Αρχική Blog Σελίδα 235

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: Ἡ ὀλιγοπιστία τοῦ Πέτρου

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

(Μάτθ. ἰδ’ 22-34)

Ὁ Θεός μας εἶναι ὁ Νικητής. Ὅλες οἱ καλὲς νῖκες, μόνιμες ἢ πρόσκαιρες, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ χρόνου ὡς τὸ τέλος τῆς ἱστορίας, ἀνήκουν σ’ Ἐκεῖνον. Εἶναι νικητὴς ὅταν ἀποκαθιστᾷ τὴν τάξη, μέσα στὴν ἀταξία ποὺ προκαλοῦν ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι.

Ὅταν οἱ χειρότεροι τῶν ἀνθρώπων ἀνέρχονται στὴν πρώτη θέση καὶ οἱ καλλίτεροι πέφτουν στὴν τελευταῖα, Ἐκεῖνος ἀναποδογυρίζει τὴν ἀταξία καὶ βάζει τὸν τελευταῖο πρῶτο καὶ τὸν πρῶτο τελευταῖο.

Νικᾶ τὴν κακία καὶ τὰ τεχνάσματα τῶν πονηρῶν πνευμάτων ποὺ μαίνονται ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰ διαλύει, ὅπως σκορπίζει ὁ ἰσχυρὸς ἄνεμος μιὰ ἄσχημη δυσοσμία. Εἶναι νικητὴς σὲ κάθε ἔλλειψη: ὅπου ὑπάρχει λίγο, τὸ αὐξάνει· ὅπου δὲν ὑπάρχει τίποτα, δίνει μὲ ἀφθονία.

Εἶναι νικητὴς στὴν ἀρρώστια καὶ στὰ βάσανα. Λέει ἕνα μόνο λόγο κι ἡ ἀρρώστια μαζὶ μὲ τὰ βάσανα ἐξαφανίζονται. Οἱ τυφλοὶ βλέπουν, οἱ κουφοὶ ἀκοῦνε, οἱ ἄλαλοι μιλᾶνε, οἱ παράλυτοι σηκώνονται καὶ περπατᾶνε, οἱ λεπροὶ καθαρίζονται.

Εἶναι νικητὴς τοῦ θανάτου: διατάζει κι ὁ θάνατος ἐλευθερώνει τὸ θῦμα ἀπὸ τὰ σαγόνια του. Βασιλεύει στὸ βασίλειο τῶν οὐρανίων δυνάμεων – τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων – ποὺ δὲν ἔχει τέλος.

Ἕνα βασίλειο ποὺ ἂν συγκριθοῦν μαζί του τὰ βασίλεια αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι τόσο σκοτεινὰ καὶ περιορισμένα, ὅσο ἕνας τάφος. Διατάζει τὰ στοιχεῖα καὶ τὰ ὄντα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ τίποτα δὲν μπορεῖ ν’ ἀντισταθεῖ στὶς ἐντολές Του, χωρὶς τὸν κίνδυνο νὰ διαλυθεῖ καὶ ν’ ἀποσυντεθεῖ.

Ἡ μιὰ μέρα διαδέχεται τὴν ἄλλη. Ἡ μιὰ νίκη ἀκολουθεί τὴν ἄλλη. Ἡ ἱστορία αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι μιὰ σειρὰ ἀπὸ νῖκες τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἀκαταμάχητης θεϊκῆς δύναμης.

Ὁ Θεὸς εἶναι ταπεινὸς σὰν ἀρνί. Μπροστά Του ὅμως τρέμουν ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ. Ὅταν ὁ ἴδιος τὸ ἐπιτρέπει νὰ ταπεινώνεται, τότε ἀποκαλύπτεται περισσότερο δυναμικὰ καὶ ἐμφατικὰ ἡ μεγαλοσύνη Του.

Ὅταν ἐπιτρέπει νὰ τὸν φτύνουν, τότε φανερώνει τὴ χυδαιότητα καὶ τὴν ἰταμότητα τῶν ἄλλων. Ὅταν παραδίδεται στὴ σφαγή, τότε ἡ ζωή Του ἀκτινοβολεῖ.

Ὁ Θεὸς φανέρωσε το φῶς Του μὲ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἦταν παρὰ μιὰ ἀμυδρὴ σκιὰ τοῦ Ἑαυτοῦ Του.

Φανέρωσε τὴ δύναμή Του μέσα ἀπὸ τ’ ἀμέτρητα πύρινα σώματα στὸ σύμπαν, τὴ σοφία Του μὲ τὴν εὐταξία τῆς δημιουργίας καὶ τὴ δημιουργία τῶν ὄντων ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη τοῦ σύμπαντος ὡς τὴν ἄλλη, τὸ κάλλος Του ἀπὸ τὸ κάλλος τῆς φύσης, τὸ ἔλεός Του ἀπὸ τὴν ἐπιμελῆ συντήρηση ὅλων ὅσα ἔφτιαξε, τὴ ζωὴ Του μὲ τὴ ζωὴ ὅλων τῶν ὄντων. Ὅλ’ αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ μιὰ χλωμὴ κι ἐφήμερη εἰκόνα ποὺ παραπέμπει σ’ Ἐκεῖνον. Εἶναι ἁπλὰ λέξεις πύρινες, χαραγμένες μὲ πυκνὸ καπνό.

Ὅλ’ αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύφτηκαν μὲ τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ λαμπρότητα ποὺ ἄντεχε ὁ ἄνθρωπος. Κι ἀποκαλύφτηκαν μέσα ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο.

Ὄχι μὲ τὸν ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο, ὄχι μὲ τὸ συνηθισμένο, τὸν πλασμένο ἄνθρωπο, ἀλλὰ μὲ τὸν ἄκτιστο, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ὅλα ἔγιναν μ’ Ἐκεῖνον. Μαζὶ Του ἔλαμψε στὴ σάρκα τὸ φῶς καὶ ἡ δύναμη, ἡ σοφία καὶ τὸ κάλλος, ἡ εὐσπλαχνία καὶ ἡ ζωή.

Τί σημαίνει ζωή, ἂν ὄχι νίκη στὸ σκοτάδι; Τί σημαὶνει δύναμη, ἂν ὄχι νίκη στὴν ἀδυναμία;

Τί ἄλλο εἶναι ἡ σοφία, παρὰ νίκη στὴν ἀφροσύνη καὶ τὴν παράνοια; Τί εἶναι τὸ κάλλος, ἂν ὄχι νίκη στὴν ἀσχήμια καὶ τὴν κτηνωδία; Δὲν εἶναι νίκη κατὰ τῆς κακίας, τῆς πονηριᾶς καὶ τοῦ φθόνου τὸ ἔλεος; Ζωὴ δὲν εἶναι ἡ θεία νίκη κατὰ τοῦ θανάτου;

Τί νομίζετε ἐσεῖς ποὺ ἀκολουθεῖτε τὸ Χριστό, πού βαφτιστήκατε στὸ ὄνομά Του; Δὲ φανέρωσε ὁ Χριστός ὅλες τὶς νῖκες αὐτές, ποὺ κανένας ἄλλος στὸν κόσμο δὲν εἶχε κατορθώσει νὰ κάνει;

Δὲν αἰσθάνεστε καθημερινὰ πὼς ἀκολουθεῖτε τὸ μέγιστο Νικητὴ ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ χρόνου καὶ τοῦ κόσμου; Δὲ νιώθετε πὼς εἶστε βαφτισμένοι στὸ ὄνομα Ἐκείνου ποὺ γνωρίζει καὶ μπορεῖ νὰ κάνει τὰ πάντα, ποὺ στολίζει μὲ τὸ κάλλος Του ὅλα τὰ πλάσματα, ποὺ τὰ θωπεύει μὲ τὸ ἔλεός Του καὶ τὰ ζωογονεῖ μὲ τὴ ζωή Του;

Ἂν δὲν τὰ νιώθετε καὶ δὲν τὰ ζεῖτε ὃλ’ αὐτά, τότε τὸ ὅτι τὸν ἀκολουθεῖτε καὶ καλεῖστε μὲ τ’ ὄνομά Του, πολὺ λίγο θὰ σᾶς βοηθήσει. Μόνο μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ θὰ μπορέσετε, χωρὶς τὴν παραμικρὴ ἀμφιβολία ἢ τὸν ἐλάχιστο δισταγμό, νὰ πιστέψετε στὴ νικηφόρα δύναμη τοῦ Θεοῦ πάνω σὲ κάθε πλάσμα, σὲ κάθε στοιχεῖο τῆς φύσης καὶ σὲ κάθε κακία τοῦ κόσμου.

Μόνο ὁ Κύριος Ἰησοῦς μπορεῖ νὰ σοῦ δώσει τὸ θάρρος νὰ ζήσεις, τὸ θάρρος ν’ ἀντιμετωπίσεις τὸ θάνατο. Μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ σοῦ δώσει ἐλπίδα σὲ μιὰ ζωὴ καλλίτερη ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη, ποὺ ὑπόκειται στὴ φθορά. Μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ ἐμπνεύσει μέσα σου τὴν ἀγάπη γιὰ κάθε καλό. Γιατί Ἐκεῖνος εἶναι ἡ σαρκωμένη νίκη κατὰ τοῦ κόσμου.

«Θαρσεῖτε· ἐγὼ νενίκηκα τὸν κὸσμον» (Ιωάν. ιστ 33), εἶπε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητές Του καὶ μέσῳ τῶν μαθητῶν Του σ’ ὅλους ἐμᾶς. Δὲν πρέπει νὰ φοβόμαστε. Ὁ Κύριος καὶ Σωτῆρας μας Ἰησοῦς Χριστὸς νίκησε τὸν κόσμο.

Τὸ εὐαγγέλιο εἶναι τὸ βιβλίο ποὺ περιέχει τὴ νίκη Του, ἡ μαρτυρία τῆς παντοδυναμίας Του. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὡς τὶς μέρες μας κι ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου, εἶναι ἕνα ἀκόμα βιβλίο μὲ λεπτομέρειες ἀπὸ τὶς νῖκες Του.

Ὅποιος τὸ ἀμφισβητεῖ αὐτό, θὰ στερηθεῖ τοὺς καρποὺς τῶν νικῶν Του. Ἂς προσεγγίσουμε τὴν ἑρμηνεία τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου λοιπὸν χωρὶς ἀμφιβολία, χωρὶς σκιές, γιατί περιγράφει μιὰ καταπληκτικὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ κατὰ τῆς φύσης.

«Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἐως οὐ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους» (Μάτθ. ιδ’ 22).

Αὐτὸ ἔγινε ἀμέσως μετὰ τὸ μεγάλο θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων, τότε ποὺ ὁ Κύριος τάισε πέντε χιλιάδες ἄντρες, χώρια ἀπὸ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, μὲ πέντε ἄρτους καὶ δυὸ ψάρια, καὶ περίσσεψαν ἀκόμα δώδεκα κοφίνια ψωμί.

Ὁ Κύριος προγνώρισε τότε καὶ προετοίμασε ἕνα ἄλλο μεγάλο θαῦμα, ποὺ οὔτε κἄν το φαντάζονταν οἱ μαθητές Του.

Τὸ πρῶτο στάδιο τῆς προετοιμασίας ἦταν νὰ βάλει τοὺς μαθητές Του νὰ πάρουν ἕνα πλοῖο καὶ νὰ περάσουν στὴν ἀντίπερα ὄχθη. Τὸ δεύτερο στάδιο ἦταν ν’ ἀπολύσει τοὺς ὄχλους καὶ τὸ τρίτο, ἦταν ν’ ἀνεβεῖ ψηλότερα στὸ βουνὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ κατὰ μόνας.

«Καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὅρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ» (Μάτθ. ιδ’ 23).

Ἡ μόνωσή Του ἐπαναλαμβάνεται μὲ τὶς λέξεις «μόνος» καὶ «κατ’ ἰδίαν», γιὰ νὰ δώσει ἔμφαση στὸ ὅτι ὁ Κύριος ἐπιδίωκε τὴν ἐρημιά, ὅπου καὶ παρέμεινε ἀφοῦ πρῶτα ἔδιωξε τοὺς ὄχλους.

Ὅρος, μόνωση, σκοτάδι. Σὲ τέτοιες συνθῆκες ὁ ἄνθρωπος νιώθει νὰ βρίσκεται πιὸ κοντὰ στὸ Θεό. Καὶ τότε ἡ προσευχὴ εἶναι γλυκύτατη. Ὅλα ὅσα ἔκανε ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ἦταν γιὰ δική μας διδαχή, γιὰ τὴ σωτηρία μας.

Δὲν ἦρθε στὴ γῆ γιὰ νὰ μᾶς διδάξει μόνο μὲ τὰ λόγια Του, ἀλλὰ μὲ πράξεις, μὲ γεγονότα καὶ μὲ κάθε ἔργο καὶ κίνηση ποὺ ἔκανε. Ἀνέβηκε ψηλότερα στὸ βουνὸ ἐπειδὴ ἐκεῖ εἶχε περισσότερη ἡσυχία.

Ἔμεινε μόνος Του, ἐπειδὴ ἡ μόνωση ὑποδηλώνει χωρισμὸ ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν. Προσευχήθηκε μέσα στὴ νύχτα, γιατί τὸ σκοτάδι εἶναι κάτι σὰν πέπλο στὰ μάτια. Καὶ τὰ μάτια εἶναι ποὺ ἐμποδίζουν τὸ νοῦ νὰ συγκεντρωθεῖ, καθὼς τρέχουν ἀπὸ τὸ ἕνα ἀντικείμενο στὸ ἄλλο.

Ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ στὸ ὅρος ἔχει κι ἕνα ἄλλο, βαθύτερο νόημα. «Ἀπόλυση» τῶν ὄχλων, ἄνοδος στὸ ὅρος, μόνωση, σκοτάδι.

Τί σημαίνουν ὃλ’ αὐτά; Ἡ ἀπόλυση τῶν ὄχλων σημαίνει ὅτι ἄφησε κατὰ μέρος ὅλα ἐκεῖνα ποὺ μᾶς παρουσιάζει ὁ κόσμος, ὅλες τὶς μνῆμες ποὺ μᾶς δένουν μὲ τὸν κόσμο καὶ μᾶς ἐνοχλοῦν. Ἔτσι, ἄδειοι κι ἐλεύθεροι ἀπὸ τὸν κόσμο, μποροῦμε νὰ σταθοῦμε στὴν προσευχὴ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Τί σημαίνει ἡ ἄνοδος στὸ ὅρος; Τὴν ἀνύψωση τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοῦ στὰ ὕψη τοῦ Θεοῦ, στὴν παρουσία Του, στὴ συντροφιά Του.

Ἐκεῖνος ποὺ συμφύρεται μὲ τὸν κόσμο καὶ τὶς πολλές του μέριμνες, δὲν μπορεῖ ν’ ἀνεβεῖ ταυτόχρονα στὰ ὕψη ἐκεῖνα, ὅπου ὁ ἄνθρωπος νιώθει μόνος μὲ τὸ Δημιουργό Του.

Τί σημαίνει ἡ μόνωση; Τὴ γύμνωση τῆς ψυχῆς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν κόσμο, νιώθει μιὰ ἀπέραντη καὶ φοβερὴ μοναξιά.

Ἐκεῖνοι ποὺ ἡ ἀπογοήτευση γιὰ τὸν κόσμο τούς φέρνει σ’ αὐτὴν τὴν τρομερὴ ἐρημία, ἂν δὲν κατορθώσουν νὰ φτάσουν στὰ ὕψη, ἐκεῖ ὅπου ὁ ἄνθρωπος συναντᾷ τὸ Θεό, τότε αὐτοκτονοῦν.

Τί σημαίνει σκοτάδι; Τὴν ὁλικὴ ἀπουσία του φωτός σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Στὸν προσευχόμενο ἐρημίτη ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι καλυμμένος μὲ πυκνὸ σκοτάδι, ὅπου τὸ οὐράνιο φῶς ἀνατέλλει σταδιακὰ καὶ φωτίζει ἕνα νέο κόσμο, ἀέναα λαμπερὸ καὶ καλλίτερο.

Αὐτὰ εἶναι τα τέσσερα στάδια τῆς προσευχῆς καὶ τὸ βαθύτερο νόημά τους. Στὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ τα τέσσερα αὐτὰ στάδια ἀπεικονίστηκαν μὲ τὴν ἀπόλυση τῶν ὄχλων, τὴν ἄνοδο στὸ ὅρος, τὴ μόνωση καὶ τὸ σκοτάδι.

Ἡ προσευχὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στὴν ἡσυχία τῆς ἐρήμου εἶναι διδακτικὴ γιὰ μᾶς καὶ γιὰ τὴ συνάφειά της: μὲ ὅ,τι ἔγινε πρὶν ἀπ’ αὐτὴν καὶ μὲ τὸ ὅ,τι θὰ γινόταν στὴ συνέχεια.

Προτοῦ ἀποσυρθεῖ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, ὁ Κύριος εἶχε κάνει τὸ ἀνήκουστο θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων. Μετὰ περπάτησε στὴ μέση τῆς λίμνης, ὅπως περπατάει κανεὶς στὴ στεριά.

Μ’ ὅλο ποὺ καὶ τὰ δύο αὐτὰ θαύματα τὰ ἔκανε μὲ τὴ θεϊκὴ δύναμη ποὺ εἶχε προαιώνια καὶ ποὺ δὲν τὸν ἐγκατέλειψε οὔτε κατὰ τὴν ἔνσαρκη διαδρομή Του στὴ γῆ, προσευχόταν μὲ τὸ λαὸ στὴ συναγωγή, ἀλλὰ καὶ μόνος Του στὴν ἔρημο.

Σέ μᾶς εἶναι πάρα πολὺ δύσκολο νὰ κατανοήσουμε αὐτὴ τὴ μυστική, προσωπικὴ καὶ ἐνστικτώδη κίνηση γιὰ προσευχὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.

Μὲ τὶς προσευχὲς αὐτὲς ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ προαιώνιου Θεοῦ σίγουρα συνέχιζε καὶ μαρτυροῦσε ἐδῶ στὴ γῆ την ἀδιάρρηκτη ἑνότητά Του μὲ τὸν Πατέρα Του καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἡ προσευχὴ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς κατὰ μόνας στὸ ὅρος μᾶς παρέχει κι ἄλλη καθαρὴ διδαχή. Τὰ καλὰ ἔργα πρέπει νὰ προηγοῦνται τῆς προσευχῆς. Καὶ τότε ἡ προσευχὴ βοηθᾶ τὰ καλὰ ἔργα.

Πρέπει πρῶτα νὰ δοκιμάζουμε τὴν πίστη μας μὲ καλὰ ἔργα κι ἔπειτα νὰ τὴν ὁμολογήσουμε μὲ λόγια. Ἡ προσευχὴ ὅμως ἀξίζει μόνο ὅταν προσευχόμαστε στὸ Θεὸ καὶ τὸν ἱκετεύουμε νὰ μᾶς βοηθήσει, προκειμένου νὰ κάνουμε ἕνα καλὸ ἔργο.

Νὰ κάνουμε προσευχὴ στὸ Θεὸ γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ κάνουμε ἕνα πονηρὸ ἔργο δὲν εἶναι μόνο ἀνόητο, ἀλλὰ στὴν οὐσία εἶναι βλασφημία. Τὸ νὰ κάνεις τὸ κακὸ μὲ προσευχή, εἶναι σὰ νὰ σπέρνεις καλαμπόκι καὶ νὰ ζητᾶς ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ φυτρώσει σιτάρι.

Μετὰ ἀπὸ κάθε καλὴ πράξη πρέπει νὰ καταφύγουμε στὴν προσευχὴ καὶ νὰ εὐχαριστήσουμε τὸ Θεὸ ποὺ μᾶς ἀξίωσε νὰ κάνουμε ἕνα καλὸ ἔργο. Καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ καλὸ ἔργο ὅμως πρέπει νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ ζητᾶμε τη χάρη τοῦ Θεοῦ, τὴ βοήθεια καὶ τὴ συγκατάθεσή Του, ὥστε τὸ καλὸ ἔργο ποὺ βρίσκεται μπροστά μας νὰ γίνει μὲ θεάρεστο τρόπο, τέλειο.

Κοντολογίς, κάθε καλὸ ποὺ ἔχουμε ἢ κάνουμε, ποὺ ἀκοῦμε ἢ διαβάζουμε – ἀκόμα καὶ τὸ παραμικρό, χωρὶς ἐξαίρεση – πρέπει ν’ ἀποδίδεται στὸ Θεό, ὄχι σὲ μᾶς. Τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ δύναμή μας, ἡ εὐφυΐα μας, ἡ δικαιοσύνη μας.

Μπροστὰ στὸν Κύριο ἐμεῖς εἴμαστε τίποτα. Ὅταν μετὰ ἀπὸ τόσο μεγάλα θαύματα ὁ Κύριος Ἰησοῦς δείχνει στὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὴν ταπείνωση, τὴν πραότητα καὶ τὴν ὑπακοή Του, ἐνῷ εἶναι ἴσος μαζὶ Τους στὴν οὐσία καὶ στὴν αἰωνιότητα, τότε πῶς ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ δείχνουμε ταπείνωση, πραότητα καὶ ὑπακοὴ στὸ Δημιουργό μας, ποὺ μᾶς ἔπλασε «ἐκ τοῦ μηδενός», ποὺ χωρὶς τὴ βοήθειά Του ὄχι μόνο δὲ θὰ κάναμε καλὰ ἔργα, μὰ δὲ θὰ ὑπήρχαμε οὔτε γιὰ μία στιγμή;

«Τὸ δὲ πλοῖο μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζὸμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐνάντιος ὁ ἄνεμος· τετάρτη δὲ φυλακὴ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης» (Μάτθ. ιδ’ 24, 25).

Ὅταν οἱ μαθητὲς ξεκίνησαν μὲ τὸ πλοῖο τὸ βράδυ, ἡ θάλασσα ἦταν ἤρεμη. Ὅταν ἄλλαξε ἡ φορὰ τῶν ἀνέμων ὅμως, τὰ κύματα ἔγιναν τεράστια, ὅπως συνήθως γίνεται στὴ λίμνη αὐτή, τὸ πλοῖο ἄρχισε νὰ κλυδωνίζεται κι οἱ μαθητὲς φοβήθηκαν. Ὁ Κύριος τὰ προγνώριζε ὃλ’ αὐτά.

Ἄφησε σκόπιμα ὅμως τοὺς μαθητές Του νὰ ἐκτεθοῦν στὸν κίνδυνο, ὥστε νὰ νιώσουν πόσο ἀβοήθητοι κι ἀδύναμοι ἦταν χωρὶς Ἐκεῖνον καὶ νὰ στερεωθοῦν στὴν πίστη τους, νὰ θυμηθοῦν μιὰ προηγούμενη καταιγίδα στὴ θάλασσα, ὅταν ὁ Κύριος βρισκόταν μαζί τους κι ἐκεῖνοι τὸν ξύπνησαν ἔντρομοι, φωνάζοντας: «Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα» (Μάτθ. η’ 25). Θὰ εὔχονταν καὶ τώρα νὰ ἦταν μαζί τους. Τό ‘κανε αὐτὸ γιὰ νὰ νιώσουν καὶ νὰ γνωρίσουν προκαταβολικὰ τὴν ἀλήθεια τῶν ἁγίων Του λόγων, ποὺ τοὺς εἶπε λίγο προτοῦ χωριστεῖ ἀπ’ αὐτούς: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰωάν. ἰε’ 5).

Τότε ποὺ εἶχε γίνει ἡ προηγούμενη καταιγίδα οἱ μαθητὲς εἶχαν ἐκτεθεῖ σὲ μικρότερο κίνδυνο, ἡ πίστη τους δοκιμάστηκε λιγότερο, γιατί τότε ὁ Χριστὸς ἦταν μαζί τους στὸ πλοῖο, ἂν καὶ κοιμόταν.

Τώρα, σ’ αὐτὴ τὴ δεύτερη καταιγίδα, ἡ κατάσταση ἦταν χειρότερη κι ἡ πίστη τους δοκιμάστηκε περισσότερο. Ὁ ἴδιος ἔλειπε μακριά τους πάνω στὸ βουνό, στὴν ἔρημο.

Πῶς νὰ τὸν φωνάξουν, νὰ τὸν ἐπικαλεστοῦν γιὰ νὰ τοὺς ἀκούσει; Πῶς μποροῦσαν νὰ τὸν πληροφορήσουν γιὰ τὴ συμφορά τους;

Πῶς μποροῦσαν νὰ τοῦ στείλουν ἕνα μήνυμα, νὰ τοῦ ποῦν, «Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα»; Δὲν ὑπάρχει κανένας τρόπος.

Οἱ μαθητὲς τὸ βλέπουν πιά, πὼς τοὺς ἀπειλεῖ ναυάγιο. Λὲς κι ἦταν δυνατὸ νὰ καταστραφεῖ κάποιος ἄνθρωπος, ὅταν τηρεῖ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ!

Ἀλήθεια, τί ὑπέροχη διδαχὴ εἶναι αὐτὴ γιὰ τοὺς πιστούς, ὥστε νὰ μὴν ἀπελπίζονται ὅταν βαδίζουν στὸ δρόμο ὅπου τοὺς ἔταξε ὁ Θεὸς· νὰ πιστέψουν πὼς Ἐκεῖνος ποὺ τοὺς ἔστειλε στὸ δρόμο τους φροντίζει γι’ αὐτούς, γνωρίζει τοὺς κινδύνους ποὺ θὰ συναντήσουν.

Ὁ Θεὸς ὅμως δὲ σπεύδει στὴ βοήθειά Του. Δοκιμάζει τὴν πίστη τοῦ δίκαιου ἀνθρώπου, ὅπως δοκιμάζεται κι ὁ χρυσὸς στὸ χωνευτήρι.

Ὅταν οἱ μαθητὲς ἔφτασαν στὸ ἔσχατο σημεῖο τῆς ἀπόγνωσης, ξαφνικὰ ἐμφανίστηκε μπροστά τους ὁ Χριστός, περπατῶντας πάνω στὰ νερά.

Αὐτὸ ἔγινε «τετάρτη φυλακὴ τῆς νυκτός». Οἱ Ἰουδαῖοι, ὅπως κι οἱ κυβερνῆτες τους, οἱ Ρωμαῖοι, εἶχαν χωρίσει τὴ νύχτα σὲ τέσσερις φυλακές, ποὺ ἡ καθεμιὰ τοὺς διαρκοῦσε τρεῖς ὧρες.

Ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε στοὺς μαθητές Του τὴν τέταρτη φυλακὴ τῆς νύχτας, δηλαδὴ λίγο προτοῦ χαράξει.

«Καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν» (Μάτθ. ἰδ’ 26).

Θὰ πρέπει ἢ νά ‘χε ἀρχίσει νὰ ψιλοχαράζει ἢ νὰ εἶχε φεγγάρι ἢ ὁ Κύριος νὰ ἔλαμπε μὲ τὸ Θαβώρειο φῶς Του, δὲ γνωρίζουμε. Αὐτὸ ποὺ εἶναι γνωστὸ εἶναι πὼς οἱ μαθητές Του τὸν εἶδαν, ἦταν ὁρατός.

Ὅταν τὸν εἶδαν στὴ θάλασσα, ἔνιωσαν ἀπερίγραπτο φόβο. Κι ὁ νέος αὐτὸς φόβος ἦταν μεγαλύτερος ἀπὸ τὸ φόβο τῆς καταιγίδας καὶ τοῦ ναυαγίου ποὺ τοὺς ἀπειλοῦσε. Δὲν ἤξεραν πὼς ὁ Κύριός τους εἶχε τέτοια δύναμη, τέτοια ἐξουσία στὴ φύση. Ὡς τότε δὲν τὴν εἶχε φανερώσει.

Τὸν εἶχαν δεῖ μόνο νὰ διατάζει τὴ θάλασσα καὶ τοὺς ἀνέμους. Δὲν ἤξεραν ὅμως πὼς μποροῦσε νὰ περπατάει πάνω στὸ νερό, ὅπως περπατᾶμε σὲ στέρεο ἔδαφος. Θὰ ἔπρεπε βέβαια νὰ τὸ εἶχαν συμπεράνει αὐτὸ ἀπὸ τὰ προηγούμενα θαύματά Του.

Ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ διατάζει τὴ θάλασσα νὰ γαληνεύει καὶ τοὺς ἀνέμους νὰ ἠρεμοῦν, σίγουρα θὰ μποροῦσε νὰ περπατήσει καὶ πάνω στὸ νερό.

Οἱ μαθητὲς ὅμως δὲν εἶχαν φτάσει ἀκόμα σὲ τέτοια πνευματικὴ ὡριμότητα. Ἡ πίστη τους ἦταν ἀκόμα ἀδύναμη. Κι ὁ Χριστὸς ἔκανε τὸ θαῦμα αὐτὸ γιὰ νὰ τὴ δυναμώσει.

Φάντασμά ἐστι, κραύγασαν οἱ μαθητές Του καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. Σκέφτηκαν πὼς θὰ ἦταν φάντασμα ἢ κι ὁ ἴδιος ὁ σατανᾶς στὴ μορφὴ τοῦ Διδασκάλου τους.

Ἤξεραν, εἶχαν δεῖ τὸ Δάσκαλό τους νὰ παλεύει μὲ τὸ σατανᾶ καὶ τὶς ὀρδές του στὸν κόσμο. Καὶ τώρα ὁ σατανᾶς εἶχε ἁρπάξει τὴν εὐκαιρία νὰ τοὺς ἐξολοθρεύσει.

Οἱ φίλοι Του τὴ στιγμὴ ἐκείνη εἶχαν ἐκτεθεῖ στὸν ἔσχατο κίνδυνο. Τί περισσότερο θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς συμβεῖ;

Σίγουρα ὅλα ὅσα συμβαίνουν καὶ σήμερα στοὺς λιπόψυχους ποὺ βρίσκονται σὲ κίνδυνο, ἐνῷ βαδίζουν τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι ἐνεργεῖ ὁ Θεὸς σ’ ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾶ. «Ὅν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὅν παραδέχεται» (Εβρ. ιβ’ 6).

Καὶ σὰν τελευταῖο ἀπὸ τὰ βάσανα, στέλνει τὸ μεγαλύτερο, ὅπως λέει ὁ σοφὸς ἱερὸς Χρυσόστομος.

Ὁ Χριστὸς ὑπόφερε σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του κι ὅταν ἔφτασε στὸ τέλος, στὴν ὥρα τῆς νίκης, ὑπόφερε τὸ μεγαλύτερο βάσανο.

Σταυρώθηκε κι ἐνταφιάστηκε στὴ γῆ. Τὸ μεγαλύτερο αὐτὸ μαρτύριο ὅμως σύντομα ξεπεράστηκε καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὸ χάραξε ἡ καινούργια μέρα, ἡ μέρα τῆς νίκης μὲ τὴν Ἀνάστασή Του.

Τέτοια μαρτύρια πέρασαν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μάρτυρες ἀργότερα γιὰ τὴν πίστη τους.

Στὴν ἀρχὴ τὰ μαρτύριά τους ἦταν μικρὰ μὰ σιγά-σιγά γίνονταν μεγαλύτερα, γιγάντωναν, ὥσπου μπροστὰ στὸν ἴδιο τὸ θάνατο, ἀντιμετώπιζαν τὰ μεγαλύτερα μαρτύρια, τοὺς χειρότερους πειρασμούς.

Παραθέτουμε ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὰ χιλιάδες ποὺ ἔγιναν:

Οἱ εἰδωλολάτρες βασάνιζαν τὴν ἅγια Μαρίνα μὲ φοβεροὺς καὶ τρομεροὺς τρόπους, μὲ ὅλο καὶ σκληρότερα βασανιστήρια.

Στὸ τέλος τὴν ἔδεσαν γυμνὴ σ’ ἕνα δέντρο κι ἄρχισαν νὰ τὴν γδέρνουν. Οἱ πληγές της ἦταν φοβερές.

Τὸ αἷμα της ἔτρεχε κι ἄρχισαν νὰ φαίνονται τὰ κόκκαλά της. Δὲν ἦταν αὐτὸ τὸ χειρότερο μαρτύριο;

Ὄχι, ἔπρεπε νὰ ὑποστεῖ κι ἄλλο, μεγαλύτερο, ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ. Τὸ βράδυ τὴν ἔρριξαν ἔτσι, πληγωμένη ὅπως ἦταν, στὴ φυλακή.

Στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας μέσα στὴ φυλακή την ἐπισκέφτηκε ἕνα φοβερὸ φάντασμα: ἕνα πονηρὸ πνεῦμα μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς τεράστιου φιδιοῦ.

Στὴν ἀρχὴ τὸ φίδι ἄρχισε νὰ στριφογυρίζει γύρω ἀπὸ τὴν ἁγία, μετὰ κουλουριάστηκε γύρω της καὶ ἅρπαξε τὸ κεφάλι της μέσα στὰ φοβερὰ σαγόνια του. Αὐτὸ ὅμως δὲν κράτησε πολύ.

Ὁ Θεὸς δὲν ἀφήνει ποτὲ τοὺς πιστοὺς δούλους Του νὰ ὑποστοῦν πειρασμοὺς μεγαλύτερους ἀπ’ ὅσο μποροῦν ν’ ἀντέξουν.

Ἀμέσως μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ἡ Μαρίνα φώναξε δυνατὰ στὸ Θεὸ μ’ ὅλη της τὴν καρδιὰ κι ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ μέσα της.

Καὶ τότε τὸ φίδι ἐξαφανίστηκε καὶ μπροστά της ἄνοιξε ὁ οὐρανός.

Ἡ Μαρίνα εἶδε μέσα σ’ ἕνα ἐξαίσιο φῶς τὸ σταυρό, ποὺ στὴν κορυφή του ἔστεκε ἕνα λευκὸ περιστέρι, κι ἄκουσε τὰ λόγια: «Χαῖρε, Μαρίνα, λογικὸ περιστέρι τοῦ Χριστοῦ, γιατί νίκησες τὸν παγκάκιστο ἐχθρό».

Κάτι παρόμοιο ἔγινε μὲ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Μετὰ τὸ μεγάλο φόβο τῆς θαλάσσιας καταιγίδας, ἀντιμετώπισαν ἕνα μεγαλύτερο φόβο: μπροστά τους νόμισαν πὼς εἶδαν ἕνα φάντασμα.

Βέβαια δὲν ἦταν φάντασμα, ἀλλὰ μιὰ σωτήρια καὶ ὑπέροχη πραγματικότητα. Δὲν ἦταν ὄνειρο, ἀλλὰ ἕνα ὅραμα. Δὲν ἦταν κάποιος ἄλλος μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.

«Εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· θαρσεῖτε, ἐγὼ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε» (Ματθ. ιδ’ 27). Ὁ Κύριος ποτὲ δὲν ἀφήνει γιὰ πολὺ μόνους τοὺς δικούς Του στοὺς μεγάλους πειρασμούς.

Ἤξερε πὼς τοὺς διέτρεχε φόβος, πὼς ἦταν ἔντρομοι, ἐπειδὴ νόμιζαν πὼς ἔβλεπαν φάντασμα.

Ἔτσι ἔσπευσε νὰ τοὺς λυτρώσει ἀπὸ τὸ φόβο. Εὐθέως τοὺς εἶπε: θαρσεῖτε! Τοὺς ἔδωσε ἀμέσως θάρρος, κατὰ κάποιο τρόπο τούς ξανάδωσε τὴν ἀνάσα τῆς ζωῆς, ποὺ τοὺς εἶχε κόψει ὁ φόβος. Θαρσεῖτε, ἐγὼ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε.

Τί ὑπέροχη φωνή! Τί ζωηφόρα λόγια! Στὴ φωνὴ αὐτὴ οἱ δαίμονες φεύγουν, οἱ ἀρρώστιες ὑποχωροῦν, οἱ νεκροὶ ἐγείρονται.

Ἀπὸ τὴ φωνὴ αὐτὴ ἀπόκτησαν ὕπαρξη ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄστρα, ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι. Ἡ φωνὴ αὐτὴ εἶναι πηγὴ κάθε ἀγαθοῦ, ζωῆς, ὑγείας, σοφίας κι εὐφροσύνης.

Θαρσεῖτε, ἐγὼ εἰμι! Δὲν μπορεῖ ὁ καθένας ν’ ἀκούσει τὴ φωνὴ αὐτή. Τὴν ἀκοῦνε μόνο οἱ ὅσιοι κι οἱ δίκαιοι, ποὺ ὑπομένουν γιὰ τὸ Χριστό. Δὲν ἀκούει τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ ὅποιος γενικὰ ὑποφέρει.

Πῶς νὰ τὸν ἀκούσουν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ὑποφέρουν γιὰ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς ἀδικίες τους; Θὰ τὸν ἀκούσουν ἐκεῖνοι μόνο ποὺ ὑποφέρουν γιὰ τὴν πίστη τους σ’ Αὐτὸν (βλ. Πέτρ. δ’ 13-16).

Τώρα μέσα στὴ θάλασσα οἱ μαθητὲς ὑπόφεραν γιὰ τὴν πίστη τους στὸ Χριστό. Ἢ μᾶλλον θὰ λέγαμε πὼς ὑπόφεραν γιὰ νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ περισσότερο ἡ πίστη τους στὸ Χριστό.

«Ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἰ, κέλευσόν με πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα» (Μάτθ. ἰδ’ 28).

Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Πέτρου ἐκφράζουν τόσο χαρὰ ὅσο καὶ ἀμφιβολία. Κύριε, ἀναφωνεῖ ἡ χαρούμενη καρδιά του· εἰ σὺ εἰ, λέει τώρα ἡ ἀμφιβολία.

Ἀργότερα ποὺ ὁ Πέτρος εἶχε στερεωθεῖ πιὰ στὴν πίστη του, δὲ θὰ μιλοῦσε ἔτσι. Ὅταν ὁ ἀναστημένος Κύριος ἐμφανίστηκε στὴν ἀκτὴ τῆς ἴδιας λίμνης τῆς Γεννησαρὲτ κι ὁ Πέτρος ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Ἰωάννη νὰ λέει πὼς ὁ Κύριός ἐστι, ὁ Πέτρος τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο… καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν (Ιωαν. κα’ 7).

Τότε δὲν ἀμφέβαλε καθόλου πὼς ἦταν ὁ Κύριος, οὔτε καὶ φοβήθηκε νὰ πέσει στὴ θάλασσα. Τώρα ὅμως ἦταν ἀκόμα πνευματικὰ δόκιμος, λιπόψυχος, γι’ αὐτὸ καὶ εἶπε: Κύριε, εἰ σὺ εἰ, κέλευσόν με πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα.

«Ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν» (Μάτθ. ἰδ’ 29).

Ὅση ὥρα ἡ πίστη του ἦταν μέσα του, σταθερή, ὁ Πέτρος περπατοῦσε πάνω στὸ νερό. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ γλίστρησε μέσα του ἡ ἀμφιβολία, ὁ Πέτρος ἄρχισε νὰ βυθίζεται, γιατί ἡ ἀμφιβολία προκαλεῖ τὸ φόβο.

Τὸ ὅτι ὁ Πέτρος κατέβηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ περπάτησε πάνω στὰ κύματα πρὸς τὸν Κύριο Ἰησοῦ, ἔχει ἕνα βαθύτερο νόημα.

Σημαίνει τὴν προφύλαξη τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὶς σωματικὲς φροντίδες καὶ τὴ φιλαυτία στὸ ξεκίνημά της γιὰ τὸ δύσκολο δρόμο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸ Σωτῆρα.

Τέτοιες στιγμὲς προκύπτουν στοὺς συνηθισμένους πιστούς, ἐκείνους ποὺ εἶναι λιπόψυχοι καὶ ποὺ ἡ χαρά τους γιὰ τὸ Χριστὸ ἀνακατεύεται μὲ τὴν ἀμφιβολία.

Συχνὰ θέλουν νὰ νικήσουν τὴ σάρκα καὶ ν’ ἀκολουθήσουν τὸ Χριστό, τὸ βασιλιᾶ τοῦ πνευματικοῦ κόσμου.

Σύντομα ὅμως νιώθουν νὰ πέφτουν, νὰ ξαναγυρίζουν στὶς σαρκικὲς μέριμνές τους, νὰ ξαναγίνονται σὰν τὸ πλοῖο ποὺ κλυδωνίζεται ἀπὸ τὰ κύματα.

Μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ὑψηλὸ πνευματικὸ ἀνάστημα, οἱ μέγιστοι ἥρωες τῶν ἀνθρώπων, κατόρθωσαν μὲ μεγάλη ἄσκηση νὰ σταθεροποιηθοῦν στὴν πίστη καὶ νὰ πέσουν ἀπὸ τὸ σωματικὸ πλοῖο στὴν πνευματικὴ θάλασσα, γιὰ νὰ συναντήσουν τὸ βασιλιᾶ Χριστό.

Ἐκεῖνοι μόνο ἔχουν ζήσει τόσο τὸ φόβο τῆς ἐγκατάλειψης τοῦ πλοίου ὅσο καὶ τοῦ τρόμου μπροστὰ στὴν καταιγίδα καὶ τοὺς σφοδροὺς ἀνέμους.

Οἱ ἴδιοι ὅμως ἔνιωσαν καὶ τὴν ἀνέκφραστη χαρὰ τῆς συνάντησής τους μὲ τὸ Χριστό.

Τὸ χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ πλοῖο τοῦ σώματος εἶχε ζήσει κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, καθὼς καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἅγιοι μετὰ ἀπ’ αὐτόν.

Πόσο μεγάλη ἦταν ἡ χαρὰ κι ἡ ἀγαλλίαση στὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ ἐπικίνδυνου ταξιδιοῦ, φαίνεται ἀπὸ τὴ χαρούμενη κραυγή: «ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι» (Β’ Κόρ. ιβ’ 5).

Ἂς δοῦμε τώρα τί ἔγινε μὲ τὸν Πέτρο, ποὺ ἦταν ἀκόμα λιπόψυχος: «Βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσον με» (Ματθ. ιδ’ 30).

Γιατί φοβήθηκε τὸν ἄνεμο καὶ ὄχι τὴ θάλασσα; Ὁ Πέτρος ἔκανε τὰ πρῶτα του βήματα σὰν μικρὸ παιδί: Κάνει λίγα βήματα, κάποιος ὅμως γελάει καὶ τὸ μωρὸ πέφτει στὸ ἔδαφος.

Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὸν πνευματικό μας ἐνθουσιασμό: Τὸ παραμικρὸ νὰ γίνει, μᾶς ἀναστατώνει καὶ μᾶς γυρίζει πίσω.

«Εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ὀλιγόπιστε· εἰς τί ἐδίστασας;» (Ματθ. ιδ’ 22).

Δὲν πνιγόμαστε πολλὲς φορὲς στοὺς κινδύνους τῆς θάλασσας τοῦ βίου, ὡς ὅτου μᾶς ἁρπάξει κάποιο ἀόρατο χέρι καὶ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὸν κίνδυνο;

Ποιός ἀπὸ μᾶς δὲν ἔχει νὰ παρουσιάσει ἀρκετὰ τέτοια παραδείγματα; Ὅλοι μας τὸ γνωρίζουμε ἐμπειρικὰ αὐτό.

Μιλᾶμε κάθε τόσο γι’ αὐτὰ τὰ πράγματα κι ὁμολογοῦμε τὴν παρουσία τοῦ ἀόρατου χεριοῦ ποὺ μᾶς γλιτώνει ἀπὸ τὸν κίνδυνο.

Δυστυχῶς ὅμως ὑπάρχουν καὶ λίγοι ἀνάμεσά μας, ἀκόμα καὶ ἡ ἴδια ἡ συνείδησή μας, ποὺ ἀκοῦνε τὴν ἐπιτιμητικὴ φωνὴ ἀπὸ τ’ ἀόρατα χείλη: ὀλιγόπιστε· εἰς τί ἐδίστασας;

Γιατί ἀμφιβάλλετε, φίλοι μου, πὼς τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ εἶναι κοντά; Γιατί δὲν δοξολογεῖτε τὸ Θεὸ ἀκόμα καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀντιμετωπίζετε τὸ μεγαλύτερο κίνδυνο;

Ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἦταν ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴν ἀμφιβολία ὅταν ὁδηγοῦσε τὸ μονογενῆ του υἱὸ στὴ θυσία (βλ. Γέν. κβ’ 1-18) καὶ μετὰ τὸν ἔσωσε ὁ Θεός;

Ὁ Ἰωνᾶς δὲ δοξολογοῦσε τὸ Θεὸ ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους καὶ σώθηκε (βλ. Ιων. β’ 7);

Γιατί οἱ Τρεῖς Παῖδες δὲν ὀλιγοπίστησαν μέσα στὴν «κάμινο τοῦ πυρὸς» καὶ τελικὰ τοὺς ἔσωσε ἡ πίστη τοὺς (βλ. Δαν. γ’ 19-26);

Τὸ ἴδιο δὲν ἔκανε κι ὁ προφήτης Δανιὴλ μέσα στὸ λάκκο τῶν λεόντων (στ 16-23), ἀλλὰ κι ὁ μακάριος Ἰὼβ ποὺ ἦταν πληγωμένος καὶ γεμᾶτος σπυριὰ (Ιὼβ β’ 7-10);

Ἀλλὰ καὶ χιλιάδες ἄλλοι ποὺ δέχτηκαν τὶς μεγαλύτερες δοκιμασίες γιὰ τὴν πίστη τους στὸ Χριστό, πῶς γλίτωσαν ἀπὸ τὴν ἀμφιβολία;

Ἐμεῖς γιατί ἀμφιβάλλουμε; Ὁ Θεός μᾶς σώζει ἀμέτρητες φορὲς μὲ τὸ ἀόρατο χέρι Του, ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περιμένουμε καθόλου, καὶ μ’ ὅλο ποὺ ἀμφιβάλλουμε πολλὲς φορὲς γιὰ τὴ βοήθειά Του.

Πρέπει λοιπὸν νὰ ἔχουμε στὸ νοῦ μας ὅλες τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μετανοοῦμε γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία καὶ τὴ λιποψυχία μας.

Πρέπει νὰ γίνουμε ὥριμοι στὴν πίστη μας. Ἔτσι, ὅσο μεγάλο κίνδυνο κι ἂν ἀντιμετωπίσουμε στὸ μέλλον, πρέπει νὰ δοξολογοῦμε τὸ Θεὸ καὶ νὰ ἐπικαλούμαστε τὸ ὄνομά Του.

Καὶ τότε ὁ Θεὸς θὰ μᾶς βοηθήσει, θὰ μᾶς σώσει. Ἂς δοξολογοῦμε τὸ Θεὸ ὅταν βρισκόμαστε στὸν κίνδυνο, ὄχι ὅταν αὐτὸς περάσει.

Ἀλλὰ κι ὅταν φανοῦμε λιπόψυχοι κι ὀλιγόπιστοι, ἂς μὴ μᾶς καταλάβει ἡ ἀπόγνωση. Ὁ Πέτρος λιποψύχισε, ὁ Κύριος ὅμως ἐνίσχυσε τὴν πίστη του.

Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἁγιότερους ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους, ἀρχικὰ εἶχαν λιποψυχίσει, ἀργότερα ὅμως ἔγιναν σταθεροὶ στὴν πίστη τους στὸ Χριστό.

Προσέξτε τί λέει ὁ προφητάνακτας Δαβίδ: «Ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοὶ ἄνθρωπος. ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, εὐχαί, ἂς ἀποδώσω αἰνέσεώς σου, ὅτι ἐρρύσω τὴν ψυχή μου ἐκ θανάτου καὶ τοὺς πόδας μου ἐξ ὀλισθήματος» (Ψαλμ. νε’ 12-14).

Ἔτσι μιλάει ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει ἀληθινά, ποὺ ἔχει γνωρίσει ἐμπειρικὰ ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει μετρήσει κάθε τρίχα τοῦ κεφαλιοῦ μας, πὼς οὔτε ἕνα σπουργίτι (πολὺ περισσότερο ἄνθρωπος) δὲν μπορεῖ νὰ πέσει στὴ γῆ χωρὶς τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ.

«Καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος» (Ματθ. ιδ’ 32). Μὀλις ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς στὸ πλοῖο, ὁ ἄνεμος σταμάτησε.

Δὲ σταμάτησε ἀπὸ μόνος του νὰ φυσᾶ, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.

Ἂν καὶ δὲν ἀναφέρεται ἐδῶ, ὅπως στὴ προηγούμενη περίπτωση, ὅταν ὁ Χριστὸς εἶχε ἐπιτιμήσει τὸν ἄνεμο καὶ τὴ θάλασσα, φαίνεται καθαρὰ πὼς τὸ ἔκανε καὶ τώρα.

Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος σκέφτεται σίγουρα πὼς ὁ ἄνεμος ἔπαυσε, ὑπακούοντας σὲ ἐσωτερικὴ καὶ ἀνέκφραστη ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ. Χάρη στὴ δική Του δύναμη κι ἐπιθυμία κόπασε ὁ ἄνεμος.

Ὑπάρχει κι ἕνα βαθύτερο καὶ καθαρὸ νόημα στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χριστὸς μπῆκε στὸ πλοῖο καὶ ἠρέμησε τὸν ἄνεμο καὶ τὴ θάλασσα.

Ὅταν ὁ Κύριος μπαίνει στὸ πλοῖο τοῦ σώματός μας, εἴτε μὲ τὴ θεία κοινωνία εἴτε μὲ τὴν προσευχὴ εἴτε μὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον εὐλογημένο τρόπο, οἱ ἄνεμοι τῶν παθῶν ἠρεμοῦν μέσα μας καὶ τὸ πλοῖο ταξιδεύει μὲ ἀσφάλεια στὴν ἀκτή.

«Οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ» (Μάτθ. ἰδ’ 33).

Ὅταν ὁ Κύριος ἠρέμησε τὴν καταιγίδα τῆς θάλασσας καὶ σταμάτησε τοὺς ἀνέμους στὴν πρώτη περίπτωση, οἱ μαθητὲς ρώτησαν, ὅπως κάνουν ὅλοι οἱ ἄλλοι συνηθισμένοι καὶ λιπόψυχοι ἄνθρωποι: «Ποταπὸς ἐστιν οὗτος, ὅτι καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ;» (Μάτθ. ἡ’ 27).

Ἀπὸ τότε ὅμως εἶχαν δεῖ τόσα σημεῖα καὶ θαύματα ἀπὸ τὸ Διδάσκαλό τους, εἶχαν ἀκούσει τόσες διδαχές.

Ἡ πίστη τους εἶχε πιὰ ἐνισχυθεῖ, εἶχε ἑδραιωθεῖ. Ἔτσι τώρα, ποὺ ἔβλεπαν τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα, δὲ ρώτησαν πιά, ποταπὸς ἐστιν οὗτος.

Ἐκεῖνο ποὺ ἔκαναν τώρα, ἦταν νὰ γονατίσουν μπροστά Του καὶ νὰ ὁμολογήσουν: ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ!

Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ὁμολόγησαν ὅλοι μαζὶ οἱ μαθητὲς πὼς ὁ Ἰησοῦς ἦταν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἀνάμεσά τους ἦταν βέβαια κι ὁ Ἰούδας, ποὺ τὸν ὁμολόγησε κι αὐτός.

Ἀργότερα ὅμως ἡ φιλαργυρία τὸν ἔκανε ν’ ἀρνηθεῖ κυριολεκτικὰ τὸν Κύριο καὶ Διδάσκαλό Του. Εἶναι ἀλήθεια πὼς τὸν ἀρνήθηκε κι ὁ Πέτρος καὶ μάλιστα τρεῖς φορές.

Ἡ ἄρνηση τοῦ Πέτρου ὅμως δὲν ἦταν προμελετημένη. Ἔγινε ξαφνικὰ ἀπὸ φόβο κι ἀμέσως μετὰ μετανόησε πικρὰ κι ἔκλαψε γιὰ τὴν ἄρνησή του.

Τὸ βαθύτερο νόημα ποὺ ἔχουν τὰ λόγια οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ καὶ τὸν ὁμολόγησαν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, εἶναι πολὺ διδακτικὸ σὲ κάθε χριστιανό.

Ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἐνανθρώπησε κι ἦρθε νὰ ζήσει μαζί μας, πρέπει κι ἐμεῖς μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξή μας νὰ τὸν προσκυνήσουμε καὶ νὰ ὁμολογήσουμε τὸ ὄνομά Του.

Μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξή μας ἐννοοῦμε μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴ σκέψη μας, μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὰ αἰσθήματά μας, μὲ τὴν ψυχὴ καὶ ὅλες τὶς ἐπιθυμίες μας.

Ἔτσι τὸ σῶμα μας ὁλόκληρο θὰ γεμίσει φῶς, σκότος δὲ θὰ ὑπάρχει μέσα του.

Ἀλίμονό μας ἂν δεχόμαστε τὸ Χριστὸ μέσα μας κι ἔπειτα τὸν ἐξορίζουμε μὲ τὴν ἁμαρτία μας ἢ τὸν ἀρνιόμαστε, ὅπως ὁ Ἰούδας.

Ἡ δεύτερη κατάσταση θὰ εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὴν πρώτη. Ὅταν ὁ Χριστὸς ἀπέλυσε τὸν Ἰούδα, «εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς» (Ιωάν. ιγ’ 27).

Ἂς μὴν ξεχνᾶμε οὔτε στιγμὴ πὼς δὲν μποροῦμε νὰ παίζουμε μὲ τὸ Θεό, γιατί αὐτὸ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο. Ὁ Θεὸς εἶναι «πῦρ καταναλίσκον» (Ἐβρ. ιβ’ 29).

«Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρὲτ» (Μάτθ. ιδ’ 34). Ἔφτασαν κοντὰ στὴν Καπερναούμ, ποὺ ἦταν ὁ προορισμὸς τους (βλ. Ἰωάν. στ’ 17).

Ὅποιος ἔχει πάει στὴ Γαλιλαία, μπορεῖ νὰ καταλάβει πόσο μακριὰ ὁδήγησε ἡ καταιγίδα τοὺς ἀποστόλους.

Ἡ Βηθσαϊδᾶ κι ἡ Καπερναοὺμ βρίσκονται στὶς βόρειες ἀκτὲς τῆς λίμνης. Ὅταν οἱ μαθητὲς μπῆκαν στὸ πλοῖο κάτω ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδᾶ, ἐκεῖνο ποὺ ἔπρεπε νὰ κάνουν, ἦταν νὰ πλεύσουν κατὰ μῆκος τῆς ἀκτῆς.

Ὁ εὐαγγελιστὴς ὅμως γράφει πὼς ἡ καταιγίδα τούς παρέσυρε μέσον τῆς θαλάσσης.

Ἐκεῖ, στὴ μέση τῆς λίμνης θεάθηκε ὁ Ἰησοῦς νὰ περπατάει πάνω στὰ κύματα. Ὅταν κόπασε ἡ καταιγίδα, τὸ πλοῖο ἔπρεπε νὰ ταξιδέψει πάλι πίσω, στὴν ἀκτὴ τῆς Καπερναούμ.

Σύμφωνα μὲ τὸ Ματθαῖο καὶ τὸ Λουκᾶ, φαίνεται πὼς αὐτὴ τὴ φορὰ τὸ πλοῖο ἀκολούθησε τὸ συνηθισμένο δρόμο, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἀνέμου καὶ τὰ κουπιά.

Ἀπὸ τὴ διήγηση τοῦ Ἰωάννη ὅμως μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε πὼς ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔφερε τὸ πλοῖο στὴν ἀκτή, μὲ τὴν ἀκατανίκητη δύναμή Του.

Γράφει ὁ Ἰωάννης: «καὶ εὐθέως τὸ πλοῖον ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς εἰς ἥν ὑπῆγον» (Ἰωάν. στ’ 17).

Δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀντίφαση στὶς διηγήσεις τῶν εὐαγγελιστῶν ἐδῶ. Ἐκεῖνος ποὺ μποροῦσε νὰ περπατάει πάνω στὰ νερὰ καὶ νὰ γαληνέψει τοὺς ἀνέμους καὶ τὴν καταιγίδα μὲ τὰ λόγια καὶ τὶς σκέψεις Του, μποροῦσε ἂν τὸ ἤθελε, μὲ τὴ σκέψη Του μόνο νὰ μεταφέρει σὲ μία στιγμὴ τὸ πλοῖο στὸ λιμάνι.

Τὸ βαθύτερο νόημα ποὺ ἔχουν ἐδῶ τὰ λόγια τοῦ Ἰωάννη, εἶναι πὼς ὅταν ὁ Κύριος ἔρχεται νὰ κατοικήσει μέσα μας, ἐμεῖς νιώθουμε σὰ νὰ βρισκόμαστε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὅπως σὲ ἀσφαλὲς λιμάνι, ἐκεῖ ποὺ τὸ πλοῖο τῆς ζωῆς μας δὲν κλυδωνίζεται οὔτε ἀπὸ καταιγίδες οὔτε ἀπὸ ἀνέμους.

Ἂν ἔπειτα πρέπει νὰ ἐξακολουθήσουμε νὰ περπατᾶμε στὴ γῆ δὲν τὸ νιώθουμε αὐτό, γιατί τώρα ἡ ψυχὴ κι ἡ καρδιὰ μας ζοῦν σ’ ἕναν ἄλλο καλλίτερο κόσμο, ἐκεῖ ποὺ βασιλεύει ὁ Βασιλιᾶς Χριστός. Στὴ δική Του νίκη βλέπουμε μὲ εὐφροσύνη τὴ δική μας νίκη.

Νικητὴς ἐνάντια σὲ κάθε κακὸ εἶναι ὁ Χριστός. Δὲν ἐπιτρέπει ὁ ἴδιος νὰ τὸν νικήσει κάποιο κακό.

Ἐμεῖς λοιπὸν πρέπει νὰ καταφεύγουμε κάτω ἀπὸ τὶς σωστικὲς φτεροῦγες Του, ἐκεῖ ποὺ δὲ θὰ συναντήσουμε οὔτε καταιγίδες οὔτε ἀνέμους οὔτε φαντάσματα, «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος».

Ἐκεῖ θὰ βροῦμε ὅλα τ’ ἀγαθὰ πλούσια, αἰώνια, ποὺ δὲν τὰ καταστρέφει οὔτε ὁ σκόρος οὔτε ἡ σκουριά.

Ἐκεῖ θὰ δοξολογοῦμε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους τὰ νικηφόρα ἔργα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὴ μεγαλοσύνη τους δὲν μπορούμε νὰ κατανοήσουμε στὴν περιορισμένη προοπτικὴ τῆς πρόσκαιρης ζωῆς μας.

Ἐκεῖ θὰ μᾶς ἀποκαλυφτοῦν ὅλα καὶ τότε θὰ εὐφρανθοῦμε. Κι ἡ χαρά μας αὐτὴ δὲ θὰ ἔχει τέλος.

Γι’ αὐτὸ πρέπει δόξα καὶ ὕμνος στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα Του καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: https://agiazoni.gr/

«Αναμνήσεις από τον όσιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη» (Νικόλαος Μπαλδιμτσής, ιατρός)

Τον όσιο Γέροντα Εφραίμ τον γνώρισα το έτος 1974. Ήμουν τότε τεταρτοετής φοιτητής Ιατρικής. Από τότε πήγαινα τακτικά προσφέροντας στον Γέροντα τις ιατρικές μου υπηρεσίες σχεδόν μέχρι την κοίμησή του.

Ο Γέροντας, όταν τον πρωτογνώρισα, ζούσε μόνος του. Είχαν «κοιμηθεί» και ο Γέροντάς του και οι υπόλοιποι πατέρες μεταξύ των οποίων και ο πατέρας του ο οποίος είχε γίνει μοναχός. Τα γένια του και τα μαλλιά του ήταν ήδη λευκά. Το πρόσωπό του όμως νεανικό και το βλέμμα του διεισδυτικό και ταυτόχρονα πατρικό. Με κράτησε στο κελί του για λίγες μέρες. Η φιλοξενία του ήταν πλούσια αν λάβουμε υπόψιν ότι ακόμα και το γάλα εβαπορέ που πρόσφερε το είχε αγοράσει από τη Δάφνη και το είχε κουβαλήσει με τον τορβά στην πλάτη από την παραλία (από εκείνο το κακοτράχαλο και ανηφορικό μονοπάτι που οδηγούσε στο κελί του). Ακόμη θυμάμαι την αλάδωτη φακή μέσα στην οποία είχε βάλει μερικές κουταλιές ωμό ταχίνι για να την «δυναμώσει» και πως μου έδινε κουράγιο να αδειάσω ένα τεράστιο πιάτο, λέγοντάς μου: Φα’ το παιδί μου. Στην έρημο δεν πετάμε τίποτε. Ο άνθρωπος όταν είναι κουρασμένος και πεινασμένος, πρέπει πρώτα να αναπαυθεί και να φάει. Γιατί το μυαλό του πεινασμένου, είναι στο στομάχι του. Και δεν μπορεί ν’ ακούσει ούτε πνευματικά, ούτε συμβουλές και νουθεσίες.

Ο Γέροντας ήταν πρακτικός άνθρωπος. Μου λέει μια μέρα: Έλα να σου δείξω, πώς γίνονται οι μετάνοιες. Πήρε λοιπόν ένα τσουβάλι, το άπλωσε κάτω και άρχισε να κάνει «στρωτές» μετάνοιες τόσο γρήγορα σαν πραγματικός αθλητής!

Μου λέει: Βλέπεις τα χέρια μου; Ακουμπάω κάτω τις παλάμες μου. Γιατί αν ακουμπήσω το έξω μέρος των χεριών μου θα γεμίσω κάλους και θα λένε: «Να ο παπάς κάνει πολλές μετάνοιες». Οι παλάμες δεν πιάνουν με τις μετάνοιες κάλους.

Φρόντιζε και σ’ αυτό να μην φανερώνει την πνευματική του εργασία. Όλα «ἐν τῷ κρυπτῷ».

Η προσευχή

Κατουνάκια, Άγιο Όρος

Οι συμβουλές του για την προσευχή ήταν πολύ πρακτικές. Έλεγε: Θα ορίσεις μια συγκεκριμένη ώρα που θα έχεις ησυχία, και θα κάνεις προσευχή λέγοντας το: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» αργά και παρακαλεστικά, «κλαψιάρικα» χωρίς να κρατάς κομποσκοίνι. Πριν ξεκινήσεις όμως θα κάνεις μια προεργασία. Θα διαβάσεις λίγο από το Ευαγγέλιο, από το Γεροντικό και τα άλλα πατερικά βιβλία. Θα σκεφτείς λίγο τη ζωή σου, τις ευεργεσίες του Θεού και έτσι η ψυχή θα μεταφερθεί στον πνευματικό χώρο. Πολύ βοηθάει εδώ η αυτοσχέδια προσευχή. Και έτσι, χωρίς να μετράς κόμπους με το κομποσκοίνι, θα προσεύχεσαι ορισμένη ώρα με το ρολόι. Αυτή η προσευχή με το πρόγραμμα που είπαμε, θα ζωογονήσει και θα δυναμώσει την ψυχή με τρόπο μυστικό, όπως ένα φυτό που κάθε μέρα το ποτίζουμε με λίγο νερό και αυτό μεγαλώνει χωρίς να γνωρίζουμε πώς.

Το πρωί έκανε εργόχειρο. Καθόταν στο σκαμνάκι του και σκάλιζε σφραγίδια για πρόσφορα. Τα ξύλα τα ζέσταινε σε μια μεγάλη χύτρα με νερό, στη φωτιά, για να μαλακώσουν και να τα σκαλίζει ευκολότερα. Μπροστά στο στήθος του είχε μια πετσέτα στην οποία έσταζαν τα δάκρυα που κυλούσαν ήρεμα από τα μάτια του σαν σιγανή βροχή. Καταλάβαινα ότι η ψυχή του «έβραζε» (κατά την προσφιλή του έκφραση) από την προσευχή. Δεν μιλούσε αν δεν τον ρωτούσα κάτι.

Τα λόγια του, ήταν σίγουρα, ήταν πειστικά

Οι απαντήσεις του ήταν από τους ασκητικούς πατέρες, το Ψαλτήρι και τα λειτουργικά βιβλία, όπως η Παρακλητική, τα Μηναία και τα Συναξάρια των αγίων. Όλος αυτός ο πλούτος είχε γίνει ένα με την ψυχή του. Γι’ αυτό τα λόγια του, ήταν σίγουρα, ήταν βέβαια, ήταν πειστικά. Δεν χρειάζονταν ούτε διευκρινίσεις, ούτε δευτερολογίες. Έτσι, μια φορά από την αντανάκλαση της Χάριτος που είχε ο Γέροντας, αισθάνθηκε η ψυχή μου πόσο μεγάλη είναι η αχαριστία μου στις ευεργεσίες του Θεού. Ο Γέροντας αμέσως μου έδωσε την απάντηση υπομειδιώντας και λέγοντας: «ἰσαρίθμους γάρ τῆ ψάμμω ὠδάς, ἄν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε, οὐδέν τελοῦμεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν…».

Τῶν ἁγίων Μαρτύρων τὰ κατορθώματα

Άλλοτε πάλι, γεμάτος ενθουσιασμό έψαλλε από καρδίας θαυμάζοντας τους Αγίους Μάρτυρες: «Τῶν ἁγίων Μαρτύρων τὰ κατορθώματα, οὐρανῶν αἱ δυνάμεις ὑπερεθαύμασαν, ὅτι ἐν σώματι θνητῷ, τὸν ἀόρατον ἐχθρὸν τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ, ἀγωνισάμενοι καλῶς, ἐνίκησαν ἀοράτως…» και έλεγε: με τα Άγια Λείψανα των Μεγάλων Οσίων και Ιεραρχών δεν μπορούμε να εγκαινιάσουμε Αγία Τράπεζα. Ενώ με τα Άγια Λείψανα και του πιο άσημου Μάρτυρα εγκαινιάζουμε Αγία Τράπεζα. Πόση μεγάλη δόξα έχουν οι Άγιοι Μάρτυρες!

Άλλη φορά, μόλις τελείωσα την εξέταση και νοσηλεία του, κάθισα δίπλα στο κρεβατάκι του. Ο Γέροντας με κρατούσε από το χέρι, χωρίς να μιλάει. Εγώ, εκείνη τη στιγμή, είδα όλη τη ζωή μου, όλα τα πάθη μου και τις αμαρτίες μου και η ψυχή μου έκλαιγε νοερά για το πόσο λύπησα το Χριστό. Αφού πέρασε πολύ ώρα σε αυτή την κατάσταση, γυρίζει ο Γέροντας και μου λέει: Καλό ήταν κι αυτό!

Κατάλαβα ότι περίμενε κάτι υψηλότερο, όπως η ευγνωμοσύνη και η αγάπη σαν τον πατέρα που θέλει το παιδί του να το δει άρχοντα. Αλλά πού τέτοια κατάσταση!

Ενώ όλη του η εμφάνιση και η προσωπικότητα δημιουργούσε δέος, η ψυχή του ακτινοβολούσε γλυκύτητα, τρυφερότητα και ευαισθησία, χαρίσματα που του έδωσε η Παναγία.

Ο Γέροντας τότε δεν διάβαζε Ακολουθία στην εκκλησία, επειδή ήταν μόνος του. Όλες τις Ακολουθίες τις έκανε με το κομποσκοίνι. Έλεγε: Έλα τώρα να κάνουμε τον Εσπερινό. Μετρούσε τα κομποσκοίνια και έλεγε το «Δι᾿ εὐχῶν» με το τέλος της Ακολουθίας. Με τον ίδιο τρόπο, γίνονταν και οι υπόλοιπες Ακολουθίες.

Η βραδινή Ακολουθία άρχιζε στις δώδεκα τα μεσάνυκτα και τελείωνε στις τέσσερις το πρωί. Ένα βράδυ ο Γέροντας, ξέχασε να μου πει ότι τελείωσε η Ακολουθία και εγώ, νομίζοντας ότι μάλλον θα έχουμε αγρυπνία, συνέχισα την προσευχή μέχρι το πρωί. Το πρωί ο Γέροντας μου είπε: Συγγνώμη, παιδί μου, που δεν σε ειδοποίησα απόψε και ξενύχτησες.

Η ευαισθησία της ψυχής του Γέροντα

Για να φανεί η ευαισθησία της ψυχής του Γέροντα, ένα βράδυ όπως με είχε βάλει να κοιμηθώ επάνω σε έναν πάγκο, επειδή ήταν χειμώνας και έκανε κρύο, με είχε σκεπάσει με πολλά σκεπάσματα. Ενώ κοιμόμουν, σηκώθηκε και ήρθε από το κελί του και με το χέρι του ψηλαφούσε μέσα στο σκοτάδι τα σκεπάσματα.

Ξύπνησα και του λέω: Γέροντα θέλετε κάτι; Και μου λέει: Παιδί μου δεν ήμουν σίγουρος αν σε σκέπασα με την μαλακή κουβέρτα ή με την σκληρή από τραγόμαλλο, η οποία «τσιμπάει». Και ήρθα να το δω γιατί δεν μπορούσα να κοιμηθώ σκεπτόμενος ότι μήπως από απροσεξία μου, δεν μπορείς να κοιμηθείς.

Ένα βράδυ ο Γέροντας με έβαλε να κοιμηθώ στο κελί του, στο κρεβάτι του. Εκείνος πήγε σε άλλο κελί. Θα μου μείνει αξέχαστη η προσευχή που μου έδωσε ο Θεός, με τις ευχές του, μέσα στο μαρτυρικό κελάκι του. Η προσευχή ήταν αρέμβαστος, καθαρή. Η ψυχή μου έγινε διορατική. Έβλεπα τους λογισμούς να προσπαθούν να με προσβάλλουν αλλά πριν πάρουν σχήμα, εξαφανίζονταν. Αυτή η προσευχή ήταν αποτέλεσμα όχι μόνο των ευχών του Γέροντα αλλά και του μαρτυρικού κελιού του στο οποίο είχε δεχθεί τόσες επισκέψεις της Θείας Χάριτος.

Ο τόπος έχει να κάνει με την προσευχή

Όταν άλλη φορά τον παρακάλεσα να ξαναμείνω στο κελί του, μου είπε: Εσύ, παιδί μου, σε έναν τόπο βρήκες μια δραχμή και νομίζεις ότι αν ξαναπάς εκεί, θα βρεις κι άλλη. Μου εξήγησε δε ότι: και ο τόπος έχει να κάνει με την προσευχή. Εκεί που έγιναν αμαρτίες έχει εξουσία ο πειρασμός και δεν αναπαύεται η ψυχή. Σε άλλους τόπους που έγιναν προσευχές και «επισκέψεις» της Χάριτος ο άνθρωπος εύκολα κατανύσσεται και προσεύχεται. Ακόμη, ευκολότερα προσεύχεται ο άνθρωπος σε ένα μικρό κελί και δυσκολότερα σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Γιατί η ψυχή μας περιορίζεται ή διαχέεται ανάλογα με τον χώρο.

Τα στάδια της προσευχής

Μερικές φορές μιλούσε για τα στάδια της προσευχής: Στην αρχή ο άνθρωπος λέει ολόκληρη την ευχή, αργά και παρακαλεστικά: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Όταν προχωρήσει η Χάρη, ανεβαίνει ένα σκαλοπάτι και μπορεί να πει μόνον: «Κύριε, Ιησού, Χριστέ». Μετά ανεβαίνει άλλο σκαλοπάτι, και λέει: «Κύριε, Ιησού». Μετά λέει μόνον: «Ιησού μου» και μπορεί να φθάσει ο άνθρωπος στο σημείο που σταματάει η προσευχή με λόγια και τότε είναι μέσα στην Χάρη του Θεού.

«Αρπάζεται» ο νους και βλέπει και ζει ουράνια πράγματα. Αυτές οι επισκέψεις της Χάριτος, σ’ αυτήν την ένταση, μπορούν να συμβούν χωρίς να το περιμένει ο άνθρωπος, όποτε θελήσει ο Θεός.

Με επισκέφθηκε η Χάρη του Θεού

Μια φορά, έλεγε, ήμουνα στον κήπο του κελιού και έσκαβα. Για μια στιγμή, σταμάτησα να ξεκουραστώ. Τότε με επισκέφθηκε η Χάρη του Θεού τόσο δυνατά που, για τον φόβο της πλάνης προσπαθούσα μέχρι κάποιο σημείο, να ελέγξω τον εαυτό μου. Επειδή η Χάρη αυξανόταν συνεχώς, παραιτήθηκα από την προσπάθεια λέγοντας: «Αν πλανήθηκα, πλανήθηκα. Άσ’ το και όπου πάει», είπα στον εαυτό μου.

Τότε ο νους μου ένιωσα ότι βγήκε από το σώμα μου και ανέβαινε, ανέβαινε σε τέτοιο νοητό ύψος, μέχρι που έφτασε σε έναν χώρο, όπου υπήρχε «ειρήηηνη» και γλυκύτατο φως και η ψυχή μου έγινε και αυτή φως! Πόσο κράτησε αυτή η κατάσταση, δεν γνωρίζω. Όταν «συνεστάλη» η Χάρη, σιγά σιγά, ένιωσα να κατεβαίνω και είδα το σώμα μου στον κήπο όρθιο ακουμπισμένο στην περίφραξη.

Είδα όλη την κτίση!

Νέα Σκήτη, Άγιο Όρος

Άλλη φορά έλεγε: Την ώρα που κάναμε τον Εσπερινό στο εκκλησάκι μας, μόλις άρχισε ένας από τους πατέρες να διαβάζει τον Προοιμιακό Ψαλμό, «Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον…», «έφυγε» η ψυχή μου από το σώμα μου και είδα όλη την κτίση! Τα φυτά, τα ζώα, τα βουνά, οι πέτρες, τα βράχια, η θάλασσα, κάθε ζωντανό πλάσμα μέσα της, μέχρι τα βάθη της, όλα υμνούσαν το Θεό. Όταν τελείωσε αυτή η «όραση» είδα ότι βρισκόμουν στο στασίδι μου και μόλις είχε τελειώσει ο Προοιμιακός. Τόση ήταν η διάρκεια αυτής της «θεωρίας».

Κάποτε, την ώρα του Εσπερινού, στο: «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου…» κοιτώντας προς το τέμπλο είδα να ανεβαίνει καπνός θυμιάματος μπροστά στην εικόνα του Τιμίου Προδρόμου. Νόμισα ότι υπήρχε από κάτω κάποιο θυμιατήρι. Κοίταξα, αλλά δεν υπήρχε. Ο καπνός του θυμιάματος σιγά σιγά χάθηκε. Μετά τον Εσπερινό είπα στον Γέροντα: Είδα αυτό και αυτό. Και ο Γέροντας μου απάντησε: Ήταν, παιδί μου, η προσευχή που ανεβαίνει ως θυμίαμα.

Τότε τον ρώτησα: Πώς εγώ Γέροντα, αμαρτωλός άνθρωπος, βλέπω τέτοια πράγματα; Και μου λέει: Ναι, παιδί μου, είσαι αμαρτωλός αλλά είσαι εν μετανοία.

Οι Αρχάγγελοι

Διηγείτο ο Γέροντας: Μια φορά, με κάλεσαν να λειτουργήσω σε ένα κελί, που ήταν αφιερωμένο στη Σύναξη των Αρχαγγέλων. Την ώρα της Θείας Λειτουργίας είδα ζωντανούς τους Αγίους Αρχαγγέλους, οι οποίοι έψαλλαν εν χορώ λέγοντας: Πότε θα «αναλύσεις» από αυτή τη ζωή, π. Εφραίμ, για να έρθεις μαζί μας να υμνούμε τον Κύριο;

Στρίψε το καΐκι για τα Καρούλια!

Καρούλια, Άγιο Όρος

Κάποια φορά τον ρώτησα: Πείτε μου, Γέροντα, κάποιο θαυμαστό γεγονός που ζήσατε. Μου λέει: Μια φορά, με κάλεσαν στη Νέα Σκήτη, να λειτουργήσω. Πήγα με τα πόδια από τα Κατουνάκια μέχρι τη Νέα Σκήτη. Όταν τελείωσε η Θεία Λειτουργία, στο μουράγιο της Νέας Σκήτης, είχε έρθει το καΐκι, το οποίο έκανε το δρομολόγιο: Νέα Σκήτη, Αγιάννα, Καρούλια, Καυσοκαλύβια και έφθανε μέχρι τη Μεγίστη Λαύρα. Φυσούσε νοτιάς και είχε αρκετό κύμα. Λέω στον καπετάνιο: «Καπετάνιε, θα πιάσεις Καρούλια;». Αυτός βλέποντας τον καιρό, μου λέει: «Παπά, μπορεί ναι, μπορεί όχι». Εγώ χωρίς να το πολυσκεφθώ, πήδηξα μέσα στο καΐκι, για να αποφύγω την ανηφορική πορεία, μέχρι το κελί μας, που δεν ήταν και μικρή. Αφού το καΐκι έπιασε Αγιάννα, και εντωμεταξύ ο αέρας είχε «φρεσκάρει» και είχε πολύ μεγάλο κύμα, παρέκαμψε τα Καρούλια και ανοιχτά από το πέλαγος, πήγαινε στα Καυσοκαλύβια. Λέω στον καπετάνιο: «Καπετάνιε, Καρούλια πηγαίνω!», και ο καπετάνιος μου απαντάει: «Τι σου είπα, παπά, μπορεί ναι, μπορεί και όχι; Τώρα σου λέω όχι! Κατέβα στα Καυσοκαλύβια. Μ’ αυτό το κύμα δεν μπορώ να πιάσω Καρούλια» (στα Καυσοκαλύβια «απάγκιαζε» και μπορούσε να πιάσει το καΐκι). Δεν ήταν που η διαδρομή από το μουράγιο των Καυσοκαλυβίων μέχρι τα Κατουνάκια είναι πολύ ανηφορική και κουραστική, ήταν ότι με έπιασε η θάλασσα και κινδύνευα να κάνω εμετό. Λέω στον καπετάνιο: «Καπετάνιε, λειτούργησα και κατέλυσα. Ζαλίζομαι και θα κάνω εμετό και μετά θα έχω κανόνα» (40 μέρες δεν θα μπορούσα να λειτουργήσω). Ο καπετάνιος δεν καταλάβαινε από αυτά και προχωρούσε για Καυσοκαλύβια, λέγοντας: «Τι να σε κάνω παπά;» Τότε σηκώνομαι όρθιος και του λέω προστακτικά: «Στρίψε το καΐκι για τα Καρούλια!» Αυτός φοβισμένος αλλά και θυμωμένος μου λέει: «Να πιάσω Καρούλια, παπά, να σπάσω το καΐκι να ησυχάσεις!» και πιάνοντας με θυμό το τιμόνι, έστριψε για Καρούλια. Εκείνη τη στιγμή έπεσε η θάλασσα ακαριαίως και έγινε λάδι. Ο καπετάνιος τα ’χασε! Δεν πίστευε στα μάτια του. Γιατί φυσιολογικά, η θάλασσα σταματώντας ο αέρας με τέτοιο κύμα που είχε, θα ήθελε ώρες να ηρεμίσει. Μου λέει ο καπετάνιος: «Κάποιο μεγάλο Άγιο έχεις παπά μου! Τέτοιο μεγάλο θαύμα δεν το έχω ξαναδεί». Και του λέω: «Ποιο μεγάλο Άγιο! Η Παναγία το έκανε το θαύμα». Και αφού κατέβηκα στα Καρούλια, συνέχισε το καΐκι για Καυσοκαλύβια με τη θάλασσα λάδι.

Παναγία μου, Παναγία μου

Ο Γέροντας εκτός από τις επισκέψεις της Θείας Χάριτος, κατά παραχώρηση Θεού, δοκιμάστηκε και από επιθέσεις πονηρών πνευμάτων. Ας αναφέρουμε ένα περιστατικό. Έλεγε ο Γέροντας: Μια φορά, ενώ προσευχόμουν στο κελί μου, γέμισε ο τόπος από πονηρά πνεύματα τα οποία έπεσαν απάνω μου και με ακινητοποίησαν. Δεν μπορούσα ούτε το σταυρό μου να κάνω, ούτε την Ευχή να πω με το στόμα μου. Το μόνο που μπορούσα ήταν να επικαλούμαι νοερώς το όνομα της Παναγίας, λέγοντας με πόνο: Παναγία μου, Παναγία μου. Μέσα σε λίγη ώρα, μη μπορώντας να αντέξουν την προσευχή στη Χάρη της, με άφησαν και εξαφανίστηκαν. Έτσι, απελευθερώθηκα. Και σε εμένα συνέβη την ώρα της προσευχής, να πέσει ένα τρομερό βάρος στην πλάτη μου, που κόντεψε, να με συνθλίψει. Μόλις με τη βοήθεια του Θεού ελευθερώθηκα, έτρεξα στο κελάκι του Γέροντα φοβισμένος, να του πως τι μου συνέβη. Τότε εκείνος σκέφτηκε για λίγο και μου είπε: Παιδί μου, αμαρτίες πληρώνεις.

Τίμα ἰατρὸν…γὰρ αὐτὸν ἔκτισε Κύριος

Ο γιατρός Νικόλαος Μπαλδιμτσής και ο άγιος

Ο Γέροντας εκτιμούσε την κλασική ιατρική και τα κλασικά φάρμακα τα οποία τα έπαιρνε με εμπιστοσύνη. Την υπακοή που έκανε στις ιατρικές συμβουλές και θεραπείες, δεν την συνάντησα σε άλλον άνθρωπο. Όταν μιλούσε ο γιατρός, σαν να μιλούσε ο Θεός! Ακριβής εφαρμογή του: «Τίμα ἰατρὸν…γὰρ αὐτὸν ἔκτισε Κύριος». Μια φορά, είχε επιβαρυνθεί τόσο η υγεία του, που πίστεψε ότι είχε έρθει το τέλος του. Έσπευσα επειγόντος, να δω τι συμβαίνει. Με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, βελτιώθηκε τόσο γρήγορα η υγεία του, που και ο ίδιος δεν το πίστευε. Μόλις αισθάνθηκε τις δυνάμεις του να επανέρχονται, άρχισε αμέσως τον κανόνα του. Σταυρωτά κομποσκοίνια με μικρές μετάνοιες που τις έκανε πάνω στο περβάζι του παραθύρου του κελιού του βιάζοντας και σωματικά τον εαυτό του. Αφού πέρασαν δυο τρεις μέρες ιατρικής θεραπείας και παρακολούθησης, και κατάλαβε ότι η υγεία του βελτιώθηκε πολύ, μου είπε: Πήγαινε, παιδί μου, στους Δανηιλαίους που σήμερα γιορτάζει το κελί τους, να ανάψεις ένα κερί (ήταν των Αγιορειτών Πατέρων). Το έκανε αυτό, για να ξεσκάσω λιγάκι. Εκεί χοροστατούσε, ως επίσημος καλεσμένος, ο σεβαστός και πολύ αγαπητός μας επίσκοπος Σάμου, Πατήρ Παντελεήμων, με τον οποίο, σε μια διακοπή της αγρυπνίας, συναντηθήκαμε ιδιαιτέρως. Τότε μου «εξομολογήθηκε» ο Σεβασμιώτατος τη στενοχώρια του, γιατί ο τυπικάρης μοναχός, που ως γνωστόν ρυθμίζει, ως εξουσία έχων, όλη την αγρυπνία, δεν του επέτρεπε να προσκομίσει τα αμέτρητα ονόματα που πάντα μνημόνευε: Στις επανειλημμένες παρακλήσεις μου ότι χρειάζομαι πολύ χρόνο για την Προσκομιδή, μου έλεγε: «Θα περιμένετε, Σεβασμιώτατε, όταν θα έρθει η ώρα, θα σας πω εγώ πότε θα προσκομίσετε!». Όσο για μένα επέστρεψα στο κελί, γιατί είχα την έννοια του Γέροντα.

Όταν χρειάστηκε κάποτε να πλύνω το παρθενικό και πολύπαθό του σώμα, καταλάβαινα ότι ο Γέροντας ντρεπόταν, αλλά μου είπε: Να με πλύνεις, παιδί μου. Εξ’ άλλου και ο Μέγας Βασίλειος που ήταν τόσο ασκητικός, αλλά ήταν και γιατρός, συνιστούσε τα λουτρά για το καλό της υγείας του ανθρώπου. Μου έκανε εντύπωση ότι και γι’ αυτό, ήθελε να έχει τη σχετική σύμφωνη γνώμη των Αγίων, για να είναι αναπαυμένος.

Για να φανεί η θαυμαστή υπακοή του, αναφέρουμε ένα περιστατικό. Ο Γέροντας φορούσε κάτι παλιά παπούτσια, τα οποία είχαν στραβώσει με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος να σκοντάψει όταν βάδιζε και να πέσει. Οι πατέρες της συνοδείας του τον παρακαλούσαν να φορέσει καινούργια παπούτσια, αλλά ο Γέροντας προτιμούσε τα παλιά, λόγω του ασκητικού του φρονήματος. Γι’ αυτό με παρακάλεσαν να του το πω, σαν ιατρική εντολή. Μόλις του το είπα, υπό τύπον ιατρικής οδηγίας, αμέσως είπε: Να ‘ναι ευλογημένο!

Η ευωδία του Αγίου Πνεύματος

Κάποτε ένας ιερομόναχος, που ήταν σε μια μητρόπολη, επισκέφτηκε τον Γέροντα με έναν θεολόγο και έναν φοιτητή. Ο Γέροντας τους δέχθηκε στο κελί του καθισμένος στο κρεβατάκι του. Απηύθυναν στον Γέροντα το ερώτημα, πώς γίνεται το Άγιο Πνεύμα να ευωδιάζει αφού είναι Θεός άυλος. Ο Γέροντας τους λέει: Η ευωδία του Αγίου Πνεύματος είναι η ευωδία που αποπνέουν τα Άγια Λείψανα και οι θαυματουργές εικόνες, όπως για παράδειγμα η Παναγία η Πορταΐτισσα. Τότε του λένε: Γέροντα, οι εικόνες και τα Άγια Λείψανα είναι υλικά και ευωδιάζουν. Μπορεί το Άγιο Πνεύμα να ευωδιάζει χωρίς να υπάρχει κάτι το υλικό; Ο Γέροντας δεν τους μίλησε. Έμεινε σιωπηλός. Ξαφνικά, ευωδίασε η ατμόσφαιρα του κελιού με μια έντονη, ουράνια ευωδία. Ο ιερομόναχος και ο θεολόγος κοίταζαν ο ένας τον άλλον κατάπληκτοι, χωρίς να μιλούν. Ο Γέροντας τότε τους είπε: Άντε, να πηγαίνετε τώρα. Όταν βγήκαν έξω από το κελί, ρωτούσε ο ένας τον άλλον: «Τί ήταν αυτό, τι ήταν αυτό;» Ο τρίτος της παρέας τους κοίταζε περίεργα. Δεν είχε καταλάβει τίποτα!

Οι ψυχικές ασθένειες

Μια φορά, ρώτησα τον Γέροντα να μου πει την γνώμη του σχετικά με τους ψυχικά ασθενείς. Μου λέει: Ορισμένοι ψυχικά ασθενείς στην πραγματικότητα είναι δαιμονισμένοι. Αυτοί δεν μπορούν να θεραπευτούν με φάρμακα, αλλά χρειάζονται πνευματική αγωγή, δηλαδή μετάνοια, εξομολόγηση, υπακοή στον πνευματικό και τις κατάλληλες ευχές της Εκκλησίας. Υπάρχουν όμως και ψυχικά άρρωστοί που δεν είναι δαιμονισμένοι. Όπως αρρωσταίνει το σώμα, έτσι αρρωσταίνει και η ψυχή. Αυτοί χρειάζονται ιατρική θεραπεία. Μου ανέφερε ένα παράδειγμα: Όταν ήταν περίοδος μεγάλων εορτών, Χριστούγεννα, Πάσχα κ. ά., οι εφημερίδες είχαν τυπωμένες κάποιες εικόνες της Γέννησης, της Ανάστασης κλπ. Όταν ψωνίζαμε διαφορά πράγματα από τη Δάφνη, κυρίως τρόφιμα, οι παντοπώλες που ήταν κοσμικοί άνθρωποι τα τύλιγαν με φύλλα εφημερίδων. Εγώ στο κελί βλέποντας αυτές τις εικόνες, όπως ήταν τσαλακωμένες, σκεφτόμουν να κάψω τις εφημερίδες στη φωτιά. Μετά σκέφθηκα. Μπορεί να είναι εικόνα πάνω στην εφημερίδα και τσαλακωμένη, αλλά είναι εικόνα. Ας την κόψω με ένα ψαλιδάκι και ας την βάλω κάπου. Όταν ανέβηκα στον πνευματικό μου, να εξομολογηθώ, του ανέφερα αυτό το θέμα. Απ’ έξω στεκόταν ένας καλόγερος ο οποίος μου λέει αγριεμένος: «Και αυτό, μωρέ, το εξομολογήθηκες; Εγώ σε παρακίνησα, να κάψεις τις εικόνες! Και αν το έκανες θα σε δίκαζα σαν εικονομάχο». Έφριξα, όταν τον άκουσα. Ήταν ο καημένος δαιμονισμένος και μιλούσε το δαιμόνιο. Του λέω: «Τον βλέπεις τον πειρασμό;» Μου λέει: «Τον βλέπω. Να, εδώ στέκεται». Πες: «Κύριε, Ιησού, Χριστέ ελέησόν με».

Μόλις είπε την Ευχή μια φορά, μου λέει: «Τον βλέπω να ταράζεται». Με την δεύτερη μου λέει: «Τον βλέπω να τρέμει». Και με την τρίτη έσκασε και εξαφανίστηκε. Τι μεγάλη δύναμη έχει η Ευχή! Αυτός ο καημένος ήταν έγγαμος και όταν αρρώστησε ψυχικά, η οικογένειά του δεν μπορούσε να τον υποφέρει. Έτσι, ήρθε στο Άγιον Όρος και υποτάχθηκε σε κάποια απλά γεροντάκια. Όσο καιρό έκανε υπακοή, ήταν ήσυχος, ειρηνικός. Όταν άρχισε να μην υπακούει στους Γέροντες, γιατί έβλεπε ότι δεν ζουν ‘υψηλή’ πνευματική ζωή, άρχισε να τους περιφρονεί. Αμέσως εμφανίστηκε το πρόβλημα. Το εργόχειρό του ήταν να κατεβαίνει σε μια δύσβατη περιοχή, κοντά στη θάλασσα, όπου υπήρχαν πλάκες που με την εξάτμιση του θαλασσινού νερού μάζευαν αλάτι, το οποίο αυτός το συνέλεγε. Αυτό ήταν το εργόχειρό του. Όταν άρχισε τις ανυπακοές, πήγε για το εργόχειρό του και δεν ξαναγύρισε. Άγνωστη η τύχη του. Τότε τον ρώτησα: Και πώς Γέροντα ο γιατρός θα ξεχωρίσει τον ψυχοπαθή από τον δαιμονισμένο; (επειδή παρουσιάζουν παρόμοιες εκδηλώσεις και μάλιστα στην κλασική ψυχιατρική τα άτομα που έχουν πνευματικό πρόβλημα αναφέρονται ότι έχουν παραλήρημα θρησκευτικού τύπου). Και μου απάντησε: Αν παιδί μου, είναι Χριστιανός Ορθόδοξος θα καταλάβει ποιος είναι ψυχοπαθής και ποιος είναι δαιμονισμένος. Τότε τον ρώτησα για τις ικανότητες κάποιων γιόγκι που μπορούν να βλέπουν χιλιόμετρα μακριά και να κάνουν κάποια υπερφυσικά πράγματα: Πώς το εξηγείτε αυτό Γέροντα; Στην ερώτησή μου αυτή, απάντησε: Άκουσε, παιδί μου, η ψυχή έχει πολλές δυνατότητες, έχει πολλές δυνάμεις, μεταξύ των οποίων και η διόραση. Αυτά είναι φυσικά ψυχικά χαρίσματα, αλλά εμείς τα αγνοούμε, γιατί ζούμε ζωή σαρκική. Αυτοί οι άνθρωποι, φαίνεται, εφαρμόζουν κάποια άσκηση στον εαυτό τους. Και έτσι, τα φυσικά αυτά χαρίσματα εκδηλώνονται. Όμως, εδώ είναι η διαφορά. Επειδή αυτές είναι πνευματικές δυνάμεις, σ’ αυτούς τους ανθρώπους εύκολα τα πονηρά πνεύματα ενώνονται μ’ αυτές και οδηγούνται οι άνθρωποι στην πλάνη. Ενώ στους ανθρώπους του Θεού, τους ορθόδοξους χριστιανούς, ενώνεται το Άγιο Πνεύμα με αυτές τις δυνάμεις της ψυχής και έτσι οι δυνάμεις αυτές πλατύνονται, δυναμώνουν και αγιάζονται. Ο άνθρωπος μετέχει των χαρισμάτων του Θεού. Είναι το καθ’ ομοίωσιν.

Η έμφυτη κοινωνικότητα

Άλλοτε πάλι μου έλεγε: ο άνθρωπος έχει έμφυτη την κοινωνικότητα. Όταν είχα ακόμη τα γεροντάκια και τα διακονούσα, λίγο πιο πάνω από το κελί μας, ήταν ένας Γέροντας, ο πατήρ Γεδεών (Κύπριος την καταγωγή) ο οποίος όταν «κοιμήθηκε» ο Γέροντάς του, έμεινε μόνος του. Έκανε τα καθήκοντά του, και επειδή ήταν «λεπτός άνθρωπος» δεν ήθελε να έρχεται στο κελί μας, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο και να μας απασχολεί. Ένα απόγευμα, ακούω κάποιον να χτυπάει έναν τενεκέ με ένα ξύλο. Βγαίνοντας, βλέπω αυτόν το Γέροντα έξω από το κελί του και του λέω: «Γέροντα, θες κάτι;». Και μου απαντά: «Αυτό που θέλω, τώρα δεν μπορείς να το καταλάβεις. Αργότερα θα το καταλάβεις». Όταν «κοιμήθηκαν» όλοι οι πατέρες και ζούσα μόνος μου, τότε κατάλαβα γιατί χτυπούσε τον τενεκέ ο Γερο- Γεδεών. Ήθελε να ακούσει μια ανθρώπινη φωνή. Και αυτό ήταν μια παρηγοριά. Ένα απόγευμα, βγήκα έξω και του φώναξα: «Εεε! Πάτερ Γεδεών!» Και μου λέει: «Ορίστε Γέροντα!» «Τώρα κατάλαβα γιατί χτυπούσες τον τενεκέ».

Οι κεκρυμμένοι αγίοι

Ο Γέροντας γνώριζε αγίους ανθρώπους, ερημίτες, γεμάτους από Άγιο Πνεύμα που ήταν κεκρυμμένοι. Άγνωστοι στους ανθρώπους, γνωστοί όμως στον Θεό και σ’ αυτούς που ήθελε ο Θεός να αποκαλύψει. Μια φορά είπε σ’ ένα γνωστό του: Πάμε να επισκεφτούμε έναν ερημίτη που είναι όντως άγιος. Μόλις έφτασαν στην σπηλιά του και ο Γέροντας τον χαιρέτισε, ο ερημίτης αφού κοίταξε τον γνωστό του Γέροντα, τον προσφώνησε με το όνομά του και του είπε: Έκανες, έκανες, έκανες… Φτάνει πια! Καιρός είναι τώρα να νοικοκυρευτείς. Ο άνθρωπος αυτός έμεινε εμβρόντητος. Αυτούς τους κεκρυμμένους αγίους τους ζήλευε ο Γέροντας. Ταλάνιζε μάλιστα τον εαυτό του, λέγοντας: Με την ευχή του διαβόλου, βγήκε φήμη για μένα, ότι είμαι άγιος. Για να αρχίσουν να ’ρχονται καραβάνια προσκυνητών και περιέργων και έτσι να χάσω και τη λίγη ησυχία που έχω.

Αξίζει να αναφέρουμε την εξής διήγηση του Γέροντα: Όχι μακριά από το κελί μας, έμενε ένα γεροντάκι, σχεδόν κατάκοιτο. Με είχε ειδοποιήσει, μετά τη Θεία Λειτουργία να μην καταλύσω, αλλά να πάω να τον κοινωνήσω με το Άγιο Ποτήριο. Εγώ το ξέχασα και κατέλυσα. Αυτό συνεχίστηκε και σε άλλες Θείες Λειτουργίες.

Πριν τη Θεία Λειτουργία, έλεγα «να μην ξεχάσω να πάω να τον κοινωνήσω», και κάθε φορά έφευγε από το μυαλό μου και κατέλυα. Στο τέλος είπα: «εδώ κάτι συμβαίνει»! Πήγα λοιπόν και τον επισκέφθηκα και αφού του εξήγησα τι πάθαινα, τον ρώτησα: «Τι σκέφτεσαι Γέροντα, όταν με περιμένεις να σε κοινωνήσω;». Και μου απαντάει: «Μου λέει ο λογισμός μου ότι δεν είναι Θεία Κοινωνία αυτό που θα μου φέρεις, αλλά ψωμί και κρασί». Είπα τότε μέσα μου: «Α, έτσι εξηγείται αυτό που μου συνέβη τόσες φορές, να καταλύω και μετά να το θυμάμαι».

Ο Γέροντας έλεγε: Εγώ παιδί μου, δεν εξομολογώ κοσμικούς, γιατί δεν έχω πείρα της κοσμικής ζωής. Καλογέρους, μάλιστα! Όταν τον ρώτησα να μου πει τη γνώμη του για ένα πνευματικό θέμα, μου είπε: Παιδί μου, εγώ δεν είμαι σε θέση να παίρνω πληροφορία για όλα τα θέματα. Αν πάρω πληροφορία, θα σου πω.

Και η υπομονή, κουράζεται

Για το θέμα της υπομονής μου διηγήθηκε: Ήταν εδώ πιο κάτω ένα γεροντάκι το οποίο έπεσε και έσπασε το πόδι του. Πήγα και τον επισκέφθηκα. Τον ρώτησα: «Πώς πας Γέροντα;» Μου απάντησε: «Καλά Γέροντα. Δόξα το Θεό. Επίσκεψη του Κυρίου!». Αφού πέρασε αρκετός καιρός και επιβαρύνθηκε η κατάστασή του, μετά ζητούσε βοήθεια. Έλεγε: «Βοηθήστε με, πατέρες. Φέρτε μου, έναν γιατρό» και σχολίασε ο Γέροντας: Είχε κουραστεί η υπομονή του. Γιατί και η υπομονή, κουράζεται.

Οι πνευματικές του «θεραπείες»

Το πόσο θεοφώτιστες ήταν οι πνευματικές του «θεραπείες» θα φανεί από το εξής περιστατικό. Μια φορά, είχα φιλοξενηθεί σε αγιορείτικη Καλύβη. Εκεί εγκαταβίωνε ένας ιερομόναχος και πνευματικός, άνθρωπος ζηλωτής. Αυτός είχε πάρει ευλογία από τον Γέροντά του, να συμβουλεύεται σε πνευματικά θέματα τον Γέροντα Εφραίμ. Μου διηγήθηκε λοιπόν, ότι συμμετείχε στην αγρυπνία της εορτής του Αγίου Αθανασίου, στη Μεγίστη Λαύρα. Την ώρα της ακολουθίας, από φθόνο του διαβόλου, είχε έναν μεγάλο πειρασμό τον οποίο αδυνατούσε να αντιμετωπίσει. Αφού ενημέρωσε τον προεστώτα, ξεντύθηκε τα ιερατικά του και μέσα στην νύχτα έκανε την πολύ μεγάλη διαδρομή Λαύρα-Κατουνάκια. Ο Γέροντας τον υποδέχθηκε πατρικά και τον ρώτησε τι του συμβαίνει. Όταν τον άκουσε, του λέει: Άκου, πάτερ μου. Όταν έχεις τέτοιο πειρασμό, θα κρατάς την αναπνοή σου, όσο μπορείς, όσο αντέχεις. Αν δεν περάσει με την πρώτη, θα το επαναλάβεις δεύτερη φορά. Με την τρίτη, οπωσδήποτε θα φύγει ο πειρασμός. Η έλλειψη οξυγόνου από το σταμάτημα της αναπνοής, είναι μεγάλο φάρμακο, γιατί το σώμα χάνει τη δύναμή του και «πέφτει». Και το σπουδαιότερο, σε κανέναν δεν γίνεται αντιληπτό. Ο εν λόγω ιερομόναχος, αφού πήρε το «φάρμακο», γύρισε από την ίδια διαδρομή στην Λαύρα, όπου η αγρυπνία συνεχιζόταν και συμμετείχε στη Θεία Λειτουργία.

Το θαύμα του Αγίου Νεκταρίου

Ας αναφέρουμε ένα θαύμα του Αγίου Νεκταρίου που μας διηγήθηκε ο Γέροντας: Κάποτε, ανοίγοντας ένα από τα τσουβάλια με το σιτάρι που είχαμε στην Καλύβη μας και εν συνεχεία ανοίγοντας όλα τα υπόλοιπα τσουβάλια, διαπίστωσα ότι το σιτάρι είχε σκουληκιάσει. Πιθανώς, επειδή ήταν πολύ ζεστός ο καιρός. Πολύ λυπήθηκα! Γιατί, αυτό το σιτάρι ήταν άχρηστο. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα τον Άγιο Νεκτάριο που είναι τόσο θαυματουργός. Ο π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ο υμνογράφος του Αγίου, είχε ένα τεμάχιο του αγίου λειψάνου. Εγώ το γνώριζα. Πήγα στην Μικρή Αγιάννα και ανέφερα στον πατέρα Γεράσιμο το πρόβλημά μου. Πήρα ένα κομμάτι βαμβάκι και το σταύρωσα στο άγιο λείψανο παρακαλώντας τον Άγιο να μας βοηθήσει, γιατί το ζήτημα αυτό δεν ήταν μικρό για μας. Όταν γύρισα στο κελί μας, σε κάθε τσουβάλι, αφού το άνοιξα, έβαλα ένα κομματάκι από το αγιασμένο βαμβάκι. Την άλλη μέρα, ανοίγοντας τα τσουβάλια δεν υπήρχε ούτε ένα σκουλήκι, ούτε ένα σπυρί σιτάρι φαγωμένο. Πόσο φιλάνθρωπος και μεγάλος άγιος είναι ο Άγιος Νεκτάριος!

Ο άγιος Γεώργιος Καρσλίδης

Μια φορά μπαίνοντας στην εκκλησία του κελιού, είδα κρεμασμένη μια ωραία σκαφτή εικόνα του Αγίου Γεωργίου Καρσλίδη με φωτοστέφανο. Τότε, δεν είχε γίνει η αγιοκατάταξή του από το Πατριαρχείο. Στην απορία μου γι’ αυτό μου απάντησε ο Γέροντας: Παιδί μου, είναι άγιος! Και με την ευκαιρία μου ανέφερε ότι είχε επισκεφτεί επανειλημμένα το μοναστήρι του Αγίου, παρά την επιβαρυμένη υγεία του. Μάλιστα μου είπε: Την πρώτη φορά που πήγα στο Μοναστήρι δεν κατάλαβα τίποτα. Καμιά αλλοίωση. Όταν γύρισα όμως στο κελί μου, ο Άγιος μου ανταπέδωσε την επίσκεψη (χωρίς να εξηγήσει το πώς). Στον δε π. Μωυσή που έγραψε τη βιογραφία του Αγίου είπα: «π. Μωυσή και μόνο αυτό το βιβλίο που έγραψες, σου έχουν συγχωρεθεί οι μισές σου αμαρτίες».

Ο άγιος Ανδρέας ο διά Χριστό Σαλός

Μια φορά με ρώτησε αν έχω διαβάσει το βίο του Αγίου Ανδρέα του δια Χριστόν Σαλού. Στην αρνητική μου απάντηση είπε: Είναι μεγάλος Άγιος και πρέπει να διαβάσεις το βίο του. Όταν διάβασα τον βίο του Αγίου, μου λέει: Όταν με εκείνο τον βαρύ χειμώνα «αρπάχτηκε» ο Άγιος στον Παράδεισο για παρηγορία δεκαπέντε ημερών, τότε αξιώθηκε να δει τον Κύριο ο οποίος του είπε τρεις λόγους, από τρεις λέξεις τον καθένα. Ο πνευματικός του Αγίου στον οποίο ο Άγιος Ανδρέας διηγήθηκε αυτή τη θαυμαστή «θεωρία» πολύ τον παρακάλεσε να του πει έναν από τους λόγους του Κυρίου. Και ο Άγιος δεν ηθέλησε. Και συνέχισε ο Γέροντας λέγοντας: Εμένα, παιδί μου, μου λέει ο λογισμός ότι ο πρώτος λόγος του Κυρίου ήταν: «Μακάριος εἶ Ἀνδρέα!». Ο δεύτερος ήταν: «Μακάριοι οἱ Χριστιανοί!». Και ο τρίτος λόγος για τον οποίο δοξολόγησαν τον Κύριο όλες οι ουράνιες δυνάμεις ήταν: «Μακάριοι οἱ σεσωσμένοι!». Συνεχίζοντας ο Γέροντας μου είπε ότι: Ο Άγιος αξιώθηκε όλα αυτά για την υπερβολική ξενιτεία του και την παντελή έλλειψη ανθρώπινης ‘παρηγορίας’.

Πιστεύουμε ότι ο Γέροντας ήταν μέτοχος, κατά την δύναμή του, των μεγάλων αυτών αρετών, γι’ αυτό και ο Άγιος του αποκάλυψε αυτά τα απόρρητα.

Το έκζεμα «θυμώνει»

Το μαρτύριο του Γέροντα με τα χρόνια εκζέματα των ποδιών του, παρατάθηκε μέχρι το τέλος της ζωής του. Οι κνήμες των ποδιών ήταν σαν ψημένες στο φούρνο. Από τις ρωγμές έτρεχαν διάφορα υγρά. Η επιδείνωση του βασανιστικού κνησμού ήταν μεγάλη, όταν ο Γέροντας έτρωγε τροφές ζωικές.

Έλεγε: Άνθρωπος είμαι, παιδί μου. Μετά από ολόκληρη Σαρακοστή, το Πάσχα θέλω να φάω λίγο ψαράκι. Και μια μπουκιά να δοκιμάσω, το έκζεμα «θυμώνει» και αρχίζει τόσο τρομερός κνησμός, που μου έρχεται να τα «φάω» τα πόδια μου. Συνεχίζοντας, μου λέει: Το μαρτύριο του Ιώβ δεν ήταν ο πόνος. Τον πόνο τον υποφέρει ο άνθρωπος. Αλλά ήταν ο ανυπόφορος κνησμός. Ο κνησμός δεν υποφέρεται. Γι’ αυτό και καθόταν γυμνός πάνω στην κοπριά και με το όστρακο έξυνε το σώμα του από το οποίο έτρεχαν συνεχώς υγρά που λέγονται «ιχώρ».

Ακόμη και το νερό που έπινε ο Γέροντας το καλοκαίρι, επειδή ίδρωνε πολύ, το έπινε με εγκράτεια. Έπινε μερικές γουλιές και μου έλεγε: Ας μην πιώ άλλο, παιδί μου, γιατί θα το πληρώσω.

Μια φορά, αφού εξήτασα τον Γέροντα, του περιποιήθηκα τα πόδια του με ειδικές αλοιφές και εντριβές. Ο Γέροντας μου είπε: Θεός σχωρέσει παιδί μου!

Αναπαύθηκαν τα πόδια μου. Σε λίγο μπήκε μέσα στο κελί ένας Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής, που ήταν γνωστός του Γέροντα, ο οποίος με «επίσημο» τρόπο του πρόσφερε το τελευταίο θεολογικό του βιβλίο. Η πληρωμή του Γέροντα και στον καθηγητή και σε μένα ήταν άκρως πνευματική. Στον μεν καθηγητή είπε: Φέρτο εδώ το βιβλίο, βρε παιδί μου. Αυτές τις μέρες ήθελα να διαβάσω και κάτι άλλο. Και ας είναι ό,τι να ‘ναι. Και δείχνοντάς με στον Καθηγητή είπε: Τον βλέπεις τούτον ’δω; Έχει κάνει την τάδε αμαρτία. (Και του αποκάλυψε κάτι που του το είχα αναφέρει προ καιρού). Εφάρμοσε ο Γέροντας και στους δυο μας την θεραπευτική που οδηγεί στο: «καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει».

Σε μια Θεία Λειτουργία που έγινε στην εκκλησία του κελιού ο Γέροντας καθόταν σε ένα πολυθρονάκι. Εμένα μου είπαν να πω τον Απόστολο, τον οποίο απήγγειλα με κατάνυξη. Ο Γέροντας ευχαριστήθηκε και με «πλήρωσε» λέγοντάς με: Ποιος σου έμαθε να ψάλλεις έτσι; Και ολοκληρώνοντας την αμοιβή της ψαλμωδίας, μου έδωσε ένα γερό μπάτσο! Ένας από τους πατέρες δεν κρατήθηκε και μου είπε: Τυχερέ! Πήρες όλη την ευλογία.

Ἔλαμψε τό πρόσωπό του ὅπως ὁ ἥλιος

Μια άλλη φορά, σε μια Θεία Λειτουργία ο Γέροντας έμεινε στο κελί του περιμένοντας τον ιερέα να κατέβει, για να τον κοινωνήσει. Εγώ, επειδή ήθελα να κοινωνήσω, σκέφτηκα: Ας κατέβω να πάρω την ευχή του Γέροντα. Μπαίνοντας μες το κελί του είδα το Γέροντα να έχει πρόσωπο δωδεκαετούς παιδιού. Τα μαλλιά του και τα γένια του ήταν άσπρα. Το πρόσωπό του παιδικό. Έλαμπε μέσα στο φως.

Εγώ τα ’χασα και μόλις που μπόρεσα και του είπα: Γέροντα, ήρθα να πάρω την ευχή σας, αν είναι ευλογημένο, να κοινωνήσω. Συγγνώμη που σας ενόχλησα. Τότε μου απάντησε ζωηρά και χαρούμενα: Ευλογημένο! Eυλογημένο να κοινωνήσεις! Ούτε κατάλαβα πώς βγήκα από το κελί του, πώς ανέβηκα τη σκάλα για την Εκκλησία, πώς μπήκα μέσα και κοινώνησα στη Θεία Λειτουργία! Βρισκόμουν σ’ έναν άλλο κόσμο. Όταν αργότερα ξαναείδα τον Γέροντα, το πρόσωπό του ήταν το κανονικό.

Η Γερόντισσα Μακρίνα

Ο κ. Μπαλδιμτσής, ο μακαριστός Μητροπολίτης Σάμου κυρός Παντελεήμων και η μακαριστή Γερόντισσα Μακρίνα

Μια ιδιαίτερη πνευματική σχέση είχε αναπτυχθεί μεταξύ του Γέροντα πατρός Εφραίμ και της Γερόντισσας Μακρίνας, που ήταν ηγουμένη στην Ι.Μ. Οδηγήτριας Πορταριάς Βόλου. Στο Μοναστήρι της Γερόντισσας, γέροντας ήταν ο πατήρ Εφραίμ, ο Προηγούμενος της Ι.Μ. Φιλοθέου. Μεταξύ των δύο Γερόντων υπήρχε μεγάλος πνευματικός σύνδεσμος, επειδή είχαν κοινό πνευματικό πατέρα τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή. Όταν ο Γέροντας Εφραίμ, ο Φιλοθεΐτης επισκέφθηκε τα Κατουνάκια, μίλησε στον Γέροντα για την Γερόντισσα Μακρίνα, εκθειάζοντας τις αρετές της. Τότε ο Γέροντας του λέει χαμογελώντας: Δεν χρειαζόμαστε τις δικές σας συστάσεις. Έχουμε και εμείς λίγη προσευχή. Θα σου πω εγώ ποια είναι η Γερόντισσα Μακρίνα. Όταν ο Γέροντας πληροφορήθηκε τα σχετικά με την Γερόντισσα, θαύμασε την καθαρότητά της, την νήψη της ψυχής της, το χάρισμα της αδιάλειπτης προσευχής, την ελεήμονα καρδιά της, την ιδιαίτερη σχέση της με την Παναγία: Έμεινα εκστατικός, συνέχισε ο Γέροντας, και είπα. Πω, πω, τι είναι αυτή η Γερόντισσα! Από τότε αυτοί οι δύο μεγάλοι πομποί και δέκτες της Θείας Χάριτος, ήταν σε συνεχή επαφή. Έλεγε η Γερόντισσα: Όταν αρρώστησα σοβαρά, παρακαλούσα την Παναγία μας να φωτίσει τον Γέροντα να προσευχηθεί για μένα. Μόλις έκλεινα τα μάτια μου, βρισκόμουν καθαρά, μέσα στο κελί του, στα Κατουνάκια και έβλεπα τον Γέροντα να κάνει για την υγεία μου σταυρωτά κομποσκοίνια. Άνοιγα τα μάτια μου, ήμουν μες στο κελί μου. Έκλεινα τα μάτια μου, ήμουν μες το κελί του Γέροντα, στα Κατουνάκια. Τι θαύμα ήταν αυτό!

Η Γερόντισσα Μακρίνα και η μοναχή Παρθενία

Μια από τις μοναχές της Γερόντισσας Μακρίνας, η πολύπαθη Παρθενία, με πολλά πνευματικά χαρίσματα και ηδύφωνος ψάλτρια της Μονής, παραχώρησε ο Θεός να ασθενήσει από καρκίνο. Είχε φοβερούς πόνους στα οστά, λόγω μεταστάσεων. Επειδή, ως γιατρός, την εξήταζα θαύμαζα την υπομονή της. Και με την ευχή της γερόντισσας και την παράκληση της ασθενούς, της έκανα μερικές εντριβές στην πλάτη της, προς ανακούφιση. Είναι αυτό που έλεγε ο Άγ. Γέροντας π. Γεώργιος Καψάνης, ότι το χάρισμα της ‘παρηγορίας’ το έδωσε ο Θεός στους πνευματικούς και στους γιατρούς. Με παρακάλεσε η Γερόντισσα, όταν ανέβω στο Όρος στον Γέροντα Εφραίμ, να απευθύνει παρακλητικούς λόγους προς την αδελφή Παρθενία. Τα λόγια του Γέροντα με ένα κασετοφωνάκι τα ηχογράφησα και τα έφερα στο Μοναστήρι. Ο Γέροντας μακάριζε την αδελφή Παρθενία για την ασθένειά της, την οποία θεωρούσε επιβράβευση της μοναχικής της ζωής. Έλεγε: Μακάρι, να έδινε και σε εμάς ο Θεός τέτοιο δώρο! Ανέφερε μάλιστα τα λόγια της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου (την οποία ο Γέροντας υπεραγαπούσε) που έλεγε στις μοναχές της: «Αν είχα παρρησία στον Θεό, θα τον παρακαλούσα να είστε όλες άρρωστες»! Τελειώνοντας ο Γέροντας την ομιλία του, έλεγε με δυνατή φωνή: Παρθενία, Παρθενία, σε ζηλεύω. Μου έλεγε δε ιδιαιτέρως: Το πόσο η ασθένεια και οι πόνοι της ‘ανέβασαν’ πνευματικά την μοναχή Παρθενία, λόγω της υπομονής και καρτερίας της, δεν μπορώ να σου περιγράψω. Την μια στιγμή, βλέπω την Παρθενία να είναι ψηλότερα από την Γερόντισσα. Μετά βλέπω την Γερόντισσα ‘να δίνει μια’ και να περνάει μπροστά από την Παρθενία. Και πάλι η Παρθενία, να περνάει μπροστά από την Γερόντισσα. Τέτοια θαυμαστή πνευματική άμιλλα υπάρχει σ’ αυτές τις ψυχές!

Τότε με ρώτησε ο Γέροντας: Πώς συνδέθηκες πνευματικά με την Γερόντισσα Μακρίνα; Και έδωσε ο ίδιος την απάντηση: Αυτό το κομποσκοινάκι (δείχνοντάς μου το κομποσκοίνι του) σε συνέδεσε με την Γερόντισσα Μακρίνα. Ο Γέροντας πάντα τόνιζε ότι η τροφή της πνευματικής ζωής είναι το κομποσκοινάκι, δηλαδή η προσευχή. Γι’ αυτό και έλεγε: Έγραψα σε μια Γερόντισσα, σε ένα μοναστήρι, η οποία, ενώ είχε πάθει εγκεφαλικό, επέμενε να συνεχίζει τα πνευματικά και διοικητικά της καθήκοντα, ως ηγουμένη. Της έγραψα λοιπόν: «Παραχώρησε τη θέση σου με όλες τις μέριμνες αυτές, σε μια νεότερη αδελφή. Και εσύ ασχολήσου με το κομποσκοινάκι. Δεν σε ωφελεί να συνεχίσεις αυτό που κάνεις». Και συμπλήρωσε: Δύσκολα, παιδί μου, ο άνθρωπος παραιτείται από την εξουσία, ώστε να ζήσει το: «κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ».

Προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα και το Σινά

Ένας μεγάλος πόθος του Γέροντα ήταν να επισκεφτεί και να προσκυνήσει τα Ιεροσόλυμα, τον Πανάγιο Τάφο και το Σινά. Αξιώθηκε να πραγματοποιήσει αυτό το όνειρό του. Μάλιστα, έλεγε: Πώς τα κατάφερα με τα πόδια μου, που ήταν σχεδόν παράλυτα και με δυσκολία πήγαινα μέχρι την τουαλέτα, να κάνω τέτοιο ταξίδι! Αφού προσκύνησε ο όσιος Γέροντας τα Άγια Προσκυνήματα στα Ιεροσύλημα και μετά επισκέφτηκε το Σινά, έλεγε: Ήθελα να ανέβω στην κορυφή του Σινά, όπου ο Μωυσής είδε τον Θεό. Πράγμα ανθρωπίνως αδύνατο, λόγω της υγείας μου. Αλλά έβαλα κάτω από το σκούφο μου ένα μαντίλι, πήρα και μια ράβδο, και είπα: «Θα ανέβω και ας μείνουν τα ‘κώλα’ μου στην έρημο. Έτσι λοιπόν, έγινε το θαύμα. Η ζωντανή ψυχή του Γέροντα ζωοποίησε και δυνάμωσε το σχεδόν νεκρό του σώμα και ανέβηκε μέχρι την κορυφή του Σινά με τα πόδια. Όταν τελείωσαν τα προσκυνήματα έλεγε: Ήθελα, παιδί μου, να πάω να δω τις πυραμίδες που είναι και αυτές τόσο θαυμαστές κατασκευές και δείχνουν τη σοφία με την οποία πλούτισε ο Θεός τον άνθρωπο. Αλλά δυστυχώς δεν μας ‘έπαιρναν’ οι μέρες και γύρισα πίσω στην Ελλάδα και στο κελί μου στα Κατουνάκια. Με συγκίνηση μου διηγείτο τα αισθήματα που ένιωσε όταν προσκύνησε τον Πανάγιο Τάφο. Ήταν από τις κορυφαίες στιγμές της ζωής του. Σαν να προσκύνησε τον αναστημένο Χριστό. Αλλά, πώς μπορούν να εκφραστούν τα ανέκφραστα;

Μην αμελείτε το εργόχειρό σας

Ένα από τα βασικά στοιχεία του χαρακτήρα του Γέροντα ήταν η ειλικρίνεια και η τιμιότητα. Μια φορά μου είπε: Είχα, παιδί μου, μια επιθυμία να χτίσω μια εκκλησία προς τιμή της Παναγίας μας. Αφιερωμένη στην Κοίμησή της που είναι η πιο επίσημη γιορτή της. Δεν αξιώθηκα να την πραγματοποιήσω. Ήθελα μόνο με τον κόπο μου, με το εργόχειρό μου και όχι με δωρεές από τον κόπο άλλων ανθρώπων. Αν δεχόμουν δωρεές, έπρεπε να τις ξεπληρώσω με ανάλογες Θείες Λειτουργίες και κομποσκοίνια. Και επειδή το πρόγραμμά μου είναι ήδη επιβαρυμένο, δεν δέχτηκα τίποτε γιατί θα είχα έλεγχο στη συνείδησή μου. Ούτε την σύνταξη του ΟΓΑ δέχθηκα από το κράτος, γιατί δεν ήμουν αγρότης. Τον άκουγα που έλεγε στην συνοδεία του: Πατέρες, μην αμελείτε το εργόχειρό σας, γιατί αλλιώς θα πεινάσετε. Ήθελε να εφαρμόσουν τη δική του ‘συνταγή’ στην ζωή τους.

Η τύφλωση του Γέροντα

Η τελευταία περίοδος της ζωής του, περίπου μια διετία, ήταν το επιστέγασμα της μαρτυρικής του πορείας. Ενώ είχε κάνει εγχείρηση καταρράκτη και στα δυο του μάτια, και έτσι έβλεπε και διάβαζε πολύ καλά και χαιρόταν γι’ αυτό, προοδευτικά λόγω πολλών μικροεγκεφαλικών επεισοδίων στην οπτική περιοχή του εγκεφάλου, άρχισε να το φως του σιγά, σιγά να ελαττώνεται, ώσπου στο τέλος τυφλώθηκε. Μου έλεγε: Ποτέ, παιδί μου, δεν μου πέρασε από το νου μου, ότι θα μπορούσα να χάσω το φως μου και να τυφλωθώ. Αλλά αφού το θέλησε ο Θεός, κάνω υπομονή. Και γι’ αυτό τον παρακαλώ. Υπομονή να μου δίνει. Έτσι, έσβησε το αισθητό φως από τα χερουβικά του μάτια. Αυξήθηκε όμως μέσα του το νοερό φως και έτσι έβλεπε καθαρότερα τα πνευματικά πράγματα. Σιγά, σιγά καθηλώθηκε στο κρεβάτι. Αυτός που ήταν το ‘ζαρκάδι του Χριστού’, όπως τον είχε αποκαλέσει ένας από τους πατέρες. Μπορούσε όμως να ακούει και να μιλάει. Τα λόγια του ήταν πολύτιμα, θεοφώτιστα. Το απόσταγμα της πνευματικής του ζωής.

Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Μια φορά, την ώρα που τον εξήταζα λέει: Εκείνο που μου έλειψε, είναι η Θεία Λειτουργία. Εκείνο το: «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Λέγοντας αυτά τα λόγια, ‘έσπασε’ η φωνή του και άρχισε να κλαίει. Πόσα χρόνια λειτούργησα και πόσες ευλογίες μου χάρισε ο Θεός με τη Θεία Λειτουργία! Και εσείς, παιδί μου, έξω στον κόσμο μην περιμένετε να κοινωνήστε από Κυριακή σε Κυριακή. Είναι πολύ αραιά. Να βρείτε έναν ζηλωτή ιερέα και τουλάχιστον μια φορά μεσοβδόμαδα, να κάνετε μια σύντομη Θεία Λειτουργία νωρίς το πρωί. Να κοινωνάτε και μετά να πηγαίνετε στη δουλειά σας. Έβλεπα τα χεράκια του και μου ερχόταν στον νου από την Ακολουθία της Υπαπαντής το: « Ή λαβίς ή μυστική ή τον άνθρακα Χριστόν». Σκεπτόμενος ότι αυτά τα χέρια με την καθημερινή Θεία Λειτουργία τόσων δεκαετιών, πράγματι έγιναν μυστικές λαβίδες.

Πες μου τη δοκιμασία και τον πειρασμό που βιώνεις για να σου πω, τι Χάρη έχεις από το Θεό

Η υγεία του επιδεινώθηκε και προοδευτικά παρουσίασε δυσκολία στην κατάποση. Έχασε δε και τη φωνή του. Τότε έπαθε και γαστρορραγία. Λόγω δεν της καταστάσεώς του φροντίσαμε να κάνει μετάγγιση αίματος στο κελί του.

Επειδή θα πέθαινε από ασιτία και αφυδάτωση, του βάλαμε ρινογραστρικό καθετήρα σίτισης. Ο Γέροντας με τη φροντίδα των πατέρων της συνοδείας του, σιτιζόταν με αυτό τον τρόπο, με τροφές αλεσμένες και τα υγρά που χρειαζόταν ο οργανισμό του. Έζησε έτσι μεγάλο χρονικό διάστημα. Αν και δεν μιλούσε, και δεν έβλεπε, όταν του λέγαμε κάτι ευχάριστο, γελούσε, που σημαίνει ότι ο νους και η ψυχή του λειτουργούσαν. Όταν ήταν καλά, πάντα έλεγε: Εδώ είμαστε ερημίτες. Ο ερημίτης βιώνει την ησυχία. Και συμπλήρωνε: Πες μου τη δοκιμασία και τον πειρασμό που βιώνεις για να σου πω, τι Χάρη έχεις από το Θεό. Ήταν η περίοδος της ζωής του που βίωσε το πλήρωμα της Χάριτος του Θεού.

Σε αυτή την τελευταία περίοδο της ζωής του, την τόσο μαρτυρική απήλαυσε αυτό που πάντα επιθυμούσε. Τη σιωπή, την αμέριμνη ζωή, την αδιάλειπτη προσευχή. Πιστεύω ότι ήταν η μεγαλύτερη ευλογία του Θεού και επιβράβευση των κόπων του. Και η εκπλήρωση των επιθυμιών του, γιατί ήταν όντως: «ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν τοῦ Πνεύματος». Όταν ο Θεός θέλησε σταμάτησε η θεοφόρος καρδιά του και το μεν χώμα δέχτηκε το πολύπαθο και αθλητικότατο σώμα του, η δε άνω Ιερουσαλήμ την αγιασμένη του ψυχή απ’ όπου πρεσβεύει για όλους μας.


Η ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου ευχαριστεί τον φίλο γιατρό και συνεργάτη κ. Νικόλαο Μπαλδιμτσή, για το υπέροχο κείμενο που μας απέστειλε. Σημειωτέον, ότι ορισμένες φωτογραφίες του αγίου Εφραίμ που διανθίζουν το κείμενο είναι από το προσωπικό αρχείο του κ. Μπαλδιμτσή.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τρίτη 27 Αὐγούστου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΡΙΤΗ Ι΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
15: 29-38

Ἀδελφοί, τί ποιήσουσιν οἱ βαπτιζόμενοι ὑπὲρ τῶν νεκρῶν; εἰ ὅλως νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, τί καὶ βαπτίζονται ὑπὲρ τῶν νεκρῶν ; τί καὶ ἡμεῖς κινδυνεύομεν πᾶσαν ὥραν; καθ᾽ ἡμέραν ἀποθνῄσκω, νὴ τὴν ὑμετέραν καύχησιν, ἣν ἔχω ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. Εἰ κατὰ ἄνθρωπον ἐθηριομάχησα ἐν ᾽Εφέσῳ, τί μοι τὸ ὄφελος; εἰ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, Φάγωμεν καὶ πίωμεν· αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν. Μὴ πλανᾶσθε· Φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί. Ἐκνήψατε δικαίως καὶ μὴ ἁμαρτάνετε, ἀγνωσίαν γὰρ Θεοῦ τινες ἔχουσιν· πρὸς ἐντροπὴν ὑμῖν λέγω. ᾽Αλλὰ ἐρεῖ τις· Πῶς ἐγείρονται οἱ νεκροί; ποίῳ δὲ σώματι ἔρχονται; ἄφρων, σὺ ὃ σπείρεις οὐ ζῳοποιεῖται ἐὰν μὴ ἀποθάνῃ· καὶ ὃ σπείρεις, οὐ τὸ σῶμα τὸ γενησόμενον σπείρεις ἀλλὰ γυμνὸν κόκκον εἰ τύχοι σίτου ἤ τινος τῶν λοιπῶν· ὁ δὲ Θεὸς δίδωσιν αὐτῷ σῶμα καθὼς ἠθέλησε, καὶ ἑκάστῳ τῶν σπερμάτων τὸ ἴδιον σῶμα.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ)
Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
6: 10-17

Ἀδελφοί, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. Ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. Διὰ τοῦτο ἀναλάβετε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνηθῆτε ἀντιστῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι. Στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ, καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης, καὶ ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης, ἐπὶ πᾶσιν ἀναλαβόντες τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως, ἐν ᾧ δυνήσεσθε πάντα τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα σβέσαι· καὶ τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου δέξασθε, καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὅ ἐστι βῆμα Θεοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΡΙΤΗ Ι΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
21: 23-27

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὸ ἱερὸν καὶ διδάσκοντι προσῆλθον αὐτῷ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ λέγοντες· Ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς; καὶ τίς σοι ἔδωκεν τὴν ἐξουσίαν ταύτην; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ἐρωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ λόγον ἕνα, ὃν ἐὰν εἴπητέ μοι, κἀγὼ ὑμῖν ἐρῶ ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. τὸ βάπτισμα τὸ Ἰωάννου πόθεν ἦν, ἐξ οὐρανοῦ ἢ ἐξ ἀνθρώπων; οἱ δὲ διελογίζοντο παρ’ ἑαυτοῖς λέγοντες· Ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ ἡμῖν, διατὶ οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ· ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων, φοβούμεθα τὸν ὄχλον, πάντες γὰρ ἔχουσι τὸν Ἰωάννην ὡς προφήτην. καὶ ἀποκριθέντες τῷ Ἰησοῦ εἶπον· Οὐκ οἴδαμεν. ἔφη αὐτοῖς καὶ αὐτός· Οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
15:17 – 16:2

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμὲ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν. εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει· ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ’ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος. μνημονεύετε τοῦ λόγου οὗ ἐγὼ εἶπον ὑμῖν· οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ. εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν· εἰ τὸν λόγον μου ἐτήρησαν, καὶ τὸν ὑμέτερον τηρήσουσιν. ἀλλὰ ταῦτα πάντα ποιήσουσιν ὑμῖν διὰ τὸ ὄνομά μου, ὅτι οὐκ οἴδασι τὸν πέμψαντά με. εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἴχον· νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν. ὁ ἐμὲ μισῶν καὶ τὸν πατέρα μου μισεῖ. εἰ τὰ ἔργα μὴ ἐποίησα ἐν αὐτοῖς ἃ οὐδεὶς ἄλλος πεποίηκεν, ἁμαρτίαν οὐκ εἴχον· νῦν δὲ καὶ ἑωράκασι καὶ μεμισήκασι καὶ ἐμὲ καὶ τὸν πατέρα μου. ἀλλ’ ἵνα πληρωθῇ ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος ἐν τῷ νόμῳ αὐτῶν, ὅτι ἐμίσησάν με δωρεάν. ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ· καὶ ὑμεῖς δὲ μαρτυρεῖτε, ὅτι ἀπ’ ἀρχῆς μετ’ ἐμοῦ ἐστε. Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα μὴ σκανδαλισθῆτε. ἀποσυναγώγους ποιήσουσιν ὑμᾶς· ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Π. Χριστοφόρος Δημητρίου: «Ἡ Ὀρθόδοξη οἰκογένεια»

Ὁ πρωτοπρεσβύτερος τῆς Ἱ. Μ. Μόρφου π. Χριστοφόρος Δημητρίου συνομιλεῖ μὲ τὸν δημοσιογράφο Παναγιώτη Πανταζὴ μὲ θέμα : «Ἡ Ὀρθόδοξη οἰκογένεια», στὸ πλαίσιο τῆς ἐκπομπῆς «Ἀναζητήσεις ψυχῆς», ποὺ μεταδόθηκε ἀπὸ τὸ Πρῶτο Πρόγραμμα Ραδιοφώνου τοῦ ΡΙΚ, 97.2 fm, στὶς 31 Ἰουλίου 2024.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 26 Αὐγούστου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ Ι΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
15: 12-19

Ἀδελφοί, εἰ Χριστὸς κηρύσσεται, ὅτι ἐκ νεκρῶν ἐγήγερται, πῶς λέγουσί τινες ἐν ὑμῖν ὅτι ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν; εἰ δὲ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται· εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα καὶ τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ἡμῶν. Εὑρισκόμεθα δὲ καὶ ψευδομάρτυρες τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἐμαρτυρήσαμεν κατὰ τοῦ Θεοῦ ὅτι ἤγειρε τὸν Χριστόν, ὃν οὐκ ἤγειρεν, εἴπερ ἄρα νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται. Εἰ γὰρ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται· εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν· ἔτι ἐστὲ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν. Ἄρα καὶ οἱ κοιμηθέντες ἐν Χριστῷ ἀπώλοντο. Εἰ ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες ἐσμὲν ἐν Χριστῷ μόνον, ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΔΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΝΑΤΑΛΙΑΣ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ)
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
10: 32-38

Ἀδελφοί, ἀναμιμνήσκεσθε τὰς πρότερον ἡμέρας, ἐν αἷς φωτισθέντες πολλὴν ἄθλησιν ὑπεμείνατε παθημάτων, τοῦτο μὲν ὀνειδισμοῖς τε καὶ θλίψεσι θεατριζόμενοι, τοῦτο δὲ κοινωνοὶ τῶν οὕτως ἀναστρεφομένων γενηθέντες. καὶ γὰρ τοῖς δεσμοῖς μου συνεπαθήσατε καὶ τὴν ἁρπαγὴν τῶν ὑπαρχόντων ὑμῶν μετὰ χαρᾶς προσεδέξασθε, γινώσκοντες ἔχειν ἐν ἑαυτοῖς κρείττονα ὕπαρξιν ἐν οὐρανοῖς καὶ μένουσαν. Μὴ ἀποβάλητε οὖν τὴν παρρησίαν ὑμῶν, ἥτις ἔχει μισθαποδοσίαν μεγάλην. Ὑπομονῆς γὰρ ἔχετε χρείαν, ἵνα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ποιήσαντες κομίσησθε τὴν ἐπαγγελίαν. ἔτι γὰρ μικρὸν ὅσον ὅσον, ὁ ἐρχόμενος ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ. ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ Ι΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
21: 18-22

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐπανάγων ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν πόλιν ἐπείνασε· καὶ ἰδὼν συκῆν μίαν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ἦλθεν ἐπ’ αὐτήν, καὶ οὐδὲν εὗρεν ἐν αὐτῇ εἰ μὴ φύλλα μόνον, καὶ λέγει αὐτῇ· Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ. καὶ ἰδόντες οἱ μαθηταὶ ἐθαύμασαν λέγοντες· Πῶς παραχρῆμα ἐξηράνθη ἡ συκῆ; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν καὶ μὴ διακριθῆτε, οὐ μόνον τὸ τῆς συκῆς ποιήσετε, ἀλλὰ κἂν τῷ ὄρει τούτῳ εἴπητε, ἂρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, γενήσεται· καὶ πάντα ὅσα ἐὰν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες, λήψεσθε.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 25 Αὐγούστου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Α’ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ ᾽Ανάγνωσμα
3: 9-17

Ἀδελφοί, Θεοῦ ἐσμεν συνεργοί· Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε. Κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι ὡς σοφὸς ἀρχιτέκτων θεμέλιον ἔθηκα, ἄλλος δὲ ἐποικοδομεῖ· ἕκαστος δὲ βλεπέτω πῶς ἐποικοδομεῖ· θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν ᾽Ιησοῦς Χριστός. Εἰ δέ τις ἐποικοδομεῖ ἐπὶ τὸν θεμέλιον τοῦτον, χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, ἑκάστου τὸ ἔργον φανερὸν γενήσεται· ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει· ὅτι ἐν πυρὶ ἀποκαλύπτεται· καὶ ἑκάστου τὸ ἔργον ὁποῖόν ἐστιν τὸ πῦρ δοκιμάσει. Εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳκοδόμησεν, μισθὸν λήψεται· εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός. Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
14: 22-34

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ δὲ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα· ὁ δὲ εἶπεν, Ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος. οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μόρφου Νεόφυτος: Τὸ Θεοδόχο σῶμα τῆς Παναγίας καὶ τὸ δικό μας σῶμα… (14.08.2024)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὸν πανηγυρικὸ Ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ποὺ τελέσθηκε στὴν ἱερὰ μονὴ Παναγίας Χρυσοκουρδαλιώτισσας στὸ χωριὸ Κούρδαλι τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (14.08.2024).

Ἠχητικὰ ντοκουμέντα ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία.

Τὸ Στιχηρὸ Προσόμοιο « Τὴν Σὴν δοξάζουσι Κοίμησιν…» ψάλλει ὁ Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Σάββατο 24 Αὐγούστου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΣΑΒΒΑΤΟ Θ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ ᾽Ανάγνωσμα
14: 6-9

Ἀδελφοί, ὁ φρονῶν τὴν ἡμέραν, Κυρίῳ φρονεῖ· καὶ ὁ μὴ φρονῶν τὴν ἡμέραν Κυρίῳ οὐ φρονεῖ. Ὁ ἐσθίων Κυρίῳ ἐσθίει· εὐχαριστεῖ γὰρ τῷ Θεῷ· καὶ ὁ μὴ ἐσθίων Κυρίῳ οὐκ ἐσθίει, καὶ εὐχαριστεῖ τῷ Θεῷ. Οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν ἑαυτῷ ζῇ, καὶ οὐδεὶς ἑαυτῷ ἀποθνῄσκει· ἐάν τε γὰρ ζῶμεν, τῷ Κυρίῳ ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τῷ Κυρίῳ ἀποθνῄσκομεν. ἐάν τε οὖν ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν. Εἰς τοῦτο γὰρ Χριστὸς καὶ ἀπέθανεν, καὶ ἀνέστη, καὶ ἀνέζησεν ἵνα καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσῃ.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ)
Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
4: 7-13

Ἀδελφοί, ἑνὶ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ. Διὸ λέγει· ἀναβὰς εἰς ὕψος ᾐχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν καὶ ἔδωκε δόματα τοῖς ἀνθρώποις. Τὸ δὲ ἀνέβη τί ἐστιν εἰ μὴ ὅτι καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς; Ὁ καταβὰς αὐτός ἐστι καὶ ὁ ἀναβὰς ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τὰ πάντα. Καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν Ἀποστόλους, τοὺς δὲ Προφήτας, τοὺς δὲ Εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ Ποιμένας καὶ Διδασκάλους, πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν Ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΣΑΒΒΑΤΟ Θ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
15: 32-39

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ προσκαλεσάμενος ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· Σπλαγχνίζομαι ἐπὶ τὸν ὄχλον, ὅτι ἤδη ἡμέραι τρεῖς προσμένουσί μοι καὶ οὐκ ἔχουσι τί φάγωσι· καὶ ἀπολῦσαι αὐτοὺς νήστεις οὐ θέλω, μήποτε ἐκλυθῶσιν ἐν τῇ ὁδῷ. καὶ λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταί αὐτοῦ· Πόθεν ἡμῖν ἐν ἐρημίᾳ ἄρτοι τοσοῦτοι ὥστε χορτάσαι ὄχλον τοσοῦτον; καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Πόσους ἄρτους ἔχετε; οἱ δὲ εἶπον· Ἑπτά, καὶ ὀλίγα ἰχθύδια. καὶ ἐκέλευσε τοῖς ὄχλοις ἀναπεσεῖν ἐπὶ τὴν γῆν. καὶ λαβὼν τοὺς ἑπτὰ ἄρτους καὶ τοὺς ἰχθύας, εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων, ἑπτὰ σπυρίδας πλήρεις. οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν τετρακισχίλιοι ἄνδρες χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων. Καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ πλοῖον, καὶ ἦλθεν εἰς τὰ ὅρια Μαγδαλά.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
10: 1, 5-8

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, προσκαλεσάμενος ὁ Ἰησοῦς τούς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν. Τούτους τοὺς δώδεκα ἀπέστειλεν ὁ ᾽Ιησοῦς παραγγείλας αὐτοῖς λέγων, Εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε, καὶ εἰς πόλιν Σαμαριτῶν μὴ εἰσέλθητε·πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου ᾽Ισραήλ. Πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε λέγοντες ὅτι ῎Ηγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, νεκροὺς ἐγείρετε, λεπροὺς καθαρίζετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Παρασκευὴ 23 Αὐγούστου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΟΡΤΗΣ)
Πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
2: 5-11

Ἀδελφοί, τοῦτο φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὃ καὶ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ᾿ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ. Διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι ᾿Ιησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΟΡΤΗΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
10:38-42, 11:27-28

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά. γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἴκον αὐτῆς. καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ. ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται. ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ’ αὐτῆς. . Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας. αὐτὸς δὲ εἶπε· Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Πέμπτη 22 Αὐγούστου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΕΜΠΤΗ Θ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
14: 6-19

Ἀδελφοί, ἐὰν ἔλθω πρὸς ὑμᾶς γλώσσαις λαλῶν, τί ὑμᾶς ὠφελήσω, ἐὰν μὴ ὑμῖν λαλήσω ἢ ἐν ἀποκαλύψει ἢ ἐν γνώσει ἢ ἐν προφητείᾳ ἢ ἐν διδαχῇ; ὅμως τὰ ἄψυχα φωνὴν διδόντα, εἴτε αὐλὸς εἴτε κιθάρα, ἐὰν διαστολὴν τοῖς φθόγγοις μὴ δῷ, πῶς γνωσθήσεται τὸ αὐλούμενον ἢ τὸ κιθαριζόμενον; καὶ γὰρ ἐὰν ἄδηλον σάλπιγξ φωνὴν δῷ, τίς παρασκευάσεται εἰς πόλεμον; οὕτως καὶ ὑμεῖς διὰ τῆς γλώσσης ἐὰν μὴ εὔσημον λόγον δῶτε, πῶς γνωσθήσεται τὸ λαλούμενον; ἔσεσθε γὰρ εἰς ἀέρα λαλοῦντες. Τοσαῦτα εἰ τύχοι γένη φωνῶν εἰσιν ἐν κόσμῳ, καὶ οὐδὲν αὐτῶν ἄφωνον· ἐὰν οὖν μὴ εἰδῶ τὴν δύναμιν τῆς φωνῆς, ἔσομαι τῷ λαλοῦντι βάρβαρος καὶ ὁ λαλῶν ἐν ἐμοὶ βάρβαρος. Οὕτω καὶ ὑμεῖς, ἐπεὶ ζηλωταί ἐστε πνευμάτων, πρὸς τὴν οἰκοδομὴν τῆς ἐκκλησίας ζητεῖτε ἵνα περισσεύητε. Διό περ ὁ λαλῶν γλώσσῃ προσευχέσθω ἵνα διερμηνεύῃ. Ἐὰν γὰρ προσεύχωμαι γλώσσῃ, τὸ πνεῦμά μου προσεύχεται, ὁ δὲ νοῦς μου ἄκαρπός ἐστιν. Τί οὖν ἐστιν; προσεύξομαι τῷ πνεύματι, προσεύξομαι δὲ καὶ τῷ νοΐ· ψαλῶ τῷ πνεύματι, ψαλῶ δὲ καὶ τῷ νοΐ. Ἐπεὶ ἐὰν εὐλογήσῃς τῷ πνεύματι, ὁ ἀναπληρῶν τὸν τόπον τοῦ ἰδιώτου πῶς ἐρεῖ τὸ ᾽Αμήν ἐπὶ τῇ σῇ εὐχαριστίᾳ, ἐπειδὴ τί λέγεις οὐκ οἶδεν; σὺ μὲν γὰρ καλῶς εὐχαριστεῖς, ἀλλ᾽ ὁ ἕτερος οὐκ οἰκοδομεῖται. Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου, πάντων ὑμῶν μᾶλλον γλώσσαις λαλῶν· ἀλλὰ ἐν ἐκκλησίᾳ θέλω πέντε λόγους τῷ νοΐ μου λαλῆσαι, ἵνα καὶ ἄλλους κατηχήσω, ἢ μυρίους λόγους ἐν γλώσσῃ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΕΜΠΤΗ Θ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
20: 17-28

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀναβαίνων ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα παρέλαβε τοὺς δώδεκα μαθητὰς κατ’ ἰδίαν ἐν τῇ ὁδῷ καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ, καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσιν εἰς τὸ ἐμπαῖξαι καὶ μαστιγῶσαι καὶ σταυρῶσαι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. Τότε προσῆλθεν αὐτῷ ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου μετὰ τῶν υἱῶν αὐτῆς προσκυνοῦσα καὶ αἰτοῦσά τι παρ’ αὐτοῦ. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Τί θέλεις; λέγει αὐτῷ· Εἰπὲ ἵνα καθίσωσιν οὗτοι οἱ δύο υἱοί μου εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ μέλλω πίνειν ἢ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; λέγουσιν αὐτῷ· Δυνάμεθα. καὶ λέγει αὐτοῖς· Τὸ μὲν ποτήριόν μου πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων μου οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται ὑπὸ τοῦ πατρός μου. Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἠγανάκτησαν περὶ τῶν δύο ἀδελφῶν. ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς εἶπεν· Οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἂν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος· ὥσπερ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ