Αρχική Blog Σελίδα 226

Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς: Ὁμιλία εἰς τὴν Μεγάλην Παρασκευὴν

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Ποτέ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δέν εἶχε λιγώτερο Θεό μέσα του ὁ ἄνθρωπος ἀπό σήμερα. Ποτέ λιγώτερος Θεός ἀπό σήμερα. Σήμερα ὁ διάβολος “σαρκώθηκε” μέσα στόν ἄνθρωπο, γιά νά ἀποσαρκώσῃ τόν Θεάνθρωπο. Σήμερα ὅλο τό κακό μπῆκε στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά ἀποδιώξῃ τόν Θεό ἀπό τό σῶμα. Σήμερα ὅλος ὁ Ἅδης μεταφέρθηκε στήν γῆ.

Ποιός νά θυμᾶται ὅτι ἡ γῆ κάποτε ἦταν παράδεισος; Ἡ σημερινή πτῶσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερη ἀπό τήν πρώτη πτῶσι [τοῦ Ἀδάμ]. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἀποστάτησε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά σήμερα ἐσταύρωσε τόν Θεό, σκότωσε τόν Θεό. Ἄνθρωπε, πῶς ἀλλοιῶς νά σέ ὀνομάσω παρά διάβολο; Μά καί αὐτό εἶναι ὕβρις γιά τόν διάβολο. Ὁ διάβολος ποτέ δέν ὑπῆρξε τόσο κακός, τόσο ἔντεχνα κακός ὅπως ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Κύριος κατέβηκε καί στόν Ἅδη, μά ἐκεῖ δέν τόν ἐσταύρωσαν. Ἐμεῖς ὅμως τόν ἐσταυρώσαμε! Δέν εἶναι λοιπόν οἱ ἄνθρωποι χειρότεροι ἀπό τόν διάβολο; Δέν εἶναι ἡ γῆ χειρότερος Ἅδης ἀπό τόν Ἅδη; Ἀπό τόν Ἅδη δέν ἔδιωξαν τόν Χριστό, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι σήμερα τόν ἔδιωξαν ἀπό τήν γῆ, τόν ἔδιωξαν ἀπό τό σῶμα τους, ἀπό τήν ψυχή, ἀπό τήν πόλι τους…

Στά κατάβαθα τῆς ψυχῆς μου, ἀδελφοί, κουλουριάσθηκε σάν φίδι ἕνα πονηρό ἐρώτημα καί χαιρέκακα μέ ἐρωτᾶ: Ὑπῆρξε ἄραγε ποτέ καλός ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ μπόρεσε νά σταυρώσῃ τόν Χριστό;

Ἐσύ [ὁ οὐμανιστής] πιστεύεις στόν ἄνθρωπο. Καυχιέσαι γι’ αὐτόν. Τοῦ δίνεις μεγάλη ἀξία; Ὤ…! κοίταξε τόν ἄνθρωπο, κοίταξέ τον τήν Μεγάλη Παρασκευή, κοίταξέ τον πῶς σκοτώνει τόν Θεάνθρωπο καί πές μου, ἀκόμη τοῦ δίνεις μεγάλη ἀξία; Δέν αἰσθάνεσαι ντροπή πού εἶσαι ἄνθρωπος; Δέν βλέπεις ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι χειρότερος ἀπό τόν διάβολο;

Ξεχᾶστε ὅλες τίς ἡμέρες πρίν καί μετά τήν Μεγάλη Παρασκευή, δεῖτε τόν ἄνθρωπο στό πλαίσιο τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Δέν σᾶς φαίνεται ὁ ἄνθρωπος ἡ συμπύκνωσις ὅλων τῶν κακῶν, ὅλων τῶν πειρασμῶν, ὄλων τῶν ἀθλιοτήτων; Δέν δείχνει σήμερα ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἡ γῆ ἀποτρελάθηκε; Δέν ἀπέδειξε σήμερα ὁ ἄνθρωπος ὅτι, σκοτώνοντας τόν Θεάνθρωπο εἶναι στ’ ἀλήθεια ἡ παραφροσύνη τῆς γῆς;

Καί ἡ Μέλλουσα Κρίσις δέν θά εἶναι, ἀδελφοί, φοβερώτερη ἀπό τήν Μεγάλη Παρασκευή· δέν θά εἶναι. Ἀναμφίβολα θά εἶναι λιγώτερο φοβερή, διότι τότε ὁ Θεός θά κρίνῃ τόν ἄνθρωπο, ἐνῶ σήμερα ὁ ἄνθρωπος κρίνει τόν Θεό. Σήμερα εἶναι ἡ Φοβερά Καταδίκη τοῦ Θεοῦ· Τόν καταδικάζει ὁ ἄνθρωπος. Σήμερα ὁ ἄνθρωπος ὁρίζει ὅτι ὁ Θεός ἀξίζει τριάκοντα ἀργύρια. Ὁ Χριστός τριάκοντα ἀργύρια! Καί εἶναι τάχα ἡ τελευταία φορά; Μήπως ὁ Ἰούδας εἶναι ὁ τελευταῖος ἀπό ἐμᾶς πού ἀποτίμησε τόν Χριστό τριάκοντα ἀργύρια;

Σήμερα ὁ ἄνθρωπος κατεδίκασε τόν Θεό σέ θάνατο. Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀνταρσία στόν οὐρανό καί στήν γῆ. Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία στόν οὐρανό καί στήν γῆ.  Οὔτε οἱ πεπτωκότες ἄγγελοι δέν τό ἔκαναν αὐτό. Σήμερα ὡλοκληρώθηκε ἡ Φοβερά Δίκη κατά τοῦ Θεοῦ. Ποτέ δέν ὑπῆρξε πιό ἀθῶος κατάδικος. Ποτέ ὁ κόσμος δέν εἶδε πιό παράλογο δικαστή.

Περιγελᾶται σήμερα ὁ Θεός χειρότερα ἀπό κάθε ἄλλη φορά. Ὁ «παγγέλαστος Ἅδης» μπῆκε σήμερα στόν ἄνθρωπο καί περιγέλασε τόν Θεό καί κάθε τι τό θεϊκό. Περιγελᾶται σήμερα Ἐκεῖνος πού δέν ἐγέλασε ποτέ. Λένε πώς ὁ Κύριος ποτέ δέν ἐγέλασε, ἐνῶ συχνά τόν ἔβλεπαν νά κλαίει. Ὀνειδίζεται σήμερα Ἐκεῖνος πού ἦρθε νά μᾶς δοξάσῃ. Βασανίζεται σήμερα Ἐκεῖνος πού ἦρθε νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τά βάσανα. Παραδίδεται σήμερα σέ θάνατο Ἐκεῖνος πού ἔφερε τήν Αἰώνιο Ζωή. Ἄνθρωπε! ὑπάρχει τέλος στόν παραλογισμό σου; τέρμα στήν πτώση σου;

Σέ Ἐκεῖνον πού μᾶς ἐδώρισε τήν αἰώνια δόξα, ἀντιπροσφέραμε τόν Σταυρό, τό πιό εἰδεχθές ἀντίδωρο. Ἐσύ ὁ λεπρός, γι’ αὐτό τοῦ δωρίζεις τόν Σταυρό, ἐπειδή σέ ἐκαθάρισε ἀπό τήν λέπρα; Ἐσύ ὁ τυφλός, γι’ αὐτό σοῦ ἄνοιξε τούς ὀφθαλμούς, γιά νἄχεις μάτια νά φτιάξῃς τόν Σταυρό καί νά Τόν σταυρώσῃς ἐπάνω σ’ Αὐτόν. Ἐσύ ὁ νεκρός, γι’ αὐτό σέ ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν, γιά νά τόν στείλῃς στόν τάφο; Μέ χαρᾶς εὐαγγέλια ἐγλύκανε ὁ Γλυκύτατος Ἰησοῦς τό πικρό μυστήριο τῆς ζωῆς μας, ἀδελφοί, καί ἐμεῖς ἀντί αὐτῶν τοῦ προσφέρουμε τέτοια πίκρα;

«Λαέ μου, τί ἐποίησά σοι, καί τί μοι ἀνταπέδωκας;»

Ἡ Μεγάλη Παρασκευή εἶναι ἡ ντροπή μας, ἀδελφοί, τό ὄνειδος καί ἡ ἀποτυχία μας. Κατά κάποιον τρόπο στόν Ἰούδα τόν Ἰσκαριώτη ἔχει μερίδιο ἡ ψυχή ὅλων μας. Ἄν δέν ἦταν ἔτσι, θά ἤμασταν ἀναμάρτητοι. Διά τοῦ Ἰούδα ὅλοι μας πέσαμε, ὅλοι μας προδώσαμε τόν Χριστό, ὅλοι μας καταλιμπάνουμε τόν Χριστό καί παραλαμβάνουμε τόν διάβολο, ἐναγκαλιζόμεθα τόν σατανᾶ. Ναί, τόν σατανᾶ. Γιατί στό ἱερό Εὐαγγέλιο γράφει: «καί μετά τό ψωμίον τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον [τόν Ἰούδα] ὁ σατανᾶς» (Ἰω. ιγ΄ 27). Μετά ἀπό ποιό ψωμί; Μετά ἀπό ἐκεῖνο πού τοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός· μετά πού Κοινώνησε· μετά πού πῆρε τόν Χριστό. Ἄχ, ὑπάρχει μεγαλύτερη πτῶσις, μεγαλύτερη φρίκη;

Ὤ φιλαργυρία, ἐσύ πρόδωσες τόν Χριστό! Ἐσύ καί σήμερα τόν προδίδεις. Τόν Ἰούδα, πού ἦταν μαθητής τοῦ Χριστοῦ, πού ἐπί τρία χρόνια ἦταν μαζί Του, πού ἦταν παρών σέ ὅλα τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ, πού στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ καθάριζε λεπρούς, θεράπευε ἀρρώστους, ἀνάσταινε νεκρούς, ἔδιωχνε ἀκάθαρτα πνεύματα, αὐτόν τόν Ἰούδα ἡ φιλαργυρία τόν ἔκανε προδότη καί Χριστοκτόνο. Πῶς λοιπόν νά μή κάνῃ καί μένα καί σένα προδότη καί Χιστοκτόνο, ἐμένα πού δέν εἶδα ἐπί τρία χρόνια τόν Θεό ἐν σαρκί, πού δέν λεπρούς ἐκαθάρισα στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, οὔτε ἀσθενεῖς ἐθεράπευσα οὔτε νεκρούς ἀνέστησα; Ὁ Ἰούδας τόσον καιρό ἦταν μαζί μέ Ἐκεῖνον πού δέν εἶχε ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ, μαζί μέ Ἐκεῖνον πού καί μέ ἔργα καί μέ λόγια ἐδίδαξε πώς δέν πρέπει νά ἔχουμε πάνω μας οὔτε ἄργυρο οὔτε χρυσό. Ἐνῶ ἐγώ; Ἐνῶ ἐσύ; Δέν ξέρεις νά χαίρεσαι μέ τήν φτώχεια, ἀδελφέ, νά εἶσαι χαρούμενος μέ τήν φτώχεια; Ἔχε ὑπ’ ὄψιν σου πώς εἶσαι ὑποψήφιος Ἰούδας. Μή ρωτᾶς: «μή τι ἐγώ Κύριε;», διότι ἀναμφίβολα θά ἀκούσῃς τήν ἀπάντησι: ναί, «σύ εἶπας». Λαχταρᾶς τά πλούτη; Ἄναψε μέσα σου ἐπιθυμία γιά χρήματα; Νά ξέρεις ὅτι μέσα σου κυοφορεῖται ὁ Ἰούδας. Φίλε μου καί ἀδελφέ μου, μή ξεχνᾶς σέ ὅλη σου τήν ζωή: ἡ φιλαργυρία σταύρωσε τόν Χριστό, σκότωσε τόν Θεό· ἡ φιλαργυρία ἔκανε τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ ἐχθρό τοῦ Χριστοῦ, φονιά τοῦ Χριστοῦ. Καί ὄχι μόνο αὐτό: ἡ ἴδια σκότωσε καί τόν Ἰούδα. Ἡ φιλαργυρία ἔχει ἐκεῖνο τό καταραμένο ἰδίωμα, νά κάνει τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο Χριστοκτόνο ἀλλά καί αὐτο-κτόνο. Αὐτή σκοτώνει πρῶτα μέσα στήν ἀνθρώπινη ψυχή τόν Θεό καί ὕστερα σκοτώνει τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο.

Ὁ θάνατος εἶναι φοβερό μυστήριο, ἀδελφοί. Πιό φοβερό ὅμως εἶναι νά παραδίδουν οἱ ἄνθρωποι τόν Θεό σέ θάνατο καί νά ἐπιθυμοῦν νά τόν ἐξαφανίσουν ἐντελῶς. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν φοβεροί γιά τόν Θεό, γιατί βασανίζουν τόν Θεό ὅπως κανείς ποτέ δέν Τόν βασάνισε· φτύνουν τόν Θεό ὅπως κανείς ποτέ δέν τόν ἔφτυσε· σκοτώνουν τόν Θεό ὅπως κανείς ποτέ δέν τόν ἐσκότωσε. «Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία»! Κανείς νά μή καυχιέται γιά τόν ἄνθρωπο, κανείς νά μή καυχιέται γιά τήν ἀνθρωπότητα, διότι ἰδού! ἡ ἀνθρωπότης δέν ἀνέχεται τόν Θεό ἀνάμεσά της· τόν παραδίδει σέ θάνατο. Τί νά καυχηθῇς γιά μιά τέτοια ἀνθρωπότητα; Κανείς νά μή καυχιέται γιά τόν οὐμανισμό, γιατί εἶναι μόνο σατανισμός, σατανισμός, σατανισμός…

Σήμερα ὄχι δαίμονες, ὄχι θηρία, ὄχι τσακάλια, ἀλλά ἄνθρωποι ἔπλεξαν ἀκάνθινο στεφάνι καί τό φόρεσαν στήν κεφαλή τοῦ Χριστοῦ. Μέ ἀκάνθινο στεφάνι στολίζουν Ἐκεῖνον πού ἐστόλισε τόν ἄνθρωπο μέ ἀθανασία. Ἀκάνθινο στεφάνι πλέκει ἡ ἀνθρωπότης γύρω ἀπό τήν κεφαλή Ἐκείνου πού περιέβαλλε τήν γῆ μέ στεφάνι ἀπό ἀστέρια! Ἀκάνθινο στεφάνι πλέκουμε γιά τόν Χριστό, καί ἐγώ καί ἐσύ φίλε, ἄν εἶμαι φιλάργυρος, ἄν εἶμαι πόρνος, ἄν εἶμαι μοιχός, ἄν εἶμαι βλάσφημος, ἄν εἶμαι συκοφάντης, ἄν εἶμαι κατάλαλος, ἄν εἶμαι μέθυσος, ἄν εἶμαι ἀνελεήμων, ἄν εἶμαι θυμώδης, ἄν κάνω ἁμαρτωλές σκέψεις, ἄν ἔχω ἀκάθαρτα αἰσθήματα, ἄν δέν ἔχω πίστι, ἄν δέν ἔχω ἀγάπη. Κάθε μου ἁμαρτία, κάθε μας ἁμαρτία, εἶναι ἀγκάθι στό καταραμένο στεφάνι πού ἡ παραλογιασμένη ἀνθρωπότητα πλέκει ἀδιάκοπα γύρω ἀπό τήν κεφαλή τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ἄνθρωπος βασανίζει τόν Θεό πιό ἀνοικτίρμονα καί ἀπό τόν διάβολο. Δέν τό πιστεύετε; Ἀκοῦστε τί λέει ἕνας αὐτόπτης: «τότε ἐνέπτυσαν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ» (Ματθ. κστ΄ 67), στό ἐξαίσιο καί ὡραιότατο Πρόσωπό Του… Κύριε, πῶς τά χείλη τους δέν γέμισαν λέπρα καί πληγές; Ἀσφαλῶς, γιά νά διδαχθοῦμε ἐμεῖς τήν ὑπομονή καί τήν πραότητα. Ἔφτυσαν σ’ ἐκεῖνο τό θαυμαστό, τό γλυκύ Πρόσωπο, τό ὁποῖο ἀξίζει πιό πολύ ἀπ’ ὅλους τούς γαλαξίες, ἀπ’ ὅλες τίς μακαριότητες. Τί λέγω; Μάλιστα! περισσότερο ἀπό ὅλες τίς μακαριότητες, διότι σ’ αὐτό τό πρᾶο Πρόσωπο ὑπάρχει ὅλη ἡ αἰωνία θεότης, ὅλη ἡ αἰωνία χαρά… Ἔφτυσαν σ’ ἐκεῖνο τό φωτεινό Πρόσωπο, μπροστά στό ὁποῖο ἡ θάλασσα γαλήνεψε· σ’ ἐκεῖνο τό Πρόσωπο πού εἰρήνευσε ταραγμένες ψυχές καί χορήγησε σέ ὅλους τήν ἀνάπαυσι.

Καί σεῖς πλέκετε ἐγκώμια στόν ἄνθρωπο; Ὤ, χαμηλῶστε τούς τόνους οὐτιδανοί… σκουλήκια! Κανείς καί τίποτα δέν πρέπει νά ντρέπεται τόσο, ὅσο ὁ ἄνθρωπος, οὔτε οἱ δαίμονες, οὔτε τά θηρία, οὔτε τά κτήνη… Οἱ ἄνθρωποι φτύνουν τόν Θεό! Ὑπάρχει πιό φοβερό ἀπό αὐτό; Οἱ ἄνθρωποι σκοτώνουν τόν Θεό. Ὑπάρχει πιό σατανικό ἀπό αὐτό; Ἀδελφοί, ἄν δέν ὑπάρχει κόλασις, ἔπρεπε νά ἐπινοήσουμε μία γιά τούς ἀνθρώπους, ναί γιά τούς ἀνθρώπους…

Ἐκεῖνον, τόν Δημιουργό καί Σωτῆρα, τόν φτύνουν καί τόν φονεύουν, ἐνῶ Ἐκεῖνος ταπεινά καί σιωπηλά τά ὑπομένει ὅλα. Ποιά δικαιολογία ἔχεις ἐσύ πού σέ κάθε ὕβρι ἀνταποδίδεις ὕβρι, σέ κάθε κακό κακό, στό μίσος μίσος; Ὅταν ἀνταποκρίνεσαι μέ κακία στήν κακία, φτύνεις τόν Δεσπότη Χριστό· ὅταν μισῇς αὐτούς πού σέ μισοῦν, φονεύεις τόν Χριστό καί τόν βασανίζεις· ὅταν ὑβρίζῃς αὐτούς πού σέ ὑβρίζουν, ἐξευτελίζεις τόν Χριστό, ἀφοῦ Ἐκεῖνος δέν ἔκανε τό ἴδιο.

Παρέδωκε ὁ Πιλᾶτος τόν πρᾶο Κύριο, ἵνα σταυρωθῇ (Ἰω. ιθ΄ 16). Οἱ ἄνθρωποι τόν ὁδηγοῦν ἀπό τελώνιο σέ τελώνιο, ἀπό βάσανο σέ βάσανο, ἀπό χλεύη σέ χλεύη. Καί τόν ἐχλευασμένο Θεό τόν σταυρώνουν, τόν καρφώνουν στόν Σταυρό.

Καρφιά ἐμπήγετε στά χέρια τοῦ Χριστοῦ, στά χέρια πού τόσους ἀρρώστους ἐθεράπευσαν, τόσους λεπρούς ἐκαθάρισαν, τόσους νεκρούς ἀνέστησαν; Πῶς νά σιωπήσουν τά χείλη πού μίλησαν ὅπως κανείς ποτέ ἄλλος ἄνθρωπος; Ἰάειρε, ποῦ εἶσαι; Λάζαρε, ποῦ εἶσαι; Χήρα τῆς Ναΐν, ποῦ εἶσαι νά ὑπερασπισθῇς τόν δικό σου καί δικό μου Κύριο; Σταυρώνετε [ἄνθρωποι] Ἐκεῖνον, τήν ἐλπίδα τῶν ἀπηλπισμένων, τήν παρηγορία τῶν ἀπαρακλήτων, τόν ὀφθαλμό τῶν τυφλῶν, τό οὖς τῶν κωφῶν, τήν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν; Καρφιά ἐμπήγετε σέ ἐκεῖνα τά ἅγια πόδια, πού ἔφεραν τήν εἰρήνη, πού ἔφεραν τό εὐαγγέλιο, πού περιεπάτησαν στήν θάλασσα σάν νἆταν ξηρά, πού ἔτρεξαν σέ ὅλους τούς ἀρρώστους, στόν νεκρό Λάζαρο, στόν δαιμονισμένο τῶν Γαδαρηνῶν;

Σταυρωμένος Θεός. Ἱκανοποιηθήκατε θεομάχοι; χαρήκατε θεοκτόνοι; Τί νομίζετε πώς εἶναι ὁ Χριστός πάνω στόν Σταυρό; Ἀπατεώνας; ἀδύναμος; σκανδαλοποιός; «Ὁ καταλύων τόν ναόν καί ἐν τρισίν ἡμέραις οἰκοδομῶν, σῶσον σεαυτόν, εἰ υἱός εἶ τοῦ Θεοῦ, καί κατάβηθι ἀπό τοῦ σταυροῦ» (Ματθ. κζ΄ 40).

Τί ὅμως σκέπτεται ὁ Κύριος ἐπί τοῦ Σταυροῦ γιά τούς ἀνθρώπους πού εἶναι κάτω ἀπό τόν Σταυρό; Ἐκεῖνο πού μόνο ὁ Θεός τῆς ἀγάπης καί τῆς πραότητος μπορεῖ νά σκέπτεται: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι!» (Μάρκ. κγ΄ 34).

Πραγματικά, δέν ξέρουν τί κάνουν στόν σεσαρκωμένο Θεό.

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: Στο Σταυρό και τον Ληστή

Η Σταύρωσις. Ιερά Μητρόπολις Μόρφου (13ος αι.)
Η Σταύρωσις. Ιερά Μητρόπολις Μόρφου (13ος αι.)

Σήμερα ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός βρίσκεται πάνω στο σταυρό και εμείς εορτάζουμε, για να μάθεις ότι ο σταυρός είναι εορτή και πανήγυρη πνευματική. Γιατί προηγουμένως ο σταυρός ήταν η λέξη που σήμαινε καταδίκη, τώρα όμως έγινε αντικείμενο τιμής. Προηγουμένως ήταν σύμβολο καταδίκης, τώρα όμως είναι η προϋπόθεση της σωτηρίας μας.

Γιατί αυτός ο σταυρός μας προξένησε άπειρα αγαθά, αυτός μας απάλλαξε από την πλάνη της ειδωλολατρίας, αυτός μας φώτισε ενώ ζούσαμε μέσα στο σκοτάδι, αυτός μας συμφιλίωσε με το Θεό, ενώ είχαμε γίνει εχθροί του, αυτός μας έκανε φίλους του, ενώ είχαμε αποξενωθεί άπ’ αυτόν, αυτός μας έφερε κοντά στο Θεό, ενώ ήμαστε μακριά του. Αυτός εξαφάνισε την έχθρα, αυτός εξασφάλισε την ειρήνη, αυτός έγινε για μας θησαυροφυλάκιο άπειρων αγαθών. Εξ αιτίας του δεν περιπλανιόμαστε πια στις έρημους, γιατί γνωρίσαμε τον αληθινό δρόμο. Δε ζούμε πια έξω από τη βασιλεία των ουρανών, γιατί βρήκαμε την είσοδό της. Δε φοβόμαστε πια τα πυρωμένα βέλη τού διαβόλου, γιατί είδαμε την πηγή. Χάρη σ’ αυτόν δε βρισκόμαστε πια σε χηρεία, γιατί αποκτήσαμε το γαμβρό. Δε φοβόμαστε το λύκο, γιατί έχουμε τον καλό ποιμένα. Γιατί λέγει ο Χριστός· «Εγώ είμαι ο ποιμένας ο καλός»1. Χάρη σ’ αυτόν δεν τρέμουμε τον τύραννο, γιατί είμαστε κοντά στο βασιλιά. Γι’ αυτό εορτάζουμε και τιμούμε το σταυρό. Έτσι παράγγειλε και ο Παύλος να εορτάζουμε το σταυρό. Διότι λέγει· «Ας εορτάζουμε όχι με την παλιά ζύμη, αλλά με άζυμα ειλικρίνειας και αλήθειας»2. Έπειτα, αφού πρόσθεσε την αιτία, συνέχισε˙ «Γιατί το Πάσχα το δικό μας είναι ο Χριστός, που θυσιάσθηκε για τη σωτηρία μας»3.

Βλέπεις γιατί παραγγέλλει να εορτάζουμε το σταυρό; Γιατί επάνω στο σταυρό θυσιάσθηκε ο Χριστός. Και όπου γίνεται θυσία, εκεί εξαφανίζονται τα αμαρτήματα, εκεί γίνεται συμφιλίωση με τον Κύριο, εκεί γίνεται εορτή και χαρά. «Το Πάσχα, το δικό μας είναι ο Χριστός, που θυσιάσθηκε για μας». Και πες μου, που θυσιάσθηκε; Πάνω σε σταυρό που στήθηκε ψηλά. Είναι καινούριο το θυσιαστήριο αυτής της θυσίας, επειδή και η θυσία είναι καινούρια και αξιοθαύμαστη. Γιατί ο ίδιος ήταν και θύμα και ιερέας. Θύμα, κατά το σώμα του, και Ιερέας, κατά την πνευματική του φύση. Ο ίδιος και πρόσφερε τη θυσία και προσφερόταν σωματικά. Άκουσε λοιπόν πως μας φανέρωσε ο Παύλος αυτά τα δύο. «Κάθε αρχιερέας», λέγει, «ξεχωρίζεται από τους ανθρώπους και γίνεται αρχιερέας για την ωφέλεια των ανθρώπων. Γι’ αυτό λοιπόν ήταν ανάγκη να έχει και ο Χριστός κάτι που να το προσφέρει σαν θυσία. Και πρόσφερε αυτός τον εαυτό του»4. Και αλλού λέγει, ότι «Ο Χριστός που θυσιάσθηκε μια φορά για να βαστάξει πάνω του τις αμαρτίες των πολλών, θα φανεί σ’ εκείνους που τον περιμένουν για να τους σώσει»5. Να, στη μία περίπτωση θυσιάσθηκε, ενώ στην άλλη θυσίασε τον εαυτό του. Είδες πως έγινε και θύμα και Ιερέας, και πως ο σταυρός ήταν θυσιαστήριο;

Και για ποιο λόγο, θα πει κάποιος, δεν έγινε η θυσία του μέσα στο ναό, αλλά έξω από την πόλη και τα τείχη; Για να πραγματοποιηθεί η προφητεία που έλεγε· «Τον λογάριασαν ανάμεσα στους κακούργους»6. Και για ποιο λόγο, σφάζεται πάνω σε σταυρό που στήθηκε ψηλά και όχι κάτω από στέγη; Για να καθαρίσει την ατμόσφαιρα, γι’ αυτό θυσιάσθηκε ψηλά, χωρίς να υπάρχει από πάνω του στέγη, αλλά ο ουρανός. Καθαριζόταν λοιπόν η ατμόσφαιρα, επειδή θυσιαζόταν ψηλά το πρόβατο. Καθαριζόταν όμως και η γη, επειδή έσταζε πάνω της το αίμα από την πλευρά του. Γι’ αυτό δε θυσιάσθηκε κάτω από στέγη, γι’ αυτό δε θυσιάσθηκε στο ναό των Ιουδαίων, για να μη νομίσεις ότι προσφέρεται αυτή για χάρη μόνο τού ιουδαϊκού έθνους. Γι’ αυτό θυσιάσθηκε έξω από την πόλη και τα τείχη, για να μάθεις ότι η θυσία έγινε για όλους τους ανθρώπους, ότι η προσφορά έγινε για όλη τη γη, για να μάθεις ότι ο καθαρμός εί­ναι γενικός και όχι μερικός, όπως γινόταν στους Ιουδαίους.

Γι’ αυτό παράγγειλε ο Θεός στους Ιουδαίους ν’ αφήσουν όλη τη γη και σ’ ένα τόπο να προσφέρουν τις θυσίες τους και να προσεύχονται, επειδή όλη η γη ήταν ακάθαρτη, επειδή υπήρχαν πάνω της καπνός και μυρωδιά ψημένων κρεάτων και όλες οι άλλες ακαθαρσίες από τις ειδωλολατρικές θυσίες. Για μας όμως, από τότε που ήρθε ο Χριστός και καθάρισε όλη την οικουμένη, όλος ο τόπος έγινε τόπος προσευχής. Γι’ αυτό και ο Παύλος με πεποίθηση συμβούλευε να προσευχόμαστε χωρίς φόβο παντού, λέγοντας τα εξής· «Θέλω να προσεύχονται οι άνδρες σε κάθε τόπο και να σηκώνουν προς τον ουρανό καθαρά χέρια»7. Είδες πως καθαρίσθηκε η οικουμένη; Από τον τόπο της θυσίας του λοιπόν μπορούμε παντού να υψώνουμε προς τον ουρανό χέρια καθαρά, γιατί όλη η γη αγιάσθηκε και έγινε αγιότερη από τα άγια των αγίων. Γιατί εκεί θυσιάσθηκε πρόβατο που δεν είχε λογικό, εδώ όμως πρόβατο πνευματικό. Και όσο πιο μεγάλη είναι η θυσία, τόσο πιο πολύς είναι και ο αγιασμός. Γι’ αυτό εορτάζουμε το σταυρό.

Θέλεις να μάθεις και άλλο κατόρθωμα τού σταυρού; Τον παράδεισο μας άνοιξε σήμερα, που ήταν κλεισμένος περισσότερο από πέντε χιλιάδες χρόνια8. Γιατί αυτή την ημέρα, αυτή την ώρα έβαλε μέσα στον παράδεισο το ληστή ο Θεός και έκαμε δύο κατορθώματα· το πρώτο, ότι άνοιξε τον παράδεισο, και το δεύτερο, ότι έβαλε μέσα το ληστή. Σήμερα μας έδωσε πάλι την παλιά πατρίδα μας, σήμερα μας έφερε πάλι στην πόλη των προγόνων μας και χάρισε κατοικία σ’ όλο το ανθρώπινο γένος. Γιατί είπε ο Χριστός· «Σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο»9. Τι λέγεις; Σταυρώθηκες και καρφώθηκες και υπόσχεσαι παράδεισο; Ναι, λέγει, για να μάθεις καλά τη δύναμή μου που έχω επάνω στο σταυρό. Επειδή δηλαδή το γεγονός ήταν λυπηρό, για να μη προσέξεις στη σταύρωση, αλλά για να μάθεις τη δύναμη του σταυρωμένου, επάνω στο σταυρό κάνει αυτό το θαύμα, που δείχνει ιδιαίτερα τη δύναμη του. Γιατί όχι όταν ανέστησε νεκρό, ούτε όταν επιτίμησε τη θάλασσα και τους ανέμους, ούτε όταν απομάκρυνε τους δαίμονες, αλλά όταν τον σταύρωναν, όταν τον κάρφωναν, όταν τον ειρωνεύονταν, όταν τον κακολογούσαν κατόρθωσε ν’ αλλάξει την πονηρή σκέψη του ληστή, για να δεις τη δύναμη του και από τις δύο πλευρές. Και ολόκληρη την κτίση δηλαδή συγκλόνισε, και τις πέτρες ράγισε, και την ψυχή του ληστή, που ήταν πιο αναίσθητη από την πέτρα, τη συγκίνησε και την τίμησε.

«Γιατί σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο», λέγει. Αν και τα Χερουβείμ φρουρούσαν τον παράδεισο, αυτός όμως ήταν κύριος και των Χερουβείμ. Εκεί περιφέρεται πύρινη ρομφαία, άλλ’ αυτός έχει εξουσία πάνω στη φλόγα και την κόλαση και τη ζωή και το θάνατο. Αν και κανείς βασιλιάς δε θα μπορούσε ποτέ ν’ ανεχθεί κάποιο ληστή ή κάποιον άλλον άνθρωπο να καθίσει κοντά του και να τον φέρει έτσι μέσα σε κάποια πόλη. Αλλά ο Χριστός το έκαμε αυτό και, καθώς μπαίνει μέσα στην ιερή πατρίδα, φέρει μαζί του το ληστή, όχι γιατί περιφρονούσε τον παράδεισο, όχι για να τον προσβάλει με την παρουσία του ληστή, αλλά μάλλον για να τον τιμήσει. Γιατί αυτό ήταν τιμή για τον παράδεισο, να έχει δηλαδή τέτοιον κύριο, που έκαμε και το ληστή άξιο ν’ απολαύσει τον παράδεισο. Και όταν έβαλε τελώνες και πόρνες στη βασιλεία των ουρανών, δεν το έκαμε γιατί ήθελε να την περιφρονήσει, αλλά περισσότερο την τιμούσε, αποδεικνύοντας ότι τέτοιος είναι ο Κύριος της βασιλείας των ουρανών, που κάνει και πόρνες και τελώνες τόσο εκλεκτούς, ώστε ν’ αποδειχθούν άξιοι για την τιμή και την ευεργεσία αυτή. Όπως δηλαδή θαυμάζουμε πάρα πολύ έναν ιατρό τότε, όταν τον δούμε να θεραπεύει και να επαναφέρει την υγεία σ’ ανθρώπους που έπασχαν από ανίατες ασθένειες, έτσι είναι δίκαιο να θαυμάζουμε και το Χριστό, όταν θεραπεύει ανίατα τραύματα, όταν ξαναδίνει σε τελώνη και πόρνη τόση υγεία, ώστε ν’ αποδειχθούν άξιοι για τη βασιλεία των ουρανών.

Και τι το σπουδαίο έκαμε ο ληστής, θα πει κάποιος, για να κερδίσει τον παράδεισο μετά τη σταύρωση του;

Θέλεις να σου πω σύντομα το κατόρθωμα του; Όταν ο Πέτρος τον αρνήθηκε χωρίς να είναι στο σταυρό, τότε εκείνος τον πίστεψε καθώς ήταν επάνω στο σταυρό. Και δεν τα λέγω αυτά για να κατηγορήσω τον Πέτρο, μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά γιατί θέλω να δείξω τη μεγαλοψυχία του ληστή. Ο μαθητής δεν άντεξε την απειλή ενός ασήμαντου κοριτσιού, ο ληστής όμως, αν και έβλεπε να στέκεται γύρω ολόκληρος λαός, που φώναζε, και έκανε σαν τρελλός, και βλασφημούσε και περιγελούσε, δεν τα έδωσε σημασία αυτά, ούτε πρόσεξε τη φαινομενική αδυναμία εκείνου που σταυρωνόταν, αλλά, παραβλέποντας με τα μάτια της πίστης όλα αυτά και ξεπερνώντας τα ασήμαντα εμπόδια, αναγνώρισε τον Κύριο των ουρανών και αφού τον παρακάλεσε τού είπε- «Θυμήσου με, Κύριε, όταν φθάσεις στη βασιλεία σου»10. Ας μη προσπεράσουμε λοιπόν επιπόλαια αυτόν το ληστή, ούτε να ντραπούμε να τον θεωρήσουμε διδάσκαλό μας, αυτόν που ο Κύριός μας δεν ντράπηκε να τον οδηγήσει πρώτο στον παράδεισο. Ας μη ντραπούμε να θεωρήσουμε διδάσκαλό μας τον άνθρωπο, που πρώτος άπ’ όλο τον κόσμο φάνηκε άξιος να μπει στη βασιλεία των ουρανών, άλλ’ ας εξετάσουμε το καθετί με προσοχή, για να μάθουμε τη δύναμη του σταυρού. Δεν είπε στο ληστή, όπως στον Πέτρο, «Ακολούθησε με και θα σε κάνω ικανό να ψαρεύεις ανθρώπους»11, ούτε τού είπε, όπως είπε στους δώδεκα μαθητές του, ότι «θα καθίσετε σε δώδεκα θρόνους να δικάζετε τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ»12. Και μάλιστα δεν του είπε ούτε μία λέξη. Δεν τού έδειξε θαύμα, ούτε είδε αυτός ν’ ανασταίνει κάποιο νεκρό, ούτε να διώχνει δαίμονες. Δεν είδε τη θάλασσα να υπακούει στην προσταγή του, ούτε τού είπε κάτι για τη βασιλεία των ουρανών, ούτε για την κόλαση, και ενώπιον όλων πίστεψε σ’ αυτόν, και μάλιστα τη στιγμή που ο άλλος ληστής ήταν σταυρωμένος μαζί του, για να πραγματοποιηθούν τα λόγια τού προφήτη, ότι «Λογαριάσθηκε ανάμεσα στους κακούργους»13.

Ήθελαν λοιπόν οι Ιουδαίοι να συκοφαντήσουν τη δόξα του και με κάθε τρόπο τον έβριζαν μ’ αυτά που έκαμναν. Η αλήθεια όμως από παντού έλαμπε και αυξανόταν με τις αντιδράσεις τους. Τον ειρωνευόταν λοιπόν ο άλλος ληστής. Είδες τον ένα και τον άλλο ληστή; Και οι δύο είναι πάνω στο σταυρό, και οι δύο γιατί ήταν ληστές, και οι δύο γιατί έδειξαν κακή δια­γωγή. Δεν είχαν όμως και οι δύο το ίδιο τέλος, άλλ’ ο ένας κληρονόμησε τη βασιλεία των ουρανών και ο άλλος πήγε στην κό­λαση. Έτσι έγινε και χθες. Μαθητές ήταν οι ένδεκα, μαθητής και ο Ιούδας. Εκείνοι μεν έλεγαν, «Που θέλεις να σου ετοιμάσουμε να φάγεις το Πάσχα;»14, ενώ αυτός ετοιμαζόταν για την προδοσία και έλεγε˙ «Τι θέλετε να μου δώσετε, για να σας τον παραδώσω;»14α. Και εκείνοι ετοιμάζονταν να τον περιποιηθούν και να πάρουν μέρος στη θεία μυσταγωγία, αυτός όμως τον προσκυνάει. Ο ένας τον βρίζει, ο άλλος τον επαινεί και κλείνει το στόμα του βλάσφημου λέγοντας· «Ούτε το Θεό δε φοβάσαι εσύ; Γιατί εμείς απολαμβάνουμε όπως άξιζε για εκείνα που κάναμε»15.

Είδες το θάρρος του ληστή; Είδες το θάρρος του επάνω στο σταυρό; Είδες την πίστη του την ώρα της τιμωρίας του και την ευσέβεια του την ώρα τού βασανισμού του; Ποιος λοιπόν δε θα ένιωθε κατάπληξη για το ότι ήταν κύριος τού εαυτού του, για το ότι είχε τα λογικά του, αν και τον είχαν τρυπήσει με καρφιά; Αυτός όμως δεν ήταν μόνο κύριος τού εαυτού του, αλλά και αδιαφορούσε για τα βάσανά του και φρόντιζε για τα βάσα­να των άλλων, και έγινε διδάσκαλος επάνω στο σταυρό και κατακρίνει τον άλλο ληστή και τού λέγει˙ «Ούτε το Θεό δε φοβάσαι εσύ;». Να μη προσέχεις, λέγει, στο επίγειο δικαστήριο· υπάρχει άλλος κριτής αόρατος, υπάρχει δικαστήριο αμερόληπτο. Να μη βλέπεις λοιπόν επειδή καταδικάσθηκε στη γη, γιατί δε γίνονται αυτά στον ουρανό. Εδώ δηλαδή στο επίγειο δικα­στήριο και δίκαιοι καταδικάζονται, και άδικοι αθωώνονται, και ένοχοι δεν παθαίνουν τίποτε, και αθώοι τιμωρούνται. Γιατί οι δικαστές κάνουν πολλά λάθη θεληματικά ή άθελα τους, ή γιατί δε γνωρίζουν το δίκαιο και εξαπατούνται, ή γιατί το γνωρίζουν, αλλά, επειδή εξαγοράζονται με χρήματα, παίρνουν πολλές φορές άδικη απόφαση. Στον ουρανό όμως δεν συμβαίνει τίποτε τέτοιο. Γιατί ο Θεός είναι δίκαιος κριτής και η απόφαση του θα βγει σαν το φως χωρίς να έχει δόλο ούτε άγνοια. Για να μη λέγει λοιπόν, ότι καταδικάσθηκε στη γη και τιμωρήθηκε, τον ανέβασε στο ουράνιο δικαστήριο. Τού θύμισε εκείνο το φοβερό βήμα, λέγοντας περίπου αυτά· Πρόσεχε εκεί και δε θα ρίξεις καταδικαστική ψήφο, ούτε θα συμφωνήσεις με τους ανήθικους δικαστές της γης, αλλά θα παραδεχθείς τη δίκη που γίνεται στους ουρανούς. Είδες την πίστη τού ληστή; Είδες σύνε­ση και διδασκαλία του; Αμέσως από το σταυρό πήδησε στον ουρανό.

Έπειτα, αποστομώνοντας με το παραπάνω αυτόν, τού λέγει· «Δε φοβάσαι, γιατί τιμωρηθήκαμε με την ίδια ποινή;». Τι σημαίνει, «ότι εν τω αυτώ κρίματι έσμεν;». Ότι τιμωρηθήκαμε με τον ίδιο τρόπο. Μήπως λοιπόν και εσύ δεν είσαι πάνω στο σταυρό; Βρίζοντας λοιπόν το Χριστό, προσβάλλεις τον εαυτό σου αντί γι’ αυτόν. Γιατί, όπως ο αμαρτωλός, όταν κατηγορεί άλλον αμαρτωλό, κατηγορεί τον εαυτό του και όχι τον άλλο, έ­τσι και αυτός που βρίσκεται σε συμφορά και βρίζει τον άλλο για τη συμφορά του βρίζει τον εαυτό του και όχι τον άλλο. «Γιατί τιμωρηθήκαμε με την ίδια ποινή». Του διαβάζει αποστολικό νόμο και τού λέγει τα λόγια τού Ευαγγελίου, «Μη κατακρίνετε, για να μη κατακριθείτε»16. «Γιατί τιμωρηθήκαμε με την ίδια ποινή». Τι κάνεις, ληστή; Προσπαθώντας ν’ απολογηθείς για το Χριστό, τον έκαμες σύντροφο του ληστή; Όχι, λέγει. Εξαφανίζω την υποψία αυτή με τα παρακάτω. Για να μη νομίσεις δηλαδή ότι εξ αιτίας της ίδιας τιμωρίας τον έκαμε και σύντροφο τους στην αμαρτία, πρόσθεσε τη διόρθωση και είπε˙ «Και εμείς βέβαια δίκαια τιμωρηθήκαμε, γιατί άξια παθαίνουμε  γι’ αυτά που κάναμε».

Είδες τέλεια εξομολόγηση; Είδες πως απαλλάχθηκε από τις αμαρτίες του επάνω στο σταυρό; Γιατί λέγει ο προφήτης· «Να λέγεις πρώτος εσύ τις αμαρτίες σου, για να συγχωρηθείς»17. Κανείς δεν τον ανάγκασε, κανείς δεν τον πίεσε, αλλά ο ίδιος κατηγόρησε τον εαυτό του λέγοντας· «Και εμείς βέβαια δίκαια τιμωρηθήκαμε, γιατί παθαίνουμε άξια γι’ αυτά που κάναμε. Αυτός όμως δεν έκαμε κανένα κακό». Και ύστερα λέγει· «Θυμήσου με, Κύριε, στη βασιλεία σου». Δεν τόλμησε να πει πρώτα, «Θυμήσου με στη βασιλεία σου», ώσπου με την εξομολόγηση πέταξε από πάνω του το φορτίο των αμαρτιών του. Βλέπεις πόσο μεγάλο πράγμα είναι η εξομολόγηση; Εξομολογήθηκε, και άνοιξε τον παράδεισο· εξομολογήθηκε, και απέκτησε τόσο θάρρος, ώστε από ληστής που ήταν να ζητήσει τη βασιλεία των ουρανών. Βλέπεις πόσα αγαθά μας προξένησε ο σταυρός; Αναλογίζεσαι τη βασιλεία των ουρανών; Πες μου λοιπόν, βλέπεις κάτι τέτοιο; Αυτά που βλέπεις είναι καρφιά και σταυρός, άλλ’ ο σταυρός αυτός, λέγει, είναι το σύμβολο της βασιλείας των ουρανών. Γι’ αυτό τον ονομάζω βασιλιά, επειδή τον βλέπω να σταυρώνεται. Γιατί είναι χαρακτηριστικό του βασιλιά να πεθαίνει για τη σωτηρία των υπηκόων του. Ο ίδιος ο Χριστός είπε˙ «Ο ποιμένας ο καλός θυσιάζει τη ζωή του για τη σωτηρία των προβάτων του»18. Επομένως και ο βασιλιάς ο καλός θυσιάζει τη ζωή του για τη σωτηρία των υπηκόων του. Επειδή λοιπόν θυσίασε τη ζωή του, γι’ αυτό τον ονομάζω βασιλιά. «Θυμήσου με, Κύριε, στη βασιλεία σου».

Είδες πως ο σταυρός είναι σύμβολο και της βασιλείας των ουρανών; Θέλεις να μάθεις αυτό και από αλλού; Δεν τον άφησε στη γη ο Χριστός, αλλά τον πήρε μαζί του και τον ανέβασε στον ουρανό. Από που φαίνεται αυτό; Επειδή πρόκειται να έρθει με το σταυρό στη δεύτερη και ένδοξη παρουσία του, για να μάθεις πόσο σεβαστό πράγμα είναι ο σταυρός, γι’ αυτό και τον ονόμασε δόξα. Άλλ’ ας δούμε πως θα έρθει με το σταυρό, γιατί είναι ανάγκη να σάς φέρω την απόδειξη. «Εάν σας πουν», λέγει ο Χριστός, «να, ο Χριστός είναι στα ιδιαίτερα δωμάτια, να είναι στην έρημο, μη βγείτε να τον συναντήσετε»19, και εννοεί τη δεύτερη παρουσία του την ένδοξη και αναφέρεται στους ψευδόχριστους, στους ψευδοπροφήτες και στον αντίχριστο, για να μη πλανηθεί κανείς και πέσει στην παγίδα του. Επειδή δηλαδή ο αντίχριστος θα έρθει πριν από το Χριστό, για να μη πέσει κανείς στο στόμα τού λύκου, αναζητώντας τον ποιμένα, γι’ αυτό σου αναφέρω ένα σημάδι της παρουσίας τού ποιμένα. Επειδή λοιπόν η πρώτη του παρουσία στον κόσμο έμεινε απαρατήρητη, για να μη νομίσεις ότι και η δεύτερη θα γίνει με τον ίδιο τρόπο, έδωσε αυτό το σημάδι. Γιατί η πρώτη του παρουσία δικαιολογημένα έμεινε απαρατήρητη, επειδή ήρθε να βρει το χαμένο πρόβατο. Η δεύτερη όμως δε θα γίνει έτσι. Αλλά πως; πες μου. «Όπως η αστραπή βγαίνει από την ανατολή και φαίνεται μέχρι τη δύση, έτσι θα γίνει και η παρουσία του Υιού του ανθρώπου»20. Θα φανεί σ’ όλους μαζί και δε θα χρειασθεί να ερωτήσει κανείς, αν ο Χριστός είναι εδώ ή εκεί. Όπως λοιπόν όταν φαίνεται μία αστραπή δε χρειάζεται να εξετάσου­με αν φάνηκε, έτσι όταν συμβεί η δεύτερη παρουσία τού Χριστού, δε χρειάζεται να εξετάζουμε αν ήρθε ο Χριστός.

Άλλ’ εκείνο που θέλουμε ν’ αποδείξουμε είναι, αν θα έρθει με το σταυρό. Δεν πρέπει βέβαια να ξεχάσουμε την υπόσχεσή μας. Άκουσε λοιπόν τα εξής. «Τότε», λέγει· τότε, πότε; «Όταν θα έρθει ο Υιός του άνθρωπου, ο ήλιος θα σκοτισθεί και η σελήνη δε θα δώσει το φως της»21. Γιατί τόσο υπερβολικό θα είναι τότε το φως, ώστε και τα πιο λαμπρά άστρα θα κρυφθούν. «Τότε και τα άστρα θα πέσουν από τον ουρανό, τότε θα φανεί στον ουρανό και το σημάδι τού Υιού τού άνθρωπου»22. Είδες πόση είναι η δύναμη τού σταυρού; Ο ήλιος θα σκοτισθεί και η σελήνη δε θα φανεί, ο σταυρός όμως λάμπει και φαίνεται, για να μάθεις ότι είναι πιο λαμπρός και από τον ήλιο και από τη σελήνη. Και όπως όταν ένας βασιλιάς μπαίνει σε κάποια πόλη, οι στρατιώτες παίρνουν τα λάβαρα, τα σηκώνουν στους ώμους τους και προαγγέλλουν την είσοδο του, έτσι και όταν ο Κύριος θα κατεβαίνει από τους ουρανούς θα προηγούνται οι στρατιές των αγγέλων και των αρχαγγέλων και θα φέρουν στους ώμους τους το σταυρό και θα μας προαγγέλλουν τη βασιλική είσοδο του. «Τότε θα σαλευθούν οι δυνάμεις των ουρανών», λέγει, και εννοεί τους αγγέλους· θα τους πιάσει τότε πολύς τρόπος και φόβος.

Και για ποιο λόγο; πες μου. Θα είναι φοβερό το δικαστήριο εκείνο, γιατί πρόκειται όλο το ανθρώπινο γένος να δικασθεί και να παρουσιασθεί μπροστά στο φοβερό κριτή. Για ποιο λοιπόν λόγο οι άγγελοι φοβούνται και τρέμουν; αφού δεν πρόκειται αυτοί να δικασθούν. Γιατί, όπως όταν δικάζει ένας άρχοντας δε φοβούνται και τρέμουν οι ένοχοι μόνο, αλλά και οι φρουροί, που δεν αισθάνονται καμιά ένοχη, επειδή φοβούνται το δικαστή, έτσι και τότε, όταν θα δικάζεται το ανθρώπινο γένος, θα φοβούνται και οι άγγελοι, που δεν αισθάνονται καμιά ενοχή, επειδή θα φοβούνται πάρα πολύ το δικαστή. Γιατί όμως φαίνεται τότε ο σταυρός και γιατί έρχεται έχοντας το σταυρό ο Κύριος; Για να μάθουν την αχαριστία τους εκείνοι που τον σταύρωσαν, γι’ αυτό τους δείχνει αυτό το σύμβολο της ντροπής τους. Και ότι πραγματικά γι’ αυτό φέρει μαζί του το σταυρό, άκουσε τον προφήτη που λέγει˙ «Τότε θα θρηνήσουν όλες οι φυλές της γης»23, γιατί θα δουν τον κατήγορό τους και θ’ αναγνωρίσουν το σφάλμα τους. Και γιατί απορείς, εάν θα έρθει μαζί με το σταυρό, αφού τότε θα δείχνει και τις ίδιες τις πληγές του; «Γιατί θα δουν», λέγει ο προφήτης, «εκείνον που τον τρύπησαν με τη λόγχη»24. Όπως δηλαδή έκαμε στην περίπτωση του Θωμά, επειδή ήθελε να διορθώσει την απιστία τού μαθητή του, και αφού αναστήθηκε του έδειξε τα σημάδια των καρφιών και τις πληγές, και τού είπε, «Βάλε το χέρι σου και δες, γιατί το φάντασμα δεν έχει σάρκα και οστά»25, έτσι και τότε θα δείξει τις πληγές και το σταυρό, για ν’ αποδείξει ότι αυτός ήταν εκείνος που σταυρώθηκε.

Και όχι μόνο από το σταυρό, αλλά και από τα ίδια τα λόγια που είπε πάνω στο σταυρό είναι δυνατό να δούμε την ανέκφραστη φιλανθρωπία του. Γιατί ακόμη και τότε που τον σταύρωναν και τον ειρωνεύονταν και τον περιγελούσαν και τον έφτυναν, έλεγε· «Πατέρα, συγχώρησε τους την αμαρτία, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν»26. Και όταν σταυρώνεται, προσεύχεται γι’ αυτούς που τον σταύρωναν, αν και έλεγαν τα αντίθετα· «Εάν είσαι Υιός τού Θεού, κατέβα από το σταυρό και θα πιστέψουμε σε σένα»27. Άλλ’ όμως γι’ αυτό δεν κατεβαίνει από το σταυρό, επειδή είναι Υιός τού Θεού, και γι’ αυτό ήρθε, για να σταυρωθεί για τη σωτηρία μας. «Κατέβα από το σταυρό», λέγει, «και θα πιστέψουμε σε σένα». Αυτά είναι λόγια και πρόφαση για την απιστία τους. Γιατί το ότι αναστήθηκε, αν και υπήρχε ο λίθος στον τάφο του, ήταν πολύ μεγαλύτερο από το να κατεβεί από το σταυρό. Το να βγάλει από το μνήμα το Λάζαρο, που ήταν νεκρός τέσσερις ημέρες και δεμένος με τα νεκρικά σάβανα, ήταν πολύ μεγαλύτερο από το να κατεβεί από το σταυρό. Εκείνοι λοιπόν έλεγαν «Εάν είσαι Υιός τού Θεού, σώσε τον εαυτό σου». Αυτός όμως έκανε τα πάντα, για να σώσει εκείνους που τον έβριζαν, και έλεγε· «Συγχώρησε τους την αμαρτία, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν». Τι λοιπόν έγινε; Τους συγχώρησε την αμαρτία τους; Τους συγχώρησε, αν ήθελαν να μετανοήσουν. Γιατί αν δεν τους συγχωρούσε την αμαρτία, δε θα γινόταν ο Παύλος απόστολος. Αν δεν τους συγχωρούσε την αμαρτία, δε θα πίστευαν αμέσως τρεις χιλιάδες και πέντε χιλιάδες και πολλές μυριάδες. Ότι πραγματικά πίστεψαν πολλές μυριάδες Ιουδαίων, άκουσε τι λέγουν οι απόστολοι στον Παύλο· «Βλέπεις, αδελφέ, πόσες είναι οι μυριάδες των Ιουδαίων που πίστεψαν στο Χριστό;»28.

Ας μιμηθούμε λοιπόν τον Κύριο και ας προσευχόμαστε για τους εχθρούς μας. Πάλι λοιπόν καταλήγω σ’ αυτήν τη συμβουλή. Είναι η πέμπτη ημέρα σήμερα που σάς ομιλώ για το ζήτημα αυτό, όχι γιατί θέλω να σάς κατηγορήσω για απείθεια, μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά γιατί πάρα πολύ ελπίζω ότι θα πεισθείτε. Εάν όμως υπάρχουν μερικοί σκληρόκαρδοι και οργίλοι και δύστροποι, που δεν υπάκουσαν σ’ αυτά που για την προσευχή είπαμε, ίσως ντραπούν που σάς ομιλώ πολλές ημέρες και απομακρύνουν κάποτε το μίσος και τη μικροψυχία. Μιμήσου τον Κύριό σου· σταυρωνόταν, και μιλούσε στον Πατέρα για το καλό αυτών που τον σταύρωναν. Και πως μπορώ, θα πει κάποιος, να μιμηθώ τον Κύριο; Εάν θέλεις, μπορείς. Γιατί, εάν δεν μπορούσες να τον μιμηθείς, πως έλεγε, «Μάθετε από μένα, ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά»29; Εάν δεν ήταν δυνατό να τον μιμηθείς, δε θα έλεγε ο Παύλος· «Να γίνεστε μιμητές μου, όπως και εγώ γίνομαι μιμητής τού Χριστού»30. Άλλ’ όμως δε θέλεις να μιμηθείς τον Κύριο; μιμήσου το συνάνθρωπο σου, εννοώ τον απόστολο Στέφανο, γιατί και αυτός μιμήθηκε τον Κύριο. Και όπως ο Χριστός ανάμεσα στους σταυρωτές του αδιαφόρησε για τη σταύρωσή του, αδια­φόρησε για τους πόνους του και παρακαλούσε τον Πατέρα να συγχωρήσει τους σταυρωτές του, έτσι και ο διάκονος Στέφανος ανάμεσα σ’ αυτούς που τον λιθοβολούσαν, καθώς τον κτυπούσαν όλοι και δεχόταν τις πέτρες τους, αδιαφόρησε για τους πόνους που τού προκαλούσαν τα κτυπήματα και έλεγε· «Κύριε, μη λογαριάσεις σ’ αυτούς την αμαρτία αυτή»31.

Είδες πως ομιλεί ο Υιός; Είδες πως παρακαλεί ο άνθρωπος; Εκείνος λέγει· «Πατέρα, συγχώρησε τους την αμαρτία αυτή, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν», και αυτός λέγει· «Κύριε, μη τους λογαριάσεις αυτή την αμαρτία». Και για να μάθεις ότι προσεύχεται με ειλικρίνεια, δεν προσεύχεται απλά όρθιος όταν τον λιθοβολούσαν, αλλά γονάτισε και προσευχήθηκε με κατάνυξη και πολλή συμπόνοια. Θέλεις να σου δείξω και άλλο συνάνθρωπο σου που έπαθε πολύ περισσότερα άπ’ αυτόν; Ο Παύλος λέγει· «Οι Ιουδαίοι με κτύπησαν με ραβδιά, μια φορά με λιθοβόλησαν, ένα ημερόνυκτο έμεινα στο πέλαγος»32. Τι λέγει λοιπόν ύστερα άπ’ αυτά; «Θα ευχόμουν», λέγει, «να χωρισθώ εγώ ο ίδιος από το Χριστό, για χάρη των αδελφών μου Ιουδαίων, που είναι συγγενείς μου κατά σάρκα»33. Θέλεις να δεις και άλλον, όχι από την Καινή Διαθήκη, αλλά από την Παλαιά; Γιατί αυτό είναι το πάρα πολύ αξιοθαύμαστο, ότι δηλαδή τότε που δεν υπήρχε η προτροπή ν’ αγαπούν οι άνθρωποι τους εχθρούς τους, αλλά να βγάζουν μάτι αντί για μάτι, και δόντι αντί για δόντι, και ν’ ανταποδίδουν τα ίδια κακά, έφθασαν στη συμπεριφορά των αποστόλων. Άκουσε τι λέγει ο Μωυσής, που λιθοβολήθηκε πολλές φορές από τους Ιουδαίους και περιφρονήθηκε άπ’ αυτούς· «Εάν τους συγχωρήσεις την αμαρτία, συγχώρησε την διαφορετικά, σβήσε και μένα από το βιβλίο που με έγραψες»34.

Βλέπεις ότι ο καθένας θέτει την ασφάλεια των άλλων πριν από τη δική του σωτηρία; Δεν αμάρτησες καθόλου˙ γιατί θέλεις να τιμωρηθείς μαζί μ’ αυτούς; Επειδή, λέγει, δεν αισθάνομαι καθόλου την ευτυχία, όταν οι άλλοι υποφέρουν. Θα μας ήταν βέβαια αρκετά αυτά τα παραδείγματα. Αλλά για να διορθωθούμε από τα πολλά παραδείγματα, θ’ αναφέρω και κάποιον άλλο που έκαμε τις ίδιες σκέψεις. Γιατί και ο Δαυίδ, ο μακάριος και πράος εκείνος άνδρας, όταν επαναστάτησε εναντίον του όλες ο στρατός του και έδωσε όλη του τη δύναμη στον υιό του τον Αβεσαλώμ, και επιτέθηκε να καταλάβει την εξουσία και ήθελε να τον σφάξει, και έπειτα οργίσθηκε γι’ αυτό ο Θεός (γιατί τι σημασία έχει αν βρήκε άλλη πρόφαση για τη σφαγή;), και έστειλε τον άγγελό του με γυμνό το ξίφος, για να κτυπήσει από ψηλά, όταν έβλεπε ότι αφανίζονται όλοι, τι λέγει; «Εγώ ο ποιμένας αμάρτησα, και εγώ ο ποιμένας έκαμα κακό. Ας πέσει η τιμωρία σου σε μένα και στην πατρική μου οικογένεια»35.

Βλέπεις πάλι όμοια κατορθώματα; Θέλεις να σου δείξω και άλλον; Γιατί δε μας λείπει και άλλος που έκαμε τις ίδιες σκέψεις. Ο προφήτης Σαμουήλ βρίσθηκε από τους Ιουδαίους, καθαιρέθηκε, περιφρονήθηκε τόσο, ώστε ο Θεός θέλησε να τον παρηγορήσει και του είπε· «Δεν περιφρόνησαν εσένα, άλλ’ εμένα»36. Τι λοιπόν απάντησε εκείνος που περιφρονήθηκε, που προσβλήθηκε και που βρίσθηκε; «Είθε να μη κάνω τέτοια αμαρτία», λέγει, «ώστε να σταματήσω να προσεύχομαι στον Κύριο για σάς»37. Θεώρησε ότι είναι αμαρτία, το να μη προσεύχεται για τους εχθρούς του. Είθε λοιπόν να μη συμβεί ν’ αμαρτήσω έτσι, ώστε να μη προσεύχομαι για σάς. Ο Χριστός λέγει· «Πατέρα, συγχώρησε τους την αμαρτία, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν». Ο Στέφανος λέγει· «Κύριε, μη τους λογαριάσεις την αμαρτία αυτή». Ο Παύλος λέγει· «Θα ευχόμουν να γίνω ανάθεμα για χάρη των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα». Ο Μωυσής λέγει· «Εάν τους συγχωρήσεις την αμαρτία τους, συγχώρησε την διαφορετικά, σβήσε και μένα από το βιβλίο που με έγραψες». Ο Δαυίδ λέγει· «Ας πέσει η τιμωρία σου σε μένα και στην πατρική μου οικογένεια». Ο Σαμουήλ λέγει˙ «Είθε να μη κάνω τέτοια αμαρτία, ώστε να σταματήσω να προσεύχομαι στον Κύριο για σας». Πες μου λοιπόν, ποια συγγνώμη θα επιτύχουμε, όταν, ενώ ο Κύριος και οι συνάνθρωποι μας, από την Καινή και την Παλαιά Διαθήκη, όλοι μας παρακινούν να προσευχόμαστε για τους εχθρούς μας, εμείς όμως κάνουμε το αντίθετο και προσευχόμαστε για το κακό των εχθρών μας;

Μη, σας παρακαλώ, αδελφοί, μη το κάνετε αυτό. Γιατί, όσο περισσότερα είναι τα παραδείγματα, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η τιμωρία, εάν δεν τα μιμηθούμε. Είναι σπουδαιότερο να προσεύχεται κανείς για τους εχθρούς του, παρά για τους φίλους του. Γιατί δε σας ωφελεί τόσο το δεύτερο, όσο το πρώτο. «Γιατί, αν αγαπάτε εκείνους που σας αγαπούν, δεν κάνετε τίποτε το σπουδαίο», λέγει ο Χριστός· «Γιατί και οι τελώνες το ίδιο κάνουν»38. Επομένως, εάν προσευχηθούμε για τους φίλους μας, δε γίναμε καθόλου καλύτεροι από τους ειδωλολάτρες και από τους τελώνες. Όταν όμως αγαπήσουμε τους εχθρούς μας, γίναμε όσο είναι ανθρώπινο δυνατό όμοιοι με το Θεό, γιατί «Ανατέλλει τον ήλιο του σε πονηρούς και σ’ αγαθούς, και βρέχει στους δίκαιους και στους άδικους»39. Ας γίνουμε λοιπόν όμοιοι με τον Πατέρα, γιατί λέγει, «Να γίνεστε όμοιοι με τον Πατέρα σας που βρίσκεται στους ουρανούς», για ν’ αξιωθούμε και τη βασιλεία των ουρανών με τη χάρη και τη φιλανθρωπία τού Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Ιω. 10, 11.

2. Α’ Κορ. 5, 8.

3. Α’ Κορ. 5, 7.

4. Εβρ. 5, 1 και 8, 3.

5. Εβρ. 9, 28.

6. Ησ. 53, 12.

7. Α’ Τιμ. 2, 8.

8. Παλαιότερα πίστευαν ό,τι ο κόσμος δημιουργήθηκε το 5000 π.Χ. Η ίδια αντίληψη υπάρχει στην εποχή τού Χρυσοστόμου και αργότερα.

9. Λουκά 23, 43.

10. Λουκά 23, 42.

11. Ματθ. 4, 19.

12. Ματθ. 19, 28.

13. Ησ. 53, 12.

14. Ματθ. 26, 17

14α Ματθ. 26, 15.

15. 23 , 40-41.

16. Ματθ. 7, 1.

17. Ησ. 43, 26.

18. Ιω. 10, 11.

19. Ματθ. 24, 26.

20. Ματθ. 24, 27.

21. Ματθ. 24, 29.

22. Ματθ. 24, 30.

23. Αποκ. ι, 7.

24. Ζαχ. 12, 10.

25. Ιω. 20, 27· Λουκά 24, 39.

26. Λουκά 23, 34.

27. Ματθ. 27, 40.42.

28. Πράξ. 21, 20.

29. Ματθ. 11, 29.

30. Α’ Κορ. 11, 1.

31. Πράξ. 7, 60.

32. Β’ Κορ. 11, 25.

33. Ρωμ. 9, 3.

34. Εξ. 32, 31-32.

35. Β’ Βασ. 24, 17.

36. Α’ Βασ. 8, 7.

37. Α’ Βασ. 12, 23.

38. Ματθ. 5, 46.

39. Ματθ. 5, 45.

Ι. Χρυσοστόμου έργα 36, Πατερικές Εκδόσεις  «Γρηγόριος ο Παλαμάς »
Ηλεκτρονική  επεξεργασία – Διαμόρφωση κειμένου

Μεγάλη Πέμπτη βράδυ: «Ἤδη βάπτεται κάλαμος» καὶ 12ο Εὐαγγέλιο τῶν Ἁγίων Παθῶν (13.04.2023)

«Ἤδη βάπτεται κάλαμος» καὶ 12ο Εὐαγγέλιο τῶν Ἁγίων Παθῶν.

Τὸ «Ἤδη βάπτεται κάλαμος» ψάλλει ὁ πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου. Τὸ Εὐαγγέλιο ἀπαγγέλει ὁ ἀρχιδιάκονος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου π. Ἐλπίδιος.

Ὄρθρος Μεγάλης Παρασκευῆς (Μεγάλη Πέμπτη βράδυ), χοροστατοῦντος τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου. Ἱερὸς ναὸς Ἁγίου Αὐξιβίου, Ἀστρομερίτης (13.04.2023).

Μόρφου Νεόφυτος: Ἡ ἁγία μεγαλομάρτυς Εἰρήνη καὶ τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν (04.05.2018)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὸν πανηγυρικὸ Ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς τῆς ἁγίας Εἰρήνης τῆς μεγαλομάρτυρος, ποὺ τελέσθηκε στὸν πανηγυρίζοντα ὁμώνυμο ἱερὸ ναὸ τῆς κοινότητος Ἁγίας Εἰρήνης – Καννάβια τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (4.5.2018).

Ψάλλει ὁ πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.

Παναγιώτης Νεοχωρίτης: Ότε οι ένδοξοι μαθηταί

Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ Δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο, καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον, φεῦγε ἀκόρεστον ψυχὴν τὴν Διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοι.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Μεγάλη Πέμπτη 2 Μαΐου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΟΡΘΡΟΥ (ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
22: 1 – 39

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἤγγιζε ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων ἡ λεγομένη πάσχα. καὶ ἐζήτουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς τὸ πῶς ἀνέλωσιν αὐτόν· ἐφοβοῦντο γὰρ τὸν λαόν. Εἰσῆλθε δὲ ὁ σατανᾶς εἰς Ἰούδαν τὸν ἐπικαλούμενον Ἰσκαριώτην, ὄντα ἐκ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν δώδεκα, καὶ ἀπελθὼν συνελάλησε τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι καὶ στρατηγοῖς τὸ πῶς αὐτόν παραδῷ αὐτοῖς. καὶ ἐχάρησαν, καὶ συνέθεντο αὐτῷ ἀργύρια δοῦναι· καὶ ἐξωμολόγησε, καὶ ἐζήτει εὐκαιρίαν τοῦ παραδοῦναι αὐτὸν αὐτοῖς ἄτερ ὄχλου. Ἦλθε δὲ ἡ ἡμέρα τῶν ἀζύμων, ἐν ᾗ ἔδει θύεσθαι τὸ πάσχα, καὶ ἀπέστειλε Πέτρον καὶ Ἰωάννην εἰπών· Πορευθέντες ἑτοιμάσατε ἡμῖν τὸ πάσχα ἵνα φάγωμεν. οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Ποῦ θέλεις ἑτοιμάσωμεν; ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἰδοὺ εἰσελθόντων ὑμῶν εἰς τὴν πόλιν συναντήσει ὑμῖν ἄνθρωπος κεράμιον ὕδατος βαστάζων· ἀκολουθήσατε αὐτῷ εἰς τὴν οἰκίαν οὗ εἰσπορεύεται, καὶ ἐρεῖτε τῷ οἰκοδεσπότῃ τῆς οἰκίας· λέγει σοι ὁ διδάσκαλος, ποῦ ἐστι τὸ κατάλυμα ὅπου τὸ πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου φάγω; κἀκεῖνος ὑμῖν δείξει ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον· ἐκεῖ ἑτοιμάσατε. ἀπελθόντες δὲ εὗρον καθὼς εἴρηκεν αὐτοῖς, καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα. Καὶ ὅτε ἐγένετο ἡ ὥρα, ἀνέπεσε, καὶ οἱ δώδεκα ἀπόστολοι σὺν αὐτῷ. καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα τοῦτο τὸ πάσχα φαγεῖν μεθ’ ὑμῶν πρὸ τοῦ με παθεῖν· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐκέτι οὐ μὴ φάγω ἐξ αὐτοῦ ἕως ὅτου πληρωθῇ ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ. καὶ δεξάμενος τὸ ποτήριον εὐχαριστήσας εἶπε· Λάβετε τοῦτο καὶ διαμερίσατε ἑαυτοῖς· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ πίω ἀπὸ τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου ἕως ὅτου ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔλθῃ. καὶ λαβὼν ἄρτον εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· Τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου τὸ ὑπὲρ ὑμῶν διδόμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. ὡσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι, λέγων· Τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐν τῷ αἵματί μου, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν ἐκχυνόμενον. πλὴν ἰδοὺ ἡ χεὶρ τοῦ παραδιδόντος με μετ’ ἐμοῦ ἐπὶ τῆς τραπέζης. καὶ ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου πορεύεται κατὰ τὸ ὡρισμένον· πλὴν οὐαὶ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι’ οὗ παραδίδοται. καὶ αὐτοὶ ἤρξαντο συζητεῖν πρὸς ἑαυτοὺς τὸ τίς ἄρα εἴη ἐξ αὐτῶν ὁ τοῦτο μέλλων πράσσειν. Ἐγένετο δὲ καὶ φιλονεικία ἐν αὐτοῖς, τὸ τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κυριεύουσιν αὐτῶν, καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτῶν εὐεργέται καλοῦνται· ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλ’ ὁ μείζων ἐν ὑμῖν γινέσθω ὡς ὁ νεώτερος, καὶ ὁ ἡγούμενος ὡς ὁ διακονῶν. τίς γὰρ μείζων, ὁ ἀνακείμενος ἢ ὁ διακονῶν; οὐχὶ ὁ ἀνακείμενος; ἐγὼ δὲ εἰμι ἐν μέσῳ ὑμῶν ὡς ὁ διακονῶν. ὑμεῖς δέ ἐστε οἱ διαμεμενηκότες μετ’ ἐμοῦ ἐν τοῖς πειρασμοῖς μου· κἀγὼ διατίθεμαι ὑμῖν καθὼς διέθετό μοι ὁ πατήρ μου βασιλείαν, ἵνα ἐσθίητε καὶ πίνητε ἐπὶ τῆς τραπέζης μου ἐν τῇ βασιλείᾳ μου, καὶ καθήσεσθε ἐπὶ θρόνων κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ. Εἶπε δὲ ὁ Κύριος· Σίμων Σίμων, ἰδοὺ ὁ σατανᾶς ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ σινιάσαι ὡς τὸν σῖτον· ἐγὼ δὲ ἐδεήθην περὶ σοῦ ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου· καὶ σύ ποτε ἐπιστρέψας στήριξον τοὺς ἀδελφούς σου. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, μετὰ σοῦ ἕτοιμός εἰμι καὶ εἰς φυλακὴν καὶ εἰς θάνατον πορεύεσθαι. ὁ δὲ εἶπε· Λέγω σοι, Πέτρε, οὐ φωνήσει σήμερον ἀλέκτωρ πρὶν ἢ τρὶς ἀπαρνήσῃ μὴ εἰδέναι με. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὅτε ἀπέστειλα ὑμᾶς ἄτερ βαλαντίου καὶ πήρας καὶ ὑποδημάτων, μή τινος ὑστερήθητε; οἱ δὲ εἶπον· Οὐθενός. εἶπεν οὖν αὐτοῖς· Ἀλλὰ νῦν ὁ ἔχων βαλάντιον ἀράτω, ὁμοίως καὶ πήραν, καὶ ὁ μὴ ἔχων πωλήσει τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ καὶ ἀγοράσει μάχαιραν. λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι ἔτι τοῦτο τὸ γεγραμμένον δεῖ τελεσθῆναι ἐν ἐμοί, τὸ καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη· καὶ γὰρ τὰ περὶ ἐμοῦ τέλος ἔχει. οἱ δὲ εἶπον· Κύριε, ἰδοὺ μάχαιραι ὧδε δύο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἱκανόν ἐστι. Καὶ ἐξελθὼν ἐπορεύθη κατὰ τὸ ἔθος εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν· ἠκολούθησαν δὲ αὐτῷ καὶ οἱ μαθηταί αὐτοῦ.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ (ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΩΙ)
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
11: 23 – 32

Ἀδελφοί, ἐγὼ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ Κυρίου ὃ καὶ παρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς ἐν τῇ νυκτὶ ᾗ παρεδίδοτο ἔλαβεν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. Ὡσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι λέγων· τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐστὶν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι· τοῦτο ποιεῖτε, ὁσάκις ἂν πίνητε, εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. Ὁσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ. Ὥστε ὃς ἂν ἐσθίῃ τὸν ἄρτον τοῦτον ἢ πίνῃ τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου. Δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται ἱκανοί. Εἰ γὰρ ἑαυτοὺς διεκρίνομεν, οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα· κρινόμενοι δὲ ὑπὸ τοῦ Κυρίου παιδευόμεθα, ἵνα μὴ σὺν τῷ κόσμῳ κατακριθῶμεν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ (ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΩΙ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
Ματθ. 26: 2 – 20, Ἰω. 13: 3 – 17, Ματθ. 26: 21 – 39, Λουκ. 22: 43 – 44, Ματθ. 26: 40 – 75, 27: 1 – 52

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Οἴδατε ὅτι μετὰ δύο ἡμέρας τὸ πάσχα γίνεται, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς τὸ σταυρωθῆναι. 3Τότε συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως τοῦ λεγομένου Καϊάφα, 4καὶ συνεβουλεύσαντο ἵνα τὸν Ἰησοῦν δόλῳ κρατήσωσι καὶ ἀποκτείνωσιν. 5ἔλεγον δέ· Μὴ ἐν τῇ ἑορτῇ, ἵνα μὴ θόρυβος γένηται ἐν τῷ λαῷ. 6Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γενομένου ἐν Βηθανίᾳ ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, 7προσῆλθεν αὐτῷ γυνὴ ἀλάβαστρον μύρου ἔχουσα βαρυτίμου, καὶ κατέχεεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀνακειμένου. 8ἰδόντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠγανάκτησαν λέγοντες· Εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη; 9ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον πραθῆναι πολλοῦ καὶ δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς. 10γνοὺς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Τί κόπους παρέχετε τῇ γυναικί; ἔργον γὰρ καλὸν εἰργάσατο εἰς ἐμέ. 11τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. 12βαλοῦσα γὰρ αὕτη τὸ μύρον τοῦτο ἐπὶ τοῦ σώματός μου, πρὸς τὸ ἐνταφιάσαι με ἐποίησεν. 13ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ, λαληθήσεται καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη εἰς μνημόσυνον αὐτῆς. 14Τότε πορευθεὶς εἷς τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Ἰούδας Ἰσκαριώτης, πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς εἶπε· 15Τί θέλετέ μοι δοῦναι, καὶ ἐγὼ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν; οἱ δὲ ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα ἀργύρια. 16καὶ ἀπὸ τότε ἐζήτει εὐκαιρίαν ἵνα αὐτὸν παραδῷ. 17Τῇ δὲ πρώτῃ τῶν ἀζύμων προσῆλθον οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ λέγοντες αὐτῷ· Ποῦ θέλεις ἑτοιμάσωμέν σοι φαγεῖν τὸ πάσχα; 18ὁ δὲ εἶπεν· Ὑπάγετε εἰς τὴν πόλιν πρὸς τὸν δεῖνα καὶ εἴπατε αὐτῷ· ὁ διδάσκαλος λέγει, ὁ καιρός μου ἐγγύς ἐστι· πρὸς σε ποιῶ τὸ πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου. 19καὶ ἐποίησαν οἱ μαθηταὶ ὡς συνέταξεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα. 20Ὀψίας δὲ γενομένης ἀνέκειτο μετὰ τῶν δώδεκα. 3εἰδὼς ὁ δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα δέδωκεν αὐτῷ ὁ πατὴρ εἰς τὰς χεῖρας, καὶ ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐξῆλθε καὶ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπάγει, 4ἐγείρεται ἐκ τοῦ δείπνου καὶ τίθησι τὰ ἱμάτια, καὶ λαβὼν λέντιον διέζωσεν ἑαυτόν. 5εἶτα βάλλει ὕδωρ εἰς τὸν νιπτῆρα, καὶ ἤρξατο νίπτειν τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν καὶ ἐκμάσσειν τῷ λεντίῳ ᾧ ἦν διεζωσμένος. 6ἔρχεται οὖν πρὸς Σίμωνα Πέτρον, καὶ λέγει αὐτῷ ἐκεῖνος· Κύριε, σύ μου νίπτεις τοὺς πόδας; 7ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὃ ἐγὼ ποιῶ, σὺ οὐκ οἶδας ἄρτι, γνώσῃ δὲ μετὰ ταῦτα. 8λέγει αὐτῷ Πέτρος· Οὐ μὴ νίψῃς τοὺς πόδας μου εἰς τὸν αἰῶνα. ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἐὰν μὴ νίψω σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ’ ἐμοῦ. 9λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος· Κύριε, μὴ τοὺς πόδας μου μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰς χεῖρας καὶ τὴν κεφαλήν. 10λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὁ λελουμένος οὐ χρείαν ἔχει ἢ τοὺς πόδας νίψασθαι, ἀλλ’ ἔστι καθαρὸς ὅλος· καὶ ὑμεῖς καθαροί ἐστε, ἀλλ’ οὐχὶ πάντες. 11ᾔδει γὰρ τὸν παραδιδόντα αὐτόν· διὰ τοῦτο εἶπεν· οὐχὶ πάντες καθαροί ἐστε. 12Ὅτε οὖν ἔνιψε τοὺς πόδας αὐτῶν καὶ ἔλαβε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, ἀναπεσὼν πάλιν, εἶπεν αὐτοῖς· Γινώσκετε τί πεποίηκα ὑμῖν; 13ὑμεῖς φωνεῖτέ με, ὁ Διδάσκαλος καὶ ὁ Κύριος, καὶ καλῶς λέγετε· εἰμὶ γάρ. 14εἰ οὖν ἐγὼ ἔνιψα ὑμῶν τοὺς πόδας, ὁ Κύριος καὶ ὁ Διδάσκαλος, καὶ ὑμεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων νίπτειν τοὺς πόδας. 15ὑπόδειγμα γὰρ δέδωκα ὑμῖν, ἵνα καθὼς ἐγὼ ἐποίησα ὑμῖν, καὶ ὑμεῖς ποιῆτε. 16ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ, οὐδὲ ἀπόστολος μείζων τοῦ πέμψαντος αὐτόν. 17εἰ ταῦτα οἴδατε, μακάριοί ἐστε ἐὰν ποιῆτε αὐτά. . 21καὶ ἐσθιόντων αὐτῶν εἶπεν· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με. 22καὶ λυπούμενοι σφόδρα ἤρξαντο λέγειν αὐτῷ ἕκαστος αὐτῶν· Μήτι ἐγώ εἰμι, Κύριε; 23ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ὁ ἐμβάψας μετ’ ἐμοῦ ἐν τῷ τρυβλίῳ τὴν χεῖρα οὗτός με παραδώσει. 24ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάγει καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ· οὐαὶ δὲ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι’ οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται· καλὸν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. 25ἀποκριθεὶς δὲ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν εἶπε· Μήτι ἐγώ εἰμι, ῥαββί; λέγει αὐτῷ· Σὺ εἶπας. 26Ἐσθιόντων δὲ αὐτῶν λαβὼν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ εὐλογήσας ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς καὶ εἶπε· Λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου· 27καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· 28τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. 29λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ πίω ἀπ’ ἄρτι ἐκ τούτου τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ὅταν αὐτὸ πίνω μεθ’ ὑμῶν καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρός μου. 30Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν. Τότε λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· 31Πάντες ὑμεῖς σκανδαλισθήσεσθε ἐν ἐμοὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ· γέγραπται γάρ, πατάξω τὸν ποιμένα, καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης· 32μετὰ δὲ τὸ ἐγερθῆναί με προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν. 33ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· Εἰ πάντες σκανδαλισθήσονται ἐν σοί, ἐγὼ δὲ οὐδέποτε σκανδαλισθήσομαι. 34ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἀμὴν λέγω σοι ὅτι ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με. 35λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος· Κἂν δέῃ με σὺν σοὶ ἀποθανεῖν, οὐ μή σε ἀπαρνήσομαι. ὁμοίως δὲ καὶ πάντες οἱ μαθηταὶ εἶπον. 36Τότε ἔρχεται μετ’ αὐτῶν ὁ Ἰησοῦς εἰς χωρίον λεγόμενον Γεθσημανῆ, καὶ λέγει τοῖς μαθηταῖς· Καθίσατε αὐτοῦ ἕως οὗ ἀπελθὼν προσεύξωμαι ἐκεῖ. 37καὶ παραλαβὼν τὸν Πέτρον καὶ τοὺς δύο υἱοὺς Ζεβεδαίου ἤρξατο λυπεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν. 38τότε λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε μετ’ ἐμοῦ. 39καὶ προελθὼν μικρὸν ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ προσευχόμενος καὶ λέγων· Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ’ ὡς σύ. 43ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος ἀπ’ οὐρανοῦ ἐνισχύων αὐτὸν. 44καὶ γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο. ἐγένετο δὲ ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν. 40καὶ ἀναστὰς ἀπὸ τῆς προσευχῆς ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητὰς καὶ εὑρίσκει αὐτοὺς καθεύδοντας, καὶ λέγει τῷ Πέτρῳ· Οὕτως οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι μετ’ ἐμοῦ! 41γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής. 42πάλιν ἐκ δευτέρου ἀπελθὼν προσηύξατο λέγων· Πάτερ μου, εἰ οὐ δύναται τοῦτο τὸ ποτήριον παρελθεῖν ἀπ’ ἐμοῦ ἐὰν μὴ αὐτὸ πίω, γενηθήτω τὸ θέλημά σου. 43καὶ ἐλθὼν εὑρίσκει αὐτοὺς πάλιν καθεύδοντας· ἦσαν γὰρ αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοὶ βεβαρημένοι. 44καὶ ἀφεὶς αὐτοὺς ἀπελθὼν πάλιν προσηύξατο ἐκ τρίτου τὸν αὐτὸν λόγον εἰπὼν. 45τότε ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς· Καθεύδετε τὸ λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε! ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν. 46ἐγείρεσθε, ἄγωμεν· ἰδοὺ ἤγγικεν ὁ παραδιδούς με. 47Καὶ ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ Ἰούδας εἷς τῶν δώδεκα ἦλθε, καὶ μετ’ αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων ἀπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ. 48ὁ δὲ παραδιδοὺς αὐτὸν ἔδωκεν αὐτοῖς σημεῖον λέγων· Ὃν ἂν φιλήσω αὐτός ἐστι· κρατήσατε αὐτόν. 49καὶ εὐθέως προσελθὼν τῷ Ἰησοῦ εἶπε· Χαῖρε, ῥαββί, καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. 50ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἑταῖρε, ἐφ’ ὃ πάρει; τότε προσελθόντες ἐπέβαλον τὰς χεῖρας ἐπὶ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐκράτησαν αὐτόν. 51καὶ ἰδοὺ εἷς τῶν μετὰ Ἰησοῦ ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπέσπασε τὴν μάχαιραν αὐτοῦ, καὶ πατάξας τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον. 52τότε λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἀπόστρεψον σου τὴν μάχαιραν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς· πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀποθανοῦνται. 53ἢ δοκεῖς ὅτι οὐ δύναμαι ἄρτι παρακαλέσαι τὸν πατέρα μου, καὶ παραστήσει μοι πλείους ἢ δώδεκα λεγεῶνας ἀγγέλων; 54πῶς οὖν πληρωθῶσιν αἱ γραφαὶ ὅτι οὕτω δεῖ γενέσθαι; 55Ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τοῖς ὄχλοις· Ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με· καθ’ ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἐκαθεζόμην διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ οὐκ ἐκρατήσατέ με. 56τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαὶ τῶν προφητῶν. Τότε οἱ μαθηταὶ πάντες ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον. 57Οἱ δὲ κρατήσαντες τὸν Ἰησοῦν ἀπήγαγον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα, ὅπου οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι συνήχθησαν. 58ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει αὐτῷ ἀπὸ μακρόθεν ἕως τῆς αὐλῆς τοῦ ἀρχιερέως, καὶ εἰσελθὼν ἔσω ἐκάθητο μετὰ τῶν ὑπηρετῶν ἰδεῖν τὸ τέλος. 59οἱ δὲ ἀρχιερεῖς οἱ πρεσβύτεροι καὶ τὸ συνέδριον ὅλον ἐζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ ὅπως θανατώσωσιν αὐτὸν, 60καὶ οὐχ εὗρον· καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων, οὐχ εὗρον. ὕστερον δὲ προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες 61εἶπον· Οὗτος ἔφη, δύναμαι καταλῦσαι τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν οἰκοδομῆσαι αὐτὸν. 62καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ· Οὐδὲν ἀποκρίνῃ; τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν; 63ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ· Ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος ἵνα ἡμῖν εἴπῃς εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. 64λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Σὺ εἶπας· πλὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ. 65τότε ὁ ἀρχιερεὺς διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ λέγων ὅτι Ἐβλασφήμησε· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων; ἴδε νῦν ἠκούσατε τὴν βλασφημίαν αὐτοῦ· 66τί ὑμῖν δοκεῖ; οἱ δὲ ἀποκριθέντες εἶπον· Ἔνοχος θανάτου ἐστί. 67Τότε ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν 68λέγοντες· Προφήτευσον ἡμῖν, Χριστέ, τίς ἐστιν ὁ παίσας σε; 69Ὁ δὲ Πέτρος ἔξω ἐκάθητο ἐν τῇ αὐλῇ· καὶ προσῆλθεν αὐτῷ μία παιδίσκη λέγουσα· Καὶ σὺ ἦσθα μετὰ Ἰησοῦ τοῦ Γαλιλαίου. 70ὁ δὲ ἠρνήσατο ἔμπροσθεν αὐτῶν πάντων λέγων· Οὐκ οἶδα τί λέγεις. 71ἐξελθόντα δὲ αὐτὸν εἰς τὸν πυλῶνα εἶδεν αὐτὸν ἄλλη καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἐκεῖ καὶ οὗτος ἦν μετὰ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου. 72καὶ πάλιν ἠρνήσατο μεθ’ ὅρκου ὅτι Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον. 73μετὰ μικρὸν δὲ προσελθόντες οἱ ἑστῶτες εἶπον τῷ Πέτρῳ· Ἀληθῶς καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ· καὶ γὰρ ἡ λαλιά σου δῆλόν σε ποιεῖ. 74τότε ἤρξατο καταθεματίζειν καὶ ὀμνύειν ὅτι Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον· καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησε. 75καὶ ἐμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ ῥήματος Ἰησοῦ εἰρηκότος ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με· καὶ ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς. 1Πρωΐας δὲ γενομένης συμβούλιον ἔλαβον πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ κατὰ τοῦ Ἰησοῦ ὥστε θανατῶσαι αὐτόν· 2καὶ δήσαντες αὐτὸν ἀπήγαγον καὶ παρέδωκαν αὐτὸν Ποντίῳ Πιλάτῳ τῷ ἡγεμόνι. 3 Τότε ἰδὼν Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν ὅτι κατεκρίθη, μεταμεληθεὶς ἀπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ πρεσβυτέροις 4 λέγων· Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον. οἱ δὲ εἶπον· Τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψει. 5 καὶ ῥίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ ἀνεχώρησε, καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μάριος Ἀντωνίου: “Τοῦ δείπνου σου” Χερουβικὸν Μεγάλης Πέμπτης, ἦχος πλάγιος β’, Ἰακώβου πρωτοψάλτου

”Τοῦ δείπνου σου”,  Χερουβικὸν Μεγάλης Πέμπτης, ἦχος πλάγιος β’,  Ἰακώβου πρωτοψάλτου. Ψάλλει ὁ πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου. Ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία  τῆς Μεγάλης Πέμπτης  ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Αὐξιβίου Α΄ Ἐπισκόπου Σόλων τῆς κοινότητος Ἀστρομερίτη,  τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Μεγάλη Τετάρτη 1η Μαΐου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΟΡΘΡΟΥ (ΤΡΙΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
12: 17 – 50

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐμαρτύρει ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ’ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον. οἱ οὖν Φαρισαῖοι εἶπον πρὸς ἑαυτούς· Θεωρεῖτε ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν; ἴδε ὁ κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν. Ἦσαν δέ τινες Ἕλληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ. οὗτοι οὖν προσῆλθον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, θέλομεν τὸν Ἰησοῦν ἰδεῖν. ἔρχεται Φίλιππος καὶ λέγει τῷ Ἀνδρέᾳ, καὶ πάλιν Ἀνδρέας καὶ Φίλιππος καὶ λέγουσι τῷ Ἰησοῦ· ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς λέγων· Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει. ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ μισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, εἰς ζωὴν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν. ἐὰν ἐμοί διακονῇ τις, ἐμοὶ ἀκολουθείτω, καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγὼ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται· καὶ ἐάν τις ἐμοὶ διακονῇ, τιμήσει αὐτὸν ὁ πατήρ. Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται, καὶ τί εἴπω; Πάτερ, σῶσόν με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης. ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἦλθον εἰς τὴν ὥραν ταύτην. πάτερ, δόξασόν σου τὸ ὄνομα. ἦλθεν οὖν φωνὴ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ· Καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω. ὁ οὖν ὄχλος ὁ ἑστὼς καὶ ἀκούσας ἔλεγε βροντὴν γεγονέναι· ἄλλοι ἔλεγον· Ἄγγελος αὐτῷ λελάληκεν. ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· Οὐ δι’ ἐμὲ αὕτη ἡ φωνὴ γέγονεν, ἀλλὰ δι’ ὑμᾶς. νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου, νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω· κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν. τοῦτο δὲ ἔλεγεν σημαίνων ποίῳ θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνήσκειν. ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ὄχλος· Ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐκ τοῦ νόμου ὅτι ὁ Χριστὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖ ὑψωθῆναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; τίς ἐστιν οὗτος ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου; εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἔτι μικρὸν χρόνον τὸ φῶς μεθ’ ὑμῶν ἐστι· περιπατεῖτε ἕως τὸ φῶς ἔχετε, ἵνα μὴ σκοτία ὑμᾶς καταλάβῃ· καὶ ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδεν ποῦ ὑπάγει. ἕως τὸ φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τὸ φῶς ἵνα υἱοὶ φωτὸς γένησθε. Ταῦτα ἐλάλησεν Ἰησοῦς, καὶ ἀπελθὼν ἐκρύβη ἀπ’ αὐτῶν. Τοσαῦτα δὲ αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν οὐκ ἐπίστευον εἰς αὐτόν, ἵνα ὁ λόγος Ἡσαΐου τοῦ προφήτου πληρωθῇ ὃν εἶπε· Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; καὶ ὁ βραχίων Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη; διὰ τοῦτο οὐκ ἠδύναντο πιστεύειν, ὅτι πάλιν εἶπεν Ἡσαΐας· Τετύφλωκεν αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πεπώρωκεν αὐτῶν τὴν καρδίαν, ἵνα μὴ ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ νοήσωσι τῇ καρδίᾳ καὶ ἐπιστραφῶσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς. ταῦτα εἶπεν Ἡσαΐας ὅτε εἶδεν τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε περὶ αὐτοῦ. ὅμως μέντοι καὶ ἐκ τῶν ἀρχόντων πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ἀλλὰ διὰ τοὺς Φαρισαίους οὐχ ὡμολόγουν, ἵνα μὴ ἀποσυνάγωγοι γένωνται· ἠγάπησαν γὰρ τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἤπερ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ἰησοῦς δὲ ἔκραξε καὶ εἶπεν· Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ πιστεύει εἰς ἐμὲ, ἀλλ’ εἰς τὸν πέμψαντά με, καὶ ὁ θεωρῶν ἐμὲ θεωρεῖ τὸν πέμψαντά με. ἐγὼ φῶς εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἐν τῇ σκοτίᾳ μὴ μείνῃ. καὶ ἐάν τίς μου ἀκούσῃ τῶν ῥημάτων καὶ μὴ πιστεύσῃ, ἐγὼ οὐ κρίνω αὐτόν· οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σώσω τὸν κόσμον. ὁ ἀθετῶν ἐμὲ καὶ μὴ λαμβάνων τὰ ῥήματά μου, ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτόν· ὁ λόγος ὃν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ· ὅτι ἐγὼ ἐξ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλάλησα, ἀλλ’ ὁ πέμψας με πατὴρ αὐτός μοι ἐντολὴν ἔδωκε τί εἴπω καὶ τί λαλήσω· καὶ οἶδα ὅτι ἡ ἐντολὴ αὐτοῦ ζωὴ αἰώνιός ἐστιν. ἃ οὖν λαλῶ ἐγὼ, καθὼς εἴρηκέ μοι ὁ πατήρ, οὕτω λαλῶ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ (ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΝ ΤΗ ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΗ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
26: 6 – 16

Τοῦ Ἰησοῦ γενομένου ἐν Βηθανίᾳ ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, προσῆλθεν αὐτῷ γυνὴ ἀλάβαστρον μύρου ἔχουσα βαρυτίμου, καὶ κατέχεεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀνακειμένου. ἰδόντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠγανάκτησαν λέγοντες· Εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη; ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον πραθῆναι πολλοῦ καὶ δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς. γνοὺς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Τί κόπους παρέχετε τῇ γυναικί; ἔργον γὰρ καλὸν εἰργάσατο εἰς ἐμέ. τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. βαλοῦσα γὰρ αὕτη τὸ μύρον τοῦτο ἐπὶ τοῦ σώματός μου, πρὸς τὸ ἐνταφιάσαι με ἐποίησεν. ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ, λαληθήσεται καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη εἰς μνημόσυνον αὐτῆς. Τότε πορευθεὶς εἷς τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Ἰούδας Ἰσκαριώτης, πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς εἶπε· Τί θέλετέ μοι δοῦναι, καὶ ἐγὼ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν; οἱ δὲ ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα ἀργύρια. καὶ ἀπὸ τότε ἐζήτει εὐκαιρίαν ἵνα αὐτὸν παραδῷ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Αγίου Αμφιλοχίου επισκόπου Ικονίου: Ομιλία εις την γυναίκα την αμαρτωλόν, την αλειψάσαν τον Κύριον μύρω και εις Φαρισαίον

Άγιος Αμφιλόχιος, Επίσκοπος Ικονίου

Άγιος Αμφιλόχιος, Επίσκοπος Ικονίου

Α. Πολύ ωφέλησε την ψυχή μας ο Χριστός, σαν παρακάθησε στο τραπέζι του Ζακχαίου. Γιατί όπου ο Χριστός φιλοξενείται, και κάμνει συντροφιά με τους ανθρώπους, και το πιοτό και το τραπέζι μας καταδέχεται, εκεί κατοικεί η ευφροσύνη. Γιατί ποιος τελώνης η πόρνη η απ’ εκείνους που έπραξαν όσα δε λέγονται κακά, βλέποντας τον Ποιητήν του ουρανού και της γης να εισέρχεται στο σπίτι του Τελώνη, η εκείνον που μας δίδει τα στάχυα, να λαβαίνει με τα χέρια του ανθρώπινο ψωμί, η των τσαμπιών τον χορηγό να ντύνει απ’ το κρασί και να ευλογεί τα πατητήρια, και στο μυαλό του δε θάβαζε την πράξη τούτη για μεγάλη γιορτή και λαμπρό πανηγύρι; Αληθινά γιορτή. Ευφροσύνη αγγελικής φιλοξενίας, να βλέπεις το Δεσποτη με τους δούλους· το Θεό με τους ανθρώπους· τον Κριτήν τέλος να βλέπεις μ’ εκείνους που θα κρίνει, να κάθεται το ίδιο τραπέζι. Μα για τούτον το λόγο ήρθε στη γη, χωρίς να εγκαταλείψει τον ουρανό ορφανό από τη θεϊκή δόξα· γιατί και τέλειος γενόμενος άνθρωπος, δεν έπαυσε να είναι Θεός.

Και ήρθε επί της γης και πέρασε θάλασσες για να βγάλει τους χειμαζομένους στο πέλαγος των βιοτικών φροντίδων από το βυθό της αμαρτίας, και σε πόλεις και κώμες περιόδευσε και περπάτηξε στα στενά τα μονοπάτια και στ’ απόκρημνα πατήματα, και σε γκρεμνούς στάθηκε κι αναζήτησε τους πλανεμένους για να τους επαναφέρει στην ποίμνη των, σαν ακυβέρνητα πρόβατα. Γιατί Αυτός είναι εκείνος που αναζητεί το «απολωλός πρόβατον», εκείνος που εγκαταλείπει τα ενενήντα εννέα πρόβατα και πάσχει για το ένα. Κι επειδή ζητούσε το ένα, δε σημαίνει πως καταφρονούσε τα επίλοιπα, μα κι ούτε πάλιν θυσίαζε για τα πολλά το ένα· γιατί άφηνε τα ενενήντα εννέα στη μάντρα ασφαλισμένα και σίγουρα, και τότε έτρεχε για το ένα να το σώσει απ’ την πλεκτάνη του διαβόλου. Πρόβατο χωρίς ποιμένα είναι έτοιμο δείπνο στα θηρία, και ψυχή ασφράγιστη από αρετή και χωρίς ταπείνωση και φόβον Θεού είναι στα χέρια του διαβόλου. Όθεν και τον Ζακχαίον άρπαξε σαν πρόβατο από το στόμα του λύκου και στη λογικήν αυλήν των προβάτων επανέφερε και με θεία χαρίσματα και αρετήν τον εκόσμησε. Και όπως ο ποιμήν που επιθυμεί να ξαναβρή το πλανεμένο αρνί, αφήνει φρόνιμο και πιστό του ζώο ελεύθερο να βόσκει, μη τυχόν το απαντήσει και συντροφιαστά επιστρέψουνε στη μάντρα, έτσι και ο Λόγος του Θεού τη σάρκα που δανείστηκε από την Παρθένον, σαν πρόβατο σε βοσκοτόπι, άφησε στο τραπέζι του Ζακχαίου, όπως, ένεκεν της φιλοξενίας και της συντροφιάς, τον τραβήξει προς την ποίμνην.

Β. Αλλά τούτο δεν το καταλάβαιναν οι Φαρισαίοι και σχολίαζαν με τις απαίσιές τους γλώσσες και διέβαλλαν το Χριστό  που τον έβλεπαν να τρώγει με τους τελώνες. Μα σαν τα ασκιά τα παληά ανοίξανε γιατί δεν μπορούσαν να δεχτούν τον καινούριο δυνατό λόγο της διδασκαλίας. Εμείς όμως, αδελφοί, ας ακολουθήσουμε το μέγα φιλάνθρωπο στην πορείαν του. Εκείνος λοιπόν που τον Ζακχαίον τον τελώνην έφερε στο δρόμο τον καλό και στη λογική μάντρα των Αποστόλων συγκατέλεξε, εκείνος είναι που και την πόρνην την αμαρτωλήν, την εργάτιδα τόσων κακών, ετράβηξε από το φαράγγι του διαβόλου και στην ασφαλισμένη μάντρα την απέδωσε.

Για να γνωρίσετε όμως τη φιλανθρωπία του Χριστού κι από την άλλην των Φαρισαίων την παραφροσύνην και για να μάθετε της αμαρτωλής την επιστροφή, παραθέτω τούτες τις ευαγγελικές ρήσεις, και αν ακούσετε καλά και προσέξετε το ύφος, εύκολα πολύ θα βγάλετε και το νόημά τους. Ηρώτησε, λέγει, τις των Φαρισαίων τον Ιησούν, ίνα φάγη μετ’ αυτού. Και εισελθών εις τον οίκον του Φαρισαίου ανεκλίθη. Ω ανείπωτη χάρις! Ω πρωτάκουστη φιλανθρωπία που δε γνωρίζεις όρια! Και με Φαρισαίους παρακάθεται χωρίς ν’ αποδιώχνει τους τελώνες· και τις πόρνες ελεεί και με τη Σαμαρείτιδα διαλέγεται· και στη Χαναναίαν απαντά και στην αιμορροούσα το κράσπεδον του ιματίου του παραχωρεί και δεν ντρέπεται. Είναι γιατρός για όλα τα πάθη και τα θεραπεύει για να ωφελήσει όλους, τους πονηρούς και τους αγαθούς, τους αχάριστους και τους ευγνώμονες. Έτσι λοιπόν και τώρα που τον προσκαλεί ο Φαρισαίος, δέχεται, και εισέρχεται στην οικίαν του, πλην οικίαν γιομάτη με αμαρτίες. Γιατί όπου Φαρισαίος εκεί είναι η πονηρία, ο τόπος της αμαρτίας, της υπερηφανίας το «καλωσόρισες». Και σε τέτοιο σπίτι ο Κύριος δεν αρνιέται να υπάγει. Και φυσικά, γιατί ως ο ήλιος δε χάνει τη λάμψη του ακόμα και στο βόρβορο σα ρίχνει τις ακτίνες του αλλά τουναντίον τον καθαρίζει, έτσι και ο Χριστός κάθε τόπον αισχύνης και βέβηλον διαλέγει και τη βρωμερήν αμαρτία με τις ακτίνες του διαλύει, κι άσπιλος μένει πάντα ο λόγος της θεότητος.

Γ. Έτσι ευθύς επήγε στον Φαρισαίον· ήρεμος, σιωπηλός, χωρίς να ελέγξει τη ζωή του. Πρώτα για να αγιάσει τους καλεσμένους, εκείνον που τον κάλεσε, την οικίαν και της πολιτείας τα βρώματα· έπειτα για να δείξει πως δεν ήταν φάσμα η ενανθρώπησή του μα κάτι πραγματικό, πως γίνηκε δηλαδή τέλειος άνθρωπος, κάθισε στο τραπέζι γιατί εκεί έμελλε να έρθει η πόρνη και να δείξει το θερμόν και φωτεινόν τρόπο της μετανοίας. Γι’ αυτό σαν τον κάλεσε ο Φαρισαίος, ευθύς συγκατανεύει για να διδάξη παρουσία των Γραμματέων και Φαρισαίων. Όταν η πόρνη θα ομολογεί τα σφάλματά της, πως πρέπει να ζητούν συγχώρεση οι αμαρτωλοί από το Θεό και να δέχονται τη χάρη του. Ιδού γαρ, λέγει, γυνή εν τη πόλει, ήτις ην αμαρτωλός. Γυναίκα· η ανερμάτιστη φύση, το πρώτο δίχτυ του διαβόλου, η εισαγωγή της πλάνης, η διδασκάλισσα της παραβάσεως και της ανομίας. Αυτή που γίνηκε για βοήθεια του αντρός, μα πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε εχθρόν του, που δημιουργήθηκε και είναι εκ φύσεως καλή, μα που με την ίδια της τη βούληση γίνηκε κακή· αυτή που έδειξε την ωραιότητα του ξύλου και τον παράδεισον έχασε. Και ιδού γυνή, εν τη πόλει, ήτις ην αμαρτωλός, και της Εύας έφερνε τις αμαρτίες και κατάμεστη ήταν από τις δικές της. Και θα ειπώ πρώτα για την προηγούμενή της συμπεριφορά και πως σκορπούσε σπάταλα τους τρόπους της, για να αντιληφθήτε καλλίτερα την πολυτέλεια της μετανοίας.

Δ. Ο Θεός έλαβεν οστούν από την πλευράν του Αδάμ, του προσέθηκε σάρκα και έτσι έκαμε την Εύα, που και γι’ αυτό γυναίκα την κάλεσε, και την έδωσε στον Αδάμ για σύντροφό του. Αλλά μετά που αμάρτησαν και παρέβηκαν τον νόμο και διωχθήκανε από τον Παράδεισον, σαν τιμωρία τους ήρθε και ο θάνατος. Μα για να μη χαθεί ολότελα το ανθρώπινο γένος με τη φθορά του θανάτου, έρχεται ο γάμος ν’ αναχαιτίσει το θάνατο. Για να σπέρνει ο ένας κι ο άλλος να θερίζει· ο ένας να κόβει κι ο άλλος να βλασταίνει. Κι ότι μετά την εισέλαση του θανάτου δόθηκε η χάρη του γάμου, καταφάνερο είναι από το ότι ο Αδάμ μετά την έξοδο από τον Παράδεισο βρέθηκε με την Εύα. Κι έχει γραφτεί ότι σαν βγήκανε από τον Παράδεισο, τότε εγνώρισε ο Αδάμ τη γυναίκα του· προ της αμαρτίας λοιπόν ήταν η παρθενία, που διατηρούσε αμόλυντο και καθαρό το χιτώνα της φύσεως. Μετά λοιπόν από την ανομία, ύστερα από την τιμωρία του θανάτου εισέλασε ο γάμος για να εξασθενήσει το θάνατο με την άνθησή του και να τον νικήσει με την αρχοντική του βλάστηση. Και για να μη χαθή το ανθρώπινο γένος αλλά τουναντίον να πληθυνθεί ψηφίστηκε ο νόμος του γάμου. Και στον άνδρα χάρισε την ηδονή και στη γυναίκα τη θωπεία και την ωραιότητα, ωραιότητα πρόσκαιρη, όχι για να ερεθίζωνται ανάμεσό τους και να ωθούνται σε άνομες μίξεις, αλλά για να ενώνονται έννομα με το θεσμό του γάμου. Όθεν η μίξις ύστερα από νόμιμον γάμον είναι τίμια και ευλογημένη από το Θεό. Αλλά εκείνη που γίνεται για να κερδίσει η σάρκα την ηδονή, έχει μέσα της το θάνατο. Τίμιος γαρ ο γάμος εν πάσι, και η κοίτη αμίαντος· πόρνους δε και μοιχούς κρινεί ο Θεός. Όσες λοιπόν νόμιμα γνώρισαν τους άνδρες για να κάμουν παιδιά, είναι αψεγάδιαστες· όπως η Σάρρα, και η Ραβέκκα, και η Ραχήλ. Και οποιαδήποτε άλλη. Εκείνες όμως που διεγείρουν τους νέους, και τους σπρώχνουν στην ακολασία για να χαρούν την άνομη ηδονή, αυτές είναι καταδικασμένες για τη φθορά, γιατί τον ναόν του Θεού καταστρέφουν. Ει τις γαρ, λέγει, φθείρει τον ναόν του Θεού, φθερεί τούτον ο Θεός. Και από τούτες ήτανε η αμαρτωλή που λέγουμε. Κι αφού τόσον αισχρά εκμεταλλεύτηκε τη φύση, με το να χρωματίζει με φτηνή βαφή το πρόσωπό της, και με επιδεξιότητα να προσπαθεί πως να φανεί ελκυστική, έσερνε τυφλά τους νέους στην ακολασία και τους έσπρωχνε στο βάραθρο της πορνείας.

Ε. Και δεν τα λέγω αυτά, για να περιγελάσω εκείνα που έκαμε· αλλά τουναντίον για να την επαινέσω, με το να ξέρετε από που ξεκίνησε και που έφτασε. Και λέγω ποια ήτανε πρώτα, για να σας δείξω τι γίνηκε τώρα. Και όλα τα  αμαρτήματά της καταλεπτώς τα ιστορώ, για να δείξω τα κατορθώματα της μετανοίας. Αλλά αυτή, που δε μεταχειρίστηκε ως έπρεπε το σώμα της· μα άλλους σαγήνευε με τις πλεξούδες των μαλλιών της, άλλους εμάγευε με τα δάκρυά της κι άλλους με τη θρασύτητά της  και όλους από παντού τους ωδηγούσε στο βάραθρο της ακολασίας, αυτή τώρα τον αισχρό και σαρκικόν έρωτά της αλλάζει σε θεία και ουράνια στοργή.

Σαν είδε τον Ιησού άλλοτε να μιλά με τη Σαμαρείτιδα κι άλλοτε να σιμώνει τη Χαναναία, κι άλλη φορά να διαπιστώνει την κλοπή της αιμορροούσης, και πότε να τρώγει με τους τελώνες και πότε να επισκέπτεται τους Φαρισαίους, σκέφτηκε. Αφού τις πόρνες και τους αμαρτωλούς και τους τελώνες καταδέχεται, ως πότε θα σπαρταράω σαν ψάρι για την ηδονή και θα βυθίζομαι συνεχώς στα πελάγη της αμαρτίας; Δε θα μείνω για πάντα στον κόσμο, ούτε ωραία θα μείνω, γιατί το καθένα έχει στον καιρό του το θάνατο και όλα μαραίνονται· και τα άνθη και τα κρίνα κι οι ομορφιές του προσώπου. Και τι θα πάθω για τα έργα μου; Αρχίζω τώρα και εννοώ τη φωτιά της κολάσεως και η ψυχή μου μετανοεί, γιατί προσπαθώντας με κάθε μέσο πως να φανώ ωραιότερη για την καταστροφή των νέων, έβγαινα στους δρόμους της πολιτείας και στην αγορά κι έτρεχα στις μαζώξεις των ανθρώπων  κι είχα για δίχτυ μου τα πόδια κι ως δόλωμα τις ωραίες μου κουβέντες.

Ω πόσους νεαρούς κατέστρεψα με τις ματιές μου, τις γιομάτες αναίδεια και πάθος. Κι έκαμνα πολλά φτιασίδια κι αυτό για βλάβη πάλιν εκείνων που με κυτούσαν, και πότε ύψωνα τα μαλλιά μου σε σειρές απανωτές σαν πύργο, και πότε άφηνα από ψηλά πολλές πλεξούδες αφρόντιστα να χαλούν στο μέτωπό μου. Και τα μάγουλά μου έβαφα και τα μάτια μου τα είχα πάντα με μαυράδια. Και πότε με δάκρυα ψεύτικα έκαμνα τους νέους να πέφτουνε μπροστά μου. Ω, τι θα καταντήσω για τούτα, και ποιο γιατρό θα βρω σε όλα τούτα τα πάθη; Αν εξομολογηθώ τις ανομίες μου στους ανθρώπους, ανώφελη θα είναι η εκμυστήρευσή μου· να κρύψω τα αμαρτήματά μου δε μπορώ. Κι από που να τα κρύψω μιας που το Θεό δε μπορώ να ξεγελάσω; Και που να πάω που παντού το δικαστή βρίσκω μπροστά μου; που ναι μεν δε φαίνεται μα παντού με ελέγχει; Μια ελπίδα σωτηρίας μου απομένει, μια ευκαιρία για τη ζωή· να βρω τον Ιησού και να τρέξω κοντά του. Αυτός που τους Τελώνες δέχεται δεν απαρνιέται την πόρνη. Αυτός που δειπνεί μαζί με τους Φαρισαίους δε διώχνει τα δάκρυα της αμαρτωλής. Κι επειδή ξέρω πως βρίσκεται στου Σίμωνα του Φαρισαίου, εκεί θα πάω. Μα τι να του ζητήσω σαν πάω; Την υγεία των ματιών μου; Μα είναι πρόσκαιρο το χάρισμα. Ν’ απαλλαγώ από την αρρώστεια; Μικρό το κατόρθωμα, γιατί ο αιώνιος θάνατος είναι πιο μεγάλος από τη σύντομη τούτη ζωή. Απ’ όλα θα παραιτηθώ λοιπόν, τα σωματικά, και την υγεία της ψυχής μου θα ζητήσω. Και μια λύση στα κακά και τις αμαρτίες που σώρεψα είναι να δω το Δικαστή και να προλάβω την κόλαση. Θα μιμηθώ την πόρνη τη Ραάβ, και θα ζηλέψω την ενάρετη ζωή της γυναικός. Και τίποτε άλλο δε ζητεί ο Θεός πλην της μετανοίας.

Ϛ. Και σα σκέφτηκε τούτα, που είπαμε, με ευσέβεια, και σαν μετάστρεψε τον νου της στην πίστη, έρχεται στον Ιησού με παρρησία να ομολογήση την αναίδειά της. Και δε λέγει τίποτε· δεν τολμούσεν· ήξερε πως εκείνος που εποπτεύει τους λογισμούς δεν έχει ανάγκη από λόγια. Και τι θα του έλεγε αφού όλα τα γνωρίζει! Πως αμάρτησε κι εργάστηκε την ανομία; Πως ερωτεύονταν κι απολάμβανε τις σαρκικές ηδονές; Αυτά τα ήξερε καλά ο Θεός, όχι γιατί γίνηκαν αλλά γιατί γνωρίζει και τους λογισμούς στα μύχια της καρδιάς μας. Επειδή λοιπόν εγνώριζε πως όλα είναι φανερά στο Θεό και δε μπορεί να τον ξεγελάση, σφάληξε το στόμα της κι άνοιξε τα δάκρυά της να μιλήσει. Στάσα γαρ, λέγει, παρά τους πόδας του Ιησού, κλαίουσα ήρξατο βρέχειν τους πόδας αυτού τοις δάκρυσιν. Και δε μιλούσε με το στόμα της, αλλά με στεναγμούς και με καρδιά συντετριμμένη έλεγε την άβυσσο των αμαρτιών της· τους άσεμνους στοχασμούς, και τις αισχρές μνήμες, τις βέβηλες πράξεις και τις άνομες ομιλίες ομολογούσε. Και δεν υπήρξε τίποτα που να έκαμε και που δεν το πλήρωσε με δάκρυα. Κι ήξερε καλά πως για ότι έλεγε ελάβαινε την συγχώρεση. Είπα γαρ, λέγει, εξαγορεύσω κατ’ εμού την ανομίαν μου, και συ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου. Και όχι μόνον χωρίς να ομιλεί, ομολογούσε ζητώντας την εξιλέωση του Κυρίου με τους στεναγμούς της καρδιάς της· αλλά εξεπλήρωσε και το ωραίο σχήμα της μετανοίας. Εδάκρυσε γιατί γέλασε πολύ· και με τα καλά δάκρυα λούζει το κακό της γέλιο· με τις σταγόνες των ματιών της ξεπλένει την αμαρτία από τα μάγουλά της· ήγουν με εκείνα που αμάρτησε με τούτα και απολογιέται· με όσα έπραξε τις ανομίες, με αυτά ζητεί να εξιλεώσει το νομοθέτη. Όπως ακριβώς ο Δαβίδ, το στρώμα που μόλυνε με εναγκαλισμούς το ξέπλυνε με τα δάκρυα…

Μετάφρ.  Θεοδόση Νικολάου, Κυπρίου
Κιβωτός,  έτος Α΄ Μάρτιος 1952, αριθμ. φυλλ. 3
 
Πηγή ηλ. κειμένου: www.impantokratoros.gr

Μόρφου Νεόφυτος: Ὁ δίκαιος Λάζαρος καὶ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη τοῦ ὁσίου Ἰακώβου τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ (31.3.2018)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὴ Θεία Λειτουργία τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίας Βαρβάρας τῆς κοινότητας Οἴκου τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (31.3.2018).