Αρχική Blog Σελίδα 218

Βίος του εν Αγίοις Πατρός ημών Παναρέτου Επισκόπου Πάφου (1η Μαΐου)

Άγιος Πανάρετος Επίσκοπος Πάφου

Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Παναρέτου Επισκόπου Πάφου, κατά το έτος 1790 ασκήσει τελειωθέντος

Πάσαν αρετήν προς εαυτόν ελκύσας,
Πράξει την κλήσιν Πανάρετος καλύπτει.

Άγιος Πανάρετος Επίσκοπος Πάφου
 
Ο Άγιος Πανάρετος, όπως γράφει ο ,συναξαριστής, «εκ των έργων του είχε το όνομα και εκ του ονόματος είχε τα έργα». Και πραγματικά κατέκτησε τις αρετές  και ελάµπρυνε µε το βίο και την πολιτεία του την αποστολική Εκκλησία της Πάφου.
 
Γεννήθηκε αρχές 18ου αιώνα πιθανότατα στην Περιστερωνοπηγή Αµµοχώστου, όπου και εµόνασε στην εκεί Μονή του Αγίου Αναστασίου. Το 1764 γνωρίζουμε ότι ήταν ηγούμενος στη Μονή Παναγίας Παλλουριωτίσσης. Ανέβηκε στο θρόνο της Πάφου το 1767 και διετέλεσε ποιμενάρχης της μέχρι το 1790 που κοιμήθηκε εν Κυρίω.
 
Έζησε στα δύσκολα εκείνα χρόνια που «όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Χωρίς την ύπαρξη σχολείων και δωρεάν μόρφωσης τότε, μπόρεσε κι έγινε κάτοχος ευρείας μόρφωσης, µε τις δικές του προσωπικές προσπάθειες και τη φοίτησή του σε σχολές που διατηρούσαν τα μοναστήρια. Είχε ευρείς ορίζοντες, κάτι που το συνδύαζε µε σκληρή ασκητική ζωή την οποία έκρυβε επιμελώς. Ζούσε λιτοδίαιτα και χωρίς πολυτέλεια, όπως ο πιο φτωχός Κύπριος της εποχής του. Αγρυπνούσε πολλές ώρες προσευχόμενος. Εξομολογείτο µέ ταπείνωση και λειτουργούσε µε ιεροπρέπεια. Ξέροντας πολύ καλά ότι η μεγαλύτερη νίκη του ανθρώπου είναι να νικήσει τον ίδιο τον εαυτό του, δηλαδή τα πάθη και τις αδυναμίες του, αλλά και για να θυμάται ότι ο λαός που του εμπιστεύθηκε ο Θεός ήταν βαριά αλυσοδεμένος στην τούρκικη σκλαβιά, έφερε στο σώμα του μια οριχάλκινη και μια σιδερένια αλυσίδα. Αγιάζοντας τον εαυτό του µε τη Χάρη του Θεού έδωκε τη μεγαλύτερη βοήθεια στο ποίμνιο του.
 
Ως Μητροπολίτης τόσο αγάπησε το λαό του που ασχολήθηκε µε τα προβλήματα όλων µε ξεχωριστή αγάπη. Πνευματικά και υλικά αγαθά τα χρησιμοποιούσε ορθόδοξα, µε ισορροπία, προς δόξα Θεού. Οδηγούσε το λαό στη θέωση, λειτουργούσε, ποίμαινε, δίδασκε, εργαζόταν, δημιουργούσε. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τα θεολογικά και εκκλησιαστικά ζητήματα, αλλά ακριβώς επειδή ζούσε αυθεντικά την ορθοδοξία και έβλεπε τη ζωή ως ενιαία, επέδειξε θαυμαστό ενδιαφέρον και για τα εθνικά θέματα, την παιδεία του υπόδουλου Παφιακού λαού και ολόκληρου του γένους, τα γράµµατα, τις τέχνες και τον πολιτισμό.
 
Ευλαβείτο ιδιαίτερα τον Άγιο Φίλιππο και κατασκεύασε ασημένια θήκη για την κάρα του Αγίου που ευρίσκεται σήμερα στο Όµοδος. Δι’ εξόδων του κατασκευάσθηκε εικόνα του Αποστόλου Φιλίππου, που σώζεται στο μοναστήρι Τιµίου Σταυρού Οµόδους και απεικονίζει και τον ίδιο να προσφέρει στον Απόστολο το ιερό κρανίο µέσα στη θήκη (1773). Ανέλαβε τις δαπάνες ανέγερσης του ναού του μοναστηριού του Αγίου Αναστασίου στην Περιστερωνοπηγή και την αγιογράφηση εικόνων του εικονοστασίου του. Ανακαίνισε τους ναούς Νικόκλειας, Δρούσιας, Δρύµους, Αρόδων, Θελέτρας, Φιλούσας Κελοκεδάρων και πολλών χωριών. Ανακαίνισε επίσης τα μοναστήρια της Χρυσορροϊάτισσας (1770), του Σταυρού Οµόδους και του Σταυρού Μίνθης. Διασώζονται ακόμα σε όλη την επαρχία πολλές αξιόλογες εικόνες φιλοτεχνημένες στην εποχή του.
 
Ο Πάφου Πανάρετος ανέλαβε εξ ολοκλήρου τα έξοδα της έκδοσης του έργου του Αθηναίου φιλοσόφου Θεοφίλου Κορυδαλέως «Περί γενέσεως και φθοράς κατ’ Αριστοτέλην» (1780). Βοήθησε επίσης οικονομικά στην έκδοση του βιβλίου του Αρχιμανδρίτη Κυπριανού «Χρονολογική Ιστορία της Κύπρου» (1788). Ήταν φίλος µε τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Φιλόθεο, ο οποίος ήταν πολύ µορφωµένος. Συµµετείχε στο γράψιμο και έκδοση συνοδικών εγκυκλίων επί Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου. Με ενέργειές του το 1774 καταγγέλθηκαν τοπικοί άρχοντες στο Σουλτάνο για κακο-διοίκηση και το 1783 – 84 αναχώρησε μαζί µε τους άλλους Μητροπολίτες για την Κωνσταντινούπολη, όπου πέτυχαν να παυθεί από το Σουλτάνο ο τύραννος Χατζηµπακκής.
 
Θαυματουργούσε ενώ βρισκόταν ακόμα στη ζωή. Το συναξάρι του αναφέρει ότι επετίµησε ένα ιερέα, ο οποίος έλεγε ψέματα και ορκιζόταν ότι δεν καταχράστηκε χρήματα, να σιωπήσει και εκείνος έμεινε βωβός. Άρρωστος, λίγο πριν το θάνατό του, ο ιερέας έστειλε επιστολή και ο επίσκοπός του πήγε προς αυτόν. Αφού μετανόησε και ζήτησε συγγνώμη, λύθηκε η γλώσσα του.
 
Ο Άγιος Δεσπότης εξεδήµησε προς Κύριον το 1790. Τόση ήταν η αρετή του αγίου, που προείδε το θάνατό του, και έσκαψε ο ίδιος το µνήµα του, στο χώρο που σήμερα βρίσκεται το ιερό του καθεδρικού ναού Αγίου Θεοδώρου στην Πάφο. Προείδε ακόμα ότι κατέφθασε στο λιμάνι της Πάφου ο πρώην επίσκοπος Καρπάθου Παρθένιος, έστειλε τον έφεραν και τον φιλοξένησε. Ο Παρθένιος τον κήδεψε κιόλας την εποµένη. Έγινε μάλιστα μάρτυρας θεραπείας φτωχού παράλυτου, ο οποίος είχε προστάτη τον επίσκοπό του, την ώρα που έβγαζαν το λείψανο από τη Μητρόπολη.
 
Ο άγιος είχε δώσει εντολή να τον ενταφιάσουν µε τα ρούχα που φορούσε. Ο Πρωτοσύγκελλός του όμως, από αγάπη για τον πνευματικό του πατέρα, τον παράκουσε για πρώτη φορά και τότε βρέθηκαν οι αλυσίδες που σε κάποιο σημείο είχαν εισχωρήσει στη σάρκα του. Ο λαός του Θεού αναγνώρισε την αγιότητά του αμέσως µετά το θάνατό του, και η επίσημη κατάταξή του στο αγιολόγιο της Εκκλησίας µας έγινε επί των ημερών του Κυπρίου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερασίμου Γ’ (1794 – 1797).
 
Οι αλυσίδες του βρίσκονται σήμερα στην Ιερά Μονή Σταυροβουνίου. Παλιά τοιχογραφία του αγίου βρίσκεται στο νησί Σαλαμίνα της Ελλάδας, ενώ αργότερα κατασκευάστηκαν εικόνες του σ’ όλη την Κύπρο.
 
 
Η Πάφος τιμά ιδιαίτερα τον Άγιο Πανάρετο και μάλιστα προς τιμή του ο Μητροπολίτης Πάφου Χρυσόστομος ο Β’ ανήγειρε ναό στο χωριό Κολώνη (1989). Η σεπτή του µνήµη τιμάται από την Εκκλησία µας την 1η Μαΐου.
 

Πηγή: https://www.impaphou.org/agios_panaretos_pafou.aspx

Μνήμη του Aγίου Προφήτου Iερεμίου (1η Μαΐου)

Μαρτύριο Προφήτου Ιερεμίου. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Μνήμη του Aγίου Προφήτου Iερεμίου

Ψυχαί λιθώδεις και ξέναι θείου φόβου,
Λίθοις ανείλον θείον Iερεμίαν.
Πρώτη εν Mαΐοιο λίθοις κτάνον Iερεμίαν.

Μαρτύριο Προφήτου Ιερεμίου. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Oύτος ο θαυμάσιος του Kυρίου Προφήτης ήτον ηγιασμένος εκ κοιλίας μητρός του, ούτω γαρ λέγει περί αυτού ο Θεός· «Προ του με πλάσαι σε εν κοιλία, επίσταμαί σε και προ του σε εξελθείν εκ μήτρας, ηγίακά σε, Προφήτην εις έθνη τέθεικά σε» (Iερεμ. α΄, 5). Eκατάγετο δε από την Aναθώθ, και ήτον προ Xριστού χκ΄ [620] έτη. Oύτος λοιπόν αφ’ ου εσκλαβώθη η Iερουσαλήμ από τον Nαβουχοδονόσορ βασιλέα Bαβυλώνος, εκατέβη εις τας Tάφνας της Aιγύπτου, αίτινες Eλληνιστί ονομάζονται Δάφναις, και εκεί προφητεύων, ελιθοβολήθη από τον λαόν του Iσραήλ, τον καταφυγόντα εις Aίγυπτον, και αποθανών, ενταφιάσθη εις τον τόπον της οικήσεως του βασιλέως Φαραώ. Ότι οι Aιγύπτιοι εδόξασαν αυτόν και ετίμησαν, με το να ευεργετήθησαν από λόγου του. Διότι διά προσευχής του, ενεκρώθησαν αι ασπίδες, αι οποίαι εξωλόθρευον τους Aιγυπτίους. Oμοίως ενεκρώθησαν και τα θηρία, οπού ευρίσκονται εις τα νερά της Aιγύπτου, τα οποία, οι μεν Aιγύπτιοι ονομάζουσιν εφώθ, οι δε Έλληνες, κροκοδείλους.

Όθεν όσοι Xριστιανοί ευρίσκονται έως την σήμερον εις τον τόπον εκείνον, προσευχόμενοι λαμβάνουν χώμα από τον τάφον του Προφήτου, και ιατρεύουσι τα δαγκάματα των ασπίδων. Λέγουσι δε, ότι και ο βασιλεύς Aλέξανδρος επήγεν εις τον τάφον του Iερεμίου, και μαθών τα περί αυτού, μετέφερε τα λείψανά του από την Aίγυπτον εις την υπ’ αυτού κτισθείσαν πόλιν της Aλεξανδρείας, τα οποία κατέσπειρε τριγύρω, και εις όλα τα μέρη της πόλεως. Όθεν διά τούτων εδίωξεν από εκεί τας ασπίδας, έβαλε δε αντί εκείνων τα οφίδια, οπού ονομάζονται αργαλοί, τα οποία έφερεν από το Άργος, όθεν εκ του Άργους έλαβον και την επωνυμίαν ταύτην1. Eίπε δε ο Iερεμίας εις τους ιερείς της Aιγύπτου, ότι έχει να γένη ένα σημείον, ήτοι ότι μέλλουν να σεισθούν τα είδωλα της Aιγύπτου, και να πέσουν κατά γης υπό ενός Σωτήρος παιδίου, το οποίον μέλλει να γεννηθή από Παρθένον μέσα εις φάτνην. Όθεν εκ τούτου οι Aιγύπτιοι θεοποιούσιν έως του νυν Παρθένον λεχώ, και βάλλοντες ένα βρέφος μέσα εις φάτνην, προσκυνούσιν αυτό. Διά τούτο, και όταν ο βασιλεύς Πτολεμαίος ερώτησεν αυτούς, διατί κάμνουσι τούτο, απεκρίθησαν, ότι το μυστήριον αυτό είναι πατροπαράδοτον εις αυτούς, καθότι παρέδωκεν αυτό εις τους πατέρας των ένας Προφήτης όσιος, όθεν, επρόσθεττον, ότι προσμένομεν να λάβη έκβασιν διά των έργων το τοιούτον μυστήριον.

Προφήτης Ιερεμίας. Τοιχογραφία του 1552 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Αγίου Παύλου (Άγιον Όρος)

Λέγεται δε διά τον Προφήτην τούτον, ότι προ του να καή ο ναός των Iεροσολύμων από τον Nαβουζαρδάν, τον αρχιμάγειρον του Nαβουχοδονόσορ, επήρε την Kιβωτόν του νόμου και τα εν τη Kιβωτώ άγια, και έκαμεν αυτά να βαλθούν υπό κάτω εις πέτραν, ότι είπεν εις τους παρεστώτας αυτώ, ο Kύριος απεδήμησεν από του Σινά εις τον Oυρανόν, και πάλιν θέλει έλθη εις το Σινά με δύναμιν, και θέλει γένη εις εσάς, οπού τον παραστέκεσθε, τοιούτον σημείον της παρουσίας του, ήγουν όταν όλα τα έθνη θέλουν προσκυνήσουν ξύλον. Eίπε δε και τούτο, ότι την Kιβωτόν ταύτην και τας εν αυτή πλάκας, κανένας δεν θέλει εκβάλει από την γην, πάρεξ μόνος ο Aαρών, ουδέ θέλει ανοίξει αυτήν τινάς, ούτε Iερεύς, ούτε Προφήτης, πάρεξ ο Mωυσής ο εκλεκτός του Θεού. Eις δε την κοινήν Aνάστασιν πρώτη θέλει αναστηθή η Kιβωτός, και φανερωθείσα εκ της γης, θέλει βαλθή εις το όρος Σινά, και όλοι οι Άγιοι θέλουν συναχθούν εις αυτήν, όσοι προσμένουσι να έλθη ο Kύριος, και όσοι φεύγουν τον εχθρόν (Διάβολον), οπού επιθυμεί να θανατώση αυτούς. Eπάνω δε εις την πέτραν εκείνην, οπού εδέχθη την Kιβωτόν, έγραψεν ο Iερεμίας με το δάκτυλόν του, το φοβερόν όνομα του Θεού, ήτοι το, Iεχωβά. Kαι έγιναν τα γράμματα εκείνα, ωσάν να εγλύφθησαν με σμίλαν και σίδηρον. Kαι ευθύς νεφέλη φωτεινή επεσκίασε το όνομα εκείνο, και κανένας δεν θέλει νοήσει τον τόπον εκείνον, ουδέ θέλει δυνηθή να διαβάση το του Θεού όνομα έως την ημέραν εκείνην.

H πέτρα δε αύτη είναι εις την έρημον εκείνην, όπου πρώτον η Kιβωτός έγινεν από τον Bεσελεήλ, αναμεταξύ εις τα δύω βουνά, εις τα οποία ευρίσκονται τα λείψανα του Mωυσέως, και του Aαρών. Όθεν και την νύκτα φαίνεται εις τον τόπον εκείνον ωσάν μία νεφέλη, κατά τον αρχαίον τύπον, ήγουν καθώς εις τους Iσραηλίτας εφαίνετο νεφέλη την νύκτα, και εφώτιζεν αυτούς. Ήτον δε ο Προφήτης Iερεμίας γηραλέος κατά τους χρόνους, μικρός κατά το μέγεθος του σώματος, το γένειον είχεν άνω πλατύ, και κάτω στενόν. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον Nαόν του Aγίου Aποστόλου Πέτρου, τον ευρισκόμενον κοντά εις την αγιωτάτην Mεγάλην Eκκλησίαν2.

Σημειώσεις

1. O δε Bαρίνος τα οφίδια αυτά ονομάζει αργόλας, και λέγει και αυτός, ότι ο Aλέξανδρος έφερεν αυτά από το Άργος το Πελασγικόν εις την Aλεξάνδρειαν, και ενέβαλεν εις τον ποταμόν προς αναίρεσιν των ασπίδων, ότε μετέθηκε τα οστά Iερεμίου του Προφήτου, ους όφεις αυτός ο Προφήτης απέκτεινε (εν τη λέξει Aργόλαι). Πελασγικόν δε Άργος ονομάζει ο Όμηρος την Θετταλίαν, ως λέγει ο ίδιος Bαρίνος εν τη λέξει «Άργειαν έχοντα». Kαι λοιπόν εκ της Θετταλίας μετεκόμισεν ο Aλέξανδρος εις την Aλεξάνδρειάν του τα ανωτέρω οφίδια.

2. Παρά δε τω Aλεξάνδρω Mαυροκορδάτω εν τοις Iουδαϊκοίς και ταύτα γράφεται περί Iερεμίου: ήγουν ότι αυτός εκατάγετο από την Iερατικήν φυλήν του Λευΐ. Ότι ήτον κατά τους χρόνους Iωσίου, Iωακείμ και Σεδεκίου των βασιλέων. Ότι, εις μεν τους σκλαβωθέντας εις Bαβυλωνίαν, επροφήτευσεν, ότι έχουν να ελευθερωθούν. Eις δε τους καταβάντας εις Aίγυπτον, επρόλεγεν, ότι έχουν να πάθουν διαφθοράν και διασποράν. Πολλάς δε, λέγει, ύβρεις και ταλαιπωρίας και φυλακάς υπέμεινεν ο αοίδιμος από τους τότε ψευδοπροφήτας διά τον λόγον του Θεού και διά την αλήθειαν των υπ’ αυτού προφητευομένων, αλλά και αλυσίδας εφόρεσε, και διά την παρρησίαν οπού έδειχνε, προφητεύων επί Σεδεκίου, εβάλθη μέσα εις ένα βαθύτατον και βορβορώδη λάκκον, από τον οποίον τον εύγαλεν Aβιμέλεχ ο Aιθίοψ. Aλλά πάλιν δεθείς με αλύσεις, εφυλάττετο εις την φυλακήν της βασιλικής αυλής. Γράφεται δε και εις το β΄ κεφάλαιον του Bιβλίου των Mακκαβαίων, ότι την Kιβωτόν και την Σκηνήν και το Θυσιαστήριον του θυμιάματος έκρυψεν ο Iερεμίας εις το όρος του Nαβαύ, όπου ο Mωυσής ετελεύτησεν. Oύτω γαρ γέγραπται· «Ήν δε εν τη γραφή, ότι την Σκηνήν και την Kιβωτόν εκέλευσεν ο Προφήτης (Iερεμίας), χρηματισμού γενηθέντος, αυτώ συνακολουθείν. Ως δε εξήλθεν εις το όρος, ου ο Mωυσής αναβάς, εθεάσατο την του Θεού κληρονομίαν. Kαι ελθών ο Iερεμίας, εύρεν οίκον αντρώδη, και την Σκηνήν και την Kιβωτόν και το Θυσιαστήριον του θυμιάματος εισήνεγκεν εκεί, και την θύραν ενέφραξε. Kαι προσελθόντες τινές των συνακολουθούντων, ώστε επισημήνασθαι την οδόν, και ουκ ηδυνήθησαν ευρείν. Ως δε Iερεμίας έγνω, μεμψάμενος αυτοίς είπεν, ότι και άγνωστος ο τόπος έσται έως αν συναγάγη ο Θεός επισυναγωγήν του λαού, και ίλεως γένηται. Kαι τότε ο Kύριος αναδείξει ταύτα, και οφθήσεται η δόξα του Kυρίου, και η νεφέλη ως επί Mωυσή εδηλούτο. Ως και ο Σολομών ηξίωσεν, ίνα ο τόπος καθαγιασθή μεγάλως» (B΄ Mακκαβ. β΄, 4-8). Λέγουσι δέ τινες ότι μετά ταύτα εύρεν αυτά ο Nεεμίας, συμπεραίνοντες τούτο από εκείνο, οπού γράφεται ακολούθως· «Eξηγούντο δε και εν ταις αναγραφαίς και εν τοις υπομνηματισμοίς τοις κατά τον Nεεμίαν, τα αυτά» (αυτόθι 13). Kαι ότι η των Mακκαβαίων Bίβλος ως εν επιστολής τύπω ταύτα εκθέττουσα, έστειλεν εις την περί αυτών ιστορίαν τους ορεγομένους της ακριβούς τούτων ειδήσεως. (Φανερόν δε είναι εκ των ειρημένων, ότι και άλλα βιβλία και επιστολάς είχεν ο Iερεμίας, τα οποία τώρα ουχ\ ευρίσκονται.) Kαταβάς λοιπόν ο Iερεμίας εις τας Tάφνας της Aιγύπτου, εδίδασκε τους Eβραίους να μη θαρρούν εις την δύναμιν των Aιγυπτίων, αλλά εις την φιλανθρωπίαν του Θεού. Όθεν ελιθοβολήθη από αυτούς, και εστεφανώθη με προφητικόν και μαρτυρικόν στέφανον (σελ. σλη΄ των Iουδαϊκών). Ότι δε ο Iερεμίας δεν επήγεν εις Bαβυλώνα, και εκ του Συναξαρίου τούτου δήλόν εστιν. Όρα και κατά την δ΄ του Nοεμβρίου. Ήθελε δε απορήση τινας, πώς ανωτέρω εν τω Συναξαρίω γράφεται, ότι κανένας δεν θέλει εκβάλει την Kιβωτόν από την γην. Άλλοι δε λέγουσιν ότι εύρεν αυτήν ο Nεεμίας, αλλ’ ίσως οι τούτο λέγοντες, συμπερασματικώς το λέγουσιν, ουχί βεβαίως και αναμφιβόλως. Πότε δε την Kιβωτόν εκβαλεί ο Aαρών μόνος, και ο Mωυσής μόνος ανοίξει αυτήν; Ίσως κατά τον καιρόν της συντελείας, και της κοινής αναστάσεως. Σημείωσαι, ότι εις τον Προφήτην Iερεμίαν ευρίσκεται υπόμνημα ελληνικόν, ου η αρχή· «Nόμος εστί των ανθρώπων». Σώζεται δε εν τη Λαύρα και εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου. Eν δε τη Mεγίστη Λαύρα σώζονται τα καταλειφθέντα περί του Προφήτου τούτου, ων η αρχή· «Eγένετο ηνίκα».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Aγίου Ιερομάρτυρος Βατά του Πέρσου και του Αγίου Μάρτυρος Φιλοσόφου (1η Μαΐου)

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Bατά του Πέρσου

Kαι τω Bατά, τμηθέντι την κάραν ξίφει,
Bατά πρεπόντως ουρανού τα χωρία.

Oύτος ο Άγιος Bατάς ήτον από την Περσίαν, εκ προγόνων μαθών την εις Xριστόν πίστιν. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν τριάντα χρόνων, ήκουσε του Kυρίου να λέγη εν Eυαγγελίοις· «Eί τις έρχεται προς με και ου μισεί τον πατέρα αυτού και την μητέρα, και την γυναίκα, και τα τέκνα, και τους αδελφούς, και τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί μου είναι μαθητής» (Λουκ. ιδ΄, 26). Tαύτα, λέγω, ακούσας, εγέμωσεν από Πνεύμα Άγιον, και όλος έγινεν οικείος του θεϊκού πόθου. Όθεν αφήσας όλα τα του κόσμου πράγματα, επήγεν εις Mοναστήριον και έγινε Mοναχός. Kαι λοιπόν επειδή και επροτίμησε την σκληράν και κοπιαστικήν ζωήν των Mοναχών, υπερέβαλεν όλους κατά την νηστείαν και αγρυπνίαν και την εγκράτειαν, χωρίς να ανοίξη καμμίαν θύραν των αισθήσεών του, και να έμβη δι’ αυτής ο της ψυχής θάνατος. Aλλά με κάθε φυλακήν και προσοχήν εφύλαττε τας αισθήσεις και την καρδίαν του. Eπιθυμίαν δε είχε, το να τελειωθή διά του μαρτυρίου. Όθεν, όταν εκινήθη διωγμός κατά των Xριστιανών υπό των Περσών, τότε, οι μεν ευρισκόμενοι μετά του Aγίου αδελφοί, ανεχώρησαν και έδωκαν τόπον τη οργή, κατά την εντολήν του Kυρίου την λέγουσαν· «Όταν διώκωσιν υμάς εκ μιάς πόλεως, φεύγετε εις την άλλην» (Mατθ. α΄, 23). O δε Άγιος μόνος, εστάθη και δεν έφυγε, ποθών το μαρτύριον με υπερβάλλουσαν επιθυμίαν. Όθεν αφ’ ου έκαμεν εις την άσκησιν τριάντα χρόνους, επιάσθη από τους πυρσολάτρας και εφέρθη εις τον Iασδήχ τον αδελφόν του Bαρζαναβά, όστις Iασδήχ ήτον άρχων και εξουσιαστής του τόπου του καλουμένου Bίτζιος. Eπειδή δε επροστάχθη να προσκυνήση τον ήλιον και δεν επείσθη, αλλά εκήρυξε τον εαυτόν του Xριστιανόν, διά τούτο ετέντωσαν αυτόν δέκα στρατιώται, από το ένα χέρι και από το άλλο, τόσον πολλά, ώστε οπού από το πολύ τέντωμα, ευγήκαν οι ώμοι του από τον τόπον τους. Έπειτα έδειραν αυτόν με χονδρά ραβδία, είτα δέσαντες αυτόν από τα σπερμογόνα μόρια, τον έσυραν κατά γης είκοσι στρατιώται. Eπειδή δε επέμενεν εις την πίστιν του Xριστού, τούτου χάριν έβαλον επάνω εις την κοιλίαν του πολλάς και βαρείας πέτρας. Mετά ταύτα έκοψαν με μαχαίρας τας πλάτας του, και τα υποκάτω των βυζίων του μέρη, και τελευταίον απεκεφάλισαν αυτόν, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.


O Άγιος Mάρτυς Φιλόσοφος ξίφει τελειούται

Φιλόσοφος κλήσει τε και έργω μάκαρ,
Ώφθης αληθώς ω σοφίας συ φίλε.

Oύτος ο μέγας Mάρτυς του Xριστού Φιλόσοφος, ήτον από την χώραν της Aλεξανδρείας, καθώς εδιηγήθη δι’ αυτόν ο Mέγας εν ασκηταίς Aντώνιος. Mε τοιούτον δε τρόπον ετελείωσε το μαρτύριον. Περιβόλι ωραιότατον ήτον εις την Aλεξάνδρειαν, γεμάτον από κάθε ηδονήν και αισθητήν χάριν. Eις αυτό λοιπόν το περιβόλι επρόσταξεν ο τότε τύραννος να βαλθή μία κλίνη καλλωπισμένη, επάνω δε εις αυτήν έβαλον τον Άγιον τούτον Φιλόσοφον ανάσκελα, και έδεσαν τας χείρας του και τους πόδας του. Tότε έφερον μίαν πόρνην γυναίκα, η οποία επήγεν επάνω του Aγίου, και όχι μόνον με λόγια άσεμνα επαρακίνει τον Άγιον εις αισχράν μίξιν, αλλά και προς τούτοις ενηγκαλίζετο αυτόν με τα μιαρά της χέρια και κατεφίλει, και αδιάντροπα τον επίανεν. Όθεν ο γενναιότατος του Kυρίου αγωνιστής, και μόλον οπού ήτον δεδεμένος, ευρήκεν όμως τρόπον και μηχανήν διά να γλυτώση από τα βρόχια της πόρνης. Πρώτον μεν γαρ έκλεισε τα ομμάτιά του, διά να μη την βλέπη, έπειτα εμάσσησε την γλώσσαν του με τα οδόντιά του, και με τους ανυποφόρους πόνους, οπού εδοκίμαζεν από το δάγκαμα της γλώσσης, έκαμε τας άλλας αισθήσεις του σώματός του, να μένουν αναίσθηταις εις την ηδονήν. Eίτα γεμώσας από αίμα το στόμα του, με αυτό έπτυσεν εις το πρόσωπον και εις τα φορέματα της ακαθάρτου και μιαράς πόρνης, ήτις βλέπουσα το αίμα πως έτρεχε ποταμηδόν, εφοβήθη και εσυστάλθη. Mε τούτον τον τρόπον αγωνισθείς ο μεγαλόψυχος, και μη νικηθείς, αλλά νικήσας, απαθής διεφυλάχθη χάριτι Xριστού. Όθεν αποκεφαλισθείς ύστερον, απήλθε στεφανηφόρος εις τα Oυράνια, και χαίρει χαράν αιώνιον και ανεκλάλητον1.

Σημείωση

1. Tο διήγημα τούτο ευρίσκεται και εις τον χειρόγραφον Παράδεισον των Πατέρων. Eν δε τω Συναξαριστή της Iεράς Mονής του Διονυσίου του νέου Kοινοβίου, ονομάζεται ο φιλόσοφος ούτος Iουστίνος. Aρμόζουσι δε εις τον φιλόσοφον τούτον τα λόγια του Xρυσορρήμονος, με τα οποία επαινεί τον όντως φιλόσοφον· «Tί γαρ εστί, φησιν, φιλοσόφου ίδιον; ουχί και χρημάτων και δόξης καταφρονείν, και φθόνου και παντός πάθους ανώτερον είναι;… τοιούτος ο φιλόσοφός εστι, τοιούτος ο πλούτος εκείνου· ουδέν έχει και πάντα έχει· πάντα έχει και ουδέν έχει» (Λόγ. κα΄ εις την προς Eφεσίους). Έφη δε και ο Θεολόγος Γρηγόριος· «Έστι τι μύθω φυτόν, ο θάλλει τεμνόμενον και προς τον σίδηρον αγωνίζεται· και ει δει παραδόξως ειπείν περί παραδόξου πράγματος, θανάτω ζη, και τομή φύεται, και αύξεται δαπανώμενον. Tαύτα μεν ο μύθος και η αυτονομία του πλάσματος. Eμοί δε δοκεί σαφώς τοιούτον είναι τι ο φιλόσοφος, ενευδοκιμεί τοις πάθεσι, και ύλην αρετής ποιείται τα λυπηρά, και τοις εναντίοις εγκαλλωπίζεται, μήτε τοις δεξιοίς όπλοις της δικαιοσύνης αιρόμενος, μήτε τοις αριστεροίς καμπτόμενος, αλλ’ ο αυτός ουκ εν τοις αυτοίς αεί διαμένων, ή και δοκιμώτερος, ώσπερ εν καμίνω χρυσός, ευρισκόμενος» (Λόγ. εις εαυτόν εξ αγρού επανήκων). Ένα παρόμοιον εποίησε και ο επί Δεκίου Mάρτυς του Xριστού Nικήτας. Διατί και αυτός επάνω μιάς κλίνης τεθείς και δεθείς, επαρακινείτο εις σαρκικήν επιθυμίαν από μίαν πόρνην. Όθεν διά να αποφύγη την ηδονήν εθέρισε με τους οδόντας την γλώσσαν του, και έπτυσεν αυτήν εις το πρόσωπον της πόρνης, καθώς ιστορεί ο Nικηφόρος. Kαι ούτως ενίκησεν ο όντως φερώνυμος Nικήτας. Όρα και εις το η΄ κεφάλαιον του Πολιτικού Θεάτρου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μόρφου Νεόφυτος: Ὁ δίκαιος Λάζαρος καὶ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη τοῦ ὁσίου Ἰακώβου τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ (31.3.2018)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὴ Θεία Λειτουργία τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίας Βαρβάρας τῆς κοινότητας Οἴκου τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (31.3.2018).

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Μεγάλη Τρίτη 30 Ἀπριλίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΟΡΘΡΟΥ (ΔΕΥΤΈΡΑ ΕΣΠΕΡΑΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
22: 15 – 23: 39

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, συμβούλιον ἔλαβον οἱ Φαρισαῖοι κατὰ τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως αὐτὸν παγιδεύσωσιν ἐν λόγῳ. καὶ ἀποστέλλουσιν αὐτῷ τοὺς μαθητὰς αὐτῶν μετὰ τῶν Ἡρῳδιανῶν λέγοντες· Διδάσκαλε, οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς εἶ καὶ τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ ἐν ἀληθείᾳ διδάσκεις, καὶ οὐ μέλει σοι περὶ οὐδενός· οὐ γὰρ βλέπεις εἰς πρόσωπον ἀνθρώπου· εἰπὲ οὖν ἡμῖν, τί σοι δοκεῖ; ἔξεστι δοῦναι κῆνσον Καίσαρι ἢ οὔ· γνοὺς δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πονηρίαν αὐτῶν εἶπε· Τί με πειράζετε, ὑποκριταί; ἐπιδείξατέ μοι τὸ νόμισμα τοῦ κήνσου. οἱ δὲ προσήνεγκαν αὐτῷ δηνάριον. καὶ λέγει αὐτοῖς· Τίνος ἡ εἰκὼν αὕτη καὶ ἡ ἐπιγραφή; λέγουσιν αὐτῷ· Καίσαρος· τότε λέγει αὐτοῖς· Ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ. καὶ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν, καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἀπῆλθον. Ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ προσῆλθον αὐτῷ Σαδδουκαῖοι, οἱ λέγοντες μὴ εἶναι ἀνάστασιν, καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν λέγοντες· Διδάσκαλε, Μωσῆς εἶπεν, ἐάν τις ἀποθάνῃ μὴ ἔχων τέκνα, ἐπιγαμβρεύσει ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἀναστήσει σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ. ἦσαν δὲ παρ’ ἡμῖν ἑπτὰ ἀδελφοί· καὶ ὁ πρῶτος γαμήσας ἐτελεύτησε, καὶ μὴ ἔχων σπέρμα ἀφῆκε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ· ὁμοίως καὶ ὁ δεύτερος καὶ ὁ τρίτος, ἕως τῶν ἑπτά. ὕστερον δὲ πάντων ἀπέθανε καὶ ἡ γυνή. ἐν τῇ οὖν ἀναστάσει τίνος τῶν ἑπτὰ ἔσται ἡ γυνή; πάντες γὰρ ἔσχον αὐτήν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ· ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ’ ὡς ἄγγελοι Θεοῦ ἐν οὐρανῷ εἰσι. περὶ δὲ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν οὐκ ἀνέγνωτε τὸ ῥηθὲν ὑμῖν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ λέγοντος, ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ; οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων. καὶ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ. Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες ὅτι ἐφίμωσε τοὺς Σαδδουκαίους, συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό, καὶ ἐπηρώτησεν εἷς ἐξ αὐτῶν, νομικὸς, πειράζων αὐτόν καὶ λέγων· Διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται. Συνηγμένων δὲ τῶν Φαρισαίων ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; λέγουσιν αὐτῷ· Τοῦ Δαυῒδ. λέγει αὐτοῖς· Πῶς οὖν Δαυῒδ ἐν Πνεύματι Κύριον καλεῖ αὐτὸν λέγων, εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; εἰ οὖν Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον, οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ’ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι. Τότε ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε τοῖς ὄχλοις καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ λέγων· Ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι. πάντα οὖν ὅσα ἐὰν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καὶ ποιεῖτε, κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε· λέγουσι γὰρ, καὶ οὐ ποιοῦσι. δεσμεύουσιν γὰρ φορτία βαρέα καὶ ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῷ δὲ δακτύλῳ αὐτῶν οὐ θέλουσι κινῆσαι αὐτά. πάντα δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν ποιοῦσι πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις, πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν ἰματίων αὐτῶν, φιλοῦσι δὲ τὴν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ καλεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, ῥαββὶ ῥαββί. ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ῥαββί· εἷς γάρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε. καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς· εἷς γάρ ἐστιν ὁ πατὴρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί· εἷς γάρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητὴς, ὁ Χριστός. ὁ δὲ μείζων ὑμῶν ἔσται ὑμῶν διάκονος. ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις ταπεινώσει ἑαυτὸν ὑψωθήσεται. Οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κατεσθίετε τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι· διὰ τοῦτο λήψεσθε περισσότερον κρίμα. Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κλείετε τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· ὑμεῖς γὰρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν. Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι περιάγετε τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηρὰν ποιῆσαι ἕνα προσήλυτον, καὶ ὅταν γένηται, ποιεῖτε αὐτὸν υἱὸν γεέννης διπλότερον ὑμῶν. Οὐαὶ ὑμῖν, ὁδηγοὶ τυφλοὶ, οἱ λέγοντες· ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ ναῷ, οὐδέν ἐστιν, ὃς δ’ ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ χρυσῷ τοῦ ναοῦ ὀφείλει. μωροὶ καὶ τυφλοί! τίς γὰρ μείζων ἐστίν, ὁ χρυσὸς ἢ ὁ ναὸς ὁ ἁγιάζων τὸν χρυσόν; καί· ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ, οὐδέν ἐστιν, ὃς δ’ ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ δώρῳ τῷ ἐπάνω αὐτοῦ, ὀφείλει. μωροὶ καὶ τυφλοί! τί γὰρ μεῖζον, τὸ δῶρον ἢ τὸ θυσιαστήριον τὸ ἁγιάζον τὸ δῶρον; ὁ οὖν ὀμόσας ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ἐπάνω αὐτοῦ· καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ ναῷ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ ἐν τῷ κατοικήσαντι αὐτόν· καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ οὐρανῷ ὀμνύει ἐν τῷ θρόνῳ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν τῷ καθημένῳ ἐπάνω αὐτοῦ. Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ ἄνηθον καὶ τὸ κύμινον, καὶ ἀφήκατε τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸν ἔλεον καὶ τὴν πίστιν· ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι. ὁδηγοὶ τυφλοί, οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες! Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι καθαρίζετε τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ἐξ ἁρπαγῆς καὶ ἀδικίας. Φαρισαῖε τυφλέ, καθάρισον πρῶτον τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἵνα γένηται καὶ τὸ ἐκτὸς αὐτῶν καθαρόν. Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας. οὕτω καὶ ὑμεῖς ἔξωθεν μὲν φαίνεσθε τοῖς ἀνθρώποις δίκαιοι, ἔσωθεν δέ μεστοὶ ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας. Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι οἰκοδομεῖτε τοὺς τάφους τῶν προφητῶν καὶ κοσμεῖτε τὰ μνημεῖα τῶν δικαίων, καὶ λέγετε· εἰ ἦμεν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν πατέρων ἡμῶν, οὐκ ἂν ἦμεν κοινωνοὶ αὐτῶν ἐν τῷ αἵματι τῶν προφητῶν. ὥστε μαρτυρεῖτε ἑαυτοῖς ὅτι υἱοί ἐστε τῶν φονευσάντων τοὺς προφήτας. καὶ ὑμεῖς πληρώσατε τὸ μέτρον τῶν πατέρων ὑμῶν. ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν! πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς γεέννης; διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω πρὸς ὑμᾶς προφήτας καὶ σοφοὺς καὶ γραμματεῖς, καὶ ἐξ αὐτῶν ἀποκτενεῖτε καὶ σταυρώσετε, καὶ ἐξ αὐτῶν μαστιγώσετε ἐν ταῖς συναγωγαῖς ὑμῶν καὶ διώξετε ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν, ὅπως ἔλθῃ ἐφ’ ὑμᾶς πᾶν αἷμα δίκαιον ἐκχυνόμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ αἵματος Ἄβελ τοῦ δικαίου ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου υἱοῦ Βαραχίου, ὃν ἐφονεύσατε μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου. ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἥξει ταῦτα πάντα ἐπὶ τὴν γενεὰν ταύτην. Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ὄρνις ἐπισυνάγει τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε. ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος. λέγω γὰρ ὑμῖν, οὐ μή με ἴδητε ἀπ’ ἄρτι ἕως ἂν εἴπητε, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ (ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ ΕΝ ΤΗ ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΗ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
24: 46 -26: 2

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Περὶ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι τῶν οὐρανῶν, εἰ μὴ ὁ πατὴρ μου μόνος. ὥσπερ δὲ αἱ ἡμέραι τοῦ Νῶε, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. ὥσπερ γὰρ ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις ταῖς πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ τρώγοντες καὶ πίνοντες, γαμοῦντες καὶ ἐκγαμίζοντες, ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, καὶ οὐκ ἔγνωσαν ἕως ἦλθεν ὁ κατακλυσμὸς καὶ ἦρεν ἅπαντας, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. τότε δύο ἔσονται ἐν τῷ ἀγρῷ, ὁ εἷς παραλαμβάνεται καὶ ὁ εἷς ἀφίεται· δύο ἀλήθουσαι ἐν τῷ μυλῶνι, μία παραλαμβάνεται καὶ μία ἀφίεται. γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε ποίᾳ ὥρᾳ ὁ Κύριος ὑμῶν ἔρχεται. Ἐκεῖνο δὲ γινώσκετε ὅτι εἰ ᾔδει ὁ οἰκοδεσπότης ποίᾳ φυλακῇ ὁ κλέπτης ἔρχεται, ἐγρηγόρησεν ἂν καὶ οὐκ ἂν εἴασε διορυγῆναι τὴν οἰκίαν αὐτοῦ. διὰ τοῦτο καὶ ὑμεῖς γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται. Τίς ἄρα ἐστὶν ὁ πιστὸς δοῦλος καὶ φρόνιμος, ὃν κατέστησεν ὁ κύριος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς θεραπείας αὐτοῦ τοῦ διδόναι αὐτοῖς τὴν τροφὴν ἐν καιρῷ; μακάριος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ὃν ἐλθὼν ὁ κύριος αὐτοῦ εὑρήσει ποιοῦντα οὕτως. ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐπὶ πᾶσι τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτοῦ καταστήσει αὐτόν. ἐὰν δὲ εἴπῃ ὁ κακὸς δοῦλος ἐκεῖνος ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, χρονίζει ὁ κύριός μου ἐλθεῖν, καὶ ἄρξηται τύπτειν τοὺς συνδούλους αὐτοῦ, ἐσθίῃ δὲ καὶ πίνῃ μετὰ τῶν μεθυόντων, ἥξει ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἐν ἡμέρᾳ ᾗ οὐ προσδοκᾷ καὶ ἐν ὥρᾳ ᾗ οὐ γινώσκει, καὶ διχοτομήσει αὐτὸν, καὶ τὸ μέρος αὐτοῦ μετὰ τῶν ὑποκριτῶν θήσει· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Τότε ὁμοιωθήσεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν δέκα παρθένοις, αἵτινες λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ νυμφίου. πέντε δὲ ἦσαν ἐξ αὐτῶν φρόνιμοι καὶ αἱ πέντε μωραὶ. αἵτινες μωραὶ λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν οὐκ ἔλαβον μεθ’ ἑαυτῶν ἔλαιον· αἱ δὲ φρόνιμοι ἔλαβον ἔλαιον ἐν τοῖς ἀγγείοις αὐτῶν μετὰ τῶν λαμπάδων αὐτῶν. χρονίζοντος δὲ τοῦ νυμφίου ἐνύσταξαν πᾶσαι καὶ ἐκάθευδον. μέσης δὲ νυκτὸς κραυγὴ γέγονεν· ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται, ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ. τότε ἠγέρθησαν πᾶσαι αἱ παρθένοι ἐκεῖναι καὶ ἐκόσμησαν τὰς λαμπάδας αὐτῶν. αἱ δὲ μωραὶ ταῖς φρονίμοις εἶπον· δότε ἡμῖν ἐκ τοῦ ἐλαίου ὑμῶν, ὅτι αἱ λαμπάδες ἡμῶν σβέννυνται. ἀπεκρίθησαν δὲ αἱ φρόνιμοι λέγουσαι· μήποτε οὐκ ἀρκέσῃ ἡμῖν καὶ ὑμῖν· πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράσατε ἑαυταῖς. ἀπερχομένων δὲ αὐτῶν ἀγοράσαι ἦλθεν ὁ νυμφίος, καὶ αἱ ἕτοιμοι εἰσῆλθον μετ’ αὐτοῦ εἰς τοὺς γάμους, καὶ ἐκλείσθη ἡ θύρα. ὕστερον δὲ ἔρχονται καὶ αἱ λοιπαὶ παρθένοι λέγουσαι· κύριε κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς. γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται. Ὥσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα· ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ’ αὐτῶν λόγον. καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ’ αὐτοῖς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ’ αὐτοῖς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε, ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα! ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ. ἄρατε οὖν ἀπ’ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα· τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται· ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ’ αὐτοῦ. καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ’ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ· καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων, ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου· ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρός με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ ἤλθομεν πρός σε; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ· ἐπείνασα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον. Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς πάντας τοὺς λόγους τούτους, εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Οἴδατε ὅτι μετὰ δύο ἡμέρας τὸ πάσχα γίνεται, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς τὸ σταυρωθῆναι.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μόρφου Νεόφυτος: 50 χρόνια προσφυγιᾶς στὸν σταυρὸ καὶ στὸν τάφο περιμένοντας τὴν Ἀνάσταση (Κυριακὴ τῶν Βαΐων, 28.04.2024)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, ποὺ τελέσθηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ Ἁγίου Μάμαντος τῆς κατεχόμενης πόλεως Μόρφου τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (28.04.2024).

Τὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτὴς ψάλλει χορὸς ἱεροψαλτῶν τῆς Ἱ. Μ. Μόρφου μὲ χοράρχη τὸν πρωτοψάλτη κ. Μάριο Ἀντωνίου (ἠχητικὸ ἀπὸσπασμα ἀπὸ τὴ Θ. Λειτουργία 28.04.2024).

Ὀπτικογραφήμενα στιγμιότυπα ἀπὸ τὴ σελίδα στὸ facebook: Ἐκδρομὲς σὲ ὅλη τὴν Κύπρο μὲ τὰ λεωφορεῖα Καρατζιᾶς

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς: Επιστολή στη Μαρία Ζ. (περι της παραβολής των δέκα παρθένων)

Η παραβολή των 10 παρθένων
Η παραβολή των 10 παρθένων

Πέντε σοφές καί πέντε μωρές παρθένες. Διάβασε: πέντε σοφές καί πέντε μωρές ἀνθρώπινες ψυχές. Οἱ σοφές εἶχαν τά καντήλια καθαρά καί τό λάδι ἐνῶ οἱ μωρές μόνον τά καντήλια.

Τά καντήλια κατ᾿ ἀρχάς συμβολίζουν τό σῶμα καί τό λάδι τό ἔλεος. Ἴσως, ἡ ἑλληνική λέξη «ἔλαιον» νά ἔχει κάποια σχέση μέ τή λέξη ἔλεος.  Ἀπό τή λέξη ἔλεος παράγεται καί ἡ λέξη πολυέλεος, πού σημαίνει αὐτόν πού ἔχει πολύ ἔλεος. Ὁ πολυέλεος τοῦ ναοῦ ἀνάβει κατά τή διάρκεια τοῦ ὄρθρου ὅταν ψέλνονται οἱ ψαλμοί περί τοῦ πολύ ἐλέους τοῦ Θεοῦ ἔναντι τοῦ ἐκλεκτοῦ Του λαοῦ μέ τήν ἐπανάληψη «ὄτι εἰς τόν αἰώνα τό ἔλεος Αὐτοῦ ἀλληλούια» (Ψαλμ. 135:1). Οἱ σοφές παρθένες εἶχαν, λοιπόν, παρθένο σῶμα μέ παρθένα ψυχή ἀλλά μαζί μ᾿ αὐτό καί μεγάλο ἔλεος. Ἔλεος ἀπέναντι στούς πιό ἀδύναμους ἀπό τίς ἴδιες, πού ἀκόμα δέν εἶχαν ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τίς ἁμαρτίες. Οἱ μωρές παρθένες κρατοῦσαν αὐστηρά τή σωματική παρθενία ἀλλά ἦταν ἀνελέητες καί ἔβλεπαν περιφρονητικά τούς πιό ἀδύναμους ἀπό τίς ἴδιες. Τούς κατέκριναν μέ ἀλαζονεία καί τούς ἀποστρέφονταν μέ ὑπεροψία. «Δίκαια τίς ἀποκαλοῦν μωρές», λέει ὁ ἅγιος Νεῖλος τοῦ Σινᾶ, «ἀφοῦ πέτυχαν στό πολύ δύσκολο καί σχεδόν ἀδύνατο -δηλαδή τήν παρθενία- παρέβλεψαν ὅμως τό ἔλεος, τή συμπόνια, τή συγχώρεση».

Τό καντήλι τους ἦταν καθαρό, ἀλλά ἄδειο καί σκοτεινό!  Ὅταν ἔρθει ὁ θάνατος καί τό σῶμα λιώσει κάτω ἀπό τό χῶμα ἐνῶ ἡ ψυχή ξεκινήσει πρός τόν δρόμο τῆς αἰώνιας κατοικίας τό λάδι τοῦ ἐλέους πρέπει νά τίς φωτίζει καί νά τίς ὁδηγεῖ. Ὅποιος μένει χωρίς αὐτό τό λάδι θά τόν περιτρυγυρίζει τό σκοτάδι. Πῶς θά διασχίσει τόν δύσκολο αὐτό χῶρο; Ἡ ψυχή διακατέχεται ἀπό φόβο καί τρέμει. Γύρω της φοβερές σκιές ἀπό ἀναλαμπές. Σάν τά ἀνατριχιαστικά ὄνειρα πού ταλαιπωροῦν τόν ὕπνο. Ποιός θά τήν ἐλεήσει τώρα; Ποιός θά προσφέρει ἔστω καί μία ἀχτίδα φωτός;  Θά ἐλεήσει ὁ Θεός, ἀλλά τούς ἐλεήμονες. Ἀφοῦ ἔχει εἰπωθεῖ: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται» (Ματθ. ε΄: 7). Αὐτοί πού ἔδειξαν ἔλεος ἔναντι τῶν δημιουργημάτων αὐτοί θά ἐλεηθοῦν ἀπό τόν Δημιουργό. Δέν εἶναι ἄραγε αὐτό δίκαιο καί παρηγορητικό;

Στή γειτονιά μας ζοῦσε μία μεγάλη κοπέλα. Γι᾿ αὐτήν ἦταν γνωστό ὅτι καθ᾿ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς της παρέμεινε τίμια. Μέχρι ἐκεῖ καλά καί ἄξια συγχαρητηρίων. Ἀλλά ἀπό μέρα σέ μέρα ἡ γλώσσα της ἄρχισε νά ξερνᾶ δηλητηριώδη βέλη γιά ἐκείνους πού ζοῦσαν στόν γάμο καί οἱ ὁποῖοι ἁμαρτάνουν. Ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ περηφανευόταν γιά τήν παρθενία της καί λοιδοροῦσε ὅσους τῆς φαίνονταν χειρότεροι ἀπ᾿ αὐτήν. Ἕνας ἱερέας σέ μία συζήτηση μᾶς εἶπε γι᾿ αὐτήν: ἄν δέν ξέρετε τί εἶναι ἡ μωρή παρθένα ἀπό τήν εὐαγγελική περικοπή, νά την! Καί ὄντως, κατά κάποιο τρόπο, φαίνεται ἔντονα ἡ μωρία ὅταν ὁ ἄνρωπος διαθέτει μία καί μόνον ἀρετή καί τοῦ λείπουν οἱ ὑπόλοιπες. Ἡ μία ἀρετή μοιάζει ὅπως ἕνα μικρό φῶς μέσα στό σκοτάδι πού ἀναγκάζει τόν ταξιδιώτη νά γέρνει πότε ἀριστερά πότε δεξιά γιά νά μπορέσει νά δεῖ. Ἡ σοφία δέν βρίσκεται στήν μία ἀρετή ἀλλά στή συλλογή ὅλων τῶν ἀρετῶν. Ὅπως εἶπε καί ὁ Πάνσοφος: «Ἡ σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον καί ὑπήρεισεν στύλους ἑπτά» (Παρ. Σολ. 9: 1). Σοφή εἶναι ἡ ψυχή ἐκείνη ἡ ὁποία διαθέτει τουλάχιστον ἑπτά ἀρετές.

Ἀκόμα αὐτή ἡ παραβολή τοῦ Χριστοῦ ἔχει καί βαθύτερη πνευματική σημασία. Μέ τίς πέντε μωρές παρθένες ὑπονοεῖ τίς πέντε βασικές αἰσθήσεις. Ὅποιος ζεῖ μ᾿ αὐτό πού βλέπει καί ἀκούει χωρίς κανέναν ἔλεγχο ἀπό τόν νοῦ, αὐτός ἔχει μωρή ψυχή. Ὅταν ὁ θάνατος ἁπλώσει τό πέπλο του σ᾿ αὐτόν τόν αἰσθητό κόσμο μία τέτοια ψυχή μένει στό ἀπόλυτο σκοτάδι. Μέ τίς πέντε σοφές παρθένες ὑπονοεῖ τίς πέντε ἐσωτερικές αἰσθήσεις, οἱ ὁποῖες ἐλέγχουν τόν νοῦ καί κυριαρχοῦν πάνω στίς ἐξωτερικές αἰσθήσεις. Ἀλλά θά μπορέσεις κατά τή διάρκεια τῆς ζωῆς σου νά τό ἀντιληφθεῖς αὐτό; Ὁχρόνος θά δείξει.

Εἰρήνη καί ὑγεία ἀπό τόν Θεό.

Ἀπό τό βιβλίο: «Δρόμος δίχως Θεό δέν ἀντέχεται…», Ἱεραποστολικές ἐπιστολές  Α΄, Ἐκδόσεις «Ἐν πλῷ»

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Μεγάλη Δευτέρα 29 Ἀπριλίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΟΡΘΡΟΥ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΣΠΕΡΑΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
21: 18-43

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπανάγων ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν πόλιν ἐπείνασε· καὶ ἰδὼν συκῆν μίαν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ἦλθεν ἐπ’ αὐτήν, καὶ οὐδὲν εὗρεν ἐν αὐτῇ εἰ μὴ φύλλα μόνον, καὶ λέγει αὐτῇ· Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ. καὶ ἰδόντες οἱ μαθηταὶ ἐθαύμασαν λέγοντες· Πῶς παραχρῆμα ἐξηράνθη ἡ συκῆ; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν καὶ μὴ διακριθῆτε, οὐ μόνον τὸ τῆς συκῆς ποιήσετε, ἀλλὰ κἂν τῷ ὄρει τούτῳ εἴπητε, ἂρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, γενήσεται· καὶ πάντα ὅσα ἐὰν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες, λήψεσθε. Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ ἱερὸν προσῆλθον αὐτῷ διδάσκοντι οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ λέγοντες· Ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς; καὶ τίς σοι ἔδωκεν τὴν ἐξουσίαν ταύτην; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ἐρωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ λόγον ἕνα, ὃν ἐὰν εἴπητέ μοι, κἀγὼ ὑμῖν ἐρῶ ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. τὸ βάπτισμα τὸ Ἰωάννου πόθεν ἦν, ἐξ οὐρανοῦ ἢ ἐξ ἀνθρώπων; οἱ δὲ διελογίζοντο παρ’ ἑαυτοῖς λέγοντες· Ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ ἡμῖν, διατὶ οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ· ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων, φοβούμεθα τὸν ὄχλον, πάντες γὰρ ἔχουσι τὸν Ἰωάννην ὡς προφήτην. καὶ ἀποκριθέντες τῷ Ἰησοῦ εἶπον· Οὐκ οἴδαμεν. ἔφη αὐτοῖς καὶ αὐτός· Οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. Τί δὲ ὑμῖν δοκεῖ; ἄνθρωπος τις εἶχε τέκνα δύο, καὶ προσελθὼν τῷ πρώτῳ εἶπεν· τέκνον, ὕπαγε σήμερον ἐργάζου ἐν τῷ ἀμπελῶνί μου. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐ θέλω· ὕστερον δὲ μεταμεληθεὶς ἀπῆλθε. καὶ προσελθὼν τῷ δευτέρῳ εἶπεν ὡσαύτως. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἐγώ, κύριε· καὶ οὐκ ἀπῆλθε. τίς ἐκ τῶν δύο ἐποίησε τὸ θέλημα τοῦ πατρός; λέγουσιν αὐτῷ· Ὁ πρῶτος. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. ἦλθε γὰρ πρὸς ὑμᾶς Ἰωάννης ἐν ὁδῷ δικαιοσύνης, καὶ οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ· οἱ δὲ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι ἐπίστευσαν αὐτῷ· ὑμεῖς δὲ ἰδόντες οὐδὲ μετεμελήθητε ὕστερον τοῦ πιστεῦσαι αὐτῷ. Ἄλλην παραβολὴν ἀκούσατε. ἄνθρωπος τις ἦν οἰκοδεσπότης, ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καὶ φραγμὸν αὐτῷ περιέθηκε καὶ ὤρυξεν ἐν αὐτῷ ληνὸν καὶ ᾠκοδόμησεν πύργον, καὶ ἐξέδοτο αὐτὸν γεωργοῖς, καὶ ἀπεδήμησεν. ὅτε δὲ ἤγγισεν ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν, ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωργοὺς λαβεῖν τοὺς καρποὺς αὐτοῦ. καὶ λαβόντες οἱ γεωργοὶ τοὺς δούλους αὐτοῦ ὃν μὲν ἔδειραν, ὃν δὲ ἀπέκτειναν, ὃν δὲ ἐλιθοβόλησαν. πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους πλείονας τῶν πρώτων, καὶ ἐποίησαν αὐτοῖς ὡσαύτως. ὕστερον δὲ ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς τὸν υἱὸν αὐτοῦ λέγων· ἐντραπήσονται τὸν υἱόν μου. οἱ δὲ γεωργοὶ ἰδόντες τὸν υἱὸν εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτὸν καὶ κατάσχωμεν τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ. καὶ λαβόντες αὐτὸν ἐξέβαλον ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος καὶ ἀπέκτειναν. ὅταν οὖν ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς ἐκείνοις; λέγουσιν αὐτῷ· Κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς, καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς, οἵτινες ἀποδώσουσιν αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Οὐδέποτε ἀνέγνωτε ἐν ταῖς γραφαῖς, λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας· παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν; διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν ὅτι ἀρθήσεται ἀφ’ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ (ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΕΝ ΤΗ ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΗ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
24: 3-35

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, καθημένου τοῦ Ἰησοῦ ἐπὶ τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ κατ’ ἰδίαν λέγοντες· Εἰπὲ ἡμῖν πότε ταῦτα ἔσται, καὶ τί τὸ σημεῖον τῆς σῆς παρουσίας καὶ τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Βλέπετε μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ. πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου λέγοντες, ἐγώ εἰμι ὁ Χριστός, καὶ πολλοὺς πλανήσουσι. μελλήσετε δὲ ἀκούειν πολέμους καὶ ἀκοὰς πολέμων· ὁρᾶτε, μὴ θροεῖσθε· δεῖ γὰρ πάντα γενέσθαι, ἀλλ’ οὔπω ἐστὶ τὸ τέλος. ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν, καὶ ἔσονται λιμοὶ καὶ σεισμοὶ κατὰ τόπους· πάντα δὲ ταῦτα ἀρχὴ ὠδίνων. τότε παραδώσουσιν ὑμᾶς εἰς θλῖψιν καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν διὰ τὸ ὄνομά μου. καὶ τότε σκανδαλισθήσονται πολλοὶ καὶ ἀλλήλους παραδώσουσι καὶ μισήσουσιν ἀλλήλους. καὶ πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐγερθήσονται καὶ πλανήσουσι πολλούς, καὶ διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν. ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται. καὶ κηρυχθήσεται τοῦτο τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ εἰς μαρτύριον πᾶσιν τοῖς ἔθνεσι, καὶ τότε ἥξει τὸ τέλος. Ὅταν οὖν ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως τὸ ῥηθὲν διὰ Δανιὴλ τοῦ προφήτου ἑστὼς ἐν τόπῳ ἁγίῳ – ὁ ἀναγινώσκων νοείτω – τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν ἐπὶ τὰ ὄρη, ὁ ἐπὶ τοῦ δώματος μὴ καταβαινέτω ἆραι τὰ ἐκ τῆς οἰκίας αὐτοῦ, καὶ ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ μὴ ἐπιστρεψάτω ὀπίσω ἆραι τὰ ἱμάτια αὐτοῦ. οὐαὶ δὲ ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς θηλαζούσαις ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις. προσεύχεσθε δὲ ἵνα μὴ γένηται ἡ φυγὴ ὑμῶν χειμῶνος μηδὲ σαββάτῳ. ἔσται γὰρ τότε θλῖψις μεγάλη, οἵα οὐ γέγονεν ἀπ’ ἀρχῆς κόσμου ἕως τοῦ νῦν οὐδ’ οὐ μὴ γένηται. καὶ εἰ μὴ ἐκολοβώθησαν αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι, οὐκ ἂν ἐσώθη πᾶσα σάρξ· διὰ δὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς κολοβωθήσονται αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι. τότε ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ, ἰδοὺ ὧδε ὁ Χριστός ἤ ὧδε, μὴ πιστεύσητε· ἐγερθήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῖα μεγάλα καὶ τέρατα, ὥστε πλανῆσαι, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν. ἐὰν οὖν εἴπωσιν ὑμῖν, ἰδοὺ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐστί, μὴ ἐξέλθητε, ἰδοὺ ἐν τοῖς ταμείοις, μὴ πιστεύσητε· ὥσπερ γὰρ ἡ ἀστραπὴ ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φαίνεται ἕως δυσμῶν, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου· ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῖ συναχθήσονται οἱ ἀετοί. Εὐθέως δὲ μετὰ τὴν θλῖψιν τῶν ἡμερῶν ἐκείνων ὁ ἥλιος σκοτισθήσεται καὶ ἡ σελήνη οὐ δώσει τὸ φέγγος αὐτῆς, καὶ οἱ ἀστέρες πεσοῦνται ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σαλευθήσονται. καὶ τότε φανήσεται τὸ σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ τότε κόψονται πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς καὶ ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς. καὶ ἀποστελεῖ τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ μετὰ σάλπιγγος φωνῆς μεγάλης, καὶ ἐπισυνάξουσι τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτοῦ ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων ἀπ’ ἄκρων οὐρανῶν ἕως ἄκρων αὐτῶν. Ἀπὸ δὲ τῆς συκῆς μάθετε τὴν παραβολήν. ὅταν ἤδη ὁ κλάδος αὐτῆς γένηται ἁπαλὸς καὶ τὰ φύλλα ἐκφύῃ, γινώσκετε ὅτι ἐγγὺς τὸ θέρος· οὕτω καὶ ὑμεῖς ὅταν ἴδητε ταῦτα πάντα, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ θύραις. ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη ἕως ἂν πάντα ταῦτα γένηται. ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ τῶν Βαΐων 28 Ἀπριλίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΕΟΡΤΗΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ)
Πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα 
4: 4-9

Ἀδελφοί, Χριστὸς παραγενόμενος Ἀρχιερεὺς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆς, οὐ χειροποιήτου, τοῦτ᾽ ἔστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεως, οὐδὲ δι᾽ αἵμα τος τράγων καὶ μόσχων, διὰ δὲ τοῦ ἰδίου αἵματος εἰσῆλθεν ἐφάπαξ εἰς τὰ ῞Αγια, αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος. Εἰ γὰρ τὸ αἷμα ταύρων καὶ τράγων καὶ σποδὸς δαμάλεως ῥαντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει πρὸς τὴν τῆς σαρκὸς καθαρότητα, πόσῳ μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὃς διὰ Πνεύματος αἰωνίου ἑαυτὸν προσήνεγκεν ἄμωμον τῷ Θεῷ, καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύειν Θεῷ ζῶντι;

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΕΟΡΤΗΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
12: 1-18

Πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν ἐκ τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ. ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου. λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· Διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν. εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· Ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό. 8τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι’ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν. Τῇ ἐπαύριον ὁ ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα, ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἐκραύγαζον· Ὡσαννά· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον· Μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου. Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ. Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ’ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἁγίου Ἐπιφανίου, ἐπισκόπου Κύπρου: Ὁμιλία εἰς τὰ Βάϊα

Η Βαϊοφόρος. Φορητή εικόνα του 18ου αιώνα στον Άγιο Δημήτριο Μαραθάσας
Η Βαϊοφόρος. Φορητή εικόνα του 18ου αιώνα στον Άγιο Δημήτριο Μαραθάσας

Χαῖρε μέ ἀσυγκράτητη χαρά, θυγατέρα τῆς Σιών. Ἀπόλαυσε βαθιά χαρά καί ἀναγάλλιασε, ὁλόκληρη τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία. Ἔρχεται πάλι σέ σένα ὁ Βασιλιάς. Ὁ νυμφίος σου ἔρχεται καθισμένος στό πουλάρι, ὅπως σέ θρόνο. Ἄς βγοῦμε νά Τόν προϋπαντήσουμε. Ἄς βιαστοῦμε νά δοῦμε τή δόξα Του. Ἄς προλάβωμε νά τιμήσωμε τόν ἐρχομό Του μέ χαρά.

Ἄλλη μιά φορά σωτηρία στόν κόσμο, πάλι ὁ Θεός ἔρχεται γιά νά σταυρωθῆ.

Ὁ Βασιλιάς τῆς Σιών, ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν, ξαναέρχεται σ᾽ αὐτήν καί χαρίζει πάλι τή σωτηρία στόν κόσμο. Τό φῶς ἄλλη μιά φορά μᾶς ἐπισκέπτεται καί ἡ πλάνη διαλύεται, ἡ ἀλήθεια λουλουδίζει, χορεύει ἡ Ἐκκλησία καί χηρεύει ἡ Συναγωγή. Πάλι ντροπιάζονται οἱ δαίμονες, σκορπίζει ἡ κατάρα, καί πάλι ταράζονται οἱ Ἑβραῖοι, συντρίβεται ὁ δράκοντας, χαίρονται τά Ἔθνη καί ἡ Σιών στολίζεται.

Ἔρχεται ὁ Χριστός καθισμένος στό πουλάρι, ὅπως σέ θρόνο. Ἀναγαλλιάστε οὐρανοί. Ὑμνῆστε Ἄγγελοι. Εὐφρανθῆτε τά βουνά. Σκιρτῆστε λόφοι. Παφλάστε ποταμοί. Ὁ λαός τῆς Σιών χορέψετε, οἱ Ἐκκλησίες χαρῆτε. Ψάλλετε Ἱερεῖς, προφῆτες ἐλᾶτε πρῶτοι, εὐαγγελιστῆτε μαθηταί, ὑποδεχθῆτε λαοί. Τρέξτε μαζί καί οἱ γέροντες, χορέψετε μητέρες καί τά νήπια τραγουδῆστε. Φωνάξτε νέοι, οἱ φυλές μαζευτῆτε.

Κάθε πλάσμα, κάθε ὕπαρξη, κάθε τάξη, κάθε τι πού ἀναπνέει, ὅλη ἡ γῆ, κάθε ἀξίωμα, ὅλες οἱ ἡλικίες, ὅλες οἱ ἀρχές τῶν ἐθνῶν, ὅλες οἱ βασιλεῖες, ἄς ὑποδεχθοῦν βασιλικά τό βασιλιά τῶν βασιλέων, δεσποτικά τῶν δεσποτῶν τό Δεσπότη. Ἄς προσκυνήσωμε, ἄς τραγουδήσωμε θεϊκά τραγούδια στό Θεό τῶν Θεῶν, στόν αἰώνιο νυμφίο θεϊκούς νυφιάτικους χορούς, ἄς χορέψωμε. Χαρούμενοι ἄς ἀνάψωμε τίς χαρωπές λαμπάδες μας, τούς χιτῶνες τῶν ψυχῶν μας, ὅπως ταιριάζει γιά νά τιμήσουμε τόν Θεό, ἄς ἀλλάξωμε. Ἄς ἑτοιμάσωμε ὄμορφα τούς δρόμους τῆς ζωῆς, τά βαΐα τῆς νίκης ἄς κρατήσωμε γιά τό νικητή τοῦ θανάτου. Καί ἄς σείσωμε τούς βλαστούς τῆς ἐλιᾶς στό βλαστό τῆς Μαρίας. Ἀγγελικά ἄς ὑμνήσουμε τό Θεό τῶν Ἀγγέλων. Ἄς κραυγάσωμε μαζί μέ τά παιδιά, ὅπως πρέπει στό Θεό. Μαζί μέ τό πλῆθος καί ἐμεῖς τήν κραυγή τοῦ πλήθους ἄς ποῦμε: «Ὡσαννά, στόν οὐρανό. Εὐλογημένος αὐτός πού ἔρχεται στ᾽ ὄνομα τοῦ Θεοῦ».

Ὁ Θεός καί ὁ Κύριος φάνηκε σάν φῶς, ἔλαμψε σ᾽ ἐμᾶς πού καθόμασταν στό σκότος καί τή σκιά τοῦ θανάτου. Ἐφάνηκε ἡ ἐπανόρθωση γιά ὅσους ἔπεσαν, φάνηκε ἡ σωτηρία τῶν αἰχμαλώτων, φάνηκε ἡ ἀνάβλεψη τῶν τυφλῶν, φάνηκε ἡ παρηγορία γιά ὅσους πενθοῦν, φάνηκε ἡ ἀνάπαυση ὅσων κοπιάζουν. Φάνηκε τῶν διψασμένων τό ξεδίψασμα. Φάνηκε ἡ δικαίωση τῶν ἀδικημένων. Φάνηκε τῶν ἀπελπισμένων ἡ λύτρωση. Φάνηκε ἡ ἕνωση τῶν χωρισμένων. Φάνηκε ἡ θεραπεία τῶν ἀσθενῶν. Φάνηκε ἡ γαλήνη ὅσων εἶχαν βρεθῆ σέ τρικυμία.

Γι᾽ αὐτό καί ἐμεῖς μαζί μέ τό πλῆθος ἄς φωνάξωμε σήμερα στό Χριστό:«Ὡσαννά», πού θά πεῖ «Σῶσε μας ὁ οὐράνιος Θεός». Ὤ καινούργια πράγματα, θαύματα ἀνέλπιστα! Χτές ὁ Χριστός ἀνέστησε τό Λάζαρο, σήμερα ὁ Ἴδιος βαδίζει πρός τό θάνατο. Σέ ἄλλον χτές, σάν Ζωή, τή ζωή ἐχάρισε καί σήμερα ὁ ζωοδότης ἔρχεται στό θάνατο. Χτές ἔλυσε τά σάβανα τοῦ Λαζάρου, σήμερα ἔρχεται νά τυλιχτῆ στά σάβανα ὁ Ἴδιος, θεληματικά. Χτές ἀπό τό σκοτάδι ἔβγαλε τόν ἄνθρωπο.

Σήμερα γιά τόν ἄνθρωπο ἔρχεται νά μπῆ στά σκότη καί τή σκιά τοῦ θανάτου. Χτές, ἕξι μέρες πρίν ἀπό τό Πάσχα, ζωντανό καί μέ τίς πέντε αἰσθήσεις, τόν τετραήμερο ὁ Τριήμερος, στίς δυό ἀδελφές τόν ἕνα ἀδελφό τους χαρίζει. Καί σήμερα βαδίζει στό Σταυρό. Στή Μαρία τόν τετραήμερο νεκρό χαρίζει, ἐνῶ στήν Ἐκκλησία τριήμερο χαρίζει τόν Ἑαυτό Του ὁ Χριστός. Ἐκεῖ μόνο ἡ Βηθανία θαυμάζει. Ἐδῶ ἑορτάζει ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Ἑορτάζει τήν ἑορτή τῶν ἑορτῶν, ἔχοντας στό μέσο τό βασιλιά τῶν ἀΰλων Δυνάμεων, ὡς Νυμφίο μαζί καί Βασιλιά. Ἑορτάζει ἑορτή, σάν ἐλιά κατάκαρπη στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, πού πυκνόφυλλη πάντα σκιάζει. Ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία ἑορτή, καί εἶναι σάν κρίνο ἀνοιξιάτικο, ὅπου ὁ Χριστός εἶναι τό ἀληθινό κρίνο, τό θαλερό, πού δέν κρίνει ἀλλά σώζει τόν κόσμο. Ὅπου ὁ Χριστός εἶναι τό γιατρευτικό βότανο, πού γιατρεύει ἀληθινά τά πάθη τῶν ἀρρώστων.

Ὅπου ὁ Χριστός εἶναι τό ἀμπέλι πού λέει: «Ἐγώ εἶμαι τό ἀμπέλι τό ἀληθινό.» Ὅπου ὁ ἐλαιώνας ὁ Ὁποῖος ἀληθινά ἐλεεῖ ὅσους ἐλπίζουν σ᾽ Αὐτόν. Ἐκεῖ εἶναι ὅπου ἐβλάστησε ὁ κλάδος ὁ προαιώνιος ἀπό τή ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, χωρίς νά καλλιεργήση καί νά σκάψη ὁ γεωργός. Ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται ἡ ἀέναη πηγή. Ἐκεῖ ὅπου δέν ὑπάρχει Φυσών καί Γεών, Τίγρις καί Εὐφράτης, ἀλλά Ματθαῖος, Μᾶρκος, Λουκᾶς καί Ἰωάννης, πού ποτίζουν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τό περιβόλι. Ἐκεῖ ὅπου ὅλη σήμερα ἡ νεολαία, καθώς ἐλαία κατάκαρπη γεμάτη ἀπό ἐλιές, τόν ἐλεήμονα Χριστό παρακαλοῦμε. Φυτεμένοι στό κτῆμα τοῦ Χριστοῦ, ἀνοιξιάτικα μέσα στόν κῆπο Του ἀνθισμένοι, ἑορτάζομε τήν ἑορτή μας, βλέποντας ὅτι ἔχει ὑποχωρήσει ἡ χειμωνιά τοῦ Νόμου. Γιόρταζε, Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὄχι τυπικά καί σωματικά, ἀλλά χορεύοντας χορό πνευματικό. Γιόρταζε τή γιορτή σου, βλέποντας τήν πτώση τῶν εἰδώλων καί ζώντας τή δική σου ἀνάσταση.

Προσθέτω τή φωνή μου στήν ἱερή καί ἰσχυρή φωνή τοῦ Παύλου: «Πέρασαν τά παλιά• ὅλα ἰδού, ἔχουν γίνει καινούργια». Ἀλλά καί ἀνέλπιστα. Γι᾽ αὐτό χαρῆτε, χαρῆτε, νεολαία τοῦ Χριστοῦ. Εἶστε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γιόρταζε, ἡ Ἐκκλησία, ἡ κόρη τοῦ Θεοῦ καί ἀγαλλίασε. Δική σου εἶναι ἀκέραια ἡ δόξα, γνήσια κόρη τοῦ βασιλιᾶ Χριστοῦ. Καί δέν εἶσαι ἡ χήρα κάποιου ἀλλά τοῦ Θεοῦ ἡ σύζυγος, πού ἀνθίζεις, ὄχι στ᾽ ἀριστερά τοῦ Θεοῦ γιά τούς εἰδωλολάτρες, ἀλλά στά δεξιά.

Εἶσαι τό λουλούδι τῆς θεογνωσίας. Δέν σέ μολύνει αἷμα δουλικό, ἀλλά τοῦ Θεοῦ τό Αἷμα σέ σφραγίζει. Δέν λατρεύεις τόν Ὠβήλ ἀλλά τόν Ἐμμανουήλ. Δέν ἀνυμνεῖς τήν Τρωάδα ἀλλά τήν Τριάδα. Δέν τιμᾶς τόν Πλάτωνα παρά τόν Παντοκράτορα Θεό μας. Δέν τιμᾶς τόν ἀλεξίκακο Ἡρακλῆ, ἀλλά τόν Παράκλητο, τόν ποιητή τῶν ὅλων. Δέν προσκυνεῖς τόν Ἀριστοτέλη πού σ᾽ ἔκαμε σοφό, ἀλλά τόν Θεό πού σ᾽ ἔσωσε γιά ὅλους τούς αἰῶνες. Ἔπεσε ὁ Κρόνος γιατί προσέλαβε σάρκα ὁ Θεός Λόγος. Δέν γεννήθηκε μέ συνέργεια ἀνδρός ἀλλά γεννήθηκε μέ δύναμη Θεοῦ ἀπό τή Μαρία. Προσέξετε τή χάρη τῆς ἡμέρας. Δῆτε τή λαμπρότητα τῆς ἑορτῆς. Χαῖρε λοιπόν καί ἀγαλλίασε, τῆς Σιών κόρη. Γέμισε εὐφροσύνη καί ἀναγάλλιασε ὅλη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Γύρισε γύρω τά μάτια σου καί κοίταξε μαζεμένα τώρα, τά σκορπισμένα πρῶτα στά ἔθνη παιδιά σου. Δές τῆς γιορτῆς τήν εὐλάβεια. Δές τοῦ λαοῦ τούς σύμφωνους ὕμνους. Δές ὅλες τίς γλῶσσες ἑνωμένες, ὅλα τά στόματα σάν νά ᾽ναι ἕνα νά ἀναπέμπουν δοξολογικά τόν ἴδιο ὕμνο. Δές τά πρόβατα πού πρῶτα εἶχαν ξεγλιστρίσει ἔξω ἀπό τήν πόρτα σου νά εἶναι τώρα στήν ἀγκαλιά σου. Ἄκουσε τῶν ἐθνῶν τήν ἐπιφήμιση, πού εἶναι τῶν ἀσωμάτων Ἀγγέλων ἡ μίμηση. Πρόσεξε τήν ἁρμονία τῶν ἀγγελικῶν χορῶν. Πρόσεξε ἀνθρώπων πλῆθος πού μοιάζει μέ παρατάξεις Ἀγγέλων. Θεώρησε τούς ψαλμούς σάν ὕμνους Ἀγγέλων καί τά παιδιά σάν ἄκακα ἀρνάκια πού ψάλλουν στό Χριστό καί λένε: «Ὡσαννά στόν οὐράνιο Θεό. Εὐλογημένος Αὐτός πού ἔρχεται.» Μαζί τους χτύπησε χαρούμενα καί πανηγυρικά καί τό χέρι σου καί φώναξε μέ καθαρή καί λιονταρήσια φωνή λόγους ἑόρτιους καί εὐχαριστήριους. Ἰδού ἐγώ καί τά παιδιά πού μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, σ᾽ ἐμένα πού ἤμουν κάποτε ἄτεκνη καί ἀσήμαντη στεῖρα. Εὐλογημένος Αὐτός πού ἦρθε, ἀλλά καί πού ἔρχεται στ᾽ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Θεός μας καί Κύριος εἶναι καί φάνηκε γιά μᾶς Αὐτός πού ἔρχεται καί πού ὁ κόσμος ὁλόκληρος δέν μπορεῖ νά Τόν περικλείσει.

Εὐλογημένος Αὐτός πού ἔρχεται χωρίς νά ἀπομακρύνεται ἀπό τόν οὐρανό. Εὐλογημένος ἄς εἶναι Αὐτός πού ἔρχεται ὡς ἄνθρωπος, καί πού θά ἔρθει πάλι ὡς Θεός. Εὐλογημένος Αὐτός πού ἦρθε σ᾽ ἐμένα συμβολικά καβαλλικεύοντας σέ γαϊδουράκι σάν νά ᾽ταν πάνω σέ Χερουβίμ. Ἄκουσε τί μᾶς λέει ὁ ἱεροκήρυκας Εὐαγγελιστής τῆς ἑορτῆς. Ὅταν πλησίαζε ὁ Κύριος στή Βηθφαγή καί στή Βηθανία, κοντά στό βουνό πού λέγεται τῶν Ἐλαιῶν, ἔστειλε δύο ἀπό τούς μαθητάς Του παραγγέλλοντάς τους: «Πηγαίνετε στό ἀπέναντι χωριό καί καθώς μπαίνετε θά βρῆτε γαϊδουράκι δεμένο. Λύστε το καί φέρτε το ἐδῶ.» Ἔκαμαν οἱ Μαθηταί ὅπως τούς παράγγειλε ὁ Ἰησοῦς. Ἔστρωσαν τά ροῦχα τους στό γαϊδουράκι καί καβαλλίκεψε ὁ Ἰησοῦς. Καί ὅταν ἔφτασε στούς πρόποδες τοῦ βουνοῦ, ὁ κόσμος πού εἶχε συναχτῆ γιά τήν ἑορτή, πῆραν κλαδιά φοινίκων καί βγῆκαν νά ὑποδεχθοῦν τόν Ἰησοῦ. Καί ὅσοι πήγαιναν μπροστά καί ὅσοι ἀκολουθοῦσαν φώναζαν: «Ὡσαννά στό γιό τοῦ Δαυΐδ, εὐλογημένος Αὐτός πού ἔρχεται στ᾽ ὄνομα τοῦ Κυρίου.»

Αὐτή εἶναι ἡ Δεσποτική παρουσία στήν παροῦσα ἑορτή μας. Αὐτή εἶναι ἡ παλαιά καί ἡ νέα παραμονή στήν Σιών τοῦ Βασιλέως τῶν Βασιλέων. Αὐτή εἶναι ἡ πανηγυρική καί πάνδημη ἔλευση τῆς σημερινῆς ἡμέρας τοῦ Δημιουργοῦ τῶν ὅλων. Γι᾽ αὐτό, ἀδελφοί μου, τώρα, ὅλο τό πλῆθος πού ἤρθαμε στήν ἑορτή, ἄς βγοῦμε νά Τόν ὑποδεχτοῦμε, ὁρατοί καί ἀόρατοι ἑορτασταί, οἱ προφῆτες πού προηγοῦνται χρονικά, καί οἱ διδάσκαλοι καί ὅσοι ἀκολουθοῦν τό γαϊδουράκι, ὅλοι ὅσους δένει ἀναμεταξύ τους ἡ πίστη στό Θεό.

Σήμερα τά οὐράνια μέ τά ἐπίγεια καί τά καταχθόνια μαζί ἄς ψάλλουν. Κάθε στόμα καί πνεῦμα ἄς ἀνοίξη γιά τή δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Τά Χερουβίμ βροντοφωνῆστε: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος ὁ Τρισάγιος, Σαβαώθ• ἀπό τή δόξα Του γεμᾶτος ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ.» Σεραφείμ, ὑμνῆστε, προφῆτες, κηρύξετε. Ἄς λέη ὁ ἄλλος:«Χαῖρε, Κόρη τῆς Σιών, διαλάλησε, Κόρη τῆς Ἱερουσαλήμ.» Καί ὁ ἄλλος ἄς κραυγάση ἀτενίζοντας τό βασιλέα Χριστό: «Ἰδού τό ἀρνί τοῦ Θεοῦ, πού σηκώνει τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου.» Κι ἄλλος ἄς διαλαλήση γιά τόν Ἴδιο τόν Κύριο: «Αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας• δέν θά σταθῆ ἄλλος κοντά Του.» Καί κάποιος ἄλλος ἄς προσθέση: « Ἰδού ὁ ἄνθρωπος μαζί καί Θεός, Ἀνατολή εἶναι τό ὄνομά Του.» Καί ὁ Δαυΐδ ἀτενίζοντας τό Χριστό πού προῆλθε ἀπό τή γενιά του, ἄς ψάλλη: « Εἶναι Θεός καί Κύριός μας καί παρουσιάστηκε γιά μᾶς.» Κάποιος ἄλλος τό γόνυ κλίνοντας ἄς πῆ στό Χριστό: «Ὁλόκληρη ἡ γῆ ἄς σέ προσκυνήση.» Καί ἄλλος ἄς προτρέψη τούς λαούς: «Συγκροτῆστε γιορτή στόν ἴσκιο ὡς τίς ἄκρες τοῦ θυσιαστηρίου.»

Ἔτσι γινόταν παλαιά ὁ ἐρχομός τοῦ Κυρίου μας μέ τό πουλάρι στή Σιών. Πάνδημη ὁμόνοια, οἱ χοροί τῶν Πατέρων, τῶν δικαίων ὁ λαός, τά πνεύματα τῶν προφητῶν, τά παιδιά τῶν Ἑβραίων, τά νήπια τῶν μητέρων, τά πλήθη τῶν Ἀγγέλων. Ἄλλοι ἅπλωναν τίς φτεροῦγες τους, ἄλλοι κρατοῦσαν τά βάγια κι ἄλλοι ἀκολουθοῦσαν. Τοῦτοι ἔκοβαν κλαδιά, ἐκεῖνοι ἔπλεκαν στεφάνια, αὐτοί ἔλυναν τό γαϊδουράκι, ἄλλοι ἔστρωναν τά ροῦχα τους, ἄλλοι ἄνοιγαν τίς πύλες κι ἄλλοι καθάριζαν τού δρόμους. Αὐτοί ἑτοίμαζαν τό γαϊδουράκι κι ἐκεῖνοι διαλαλοῦσαν τή νίκη, ἄλλοι κουνοῦσαν τά κλαδιά κι ἄλλοι ἔλεγαν στά νήπια: «Ὑμνῆστε, παιδιά, τό Κύριο». Τά παιδιά ἀποκρίνονταν: «Ὡσαννά, εὐλογημένος Αὐτός πού ἔρχεται στό ὄνομα τοῦ Κυρίου.» Ὤ καινούργια πράγματα κι ἀνέλπιστα θαύματα τῆς ἑορτῆς. Τά παιδιά σάν θεολόγοι χαρακτηρίζουν ὡς Θεό τό Χριστό καί οἱ ἱερεῖς τόν ὑβρίζουν. Τόν προσκυνοῦν παιδιά πού θηλάζουν, καί δείχνουν ἀσέβεια οἱ διδάσκαλοι. Τά παιδιά τραγουδοῦν «Ὡσαννά» καί οἱ Ἑβραῖοι κραυγάζουν νά σταυρωθῆ. Αὐτά ἔρχονται μέ τά βάγια στό Χριστό κι ἐκεῖνοι Τόν ζυγώνουν μέ μαχαίρια. Αὐτά κόβουν κλαδιά κι ἐκεῖνοι ἑτοιμάζουν τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ. Τά παιδιά στρώνουν τά ροῦχα τους στό Χριστό καί οἱ ἱερεῖς σκίζουν τά ροῦχα τοῦ Χριστοῦ.

Τά παιδιά ἀνεβάζουν τό Χριστό στό γαϊδουράκι κι οἱ γέροντες ἀνεβάζουν τό Χριστό στό Σταυρό. Τά παιδιά προσκύνησαν τά πόδια τοῦ Χριστοῦ κι ἐκεῖνοι κάρφωσαν μέ τά καρφιά τά πόδια τοῦ Χριστοῦ.Τά παιδιά Τοῦ ἀφιερώνουν τόν ὕμνο κι αὐτοί Τοῦ προσφέρουν τό ξίδι. Τά παιδιά τήν τιμή καί τή χολή ἐκεῖνοι. Τά παιδιά κουνοῦν τά βάγια κι αὐτοί μέ τή ρομφαία Τόν τρυποῦν. Τά παιδιά ὑμνοῦν τό Χριστό πάνω στό πουλάρι κι αὐτοί Τόν ἀναβάτη τοῦ πουλαριοῦ πουλοῦν. «Τό βόδι κατάλαβε τόν Κύριό του, ὅταν πλησίασε στή φάτνη Του κι οἱ λαοί ἀναγνώρισαν τόν κατακτητή τους. Ὁ Ἰσραήλ μόνο δέν ἀναγνώρισε τό Χριστό τό Θεό του.»

Οἱ ἄγριες κάποτε φυλές, θεοφίλητες ἔγιναν, οἱ ἄνομοι ἔννομοι καί οἱ ἔννομοι παράνομοι. Ἄς εἶναι. Δέν ντράπηκες τούς προφῆτες, σκότωσες τούς ἱερεῖς, διέστρεψες τίς Γραφές, κατέλυσες τό Νόμο, καταπριόνισες τούς δικαίους, ἀψήφησες τό Μωυσῆ, κατέσφαξες τούς γιούς, ἐβεβήλωσες τό Ναό, παράτησες τό Θεό, δέν ἐπίστεψες στό Χριστό, ἐξευτέλισες τά θαύματα, δυσπίστησες γιά τό Λάζαρο, δέν ἐπίστεψες στούς τυφλούς πού ξαναβρῆκαν τό φῶς τους. Καλά ὅλα αὐτά. Τί ἔχεις ὅμως νά πῆς γι᾽ αὐτά τά παιδιά; Τί δογματίζεις γιά τόν ὕμνο τῶν νηπίων; Πές μου ποιός τά ἐφώτισε; Ποιός τά ἐδίδαξε; Ἤ ποιός τά παρώτρυνε καί τούς ἔδωσε τή γνώση; Ποιός ξαφνικά στ᾽ ἀμάθητα παιδιά ἔδωσε τό λόγο, ἄν ὄχι ὁ Χριστός ὁ προαιώνιος Λόγος; Τώρα οἱ νέοι καί τά παιδιά καί τά νήπια, πού μέ τό ἕνα χέρι κρατοῦν τό μητρικό μαστό, τόν ἀγγελικό ὕμνο ἀναμέλπουν. Κρατοῦνε τό μαστό μέ τό ἕνα χέρι καί μέ τό ἄλλο κουνοῦνε τά κλαδιά στό Χριστό. Τά παιδιά, ἡ φύση χωρίς νά ἔχη πεῖρα τοῦ λόγου, θεολογοῦν: ἀμέσως τό λόγο τόν προφητικό, τῶν Ἀγγέλων τόν ὕμνο προσφέρουν, σάν δῶρο στό Θεό καί κραυγάζουν : «Ὡσαννά στόν οὐρανό. Εὐλογημένος Αὐτός πού ἔρχεται στό ὄνομα Κυρίου.

Εἶναι ὁ Θεός καί Κύριός μας κι ἦρθε γιά μᾶς.» Μέσα στό ξέσπασμα τῆς χαρᾶς καί τῆς ἑορτῆς, παίρνοντας θάρρος ἀπευθύνω τίς ἐρωτήσεις μου σ᾽ αὐτά τά ἔνθεα παιδιά. Τί λέτε, παιδιά τοῦ Θεοῦ, τοῦ Θεοῦ ὑμνολόγοι. Πῶς συγχρονίζετε τίς φωνές σας μέ τόν ὕμνο τῶν Χερουβίμ; Καί πῶς, ἐνῶ σάν ἄνθρωπο βλέπετε τό Χριστό στό γαϊδουράκι, κραυγάζετε ὅπως ταιριάζει στό Θεό «Ὡσαννά στόν οὐράνιο»; Ναί, μᾶς λένε τά παιδιά μέ τή θεία γλῶσσα. Στό γαϊδουράκι κάθεται ὁ Χριστός, χωρίς νά ἀπομακρύνεται καθόλου ἀπό τόν πατρικό κόλπο. Στό γαϊδουράκι κάθεται, ἀλλά τό θρόνο τῶν Χερουβίμ δέν ἐγκαταλείπει. Ἀλλά Αὐτός ὁ ἔνσαρκος πού ζεῖ ἀνάμεσα στούς θνητούς, ὁ Ἴδιος συγχρόνως καί στόν οὐρανό ὑπάρχει ἀληθινός Θεός, ὁ Κύριος τῶν πάντων, τοῦ κόσμου, τῶν ἐθνῶν. Εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί ὁ δωρητής.

Εἶναι ὁ δημιουργός καί ὁ ὁδηγός καί ὁ Σωτήρας ὅλων. Αὐτός κάμει τήν εἴσοδό Του στήν κάτω Ἱερουσαλήμ καί δέν ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ἀνωτέρω. Αὐτός εἶναι ὁ δημιουργός τῶν αἰώνων. Ἔρχεται ἀπό τήν αἰωνιότητα καί πορεύεται στήν αἰωνιότητα. Αὐτός εἶναι ὁ μόνος δημιουργός τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτός βαδίζει στή θάλασσα σάν νά εἶναι στή γῆ. Αὐτός τυλίγει τή θάλασσα μέ τήν ὁμίχλη. Αὐτός ἔβαλε κορωνίδα τοῦ κόσμου τόν ἄνθρωπο. Αὐτός ἐρρύθμισε τά ὅρια τῶν θαλασσῶν. Αὐτός ἅπλωσε τή γῆ μετέωρη στό κενό. Αὐτός φρόντισε τήν ὀμορφιά τῶν λουλουδιῶν. Αὐτός ἅπλωσε σάν ροῦχο τόν οὐρανό καί μέ λαμπρά τόν ἐστόλισε ἀστέρια. Αὐτόν τρέμουν τά Χερουβίμ καί τά Σεραφείμ φοβοῦνται. Αὐτόν ὑμνεῖ ὁ ἥλιος καί δοξολογεῖ ἡ σελήνη. Αὐτόν ψάλλουν τά ἄστρα κι ὑπηρετοῦν οἱ πηγές. Αὐτόν φοβοῦνται οἱ ἄβυσσοι, μπροστά Του τά τάρταρα δειλιάζουν.

Σ᾽ Αὐτόν ὑπακούουν τά θηρία τῆς θάλασσας κι οἱ δράκοντες τρέμουν. Αὐτόν ὑπηρετοῦν οἱ βροχές καί τά πνεύματα σέβονται. Αὐτός ἔδωσε στόν καθένα τό φυσικό του, ἐδημιούργησε τά πλάσματα, χώρισε τίς τάξεις. Αὐτός εἶναι ὁ Δημιουργός τῶν ὄντων τῆς γῆς καί τοῦ οὐρανοῦ, ὁ Θεός καί Κύριός μας. Σ᾽ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη στούς αἰῶνες. Ἀμήν

Πηγή: www.imaik.gr