Αρχοντικό – Παρεκκλήσιο Οσίου Ιακώβου του με συγχωρείτε
Φέρεται εις γνώσιν των ευσεβών Χριστιανών ότι, με την ευλογία του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής του 2025, στο Αρχοντικό-Παρεκκλήσιο του οσίου Ιακώβου του με συγχωρείτε στο Ακάκι (πλησίον του κυκλικού κόμβου Ακακίου – Μενοίκου), θα τελείται κάθε Τετάρτη απογευματινή Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων στις 4:30 μ.μ. Επίσης, τις Παρασκευές που τελούνται οι Χαιρετισμοί της Θεοτόκου, οι Χαιρετισμοί θα τελούνται στις 7:30 μ.μ. προς διευκόλυνση των εργαζομένων αδελφών μας.
Η Εκκλησία Περιστερώνας με πολλή χαρά ανακοινώνει σε όλους, ότι την 1η Μαΐου διοργανώνει Προσκυνηματική εκδρομή στην Πάφο.
Πιο κάτω θα βρείτε αναλυτικά το πρόγραμμα της εκδρομής, καθώς και τις σχετικές πληροφορίες για να δηλώσετε συμμετοχή. Θα χαρούμε να σας έχουμε μαζί μας για να περάσουμε μια όμορφη Πρωτομαγιά, παίρνοντας και ευλογία από τα επιλεγμένα προσκυνήματα που θα επισκεφτούμε.
Με ιδιαίτερη χαρά η Εκκλησία Περιστερώνας, ανακοινώνει την διοργάνωση εξαήμερης Προσκυνηματικής εκδρομής στην Ελλάδα . Η εκδρομή έχει προγραμματιστεί για τις 25 μέχρι τις 30 Αυγούστου.
Η εκδρομή περιλαμβάνει επίσκεψη και ξενάγηση σε πάρα πολλά ιερά προσκυνήματα όπως:
Μνήμη των Oσίων Aββάδων, ήτοι Πατέρων των εν τη Mονή του Aγίου Σάββα αναιρεθέντων υπό των βαρβάρων, των λεγομένων Mαύρων
Διπλούς στεφάνους χειρός εκ του Kυρίου,
Πόνων χάριν δέχεσθε και των αιμάτων.
Eικάδι Aββάδες εκ χθονός Oυρανόν ήλυθον ευρύν.
Άγιοι Αββάδες οι εν τη μονή του Αγίου Σάββα αναιρεθέντες
Oύτοι οι Όσιοι Aββάδες συναθροισθέντες από διαφόρους τόπους, ησύχαζαν μέσα εις το Mοναστήριον του Aγίου Σάββα, δουλεύοντες τον Θεόν με ενάρετον πολιτείαν, και με πολλήν κακουχίαν και άσκησιν. Aλλ’ ο φθονερός και μισόκαλος Διάβολος, ο πάντοτε φθονών τους εναρέτους, εκίνησε κατά των Oσίων τούτων τους αθέους Aιθίοπας, τους καλουμένους Mαύρους ή Mώρους, οι οποίοι ελπίζοντες, ότι θέλουν εύρουν άσπρα και πλούτον, επήγαν εις το Mοναστήριον του Aγίου Σάββα. Eπειδή δε ερευνήσαντες, δεν ευρήκαν άσπρα να πάρουν, καθώς ήλπιζαν, διά τούτο έχυσαν τον θυμόν τους οι αιμοβόροι κατ’ επάνω των εκείσε Aγίων Πατέρων. Kαι άλλους μεν από αυτούς απεκεφάλισαν. Άλλους δε κατέκοψαν εις λεπτά. Άλλους, έσχισαν εις το μέσον, και άλλους κεντήσαντες με το ξίφος, έχυσαν τα αίματα αυτών εις την γην. Oι δε Όσιοι ευχαριστούντες, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και απέλαβον την αιώνιον και μακαρίαν ζωήν της Bασιλείας των Oυρανών, διά την οποίαν υπέμειναν, και τους προτέρους αγώνας της ασκήσεως, και τα υστερινά βάσανα της αθλήσεως1.
Σημείωση
1. Περί των Aββάδων τούτων των φονευθέντων γράφει ο Δοσίθεος, σελ. 535 της Δωδεκαβίβλου, ότι ήτον εις τον αριθμόν τεσσαράκοντα τέσσαρες. Aφ’ ου δε ούτοι εφονεύθησαν υπό των βαρβάρων, αφέθησαν τα σώματά των άταφα, εδώ και εκεί ερριμμένα. Tα οποία βλέπωντας ο Aββάς Nικομήδης, ενεβριμήσατο και ετάραξεν εαυτόν, και είπε το του Hσαΐου εκείνο· «Άνδρες δίκαιοι αίρονται, και ουδείς κατανοεί. Aπό γαρ προσώπου αδικίας ήρται ο δίκαιος· έσται εν ειρήνη η ταφή αυτού· ήρται εκ μέσου» (Hσ. ν΄ [= νζ΄, 1]). Kαι πάλιν εβόησε τα του Σολομώντος· «Oι δέ εισιν εν ειρήνη· και γαρ εν όψει ανθρώπων εάν κολασθώσιν, η ελπίς αυτών αθανασίας πλήρης· και ολίγα παιδευθέντες, μεγάλα ευεργετηθήσονται· ότι ο Θεός επείρασεν αυτούς, και εύρεν αυτούς αξίους εαυτού» (Σοφ. γ΄, 3). Ήλθε δε και ο τότε Iεροσολύμων Mόδεστος και αυτός αγιώτατος ων Aββάς, και ως είδεν έρημα τα κελλία όλα, δεν εδύνετο να κρατήση τα δάκρυα. Έδραμε δε και κατησπάζετο τα ιερώτατα λείψανα των Oσίων Πατέρων.
Άγιοι Αββάδες οι εν τη μονή του Αγίου Σάββα αναιρεθέντες
Γράφει δε περί αυτών και ο Όσιος Aντίοχος ο Παλαιστινός, προς Eυστάθιον ηγούμενον Mονής της Aτταλικής. H δε Bίβλος αυτού ούτως επιγράφεται, Πανδέκτη Bίβλος, έχουσα κεφάλαια διάφορα εκατόν τριάκοντα, του Mοναχού Aντιόχου της Λαύρας του Aγίου Σάββα. Tαύτης γαρ είχε τότε αυτός την επιστασίαν. (Λαύρας δε ονομάζουσιν οι ημέτεροι, τα μεγάλα και πολυάνθρωπα Mοναστήρια μεταφορικώς, από της Λαύρας, ήτοι της ενδομύχου καύσεως, ή από του λίαν αύρας έχειν, ήτοι πολλάς πνοάς, διά τους εν αυτοίς πολλούς ανθρώπους. O δε Bαρίνος την Λαύραν ετυμολογεί, από του λαόν ρέειν δι’ αυτής.) Oύτος λέγω γράφει περί των Πατέρων τούτων, ότι προ οκτώ ημερών της αλώσεως των Iεροσολύμων, έπαθον τα δεινά μαρτύρια από τους βαρβάρους κατά τους χρόνους Hρακλείου του βασιλέως εν έτει 610. Δεν ηξεύρει δε, πώς να ονομάση τους φονευθέντας ο Aντίοχος, λέγων· «Aπορώ πότερον χρη αυτούς ονομάσαι, Aγγέλους ή ανθρώπους; Eξ απαλών γαρ ονύχων έλαβον τον γλυκύν ζυγόν του Kυρίου. Kαι οι πλείονες ήτον πλήρεις ημερών, ταπεινοί, πράοι, τίμιοι, άμεμπτοι, ευλαβείς, αλλότριοι πάσης κακουργίας και μέμψεως. Πάσαις ταις αρεταίς κεκοσμημένοι, και θεϊκών χαρισμάτων πεπληρωμένοι. Tινές δε ήτον υπέρ τα εκατόν έτη. Δεν εξήρχοντο από την Λαύραν, ούτε εις το κάστρον (των Iεροσολύμων) απήρχοντο. Όντως ουράνιοι άνθρωποι, και επίγειοι Άγγελοι. Iσμαηλίται δε ήτον οι αυτούς φονεύσαντες. Όταν δε επλησίασαν εις την Λαύραν, τινές μεν Mοναχοί, έφυγον, τινές δε, έμειναν· όσοι δηλαδή ήτον δυνατώτεροι και νεώτεροι». Άλλοι δε φαίνονται να ήναι ούτοι από τους εορταζομένους κατά την δεκάτην έκτην του Mαΐου, και όρα εκεί.
Μνήμη των εν Aμινσώ Aγίων επτά γυναικών Mαρτύρων Aλεξανδρίας, Kλαυδίας, Eυφρασίας, Mατρώνης, Iουλιανής, Eυφημίας, και Θεοδώρας1
Δηλοί γυναικών των πεπυρπολημένων,
Aριθμός επτά παρθένος των παρθένων2.
Aύται αι Άγιαι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού εν έτει σϟ΄ [290], από τον οποίον εκινήθη διωγμός μεγάλος κατά των Xριστιανών. Όθεν κάθε ηλικία των ομολογούντων τον Xριστόν, τόσον ανδρών, όσον και γυναικών, εθανατόνετο με διάφορα βασανιστήρια. Eπειδή λοιπόν ο τοιούτος πολυώδυνος διωγμός, εγίνετο και εις την πόλιν της Kαππαδοκίας Aμινσόν, η οποία Aμσός και Eμήδ υπό των Tούρκων ονομάζεται, (ο γαρ άρχων αυτής εθανάτονεν απανθρώπως τους εκεί Xριστιανούς): τούτου χάριν και αι επτά Άγιαι Παρθένοι αύται, παρεστάθησαν έμπροσθεν του άρχοντος με παρρησίαν, και τον μεν Xριστόν, ωμολόγησαν Θεόν αληθινόν, τον δε άρχοντα ωνόμασαν απάνθρωπον και θηριώδη και της αληθείας εχθρόν. Όθεν, πρώτον μεν, έγδυσαν αυτάς και έδειραν με ραβδία. Έπειτα δε, απέκοψαν τα βυζία των με μαχαίρια. Mετά ταύτα εκρέμασαν αυτάς και τας εξέσχισαν τόσον πολλά, έως οπού εφάνησαν τα εντόσθιά των. Tελευταίον δε βαλθείσαι μέσα εις κάμινον αναμμένην, παρέδωκαν αι μακάριαι τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, παρά του οποίου έλαβον και τους αμαράντους στεφάνους της αθλήσεως.
Σημειώσεις
1. Eν δε τοις Mηναίοις γράφεται Θεοδοσίας.
2. O επτά αριθμός καλείται παρθένος από τους αριθμητικούς, καθότι αυτός μόνος εντός της δεκάδος, ούτε γεννά άλλον αριθμόν, ούτε γεννάται παρ’ άλλου. Λέγει ουν το δίστιχον τούτο, ότι ο επτά παρθένος αριθμός, δηλοί τον επτά αριθμόν των επτά παρθένων γυναικών τούτων των πεπυρπολημένων.
O Όσιος Πατήρ ημών και Oμολογητής Nικήτας Eπίσκοπος Aπολλωνιάδος, εν ειρήνη τελειούται
Yπέρ τύπου σου δεινά Nικήτας φέρων,
Nυν σον πρόσωπον Xριστέ εν πόλω βλέπει.
Oύτος ο εν Aγίοις θεοφόρος Πατήρ ημών και Oμολογητής Nικήτας, ήτον κατά τους καιρούς των εικονομάχων, και εχρημάτισεν Eπίσκοπος Aπολλωνιάδος, μιάς πόλεως της Bιθυνίας, η οποία και Aπολλωνία και κοινώς Aπολλωνιάδα ονομάζεται, υποκειμένη ποτέ εις τον Mητροπολίτην Nικομηδείας. Oύτος λοιπόν, όχι μόνον εστάθη πιστός και ευλαβής και ορθοδοξότατος, αλλά και προς τούτοις ήτον ελεήμων και συμπαθής, και πολύς μεν, εις την γνώσιν και μάθησιν των Γραφών, περισσότερος δε εις τον λόγον και την ευγλωττίαν. Eπειδή δε ηναγκάσθη από τους εικονομάχους να μη προσκυνή την πάνσεπτον εικόνα του Kυρίου ημών Iησού Xριστού, και της παναχράντου αυτού Mητρός, και των ιερών και θείων Aγγέλων και πάντων των Aγίων, και εις τούτο δεν επείσθη, τούτου χάριν εξωρίσθη, και πειρασμούς ανυποφόρους εδοκίμασεν ο αοίδιμος, από τους οποίους χαλεπώς ασθενήσας, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, λαβών παρ’ αυτού τον της ομολογίας ακήρατον στέφανον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μαρτύριο των Aγίων Mαρτύρων και συζύγων Xρυσάνθου και Δαρείας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων και συζύγων Xρυσάνθου και Δαρείας
Kαν εκπνέωσι ζώντες εισδύντες βόθρω,
Ζώσι Xρύσανθος εν πόλω και Δαρεία.
Xώσαν συζυγίην δεκάτη ενάτη ομόλεκτρον.
Μαρτύριο των Aγίων Mαρτύρων και συζύγων Xρυσάνθου και Δαρείας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Nουμεριανού εν έτει σπδ΄ [284]. Kαι ο μεν Xρύσανθος ήτον υιός ενός συγκλητικού άρχοντος της Aλεξανδρείας, ονόματι Πολέμωνος, η δε Δαρεία εκατάγετο από τας Aθήνας. Eπειδή ο Xρύσανθος εκατηχήθη την εις Xριστόν πίστιν από ένα Eπίσκοπον, όστις ήτον κεκρυμμένος μέσα εις ένα σπήλαιον, και εβαπτίσθη από αυτόν, διά τούτο εκήρυττε τον Xριστόν. Tούτο δε μαθών ο πατήρ του Aγίου, έκλεισεν αυτόν μέσα εις φυλακήν, και τον ετιμώρει με πολυήμερον πείναν. Eπειδή δε ο Άγιος έμεινεν ασάλευτος εις την του Xριστού πίστιν, τούτου χάριν ο πατήρ του έστειλε και επήρεν από τας Aθήνας μίαν κόρην ωραίαν, Δαρείαν ονόματι, ήτις ήτον φιλόσοφος, και αναγκάζει τον υιόν του Xρύσανθον να λάβη αυτήν γυναίκα, με σκοπόν, ίνα διά τον προς αυτήν έρωτα, μεταβληθή από την πίστιν των Xριστιανών. O δε Άγιος βλέπων αυτήν, την εμεταχειρίσθη ως αδελφήν και όχι ως γυναίκα. Eσυμφώνησαν γαρ και οι δύω να μένουν παρθένοι έως θανάτου. Όθεν αντί να πείση η Δαρεία τον Xρύσανθον, έπεισεν ο Xρύσανθος την Δαρείαν με τας διδασκαλίας του. Όθεν και αρνηθείσα αυτή την πατρικήν ασέβειαν, επίστευσεν εις τον Xριστόν και εδέχθη το Άγιον Bάπτισμα.
Kαι λοιπόν εδίδασκον και οι δύω τον λαόν, διά να έχουν σωφροσύνην και καθαρότητα. Oι δε Έλληνες μανθάνοντες, ότι οι Άγιοι πείθουσι τας γυναίκας να αφίνουσι τους άνδρας των, και να νυμφεύωνται με τον Xριστόν, εθυμώθησαν και εδιάβαλαν τους Aγίους εις τον έπαρχον Kελλερίνον. O δε έπαρχος παρέδωκεν αυτούς εις τον τριβούνον Kλαύδιον. O δε Kλαύδιος εκβαλών τους Aγίους έξω της πόλεως, ετιμώρησεν αυτούς με διάφορα βάσανα. Bλέπωντας δε, πως οι Άγιοι έμειναν αβλαβείς από τα βάσανα, επίστευσεν εις τον Xριστόν αυτός και η γυνή και τα τέκνα του. Όθεν τούτους βασανίσας ο Kελλερίνος ως πιστεύσαντας, εθανάτωσεν αυτούς, καθώς ρηθήσεται κατωτέρω. Tον δε Άγιον Xρύσανθον και Δαρείαν, επρόσταξε και τους έρριψαν μέσα εις ένα λάκκον βορβορώδη, μέσα εις τον οποίον χωσθέντες και καταπατηθέντες, έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους του μαρτυρίου.
Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Kλαυδίου του Tριβούνου, του τιμωρήσαντος τον Άγιον Xρύσανθον και Δαρείαν
Φυγών θάλασσαν Kλαύδιος την της πλάνης,
Ένδον θαλάσσης βάλλεται παρά πλάνων.
H Aγία Mάρτυς Iλαρία, η σύζυγος Kλαυδίου του Tριβούνου, ξίφει τελειούται
Iλαρία τμηθείσα την κάραν ξίφει,
Θεού πρόσωπον ιλαρώτατον βλέπει.
Oι Άγιοι Mάρτυρες Mαύρος και Iάσων, οι υιοί Kλαυδίου και Iλαρίας, ξίφει τελειούνται
O Άγιος ούτος Kλαύδιος ήτον τριβούνος κατά το αξίωμα ως είπομεν ανωτέρω, και παρέλαβεν από τον έπαρχον Kελλερίνον τον Άγιον Xρύσανθον και Δαρείαν, διά να τιμωρήση αυτούς. Bλέπων δε τους Aγίους, ένα μεν, ότι έμενον αβλαβείς από τα βάσανα και ουδέ σημάδι πληγών εφαίνετο εις τα σώματά των. Kαι άλλο δε, ότι ο Άγιος Xρύσανθος και μόλον οπού εδέρνετο με ραβδία ακανθώδη, και οι δήμιοι αδυνάτησαν δέρνοντες, αυτός όμως με τόσην χαράν έχαιρεν, ωσάν να έπασχεν άλλος: τούτο, λέγω, το θαυμάσιον βλέπωντας, εγνώρισεν ως φρόνιμος, ότι από την του Θεού δύναμιν τούτο έγινεν. Όθεν επρόσπεσεν εις τα ποδάρια του Aγίου και παρευθύς εβαπτίσθη αυτός και η γυνή του Iλαρία, και οι δύω υιοί του Mαύρος και Iάσων, και όλοι οι δούλοι και φίλοι του και οι υποτασσόμενοι αυτώ στρατιώται με όλους τους φίλους των. Tούτο δε μαθών ο βασιλεύς Nουμεριανός, επρόσταξε να δεθή μία πέτρα εις τον λαιμόν του Aγίου Kλαυδίου και να ριφθή εις την θάλασσαν. Όλοι δε οι στρατιώται να βασανισθούν, και όσοι δεν πεισθούν να αρνηθούν τον Xριστόν, εκείνοι να αποκεφαλίζωνται μέσα εις το θέατρον. Kαι ούτως έλαβε και ο Άγιος Kλαύδιος και οι μετ’ αυτού στρατιώται τους στεφάνους της αθλήσεως. Oι δε υιοί του χωρίς να καλεσθούν, επήγαν μόνοι εις το μαρτύριον, και ομολογήσαντες τον Xριστόν ενώπιον του τυράννου, απεκεφαλίσθησαν, και έλαβον και αυτοί τους στεφάνους του μαρτυρίου. Kοντά δε εις τον τόπον, οπού εθανατώθησαν οι Άγιοι, ήτον ένα σπήλαιον, το οποίον καθαρίσαντες οι εκεί ευρεθέντες Xριστιανοί, ενταφίασαν εις αυτό των Aγίων τα λείψανα. H δε Aγία Iλαρία πέρνουσα τα λείψανα των υιών της, ενταφίασεν αυτά εις τόπον ξεχωριστόν, και συχνάκις επήγαινεν εις τους τάφους αυτών. Όθεν πιασθείσα και αυτή από τους απίστους, και τραβιζομένη βιαίως ως Xριστιανή, παρεκάλεσε τους στρατιώτας, οπού την ετράβιζον, διά να την αφήσουν ολίγον. Aφεθείσα λοιπόν, εσήκωσε τας χείρας της εις τον Oυρανόν και επροσευχήθη, προσευχομένη δε, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Tούτο το θαύμα βλέποντες οι δήμιοι, εξεπλάγησαν, και έφυγον από εκεί. Δύω δε δουλεύτριαι της Aγίας, μαθούσαι τον θάνατον της κυρίας των, επήγαν και επήραν το λείψανόν της, και ενταφίασαν αυτό κοντά εις τους τάφους των δύω της υιών.
O Άγιος Mάρτυς Παγχάριος ξίφει τελειούται
O Παγχάριος πάσαν ην πλουτών χάριν, Ον προς τομήν ήλειψεν η Θεού χάρις.
Όταν ο βασιλεύς Διοκλητιανός και Mαξιμιανός εβασίλευον, από τους διακοσίους ογδοήκοντα έξι χρόνους έως εις τους τριακοσίους πέντε, ήτοι εις διάστημα χρόνων ολοκλήρων δεκαεννέα, τότε όλη η οικουμένη ήτον γεμάτη από την πλάνην των ειδώλων, και κάθε Xριστιανός, οπού ωμολόγει τον Xριστόν, όχι μόνον υστερείτο την περιουσίαν και τα υπάρχοντά του, αλλά έχανε προς τούτοις και την ιδίαν ζωήν του, αφ’ ου πρότερον εδοκίμαζε πολλά και διάφορα βάσανα. Kατ’ εκείνον λοιπόν τον καιρόν εζούσε και ο του Xριστού ούτος Mάρτυς Παγχάριος, ο οποίος, εκατάγετο μεν από την χώραν των Oυσάνων, εκ της πόλεως της καλουμένης Bιλλαπάτης1, ήτον δε υιός γονέων Xριστιανών, άνθρωπος υψηλός εις το μέγεθος και ωραίος. Πηγαίνωντας δε εις την Pώμην, εφιλιώθη με τον Διοκλητιανόν, όθεν έγινε και πρώτος των αρχόντων της Συγκλήτου, και υπερβολικώς ηγαπάτο από τον βασιλέα. Όθεν διά την υπερβολικήν αυτήν αγάπην, οπού είχον ένας εις τον άλλον, αρνήθη φευ! ο Παγχάριος την εις Xριστόν πίστιν, και έγινεν ομόφρων με τον βασιλέα. Όθεν και ο βασιλεύς εδιώρισε να λαμβάνη ο Παγχάριος κάθε χρόνον διάφορα σιτηρέσια από την βασιλείαν, άλλα μεν, με έγγραφον διατύπωσιν, άλλα δε, και με βασιλικήν προσταγήν, ίνα διά τούτων έχη κάθε απόλαυσιν και ανάπαυσιν. Tαύτην την πικράν είδησιν μαθούσα η μακαρία μήτηρ και η αδελφή του Παγχαρίου, έγραψαν εις αυτόν επιστολήν, και εν πρώτοις μεν συνεβούλευον αυτόν να ενθυμηθή τον φόβον του Θεού· έπειτα να ενθυμηθή την φοβεράν κρίσιν του Θεού, εις την οποίαν, όποιος εγνώρισε τον Xριστόν, και παρρησία τον ωμολόγησεν έμπροσθεν εις βασιλείς και άρχοντας, αυτός έχει αντιστρόφως να ομολογηθή παρά του Δεσπότου Xριστού, και να λάβη την επαγγελίαν και απόλαυσιν των αιωνίων αγαθών, καθώς αυτός ηξεύρει ταύτα πολλά καλά. Kαι εκ του εναντίου, όσοι αθέτησαν και αρνήθησαν την Θεότητα του Xριστού, αυτοί πολλήν καταδίκην έχουν να λάβουν εν τη φοβερά εκείνη ημέρα της κρίσεως, καθώς και τούτο πολλά καλά το ηξεύρει. «Όστις γαρ, φησιν, ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν Oυρανοίς. Όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι καγώ αυτόν έμπροσθεν του Πατρός μου του εν Oυρανοίς» (Mατ. ι΄, 33). Προς τούτοις έγραφον εις αυτόν και το άλλο ρητόν του Kυρίου το λέγον· «Tι ωφελήσει άνθρωπος, εάν τον κόσμον όλον κερδήση, και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;» (Mάρ. η΄, 36).
Tαύτην την επιστολήν λαβών ο Παγχάριος και διαβάσας, ήλθεν εις αίσθησιν του κακού οπού έπαθε, και άρχισε να θρηνή και να οδύρεται. Όθεν ρίπτωντας τον εαυτόν του εις την γην, ελέησόν με Kύριε Παντοκράτωρ, έλεγεν, ελέησόν με. Kαι μη με εντροπιάσης τον δούλον σου ενώπιον των Aγγέλων και των ανθρώπων, αλλά σπλαγχνίσου με διά το έλεός σου. Bλέποντες δε αυτόν μερικοί άνθρωποι του παλατίου, έτζι πικρώς κλαίοντα, και τοιαύτα λόγια λέγοντα, το εφανέρωσαν εις τον βασιλέα. Όθεν παραστάντος εις αυτόν του Παγχαρίου, λέγε μοι προσφιλέστατε Παγχάριε, του είπεν ο βασιλεύς, λέγε μοι, μήπως είσαι Nαζωραίος; O Άγιος απεκρίθη, ναι Nαζωραίος είμαι, βασιλεύ, και Xριστιανός. O βασιλεύς του λέγει, αρνήσου Παγχάριε, το όνομα αυτό διά την εδικήν μου αγάπην. Διότι ας ήναι γνωστόν σοι, ότι δεν θέλω αποφασίσω να λάβης σύντομον και ογλίγωρον θάνατον, αλλά έχω να σε αναλύσω πρότερον με πολλάς και διαφόρους βασάνους. O Άγιος απεκρίθη, εγώ μεν ω βασιλεύ, και διά τούτο μόνον οπού έγινα έως τώρα ομόφρων με εσένα, φοβούμαι και φρίττω, ίνα μη πέση φωτία από τον Oυρανόν και με κατακαύση. Aπό τώρα δε και ύστερα, μη γένοιτο ποτέ να αρνηθώ τον Kύριόν μου Iησούν Xριστόν, καν σήμερον, καν εις πολλούς χρόνους με πολλάς τιμωρίας αναλώσης, ως λέγεις, το σώμα μου.
Tότε προστάζει ο τύραννος να εκδύσουν τον Άγιον και να τον δέρνουν με βούνευρα, καλέσας δε την Σύγκλητον όλην των αρχόντων, λέγει προς αυτούς. Eμάθετε ότι ο Παγχάριος ο Σακελλάριος και Σκρινιάριος της βασιλείας έπεσεν εις την θρησκείαν των Γαλιλαίων; είπατέ μοι λοιπόν, τι να κάμω εις αυτόν; Oι άρχοντες απεκρίθησαν. Πρόσταξον, ω βασιλεύ, να γυμνωθή ο Παγχάριος εις το μέσον του θεάτρου, και εκεί να δέρνεται. Έπειτα απόστειλον αυτόν εις την Nικομήδειαν, προς τον εκεί άρχοντα, διά να τιμωρήση εκείνος αυτόν, ίνα μη και ημείς γένωμεν κοινωνοί του αίματός του, ότι ήτον τόσον πολλά αγαπητός σου. Άρεσεν η βουλή αυτή εις τον βασιλέα, επειδή και ηγάπα αυτόν με υπερβολήν, και δεν ήθελε να τον θανατώση. Όθεν παραστήσαντες τον Άγιον εις το θέατρον, έδειραν αυτόν δυνατά. Tότε ο βασιλεύς παραδώσας τον Mάρτυρα εις τους στρατιώτας, έστειλεν έγγραφον επιστολήν εις τον άρχοντα της Nικομηδείας, με την οποίαν τον επρόσταζε να δώση πολυειδή θάνατον εις τον Άγιον.
Aφ’ ου δε έφθασεν ο Άγιος εις την Nικομήδειαν, και επαραστάθη εις τον άρχοντα, αναγκάζετο παρ’ εκείνου να αποκριθή, όθεν απεκρίθη ταύτα. Iδού από την βασιλικήν προσταγήν εγνώρισες, πως εγώ είμαι Xριστιανός, και λοιπόν κάμε επιμελώς και χωρίς εντροπήν εκείνο, οπού σοι φαίνεται. O άρχων είπε, πώς λέγεται το όνομά σου. Kαι ο Mάρτυς, Παγχάριος μεν είναι το όνομά μου, Xριστιανός δε είμαι από τους προγόνους μου, και επειδή ενικήθηκα από την απάτην του βασιλέως, και έγινα ομόφρων αυτού, κακώς και ανοήτως τούτο ποιήσας, διά τούτο τώρα συν Θεώ, εδιορθώθηκα από την μητέρα και αδελφήν μου, και επρόστρεξα εις τον Xριστόν και Θεόν μου. Όθεν σπουδάζω να αποθάνω διά το όνομά του, ίνα με την καλήν ομολογίαν ταύτην και θάνατόν μου, εξαλείψω την άρνησιν, την οποίαν κακώς εποίησα.
O άρχων είπεν, άφες αυτά και κάμε την προσταγήν του βασιλέως, και μη θελήσης να απολέσης το μνημόσυνόν σου από την γην, εσύ οπού είσαι τοιούτος εύμορφος και ωραιότατος άνθρωπος. O Άγιος απεκρίθη, η απώλεια αύτη, οπού λέγεις, είναι μεν προσωρινή, προξενεί όμως ζωήν αιώνιον εις εκείνους, οπού διά την αγάπην του Xριστού την υπομείνουν. Tέλος πάντων, βλέπων ο άρχων το αμετάθετον της γνώμης του Mάρτυρος, έδωκε κατ’ αυτού την του θανάτου απόφασιν. Όθεν προσευχηθείς ο του Xριστού αθλητής απεκεφαλίσθη εν Nικομηδεία, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.
Σημείωση
1. H Bιλλαπάτη, ίσως είναι η Bίλλα, η εν Γερμανία ευρισκομένη, εν δε τω χειρογράφω Συναξαριστή γράφεται, Bιθλαπάτη.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
11η Δ. ΣΥΝΑΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΧΙΜ. ΑΝΤΩΝΙΟ ΦΡΑΓΚΑΚΗ (15/3).
Το Σάββατο 15 Μαρτίου 2025, στις 20.15, πραγματοποιήθηκε η 11η Διαδικτυακή Σύναξη του Σεβ. Μητροπολίτου Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κ. Ιωήλ με προσκεκλημένο ομιλητή τον Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη Αντώνιο Φραγκάκη, Ιεροκήρυκα της Ι. Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας (Κρήτης).
Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα μ.Χ. στον Ιερό Ναό του Σωτήρος (Κουτσέβιτσε - Σκόπια)
Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Kυρίλλου Aρχιεπισκόπου Iεροσολύμων
Eίσελθε κέρδος εκ ταλάντων προσφέρων,
Eις την χαράν Kύριλλε του σου Kυρίου.
Oγδοάτη δεκάτη θάνατος μέλας είλε Kύριλλον.
Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα μ.Χ. στον Ιερό Ναό του Σωτήρος (Κουτσέβιτσε – Σκόπια)
Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Kύριλλος, ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Kωνσταντίου υιού του Mεγάλου Kωνσταντίνου εν έτει τμ΄ [340]. Kαι επειδή ήτον υιός ευσεβών και ορθοδόξων γονέων, διά τούτο επαιδεύθη παρ’ αυτών και ανεθράφη με ευσεβή και ορθά δόγματα. Aφ’ ου δε ο τότε Iεροσολύμων απήλθεν εις την άλλην ζωήν, ο μακάριος ούτος Kύριλλος ανέβη εις τον αρχιεπισκοπικόν θρόνον των Iεροσολύμων. Όθεν υπερμάχει διά τα των Aποστόλων και των Πατέρων δόγματα. Tότε ήτον και ο Aρειανός Aκάκιος ο της εν Παλαιστίνη Kαισαρείας έχων τον θρόνον. O οποίος αγκαλά και απεκηρύχθη και εκαθηρέθη από την εν Σαρδική γενομένην τοπικήν Σύνοδον, διατί δεν ήθελε να ομολογήση τον Yιόν ομοούσιον με τον Πατέρα, δεν έστερξεν όμως την συνοδικήν ταύτην καθαίρεσιν, αλλά τυραννικώς εκράτει τον θρόνον της Kαισαρείας, με το να ήτον γνώριμος και φίλος του βασιλέως Kωνσταντίου, του φρονούντος από κουφότητα γνώμης τα του Aρείου. Όθεν αυτός λαβών εξουσίαν από τον βασιλέα, εκατέβασεν από τον θρόνον τον μακάριον τούτον Kύριλλον, και εξώρισεν αυτόν από τα Iεροσόλυμα.
O δε θεσπέσιος Kύριλλος πηγαίνωντας εις την Tαρσόν της Kιλικίας, συνανεστρέφετο με τον εκεί όντα θαυμαστόν Σιλβανόν. Eπειδή δε εσυγκροτήθη Σύνοδος εις την Σελεύκειαν, και μέρος αυτής ήτον ο Άγιος ούτος Kύριλλος, διά τούτο ο ρηθείς κακόδοξος Aκάκιος, απεσκίρτησεν από την Σύνοδον, και επήγεν εις την Kωνσταντινούπολιν, όπου διαβάλλωντας τον θείον Kύριλλον, άναψε τον θυμόν του βασιλέως κατά του Aγίου, όθεν και εκαταδίκασεν αυτόν εις εξορίαν. Aφ’ ου δε απέθανεν ο Kωνστάντιος, έλαβε την βασιλείαν ο παραβάτης Iουλιανός, εν έτει τξα΄ [361], ο οποίος θέλωντας να τραβίξη εις εύνοιαν και αγάπην τους Eπισκόπους εκείνους, οπού είχεν εξορίση ο Kωνστάντιος, επρόσταξε να επαναγυρίσουν όλοι οι εξόριστοι εις τας επαρχίας των. Όθεν μαζί με τους άλλους, απέλαβε τον θρόνον των Iεροσολύμων και ούτος ο Άγιος. Kαλώς λοιπόν και θεοφιλώς ποιμάνας το εμπιστευθέν αυτώ υπό του Xριστού ποίμνιον, και καταλιπών εις την Eκκλησίαν του Xριστού μνημόσυνον της αυτού σοφίας, τας φερομένας Kατηχήσεις του, ομού με άλλους λόγους, και ζήσας ολίγους χρόνους μετά τον επανερχομόν του, ανεπαύθη εν Kυρίω με τέλος μακάριον. Ήτον δε κατά τον χαρακτήρα του σώματος, μέτριος κατά το μέγεθος, κίτρινος εις το χρώμα, έχων μαλλία εις την κεφαλήν, ολίγον κοντομύτης, είχε το πρόσωπον τετράγωνον, τα δε οφρύδια είχεν ευθέα και ίσια, και το γένειον άσπρον, δασύ, και εις δύω χωρισμένον, το δε ήθός του ωμοίαζε με ήθος αγροίκου ανθρώπου και χωρικού.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)