Σήμερα ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός βρίσκεται πάνω στο σταυρό και εμείς εορτάζουμε, για να μάθεις ότι ο σταυρός είναι εορτή και πανήγυρη πνευματική. Γιατί προηγουμένως ο σταυρός ήταν η λέξη που σήμαινε καταδίκη, τώρα όμως έγινε αντικείμενο τιμής. Προηγουμένως ήταν σύμβολο καταδίκης, τώρα όμως είναι η προϋπόθεση της σωτηρίας μας.
Γιατί αυτός ο σταυρός μας προξένησε άπειρα αγαθά, αυτός μας απάλλαξε από την πλάνη της ειδωλολατρίας, αυτός μας φώτισε ενώ ζούσαμε μέσα στο σκοτάδι, αυτός μας συμφιλίωσε με το Θεό, ενώ είχαμε γίνει εχθροί του, αυτός μας έκανε φίλους του, ενώ είχαμε αποξενωθεί άπ’ αυτόν, αυτός μας έφερε κοντά στο Θεό, ενώ ήμαστε μακριά του. Αυτός εξαφάνισε την έχθρα, αυτός εξασφάλισε την ειρήνη, αυτός έγινε για μας θησαυροφυλάκιο άπειρων αγαθών. Εξ αιτίας του δεν περιπλανιόμαστε πια στις έρημους, γιατί γνωρίσαμε τον αληθινό δρόμο. Δε ζούμε πια έξω από τη βασιλεία των ουρανών, γιατί βρήκαμε την είσοδό της. Δε φοβόμαστε πια τα πυρωμένα βέλη τού διαβόλου, γιατί είδαμε την πηγή. Χάρη σ’ αυτόν δε βρισκόμαστε πια σε χηρεία, γιατί αποκτήσαμε το γαμβρό. Δε φοβόμαστε το λύκο, γιατί έχουμε τον καλό ποιμένα. Γιατί λέγει ο Χριστός· «Εγώ είμαι ο ποιμένας ο καλός»1. Χάρη σ’ αυτόν δεν τρέμουμε τον τύραννο, γιατί είμαστε κοντά στο βασιλιά. Γι’ αυτό εορτάζουμε και τιμούμε το σταυρό. Έτσι παράγγειλε και ο Παύλος να εορτάζουμε το σταυρό. Διότι λέγει· «Ας εορτάζουμε όχι με την παλιά ζύμη, αλλά με άζυμα ειλικρίνειας και αλήθειας»2. Έπειτα, αφού πρόσθεσε την αιτία, συνέχισε˙ «Γιατί το Πάσχα το δικό μας είναι ο Χριστός, που θυσιάσθηκε για τη σωτηρία μας»3.
Βλέπεις γιατί παραγγέλλει να εορτάζουμε το σταυρό; Γιατί επάνω στο σταυρό θυσιάσθηκε ο Χριστός. Και όπου γίνεται θυσία, εκεί εξαφανίζονται τα αμαρτήματα, εκεί γίνεται συμφιλίωση με τον Κύριο, εκεί γίνεται εορτή και χαρά. «Το Πάσχα, το δικό μας είναι ο Χριστός, που θυσιάσθηκε για μας». Και πες μου, που θυσιάσθηκε; Πάνω σε σταυρό που στήθηκε ψηλά. Είναι καινούριο το θυσιαστήριο αυτής της θυσίας, επειδή και η θυσία είναι καινούρια και αξιοθαύμαστη. Γιατί ο ίδιος ήταν και θύμα και ιερέας. Θύμα, κατά το σώμα του, και Ιερέας, κατά την πνευματική του φύση. Ο ίδιος και πρόσφερε τη θυσία και προσφερόταν σωματικά. Άκουσε λοιπόν πως μας φανέρωσε ο Παύλος αυτά τα δύο. «Κάθε αρχιερέας», λέγει, «ξεχωρίζεται από τους ανθρώπους και γίνεται αρχιερέας για την ωφέλεια των ανθρώπων. Γι’ αυτό λοιπόν ήταν ανάγκη να έχει και ο Χριστός κάτι που να το προσφέρει σαν θυσία. Και πρόσφερε αυτός τον εαυτό του»4. Και αλλού λέγει, ότι «Ο Χριστός που θυσιάσθηκε μια φορά για να βαστάξει πάνω του τις αμαρτίες των πολλών, θα φανεί σ’ εκείνους που τον περιμένουν για να τους σώσει»5. Να, στη μία περίπτωση θυσιάσθηκε, ενώ στην άλλη θυσίασε τον εαυτό του. Είδες πως έγινε και θύμα και Ιερέας, και πως ο σταυρός ήταν θυσιαστήριο;
Και για ποιο λόγο, θα πει κάποιος, δεν έγινε η θυσία του μέσα στο ναό, αλλά έξω από την πόλη και τα τείχη; Για να πραγματοποιηθεί η προφητεία που έλεγε· «Τον λογάριασαν ανάμεσα στους κακούργους»6. Και για ποιο λόγο, σφάζεται πάνω σε σταυρό που στήθηκε ψηλά και όχι κάτω από στέγη; Για να καθαρίσει την ατμόσφαιρα, γι’ αυτό θυσιάσθηκε ψηλά, χωρίς να υπάρχει από πάνω του στέγη, αλλά ο ουρανός. Καθαριζόταν λοιπόν η ατμόσφαιρα, επειδή θυσιαζόταν ψηλά το πρόβατο. Καθαριζόταν όμως και η γη, επειδή έσταζε πάνω της το αίμα από την πλευρά του. Γι’ αυτό δε θυσιάσθηκε κάτω από στέγη, γι’ αυτό δε θυσιάσθηκε στο ναό των Ιουδαίων, για να μη νομίσεις ότι προσφέρεται αυτή για χάρη μόνο τού ιουδαϊκού έθνους. Γι’ αυτό θυσιάσθηκε έξω από την πόλη και τα τείχη, για να μάθεις ότι η θυσία έγινε για όλους τους ανθρώπους, ότι η προσφορά έγινε για όλη τη γη, για να μάθεις ότι ο καθαρμός είναι γενικός και όχι μερικός, όπως γινόταν στους Ιουδαίους.
Γι’ αυτό παράγγειλε ο Θεός στους Ιουδαίους ν’ αφήσουν όλη τη γη και σ’ ένα τόπο να προσφέρουν τις θυσίες τους και να προσεύχονται, επειδή όλη η γη ήταν ακάθαρτη, επειδή υπήρχαν πάνω της καπνός και μυρωδιά ψημένων κρεάτων και όλες οι άλλες ακαθαρσίες από τις ειδωλολατρικές θυσίες. Για μας όμως, από τότε που ήρθε ο Χριστός και καθάρισε όλη την οικουμένη, όλος ο τόπος έγινε τόπος προσευχής. Γι’ αυτό και ο Παύλος με πεποίθηση συμβούλευε να προσευχόμαστε χωρίς φόβο παντού, λέγοντας τα εξής· «Θέλω να προσεύχονται οι άνδρες σε κάθε τόπο και να σηκώνουν προς τον ουρανό καθαρά χέρια»7. Είδες πως καθαρίσθηκε η οικουμένη; Από τον τόπο της θυσίας του λοιπόν μπορούμε παντού να υψώνουμε προς τον ουρανό χέρια καθαρά, γιατί όλη η γη αγιάσθηκε και έγινε αγιότερη από τα άγια των αγίων. Γιατί εκεί θυσιάσθηκε πρόβατο που δεν είχε λογικό, εδώ όμως πρόβατο πνευματικό. Και όσο πιο μεγάλη είναι η θυσία, τόσο πιο πολύς είναι και ο αγιασμός. Γι’ αυτό εορτάζουμε το σταυρό.
Θέλεις να μάθεις και άλλο κατόρθωμα τού σταυρού; Τον παράδεισο μας άνοιξε σήμερα, που ήταν κλεισμένος περισσότερο από πέντε χιλιάδες χρόνια8. Γιατί αυτή την ημέρα, αυτή την ώρα έβαλε μέσα στον παράδεισο το ληστή ο Θεός και έκαμε δύο κατορθώματα· το πρώτο, ότι άνοιξε τον παράδεισο, και το δεύτερο, ότι έβαλε μέσα το ληστή. Σήμερα μας έδωσε πάλι την παλιά πατρίδα μας, σήμερα μας έφερε πάλι στην πόλη των προγόνων μας και χάρισε κατοικία σ’ όλο το ανθρώπινο γένος. Γιατί είπε ο Χριστός· «Σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο»9. Τι λέγεις; Σταυρώθηκες και καρφώθηκες και υπόσχεσαι παράδεισο; Ναι, λέγει, για να μάθεις καλά τη δύναμή μου που έχω επάνω στο σταυρό. Επειδή δηλαδή το γεγονός ήταν λυπηρό, για να μη προσέξεις στη σταύρωση, αλλά για να μάθεις τη δύναμη του σταυρωμένου, επάνω στο σταυρό κάνει αυτό το θαύμα, που δείχνει ιδιαίτερα τη δύναμη του. Γιατί όχι όταν ανέστησε νεκρό, ούτε όταν επιτίμησε τη θάλασσα και τους ανέμους, ούτε όταν απομάκρυνε τους δαίμονες, αλλά όταν τον σταύρωναν, όταν τον κάρφωναν, όταν τον ειρωνεύονταν, όταν τον κακολογούσαν κατόρθωσε ν’ αλλάξει την πονηρή σκέψη του ληστή, για να δεις τη δύναμη του και από τις δύο πλευρές. Και ολόκληρη την κτίση δηλαδή συγκλόνισε, και τις πέτρες ράγισε, και την ψυχή του ληστή, που ήταν πιο αναίσθητη από την πέτρα, τη συγκίνησε και την τίμησε.
«Γιατί σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο», λέγει. Αν και τα Χερουβείμ φρουρούσαν τον παράδεισο, αυτός όμως ήταν κύριος και των Χερουβείμ. Εκεί περιφέρεται πύρινη ρομφαία, άλλ’ αυτός έχει εξουσία πάνω στη φλόγα και την κόλαση και τη ζωή και το θάνατο. Αν και κανείς βασιλιάς δε θα μπορούσε ποτέ ν’ ανεχθεί κάποιο ληστή ή κάποιον άλλον άνθρωπο να καθίσει κοντά του και να τον φέρει έτσι μέσα σε κάποια πόλη. Αλλά ο Χριστός το έκαμε αυτό και, καθώς μπαίνει μέσα στην ιερή πατρίδα, φέρει μαζί του το ληστή, όχι γιατί περιφρονούσε τον παράδεισο, όχι για να τον προσβάλει με την παρουσία του ληστή, αλλά μάλλον για να τον τιμήσει. Γιατί αυτό ήταν τιμή για τον παράδεισο, να έχει δηλαδή τέτοιον κύριο, που έκαμε και το ληστή άξιο ν’ απολαύσει τον παράδεισο. Και όταν έβαλε τελώνες και πόρνες στη βασιλεία των ουρανών, δεν το έκαμε γιατί ήθελε να την περιφρονήσει, αλλά περισσότερο την τιμούσε, αποδεικνύοντας ότι τέτοιος είναι ο Κύριος της βασιλείας των ουρανών, που κάνει και πόρνες και τελώνες τόσο εκλεκτούς, ώστε ν’ αποδειχθούν άξιοι για την τιμή και την ευεργεσία αυτή. Όπως δηλαδή θαυμάζουμε πάρα πολύ έναν ιατρό τότε, όταν τον δούμε να θεραπεύει και να επαναφέρει την υγεία σ’ ανθρώπους που έπασχαν από ανίατες ασθένειες, έτσι είναι δίκαιο να θαυμάζουμε και το Χριστό, όταν θεραπεύει ανίατα τραύματα, όταν ξαναδίνει σε τελώνη και πόρνη τόση υγεία, ώστε ν’ αποδειχθούν άξιοι για τη βασιλεία των ουρανών.
Και τι το σπουδαίο έκαμε ο ληστής, θα πει κάποιος, για να κερδίσει τον παράδεισο μετά τη σταύρωση του;
Θέλεις να σου πω σύντομα το κατόρθωμα του; Όταν ο Πέτρος τον αρνήθηκε χωρίς να είναι στο σταυρό, τότε εκείνος τον πίστεψε καθώς ήταν επάνω στο σταυρό. Και δεν τα λέγω αυτά για να κατηγορήσω τον Πέτρο, μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά γιατί θέλω να δείξω τη μεγαλοψυχία του ληστή. Ο μαθητής δεν άντεξε την απειλή ενός ασήμαντου κοριτσιού, ο ληστής όμως, αν και έβλεπε να στέκεται γύρω ολόκληρος λαός, που φώναζε, και έκανε σαν τρελλός, και βλασφημούσε και περιγελούσε, δεν τα έδωσε σημασία αυτά, ούτε πρόσεξε τη φαινομενική αδυναμία εκείνου που σταυρωνόταν, αλλά, παραβλέποντας με τα μάτια της πίστης όλα αυτά και ξεπερνώντας τα ασήμαντα εμπόδια, αναγνώρισε τον Κύριο των ουρανών και αφού τον παρακάλεσε τού είπε- «Θυμήσου με, Κύριε, όταν φθάσεις στη βασιλεία σου»10. Ας μη προσπεράσουμε λοιπόν επιπόλαια αυτόν το ληστή, ούτε να ντραπούμε να τον θεωρήσουμε διδάσκαλό μας, αυτόν που ο Κύριός μας δεν ντράπηκε να τον οδηγήσει πρώτο στον παράδεισο. Ας μη ντραπούμε να θεωρήσουμε διδάσκαλό μας τον άνθρωπο, που πρώτος άπ’ όλο τον κόσμο φάνηκε άξιος να μπει στη βασιλεία των ουρανών, άλλ’ ας εξετάσουμε το καθετί με προσοχή, για να μάθουμε τη δύναμη του σταυρού. Δεν είπε στο ληστή, όπως στον Πέτρο, «Ακολούθησε με και θα σε κάνω ικανό να ψαρεύεις ανθρώπους»11, ούτε τού είπε, όπως είπε στους δώδεκα μαθητές του, ότι «θα καθίσετε σε δώδεκα θρόνους να δικάζετε τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ»12. Και μάλιστα δεν του είπε ούτε μία λέξη. Δεν τού έδειξε θαύμα, ούτε είδε αυτός ν’ ανασταίνει κάποιο νεκρό, ούτε να διώχνει δαίμονες. Δεν είδε τη θάλασσα να υπακούει στην προσταγή του, ούτε τού είπε κάτι για τη βασιλεία των ουρανών, ούτε για την κόλαση, και ενώπιον όλων πίστεψε σ’ αυτόν, και μάλιστα τη στιγμή που ο άλλος ληστής ήταν σταυρωμένος μαζί του, για να πραγματοποιηθούν τα λόγια τού προφήτη, ότι «Λογαριάσθηκε ανάμεσα στους κακούργους»13.
Ήθελαν λοιπόν οι Ιουδαίοι να συκοφαντήσουν τη δόξα του και με κάθε τρόπο τον έβριζαν μ’ αυτά που έκαμναν. Η αλήθεια όμως από παντού έλαμπε και αυξανόταν με τις αντιδράσεις τους. Τον ειρωνευόταν λοιπόν ο άλλος ληστής. Είδες τον ένα και τον άλλο ληστή; Και οι δύο είναι πάνω στο σταυρό, και οι δύο γιατί ήταν ληστές, και οι δύο γιατί έδειξαν κακή διαγωγή. Δεν είχαν όμως και οι δύο το ίδιο τέλος, άλλ’ ο ένας κληρονόμησε τη βασιλεία των ουρανών και ο άλλος πήγε στην κόλαση. Έτσι έγινε και χθες. Μαθητές ήταν οι ένδεκα, μαθητής και ο Ιούδας. Εκείνοι μεν έλεγαν, «Που θέλεις να σου ετοιμάσουμε να φάγεις το Πάσχα;»14, ενώ αυτός ετοιμαζόταν για την προδοσία και έλεγε˙ «Τι θέλετε να μου δώσετε, για να σας τον παραδώσω;»14α. Και εκείνοι ετοιμάζονταν να τον περιποιηθούν και να πάρουν μέρος στη θεία μυσταγωγία, αυτός όμως τον προσκυνάει. Ο ένας τον βρίζει, ο άλλος τον επαινεί και κλείνει το στόμα του βλάσφημου λέγοντας· «Ούτε το Θεό δε φοβάσαι εσύ; Γιατί εμείς απολαμβάνουμε όπως άξιζε για εκείνα που κάναμε»15.
Είδες το θάρρος του ληστή; Είδες το θάρρος του επάνω στο σταυρό; Είδες την πίστη του την ώρα της τιμωρίας του και την ευσέβεια του την ώρα τού βασανισμού του; Ποιος λοιπόν δε θα ένιωθε κατάπληξη για το ότι ήταν κύριος τού εαυτού του, για το ότι είχε τα λογικά του, αν και τον είχαν τρυπήσει με καρφιά; Αυτός όμως δεν ήταν μόνο κύριος τού εαυτού του, αλλά και αδιαφορούσε για τα βάσανά του και φρόντιζε για τα βάσανα των άλλων, και έγινε διδάσκαλος επάνω στο σταυρό και κατακρίνει τον άλλο ληστή και τού λέγει˙ «Ούτε το Θεό δε φοβάσαι εσύ;». Να μη προσέχεις, λέγει, στο επίγειο δικαστήριο· υπάρχει άλλος κριτής αόρατος, υπάρχει δικαστήριο αμερόληπτο. Να μη βλέπεις λοιπόν επειδή καταδικάσθηκε στη γη, γιατί δε γίνονται αυτά στον ουρανό. Εδώ δηλαδή στο επίγειο δικαστήριο και δίκαιοι καταδικάζονται, και άδικοι αθωώνονται, και ένοχοι δεν παθαίνουν τίποτε, και αθώοι τιμωρούνται. Γιατί οι δικαστές κάνουν πολλά λάθη θεληματικά ή άθελα τους, ή γιατί δε γνωρίζουν το δίκαιο και εξαπατούνται, ή γιατί το γνωρίζουν, αλλά, επειδή εξαγοράζονται με χρήματα, παίρνουν πολλές φορές άδικη απόφαση. Στον ουρανό όμως δεν συμβαίνει τίποτε τέτοιο. Γιατί ο Θεός είναι δίκαιος κριτής και η απόφαση του θα βγει σαν το φως χωρίς να έχει δόλο ούτε άγνοια. Για να μη λέγει λοιπόν, ότι καταδικάσθηκε στη γη και τιμωρήθηκε, τον ανέβασε στο ουράνιο δικαστήριο. Τού θύμισε εκείνο το φοβερό βήμα, λέγοντας περίπου αυτά· Πρόσεχε εκεί και δε θα ρίξεις καταδικαστική ψήφο, ούτε θα συμφωνήσεις με τους ανήθικους δικαστές της γης, αλλά θα παραδεχθείς τη δίκη που γίνεται στους ουρανούς. Είδες την πίστη τού ληστή; Είδες σύνεση και διδασκαλία του; Αμέσως από το σταυρό πήδησε στον ουρανό.
Έπειτα, αποστομώνοντας με το παραπάνω αυτόν, τού λέγει· «Δε φοβάσαι, γιατί τιμωρηθήκαμε με την ίδια ποινή;». Τι σημαίνει, «ότι εν τω αυτώ κρίματι έσμεν;». Ότι τιμωρηθήκαμε με τον ίδιο τρόπο. Μήπως λοιπόν και εσύ δεν είσαι πάνω στο σταυρό; Βρίζοντας λοιπόν το Χριστό, προσβάλλεις τον εαυτό σου αντί γι’ αυτόν. Γιατί, όπως ο αμαρτωλός, όταν κατηγορεί άλλον αμαρτωλό, κατηγορεί τον εαυτό του και όχι τον άλλο, έτσι και αυτός που βρίσκεται σε συμφορά και βρίζει τον άλλο για τη συμφορά του βρίζει τον εαυτό του και όχι τον άλλο. «Γιατί τιμωρηθήκαμε με την ίδια ποινή». Του διαβάζει αποστολικό νόμο και τού λέγει τα λόγια τού Ευαγγελίου, «Μη κατακρίνετε, για να μη κατακριθείτε»16. «Γιατί τιμωρηθήκαμε με την ίδια ποινή». Τι κάνεις, ληστή; Προσπαθώντας ν’ απολογηθείς για το Χριστό, τον έκαμες σύντροφο του ληστή; Όχι, λέγει. Εξαφανίζω την υποψία αυτή με τα παρακάτω. Για να μη νομίσεις δηλαδή ότι εξ αιτίας της ίδιας τιμωρίας τον έκαμε και σύντροφο τους στην αμαρτία, πρόσθεσε τη διόρθωση και είπε˙ «Και εμείς βέβαια δίκαια τιμωρηθήκαμε, γιατί άξια παθαίνουμε γι’ αυτά που κάναμε».
Είδες τέλεια εξομολόγηση; Είδες πως απαλλάχθηκε από τις αμαρτίες του επάνω στο σταυρό; Γιατί λέγει ο προφήτης· «Να λέγεις πρώτος εσύ τις αμαρτίες σου, για να συγχωρηθείς»17. Κανείς δεν τον ανάγκασε, κανείς δεν τον πίεσε, αλλά ο ίδιος κατηγόρησε τον εαυτό του λέγοντας· «Και εμείς βέβαια δίκαια τιμωρηθήκαμε, γιατί παθαίνουμε άξια γι’ αυτά που κάναμε. Αυτός όμως δεν έκαμε κανένα κακό». Και ύστερα λέγει· «Θυμήσου με, Κύριε, στη βασιλεία σου». Δεν τόλμησε να πει πρώτα, «Θυμήσου με στη βασιλεία σου», ώσπου με την εξομολόγηση πέταξε από πάνω του το φορτίο των αμαρτιών του. Βλέπεις πόσο μεγάλο πράγμα είναι η εξομολόγηση; Εξομολογήθηκε, και άνοιξε τον παράδεισο· εξομολογήθηκε, και απέκτησε τόσο θάρρος, ώστε από ληστής που ήταν να ζητήσει τη βασιλεία των ουρανών. Βλέπεις πόσα αγαθά μας προξένησε ο σταυρός; Αναλογίζεσαι τη βασιλεία των ουρανών; Πες μου λοιπόν, βλέπεις κάτι τέτοιο; Αυτά που βλέπεις είναι καρφιά και σταυρός, άλλ’ ο σταυρός αυτός, λέγει, είναι το σύμβολο της βασιλείας των ουρανών. Γι’ αυτό τον ονομάζω βασιλιά, επειδή τον βλέπω να σταυρώνεται. Γιατί είναι χαρακτηριστικό του βασιλιά να πεθαίνει για τη σωτηρία των υπηκόων του. Ο ίδιος ο Χριστός είπε˙ «Ο ποιμένας ο καλός θυσιάζει τη ζωή του για τη σωτηρία των προβάτων του»18. Επομένως και ο βασιλιάς ο καλός θυσιάζει τη ζωή του για τη σωτηρία των υπηκόων του. Επειδή λοιπόν θυσίασε τη ζωή του, γι’ αυτό τον ονομάζω βασιλιά. «Θυμήσου με, Κύριε, στη βασιλεία σου».
Είδες πως ο σταυρός είναι σύμβολο και της βασιλείας των ουρανών; Θέλεις να μάθεις αυτό και από αλλού; Δεν τον άφησε στη γη ο Χριστός, αλλά τον πήρε μαζί του και τον ανέβασε στον ουρανό. Από που φαίνεται αυτό; Επειδή πρόκειται να έρθει με το σταυρό στη δεύτερη και ένδοξη παρουσία του, για να μάθεις πόσο σεβαστό πράγμα είναι ο σταυρός, γι’ αυτό και τον ονόμασε δόξα. Άλλ’ ας δούμε πως θα έρθει με το σταυρό, γιατί είναι ανάγκη να σάς φέρω την απόδειξη. «Εάν σας πουν», λέγει ο Χριστός, «να, ο Χριστός είναι στα ιδιαίτερα δωμάτια, να είναι στην έρημο, μη βγείτε να τον συναντήσετε»19, και εννοεί τη δεύτερη παρουσία του την ένδοξη και αναφέρεται στους ψευδόχριστους, στους ψευδοπροφήτες και στον αντίχριστο, για να μη πλανηθεί κανείς και πέσει στην παγίδα του. Επειδή δηλαδή ο αντίχριστος θα έρθει πριν από το Χριστό, για να μη πέσει κανείς στο στόμα τού λύκου, αναζητώντας τον ποιμένα, γι’ αυτό σου αναφέρω ένα σημάδι της παρουσίας τού ποιμένα. Επειδή λοιπόν η πρώτη του παρουσία στον κόσμο έμεινε απαρατήρητη, για να μη νομίσεις ότι και η δεύτερη θα γίνει με τον ίδιο τρόπο, έδωσε αυτό το σημάδι. Γιατί η πρώτη του παρουσία δικαιολογημένα έμεινε απαρατήρητη, επειδή ήρθε να βρει το χαμένο πρόβατο. Η δεύτερη όμως δε θα γίνει έτσι. Αλλά πως; πες μου. «Όπως η αστραπή βγαίνει από την ανατολή και φαίνεται μέχρι τη δύση, έτσι θα γίνει και η παρουσία του Υιού του ανθρώπου»20. Θα φανεί σ’ όλους μαζί και δε θα χρειασθεί να ερωτήσει κανείς, αν ο Χριστός είναι εδώ ή εκεί. Όπως λοιπόν όταν φαίνεται μία αστραπή δε χρειάζεται να εξετάσουμε αν φάνηκε, έτσι όταν συμβεί η δεύτερη παρουσία τού Χριστού, δε χρειάζεται να εξετάζουμε αν ήρθε ο Χριστός.
Άλλ’ εκείνο που θέλουμε ν’ αποδείξουμε είναι, αν θα έρθει με το σταυρό. Δεν πρέπει βέβαια να ξεχάσουμε την υπόσχεσή μας. Άκουσε λοιπόν τα εξής. «Τότε», λέγει· τότε, πότε; «Όταν θα έρθει ο Υιός του άνθρωπου, ο ήλιος θα σκοτισθεί και η σελήνη δε θα δώσει το φως της»21. Γιατί τόσο υπερβολικό θα είναι τότε το φως, ώστε και τα πιο λαμπρά άστρα θα κρυφθούν. «Τότε και τα άστρα θα πέσουν από τον ουρανό, τότε θα φανεί στον ουρανό και το σημάδι τού Υιού τού άνθρωπου»22. Είδες πόση είναι η δύναμη τού σταυρού; Ο ήλιος θα σκοτισθεί και η σελήνη δε θα φανεί, ο σταυρός όμως λάμπει και φαίνεται, για να μάθεις ότι είναι πιο λαμπρός και από τον ήλιο και από τη σελήνη. Και όπως όταν ένας βασιλιάς μπαίνει σε κάποια πόλη, οι στρατιώτες παίρνουν τα λάβαρα, τα σηκώνουν στους ώμους τους και προαγγέλλουν την είσοδο του, έτσι και όταν ο Κύριος θα κατεβαίνει από τους ουρανούς θα προηγούνται οι στρατιές των αγγέλων και των αρχαγγέλων και θα φέρουν στους ώμους τους το σταυρό και θα μας προαγγέλλουν τη βασιλική είσοδο του. «Τότε θα σαλευθούν οι δυνάμεις των ουρανών», λέγει, και εννοεί τους αγγέλους· θα τους πιάσει τότε πολύς τρόπος και φόβος.
Και για ποιο λόγο; πες μου. Θα είναι φοβερό το δικαστήριο εκείνο, γιατί πρόκειται όλο το ανθρώπινο γένος να δικασθεί και να παρουσιασθεί μπροστά στο φοβερό κριτή. Για ποιο λοιπόν λόγο οι άγγελοι φοβούνται και τρέμουν; αφού δεν πρόκειται αυτοί να δικασθούν. Γιατί, όπως όταν δικάζει ένας άρχοντας δε φοβούνται και τρέμουν οι ένοχοι μόνο, αλλά και οι φρουροί, που δεν αισθάνονται καμιά ένοχη, επειδή φοβούνται το δικαστή, έτσι και τότε, όταν θα δικάζεται το ανθρώπινο γένος, θα φοβούνται και οι άγγελοι, που δεν αισθάνονται καμιά ενοχή, επειδή θα φοβούνται πάρα πολύ το δικαστή. Γιατί όμως φαίνεται τότε ο σταυρός και γιατί έρχεται έχοντας το σταυρό ο Κύριος; Για να μάθουν την αχαριστία τους εκείνοι που τον σταύρωσαν, γι’ αυτό τους δείχνει αυτό το σύμβολο της ντροπής τους. Και ότι πραγματικά γι’ αυτό φέρει μαζί του το σταυρό, άκουσε τον προφήτη που λέγει˙ «Τότε θα θρηνήσουν όλες οι φυλές της γης»23, γιατί θα δουν τον κατήγορό τους και θ’ αναγνωρίσουν το σφάλμα τους. Και γιατί απορείς, εάν θα έρθει μαζί με το σταυρό, αφού τότε θα δείχνει και τις ίδιες τις πληγές του; «Γιατί θα δουν», λέγει ο προφήτης, «εκείνον που τον τρύπησαν με τη λόγχη»24. Όπως δηλαδή έκαμε στην περίπτωση του Θωμά, επειδή ήθελε να διορθώσει την απιστία τού μαθητή του, και αφού αναστήθηκε του έδειξε τα σημάδια των καρφιών και τις πληγές, και τού είπε, «Βάλε το χέρι σου και δες, γιατί το φάντασμα δεν έχει σάρκα και οστά»25, έτσι και τότε θα δείξει τις πληγές και το σταυρό, για ν’ αποδείξει ότι αυτός ήταν εκείνος που σταυρώθηκε.
Και όχι μόνο από το σταυρό, αλλά και από τα ίδια τα λόγια που είπε πάνω στο σταυρό είναι δυνατό να δούμε την ανέκφραστη φιλανθρωπία του. Γιατί ακόμη και τότε που τον σταύρωναν και τον ειρωνεύονταν και τον περιγελούσαν και τον έφτυναν, έλεγε· «Πατέρα, συγχώρησε τους την αμαρτία, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν»26. Και όταν σταυρώνεται, προσεύχεται γι’ αυτούς που τον σταύρωναν, αν και έλεγαν τα αντίθετα· «Εάν είσαι Υιός τού Θεού, κατέβα από το σταυρό και θα πιστέψουμε σε σένα»27. Άλλ’ όμως γι’ αυτό δεν κατεβαίνει από το σταυρό, επειδή είναι Υιός τού Θεού, και γι’ αυτό ήρθε, για να σταυρωθεί για τη σωτηρία μας. «Κατέβα από το σταυρό», λέγει, «και θα πιστέψουμε σε σένα». Αυτά είναι λόγια και πρόφαση για την απιστία τους. Γιατί το ότι αναστήθηκε, αν και υπήρχε ο λίθος στον τάφο του, ήταν πολύ μεγαλύτερο από το να κατεβεί από το σταυρό. Το να βγάλει από το μνήμα το Λάζαρο, που ήταν νεκρός τέσσερις ημέρες και δεμένος με τα νεκρικά σάβανα, ήταν πολύ μεγαλύτερο από το να κατεβεί από το σταυρό. Εκείνοι λοιπόν έλεγαν «Εάν είσαι Υιός τού Θεού, σώσε τον εαυτό σου». Αυτός όμως έκανε τα πάντα, για να σώσει εκείνους που τον έβριζαν, και έλεγε· «Συγχώρησε τους την αμαρτία, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν». Τι λοιπόν έγινε; Τους συγχώρησε την αμαρτία τους; Τους συγχώρησε, αν ήθελαν να μετανοήσουν. Γιατί αν δεν τους συγχωρούσε την αμαρτία, δε θα γινόταν ο Παύλος απόστολος. Αν δεν τους συγχωρούσε την αμαρτία, δε θα πίστευαν αμέσως τρεις χιλιάδες και πέντε χιλιάδες και πολλές μυριάδες. Ότι πραγματικά πίστεψαν πολλές μυριάδες Ιουδαίων, άκουσε τι λέγουν οι απόστολοι στον Παύλο· «Βλέπεις, αδελφέ, πόσες είναι οι μυριάδες των Ιουδαίων που πίστεψαν στο Χριστό;»28.
Ας μιμηθούμε λοιπόν τον Κύριο και ας προσευχόμαστε για τους εχθρούς μας. Πάλι λοιπόν καταλήγω σ’ αυτήν τη συμβουλή. Είναι η πέμπτη ημέρα σήμερα που σάς ομιλώ για το ζήτημα αυτό, όχι γιατί θέλω να σάς κατηγορήσω για απείθεια, μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά γιατί πάρα πολύ ελπίζω ότι θα πεισθείτε. Εάν όμως υπάρχουν μερικοί σκληρόκαρδοι και οργίλοι και δύστροποι, που δεν υπάκουσαν σ’ αυτά που για την προσευχή είπαμε, ίσως ντραπούν που σάς ομιλώ πολλές ημέρες και απομακρύνουν κάποτε το μίσος και τη μικροψυχία. Μιμήσου τον Κύριό σου· σταυρωνόταν, και μιλούσε στον Πατέρα για το καλό αυτών που τον σταύρωναν. Και πως μπορώ, θα πει κάποιος, να μιμηθώ τον Κύριο; Εάν θέλεις, μπορείς. Γιατί, εάν δεν μπορούσες να τον μιμηθείς, πως έλεγε, «Μάθετε από μένα, ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά»29; Εάν δεν ήταν δυνατό να τον μιμηθείς, δε θα έλεγε ο Παύλος· «Να γίνεστε μιμητές μου, όπως και εγώ γίνομαι μιμητής τού Χριστού»30. Άλλ’ όμως δε θέλεις να μιμηθείς τον Κύριο; μιμήσου το συνάνθρωπο σου, εννοώ τον απόστολο Στέφανο, γιατί και αυτός μιμήθηκε τον Κύριο. Και όπως ο Χριστός ανάμεσα στους σταυρωτές του αδιαφόρησε για τη σταύρωσή του, αδιαφόρησε για τους πόνους του και παρακαλούσε τον Πατέρα να συγχωρήσει τους σταυρωτές του, έτσι και ο διάκονος Στέφανος ανάμεσα σ’ αυτούς που τον λιθοβολούσαν, καθώς τον κτυπούσαν όλοι και δεχόταν τις πέτρες τους, αδιαφόρησε για τους πόνους που τού προκαλούσαν τα κτυπήματα και έλεγε· «Κύριε, μη λογαριάσεις σ’ αυτούς την αμαρτία αυτή»31.
Είδες πως ομιλεί ο Υιός; Είδες πως παρακαλεί ο άνθρωπος; Εκείνος λέγει· «Πατέρα, συγχώρησε τους την αμαρτία αυτή, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν», και αυτός λέγει· «Κύριε, μη τους λογαριάσεις αυτή την αμαρτία». Και για να μάθεις ότι προσεύχεται με ειλικρίνεια, δεν προσεύχεται απλά όρθιος όταν τον λιθοβολούσαν, αλλά γονάτισε και προσευχήθηκε με κατάνυξη και πολλή συμπόνοια. Θέλεις να σου δείξω και άλλο συνάνθρωπο σου που έπαθε πολύ περισσότερα άπ’ αυτόν; Ο Παύλος λέγει· «Οι Ιουδαίοι με κτύπησαν με ραβδιά, μια φορά με λιθοβόλησαν, ένα ημερόνυκτο έμεινα στο πέλαγος»32. Τι λέγει λοιπόν ύστερα άπ’ αυτά; «Θα ευχόμουν», λέγει, «να χωρισθώ εγώ ο ίδιος από το Χριστό, για χάρη των αδελφών μου Ιουδαίων, που είναι συγγενείς μου κατά σάρκα»33. Θέλεις να δεις και άλλον, όχι από την Καινή Διαθήκη, αλλά από την Παλαιά; Γιατί αυτό είναι το πάρα πολύ αξιοθαύμαστο, ότι δηλαδή τότε που δεν υπήρχε η προτροπή ν’ αγαπούν οι άνθρωποι τους εχθρούς τους, αλλά να βγάζουν μάτι αντί για μάτι, και δόντι αντί για δόντι, και ν’ ανταποδίδουν τα ίδια κακά, έφθασαν στη συμπεριφορά των αποστόλων. Άκουσε τι λέγει ο Μωυσής, που λιθοβολήθηκε πολλές φορές από τους Ιουδαίους και περιφρονήθηκε άπ’ αυτούς· «Εάν τους συγχωρήσεις την αμαρτία, συγχώρησε την διαφορετικά, σβήσε και μένα από το βιβλίο που με έγραψες»34.
Βλέπεις ότι ο καθένας θέτει την ασφάλεια των άλλων πριν από τη δική του σωτηρία; Δεν αμάρτησες καθόλου˙ γιατί θέλεις να τιμωρηθείς μαζί μ’ αυτούς; Επειδή, λέγει, δεν αισθάνομαι καθόλου την ευτυχία, όταν οι άλλοι υποφέρουν. Θα μας ήταν βέβαια αρκετά αυτά τα παραδείγματα. Αλλά για να διορθωθούμε από τα πολλά παραδείγματα, θ’ αναφέρω και κάποιον άλλο που έκαμε τις ίδιες σκέψεις. Γιατί και ο Δαυίδ, ο μακάριος και πράος εκείνος άνδρας, όταν επαναστάτησε εναντίον του όλες ο στρατός του και έδωσε όλη του τη δύναμη στον υιό του τον Αβεσαλώμ, και επιτέθηκε να καταλάβει την εξουσία και ήθελε να τον σφάξει, και έπειτα οργίσθηκε γι’ αυτό ο Θεός (γιατί τι σημασία έχει αν βρήκε άλλη πρόφαση για τη σφαγή;), και έστειλε τον άγγελό του με γυμνό το ξίφος, για να κτυπήσει από ψηλά, όταν έβλεπε ότι αφανίζονται όλοι, τι λέγει; «Εγώ ο ποιμένας αμάρτησα, και εγώ ο ποιμένας έκαμα κακό. Ας πέσει η τιμωρία σου σε μένα και στην πατρική μου οικογένεια»35.
Βλέπεις πάλι όμοια κατορθώματα; Θέλεις να σου δείξω και άλλον; Γιατί δε μας λείπει και άλλος που έκαμε τις ίδιες σκέψεις. Ο προφήτης Σαμουήλ βρίσθηκε από τους Ιουδαίους, καθαιρέθηκε, περιφρονήθηκε τόσο, ώστε ο Θεός θέλησε να τον παρηγορήσει και του είπε· «Δεν περιφρόνησαν εσένα, άλλ’ εμένα»36. Τι λοιπόν απάντησε εκείνος που περιφρονήθηκε, που προσβλήθηκε και που βρίσθηκε; «Είθε να μη κάνω τέτοια αμαρτία», λέγει, «ώστε να σταματήσω να προσεύχομαι στον Κύριο για σάς»37. Θεώρησε ότι είναι αμαρτία, το να μη προσεύχεται για τους εχθρούς του. Είθε λοιπόν να μη συμβεί ν’ αμαρτήσω έτσι, ώστε να μη προσεύχομαι για σάς. Ο Χριστός λέγει· «Πατέρα, συγχώρησε τους την αμαρτία, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν». Ο Στέφανος λέγει· «Κύριε, μη τους λογαριάσεις την αμαρτία αυτή». Ο Παύλος λέγει· «Θα ευχόμουν να γίνω ανάθεμα για χάρη των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα». Ο Μωυσής λέγει· «Εάν τους συγχωρήσεις την αμαρτία τους, συγχώρησε την διαφορετικά, σβήσε και μένα από το βιβλίο που με έγραψες». Ο Δαυίδ λέγει· «Ας πέσει η τιμωρία σου σε μένα και στην πατρική μου οικογένεια». Ο Σαμουήλ λέγει˙ «Είθε να μη κάνω τέτοια αμαρτία, ώστε να σταματήσω να προσεύχομαι στον Κύριο για σας». Πες μου λοιπόν, ποια συγγνώμη θα επιτύχουμε, όταν, ενώ ο Κύριος και οι συνάνθρωποι μας, από την Καινή και την Παλαιά Διαθήκη, όλοι μας παρακινούν να προσευχόμαστε για τους εχθρούς μας, εμείς όμως κάνουμε το αντίθετο και προσευχόμαστε για το κακό των εχθρών μας;
Μη, σας παρακαλώ, αδελφοί, μη το κάνετε αυτό. Γιατί, όσο περισσότερα είναι τα παραδείγματα, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η τιμωρία, εάν δεν τα μιμηθούμε. Είναι σπουδαιότερο να προσεύχεται κανείς για τους εχθρούς του, παρά για τους φίλους του. Γιατί δε σας ωφελεί τόσο το δεύτερο, όσο το πρώτο. «Γιατί, αν αγαπάτε εκείνους που σας αγαπούν, δεν κάνετε τίποτε το σπουδαίο», λέγει ο Χριστός· «Γιατί και οι τελώνες το ίδιο κάνουν»38. Επομένως, εάν προσευχηθούμε για τους φίλους μας, δε γίναμε καθόλου καλύτεροι από τους ειδωλολάτρες και από τους τελώνες. Όταν όμως αγαπήσουμε τους εχθρούς μας, γίναμε όσο είναι ανθρώπινο δυνατό όμοιοι με το Θεό, γιατί «Ανατέλλει τον ήλιο του σε πονηρούς και σ’ αγαθούς, και βρέχει στους δίκαιους και στους άδικους»39. Ας γίνουμε λοιπόν όμοιοι με τον Πατέρα, γιατί λέγει, «Να γίνεστε όμοιοι με τον Πατέρα σας που βρίσκεται στους ουρανούς», για ν’ αξιωθούμε και τη βασιλεία των ουρανών με τη χάρη και τη φιλανθρωπία τού Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Ιω. 10, 11.
2. Α’ Κορ. 5, 8.
3. Α’ Κορ. 5, 7.
4. Εβρ. 5, 1 και 8, 3.
5. Εβρ. 9, 28.
6. Ησ. 53, 12.
7. Α’ Τιμ. 2, 8.
8. Παλαιότερα πίστευαν ό,τι ο κόσμος δημιουργήθηκε το 5000 π.Χ. Η ίδια αντίληψη υπάρχει στην εποχή τού Χρυσοστόμου και αργότερα.
9. Λουκά 23, 43.
10. Λουκά 23, 42.
11. Ματθ. 4, 19.
12. Ματθ. 19, 28.
13. Ησ. 53, 12.
14. Ματθ. 26, 17
14α Ματθ. 26, 15.
15. 23 , 40-41.
16. Ματθ. 7, 1.
17. Ησ. 43, 26.
18. Ιω. 10, 11.
19. Ματθ. 24, 26.
20. Ματθ. 24, 27.
21. Ματθ. 24, 29.
22. Ματθ. 24, 30.
23. Αποκ. ι, 7.
24. Ζαχ. 12, 10.
25. Ιω. 20, 27· Λουκά 24, 39.
26. Λουκά 23, 34.
27. Ματθ. 27, 40.42.
28. Πράξ. 21, 20.
29. Ματθ. 11, 29.
30. Α’ Κορ. 11, 1.
31. Πράξ. 7, 60.
32. Β’ Κορ. 11, 25.
33. Ρωμ. 9, 3.
34. Εξ. 32, 31-32.
35. Β’ Βασ. 24, 17.
36. Α’ Βασ. 8, 7.
37. Α’ Βασ. 12, 23.
38. Ματθ. 5, 46.
39. Ματθ. 5, 45.
Ι. Χρυσοστόμου έργα 36, Πατερικές Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς »
Α. Πολύ ωφέλησε την ψυχή μας ο Χριστός, σαν παρακάθησε στο τραπέζι του Ζακχαίου. Γιατί όπου ο Χριστός φιλοξενείται, και κάμνει συντροφιά με τους ανθρώπους, και το πιοτό και το τραπέζι μας καταδέχεται, εκεί κατοικεί η ευφροσύνη. Γιατί ποιος τελώνης η πόρνη η απ’ εκείνους που έπραξαν όσα δε λέγονται κακά, βλέποντας τον Ποιητήν του ουρανού και της γης να εισέρχεται στο σπίτι του Τελώνη, η εκείνον που μας δίδει τα στάχυα, να λαβαίνει με τα χέρια του ανθρώπινο ψωμί, η των τσαμπιών τον χορηγό να ντύνει απ’ το κρασί και να ευλογεί τα πατητήρια, και στο μυαλό του δε θάβαζε την πράξη τούτη για μεγάλη γιορτή και λαμπρό πανηγύρι; Αληθινά γιορτή. Ευφροσύνη αγγελικής φιλοξενίας, να βλέπεις το Δεσποτη με τους δούλους· το Θεό με τους ανθρώπους· τον Κριτήν τέλος να βλέπεις μ’ εκείνους που θα κρίνει, να κάθεται το ίδιο τραπέζι. Μα για τούτον το λόγο ήρθε στη γη, χωρίς να εγκαταλείψει τον ουρανό ορφανό από τη θεϊκή δόξα· γιατί και τέλειος γενόμενος άνθρωπος, δεν έπαυσε να είναι Θεός.
Και ήρθε επί της γης και πέρασε θάλασσες για να βγάλει τους χειμαζομένους στο πέλαγος των βιοτικών φροντίδων από το βυθό της αμαρτίας, και σε πόλεις και κώμες περιόδευσε και περπάτηξε στα στενά τα μονοπάτια και στ’ απόκρημνα πατήματα, και σε γκρεμνούς στάθηκε κι αναζήτησε τους πλανεμένους για να τους επαναφέρει στην ποίμνη των, σαν ακυβέρνητα πρόβατα. Γιατί Αυτός είναι εκείνος που αναζητεί το «απολωλός πρόβατον», εκείνος που εγκαταλείπει τα ενενήντα εννέα πρόβατα και πάσχει για το ένα. Κι επειδή ζητούσε το ένα, δε σημαίνει πως καταφρονούσε τα επίλοιπα, μα κι ούτε πάλιν θυσίαζε για τα πολλά το ένα· γιατί άφηνε τα ενενήντα εννέα στη μάντρα ασφαλισμένα και σίγουρα, και τότε έτρεχε για το ένα να το σώσει απ’ την πλεκτάνη του διαβόλου. Πρόβατο χωρίς ποιμένα είναι έτοιμο δείπνο στα θηρία, και ψυχή ασφράγιστη από αρετή και χωρίς ταπείνωση και φόβον Θεού είναι στα χέρια του διαβόλου. Όθεν και τον Ζακχαίον άρπαξε σαν πρόβατο από το στόμα του λύκου και στη λογικήν αυλήν των προβάτων επανέφερε και με θεία χαρίσματα και αρετήν τον εκόσμησε. Και όπως ο ποιμήν που επιθυμεί να ξαναβρή το πλανεμένο αρνί, αφήνει φρόνιμο και πιστό του ζώο ελεύθερο να βόσκει, μη τυχόν το απαντήσει και συντροφιαστά επιστρέψουνε στη μάντρα, έτσι και ο Λόγος του Θεού τη σάρκα που δανείστηκε από την Παρθένον, σαν πρόβατο σε βοσκοτόπι, άφησε στο τραπέζι του Ζακχαίου, όπως, ένεκεν της φιλοξενίας και της συντροφιάς, τον τραβήξει προς την ποίμνην.
Β. Αλλά τούτο δεν το καταλάβαιναν οι Φαρισαίοι και σχολίαζαν με τις απαίσιές τους γλώσσες και διέβαλλαν το Χριστό που τον έβλεπαν να τρώγει με τους τελώνες. Μα σαν τα ασκιά τα παληά ανοίξανε γιατί δεν μπορούσαν να δεχτούν τον καινούριο δυνατό λόγο της διδασκαλίας. Εμείς όμως, αδελφοί, ας ακολουθήσουμε το μέγα φιλάνθρωπο στην πορείαν του. Εκείνος λοιπόν που τον Ζακχαίον τον τελώνην έφερε στο δρόμο τον καλό και στη λογική μάντρα των Αποστόλων συγκατέλεξε, εκείνος είναι που και την πόρνην την αμαρτωλήν, την εργάτιδα τόσων κακών, ετράβηξε από το φαράγγι του διαβόλου και στην ασφαλισμένη μάντρα την απέδωσε.
Για να γνωρίσετε όμως τη φιλανθρωπία του Χριστού κι από την άλλην των Φαρισαίων την παραφροσύνην και για να μάθετε της αμαρτωλής την επιστροφή, παραθέτω τούτες τις ευαγγελικές ρήσεις, και αν ακούσετε καλά και προσέξετε το ύφος, εύκολα πολύ θα βγάλετε και το νόημά τους. Ηρώτησε, λέγει, τις των Φαρισαίων τον Ιησούν, ίνα φάγη μετ’ αυτού. Και εισελθών εις τον οίκον του Φαρισαίου ανεκλίθη. Ω ανείπωτη χάρις! Ω πρωτάκουστη φιλανθρωπία που δε γνωρίζεις όρια! Και με Φαρισαίους παρακάθεται χωρίς ν’ αποδιώχνει τους τελώνες· και τις πόρνες ελεεί και με τη Σαμαρείτιδα διαλέγεται· και στη Χαναναίαν απαντά και στην αιμορροούσα το κράσπεδον του ιματίου του παραχωρεί και δεν ντρέπεται. Είναι γιατρός για όλα τα πάθη και τα θεραπεύει για να ωφελήσει όλους, τους πονηρούς και τους αγαθούς, τους αχάριστους και τους ευγνώμονες. Έτσι λοιπόν και τώρα που τον προσκαλεί ο Φαρισαίος, δέχεται, και εισέρχεται στην οικίαν του, πλην οικίαν γιομάτη με αμαρτίες. Γιατί όπου Φαρισαίος εκεί είναι η πονηρία, ο τόπος της αμαρτίας, της υπερηφανίας το «καλωσόρισες». Και σε τέτοιο σπίτι ο Κύριος δεν αρνιέται να υπάγει. Και φυσικά, γιατί ως ο ήλιος δε χάνει τη λάμψη του ακόμα και στο βόρβορο σα ρίχνει τις ακτίνες του αλλά τουναντίον τον καθαρίζει, έτσι και ο Χριστός κάθε τόπον αισχύνης και βέβηλον διαλέγει και τη βρωμερήν αμαρτία με τις ακτίνες του διαλύει, κι άσπιλος μένει πάντα ο λόγος της θεότητος.
Γ. Έτσι ευθύς επήγε στον Φαρισαίον· ήρεμος, σιωπηλός, χωρίς να ελέγξει τη ζωή του. Πρώτα για να αγιάσει τους καλεσμένους, εκείνον που τον κάλεσε, την οικίαν και της πολιτείας τα βρώματα· έπειτα για να δείξει πως δεν ήταν φάσμα η ενανθρώπησή του μα κάτι πραγματικό, πως γίνηκε δηλαδή τέλειος άνθρωπος, κάθισε στο τραπέζι γιατί εκεί έμελλε να έρθει η πόρνη και να δείξει το θερμόν και φωτεινόν τρόπο της μετανοίας. Γι’ αυτό σαν τον κάλεσε ο Φαρισαίος, ευθύς συγκατανεύει για να διδάξη παρουσία των Γραμματέων και Φαρισαίων. Όταν η πόρνη θα ομολογεί τα σφάλματά της, πως πρέπει να ζητούν συγχώρεση οι αμαρτωλοί από το Θεό και να δέχονται τη χάρη του. Ιδού γαρ, λέγει, γυνή εν τη πόλει, ήτις ην αμαρτωλός. Γυναίκα· η ανερμάτιστη φύση, το πρώτο δίχτυ του διαβόλου, η εισαγωγή της πλάνης, η διδασκάλισσα της παραβάσεως και της ανομίας. Αυτή που γίνηκε για βοήθεια του αντρός, μα πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε εχθρόν του, που δημιουργήθηκε και είναι εκ φύσεως καλή, μα που με την ίδια της τη βούληση γίνηκε κακή· αυτή που έδειξε την ωραιότητα του ξύλου και τον παράδεισον έχασε. Και ιδού γυνή, εν τη πόλει, ήτις ην αμαρτωλός, και της Εύας έφερνε τις αμαρτίες και κατάμεστη ήταν από τις δικές της. Και θα ειπώ πρώτα για την προηγούμενή της συμπεριφορά και πως σκορπούσε σπάταλα τους τρόπους της, για να αντιληφθήτε καλλίτερα την πολυτέλεια της μετανοίας.
Δ. Ο Θεός έλαβεν οστούν από την πλευράν του Αδάμ, του προσέθηκε σάρκα και έτσι έκαμε την Εύα, που και γι’ αυτό γυναίκα την κάλεσε, και την έδωσε στον Αδάμ για σύντροφό του. Αλλά μετά που αμάρτησαν και παρέβηκαν τον νόμο και διωχθήκανε από τον Παράδεισον, σαν τιμωρία τους ήρθε και ο θάνατος. Μα για να μη χαθεί ολότελα το ανθρώπινο γένος με τη φθορά του θανάτου, έρχεται ο γάμος ν’ αναχαιτίσει το θάνατο. Για να σπέρνει ο ένας κι ο άλλος να θερίζει· ο ένας να κόβει κι ο άλλος να βλασταίνει. Κι ότι μετά την εισέλαση του θανάτου δόθηκε η χάρη του γάμου, καταφάνερο είναι από το ότι ο Αδάμ μετά την έξοδο από τον Παράδεισο βρέθηκε με την Εύα. Κι έχει γραφτεί ότι σαν βγήκανε από τον Παράδεισο, τότε εγνώρισε ο Αδάμ τη γυναίκα του· προ της αμαρτίας λοιπόν ήταν η παρθενία, που διατηρούσε αμόλυντο και καθαρό το χιτώνα της φύσεως. Μετά λοιπόν από την ανομία, ύστερα από την τιμωρία του θανάτου εισέλασε ο γάμος για να εξασθενήσει το θάνατο με την άνθησή του και να τον νικήσει με την αρχοντική του βλάστηση. Και για να μη χαθή το ανθρώπινο γένος αλλά τουναντίον να πληθυνθεί ψηφίστηκε ο νόμος του γάμου. Και στον άνδρα χάρισε την ηδονή και στη γυναίκα τη θωπεία και την ωραιότητα, ωραιότητα πρόσκαιρη, όχι για να ερεθίζωνται ανάμεσό τους και να ωθούνται σε άνομες μίξεις, αλλά για να ενώνονται έννομα με το θεσμό του γάμου. Όθεν η μίξις ύστερα από νόμιμον γάμον είναι τίμια και ευλογημένη από το Θεό. Αλλά εκείνη που γίνεται για να κερδίσει η σάρκα την ηδονή, έχει μέσα της το θάνατο. Τίμιος γαρ ο γάμος εν πάσι, και η κοίτη αμίαντος· πόρνους δε και μοιχούς κρινεί ο Θεός. Όσες λοιπόν νόμιμα γνώρισαν τους άνδρες για να κάμουν παιδιά, είναι αψεγάδιαστες· όπως η Σάρρα, και η Ραβέκκα, και η Ραχήλ. Και οποιαδήποτε άλλη. Εκείνες όμως που διεγείρουν τους νέους, και τους σπρώχνουν στην ακολασία για να χαρούν την άνομη ηδονή, αυτές είναι καταδικασμένες για τη φθορά, γιατί τον ναόν του Θεού καταστρέφουν. Ει τις γαρ, λέγει, φθείρει τον ναόν του Θεού, φθερεί τούτον ο Θεός. Και από τούτες ήτανε η αμαρτωλή που λέγουμε. Κι αφού τόσον αισχρά εκμεταλλεύτηκε τη φύση, με το να χρωματίζει με φτηνή βαφή το πρόσωπό της, και με επιδεξιότητα να προσπαθεί πως να φανεί ελκυστική, έσερνε τυφλά τους νέους στην ακολασία και τους έσπρωχνε στο βάραθρο της πορνείας.
Ε. Και δεν τα λέγω αυτά, για να περιγελάσω εκείνα που έκαμε· αλλά τουναντίον για να την επαινέσω, με το να ξέρετε από που ξεκίνησε και που έφτασε. Και λέγω ποια ήτανε πρώτα, για να σας δείξω τι γίνηκε τώρα. Και όλα τα αμαρτήματά της καταλεπτώς τα ιστορώ, για να δείξω τα κατορθώματα της μετανοίας. Αλλά αυτή, που δε μεταχειρίστηκε ως έπρεπε το σώμα της· μα άλλους σαγήνευε με τις πλεξούδες των μαλλιών της, άλλους εμάγευε με τα δάκρυά της κι άλλους με τη θρασύτητά της και όλους από παντού τους ωδηγούσε στο βάραθρο της ακολασίας, αυτή τώρα τον αισχρό και σαρκικόν έρωτά της αλλάζει σε θεία και ουράνια στοργή.
Σαν είδε τον Ιησού άλλοτε να μιλά με τη Σαμαρείτιδα κι άλλοτε να σιμώνει τη Χαναναία, κι άλλη φορά να διαπιστώνει την κλοπή της αιμορροούσης, και πότε να τρώγει με τους τελώνες και πότε να επισκέπτεται τους Φαρισαίους, σκέφτηκε. Αφού τις πόρνες και τους αμαρτωλούς και τους τελώνες καταδέχεται, ως πότε θα σπαρταράω σαν ψάρι για την ηδονή και θα βυθίζομαι συνεχώς στα πελάγη της αμαρτίας; Δε θα μείνω για πάντα στον κόσμο, ούτε ωραία θα μείνω, γιατί το καθένα έχει στον καιρό του το θάνατο και όλα μαραίνονται· και τα άνθη και τα κρίνα κι οι ομορφιές του προσώπου. Και τι θα πάθω για τα έργα μου; Αρχίζω τώρα και εννοώ τη φωτιά της κολάσεως και η ψυχή μου μετανοεί, γιατί προσπαθώντας με κάθε μέσο πως να φανώ ωραιότερη για την καταστροφή των νέων, έβγαινα στους δρόμους της πολιτείας και στην αγορά κι έτρεχα στις μαζώξεις των ανθρώπων κι είχα για δίχτυ μου τα πόδια κι ως δόλωμα τις ωραίες μου κουβέντες.
Ω πόσους νεαρούς κατέστρεψα με τις ματιές μου, τις γιομάτες αναίδεια και πάθος. Κι έκαμνα πολλά φτιασίδια κι αυτό για βλάβη πάλιν εκείνων που με κυτούσαν, και πότε ύψωνα τα μαλλιά μου σε σειρές απανωτές σαν πύργο, και πότε άφηνα από ψηλά πολλές πλεξούδες αφρόντιστα να χαλούν στο μέτωπό μου. Και τα μάγουλά μου έβαφα και τα μάτια μου τα είχα πάντα με μαυράδια. Και πότε με δάκρυα ψεύτικα έκαμνα τους νέους να πέφτουνε μπροστά μου. Ω, τι θα καταντήσω για τούτα, και ποιο γιατρό θα βρω σε όλα τούτα τα πάθη; Αν εξομολογηθώ τις ανομίες μου στους ανθρώπους, ανώφελη θα είναι η εκμυστήρευσή μου· να κρύψω τα αμαρτήματά μου δε μπορώ. Κι από που να τα κρύψω μιας που το Θεό δε μπορώ να ξεγελάσω; Και που να πάω που παντού το δικαστή βρίσκω μπροστά μου; που ναι μεν δε φαίνεται μα παντού με ελέγχει; Μια ελπίδα σωτηρίας μου απομένει, μια ευκαιρία για τη ζωή· να βρω τον Ιησού και να τρέξω κοντά του. Αυτός που τους Τελώνες δέχεται δεν απαρνιέται την πόρνη. Αυτός που δειπνεί μαζί με τους Φαρισαίους δε διώχνει τα δάκρυα της αμαρτωλής. Κι επειδή ξέρω πως βρίσκεται στου Σίμωνα του Φαρισαίου, εκεί θα πάω. Μα τι να του ζητήσω σαν πάω; Την υγεία των ματιών μου; Μα είναι πρόσκαιρο το χάρισμα. Ν’ απαλλαγώ από την αρρώστεια; Μικρό το κατόρθωμα, γιατί ο αιώνιος θάνατος είναι πιο μεγάλος από τη σύντομη τούτη ζωή. Απ’ όλα θα παραιτηθώ λοιπόν, τα σωματικά, και την υγεία της ψυχής μου θα ζητήσω. Και μια λύση στα κακά και τις αμαρτίες που σώρεψα είναι να δω το Δικαστή και να προλάβω την κόλαση. Θα μιμηθώ την πόρνη τη Ραάβ, και θα ζηλέψω την ενάρετη ζωή της γυναικός. Και τίποτε άλλο δε ζητεί ο Θεός πλην της μετανοίας.
Ϛ. Και σα σκέφτηκε τούτα, που είπαμε, με ευσέβεια, και σαν μετάστρεψε τον νου της στην πίστη, έρχεται στον Ιησού με παρρησία να ομολογήση την αναίδειά της. Και δε λέγει τίποτε· δεν τολμούσεν· ήξερε πως εκείνος που εποπτεύει τους λογισμούς δεν έχει ανάγκη από λόγια. Και τι θα του έλεγε αφού όλα τα γνωρίζει! Πως αμάρτησε κι εργάστηκε την ανομία; Πως ερωτεύονταν κι απολάμβανε τις σαρκικές ηδονές; Αυτά τα ήξερε καλά ο Θεός, όχι γιατί γίνηκαν αλλά γιατί γνωρίζει και τους λογισμούς στα μύχια της καρδιάς μας. Επειδή λοιπόν εγνώριζε πως όλα είναι φανερά στο Θεό και δε μπορεί να τον ξεγελάση, σφάληξε το στόμα της κι άνοιξε τα δάκρυά της να μιλήσει. Στάσα γαρ, λέγει, παρά τους πόδας του Ιησού, κλαίουσα ήρξατο βρέχειν τους πόδας αυτού τοις δάκρυσιν. Και δε μιλούσε με το στόμα της, αλλά με στεναγμούς και με καρδιά συντετριμμένη έλεγε την άβυσσο των αμαρτιών της· τους άσεμνους στοχασμούς, και τις αισχρές μνήμες, τις βέβηλες πράξεις και τις άνομες ομιλίες ομολογούσε. Και δεν υπήρξε τίποτα που να έκαμε και που δεν το πλήρωσε με δάκρυα. Κι ήξερε καλά πως για ότι έλεγε ελάβαινε την συγχώρεση. Είπα γαρ, λέγει, εξαγορεύσω κατ’ εμού την ανομίαν μου, και συ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου. Και όχι μόνον χωρίς να ομιλεί, ομολογούσε ζητώντας την εξιλέωση του Κυρίου με τους στεναγμούς της καρδιάς της· αλλά εξεπλήρωσε και το ωραίο σχήμα της μετανοίας. Εδάκρυσε γιατί γέλασε πολύ· και με τα καλά δάκρυα λούζει το κακό της γέλιο· με τις σταγόνες των ματιών της ξεπλένει την αμαρτία από τα μάγουλά της· ήγουν με εκείνα που αμάρτησε με τούτα και απολογιέται· με όσα έπραξε τις ανομίες, με αυτά ζητεί να εξιλεώσει το νομοθέτη. Όπως ακριβώς ο Δαβίδ, το στρώμα που μόλυνε με εναγκαλισμούς το ξέπλυνε με τα δάκρυα…