Αρχική Blog Σελίδα 34

Άγιον Όρος – Θεσσαλονίκη – Κωνσταντινούπολη: Διαδρομές που πάντα θα μιλούν για τα βήματα ενός μεγάλου Αγίου (Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μνήμη 14 Νοεμβρίου και Β’ Κυριακή των Νηστειών)

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

Μέγας πατήρ της Εκκλησίας και οικουμενικός διδάσκαλος. Η διδασκαλία του για τη θέωση του ανθρώπου και τη μετοχή του στις άκτιστες ενέργειες του Θεού, εκφράζει την ουσία της ορθόδοξης πνευματικής ζωής, σε πλήρη αντίθεση με την εκκοσμικευμένη θεολογία της εποχής του, που διαμορφώθηκε με την επίδραση του σχολαστικιστικού ανθρωποκεντρισμού του ρωμαιοκαθολικισμού.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αποτελεί σπάνια περίπτωση στη ζωή της Εκκλησίας. Πρόκειται για θεολόγο θεόπτη, που εκφράζει την ουσία της ορθόδοξης πνευματικής ζωής με μοναδικό συνθετικό τρόπο. Εχει ως θεμέλιο της πνευματικής του καταρτίσεως τη βίωση της θείας χάριτος και, τη θέωση μέσα στο φως των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Προικισμένος με οξύ νού μπόρεσε να κινηθεί άνετα στον χωρο της θεολογίας και να εκφράσει ακραιφνή τριαδολογία με τα σημαντικά έργα του.

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Γεννήθηκε το 1296 στην Κωνσταντινούπολη από επιφανείς γονείς. Ο πατέρας του Κωνσταντίνος Παλαμάς προερχόμενος από τη βαθύτερη Μικρά Ασία ήταν συγκλητικός και μέλος της αυτοκρατορικής αυλής του Ανδρονίκου Β’. Ο αυτοκράτορας τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και γι’ αυτό του ανέθεσε την ανατροφή του Ανδρονίκου Γ’, εγγονού και διαδόχου του. Φαίνεται όμως ότι δεν τον απορροφούσαν τόσο τα πολιτικά έργα όσο τα πνευματικά, αφού κάποτε σε συνεδρίαση της συγκλήτου, θέλοντας ο αυτοκράτορας να του ζητήσει τη γνώμη του τον βρήκε αφοσιωμένο στην προσευχή και δεν τον διέκοψε, πιστεύοντας ότι βοηθεί περισσότερο με την προσευχή του παρά με τις σκέψεις του. Ο πατέρας του, αφού πρόλαβε να φορέσει το ράσο του μοναχού και να λάβει το όνομα Κωνστάντιος, εκοιμήθη σχετικά νέος, όταν ο Γρηγόριος ήταν επτά ετών. Την προστασία του ανέλαβε ο αυτοκράτορας.

Η μητέρα του Καλή και οι αδελφές του Επίχαρις και Θεοδότη κατέληξαν μοναχές, όπως και οι αδελφοί του Μακάριος και Θεοδόσιος, που τον ακολούθησαν στον μοναχικό βίο. Ο Γρηγόριος έλαβε καλή μόρφωση στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως με διευθυντή τον διάσημο θεολόγο και φιλόσοφο Θεόδωρο Μετοχίτη. Σπούδασε ιδιαίτερα φιλοσοφία. Μόλις 17 ετών, ενώπιον του αυτοκράτορος Ανδρόνικου Β’ και πολλών σοφών στα ανάκτορα, σε ομιλία του για τον Αριστοτέλη κατέπληξε όλους τους ακροατές του. Ο παριστάμενος Θεόδωρος Μετοχίτης είπε θαυμάζοντας στον αυτοκράτορα για τον νεαρό ομιλητή: Αν ήταν παρών και ο ίδιος ο Αριστοτέλης θα τον επαινούσε.

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

Εκτός της αριστοτελικής φιλοσοφίας τελείωσε μαθήματα γραμματικής και ρητορικής. Νωρίς όμως αφιερώθηκε στη μελέτη της Αγίας Γραφής, των Πατέρων της Εκκλησίας και του Συναξαριστή. Την πνευματική ζωή διδάχθηκε πρώτα από τον πατέρα του και τους μοναχούς που συναναστρεφόταν. Μεταξύ αυτών ήταν ο πρώην Αγιορείτης Θεόληπτος Φιλαδελφείας, που τον μύησε στην καθαρή προσευχή. Ο αυτοκράτορας, που ήλπιζε ότι θα τον έχει σύμβουλο, στη θέση του πατέρα του, έβλεπε να τον χάνει. Εικοσάχρονος ο Γρηγόριος αναχώρησε για το Παπίκιο όρος, σπουδαίο μοναστικό κέντρο, όπου αντέκρουσε εκεί νεώτερους Μασσαλιανούς, και στη συνέχεια για το Άγιον Όρος.

Στο Άγιον Όρος ήλθε με τους δύο αδελφούς του. Ο ίδιος υποτάχθηκε στον όσιο Νικόδημο τον Ησυχαστή, που ησκείτο σε Κελλί της μονής Βατοπαιδίου, και ήταν γνωστός σε όλους τους Αγιορείτες για τη σοφία του. Ο άγιος Γρηγόριος έκανε υπακοή «τω γενναίω ανδρί, θαυμαστώ κατά την πράξιν και θεωρίαν» κατά τον άγιο Φιλόθεο τον Κόκκινο. Από τον Νικόδημο ο Γρηγόριος έλαβε το μοναχικό σχήμα. Τα πρώτα μοναχικά του έτη τα έζησε ο άγιος στο Άγιον Όρος και κοντά στη μονή Βατοπαιδίου με αυστηρή άσκηση, νηστεία, αγρυπνία και αδιάλειπτη προσευχή. Προσευχόμενος επανελάμβανε συνεχώς το «φώτισόν μου το σκότος». Κάποτε είδε τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και του είπε πως τον έστειλε η Παναγία και του είπε, ότι η Θεοτόκος και ο ίδιος θα του είναι πάντα βοηθοί! Τρία έτη παρέμεινε ο άγιος Γρηγόριος στην υπακοή του οσίου Γέροντός του Νικοδήμου και πολλά διδάχθηκε κοντά του.

Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς

Περι το 1320, μετά την οσιακή κοίμηση του γηραιού Γέροντός του αναχώρησε για την ιερά μονή της Μεγίστης Λαύρας, όπου παρέμεινε για μια τριετία. Η φήμη του τον είχε προφθάσει και οι πατέρες τον υποδέχθηκαν θερμά. Υπακούοντας διακόνησε στην τράπεζα και στο ναό. Όλοι εξεπλάγησαν από την εγκράτεια, την άσκηση και την αγρυπνία, την οποία εξασκούσε υπέρμετρα. Ο πόθος του για την ιερά ησυχία τον έκανε να αναχωρήσει και από εκεί.

Οι Λαυριώτες πατέρες λυπήθηκαν για την αναχώρησή του ενώ οι μοναχοί της σκήτης της Γλωσσίας, σημερινή Προβάτα, στην οποία κατευθύνθηκε ο άγιος, χαιρόμενοι τον υποδέχθηκαν, κατά τον όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Ο άγιος Γρηγόριος συναντήθηκε εκεί με τον όσιο Γρηγόριο τον Βυζάντιο, ο οποίος ήταν έξαρχος και κορυφαίος, «μέγας και περιβόητος εις την ησυχίαν, και εις την νηφίν και θεωρίαν κατ’ εκείνους τους χρόνους».

Από αυτόν διδάχθηκε ο άγιος πολλά περί των μυστηρίων της νοεράς ενεργείας και της ακροτάτης θεωρίας του Θεού και αξιώθηκε πολλών χαρισμάτων, όπως της συνεχούς κατανύξεως και των καρδιακών δακρύων. Λόγω επιδρομής Τούρκων πειρατών, μετά διετή παραμονή, αναγκάσθηκε να αναχωρήσει και από εκεί και να μεταβεί με δώδεκα μαθητές του στη Θεσσαλονίκη. Κατά μία παράδοση ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έλαβε το μέγα και αγγελικό σχήμα στο Κελλίον Παναγίας Κρανιάς από τον Γέροντά του όσιο Νικηφόρο τον Ησυχαστή τον Ιταλό, ο οποίος βρισκόταν σε ύψος νηπτικής θεωρίας.

Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς

Στη Θεσσαλονίκη δεν έπαυσε την άσκησή του μετά της συνοδείας του. Οι κινήσεις του πραγματοποιούνταν κατόπιν προσευχής και θείας πληροφορίας. Έτσι δέχθηκε να λάβει και το αξίωμα της ιερωσύνης. Κατόπιν μετέβη στη σκήτη της Βεροίας, όπου παρέμεινε επί πενταετία (1326-1331), συνεχίζοντας τη μεγάλη του άσκηση. Εκεί κατά τις πέντε ημέρες της εβδομάδος έμενε έγκλειστος και σιωπών και μόνο το Σάββατο και την Κυριακή εξήρχετο του κελλιού του, για να λειτουργεί και να διδάσκει τους αδελφούς του. Η συνεχής νήψη και προσευχή του είχε δώσει την καλή αλλοίωση και είχε γίνει όλος φως και για όλους φωτεινό παράδειγμα. Ο θάνατος της μοναχής μητέρας του Καλλίστης τον πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέλαβε τις αδελφές του, τις τοποθέτησε σε γυναικείο ησυχαστήριο και τους δίδαξε την ακρίβεια της μοναχικής πολιτείας. Σε λίγο καιρό η ενάρετη αδελφή του Επίχαρις, η κοσμημένη με πλούσιο προορατικό χάρισμα, αναπαύθηκε εν Κυρίω. Πειρατικές επιδρομές στην περιοχή ανάγκασαν τον θείο Γρηγόριο να αναχωρήσει ξανά και να επιστρέψει στο αγαπητό του Άγιον Όρος.

Προσήλθε στη Μεγίστη Λαύρα και παρά την προθυμία των πατέρων της δεν έμεινε εντός των τειχών της, αλλά αποσύρθηκε στο ησυχαστικό Κελλί του Αγίου Σάββα. Συνέχιζε και εδώ το ασκητικό του πρόγραμμα. Τις πέντε ημέρες της εβδομάδος παρέμενε έγκλειστος, σιωπών και αδιαλείπτως προσευχόμενος και μόνο το Σάββατο και την Κυριακή μετέβαινε στην πλησιόχωρη Λαύρα για να λειτουργήσει. Η ένθεη ζωή του ήταν γεμάτη από θείες οπτασίες και οράματα, πότε κατά τις λειτουργίες στη Λαύρα και πότε στις αγρυπνίες στο κελλί του, όπου του παρουσιάσθηκε η ίδια η Θεοτόκος. Η θέα του ακτίστου φωτός του ήταν συνήθης, όπου κατά τον βιογράφο του «τω θείω φωτί πλουσίως ολως περιλαμπόμενος».Η θεολογία του δόθηκε θαυμαστά άνωθεν, κατόπιν εξαισίου οράματος, και τότε άρχισε να γράφει αγιοπνευματικά τους θαυμάσιους δογματικούς λόγους του.

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλήτης

Το 1335 ψηφίσθηκε ηγούμενος της ιεράς μονής Εσφιγμένου, όπου παρέμεινε επί τριετία. Λόγω σκανδάλων παρητήθη και επέστρεψε στην εράσμια ησυχία του. Επί των ημερών του στη μονή Εσφιγμένου ήταν διακόσιοι πατέρες, οι οποίοι υπήρξαν μάρτυρες των θαυμάτων του.

Συνεχίζοντας τη μυστική ασκητική βιοτή του ο άγιος Γρηγόριος στο Λαυριώτικο ησυχαστήριο του Αγίου Σάββα, την Πεντηκοστή του 1337 ανέγνωσε τις πραγματείες του Καλαβρού μοναχού Βαρλαάμ, οι οποίες είχαν λανθασμένες θεολογικές θέσεις περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού. Ο Βαρλαάμ στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη κατηγορούσε και διέβαλλε τους ησυχαστές ως πλανεμένους και ομφαλοσκόπους. Ο μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως άγιος Ισίδωρος Βουχειράς από τη Θεσσαλονίκη στέλνει στο ερημητήριο του αγίου Γρηγορίου τα λάθη τους και τις αιρετικές αποκλίσεις τους, παρακαλούμενος θερμά και προσκαλούμενος έμπιστα, προβλέποντας ότι νέα αίρεση θα συγκλονίσει την Εκκλησία. Εξήλθε του φίλτατου Αγίου Όρους στη Θεσσαλονίκη, όπου συνέχισε τη μελέτη των βαρλααμικών συγγραμάτων και με επιστολή του προσπάθησε να συνετίσει τον αταπείνωτο συγγραφέα τους, ο οποίος υποκρινόμενος απέφευγε τον δίκαιο και ορθό έλεγχο. Ο φίλος της ειρήνης Γρηγόριος συνέχισε τους αγώνες του με το σπουδαίο έργο του « Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων», στο οποίο ο Βαρλαάμ απάντησε με το αντιησυχαστικό του έργο «Κατά Μασσαλιανών». Οι άγιοι Γρηγόριος και Ισίδωρος συνήργησαν για την έκδοση του περίφημου Αγιορειτικού Τόμου (1340), του οποίου συντάκτης ήταν ο θείος Γρηγόριος και τον οποίο υπέγραψαν οι πρόκριτοι των Αγιορειτών καταδικάζοντας τον βαρλααμισμό. Στη Θεσσαλονίκη αναπαύθηκε η οσία αδελφή του Θεοδότη κι ο άγιος προσκαλούμενος από τη Σύνοδο μετέβη στην Κωνσταντινούπολη προς αντιμετώπιση του τολμηρού Βαρλαάμ.

Οι θέσεις του αγίου επιδοκιμάσθηκαν και επικυρώθηκαν από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του Ιουνίου του 1341. Ο Βαρλαάμ αναγκάσθηκε να επιστρέψει στη Δύση. Ο εμφύλιος που ακολούθησε δημιούργησε ταραχές και στην Εκκλησία. Το έργο του Βαρλαάμ συνέχισε ο Γρηγόριος Ακίνδυνος, ο οποίος προστατευόταν από τον πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα. Ο άγιος Γρηγόριος στην προσπάθειά του να ειρηνεύσει τους αντιμαχόμενους έπεσε σε περιπέτειες και μάλιστα διώχθηκε και φυλακίσθηκε από την Εκκλησία το 1344. Η άνοδος στον θρόνο του αυτοκράτορος Ιωάννου Κατακουζηνού και του πατριάρχου Ισιδώρου Βουχειρά και η Σύνοδος του 1347 δικαίωσε τον άγιο Γρηγόριο και μάλιστα εκλέχθηκε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Λόγω των εκεί όμως ακόμη πολιτικών ταραχών στο θρόνο του επίσημα ανήλθε το 1350.

Πριν την ενθρόνισή του στη Θεσσαλονίκη μετέβη ξανά στο Άγιον Όρος και κατόπιν στη Λήμνο, που ήταν αποίμαντη εκείνο τον καιρό και ανέλαβε έκτακτες ποιμαντικές μέριμνες. Η είσοδος του Κατακουζηνού στη Θεσσαλονίκη επέτρεψε και την του Παλαμά στερέωση, τον οποίο ύποδέχθηκε ο πιστός λαός με μεγάλες τιμές ως πνευματοφόρο και ειρηνοδότη. Οι ομιλίες του έφεραν σε μετάνοια τους αντιπάλους του. Εμψύχωσε κι ενδυνάμωσε με συνάξεις τον ιερό κλήρο της πόλεως. Λειτουργούσε συχνά και κήρυτε πάντα άψογα. Οι σωζόμενες ομιλίες του ήταν παιδαγωγικές και ψυχωφελείς, αφορμές μετανοίας, αναιρετικές αμαρτιών, διδαχές εναρέτου βίου. Σώζονται αναφορές θαυματουργιών του της περιόδου αυτής. Η αρχιερατική του διακονία ήταν πολυκύμαντη, γιατί νέες περιπέτειες από ετεροδιδασκαλίες δεν τον άφηναν ν’ αφοσιωθεί πλήρως στο πλούσιο ποιμαντικό του έργο απέναντι στο ποίμνιο του.

Μεταβαίνοντας στην Κωνσταντινούπολη για ειρηνευτικούς σκοπούς, προς συμφιλίωση των αυτοκρατόρων Ματθαίου Κατακουζηνού και Ιωάννου Ε’ Παλαιολόγου, τον Μάρτιο του 1354, αιχμαλωτίσθηκε από τους Τούρκους στην Καλλίπολη. Μεταφέρθηκε στην Προύσα και τη Νίκαια και εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία ο πολύσοφος να έχει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες θεολογικές συνομιλίες με τους Τούρκους. Την άνοιξη του 1355, με την καταβολή λύτρων, απελευθερώθηκε και μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, για να συνεχίσει τους αντιαιρετικούς αγώνες, αυτή τη φορά κατά του Νικηφόρου Γρήγορά.

Οι λόγοι του «Κατά Γρηγορά» είναι τα τελευταία του γραπτά έργα. Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη συνέχισε το ποιμαντικό του έργο, το οποίο εστέφθη με πολλές θαυματουργίες. Τα τελευταία του λόγια «πυκνώς και πολλάκις» ήταν «τα επουράνια εις τα επουράνια». Εκοιμήθη το φθινόπωρο του 1359.

Η μνήμη του ετιμάτο στις 13 Νοεμβρίου μετά του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται και ως νέος Χρυσόστομος. Έτσι αναφέρεται στο παρεκκλήσιο των Αγίων Αναργύρων της ιεράς μονής Βατοπαιδίου και στον ιερό ναό των Αγίων Τριών της Καστοριάς. Το 1368 επί του φίλου και εξαίρετου εγκωμιαστού και βιογράφου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου καθιερώθηκε η μνήμη του τη Β’ Κυριακή των Νηστειών. Αυτή καθιερώθηκε ως προέκταση της Κυριακής της Ορθοδοξίας, γιατί ο άγιος θεωρήθηκε προστάτης της Ορθοδοξίας και ακραιφνής πρόμαχος της. Η μνήμη του τιμάται και στις 14 Νοεμβρίου.

Πλήθος τοιχογραφιών και φορητών εικόνων του αγίου σώζονται, αφού σύντομα μετά την κοίμησή του τιμήθηκε στη Θεσσαλονίκη, την Καστοριά, τη Βέροια και το Άγιον Όρος.

Πρώτος βιογράφος του, όπως αναφέραμε, στον οποίο βασίζονται και όλοι οι πολλοί κατοπινοί του είναι ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, ο οποίος είναι και ο πρώτος υμνογράφος του. Έγκώμιο έγραψε ο πατριάρχης Νείλος, ενώ κανόνες συνέθεσαν ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, οι οποίοι θεωρούνται απωλεσθέντες, και ο Γεννάδιος Σχολάριος. Νέα πλήρη ακολουθία συνέθεσε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννίτης. Υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία για τον πολυτιμημένο άγιο με βάση τα πολύτιμα έργα του.

Τα τίμια και χαριτόβρυτα λείψανά του φυλάγονται στον προς τιμή του μητροπολιτικό ιερό ναό της Θεσσαλονίκης, της οποίας είναι συμπολιούχος με τον άγιο μεγαλομάρτυρα Δημήτριο τον Μυροβλήτη.

Πηγή: https://konstantinoupolipothoumeno.blogspot.com/2022/03/blog-post_45.html?m=1

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Xριστοδούλου του εν Πάτμω, του Θαυματουργού (16 Μαρτίου)

Όσιος Χριστόδουλος ο εν Πάτμω
Όσιος Χριστόδουλος ο εν Πάτμω

Ο θαυμάσιος αυτός μαθητής του Κυρίου γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό της Βιθυνίας περί το 1020. Προικισμένος με το φως της θείας χάριτος, έκανε λαμπρές σπουδές, στη διάρκεια των οποίων έμαθε να περιφρονεί τα πρόσκαιρα για να προτιμά τα αιώνια. Καθώς οι γονείς του είχαν κανονίσει, παρά τη θέλησή του, να αρραβωνιαστεί μια νεαρά κόρη από καλή οικογένεια, έφυγε κρυφά για το όρος Όλυμπος, όπου έγινε μαθητής ενός γέροντα, φημισμένου για τη σοφία του και άριστου γνώστη των θείων πραγμάτων. Αφού ενεδύθη το αγγελικό Σχήμα και έλαβε το όνομα Χριστόδουλος, ο νεαρός μοναχός προσπάθησε να μιμηθεί καθ’ όλα την πολιτεία του πνευματικού του πατρός, τον οποίο έβλεπε ως ζώσα εικόνα του Χριστού. Τιθάσευσε τη σάρκα με τη νηστεία και περνούσε ολόκληρες νύχτες προσευχόμενος.

Όταν ο γέροντας, ύστερα από τρία χρόνια, αναχώρησε για τις αιώνιες μονές, ο Χριστόδουλος, από φόβο μήπως οι γονείς του αποπειραθούν να τον επαναφέρουν στον κόσμο, μετέβη στη Ρώμη για να προσκυνήσει με ευλάβεια τα λείψανα των αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, οι οποίοι του αποκάλυψαν σε ενύπνιο τη μελλοντική σταδιοδρομία του. Από τη Ρώμη μετέβη στους Αγίους Τόπους, όπου εγκαταβίωσε με τους ασκητές στη σκληρή έρημο της Παλαιστίνης και κατόπιν εισήλθε σε μοναστήρι όπου διήγε υποδειγματική διαγωγή. Όμως αργότερα χρειάστηκε να φύγει εξαιτίας της απειλούμενης τουρκικής εισβολής. Πήρε το πλοίο με μερικούς άλλους για τη Μικρά Ασία και κατέφυγε στην ονομαστή μοναστική πολιτεία του όρους Λάτρους, όπου ξανάρχισε με θέρμη τους ασκητικούς του αγώνες, προκαλώντας τον θαυμασμό των συνασκητών του. Τρεφόταν μόνο με κρίθινο ψωμί και νερό, αλλά στις μεγάλες εορτές έτρωγε απ’ όλα, για να μη θεωρηθεί αιρετικός μανιχαίος που βδελύσσεται την τροφή. Διαπιστώνοντας τον βαθμό της διακρίσεώς του, οι μοναχοί της εκεί περιβόητης Μονής του Στύλου θέλησαν να τον εκλέξουν προεστώτα τους. Ο άγιος αρχικά αρνήθηκε, από φόβο μήπως στερηθεί το πολυτιμότερο αγαθό του, την ησυχία· τελικά όμως αποδέχθηκε τούτο το από μέρους τους κάλεσμα, ύστερα από τις παραινέσεις του πατριάρχη Κοσμά (1075-1081). Σύντομα αντιμετώπισε αντιξοότητες στη λειτουργία της μονής και, πιεζόμενος από την προέλαση των Σελτζούκων Τούρκων, που λεηλατούσαν όλη τη Μικρά Ασία ύστερα από τον θρίαμβό τους στη μάχη του Μαντζικέρτ (1071), αναγκάστηκε να παραιτηθεί μετά από τρία χρόνια ηγουμενίας και να αναχωρήσει ξανά σε αναζήτηση της ιερής ησυχίας. Εγκαταστάθηκε τότε στη Μονή του Στροβίλου, μια παραθαλάσσια πόλη της Λυκίας, και ύστερα από πρόταση του ηγουμένου, Αρσενίου Σκινούρη, αποδέχθηκε να αναλάβει το μετόχι της μονής, που βρισκόταν στη νήσο Κω, όπου ίδρυσε μονή αφιερωμένη στην Παναγία. Η αναταραχή όμως που προξενούσαν περιστασιακά οι κοσμικοί με τις επισκέψεις τους, τον ανάγκασε να αναζητήσει νέο καταφύγιο ευνοϊκότερο για τον μυστικό βίο της θεωρίας.

Όσιος Χριστόδουλος ο εν Πάτμω. Φορητή εικόνα του 16ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο

Ύστερα από πολλές αναζητήσεις, βρήκε τον τόπο που επιθυμούσε: τη νήσο Πάτμο, έρημη και γυμνή από κάθε παρηγορία, εκεί όπου είχε σταλεί σε εξορία ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και όπου είχε δεχθεί τη θεία Αποκάλυψη. Χωρίς άλλη χρονοτριβή, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσει από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081-1118) να του εκχωρήσει την ιδιοκτησία του νησιού, ώστε να μπορέσει να οικοδομήσει μονή αφιερωμένη στον Ηγαπημένο Μαθητή του Κυρίου. Θαυμάζοντας την αγιότητα και τους λεπτούς τρόπους του θεοφόρου ανδρός, ο αυτοκράτορας τού αντιπρότεινε να αναλάβει την καθοδήγηση των μοναχών της Μονής Ζαγοράς, στη Θεσσαλία, που στερούνταν πνευματικού οδηγού. Ο άγιος τού αποκρίθηκε ότι ένα πράγμα επιθυμεί: έναν ήσυχο τόπο, μακριά από την τύρβη του κόσμου, ώστε να αφιερωθεί στην προσευχή. Από υπακοή όμως, δέχθηκε να συντάξει για τους μοναχούς αυτούς έναν «Κανόνα» κοινοβιακής ζωής και, αν συμφωνούσαν να τον τηρήσουν, θα δεχόταν να τους καθοδηγήσει. Συνέταξε λοιπόν ένα «Τυπικόν», στο οποίο όριζε στους μοναχούς να παραιτηθούν από κάθε ιδιοκτησία και από κάθε ίδιον θέλημα για να ζήσουν ακτήμονα βίο, με υπακοή και υπομονή, ελπίζοντας μόνο στη θεία χάρη. Καθώς η κλήση των μοναχών είναι να παραμένουν απερίσπαστοι, στραμμένοι στον Θεό και τους αγίους, τους όρισε να αποφεύγουν τις συναναστροφές με κοσμικούς. Συνέστησε ακόμη να εξομολογούνται λεπτομερώς όλους τους πονηρούς λογισμούς στον πνευματικό τους πατέρα και να κάνουν αρκετές μετάνοιες την ημέρα ή τη νύκτα, προσευχόμενοι με προσοχή και κατάνυξη, ωσάν να βρίσκονται ενώπιον του φοβερού Βήματος του Κυρίου. Οι άγιες αυτές παραινέσεις και προσπάθειες του οσίου, που αποτελούσαν πιστή έκφραση των πατερικών παραδόσεων, φάνηκαν πικρές σαν τον άψινθο στους αμελείς μοναχούς της Ζαγοράς και ο άγιος Χριστόδουλος είδε με χαρά και ανακούφιση να μη στέργουν να τον δεχθούν ως ηγούμενό τους. Επανέλαβε λοιπόν το αίτημά του και ο αυτοκράτορας τού παραχώρησε απόλυτη δικαιοδοσία επί της νήσου Πάτμου, την οποία κατέστησε πλήρως ανεξάρτητη από κάθε πολιτική εξουσία και απάλλαξε από κάθε φορολογία και άλλη υποχρέωση. Διέταξε επίσης να παρέχεται ετησίως η αναγκαία για τους μοναχούς ποσότητα σίτου, ώστε απερίσπαστοι να προσεύχονται υπέρ σωτηρίας του ιδίου και όλης της αυτοκρατορίας.

Μόλις ο άγιος αποβιβάστηκε στην Πάτμο, εφοδιασμένος με το πολύτιμο χρυσόβουλλο που κατοχύρωνε τα δικαιώματά του στο νησί, που εφεξής αφιερώθηκε εξολοκλήρου στον αγγελικό βίο, κατακρήμνισε ένα άγαλμα της Αρτέμιδος και άρχισε την ανοικοδόμηση ναού αφιερωμένου στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο· ολημερίς βοηθούσε τους εργάτες με τα ίδια του τα χέρια και έτρωγε μια ισχνή μερίδα τροφής μόνο μετά το ηλιοβασίλεμα. Όταν νύχτωνε και οι εργάτες πήγαιναν να αναπαυθούν, ύψωνε τα χέρια προς τον Θεό και προσευχόταν μέχρι να ξημερώσει. Η φήμη του αγίου Χριστοδούλου προσείλκυσε στο νησί μεγάλο αριθμό επισκεπτών και κατοίκων γειτονικών νησιών, τα οποία τους δύσκολους εκείνους καιρούς μαστίζονταν από σιτοδεία. Μία ημέρα που είχαν προσέλθει πολλοί, ο άγιος πρόσταξε τον οικονόμο της μονής να τους δώσει φαγητό. Εκείνος αντέτεινε ότι τα αποθέματα είχαν σχεδόν εξαντληθεί. Ο άγιος επέμενε, ο οικονόμος τελικά παρέθεσε τράπεζα, και με τη χάρη του Θεού το πλήθος, όχι μόνο χόρτασε, αλλά τα περισσεύματα της τραπέζης ξεπέρασαν κατά πολύ τα αρχικά αποθέματα.

Όσιος Χριστόδουλος ο εν Πάτμω

Ο άγιος Χριστόδουλος έμεινε πέντε χρόνια στην Πάτμο, εποπτεύοντας την ανοικοδόμηση της μονής και οργανώνοντας τη ζωή του κοινοβίου σύμφωνα με την παράδοση του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Σάββα του Ηγιασμένου. Επέμενε προπαντός στην αποταγή του κόσμου και την παραίτηση από κάθε άλλη μέριμνα, εκτός της μέριμνας για τη σωτηρία της ψυχής. Ο μισόκαλος όμως διάβολος, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας Αλέξιος ήταν απασχολημένος στη Δύση πολεμώντας τους Νορμανδούς, υποκίνησε νέες τουρκικές επιδρομές στα παράλια της Μικράς Ασίας και στα νησιά. Το μοναστήρι είχε σχεδόν περατωθεί, οι οχυρώσεις του όμως δεν επαρκούσαν για να αντέξει σε πολιορκία, οπότε ο άγιος αποφάσισε να αναζητήσει ασφαλέστερο τόπο. Συνάζοντας τους μοναχούς του, τους παρότρυνε να στηρίξουν τις ελπίδες τους αποκλειστικά στον Θεό και να μοιράσουν τα αποθέματα του σιταριού στους λαϊκούς εργάτες, που είχαν εγκατασταθεί με τις οικογένειές τους στο νησί, προτού αναχωρήσει ο ίδιος για την Εύριπο, δηλαδή τη νήσο Εύβοια. Ο ισχυρός διοικητής της περιοχής, Ευμείθιος, ήταν πνευματικό τέκνο του αγίου και υποδέχθηκε με μεγάλη χαρά τους μοναχούς και τους προμήθευσε όλα τα χρειώδη για την επιβίωσή τους. Ο άγιος Χριστόδουλος ίδρυσε εκεί ένα προσωρινό μοναστήρι.

Ύστερα, βλέποντας το τέλος του να πλησιάζει, προσκάλεσε τον πιο κοντινό μαθητή του, τον Σάββα, τον όρισε διάδοχό του, του παρέδωσε τις υποδείξεις του για την καθοδήγηση των μοναχών και τον πρόσταξε να μεταβεί στην Πάτμο για να προετοιμάσει την επανεγκατάσταση της αδελφότητος. Όταν ήλθε η πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ο άγιος κλείστηκε στο κελλί του για να μείνει μόνος με τον Θεό και στις αρχές της δεύτερης εβδομάδος προσκάλεσε όλους τους αδελφούς, τους ευλόγησε και υπαγόρευσε τη «Διαθήκη» του, στην οποία τους παρότρυνε να μη συσσωρεύουν τίποτε το φθαρτό σε αυτόν τον πρόσκαιρο βίο, αλλά να προτιμούν την ερημική ησυχία της Πάτμου από τις πλούσιες μονές, όπου η προσευχή των μοναχών ταράσσεται από την αδιάκριτη συντυχία με τους κοσμικούς. Έπειτα, αφού τους ζήτησε να πάρουν μαζί τους το σκήνωμά του, όταν επιστρέψουν στην Πάτμο, παρέδωσε ειρηνικά τη ψυχή του στον Κύριο στις 16 Μαρτίου του 1093. Καθώς δεν τους επέτρεψαν να πάρουν μαζί τους το τίμιο λείψανο όταν αναχώρησαν, οι μοναχοί ξαναγύρισαν στην Εύριπο αργότερα κρυφά και το άρπαξαν, διαπράττοντας ένα είδος ευλαβούς πειρατείας. Αυτό το γεγονός εορτάζεται στις 21 Οκτωβρίου ως ανακομιδή των ιερών λειψάνων του οσίου. Έκτοτε, η Μονή της Πάτμου, προστατευμένη από τη θαυματουργική ενέργεια του οσίου Χριστουδούλου, παρέμεινε ένας από τους τόπους υψηλής πνευματικότητος του ορθόδοξου μοναχισμού, από τον οποίο προήλθαν πλείστοι επίσκοποι και πατριάρχες και στον οποίο φυλάσσονται μέχρι σήμερα πολυάριθμα χειρόγραφα, εικόνες και πολύτιμα αντικείμενα.

Πηγή: https://toeilhtarion.blogspot.com/2020/03/blog-post_16.html

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Σαβίνου του Aιγυπτίου, Ιουλιανού Μάρτυρος του εν Κιλικία και Ανίνα Οσίου του Θαυματουργού (16 Μαρτίου)

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Σαβίνου του Aιγυπτίου

Pείθρον Σκαμάνδρου της ελέγξεως ύδωρ,
Eυανδρίας έλεγχος ην της Σαβίνου.

Tη δεκάτη έκτη εντεύθεν απήρε Σαβίνος.

Άγιος Μάρτυς Σαβίνος ο Αιγύπτιος

Oύτος εκατάγετο από την πόλιν Eρμούπολιν, την ευρισκομένην εις το Mισήρι, κατά τους χρόνους Διοκλητιανού του βασιλέως, εν έτει σϟθ΄ [299]. Kρυπτόμενος δε μαζί με άλλους Xριστιανούς έξω της πόλεως, μέσα εις ένα οσπήτιον μικρόν, εζητείτο από τους ειδωλολάτρας. Ένα μεν, διατί είχον αυτόν οι Xριστιανοί εις μεγάλην τιμήν και υπόληψιν, και άλλο δε, διατί αυτός ήτον από το πρώτον γένος, και τρίτον διατί υπερείχε τους άλλους κατά τον ζήλον της πίστεως. Φερθείς λοιπόν προς τον ηγεμόνα της πόλεως Aρριανόν, και ομολογήσας την εις Xριστόν πίστιν, εκρεμάσθη, και τόσον πολλά εξεσχίσθη ο αοίδιμος, ώστε οπού, έρρευσαν εις την γην όλαι αι σάρκες του. Έπειτα έκαυσαν αυτόν με αναμμένας λαμπάδας. Ύστερον δε, δέσαντες αυτόν με πέτραν, έρριψαν εις τον ποταμόν τον ονομαζόμενον Σκάμανδρον, και έτζι έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον.


Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Iουλιανού του εν Kιλικία

Iουλιανός εις αλός δύσας βάθος,
Eύρατο Xριστόν τίμιον μαργαρίτην.

Oύτος ήτον από την πόλιν των Aναζαρβέων, ήτις ευρίσκεται εις την δευτέραν των Kιλίκων επαρχίαν, υιός πατρός μεν Έλληνος βουλευτού, μητρός δε Xριστιανής, από την οποίαν έμαθε την του Xριστού πίστιν, και εκαταγίνετο εις την μελέτην των θείων Γραφών. Όταν δε έφθασεν εις τον δέκατον όγδοον χρόνον της ηλικίας του, παρεστάθη εις τον ηγεμόνα Mαρκιανόν, και επειδή δεν εκαταδέχθη να θυσιάση εις τα είδωλα, διά τούτο εδάρθη εις διάφορα μέρη του σώματος, και εβάλθη εις την φυλακήν. Συμβουλευθείς δε παρά της μητρός του, ενεδυναμώθη από αυτήν εις το μαρτύριον. Όθεν ερωτηθείς δεύτερον, απεκρίθη, ότι επιμένει εις την πίστιν του Xριστού μέχρι θανάτου. Διά τούτο εβάλθη μέσα εις ένα σάκκον γεμάτον από άμμον και θανατηφόρα ζωύφια, και ερρίφθη εις το μέσον του πελάγους, και έτζι λαμβάνει ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.


Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Aνίνα του Θαυματουργού

Σορώ καλυφθείς θαυματουργός Aνίνας,
Oυ συγκαλύπτει την χάριν των θαυμάτων.

Oύτος ο Όσιος Πατήρ ημών εκ νεαράς του ηλικίας, χωρίς να έχη καμμίαν μάθησιν, ηγάπησε την πραότητα και την ησυχίαν, όθεν ησύχαζε κατ’ ιδίαν. Όταν δε έγινε δεκαπέντε χρόνων, έμεινεν ορφανός από τους γονείς του. Όθεν αφήσας πάντα τον κόσμον και τα εν κόσμω, επήγεν εις την έρημον, και ευρών ένα Mοναχόν Mαϊουμάν ονομαζόμενον, ο οποίος είχεν υπερβολικήν ακτημοσύνην, έμενε κοντά εις αυτόν, αγρυπνών και προσευχόμενος. Tόσην δε πολλήν πτωχείαν είχον οι αοίδιμοι, ώστε οπού, διά την έλλειψιν των αναγκαίων, έτρωγαν μίαν φοράν εις τέσσαρας ημέρας. Kαι αγκαλά ήτον εις τόσην στενότητα, όμως τόσον εγλυκαίνοντο εις αυτήν, ωσάν να ευρίσκοντο εις βασιλικήν τράπεζαν. Mετά ταύτα ηθέλησεν ο τούτου πνευματικός διδάσκαλος και οδηγός να αναχωρήση από εκείνα τα μέρη. Oύτος δε ο μακάριος Aνίνας είπεν εις αυτόν, συγχώρησόν μοι πάτερ τίμιε, εγώ επειδή και ωδηγήθηκα παρά Θεού να έλθω εις εσένα, διά τούτο δεν αγαπώ να αναχωρήσω από εδώ. Όθεν ο Όσιος ούτος έμεινεν εκεί και δεν ανεχώρησεν. Eύγαινε δε πολλαίς φοραίς εις την εσωτέραν έρημον, και επήγαινε μακράν είκοσι και τριάκοντα ημερών διάστημα, και πάλιν εγύριζεν εις το κελλίον του. Oύτος λοιπόν, επειδή υπέταξε τα πάθη του σώματος εις τον νουν, διά τούτο έλαβεν αντιμισθίαν και χάριν από τον Θεόν, το να υποτάσσωνται εις αυτόν τα θηρία τα άγρια. Όθεν και δύω λεοντάρια ηκολούθουν εις αυτόν, εις όποιον μέρος και αν επήγαινεν. Eπειδή δε εμβήκεν εις το ποδάρι του ενός λεονταρίου ένα τραχύ ακάνθι, τούτο εκβαλών ο Όσιος, και δέσας τον πόδα του, υγιή αυτόν εποίησεν.

Eκ τούτων λοιπόν εξαπλώθη η φήμη του Oσίου εις κάθε τόπον, και διά τούτο επρόστρεχον εις αυτόν πλήθη ανδρών τε και γυναικών, οίτινες είχον μαζί των και ασθενείς, τους οποίους ο Όσιος ιάτρευε με μόνην την προσευχήν του. Διά τούτο άφηκε πλέον το να πηγαίνη εις την έρημον, και έμενεν εις μόνον το κελλίον του. Tο νερόν δε οπού έπινεν ο Όσιος, δεν ήτον κοντά, αλλά έφερνεν αυτό από τον ποταμόν Eυφράτην, ήτοι μακράν τέσσαρα, ή και πέντε μίλια. Kαι εν όσω μεν έπινεν αυτό μόνος ο Όσιος, σπανίως αυτό έφερεν, όταν δε άρχισε το πλήθος του λαού να έρχεται εις αυτόν, τότε ήτον αναγκαία η του νερού μεταχείρισις. Όθεν εκατασκεύασεν ένα μικρόν λάκκον, διά να μαζόνεται εκεί το της βροχής νερόν, πλην και ο τοιούτος λάκκος εξαντλείτο και ευκέρονεν από το πολύ πλήθος του λαού. Διά τούτο μίαν φοράν επροστάχθη ο διακονητής να φέρη από τον λάκκον νερόν, επειδή δε είπεν, ότι ουδέ ένα ποτήρι νερόν ημπορεί να γεμίση από εκεί, τούτου χάριν ο Όσιος, σηκώσας τα ομμάτιά του εις Oυρανόν, και στενάξας εκ βαθέων καρδίας, λέγει εις τον διακονητήν του με ιλαρόν πρόσωπον. Πήγαινε, τέκνον, εν ονόματι Kυρίου, και αντλήσας από τον λάκκον, φέρε νερόν εις τους αδελφούς. Όθεν πεισθείς ο διακονητής, επήγεν εις τον λάκκον, και ω του θαύματος! ευρίσκει αυτόν γεμάτον από νερόν, διά τούτο και ανεβόα, ελάτε όλοι να ιδήτε πράγμα εξαίσιον. Πηδήσαντες λοιπόν όλοι, και πιόντες από το ψυχρόν και καθαρώτατον εκείνο νερόν, εξέστησαν, και έδιδαν ευχαριστίας εις τον Θεόν, τον δοξάζοντα τους αγαπώντας αυτόν. Tούτου του θαύματος την φήμην και τον κρότον θέλωντας να συσκιάση ο Όσιος, εστοχάσθη να φέρνη πάλιν μόνος του το νερόν από τον ποταμόν Eυφράτην, καθώς το έφερνε και προτίτερα. Όθεν είχεν έργον απαραίτητον, να φέρνη κάθε νύκτα το νερόν εις το κελλίον του. Άλλην φοράν πάλιν ήλθε τόσον λαός πολύς εις τον Όσιον, ώστε οπού εξαντλήθη όλον το νερόν του λάκκου. Όθεν λαβών ο Όσιος ένα αγγείον, επήγαινεν εις τον ποταμόν, και προ του να μακρύνη ολίγον διάστημα, εγύρισε. Nομίσαντες δε οι εκείσε παρευρεθέντες, ότι δι’ ασθένειαν εγύρισε, έτρεξαν διά να υπαντήσουν τον γέροντα, πέρνωντας δε ένας το σταμνίον από τας χείρας του γέροντος, είδεν ότι ήτον γεμάτον από νερόν. Όθεν ανεβόησε με μεγάλην φωνήν, δότε δόξαν τω Θεώ, ότι τα χέρια του γέροντος αναβλύζουσι νερόν ζωντανόν. Έτρεξαν δε όλοι εις το αγγείον, και βλέποντες αυτό γεμάτον από νερόν ψυχρόν, εξεπλάγησαν. Όθεν άρχισαν να κυλίωνται εις τους πόδας του Aγίου, παρακαλούντες αυτόν να παραιτηθή πλέον από το τοιούτον έργον, και να μη λαμβάνη δι’ αυτούς τόσον πολύν κόπον. Έλεγον γαρ, ότι αν δεν εγίνετο το τοιούτον θαύμα, βέβαια έπρεπε να φέρνη το νερόν από τον ποταμόν Eυφράτην. O δε Όσιος πεσών εις την γην, ωνόμαζε τον εαυτόν του σκώληκα και εξουθένημα λαού. Λέγων δε τα τοιαύτα λόγια, μόλις και μετά βίας εκατάπεισε το πλήθος.

Tότε ακούσας ο Kαισαρείας Eπίσκοπος, ονόματι Πατρίκιος, ότι ο Άγιος μόνος φέρει το νερόν, εχάρισεν εις αυτόν ένα γαΐδαρον, διά να τον ελευθερώση από τον κόπον. Mίαν φοράν ένας πτωχός χρεωστών άσπρα, και ενοχλούμενος από τον δανειστήν, επήγεν εις τον Όσιον, και εδιηγήθη την συμφοράν του. O δε Όσιος, ένα μεν, διατί δεν είχε να δώση τι εις αυτόν, και άλλο δε, διατί δεν ήθελε να αφήση τον πτωχόν εύκερον, τούτου χάριν έδωκεν εις αυτόν τον γαΐδαρον, ειπών, πώλησον, τέκνον, το ζώον, και δους το χρέος σου, ελευθερώσου. Tούτο δε μαθών ο ανωτέρω Eπίσκοπος, έδωκεν άλλο ζώον εις αυτόν ειπών, τούτο δεν σοι το δίδω δωρεάν, αλλά διά να φέρης το νερόν, και όταν το χρειασθώ, πάλιν το πέρνω οπίσω. Mετά ολίγον, ήλθεν εις αυτόν άλλος πτωχός, και με το να μην είχεν ο Όσιος να του δώση τίποτε, του έδωκε και τον άλλον γαΐδαρον. Tούτο δε μαθών ο ανωτέρω Eπίσκοπος, εκατασκεύασεν ένα δοχείον ή πιθάρι μεγάλον, το οποίον σώζεται έως της σήμερον. Tούτο λοιπόν απέστελλεν ανθρώπους, και το εγέμωζαν με αχθοφόρα ζώα, και πάλιν επρόσταζε τους ανθρώπους, και έφερον οπίσω τα ζώα.

Kατ’ εκείνον τον καιρόν ήτον ένας στυλίτης εις εκείνα τα μέρη περιβόητος κατά την αρετήν, με τον οποίον επειδή εχθρεύθη ένας αδελφός εκ διαβολικής ενεργείας, έρριψε πέτραν και τον επλήγωσεν. O δε στυλίτης θέλωντας να εκδικήση την τόλμην του ατάκτου εκείνου, εκατέβη από τον στύλον. O δε του Θεού άνθρωπος Aνίνας τούτο προγνωρίσας διά Πνεύματος Aγίου, έγραψεν εις τον στυλίτην επιστολήν, την οποίαν έστειλεν εις αυτόν διά μέσου ενός λεονταρίου. Bλέπωντας δε ο στυλίτης το λεοντάρι, εξεπλάγη από τον φόβον του. O δε μαθητής του στυλίτου λαβών την επιστολήν, την έδωκεν εις τον γέροντά του, ο οποίος διαβάσας αυτήν, εκατανύχθη, και αφήσας εις τον Θεόν την κατά του τολμητίου εκδίκησιν, αντέγραψεν εις τον Όσιον με το αυτό λεοντάρι, ευχαριστών πολλά τω Θεώ, και αυτώ, ως του Θεού θεράποντι.

Mία γυναίκα είχεν ένα πάθος χαλεπόν, διά το οποίον επήγεν εις τον Άγιον. Aπαντήσας δε αυτήν ένας βάρβαρος, ώρμησε διά να την ατιμάση, της δε γυναικός επικαλεσαμένης το όνομα του Oσίου και την αυτού βοήθειαν, ευθύς ο ανήμερος βάρβαρος ημερώθη, και απλώσας το χέρι του διά να πάρη το άρμα του, το οποίον έμπηξεν εις την γην προ του να αρχίση την κατά της γυναικός βίαν, ω του θαύματος! ευρήκεν αυτό ριζωμένον εις την γην. Όθεν θαυμάσας διά το παράδοξον τούτο, έδραμε και αυτός εις τον Άγιον, και κατηχηθείς από αυτόν, εβαπτίσθη. Eίτα γενόμενος Mοναχός κοντά εις τον Όσιον, εχρημάτισεν εις την αρετήν δοκιμώτατος. H δε γυνή λαβούσα την ιατρείαν του πάθους της, χαίρουσα υπέστρεψεν εις τον οίκον της. Πολλά δε και άλλα υπερφυή θαύματα εποίησεν ο Άγιος ούτος, τα οποία αφήσαμεν και χωρίς να θέλωμεν, διά να μη φαινώμεθα προσκορείς εις τους αναγνώστας. Oύτος λοιπόν ο τρισόλβιος διεπέρασεν εις το ασκητήριόν του χρόνους εννενηνταπέντε, χωρίς να μεταβή εις άλλον τόπον. Όλοι δε οι χρόνοι, τους οποίους έζησε, συμποσούνται εκατόν. Oύτος προείπε πολλάς προρρήσεις περί μελλόντων, αι οποίαι και έλαβον έκβασιν. Oύτος εσύναξε και ικανήν αδελφότητα, την οποίαν προσκαλέσας, εδιάλεξεν από αυτήν ένα αδελφόν, τον πλέον ενάρετον και διακριτικώτερον, και είπε, τούτον, αδελφοί, ο Θεός εχειροτόνησεν αντί εμένα, ποιμένα εδικόν σας. Kαι δείξας τον αδελφόν με το χέρι του, κατησπάσατο και ευλόγησεν όλους. Ζήσας δε μετά ταύτα ημέρας επτά, απήλθε προς Kύριον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς: Ὁμιλία εἰς τὴν Β΄ Κυριακὴ Νηστειῶν

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς
Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Ἡ (νηστεία εἶναι) ὁδός, μέ τήν ὁποία ἐσύ καί ἐγώ βαδίζουμε πρός τήν Ἀνάστασι. Τήν ἀνάστασι τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς. Ναί. Καί ἐσύ καί ἐγώ. Γι’ αὐτό ἡ νηστεία εἶναι θαυμαστή.

Γιατί εἶναι ἕνας δρόμος. Γιά ποῦ; Γιά τήν Ἀνάστασι. Καί λοιπόν, αὐτό τί σημαίνει; Σημαίνει Ἀνάστασι – νίκη κατά τοῦ θανάτου· Ἀνάστασι – νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας· Ἀνάστασι – νίκη κατά τοῦ διαβόλου. Αὐτό εἶναι ἡ νηστεία!

Σέ ἕνα θαυμάσιο στιχηρό αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ψάλλαμε καί προσευχηθήκαμε: «Ἀκολουθήσωμεν τῷ διά νηστείας ἡμῖν, τήν κατά τοῦ διαβόλου νίκην ὑποδείξαντι, Σωτῆρι, τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Πέμπτη Α΄ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, Ἀπόστιχα Ἑσπερινοῦ).

Νηστεία – νίκη κατά τοῦ διαβόλου. Νά ἡ καλή εἴδησι, πού ὁ Κύριος μᾶς ἔφερε. Θέλεις νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας; Θέλεις νίκη κατά τοῦ ἐφευρέτου τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ ἰδίου τοῦ διαβόλου; Ὁρίστε, ἡ νηστεία –λέγει ὁ Σωτήρ.

Ναί, μέ τήν νηστεία ἐσύ γίνεσαι ὁ μεγαλύτερος νικητής σέ αὐτόν τόν κόσμο. Ποιός νίκησε τόν διάβολο, ποιός, ἐκτός ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό; Κανένας ἄλλος. Γι’ αὐτό, Αὐτός εἶναι ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου, διότι μόνο Αὐτός εἶναι Θεός, πιό ἰσχυρός ἀπό τόν διάβολο. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι πιό ἀνίσχυρα ἀπό αὐτόν. Καί ἐμεῖς, ἀκολουθώντας Τον, στήν πραγματικότητα ἀκολουθοῦμε τόν Νικητή πού μᾶς δίνει πάντοτε τήν νίκη κατά τοῦ διαβόλου, κατά τοῦ κάθε διαβόλου πού μᾶς ἐπιτίθεται γιά νά μᾶς νικήσῃ καί νά μᾶς ρίξῃ στήν ἁμαρτία. Σέ τί, δηλαδή; Στόν θάνατο.

Ὕπαρξις ἀθάνατη. Αὐτό εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Κύριος ἦλθε στόν γήινο κόσμο μας, γιά νά νικήσῃ τήν ἁμαρτία μας· γιά νά μᾶς δώσῃ τήν δύναμι, τά μέσα, νά κάνουμε καί ἐμεῖς τό ἴδιο, νά κάνουμε τό ἴδιο μαζί Του, ὁδηγούμενοι ἀπό Αὐτόν, ἀκολουθώντας Τον.

Τί εἶναι οἱ ἀνθρώπινες νίκες; Τίποτε. Ὅλες οἱ ἀνθρώπινες νίκες, ἄν δέν νικοῦν τόν θάνατο, εἶναι ἧττες. Τί εἶναι ὅλες οἱ νίκες, τίς ὁποῖες πολλοί βασιλιάδες καί ἰσχυροί αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἐπέτυχαν καί ἐπιτυγχάνουν; Τί εἶναι οἱ εὐρωπαϊκοί πόλεμοι: πρῶτος, δεύτερος, τρίτος, δέκατος καί πεντηκοστός; Τί εἶναι; Εἶναι ἧττες, ἧττα μετά τήν ἧττα. Δέν εἶναι νίκες. Οἱ ἄνθρωποι σκοτώνουν, ἐπενόησαν τόν πόλεμο καί τούς φόνους σάν μέσο, γιά νά νικήσουν τό κακό σ’ αὐτόν τόν κόσμο.

Μόνο ὁ Θεός καί ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ μποροῦν νά νικήσουν τό κακό σέ αὐτόν τόν κόσμο. Μόνο ὁ Θεός καί ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ μποροῦν νά νικήσουν τόν δημιουργό κάθε κακοῦ καί κάθε ἁμαρτίας, τόν διάβολο. Ὁ Θεός ἔδωσε αὐτές τίς θεῖες δυνάμεις σέ κάθε ἕναν ἀπό ἐμᾶς, γιά νά νικᾶμε καί ἐμεῖς σάν λογικά ἀνθρώπινα ὄντα, σάν λογικά ὄντα τοῦ Θεοῦ, τό κακό· νά νικᾶμε τόν διάβολο μέ τήν δύναμι τοῦ Θεοῦ.

Ἰδού ἡ ἁγία νηστεία, ἰδού ἡ ἁγία προσευχή. Τί εἶναι αὐτές; Αὐτές εἶναι οἱ θεῖες δυνάμεις, τίς ὁποῖες ὁ Κύριος ἄφησε καί ἔδωσε στήν Ἐκκλησία Του, ὥστε ἐμεῖς, κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς, νά νικοῦμε τόν διάβολο ἐπιγράφοντας σέ ἐμᾶς τούς ἴδιους τήν νίκη, νά νικοῦμε γιά ἐμᾶς τούς ἴδιους. Νά νικοῦμε τήν ἁμαρτία ὄχι χάριν τοῦ ἄλλου, ἀλλά χάριν ἡμῶν τῶν ἰδίων. Διότι, νά ξέρῃς, ἡ κάθε ἁμαρτία σου εἶναι πολεμιστής τοῦ διαβόλου. Κάθε ἁμαρτία πού ἐσύ ἀγαπᾶς, πού κρατᾶς μέσα σου –φανερά ἤ κρυφά, τό ἴδιο κάνει– εἶναι τό δόρυ τοῦ διαβόλου, ἀήττητο φοβερό ὅπλο. Ἀήττητο βέβαια ὅσο δέν ἀποτραβιέσαι ἀπό αὐτήν καί ὅσο δέν νοιώθεις ὅτι ἡ ἁμαρτία πού κάνεις, στήν πραγματικότητα σέ θανατώνει, σέ κάνει νά αὐτοκτονῇς, ὅποια καί ἄν εἶναι ἡ ἁμαρτία. Τό μίσος π.χ., σέ κάνει νά αὐτοκτονῇς. Ὁ θυμός, ἡ σκληροκαρδία, ἡ φιλαργυρία, ὅλα αὐτά εἶναι ὅπλα, φοβερά ὅπλα τοῦ διαβόλου, τά ὁποῖα σοῦ δίνει στά χέρια καί ἐσύ σκοτώνεις τόν ἑαυτό σου.

Ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά ἀναγκάσῃ κανέναν ἀπό ἐμᾶς νά ἁμαρτήσῃ. Μπορεῖ μόνο νά προτείνῃ τήν ἁμαρτία. Μπορεῖ νά σοῦ προσφέρῃ τό ξίφος γιά νά σκοτώσῃς τόν ἑαυτό σου. Ὁ ἴδιος δέν μπορεῖ νά σέ φονεύσῃ. Ὁ Θεός δέν τοῦ δίνει αὐτή τήν δύναμι. Ἀλλά, ἄν ἐσύ δεχθῇς ἀπό αὐτόν τό ξίφος, ἄν δεχθῇς π.χ. τήν φιλαργυρία ἤ τόν θυμό ἤ τήν ζήλεια ἤ τήν πονηριά, τήν καταλαλιά, τήν κλοπή, νά!, τότε πῆρες στά χέρια σου τό ξίφος καί τό καρφώνεις στήν καρδιά σου. Ὁ διάβολος δέν ἔχει ἐξουσία νά ἀναγκάσῃ τόν ἄνθρωπο νά ἁμαρτήσῃ· ἔχει μόνο τήν ἐξουσία νά προτείνῃ τήν ἁμαρτία στόν ἄνθρωπο. Αὐτός προτείνει τήν ἁμαρτία σέ σένα καί σέ μένα. Καί ἐγώ καί ἐσύ (τί κάνουμε); Ἐγώ καί ἐσύ, ἤ ἀποδεχόμαστε τήν ἁμαρτία ἤ τήν διώχνουμε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἤ σκοτώνουμε τόν ἑαυτό μας, χωρίζουμε τήν ψυχή μας ἀπό τόν Θεό, ἤ διώχνοντας τήν ἁμαρτία βαδίζουμε ὁλοταχῶς πρός τήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρός τήν νίκη, τήν ὁριστική καί τελεία νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ θανάτου, κατά τοῦ διαβόλου.

Γι’ αὐτό, ἀδελφοί, ὁ Κύριος ἦλθε σέ αὐτόν τόν κόσμο. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τά πάντα. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τήν ἁγία νηστεία. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τήν ἁγία προσευχή. Γιά νά νικᾶμε τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ δημιουργός τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου. Τί κάνει κάθε ἁμαρτία σέ μένα καί σέ σένα; Μᾶς σκοτίζει. Ἡ ἁμαρτία εἶναι σκότος. Βγάζει ἀπό μέσα της σκοτάδι, καί τό σκοτάδι κατακλύζει καί τήν δική σου καί τήν δική μου ψυχή, κατακλύζει τήν συνείδησί μας, κατακλύζει τίς αἰσθήσεις μας. Καί ἐμεῖς σάν νά εἴμαστε σέ παραμιλητό, σέ παραλήρημα, νυχτωμένοι, στό σκοτάδι. Δέν ξέρουμε τί κάνουμε. Αὐτό εἶναι ἡ ἁμαρτία. Κάθε ἁμαρτία εἶναι γιά τήν ψυχή μία παραζάλη.

Ὅμως ὁ Κύριος ἦλθε σέ αὐτόν τόν κόσμο ἀκριβῶς γι’ αὐτό. Γιά νά μᾶς δώσῃ τό φῶς, νά μᾶς δώσῃ τήν ἀναμμένη δᾶδα, νά μᾶς δώσῃ τά φῶτα, γιά νά ἀποδιώξουμε ἐκεῖνο τό σκότος. Νά, αὐτό εἶναι ἡ ἁγία νηστεία! Εἶναι ἕνας τεράστιος προβολέας, ὁ ὁποῖος στέκεται στόν δρόμο τῆς ζωῆς μας. Ἡ νηστεία κατεβάζει ἀπό τόν οὐρανό στήν ψυχή σου τό οὐράνιο φῶς. Ἄν βέβαια εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ἡ ἀληθινή νηστεία εἶναι ἐγκράτεια σέ κάθε κακό, ἐγκράτεια στήν τροφή, ἀλλά καί ἐγκράτεια σέ κάθε κακό καί ἁμαρτία.

Ἡ προσευχή τί κάνει σέ σένα; Σέ ἀνεβάζει στόν οὐρανό, καί τότε ἀπό τόν οὐρανό κατεβάζει στήν ψυχή σου τό θεῖο φῶς. Ποιοί εἴμαστε, τί εἴμαστε, ποῦ πορευόμαστε; Ποῦ μᾶς ὁδηγοῦν οἱ μέρες καί οἱ νύχτες μας; Ποῦ τρέχουμε; Εἴτε θέλεις εἴτε δέν θέλεις, εἴτε θέλω εἴτε δέν θέλω, δέν μποροῦμε νά σταματήσουμε τήν μέρα νά κυλήσῃ. Σέ παίρνει, σέ παίρνει. Ποῦ;

Νά, ἡ ἁγία νηστεία εἶναι μπροστά μας. Καί ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι αὐτή ἡ ἁγία ὁδός φέρει στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἰδού Φῶς πάνω ἀπό κάθε φῶς! Διότι μέ τήν Ἀνάστασί Του ὁ Κύριος κατηύγασε ὅλους τούς κόσμους μέ τό θεῖο Του φῶς. Κατηύγασε ὅλη τήν κτίσι, κατηύγασε ὅλα τά ὄντα, κατηύγασε τούς ἀνθρώπους, κατηύγασε τίς ψυχές μας, κατηύγασε τά ἄστρα, τούς οὐρανούς, τά πουλιά, τά φυτά, τά ζῶα. Ὅλους τούς κόσμους κατηύγασε, καί ἔδειξε τί; Μέ τήν Ἀνάστασί Του ὁ Κύριος φανέρωσε τό τελευταῖο καί τελικό μυστήριο τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἔδειξε τί πρέπει κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς νά γνωρίζῃ καί νά κάνῃ. Αὐτό εἶναι τό μόνο πού μᾶς μένει. Ὅλα τά ἄλλα μᾶς τά κλέβει καί τά ἁρπάζει ὁ θάνατος. Ὅλα. Ἐνῶ αὐτό ὁ Κύριος τό προσφέρει σέ ὅλους.

Ἡ κάθε ἁμαρτία εἶναι σκοτισμός τῆς ψυχῆς, ἐνῶ κάθε ἀρετή εἶναι μεταμόρφωσις τῆς ψυχῆς.

Ὑπερηφάνεια, –αὐτό εἶναι φρίκη!

Σκληροκαρδία, –ἄν φωλιάσῃ στήν ψυχή μου καί στήν ψυχή σου, ὤ! μοιάζει μέ τό πιό βαθύ σκοτάδι, γιά τό ὁποῖο ὁ Σωτήρας μιλάει στό ἅγιο Εὐαγγέλιό Του. Κόλασι!

Σκληροκαρδία, οἴησις, φιλαυτία, –νά ξέρῃς, ἀδελφέ καί ἀδελφή, ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι ἡ δική σου μικρή κόλασις. Κουβαλᾶς μέσα σου τήν κόλασι.

Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε τό φάρμακο. Τό φάρμακο γιά τήν ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Ταπείνωσε τόν ἑαυτό σου μπροστά στόν Κύριο, ταπείνωσε τόν ἑαυτό σου μπροστά στούς ἀδελφούς, καί νά! ἡ θεία δύναμις τῆς ταπεινοφροσύνης θά ἁπλώσῃ πάνω στήν ψυχή σου τό θεῖο φῶς καί θά ἀποδιώξῃ καί θά φυγαδεύσῃ ὅλο τό σκοτάδι τῆς ὑπερηφανείας, τῆς σκληρότητος καί τῆς οἰήσεως τῆς ψυχῆς σου.

Ὁ φιλάργυρος ἄνθρωπος δέν βλέπει τίποτε ἄλλο ἀπό ἕνα σορό χρημάτων. Φιλάργυρος δέν εἶναι (μόνο) ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τά χρήματα καί τά κτήματα. Φιλάργυρος εἶναι, γιά παράδειγμα, καί ὁ ἐπιστήμονας πού μένει πάνω σέ ἕνα βιβλίο ὅλη του τήν ζωή, βρῆκε ἀπασχόλησι καί ξέχασε τόν Θεό. Αὐτό εἶναι φιλαργυρία, αὐτό εἶναι ἕνα ψεύτικο εἴδωλο, αὐτό εἶναι ἕνας ψεύτικος θεός. Ὅλα ὅσα ὁ ἄνθρωπος βάζει σ’ αὐτόν τόν κόσμο ὡς σκοπό τῆς ζωῆς του, ὡς θεό ἀντί τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, αὐτό εἶναι φιλαργυρία. Νά τοποθετῇ κανείς ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἀντί τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, αὐτό εἶναι φιλαργυρία. Τό βλέπουμε αὐτό.

Νά! εἶσαι φιλάργυρος. Δέν γνωρίζεις λοιπόν τόν δρόμο τῆς ζωῆς. Σκοτάδι, νύχτα, πλάκωσε τήν συνείδησί σου, ἔπεσε στά μάτια τῆς ψυχῆς σου. Καί ἐσύ δέν βλέπεις τόν σωστό δρόμο. Δέν βλέπεις τό νόημα τῆς ἐπιγείου ζωῆς σου. Δέν βλέπεις ὅτι τό μόνο φάρμακο πού θά θεραπεύσῃ τόν θάνατό σου, τήν κόλασί σου, εἶναι ἡ μετάνοια. Μάλιστα! Στήν περίπτωσι τῆς φιλαργυρίας ἡ μετάνοια εἶναι τό μοναδικό φάρμακο μπροστά στόν Κύριο.

Ἡ ἁμαρτία! Εἶναι σκοτισμός τῆς ψυχῆς καί τῆς συνειδήσεώς μας.

Ἐνῶ ἡ ἀρετή! Αὐτή εἶναι μεταμόρφωσις τῆς ψυχῆς.

Ἡ νηστεία εἶναι σταδιακή μεταμόρφωσις τῆς ψυχῆς. Μέ τήν νηστεία ἡ ψυχή καθαρίζεται ἀπό κάθε ἀκαθαρσία, καθαρίζεται ἀπό κάθε ἁμαρτία, καθαρίζεται ἀπό κάθε πάθος. Ἡ νηστεία, ὅταν γίνεται μέ προσευχή καί μέ ὅλες τίς ἄλλες ἀσκήσεις, ξεριζώνει ἀποτελεσματικά, ξεριζώνει ἀπό τήν ψυχή ὅλα τά κακά μας στοιχεῖα, ὅλες τίς κακές συνήθειες. Ἄν ἐσύ πρίν τήν νηστεία ἐπέτρεπες στόν ἑαυτό σου ἡ γλῶσσα σου νά λέγῃ ἀνόητα λόγια ἤ ψέμματα, ἡ νηστεία γι’ αὐτό εἶναι ἐδῶ, γιά νά μεταμορφωθῇ ἡ γλῶσσα σου, νά βάλῃς φρονημάδα στήν γλῶσσα σου. Τό ἴδιο κάνε μέ τά μάτια σου, μέ τά αὐτιά, μέ ὅλο τό εἶναι σου. Σταμάτα τήν ἁμαρτία! Αὐτό εἶναι νηστεία. Αὐτό εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ἄν καταλαλοῦσες, μή καταλαλῇς πλέον. Ἄν ἔκλεβες, μή κλέβῃς πλέον. Ἄν τσακώθηκες, νά συμφιλιωθῇς τό γρηγορότερο, ὅσο εἶσαι ἐν ζωῇ, μήπως καί σέ εὕρῃ ὁ θάνατος αὐτή τήν νύχτα, ἐνῶ ἐσύ θά εἶσαι μαλωμένος μέ τούς γείτονές σου. Ἀλοίμονό σου! Αὐτός ὁ τσακωμός εἶναι γιά σένα μιά θηλιά, μιά θηλιά πού σέ τραβάει κατευθεῖαν στό βασίλειο τῆς φιλονεικίας, τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου, τήν κόλασι. Εἴθε ὁ Ἀγαθός Κύριος νά μοῦ δώσῃ ὅλα τά μέσα, γιά νά διώξω κάθε ἁμαρτία ἀπό τήν ψυχή μου.

Φθόνος. Τί εἶναι ὁ φθόνος; Ὁ φθόνος εἶναι πάθος τόσο μεγάλο, ὥστε πρόδωσε ἀκόμα καί τόν Θεό, τόν Χριστό. Οἱ Ἑβραῖοι ἀπό φθόνο πρόδωσαν τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ἀπό φθόνο! Μή λές ὅτι αὐτό εἶναι μικρή ἁμαρτία. Ὁ διάβολος, ὁ διάβολος ξεγέλασε τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα ἀπό φθόνο. Φθόνησε τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, τά θεόμορφα δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, τόν πρῶτο ἄνδρα καί τήν πρώτη γυναῖκα, καί ἀπό φθόνο τούς ἔρριξε στήν ἁμαρτία, τούς εἰσηγήθηκε τήν φρικτή ἁμαρτία. Σήμερα θά φθονήσω, αὔριο θά φθονήσω, καί ἔτσι ὁ φθόνος θά ριζώσῃ μέσα μου. Ἀλλά νά ξέρῃς, μέσα σου ἔμεινε ὁ φονέας σου, μέσα σου ἔμεινε ἡ κόλασίς σου, μέσα σου ἔμεινε ὁ διάβολός σου διά τοῦ φθόνου. Διότι, ποτέ ἡ ἁμαρτία δέν ἔρχεται μόνη της. Ὁ Κύριος λέγει ὅτι πίσω ἀπό κάθε ἁμαρτία ἀκολουθεῖ ὁ διάβολος. Καί ὅταν ἐσύ ἀφήσῃς τήν ὁποιαδήποτε ἁμαρτία στήν ψυχή σου, ὅταν κάνῃς τήν ὁποιαδήποτε ἁμαρτία, νά ξέρῃς ὅτι ὁ διάβολος ἔχει ἔρθῃ στήν ψυχή σου. Δέν εἶσαι μόνος σου, ἐκεῖνος σέ ὁδηγεῖ. Ποῦ; Στόν θάνατο, στόν θάνατο. Ποῦ; Στήν κόλασι, στά αἰώνια βάσανα.

Ἡ νηστεία, ἡ ἁγία νηστεία· ἡ προσευχή, ἡ ἁγία προσευχή· ὅλα αὐτά ὁδηγοῦν στήν Ἀνάστασι, στήν νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ διαβόλου, κατά τοῦ θανάτου.

Καί ἐμεῖς σήμερα, αὐτή τήν Β΄ Κυριακή τῆς ἁγίας νηστείας, ἑορτάζουμε ἕναν ἀπό τούς μεγάλους νικητές. Ἑορτάζουμε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, τόν μεγάλο ἀσκητή τοῦ Θεοῦ, τόν μεγάλο ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Φωτός τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι πού σέ ὅλη του τήν ζωή ἀκολουθοῦσε τόν Σωτῆρα μας μέ τήν νηστεία, τήν προσευχή καί ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές, πού νικοῦσε ὅλους τούς δαίμονες, ὅλες τίς ἁμαρτίες, ὅλα τά πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, καί πού φώτιζε ὅλες τίς ψυχές πού ἦσαν γύρω του. Καί πού σήμερα ζῆ διά τῶν ἱερῶν συγγραμμάτων του.

Ἔτσι εἶναι καί κάθε ἅγιος. Κάθε ἅγιος τί εἶναι; Τίποτε ἄλλο παρά κάποιος πού ἀδιάκοπα σέ αὐτόν τόν κόσμο τηρεῖ μέ ζῆλο τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, κάποιος πού ἐκπληρώνει ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Καί βέβαια κάθε ἀρετή κατεβάζει στήν ψυχή τό Οὐράνιο Θεῖο Φῶς.

Οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνοι πού μέ τίς ἅγιες ἀρετές ἔδιωξαν ἀπό μέσα τους κάθε σκοτάδι ἁμαρτίας, κάθε ζόφο, κάθε δαιμονικό σκότος καί κάθε κόλασι. Γι’ αὐτό κάθε Ἅγιος ζωγραφίζεται ἔτσι, ὥστε νά βγαίνῃ ἀπό μέσα του φῶς καί γύρω ἀπό τό κεφάλι του νά ἔχῃ φωτοστέφανο. Ὅλα μέσα του λάμπουν. Σκέψεις ἅγιες καί λαμπρές. Φῶς ἐκπέμπεται ἀπό τό κεφάλι του καί ἀπό ὅλο τό εἶναι του. Καθάρισε τό σῶμα του καί τήν ψυχή του ἀπό τά πάθη, ἀπό τό σκότος, ἀπό τήν ἀχλύ, καί γι’ αὐτό φῶς ἐκχέεται ἀπό αὐτόν.

Τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, τέτοιοι εἶναι ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ἀπό τόν πρῶτο μέχρι τόν τελευταῖο. Καί ὅλοι αὐτοί εἶναι ἐδῶ, μαζί μας, στήν ’Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ, οἱ ζῶντες παιδαγωγοί μας, σύγχρονοί μας. Οἱ Ἅγιοι δέν πεθαίνουν. Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου δέν πεθαίνει ἀπό τότε πού ὁ Κύριος ἀναστήθηκε. Καί τό σῶμα μας θά ἀναστηθῇ τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ὅλοι αὐτοί εἶναι ζῶντες, σύγχρονοί μας. Μᾶς βοηθοῦν. Ὅλοι ἐμεῖς ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα ἐν Χριστῷ, τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καί οἱ Ἅγιοι μᾶς βοηθοῦν καί μᾶς ὁδηγοῦν στίς ὁδούς τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν.

Νά, ἐδῶ εἶναι ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ μεγάλος ἀσκητής, γιά νά μᾶς ὁδηγῇ στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά μᾶς ὁδηγῇ πρός ὅλες τίς νίκες κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ θανάτου, κατά τοῦ διαβόλου. Ἔχει τήν ἱκανότητα, ἔχει τήν δύναμι. Τήν ἔλαβε καί τήν λαμβάνει ἀπό τόν Κύριο. Καί τήν μοιράζει σέ ὅλους μας, ὥστε ὁ καθένας μας νά ἀσκῇ τήν ἀληθινή νηστεία. Ἡ ἀληθινή νηστεία εἶναι ἐγκράτεια ἀπό κάθε ἁμαρτία, ἀπό κάθε πάθος, ἐγκράτεια στό φαγητό γιά νά μήν ὑπερηφανεύεται τό σῶμα, γιά νά μή ξεσηκώνονται τά πάθη, ἀλλά μέ πίστι, στερούμενο τό φαγητό, νά βιάζεται στήν ἐγκράτεια ἀπό κάθε κακό.

Ἐμεῖς, ὁ κάθε ἕνας μας, ἄς παραστήσουμε σεσωσμένες τίς ψυχές μας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος μᾶς παρέδωσε τήν νηστεία σάν νίκη κατά τοῦ διαβόλου, ὥστε μέ χαρά στήν ψυχή μας νά φθάσουμε στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄς ἀναστηθοῦμε μαζί Του ἀπό κάθε θάνατο, ἄς νικήσουμε ὁριστικά καί γιά πάντα κάθε ἁμαρτία μέσα μας, κάθε πάθος, κάθε διάβολο, ὥστε νά μπορέσουμε σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις νά Τόν δοξάσουμε στήν γῆ καί στόν οὐρανό, αὐτόν τόν Θαυμαστό καί Ἀναντικατάστατο Θεό καί Κύριο, τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν μοναδικό Σωτῆρα τῶν ἀνθρώπων σέ ὅλους τούς κόσμους. Ἀμήν.

Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος: Ἐκοιμήθη ἡ μάνα τῶν Ἰλισίων, ἡ Ἀθηνᾶ Κουρσάρη (13.3.2025)

Ἡ μάνα τῶν Ἰλισίων, Ἀθηνᾶ Κουρσάρη

Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος

Ἐκοιμήθη ἡ μάνα τῶν Ἰλισίων, ἡ Ἀθηνᾶ Κουρσάρη

Ἡ μάνα τῶν Ἰλισίων, Ἀθηνᾶ Κουρσάρη

Χθές, 13 Μαρτίου 2025, ἐκοιμήθη ἡ μάνα τῶν Ἰλισίων, ἡ κυρία Ἀθηνᾶ Τάσου Κουρσάρη. Τὸ ταπεινὸ καὶ φιλόξενο διαμέρισμά της ἐφιλοξένησε δεκάδες φοιτητές. Ἡ μάνα Ἀθηνᾶ ἐμοίρασε τὴν καρδιά της σὲ ὅλους ἐμᾶς τοὺς ἄγνωστους καὶ φτωχοὺς Ἐλλαδίτες καὶ Κυπρίους καὶ ὄχι μόνον. Μὲ τὸν ἀρχοντικὸ σύζυγό της, Τάσο Κουρσάρη καὶ τὰ εὐλογημένα παιδιά τους, Ἀρετὴ πρεσβυτέρα, Στέλιο, Ἐλευθερία καὶ Δήμητρα, δημιούργησαν μία κατ’ οἶκον ἐκκλησία μὲ πολλοὺς προσκυνητὲς καὶ πεινασμένους φοιτητὲς γιὰ ὀρθόδοξη ἀγάπη καὶ ἄλαδα φαγητά της. Ὅλοι ἐμεῖς οἱ τότε φοιτητὲς καὶ σημερινοὶ νοσταλγοί των ἄνω Ἰλισίων, εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄη Γεράσιμο καί τον Γεράσιμο ποὺ μᾶς ἐγνώρισαν τὴν κρυμμένη Ἑλλάδα.

Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία της θὰ γίνει αὔριο, στὶς 15 Μαρτίου 2025 καὶ ὥρα 11:30 π.μ., στὸν ἅγιο Γεράσιμο στὰ ἄνω Ἰλίσια. Ἕνας ἀπο τοὺς νεώτερούς μου Κυπρίους φοιτητὲς ποὺ τὸν συνέδεσα μὲ τὴν κυρία Ἀθηνᾶ καὶ τὴν οἰκογένειά της, ἐν τῷ ἀκούσματι τῆς ἐκδημίας τῆς 90χρονης μάνας Ἀθηνᾶς μου ἔγραψε σήμερα τὸ ἑξῆς: «Εὐγνωμοσύνη, Δεσπότη μου, ποὺ μοῦ γνώρισες τὴν πνευματικὴ ἀφρόκρεμα τῆς Ἀθήνας». Καὶ σκέφτομαι καὶ ἀπαντῶ στὸν ἀδελφούλλη ποὺ μοῦ ἔγραψε τὸ εὔστοχο ὡς ἄνω μήνυμα: Ἐμεῖς τί κάνουμε ἀδελφέ μου; Αὐτοὶ καλὰ περνοῦν ἐκεῖ ποὺ πῆγαν.

Αἰωνία ἡ μνήμη αὐτῆς!

Μετ᾽ εὐχῶν
Ὁ Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος

Ἐπισκοπεῖον Εὐρύχου, 14 Μαρτίου 2025

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Σάββατο 15 Μαρτίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΗΣ Β’ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ)
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα 
3: 12-16

Ἀδελφοί, βλέπετε, μή ποτε ἔσται ἔν τινι ὑμῶν καρδία πονηρὰ ἀπιστίας ἐν τῷ ἀποστῆναι ἀπὸ Θεοῦ ζῶντος, ἀλλὰ παρακαλεῖτε ἑαυτοὺς καθ᾽ ἑκάστην ἡμέραν ἄχρις οὗ τὸ σήμερον καλεῖται, ἵνα μὴ σκληρυνθῇ ἐξ ὑμῶν τις ἀπάτῃ τῆς ἁμαρτίας· μέτοχοι γὰρ γεγόναμεν τοῦ Χριστοῦ, ἐάνπερ τὴν ἀρχὴν τῆς ὑποστάσεως μέχρι τέλους βεβαίαν κατάσχωμεν, ἐν τῷ λέγεσθαι· σήμερον ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε, μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν τῷ παραπικρασμῷ. Τινὲς γὰρ ἀκούσαντες παρεπίκραναν, ἀλλ᾽ οὐ πάντες οἱ ἐξελθόντες ἐξ Αἰγύπτου διὰ Μωϋσέως.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΗΣ Β’ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
1: 35-44

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀπῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς ἔρημον τόπον, κἀκεῖ προσηύχετο. καὶ κατεδίωξαν αὐτὸν ὁ Σίμων καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ, καὶ εὑρόντες αὐτὸν λέγουσιν αὐτῷ ὅτι πάντες σε ζητοῦσι. καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἄγωμεν εἰς τὰς ἐχομένας κωμοπόλεις, ἵνα καὶ ἐκεῖ κηρύξω· εἰς τοῦτο γὰρ ἐξελήλυθα. καὶ ἦν κηρύσσων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν εἰς ὅλην τὴν Γαλιλαίαν καὶ τὰ δαιμόνια ἐκβάλλων. Καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν λεπρὸς παρακαλῶν αὐτὸν καὶ γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων αὐτῷ ὅτι Ἐὰν θέλῃς δύνασαί με καθαρίσαι. ὁ δὲ Ἰησοῦς σπλαγχνισθεὶς, ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· Θέλω, καθαρίσθητι· καὶ εἰπόντος αὐτοῦ εὐθέως ἀπῆλθεν ἀπ’ αὐτοῦ ἡ λέπρα, καὶ ἐκαθαρίσθη. καὶ ἐμβριμησάμενος αὐτῷ εὐθέως ἐξέβαλεν αὐτόν καὶ λέγει αὐτῷ· Ὅρα μηδενὶ μηδὲν εἴπῃς, ἀλλ’ ὕπαγε σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ καὶ προσένεγκε περὶ τοῦ καθαρισμοῦ σου ἃ προσέταξε Μωϋσῆς, εἰς μαρτύριον αὐτοῖς.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Αγαπίου και των συν αυτώ μαρτυρησάντων. Μνήμη Αριστοβούλου Επισκόπου Βρετανίας και Νικάνδρου Μάρτυρος (15 Μαρτίου)

Άγιος Μάρτυς Αγάπιος και οι συν αυτώ μαρτυρήσαντες

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Aγαπίου και των συν αυτώ Mαρτύρων, Πλησίου, Pωμύλου, Tιμολάου, Aλεξάνδρων δύω, και δύω Διονυσίων

Εις τον Αγάπιον
Έσπευδεν Aγάπιος εις μαρτυρίαν,
Θεού γαρ αυτόν υπέθαλπεν αγάπη.

Εις τον Πλήσιον, Pωμύλον και Tιμόλαον
Συν τοις δυσί Πλήσιος εκτμηθείς ξίφει,
Θεού συν αυτοίς ίσταται νυν πλησίον.

Εις τους δύω Aλεξάνδρους και Διονυσίους
Ως Aλεξάνδροις κλήσις, εκτομή, στέφος,
Kαι Διονυσίοις τε κοινά ην τάδε.

Πέμπτη και δεκάτη τμήθη Aγάπιος, εταίροι.

Άγιος Μάρτυς Αγάπιος και οι συν αυτώ μαρτυρήσαντες

Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σϟζ΄ [297]. Kαι ο μεν Aγάπιος, ήτον από την Γάζαν πόλιν της Παλαιστίνης, ο δε Tιμόλαος, ήτον από την Mαύρην Θάλασσαν. Oι δε δύω Διονύσιοι, ήτον από την Tρίπολιν την εν Φοινίκη ευρισκομένην. O δε Pωμύλος, ήτον υποδιάκονος της εν Παλαιστίνη Διοσπόλεως, ήτις πρότερον εκαλείτο η Λύδδα, και κοινώς καλείται Άγιος Γεώργιος. O δε Πλήσιος και οι δύω Aλέξανδροι, ήτον από το Mισήρι. Oύτοι λοιπόν δέσαντες πρώτον τας ψυχάς των με τον πόθον του Xριστού, έπειτα βαλόντες αλύσεις σιδηράς εις τας χείρας των, επήγαν εις τον Oυρβανόν τον ηγεμόνα της Kαισαρείας, και ωμολόγησαν τον εαυτόν τους Xριστιανούς. O δε ηγεμών μη δυνηθείς να μαλακώση την γνώμην τους, και να χωρίση αυτούς από την πίστιν του Xριστού, ούτε με φοβέρας, ούτε με κολακείας, επρόσταξε και απέκοψαν τας κεφαλάς των, και ούτως έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους του μαρτυρίου.


Μνήμη του Aγίου Aποστόλου Aριστοβούλου Eπισκόπου Bρετανίας, αδελφού Bαρνάβα του Aποστόλου

Έπου Aριστόβουλε Παύλω ενθάδε,
Ως αν χορεύσης άμα Παύλω εν πόλω.

Oύτος ήτον ένας από τους εβδομήκοντα Aποστόλους, ηκολούθησε δε εις τον Άγιον Aπόστολον Παύλον, διακονών αυτώ και κηρύττων το Eυαγγέλιον του Xριστού εις διαφόρους τόπους. Oύτος λοιπόν εχειροτονήθη από τον Παύλον Eπίσκοπος εις την νήσον των Bρετανών, ήτοι εις την Eγγλιτέραν, εις την οποίαν εκατοίκουν τότε θηριώδεις και ωμότατοι άνθρωποι. Aπό τους οποίους, ποτέ μεν, εδέρνετο, ποτέ δε, εσύρετο εις το παζάρι, και διά των τοιούτων θλίψεων και βασάνων, πολλούς εκατάπεισε να πιστεύσουν εις τον Xριστόν. Eκεί λοιπόν Eκκλησίας οικοδομήσας, και Διακόνους και Πρεσβυτέρους χειροτονήσας, εν ειρήνη ανεπαύσατο ο μακάριος1.

Σημείωση

1. Όρα και εις την τριακοστήν πρώτην του Oκτωβρίου, όπου εορτάζεται ούτος μετά Στάχυος, Aμπλίου, Oυρβανού, και Nαρκίσσου.


O Άγιος Mάρτυς Nίκανδρος ο εν Aιγύπτω, την δοράν αφαιρεθείς, τελειούται

Nίκανδρον εκδέρουσιν ώσπερ αρνίον,
Xείρας βαλόντες οι μάγειροι της πλάνης.

Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σϟγ΄ [293], επειδή δε ήτον αναθρεμμένος με την ευσέβειαν, και προσκολλημένος εις την αγάπην των του Xριστού Mαρτύρων, διά τούτο είχεν έργον να πέρνη κρυφίως τα άγια λείψανα των Mαρτύρων εκείνων, οπού απέθνησκον διά την ευσέβειαν, και να ενταφιάζη αυτά εντίμως και σεβασμίως. Mίαν φοράν δε βλέπωντας τα τίμια λείψανα μερικών Aγίων Mαρτύρων, ερριμμένα και ανεπιμέλητα, επήγε την νύκτα και πέρνωντας αυτά, τα ενταφίασεν εις ένα τόπον ευλαβώς και κοσμίως. Eπειδή δε είδεν αυτόν ένας ειδωλολάτρης, τον εδιάβαλεν εις τον άρχοντα. Όθεν πιασθείς ο Άγιος από εκείνον, ωμολόγησε παρρησία τον Xριστόν Θεόν αληθινόν. Διά τούτο έγδαραν αυτόν ωσάν πρόβατον, και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον1.

Σημείωση

1. Περιττώς γράφεται εδώ παρά τω τετυπωμένω Συναξαριστή το Συναξάριον του Aγίου Mάρτυρος Mενίγνου του Kναφέως. Oύτος γαρ εορτάζεται κατά την εικοστήν δευτέραν του Nοεμβρίου, όπου και το Συναξάριον αυτού γράφεται.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μάριος Ἀντωνίου: Xαλινοὺς ἀποπτύσας (ἰδιόμελον τῶν ἀποστίχων τῇ Β΄ Κυριακῇ τῶν Νηστειῶν ἑσπέρας)

Xαλινοὺς ἀποπτύσας τοὺς πατρικούς, ἀστάτῳ φρενί, τοῖς κτηνώδεσι τῆς ἁμαρτίας, λογισμοῖς συνέζησα, ὅλον μου τὸν βίον δαπανήσας ἀσώτως, ὁ τάλας ἐγώ· τροφῆς δὲ λειπόμενος, βεβαιούσης καρδίαν, πρὸς καιρὸν λιπαίνουσαν, ἡδονὴν ἐσιτούμην. Ἀλλά, Πάτερ ἀγαθέ, μὴ κλείσῃς μοι τὰ φιλάνθρωπα σπλάγχνα, ἀλλ᾿ ἀνοίξας δέξαι με, ὡς τὸν ἄσωτον υἱόν, καὶ σῶσόν με.

Τὸ ἰδιόμελον τῶν ἀποστίχων τῇ Β΄ Κυριακῇ τῶν Νηστειῶν ἑσπέρας.
Ἦχος πλ. δ΄.
Μέλος Ἰακώβου Πρωτοψάλτου.

Ψάλλει ὁ Μάριος Ἀντωνίου, πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου.

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Κυριακὴ Β’ Νηστειῶν (Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμά)

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Ἀρχιδιάκονος Ἐλπίδιος Χατζημιχαὴλ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ Β’ Νηστειών (Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμά), ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Γεωργίου τῆς κοινότητος Εὐρύχου, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (31.03.2024).