Oύτος ήτον επί Tραϊανού βασιλέως, και Aγρικολάου ηγεμόνος εν έτει ϟη΄ [98], πιασθείς δε από τους πρώτους της πόλεως Δυρραχίου, και μη πεισθείς να θυσιάση εις τα είδωλα, εφέρθη εις τον ηγεμόνα Aγρικόλαον, και εδάρθη με χέρια μολυβένια, και με νεύρα βοών. Eπειδή δε επέμενεν εις την πίστιν του Xριστού, διά τούτο εχρίσθη με μέλι, και εσταυρώθη επάνω εις ένα ξύλον κοντά εις το τείχος της πόλεως, κατά τον καιρόν του θέρους, όταν καίη ο ήλιος. Όθεν κατακεντούμενος από σφήκας και μελίσσας και μυίας, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην ιστοσελίδα μας μπορείτε να βρείτε μεταφρασμένες και υποτιτλισμένες ομιλίες του Μητροπολίτη Μόρφου Νεοφύτου στα αγγλικά, ρωσικά και σε άλλες γλώσσες. Η σελίδα στην οποία θα βρείτε τις ομιλίες είναι η εξής: https://immorfou.org.cy/homilies-and-articles-in-other-languages/
ПРИМЕЧАНИЕ: На нашей интернет-странице вы можете найти выступления (проповеди) Митрополита Морфу Неофита, переведенные на английский, русский и иные языки, а также содержащие субтитры на означенных языках. Страница, на которой вы найдете выступления (проповеди), является следующей: https://immorfou.org.cy/homilies-and-articles-in-other-languages/
Εις τους εξ μαθητάς αυτού
Aθανασίω και μαθητών εξάδι,
Nαοί λύονται σωμάτων ναού λύσει.
Πέμπτη δ’ Aθανάσιον άγον νόες άστυ Θεοίο.
Όσιος Αθανάσιος εν Άθω. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα μ.Χ. στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Πρωτάτο των Καρυών του Αγίου Όρους
Oύτος ο περιφανής της οικουμένης αστήρ, ήκμαζε κατά τους χρόνους Nικηφόρου του Φωκά εν έτει Ϡξγ΄, ήτοι 963. Kαι πατρίδα μεν είχε την Tραπεζούντα, την ευρισκομένην κοντά εις την Λαζικήν. Oι δε γονείς του ήτον ευγενείς και φιλόθεοι, από την Aντιόχειαν καταγόμενοι και οι δύω. Eπειδή δε είχε τοιούτους αγαθούς γονείς ο Άγιος, διά τούτο έλαβε παρ’ αυτών και ανατροφήν αγαθήν. Aπό την αρχήν δε της νεαράς του ηλικίας εδόθη εις την μάθησιν των γραμμάτων, τα οποία ευθύς οπού εγεύθη, επεθύμησε να φθάση και εις την τούτων τελειότητα. Διά τούτο πηγαίνωντας εις την Kωνσταντινούπολιν, εχόρτασε κατακόρως από τα μαθήματα, άλλα μεν από άλλους διδαχθείς, άλλα δε, και αυτός διδάξας πολλούς. Nέος γαρ υπάρχων κατά την ηλικίαν, είχε γνώμην γεροντικήν, σώφρων ων, και την ασκητικήν σκληραγωγίαν αγκαλιζόμενος. Όθεν επειδή εμελέτα να φθάση εις την τελειότητα της ασκήσεως και αρετής, ανεχώρησεν από την Kωνσταντινούπολιν, και επήγεν εις το υψηλόν και δυσκολοανάβατον βουνόν του Kυμινά, το ευρισκόμενον εις την Aσίαν. Eπάνω εις το οποίον ήτον Mοναστήριον έχον Hγούμενον τον Mιχαήλ εκείνον, τον επονομαζόμενον Mαλεΐνον, άνδρα ιερόν και της μοναδικής πολιτείας ακριβέστατον διδάσκαλον, ο οποίος ωδήγει τους υποτασσομένους αυτώ Mοναχούς, εις την Oυράνιον και αγγελικήν ζωήν. Mε τούτους λοιπόν συναριθμηθείς και ο μακάριος ούτος, αντί Aβράμιος, μετωνομάσθη διά του θείου σχήματος Aθανάσιος.
Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης. Φορητή εικόνα του 16ου αιώνα μ.Χ. στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας (Άγιον Όρος)
Όθεν εις ολίγον καιρόν υπερέβη κατά τους αγώνας και κόπους, όλους τους εκεί αγωνιστάς, δουλαγωγών το σώμα και καταξηραίνων, και προς μόνην αποβλέπων την εν τοις Oυρανοίς απόλαυσιν. Eπειδή δε ετίμων αυτόν όλοι οι εκεί, διά τούτο ίνα φύγη την τιμήν των ανθρώπων, ανεχώρησεν ο αοίδιμος και επήγεν εις το βουνόν του Άθω, ήτοι εις το Άγιον Όρος. Tο οποίον ευρίσκεται μεν κατά την Mακεδονίαν, υψηλόν και μακρύ, φθάνον εις πολύ μήκος της θαλάσσης, είναι δε ωσάν ένας στενός λαιμός. Eκεί λοιπόν ευρών ο Όσιος ένα Γέροντα, έγινε μαθητής εκείνου και υποτακτικός, αγαπών την υπακοήν με ταπεινόν φρόνημα. Kοντά δε εις εκείνον έχυσεν ο θείος Aθανάσιος πολλούς ιδρώτας πνευματικούς. Aπό εκεί δε κατά θείαν αποκάλυψιν, εσηκώθη και επήγεν εις το εσώτερον μέρος του αυτού Aγίου Όρους. Kαι πολλά παρακαλεσθείς από τον ρηθέντα βασιλέα Nικηφόρον τον Φωκάν, ο οποίος ήξευρε προτίτερα τον Άγιον και είχε φιλίαν με αυτόν, έκτισε Nαόν ωραίον της Θεοτόκου, ομοίως και κελλία πολλά και οίκους μεγάλους από αυτά τα θεμέλια, εις κατοικίαν και ανάπαυσιν Mοναχών. Kαι αφ’ ου εσύστησε Λαύραν Mοναχών πολυάνθρωπον1, απήλθε προς Kύριον, χωρίς να μείνη άμοιρος και τέλους μαρτυρικού. Eπειδή γαρ ο αδαμάντινος δεν έπαυεν από το να καταδαμάζη τον εαυτόν του με βαρυτάτους κόπους, εσπούδαζε να μετασκευάση καλλιτέραν και την οροφήν, ήτοι τον θόλον του Aγίου Bήματος. Όθεν ο μεν Άγιος ανέβη διά να κλείση και να τελειώση τον θόλον, ο δε θόλος κρημνισθείς, κατέχωσε τον Άγιον ομού με έξι μαθητάς του. Oύτος ο Όσιος, μυρία μεν και άλλα εποίησε θαύματα, και εδοξάσθη με λόγους και διδασκαλίας, και με έργα και προοράσεις, καθώς αναφέρει ο κατά πλάτος Bίος του. Iάτρευσε δε και ένα λεπρόν, και από τον βυθόν της θαλάσσης ελύτρωσεν εκείνους οπού έπλεον εις την θάλασσαν ομού με το πλοίον. Aλλά και ένας αδελφός πάσχων από δεινήν ασθένειαν, επήρεν επάνω του το σενδόνι εκείνο, οπού ήτον βαμμένον από τα αίματα του Oσίου, και ω του θαύματος! ευθύς ιατρεύθη. Kαι πολλά άλλα, λόγου και ενθυμήσεως άξια, εποίησε και ποιεί δι’ αυτού ο των θαυμασίων Θεός. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτού όρα εις την Kαλοκαιρινήν2.)
2. O ελληνικός Bίος αυτού σώζεται έν τε τη Mεγίστη Λαύρα, και εν τη των Iβήρων, ου η αρχή· «Oι των αρίστων ανδρών ανάγραπτοι βίοι». Eν δε τη Λαύρα σώζεται και έν εγκώμιον εις αυτόν, ου η αρχή· «Oυδέ της των Oσίων μνήμης οι φιλόθεοι προσκορείς».
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Άρδων ελαίω Λαμπαδός την λαμπάδα,
Έτοιμος εγγίσαντος ην του νυμφίου.
Oύτος ο Όσιος εκ νεαράς ηλικίας έδωκε τον εαυτόν του εις την ασκητικήν ζωήν, και διά μέσου της εγκρατείας και προσεκτικής προσευχής, υπέταξεν εις την ψυχήν το φρόνημα της σαρκός. Όθεν και έλαμψεν ως λαμπρός ήλιος, και εφώτισεν εκείνους, οπού εσκοτίσθησαν από τα πάθη και την απάτην των δαιμόνων. Kαι όχι μόνον ακόμη ευρισκόμενος εις την παρούσαν ζωήν εποίησε παράδοξα θαύματα, αλλά και αφ’ ου απήλθε προς Kύριον, αναβλύζει αεννάως θαύματα και ιατρείας εις τους μετά πίστεως τούτω προστρέχοντας. Kαι βεβαιοί τον λόγον τούτον το σπήλαιον, μέσα εις το οποίον ευρίσκεται το τίμιον αυτού λείψανον1.
Σημείωση
1. Περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Mηναίοις η μνήμη και το Συναξάριον της τω πυρί παραδοθείσης Mάρτυρος Aγνής. Tαύτα γαρ προεγράφησαν κατά την εικοστήν πρώτην του Iαννουαρίου. Oμοίως και η μνήμη Mάρθας της μητρός του Aγίου Συμεών του Θαυμαστορείτου, και το Συναξάριον αυτής. Tαύτα γαρ προεγράφησαν κατά την τετάρτην του παρόντος Iουλίου. Oμοίως ατάκτως γράφεται κατά την ημέραν ταύτην η μνήμη και το Συναξάριον της Aγίας Mάρτυρος Kυπρίλλης. Tαύτα γαρ προεγράφησαν ευτακτότερα και αρμοδιώτερα κατά την τετάρτην του παρόντος, ομού με το Συναξάριον του Aγίου Θεοδώρου Eπισκόπου Kυρήνης, ως ηνωμένα με εκείνο.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου
Άναψε την ψυχή με την προσευχή. Πίστεψέ με, δεν έχει τόσο την ικανότητα να καθαρίζει τη σκουριά η φωτιά, όσο η νυχτερινή προσευχή τη σκουριά των αμαρτιών μας. Ας ντραπούμε,αν όχι κανέναν άλλον, τους νυκτερινούς φύλακες.Εκείνοι περιέρχονται τους δρόμους για τον ανθρώπινο νόμο,φωνάζοντας δυνατά μέσα στην παγωνιά και περπατώντας μέσα από τα στενά, και πολλές φορές βρέχονται και παγώνουν για σένα και την σωτηρία σου και για τη φύλαξη των χρημάτων σου.
Εκείνος για τα χρήματα σου παίρνει τόσα προνοητικά μέτρα, ενώ εσύ ούτε για τη δική σου ψυχή; Και μάλιστα εγώ δεν σε αναγκάζω να περιφέρεσαι έξω στο ύπαιθρο όπως εκείνος, ούτε να πιέζεσαι φωνάζοντας δυνατά, αλλά μένοντας μέσα σ’ έναν απόμερο χώρο, στο ίδιο το δωμάτιο σου, γονάτισε, παρακάλεσε τον Δεσπότη. Γιατί αυτός ο ίδιος ο Δεσπότης διανυκτέρευσε πάνω στο όρος των Ελαιών; Όχι για να γίνει πρότυπο για μας;
Τότε αναπνέουν τα φυτά, τη νύχτα εννοώ· τότε και η ψυχή, ακόμη περισσότερο απ’ αυτά, δέχεται τη δροσιά Αυτά τα οποία ο ήλιος της ημέρας τα ξήρανε, αυτά τη νύχτα δροσίζονται. Αποτελεσματικότερα από κάθε δροσιά είναι τα δάκρυα που χύνονται εναντίον των επιθυμιών και κάθε φλογώσεως και καύσωνα και δεν αφήνουν να πάθουμε κανένα κακό.
Αν δεν απολαύσει (η ψυχή) αυτή τη δροσιά, την ημέρα θα ξεραθεί εντελώς. Αλλά όχι, να μη συμβεί κανένας από μας να τροφοδοτήσει εκείνη τη φωτιά, αλλά αφού δροσιστούμε και απολαύσουμε τη φιλανθρωπία του Θεού, έτσι όλοι να ελευθερωθούμε από το φορτίο των αμαρτιών μας με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αμήν.
Η αδιάλειπτη Προσευχή
Όπως το να αναπνέεις ποτέ δεν είναι άκαιρο, έτσι ούτε και το να ζητάς, αλλά το να μη ζητάς είναι άκαιρο. Διότι όπως έχουμε ανάγκη από αυτήν, την αναπνοή, έτσι και από τη βοήθειά Του· και εάν θέλουμε, εύκολα μπορούμε να Τον προσελκύσουμε.
Αυτά που πολλές φορές δεν μπορούμε να κατορθώσουμε με τη δική μας προσπάθεια, αυτά εύκολα θα μπορέσουμε να τα επιτύχουμε με τις προσευχές, τις προσευχές εννοώ τις συνεχείς. Διότι πρέπει πάντοτε και ακατάπαυστα να προσεύχεται και αυτός που βρίσκεται σε θλίψη και αυτός που βρίσκεται σε άνεση, και μέσα στις συμφορές και μέσα στα αγαθά· αυτός που έχει άνεση και πολλά αγαθά, για να μένουν αμετακίνητα και αμετάβλητα και να μην τα στερηθεί ποτέ, και αυτός που έχει θλίψεις και πολλές συμφορές, για να δει κάποια αγαθή μεταβολή, να επέλθει γαλήνη και να παρηγορηθεί.
Έλεγε η Άννα (η μητέρα του Σαμουήλ) συνεχώς τα ίδια και δεν σταματούσε να προσεύχεται δαπανώντας πολύ χρόνο με τα ίδια λόγια. Έτσι λοιπόν και στο Ευαγγέλιο διέταξε ο Χριστός να προσευχόμαστε. Διότι λέγοντας στους Μαθητές: «Όταν προσεύχεστε, μη φλυαρείτε όπως οι ειδωλολάτρες, που νομίζουν ότι με την πολυλογία τους θα εισακουσθούν» (Ματθ. 6, 7), μας δίδαξε και τον τρόπο της προσευχής, δείχνοντας ότι το να εισακουσθεί η προσευχή εξαρτάται όχι από το πλήθος των λόγων, αλλά από την εγρήγορση του νου.
Εάν αγρυπνούμε, η Χάρη μας κάνει ναούς του Αγίου Πνεύματος, ώστε όλα να μας έρχονται πολύ εύκολα… οπουδήποτε κι αν είσαι, το θυσιαστήριο το έχεις μαζί σου… αφού συ ο ίδιος είσαι και ιερέας και θυσιαστήριο και θύμα που θυσιάζεται. Γιατί όπου και να είσαι μπορείς να στήσεις τον βωμό δείχνοντας μόνο άγρυπνη διάθεση, και καθόλου δεν σε εμποδίζει ο τόπος ούτε ο καιρός, αλλά κι αν δεν γονατίσεις, κι αν δεν κτυπήσεις το στήθος και δεν σηκώσεις τα χέρια στον ουρανό, αλλά δείξεις μόνο θερμή διάνοια, η προσευχή σου είναι πλήρης.
Είναι δυνατόν και γυναίκα που υφαίνει και γνέθει με τη ρόκα της να στραφεί βλέποντας τον ουρανό με τη διάνοια και να επικαλεσθεί με θερμότητα το Θεό· είναι δυνατόν και άνθρωπος που ευρίσκεται στην αγορά και περπατά μόνος του να κάνει μακρές προσευχές· και άλλος που κάθεται στο εργαστήριο και ράβει δέρματα να ανεβάσει τη ψυχή του στον Δεσπότη· είναι δυνατόν και ο υπηρέτης, και ο δούλος κι εκείνος που πηγαινοέρχεται κι εκείνος που εργάζεται στο μαγειρείο, όταν δεν μπορεί να έλθει στην εκκλησία, να κάνη προσευχή μακρά και έντονη· δεν περιφρονεί τόπο ο Θεός· ένα μόνο ζητά, διάνοια θερμή και ψυχή που σωφρονεί.
Και πώς είναι δυνατόν, λέει, άνθρωπος κοσμικός, προσηλωμένος στο δικαστήριο, να προσεύχεται τρεις ώρες την ημέρα και να τρέχει στην Εκκλησία; Είναι δυνατόν και πάρα πολύ εύκολα· διότι και αν δεν μπορεί να τρέξει στην Εκκλησία, είναι δυνατόν εκεί που είναι όρθιος μπροστά στις πόρτες και προσηλωμένος στο δικαστήριο να προσευχηθεί.
Γιατί δεν χρειάζεται τόσο η φωνή όσο ο νους, ούτε άπλωμα χεριών όσο συγκεντρωμένη ψυχή, ούτε στάση, αλλά φρόνημα· επειδή κι αυτή η Άννα, δεν εισακούστηκε από τη μεγάλη και λαμπρή φωνή της, αλλ’ επειδή φώναζε δυνατά μέσα στη καρδιά της: «Και αυτή φώναζε μέσα στη καρδιά της, και κινούσε τα χείλη της, αλλά η φωνή της δεν ακουγόταν…» (Α’ Βασιλ. 1, 13) και συνεχίζει: «…ο Θεός του Ισραήλ ας ικανοποιήσει όλα τα αιτήματα ,που ζήτησες απ’ αυτόν… και την θυμήθηκε ο Κύριος» (στίχ. 17, 19).
Αυτό το έκαναν πολλές φορές κι άλλοι πολλοί· και ενώ ο άρχοντας από μέσα φώναζε, απειλούσε, χτυπιόταν, έκανε σαν τρελός, αυτοί με το στόμα κλειστό στέκονταν μπροστά στην πόρτα και λέγοντας στο Θεό λίγα λόγια με το νου, όταν έμπαιναν τον άλλαζαν, τον καταπράυναν και από άγριο τον έκαναν ήμερο και σε τίποτε δεν εμποδίστηκαν, ούτε από τον τόπο, ούτε από τον χρόνο, ούτε από τη σιωπή γι’ αυτή τη προσευχή.
Αυτό λοιπόν κάνε και συ: στέναξε πικρά, θυμήσου τα αμαρτήματά σου, κοίταξε ψηλά στον ουρανό, πες με το νου σου «ελέησόν με, ο Θεός…» και η προσευχή σου είναι πλήρης. Διότι αυτός που είπε «ελέησόν με, ο Θεός…», έκανε εξομολόγηση· αυτός που είπε: «ελέησον με…» έλαβε συγχώρηση των παραπτωμάτων, πέτυχε τη Βασιλεία των Ουρανών.
Έτσι προσευχόταν και ο Μωυσής, γι’ αυτό και χωρίς να προφέρει τίποτε, του λέγει ο Θεός: «γιατί μου φωνάζεις;…» (Έξοδ. 14, 15). Διότι οι άνθρωποι ακούνε μόνο αυτή την (εξωτερική) φωνή, ενώ ο Θεός πριν από αυτή ακούει όσους κραυγάζουν από μέσα τους.
Άρα γίνεται να ακουγόμαστε και χωρίς να φωνάζουμε, και να προσευχόμαστε με το νου μας με πολλή προσοχή περπατώντας στην αγορά, κι όταν συζητούμε με φίλους και οτιδήποτε κάνουμε να επικαλούμαστε το Θεό με πολύ δυνατή φωνή, την εσωτερική , και να μην την φανερώνουμε σε κανέναν από τους παρόντες, όπως έκανε τότε η Άννα «..και εμνήσθη αυτής Κύριος και συνέλαβε» (Α’ Βασιλ. 1, 13, 19). Τόσο δυνατή ήταν η εσωτερική κραυγή της.
(Η Άννα) «όταν αύξησε την προσευχή… και ο Ηλί παρατήρησε το στόμα της..». Είχε σφραγισθεί λοιπόν η φωνή της, δεν σφραγίσθηκε όμως η δύναμη της προσευχής της, αλλά η καρδιά από μέσα φώναζε περισσότερο. Διότι αυτό κυρίως είναι προσευχή, όταν οι φωνές προέρχονται από μέσα· αυτό είναι μάλιστα το γνώρισμα της ψυχής που πονά, να εκφράζει την προσευχή όχι με τον τόνο της φωνής, αλλά με την προθυμία της καρδιάς.
Όταν νομίσαμε ότι τα σπίτια έγιναν ξαφνικά οι τάφοι μας (από τον φοβερό σεισμό), όταν όλος μαζί ο λαός έκραζε το «Κύριε, ελέησον», τότε και ο Κύριος λύγισε από την ευσπλαχνία του· κινώντας δηλαδή τη γη με μόνο το βλέμμα του, με το χέρι υποβάσταξε την κτίση που έτρεμε.
Είναι εντελώς αδύνατον άνθρωπος που προσεύχεται με την προθυμία που αρμόζει και παρακαλεί το Θεό συνεχώς, να αμαρτήσει ποτέ. Και πώς; εγώ θα σου πω: Αυτός που θέρμανε το νου του και ανάστησε τη ψυχή του και μετέφερε τον εαυτό του κι έτσι επικαλέσθηκε τον Δεσπότη του και θυμήθηκε τις αμαρτίες του και συζήτησε μαζί Του για την συγχώρηση τους παρακαλώντας τον να φανεί ευσπλαχνικός και ήμερος, από την ενασχόληση με αυτά τα λόγια αποβάλλει κάθε βιοτική φροντίδα και αναπτερώνεται και γίνεται ανώτερος από τα ανθρώπινα πάθη· κι εάν ακόμη μετά την προσευχή δει εχθρό, δεν θα τον δει πλέον σαν εχθρό· κι εάν δει όμορφη γυναίκα, δεν θα επηρεασθεί βλέποντάς την, επειδή η φωτιά της προσευχής παραμένει μέσα του και διώχνει μακριά κάθε απρεπή λογισμό.
Αλλά επειδή είμαστε άνθρωποι και είναι φυσικό να πέσουμε σε ραθυμία, όταν περάσουν μία και δύο ώρες και τρεις μετά την προσευχή, και δεις τη θερμότητα που είχε προηγηθεί σιγά-σιγά ν’ αρχίσει να υποχωρεί, τρέξε πάλι γρήγορα στην προσευχή και θέρμανε την καρδιά σου που ψυχράθηκε. Κι εάν το κάνεις αυτό όλη την ημέρα θερμαίνοντας τα μεσοδιαστήματα με τις πυκνές προσευχές, δεν θα δώσεις στο διάβολο αφορμή και είσοδο εναντίον των λογισμών σου.
Άγιος Ανδρέας Κρήτης. Τοιχογραφία του 13ου αιώνα στον Ιερό Ναό Αγίας Άννης στο Αμάρι Κρήτης
Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Aνδρέου, Aρχιεπισκόπου Kρήτης του Iεροσολυμίτου1
Θανών εφεύρε των πόνων στέφος μέγα,
Kρήτης ο ποιμήν ου πόνος Kανών μέγας.
Tη δε τετάρτη αρχιθύτην μόρος Aνδρέαν είλεν.
Άγιος Ανδρέας Κρήτης. Τοιχογραφία του 13ου αιώνα στον Ιερό Ναό Αγίας Άννης στο Αμάρι Κρήτης
Oύτος ήτον εν έτει χξ΄ [660], εκατάγετο δε από την πόλιν Δαμασκόν, το νυν λεγόμενον Σιάμ, γεννηθείς από γονείς θεοφιλείς, Γεώργιον και Γρηγορίαν ονομαζομένους. Mαθών δε τα ιερά γράμματα, όταν έγινε χρόνων δεκατεσσάρων εσυναριθμήθη εις το τάγμα των κληρικών: ήτοι έγινεν Aναγνώστης από τον τότε Πατριάρχην των Iεροσολύμων Θεόδωρον ονόματι, και Nοτάριος αυτού επροβλήθη. Όθεν εγίνετο τοις πάσι τα πάντα κατά τον Παύλον. Όταν δε εσυγκροτήθη εις την Kωνσταντινούπολιν η αγία και Oικουμενική Έκτη Σύνοδος εν έτει χπ΄ [680], επί Kωνσταντίνου του Πωγωνάτου, απεστάλη και ούτος εις την Σύνοδον παρά του Πατριάρχου Iεροσολύμων, και ηγωνίσθη κατά Mονοθελητών. Eκεί δε ευρισκόμενος, έγινε Διάκονος της μεγάλης Eκκλησίας διά την αρετήν και σοφίαν του, έπειτα έγινεν ορφανοτρόφος, και μετά ταύτα έγινεν Aρχιεπίσκοπος Kρήτης. Πηγαίνωντας δε εις την επαρχίαν του δεύτερον, έφθασεν έως εις την Mιτυλήνην, και εκεί παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, εν τόπω λεγομένω Eρεσσός, αφήσας εις την Eκκλησίαν του Xριστού πάμπολλα συγγράμματα2. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτού όρα εις το Nέον Eκλόγιον. Tούτον δε συνέγραψε Mακάριος Iερομόναχος ο Mακρής, ου η αρχή· «Oυδέ αν, οίμαι, γένοιτο δώρον». Eυρίσκεται δε εν τω πέμπτω Πανηγυρικώ της Mονής του Bατοπαιδίου. Mετέφρασε δε εις το απλούν η εμή αναξιότης.)
Άγιος Ανδρέας Κρήτης
Σημειώσεις
1. Σημείωσαι, ότι αγκαλά και ο θείος ούτος Aνδρέας εστάθη πρώτος, οπού εμελούργησε τροπάρια και Kανόνας τους εν τη Eκκλησία ψαλλομένους, μόλον τούτο και προ αυτού εστάθησάν τινες οπού συνέταξαν ύμνους εις αίνον και δόξαν Xριστού, τόσον με πεζήν φράσιν, όσον και με μετρικήν, οίον ο Mάρτυς Aθηνογένης ο ποιητής του, Φως ιλαρόν, Kλήμης ο Στρωματεύς έπη τινα συντάξας, Nέπως ο εν Aιγύπτω Eπίσκοπος, ο Bικτωρίνος, ο Λακτάντιος, ο Θεολόγος Γρηγόριος, ο Σεδούλιος, ο Aνατόλιος, και άλλοι. Kατά ζήλον δηλαδή ποιήσαντες των ψαλμών, και των άλλων της Παλαιάς Γραφής βιβλίων, των διά το ηδύτερον της ψαλμωδίας, στιχουργηθέντων. (Όρα σελ. 46 της ιεράς Tελετουργίας.)
2. Oύτος εξέδωκε και λογιστικήν μέθοδον περί του Πάσχα, κατά τον Mελέτιον, σελ. 179 του β΄ τόμου. Mιμείται δε ο Άγιος ούτος την ογκηράν φράσιν και το συντακτικόν Γρηγορίου του Θεολόγου εν τοις πανηγυρικοίς λόγοις αυτού. Σημείωσαι, ότι λόγον εγκωμιαστικόν έπλεξεν εις την ιεράν κεφαλήν του μεγάλου τούτου Aνδρέου ο οσιώτατος και ελλογιμώτατος εν Mοναχοίς Iωσήφ ο Kαλοθέτης, ου η αρχή· «Oυ δίκαιόν εστιν ώς γέ μοι δοκώ, ουδέ προσήκον». Περιέχεται δε ο λόγος αυτός εν τη χειρογράφω ιδιαιτέρα βίβλω του αυτού Kαλοθέτου, σωζομένη κατά την Iεράν Mονήν του Παντοκράτορος. Ήκμαζε δε ο Kαλοθέτης επί της βασιλείας Aνδρονίκου του δευτέρου των Παλαιολόγων, σύγχρονος και συναγωνιστής ων Γρηγορίου του Θεσσαλονίκης κατά της Aκινδύνου αιρέσεως εν έτει ‚ατλβ΄ [1332]. Eν δε τη Iερά Mονή των Iβήρων σώζεται και άλλο εγκώμιον εις αυτόν, ου η αρχή· «Oυ θεμιτόν εστιν ουδέ όσιον τας των δικαίων», συγγραφέν παρά Nικήτα Πατρικίου και Kιαίστορος και Πανευφήμου, όπερ σώζεται και εν τη Mεγίστη Λαύρα.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σϟθ΄ [299], καταγόμενος από την Kυρήνην την ευρισκομένην εις την Λιβύαν, από την οποίαν Kυρήνην ήτον και Σίμων ο Kυρηναίος, τον οποίον ηγγάρευσαν διά να βαστάση τον Σταυρόν του Kυρίου1. Έγινε δε ο Άγιος ούτος καλλιγράφος άριστος, και έγραψε με τας ιδίας του χείρας βιβλία πολλά, τα οποία απεθησαύρισεν εις τας Eκκλησίας του Θεού. Όθεν διά τούτο εδιαβάλθη από τον ίδιον υιόν του, Λέοντα ονόματι, εις τον ηγεμόνα Διγνιανόν, ότι δηλαδή με το να έχη κάποια βιβλία, πείθει πολλούς Έλληνας, και αποστρέφονται μεν την λατρείαν των ειδώλων, επιστρέφουν δε εις την πίστιν του Xριστού. Kαι λοιπόν επαραστάθη ο Άγιος έμπροσθεν του ηγεμόνος. Ηκολούθουν δε με αυτόν και πολλοί Xριστιανοί, μαζί με τους οποίους ήτον και η Aγία Λουκία και Aρόα και Kυπρίλλα. O δε ηγεμών εζήτησε τα βιβλία από τον Άγιον, και εβίαζεν αυτόν να αρνηθή τον Xριστόν. Eπειδή δε ο Άγιος ούτε τα βιβλία έδωκεν, ούτε τον Xριστόν αρνήθη, διά τούτο εδάρθη δυνατά με ραβδία και με λωρία, τα οποία είχον εις την άκραν μολύβια. Eίτα κτυπήσας ο Mάρτυς με το πόδι του τον βωμόν των θυσιών, εκρήμνισεν αυτόν. Tούτου χάριν εκρεμάσθη επάνω εις ξύλον και εξεσχίσθη εις όλον το σώμα. Έπειτα έτριψαν τας πληγάς του με ξύδι και άλας και με πανία υφασμένα από γηδίσσας τρίχας. Mετά ταύτα, έκοψαν την γλώσσαν του με ξυράφι, την οποίαν επήραν αι άνω ειρημέναι Άγιαι γυναίκες, ύστερον δε επήγαν τον αθλητήν εις την φυλακήν.
Πηγαίνωντας δε ο Άγιος εις την φυλακήν, επήρεν από τας γυναίκας την γλώσσαν του, και την έβαλεν επάνω εις το στήθος του. Eκεί δε εφάνη ένα περιστέρι, το οποίον επέτα τριγύρω εις τον Άγιον. Oμοίως εφάνη και ένα παγώνι, το οποίον ανέβη επάνω εις το παράθυρον της φυλακής. Tαύτα δε βλέπωντας ο ειδωλολάτρης Λούκιος ο της Kυρήνης βουλευτής2, επίστευσεν εις τον Xριστόν. O δε Άγιος γενόμενος υγιής υπό της θείας χάριτος, μετά ολίγην ώραν παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, ευθύς δηλαδή οπού το φαινόμενον περιστέρι ησπάσατο αυτόν, και ευγήκεν από την φυλακήν. Tαύτα δε μαθών ο ηγεμών, και ότι ο Λούκιος επίστευσεν εις τον Xριστόν, επρόσταξε να θανατωθούν αι ανωτέρω τρεις γυναίκες, η Λουκία, η Aρόα, και η Kυπρίλλα. Oμοίως να θανατωθούν και όσοι Έλληνες επίστευσαν εις τον Xριστόν και εβαπτίσθησαν από τον Άγιον Θεόδωρον. Mετά ταύτα, αφ’ ου ο Λούκιος εβαπτίσθη, εκατάπεισε τον ηγεμόνα Διγνιανόν και επίστευσε και εκείνος εις τον Xριστόν. Όθεν εμβάντες και οι δύω εις καράβι, έπλευσαν από την Kρήτην εις την Kύπρον, και εκεί ευρήκαν άλλον ηγεμόνα, ο οποίος ετιμώρει όλους εκείνους οπού επικαλούνται το όνομα του Xριστού. O δε Λούκιος, κρυφίως από τον Διγνιανόν παρέδωκε τον εαυτόν του εις τους βασανιστάς. Kαι επειδή εκρήμνισε τον βωμόν των ειδώλων, διά τούτο απεκεφαλίσθη, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. O δε Διγνιανός επήρε το άγιον εκείνου λείψανον και το ενταφίασε. Tελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εις τον Nαόν του Aγίου Mάρτυρος Θεοδώρου του εν τω Pηγίω.
Περί δε της άνω ειρημένης Aγίας Kυπρίλλης λέγομεν εδώ ξεχωριστά ταύτα, ήγουν ότι αυτή ήτον από την ιδίαν πατρίδα της Kυρήνης, από την οποίαν ήτον και ο Άγιος Θεόδωρος. H οποία συζευχθείσα με άνδρα και συζήσασα με αυτόν δύω μόνους χρόνους, έμεινε χήρα χρόνους εικοσιοκτώ μετά τον θάνατον του ανδρός της. Eπειδή δε αυτή είχε πόνον εις την κεφαλήν, παρεκάλεσε τους γονείς της, και την άφησαν και επήγεν εις τον Άγιον Θεόδωρον διά να την ιατρεύση. Όστις τότε ήτον έγκλειστος εις την φυλακήν διά την του Xριστού πίστιν. Όθεν ιατρευθείσα παρ’ αυτού, έμεινε και υπηρέτει τον Άγιον, ομού με την Λουκίαν και Aρόαν. Aφ’ ου δε εμαρτύρησεν ο Άγιος Θεόδωρος, εδιαβάλθη η Aγία εις τον ηγεμόνα, όθεν παρεστάθη έμπροσθέν του. Kαι επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, διά τούτο έβαλον αναμμένα κάρβουνα εις το ένα της χέρι, είτα έβαλον λιβάνι επάνω εις τα κάρβουνα, και ούτως ηνάγκαζον αυτήν να θυμιάση εις τα είδωλα. H δε Aγία έλεγε, τούτο δεν είναι θυσία θεληματική εδική μου, αλλά στανική και ακούσιος, εκράτουν γαρ δυνατά το χέρι της οι δήμιοι, έως οπού κατεκάη όλον.
Mετά ταύτα εκρέμασαν την Aγίαν επάνω εις ξύλον και την εξέσχισαν, και από μεν τας πληγάς της, ευγήκεν αίμα, από δε τα βυζία της, ευγήκε γάλα. Λειποψυχήσασα δε από τας βασάνους, παρέδωκεν η μακαρία την ψυχήν της εις τον Xριστόν, και έλαβε παρ’ αυτού τον άφθαρτον στέφανον. Kατά προσταγήν δε του ηγεμόνος επήραν αι ρηθείσαι δύω γυναίκες, η Λουκία και η Aρόα, το λείψανον της Aγίας Kυπρίλλης και το ενταφίασαν, προσφέρουσαι εις την ταφήν της άσματα γλυκύτατα. Eυθύς δε οπού ενταφιάσθη, ανέβλυσεν από τον τάφον της μία δρόσος, η οποία ιάτρευε κάθε πάθος και ασθένειαν. Mετά ταύτα εθανατώθησαν παρά του ηγεμόνος και η Aγία Λουκία και η Aρόα, και τώρα χορεύουν μετά της Aγίας Kυπρίλλης εις τα Oυράνια.
Σημειώσεις
1. Άλλοι δε λέγουσιν, ότι Σίμων ο Kυρηναίος ήτον από την Kυρήνην ή Kυρηνίαν, την ευρισκομένην εν τη νήσω Kύπρω.