Αρχική Blog Σελίδα 228

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Πέμπτη 4 Ἀπριλίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

Σήμερα δὲν διαβάζεται Ἀπόστολος και Εὐαγγέλιον.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη 3 Ἀπριλίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

Σήμερα δὲν διαβάζεται Ἀπόστολος και Εὐαγγέλιον.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τρίτη 2 Ἀπριλίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

Σήμερα δὲν διαβάζεται Ἀπόστολος και Εὐαγγέλιον.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 1η Ἀπριλίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

Σήμερα δὲν διαβάζεται Ἀπόστολος και Εὐαγγέλιον.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 31 Μαρτίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ Β’ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ)
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα  
1:10, 2:1-3

Κατ᾽ ἀρχάς σὺ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί· αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις· καὶ πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται, καὶ ὡσεὶ περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτούς, καὶ ἀλλαγήσονται· σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσι. Πρὸς τίνα δὲ τῶν ἀγγέλων εἴρηκέ ποτε· κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχ θρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; οὐχὶ πάντες εἰσὶ λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν; Διὰ τοῦτο δεῖ περισσοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι, μή ποτε παραρρυῶμεν. Εἰ γὰρ ὁ δι᾽ Ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος ἐγένετο βέβαιος, καὶ πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν, πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας; ἥτις ἀρχὴν λαβοῦσα λαλεῖσθαι διὰ τοῦ Κυρίου, ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ Β’ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
2: 1-12

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθε ὁ Ἰησοῦς εἰς Καπερναοὺμ δι’ ἡμερῶν καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοὶ, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων. καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον ἐφ’ ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο. ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν· Τί οὗτος οὕτως λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός; καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς εἶπεν αὐτοῖς· Τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας – λέγει τῷ παραλυτικῷ· Σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μόρφου Νεόφυτος: Ἡ προστασία τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ (29.03.2024)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὴν Ἀκολουθία τῆς Β΄ Στάσης τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Παναγίας Θεοτόκου τῆς «Ἀπολυτρώσεως τῶν Ἐξηρτημένων» τῆς κοινότητος Κανναβιῶν-Ἁγίας Εἰρήνης τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (29. 03. 2024).

Ψάλλει ὁ πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.

Ερμηνεία του Ευαγγελίου της Β΄ Κυριακής των Νηστειών από τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα

Ο μεν Ματθαίος λέει, ότι απλά τον έφεραν τον παραλυτικό, οι άλλοι δε ευαγγελιστές προσθέτουν ότι τον κατέβασαν αφού άνοιξαν οπή στην στέγη. Και ότι τοποθέτησαν τον ασθενή μπροστά στον Χριστό, χωρίς να πουν τίποτε, αλλά άφησαν τα πάντα στην διάθεση του Χριστού. Μιλούσε η ενέργεια τους από μόνη τους.

Και στην αρχή του έργου του ο Χριστός βεβαίως μετέβαινε από το ένα μέρος στο άλλο, και δεν ζητούσε από αυτούς που τον πλησίαζαν τόσο μεγάλη πίστη, στην προκειμένη όμως περίπτωση και ήρθαν κοντά του και εκδήλωσαν την πίστη τους. Διότι λέει. «Όταν είδε την πίστη τους», δηλαδή την πίστη αυτών που χάλασαν την στέγη. Γιατί δεν ζητάει σε όλες τις περιπτώσεις μόνο από τους ασθενείς πίστη, όπως, π.χ., σε εκείνες τις περιπτώσεις που οι ασθενείς δεν έχουν τα λογικά τους ή όταν έχουν χαμένες τις αισθήσεις τους σε άλλες περιπτώσεις εξ αιτίας της ασθένειάς τους ή δεν μπορούν να έρθουν οι ίδιοι (πρβλ. Χαναναία ή τον υπηρέτη του εκατόνταρχου). Σε αυτή όμως την περίπτωση είχε εκδηλωθεί μάλλον η πίστη του ασθενούς, γιατί αλλιώς δεν θα δεχόταν να χαλαστεί η στέγη και να κατεβεί κινδυνεύοντας, αν δεν πίστευε.

Επειδή λοιπόν εκδήλωσε τόσο μεγάλη πίστη, ο Χριστός καθιστά φανερή και τη δική του δύναμη με το να συγχωρεί τα αμαρτήματα με όλη του την εξουσία, και αποδεικνύει έτσι με όλες αυτές τις ενέργειές του, ότι είναι ισότιμος με αυτόν που τον γέννησε.

Πρόσεξε όμως· Προηγουμένως το φανέρωσε αυτό με την διδασκαλία του, όταν τους δίδαξε ότι έχει εξουσία, στην περίπτωση δηλαδή του λεπρού που είπε «θέλω να καθαριστείς» (Ματθ. 8,3) ή του εθνικού εκατόνταρχου, όταν είπε «μόνο πες έναν λόγο και θα θεραπευθεί ο δούλος μου» (8,8), οπότε τον θαύμασε και τον παίνεψε περισσότερο από όλους· στην περίπτωση της θάλασσας, όταν αυτή ηρέμησε μόνο δια του λόγου του (8,26)· μέσω των δαιμόνων, όταν διακήρυτταν αυτόν ως κριτή και τους έδιωχνε με όλη την εξουσία του (8,28 κ. εξ.).

Σε αυτή όμως την περίπτωση πάλι με άλλον πολύ πιο μεγάλο τρόπο αναγκάζει τους ίδιους τους εχθρούς του να ομολογήσουν την ισοτιμία του προς τον Πατέρα του και με το στόμα τους το καθιστά αυτό φανερό. Διότι ο ίδιος ο Κύριος δείχνοντας την ταπείνωσή του (καθόσον τον περιέβαλε πολύ πλήθος ανθρώπων που έφρασσε την είσοδο, και για αυτό τον κατέβασαν από την στέγη), δεν προχώρησε αμέσως να θεραπεύσει το σώμα του ασθενούς που όλοι το έβλεπαν, αλλά λαμβάνει την αφορμή από τους εχθρούς του. Και κατ’ αρχήν θεράπευσε εκείνο που δεν ήταν ορατό, δηλαδή την ψυχή, αφού συγχώρεσε τα αμαρτήματα, πράγμα που εκείνον μεν τον έσωζε, σε αυτόν όμως δεν απέδιδε μεγάλη δόξα. Γιατί οι εχθροί του επειδή ενοχλήθηκαν λόγω της πονηριάς τους και ήθελαν να τον καταγγείλουν, συνέλαβαν ενάντια στην θέλησή τους να λάμψει περισσότερο το θαύμα που συντελέστηκε. Καθόσον ο Κύριος, λόγω της ικανότητάς του να επινοεί μέσα, χρησιμοποίησε τον φθόνο τους στο να καταστεί φανερό το θαύμα.

Επειδή λοιπόν δυσαρεστούνταν και έλεγαν «Αυτός βλασφημεί»· «ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, εκτός από τον Θεό», ας δούμε τι λέει αυτός. Μήπως τους αφαίρεσε αυτή την σκέψη τους; όχι την δέχθηκε σαν σωστή. Αν και, βεβαίως, εάν δεν ήταν ισότιμος με τον Πατέρα του, έπρεπε να πει. “Γιατί μου αποδίδετε δύναμη που δεν μου ταιριάζει; απέχω εγώ πάρα πολύ από αυτή την δύναμη”. Όμως, τώρα, δεν είπε τίποτα παρόμοιο· αντιθέτως όλα όσα συνέβησαν και τα επιβεβαίωσε και τα επικύρωσε και με τους λόγους του και με την επιτέλεση του θαύματος. Διότι, επειδή το να μιλάει κανείς ο ίδιος για τον εαυτό του φαίνεται ότι δυσαρεστούσε τους ακροατές, επιβεβαιώνει μέσω της αντίληψης των άλλων ανθρώπων για τον εαυτό του. Και βεβαιώθηκε μέσω τον φίλων του όταν είπε, «Θέλω, καθαρίσου», καθώς επίσης και μέσω του, «Ούτε μεταξύ των Ισραηλιτών βρήκα τόση μεγάλη πίστη», ενώ μέσω των εχθρών του ως εξής. Επειδή δηλαδή είπαν οι εχθροί του, ότι κανείς δεν μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, παρά μόνο ο Θεός, πρόσθεσε· «Για να μάθετε δε, ότι ο Υιός του ανθρώπου έχει εξουσία να συγχωρεί επί της γης αμαρτίες, τότε λέει στον παραλυτικό· Σήκω επάνω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στην οικία σου».

Όχι όμως μόνο εδώ, αλλά και σε άλλη περίπτωση όταν του έλεγαν, «Δεν σε λιθοβολούμε για κάποιο καλό έργο σου, αλλά εξ αιτίας της βλασφημίας σου και γιατί ενώ είσαι άνθρωπος, κάνεις τον εαυτό σου Θεό»· ούτε στην περίπτωση εκείνη ανέτρεψε εκείνη την αντίληψη, αλλά και πάλι την επιβεβαίωσε λέγοντας· «Εάν δεν πράττω τα έργα του Πατέρα μου, μη με πιστεύετε· εάν όμως τα πράττω, πιστέψτε στα έργα μου, έστω και αν δεν πιστεύετε σε μένα».

Εδώ όμως αποδεικνύει και άλλο σημείο της θεότητάς του και της ισοτιμίας του προς τον Πατέρα του και μάλιστα όχι μικρό. Γιατί οι μεν εχθροί του έλεγαν, ότι μόνο ο Θεός έχει δικαίωμα να συγχωρεί αμαρτίες, ο Κύριος όμως δεν συγχωρεί μόνο τα αμαρτήματα, αλλά και πριν από αυτή του την ενέργεια φανερώνει και κάτι άλλο, που ήταν γνώρισμα μόνο του Θεού, το ότι δηλαδή αποκαλύπτει τις απόκρυφες σκέψεις της καρδιάς. Διότι δεν αποκάλυψε αυτό που σκεφτόταν. «Να, λοιπόν, μερικοί από τους γραμματείς», λέει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, «είπαν μέσα τους· Αυτός βλασφημεί. Και ο Ιησούς επειδή αντιλήφθηκε τις σκέψεις τους είπε· Γιατί σκέφτεστε μέσα στις καρδιές σας πονηρά πράγματα;». Το ότι είναι γνώρισμα μόνο του Θεού να γνωρίζει τις απόκρυφες σκέψεις των ανθρώπων, άκουσε τι λέει ο προφήτης· «Εσύ είσαι ο μόνος από όλους που γνωρίζεις τις καρδιές» (Β΄ Παρ. 6,30)· και αλλού πάλι· «Ο Θεός που ερευνά τις καρδιές και τα νεφρά των ανθρώπων» (Ψαλ. 7,10). Και ο Ιερεμίας λέει· «Ανεξερεύνητα είναι τα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς! Είναι τόσο απατηλή και αδιόρθωτη· ποιος μπορεί να τη γνωρίσει σε βάθος;» (Ιερ. 17,9)· και «Ο άνθρωπος θα δει μόνο το πρόσωπο, ενώ ο Θεός την καρδιά» (Α΄ Βασ. 16,7). Και δια πολλών άλλων γραφικών χωρίων μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι είναι μόνο γνώρισμα του Θεού να γνωρίζει την σκέψη του ανθρώπου.

Δείχνοντας λοιπόν ότι είναι Θεός και ισότιμος με αυτόν που τον γέννησε, αυτά ακριβώς που σκεφτόταν μέσα τους (γιατί δεν εξέφρασαν αυτή την σκέψη τους, επειδή φοβόταν την παρουσία του πλήθος του όχλου), τα αποκαλύπτει και τα καθιστά φανερά, αποδεικνύοντας και σε αυτή την περίπτωση την μεγάλη καλοσύνη του. Διότι, λέει, «Γιατί σκέφτεστε πονηρά μέσα στις καρδιές σας;». Αν έπρεπε φυσικά να αγανακτήσει κάποιος, ο ασθενής έπρεπε να αγανακτήσει, επειδή είχε εξαπατηθεί, και να πει· Ήρθα για να θεραπεύσω άλλο και εσύ επανορθώνεις άλλο; γιατί από πού αποδεικνύεται ότι συγχωρούνται οι αμαρτίες μου; Τώρα όμως εκείνος δεν λέει τίποτα το παρόμοιο, αλλά παραδίδει τον εαυτό του στην εξουσία του θεραπευτή του· αυτοί όμως επειδή είναι αισχροί και φθονεροί επιβουλεύονται τις ευεργεσίες των άλλων. Για αυτό τους κατηγορεί μεν, αλλά το κάνει με όλη την καλοσύνη του. Εάν δηλαδή, λέει, δεν πιστεύετε σε αυτό που είπα πρωτύτερα και θεωρείτε απλά μεγάλο λόγο αυτό που λέχθηκε, ορίστε προσθέτω σε εκείνο και άλλα, το ότι αποκαλύπτω τις απόκρυφες σκέψεις σας· και μετά από εκείνο άλλο πάλι. Ποιο λοιπόν είναι αυτό; Το ότι θα καταστήσω υγιές το σώμα του παράλυτου.

Και όταν μεν απευθύνθηκε προς τον παράλυτο δεν μίλησε με τρόπο που να φανερώνει καθαρά την εξουσία του· γιατί δεν είπε, “Σου συγχωρώ τις αμαρτίες”, αλλά, «Σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου». Επειδή όμως εκείνοι τον εξανάγκασαν, αποδεικνύει με πιο εμφανή τρόπο την εξουσία του, λέγοντας· «Για να γνωρίσετε δε ότι ο Υιός του ανθρώπου έχει εξουσία να συγχωρεί τις αμαρτίες στην γη». Βλέπεις πόσο απείχε από του να μη θέλει να θεωρείται ισότιμος με τον Πατέρα του; Διότι δεν είπε, ότι ο Υιός του ανθρώπου έχει ανάγκη από άλλον ή ότι του έδωσε εξουσία, αλλά ότι «έχει εξουσία». Και αυτό δεν το λέει από φιλοδοξία, αλλά, λέει, “για να σας πείσω ότι δεν βλασφημώ εξισώνοντας τον εαυτό μου με τον Θεό”.

Σε όλες τις περιπτώσεις δηλαδή θέλει να παρέχει σαφείς αποδείξεις που δεν επιδέχονται αντιρρήσεις, όπως όταν λέει· «Πήγαινε και δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα» (Ματθ.8,4)· και την πεθερά του Πέτρου την παρουσιάζει να τον υπηρετεί (8,15) και τους χοίρους επιτρέπει να πέσουν στον γκρεμνό (8,32).

Έτσι λοιπόν και σε αυτή την περίπτωση, χρησιμοποιεί ως απόδειξη της συγχώρεσης των αμαρτιών την θεραπεία του σώματος, και ως απόδειξη της θεραπείας το ότι πήρε στα χέρια του το κρεβάτι, ώστε να μη θεωρηθεί ότι ήταν φανταστικό δημιούργημα αυτό που συνέβη. Και δεν το κάνει αυτό προηγουμένως, αλλά μόνο τότε όταν τους ρώτησε. Γιατί λέει· «Τι είναι ευκολότερο· να πω, Συγχωρούνται οι αμαρτίες σου ή να πω, Πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στον οίκο σου;». Αυτό που λέει σημαίνει το εξής· “Τι θεωρείτε ευκολότερο, το να θεραπεύσω ένα σώμα παράλυτο ή να συγχωρήσω τα αμαρτήματα της ψυχής; Είναι ολοφάνερο ότι θεωρείτε ευκολότερο να θεραπεύσω το σώμα. Γιατί όσο η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα, τόσο περισσότερο προτιμότερο είναι το να συγχωρηθούν τα αμαρτήματα αυτού· επειδή όμως το μεν δεν φαίνεται, ενώ το άλλο φαίνεται, κάνω το υποδεέστερο μεν αλλά οπωσδήποτε που είναι πιο εμφανές, ώστε μέσω αυτού να αποδειχθεί και αυτό που είναι σπουδαιότερο και που δεν φαίνεται”, αποκαλύπτοντας πλέον μέσω των έργων του αυτό που είχε λεχθεί από τον Ιωάννη, ότι δηλαδή αυτός σηκώνει τις αμαρτίες του κόσμου.

Αφού λοιπόν τον θεράπευσε τον στέλνει στο σπίτι του. Και έτσι πάλι αποδεικνύει την ταπεινοφροσύνη του και ότι δεν ήταν φανταστικό αυτό που συνέβη· διότι αυτούς που ήταν μάρτυρες της ασθένειας, αυτούς τους ίδιους χρησιμοποιεί και ως μάρτυρες της υγείας του. Γιατί, λέει, εγώ ήθελα με το δικό σου πάθημα να θεραπεύσω και αυτούς που παρουσιάζονται ως υγιείς, ενώ είναι πνευματικά ασθενείς, επειδή όμως δεν θέλουν πήγαινε στο σπίτι σου για να διορθώσεις τους συγγενείς σου.

Βλέπεις πώς αποδεικνύει ότι είναι δημιουργός και της ψυχής και των σωμάτων; Θεραπεύει λοιπόν κάθε ενός στοιχείου την παράλυση και καθιστά φανερό αυτό που δεν φαίνεται από αυτό που είναι φανερό, αλλά όμως αυτοί ακόμη σύρονται πάνω στην γη. Διότι, λέει, «Όταν τα πλήθη είδαν όλα αυτά θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό που έδωσε τέτοιου είδους εξουσία στους ανθρώπους»· εμποδίζονταν δηλαδή από την σάρκα τους να αντιληφθούν ότι ήταν Θεός.

Αυτός όμως δεν τους επιτίμησε, αλλά συνέχισε μέσω των έργων του να τους αφυπνίζει και να εξυψώνει το φρόνημά τους. Οπωσδήποτε, βέβαια, δεν ήταν μικρό πράγμα το ότι θεωρούταν ανώτερος όλων των ανθρώπων και ότι έχει προέλευση από τον Θεό. Γιατί εάν ήθελαν να πεισθούν απολύτως από αυτά, με την πάροδο του χρόνου θα μπορούσαν να αντιληφθούν ότι ήταν και Υιός του Θεού.

Αλλά όμως δεν τα είχαν αντιληφθεί αυτά απολύτως και για αυτό δεν μπόρεσαν να τον πλησιάσουν. Γιατί έλεγαν πάλι· «Αυτός ο άνθρωπος δεν προέρχεται από τον Θεό· πώς είναι δυνατόν αυτός να είναι σταλμένος από τον Θεό;» (Ιω. 9,16). Και συνεχώς αυτά σκεφτόταν, προβάλλοντας αυτά ως προφάσεις για τα δικά τους πάθη. Πράγμα που πολλοί και σήμερα το κάνουν και θεωρώντας τον Θεό ως εκδικητή ικανοποιούν τα δικά τους πάθη, ενώ θα έπρεπε να τα εξέταζαν όλα με επιείκεια. Καθόσον ο Θεός των όλων, ενώ μπορεί να εξαποστείλει κεραυνό προς εκείνους που τον βλασφημούν, εν τούτοις και ανατέλλει τον ήλιο και βρέχει και όλα τα άλλα τα χορηγεί με αφθονία προς αυτούς. Αυτόν πρέπει και εμείς να μιμούμαστε και να παρακαλάμε και να συμβουλεύουμε και να νουθετούμε με τρόπο ήπιο και χωρίς να οργιζόμαστε ούτε να μεταβαλλόμαστε σε θηρία. Διότι ο Θεός δεν παθαίνει καμία ζημιά από την βλασφημία σου, εάν θύμωνες, αλλά αυτός που βλασφημεί υφίσταται και την ζημιά. Ώστε λοιπόν αναστέναξε, κλάψε ζωηρά, γιατί το πάθος σου είναι άξιο δακρύων. Και αυτόν που πληγώθηκε τίποτε δεν μπορεί να τον θεραπεύσει καλύτερα από την επιείκεια. Γιατί η επιείκεια είναι πιο δυνατή από οποιαδήποτε πράξη βίας.

Πρόσεξε λοιπόν πώς μας μιλάει ο ίδιος ο υβρισμένος Θεός τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Στην μεν Παλαιά Διαθήκη λέει· «Λαέ μου, τι σου έκανα» (Μιχ. 6,3), ενώ στην Καινή Διαθήκη λέει· «Σαύλε, Σαύλε, γιατί με καταδιώκεις; (Πρξ. 9,4)». Και ο Παύλος πάλι διατάσσει να διδάσκουμε τους αντιφρονούντες με τρόπο ήπιο (Β΄ Τιμ. 2,25). Και οι μαθητές του Χριστού όταν κάποτε τον πλησίασαν και του ζητούσαν να κατεβεί φωτιά από τον ουρανό, τους επίπληξε πάρα πολύ και είπε τα εξής· «Δεν γνωρίζετε ποιου πνεύματος είστε» (Λκ. 9,55). Αλλά και σε αυτή την περίπτωση δεν είπε. “Αχρείοι και αγύρτες· φθονεροί και εχθροί της σωτηρίας των ανθρώπων”, αλλά είπε · «Γιατί σκέφτεστε μέσα στις καρδιές σας πονηρά;».

Πρέπει λοιπόν με επιείκεια να θεραπεύουμε τις ασθένειες. Διότι αυτός που γίνεται καλύτερος από ανθρώπινο φόβο, γρήγορα πάλι θα επιστρέψει στην πονηριά του. Για αυτό διέταξε να αφεθούν και τα ζιζάνια, για να δώσει ευκαιρία για μετάνοια. Βέβαια, πολλοί από αυτούς μετάνιωσαν και έγιναν σπουδαίοι, ενώ προηγουμένως ήταν φαύλοι, όπως π.χ. ο Παύλος, ο τελώνης, ο ληστής· καθόσον, ενώ προηγουμένως ήταν αυτοί ζιζάνια έγιναν ώριμος σίτος. Γιατί ως προς μεν τα σπέρματα αυτό είναι δύσκολο, ως προς την προαίρεση όμως είναι και ευάρμοστο και εύκολο· διότι αυτή δεν δεσμεύεται από τους φυσικούς νόμους, αλλά έχει τιμηθεί με την ελευθερία της εκλογής.

Όταν λοιπόν δεις κάποιον που είναι εχθρός της αλήθειας, θεράπευσέ τον, φρόντισέ τον, οδήγησέ τον στον δρόμο της αρετής, δείξε του άριστο βίο, δίδαξέ τον με λόγια αδιάβλητα, δείξε του προστασία και κηδεμονία, χρησιμοποίησε κάθε μέσον προς διόρθωση, έχοντας ως πρότυπα μιμήσεως τους άριστους από τους ιατρούς. Γιατί ούτε εκείνοι θεραπεύουν με ένα μόνο τρόπο, αλλά όταν διαπιστώσουν ότι δεν υποχωρεί η πληγή με το πρώτο φάρμακο που χρησιμοποίησαν, χρησιμοποιούν άλλο, και μετά από αυτό πάλι άλλο· και άλλοτε μεν κάνουν εγχειρήσεις, άλλοτε δε βάζουν επιδέσμους. Και εσύ λοιπόν, αφού γίνεις ιατρός των ψυχών, χρησιμοποίησε κάθε μέσον θεραπείας, σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, για να λάβεις αμοιβή και για την δική σου σωτηρία και για την ωφέλεια που χάρισες σε άλλους, κάνοντας όλα προς δόξαν του Θεού και κατ’ αυτόν τον τρόπο θα δοξάζεσαι και εσύ ο ίδιος. Διότι, λέει· «Αυτούς που με δοξάζουν θα τους δοξάσω, και αυτοί που με περιφρονούν θα τους περιφρονήσω» (Α΄ Βασ. 2,30).

Όλα λοιπόν ας τα κάνουμε προς δόξαν του Θεού, για να πετύχουμε την μακάρια εκείνη κληρονομιά, την οποία μακάρι όλοι μας να πετύχουμε με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

Απόδοση στην νεοελληνική Ανδρέας Π. Παπανδρέου. Επιμέλεια: Αρχιμανδρίτης Μελέτιος Απ. Βαδραχάνης. Πηγή: pmeletios.com

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς: Λόγος εις την Β’ Κυριακή των Νηστειών

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Την περασμένη Κυριακή ακούσαμε το ευαγγέλιο που αναφέρεται στη θαυμαστή ισχύ που έχει η μεγάλη και δυναμική παρουσία του Χριστού. Ο Ναθαναήλ αμφισβητούσε τα λόγια του αποστόλου Φιλίππου πως είχε εμφανιστεί στον κόσμο ο από πολλού αναμενόμενος Μεσσίας, στο πρόσωπο του Ιησού του από Ναζαρέτ.

Ο Ναθαναήλ όμως, με το που βρέθηκε κατά πρόσωπο με τον ίδιο τον Κύριο, αμέσως τον αναγνώρισε και τον ομολόγησε ως Υιό του Θεού και ως Βασιλιά του Ισραήλ. Το σημερινό ευαγγέλιο μας μιλάει για τις μεγάλες προσπάθειες και τον αγώνα που κατέβαλαν άνθρωποι με πραγματική πίστη για να παρουσιαστούν μπροστά στον Κύριο.

Τέσσερις άνθρωποι μετέφεραν έναν συνάνθρωπο ή φίλο τους που ήταν παραλυτικός. Τον μετέφεραν με το κρεβάτι του, αφού ήταν τόσο αδύνατος κι αβοήθητος, ώστε δε θα μπορούσε να μεταφερθεί διαφορετικά. Μάταια όμως προσπαθούσαν να περάσουν ανάμεσα από το πυκνό πλήθος και να πλησιάσουν τον Κύριο. Κι αφού αυτό δεν μπορούσαν να το κατορθώσουν, ανέβηκαν στην οροφή της οικίας, την άνοιξαν, και με μεγάλη προσπάθεια κατέβασαν το κρεβάτι οπού κείτονταν ο άρρωστος και το ακούμπησαν μπροστά στα πόδια τού θαυματουργού Ιατρού. Τόσο μεγάλη ήταν η πίστη τους στο Χριστό.

«Ιδών δε Ιησούς την πίστιν αυτών λέγει τώ παραλυτικώ΄ τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» (Μάρκ. Β’ 5). Οι αμαρτίες σου συγχωρούνται, είπε ο Ιησούς στον παραλυτικό. Ο Χριστός δεν περίμενε ν’ ακούσει να εκφράζεται με λόγια η πίστη τους. Την είδε. Η πνευματική Του όραση εισχώρησε στα μύχια της ανθρώπινης καρδιάς. Και κει, στα βάθη της, είδε τη μεγάλη τους πίστη. Με τα σωματικά Του μάτια είδε τις προσπάθειες και τον αγώνα τους να φέρουν τον άρρωστο άνθρωπο μπροστά Του. Η πίστη τους επομένως ήταν ολοφάνερη.

Η απιστία των γραμματέων που παρευρίσκονταν στο γεγονός αυτό ήταν επίσης ολοφάνερη στον Κύριο. «Τί ούτος ούτω λαλεί βλασφημίας; Τίς δύναται αφιέναι αμαρτίας ει μη εις ο Θεός;» (Μάρκ. Β’ 8). Αυτός βλασφημεί, έλεγαν μέσα τους. Ποιός άλλος, εκτός από το Θεό, μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες;

Ο Κύριος «επιγνούς τω πνεύματι αυτού ότι ούτως αυτοί διαλογίζονται εν εαυτοίς, είπεν αυτοίς΄ τί ταύτα διαλογίζεσθε εν ταις καρδίαις υμών;» (Μάρκ. Β’ 8). Ο Κύριος γνώριζε αυτά που σκέφτονταν κι άρχισε να τους επιτιμά με ήρεμο τρόπο. Γιατί σκέφτεστε τέτοια πράγματα; Ο Κύριος διαβάζει τις πονηρές καρδιές το ίδιο εύκολα που διαβάζει και τις αγνές. Όπως αναγνώρισε αμέσως την αγνή και καθαρή καρδιά τού Ναθαναήλ, που δεν είχε πονηριά και δόλο, έτσι αναγνώρισε αμέσως τις ακάθαρτες καρδιές των γραμματέων, που ήταν γεμάτες δόλο. Για να τους δείξει λοιπόν πως έχει εξουσία τόσο στα σώματα όσο και στις ψυχές των ανθρώπων, τόσο να συγχωρεί αμαρτίες όσο και να θεραπεύει τα άρρωστα σώματα, ο Κύριος λέει στον παραλυτικό: «σοι λέγω, έγειρε και άρον τον κράβαττόν σου και ύπαγε εις τον οίκον σου» (Μάρκ. β’ 11). Και μπροστά σε τέτοιο εξουσιαστικό λόγο, ο άρρωστος άνθρωπος «ηγέρθη ευθέως, και άρας τον κράβαττον εξήλθεν εναντίον πάντων, ώστε εξίστασθαι πάντας και δοξάζειν τον Θε­όν λέγοντας ότι ουδέποτε ούτως είδομεν» (Μάρκ. Β’ 12). Ο παράλυτος άνθρωπος σηκώθηκε αμέσως, έβαλε το κρεβάτι στον ώμο του και πέρασε μπροστά απ’ όλους. Κι όλοι θαύμασαν και δόξασαν το Θεό λέγοντας: τέτοια γεγονότα ποτέ μας δεν είδαμε.

Ας δούμε τώρα πόσες θαυμαστές δυνάμεις φανερώνει διά μιας ο Κύριος:

Διαβάζει τις καρδιές των ανθρώπων και σε μερικές διακρίνει την πίστη, ενώ σε άλλες το δόλο.

Συγχωρεί στην ψυχή τις αμαρτίες και την κάνει υγιή, καθαρή από την πηγή της αρρώστιας και της αναπηρίας.

Αποκαθιστά την υγεία στο άρρωστο και παραλυτικό σώμα με τη δύναμη του λόγου Του.

Πόσο μεγάλη, πόσο φοβερή και πόσο θαυμαστή και ζωοδότρα είναι η παρουσία τού ζώντος Κυρίου!

Ας έρθουμε όμως κι ας σταθούμε μπροστά στην παρουσία του ζώντος Κυρίου. Το πιο σπουδαίο πράγμα στο δρόμο της σωτηρίας είναι να προσεγγίσουμε με πίστη την παρουσία τού Κυρίου, να τη νιώσουμε. Μερικές φορές έρχεται και μας αποκαλύπτεται ο ίδιος ο Κύριος. Έτσι πήγε στη Μάρθα και τη Μαρία στη Βηθανία, έτσι ξαφνικά εμφανίστηκε στον απόστολο Παύλο στο δρόμο προς τη Δαμασκό, σε άλλους αποστόλους στη θάλασσα της Γαλιλαίας και στο δρόμο προς τους Εμμαούς, στην οικία όπου μπήκε «κεκλεισμένων των θυρών», στη Μαρία τη Μαγδαληνή στον κήπο και σε πολλούς αγίους σε όνειρα ή οράματα. Μερικές φορές παρουσίασαν οι απόστολοι ανθρώπους στον Κύριο, όπως ο Ανδρέας έφερε τον Πέτρο κι ο Φίλιππος το Ναθαναήλ. Οι διάδοχοι των αποστόλων κι οι ιεραπόστολοι έφεραν στο Χριστό χιλιάδες, εκατομμύρια ανθρώπους κι άλλες φορές ο ένας πιστός έφερνε τον άλλο. Αλλά και άγνωστοι άνθρωποι μερικές φορές προσπάθησαν πολύ μόνοι τους να πλησιάσουν τον Κύριο, όπως στην περίπτωση των τεσσάρων που άνοιξαν την οροφή τού σπιτιού για να φέρουν τον παραλυτικό φίλο τους μπροστά Του.

Αυτοί είναι οι τρεις τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι μπορούν να παρουσιαστούν στον Κύριο. Εκείνο που πρέπει να κάνουμε εμείς είναι να προσπαθήσουμε πολύ και ν’ αγωνιστούμε για να βρεθούμε μπροστά Του, ώστε να μας βοηθήσει κι Εκείνος να τον προσεγγίσουμε και να μας φωτίσει. Πρέπει ν’ ακολουθήσουμε τους τρείς αυτούς τρόπους σε αντίθετη πορεία. Αυτό σημαίνει πως πρέπει με πίστη και ζήλο να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να βρεθούμε μπροστά στον Κύριο. Μετά ν’ ακολουθήσουμε την κλήση και τις εντολές της αγίας αποστολικής Εκκλησίας, της Εκκλησίας των πατέρων και των διδασκάλων. Και τελικά, αφού θα έχουμε εκπληρώσει τους δύο πρώτους όρους, θα πρέπει να περιμένουμε με πίστη κι ελπίδα στο Θεό να μας παρουσιαστεί, κι η παρουσία Του να μας φωτίσει, να μας ενισχύσει, να μας θεραπεύσει και να μας σώσει.

Το μέγεθος των προσπαθειών που πρέπει να καταβάλουμε για ν’ ανοίξουμε το δρόμο που μας οδηγεί στην παρουσία του Θεού, φαίνεται από το παράδειγμα των τεσσάρων αυτών αντρών. Δε δίστασαν ν’ ανέβουν στην οροφή τού σπιτιού, για να κατεβάσουν και να παρουσιάσουν μπροστά στον Κύριο τον άρρωστο φίλο τους. Δεν έκαναν πίσω ούτε από ντροπή ούτε από φόβο. Το παράδειγμα αυτό του μεγάλου ζήλου τους είναι όμοιο με το παράδειγμα της χήρας που ζητούσε πιεστικά και φορτικά από τον άδικο κριτή να τη δικάσει και να την προστατέψει από τον αντίδικό της (βλ. Λουκ. ιη’ 1 -5). Αυτό σημαίνει πως πρέπει να τηρούμε την εντολή τού Κυρίου και να κραυγάζουμε μέρα και νύχτα, ωσότου μας ακούσει. «κρούετε και ανοιγήσεται υμίν» (Ματθ. ζ’ 7), είπε ο Κύριος. Αυτή είναι η εξήγηση που έχουν τα λόγια τού Χριστού: «Η βασιλεία τού Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. ια’ 12).

Ο Κύριος ζητά απ’ όλους τους πιστούς Του να καταβάλουν κάθε προσπάθεια, να εξαντλήσουν τη δύναμή τους, να εργαστούν όσο κρατά η ημέρα, να προσεύχονται αδιάλειπτα, να ζητήσουν, να κρούσουν, να νηστέψουν και να κάνουν αμέτρητα έργα ελέους. Κι όλ’ αυτά ώστε η βασιλεία των ουρανών – η μεγάλη, φοβερή και ζωοποιός παρουσία τού Θεού – ν’ ανοιχτεί γι’ αυτούς. «Αγρυπνείτε ουν εν παντί καιρώ, είπε ο Κύριος, ίνα καταξιωθήτε… σταθήναι έμπροσθεν του υιού τού ανθρώπου» (Λουκ. κα’ 36). Νά ’χετε προσοχή και εγρήγορση στην καρδιά σας, για να μην προσκολληθεί στα γήινα. Νά ’χετε εγρήγορση στις σκέψεις σας, για να μη σας οδηγούν μακριά από το Θεό. Να προσέχετε τα έργα σας, να διπλασιάζετε τα τάλαντά σας, μην τ’ αφήσετε να λιγοστέψουν ή να εξαφανιστούν εντελώς. Ν’ αγρυπνείτε διαρκώς, ώστε ο θάνατος να μη σας βρει απροετοίμαστους και αμετανόητους στην αμαρτία σας. Η ορθόδοξη πίστη μας αυτή είναι: ενεργός, προσευχητική, γρηγορούσα. Αναλώνεται στα δάκρυα και τους αγώνες. Καμιά άλλη πίστη δε ζητάει τέτοιον αγώνα από τους πιστούς για ν’ αξιωθούν να σταθούν μπροστά στον Υιό τού Θεού. Ο Κύριος και Σωτήρας μας ζητάει τον αγώνα αυτόν από τους πιστούς. Η Εκκλησία επαναλαμβάνει τις εντολές Του από αιώνα σε αιώνα, από γενιά σε γενιά, φέρνοντας σαν παράδειγμα στους πιστούς τους απειράριθμους και μεγάλους πνευματικούς αγωνιστές που τήρησαν το νόμο του Χριστού κι αξιώθηκαν ν’ αποκτήσουν δόξα και ανέκφραστη δύναμη τόσο στον ουρανό όσο και στη γη.

Δεν πρέπει όμως από την άλλη μεριά να πέσουμε στην πλάνη και να νομίσουμε πως από μόνες τους όλες οι προσπάθειες του ανθρώπου κι όλοι οι αγώνες του μπορούν να τον σώσουν. Δεν πρέπει να πιστέψουμε πως ο άνθρωπος με τις προσπάθειες και τον αγώνα του θα μπορέσει μόνος του να παραστεί μπροστά στο ζώντα Θεό. Αν ο Θεός δεν το θελήσει, κανένας θνητός δεν μπορεί να δει το πρόσωπό Του. Ο ίδιος ο Κύριος που καθόρισε τον αγώνα και τις προσπάθειες του ανθρώπου, λέει: «Όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοι εσμεν, ότι ο ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. ιζ’ 10). Και σε κάποιο άλλο σημείο λέει: «Ουδείς δύναται ελθείν πρός με, εάν μη ο πατήρ ο πέμψας με ελκύσει αυτόν» (Ιωάν. στ’ 44). Κι αλλού πάλι: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. ιε’ 5). Κι ο απόστολος Παύλος για το ίδιο θέμα: «Χάριτί εστε σεσωσμένοι» (Εφ. β’ 5).

Μετά απ’ όλ’ αυτά τί μπορούμε να πούμε; Μήπως πρέπει να σκεφτούμε πως είναι μάταιοι όλοι οι αγώνες κι οι προσπάθειες που κάνουμε για τη σωτηρία μας; Μήπως πρέπει να τα εγκαταλείψουμε όλα και να περιμένουμε από τον ίδιο τον Κύριο, με τη δύναμη και την εξουσία που έχει, να μας παρουσιάσει ενώπιόν Του; Δε λέει ο προφήτης Ησαϊας πως «ως ράκος αποκαθημένης πάσα η δικαιοσύνη ημών» (ξδ’ 6); Τί πρέπει να κάνουμε τότε; Να εγκαταλείψουμε κάθε προσπάθειά μας, όλους τους αγώνες μας; Μα τότε δε θα γίνουμε ίδιοι με τον οκνηρό δούλο, που έσκαψε και έκρυψε το τάλαντο που του εμπιστεύτηκε ο Κύριος στη γη, και τον οποίο επέπληξε ο Κύριος με τα λόγια, «πονηρέ δούλε και οκνηρέ!» (Ματθ. κε’ 26);

Πρέπει να σοβαρευτούμε και ν’ ασκηθούμε στην τήρηση όλων των εντολών τού Κυρίου. Πρέπει να καταβάλλουμε ό,τι είναι δυνατό από την πλευρά μας, μα ανήκει στη δύναμη του Θεού να ευλογήσει τις προσπάθειές μας και να μας παρουσιάσει ενώπιόν Του. Ο απόστολος Παύλος έχει δώσει μια πολύ καλή εξήγηση πάνω σ’ αυτό το θέμα. Λέει: «Εγώ εφύτευσα, Απολλώς επότισεν, αλλ’ ο Θεός ηύξανεν ώστε ούτε ο φυτεύων εστί τι ούτε ο ποτίζων, αλλ ’ ο αυξάνων Θεός» (Α’ Κορ. γ’ 6-7). Όλα επομένως εξαρτώνται από το Θεό, από τη δύναμη, τη σοφία και το έλεός Του. Εμείς πρέπει να φυτεύουμε και να ποτίζουμε. Δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε τα καθήκοντά μας αυτά, γιατί διαφορετικά θα κινδυνεύσουμε να καταδικαστούμε στον αιώνιο θάνατο.

Το καθήκον τού γεωργού είναι να σπέρνει και να ποτίζει. Από το Θεό όμως, από τη δύναμη, τη σοφία και το έλεός Του, εξαρτάται αν ο σπόρος θα ριζώσει ή όχι, αν θ’ αναπτυχθεί και θα βγάλει καρπούς.

Είναι χρέος τού επιστήμονα να ερευνά και να ψάχνει, μα ανήκει στο Θεό, στη δύναμη, τη σοφία και το έλεός Του, αν η γνώση θα του αποκαλυφτεί ή όχι.

Είναι καθήκον των γονιών ν’ αναθρέψουν τα παιδιά τους και να τα μάθουν το φόβο τού Θεού, μα είναι στη δύναμη, τη σοφία και το έλεός Του ο χρόνος της ζωής τους.

Είναι χρέος των ιερέων να διδάσκουν, να παρακαλούν, να επιτιμούν και να καθοδηγούν τους πιστούς. Το αν οι προσπάθειές τους θα καρποφορήσουν όμως είναι στη δύναμη, τη σοφία και το έλεος τού Θεού.

Είναι καθήκον όλων μας να προσπαθήσουμε και ν’ αγωνιστούμε για ν’ αξιωθούμε να σταθούμε μπροστά στον Υιό του Θεού, ανήκει όμως στη δύναμη, τη σοφία και το έλεός Του αν θα μας επιτραπεί να τον πλησιάσουμε.

Δεν πρέπει ν’ αγωνιζόμαστε χωρίς ελπίδα στο έλεος του Θεού. Εύχομαι όλες μας οι προσπάθειες να φωτίζονται από το φώς της ελπίδας πως ο Κύριος είναι κοντά μας, δίπλα μας. Πως θα μας δεχτεί μπροστά στο φώς τού προσώπου Του. Δεν υπάρχει πιο βαθιά και πιο ανεξάντλητη πηγή από το έλεος τού Θεού. Όταν ο Άσωτος Υιός μετάνιωσε για την τρομερή πτώση του στο επίπεδο των χοίρων, ο εύσπλαχνος πατέρας έτρεξε να τον συναντήσει, τον αγκάλιασε και τον συχώρεσε. Ο Θεός δεν αποκάμει να τρέχει για να συναντήσει τα μετανιωμένα παιδιά Του. Απλώνει το χέρι Του σε όλους εκείνους που θέλουν να γυρίσουν κοντά Του. «Εξεπέτασα τας χείρας μου όλην την ημέραν προς λαόν απειθούντα και αντιλέγοντα», είπε ο Κύριος για τους Ιουδαίους (Ησ. ξε’ 2). Αν ο Κύριος απλώνει το χέρι Του στους απειθούντες και τους αντιλέγοντες, δε θα το κάνει στον υπάκουο; Ο υπάκουος προφήτης Δαβίδ λέει: «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διαπαντός, ότι εκ δεξιών μού εστιν, ίνα μη σαλευθώ» (Ψαλμ. ιε’ 9). Σ’ εκείνους που αγωνίζονται για τη σωτηρία τους, ο Κύριος δεν αρνείται την παρουσία Του.

Δεν πρέπει να λογαριάζουμε μάταιες τις προσπάθειές μας, όπως κάνουν οι άθεοι κι οι απελπισμένοι άνθρωποι. Εμείς πρέπει ν’ αγωνιζόμαστε, να καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια, και ταυτόχρονα να ελπίζουμε στο έλεος του Θεού. Ιδιαίτερα την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής πρέπει να διπλασιάζουμε τους αγώνες μας, όπως συνιστά και η αγία Εκκλησία μας. Μακάρι το δρόμο μας αυτόν να τον φωτίζει το παράδειγμα των τεσσάρων ανθρώπων που σκαρφάλωσαν στην οροφή και την άνοιξαν, για ν’ αποθέσουν μπροστά στα πόδια τού Κυρίου τον πέμπτο απ’ αυτούς, το φίλο τους που έπασχε από παραλυσία. Αν το ένα πέμπτο της ψυχής μας είναι παράλυτο ή άρρωστο, ας σπεύσουμε με τα άλλα υγιή τέσσερα πέμπτα στον Κύριο. Εκείνος θα θεραπεύσει το άρρωστο κομμάτι που έχουμε μέσα μας. Αν κάποια από τις αισθήσεις μας έχει σκανδαλιστεί με τον κόσμο αυτόν κι αυτό την έκαμε αδύνατη κι άρρωστη, ας τρέξουμε στον Κύριο με τις άλλες τέσσερις υγιείς αισθήσεις. Εκείνος θα σπλαχνιστεί την άρρωστη αίσθησή μας και θα την θεραπεύσει.

Όταν ένα μέρος τού σώματος ασθενεί, ο γιατρός συνιστά δύο είδη θεραπείας: τη φροντίδα και την καλή σίτιση του υπόλοιπου σώματος, ώστε το υγιές μέρος να δυναμώσει περισσότερο, να γίνει πιο δυνατό, για να μπορέσει ν’ αντισταθεί στο άρρωστο. Το ίδιο γίνεται και με τις ψυχές μας. Αν μέσα μας, στο νου μας, έχουμε αμφιβολίες, ας προσπαθήσουμε με την καρδιά και την ψυχή να ενισχύσουμε την πίστη μας και με τη βοήθεια του Κυρίου να θεραπεύσουμε και να δυναμώσουμε τον άρρωστο νου μας. Αν αμαρτήσαμε επειδή ξεχάσαμε την προσευχή, ας σπεύσουμε να κάνουμε έργα ελέους για ν’ αποκαταστήσουμε την προσευχητική μας διάθεση.

Ο Κύριος θα δει την πίστη μας, τις προσπάθειες και τον αγώνα μας και θα μας ελεήσει. Εκείνος με το αμέτρητο έλεός Του θα μας επιτρέψει να παρουσιαστούμε ενώπιόν Του, μπροστά στην αθάνατη και ζωοδότρα παρουσία από την οποία παίρνουν ζωή, ενισχύονται και χαροποιούνται οι αναρίθμητες αγγελικές δυνάμεις κι ο στρατός των αγίων. Στον Κύριο και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό πρέπει ο αίνος κι η δόξα, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Πηγή: «Καιρός Μετανοίας» Ομιλίες Β’, Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Επιμέλεια – Μετάφραση – Κεντρική διάθεση: Πέτρος Μπότσης

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ: Ὁμιλία, σὺν Θεῷ ἁγίῳ, στὴ Β´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ἕνα μεγάλο θαῦμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, μᾶς προβάλλει τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, καθὼς καὶ ἄφθονα ψυχωφελῆ διδάγματα.

Τὸ θαῦμα ἀφορᾶ στὴ θαυματουργικὴ ἴαση ἑνὸς παραλύτου, τὴ διπλὴ ἴασή του, καὶ τὴ σωματικὴ δηλαδὴ καὶ τὴν ψυχική. Κι ἀπὸ τὰ πλούσια πνευματικὰ νοήματα τῆς σημερινῆς περικοπῆς ξεχωρίζουν οἱ ἀρετὲς τῆς ἀγωνιστικότητας, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς πίστης.

Ὁλοκληρώνοντας ὁ Δεσπότης μας Χριστὸς ἕνα πρῶτο κύκλο τῶν ἱεραποστολικῶν περιοδειῶν Του σὲ κωμοπόλεις τῆς Γαλιλαίας, ὅπου κήρυσσε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ θεράπευε τοὺς ποικιλότροπα ἀσθενοῦντες ἀνθρώπους, ἐπέστρεψε στὴν πόλη ποὺ ἐπέλεξε νὰ κατοικήσει, φεύγοντας ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, δηλαδὴ τὴν Καπερναούμ, ποὺ βρισκόταν στὶς ὄχθες τῆς λίμνης τῆς Τιβεριάδας. Κι ὅταν οἱ κάτοικοι τῆς Καπερναοὺμ τὸ πληροφορήθηκαν, πεινασμένοι καὶ διψασμένοι γιὰ λόγο Θεοῦ καὶ οὐράνια παρηγορία, ἔτρεξαν πλῆθος ἀπ᾿ αὐτούς, γιὰ νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ ἀκούσουν τὸν ἅγιο Διδάσκαλο καὶ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία Του. Καί, τόσο πολλοὶ μαζεύτηκαν, πού, ὄχι μόνο τὸ σπίτι ὅλο γέμισε ἀσφυκτικά, ἀλλὰ καὶ ὅλος ὁ χῶρος μπροστὰ ἀπὸ τὴν εἴσοδο. Τότε, ἐνῶ οἱ ὄχλοι ἄκουγαν ἀχόρταγα τὴ μελίρρυτη καὶ ψυχοτρόφο διδασκαλία τοῦ Κυρίου, μιὰ ἄλλη σκηνὴ ἀρχίζει νὰ ἐξελίσσεται. Τέσσερεις ἄνδρες φέρνουν πάνω σ᾿ ἕνα ξυλοκρέββατο ἕνα ταλαίπωρο ἀσθενὴ ἄνδρα, ἕνα τελείως παράλυτο, ἕνα ἄταφο νεκρό. Τόσο ὁ ἀσθενής, ὅσο καὶ οἱ φιλάνθρωποι ἐκεῖνοι ὑπηρέτες του, ἀκούγοντας πὼς ἦταν στὴν πόλη τους ὁ θαυμαστὸς ἐκεῖνος ἰατρός, ποὺ μ᾿ ἕνα Του λόγο φυγάδευε δαιμόνια, ἔπαυε πυρετούς, ἀνάσταινε νεκρούς, γιάτρευε κωφοὺς καὶ τυφλοὺς καὶ χωλούς, γεμᾶτοι πίστη καὶ ἐλπίδα, ἔτρεξαν νὰ τὸν βροῦν, γιὰ νὰ λάβουν τὴν ποθουμένη ἴαση τοῦ ἀσθενοῦς. Μὰ εἶχαν καθυστερήσει καὶ ὁ ὄχλος, σὰν ἀπροσπέλαστο τεῖχος, τοὺς ἔφραζε τὸν δρόμο πρὸς τὸν Δεσπότη Χριστό. Μάταια φώναζαν στοὺς ὄχλους ν᾿ ἀνοίξουν λίγο δρόμο, νὰ περάσουν μέσα τὸν ἄρρωστο. Τόσο προσηλωμένοι ἦσαν οἱ ἄνθρωποι, ἀκούγοντας τὴν οὐράνια τοῦ Κυρίου διδαχή, ποὺ δὲν τὸ κούναγαν ρούπι ἀπ᾿ ἐκεῖ.  Ἀλλ᾿ ὅμως ἡ πίστη καὶ ἀγάπη τῶν καλῶν ἐκείνων «Σαμαρειτῶν», ποὺ μετέφεραν τὸν ἀσθενή, δὲν κάμφθηκε. Κι ἀποφάσισαν νὰ τολμήσουν τὸ παράδοξο. Ἀνέβασαν μὲ τέχνες καὶ κόπους τὸν ἀσθενὴ στὴ στέγη καί, ἀφοῦ ἄνοιξαν ἐκεῖ μιὰ ὀπὴ μεγάλη τόσο, ὅσο νὰ χωράει τὸ κρεββάτι τοῦ παραλύτου, τὸν κατέβασαν προσεκτικὰ μὲ σχοινιὰ μπροστὰ στὸν Κύριο.

Κι ἐδῶ διερωτᾶται κανείς: Ὁ παντεπόπτης Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, ποὺ βλέπει καὶ γνωρίζει, ὄχι μόνο τὰ φανερὰ καὶ κρυπτά, ἀλλὰ κι αὐτὲς τὶς ἀπόκρυφες σκέψεις τῶν ἀνθρώπων, πολὺ περισσότερο δὲν γνώριζε γιὰ ποιό σκοπὸ εἶχαν ἔλθει αὐτοί, ποὺ κουβαλοῦσαν τὸν δύστυχο ἐκεῖνο παράλυτο; Δὲν ἄκουσε τὶς φωνές τους νὰ τοὺς ἀνοίξουν δρόμο νὰ περάσουν; Δὲν μποροῦσε νὰ προστάξει νὰ γίνει τοῦτο; Ναί, τὰ ἤξερε καὶ τὰ ἄκουγε, ἀλλὰ σιωπᾶ. Κι ἔπειτα, ὅταν ἔβγαιναν πάνω στὴ στέγη μὲ κίνδυνο πρῶτα τοῦ παραλύτου, εἶναι φανερό, πὼς καὶ σκάλες ἔμπαιναν καὶ σχοινιὰ ἁπλώνονταν καὶ ξύλα καὶ κτύποι καὶ φωνὲς ἀκούγονταν. Κι ὅμως, πάλιν ὁ Ἰησοῦς σιωπᾶ. Κι ὅταν τέλος πάντων βγῆκαν πάνω στὴ σκέπη καὶ ἄρχισαν νὰ τὴν ἀποστεγάζουν καὶ νὰ κατεβάζουν τὸν παράλυτο, πάλιν γίνονται κτύποι βαρύτεροι καὶ φωνὲς ἰσχυρότερες, ὅσες ἀκούγονται ὅταν ἄνθρωποι κατεβάζουν ἀπὸ ψηλὸ τόπο μεγάλο βάρος. Ὅλα αὐτὰ ἀσφαλέστατα καὶ ἔβλεπε καὶ ἄκουγε ὁ Δεσπότης Χριστός, ἀλλ᾿ ἐσιώπα. Τότε μόνον ἄνοιξε τὸ ἄχραντο στόμα Του καὶ ὁμίλησε, ὅταν εἶδε μπροστά Του τὸν παράλυτο κατακείμενο. Τότε μόνον ἐξεφώνησε: «Παιδί μου, σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες», κι ἔπειτα «Σ᾽ ἐσένα λέγω, σήκωσε τὸ κρεββάτι σου καὶ πήγαινε ὑγιὴς στὸ σπίτι σου». Γιατί ὅμως ἐνήργησε ἔτσι ὁ φιλάνθρωπος Κύριος; Τοῦτο, ἀδελφοί μου Χριστιανοί, εἶναι μάθημα ἅγιο, πρόξενο μεγάλης ψυχικῆς ὠφέλειας. Μ᾿ αὐτὸ μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος ὅτι τότε αὐτὸς ἐκπληρώνει τὰ αἰτήματά μας καὶ μᾶς προφθάνει στὶς ποικίλες ἀνάγκες καὶ περιστάσεις, ὅταν δώσουμε ἐξετάσεις πίστης καὶ ἀγάπης θερμῆς  σ᾿ Αὐτόν, κι ὅταν πρῶτα πράξουμε ὅ,τι εἶναι ἀνθρωπίνως δυνατὸν νὰ κάνουμε σὲ μία περίσταση. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε κάνει ὁ παράλυτος. Κι ὄχι μόνο αὐτός, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν καὶ τὸν μετέφεραν ἐκεῖ. Γι᾿ αὐτό, ἂς προσέξουμε τί λέει τὸ Εὐαγγέλιο: «Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν», δηλαδὴ ὅλων, καὶ τοῦ παραλύτου καὶ τῶν μεταφορέων του. Καί, ποιό τὸ ἀποτέλεσμα; Πῶς ἀντάμειψε ὁ Κύριος τούτη τὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα, τὴν ἀγάπη; Συγχώρησε πρῶτα τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀσθενῆ, γιὰ τὶς ὁποῖες φαίνεται ὅτι ἐπέτρεψε νὰ πάσχει. Καί, ὕστερα, τοῦ δώρησε καὶ τὴν πλήρη ὑγεία τοῦ σώματος. Αὐτός, ποὺ τὸν ἔπαιρναν οἱ τέσσερεις, ἐν ριπῇ χρόνου σηκώθηκε ἐπάνω καί, τόσο γερὸς αἰσθάνθηκε, ποὺ σήκωσε μόνος του καὶ τὸ ξυλοκρέββατό του καὶ ἐπέστρεψε χαρούμενος καὶ δοξάζοντας τὸν Θεὸ στὸ σπίτι του!

Ἀδελφοί μου, ἂς σταθοῦμε λίγο καὶ στοὺς τέσσερεις μεταφορεῖς τοῦ παραλύτου. Τὸ πρῶτο ποὺ παρατηροῦμε εἶναι ὅτι τοὺς ἐμπνέει ἡ ἀγάπη. Ὕστερα, ἡ τόλμη τῆς ἀγάπης, ποὺ γίνεται ἐφευρηματική, ὅταν χρειάστηκε νὰ κατεβάσουν τὸν ἄρρωστό τους ἀπὸ τὴ στέγη. Ὑπάρχει ὅμως κι ἕνα τρίτο σπουδαῖο στοιχεῖο στὴ στάση τους, τὸ θεμέλιο θὰ λέγαμε τῆς ἀγάπης τους. Κι αὐτὸ εἶναι ἡ πίστη, ἡ θερμὴ πίστη στὸν Θεό, ποὺ τοὺς ἔκανε νὰ ἐλπίζουν καὶ νὰ μὴν ὑποχωροῦν σ᾿ ὅποιο ἐμπόδιο, ὅτι ὁ Κύριος μποροῦσε ἐκεῖνο τὸν ἄταφο νεκρό, ποὺ κουβαλοῦσαν, νὰ τὸν κάνει ὑγιή. Καὶ ἡ πίστη καὶ ἀγάπη τους ἀμείφθηκε πλούσια! Ἡ στάση τούτων τῶν τεσσάρων ἀγνώστων ἐναρέτων ἀνδρῶν, ποὺ τὴν ἐμπνέει ἡ πίστη καὶ καθοδηγεῖ ἡ ἀγάπη, πρέπει νὰ ἀποτελέσουν ὑπόδειγμα πρὸς μίμηση καὶ σ᾿ ἐμᾶς, μπροστὰ στὶς τόσες ἀνάγκες καὶ προκλήσεις τῆς ἐποχῆς μας. Ἂς ὑπενθυμίσουμε μερικὲς ἀπ᾿ αὐτές: Ἄρρωστοι ξεχασμένοι σὲ νοσοκομεῖα καὶ διάφορα ἱδρύματα. Ἄνθρωποι, ποὺ πέρα ἀπὸ τὸν σωματικό τους πόνο, τοὺς βασανίζει ἡ μοναξιὰ καὶ ἡ ἐγκατάλειψη. Ποὺ νοιώθουν, πὼς τοὺς ἔχουν ξεχάσει οἱ πάντες. Ἀκόμη, ἄνθρωποι ἀνήμποροι ἢ ἀνάπηροι, ποὺ περνοῦν τὴ ζωή τους σὲ ἀναπηρικὸ καροτσάκι ἢ κλεισμένοι στοὺς τέσσερεις τοίχους ἑνὸς δωματίου. Θέλουν κι αὐτοὶ κάποιο νὰ τοὺς πάρει μιὰ βόλτα. Νὰ τοὺς μεταφέρει στὴν Ἐκκλησία. Ἔχουν τὶς ἄλλες ἀνάγκες τους. Κι ἄλλοι, ποὺ εἶναι κατάκοιτοι, κι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ λίγη περιποίηση, κουβέντα, συντροφιά. Μπροστὰ σ᾿ αὐτοὺς ἔχουμε ὁ καθένας τὶς εὐθύνες μας, τὴν εὐθύνη τῆς ἀγάπης, τῆς μαρτυρίας Χριστοῦ. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐργασθοῦμε, νὰ ἀγωνισθοῦμε γιὰ τὴ σωτηρία μας.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, διερχόμαστε ὡς ἔθνος, ὡς κράτος, ὧρες δύσκολες, δοκιμασίες μεγάλες, τὶς ὁποῖες ἀσφαλῶς ἐπέτρεψε ἡ πατρικὴ Πρόνοια, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ καλό μας, γιὰ τὴ σωτηρία μας. Διότι ὅλοι μας, «ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν» ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ παραβήκαμε ποικιλότροπα τὸ ἅγιό Του θέλημα. Καὶ οἱ δοκιμασίες εἶναι ἡ ἄλλη ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἔλθουμε σὲ συναίσθηση, σὲ μετάνοια, σὲ διόρθωση. Διερχόμαστε μία κατεξοχὴν περίοδο μετανοίας, τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ἂς τὴν ἐκμεταλλευθοῦμε πνευματικά. Ὁ Θεός, ὅπως εἴδαμε, δὲν θέλει λόγια. Θέλει ἔργα. Ἔργα μετάνοιας, ταπείνωσης, ἐξομολόγησης, ἔργα ἀγάπης στοὺς ποικιλότροπα πάσχοντες καὶ στερημένους ἐμπερίστατους ἀδελφούς, ποὺ συνεχῶς, φαίνεται, θὰ αὐξάνονται. Ἂς δώσουμε χεῖρα βοηθείας σ᾿ ὅποιον τὴ χρειάζεται. Κι ἂν μαζὶ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη σμίξουμε τὰ ἔργα τῆς μετάνοιας, νὰ εἴμαστε βέβαιοι, πὼς θὰ ἔλθει πλούσιο τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ πάλιν στὸν τόπο μας. Πάντοτε νὰ ἐλπίζουμε. Καὶ θὰ ἀξιωθοῦμε καὶ τούτη τὴν πρόσκαιρη ζωὴ νὰ διέλθουμε εἰρηνικὰ καὶ στὴν ἄλλη, τὴν αἰώνια καὶ ἀτελεύτητη νὰ εἰσέλθουμε, μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὶς πρεσβεῖες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ὅλων τῶν ἁγίων. Ἀμήν!