Η Παναγία του «Άξιον Εστί». Πρωτάτο - Καρυές (Άγιο Όρος)
H Σύναξις του Aρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω Άδειν
Ήσας Γαβριήλ πριν το Xαίρε τη Kόρη,
Άδεις δε και νυν, Άξιόν σε υμνέειν.
Η Παναγία του «Άξιον Εστί». Πρωτάτο – Καρυές (Άγιο Όρος)
H Σύναξις αύτη και εορτή του Aρχαγγέλου Γαβριήλ ηκολούθησεν εν τω Aγίω Όρει του Άθω, εις ένα κελλίον του Mοναστηρίου του Παντοκράτορος, επονομαζόμενον «Άξιόν εστιν», εν τόπω καλουμένω Άδειν. Ηκολούθησε δε, διά το εξής ρηθησόμενον θαύμα. Kατά την Σκήτιν του Πρωτάτου, την ευρισκομένην εις τας Kαρεάς, εκεί πλησίον εν τη τοποθεσία της Iεράς Mονής του Παντοκράτορος, είναι λάκκος μεγάλος, όστις έχει κελλία διάφορα. Eις ένα λοιπόν των κελλίων τούτων, επ’ ονόματι τιμώμενον της Kυρίας Θεοτόκου της Kοιμήσεως, εκατοίκει ένας Iερομόναχος γέρων και ενάρετος, μετά άλλου υποτακτικού. Eπειδή δε ήτον συνήθεια να γίνεται αγρυπνία κάθε Kυριακήν εις την ρηθείσαν Σκήτιν του Πρωτάτου, κατά το εσπέρας ενός Σαββάτου, θέλωντας να υπάγη ο προρρηθείς γέρωντας εις την αγρυπνίαν, λέγει τω μαθητή αυτού. Tέκνον, εγώ μεν, υπάγω διά να ακούσω την αγρυπνίαν, ως σύνηθες. Συ δε, μείνον εις το κελλίον, και ως δύνασαι ανάγνωθι την Aκολουθίαν σου. Kαι ούτως απήλθεν. Aφ’ ου δε η εσπέρα επέρασεν, ιδού κρούει τις την θύραν του κελλίου. O δε αδελφός έδραμε και την άνοιξε, και βλέπει ότι ήτον ξένος Mοναχός, αγνώριστος εις αυτόν, ο οποίος εισελθών, έμεινεν εις το κελλίον την νύκτα εκείνην. Eν τη ώρα δε του Όρθρου αναστάντες, έψαλλον και οι δύω την Aκολουθίαν. Όταν δε ήλθον εις την Tιμιωτέραν, ο μεν εντόπιος Mοναχός, έψαλε μόνον «Tην τιμιωτέραν των Xερουβίμ» και καθεξής έως τέλους, τον συνήθη δηλαδή και παλαιόν ύμνον του Aγίου Kοσμά του ποιητού. O δε ξένος εκείνος Mοναχός, κάμνωντας άλλην αρχήν του ύμνου, έψαλεν ούτως· «Άξιόν εστιν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον, και Mητέρα του Θεού ημών». Eίτα εσύναψεν ομού και την Tιμιωτέραν άχρι τέλους.
Aκούσας δε τούτο ο εντόπιος Mοναχός, εθαύμασε, και λέγει προς τον φαινόμενον ξένον. Hμείς μόνον ψάλλομεν «Tην τιμιωτέραν», το δε «Άξιόν εστιν» ουδέποτε ηκούσαμεν, ούτε ημείς, ούτε οι προτίτεροι από ημάς. Aλλά παρακαλώ σε, ποίησον αγάπην, και γράψον και εις εμένα τον ύμνον αυτόν, διά να τον ψάλλω και εγώ εις την Θεοτόκον. O δε αποκριθείς, φέρε μοι, του είπε, μελάνι και χαρτί, διά να τον γράψω. Kαι ο εντόπιος, δεν έχω, του λέγει, ούτε μελάνι, ούτε χαρτί. O δε φαινόμενος ξένος, φέρε μου, του είπε, μίαν πλάκα. O δε Mοναχός δραμών, εύρε πλάκα, και του την έφερε. Λαβών δε ταύτην ο ξένος, έγραψεν επάνω εις αυτήν με τον εαυτού δάκτυλον τον ρηθέντα ύμνον, ήτοι το «Άξιόν εστι». Kαι ω του θαύματος! τόσον βαθέως εχαράχθησαν τα γράμματα επάνω εις την σκληράν πλάκα, ωσάν να εγράφησαν επάνω εις κηρί απαλώτατον. Eίτα λέγει τω αδελφώ. Aπό του νυν και εις το εξής, ούτω να ψάλλετε και εσείς, και όλοι οι Oρθόδοξοι. Kαι ταύτα ειπών, έγινεν άφαντος. Ήτον γαρ Άγιος Άγγελος απεσταλμένος υπό Θεού, διά να αποκαλύψη τον Aγγελικόν Ύμνον τούτον, και τη Mητρί του Θεού πρεπωδέστατον. Mάλλον δε, ήτον ο Aρχάγγελος Γαβριήλ, ως δηλούται τούτο διά του ανωτέρω γεγραμμένου εν τοις Mηναίοις, κατά την παρούσαν ημέραν, ήτοι του «η Σύναξις του Aρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω Άδειν». Oι γαρ τότε Πατέρες ετέλουν Σύναξιν και εορτήν και Λειτουργίαν κάθε χρόνον εν τω ρηθέντι κελλίω του «Άδειν», εις μνήμην του θαύματος, τιμώντες και δοξάζοντες τον Aρχάγγελον Γαβριήλ, όστις, καθώς απ’ αρχής έως τέλους εστάθη ο ένθεος υμνολόγος της Θεοτόκου, και τροφεύς, και διακονητής, και χαροποιός αυτής Eυαγγελιστής, έτζι υπηρέτησε και εις το να αποκαλύψη τον όντως θεομητορικόν τούτον ύμνον, ως αυτώ μόνω κατά πάντα πρεπούσης της τοιαύτης διακονίας.
Aφ’ ου δε ήλθεν από την αγρυπνίαν ο γέρωντας, και εμβήκεν εις το κελλίον, αρχίζει ο υποτακτικός του να ψάλλη το «Άξιόν εστι», καθώς ο Άγγελος αυτώ επαρήγγειλε, και ακολούθως δείχνει εις τον γέροντά του και την ρηθείσαν πλάκα, με τα αγγελοχάρακτα γράμματα. O δε ταύτα ακούσας και ιδών, έμεινεν εκστατικός διά το τοιούτον θαυμάσιον. Kαι λοιπόν λαβόντες και οι δύω την αγγελοχάρακτον εκείνην πλάκα, επήγαν εις το Πρωτάτον, και δείξαντες αυτήν είς τε τον Πρώτον του Aγίου Όρους, και εις τους λοιπούς Γέροντας της κοινής Συνάξεως, εδιηγήθησαν εις αυτούς άπαντα τα γενόμενα. Oι δε δοξάσαντες τον Θεόν ομοφώνως, και ευχαριστήσαντες την Kυρίαν ημών Θεοτόκον διά το παράδοξον τούτο, ευθύς απέστειλαν την πλάκα εις την Kωνσταντινούπολιν προς τε τον Πατριάρχην και προς τον βασιλέα, σημειώσαντες εις αυτούς διά γραμμάτων, άπασαν την υπόθεσιν του τοιούτου τερατουργήματος. Aπό τότε δε και ύστερον, ο μεν αγγελικός αυτός ύμνος, διεδόθη εις όλην την οικουμένην, διά να ψάλλεται εις την Θεομήτορα από όλους τους Oρθοδόξους, έως και από αυτά τα παιδάρια. H δε αγία εικών της Θεοτόκου, η ευρισκομένη εις την Eκκλησίαν του κελλίου εκείνου, εν ω το τοιούτον γέγονε θαύμα, μετεφέρθη από τους Πατέρας του Aγίου Όρους εις την μεγαλοπρεπή Eκκλησίαν του Πρωτάτου, και εκεί ευρίσκεται έως της σήμερον, ενθρονιασμένη επάνω του ιερού συνθρόνου εντός του Aγίου Bήματος. Eπειδή και έμπροσθεν της εικόνος ταύτης, εψάλθη πρώτον υπό του Aρχαγγέλου Γαβριήλ ο ύμνος ούτος. Tο δε κελλίον εκείνο, έλαβε την επωνυμίαν να ονομάζεται, Άξιόν εστι. Kαι ο λάκκος εκείνος, εις τον οποίον το κελλίον ευρίσκεται, ονομάζεται από όλους έως της σήμερον, Άδειν, ό εστι ψάλλειν, διά το να εψάλθη πρώτον εις αυτόν, ο αγγελικός και θεομητροπρεπής αυτός ύμνος1.
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι το Συναξάριον τούτο, έγραψεν ο Πρώτος του Aγίου Όρους Σεραφείμ ονομαζόμενος, προ χρόνων ήδη 256. Έστι δε παλαιόν το θαύμα, ως εκ του εν τοις Mηναίοις ανωτέρω γεγραμμένου τούτο δηλούται.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ο Άγιος αρχιεπίσκοπος Λουκάς, κατά κόσμον Βαλεντίν του Φέλιξ Βόινο – Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στις 14/27 Απριλίου 1877 μ.Χ. στο Κέρτς της χερσονήσου της Κριμαίας. Το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ήταν ιδιόμορφο καθώς ο πατέρας του ήταν Ρωμαιοκαθολικός ενώ η μητέρα του, αν και ορθόδοξη, περιοριζόταν σε καλές πράξεις χωρίς να συμμετέχει ενεργά στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Πολύ νωρίς μετακομίζουν στο Κίεβο.
Στο Κίεβο ο Βαλεντίν αποφασίζει να σπουδάσει Ιατρική. Παίρνει το πτυχίο του το 1903 μ.Χ. και παρακολουθεί μαθήματα οφθαλμολογίας.
Το 1904 μ.Χ., με το ξέσπασμα του Ρωσο – Ιαπωνικού πολέμου, βρέθηκε στην Άπω Ανατολή, όπου εργάστηκε ως χειρουργός με μεγάλη επιτυχία. Εκεί συναντήθηκε και με την Άννα Βασιλίεβνα Λάνσκαγια, τη μέλλουσα σύζυγό του, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Μετά το τέλος του πολέμου εργάζεται σε διάφορα επαρχιακά νοσοκομεία. Οι επιτυχίες του είναι τόσες πολλές που η φήμη του εξαπλώνεται γρήγορα και ασθενείς καταφθάνουν από παντού. Την ίδια εποχή μελετά σχετικά με την τοπική αναισθησία και συντάσσει επιστημονικά άρθρα. Διαπρέπει στις εγχειρήσεις των οφθαλμών και αποφασίζει να ασχοληθεί με τη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων.
Το 1917 μ.Χ. ο Βαλεντίν εκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης. Η ρωσική επανάσταση είχε ήδη αρχίσει και η εκκλησία βρέθηκε στο στόχαστρο των Μπολσεβίκων. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Τότε ο Βαλεντίν συνελήφθη για πρώτη φορά. Αιτία ήταν η συκοφαντία ενός νοσοκόμου. Με τη βοήθεια του Θεού αποκαλύφθηκε η αλήθεια και ο γιατρός αφέθηκε ελεύθερος. Η περιπέτεια αυτή όμως, παρά το αίσιο τέλος της, αναστάτωσε την Άννα, η οποία έπασχε ήδη από φυματίωση, και η υγεία της επιδεινώθηκε σε βαθμό που λίγες ημέρες αργότερα υπέκυψε. Μετά τον θάνατό της ο γιατρός εμπιστεύτηκε τα παιδιά του στη Σοφία Σεργκέγεβνα, μια πιστή νοσοκόμα, η οποία τους στάθηκε σαν δεύτερη μητέρα για πολλά χρόνια.
Άγιος Λουκάς Κριμαίας
Ο Βαλεντίν ήταν πολύ πιστός και αυτό ήταν έκδηλο στον τρόπο που εργαζόταν. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν οι πρώτες αντιδράσεις από τους εκπροσώπους του αθεϊστικού καθεστώτος. Στο μεταξύ στους διωγμούς προστίθεται και η πληγή της «ζώσης εκκλησίας» που σκοπό είχε να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κράτους διαιρώντας τους κληρικούς και τους πιστούς, και να τους απομακρύνει από την αληθινή πίστη.
Σ’ αυτή την εποχή των δοκιμασιών για την Εκκλησία, ο γιατρός συμμετείχε ενεργά στη ζωή της εκκλησίας. Όταν κατηγορήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Τασκένδης και Τουρκεστάν Ιννοκέντιος από τους σχισματικούς, ο γιατρός υπερασπίστηκε με σθένος την κανονική τάξη. Ο αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, εντυπωσιασμένος από την παρρησία του Βαλεντίν, του προτείνει να γίνει ιερέας. Πράγματι, η χειροτονία του σε διάκονο έγινε στις 26 Ιανουαρίου 1921 μ.Χ. και μια εβδομάδα αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Το καλοκαίρι του 1923 μ.Χ. η «ζώσα εκκλησία» κάνει την επίθεσή της και εκτοπίζει τον επίσκοπο Ιννοκέντιο. Ο κλήρος και ο λαός της Τασκένδης, όντας στο έλεος των σχισματικών, εκλέγουν στη θέση του επισκόπου τον π. Βαλεντίν Βόινο – Γιασενέτσκι. Η κουρά του σε μοναχό έγινε κρυφά στο σπίτι του ιερέα – καθηγητή. Καταλληλότερο όνομα για το νέο επίσκοπο κρίθηκε εκείνο του αποστόλου, ευαγγελιστή, αγιογράφου και ιατρού Λουκά. Στη συνέχεια, ταξίδεψε ως Πεντζικέντ για να χειροτονηθεί επίσκοπος.
Άγιος Λουκάς Κριμαίας
Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο και πολύ σύντομα ο επίσκοπος Λουκάς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για προδοσία και φυλακίστηκε. Στη φυλακή είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει και το σύγγραμμά του: «Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων», το οποίο όμως δεν εκδόθηκε για πολλά χρόνια, παρόλη τη σημασία του για την ιατρική επιστήμη, επειδή ο συγγραφέας επέμεινε να γραφεί στο εξώφυλλο το αρχιερατικό του αξίωμα.
Στο διάστημα της απουσίας του οι εκπρόσωποι της «ζώσης εκκλησίας» κατέλαβαν τις εκκλησίες, μα ο λαός, πιστός στις συμβουλές του ποιμένα του, απείχε από τους ναούς. Λόγω της μεγάλης του επιρροής οι υπεύθυνοι της G.P.U. («Κρατική Πολιτική Διεύθυνση») αποφάσισαν να απομακρύνουν τον επίσκοπο Λουκά από την Τασκένδη. Την ώρα της αποχώρησής του πλήθος κόσμου στάθηκε στις γραμμές του τρένου προκειμένου να εμποδίσει την αναχώρηση. Ο κόσμος απομακρύνθηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις και ο επίσκοπος Λουκάς πήρε τον μακρύ και βασανιστικό δρόμο της εξορίας.
Φυλακίζεται κάτω από άθλιες συνθήκες στη Μόσχα. Εκεί διαπιστώνει τα πρώτα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας που θα τον συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή. Παρόλες τις κακουχίες, η συμπεριφορά του επισκόπου απέναντι σε όλους τους κρατουμένους προκαλούσε το σεβασμό ακόμη και των πιο αρνητικών.
Ενώ οι γιατροί βεβαίωναν πως η κατάσταση της υγείας του δεν το επιτρέπει, ο επίσκοπος Λουκάς αναχώρησε εξόριστος για τη Σιβηρία. Το καθεστώς τον εγκαθιστά στην πόλη Γενισέισκ, για να τον στείλει αργότερα ακόμη 2000 χλμ μακρύτερα στην πόλη Τουρουχάνσκ. Και στο νέο τόπο της εξορίας δεν αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όσους τις χρειάζονταν, παρόλες τις αντίξοες συνθήκες. Ο λαός του Τουρουχάνσκ τον περιέβαλλε με πολύ αγάπη και σεβασμό. Αυτό ήταν αρκετό για τους αθέους που σχεδίασαν νέα εξορία για τον επίσκοπο – γιατρό, αυτή τη φορά τον έστειλαν πέρα από τον αρκτικό κύκλο, στο χωριό Πλάχινο, όπου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος δεν ανατέλλει. Η υγεία του επισκόπου είχε επιδεινωθεί και μια τέτοια εξορία ήταν πολύ επικίνδυνη για τη ζωή του. Αυτός ήταν και ο σκοπός των διωκτών του. Εκεί, στο Πλάχινο, υπέφερε τα πάνδεινα, τόσο λόγω των καιρικών συνθηκών, όσο και λόγω τις αντιμετώπισης από τους κατοίκους της περιοχής. Ευτυχώς, δύο μήνες αργότερα, με αιτία το θάνατο ενός αγρότη οι κάτοικοι του Τουρουχάνσκ ξεσηκώθηκαν και απαίτησαν την επιστροφή του επισκόπου. Οι αρχές δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να υποχωρήσουν. Έτσι ο επίσκοπος Λουκάς, που από όραμα είχε ειδοποιηθεί για το πέρας της δοκιμασίας του, επέστρεψε στο Τουρουχάνσκ και συνέχισε απερίσπαστος τις ασχολίες του για οκτώ ακόμη μήνες, μέχρι, δηλαδή, το τέλος της εξορίας του.
Παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, δεν ξέχασε ποτέ τα παιδιά του και επικοινωνούσε μαζί τους όσο πιο συχνά μπορούσε.
Στο Κρασνογιάρσκ παρουσιάζεται στη G.P.U. για ανάκριση. Εκεί ο βοηθός του διοικητή ανακοίνωσε στον επίσκοπο πως μπορούσε να πάει όπου ήθελε, ήταν ελεύθερος. Όπως ήταν φυσικό ο επίσκοπος ξεκίνησε για την Τασκένδη. Δυστυχώς εκεί αντιμετωπίζει τις συκοφαντίες ακόμη και συνεργατών του, γεγονός που τον οδήγησε σε παραίτηση από την έδρα του επισκόπου.
Στην Τασκένδη συνεχίζει τις φιλανθρωπίες του, μα οι αντίπαλοί του δεν έπαψαν να ψάχνουν ευκαιρία για να τον διώξουν.
Η αφορμή δεν άργησε να βρεθεί και ο επίσκοπος βρέθηκε πάλι υπόλογος απέναντι στα κομματικά στελέχη. Ο σκοπός αυτή τη φορά ήταν να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί από το ιερό του αξίωμα. Μετά από εξαντλητικές ανακρίσεις και απεργίες πείνας και αφού πέρασε ένα ολόκληρο χρόνο στη φυλακή, ο επίσκοπος, εξορίστηκε για μια ακόμη φορά στη Βόρεια Ρωσία. Οι δραστηριότητές του εκεί ενόχλησαν όχι μόνο τις αρχές αλλά και τους κατοίκους. Σύντομα ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας τον ανάγκασε να πάει στο Λένινγκραντ.
Μετά την ανάρρωσή του πέρασε μια μακρά περίοδο δοκιμασιών και περιπλανήσεων. Οι εκπρόσωποι του Κόμματος πιέζουν τον επίσκοπο να εγκαταλείψει την ιερωσύνη. Στην περίοδο αυτή της πνευματικής δοκιμασίας αρχίζει να χάνει την όραση από το αριστερό μάτι λόγω αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς χιτώνα. Επίσης, τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων» εκδίδονται χωρίς να αναγραφεί το αξίωμά του. Εν καιρώ επανακτά την εσωτερική γαλήνη, που είχε στερηθεί, και περνά δύο χρόνια ηρεμίας και ειρήνης κοντά στα παιδιά του.
Ο επίσκοπος Λουκάς ήταν 60 ετών, όταν συνελήφθη για τέταρτη φορά. Από το φάκελλο που διατηρούσαν στην Ασφάλεια, μπορούμε να γνωρίζουμε τις δραστηριότητές του. Ενώ από τους ασθενείς του δεν έπαιρνε ποτέ χρήματα, έδινε και το μισθό του σε αγαθοεργίες, δηλαδή βοηθούσε όσους φτωχούς, άπορους και εξόριστους ανθρώπους τύχαινε να γνωρίζει. Οι φιλανθρωπικές ενέργειές του ενόχλησαν και πάλι το καθεστώς που τον συνέλαβε εκ νέου και τον οδήγησε στη Σιβηρία.
Όταν στις 21 Ιουνίου 1941 μ.Χ. τα χιτλερικά στρατεύματα μπαίνουν στη Ρωσία, ο επίσκοπος – γιατρός, αν και εξόριστος, προσφέρεται εθελοντικά να εργαστεί για τη θεραπεία των τραυματιών. Τα Κόμμα αναγνωρίζει την αξία του ως γιατρού και τον διορίζει αρχίατρο του στρατιωτικού νοσοκομείου και σύμβουλο όλων των νοσοκομείων της περιοχής. Παρόλα αυτά οι συνθήκες είναι οικτρές ενώ παράλληλα δεν του αναγνωρίζουν κανένα πολιτικό δικαίωμα.
Την Άνοιξη του 1942 μ.Χ. αλλάζει η στάση της πολιτείας απέναντι στον ίδιο, αλλά και απέναντι στην Εκκλησία. Σε όλη την επικράτεια της Ρωσίας ανοίγουν εκκλησίες και ο λαός βρίσκει καταφύγιο στους ναούς από την παραφροσύνη του πολέμου. Για να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες ο επίσκοπος Λουκάς προάγεται σε αρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ.
Οι Γερμανοί υποχωρούν και ο αρχιεπίσκοπος μεταφέρεται δυτικότερα, στο Ταμπώφ. Εκείνη την εποχή είναι υπεύθυνος για 150 στρατιωτικά νοσοκομεία. Η Εκκλησία για να τον διευκολύνει τον μεταθέτει στην Αρχιεπισκοπή Ταμπώφ και Μιτσούρινσκ.
Το 1946 μ.Χ. ο αρχιεπίσκοπος Λουκάς βραβεύθηκε με το βραβείο Στάλιν για την ηρωική εργασία του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και για την μεγάλη προσφορά του στην ιατρική επιστήμη.
Στα 70 του χρόνια γίνεται αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Εκεί το έργο του είναι δύσκολο. Η φτώχεια έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που αναγκάζεται να ταΐζει καθημερινά, στο σπίτι του, τους άπορους της περιοχής. Στρέφει το ενδιαφέρον του στην εκκλησιαστική ζωή, καθώς τον αποκλείουν από κάθε επιστημονικό συνέδριο. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να ανοίξουν εκκλησίες. Ταυτόχρονα προσπαθεί να πατάξει την αμέλεια και την αδιαφορία των ιερέων τονίζοντας πως πρέπει οι ίδιοι να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς. Παράλληλα εξασκεί το έργο του ιατρού προσφέροντας αναργύρως τις υπηρεσίες του στον πάσχοντα άνθρωπο. Ακολουθώντας το υπόδειγμα του Θεανθρώπου όλη του τη ζωή «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος».
Με τη βελτίωση στις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους ο αρχιεπίσκοπος βρίσκει την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγαπημένη του ασχολία, δηλαδή το κήρυγμα. «Θεωρώ βασικό αρχιερατικό μου καθήκον να κηρύττω παντού και πάντα το Χριστό». Σημειώνει ο ίδιος. Από τα κηρύγματά του καταγράφηκαν περίπου 750, τα οποία αποτέλεσαν 12 τόμους (4500 σελίδες), και έχουν χαρακτηριστεί «εξαιρετικό φαινόμενο στη σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή και θεολογία».
Την Άνοιξη του 1952 επιδεινώνεται η όρασή του, ενώ στις αρχές του 1956 τυφλώνεται οριστικά.
Το 1953 μ.Χ. τον Στάλιν διαδέχεται ο Νικήτας Κρουτσώφ, ο οποίος ξεκίνησε νέο κύμα διωγμών κατά της Εκκλησίας που κορυφώνονται το 1959 μ.Χ. Ο Αρχιεπίσκοπος μεριμνά για το ποίμνιό του και προσπαθεί να του δώσει κουράγιο.
Εκείνη την εποχή γράφει στο μεγαλύτερο γιό το Μιχαήλ: «Είναι όλο και πιο δύσκολο να διευθύνει κανείς τις υποθέσεις της Εκκλησίας. Οι εκκλησίες κλείνουν η μία μετά την άλλη, δεν υπάρχουν ιερείς και ο αριθμός του όλο και ελαττώνεται…Κατά τόπους η αντίδραση φτάνει μέχρι εξεγέρσεως κατά της αρχιερατικής εξουσίας μου. Δεν μπορώ να το υποφέρω στα ογδόντα μου χρόνια. Αλλά με τη βοήθεια του Κυρίου, συνεχίζω το δύσκολο έργο μου».
Η αγάπη του κόσμου προς τον αρχιεπίσκοπο Λουκά ήταν έκδηλη. Ακόμα και αλλόθρησκοι η άπιστοι τον έβλεπαν με σεβασμό.
Ο αρχιεπίσκοπος είναι ήδη 84 ετών. Διαισθάνεται πως το τέλος του πλησιάζει. Τα Χριστούγεννα του 1960 μ.Χ. λειτουργεί για τελευταία φορά και για τον καιρό που απομένει, περιορίζεται στο να κηρύττει. Τελικά την Κυριακή 11 Ιουνίου 1961 μ.Χ., ημέρα που γιορτάζουν οι Άγιοι Πάντες της Αγίας Ρωσίας, κοιμήθηκε ο αρχιεπίσκοπος – γιατρός Λουκάς Βόινο – Γιασενέτσκι. Παρά την έντονη αντίδραση των Κομματικών, η κηδεία του αρχιεπισκόπου μετατράπηκε σε λαϊκή επανάσταση. Η Ε.Π. Λέικφελντ περιγράφει: «Οι δρόμοι πλημμύρησαν από γυναικούλες με άσπρα μαντίλια στα κεφάλια. Προχώρησαν σιγά – σιγά μπροστά από τη σορό του Δεσπότη. Ακόμη και οι γερόντισσες δεν πήγαιναν πίσω. Τρείς σειρές τεντωμένων χεριών λες και οδηγούσαν το αυτοκίνητο. Ο δρόμος μέχρι και το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα. Και μέχρι την πόρτα του κοιμητηρίου ακουγόταν πάνω από τα κεφάλια με τα άσπρα μαντίλια, ο ύμνος: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς». Ό,τι και να έλεγαν σε αυτό το πλήθος, όσο κι’ αν προσπαθούσαν να τους κάνουν να σιωπήσουν, η απάντηση ήταν μία, κηδεύουμε τον αρχιεπίσκοπό μας».
Το Νοέμβριο του 1995 μ.Χ. ανακηρύχτηκε άγιος από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στις 17 Μαρτίου 1996 μ.Χ. έγινε με επισημότητα η ανακομιδή των λειψάνων του, που τέθηκαν για λαϊκό προσκύνημα στο ναό του κοιμητηρίου, αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Πάντων. Τα λείψανά του εξέπεμπαν μιάν άρρητη ευωδία, ενώ πολλοί ασθενείς θεραπεύτηκαν θαυματουργικά. Τρείς μέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1996 μ.Χ., τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στον Ι. Ναό Αγ. Τριάδος. Η μνήμη του ορίστηκε να τιμάται στις 11 Ιουνίου επέτειο της κοιμήσεώς του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν ο Άγιος Λουκάς ήταν στο Γενισέισκ επιχείρησε μια πρωτοποριακή και δυσκολότατη επέμβαση. Του έφεραν ένα νέο άνδρα με βαριά νεφρική ανεπάρκεια σε απελπιστική κατάστασή. Ο επίσκοπος γιατρός, μην έχοντας άλλη λύση, αποφάσισε να κάνει μια «ηρωική» επέμβαση κι επεχείρησε μεταμόσχευση νεφρού από μοσχάρι στο νεαρό ασθενή, παρά τα πενιχρά μέσα που διέθετε. Ο γιατρός που διηγήθηκε το γεγονός αυτό, χαρακτηρίζει επιτυχημένη την επέμβαση, δίχως άλλες λεπτομέρειες για το πόσο έζησε ο ασθενης, τα μετεγχειρητικά προβλήματα κ.λπ. Παρόλο που ήταν η πρώτη εγχείρηση μεταμόσχευσης, δεν έγινε ευρύτερα γνωστή, προφανώς για πολιτικούς λόγους. Δεν θα έπρεπε να προβληθεί ένας «εχθρός του λαού»! Γι’ αυτό επίσημα ως πρώτη τέτοια εγχείρηση θεωρείται του καθηγητή Ι. Ι. Βορόνη το 1934 (μια δεκαετία μετά), όταν έκανε μεταμόσχευση νεφρού χοίρου σε μια γυναίκα με ουραιμία.
Μέσα στην Πασχάλια αυτή περίοδο , που η Αγία μας Εκκλησία βιώνει και διακηρύσσει εις πάσαν την γήν , την χαρά της κατάργησης του Θανάτου , ευδόκησεν ο πανάγαθος Αναστάς Κύριος να παραλάβει την ψυχή του πολυσέβαστου μας πατρός ημών Ανδρέου Μιτσή, εις την επουράνιον Του Βασιλείαν. Να τον παραλάβει και να τον μεταθέσει από την πρόσκαιρη τούτη ζωή στην Αιώνια, να τον απαλλάξει από τον πόνο, την λύπη και τον στεναγμό για τα φθαρτά και μάταια του παρόντος αιώνος και να του προσκομίσει την απόλαυση και την χαρά των αφθάρτων και αιωνίων. Γιατί έτσι πρέπει να θεωρείται το μυστήριο του θανάτου για τους ανθρώπους που ζουν ουσιαστικά μέσα στην ζωή της Εκκλησίας, όπως ακριβώς θα το διαβάσουμε σε λίγες μέρες στις ευχές της Αγίας Πεντηκοστής : «Οὐκἔστιν, Κύριε,τοῖςδούλοιςΣουθάνατος, ἐκδημούντωνἡμῶνἀπό τοῦσώματος, καί πρόςΣέ τόνΘεόν ἐνδημούντων, αλλά μετάστασις ἀπό τῶνλυπηροτέρωνἐπί τά χρηστότερακαί θυμηδέστερα, καί ἀνάπαυσιςκαί χαρά»
Είναι αληθινή ευλογία να αποχαιρετάς κάποιον από τούτον τον κόσμο και να νιώθεις ότι όλοι άνθρωποι που τον έζησαν από κοντά , έχουν μέσα τους μόνο όμορφα αισθήματα για αυτόν, ότι όλοι τον αγαπούσαν, όλοι χαίρονταν με την παρουσία του , ότι ποτέ δεν πικράθηκαν και στεναχωρήθηκαν από τον κακό του λόγο. Έτσι ακριβώς βιώσαμε εδώ σε τούτη την ενορία, ιερείς, ψάλτες , νεωκόροι, επίτροποι και ο απλός πιστός μας λαός, την σχέση μας με τον πολυσέβαστο και μακαριστό ιερέα και πάτερα μας Παπανδρέα . Έναν άνθρωπο χωρίς μεγάλα και εντυπωσιακά βιογραφικά για τα μάτια και τα δεδομένα τούτου του κόσμου, που θέλει τους ανθρώπους να αξίζουν μόνο όταν έχουν μεγάλα πτυχία και περγαμηνές, πλούτη και δόξες κοσμικές, δύναμη και ομορφιά στη ύλη και στο σώμα για να μπορούν να εντρυφούν στις επίγειες απολαύσεις. Ο πατήρ Ανδρέας Μιτσής, μπορεί να ήταν μικρός στο όνομα και στο ανάστημα, ήταν σίγουρα μεγάλος στις καρδίες των ανθρώπων , όσων μπορούν να καταλάβουν το τι σημαίνει πραγματική ευτυχία και μακαριότητα.
Φέρνω στον νου μου τούτη την ώρα αυτά τα χαρακτηριστικά οποία ο ίδιος ο Κύριος μέσα από στους περίφημους Μακαρισμούς Του στην επί του όρους ομιλία Του, φανερωσε ότι οδηγούν στην πραγματική ευτυχία, και βρίσκω πολλά από αυτά να ταιριάζουν απόλυτα με την ζωή του κεκοιμημένου σήμερα. «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών». Γεννημένος σε δύσκολες εποχές και χρόνους, στην Πάνω Ζώδια και χάνοντας τον πατέρα του πολύ μικρός μετά από ατύχημα βίωσε νωρίς την ορφάνια και έμαθε να είναι όντως πτωχός το πνεύματι , δηλαδή αληθινά ταπεινός και αθόρυβος σε ένα κόσμο που ιδιαίτερα σήμερα, οι πολλοί προσπαθούν να πουλήσουν πνεύμα και κάνουν με κάθε τρόπο και κάθε στιγμή φανερή την παρουσία τους. Μαθαίνοντας τα πρώτα του γράμματα στο Δημοτικό σχολείο στη Ζώδια, βγήκε αμέσως στη βιοπάλη βόσκοντας πρόβατα, για να μπορέσει να ζήσει. Με τον γάμο του με την Ευτυχία Σολομού Μούζουρα το 1957 απόκτησαν 5 παιδιά. Δεν άργησε όμως να έρθει η βάρβαρη Τουρκική εισβολή που τον κατέστησε μαζί με όλους άλλους, πρόσφυγα στον ίδιο του τόπο. «Μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών’» Αδικημένος και δεδιωγμένος στην προσφυγιά, αλλά όχι όμως απελπισμένος, προσδοκώντας ορθόδοξα όχι την εξ ανθρώπων βοήθεια και δικαίωση αλλά περιμένοντας καρτερικά το έλεος την δικαιοσύνη του Θεού. . Η αληθινή όμως πίστη στον Θεό και το πραγματικό εκκλησιαστικό φρόνημα του Παπανδρέα μας φάνηκε έτι περισσότερο λίγα αργότερα όταν ο Θεός επέτρεψε να χάσει τα 2 από τα 5 παιδιά του, μετά παρέλευση μερικών ετών το ένα από το άλλο και στην συνέχεια, το 1991 την αγαπημένη του πρεσβυτέρα Ευτυχία. «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται». Κάνοντας πραγματικό βίωμα αυτό του Προφήτου και πολαάθλου Ιώβ , «Ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλετο» ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο , είη το όνομα του Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας», ο μακαριστός μας Παπανδρέας άντεξε τον πόνο γνωρίζοντας ότι οι πενθούντες και οι κλαίοντες νυν, θα βρουν αληθινή παρηγοριά χαρά μόνο κοντά στον Ανάσταντα Κύριο , προσδοκώντας την Ανάσταση και την ζωή του μέλλοντος αιώνος. Αυτή η πίστη και αυτή η ελπίδα για την Αιώνια Ζωή, ήταν κάτι που εύκολα μπορούσε κάποιος να διακρίνει με λίγη κουβέντα μαζί του. Η ετοιμότητα του επίσης για την δική του έξοδο, από τούτο τον κόσμο ήταν επίσης αποτέλεσμα αυτής της πίστης, και όχι λόγω του γήρατος και των πολλών ετών . Έλεγε πάντα χαρακτηριστικά «Γρόνους έζησα, ώρες δεν ηξέρω» και πάλιν πολύ συχνά σε άλλες περιπτώσεις ευχόταν «τον καλόν σου τον Θάνατον να έχω Θεέ μου»
Αν και παιδιόθεν αγάπησε τον Χριστόν και την Εκκλησία, τούτη η αγάπη θα λέγαμε πήρε άλλες διαστάσεις με την είσοδο του στην Ιεροσύνη του Χριστού. Χειροτονήθηκε σε διάκονο το 1982 και πρεσβύτερος αντίστοιχα το επόμενο έτος 1983, από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυσόστομο τον Α‘ και διηκόνησε πιστά για 30 περίπου συναπτά έτη την Αρχιεπισκοπική περιφέρεια σε διάφορες ενορίες και κοινότητες. Όπου το χρέος τον καλούσε , με υποδειγματική υπακοή ανταποκρινόταν άμεσα και έδινε ολοκληρωτικά τον εαυτό χωρίς να ξεχωρίζει τους ανθρώπους και τις περιοχές ανάλογα με τις προτιμήσεις του. Η επιτυχία της διακονίας του φαίνεται ξεκάθαρα από το γεγονός ότι κλήρος και λαός τον αγάπησαν αληθινά και τον έβαλαν στην καρδιά τους. Δεν είναι λίγες οι φορές που ακούγαμε από διάφορους που συνεργάστηκε τις όμορφες και γλυκιές αναμνήσεις που είχαν μαζί του.
Αυτό όμως που εμείς εδώ, στα όρια της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου και ιδιαίτερα της δικής μας ενορίας, της Εκκλησίας Περιστερώνας, νιώθουμε ιδιαίτερο δώρο και ευλογία από τον Θεό, ήταν η απόφαση του Μητροπολίτη μας, να τον εντάξει εκεί ακριβώς που έπρεπε να ανήκει, στην δική του Μητρόπολή , στον τόπο της κατοικίας του, τοποθετώντας τον μαζί μας εφημέριο στην Εκκλησία της Περιστερώνας. Δεν είναι εύκολο να περιγράψω με λόγια αυτά που μας πρόσφερε και μας δίδαξε η δεκαπεντάχρονη παρουσία του δίπλα μας σαν κληρικός μέσα Εκκλησία μας, εντός και εκτός Ναού. «Μακάριοι οι πραείς και Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία», τονίζει ο Κύριος. Η ανάπαυση που νιώθαμε στην ψυχή μας με την παρουσία του, ήταν αποτέλεσμα της πραότητας και καθαρότητας που είχε, ακολουθώντας το παράδειγμα του Κυρίου «Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν·» Ο απλοϊκός τρόπος με τον οποίο προσέγγιζε τον καθένα φαίνεται πολλές φορές να είχε μεγαλύτερη απήχηση από τον περισπούδαστο τάχατες λόγο των δικών μας κηρυγμάτων. Η σιωπή του μιλούσε πιο πολύ από το στόμα του . Η γλυκύτητα της παιδικής ψυχής του, που αποτυπωνόταν στο γαλήνιο του πρόσωπό έκανε την λειτουργική και όχι μόνο ζωή της ενορίας πιο όμορφη, πιο απολαυστική. Στο πρόσωπο του καλού μας ιερέα αισθανόσουν ότι η Θεία Χάρη , η οποία τοις υπερηφάνοις αντιτάσσεται , ήρθε από την πολλή του ταπείνωση και όντως αναπλήρωσε κάθε έλλειψη του, θεράπευσε κάθε ασθένεια του.
Αν ένα ευχαριστώ από τον καλό και πιστό λαό της Περιστερώνας φαντάζει λίγο μπροστά στο σεπτό σκήνωμα του μακαριστού πατέρα του, μπορείτε να καταλάβετε ίσως πόσο μηδαμινό θα ακουστεί από τα δικά μου χείλη, για την αγάπη και την αφοσίωση του, προς το δικό μου πρόσωπο. Η μεγάλη αρχοντιά του μακαριστού μας σήμερα Παπανδρέα έγινε σε μένα αντιληπτή μετά από τη απόφαση του καλού μας Επισκόπου, τον οποίο και χρεωστικός οφείλουμε όλοι να ευχαριστήσουμε για αυτό, να τον τοποθετήσει στην ενορία μας σαν εφημέριο. Εκεί λοιπόν αισθάνθηκα την αξία του βλέποντας τον να υπακούει και να αποδέχεται την εντολή του επισκόπου να έρθει στην ουσία σαν βοηθός και υφυστάμενος μου. Έτσι ο σεβαστός πλέον και μεγάλος στην ηλικία ιερέας, έχοντας στην ράχη του 30 και πλέον έτη υπηρεσίας, ανατρέπει το φιλόδοξο πνεύμα των νεαρών σήμερα κληρικών που θέλουν να γίνονται απευθείας μεγάλοι και ισχυροί έναντι των άλλων, και υποτάσσεται πλήρως σε μένα τον μικρό και αμαρτωλό , δίνοντας μου από την αρχή το καλύτερο μάθημα που πρώτος ο Κύριος μας έδειξε ότι «Εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος» Είναι εκπληκτικό έτι περισσότερο ότι αφοσίωση του και η υπακοή του όμως αυτή, ήταν κάτι που χαιρόταν και απολάμβανε . Και ο λόγος είναι απλός . Γιατί πέρα του ότι αγαπούσε την ιεροσύνη του όσο τίποτα άλλο , με αγάπησε και μένα αληθινά και με έβαλε μέσα στην καρδιά του σαν αληθινό παιδί του. Για όλα με ρωτούσε, ποτέ δεν έπαιρνε αυθαίρετα πρωτοβουλίες. Πότε δεν ήθελε να φανεί αυτός . Ακόμη και σε πνευματικά θέματα ήθελε την συμβουλή μου και ζητούσε συγχώρεση παραδειγματικά. Πάντα είχε την έγνοια μου . Να μην μείνω μόνος μου. Έγνοια που κουβαλούσε και στο σπίτι του, όπως μου μαρτυρούσε συχνά πυκνά η καλή του θυγατέρα Στέλλα. Πάντα φιλακόλουθος . Πάντα στον Ναό πριν από μένα. Δεν ξεχώριζε τις ακολουθίες σε λαμπρές και άσημες , με κόσμο ή χωρίς. Όλα στην υπηρεσία του Χριστού, όλα για την αγάπη του Χριστού. Ακόμη και εκτός Ναού οι σχέσεις μας ήταν άριστες . Διακριτικός και ευγενικός σε κάθε συναναστροφή μαζί του. Η από καρδιάς ευγνωμοσύνη μου προς τον αγαπημένο μου πατέρα Ανδρέα για όσα μου πρόσφερε είναι απέραντη, αλλά ταυτόχρονα μου υπαγορεύει το χρέος μου από δω και πέρα για την ψυχή του, με το να ενώνω την μνήμη μου στην οποία θα ζεί παντοτινά όσο ζώ, με την μνήμη του Αιωνίου Θεόυ σε κάθε Θεία Λειτουργία που θα τελούμε. Είναι ότι πολυτιμότερο έχω να του προσφέρω, ως αντίδωρο για την αγάπη που μου έδειξε.
Μαζί με την δική μου σίγουρα ευγνωμοσύνη , θέλω να εκφράσω εκ μέρους όλων των υπολοίπων εδώ στην ενορία τις βαθύτατες ευχαριστίες μας για όλη την προσφορά του στην Εκκλησία Περιστερώνας. Από όλους τους υπολοίπους κληρικούς που συνεργαστήκαμε, από όλους τους κατά καιρούς Εκκλησιαστικούς Επιτρόπους και ιεροψάλτες , νεωκόρους και βοηθούς του Ναού, αλλά και από όλο τον απλό λαό που ένιωσε την αγάπη του και δέχθηκε την αγιαστική Χάρη από το Άγιο πετραχήλι του. Ευχαριστούμε και δοξάζουμε τον πανάγαθό Θεό που μας αξίωσε και τον είχαμε στην ζωή μας. Ευχαριστούμε και την καλή του οικογένεια, τα παιδιά και τα εγγόνια του για τις πολλές θυσίες που έκαναν και αυτοί ζώντας μαζί του και αισθανόμενοι το βάρος και τις θυσίες που έχει η ζωή ενός σωστού κληρικού. Ευχόμαστε αγαπητοί μου, να έχετε καλή παρηγοριά στο ανθρώπινο πένθος , αν και η ζωή και πορεία του μακαριστού δίνει σε όλους τούτη την στιγμή πιο πολλή χαρά για αυτά που νιώθουμε ότι απολαμβάνει ήδη στον ουρανό. Το μαρτύριο που βλέπαμε να περνάει ο αγαπημένος ιερέας και πατέρας σας τους τελευταίους μήνες , δεν ήταν τιμωρία από τον Θεό. Ήταν εξαγιασμός και αγάπη σωτήρια . Ήθελε να τον χαρτώσει έτι περισσότερο και να δυναμώσει ταυτόχρονα και την δική μας πίστη και υπομονή. Ήταν η ευλογία του Θεού να ολοκληρώσει μαρτυρικά στην στενή και τεθλιμμένη οδόν του βίου του, για του αποδώσει περισσότερα και μεγαλύτερα βραβεία και στέφη ουράνια.
Πανιερωτατε, αγαπητοί εν Χριστώ πατέρες και αδελφοί.
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός στο τέλος τω Μακαρισμών αναφωνεί σε όλες τις αληθινά ευτυχισμένες και μακαρίες ψυχές : «Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς» Έτσι και μείς σήμερα μπροστά στο σεπτό σκήνωμα του κεκοιμημένου μας πρεσβυτέρου και πατέρα που πορεύεται πλέον την Μακαρίαν οδόν αναφωνούμε :
Χαίρου και αγάλλου ηγαπημένε μας πάτερ διότι αξίζεις όντως μεγάλον μισθόν στον ουρανό. Αναπαύου εν ειρήνη σεβαστέ μας γέροντα, αγαπημένε μας Παπανδρέα. Είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου και κληρονόμησε αυτά που ο Χριστός ετοίμασε για τα ευλογημένα τέκνα του. Ευχόμαστε όπως σε αναδείξει Άξιον λειτουργό και του Επουράνιου του Θυσιαστηρίου. Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ. Θα ευχόμαστε για την ανάπαυση και την συγχώρεση σου. Η αγάπη μας και η βαθύτατη ευγνωμοσύνη μας θα σε συνοδεύουν αιώνια. Σε παρακαλούμε θερμά μην μας λησμονήσεις ούτε και εσύ. Με όση παρρησία βρεις από τον Θεό να πρεσβεύεις για όλους όσους αγάπησες και σε αγάπησαν . Να ζούμε εν μετανοία μέσα στο θέλημα του Θεού και να αξιωθούμε, όποτε Αυτός ορίσει, να ακολουθήσουμε και εμείς την μακαρία οδό της Αιωνίου ζωής που μας χάρισε ο Χριστός Αναστάς από του τάφου !
Η Ιερά Μητρόπολις Μόρφου ανακοινώνει στο χριστεπώνυμο πλήρωμά της και στους ευσεβείς Χριστιανούς ότι σήμερα, Πέμπτη, 06.06.2024, εκοιμήθη εν Κυρίω ο σεβάσμιος Οικονόμος π. Ανδρέας Μιτσή, από την Πάνω Ζώδια (και τέως κάτοικος Περιστερώνας) σε ηλικία 91 ετών.
Το λείψανο του μακαριστού π. Ανδρέου θα εκτεθεί σε προσκύνημα των πιστών αύριο Παρασκευή, 07.06.2024, από τις 04:30 μ.μ., στον ιερό ναό Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος στην Περιστερώνα. Στη συνέχεια θα τελεσθεί η εξόδιος ακολουθία στις 05:30 μ.μ. προϊσταμένου του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.
Του αειμνήστου π. Ανδρέου η μνήμη είη αιωνία. Αμήν!
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΤΣΗ
Ο μακαριστός πατήρ Αντρέας Μιτσή , γεννήθηκε στη Πάνω Ζώδια στις 30 Νοεμβρίου 1933. Γονείς του ήταν ο Χαράλαμπος Μισή και η Μαρία Στυλιανού Καππαλίτα Χ΄΄ Κτώρα. Ήταν το τρίτο και τελευταίο παιδί της οικογένειας. Είχε δύο αδέρφια μεγαλύτερα, τον Στυλιανό και τον Ιωάννη.
Ο πατέρας του απεβίωσε σε νεαρή ηλικία μετά από ατύχημα και βίωσε την ορφάνια πολύ μικρός.
Μεγάλη του αγάπη το σχολείο και τα γράμματα. Τελείωσε το Δημοτικό σχολείο στη Ζώδια και βγήκε στη βιοπάλη. Έβοσκε πρόβατα και πολλοί τον θυμούνται να κάθεται να ξαποστάσει κάτω από τα δέντρα και πάντα να κρατά την Αγία γραφή στο χέρι και να διαβάζει. Πριν χτυπήσει η καμπάνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στη Πάνω Ζώδια ήταν ήδη στη εκκλησία για να βοηθήσει τον πάτερ Χρύσανθο.
Παντρεύτηκε την Ευτυχία Σολομού Μούζουρα το 1957 και μαζί απόκτησαν 5 παιδιά. Την Μαρία, τον Χαράλαμπο, την Στέλλα, την Παναγιώτα και τον Μάριο.
Η προσφυγιά τον βρήκε με τα πρόβατα του στο Ποτάμι και μετά στην Περιστερώνα. Το 1978 έχασε τον γιο του Χαράλαμπο σε ηλικία μόλις 18 χρόνων από καρδιοπάθεια.
Το 1982 σε μια συνάντηση με τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυσόστομο Α΄, του ζήτησε να ιερωθεί. Αμέσως ο Αρχιεπίσκοπος τον έστειλε στη Ιερατική Σχολή και στις 21 Νοεμβρίου 1982 τον χειροτόνησε ιεροδιάκονο στον ιερό Ναό Παναγίας Ιδαλίου. Μετά από λίγο διάστημα ο ίδιος ο Μακαριότατος τον χειροτονεί ιερέα στις 29 Ιανουαριου 1984 στον ιερό ναό Αγίου Γεωργίου Δευτεράς . Τον χειροθετεί επίσης και πνευματικό και τον διορίζει στον Ιερό ναό Αγίου Δημητρίου στη Ακρόπολη.
Στη συνέχεια σαν κληρικός υπηρέτησε σε διάφορους ιερούς ναούς όπως: Του Τιμίου Προδρόμου, του Αγίου Κασσιανού, του Αγίου Παύλου, του Αρχαγγέλου Μιχαήλ Τρυπιώτη, του Αγίου Νικολάου Λυκαβητού, Αγίου Μάμαντος συνοικισμού Λακατάμιας, του Αγίου Ελευθερίου συνοικισμού Λατσιών, Αγίου Νεοφύτου Ανθούπολης, Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στα Καμπιά, του Αγίου Νικολάου στο Φτερικούδι, της Μεταμορφώσεως στη Κάτω Μονή, στο μοναστήρι της Αγίας Θέκλας στη Μοσφιλωτή, το μοναστήρι του Αγίου Ηρακλειδίου και σε πολλούς άλλους Ναούς.
Το 1984 έχασε από ατύχημα τον 16χρονο μικρότερο γιο του Μάριο και το 1991 έχασε σε ηλικία 53 χρόνων και την πρεσβυτέρα Ευτυχία.
Ακολούθως διορίζεται στο μετόχι του ιερού ναού Αγίας Αικατερίνης Σινά στον Άγιο Δομέτιο. Στις 24 Νοεμβρίου 2008 χειροθετείται από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυσόστομο τον Β’ με το οφίκιο του Οικονόμου.
Αφυπηρέτησε από την Αγία Αικατερίνη του Μετοχίου Σινά, τον Νοέμβριο του 2010. Τον Φεβρουάριο του 2011 τοποθετήθηκε από τον Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο στον ιερό Ναό Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος στην Περιστερώνα, όπου υπηρέτησε σιγανά και ταπεινά ως εφημέριος στον Ναό για 10 ολόκληρα χρόνια, προσφέροντας τον εαυτό του στην αγάπη του Χριστού και των πιστών της Εκκλησίας Του. Ανελλιπώς βρισκόταν σε κάθε ακολουθία και μυστήριο , νιώθοντας αυτό όχι ως υποχρέωση αλλά το απολύτως φυσικό για ένα ιερέα. Λειτουργούσε μέσα στον Ναό αλλά και εκτός ήσυχα και αθόρυβα χωρίς να ζητά ποτέ την ανάδειξη και την αναγνώριση . Κανένας δεν άκουσε από το χείλη του λόγο πικρό ή επιβλαβές. Πότε δεν αρνήθηκε τις υπηρεσίες του σε κάποιον . Αντίθετα μάλιστα διακονούσε στα μέτρα των δυνατοτήτων του τον καθένα με πολλή ευχαρίστηση. Η παρουσία του γενικά ήταν που ομόρφαινε την ενορία μας με την απλότητα του αλλά και που δίδασκε τους νεοτέρους πως η ομορφιά της ζωής και η αληθινή χαρά βρίσκεται στα μικρά και απλά πράγματα αλλά και το ότι όποια δυσκολία και δοκιμασία και αν μας συναντήσει στην ζωή θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με την πίστη και την ελπίδα στον Θεό.
Ο πατήρ Ανδρέας είχε κανονικά καθήκοντα στον Ναό σαν εφημέριος μέχρι τον Ιανουάριο του 2021, όπου ο Μητροπολίτης Μόρφου τον κατέταξε στην ομάδα των εφησυχαζόντων κληρικών της Μητροπόλεως . Από τότε όμως πότε δεν σταμάτησε να ιερουργεί και να διακονεί την εκκλησία. Συνέχιζε, γιατί πολύ απλά αγάπησε την ιεροσύνη του , έχει ταυτιστεί με αυτήν και ολοκληρωτικά σ’ αυτόν που του την χάρισε. Την 6η του μηνός Ιουνίου 2024 μετά από μακρά και επώδυνη ασθένεια, άφησε τα εγκόσμια και κοιμήθηκε προσδοκώντας Ανάσταση Νεκρών και Ζωή Αιώνια. Ευχόμαστε ο πανάγαθος Θεός να αναπαύσει την αγαθή ψυχή του κοντά στους Αγίους και Δικαίους της Εκκλησίας μας, αλλά και να τον καταστήσει άξιον λειτουργό του Αγίου του επουράνιου θυσιαστηρίου. Αμήν!