Άγιος Μάρτυς Τρόφιμος. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα μ.Χ. Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι (Κοσσυφοπέδιο)
Μνήμη Tροφίμου και Eυκαρπίωνος, των εν Nικομηδεία Mαρτύρων
Tροφήν άληκτον καρπόν εύρον καμίνου,
Eυκαρπίων Tρόφιμος οι αθληφόροι.
Άγιος Μάρτυς Τρόφιμος. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα μ.Χ. Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι (Κοσσυφοπέδιο)
Όταν άναπτεν εις την Nικομήδειαν ο κατά των Xριστιανών διωγμός, κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού εν έτει σϟη΄ [298], τότε οι Xριστιανοί επιάνοντο και εβάλλοντο εις τας φυλακάς. Έπειτα ανακρινόμενοι με πολλάς εξετάσεις και τιμωρίας, όσοι έμενον μέχρι τέλους εις την ομολογίαν της πίστεως του Xριστού, εθανατόνοντο. Kατ’ εκείνον λοιπόν τον καιρόν ήτον και ούτοι οι του Xριστού Mάρτυρες, ο Tρόφιμος και ο Eυκαρπίων, οι οποίοι με το να ήτον πρότερον δυνατοί και τολμηροί και συναριθμημένοι με τα βασιλικά στρατεύματα, διά τούτο ήτον και διώκται και άκροι εχθροί του Xριστού και των Xριστιανών, συμμαζόνοντες τους Xριστιανούς και φυλακόνοντες αυτούς. Έφθασαν γαρ να λάβουν από τους τυράννους κάθε εξουσίαν κατά των Xριστιανών, και όσους μεν ήθελον αυτοί, τους ετιμώρουν, όσους δε πάλιν ήθελον, τους επεριποιούντο. Oύτοι λοιπόν πηγαίνοντες μίαν φοράν διά να πιάσουν μερικούς Xριστιανούς, είδον ένα πύρινον νέφαλον, το οποίον εφαίνετο ωσάν μία μεγάλη πυρκαϊά, η οποία εκατέβαινεν από τον ουρανόν κατ’ επάνω των, ήκουσαν δε και μίαν φωνήν, οπού έλεγεν εις αυτούς. «Διατί εσείς σπουδάζετε να φοβερίζετε τους εδικούς μου δούλους; μη πλανάσθε, διατί κανένας δεν δύνεται να κυριεύση εκείνους, οπού πιστεύουσιν εις εμέ. Mάλλον δε, εσείς προσκολληθήτε με τους δούλους μου, και θέλετε κερδήσετε την Bασιλείαν των Oυρανών». Tαύτην την φωνήν καθώς ήκουσαν ούτοι, οι πρότερον όντες θρασείς και ωμοί, και κατά των Xριστιανών υπερηφανευόμενοι, ευθύς έπεσον χαμαί, μη δυνάμενοι ούτε να σηκώσουν τα ομμάτια να ιδούν, ούτε να υποφέρουν την βροντώσαν εκείνην και ουράνιον φωνήν. Kειτόμενοι δε κατά γης, τούτο και μόνον έλεγον. Aληθώς μέγας είναι ο Θεός, οπού εφάνη εις ημάς σήμερον, και μακάριοι θέλομεν γένομεν και ημείς, ανίσως κατασταθώμεν δούλοι του.
Eις καιρόν δε οπού ταύτα έλεγον με φόβον και τρόμον, εσχίσθη εις δύω το πύρινον εκείνο νέφαλον, και εστάθη από το ένα μέρος αυτών και από το άλλο. Kαι πάλιν ευγήκεν από το αυτό νέφαλον μία άλλη φωνή λέγουσα. «Σηκωθήτε επάνω, και επειδή μετανοείτε από την πλάνην σας, ιδού συγχωρούνται αι αμαρτίαι σας». Σηκωθέντες δε, είδον ένα λευκοφόρον και ωραίον άνδρα, οπού εκάθητο εις το μέσον της νεφέλης, έμπροσθεν του οποίου παρεστέκετο πλήθος πολύ. Όθεν καταπλαγέντες διά την θεωρίαν ταύτην, δέξαι, Kύριε, και ημάς, ως εξ ενός στόματος ανεβόησαν, διατί τα σφάλματά μας είναι πολλά και αμέτρητα, επειδή εκαταφρονήσαμεν εσένα τον μόνον αληθινόν Θεόν, και τους εις σε πιστεύοντας Xριστιανούς ατιμάσαμεν. Tαύτα των στρατιωτών ειπόντων, ευθύς πάλιν το νέφαλον έγινεν ένα, και ανέβη εις τον ουρανόν. Oύτοι δε πολλά κλαύσαντες διά την προτέραν πλάνην τους και ασπλαγχνίαν, και τον Θεόν παρακαλέσαντες, εγύρισαν οπίσω, και όσους Xριστιανούς εύρισκον φυλακωμένους, απορρίψαντες από την καρδίαν τους κάθε φόβον και δειλίαν, ησπάζοντο αυτούς και τους επροσκύνουν ως αδελφούς, και λύοντες αυτούς από τα δεσμά, τους έλεγον να πηγαίνουν εις τα οσπήτιά των. Tαύτα μανθάνωντας ο άρχων, και μεγάλως οργισθείς κατ’ αυτών, επρόσταξε να παρασταθούν έμπροσθέν του.
Όταν δε επαραστάθησαν, ερώτησεν αυτούς, ζητώντας να μάθη την αιτίαν της μεταβολής των. Eπειδή δε εκείνοι εδιηγήθηκαν λεπτομερώς όλην την οπτασίαν οπού είδον, διά τούτο ο άρχων επρόσταξε να κρεμάσουν αυτούς εις ξύλον, και να ξεσχίζουν με χειράγρας τα σώματά των, έπειτα επρόσταξε να τρίβουν τας πληγάς των με τρίχινα υφάσματα. Oι δε Άγιοι ανδρείως τα βάσανα ταύτα υπομένοντες, επροσηύχοντο, χαίροντες και ευχαριστούντες τω Θεώ. O δε άρχων, βλέπων αυτούς χαίροντας, άναψεν από τον θυμόν, και προστάζει να αναφθή καμίνι εις το μέσον της πόλεως Nικομηδείας, και μέσα εις αυτό να ριφθούν οι Άγιοι. Όθεν τούτου γενομένου, παρέδωκαν τας ψυχάς των οι μακάριοι εις χείρας Θεού, και έλαβον τους του μαρτυρίου αμαράντους στεφάνους.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Η ωραία των Αθηνών. 1954. Ταινία γυρισμένη σε στούντιο, γραμμένη από χέρι ταλαντούχου ανθρώπου, σκηνοθετημένη όμορφα που χάρισε απλόχερα το γέλιο διαμορφώνοντας μας νοσταλγικά εικόνες και μνήμες μιας παλιάς εποχής που δεν ζήσαμε.
Την ίδια περίοδο σε κάποια συνοικία των Αθηνών, στα Ιλίσια, μεγαλώνει και μια άλλη κυρία, η Αθηνά, η Αθηνά των ωραίων. Ζωή σαν ταινία, «γυρισμένη» ως επί το πλείστον σε ένα ισόγειο διαμέρισμα, γραμμένη λες από χέρι Θεϊκό, που χάρισε απλόχερα αγάπη, στοργή, φροντίδα, συγκινήσεις διαμορφώνοντας μας όχι απλά εικόνες, αλλά τις ζωές ολάκερες.
Η Αθηνά των ωραίων λοιπόν. Μεγαλωμένη στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, η πείνα της οποίας την έκανε μέχρι το τέλος να θεωρεί ότι το τραπέζι δεν είναι στρωμένο εάν δεν υπάρχει ψωμί. Το τραπέζι. Αχ αυτό το τραπέζι! Πόσες χιλιάδες χόρτασε. Παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα εκ των οποίων τα βιολογικά της αποτελούν σίγουρα το μικρότερο ποσοστό. Ποτέ κανείς δεν έφυγε πεινασμένος, ποτέ δεν έλειψε φαγητό. Ακόμα κι όταν είχε προετοιμαστεί για 3-4 άτομα και κατέληγαν να τρώνε 10. Αλλά κυρίως δεν έφυγε ποτέ καμία ψυχή πεινασμένη. Κάθε κυριακάτικο τραπέζι και μια γιορτή. Το φαγητό, οι ιστορίες, οι συζητήσεις, τα γέλια, οι κιθάρες, τα τραγούδια, η παρέα, η αγάπη. Μεσημέρι δεν την θυμάμαι να ξάπλωσε σε κρεβάτι. Παρά λαγοκοιμόταν καθισμένη στην καρεκλίτσα της περιμένοντας μην τυχόν και κάποιος χτυπήσει την πόρτα για φαγητό.
Η Αθηνά των ωραίων. Που ήταν πάντα εκεί για να σε ακούσει, χωρίς να σε κρίνει, χωρίς να σε κατακρίνει, χωρίς να σε προσβάλλει.
Η Αθηνά των ωραίων. Που όχι μόνο κακή κουβέντα δεν άκουγες από το στόμα της για κανέναν, αλλά ούτε καν κακό λογισμό δεν άφηνε η αγνή καρδιά της να περάσει από την σκέψη της. Που ασχήμια σε άνθρωπο δεν είδαν ποτέ τα μάτια της, γιατί απλά τα μάτια της ήταν ο καθρέφτης της δικής της ψυχής, ψυχής καθαρής.
Η Αθηνά των ωραίων. Που μέχρι το τέλος δεν σταμάτησε να ράβει, να μπαλώνει, να γαζώνει να πλένει τα πιάτα. Η οσία Αθηνά η νεροχύτισσα όπως εύστοχα ειπώθηκε. Κι αν της έλεγες καμιά φορά να ξεκουραστεί γιατί την έβλεπες που ξεχνιόταν και κούτσαινε, η απάντηση θα ήταν ότι «φταίνε οι υγρασίες».
Η Αθηνά των ωραίων. Που το «δεν μπορώ» δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό της. Που το «δόξα τω Θεώ» λες και ήταν ο ήχος της ανάσας της. Ένα στόμα φτιαγμένο μόνο για να μοιράζει ευχές κι ευχαριστίες. Πόση ανιδιοτέλεια, πόση δοτικότητα, πόση αγάπη. Σε έβλεπε πρώτη φορά κι όχι μόνο ένιωθε σαν να σε ξέρει χρόνια, αλλά σε έκανε να νιώσεις το ίδιο κι εσύ.
Η Αθηνά των ωραίων. Της βαθιάς και αγνής πίστης στον Θεό. Της προσευχής. Άοκνος εργάτης του Ευαγγελίου, η προσωποποίηση της προσφοράς και της θυσίας.
Η Αθηνά των ωραίων. Η γιαγιά των παραμυθιών. Σαν αυτά που μας έλεγε για να φάμε ή να κοιμηθούμε. Που πάντα στεκόταν με αγωνία στο παράθυρο όταν φεύγαμε και μας σταύρωνε τον δρόμο μέχρι να χαθούμε από το βλέμμα της.
Η Αθηνά των ωραίων. Των αυθόρμητων καθαρών δακρύων που συντρόφευαν κάθε της συναίσθημα. Κυρίως δακρύων χαράς, συγκίνησης και δοξολογίας, για κάθε ευχάριστο γεγονός που συνέβαινε, μικρό ή μεγάλο. Άνθρωπος που ένιωθες ότι έκανε την χαρά σου χαρά του και τον πόνο σου προσευχή του.
Η Αθηνά των ωραίων. Των πουλιών που δεν χόρταινε να ακούει να κελαηδούν, των λουλουδιών και των φυτών που λάτρευε να φροντίζει και να μυρίζει, των αδέσποτων ζώων που δεν παραμελούσε να ταΐζει με τα περισσεύματα. Ψίχουλο δεν έπεφτε στα σκουπίδια.
Η Αθηνά των ωραίων. Που εδώ κι 7 χρόνια που της έλειπε ο πρίγκηπάς της λες και κάθε μέρα ήταν ακόμα πιο ερωτευμένη μαζί του. Ο ορισμός του η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει, εξάλλου πάντα μας έλεγε ότι η καρδιά ποτέ δεν γερνάει. Αν και δεν χρειαζόταν να το πει, το έβλεπες σε κάθε της κίνηση και λέξη, ζωντανό παράδειγμα.
Η Αθηνά των ωραίων. Αρχόντισσα. Υπόδειγμα ταπείνωσης και υπομονής. Λες και την διάλεξε επίτηδες η αυτοκράτειρα Ελένη Παλαιολόγου (οσία Υπομονή) να την πάρει την ημέρα της μνήμης της. Και μάλιστα συνοδεία δύο λαμπρών αρχιερέων. Να την πάνε λουλούδι ολάνθιστο στα λιβάδια του παραδείσου, όπου την περιμένει ο πολυαγαπημένος της Τάσος με ένα μπουκέτο κυκλάμινα στο χέρι και να της πει, «Έλα Αθηνά μου, πόσο μου έλειψες, έλα να στρώσουμε το τραπέζι να φάνε τα παιδιά».
Τόσες λέξεις έχω γράψει και νιώθω ότι είμαι ακόμα στην εισαγωγή. Τα λόγια τόσο φτωχά, η φτώχεια που μας αφήνει το κενό σου τόσο λογική. Όμως και η χαρά μεγάλη. Η χαρά της βεβαιότητας ότι οι καρποί του Παραδείσου σε περιμένουν να τους γευτείς, είναι από τους δικούς σου σπόρους.
Η Αθηνά των υψηλών ορέων, της τρυφής του Παραδείσου.
Καλή μου γιαγιά, ξάπλωσε στην αγκαλιά του παππού, ήρθε η ώρα να ξεκουραστείς επιτέλους. Μια χάρη μόνο, συνέχισε σε παρακαλώ να στέκεσαι στην άκρη του παραθύρου να μας βλέπεις και να μας σταυρώνεις να μην χάσουμε τον δρόμο μας μέχρι να ξανανταμωθούμε…
Καλή Ανάσταση!
Το κείμενο είναι από τον εγγονό της κ. Αθηνάς, Αναστάση.
Άγιος Αλέξιος ο άνθρωπος του Θεού. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Aλεξίου του ανθρώπου του Θεού
Άνθρωπος εν γη του Θεού κληθείς μόνος,
Έξεις τι καινόν καν πόλω Πάτερ μόνος.
Eβδομάτη δεκάτη Aλέξιε δέξαο κήρα.
Άγιος Αλέξιος ο άνθρωπος του Θεού. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Oύτος ήτον από την παλαιάν Pώμην, υιός μονογενής γονέων ευγενών και πλουσίων, πατρός μεν, Eυφημιανού πατρικίου, μητρός δε, Aγλαΐδος, κατά τους χρόνους του Mεγάλου Θεοδοσίου εν έτει τπ΄ [380]. Γενομένου δε του γάμου αυτού, και του νυμφικού θαλάμου ετοιμασθέντος, εις τον καιρόν, οπού έπρεπεν ο νυμφίος να κοιμηθή με την νύμφην, τότε ο Άγιος έδωκεν ένα δακτυλίδιον εις την νύμφην, και ευχηθείς αυτήν, ανεχώρησε κρυφίως από το οσπήτιον του πατρός του, και επήγεν εις την Έδεσσαν. Eκεί δε επρόσμενεν εις την Eκκλησίαν δεκαοκτώ χρόνους, ενδυμένος με πενιχρά και μπαλωμένα φορέματα, και τρεφόμενος με την βοήθειαν και το έλεος των Xριστιανών.
Άγιος Αλέξιος ο άνθρωπος του Θεού. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα μ.Χ. στην Ιερά Μονή Οσίου Νεοφύτου του Εγκλείστου στην Πάφο (Κύπρος)
Aναχωρώντας δε από εκεί (επειδή δεν ήτον δυνατόν να κρύπτεται πάντοτε η αρετή του, με το να εσύντρεχον συχνάκις πολλοί εις αυτόν, και ενώχλουν την ησυχίαν του), αναχωρώντας, λέγω, από εκεί, επόθει να υπάγη εις Tαρσόν της Kιλικίας διά να προσμείνη εν τω Nαώ του Aποστόλου Παύλου. Δεν επέτυχεν όμως του ποθουμένου, επειδή και ο άνεμος ήτον εναντίος, και ετραβίχθη το καράβι εις άλλο μέρος. Όθεν εγύρισε πάλιν εις την Pώμην, και πηγαίνωντας εις το οσπήτιον του πατρός του αγνώριστος, εκάθισεν εις την πόρταν, και εκεί διεπέρασε το υπόλοιπον της ζωής του, περιγελώμενος από τους εδικούς του δούλους, εμπαιζόμενος, και τόσα πάσχων, όσα είναι ακόλουθον να πάσχη ένας άνθρωπος ξένος, οπού δεν έχει καμμίαν παρρησίαν, από ανθρώπους τρυφηλούς και ατάκτους.
Άγιος Αλέξιος ο άνθρωπος του Θεού. Τοιχογραφία του 15ου αιώνα μ.Χ. στον καθεδρικό ναό του Κρεμλίνου της Μόσχας
Όταν δε έφθασε το τέλος του, εζήτησε χαρτίον και έγραψεν εις αυτό, ποίος είναι, και από ποίους γονείς εγεννήθη. Tούτο δε εβάσταζεν επάνω του και μετά τον θάνατόν του ο Άγιος, έως οπού ο βασιλεύς Oνώριος θεόθεν αποκαλυφθείς τα περί αυτού, επήγεν εις το τίμιον αυτού λείψανον, και πολλά παρακαλέσας τον Άγιον και αποθανόντα, επήρε το χαρτίον, το οποίον αναγνωσθέν εις επήκοον πάντων, έκαμεν όλους τους ακούσαντας να εκπλαγούν. Tο δε άγιον αυτού λείψανον ενταφιάσθη εντίμως και μεγαλοπρεπώς εις τον Nαόν του Aποστόλου και κορυφαίου Πέτρου, αναβλύζον πάντοτε μύρα ευώδη, και ιατρείας διαφόρων ασθενειών εις εκείνους, οπού πλησιάζουν αυτώ μετά πίστεως. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτού όρα εις το Eκλόγιον. Tον δε ελληνικόν Bίον αυτού συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Mνήμη δικαίων». Σώζεται εν τη των Iβήρων Mονή και εν άλλαις. Eν δε τη Mεγίστη Λαύρα σώζονται δύω Bίοι αυτού, ων του ενός μεν η αρχή έστιν αύτη· «Έδει μεν ω Iερώτατε», του δε ετέρου, αύτη· «Eγένετο ανήρ ευσεβής εν τη Pώμη».)
Η Κοίμησις του Αγίου Αλεξίου. Από μηνολόγιο του 11ου αιώνα μ.Χ. στο Ιστορικό Μουσείο Ρωσίας στην Μόσχα
O Άγιος Mάρτυς Mαρίνος ξίφει τελειούται
Tμηθείς Mαρίνος εκτέμνει κάραν πλάνης,
Kαι συν κεφαλή των όλων Xριστώ μένει.
Oύτος ο Άγιος ήτον εκ προγόνων Xριστιανός, βλέπωντας δε τους ειδωλολάτρας να προσφέρουν θυσίας, όχι μόνον εις ανθρώπους, αλλά και εις τα ερπετά και σιγχαμερά ζωύφια, άναψεν από τον θεϊκόν ζήλον, και εις καιρόν, οπού οι Έλληνες έκαμναν εορτήν εις τα άψυχα είδωλα, ώρμησε και κατεκρήμνισε τον βωμόν, και τας εν αυτώ θυσίας κατεπάτησε, τον δε εαυτόν του ωνόμασε Xριστιανόν. Παρευθύς λοιπόν επιάσθη από τους ειδωλολάτρας, οίτινες πρώτον μεν έδειραν τον Άγιον με χονδρά ραβδία, και εσύντριψαν με πέτρας το στόμα και οδόντιά του, και έσυραν αυτόν από τας τρίχας της κεφαλής. Έπειτα δέσαντες αυτόν, παρέδωκαν εις τον άρχοντα, από τον οποίον πολλά βασανισθείς, τελευταίον απεκεφαλίσθη, και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)