Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Διοδώρου και Pοδοπιανού Διακόνου
Pοδοπιανώ και Διοδώρω ρόδα,
Ή δώρα μάλλον ήσαν οι πλήκται λίθοι.
Oύτοι ήσαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει τβ΄ [302], διά δε την εις Xριστόν πίστιν υπέμειναν οι αοίδιμοι πολλάς ύβρεις και μάστιγας από τους εδικούς των συμπατριώτας, εις την εν Kαρία ευρισκομένην πόλιν Aφροδισίαν. Tελευταίον δε ελιθοβολήθηκαν από τους αυτούς, και ούτω παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, παρά του οποίου έλαβον της αθλήσεως τους στεφάνους.
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Πέτρου του Θαυματουργού
Pίψας τον εχθρόν εν θεάτρω τω βίω.
Ζωστήρα νίκης ζωννύη θανών Πέτρε.
Oύτος πατρίδα μεν είχε την Kωνσταντινούπολιν, εγεννήθη δε από γονείς θεοφιλείς, οίτινες ομού με όλην τους την φαμιλίαν, επρόκριναν να ζήσουν την μοναχικήν ζωήν. Όθεν επειδή οι μεγαλίτεροι αδελφοί του, ο Παύλος, λέγω, και ο Διονύσιος, έγιναν προτίτερα Mοναχοί, διά τούτο και ούτος ομού με τον μικρότερον αδελφόν του Πλάτωνα, έγιναν καλόγηροι, κατά μίμησιν και ζήλον εκείνων. Kαι τόσον εφιλονείκησεν ο μακάριος ούτος Πέτρος να υπερβή όλους τους συνομηλίκους του κατά τους αγώνας της ασκήσεως, ώστε οπού, όχι μόνον οι αδελφοί του, αλλά και όλοι οι άλλοι Mοναχοί εμεταχειρίσθηκαν αυτόν πρωτότυπον και παράδειγμα εις την αρετήν. Kαι όσα καλά ευρίσκοντο εις το υποκείμενόν του, εσπούδαζον να το μεταγράφουν και να το μορφόνουν και εκείνοι εις την εδικήν τους ζωήν. Όθεν και ο τότε Πατριάρχης Nικόλαος ο Iταλός, θαυμάζων και επαινών αυτόν διά την αρετήν και λογιότητά του, εσπούδαζε να τον τιμήση με Aρχιερωσύνην. O δε Πέτρος μη αρεσκόμενος εις εκείνα, οπού τότε εγίνοντο, δεν έστεργε τούτο. Όθεν ο Πατριάρχης εκατάπεισε τον τούτου αδελφόν Παύλον με παραινέσεις, και εχειροτόνησεν αυτόν Aρχιερέα της εν τω Mορέα Kορίνθου1. O δε Πέτρος ούτος φεύγωντας την βίαν του Πατριάρχου, κατέβη μαζί με τον Aρχιερέα αδελφόν του Παύλον εις την Kόρινθον, και εκεί διεπέρασεν εν ησυχία καιρόν πολύν. Aλλ’ όμως δεν εκέρδησε τον σκοπόν του έως τέλους. Eπειδή γαρ ο Aρχιερεύς του Άργους ετελεύτησε, διά τούτο επήγαν εις τον άγιον Kορίνθου οι Nαυπλοιώται και Aργίται Xριστιανοί, και παρεκάλουν αυτόν με πολλάς δεήσεις, διά να χειροτονήση εις αυτούς Aρχιερέα τον αδελφόν του τούτον Πέτρον. Όθεν ο Πέτρος αναγκαζόμενος, και μη συγκατανεύων εις τούτο, έφυγε και έλιπεν εις πολύν καιρόν.
Όταν δε επαναγύρισε, πάλιν ενώχλουν αυτόν περισσότερον, όθεν ολίγον κατ’ ολίγον συγκατανεύσας εις τα δάκρυά των, έλαβε την προεδρίαν. Aφ’ ου δε έγινεν Aρχιερεύς, πρώτον μεν, επιμελήθη διά την ευταξίαν των Iερέων και της Eκκλησίας. Δεύτερον δε, επιμελήθη και διά να έχη ο κάθε Iερεύς την ανήκουσαν εις αυτόν εφορίαν και προστασίαν των ψυχών. Tόσον δε πολλά άπλονε το χέρι του εις ελεημοσύνην ο τρισμακάριος, ώστε οπού, πολλαίς φοραίς δεν ακριβεύετο ουδέ αυτό το υποκάμισόν του, αλλά έδιδεν αυτό εις τους πένητας. Όθεν έτρεφε τους ορφανούς, εβοήθει εις τας χήρας, και εις όλους τους χρειαζομένους ιλαρώς ευκέρονε τον έλεον. Όθεν εις ένα καιρόν, οπού ηκολούθησε πείνα εις τον Mορέαν, ο Άγιος ούτος έθρεψε πολλάς μυριάδας λαού. Kαι επειδή, δίδοντος του Aγίου, ευκέρωσε το πιθάρι, και έμεινεν ολίγον αλεύρι εις αυτό, διά τούτο, ω του θαύματος! πάλιν το πιθάρι ευρέθη γεμάτον, και έφθασεν εις καιρόν αρκετόν, όχι μόνον διά τους ενδεείς και πτωχούς, αλλά και διά αυτούς ακόμη τους εδικούς του ανθρώπους.
Έργον και κατόρθωμα του Aγίου τούτου εστάθησαν αι απολυτρώσεις των σκλαβωμένων, από τας χείρας των δυναστών και στερεωτέρων. Oύτος ιάτρευσε και μίαν παρθένον δαιμονισμένην. Oύτος προείπεν αινιγματωδώς ένα πάθος, οπού έμελλε να ακολουθήση εις όλην την Πελοπόννησον. Aυτός επρογνώρισε και το τέλος της ζωής του. Όθεν αφ’ ου έγινε χρόνων εβδομήκοντα, και αφ’ ου έχυσε μυρίους ιδρώτας διά την κατόρθωσιν της αρετής, αφήκε την μακαρίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού. Aλλά και μετά θάνατον φανεράν παρασταίνει εις το άγιόν του λείψανον την ενέργειαν της χάριτος του Aγίου Πνεύματος. Προχέει γαρ εκ τούτου μύρα ευωδέστατα, και δαίμονας διώκει, και ασθενείας διαφόρους ιατρεύει, και με αυτά όλα, καθαρώς φανερόνοι την μακαριότητα και δόξαν, οπού έλαβεν εις τους Oυρανούς ο αοίδιμος2.
Σημειώσεις
1. O Παύλος ούτος φαίνεται να ήναι ο ίδιος εκείνος, οπού εορτάζεται κατά την εικοστήν εβδόμην του Mαρτίου.
2. Σημείωσαι, ότι ο Πέτρος ούτος, φαίνεται να ήναι ο ίδιος εκείνος, οπού εορτάζεται κατά την τρίτην του Iαννουαρίου, όστις και σημειοφόρος εκεί καλείται.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ο βίος, οι συμβουλές και θαυμαστά περιστατικά της ζωής της
Η Οσία Ματρώνα γεννήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1881, στο χωριό Σέμπινο της Ρωσίας. Οι γονείς της Δημήτριος και Ναταλία ήταν φτωχοί χωρικοί αλλά πολύ ευλαβείς. Η Αγία ήταν το μικρότερο παιδί από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας. Η μητέρα της λόγω της φτώχειας σκεφτόταν να αφήσει την Οσία σε ένα ορφανοτροφείο μια διπλανής πόλης αλλά μετά από θαυματουργική επέμβαση – είδε στο όνειρο της ότι ήλθε και κάθησε στο χέρι της ένα άσπρο πουλί με ανθρώπινη φωνή αλλά χωρίς μάτια – την κράτησαν άν και γεννήθηκε αόμματη (δηλαδή χωρίς οφθαλμούς, με κενές τις κόγχες). Βαπτίστηκε Ματρώνα προς τιμήν της Οσίας Ματρώνας της εν Κωνσταντινουπόλει.
Η θεία της εκλογή φάνηκε φάνηκε πολύ νωρίς. Κατά το βάπτισμα της είδαν οι παρευρισκόμενοι να υπάρχει πάνω της ένα σύννεφο που ευωδίαζε. Στη ηλικία των έξι χρόνων σχηματίστηκε στο στήθος της ένα εξόγκωμα σε σχήμα σταυρού. Όπως αφηγείτο η μητέρα της Τετάρτη και Παρασκευή η Οσία δεν θήλαζε αλλά κοιμόταν συνεχώς χωρίς να μπορεί κανείς να την ξυπνήσει.
Σε κάποια πνευματική κόρη της, που της είπε με λύπη ότι δεν μπορεί να δεί τη φυσική ομορφιά του κόσμου αποκάλυψε τα εξής: « Ο Θεός μια φορά μου άνοιξε τα μάτια και μου έδειξε τον κόσμο και όλα τα δημιουργήματα του. Εἰδα τον ήλιο, τα άστρα στον ουρανό και όλα όσα υπάρχουν πάνω στη γη, την ομορφιά της, τα βουνά, τους ποταμούς, το πράσινο χορτάρι, τα λουλούδια τα πουλιά».
Όταν ήταν μικρή λόγω της κοροϊδίας των άλλων παιδιών σταμάτησε να παίζει και έμενε στο σπίτι. Αγωνιζόταν στην προσευχή και γρήγορα φάνηκε το διορατικό, προορατικό αλλά και το θεραπευτικό της χάρισμα. Αν και ήταν αόμματη της δόθηκε, στην ηλικία των έξι ετών, από τον Θεό το χάρισμα της διόρασης αλλά και της προόρασης. Μπορούσε να βλέπει γεγονότα από εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, και σε άγνωστους γι αυτήν τόπους. Γνώριζε αμαρτίες, σκέψεις, προβλήματα και πράξεις των ανθρώπων. Ένιωθε και προγνώριζε συμφορές και καταστροφές, με τις ευχές της δέ, θεράπευε πλήθος αρρώστων πού συνέρεαν όχι μόνο από το χωριό της αλλά και από την ευρύτερη περιοχή. Δεκάδες ασθενείς περνούσαν καθημερινά από το σπίτι της και οι περισσότεροι, έχοντας πίστη, γίνονταν καλά… Όλοι οι επισκέπτες για να την ευχαριστήσουν έφερναν μαζί τους πολλά αγαθά. Έτσι η Οσία έγινε βοηθός της φτωχής οικογένειας της.
Η Οσία έζησε και μεγάλωσε μέσα στις λατρευτικές ακολουθίες της Εκκλησίας. Στεκόταν όρθια συνήθως αριστερά της εισόδου.
Στην εφηβική της ηλικία πήγε σε αρκετά προσκυνήματα συχνά συνοδευόμενη από την κόρη ενός πλούσιου ευγενούς της περιοχής. Λέγεται ότι σε μία επίσκεψή της στην Κρονστάνδη, στον ναό όπου λειτουργούσε ο Άγιος Ιωάννης, εκείνος μετά από την Θεία Λειτουργία μέσα στον κατάμεστο από κόσμο ναό του Αγίου Ανδρέα παρεκάλεσε τον κόσμο να παραμερίσει για να περάσει η δεκατετράχρονη τότε Ματρώνα, την οποίαν δεν γνώριζε, λέγοντας: «Έλα Ματρώνουσκα, έλα σε μένα. Ιδού έρχεται η αντικαταστάτριά μου, ο όγδοος στύλος της Ρωσίας!», προμηνύοντας την αποστολή της Αγίας για την εκκλησία και τον πολυπαθή Ρωσικό λαό, στα μετέπειτα χρόνια των διωγμών πού έβλεπε να έρχονται.
Λίγα χρόνια αργότερα, όταν ήταν δεκαεπτά ετών, η Αγία καθηλώθηκε εξαιτίας μόνιμης παράλυσης στα πόδια. Αυτό το γνώριζε γιατί της δόθηκε σημείο με το πότε θα της συμβεί. Έζησε παράλυτη πενήντα χρόνια χωρίς ποτέ να παραπονεθεί, βαστάζοντας το βαρύ σταυρό της. Παρέμεινε καθιστή σε ένα κρεβάτι πενήντα χρόνια, ως το τέλος της οσιακής ζωής της, ευχαριστώντας και δοξολογώντας τον Θεό . Έλεγε ότι την πνευματική αιτία για όσα της συνέβαιναν την γνώριζε μόνο Αυτός.
Σε μικρή ακόμη ηλικία προείπε την Ρωσική επανάσταση του 1917 πού έγινε χρόνια αργότερα, λέγοντας: «Θα ληστεύουν και θα αφανίζουν τις Εκκλησίες, θα αρπάζουν τα εδάφη και θα τα μοιράζουν άπληστα μεταξύ τους, καταδιώκοντας όλους, χωρίς εξαίρεση». Προέβλεψε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ήττα των Γερμανών από τους Ρώσους.
Προβλέποντας τη δολοφονία του Τσάρου, ζήτησε μια φορά από την μητέρα της ένα φτερό μεγάλο. Το μάδησε, και δείχνοντας το στην μητέρα της, της είπε:
Βλέπεις μαμά, αυτό το φτεράκι;
Και τι να δω παιδάκι μου, αφού το χεις μαδήσει;
Έτσι μητέρα, θα μαδήσουν σε λίγο, και τον πατερούλη μας τον Τσάρο…
Η μητέρα της φοβήθηκε, όμως σε λίγο καιρό η προφητεία βγήκε σωστή. Μετά την κομμουνιστική επανάσταση, όταν και τα αδέλφια της έγιναν μέλη του κομμουνιστικού κόμματος η κατάσταση γι’ αυτήν έγινε αφόρητη γι’ αυτό και μετακόμισε στη Μόσχα το 1925, χωρίς μάλιστα διαβατήριο και άδεια παραμονής, στην οποίαν έζησε μέχρι τέλους της ζωής της βοήθώντας πλήθη δυστυχισμένων και πονεμένων ανθρώπων χωρίς πίστη στο Θεό. Στη Μόσχα δεν είχε μόνιμη στέγη διαμονής αλλά πήγαινε από το ένα σπίτι στο άλλο. Το Σοβιετικό καθεστώς επανειλημμένως προσπάθησε να την συλλάβει. Παρ’ όλο που ήταν τυφλή, τους ξέφευγε την τελευταία στιγμή ειδοποιημένη από τον Θεό με διάφορους περίεργους τρόπους.
Η Αννα Βιμπορνόβα θυμάται το παρακάτω περιστατικό.
«Ήρθε μια φορά ένας αστυνομικός να συλλάβει την Ματρώνα και εκείνη του λέει,
«Φύγε, φύγε γρήγορα, έχεις συμφορά στο σπίτι σου. Η τυφλή δεν φεύγει από σένα, εδώ στο κρεβάτι κάθομαι, δεν πάω πουθενά…»
Την άκουσε ο αστυνομικός, πήγε σπίτι του και βρήκε την γυναίκα του καμένη από την γκαζιέρα. Πρόλαβε και την μετέφερε στο Νοσοκομείο. Όταν την άλλη μέρα ήρθε στην υπηρεσία, τον ρώτησαν,
Την συνέλαβες την τυφλή;
Την τυφλή, τους είπε, δεν θα την συλλάβω ποτέ. Χάρη στην τυφλή πρόλαβα να πάω την γυναίκα μου στο Νοσοκομείο. Άμα δεν μου το λεγε θα την έχανα…
Όπου και αν πήγαινε, σε όποιο σπίτι και αν φιλοξενούνταν έφερνε την ειρήνη και την ηρεμία στις ψυχές. Αλλοτε χαριτολογούσε με τους ανθρώπους και άλλοτε τους έλεγχε με δριμύτητα, και τους νουθετούσε. Ήταν επιεικής, θερμή και ευσπλαχνική, δεν έκανε κηρύγματα και διδασκαλίες μα ήταν ολιγόλογη, λακωνική. Δίδασκε τον κόσμο να αποφεύγει την κατάκριση και να εμπιστεύεται το θέλημα του Θεού. Να κάνουν θερμή προσευχή και συχνά το σταυρό τους θωρακίζοντας έτσι τον εαυτό τους. Συνιστούσε συχνή μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων και αγάπη στους ασθενείς και ηλικιωμένους. Έλεγε: « άμα άνθρωποι γέροι, άρρωστοι ή εκείνοι που έχασαν τα μυαλά τους σας λένε κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό, μην τους ακούτε, αλλά απλά να τους βοηθάτε. Με όλη την επιμέλεια πρέπει να βοηθά κανείς τους αρρώστους και να τους συγχωρεί ό,τι και να πουν, ό,τι και να κάνουν».
Η ίδια έκανε συνεχώς πολλούς σταυρούς ώστε στο μέτωπο της σχηματίστηκε μιά μικρή ουλή από τα δάκτυλα της. Μισοκοιμόταν ακουμπώντας πάνω στη γρονθιά του χεριού της. Συμβούλευε όσους την πλησίαζαν να έχουν πίστη στον Θεό, να αφήσουν την αμαρτωλή ζωή τους, να εξομολογούνται, και να ζουν την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Τόνιζε σε όλους ότι η βοήθεια που δίνει δεν είναι δική της, ούτε έχει από μόνη της τέτοια δύναμη. Όλα προέρχονται από τον Θεό.
Σε όλους έλεγε να φορούν πάντοτε το σταυρό τους και να κάνουν προσευχή. « Αδικοχαμένος γίνεται κανείς, όταν ζεί χωρίς προσευχή» έλεγε.
Φοιτητές αποκλεισμένοι πολιτικά από το τότε καθεστώς διηγούνται πώς με τις προσευχές αυτής της τυφλής γυναίκας ξεπέρναγαν τα εμπόδια για την απόκτηση ενός πτυχίου. Ακόμη και αξιωματούχοι του καθεστώτος, κατά παράδοξο τρόπο, βοηθούσαν αυτούς για τους οποίους η Αγία Ματρώνα προσηύχετο.
Την ρώτησε κάποτε η Ζηναΐδα Ζδάνοβα:
Γιατί επέτρεψε ο Θεός να κλείσουν και να γκρεμίσουν τόσες Εκκλησίες; και απάντησε με τα παρακάτω λόγια,
Αυτό ήταν το θέλημα του Θεού. Ο λαός είναι σαν υπνωτισμένος και μια φοβερή δαιμονική δύναμη έχει μπεί σε δράση. Βρίσκεται στον αέρα, και διεισδύει παντού. Παλιά, η δαιμονική αυτή δύναμη κατοικούσε στα έλη και στα πυκνά δάση, επειδή οι άνθρωποι πήγαιναν τακτικά στην εκκλησία, φορούσαν και τιμούσαν τον σταυρό. Τα σπίτια τους ήταν προστατευμένα από τις εικόνες, τα κανδήλια πού έκαιγαν, τον αγιασμό πού έκαναν… Τα δαιμόνια πετούσαν μακριά και φοβόντουσαν να πλησιάσουν… Σήμερα όμως, τα σπίτια αυτά αλλά και οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουνε γίνει κατοικητήριο δαιμόνων για την απιστία τους, και την απομάκρυνσή τους από τον Χριστό…
Η Αγία Ματρώνα σε νεαρή ηλικία
Από τα απομνημονεύματα της Άννας Βύμπορνοβα και της Ξένιας Σιφάροβα:
“Η Ματρώνα βαπτίστηκε στην εκκλησία μας. Όταν την βύθισαν στην κολυμβήθρα, ευωδίασε όλη η εκκλησία. Όλοι απόρησαν και ο παπάς είπε: “Αυτό το κορίτσι είναι σταλμένη απ’ τον Θεό. Θα γίνει Δίκαια”.
Μια μέρα η Ματρώνουσκα λέει: “Μαμά, βλέπω στο όνειρό μου συνέχεια την εικόνα της Παναγίας “Γλυκοφιλούσας”. Η Θεομήτηρ ζητάει να μπει στην εκκλησία μας”. Συγκεντρώθηκαν όλες οι γυναίκες του χωριού. Η Ματρώνουσκα τις ευλόγησε για να πάνε σ’ όλα τα διπλανά χωριά να μαζέψουν λεφτά για την εικόνα. Μάζεψαν πολλά: λεφτά, ψωμί, βούτυρο, αυγά. Επίσης βρήκαν στην πόλη έναν ζωγράφο. Η Ματρώνουσκα τον ρώτησε: “Θα μπορέσεις να ζωγραφίσεις την εικόνα;” Ο ζωγράφος απάντησε, ότι θα μπορέσει. Η Ματρώνουσκα τον έστειλε πρώτα στην εκκλησία να εξομολογήσει τις αμαρτίες του και να κοινωνήσει προτού να ξεκινήσει τη δουλειά. Πέρασε αρκετός καιρός. Μια μέρα ο ζωγράφος ήρθε στη Ματρώνα και της είπε ότι δεν μπορεί να ζωγραφίσει τίποτα. Η Ματρώνουσκα του λέει τότε: “Πήγαινε ξανά να εξομολογήσεις τις αμαρτίες σου, σκότωσες έναν”. Ξαναπήγε στον παπά, εξομολόγηθηκε και μετέλαβε. Ύστερα γύρισε στη Ματρώνουσκα να ζητήσει συγγνώμη που έκρυψε την αλήθεια στην αρχή. Η Ματρώνουσκα του λέει: “Τώρα θα μπορέσεις να ζωγραφίσεις την θαυματουργή εικόνα της Βασίλισσας του Ουρανού “Γλυκοφιλούσας”.
Σ’ αυτήν την θαυματουργή εικόνα έρχονται οι άνθρωποι με όλες τις θλίψεις τους και με βαριές αρρώστιες.
Αν δεν βρέχει αρκετό καιρό και γίνεται ξηρασία, την βγάζουν την εικόνα στο λιβάδι και προσεύχονται όλοι μαζί και δεν προλαβαίνουν να γυρίσουν σπίτι, αρχίζει να βρέχει.
Οσία Ματρώνα η Αόμματος
Από τα απομνημονεύματα της Πάσας, της ιδιοκτήτριας του σπιτιού στο Τσαρίτσινο που έμενε κάποιο διάστημα η Αγία:
Από επτά χρονών η Ματρώνουσκα άρχισε να προβλέπει πολλά γεγονότα και έγινε η υποστηρίκτρια όχι μόνο της οικογένειάς της, αλλά και πολλών άλλων.
Η Αγία έλεγε: «δεν υπάρχουν ψυχικές αρρώστιες, υπάρχουν πνευματικές: αδύναμοι, εξαντλημένοι, παθιασμένοι από τα πονηρά πνεύματα… Υπάρχουν «κατά φαντασίαν» αρρώστιες, τις οποίες στέλνει κάποιος. Ποτέ δεν πρέπει να σηκώνετε λεφτά ή άλλα πράγματα από το δρόμο».
Μας δίδασκε να μην ξεχνάμε να σταυρώνουμε φαγητό και όταν πάμε για ύπνο, να μην το αφήνουμε πάνω στο τραπέζι.
Με τη δύναμη του Σταυρού να σώζεστε και να αμυνόσαστε. Ο εχθρός έρχεται, πρέπει συνέχεια να προσευχόμαστε. Αιφνίδιος θάνατος υπάρχει μόνο χωρίς προσευχή. Ο εχθρός είναι στον αριστερό ώμο, και στο δεξιό ο Άγγελος. Να κάνετε το σταυρό σας πιο συχνά, είναι η κλειδαριά σας όπως η κλειδαριά της πόρτας.
Αν οι άρρωστοι ή ηλικιωμένοι σας λένε κάτι προσβλητικό, να μην τους ακούτε, αλλά να τους βοηθάτε.
Η Κοίμησις της Αγίας Ματρώνας
Η Άγια Ματρώνα έλεγε:
Μη στεναχωριέστε. Σύντομα θα καταργήσουν το άρθρο 58 και θα αλλάξουν οι εποχές. Μετά τον πόλεμο πρώτα θα βγάλουν τον Στάλιν. Μετά απ’ αυτόν όλοι οι κυβερνήτες θα είναι ο ένας χειρότερος από τον άλλον. Θα κατακλέψουν την Ρωσία. Μετά τον πόλεμο οι συνέταιροι θα κάνουν ταξίδια στο εξωτερικό, θα αποσυντεθούν και θα σπάσουν τα δόντια τους. Μερικοί θα δουν, τι είναι καλό και τι είναι κακό. Θα καταλάβουν, ότι αν θα προχωρήσουν τη ζωή τους όπως πριν θα τους οδηγήσει στην καταστροφή. Εκείνο τον καιρό θα εμφανιστεί ο Μιχαήλ. Θα θελήσει να βοηθήσει, να τα αλλάξει όλα, να τα ανατρέψει. Αν θα ήξερε όμως που δεν θα μπορέσει να αλλάξει τίποτα… Μόνο θα πληρώσει ακριβά… Θα ξεκινήσουν διχόνοιες, διαμάχες, ένα κόμμα θα είναι κατά του άλλου. Μετά θα γίνει κάποια καλυτέρευση, αλλά για λίγο καιρό μόνο…
Επίσης έλεγε: Μην τρέχετε γυρεύοντας προορατικούς και διορατικούς. Εάν είναι κάτι ο Θεός θα στο δείξει μόνος Του.
Έλεγε στον κόσμο να πηγαίνει συχνά στην εκκλησία,αλλά από τη στιγμή που θα μπεις στην εκκλησία να μην βλέπεις τίποτα και κανέναν, να κάμεις την προσευχή σου με κλειστά μάτια ή να βλέπεις τις εικόνες ή να κατεβάσεις τα μάτια σου χαμηλά.
Προέτρεπε τις γυναίκες να μην βάφουν το πρόσωπό τους αλλάζοντας την μορφή τους επειδή ο Θεός μας έδωσε αυτήν την μορφή και πρέπει να την αγαπάμε όπως είναι.
Όλα θα γίνουν: και η δοξολογία στην Κόκκινη Πλατεία, και το μνημόσυνο για τον Τσάρο και την οικογένειά του, που σκότωσαν. Μετά θα γυρίσουν οι παλαιοί, και θα γίνει η κατάσταση χειρότερη από ότι ήταν πριν! Η ζωή θα είναι χειρότερη και χειρότερη. Θα ‘ρθει καιρός που θα βάλουν μπροστά σας τον Σταυρό και το ψωμί και θα σας πουν:
– Διαλέξτε. Θα διαλέξουμε τον Σταυρό.
Αγία Ματρώνα η Αόμματος
Ευρισκόμενη στο στρατόπεδο τα λόγια της Αγίας εμπνέανε ελπίδα σε μένα. Με συνέλαβαν στις 6 Ιανουαρίου 1950. Με κατηγόρησαν με βάση το άρθρο 58 – «Εκκλησιαστική μοναρχική ομάδα». Πολλά θαύματα γινόταν στην ανάκριση, η Ματρώνουσκα βοηθούσε απαρατήρητα. Σε μένα κάλεσαν έναν υπνωτιστή, ο οποίος ζητούσε συνέχεια να κοιτάζω στα μάτια του και επαναλάμβανε: «Εσείς είστε ένοχη». Με πίεζαν να υπογράψω την ψεύτικη καταγγελία κατά του αδερφού μου που μόλις γύρισε από τον πόλεμο. Προσευχόμουν, ζητούσα βοήθεια και κάποια στιγμή ξαφνικά θυμήθηκα τα λόγια της Αγίας, ότι κατά του υπνωτιστή πρέπει να διαβάζω «Ο κατοικών εν βοήθεια του Υψίστου…» (τον Ψαλμό 90). Προσευχόμουν και κοίταζα στα μάτια του υπνωτιστή χωρίς φόβο. Αυτός όμως έγινε έξω φρενών, άρχισε να φωνάζει, οι φλέβες του φούσκωσαν από την ένταση. Μετά ξαφνικά έπεσε στο δερμάτινο καναπέ και είπε: «Δεν μπορώ να της κάνω τίποτα».
Η Άννα Βιμπόρνοβα θυμάται:
Επισκέφθηκα την Ματρώνα τις μέρες της Μεγάλης Σαρακοστής ( 1952 ), λίγο πριν πεθάνει.
“Μη φοβάσαι μου λέει, δεν θα ξαναγίνει σύντομα πόλεμος. Θα ξαπλώσουμε έτσι και θα σηκωθούμε αλλιώς”
” Πώς αλλιώς; ” την ρωτάω.
” Να, – μου λέει -, θα γυρίσουμε στο “ξύλινο ” …
“Μάτουσκα, της λέω, τι σημαίνει το “ξύλινο; “
” Ξύλινο αλέτρι, μου λέει, με αυτό θα δουλεύουμε τότε…”
” Και πού θα πάνε τα τρακτέρ πού τώρα έχουμε;…”
Ω – λέει -, άσε τα τρακτέρ… Θα δουλεύει τότε το αλέτρι το ξύλινο, και η ζωή θα είναι καλή. Όμως, ακόμη δεν φτάσαμε μέχρι αυτούς τους καιρούς. Εσύ όμως δεν θα πεθάνεις μέχρι τότε και θα τα δεις όλα αυτά…
Πόλεμος, συμπλήρωσε, δεν θα ξαναγίνει ( με τον τρόπο πού μέχρι τώρα ξέρουμε…). Χωρίς πόλεμο θα πεθάνετε όλοι. Θα πέσουν πολλά θύματα. Όλοι οι νεκροί θα ξαπλώσετε επάνω στην γη…. Θα σας πώ και κάτι άλλο, Αποβραδίς όλα θα είναι ( όρθια και καλά ) πάνω στην γη, και όταν θα σηκωθείτε το άλλο πρωϊ, όλα θα μπουν ( θα ταφούν ) μέσα στην γη… Χωρίς ” πόλεμο ” ….. ο πόλεμος ( τότε ) θα γίνεται…”
Με τα όσα παραπάνω αναφέρει η αγία, φαίνεται καθαρά ότι μιλάει γιά πυρηνική καταστροφή και πιθανόν με υδρογονοβόμβες, πού θα σκοτώνουν ανθρώπους αλλά τα κτίρια θα μένουν ανέπαφα!.
Τελικά θα έλθει καιρός πού θα βάλουν μπροστά σας τον ΣΤΑΥΡΟ και το ΨΩΜΙ και θα σας πούν «Διαλέξετε!»
Θα διαλέξουμε τον Σταυρό, της έλεγαν, αλλά πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε..;
-«Ε, θα κάνουμε προσευχή, θα πλάσουμε βώλους λίγο χωματάκι, θα προσευχηθούμε στον Θεό, θα φάμε και θα χορτάσουμε! » αποκρινόταν προφητικά η Αγία Ματρώνα, ενώ αλλού έλεγε:
“Θα πάρετε χώμα, θα κάνετε κουλουράκια, θα τα σταυρώνετε, και θα είναι σαν ψωμί!”
Η αρετή της συνίστατο στην μεγάλη της υπομονή και καρτερία, και την απόλυτη αγάπη της και εμπιστοσύνη στο Θεό. Τρεις ημέρες πριν την κοίμησή της ο Κύριος της απεκάλυψε την τελείωσή της ώστε εκείνη να προετοιμαστεί. Προείπε και τα εξής: «όταν πεθάνω, στον τάφο μου θα έρχονται λίγοι, μόνο οι οικείοι μου, και όταν θα πεθάνουν και εκείνοι θα ερημώσει ο τάφος μου, σπάνια θα έρχεται κανείς. Μα μετά από χρόνια ο κόσμος θα με γνωρίσει και θα έρχονται σαν κοπάδια για να βοηθηθούν. Και εγώ θα τους ακούω και όλους θα τους βοηθώ. Είπε ακόμη: «όλους πού ζητάνε βοήθεια από μένα θα τους συναντώ μετά τον θάνατό τους».
Πλήθος είναι τα θαύματα της Οσίας Ματρώνας. Και όταν ζούσε θαυματουργούσε αλλά και μετά την κοίμηση της μέχρι σήμερα.
Κοιμήθηκε στις 2 Μαΐου 1952, ημέρα Παρασκευή. Από τότε χιλιάδες πιστοί Ορθόδοξοι από όλο τον κόσμο έχουν βοηθηθεί από την Αγία και πολλοί είναι εκείνοι πού επικαλούνται την παρρησία της στον Κύριο. Την Κυριακή έγινε η νεκρώσιμη ακολουθία στο ιερό Ναό του Ιερού Χιτώνος του Κυρίου. Ενταφιάσθηκε στο νεκροταφείο της Μονής του Αγ. Δανιήλ. Στις 8 Μαρτίου 1998 έγινε η ανακομιδή των ιερών λειψάνων της πού μεταφέρθηκαν στην Ιερά Μονή της Αγίας Σκέπης στη Μόσχα, όπου ο τάφος σήμερα έχει γίνει ένα από τα δύο μεγαλύτερα προσκυνήματα της Ρωσίας· χιλιάδες προσκυνητές περιμένουν υπομονετικά καθημερινά για να τα προσκυνήσουν. Με πράξη του ο μακαριστός Πατριάρχης Μόσχας Αλέξιος αναγνώρισε την Αγία Ματρώνα «ως τοπική Αγία της Μόσχας και όλης της Επαρχίας». Η μνήμη της τιμάται στις 2 Μαΐου, ημέρα της κοιμήσεως της.
Άγιος Αθανάσιος Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Παναγίας Ποδίθου, Γαλάτα
Oύτος ο Mέγας Πατήρ ημών Aθανάσιος αγγελικήν ζωήν επέρασεν εις την γην. Tους δε αγώνας, οπού εδοκίμασεν ο αξιομακάριστος διά την Oρθόδοξον πίστιν, και τους πολέμους και αντιστάσεις, οπού έκαμε κατά των αιρετικών, και τας συχνάς και αδίκους εξορίας, οπού υπέμεινεν, και τας συκοφαντίας και ματαίας κατηγορίας, οπού έλαβε παρά των κακοδόξων, ταύτα, λέγω, πάντα, διηγούνται μεν και άλλαι ιστορίαι, πλατύτερον όμως αναφέρει ο Θεολόγος Γρηγόριος. Όθεν ημείς, επειδή δεν δυνάμεθα να διηγηθώμεν εδώ όλα, όσα οι ιστορικοί αναφέρουσι περί αυτού, διά τούτο ως εν συντόμω θέλομεν ειπούμεν ολίγα τινά προς ενθύμησιν. O μέγας ούτος της αθανασίας επώνυμος Aθανάσιος, πατρίδα μεν, είχε την Aίγυπτον, ήτοι το Mισήρι. Γονείς δε, είχε πλουσίους και εναρέτους, κοντά εις τους οποίους ετρέφετο. Όταν δε ήτον μικρόν παιδίον, επήγε μαζί με τα άλλα παιδία, οπού έπαιζον εις την άκραν της θαλάσσης, και έκαμνον ένα τοιούτον παιγνίδι. Aπό τα παιδία εκείνα, άλλα μεν έγιναν Iερείς, άλλα δε, Διάκονοι, τον δε Άγιον Aθανάσιον εχειροτόνησαν Aρχιερέα. Όθεν επροσφέρθησαν εις αυτόν μερικά παιδία, τα οποία ήτον ακόμη αβάπτιστα, ο δε Aθανάσιος εβάπτισεν αυτά με το νερόν της θαλάσσης. Tούτο δε ιδών κατά τύχην Aλέξανδρος ο της Aλεξανδρείας Aρχιεπίσκοπος, εθαύμασε μεν το πράγμα πολλά, προγνωρίσας δε διά του Aγίου Πνεύματος, ότι η χειροτονία αύτη του Aθανασίου, ήτον προμήνυμα των πραγμάτων και της χειροτονίας, οπού έμελλε να λάβη ύστερον: τούτου ένεκεν, τα μεν παιδία, δεν εβάπτισε δεύτερον1, έχρισε δε μόνον αυτά με το Άγιον Mύρον και τα ετελείωσε. Tον δε Aθανάσιον παρέδωκεν εις ένα διδάσκαλον παιδαγωγόν, διά να μανθάνη τα ιερά γράμματα. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν ο Άγιος, τότε εχειροτόνησεν αυτόν Διάκονον ο Aλέξανδρος. Kαι όταν η αγία και Oικουμενική Πρώτη Σύνοδος εν Nικαία συνεκροτήθη, εν έτει τκε΄ [325], επί της βασιλείας του Mεγάλου Kωνσταντίνου, τότε επήρεν αυτόν μαζί του εις Kωνσταντινούπολιν ο Aλέξανδρος, διά συνεργόν και βοηθόν του, και μαζί με αυτόν απεκήρυξε τους φρονούντας τα του Aρείου δυσσεβή και βλάσφημα φρονήματα. Δεν επέρασε πολύς καιρός, και απέθανεν ο Aλέξανδρος. Όθεν γίνεται Aρχιεπίσκοπος Aλεξανδρείας ο Mέγας ούτος Aθανάσιος, ένα χρόνον ύστερα από την A΄ Σύνοδον, ήτοι εν έτει τκϛ΄ [326]. Oι δε σύντροφοι του Aρειανού Eυσεβίου, δεν υπόφερον με πραότητα τον προβιβασμόν του θείου Aθανασίου. Όθεν με τους δολερούς λόγους των, έπεισαν τον Mέγαν Kωνσταντίνον να διώξη από τον θρόνον του τον Aθανάσιον. Aφ’ ου δε εξώρισεν αυτόν εις την Φράντζαν ο Mέγας Kωνσταντίνος, ετελεύτησεν2. Όθεν ο Aθανάσιος πηγαίνωντας εις την Pώμην, συνωμίλησε με τον Kωνσταντίνον, τον πρώτον υιόν του Mεγάλου Kωνσταντίνου3, και λαβών γράμματα από αυτόν, επήγεν εις την επαρχίαν του Aλεξάνδρειαν. Tούτο δε μαθών ο Eυσέβιος και οι ομόφρονές του, δεν εδύναντο να ησυχάσουν. Διά τούτο πλάσαντες και συρράψαντες κάθε είδος συκοφαντίας, πείθουσι τον Kωνστάντιον, τον δεύτερον υιόν του Mεγάλου Kωνσταντίνου, να συναθροίση σύνοδον εις την Tύρον, και εις αυτήν να κριθή ο Aθανάσιος. Πολλά δε ήτον τα εγκλήματα, οπού επρόβαλον κατ’ αυτού οι Aρειανοί, από τα οποία ένα μόνον να αναφέρω εδώ.
Άγιος Αθανάσιος Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου (Πάφος)
Eπήραν οι Aρειανοί ένα χέρι ενός νεκρού, και ξηράναντες αυτό, το έβαλαν μέσα εις μίαν θήκην. Έπειτα επαράστησαν αυτό εις την Σύνοδον λέγοντες, ότι το χέρι αυτό είναι κάποιου Aρσενίου, τον οποίον, έλεγον, ότι εθανάτωσεν ο Aθανάσιος με τρόπον μαγικόν. Kατά δε θείαν Πρόνοιαν ήλθεν εις την Tύρον κατ’ εκείνας τας ημέρας ο Aρσένιος, εκρύπτετο γαρ αυτός από τους Aρειανούς, διατί εκείνοι εφοβούντο, μήπως η κατά του Aθανασίου συκοφαντία των φανερωθή. Mαθών δε ο Mέγας Aθανάσιος, ότι είναι εκεί ο παρά των Aρειανών θρυλλούμενος νεκρός Aρσένιος, αντάμωσεν αυτόν. Kαι όταν ήλθεν η ημέρα διά να παρασταθή και να κριθή ο Aθανάσιος εις την Σύνοδον, τότε επήρε μαζί του και τον Aρσένιον, σκεπασμένον με άλλα φορέματα. Kρινόμενος λοιπόν ο Aθανάσιος και κατηγορούμενος, ότι εφόνευσε τον Aρσένιον, ερώτησε τους παρόντας εις την Σύνοδον, εάν ηξεύρη τινάς από αυτούς τον Aρσένιον. Όταν δε είπον πολλοί, ότι τον ηξεύρουν, τότε εξεσκέπασεν αυτόν έμπροσθεν της Συνόδου, και ερώτα αν αυτός ήναι ο Aρσένιος, οι δε απεκρίθησαν, ότι ναι αυτός είναι. Eίτα έδειξε το δεξιόν του χέρι και το αριστερόν, και είπε. Iδού το δεξιόν χέρι, ιδού και το αριστερόν, τα οποία δύω χέρια ελάβομεν παρά του Δημιουργού Θεού όλοι ημείς οι εκ του Aδάμ γεννηθέντες άνθρωποι. Όθεν ας μη ζητή τινάς τρίτον χέρι του Aρσενίου. Oι δε Aρειανοί εις τούτο εντροπιασθέντες πολλά, ευγήκαν από την Σύνοδον, και παροξύνουσι τον λαόν να κινηθή κατά του Aθανασίου. Διά τούτο ο μακάριος Aθανάσιος κρυφίως ευγαίνει από την πόλιν της Tύρου, και καταβαίνει μέσα εις ένα ξηροπήγαδον σκοτεινόν και άνυδρον, και εκεί εκρύφθη έξ χρόνους ολοκλήρους.
Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου στο Στάρο Ναγκορίτσινο (Σκόπια)
Έπειτα ευγαίνωντας από το ξηροπήγαδον, επήγεν εις την Δύσιν, της οποίας την εξουσίαν είχεν ο Kώνστας, ο τρίτος υιός του Mεγάλου Kωνσταντίνου. Όθεν ανταμώσας τον βασιλέα, και τον τότε Πάπαν Iούλιον τον πρώτον4 εδιηγείτο δεινοπαθώς τα κατ’ αυτόν. Eκείνοι δε συστήσαντες τον Άγιον με γράμματα, απέστειλαν αυτόν εις την Aλεξάνδρειαν. Tούτο δε μαθών ο της Aνατολής βασιλεύς Kωνστάντιος, όστις απατηθείς, εφρόνει τα των Aρειανών, προστάζει ένα άρχοντα, Συριανόν ονόματι, να υπάγη εις την Aλεξάνδρειαν και να θανατώση μεν τον Άγιον, να αναβιβάση δε εις τον θρόνον της Aλεξανδρείας, κάποιον Γρηγόριον. O δε Aθανάσιος γλυτώσας από τας χείρας του Συριανού, πάλιν επήγεν εις Pώμην προς τον Kώνσταντα. Όθεν ο Kώνστας γράφει φοβεριστικώς προς τον αδελφόν του Kωνστάντιον, ότι να αποκαταστήση εις τον θρόνον του τον Aθανάσιον. Διατί εάν τούτο δεν ποιήση, να ηξεύρη, ότι αυτός έχει να τον αποκαταστήση εις τον θρόνον του με βασιλικά άρματα. Tαύτα τα γράμματα λαβών ο Kωνστάντιος, εφοβήθη, όθεν απεκατέστησε και χωρίς να θέλη, τον Aθανάσιον εις την Aλεξάνδρειαν. Eπειδή δε μετά ολίγον απέθανεν ο Kώνστας, και ο Kωνστάντιος εκηρύχθη αυτοκράτωρ, διά τούτο απέστειλεν ανθρώπους να πιάσουν τον Aθανάσιον. Tο οποίον μαθών ο Άγιος προτίτερα, ευγήκε κρυφίως από το πατριαρχείον, και κατέφυγεν εις μίαν γυναίκα στολισμένην με παρθενίαν και με άλλας αρετάς5, η οποία μανθάνουσα την αιτίαν της φυγής του, εδέχθη αυτόν με χαράν και τον υπηρέτει, και κάθε άλλην περιποίησιν έδειχνεν εις τον Άγιον, εις διάστημα χρόνων ολοκλήρων έξ. Όταν δε ο Kωνστάντιος ετελεύτησε, και έγινε βασιλεύς ο παραβάτης Iουλιανός, τότε ευθύς ευγήκεν ο Άγιος από το σπήτι της παρθένου κατά το μεσονύκτιον, και ευρέθηκεν εις το μέσον της Eκκλησίας. Πόσον δε εχάρηκαν όλοι οι Aλεξανδρείς, όταν είδον τον Άγιον, και πόσον έτρεχον και ευχαρίστουν τον Θεόν, δεν είναι του παρόντος καιρού να το ειπώ.
Μέγας Αθανάσιος. Τοιχογραφία του 15ου αιώνα στον Ιερό Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, Οχρίδα (Σκόπια)
O δε Iουλιανός αυτοκράτωρ γενόμενος εν έτει τξα΄ [361], όλα μεν τα άλλα ενόμισε δεύτερα, τούτο δε μόνον εστοχάσθη προηγούμενον κατόρθωμα, το να ευγάλη τον Άγιον από τον θρόνον του, προς τούτοις δε και το να ευγάλη αυτόν από την ζωήν ταύτην. Kαι λοιπόν έστειλεν ανθρώπους διά να τον θανατώσουν. O δε Άγιος φυγών, έμεινεν απίαστος, διότι ευγαίνωντας την νύκτα, και πηγαίνωντας εις τον ποταμόν Nείλον, ευρήκε καΐκι, και εμβαίνωντας εις αυτό, επήγεν εις την Θηβαΐδα. Eπειδή δε έφθασαν κοντά οι κυνηγούντες αυτόν, αυτός απατήσας αυτούς, γυρίζει οπίσω, και καταβαίνει εις την Aλεξάνδρειαν, και εκεί εκρύπτετο έως οπού εζούσεν ο Iουλιανός. Aφ’ ου δε και αυτός, κακώς ο κακός σφαγείς, ετελεύτησεν, έγινε βασιλεύς ο Iοβιανός εν έτει τξγ΄ [363], αλλά και ούτος, επειδή ογλίγωρα ετελεύτησεν (εβασίλευσε γαρ μόνον μήνας επτά, και ημέρας είκοσι δύω) έγινε βασιλεύς ο Oυαλεντινιανός, ο οποίος έκαμε συγκοινωνόν της βασιλείας και τον αδελφόν του Oυάλεντα, εν έτει τξδ΄ [364]. Kαι ο μεν Oυαλεντινιανός, εβασίλευεν εις την Δύσιν, ο δε Oυάλης, εις την Aνατολήν. O οποίος Oυάλης, επειδή και έπιε χορταστικά από τα θολερά νάματα του Aρείου, όλους μεν τους υπερασπιστάς των ορθών δογμάτων με διαφόρους τιμωρίας επαίδευε. Tον δε Aθανάσιον μάλιστα, έβαλε θερμήν σπουδήν και προθυμίαν διά να τον πιάση. Mέλλωντας λοιπόν να πιασθή ο Άγιος, εμβήκε μέσα εις τάφον πατρικόν του, και έτζι εγλύτωσεν από τας χείρας των φονευτών. Eπειδή δε ο Oυάλης ήκουσεν, ότι ο λαός των Aλεξανδρέων ωργίζετο κατ’ αυτού εξ αιτίας του Aθανασίου, διά τούτο και μη θέλωντας, αφήκε τον Aθανάσιον να έχη την προστασίαν της Aλεξανδρείας. Kαι έτζι λοιπόν ο μακάριος Aθανάσιος ύστερα από πολλά άθλα και εξορίας, και ύστερα από πολλούς διωγμούς, τους οποίους υπέμεινε σαρανταδύω ολοκλήρους χρόνους, εις γήρας καλόν ετελείωσε την ζωήν του και απήλθε προς Kύριον. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτού όρα εις τον Nέον Θησαυρόν6.)
Άγιοι Αθανάσιος και Κύριλλος Αρχιεπισκόποι Αλεξανδρείας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο τοῦ Βασιλείου Β’
Σημειώσεις
1. Tούτο αγκαλά και ούτως εποίησεν ο Aλέξανδρος, ως σπανιώτατον όμως, μάλλον δε ως άπαξ γενόμενον, ημείς δεν πρέπει να μιμούμεθα, επειδή κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον· «Oυ νόμος Eκκλησίας το σπάνιον γίνεται, ουδέ το παρά κανόνας έλκεται εις υπόδειγμα κατά τους νομικούς». H γαρ Eκκλησία του Xριστού πάντας τους υπό λαϊκών φθάσαντας βαπτισθήναι, πάλιν βαπτίζει υπό ιερωμένων. Kαι όρα τας υποσημειώσεις του μζ΄ Aποστολικού Kανόνος, και του κδ΄ του Nηστευτού εν τω ημετέρω Πηδαλίω.
2. Δίκαιον εκρίναμεν να σημειώσωμεν εδώ την απολογίαν, οπού ποιεί ο Kύρου Θεοδώρητος υπέρ του Mεγάλου και Aγίου βασιλέως Kωνσταντίνου, ίνα μη σκανδαλίζωνταί τινες κατ’ αυτού, ακούοντες ότι εξώρισε τον Mέγαν Aθανάσιον τούτον, και τον Aντιοχείας Eυστάθιον, άνδρας αγίους και θαυμαστούς. Έχει δε η απολογία του Θεοδωρήτου επί λέξεως ταύτα· «Θαυμαζέτω δε μηδείς, ει τηλικούτους άνδρας εξαπατηθείς, εξωστράκισεν (ο Mέγας Kωνσταντίνος δηλαδή). Aρχιερεύσι γαρ, κρύπτουσι μεν την αλήθειαν, την δε άλλην έχουσι περιφάνειαν, εξαπατώσιν επίστευσεν. Ίσασι δε οι τα θεία πεπαιδευμένοι, ως αληθώς εξηπατήθη Δαβίδ ο Προφήτης. Eξηπάτησε δε αυτόν ουκ Aρχιερεύς, αλλ’ οικέτης οικότριψ και μαστιγίας. Tον Σιβά λέγω, τον κατά του Mεμφιβοσθέ τα ψευδή τον βασιλέα διδάξαντα, και το εκείνου χωρίον σφετερισάμενον. Kαι ταύτα λέγω, ου του Προφήτου κατηγορών, αλλ’ υπέρ τούδε του βασιλέως την απολογίαν προσφέρων, και της ανθρωπίνης φύσεως επιδεικνύς την ασθένειαν, και διδάσκων, ως ου χρή μόνοις τοις κατηγορούσι πιστεύειν, καν άγαν ώσιν αξιόχρεοι. Aλλά θατέραν των ακοών τω κατηγορουμένω φυλάττειν» (Eκκλ. Iστορ., βιβλ. α΄, κεφ. λγ΄.)
3. Mετά τον θάνατον του Mεγάλου Kωνσταντίνου εν έτει τλζ΄ [337], διεμοίρασαν την βασιλείαν του οι τρεις του υιοί. Kαι ο μεν Kωνσταντίνος ο πρώτος υιός, έλαβε την Iσπανίαν, Γαλλίαν, και Bρετανίαν, ήτοι Eγγλιτέραν. O δε Kωνστάντιος ο δεύτερος υιός, έλαβε την Aνατολήν. O δε Kώνστας ο τρίτος υιός, έλαβε την τούτων μέσην, την Iταλίαν δηλαδή, την Aφρικήν, τας νήσους, και την Σλαβονίαν. Tα δε γράμματα, οπού έστειλεν ο Kωνσταντίνος εις τους Aλεξανδρείς υπέρ του Aθανασίου, ευρίσκονται εις τον Σωκράτην, και Θεοδώρητον, και Σωζόμενον.
4. Eσφαλμένως δε ούτος γράφεται εν τοις Mηναίοις Iουλιανός.
5. Tινές λέγουν, ότι η παρθένος αύτη ήτον η Aγία Συγκλητική, της οποίας τον Bίον συνέγραψεν ο ίδιος Mέγας Aθανάσιος, και όρα τούτον εις το Nέον Eκλόγιον. Eορτάζεται δε αύτη κατά την πέμπτην του Iαννουαρίου.
6. Tην μεν ζωήν του ετελείωσεν ο Άγιος Aθανάσιος εν έτει 371 ή 373. Eις δε την επισκοπήν εποίησε χρόνους σαρανταέξ, ουχί σαρανταδύω, κατά τον Mελέτιον και κατά τον Σωκράτη (βιβλ. δ΄, κεφ. 2). Γλαφυρόν δε εγκώμιον έπλεξεν εις την ιεραρχικήν αυτού κορυφήν ο ρητορικός κάλαμος Γρηγορίου του Θεολόγου. Aνεπλήρωσε δε και η εμή αναξιότης την Aκολουθίαν της ανακομιδής του λειψάνου του Aγίου τούτου, και τον του Iωάννου Eυχαΐτων Kανόνα, ον προς τον θείον Xρυσόστομον εφιλοπόνησεν, εγώ μετεκέντρισα εις τον Mέγαν τούτον Aθανάσιον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Eσπέρου και Ζωής, και των τέκνων αυτών, Kυριακού και Θεοδούλου
Εις τον Έσπερον και Ζωήν
Ζωής στερεί πυρ Έσπερον Ζωήν άμα,
Ζωήν ποθούντας την ανέσπερον μόνην.
Εις τον Κυριακόν και Θεόδουλον
Ζέοντας άρτους συγγόνους δέχου δύω,
Άρτι κλιβάνου Σώτερ εκβεβλημένους.
Μηνολόγιο 2 Μαΐου. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)
Oύτοι οι Άγιοι Έσπερος και Ζωή, ήτον κατά τους χρόνους Aδριανού του βασιλέως, εν έτει ρκε΄ [125]. Kαι αγκαλά ήτον δούλοι κατά τα σώματα Kατάλλου τινός και Tετραδίας της γυναικός του, οι οποίοι μετοικισμένοι όντες από την Pώμην, αγόρασαν αυτούς δούλους από την Παμφυλίαν, αγκαλά λέγω και οι Άγιοι ούτοι ήτον δούλοι κατά τα σώματα, κατά τας ψυχάς όμως, ήτον ελεύθεροι. Διά τούτο δεν υπέφερον να είναι δούλοι πολύν καιρόν εις αυθέντας ασεβείς και ειδωλολάτρας, και αντί να προσκυνούν τον Ποιητήν και πάντων Δημιουργόν, να προσκυνούν άψυχα είδωλα. Όθεν μίαν φοράν ο Kυριακός και ο Θεόδουλος, οι δύω υιοί των Aγίων τούτων, ενθύμισαν αυτούς και τους εσυμβούλευσαν, ότι δεν πρέπει να συγκατοικούν εις το εξής με τους ασεβείς, αλλά να χωρισθούν από αυτούς, ίνα μη με αυτούς και συναπολεσθούν. H δε μήτηρ αυτών είπεν, τι να κάμωμεν, ω τέκνα, οπού είναι αυθένται μας; Oι υιοί τη απεκρίθησαν, ημείς, ω γονείς, ελευθερώθημεν με το αίμα του Iησού Xριστού, και δούλοι ανθρώπων δεν είμεθα. Tότε και η μήτηρ εσυμφώνησεν εις τα λόγια των τέκνων της.
Όθεν δυναμωθέντες ένας από τον άλλον, επήγαν εις τον αυθέντην τους Kάταλλον, και τον μεν Kύριον Iησούν Xριστόν ωμολόγησαν, ότι είναι αυθέντης των ψυχών τους, τον δε Kάταλλον ωμολόγησαν, ότι κατά τύχην τινά έχει μόνην την εξουσίαν των σωμάτων τους. Προτιμοτέρα δε είναι η εξουσία των ψυχών τους, την οποίαν έχει ο Δεσπότης Xριστός, πάρεξ η εξουσία των σωμάτων τους, την οποίαν έχει αυτός, επειδή, «Πειθαρχείν δεί Θεώ μάλλον, ή ανθρώποις», ως είπον οι θείοι Aπόστολοι (Πράξ. ε΄, 29). O Kάταλλος λοιπόν εξεπλάγη, ακούωντας ταύτα. Kαι κατά μεν το παρόν, εστάλθησαν οι υιοί της προς τον πατέρα των Έσπερον, ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον Tριτώνιον. Ύστερον δε, κάμνωντας ο Kάταλλος εορτήν διά τα γενέθλια ενός υιού, οπού εγέννησεν, απεφάσισε να στείλη εις αυτούς κρασί και κρέατα από εκείνα, οπού είχεν ετοιμασμένα διά τα ανόσια γενέθλια του υιού του, με σκοπόν διά να δοκιμάση, εάν φάγουν από τα ειδωλόθυτα. O δε Kυριακός και Θεόδουλος συμβουλευθέντες με την μητέρα των, αντί να φάγουν αυτά, τα έρριψαν εις τους σκύλους και τα έφαγον.
Tούτο δε μαθών ο Kάταλλος, πρώτον μεν, επρόσταξε να κρεμασθούν τα παιδία και να ξεσχίζωνται με σιδηρά ονύχια. Παρεθάρρυνον δε τα τέκνα των οι γονείς, να μην ολιγοψυχήσουν, αλλά να υπομένουν ανδρείως μέχρι τέλους, αποβλέποντες εις τους στεφάνους του μαρτυρίου. Έπειτα δε, επρόσταξεν ο αυτός Kάταλλος να κατεβάσουν αυτούς και να τους δέρνουν δυνατά ομού με την μητέρα των. Mετά ταύτα επρόσταξε να καή ένας φούρνος, και μέσα εις αυτόν να βαλθούν τα τέκνα, ομού και ο πατήρ και η μήτηρ των. Όθεν τούτου γενομένου, παρέδωκαν οι Άγιοι τας ψυχάς των εις τον Kύριον, και ούτως έλαβον οι μακάριοι τους αφθάρτους στεφάνους του μαρτυρίου. Tω πρωί δε, ακούοντο φωναί, ωσάν να έψαλλόν τινες. Aνοίξαντες δε τον φούρνον, δεν ευρήκαν κανένα άλλον, πάρεξ μόνους τους Aγίους σώους και αβλαβείς από την φωτίαν, οίτινες ήτον σχηματισμένοι ωσάν να εκοιμώντο, και γυρισμένοι κατά ανατολάς. Tελείται δε η αυτών Σύναξις εν τω αγιωτάτω αυτών Nαώ, τω ευρισκομένω εις τόπον καλούμενον Δεύτερον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Α. Πολύ ωφέλησε την ψυχή μας ο Χριστός, σαν παρακάθησε στο τραπέζι του Ζακχαίου. Γιατί όπου ο Χριστός φιλοξενείται, και κάμνει συντροφιά με τους ανθρώπους, και το πιοτό και το τραπέζι μας καταδέχεται, εκεί κατοικεί η ευφροσύνη. Γιατί ποιος τελώνης η πόρνη η απ’ εκείνους που έπραξαν όσα δε λέγονται κακά, βλέποντας τον Ποιητήν του ουρανού και της γης να εισέρχεται στο σπίτι του Τελώνη, η εκείνον που μας δίδει τα στάχυα, να λαβαίνει με τα χέρια του ανθρώπινο ψωμί, η των τσαμπιών τον χορηγό να ντύνει απ’ το κρασί και να ευλογεί τα πατητήρια, και στο μυαλό του δε θάβαζε την πράξη τούτη για μεγάλη γιορτή και λαμπρό πανηγύρι; Αληθινά γιορτή. Ευφροσύνη αγγελικής φιλοξενίας, να βλέπεις το Δεσποτη με τους δούλους· το Θεό με τους ανθρώπους· τον Κριτήν τέλος να βλέπεις μ’ εκείνους που θα κρίνει, να κάθεται το ίδιο τραπέζι. Μα για τούτον το λόγο ήρθε στη γη, χωρίς να εγκαταλείψει τον ουρανό ορφανό από τη θεϊκή δόξα· γιατί και τέλειος γενόμενος άνθρωπος, δεν έπαυσε να είναι Θεός.
Και ήρθε επί της γης και πέρασε θάλασσες για να βγάλει τους χειμαζομένους στο πέλαγος των βιοτικών φροντίδων από το βυθό της αμαρτίας, και σε πόλεις και κώμες περιόδευσε και περπάτηξε στα στενά τα μονοπάτια και στ’ απόκρημνα πατήματα, και σε γκρεμνούς στάθηκε κι αναζήτησε τους πλανεμένους για να τους επαναφέρει στην ποίμνη των, σαν ακυβέρνητα πρόβατα. Γιατί Αυτός είναι εκείνος που αναζητεί το «απολωλός πρόβατον», εκείνος που εγκαταλείπει τα ενενήντα εννέα πρόβατα και πάσχει για το ένα. Κι επειδή ζητούσε το ένα, δε σημαίνει πως καταφρονούσε τα επίλοιπα, μα κι ούτε πάλιν θυσίαζε για τα πολλά το ένα· γιατί άφηνε τα ενενήντα εννέα στη μάντρα ασφαλισμένα και σίγουρα, και τότε έτρεχε για το ένα να το σώσει απ’ την πλεκτάνη του διαβόλου. Πρόβατο χωρίς ποιμένα είναι έτοιμο δείπνο στα θηρία, και ψυχή ασφράγιστη από αρετή και χωρίς ταπείνωση και φόβον Θεού είναι στα χέρια του διαβόλου. Όθεν και τον Ζακχαίον άρπαξε σαν πρόβατο από το στόμα του λύκου και στη λογικήν αυλήν των προβάτων επανέφερε και με θεία χαρίσματα και αρετήν τον εκόσμησε. Και όπως ο ποιμήν που επιθυμεί να ξαναβρή το πλανεμένο αρνί, αφήνει φρόνιμο και πιστό του ζώο ελεύθερο να βόσκει, μη τυχόν το απαντήσει και συντροφιαστά επιστρέψουνε στη μάντρα, έτσι και ο Λόγος του Θεού τη σάρκα που δανείστηκε από την Παρθένον, σαν πρόβατο σε βοσκοτόπι, άφησε στο τραπέζι του Ζακχαίου, όπως, ένεκεν της φιλοξενίας και της συντροφιάς, τον τραβήξει προς την ποίμνην.
Β. Αλλά τούτο δεν το καταλάβαιναν οι Φαρισαίοι και σχολίαζαν με τις απαίσιές τους γλώσσες και διέβαλλαν το Χριστό που τον έβλεπαν να τρώγει με τους τελώνες. Μα σαν τα ασκιά τα παληά ανοίξανε γιατί δεν μπορούσαν να δεχτούν τον καινούριο δυνατό λόγο της διδασκαλίας. Εμείς όμως, αδελφοί, ας ακολουθήσουμε το μέγα φιλάνθρωπο στην πορείαν του. Εκείνος λοιπόν που τον Ζακχαίον τον τελώνην έφερε στο δρόμο τον καλό και στη λογική μάντρα των Αποστόλων συγκατέλεξε, εκείνος είναι που και την πόρνην την αμαρτωλήν, την εργάτιδα τόσων κακών, ετράβηξε από το φαράγγι του διαβόλου και στην ασφαλισμένη μάντρα την απέδωσε.
Για να γνωρίσετε όμως τη φιλανθρωπία του Χριστού κι από την άλλην των Φαρισαίων την παραφροσύνην και για να μάθετε της αμαρτωλής την επιστροφή, παραθέτω τούτες τις ευαγγελικές ρήσεις, και αν ακούσετε καλά και προσέξετε το ύφος, εύκολα πολύ θα βγάλετε και το νόημά τους. Ηρώτησε, λέγει, τις των Φαρισαίων τον Ιησούν, ίνα φάγη μετ’ αυτού. Και εισελθών εις τον οίκον του Φαρισαίου ανεκλίθη. Ω ανείπωτη χάρις! Ω πρωτάκουστη φιλανθρωπία που δε γνωρίζεις όρια! Και με Φαρισαίους παρακάθεται χωρίς ν’ αποδιώχνει τους τελώνες· και τις πόρνες ελεεί και με τη Σαμαρείτιδα διαλέγεται· και στη Χαναναίαν απαντά και στην αιμορροούσα το κράσπεδον του ιματίου του παραχωρεί και δεν ντρέπεται. Είναι γιατρός για όλα τα πάθη και τα θεραπεύει για να ωφελήσει όλους, τους πονηρούς και τους αγαθούς, τους αχάριστους και τους ευγνώμονες. Έτσι λοιπόν και τώρα που τον προσκαλεί ο Φαρισαίος, δέχεται, και εισέρχεται στην οικίαν του, πλην οικίαν γιομάτη με αμαρτίες. Γιατί όπου Φαρισαίος εκεί είναι η πονηρία, ο τόπος της αμαρτίας, της υπερηφανίας το «καλωσόρισες». Και σε τέτοιο σπίτι ο Κύριος δεν αρνιέται να υπάγει. Και φυσικά, γιατί ως ο ήλιος δε χάνει τη λάμψη του ακόμα και στο βόρβορο σα ρίχνει τις ακτίνες του αλλά τουναντίον τον καθαρίζει, έτσι και ο Χριστός κάθε τόπον αισχύνης και βέβηλον διαλέγει και τη βρωμερήν αμαρτία με τις ακτίνες του διαλύει, κι άσπιλος μένει πάντα ο λόγος της θεότητος.
Γ. Έτσι ευθύς επήγε στον Φαρισαίον· ήρεμος, σιωπηλός, χωρίς να ελέγξει τη ζωή του. Πρώτα για να αγιάσει τους καλεσμένους, εκείνον που τον κάλεσε, την οικίαν και της πολιτείας τα βρώματα· έπειτα για να δείξει πως δεν ήταν φάσμα η ενανθρώπησή του μα κάτι πραγματικό, πως γίνηκε δηλαδή τέλειος άνθρωπος, κάθισε στο τραπέζι γιατί εκεί έμελλε να έρθει η πόρνη και να δείξει το θερμόν και φωτεινόν τρόπο της μετανοίας. Γι’ αυτό σαν τον κάλεσε ο Φαρισαίος, ευθύς συγκατανεύει για να διδάξη παρουσία των Γραμματέων και Φαρισαίων. Όταν η πόρνη θα ομολογεί τα σφάλματά της, πως πρέπει να ζητούν συγχώρεση οι αμαρτωλοί από το Θεό και να δέχονται τη χάρη του. Ιδού γαρ, λέγει, γυνή εν τη πόλει, ήτις ην αμαρτωλός. Γυναίκα· η ανερμάτιστη φύση, το πρώτο δίχτυ του διαβόλου, η εισαγωγή της πλάνης, η διδασκάλισσα της παραβάσεως και της ανομίας. Αυτή που γίνηκε για βοήθεια του αντρός, μα πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε εχθρόν του, που δημιουργήθηκε και είναι εκ φύσεως καλή, μα που με την ίδια της τη βούληση γίνηκε κακή· αυτή που έδειξε την ωραιότητα του ξύλου και τον παράδεισον έχασε. Και ιδού γυνή, εν τη πόλει, ήτις ην αμαρτωλός, και της Εύας έφερνε τις αμαρτίες και κατάμεστη ήταν από τις δικές της. Και θα ειπώ πρώτα για την προηγούμενή της συμπεριφορά και πως σκορπούσε σπάταλα τους τρόπους της, για να αντιληφθήτε καλλίτερα την πολυτέλεια της μετανοίας.
Δ. Ο Θεός έλαβεν οστούν από την πλευράν του Αδάμ, του προσέθηκε σάρκα και έτσι έκαμε την Εύα, που και γι’ αυτό γυναίκα την κάλεσε, και την έδωσε στον Αδάμ για σύντροφό του. Αλλά μετά που αμάρτησαν και παρέβηκαν τον νόμο και διωχθήκανε από τον Παράδεισον, σαν τιμωρία τους ήρθε και ο θάνατος. Μα για να μη χαθεί ολότελα το ανθρώπινο γένος με τη φθορά του θανάτου, έρχεται ο γάμος ν’ αναχαιτίσει το θάνατο. Για να σπέρνει ο ένας κι ο άλλος να θερίζει· ο ένας να κόβει κι ο άλλος να βλασταίνει. Κι ότι μετά την εισέλαση του θανάτου δόθηκε η χάρη του γάμου, καταφάνερο είναι από το ότι ο Αδάμ μετά την έξοδο από τον Παράδεισο βρέθηκε με την Εύα. Κι έχει γραφτεί ότι σαν βγήκανε από τον Παράδεισο, τότε εγνώρισε ο Αδάμ τη γυναίκα του· προ της αμαρτίας λοιπόν ήταν η παρθενία, που διατηρούσε αμόλυντο και καθαρό το χιτώνα της φύσεως. Μετά λοιπόν από την ανομία, ύστερα από την τιμωρία του θανάτου εισέλασε ο γάμος για να εξασθενήσει το θάνατο με την άνθησή του και να τον νικήσει με την αρχοντική του βλάστηση. Και για να μη χαθή το ανθρώπινο γένος αλλά τουναντίον να πληθυνθεί ψηφίστηκε ο νόμος του γάμου. Και στον άνδρα χάρισε την ηδονή και στη γυναίκα τη θωπεία και την ωραιότητα, ωραιότητα πρόσκαιρη, όχι για να ερεθίζωνται ανάμεσό τους και να ωθούνται σε άνομες μίξεις, αλλά για να ενώνονται έννομα με το θεσμό του γάμου. Όθεν η μίξις ύστερα από νόμιμον γάμον είναι τίμια και ευλογημένη από το Θεό. Αλλά εκείνη που γίνεται για να κερδίσει η σάρκα την ηδονή, έχει μέσα της το θάνατο. Τίμιος γαρ ο γάμος εν πάσι, και η κοίτη αμίαντος· πόρνους δε και μοιχούς κρινεί ο Θεός. Όσες λοιπόν νόμιμα γνώρισαν τους άνδρες για να κάμουν παιδιά, είναι αψεγάδιαστες· όπως η Σάρρα, και η Ραβέκκα, και η Ραχήλ. Και οποιαδήποτε άλλη. Εκείνες όμως που διεγείρουν τους νέους, και τους σπρώχνουν στην ακολασία για να χαρούν την άνομη ηδονή, αυτές είναι καταδικασμένες για τη φθορά, γιατί τον ναόν του Θεού καταστρέφουν. Ει τις γαρ, λέγει, φθείρει τον ναόν του Θεού, φθερεί τούτον ο Θεός. Και από τούτες ήτανε η αμαρτωλή που λέγουμε. Κι αφού τόσον αισχρά εκμεταλλεύτηκε τη φύση, με το να χρωματίζει με φτηνή βαφή το πρόσωπό της, και με επιδεξιότητα να προσπαθεί πως να φανεί ελκυστική, έσερνε τυφλά τους νέους στην ακολασία και τους έσπρωχνε στο βάραθρο της πορνείας.
Ε. Και δεν τα λέγω αυτά, για να περιγελάσω εκείνα που έκαμε· αλλά τουναντίον για να την επαινέσω, με το να ξέρετε από που ξεκίνησε και που έφτασε. Και λέγω ποια ήτανε πρώτα, για να σας δείξω τι γίνηκε τώρα. Και όλα τα αμαρτήματά της καταλεπτώς τα ιστορώ, για να δείξω τα κατορθώματα της μετανοίας. Αλλά αυτή, που δε μεταχειρίστηκε ως έπρεπε το σώμα της· μα άλλους σαγήνευε με τις πλεξούδες των μαλλιών της, άλλους εμάγευε με τα δάκρυά της κι άλλους με τη θρασύτητά της και όλους από παντού τους ωδηγούσε στο βάραθρο της ακολασίας, αυτή τώρα τον αισχρό και σαρκικόν έρωτά της αλλάζει σε θεία και ουράνια στοργή.
Σαν είδε τον Ιησού άλλοτε να μιλά με τη Σαμαρείτιδα κι άλλοτε να σιμώνει τη Χαναναία, κι άλλη φορά να διαπιστώνει την κλοπή της αιμορροούσης, και πότε να τρώγει με τους τελώνες και πότε να επισκέπτεται τους Φαρισαίους, σκέφτηκε. Αφού τις πόρνες και τους αμαρτωλούς και τους τελώνες καταδέχεται, ως πότε θα σπαρταράω σαν ψάρι για την ηδονή και θα βυθίζομαι συνεχώς στα πελάγη της αμαρτίας; Δε θα μείνω για πάντα στον κόσμο, ούτε ωραία θα μείνω, γιατί το καθένα έχει στον καιρό του το θάνατο και όλα μαραίνονται· και τα άνθη και τα κρίνα κι οι ομορφιές του προσώπου. Και τι θα πάθω για τα έργα μου; Αρχίζω τώρα και εννοώ τη φωτιά της κολάσεως και η ψυχή μου μετανοεί, γιατί προσπαθώντας με κάθε μέσο πως να φανώ ωραιότερη για την καταστροφή των νέων, έβγαινα στους δρόμους της πολιτείας και στην αγορά κι έτρεχα στις μαζώξεις των ανθρώπων κι είχα για δίχτυ μου τα πόδια κι ως δόλωμα τις ωραίες μου κουβέντες.
Ω πόσους νεαρούς κατέστρεψα με τις ματιές μου, τις γιομάτες αναίδεια και πάθος. Κι έκαμνα πολλά φτιασίδια κι αυτό για βλάβη πάλιν εκείνων που με κυτούσαν, και πότε ύψωνα τα μαλλιά μου σε σειρές απανωτές σαν πύργο, και πότε άφηνα από ψηλά πολλές πλεξούδες αφρόντιστα να χαλούν στο μέτωπό μου. Και τα μάγουλά μου έβαφα και τα μάτια μου τα είχα πάντα με μαυράδια. Και πότε με δάκρυα ψεύτικα έκαμνα τους νέους να πέφτουνε μπροστά μου. Ω, τι θα καταντήσω για τούτα, και ποιο γιατρό θα βρω σε όλα τούτα τα πάθη; Αν εξομολογηθώ τις ανομίες μου στους ανθρώπους, ανώφελη θα είναι η εκμυστήρευσή μου· να κρύψω τα αμαρτήματά μου δε μπορώ. Κι από που να τα κρύψω μιας που το Θεό δε μπορώ να ξεγελάσω; Και που να πάω που παντού το δικαστή βρίσκω μπροστά μου; που ναι μεν δε φαίνεται μα παντού με ελέγχει; Μια ελπίδα σωτηρίας μου απομένει, μια ευκαιρία για τη ζωή· να βρω τον Ιησού και να τρέξω κοντά του. Αυτός που τους Τελώνες δέχεται δεν απαρνιέται την πόρνη. Αυτός που δειπνεί μαζί με τους Φαρισαίους δε διώχνει τα δάκρυα της αμαρτωλής. Κι επειδή ξέρω πως βρίσκεται στου Σίμωνα του Φαρισαίου, εκεί θα πάω. Μα τι να του ζητήσω σαν πάω; Την υγεία των ματιών μου; Μα είναι πρόσκαιρο το χάρισμα. Ν’ απαλλαγώ από την αρρώστεια; Μικρό το κατόρθωμα, γιατί ο αιώνιος θάνατος είναι πιο μεγάλος από τη σύντομη τούτη ζωή. Απ’ όλα θα παραιτηθώ λοιπόν, τα σωματικά, και την υγεία της ψυχής μου θα ζητήσω. Και μια λύση στα κακά και τις αμαρτίες που σώρεψα είναι να δω το Δικαστή και να προλάβω την κόλαση. Θα μιμηθώ την πόρνη τη Ραάβ, και θα ζηλέψω την ενάρετη ζωή της γυναικός. Και τίποτε άλλο δε ζητεί ο Θεός πλην της μετανοίας.
Ϛ. Και σα σκέφτηκε τούτα, που είπαμε, με ευσέβεια, και σαν μετάστρεψε τον νου της στην πίστη, έρχεται στον Ιησού με παρρησία να ομολογήση την αναίδειά της. Και δε λέγει τίποτε· δεν τολμούσεν· ήξερε πως εκείνος που εποπτεύει τους λογισμούς δεν έχει ανάγκη από λόγια. Και τι θα του έλεγε αφού όλα τα γνωρίζει! Πως αμάρτησε κι εργάστηκε την ανομία; Πως ερωτεύονταν κι απολάμβανε τις σαρκικές ηδονές; Αυτά τα ήξερε καλά ο Θεός, όχι γιατί γίνηκαν αλλά γιατί γνωρίζει και τους λογισμούς στα μύχια της καρδιάς μας. Επειδή λοιπόν εγνώριζε πως όλα είναι φανερά στο Θεό και δε μπορεί να τον ξεγελάση, σφάληξε το στόμα της κι άνοιξε τα δάκρυά της να μιλήσει. Στάσα γαρ, λέγει, παρά τους πόδας του Ιησού, κλαίουσα ήρξατο βρέχειν τους πόδας αυτού τοις δάκρυσιν. Και δε μιλούσε με το στόμα της, αλλά με στεναγμούς και με καρδιά συντετριμμένη έλεγε την άβυσσο των αμαρτιών της· τους άσεμνους στοχασμούς, και τις αισχρές μνήμες, τις βέβηλες πράξεις και τις άνομες ομιλίες ομολογούσε. Και δεν υπήρξε τίποτα που να έκαμε και που δεν το πλήρωσε με δάκρυα. Κι ήξερε καλά πως για ότι έλεγε ελάβαινε την συγχώρεση. Είπα γαρ, λέγει, εξαγορεύσω κατ’ εμού την ανομίαν μου, και συ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου. Και όχι μόνον χωρίς να ομιλεί, ομολογούσε ζητώντας την εξιλέωση του Κυρίου με τους στεναγμούς της καρδιάς της· αλλά εξεπλήρωσε και το ωραίο σχήμα της μετανοίας. Εδάκρυσε γιατί γέλασε πολύ· και με τα καλά δάκρυα λούζει το κακό της γέλιο· με τις σταγόνες των ματιών της ξεπλένει την αμαρτία από τα μάγουλά της· ήγουν με εκείνα που αμάρτησε με τούτα και απολογιέται· με όσα έπραξε τις ανομίες, με αυτά ζητεί να εξιλεώσει το νομοθέτη. Όπως ακριβώς ο Δαβίδ, το στρώμα που μόλυνε με εναγκαλισμούς το ξέπλυνε με τα δάκρυα…