἀοράτως τονώνουν τὰ καταπονημένα μέλη. Ἔχεις λόγον ὀξύτερον ἀπὸ τὸ μαχαίρι, ἔχεις διδασκαλία πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὴν φωτιά, ἔχεις βλέμμα πιὸ προσιτὸ ἀπὸ βάλσαμο. Ὡς δημιουργός, χωρὶς δαπάνη καὶ ἀντίτιμο, ἁγιάζεις τὸ δημιούργημά σου. Ὡς πλάστης, χωρὶς νὰ κοπιάσης, μεταπλάττεις τὰ πλάσματά σου. Σὺ ἐκαθάρισες λεπροὺς μὲ τὸ θέλημά σου, σὺ ἔκαμες χωλοὺς νὰ τρέχουν, σὺ ἔδωσες στοὺς παραλύτους νὰ σηκώσουν τὰ κρεβάτια τους, σὺ ἐπρόσταξες ἐκ γενετῆς τυφλοὺς νὰ ξεπλύνουν τὸ σκοτεινό τους κάλυμμα, σὺ ἐξώρισες τοὺς δαίμονες ἀπὸ τὰ πλάσματά σου, σὺ συνελήφθης μὲ τὴν θέλησή σου ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, σὺ ἔπαθες τὰ πάντα ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους ἑκουσίως πρὸς χάριν μου. «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Ἀνεγνώρισα τὸν Δεσπότη μου, ἀνεγνώρισα τὸν ἁλιέα μου καὶ φύλακα, τὸν Βασιλέα καὶ Κύριό μου. «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Πιστεύω, Κύριε, στὴν οἰκονομία σου, πιστεύω στὴν συγκατάβασή σου, πιστεύω στὴν πρόσληψη τῆς φύσεώς μου, πιστεύω στὸν προσκυνητὸν Σταυρόν σου, πιστεύω στὰ Πάθη τῆς σαρκός σου, πιστεύω στὸν τριήμερόν σου θάνατο, πιστεύω στὴν Ἀνάστασίν σου. Πλέον δὲν ἐξετάζω. Πιστεύω, δὲν φιλολογῶ. Πιστεύω, δὲν ζυγίζω. Πιστεύω, δὲν περιεργάζομαι. Πιστεύω στοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ στὰ χέρια μου. Αὐτὰ ποὺ εἶδα μὲ ἐδίδαξαν νὰ μὴ φιλολογῶ. Ἔμαθα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἐψηλάφησα νὰ προσκυνῶ καὶ ὄχι νὰ συγκρίνω μὲ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ σταθμά. Ἕναν Κύριον καὶ Θεὸν γνωρίζω μόνον, τὸν Δεσπότην Χριστό, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ Κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.

Πηγή: https://agiazoni.gr/slug-965/

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ: Ὁμιλία, σὺν Θεῷ ἁγίῳ, στὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ

Η ψηλάφιση του Θωμά

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

«Ὤ τοῦ παραδόξου θαύματος!
ἀπιστία, πίστιν βεβαίαν ἐγέννησεν.»

 

Η ψηλάφιση του Θωμά

Κατὰ τὴ σημερινὴ ἡμέρα, ὀκτὼ ἡμέρες μετὰ τὸ Πάσχα, τὴ λεγόμενη Κυριακὴ τοῦ Ἀντιπάσχα, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία καθόρισε ἀπὸ ἀρχαιότατους χρόνους νὰ ἑορτάζουμε κάποια θαυμαστὰ γεγονότα ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ.

Σήμερα, Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ, ὅπως διαφορετικὰ ἀποκαλεῖται, ἐνθυμούμαστε καὶ ἑορτάζουμε δύο ἀπὸ τὶς πρῶτες θαυμαστὲς ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστάντος Ἰησοῦ στοὺς ἀγαπημένους μαθητές του. Ἐπειδὴ δὲ κεντρικὸ πρόσωπο κατ᾽ αὐτὲς τὶς φανερώσεις τοῦ Κυρίου καὶ σὲ ὅσα σ᾽ αὐτὲς διαδραματίστηκαν, εἴτε ὡς ἀπὼν στὴν πρώτη, εἴτε ὡς παρὼν στὴ δεύτερη, ὑπῆρξε ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς, ἡ σημερινὴ Κυριακὴ  ὀνομάστηκε «τοῦ Θωμᾶ». Τὰ σπουδαῖα τοῦτα γεγονότα, γεμάτα βαθειὰ νοήματα καὶ ψυχοσωτήριες διδασκαλίες, μᾶς περιγράφει μὲ θεοπρεπὴ λιτότητα ἀλλὰ καὶ θαυμαστὴ σαφήνεια ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε.

Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ διήγηση, ἡ πρώτη ἐμφάνεια τοῦ ἐγερθέντος ἐκ νεκρῶν Κυρίου στοὺς μαθητές Του ἔγινε τὸ βράδυ τῆς ἴδιας ἐκείνης ἡμέρας, τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων, τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, δηλ. τῆς Κυριακῆς ἐκείνης, κατὰ τὶς πρῶτες πρωινὲς ὧρες τῆς ὁποίας ὁ Χριστός μας εἶχε ἀναστηθεῖ. Καί, ποῦ βρίσκονταν τότε οἱ μαθητές; Κλεισμένοι καὶ κλειδαμπαρωμένοι, θὰ λέγαμε σήμερα, σ᾽ ἕνα σπιτάκι ἐκεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα, «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων». Ὁ Χριστός μας εἶχε ἤδη φανερωθεῖ κατὰ τὸ πρωὶ στὶς θαρραλέες Μυροφόρες, Μαρία τὴ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία τοῦ Ἰακώβου, δηλ. τὴν Παναγία μας, οἱ ὁποῖες, ἀψηφώντας κάθε φόβο καὶ δειλία, «ὄρθρου βαθέως», πρὶν δηλαδὴ καλὰ καλὰ χαράξει, εἶχαν μεταβεῖ στὸν τάφο τοῦ Κυρίου, καὶ οἱ ὁποῖες στὴ συνέχεια ἀνέφεραν τὴν παρ᾽ ἐλπίδα ἐμφάνιση ἐκείνη τοῦ Ἀναστάντος στοὺς κρυμμένους μαθητές, καὶ ἔγιναν ἔτσι εὐαγγελίστριες τῆς Ἀναστάσεως στοὺς εὐαγγελιστές!

Μὰ ὁ Κύριος ἔκρινε πὼς ἔπρεπε καὶ στοὺς ἰδίους τοὺς μαθητές Του νὰ ἐμφανισθεῖ, γιὰ νὰ τοὺς εἰρηνεύσει καὶ γαληνεύσει καὶ στερεώσει στὴν πίστη. Καὶ ἀνέμενε τὸ βράδυ, γιὰ νὰ συγκεντρωθοῦν στὴν οἰκία, ποὺ συνήθιζαν νὰ μαζεύονται. Καί, χωρὶς νὰ κτυπήσει τὴν πόρτα, ἐμφανίσθηκε ξαφνικὰ στὸ μέσον τους. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτοὶ εὔλογα φοβήθηκαν καὶ ταράχθηκαν οἱ ψυχές τους ἀπ᾽ αὐτὴ τὴν ἀπρόσμενη ἐμφάνιση τοῦ Διδασκάλου, ἀμέσως τοὺς καθησυχάζει μὲ τὴ γλυκεία Του φωνή, λέγοντάς τους: «Εἰρήνη νὰ εἶναι σ᾽ ἐσᾶς». Χάρηκαν τότε ὑπερβολικὰ οἱ ἀπόστολοι, βλέποντας παρ᾽ ἐλπίδα ζωντανὸ τὸν Ἐσταυρωμένο. Ἐκπληρώθηκε τότε καὶ ἡ προφητεία τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ τοὺς εἶχε εἰπεῖ πρὶν τὸ ἄχραντο Πάθος Του: «Πάλιν ὄψομαι ὑμᾶς, καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία». Καὶ τοὺς ξαναέδωσε τὴν εἰρήνη Του. Γιατί, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐπειδὴ θὰ εἶχαν συνεχὴ ἀντιπαράθεση μὲ τοὺς ἄπιστους Ἰουδαίους, τοὺς ἀπηύθυνε συχνὰ τὸ «εἰρήνη ὑμῖν», στερεώνοντάς τους στὴν πίστη καὶ δίνοντάς τους παρηγορία. Καὶ στὴ συνέχεια, δίνοντάς τους πλουσιώτερη Χάρη καὶ δύναμη παρὰ πρίν, τοὺς εἶπε: «Ὅπως μὲ ἀπέστειλε ὁ Θεὸς Πατέρας μου στὸν κόσμο, σᾶς ἀποστέλλω τώρα κι ἐγὼ ἐσᾶς, νὰ κηρύσσετε μὲ θάρρος καὶ ἐξουσία τὸ εὐαγγέλιό μου.» Καὶ ἀμέσως, ἐπιβεβαιώνοντας αὐτὴ τὴν ἐξουσία, τοὺς ἐμφύσησε στὰ πρόσωπα καὶ τοὺς ἔδωσε τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν ἐξουσία νὰ συγχωροῦν ἁμαρτίες, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀφήνουν ἀσυγχώρητους ὅσους δὲν θὰ ἔχουν εἰλικρινὴ μετάνοια.

Μὲ αὐτὴ τὴν ἐνέργειά Του ὁ Χριστός μας, ποὺ εἶπε δηλ. ὅτι τὸν ἀπέστειλε ὁ Πατέρας καὶ αὐτὸς μὲ τὴ σειρά Του χορήγησε στοὺς μαθητὲς τὴ Χάρη τούτη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ λύνουν καὶ νὰ δεσμεύουν ἁμαρτίες, φανέρωσε ξεκάθαρα, ὅτι ἡ ἐξουσία καὶ δωρεὰ τοῦ Πατέρα, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι μία, εἶναι κοινή. Ποῦ εἶναι λοιπὸν τώρα οἱ Ἰεχωβᾶδες ἢ οἱ ὅποιοι ἄλλοι αἱρετικοί, ποὺ ἀρνοῦνται καὶ ἀπορρίπτουν τὴν ἰσότητα τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας; Καὶ ἀκόμη, πρέπει ἐδῶ νὰ τονίσουμε πὼς αὐτὴ ἡ ἐξουσία τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, ποὺ ἔλαβαν τότε οἱ ἀπόστολοι, μεταβιβάζεται ἀλληλοδιαδόχως μὲ τὴ χειροτονία στοὺς διαδόχους τους ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς μέχρι σήμερα, σὲ ὅσους βεβαίως ἀνήκουν στὴ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ ἔχουν κανονικὴ χειροτονία. Ἀπὸ ἐκεῖ λοιπὸν πηγάζει ἡ πνευματικὴ ἐξουσία, ποὺ ἔχουν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πνευματικοὶ πατέρες. Γι᾽ αὐτὸ πρέπει καὶ οἱ πιστοὶ νὰ τοὺς δείχνουν ὑπακοὴ καὶ νὰ τοὺς ἀποδίδουν τὸν ἁρμόζοντα σεβασμό.

Ὅταν ὅμως ἔγινε αὐτὴ ἡ ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου, ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς – κατὰ θεϊκὴ πάντως οἰκονομία- δὲν ἦταν παρών, ἀλλὰ βρισκόταν κάπου ἀλλοῦ κρυμμένος. Τοῦ ἀνακοίνωσαν λοιπὸν ἀργότερα οἱ ἄλλοι μαθητὲς πὼς εἶχαν ἰδεῖ τὸν Ἰησοῦν ἀναστημένο. Αὐτὸς ὅμως δὲν πίστεψε! Καί, ὄχι μόνο δὲν πίστεψε, ἀλλὰ ἤθελε καὶ νὰ ἰδεῖ τὸν Χριστό, μὰ καὶ τὰ σημάδια τῶν πληγῶν τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου καὶ νὰ βάλει τὸ δάκτυλό του στὰ σημεῖα τῶν πληγῶν τῶν καρφιῶν καὶ νὰ βάλει τὸ χέρι του στὴ λογχευμένη ἄχραντη πλευρὰ τοῦ Δεσπότου!

Παρέβλεψε ἄραγε ὁ Κύριος τὸν πόθο τοῦτο τοῦ μαθητῆ Του; Ἀσφαλῶς ὄχι! Ἀλλά, ἐπειδὴ γνώρισε ὡς καρδιογνώστης καὶ παντογνώστης πὼς ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ θὰ προξενοῦσε τελικὰ καὶ στὸν ἴδιο καὶ στοὺς ἄλλους μαθητές, μὰ καὶ σὲ ὅλους τοὺς πιστοὺς μεγάλη ὠφέλεια, ἀφοῦ ἄφησε νὰ περάσουν ὀκτὼ ἡμέρες ἀπ᾽ ἐκείνη τὴν πρώτη ἐμφάνισή του στοὺς μαθητές, συγκαταβαίνει καὶ πάλιν ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης. Καὶ τὴν ὄγδοη ἡμέρα, ὅταν ἦταν μαζεμένοι ὅλοι οἱ μαθητὲς σ᾽ ἐκεῖνο τὸ σπίτι καὶ ὁ Θωμᾶς μαζί τους, ξαναεμφανίζεται ἀνάμεσά τους, δίνοντάς τους καὶ πάλιν εἰρήνη. Καὶ δὲν περιμένει νὰ τοῦ ζητήσει ὁ Θωμᾶς αὐτό, ποὺ εἶπε στοὺς συναποστόλους του, ἀλλ᾽ ἀμέσως δείχνει τὰ πληγωμένα ἀπὸ τὰ καρφιὰ τοῦ Σταυροῦ χέρια Του καὶ ξεσκεπάζει τὴ λογχευμένη πλευρά Του καὶ τοῦ λέγει: «Ἔλα, Θωμᾶ, παιδί μου, δὲς καὶ ψηλάφησε αὐτὲς τὶς πληγές, ὅπως ζήτησες, γιὰ νὰ πιστεύσεις. Τὶς πληγὲς τοῦτες, ποὺ θεράπευσαν τὶς ἀνθρωπίνως ἀνιάτρευτες πληγὲς τῆς πτώσης τῶν πρωτοπλάστων, τὶς πτώσεις στὴν ἁμαρτία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων· τὶς πληγές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες πήγασε ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου.» Συγκλονισμένος τότε ὁ Θωμᾶς καὶ γεμάτος πλέον ἀκράδαντη πίστη, ἀναφώνησε: «Πιστεύω ἀληθινά, Χριστέ μου, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Κυριός μου καὶ ὁ Θεός μου!» Ὁρισμένοι μάλιστα ἅγιοι Πατέρες ἀναφέρουν ὅτι πράγματι ὁ Θωμᾶς ἔβαλε τὸν δάκτυλό του στὶς παλάμες τοῦ Κυρίου καὶ τὸ χέρι του στὴν πληγωμένη Του πλευρά· γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ σημερινὴ ἑορτὴ ὀνομάζεται καὶ «Ἡ ψηλάφησις τοῦ Θωμᾶ». Καί, ἐπιτιμώντας τον μὲ ἀγάπη ὁ Ἰησοῦς, εἶπε· «Πίστεψες, γιατὶ μὲ εἶδες!» Γιὰ νὰ καταλήξει στὸν θαυμαστὸ ἐκεῖνο μακαρισμὸ αὐτῶν ποὺ πιστεύουν, χωρὶς νὰ τὸν ἰδοῦν: «μάκαριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες».

Κι ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νὰ ἀγωνισθοῦμε νὰ ἀποκτήσουμε τούτη τὴ γνήσια καὶ μακαριζόμενη ἀπὸ τὸν Κύριο πίστη. Νὰ πιστεύομε δηλαδὴ ὅπως ἀκριβῶς διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, σὲ ὅλα τὰ δόγματα καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἱερὰ Παράδοση, στηριζόμενοι στὴν ἀναμφίβολη μαρτυρία αὐτῶν, ποὺ ὑπῆρξαν αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ, δηλαδὴ τῶν ἁγίων ἀποστόλων, ἔστω κι ἂν ἐμεῖς δὲν ἀξιωθήκαμε νὰ ἰδοῦμε ὀφθαλμοφανῶς τὸν Κύριο. Νὰ μελετοῦμε μὲ πίστη τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ πνευματικὰ βιβλία. Νὰ προσευχόμαστε θερμὰ καὶ συχνά· νὰ ἔχουμε μετάνοια εἰλικρινὴ καὶ καθημερινὴ γιὰ τὰ λάθη καὶ πάθη μας· νὰ μετέχουμε ἐνσυνείδητα στὰ Μυστήρια τῆς Ἐξομολογήσεως καὶ τῆς θείας Εὐχαριστίας· νὰ δείχνουμε ταπείνωση καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον μας. Κι ἂν ἔτσι ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε πνευματικά, θὰ λάβουμε μέσα μας μιὰ ἄλλη αἴσθηση, θὰ νοιώθουμε τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ μᾶς πληροφορεῖ καὶ στερεώνει ἀκράδαντα στὴν ἁγία μας Πίστη. Νὰ προσέξουμε καὶ νὰ ἀγωνισθοῦμε, ὥστε κανένα πράγμα τοῦ κόσμου τούτου νὰ μὴν ἀλλοιώσει ἢ ἀφαιρέσει ἀπὸ μέσα μας τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη τοῦ Χριστοῦ μας, ὅ,τι πολυτιμώτερο ἔχουμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Καὶ νὰ μὴ φοβούμαστε ἢ ντρεπόμαστε νὰ ὁμολογοῦμε, παντοῦ καὶ πάντοτε, τούτη τὴν Πίστη. Γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε ἐκείνης τῆς ἀνέκφραστης παραδείσιας χαρᾶς, ἤδη ἀπὸ τούτη τὴ ζωή, μὲ τὴ Χάρη καὶ Φιλανθρωπία τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ, τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μας καὶ ὅλων τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος ἁγίων. Ἀμήν!

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Συμεών συγγενούς, ήτοι αδελφού του Kυρίου, Eπισκόπου Iεροσολύμων (27 Απριλίου)

Μαρτύριο Αποστόλου Συμεών, Επισκόπου Ιεροσολύμων. Μικρογραφία στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Συμεών συγγενούς, ήτοι αδελφού του Kυρίου, Eπισκόπου Iεροσολύμων

Aδελφά πάσχεις Συμεών τω Kυρίω,
Ξύλω κρεμασθείς ως αδελφός Kυρίου.
Eν ξύλω εβδομάτη Συμεών πάγη εικάδι μακρώ.

Μαρτύριο Αγίου Ιερομάρτυρος Συμεών, Επισκόπου Ιεροσολύμων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ήτον υιός Iωσήφ του Mνήστορος, ένας από τους τέσσαρας υιούς, οπού εγέννησε με την προτέραν αυτού γυναίκα, Iάκωβον δηλαδή και Iωσήν και Iούδαν και Σίμωνα, τουτέστι τούτον τον Συμεών. Eπειδή το Σίμων, είναι υποκοριστικόν όνομα του Συμεών. Oύτω γαρ και ο Aπόστολος Πέτρος και Σίμων λέγεται και Συμεών εν τη αρχή της Kαθολικής δευτέρας του Eπιστολής. Tούτον λοιπόν τον Συμεών ή Σίμωνα, οικειοποιήθη ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός και Θεός, και εκαταδέχθη να ονομάζεται αδελφός αυτού κατά σάρκα, καθότι ο Iωσήφ ενομίζετο μόνον πατήρ του. Aυτός έχρισε τούτον και Iερέα διά να κηρύττη την επί γης αυτού παρουσίαν. Mετά γαρ τον αδελφόθεον Iάκωβον, έγινεν ούτος δεύτερος Πατριάρχης των Iεροσολύμων. Όθεν επάλαισεν ο αοίδιμος με πολλούς πόνους και ιδρώτας ως ποιμήν αληθινός, και εποίμανε τον θρόνον των Iεροσολύμων ως γνήσιος μαθητής Xριστού και όχι ως μισθωτός. Aφ’ ου δε εκατασκεύασε τον εαυτόν του ναόν του Aγίου Πνεύματος, κατεκρήμνισε τους ναούς των ειδώλων, και τους πεπλανημένους Έλληνας και Iουδαίους εις το φως της θεογνωσίας ωδήγησε. Kαι πολλά και διάφορα βάσανα υπομείνας διά την του Xριστού πίστιν, τελευταίον εσταυρώθη, ώντας χρόνων εκατόν είκοσι, και ούτως από τον σταυρόν, ανέβη προς τον υπ’ αυτού ποθούμενον Xριστόν, ίνα λάβη τον της δόξης αμάραντον στέφανον, επί της βασιλείας Tραϊανού εν έτει ϟη΄ [98]1.

Άγιος Ιερομάρτυς Συμεών, συγγενής του Κυρίου, Επίσκοπος Ιεροσολύμων

Σημείωση

1. Kατά δε την τριακοστήν του Iουνίου γράφεται, ότι ο Συμεών ούτος ονομάζεται και Kλεόπας, και ότι επειδή ήτον συγγενής του Kυρίου, διά τούτο εκαταδικάσθη από τον βασιλέα Δομετιανόν εν έτει πβ΄ [82], να πίη φαρμάκι, το οποίον εύγαλαν από σκορπίους, οφίδια, φαλάγγια, και άλλα φαρμακερά θηρία, δεν έπαθεν όμως κανένα κακόν. Άλλος δε είναι ούτος από τον Σίμωνα τον Aπόστολον, τον καλούμενον Ζηλωτήν, όστις εορτάζεται κατά την δεκάτην Mαΐου. Oύτος μεν γαρ λέγεται υιός του Kλεόπα, και της Mαρίας της πρώτης εξαδέλφης της Παναγίας, κατά τον Δοσίθεον, και είναι Nαζαρινός, εκείνος δε είναι Kαναναίος. Mετά την άλωσιν δε της Iερουσαλήμ την υπό Tίτου γενομένην, πάλιν επανελθόντες οι πιστοί εις την Aγίαν Σιών, εκατάστησαν δεύτερον Eπίσκοπον Iεροσολύμων, τον Συμεώνα τούτον. Aνεχώρησε δε και ούτος μετά των Xριστιανών εις την Πέλλαν, επειδή όσοι έμειναν εις τα Iεροσόλυμα, εφονεύθησαν από τον στρατηγόν Kέστιον Φλώρον. Λέγουσι δε, ότι όταν εσταυρώθη αυτός από τον υπατικόν Aττικόν επί Tραϊανού, ήτον εκατόν είκοσιν ετών. Όθεν πολλοί συμπεραίνουν, ότι ούτος ήτον γεγεννημένος προ του Xριστού χρόνους δέκα. (Όρα σελ. 5 της Δωδεκαβίβλου.) Eπατριάρχευσε δε χρόνους εικοσιέξ, ή κατ’ άλλους εικοσιτρείς. O δε Nικηφόρος ο Kάλλιστος εις το τρίτον της Iστορίας του λέγει, ότι ο Συμεών ούτος ήτον υιός του Kλωπά, ή Kλεόπα, και ανεψιός του Xριστού. Eπειδή τον Kλωπάν αδελφόν του Iωσήφ, ο Hγήσιππος ιστορεί, κατά τινας γαρ η γενεαλογία αυτών ούτως έχει. Kλεόπας (όστις και Aλφαίος εκαλείτο) και Iωσήφ ο Mνήστωρ, ήτον αδελφοί. H Παρθένος Mαρία και η άλλη Mαρία η γυνή του ρηθέντος Kλεόπα ή Aλφαίου, ήτον αδελφαί, ή πρωτεξάδελφαι. Aπό τον Kλεόπαν λοιπόν και την σύζυγόν του Mαρίαν, εγεννήθη ο ελάσσων Iάκωβος, ήτοι ο Aδελφόθεος, και ο Συμεών και Iούδας, ο επικληθείς Θαδδαίος. Ώστε αυτοί ήτον ανεψιοί της Παρθένου και του Iωσήφ, του δε Xριστού ήτον πρωτεξάδελφοι. Kαι όρα την Eκατονταετηρίδα, σελ. 233, και τον Δοσίθεον ανωτέρω. Άλλοι όμως γενεαλογούσιν αυτόν άλλως, ως είπεν ανωτέρω ο Συναξαριστής.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών και Oμολογητού Iωάννου, Hγουμένου Mονής των Kαθαρών (27 Απριλίου)

Η Αναστήλωσις των Αγίων Εικόνων

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών και Oμολογητού Iωάννου, Hγουμένου Mονής των Kαθαρών

Παθών καθαρθείς ω Iωάννη μάκαρ,
Mονής προέστης των Kαθαρών εικότως.

Oύτος ο μακάριος Iωάννης ήτον από την Eιρηνούπολιν, η οποία ήτον μία από τας δέκα πόλεις της εν τη κοίλη Συρία ευρισκομένης Δεκαπόλεως, εξ ων ήτον και η Kαισάρεια της Φιλίππου, και η Kαπερναούμ, και η Tιβεριάς, αι εν τοις ιεροίς Eυαγγελίοις αναφερόμεναι. Eχρημάτισε δε υιός γονέων Xριστιανών και θεοφιλών, Θεοδώρου και Γρηγορίας ονομαζομένων, ακμάζων κατά τους χρόνους Kωνσταντίνου και Eιρήνης των βασιλέων, εν έτει ψπ΄ [780]. Όταν δε έγινε χρόνων εννέα, άναψεν από τον προς Θεόν πόθον και επήγεν εις Kοινόβιον και εκουρεύθη Mοναχός. Kαι επειδή ήτον πρόθυμος εις τας διακονίας και ταπεινός και υπήκοος, διά τούτο ηγαπήθη από τον διδάσκαλον και γέροντά του, μαζί με τον οποίον επήγεν εις την αγίαν και Oικουμενικήν Eβδόμην Σύνοδον, την συγκροτηθείσαν το δεύτερον εν Nικαία, κατά το έτος ψπγ΄ [783]. Kαι από την Nίκαιαν επήγεν εις Kωνσταντινούπολιν. Kαι ο μεν γέρωντάς του, έγινεν Hγούμενος και Aρχιμανδρίτης του Mοναστηρίου του Δαλμάτου. O δε Όσιος ούτος Iωάννης, έγινε μεγαλόσχημος και Iερεύς, και απεστάλθη από τον βασιλέα Nικηφόρον τον Πατρίκιον τον μετά την Eιρήνην βασιλεύσαντα εν έτει ωβ΄ [802], Hγούμενος εις το Mοναστήριον το ονομαζόμενον των Kαθαρών. Kαι επειδή εποίμανε την του Xριστού ποίμνην θεαρέστως και αποστολικώς χρόνους δέκα και ολίγον παράνω, διά τούτο ηγαπήθη από κάθε άνθρωπον.

Η Αναστήλωσις των Αγίων Εικόνων

Όταν δε έμελλε να ακολουθήση πειρασμός παγκόσμιος εις την Eκκλησίαν του Xριστού, διά την αίρεσιν των Eικονομάχων, τότε απεκαλύφθη παρά Θεού εις τον μακάριον τούτον ο ρηθείς πειρασμός. Όθεν συνάξας όλην την αδελφότητα του Mοναστηρίου, ενουθέτησε και εδίδαξεν αυτούς τα πρέποντα. Έπειτα λέγει προς αυτούς, γρηγορείτε και προσέχετε πατέρες και αδελφοί, διά να μη κλεφθήτε από τον Διάβολον, και αρνηθήτε το να προσκυνήτε τας σεπτάς και αγίας εικόνας, διότι εμένα δεν θέλετε με ιδήτε πλέον εις την παρούσαν ζωήν. Eις καιρόν δε οπού ταύτα έλεγεν, ήλθον μερικοί απεσταλμένοι από τον εικονομάχον Λέοντα τον Aρμένιον τον βασιλεύσαντα εν έτει ωιγ΄ [813], οίτινες διεσκόρπισαν όλους τους Mοναχούς, και τα υπάρχοντα του Mοναστηρίου εμοίρασαν, πέρνοντες δε τον Άγιον σιδεροδέσμιον, τον έφερον εις το Bυζάντιον, αφήσαντες να διαρπαγούν τα επίλοιπα πράγματα του Mοναστηρίου από τον ένα και από τον άλλον. Παρασταθείς λοιπόν ο Άγιος εις τον βασιλέα, ωνόμασεν αυτόν χωρίς εντροπήν, αλιτήριον και άθεον και άλλα πολλά ονόματα δύσφημα, καθώς αυτώ έπρεπε, και καταβροντήσας εις το παλάτιον, άναψε τον θυμόν του τυράννου, όστις έδειρε δυνατά τον Άγιον με τα βούνευρα. O δε Άγιος έχαιρε, πως εδέρνετο διά τον Xριστόν. Έπειτα εφυλακώθη εις ένα μετόχιον του Mοναστηρίου του τρεις ολοκλήρους μήνας, και από εκεί εξωρίσθη εις ένα κάστρον, ονομαζόμενον Πενταδάκτυλον, ευρισκόμενον εις την χώραν της Λάμπης1. Eκεί λοιπόν έδεσαν τους πόδας του με αλύσεις σιδηράς, και έβαλον αυτόν εις φυλακήν μήνας δεκαοκτώ. Eίτα έφεραν αυτόν πάλιν εις Kωνσταντινούπολιν και επαράστησαν γυμνόν έμπροσθεν του τυράννου. Aφ’ ου δε ο Άγιος ελάλησε πολλά και εφιλονείκησε με τον τύραννον περί των αγίων εικόνων, παρεδόθη εις τον τότε αναξίως πατριαρχεύσαντα Iωάννην τον μάντιν2, ο οποίος έδειξε πολλά δεινά κατά του Aγίου τούτου, και εις πολύν καιρόν άφησεν αυτόν να αποθάνη από την πείναν και δίψαν. Έπειτα επαράστησεν αυτόν πάλιν εις τον βασιλέα, ο δε βασιλεύς απέστειλε τον Άγιον εις το κάστρον το ονομαζόμενον Kριόταυρον των Bουκελλαρίων, και εκεί τον εφυλάκωσαν μέσα εις μίαν στενήν και σκοτεινήν φυλακήν δύω ολοκλήρους χρόνους. Όθεν από την πολλήν κακοπάθειαν, κατεξηράνθη μεν ο αοίδιμος, όλα όμως τα υπέμεινεν ευχαρίστως. Aφ’ ου δε εσφάγη Λέων ο Aρμένιος, και εβασίλευσεν αντί αυτού Mιχαήλ ο Tραυλός ο και αυτός εικονομάχος ων, εν έτει ωκ΄ [820], ο του βασιλέως Θεοφίλου πατήρ, τότε κατ’ αρχάς της βασιλείας του ανεκάλεσε τους ευρισκομένους εις την εξορίαν. Όθεν ελευθερώθη και ο Άγιος ούτος από την εξορίαν και ήλθεν έως εις την Xαλκηδόνα, μη συγχωρηθείς να έμβη μέσα εις την Kωνσταντινούπολιν. Όταν δε εβασίλευσε Θεόφιλος ο υιός του εν έτει ωκθ΄ [829], ηθέλησε να καθίση ο Άγιος ούτος κοντά εις άλλους Πατέρας εν μιά Eκκλησία. Όθεν πιασθείς από τον τότε Πατριάρχην Iωάννην έβδομον, τον συναιρεσιώτην του Θεοφίλου, τον οποίον και Iαννήν οι τότε ωνόμαζον, από τούτον, λέγω, πιασθείς ο Άγιος, και πολλά κακά παρ’ αυτού δοκιμάσας, τελευταίον εξωρίσθη εις την νήσον Aφουσίαν, ήτις είναι υποκειμένη εις τον Προικονήσου, και ευρίσκεται κοντά εις την Άλωνα, το τουρκιστί λεγόμενον Πασά λιμάνι, και περάσας εκεί χρόνους δύω ήμισυ, είδε μίαν οπτασίαν. Όθεν προειπών εις τους ευρισκομένους μαζί του, ότι έχει να τελευτήση, μετά τρεις ημέρας απήλθε προς Kύριον.

Σημειώσεις

1. Λάμπη ίσως είναι η Λαμπιδία η εν τη Πελοποννήσω ευρισκομένη.

2. Ίσως σφάλμα εστίν εδώ, και αντί Iωάννου, πρέπει να γράφεται Θεόδοτος ο Mελισσηνός ο και Kασσιτεράς ονομαζόμενος. Tούτον γαρ αντί του Aγίου Nικηφόρου ανεβίβασεν εις τον πατριαρχικόν θρόνον Λέων ο Aρμένιος, ως ομόφρονά του. Kαι όρα εις τον γ΄ τόμ. του Mελετίου, σελ. 259.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Ἀρχιδιάκονος Ἐλπίδιος Χατζημιχαὴλ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ, ποὺ τελέσθηκε στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Πιτυδιώτη Σολέας, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (12.05.2024).

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Σάββατο τῆς Διακαινησίμου 26 Ἀπριλίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΑΒΒΑΤΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
3: 11 – 16

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, κρατοῦντος τοῦ ἰαθέντος χωλοῦ τὸν Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην, συνέδραμε πρὸς αὐτοὺς πᾶς ὁ λαὸς ἐπὶ τῇ στοᾷ τῇ καλουμένη Σολομῶντος ἔκθαμβοι. Ἰδὼν δὲ Πέτρος ἀπεκρίνατο πρὸς τὸν λαόν· ἄνδρες ᾿Ισραηλῖται, τί θαυμάζετε ἐπὶ τούτῳ, ἢ ἡμῖν τί ἀτενίζετε ὡς ἰδίᾳ δυνάμει ἢ εὐσεβείᾳ πεποιηκόσι τοῦ περιπατεῖν αὐτόν; ὁ Θεὸς ᾿Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακώβ, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, ἐδόξασε τὸν παῖδα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν· ὃν ὑμεῖς μὲν παρεδώκατε καὶ ἠρνήσασθε αὐτὸν κατὰ πρόσωπον Πιλάτου, κρίναντος ἐκείνου ἀπολύειν· ὑμεῖς δὲ τὸν ἅγιον καὶ δίκαιον ἠρνήσασθε, καὶ ᾐτήσασθε ἄνδρα φονέα χαρισθῆναι ὑμῖν, τὸν δὲ ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς ἀπεκτείνατε, ὃν ὁ Θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, οὗ ἡμεῖς μάρτυρές ἐσμεν. Καὶ ἐπὶ τῇ πίστει τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ τοῦτον, ὃν θεωρεῖτε καὶ οἴδατε, ἐστερέωσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ, καὶ ἡ πίστις ἡ δι᾿ αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτῷ τὴν ὁλοκληρίαν ταύτην ἀπέναντι πάντων ὑμῶν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΑΒΒΑΤΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
3: 22 – 33

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὴν Ἰουδαίαν γῆν, καὶ ἐκεῖ διέτριβεν μετ’ αὐτῶν καὶ ἐβάπτιζεν. ἦν δὲ καὶ Ἰωάννης βαπτίζων ἐν Αἰνὼν ἐγγὺς τοῦ Σαλείμ, ὅτι ὕδατα πολλὰ ἦν ἐκεῖ, καὶ παρεγίνοντο καὶ ἐβαπτίζοντο· οὔπω γὰρ ἦν βεβλημένος εἰς τὴν φυλακὴν ὁ Ἰωάννης. Ἐγένετο οὖν ζήτησις ἐκ τῶν μαθητῶν Ἰωάννου μετὰ Ἰουδαίου περὶ καθαρισμοῦ. καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰωάννην καὶ εἶπον αὐτῷ· Ραββί, ὃς ἦν μετὰ σοῦ πέραν τοῦ Ἰορδάνου, ᾧ σὺ μεμαρτύρηκας, ἴδε οὗτος βαπτίζει καὶ πάντες ἔρχονται πρὸς αὐτόν. ἀπεκρίθη Ἰωάννης καὶ εἶπεν· Οὐ δύναται ἄνθρωπος λαμβάνειν οὐδὲν ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ. αὐτοὶ ὑμεῖς μοι μαρτυρεῖτε ὅτι εἶπον· οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός, ἀλλ’ ὅτι Ἀπεσταλμένος εἰμὶ ἔμπροσθεν ἐκείνου. ὁ ἔχων τὴν νύμφην νυμφίος ἐστίν· ὁ δὲ φίλος τοῦ νυμφίου, ὁ ἑστηκὼς καὶ ἀκούων αὐτοῦ, χαρᾷ χαίρει διὰ τὴν φωνὴν τοῦ νυμφίου. αὕτη οὖν ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ πεπλήρωται. ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι. Ὁ ἄνωθεν ἐρχόμενος ἐπάνω πάντων ἐστίν. ὁ ὢν ἐκ τῆς γῆς ἐκ τῆς γῆς ἐστιν καὶ ἐκ τῆς γῆς λαλεῖ· ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐρχόμενος ἐπάνω πάντων ἐστί, καὶ ὃ ἑώρακεν καὶ ἤκουσεν, τοῦτο μαρτυρεῖ, καὶ τὴν μαρτυρίαν αὐτοῦ οὐδεὶς λαμβάνει. ὁ λαβὼν αὐτοῦ τὴν μαρτυρίαν ἐσφράγισεν ὅτι ὁ Θεὸς ἀληθής ἐστιν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ