Αρχική Blog Σελίδα 216

Ανάστα ο Θεός (στα αραβικά)

Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν, ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι.

Ιερά Μονή Βατοπαιδίου – Κύματι θαλάσσης

Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: Λόγος στό Πάσχα

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα

«Θά σταματήσω εἰς τόν φυλάκιόν μου», λέγει ὁ θαυμάσιος Ἀββακούμ (Ἀββακ. 2, 1). Καί ἐγώ θά σταματήσω μαζί του σήμερα ἐπάνω εἰς τήν ἐξουσίαν καί τήν διορατικήν ἱκανότητα τήν ὁποίαν μοῦ ἔχει δώσει τό Πνεῦμα, καί θά κατοπτεύσω καί θά ἀναγνωρίσω ὅ,τι θά μοῦ φανερωθῇ καί ὅ,τι θά λεχθῇ πρός ἐμέ. Καί ἐσταμάτησα καί κατόπτευσα.

Καί νά ἄνδρας ὁ ὁποῖος κάθεται ἐπάνω εἰς τά νέφη καί ὁ ὁποῖος εἶναι πανύψηλος. Ἡ ὄψις του εἶναι ὁμοία πρός τήν ὄψιν ἀγγέλου καί ἡ στολή του ὡσάν λάμψις ἀστραπῆς ἡ ὁποία σχίζει τόν οὐρανόν (πρβλ. Ναούμ 2, 5). Καί ἐσήκωσε τήν χεῖρα του πρός τήν ἀνατολήν καί ἐφώναξε μέ δυνατήν φωνήν (ἡ φωνή του ἦταν ὡσάν φωνή σάλπιγγος καί γύρω του ὑπῆρχε πλῆθος ἀπό μίαν οὐρανίαν στρατιάν) καί εἶπε:  «Σήμερα ἦλθεν ἡ σωτηρία εἰς τόν κόσμον, τόν ὁρατόν καί τόν ἀόρατον. Ὁ Χριστός ἀνεστήθη ἀπό τούς νεκρούς, ἀναστηθῆτε μαζί του. Ὁ Χριστός ἐπανῆλθεν εἰς τήν θέσιν του, ἐπανέλθετε καί σεῖς. Ὁ Χριστός ἠλευθερώθη ἀπό τά δεσμά τοῦ τάφου, ἐλευθερωθῆτε καί σεῖς ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας. Αἱ πύλαι τοῦ ἅδου ἀνοίγονται, ὁ θάνατος καταλύεται, ὁ παλαιός Ἀδάμ ἀπομακρύνεται καί ὁ νέος συμπληρώνεται. Ἐάν ὑπάρχῃ κάποια νέα δημιουργία εἰς τόν Χριστόν, ἀνανεωθῆτε καί σεῖς».

Αὐτά ἔλεγεν αὐτός καί οἱ ἄλλοι ἀνυμνοῦσαν, ὅπως εἶχε γίνει καί προηγουμένως, ὅταν ἐφανερώθη εἰς ἡμᾶς ὁ Χριστός μέ τήν ἐπίγειον γέννησίν του, μέ τό «δόξα εἰς τόν Θεόν, ὁ ὁποῖος βρίσκεται εἰς τούς οὐρανούς, καί εἰρήνη ἐπάνω εἰς τήν γῆν, συμφώνως πρός τήν ὑπόσχεσίν Του πρός τούς ἀνθρώπους» (Λουκ. 1, 14). Μαζί μέ αὐτούς λέγω καί ἐγώ τά ἴδια πρός σᾶς. Μακάρι δέ νά ἀποκτοῦσα καί φωνήν ἰσάξιαν πρός τήν φωνήν τῶν ἀγγέλων, ἡ ὁποία νά ἀντηχοῦσε ἀπ᾽ ἄκρου εἰς ἄκρον τῆς γῆς.

Πάσχα τοῦ Κυρίου, Πάσχα, καί πάλιν θά εἴπω Πάσχα πρός τιμήν τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτή εἶναι δι᾽ ἡμᾶς ἡ ἑορτή τῶν ἑορτῶν καί ἡ πανήγυρις τῶν πανηγύρεων, ἡ ὁποία τόσον πολύ ξεπερνᾷ ὄχι μόνον τάς ἀνθρωπίνας καί τάς προερχομένας ἀπό τήν γῆν, ἀλλά ἀκόμη καί ἐκείνας τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ καί ὅσας τελοῦνται πρός τιμήν Του, ὅσον ξεπερνᾷ ὁ ἥλιος τούς ἀστέρας. Εἶναι μέν καλή καί ἡ χθεσινή μας λαμπροφορία καί ἡ φωταψία, τήν ὁποίαν ἐκάμαμεν καί ὁ καθένας μόνος του καί ὅλοι μαζί ἀπό κοινοῦ, καί κατά τήν ὁποίαν κάθε ἄνθρωπος καί σχεδόν κάθε τι τό ὁποῖον ἔχει ἀξίαν κατεφωτίσαμεν μέ πλῆθος πυρσῶν τήν νύκτα, πρᾶγμα τό ὁποῖον ἀποτελεῖ σύμβολον τοῦ μεγάλου φωτός, ὅπως καί ὁ οὐρανός φωτίζει ἀπό ἐπάνω, καταυγάζων ὅλον τόν κόσμον μέ τήν ὡραιότητά του, ὅπως αἱ ὑπερουράνιοι φύσεις καί οἱ ἄγγελοι, ἡ πρώτη φωτεινή φύσις μετά τήν πρώτην, ἐπειδή ἀπό ἐκείνην προέρχεται, καί ὅπως ἡ Τριάς ἀπό τήν ὁποίαν ἔχει δημιουργηθῆ ὅλον τό φῶς, ἀλλά εἶναι ἀκόμη ὡραιοτέρα καί πιό ἐπίσημος ἡ σημερινή. Καθόσον χθές μέν τό φῶς ἦτο προάγγελος τοῦ μεγάλου Φωτός, τό ὁποῖον ἀνασταίνεται, καί κατά κάποιον τρόπον μία προεόρτιος χαρά, σήμερα δέ ἑορτάζομεν τήν ἰδίαν τήν Ἀνάστασιν, ἡ ὁποία δέν ἀποτελεῖ πλέον ἀντικείμενον ἐλπίδος, ἀλλά ἔχει ἤδη γίνει πραγματικότης καί ἔχει συγκεντρώσει γύρω της ὅλον τόν κόσμον.

Ὁ καθένας μέν λοιπόν μέ τόν τρόπον του ἄς προσφέρῃ τόν καρπόν του καί τόν χρόνον αὐτόν καί ἄς προσφέρῃ δῶρον ἑορταστικόν ἀπό τά πνευματικά τά ὁποῖα ἀγαπᾷ ὁ Θεός, μικρόν ἤ μεγαλύτερον ἀναλόγως πρός τάς δυνάμεις του. Διότι τό νά προσφέρῃ κανείς δῶρον ἀντάξιον πρός τήν ἑορτήν θά ἠμποροῦσαν ἴσως μόλις καί μετά βίας νά τό ἐπιτύχουν οἱ ἄγγελοι, οἱ πρῶτοι πνευματικοί καί καθαροί καί θεαταί καί μάρτυρες τῆς οὐρανίου δόξης, ἔστω καί ἄν εἶναι προσιτόν εἰς αὐτούς κάθε εἶδος ἐξύμνησις. Ἡμεῖς δέ θά προσφέρωμεν τόν λόγον, τό πιό ὡραῖον καί πολύτιμον ἀπό τά μέσα τά ὁποῖα διαθέτομεν, ὑμνοῦντες καί κατ᾽ ἄλλον τρόπον τόν Λόγον διά τάς εὐεργεσίας Του πρός τούς ἀνθρώπους.

Θά ἀρχίσω δέ ἀπό τό σημεῖον αὐτό. Διότι δέν ἀνέχομαι, ἐνῷ προσφέρω ὡς θυσίαν τούς λόγους μου περί τοῦ μεγάλου Θύματος καί τῆς πιό μεγάλης ἀπό τάς ἡμέρας, νά μήν ἀνατρέξω εἰς τόν Θεόν καί νά κάμω ἀπό ἐκεῖ τήν ἀρχήν. Καθαρίσατε πρός χάριν μου καί τόν νοῦν καί τήν ἀκοήν καί τήν διάνοιαν, ὅσοι ἐντρυφᾶτε εἰς αὐτά τά πράγματα (ἐπειδή ὀ λόγος ἀναφέρεται εἰς τόν Θεόν καί εἶναι θεῖος), διά νά ἀναχωρήσετε ἀφοῦ θά ἔχετε ἐντρυφήσει πραγματικά εἰς ἐκεῖνα τά ὁποῖα δέν τελειώνουν ποτέ. Θά εἶναι δέ ὁ λόγος μου πλήρης ἀλλά καί συνάμα πολύ σύντομος, εἰς τρόπον ὥστε, οὔτε νά σᾶς λυπήσῃ μέ τάς ἐλλείψεις του, οὔτε καί νά γίνῃ ἀνιαρός ἐξ αἰτίας τοῦ κορεσμοῦ, τόν ὁποῖον τυχόν θά σᾶς ἔφερε.

Ὁ Θεός ὑπῆρχε μέν πάντοτε, καί ὑπάρχει, καί θά ὑπάρχῃ, ἤ, καλύτερα, ὑπάρχει πάντοτε. Διότι τό “ὑπῆρχε” καί “θά ὑπάρχῃ”, εἶναι τμήματα τοῦ χρόνου καί τῆς φθαρτῆς φύσεώς μας. Ὁ ὅρος ὅμως “ὁ ὑπάρχων” ἐκφράζει τό αἰώνιον, καί μέ αὐτόν αὐτοτιτλοφορεῖται ὅταν ἐμφανίζεται εἰς τόν Μωϋσῆ ἐπάνω εἰς τό ὄρος (Ἔξ. 3, 14). Διότι ἔχει συγκεντρώσει καί διατηρεῖ ὅλην τήν “ὕπαρξιν”, ἡ ὁποία οὔτε ἄρχισε ποτέ οὔτε καί θά λήξη ποτέ, ὡσάν κάποιος ἀπέραντος καί ἀπεριόριστος ὠκεανός οὐσίας, ὁ ὁποῖος ξεπερνᾷ κάθε ἔννοιαν καί τοῦ χρόνου καί τῆς φύσεως, καί ὁ ὁποῖος ἠμπορεῖ νά σκιαγραφηθῇ κάπως μόνον μέ τόν νοῦν. Καί ἀπό αὐτόν πάλιν μόνον πολύ ἀμυδρά καί περιωρισμένα, ὄχι ἀπό τήν οὐσίαν του ἀλλά ἀπό ἐκεῖνα τά ὁποῖα βρίσκονται γύρω του, διά νά σχηματισθῇ ἀπό τήν συγκέντρωσιν τῶν διαφόρων ἐξωτερικῶν φαινομένων μία κάποια εἰκόνα τῆς ἀληθείας ἡ ὁποία χάνεται προτοῦ προλάβωμεν νά τήν κρατήσωμεν, καί ἐξαφανίζεται προτοῦ ἠμπορέσωμεν νά τήν συλλάβωμεν μέ τόν νοῦν. Ἡ εἰκόνα δέ αὐτή λάμπει εἰς τόν νοῦν μας, καί μάλιστα μόνον ὅταν αὐτός εἶναι καθαρός, ὅπως ἡ ἀστραπή ἡ οποία διαρκεῖ ἐλάχιστα.

Νομίζω δέ (ὅτι γίνεται αὐτό) ἀπό τήν μία μεριά μέν διά νά προσελκύῃ μέ ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἠμπορεῖ νά γίνῃ κατανοητόν (διότι τό τελείως ἀκατανόητον ἀπογοητεύει καί ἐξουδετερώνει κάθε διάθεσιν προσεγγίσεως), ἀπό τήν ἄλλην δέ διά νά προκαλῇ τόν θαυμασμόν μέ τό ἀκατανόητον, μέ τόν θαυμασμόν νά δημιουργῇ περισσότερον πόθον, μέ τόν πόθον νά καθαρίζῃ καί μέ τήν κάθαρσιν νά κάνῃ τόν νοῦν μας θεόμορφον. Ἀφοῦ γίνωμεν δέ τέτοιοι, τολμῶ νά τό εἴπω, νά συναναστρεφώμεθα μέ τό Θεῖον ὡσάν συγγενεῖς. Ὁ Θεός νά ἑνώνεται καί νά ἐπιτρέπῃ νά Τόν γνωρίσουν θεοί, καί μάλιστα τόσον πολύ, ὅσον γνωρίζει κι ὅλας ἐκείνους τούς ὁποίους γνωρίζει. Εἶναι λοιπόν ἄπειρον τό θεῖον καί δυσκολονόητον. Τό μόνον δέ τό ὁποῖον εἶναι κατανοητόν ἀπ᾽ αὐτό εἶναι τό ὅτι εἶναι ἄπειρον, ἔστω καί ἄν θά νομίζῃ κάποιος ὅτι εἶναι ἁπλῆς φύσεως ἤ καθ᾽ ὁλοκληρίαν ἀκατανόητον, ἤ τελείως κατανοητόν. Διότι πῶς θά ἐπιθυμήσωμεν κάποιον ὁ ὁποῖος εἶναι ἁπλός ἀπό τήν φύσιν του; Ἡ ἁπλότης λοιπόν δέν ἀποτελεῖ τήν φύσιν του, ὅπως καί εἰς τά σύνθετα τήν φύσιν των δέν ἀποτελεῖ μόνον τό ὅτι εἶναι σύνθετα.

Ἐπειδή δέ τό ἄπειρον ἐξετάζεται ἀπό δύο πλευράς, ἀπό τήν ἀρχήν δηλαδή καί τό τέλος (διότι ὅ,τι ξεπερνᾶ τά ὅρια αὐτά καί δέν περιορίζεται μέσα σ᾽ αὐτά εἶναι ἄπειρον), ὅταν μέν στραφῇ ὁ νοῦς πρός τό οὐράνιον βάθος, ἐπειδή δέν ἔχει ποῦ νά σταθῇ διά νά στηρίξῃ τά ἐξωτερικά γνωρίσματα μέ τά ὁποῖα ἀντιλαμβάνεται τόν Θεόν, ὀνομάζει τό ἄπειρον καί τό ἀδιέξοδον τό ὁποῖον προκύπτει ἀπό αὐτά ἄναρχον. Ὅταν δέ στραφῇ πρός τά ἐπίγεια καί τά μέλλοντα, τό ὀνομάζει ἀθάνατον καί ἄφθαρτον. Ὅταν δέ ἐξετάσῃ τά πάντα, τό ὀνομάζει αἰώνιον. Διότι αἰών δέν εἶναι οὔτε χρόνος, οὔτε κάποιο τμῆμα τοῦ χρόνου (διότι δέν μετρᾶται). Ἀλλά ὅ,τι εἶναι δι᾽ ἡμᾶς ὁ χρόνος, ὁ ὁποῖος μετρᾶται μέ τήν περιφοράν τοῦ ἡλίου, αὐτό εἶναι διά τά αἰώνια ὁ αἰών, ὁ ὁποῖος ἐπεκτείνεται μαζί μέ τά ὄντα, ὡσάν κάποιο χρονικό κίνημα καί διάστημα.

Εἰς αὐτά λοιπόν ἄς ἀρκεσθῇ ἡ τωρινή μου φιλοσοφική ἐνασχόλησις μέ τόν Θεόν. Διότι δέν ὑπάρχει χρόνος δι᾽ αὐτά, ἐπειδή ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἔχομεν νά ἐξετάσωμεν εἶναι ἡ οἰκονομία καί ὄχι ἡ θεολογία. Ὅταν δέ εἴπω Θεόν, ἐννοῶ τόν Πατέρα, τόν Υἱόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Καί ἡ θεότης οὔτε διαχέεται πέρα ἀπ᾽ αὐτά, διά νά μήν παραδεχθῶμεν πολλούς θεούς, οὔτε περιορίζωνται εἰς ἕνα ἀπ᾽ αὐτά, διά νά μήν κατηγορηθῶμεν ὅτι δεχόμεθα πτωχήν θεότητα, καί νά μήν μᾶς εἴπουν εἴτε ἰουδαΐζοντας ἐξ αἰτίας τῆς μονοθεΐας, εἴτε ἑλληνίζοντας ἐξ αἰτίας τῆς πολυθεΐας. Διότι καί εἰς τά δύο ὑπάρχει τό ἴδιον κακόν, ἔστω καί ἄν εὑρίσκεται μέσα εἰς ἀντίθετα πράγματα. Ἔτσι λοιπόν τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, τά ὁποῖα δέν ἀποκαλύπτονται οὔτε εἰς τά ἴδια τά Σεραφείμ, καί τά ὁποῖα δοξάζονται μέ τόν Τρισάγιον ὕμνον (βλ. Ἠσ. 6, 2 ἑ.), συγκεντρώνονται εἰς μίαν ἀρχήν καί μίαν Θεότητα, πρᾶγμα τό ὁποῖον ἔχει ἐξετάσει κατά τρόπον ἄριστον καί ὑψηλόν καί κάποιος ἄλλος ἀπό τούς πρίν ἀπό ἡμᾶς.

Ἐπειδή ὅμως δέν ἦτο τοῦτο ἀρκετόν εἰς τήν ἀγαθότητα, τό νά κινῆται μόνον μέ τήν σκέψιν της, ἀλλά ἔπρεπε νά διασκορπισθῇ τό ἀγαθόν καί νά ἐξαπλωθῇ, εἰς τρόπον ὥστε νά γίνουν περισσότερα τά εὐεργετούμενα (διότι αὐτό ἀποτελεῖ ἀπόδειξιν τῆς ἀπείρου ἀγαθότητος), κατ᾽ ἀρχήν μέν δημιουργεῖ μέ τήν σκέψιν τούς ἀγγέλους καί τάς οὐρανίας δυνάμεις. Καί ἡ σκέψις της γίνεται ἔργον, τό ὁποῖον συμπληρώνεται ἀπό τόν Λόγον καί ὁλοκληρώνεται ἀπό τό Πνεῦμα. Καί ἔτσι ἐδημιουργήθησαν δεύτεραι λαμπρότητες, ὑπηρέται τῆς πρώτης λαμπρότητος, τάς ὁποίας πρέπει νά θεωρήσωμεν εἴτε νοερά πνεύματα, εἴτε πῦρ, κατά κάποιον τρόπον, ἄϋλον καί ἀσώματον, εἴτε ὡς κάποιαν ἄλλην φύσιν, ἡ ὁποία νά ταιριάζῃ ὅσον τό δυνατόν περισσότερον πρός τά λεχθέντα. Θέλω μέν νά εἴπω ὅτι δέν ἠμποροῦν νά κινηθοῦν πρός τό κακόν, καί ὅτι μόνον πρός τό καλόν ἠμποροῦν νά βαδίσουν, ἐπειδή εὑρίσκονται γύρω ἀπό τόν Θεόν καί φωτίζονται πρῶται ἀπ᾽ Αὐτόν (διότι ὁ φωτισμός τῶν ἐπιγείων ἀποτελεῖ δεύτερον φωτισμόν). Μέ ἀναγκάζει ὅμως νά θεωρήσω καί νά εἴπω, ὅτι δέν εἶναι ἀκίνητοι ἀλλά μόνον δυσκίνητοι, ὁ Ἑωσφόρος, ὁ ὁποῖος ὠνομάσθη ἔτσι ἐξ αἰτίας τῆς λαμπρότητός του (βλ. Ἠσ. 14, 12) καί ὁ ὁποῖος ἔγινε σκοτάδι ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερηφάνειάς του, καί αἱ δυνάμεις αἱ ὁποῖαι ἀπεστάλησαν ὑπό τήν ἀρχηγίαν του, αἱ ὁποῖαι ἐδημιούργησαν τό κακόν μέ τήν ἀπομάκρυνσιν ἀπό τό καλόν καί τό ἐπροκάλεσαν καί εἰς ἡμᾶς.

Ἔτσι λοιπόν καί διά τόν λόγον αὐτόν ἐδημιουργήθη ὑπ᾽ Αὐτοῦ ὁ νοητός κόσμος, εἰς τρόπον ὥστε νά ἠμπορῶ ἐγώ νά ἐξετάζω τά πράγματα αὐτά, καταμετρῶν μέ τόν μικρόν λόγον μεγάλα πράγματα. Ἐπειδή δέ τά πρῶτα ἦσαν καλά (Γεν. κεφ. 1) δι᾽ Αὐτόν, ἐννοεῖ (καί δημιουργεῖ) δεύτερον κόσμον, ὑλικόν καί ὁρατόν ( αὐτός δέ ὁ κόσμος εἶναι τό ὀργανωμένον σύστημα καί σύνολον τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς καί τῶν μεταξὐ αὐτῶν εὑρισκομένων, ἀξιέπαινον μέν διά τήν τελειότητα κάθε πράγματος χωριστά, ἀλλά ἀκόμη πιό ἀξιέπαινον ἐξ αἰτίας τοῦ ταιριάσματος καί τῆς ἁρμονίας ἡ ὁποία δημιουργεῖται ἀπ΄ ὅλα αὐτά, τά ὁποῖα ταιριάζουν τό ἕνα μέ τό ἄλλο καί ὅλα μεταξύ των, διά νά συμπληρώσουν ἕνα ἁρμονικόν σύνολον), διά νά ἀποδείξῃ ὅτι ἠμπορεῖ νά φέρῃ εἰς τήν ὕπαρξιν ὄχι μόνον φύσιν ὁμοίαν πρός Αὐτόν ἀλλά καί τελείως διαφορετικήν ἀπό Αὐτόν. Διότι εἶναι μέν ὅμοια πρός τήν Θεότητα τά πνευματικά ὄντα, τά ὁποῖα γίνονται ἀντιληπτά μόνον μέ τόν νοῦν, ἀλλά ταυτοχρόνως εἶναι τελείως διαφορετικά τά ὄντα τά ὁποῖα γίνονται ἀντιληπτά μέ τάς αἰσθήσεις, καί ἀκόμη περισσότερον διαφορετικά ἀπ᾽ αὐτά εἶναι ἐκεῖνα τά ὁποῖα εἶναι τελείως ἄψυχα καί ἀκίνητα.

Ὁ νοῦς μέν λοιπόν καί ἡ αἴσθησις, τά ὁποῖα διεχωρίσθησαν κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπον τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο, παρέμειναν τό καθένα μέσα εἰς τήν φύσιν των καί ἔφεραν ἐντός των τό μεγαλεῖον τοῦ δημιουργοῦ Λόγου, σιωπηλοί ἐγκωμιασταί καί μεγαλόφωνοι κήρυκες τοῦ μεγαλουργήματος. Δέν ὑπῆρχε δέ ἀκόμα κράμα καί ἀπό τά δύο, οὔτε κάποια ἕνωσις τῶν ἀντιθέτων, δεῖγμα ἀνωτέρας σοφίας καί τῆς ποικιλίας τῶν φύσεων, οὔτε ἦτο γνωστός ὅλος ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητος. Ἐπειδή δέ ὁ δημιουργός Λόγος αὐτό ἀκριβῶς τό πρᾶγμα ἤθελε νά δείξῃ, καί νά παρουσιάσῃ ἕνα ὄν ἀπό τήν ἕνωσιν καί τῶν δύο (τῆς ἀοράτου δηλαδή καί τῆς ὁρατῆς φύσεως), ἐδημιούργησε τόν ἄνθρωπον. Καί ἀφοῦ ἔλαβε μέν ἀπό τήν ὕλην, ἡ ὁποία ὑπῆρχεν ἤδη, τό σῶμα, καί ἀφοῦ ἔβαλεν εἰς αὐτό τήν πνοήν του (τήν ὁποίαν ὁ λόγος ὁρίζει ὡς νοεράν ψυχήν καί εἰκόνα τοῦ Θεοῦ), τόν ἔστησεν ἐπί τῆς γῆς ὡσάν ἄλλον κόσμον, κατά κάποιον τρόπον, μεγάλον μέσα εἰς τήν μικρότητά του, ὡσάν ἄλλον ἄγγελον, ὡσάν μικρόν προσκυνητήν, φύλακα τῆς ὁρατῆς κτίσεως καί ἱερουργόν τῆς ἀοράτου, βασιλέα τῶν εὑρισκομένων ἐπί τῆς γῆς καί κυβερνώμενον ταυτοχρόνως ἀπό τόν Οὐρανόν, ἐπίγειον καί οὐράνιον, προσωρινόν καί ἀθάνατον, ὁρατόν καί ἐννοούμενον, εὑρισκόμενον εἰς τό μέσον μεταξύ μεγαλείου καί ταπεινότητος, τόν ἴδιον πνεῦμα καί σάρκα.

Πνεῦμα πρός χάριν του, καί σάρκα διά νά ἠμπορῇ νά ἐξυψώνεται. Τό μέν ἕνα διά νά ζῇ καί νά δοξάζῃ τόν Εὐεργέτην, τό δέ ἄλλο διά νά ὑποφέρῃ, νά ἐνθυμῆται καί νά διαπαιδαγωγῆται ἀπό τό πάθος του, ἐπιδιώκων νά ἀνυψωθῇ πρός τό μεγαλεῖον. Ὄν τό ὁποῖον διαμένει μέν εἰς τήν γῆν, ἀλλά μεταβαίνει εἰς ἄλλον κόσμον, καί ὡσάν τέλος τοῦ μυστηρίου γίνεται θεός ἀπό τήν ἐπιθυμίαν του πρός Αὐτόν. Διότι εἰς αὐτό, κατά τήν γνώμην μου, ὁδηγεῖ ἡ μετρία λάμψις τῆς ἀληθείας, ἡ ὁποία παρουσιάζεται εἰς τήν γῆν, εἰς τό νά ἴδωμεν δηλαδή καί νά αἰσθανθῶμεν τήν λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἀνταξία πρός Ἐκεῖνον ὁ Ὁποῖος μᾶς συνέθεσε, καί ὁ Ὁποῖος θά μᾶς διαλύσῃ καί θά μᾶς συνθέσῃ πάλιν κατά τρόπον ἀκόμη πιό ἔνδοξον.

Καί τόν ἐτοποθέτησεν εἰς τόν Παράδεισον (ὅποιος καί ἄν ἦτο ὁ Παράδεισος αὐτός), ἀφοῦ τόν ἐτίμησε μέ τό αὐτεξούσιον, διά νά ἀνήκῃ τό ἀγαθόν εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος θά τό ἐπιλέξῃ ὄχι ὀλιγώτερον ἀπό ὅσον εἰς Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τά σπέρματα τοῦ ἀγαθοῦ, τόν ἔκαμε γεωργόν ἀθανάτων φυτῶν, δηλαδή τῶν θείων ἐννοιῶν, καί τῶν ἁπλουστέρων καί τῶν τελειοτέρων, γυμνόν ἐξ αἰτίας τῆς ἁπλότητος καί τῆς χωρίς πονηρίαν ζωῆς, καί χωρίς κανένα κάλυμμα καί πρόβλημα. Διότι τέτοιος ἔπρεπε νά εἶναι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος. Καί τοῦ δίδει τόν νόμον ὡς ἀντικείμενον τοῦ αὐτεξουσίου. Ὁ δέ νόμος ἦτο ἡ ἐντολή ἀπό ποῖα φυτά ἠμποροῦσε νά φάγῃ καί ποῖα δέν θά ἔπρεπε νά ἀγγίξῃ.

Εἰς αὐτά δέ ἀνῆκε τό δένδρον τῆς γνώσεως, τό ὁποῖον οὔτε ἐφυτεύθη ἀπό τήν ἀρχήν μέ κακόν σκοπόν, οὔτε ἀπηγορεύθη ἀπό φθόνον (ἄς μή φθάσουν μέχρις ἐκεῖ αἱ γλῶσσαι τῶν ἐχθρῶν τοῦ Θεοῦ, καί ἄς μήν μιμηθοῦν τόν ὄφιν!), ἀλλ᾽ ἦτο μέν καλόν ἐάν τό ἐδοκίμαζε κανείς εἰς τόν κατάλληλον καιρόν (διότι τό δένδρον, κατά τήν ἄποψίν μου, ἦτο ἡ θέα τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποίαν ἠμποροῦσαν νά πλησιάσουν χωρίς νά κινδυνεύουν μόνον ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι εἶχαν τελειοποιηθῆ μέ τήν ἄσκησιν), ἀλλά δέν ἦτο καλόν διά τούς ἀδοκιμάστους ἀκόμη καί τούς πιό λαιμάργους ὡς πρός τήν ἐπιθυμίαν, ὅπως ἡ σκληρά τροφή δέν εἶναι ὠφέλιμος δι᾽ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀκόμη ἀδύνατοι καί ἔχουν ἀνάγκην ἀπό γάλα. Ἀφοῦ δέ ἐξ αἰτίας τοῦ φθόνου τοῦ διαβόλου καί τῆς παρακινήσεως τῆς γυναικός, ἡ ὁποία ὑπέκυψε σάν πιό ἀδύνατη καί τόν παρεκίνησε καί αὐτόν σάν ἡ πιό κατάλληλη δι᾽ αὐτό (ἀλλοίμονον εἰς τήν ἀδυναμίαν μου! διότι ἡ ἀδυναμία τοῦ προπάτορος εἶναι καί ἰδική μου), ἐλησμόνησε μέν τήν ἐντολήν, ἡ ὁποία τοῦ εἶχε δοθῇ.

Ἐνικήθη ἀπό τήν προσωρινήν γευστικήν δοκιμήν καί ἔτσι ἐξεδιώχθη αὐτομάτως ἀπό τό δένδρον τῆς ζωῆς, ἀπό τόν Παράδεισον καί ἀπό τόν Θεόν ἐξ αἰτίας τῆς κακίας του, καί ἐνεδύθη μέ δερμάτινα ἐνδύματα (πιθανόν μέ τήν πιό βαρειά σάρκα, τήν φθαρτήν καί ἀντίθετον). Καί ὡσάν πρῶτον ἀποτέλεσμα ἀντιλαμβάνεται τήν καταισχύνην του καί κρύπτεται ἀπό τόν Θεόν. Κερδίζει, βεβαίως, κάτι ἀπ᾽ αὐτό: τό ὅτι γίνεται θνητός καί τό ὅτι διακόπτεται ἡ ἁμαρτία διά νά μήν γίνῃ ἀθάνατον τό κακόν, καί ἔτσι ἡ τιμωρία ἀποβαίνει φιλανθρωπία. Διότι ἐγώ ἔτσι πιστεύω ὅτι τιμωρεῖ ὁ Θεός.

Ἀφοῦ δέ ἐτιμωρήθη προηγουμένως διά τά πολλά ἁμαρτήματα (ἀπό τά ὁποῖα ἐφύτρωσεν ἡ ρίζα τῆς κακίας) ἀπό διαφόρους αἰτίας καί κατά διαφόρους χρόνους, μέ τόν λόγον, τόν νόμον, τούς προφήτας, τάς εὐεργεσίας, τάς ἀπειλάς, τάς τιμωρίας, τάς πλημμύρας, τάς πυρκαϊάς, τούς πολέμους, τάς νίκας, τάς ἥττας, τά σημεῖα ἀπό τόν οὐρανόν , τά σημεῖα ἀπό τόν ἀέρα, τήν γῆν καί τήν θάλασσαν, μέ τάς ἀνελπίστους μεταβολάς ἀνθρώπων, πόλεων καί λαῶν, πράγματα τά ὁποῖα ἀποσκοποῦσαν εἰς τό νά ἐξαφανισθῇ ἡ κακία, ἔχει ἀνάγκην τελικά ἀπό κάποιο ἰσχυρότερον φάρμακον διά τάς φοβερωτέρας ἀσθενείας, τάς ἀδελφοκτονίας δηλαδή, τάς μοιχείας, τάς ἐπιορκίας, τάς ἀνωμάλους ἐπιθυμίας καί τό χειρότερον καί μεγαλύτερον ἀπό ὅλα τά κακά, τήν εἰδωλολατρείαν καί τήν μετατόπισιν τῆς προσκυνήσεως ἀπό τόν δημιουργόν εἰς τά δημιουργήματα.

Ἐπειδή δέ εἶχεν ἀνάγκην ἀπό μεγαλυτέραν βοήθειαν, τοῦ δίδεται καί τέτοια: Ἦτο δέ ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ὁ προαιώνιος, ὁ ἀόρατος, ὁ μή δυνάμενος νά περιορισθῇ, ὁ ἀσώματος, ἡ Ἀρχή ἡ προερχομένη ἀπό τήν Ἀρχήν, τό Φῶς τό προερχόμενον ἐκ τοῦ Φωτός, ἡ πηγή τῆς ἀθανασίας καί τῆς ζωῆς, τό ἀντίγραφον τοῦ πρωτοτύπου κάλλους, ἡ ἀναλλοίωτος σφραγίς, ἡ ἀπαράλλακτος εἰκών, ὁ ὅρος καί ὁ Λόγος τοῦ Πατρός. Αὐτός εἰσέρχεται εἰς τήν ἰδίαν τήν εἰκόνα Του, ἐνδύεται μέ σάρκα πρός χάριν τῆς σαρκός καί μέ ψυχήν πνευματικήν πρός χάριν τῆς ψυχῆς μου, καθαρίζων ἔτσι τό ὅμοιον μέ τό ὅμοιόν Του. Καί γίνεται κατά πάντα, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτίαν, τέλειος ἄνθρωπος (Ἑβρ. 4, 15). Γεννηθείς μέν ἀπό τήν Παρθένον, τῆς ὁποίας καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα εἶχε καθαρισθῆ προηγουμένως ἀπό τό Πνεῦμα (διότι ἔπρεπε μέν καί νά τιμηθῇ ἡ γέννησις, ἀλλά καί νά προτιμηθῇ ἡ παρθενία), παραμείνας δέ Θεός μετά τήν πρόσληψιν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Γενόμενος ἕν ἀπό τά δύο ἀντίθετα, ἀπό τήν σάρκα δηλαδή καί τό Πνεῦμα, ἀπό τά ὁποῖα τό μέν ἕνα ἔκαμε τό ἄλλο Θεόν, ἐνῷ τό ἄλλο ἔγινε Θεός. Ὤ πόσον ἀξιοθαύμαστος εἶναι ἡ νέα ἕνωσις!

Ὤ πόσον παράδοξος εἶναι ἡ σύνθεσις! Ὁ ὑπάρχων δημιουργεῖται, ὁ ἀδημιούργητος πλάθεται, καί ὁ ἀπεριόριστος περιορίζεται διά μέσου τῆς νοερᾶς ψυχῆς, ἡ ὁποία μεσιτεύει εἰς τήν Θεότητα καί διά μέσου τῆς ὑλικῆς φύσεως τῆς σαρκός. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δίδει τόν πλοῦτον, γίνεται πτωχός, διότι γίνεται πτωχός κατά τό ὅτι παίρνει τήν σάρκα μου διά νά γίνω ἐγώ πλούσιος μέ τήν θεότητά Του. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι γεμᾶτος ἀδειάζει.διότι ἀδειάζει ἀπό τήν δόξαν Του δι᾽ ὀλίγον καιρόν, διά νά γευθῶ ἐγώ τήν πληρότητά Του. Ποῖος εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητος; Ποῖον εἶναι τό μυστήριον τό ὁποῖον μέ περιβάλλει; Ἔλαβα τήν θείαν εἰκόνα καί δέν τήν ἐφύλαξα. Παίρνει τήν σάρκα μου, καί διά νά διατηρήσῃ τήν εἰκόνα, ἀλλά καί διά νά κάμῃ ἀθάνατον τήν σάρκα. Ἔρχεται εἰς δευτέραν συνάφειαν πολύ πιό παράδοξον ἀπό τήν πρώτην, καθόσον, τότε μέν ἔδωσε τό καλύτερον, τώρα δέ παίρνει τό χειρότερον. Αὐτό εἶναι ἀκόμη πιό ταιριαστόν εἰς τόν Θεόν, αὐτό εἶναι, δι᾽ ὅσους διαθέτουν κρίσιν, ἀκόμη πιό ὑψηλόν.

«Ἀλλά τί μᾶς ἐνδιαφέρουν αὐτά;», θά ἠμποροῦσε νά εἴπῃ κάποιος ἀπό τούς πολύ φιλεόρτους καί ἐνθουσιώδεις πιστούς. «Σπηρούνισε τό πουλάρι, διά νά φθάσωμεν εἰς τό τέρμα». «Μίλησέ μας διά τήν ἑορτήν καί δι᾽ ἐκεῖνα διά τά ὁποῖα ἔχομεν συγκεντρωθῆ σήμερα». Αὐτό λοιπόν καί θά κάμω, ἔστω καί ἄν ἄρχισα κάπως ἀπό ὑψηλότερα πράγματα, ἐπειδή μέ παρακινοῦσε ὁ πόθος καί μέ παρέσυρεν ἡ ρύμη τοῦ λόγου. Δέν θά ἦτο δέ ἴσως ἄσχημον διά τούς φιλομαθεῖς καί φιλοκάλους νά ἐξετάσωμεν δι᾽ ὀλίγων τά σχετικά μέ τήν ἰδίαν τήν ὀνομασίαν τοῦ Πάσχα. Κάτι τέτοιο δέν θά ἀποτελοῦσε ἄσχημον ἐμπειρίαν διά τήν ἀκοήν μας. Τό Πάσχα αὐτό, τό μέγα καί ἀξιοσέβαστον, ἀποκαλεῖται ἀπό τούς Ἑβραίους Φάσκα σύμφωνα μέ τήν γλῶσσαν των.

Ἡ ὀνομασία δέ αὐτή σημαίνει τό πέρασμα, ἱστορικῶς μέ τήν φυγήν ἀπό τήν Αἴγυπτον καί τήν μετανάστευσιν εἰς τήν γῆν Χαναάν, πνευματικῶς δέ τήν ἀνάβασιν καί τήν πρόοδον ἐκ τῶν κάτω πρός τά ἄνω καί πρός τήν γῆν τῆς ἐπαγγελίας. Ἐκεῖνο δέ τό ὁποῖον ἔχομεν ἴδει νά συμβαίνῃ εἰς πολλά σημεῖα τῆς Γραφῆς, τό νά μεταπλάθωνται δηλαδή ὡρισμένα ὀνόματα ἀπό μίαν κάπως ἀσαφῆ ἔννοιαν εἰς κάποιαν σαφεστέραν, ἤ ἀπό μίαν κάπως τραχεῖαν εἰς κάποιαν πιό εὐπρεπῆ, τό βλέπομεν νά συμβαίνῃ καί ἐδῶ. Διότι, ἐπειδή ὡρισμένοι ἐνόμισαν ὅτι τό «φάσκα» ἀποτελοῦσε τήν ὀνομασίαν τοῦ σωτηρίου πάθους, ἀφοῦ ἐξελλήνισαν ἐν συνεχείᾳ τήν ὀνομασίαν, συμφώνως πρός τήν μεταβολήν τοῦ φῖ εἰς πῖ καί τοῦ κάππα εἰς χῖ, ἀπεκάλεσαν τήν ἡμέραν Πάσχα. Ἀφοῦ δέ παρέλαβεν ἡ συνήθεια τήν ὀνομασίαν, τήν ἰσχυροποίησεν ἀκόμη περισσότερον, ἐπειδή ἡ ἀκοή τῶν πολλῶν ἀποδέχεται μέ περισσοτέραν εὐχαρίστησιν τήν ὀνομασίαν αὐτήν ὡς πιό εὐσεβῆ.

Ὁ θεῖος μέν λοιπόν Ἀπόστολος ἀπεφάνθη πρίν ἀπό ἡμᾶς ὅτι ὁλόκληρος ὁ νόμος εἶναι σκιά τῶν μελλόντων (Κολ. 2, 17) καί ἐκείνων τά ὁποῖα γίνονται ἀντιληπτά ἀπό τήν ψυχήν καί τήν διάνοιαν. Ἐπίσης καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος πρίν ἀπό τόν Ἀπόστολον εἶχεν ἐμφανισθῆ εἰς τόν Μωϋσῆ ὅταν ἔδιδε τόν νόμον γύρω ἀπ᾽ αὐτά τά πράγματα. Διότι λέγει: «Φρόντισε νά κάνῃς τά πάντα συμφώνως πρός τόν τύπον ὁ ὁποῖος σοῦ ὑπεδείχθη εἰς τό ὄρος», ἐμφανίζων ἔτσι ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔβλεπεν ὁ Μωϋσῆς ὡσάν σκιαγράφησιν, τρόπον τινά, καί προτύπωσιν ἐκείνων τά ὁποῖα δέν ἐφαίνοντο.

Καί πιστεύω ὅτι τίποτε δέν ἔχει διαταχθῆ εἰς τήν τύχην, οὔτε χωρίς λογικήν αἰτίαν , οὔτε κατά τρόπον ταπεινόν, οὔτε κατά τρόπον ἀνάξιον πρός τήν νομοθεσίαν τοῦ Θεοῦ καί τήν ὑπηρεσίαν τοῦ Μωϋσέως, ἔστω καί ἄν εἶναι δύσκολον νά εὑρεθῇ τό πνευματικόν στοιχεῖον τό ὁποῖον ἀντιστοιχεῖ εἰς κάθε μίαν ἀπό τάς σκιάς ὅταν τάς ἐξετάσωμεν λεπτομερῶς, δηλαδή τά ὅσα ἔχουν νομοθετηθῆ σχετικά μέ τήν ἰδίαν τήν σκηνήν, τάς διαστάσεις της, τά ὑλικά κατασκευῆς της, τούς Λευΐτας καί λειτουργούς, οἱ ὁποῖοι τά βαστάζουν, καί τά σχετικά μέ τάς θυσίας, μέ τούς καθαρισμούς καί μέ τάς προσφοράς.

Γίνονται δέ αὐτά κατανοητά μόνον ἀπό ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ὁμοιάζουν ὡς πρός τήν ἀρετήν εἰς τόν Μωϋσῆ, ἤ ἀπό ἐκείνους πού ἔχουν παραπλησίαν πρός αὐτόν μόρφωσιν. Ἐπειδή καί εἰς τό ἴδιο τό ὄρος ὁ Θεός ἐμφανίζεται εἰς τούς ἀνθρώπους, ἀφ᾽ ἑνός μέν καταβαίνων ὁ ἴδιος ἀπό τήν ὑψηλήν του θέσιν, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ ἀνυψώνων ἡμᾶς ἀπό τήν γηΐνην ταπείνωσιν, διά νά εἰσέλθῃ κάπως καί ὅσον εἶναι ἀσφαλές Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δέν ἠμπορεῖ νά περιορισθῇ εἰς τήν θνητήν ἀνθρωπίνην φύσιν. Διότι δέν θά ἦτο δυνατόν κατ᾽ ἄλλον τρόπον νά κατανοήσῃ τόν Θεόν τό ὑλικόν σῶμα καί ὁ δέσμιος εἰς τήν ὕλην νοῦς, ἐάν δέν βοηθηθῇ.

Τότε λοιπόν δέν φαίνεται ὅτι ὅλοι ἔχουν ἀξιωθῆ νά εὑρίσκωνται εἰς τήν ἰδίαν τάξιν καί στάσιν, ἀλλά ἄλλος μέν εἶναι ἄξιος διά τήν μίαν ἄλλος δέ διά τήν ἄλλην, ἀναλόγως, ὅπως νομίζω, πρός τήν καθαρότητά του ὁ καθένας. Ἄλλοι δέ, ὅσοι εἶναι ὅμοιοι μέ τά θηρία ὡς πρός τήν συμπεριφοράν καί ἀνάξιοι διά τά θεῖα μυστήρια, ἔχουν ἀπομακρυνθῆ ὁλότελα καί τό μόνον τό ὁποῖον τούς ἐπιτρέπεται εἶναι νά ἀκούουν τήν φωνήν τοῦ Θεοῦ.

Ἡμεῖς ὅμως, ἀκολουθοῦντες τήν μέσην ὁδόν μεταξύ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὁλότελα ὑλικήν διάνοιαν καί ἐκείνων οἱ ὁποῖοι εἶναι πολύ θεωρητικοί καί προηγμένοι εἰς τά πνευματικά, διά νά μήν μένωμεν οὔτε ἐντελῶς ἄπρακτοι καί ἀκίνητοι, διά νά μήν γίνωμεν ἀνάξιοι καί ξένοι δι᾽ ἐκεῖνα τά ὁποῖα μᾶς προσφέρονται (διότι τό μέν πρῶτον εἶναι κατά κάποιον τρόπον Ἰουδαϊκόν καί ἀνάξιον, τό δέ ἄλλο ἴδιον ἐκείνων οἱ ὁποῖοι μαντεύουν ἀπό τά ὄνειρα, καί τά δύο δέ ἐξ ἴσου κατακριτέα), ἔτσι ἄς ὁμιλήσωμεν διά τά πράγματα αὐτά, κατά τρόπον δηλαδή προσιτόν πρός ἡμᾶς καί ὄχι πολύ παράδοξον καί καταγέλαστον εἰς τούς πολλούς. Διότι νομίζομεν ὅτι, ἐπειδή ἐπέσαμεν ἀπ᾽ ἀρχῆς ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας καί παρεσύρθημεν ἀπό τήν ἡδονήν καί ἐφθάσαμεν μέχρι τοῦ νά γίνωμεν εἰδωλολάτραι καί νά κάνωμεν αἰσχράς θυσίας, ἔπρεπε νά συνέλθωμεν πάλιν καί νά ἐπιστρέψωμεν εἰς τήν πρώτην κατάστασιν διά τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ καί Πατρός ἡμῶν, ὁ ὁποῖος δέν ἀνείχετο νά ζημιωθῇ τόσον τό ἔργον τῆς χειρός Του, ὁ ἄνθρωπος.

Πῶς λοιπόν πρέπει νά ἀναπλασθῶμεν καί τί νά γίνωμεν; Πρέπει μέν νά ἀποδοκιμασθῇ ἡ αὐστηρά θεραπεία, ἐπειδή δέν ἠμπορεῖ οὔτε νά πείσῃ οὔτε νά κτυπήσῃ τό κακόν, τό ὁποῖον ἔχει γίνει δευτέρα φύσις ἀπό τήν συνήθειαν, νά χρησιμοποιηθῇ δέ ἡ ἐπιεικής καί φιλάνθρωπος μέθοδος τῆς θεραπείας, διά νά ἐπιτευχθῇ ἡ διόρθωσις. Διότι οὔτε βλαστός ὁ ὁποῖος ἔχει κυρτώσει δέν ἠμπορεῖ νά ἀντέξῃ τήν ἀπότομον εὐθυγράμμισιν καί τήν βίαν τῆς χειρός ἡ ὁποία προσπαθεῖ νά τόν εὐθυγραμμίσῃ (εὐκολώτερα μέν λοιπόν θά ἠμποροῦσε νά σπάσῃ παρά νά διορθωθῇ), οὔτε καί εὐέξαπτον καί ἠλικιωμένον ἄλογον, θά ἠμποροῦσε νά ἀνεχθῇ τήν ἐξουσίαν τοῦ χαλινοῦ, χωρίς κάποιο καλόπιασμα καί χαϊδευτικόν κάλεσμα.

Διά τοῦτο μᾶς ἔχει δοθῆ ὡς βοηθός ὁ νόμος, σάν ἕνα περιτείχισμα μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῶν εἰδώλων, ἀφ᾽ ἑνός μέν διά νά μᾶς ἐπαναφέρῃ εἰς τόν Θεόν. Καί συγχωρεῖ ὡρισμένα πράγματα εἰς τήν ἀρχήν, διά νά ἐπιτύχῃ τό πιό σπουδαῖον. Συγχωρεῖ κατ᾽ ἀρχήν τάς θυσίας, διά νά ἐγκαταστήσῃ μέσα μας τόν Θεόν. Ἔπειτα ὅμως, ὅταν φθάσῃ ὁ κατάλληλος καιρός, θά καταργήσῃ καί τάς θυσίας, θά μᾶς ἀλλάξῃ κατά τρόπον σοφόν μέ τμηματικάς μεταβολάς καί θά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τό Εὐαγγέλιον, ἀφοῦ θά εἴμεθα ἤδη προετοιμασμένοι νά τό ἀκολουθήσωμεν πειθήνια.

Ἔτσι μέν λοιπόν καί διά τόν λόγον αὐτόν μᾶς ἐδόθη ὁ γραπτός νόμος, ὁ ὁποῖος μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τόν Χριστόν, καί αὐτός εἶναι ὁ λόγος τῶν θυσιῶν, ὅπως πιστεύω ἐγώ. Διά νά μήν ἀγνοῇς δέ τό βάθος τῆς σοφίας καί τόν πλοῦτον τῶν ἀνεξιχνίαστων κριμάτων τοῦ Θεοῦ, δέν ἄφησεν οὔτε αὐτάς τάς θυσίας τελείως ἀνιέρους καί ἀτελεσφόρους οὔτε νά ἔχουν μόνον τήν σημασίαν τοῦ ἁπλοῦ αἵματος, ἀλλά εἰς τάς νομικάς θυσίας ἔχει ἀναμιχθῃ τό ἀθυσίαστον, ὅσον ἀφορᾷ εἰς τήν πρώτην φύσιν του, σφάγιον , διά νά τό εἴπω ἔτσι, τό ὁποῖον δέν καθαρίζει μόνον μικρόν μέρος τῆς οἰκουμένης οὔτε δι᾽ ὀλίγον μόνον χρόνον, ἀλλά καθαρίζει ὁλόκληρον τόν κόσμον καί μάλιστα εἰς τούς αἰῶνας.

Διά τόν λόγον αὐτόν λαμβάνεται ὡς σφάγιον ἀφ᾽ ἑνός μέν πρόβατον (Ἐξ. 12, 3 ἑ.), λόγῳ τῆς ἀθωότητός του καί τοῦ ὅτι ἀποτελοῦσε τό ἔνδυμα τῆς ἀρχαίας γυμνότητος (διότι τέτοιο ἦτο τό σφάγιον τό ὁποῖον ἐθυσιάσθη πρός χάριν μας, τό ὁποῖον καί εἶναι καί ὀνομάζεται ἔνδυμα ἀφθαρσίας), ἀφ᾽ ἑτέρου δέ ἀρτιμελές, ὄχι μόνον λόγῳ τῆς Θεότητος, ἀπό τήν ὁποίαν δέν ὑπάρχει τίποτε τελειότερον, ἀλλά καί λόγῳ τῆς ἀνθρωπότητος, ἡ ὁποία προσελήφθη καί ἐχρίσθη ἀπό τήν Θεότητα καί ἡ ὁποία ἔγινεν ὁμοία μέ ἐκεῖνο τό ὁποῖον τήν εἶχε χρίσει, καί τολμῶ νά τό εἴπω, ὁμοία μέ τόν Θεόν. Λαμβάνεται δέ πρόβατον ἄρρεν ἐπειδή προσφέρεται ὑπέρ τοῦ Ἀδάμ, ἤ καλύτερα, ἐπειδή τό πιό σταθερόν προσφέρεται ὑπέρ τοῦ σταθεροῦ, ἐκείνου ὁ ὁποῖος ὑπέκυψε πρῶτος εἰς τήν ἁμαρτίαν, ἤ τέλος, ἐπειδή δέν φέρει ἐπάνω του κανένα θηλυκόν καί ἀδύνατον χαρακτηριστικόν καί ἐπειδή ἀπεσπάσθη βιαίως ἀπό τούς παρθενικούς καί μητρικούς δεσμούς καί ἐγεννήθη ἄρρεν ἀπό τήν προφήτιδα, ὅπως ὑπόσχεται ὁ Ἠσαΐας (Ἠσ. 8, 3). Ἑνός ἔτους δέ ὡσάν ἥλιον δικαιοσύνης ἤ προερχόμενον ἀπ᾽ αὐτόν ἤ περιοριζόμενον ἀπό ἐκεῖνο τό ὁποῖον φαίνεται καί ἐπανερχόμενον εἰς τόν ἑαυτόν του, τό ὁποῖον εὐλογεῖται ὡς στέφανος ἀγαθότητος (Ψαλμ. 64, 12) καί εἶναι ἀπό ὅλας τάς πλευράς ἴσον καί ὅμοιον πρός τόν ἑαυτόν του, ὄχι μόνον δέ διά τόν λόγον αὐτόν, ἀλλά καί ἐπειδή δίδει ζωήν εἰς τόν κύκλον τῶν ἀρετῶν, αἱ ὁποῖαι ἀναμιγνύονται καί ἀλληλοσυμπληρώνονται συμφώνως πρός τόν νόμον τῆς φιλίας καί τῆς ἁρμονίας. Καθαρόν δέ καί γνήσιον, ἐπειδή θεραπεύει ἀπό τάς κατηγορίας καί ἀπό τά ἐλαττώματα καί τούς μολυσμούς τῆς κακίας. Διότι ἄν καί ἐσήκωσε τάς ἁμαρτίας μας καί ἐβάστασε τάς ἀσθενείας μας (Ἠσ. 53, 4), ὁ Ἴδιος δέν ἔπαθε τίποτε ἀπό ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔχουν ἀνάγκην θεραπείας. Διότι ἐδοκιμάσθη καθ᾽ ὅλα ὅπως καί ἡμεῖς, ἀλλά παρέμεινεν ἀναμάρτητος (Ἑβρ. 4, 15), ἐπειδή ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κατεδίωξε τό φῶς τό ὁποῖον φωτίζει εἰς τό σκότος (Ἰω. 1, 5), δέν κατώρθωσε νά τόν νικήσῃ.

Τί ἀκόμη; Εἰσάγεται μέν ὁ πρῶτος μήνας, ἤ, καλύτερα, ἡ ἀρχή τῶν μηνῶν (Ἐξ. 12, 2), εἴτε ἐπειδή ἦταν τέτοιος ἀπό τήν ἀρχήν διά τούς Ἰουδαίους εἴτε ἐπειδή ἔγινε κατόπιν διά τόν λόγον αὐτόν καί ἔλαβεν ἀπό τό μυστήριον τό νά εἶναι πρῶτος. Ἀκόμη δέ ἡ δεκάτη τοῦ μηνός, ἐπειδή τό δέκα εἶναι ὁ πιό πλήρης ἀπ᾽ ὅλους τούς ἀριθμούς, ἡ πρώτη τελεία μονάς ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπό μονάδας καί ἡ ὁποία δημιουργεῖ τελειότητα. Διατηρεῖται δέ εἰς τήν πέμπτην ἡμέραν, ἴσως ἐπειδή τό θύμα διά τό ὁποῖον ὁμιλῶ καθαρίζει τάς αἰσθήσεις ἀπό τάς ὁποίας προῆλθε τό παράπτωμα καί γύρω ἀπό τάς ὁποίας διεξάγεται ὁ πόλεμος, ἐπειδή αὐταί δέχονται τό κεντρί τῆς ἁμαρτίας. Ἐκλέγεται δέ ὄχι μόνον ἀπό τά ἀρνία (Ἐξ. 12, 5) ἀλλά καί ἀπό τό χειρότερον εἶδος καί ἀπό τήν ἀριστεράν χεῖρα τῶν ἐριφίων (Ματθ. 25, 33), ἐπειδή δέν θυσιάζεται μόνον διά τούς δικαίους ἀλλά καί διά τούς ἁμαρτωλούς. Μάλιστα δέ πρό παντός δι᾽ αὐτούς, καθόσον ἡμεῖς ἔχομεν ἀνάγκην μεγαλυτέρας φιλανθρωπίας.

Δέν εἶναι δέ παράδοξον ἐάν τό πρόβατον ἀναζητῆται μέν κατ᾽ ἀρχήν εἰς κάθε οἰκίαν καί ἐάν δέν εὑρεθῇ τότε ἀνευρίσκεται κατόπιν ἐράνου, λόγῳ τῆς πτωχείας ἡ ὁποία ἐπικρατεῖ, ἀπό τούς οἴκους τῶν μεγάλων οἰκογενειῶν, ἐπειδή τό καλύτερον μέν εἶναι νά ἔχῃ τήν ἱκανότητα ὁ καθένας νά τελειωθῇ προσωπικά καί νά προσφέρῃ ζωντανήν καί ἁγίαν θυσίαν εἰς τόν Θεόν ὁ ὁποῖος τόν καλεῖ, καθαγιαζόμενος πάντοτε καί μέ κάθε μέσον. Ἄν δέ αὐτό δέν εἶναι δυνατόν, τότε ἄς χρησιμοποιήσωμεν καί συνεργούς εἰς αὐτό ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶναι συγγενεῖς μέ ἡμᾶς ὡς πρός τήν ἀρετήν καί ἄνθρωποι τοῦ ἰδίου ἤθους. Διότι αὐτό νομίζω ὅτι θέλει νά δείξη τό παράδειγμα, τό νά ἐρχόμεθα εἰς ἐπαφήν μέ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται πολύ κοντά εἰς τό σφάγιον, ἐάν αὐτό ἤθελε χρειασθῆ.

Ἀπ᾽ ἐδῶ προέρχεται ἡ «ἱερά νύξ», ἡ ἀντίθετος τῆς νυκτός ἡ ὁποία εἶναι διασκορπισμένη εἰς τόν παρόντα βίον, κατά τήν ὁποίαν διαλύεται τό πρωτόγονον σκότος καί τά πάντα ἔρχονται εἰς τό φῶς, τακτοποιοῦνται καί ἀποκτοῦν μορφήν καί ἔτσι ἀποκτᾷ ὡραιότητα ἡ προηγουμένη ἀσχήμια. Ἀπό ἐδῶ ἀπομακρυνόμεθα ἀπό τήν Αἴγυπτον, τήν σκυθρωπήν ἁμαρτίαν ἡ ὁποία μᾶς καταδιώκει, ἀπό τόν Φαραώ τόν ἀόρατον τύραννον καί ἀπό τούς σκληρούς ἐργοδότας, καί μεταφερόμεθα εἰς τόν οὐράνιον κόσμον. Καί ἀπελευθερωνόμεθα ἀπό τόν πηλόν καί τήν κατασκευήν πλίνθων, ἀπό τήν ἀχυρένια καί εὔθραυστον κατασκευήν τοῦ σώματος, ἡ ὁποία εἰς τούς πολλούς δέν ἔχει οὔτε κἄν τήν ἀντοχήν ἀχυρένιων λογισμῶν. Ἀπό ἐδῶ θυσιάζεται ὁ ἀμνός καί σφραγίζονται μέ τό τίμιον αἷμα ἡ πρᾶξις καί ὁ λόγος, δηλαδή ἡ συνήθεια καί ἡ ἐνέργεια, αἱ ὁποῖαι στέκονται εἰς τάς θύρας μας –λέγω δέ θύρας τά κινήματα καί τά δόγματα τοῦ νοῦ, τά ὁποῖα ἀνοίγουν καί κλείονται καλῶς ἀπό τήν θεωρίαν− ἐπειδή κατά κάποιον τρόπον ἡ θεωρία ἀποτελεῖ τό μέτρον τῆς πνευματικῆς ἱκανότητάς μας.

Ἀπό ἐδῶ δίδεται ἡ τελευταία καί πιό βαρεῖα πληγή εἰς τούς διώκτας καί ἡ ὁποία ἀξίζει πραγματικά εἰς τούς διώκτας, καί ἡ Αἴγυπτος θρηνεῖ τά πρωτότοκα τῶν λογισμῶν καί τῶν πράξεών της (τό ὁποῖον ὀνομάζεται καί ἐξυψώνεται ὡς σπέρμα Χαλδαϊκόν ἀπό τήν Γραφήν (Ἰουδίθ 5, 6) καί νήπια τῆς Βαβυλῶνος τά ὁποῖα ρίπτονται μέ δύναμιν ἐπάνω εἰς τήν πέτραν καί διαλύονται (Ψαλμ. 136, 89), καί τά πάντα εἶναι γεμᾶτα ἀπό τήν βοήν καί τήν κραυγήν τῶν Αἰγυπτίων, ἐνῷ ἀπό ἡμᾶς θά ἀπομακρυνθῇ ἐξ αἰτίας τῆς θυσίας τοῦ ἀρνίου ὁ ἐξολοθρευτής ἄγγελος, ἀπό σεβασμόν καί φόβον διά τό χρίσιμον τῆς θύρας.

Ἀπό ἐδῶ προέρχεται καί τό ἑπταήμερον φούσκωμα τῆς ζύμης (Ἐξ. 12, 19) (διότι τό ἑπτά εἶναι ὁ πιό μυστικός ἀπό τούς ἀριθμούς, ὁ ὀποῖος ἀντιστοιχεῖ πρός τόν κόσμον αὐτόν), τῆς παλαιᾶς καί ξυνῆς κακίας (διότι δέν προέρχεται ἀπό ἐκείνην ἡ ὁποία δημιουργεῖ τό ψωμί καί ζωογονεῖ), διά νά μήν διατρεφώμεθα μέ τό Αἰγυπτιακόν προζύμι καί τό λείψανον τῆς φαρισαϊκῆς διδασκαλίας (Ματθ. 16,6).

Καί αὐτοί μέν ἄς θρηνοῦν, ἀπό ἡμᾶς δέ θά φαγωθῇ τό ἀρνί. Θά φαγωθῇ δέ κατά τήν ἑσπέραν (Ἐξ. 12, 18), ἐπειδή τό πάθος τοῦ Χριστοῦ ἔγινε διά τό τέλος τῶν αἰώνων, καί ἐπειδή παρέδωσε τό Μυστήριον εἰς τούς μαθητάς Του κατά τήν ἑσπέραν, διαλύων τήν σκοτοδίνην τῆς ἁμαρτίας. Δέν μαγειρεύεται δέ ἀλλά προσφέρεται ψητόν, διά νά μήν ἔχῃ ὁ λόγος μας τίποτε τό ρευστόν καί εὐκολοδιάλυτον, ἀλλά νά εἶναι καλοστημένος καί σταθερός καί δοκιμασμένος ἀπό τό πῦρ τό ὁποῖον καθαρίζει, καί ἐλεύθερος ἀπό κάθε τι τό γήϊνον καί ἀπέριττος, καί νά βοηθούμεθα ἀπό τά καλά κάρβουνα, τά ὁποῖα ἀνάπτονται ἀπό Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἦλθε νά βάλῃ φωτιάν εἰς τήν γῆν (Λουκᾶ 12, 49), τήν φωτιάν ἐκείνην ἡ ὁποία κατακαίει τάς πονηράς συνηθείας καί ἡ ὁποία ἐπιταχύνει τό ἄναμμα.

Ὅσον μέν λοιπόν μέρος τοῦ λόγου εἶναι σαρκῶδες καί φαγώσιμον, θά φαγωθῇ καί θά καταναλωθῇ (Ἐξ. 12, 8 ἑ.) μαζί μέ τά ἐντόσθια καί τά κρυφά μέρη τοῦ νοῦ καί θά παραδοθῇ εἰς πνευματικήν χώνευσιν μέχρι τό κεφάλι καί μέχρι τά πόδια, μέχρι δηλαδή τάς πρώτας ἐνατενίσεις τῆς θεότητος καί τάς τελευταίας σκέψεις περί τῆς σαρκώσεως. Δέν θά βγάλωμεν δέ τίποτε ἔξω ἀπό τήν οἰκίαν, οὔτε καί θά κρατήσωμεν τίποτε διά τήν ἑπομένην ἡμέραν (Ἐξ. 12, 10), ἐπειδή τά περισσότερα ἀπό τά Μυστήριά μας δέν πρέπει νά παρουσιάζωνται εἰς τούς ἐκτός τῆς πίστεως, ἐπειδή δέν ὑπάρχει κάθαρσις ἡ ὁποία νά ξεπερνᾷ αὐτήν τήν νύκτα καί ἐπειδή δι᾽ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν γίνει κοινωνοί τοῦ Λόγου δέν εἶναι πρᾶγμα ἀξιέπαινον ἡ ἀναβολή. Διότι, ὅπως εἶναι καλόν καί ἀγαπητόν εἰς τόν Θεόν, νά μή διατηρῆται ἡ ὀργή μέχρι νά τελειώσῃ ἡ ἡμέρα, ἀλλά νά ἐξαφανίζεται πρίν ἀπό τήν δύσιν τοῦ ἡλίου (Ἐφ. 4, 26), ὅπως καί νά τό ἐκλάβῃς αὐτό, εἴτε ἀπό χρονικήν εἴτε καί ἀπό πνευματικήν ἄποψιν (διότι δέν εἶναι δι᾽ ἡμᾶς ἀσφαλές τό νά δύῃ ἡ ἥλιος ἐνῷ διατηροῦμεν ἀκόμη τήν ὀργήν μας), ἔτσι δέν πρέπει καί τό φαγητόν αὐτό νά διατηρῆται καθ᾽ ὅλην τήν διάρκειαν τῆς νυκτός, οὔτε νά φυλάσσεται διά τήν ἑπομένην.

Ὅσον δέ μέρος ἔχει κόκκαλα καί δέν ἠμπορεῖ νά φαγωθῇ οὔτε νά γίνῃ ἀπό ἡμᾶς κατανοητόν, δέν πρέπει νά θραυσθῇ (Ἐξ. 12, 46), διαμοιραζόμενον καί κατανοούμενον κατά τρόπον ἐσφαλμένον (διότι θά παραλείψω νά εἴπω ὅτι καί ἀπό τόν Ἰησοῦν, συμφώνως πρός τήν ἱστορίαν, δέν ἐθραύσθη τίποτε (Ἰω. 19, 36), ἄν καί οἱ σταυρωταί ἤθελαν νά ἐπισπεύσουν τόν θάνατόν Του ἐξ αἰτίας τοῦ Σαββάτου), οὔτε νά ἀπορριφθῇ καί νά συρθῇ ἐδῶ καί ἐκεῖ διά νά μήν δοθοῦν τά ἅγια εἰς τούς σκύλους, εἰς τούς κακούς κατασπαρακτάς τοῦ Λόγου, ὅπως δέν πρέπει ἐπίσης νά δοθῇ εἰς τούς χοίρους ἡ λαμπρότης καί τό μαργαριτάρι τοῦ Λόγου (Ματθ. 7, 6), ἀλλά θά πρέπει νά καταναλωθῇ ἀπό τήν φωτιάν ἡ ὁποία κατακαίει καί τά ὁλοκαυτώματα, νά ἐκλεπτυνθῇ καί νά διατηρηθῇ ἀπό τό Πνεῦμα τό ὁποῖον ἐρευνᾷ καί γνωρίζει τά πάντα, καί νά μήν χαθῇ μέσα εἰς τά ὕδατα, οὔτε νά διασπαρῇ, ὅπως συνέβη μέ τήν κεφαλήν τοῦ μόσχου τήν ὁποίαν ἐσχεδίασεν ὁ Μωϋσῆς διά τόν Ἰσραηλιτικόν λαόν διά νά κατακρίνῃ τήν σκληρότητά του (Ἐξ. 32, 19 ἑ.).

Ἀξίζει δέ νά μήν παραβλέψωμεν οὔτε τόν τρόπον κατά τόν ὁποῖον ἐτρώγετο τό ἀρνί, ἐπειδή αὐτό δέν τό ἔκαμεν οὔτε ὁ νόμος, ὁ ὁποῖος ἀρέσκεται νά κρύβῃ τήν θεωρίαν (τό πνεῦμα) μέ τό γράμμα του. Διότι θά καταναλώσωμεν τό σφάγιον μέ ζῆλον καί θά φάγωμεν ἄζυμα μαζί μέ πικρά χόρτα καί θά σφίξωμεν μέ ζώνην τήν μέσην μας καί θά δέσωμεν τά ὑποδήματά μας καί θά κρατήσωμεν μπαστούνι (Ἐξ. 12, 8 ἑ) ὅπως οἱ γέροντες. Θά τά κάμωμεν δέ αὐτά μέ ζῆλον διά νά μήν πάθωμεν ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἔπαθεν ὁ Λώτ, ὁ ὁποῖος εἶχε δεχθῆ τήν ἀπαγορευτικήν ἐντολήν. Ἄς μήν κυττάξωμεν γύρω καί ἄς μήν σταματήσωμεν εἰς ὅλα τά περίχωρα.

Ἄς φθάσωμεν εἰς τό ὄρος, διά νά μήν καταστραφῶμεν ἀπό τό παράδοξον πῦρ τό ὁποῖον κατέφαγε τά Σόδομα καί διά νά μήν γίνωμεν στήλη ἅλατος (Γεν. 19, 12 ἑ.) ἀπό τήν ἐπιστροφήν εἰς τά χειρότερα πράγματα, πρᾶγμα τό ὁποῖον προκαλεῖ ἡ ἀργοπορία. Ἄς τό φάγωμεν δέ μέ πικρά χόρτα (Ἐξ. 12, 8), ἐπειδή ἡ σύμφωνος μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ζωή εἶναι δύσκολη καί ἀνηφορική, πρό παντός δι᾽ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται ἀκόμη εἰς τήν ἀρχήν, καί ἀπέχει πάρα πολύ ἀπό τήν ἡδονήν. Διότι, ἄν καί εἶναι καλός ὁ νέος ζυγός καί τό φορτίον ἐλαφρόν (Ματθ. 11, 30), ὅπως ἀκούεις, τοῦτο συμβαίνει λόγῳ τῆς ἐλπίδος καί τῆς ἀνταμοιβῆς, ἡ ὁποία εἶναι πολύ πιό πλουσιοπάροχη ἀπό τήν κακοπάθησιν εἰς τήν γῆν, ἐπειδή, ἀλλοιῶς, ποῖος δέν θά ἔλεγε ὅτι τό Εὐαγγέλιον εἶναι πολύ πιό κοπιαστικόν καί δύσκολον; Διότι, ἐνῷ ὁ νόμος ἀπαγορεύει τήν διάπραξιν τῶν ἁμαρτημάτων, ἐμεῖς κατηγορούμεθα καί διά τά αἴτια τῶν ἁμαρτημάτων, ὡσάν νά τά εἴχαμεν σχεδόν διαπράξει.

Ὁ νόμος λέγει: «Μή μοιχεύσῃς» (Ἐξ. 20, 13), ἐνῷ σύ παίρνεις τήν ἐντολήν νά μήν ἀποκτήσῃς οὔτε ἐπιθυμίαν (Ματθ. 5, 28), διά νά μήν δώσῃς εὐκαιρίαν μέ τό περίεργον καί πονηρόν βλέμμα νά ἀνάψῃ τό πάθος. Ἐκεῖνος λέγει: «μή φονεύσεις» (Ἐξ. 20, 15), ἐνῷ σύ παίρνεις τήν ἐντολήν ὄχι μόνον νά μήν ἀνταποδώσῃς τό κτύπημα, ἀλλά καί νά ἀφήσῃς τόν ἑαυτόν σου εἰς τήν διάθεσιν ἐκείνου ὁ ὁποῖος σέ ἐκτύπησε (Ματθ. 5, 39). Πόσον πιό φιλοσοφημένα εἶναι αὐτά ἀπό ἐκεῖνα! Ὁ νόμος λέγει: «μή παραβῇς τόν ὅρκον σου» (Ἐξ. 20, 7), ἐνῷ σύ παίρνεις τήν ἐντολήν νά μήν ὁρκισθῇς καθόλου (Ματθ. 5, 34), οὔτε μικρόν οὔτε μεγαλύτερον ὅρκον, ἐπειδή ὁ ὅρκος γεννᾷ τήν ἐπιορκίαν. Ἐκεῖνος λέγει νά μήν προσαρτίσῃς ἄλλην οἰκίαν εἰς τήν οἰκίαν σου καί ἄλλον ἀγρόν εἰς τόν ἀγρόν σου (Ἠσ. 5, 8) καταπιέζων τόν πτωχόν, ἐνῷ σύ παίρνεις τήν ἐντολήν νά ἀποχωρισθῇς μέ προθυμίαν καί ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀπέκτησες δικαίως καί νά γυμνωθῇς πρός χάριν τῶν πτωχῶν, διά νά σηκώνῃς μέ εὐκολίαν τόν σταυρόν καί νά γίνῃς πλούσιος ἀπό ἀγαθά τά ὁποῖα δέν φαίνονται (Ματθ. 19, 21).

Ἡ μέση δέ εἰς τά ἄλογα μέν ἄς μένῃ χαλαρή καί χωρίς περίδεσιν (πρβλ. Ἐξ. 12, 11), ἐπειδή δέν διαθέτουν τήν λογικήν ἡ ὁποία χαλιναγωγεῖ τάς ἡδονάς (δέν θά ἰσχυρισθῶ ὅτι καί ἐκεῖνα γνωρίζουν περιορισμόν τῆς φυσικῆς των ὁρμῆς), ἐνῷ σύ πρέπει νά χαλιναγωγῇς μέ ζώνην καί μέ τήν σύνεσιν τάς ἐπιθυμίας καί τήν διάθεσιν διά χρεμέτισμα (Ἰερεμ. 5,8) (ὅπως λέγει ἡ Γραφή, ἡ ὁποία διασύρει μέ τόν τρόπον αὐτόν τήν αἰσχρότητα τοῦ πάθους), διά νά τρώγῃς καθαρός τό Πάσχα, ἀφοῦ νεκρώσῃς τά γήϊνα μέλη σου (Κολ. 3,5) καί ἀφοῦ μιμηθῇς τήν ζώνην τοῦ Ἰωάννου (Ματθ. 3, 4) τοῦ ἐρημίτου, τοῦ Προδρόμου καί μεγάλου Κήρυκος τῆς ἀληθείας. Γνωρίζω καί ἄλλην ζώνην – ἐννοῶ τήν στρατιωτικήν καί ἀνδρικήν – ἀπό τήν ὁποίαν ὀνομάζονται ὡρισμένοι Σύροι εὔζωνοι ἤ μονόζωνοι (Δ’ Βασ. 5, 2), καί λόγῳ τῆς ὁποίας ὁ Θεός ἀπευθυνόμενος πρός τόν Ἰώβ λέγει: «δέσε μέ ζώνην ὡς ἄνδρας τήν μέσην σου καί δός μου ἀπάντησιν ἀνδρικήν» (Ἰώβ 38, 3).

Αὐτήν ὑπερηφανεύεται καί ὁ θεῖος Δαυίδ ὅτι ἔχει περιζωσθῇ ὡς δύναμιν ἐκ Θεοῦ (Ψαλμ. 17, 33) καί παρουσιάζει τόν Θεόν ὡς ἐνδεδυμένον καί περιζωσμένον μέ δύναμιν (Ψαλμ. 92, 1), ὡπλισμένον δηλαδή κατά τῶν ἀσεβῶν, ἐκτός ἄν προτιμᾷ κάποιος τήν δύναμιν, ἡ ὁποία τόν κυκλώνει καί σχηματίζει τρόπον τινά ζώνην, νά τήν παρομοιάζῃ μέ ἱμάτιον, ἐπειδή ὁ Θεός ἐνδύεται τό φῶς (Ψαλμ. 103, 2). Διότι ποῖος θά ὑποστηρίξῃ ὅτι ἡ δύναμις καί τό φῶς Του εἶναι ἄσχετα μεταξύ των; Ἀναζητῶ κάτι κοινόν μεταξύ τῆς μέσης τοῦ σώματος καί τῆς ἀληθείας; Πῶς πρέπει νά ἐννοήσωμεν ἐκεῖνο τό ὁποῖον λέγει ὁ ἅγιος Παῦλος: «σταθῆτε λοιπόν μέ θάρρος ἀφοῦ ζωσθῆτε εἰς τήν μέσην σας τήν ζώνην τῆς ἀληθείας» (Ἐφ. 6, 14); Μήπως τυχόν ἐπειδή τό πνευματικόν στοιχεῖον περισφίγγει τό ἐπιθυμητικόν καί δέν τό ἀφήνει νά παρασυρθῇ εἰς ἄλλα πράγματα; Διότι δέν θέλει, ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἀγαπᾷ κάτι, νά ἔχῃ τήν ἰδίαν δύναμιν καί πρός τάς ἄλλας ἡδονάς.

Τά ὑποδήματά του δέ, ἐκεῖνος μέν ὁ ὁποῖος πρόκειται νά ἐγγίσῃ τήν ἁγίαν καί θεοβάδιστον γῆν, ἄς τά λύῃ, ὅπως ἔκαμε καί ὁ Μωϋσῆς ἐκεῖνος ἐπάνω εἰς τό ὄρος (Ἐξ. 3, 5), διά νά μήν φέρῃ ἐπάνω του τίποτε τό νεκρόν, οὔτε τίποτε τό ὁποῖον νά παρεμβάλλεται μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Ὅπως ἐπίσης καί ἄν ἀποστέλλεται κάποιος μαθητής διά νά κηρύξῃ τό Εὐαγγέλιον, στέλλεται κατά τρόπον ἀσκητικόν καί ἁπλόν (Λουκ. 10, 3 ἑ. ). Ὀφείλει, ἐκτός ἀπό τό νά μήν ἔχῃ ἐπάνω του νομίσματα, οὔτε ράβδον καί ἐκτός ἀπό τό νά διαθέτῃ μόνον ἕνα χιτῶνα, νά κυκλοφορῇ ἀνυπόδητος, διά νά φανοῦν πόσον ὡραῖοι εἶναι οἱ πόδες ἐκείνων οἱ ὁποῖοι κηρύττουν τήν εἰρήνην (Ἠσ. 52, 7), καί κάθε ἄλλο ἀγαθόν. Ἐκεῖνος δέ ὁ ὁποῖος ἀπομακρύνεται ἀπό τήν Αἴγυπτον καί ἀπό τά σχετικά μέ τήν Αἴγυπτον, ἄς φορέσῃ ὑποδήματα (Ἐξ. 12, 11), διά νά εἶναι ἀσφαλής ἀπό τά ἄλλα πράγματα καί ἐπιπροσθέτως ἀπό τούς σκορπιούς καί τά φίδια, ἀπό τά ὁποῖα ἔχει ἀφθονίαν ἡ Αἴγυπτος, διά νά μήν βλάπτεται ἀπό ἐκείνους οἱ ὁποῖοι κεντοῦν τήν πτέρναν καί τούς ὁποίους ἔχομεν ἐντολήν νά συντρίβωμεν μέ τά πόδια μας (Λουκᾶ 10, 19). Διά τό μπαστούνι (Ἐξ. 12, 11) δέ καί διά τόν σχετικόν μέ αὐτό συμβολισμόν ἡ ἄποψίς μου εἶναι ἡ ἀκόλουθος: Ἀπό τήν μίαν πλευράν τό θεωρῶ σάν ὑποστήριγμα καί ἀπό τήν ἄλλην ὡς καθοδηγητικόν καί διδασκαλικόν, τό ὁποῖον ἐπαναφέρει εἰς τήν ὀρθήν πίστιν τά λογικά πρόβατα. Ἀλλά διά σέ τώρα παραγγέλλει ὁ νόμος ἐκεῖνο τό ὁποῖον χρησιμοποιεῖται σάν ὑποστήριγμα, διά νά μήν γονατίσῃ κάπου ὁ λογισμός σου ἀκούων δι᾽ αἷμα καί πάθος καί θάνατον Θεοῦ, καί διά νά μήν περιπέσῃς τυχόν εἰς ἀθεΐαν ἀπό τήν πρόθεσιν σου νά ὑπερασπισθῇς τάχα τόν Θεόν.

Ἀλλά χωρίς ἐντροπήν καί χωρίς ἐνδοιασμούς φάγε τό Σῶμα καί πίε τό Αἷμα, ἐάν ἐπιθυμῇς νά ζήσῃς, χωρίς νά ἀπιστῇς εἰς τούς λόγους τούς σχετικούς μέ τήν σάρκα, καί χωρίς νά σέ ἐνοχλοῦν οἱ λόγοι οἱ σχετικοί μέ τό πάθος. Νά στέκεσαι γερά στηριγμένος, σταθερός καί ἀκλόνητος, χωρίς νά ἠμπορῇ νά σέ μετακινήσῃ κανείς ἀπό τούς ἀντιπάλους, καί χωρίς νά παρασύρεσαι ἀπό λόγους οἱ ὁποῖοι φαίνονται πειστικοί. Σταμάτησε εἰς τό ὕψος σου, στῆσε τά πόδια σου εἰς τάς αὐλάς τῆς Ἰερουσαλήμ (Ψαλμ. 121, 2) καί στηρίξου εἰς τήν πέτραν, διά νά μήν ἠμπορῇ νά κλονισθῇ ἡ πορεία σου πρός τόν Θεόν.

Τί λέγεις; Ἔτσι τυχαίως ἐθεωρήθη καλόν νά ἐξέλθῃς ἀπό τήν Αἴγυπτον, ἀπό τό σιδερένιο αὐτό καμίνι (Δευτ. 4, 20), νά ἐγκαταλείψῃς τήν πολυθεΐαν ἡ ὁποία ἐπικρατοῦσε ἐκεῖ, νά ὁδηγηθῇς ἀπό τόν Μωϋσῆ καί ἀπό τήν νομοθεσίαν καί τήν στρατηγικήν του καθοδήγησιν; Θά σοῦ παρουσιάσω μίαν ἑρμηνείαν ὄχι ἰδικήν μου, ἤ καλύτερα, πολύ ἰδικήν μου, ἄν ἐξετάσῃς τό θέμα πνευματικῶς. Δανείσου ἀπό τούς Αἰγυπτίους σκεύη χρυσᾶ καί ἀσημένια (Ἐξ. 11, 2), καί πάρε τα μαζί σου εἰς τήν πορείαν. Πάρε ὡς ἐφόδια τά ξένα πράγματα, ἤ καλύτερα, τά ἰδικά σου, ἐπειδή σοῦ ὀφείλεται μισθός διά τήν ἐργασίαν καί τήν κατασκευήν τῶν πλίνθων. Χρησιμοποίησε τέχνασμα διά νά ἱκανοποιήσῃς τήν ἀπαίτησίν σου καί ἀφαίρεσέ τα, ὅπως εἶναι δίκαιον. Ἔστω, ἔχεις ταλαιπωρηθῆ ἐδῶ, ἀγωνιζόμενος μέ τόν πηλόν, τό πονηρόν αὐτό καί ἀκάθαρτον σῶμα, καί οἰκοδομῶν πόλεις ξένας καί ἐπισφαλεῖς, τῶν ὁποίων ἡ ἀνάμνησις θά ἐξαφανισθῇ μέ κρότον. Τί λοιπόν; Φεύγεις ἀφοῦ ἐδούλεψες δωρεάν καί χωρίς νά πάρῃς μισθόν;

Τί λοιπόν; θά ἀφήσῃς εἰς τούς Αἰγυπτίους καί εἰς τάς ἀντιπάλους δυνάμεις ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀπέκτησαν ἄδικα καί τά ὁποῖα θά καταναλώσουν κατά τρόπον ἀκόμη χειρότερον; Δέν εἶναι ἰδικά των. Τά ἔκλεψαν καί τά ἅρπαξαν ἀπό ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος εἶπεν: «ἰδικόν μου εἶναι τό ἀσῆμι καί ἰδικόν μου εἶναι τό χρυσάφι» (Ἀγγ. 2, 8) καί θά τό δώσω εἰς ὅποιον θέλω (Δαν. 4, 17). Χθές ἀνῆκεν εἰς ἐκείνους, ἐπειδή αὐτός τό εἶχεν ἐπιτρέψει. Σήμερα τό φέρει ὁ Κύριος καί τό δίνει εἰς σέ, ὁ ὁποῖος θά τό χρησιμοποιήσῃς σωστά διά νά σωθῇς. Ἄς ἀποκτήσωμεν φίλους ἀπό τά ἄδικα πλούτη μας, διά νά μᾶς ἀνταποδώσουν τάς εὐεργεσίας μας ὅταν ἀποθάνωμεν, κατά τήν μέλλουσαν κρίσιν (Λουκ. 16, 9).

Ἐάν μέν εἶσαι κάποιος ὅμοιος μέ τήν Ραχήλ ἤ τήν Λείαν, ψυχή δηλαδή ὁμοία μέ ἐκείνας τῶν προπατόρων τῆς Παλ. Διαθήκης καί μεγάλη, κλέψε καί τά εἴδωλα τά ὁποῖα θά εὕρῃς ἀπό τόν πατέρα σου, ὄχι διά νά τά διαφυλάξῃς, ἀλλά διά νά τά καταστρέψῃς (Γεν. 31, 19). Ἐάν δέ εἶσαι σοφός Ἰσραηλίτης, μετάφερέ τα εἰς τήν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, διά νά στενοχωρηθῇ δι᾽ αὐτά ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος σέ καταδιώκει καί νά σκεφθῇ καί νά κατανοήσῃ ὅτι ἄδικα κατεδυνάστευε καί μετεχειρίζετο ὡς δούλους ἀνθρώπους καλυτέρους ἀπ᾽ αὐτόν. Ἄν πράξῃς κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπον καί φύγῃς ἔτσι ἀπό τήν Αἴγυπτον, γνωρίζω καλά ὅτι θά σέ ὁδηγήσῃ στήλη ἀπό φωτιάν καί ἀπό σύννεφον κατά τήν νύκτα καί κατά τήν ἡμέραν (Ἐξ. 13, 21 ἑ.), ἡ ἔρημος θά ἡμερώσῃ, ἡ θάλασσα θά χωρισθῇ πρός χάριν σου, ὁ Φαραώ θά πνιγῇ μέσα εἰς αὐτήν, ὁ ἄρτος θά πέσῃ ὡς βροχή ἀπό τόν οὐρανόν, ὁ βράχος θά ἀναβλύσῃ νερό, οἱ Ἀμαληκῖται θά κατανικηθοῦν (ὄχι μέ ὅπλα μόνον ἀλλά καί μέ τάς ἐχθρικάς διά τούς ἀντιπάλους χεῖρας τῶν δικαίων, αἱ ὁποῖαι συμβολίζουν ταυτοχρόνως δέησιν καί τό ἀνίκητον τρόπαιον τοῦ Σταυροῦ), ὁ ποταμός θά ἀνακόψῃ τόν ροῦν του (Ἰησ. Ναυῆ 3, 15), ὁ ἥλιος θά σταματήσῃ, ἡ σελήνη θά ἀναχαιτισθῇ (Ἰησ. Ναυῆ 10, 12), τά τείχη θά κατακρημνισθοῦν χωρίς τήν χρῆσιν κανενός πολεμικοῦ μηχανήματος, πλήθη (ἀγγέλων) θά τρέξουν μπροστά διά νά ἀνοίξουν δρόμον εἰς τούς Ἰσραηλίτας καί νά ἐμποδίσουν τούς ἀλλοφύλους, καί θά σοῦ δοθοῦν καί ὅλα τά ἄλλα, τά ὁποῖα ἀναφέρει ἡ Γραφή ὅτι συνέβησαν μαζί καί μετά ἀπ᾽ αὐτά, διά νά μήν μακρύνω ἀκόμη περισσότερον τόν λόγον. Τέτοιαν ἑορτήν ἑορτάζεις σήμερα.

Μέ τέτοια πράγματα σέ φιλοδωρεῖ ἡ γέννησις Ἐκείνου ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη πρός χάριν σου καί ὁ ἐπιτάφιος Ἐκείνου ὁ ὁποῖος ἔπαθεν. Τέτοιο εἶναι διά σέ τό μυστήριον τοῦ Πάσχα. Αὐτά ἐσκιαγράφησεν ὁ νόμος καί τά ὡλοκλήρωσεν ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος κατέλυσε τό γράμμα καί ὡλοκλήρωσε τό πνεῦμα, καί ὁ Ὁποῖος, ἐνῷ μέ ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔπαθεν ἐδίδαξε τό πάθος, μέ ἐκεῖνα μέ τά ὁποῖα ἐδοξάσθη μᾶς χαρίζει τήν δυνατότητα νά δοξασθῶμεν μαζί Του.

Ἠμποροῦμεν λοιπόν νά ἐξετάσωμεν τό πρᾶγμα καί τό δόγμα, τό ὁποῖον ἀπό τούς περισσοτέρους μέν παραβλέπεται, ἀλλά ἀπό ἐμέ ἐξετάζεται ἐκτενέστατα. Διότι, εἰς ποῖον ἐδόθη τό αἷμα τό ὁποῖον ἐχύθη πρός χάριν μας καί διά ποῖον πρᾶγμα ἐχύθη τό μεγάλο καί περιβόητον Αἷμα τοῦ Θεοῦ καί ἀρχιερέως καί θύματος ταυτοχρόνως; Διότι εὑρισκόμεθα μέν ὑπό τήν ἐξουσίαν τοῦ πονηροῦ εἰς τόν ὁποῖον εἴχαμεν πωληθῆ ἀπό τήν ἁμαρτίαν μέ ἀντίτιμον τήν ἀπόλαυσιν τῆς κακίας. Ἐάν δέ τό λύτρον δέν ἀνήκει εἰς κανένα ἄλλον παρά εἰς τόν κάτοχον τοῦ δούλου, ἐρωτῶ νά μάθω εἰς ποῖον προσεφέρθη τοῦτο καί διά ποῖον λόγον. Ἐάν μέν προσεφέρθη εἰς τόν πονηρόν, μακρυά ἀπό ἐμέ τέτοια βλασφημία! (ἐάν ὄχι μόνον ἀπό τόν Θεόν, ἀλλά καί τόν ἴδιον τόν Θεόν παίρνῃ ὡς λύτρον ὁ ληστής, καί παίρνῃ τόσον ὑψηλόν μισθόν διά τήν δουλείαν τῶν ἀνθρώπων τό θέλημά του, γεγονός διά τό ὁποῖον θά ἦτο δίκαιον νά λυπηθῇ καί νά ἀφήσῃ ἐλευθέρους καί ἡμᾶς). Ἐάν δέ εἰς τόν Πατέρα, κατ᾽ ἀρχήν πῶς ἔγινεν αὐτό; Διότι δέν ἐκρατούμεθα αἰχμάλωτοι ἀπό ἐκεῖνον.

Κατά δεύτερον δέ λόγον, διατί τάχα θά εὐχαριστοῦσε τό Αἷμα τοῦ Μονογενοῦς τόν Πατέρα, ὁ Ὁποῖος δέν ἐδέχθη οὔτε τόν Ἰσαάκ, ὅταν τοῦ εἶχε προσφερθῆ ὡς θυσία ἀπό τόν Πατέρα του, ἀλλά ἄλλαξε τήν θυσίαν καί ἐτοποθέτησε κριάρι εἰς τήν θέσιν τοῦ λογικοῦ θύματος (Γεν. 22, 13); Εἶναι ἑπομένως φανερόν ὅτι τό λαμβάνει μέν ὁ Πατήρ, ἀλλά διά νά ἐκπληρωθῇ τό σχέδιον τῆς σωτηρίας καί ἐπειδή ἔπρεπε νά ἁγιασθῇ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἀνθρωπίνην φύσιν τοῦ Θεοῦ, διά νά μᾶς ἐλευθερώσῃ ὁ Ἴδιος, ἀφοῦ κατενίκησε μέ τήν βίαν τόν τύραννον, καί διά νά μᾶς ἐπαναφέρῃ κοντά Του μέ τήν μεσιτείαν τοῦ Υἱοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔδωσε τό Αἷμα Του διά νά μᾶς σώσῃ πρός τιμήν τοῦ Πατρός, εἰς τόν Ὁποῖον φαίνεται ὅτι παραχωρεῖ τά πάντα.

Αὐτά μέν λοιπόν τά σχετικά μέ τόν Χριστόν καθώς καί ὅλα τά ἄλλα ἄς τά τιμῶμεν μέ σιωπήν. Ὁ δέ χάλκινος ὄφις κρεμᾶται μέν ἐναντίον τῶν ὄφεων οἱ ὁποῖοι δαγκώνουν, ἀλλά σάν ἀντίθετος εἰκών καί ὄχι σάν εἰκών Ἐκείνου ὁ ὁποῖος ἔπαθε πρός χάριν μας, διότι ὁ ὄφις σώζει ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τόν βλέπουν, ὄχι ἐπειδή τυχόν πιστεύουν ὅτι εἶναι ζωντανός, ἀλλά ἐπειδή εἶναι νεκρός καί νεκρώνει μαζί του τάς δυνάμεις αἱ ὁποῖαι εὑρίσκονται ὑπό τήν ἐξουσίαν του, ἀφοῦ ἔχει καταργηθῆ καί ὁ ἴδιος, ὅπως τοῦ ἄξιζε (πρβλ. Ἀριθμ. 21, 8-9). Ποῖον λοιπόν ἐπιτάφιον λόγον ἁρμόζει νά τοῦ ἀπαγγείλωμεν; «Ποῦ εἶναι, θάνατε, τό κεντρί σου; Ποῦ εἶναι, ἅδη, ἡ νίκη σου;» (Ὀσ. 13, 14, Κορ. 15, 55). Ἔχεις πληγωθῆ ἀπό τόν Σταυρόν καί ἔχεις θανατωθῆ ἀπό Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος δίδει ζωήν. Εἶσαι χωρίς πνοήν, νεκρός, ἀκίνητος, χωρίς ἐνέργειαν, ἔστω καί ἄν διατηρῇς τήν μορφήν τοῦ ὄφεως, καθώς ἔχεις τοποθετηθῆ ὑψηλά διά νά στιγματισθῇς.

Θά γίνωμεν δέ μέτοχοι τοῦ Πάσχα, τώρα μέν τυπικά ἀκόμη καί, ἄν αὐτό εἶναι τό παλαιόν, ἀκόμη πιό ἀνεπίσημα (διότι τό Πάσχα τοῦ νόμου, τολμῶ νά τό εἴπω, ἦτο ἀκόμη πιό ἀμυδρός τύπος τοῦ τύπου), ὕστερα δέ ἀπό λίγο πολύ τελειότερα καί καθαρώτερα, ὅταν θά τό πίνῃ μαζί μας νέον ὁ Λόγος εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Πατρός (Ματθ. 26, 29) καί θά μᾶς ἀποκαλύπτῃ καί θά μᾶς διδάσκῃ ἐκεῖνα τά ὁποῖα μᾶς ἔχει δείξει τώρα ὄχι τόσον καθαρά. Διότι εἶναι πάντοτε νέον ἐκεῖνο τό ὁποῖον γνωρίζομεν τώρα. Ποία δέ εἶναι ἡ πόσις καί ἡ ἀπόλαυσις, ἐμεῖς μέν πρέπει νά τό μάθωμεν, Ἐκεῖνος δέ νά τό διδάξῃ καί νά ἀνακοινώσῃ εἰς τούς μαθητάς Του τόν λόγον. Διότι ἡ διδασκαλία εἶναι τροφή καί δι᾽ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τρέφει.

Ἀλλά ἐμπρός ἄς γίνωμεν καί ἡμεῖς μέτοχοι τοῦ νόμου, κατά τρόπον ὅμως πνευματικόν καί ὄχι κατά γράμμα, κατά τρόπον τέλειον καί ὄχι ἀτελῆ, αἰωνίως καί ὄχι προσωρινῶς. Ἄς κάμωμεν πρωτεύουσάν μας ὄχι τήν κάτω Ἰερουσαλήμ, ἀλλά τήν οὐράνιον μητρόπολιν.Ὄχι ἐκείνην ἡ ὁποία καταπατεῖται τώρα ἀπό στρατεύματα, ἀλλά ἐκείνη ἡ ὁποία δοξάζεται ἀπό τούς Ἀγγέλους. Ἄς θυσιάσωμεν ὄχι νοερά μοσχάρια, οὔτε ἀρνία «τά ὁποῖα ἔχουν κέρατα καί νύχια» (Ψαλμ. 68, 32), τό μεγαλύτερον μέρος τῶν ὁποίων εἶναι νεκρόν καί δέν αἰσθάνεται τίποτε, ἀλλά «ἄς προσφέρωμεν εἰς τόν Θεόν εὐχαριστήριον θυσίαν» (Ψαλμ. 49, 14) εἰς τό οὐράνιον θυσιαστήριον μαζί μέ τούς χορούς τῶν ἀγγέλων.

Ἄς διασχίσωμεν τό πρῶτον χώρισμα (τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου), ἄς προχωρήσωμεν εἰς τό δεύτερον καί ἄς πλησιάσωμεν μέ σεβασμόν εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων. Θά εἴπω τό μεγαλύτερον, ἄς προσφέρωμεν τούς ἑαυτούς μας θυσίαν εἰς τόν Θεόν, ἤ καλύτερα, ἄς Τοῦ προσφέρωμεν θυσίαν κάθε ἡμέραν καί μέ κάθε κίνησίν μας. Ἄς δεχώμεθα τά πάντα χάριν τοῦ Λόγου, ἄς μιμούμεθα μέ τά πάθη μας τό πάθος Του, ἄς τιμῶμεν τό αἷμά Του μέ τό αἷμά μας καί ἄς ἀνερχώμεθα μέ προθυμίαν εἰς τόν σταυρόν. Τά καρφιά εἶναι γλυκά, ἔστω καί ἄν προκαλοῦν φοβερούς πόνους. Διότι τό νά ὑποφέρῃ κανείς μαζί μέ τόν Χριστόν καί χάριν τοῦ Χριστοῦ εἶναι προτιμώτερον ἀπό τό νά ζῇ ζωήν ἀπολαύσεων κοντά σέ ἄλλους.

Ἄν εἶσαι Σίμων Κυρηναῖος (Λουκ. 23, 26), σήκωσε τόν Σταυρόν καί ἀκολούθησέ Τον. Ἄν σταυρωθῇς μαζί Του ὡς ληστής (Λουκ. 23, 40 ἑ.), δεῖξε καλήν προαίρεσιν καί γνώρισε τόν Θεόν. Ἐάν Ἐκεῖνος ἐτοποθετήθη μεταξύ τῶν παρανόμων ἐξ αἰτίας σου καί ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας σου, σύ νά γίνῃς πρός χάριν Του πιστός εἰς τόν νόμον Του.

Προσκύνησε Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ὑψώθη πρός χάριν σου εἰς τόν Σταυρόν, ἀκόμη καί ἄν ἔχῃς ὑψωθῆ καί σύ. Κέρδισε κάτι καί ἀπό τήν κακίαν. Ἐξαγόρασε μέ τόν θάνατον τήν σωτηρίαν. Εἴσελθε εἰς τόν Παράδεισον μαζί μέ τόν Ἰησοῦν, διά νά μάθῃς ἀπό ποῖα ἀγαθά ἔχεις ἀπομακρυνθῆ. Παρατήρησε τά κάλλη τά ὁποῖα ὑπάρχουν ἐκεῖ. Τόν ληστήν ὁ ὁποῖος διαμαρτύρεται καί ὑβρίζει, ἄφησέ τον νά ἀποθάνῃ ἔξω μαζί μέ τήν βλασφημίαν του. Καί ἄν εἶσαι ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας (Λουκ. 23, 50), ζήτησε τό Σῶμα ἀπό ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τόν σταυρώνει. Ἄς γίνῃ ἰδικόν σου τό Σῶμα ἐκεῖνο τό ὁποῖον καθαρίζει τόν κόσμον. Καί ἄν εἶσαι ὁ Νικόδημος, ὁ θεοσεβής ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος Τόν ἐπεσκέφθη τήν νύκτα (Ἰω. 19, 39), ἐνταφίασέ Τον μέ μύρα. Καί ἄν εἶσαι κάποια Μαρία, ἤ ἡ ἄλλη Μαρία, ἤ ἡ Σαλώμη, ἤ ἡ Ἰωάννα, πήγαινε πρωί-πρωί νά Τόν θρηνήσῃς (Μάρκ. 16,1). Δές πρώτη κυλισμένον τόν λίθον, ἐνδεχομένως καί τούς ἀγγέλους καί τόν ἴδιον τόν Ἰησοῦν. Πές Του κάτι καί ἄκουσε τήν φωνήν Του. Ἄν ἀκούσῃς «μή μέ ἐγγίζῃς» (Ἰω. 20, 17), σταμάτησε μακρυά, δεῖξε σεβασμόν πρός τόν Λόγον, ἀλλά μή λυπηθῇς. Διότι γνωρίζει εἰς ποίους θά ἐμφανισθῇ πρῶτα.

Βοήθησε τήν Εὔαν, ἡ ὁποία ἔπεσε πρώτη, νά χαιρετήσῃ καί πρώτη τόν Χριστόν καί νά τό ἀνακοινώσῃ εἰς τούς μαθητάς (Ἰω. 20, 14 καί 18). Γίνε Πέτρος ἤ Ἰωάννης καί σπεῦσε εἰς τόν τάφον, τρέχων μαζί ἤ προπορευόμενος (Ἰω. 20, 4) καί συναγωνιζόμενος εἰς τόν καλόν συναγωνισμόν. Καί ἄν σέ προλάβῃ εἰς τήν ταχύτητα, νίκησέ τον μέ τήν συστηματικότητά σου καί μήν ἀρκεσθῇς μόνον νά πλησιάσῃς τό μνημεῖον, ἀλλά νά εἰσέλθῃς καί μέσα (Ἰω. 20, 5-6). Καί ἄν λείψῃς, ὅπως ὁ Θωμᾶς, ἀπό τήν συγκέντρωσιν τῶν μαθητῶν εἰς τούς ὁποίους ἐμφανίζεται ὁ Ἰησοῦς, ὅταν Τόν ἴδῃς, ἄς μήν ἀπιστήσῃς (Ἰω. 20, 24 ἑ.). Καί ἄν ἀπιστήσῃς, πίστευσε εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι σοῦ τό λέγουν. Ἐάν δέ δέν τούς πιστεύσῃς οὔτε αὐτούς, ἄς πεισθῇς ἀπό τά σημάδια τῶν καρφιῶν. Ἄν κατεβαίνῃ εἰς τόν Ἅδην, κατέβα μαζί Του. Γνώρισε καί τά ἐκεῖ μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, ποῖον εἶναι τό σωτηριῶδες σχέδιον τῆς διπλῆς καταβάσεως καί ποῖος ὁ λόγος της: Σώζει μέ τήν ἐμφάνισίν Του ἐκεῖ τούς πάντας, ἤ καί ἐκεῖ σώζει μόνον ἐκείνους οἱ ὁποῖοι Τόν πιστεύουν;

Καί ἄν ἀνεβαίνῃ εἰς τούς οὐρανούς, ἀνέβα μαζί Του. Ἐντάξου εἰς τούς ἀγγέλους οἱ ὁποῖοι Τόν προπέμπουν ἤ εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι Τόν ὑποδέχονται. Πρόσταξε νά σηκωθοῦν αἱ πύλαι καί νά γίνουν ὑψηλότεραι (Ψαλμ. 23, 7), διά νά ὑποδεχθοῦν πιό μεγαλόπρεπα Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐπιστρέφει ἀπό τό πάθος. Ἀπάντησε εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀποροῦν διά τό σῶμα καί τά σύμβολα τοῦ Πάθους, μέ τά ὁποῖα ἀνέρχεται, ἐνῷ δέν τά εἶχε μαζί Του ὅταν εἶχε κατέβει, καί οἱ ὁποῖοι διά τόν λόγον αὐτόν ἐρωτοῦν νά μάθουν «ποῖος εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης;», ὅτι εἶναι «Κύριος κραταιός καί δυνατός» (Ψαλμ. 23, 7-8) μέ ὅλα ὅσα ἀνέκαθεν ἔχει κάνει καί μέ ὅσα κάνει καί μέ τόν τωρινόν πόλεμον καί τήν περίλαμπρον νίκην Του πρός χάριν τῆς ἀνθρωπότητος, καί δῶσε εἰς τήν διπλῆν ἐρώτησιν διπλῆν τήν ἀπάντησιν. Καί ἄν ἀποροῦν λέγοντες, συμφώνως πρός τήν δραματικήν προφητείαν τοῦ Ἠσαΐου, «ποῖος εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος ἔχει ἔλθει ἀπό τήν Ἐδώμ (Ἠσ. 63, 1) καί ἀπό τά γήϊνα πράγματα;», ἤ «διατί εἶναι κόκκινα τά ἐνδύματα ἐκείνου ὁ ὁποῖος δέν ἔχει οὔτε αἷμα οὔτε σῶμα, ὡσάν νά ἔχῃ ἔλθει ἀπό πατητῆρι καί νά ἔχῃ πατήσει ὁλόκληρον πατητῆρι γεμᾶτον ἀπό σταφύλια;»(Ἠσ. 63, 2),νά τούς ἐκθειάσῃς τήν ὡραιότητα τῆς στολῆς τοῦ σώματος τό ὁποῖον ἔχει πάθη καί τό ὁποῖον ἔχει καλλωπισθῆ ἀπό τό Πάθος καί ἔχει ἀποκτήσει ἀπό τήν Θεότητα τήν λαμπρότητα ἐκείνην ἀπό τήν ὁποίαν δέν ὑπάρχει τίποτε πιό ἐπιθυμητόν καί πιό ὡραῖον.

Τί θά μᾶς εἴπουν δι᾽ αὐτά οἱ συκοφάνται, οἱ πικρόχολοι ἐλεγκταί τῆς Θεότητος, οἱ κατήγοροι ἐκείνων τά ὁποία ἐπαινοῦνται, οἱ σκοτεινοί ἐν σχέσει πρός τό φῶς, οἱ ἀστοιχείωτοι ἐν σχέσει πρός τήν σοφίαν, ἐκεῖνοι χάριν τῶν ὁποίων ἀπέθανεν ὁ Χριστός χωρίς νά ζητήσῃ ἀντάλλαγμα, τά ἀχάριστα δημιουργήματα, τά πλάσματα τοῦ πονηροῦ; Κατηγορεῖς τόν Θεόν διά τήν εὐεργεσίαν Του; Διά τοῦτο εἶναι μικρός, ἐπειδή ἐταπεινώθη πρός χάριν σου; Ἐπειδή ὁ καλός Ποιμήν, ὁ Ὁποῖος δίνει καί τήν ψυχήν Του διά τά πρόβατα (Ἰω. 10, 11), ἦλθε πρός τό πρόβατον τό ὁποῖον εἶχε χαθῆ (βλ. Λουκ. 15, 4-10), ἐπάνω εἰς τούς λόφους καί τά βουνά εἰς τά ὁποῖα ἐθυσίαζες (πρβλ. Ὠσ. 4, 13), καί ἀφοῦ τό εὗρε τό ἐσήκωσεν ἐπάνω εἰς τούς ὤμους Του, ἐπάνω εἰς τούς ὁποίους ἐσήκωσε καί τόν Σταυρόν, καί τό ἐπανέφερεν εἰς τήν οὐρανίαν ζωήν καί ἀφοῦ τό ἀνύψωσεν ἐκεῖ τό ἔβαλεν εἰς τήν ἰδίαν θέσιν μέ ἐκεῖνα τά ὁποῖα εἶχαν μείνει ἐκεῖ;

Τόν κατηγορεῖς ἐπειδή ἤναψε λύχνον, τήν ἰδίαν τήν σάρκα Του, καί ἐσκούπισε τήν οἰκίαν (καθαρίζων τόν κόσμον ἀπό τήν ἁμαρτίαν) καί ἀνεζήτησε τήν δραχμήν, τήν εἰκόνα δηλαδή τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία εἶχε καταχωνιασθῆ ἀπό τά πάθη, καί ἐπειδή συγκεντρώνει διά τήν εὕρεσιν τῆς δραχμῆς τάς φιλικάς πρός Αὐτόν δυνάμεις, τάς ὁποίας εἶχε μυήσει καί εἰς τό μυστήριον τῆς σωτηρίας, καί τάς κάνει μετόχους εἰς τήν χαράν Του; Τόν κατηγορεῖς ἐπειδή τόν λύχνον, ὀ ὁποῖος ἑτοιμάζει τόν δρόμον, καί ὁ ὁποῖος ἑτοιμάζει εἰς τόν Κύριον λαόν ἐκλεκτόν καί καθαρίζει καί προετοιμάζει διά τό Πνεῦμα μέ τό ὕδωρ, τόν ἀκολουθεῖ τό ὑπέρλαμπρον Φῶς, τήν φωνήν τήν ἀκολουθεῖ ὁ Λόγος καί τόν ὁδηγόν τοῦ νυμφίου ὁ Νυμφίος; Δι᾽ αὐτό κατηγορεῖς τόν Θεόν; Δι᾽ αὐτά Τόν θεωρεῖς κατώτερον, ἐπειδή βάζει εἰς τήν μέσην Του τήν ποδιάν καί πλύνει τά πόδια τῶν μαθητῶν Του (Ἰω. 13, 4) καί δείχνει τόν καλύτερον τρόπον νά ὑψωθῇ κανείς, δηλαδή τήν ταπείνωσιν; Ἐπειδή ταπεινώνεται χάριν τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἔχει κυρτώσει πρός τά κάτω διά νά ἀνυψώσῃ μαζί του ἐκεῖνο τό ὁποῖον κλίνει πρός τά κάτω ἀπό τήν ἁμαρτίαν; Πῶς δέ δέν τόν κατηγορεῖς διά τό ὅτι γευματίζει μαζί μέ τούς τελώνας (Λουκᾶ 5, 27 ἑ.) καί εἰς τάς οἰκίας τελωνῶν, καί ὅτι κάνει μαθητάς Του τελώνας διά νά κερδίσῃ καί Αὐτός κάτι; Τί δηλαδή; Τήν σωτηρίαν τῶν ἁμαρτωλῶν. Ὡσάν νά ἠμποροῦσε κανείς νά κατηγορήσῃ τόν ἰατρόν, ὅτι σκύβει μέ κατανόησιν ἐπάνω εἰς τάς πληγάς καί ἀνέχεται τήν δυσωδίαν, διά νά δώσῃ τήν ὑγείαν εἰς τούς ἀσθενεῖς, ἤ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος σκύβει ἀπό εὐσπλαγχνίαν ἐπάνω ἀπό τόν βόθρον διά νά βγάλῃ ἀπό ἐκεῖ τό ζῶον τό ὁποῖον ἔχει πέσει μέσα (πρβλ. Δευτερον. 22, 4, Ματθ. 12, 11), ὅπως λέγει ὁ νόμος.

Ἀπεστάλη μέν, ἀλλά ὡς ἄνθρωπος (ἐπειδή ἦτο διπλοῦς τήν φύσιν), ἐπειδή καί ἔνιωσε κούρασιν καί ἐπείνασε καί ἐδίψασε καί ἐδάκρυσε κατά τούς φυσικούς νόμους. Ἐάν δέ ἐστάλη καί ὡς Θεός, τί σέ ἐνοχλεῖ αὐτό; Τήν θέλησιν τοῦ Πατρός, ἀπό τόν Ὁποῖον προέρχεται, καί τόν Ὁποῖον τιμᾷ ὡς ἀρχήν ἄχρονον, νά τήν θεωρῇς ὡς ἀποστολήν, καί νά μή πιστεύῃς ὅτι εἶναι κάτι τό ἀταίριαστον διά τόν Θεόν. Ἐπειδή λέγεται καί ὅτι ἔχει παραδοθῆ, ἀλλά ἔχει γραφῆ ἐπίσης ὅτι ἔχει παραδώσει τόν Ἑαυτόν του. Καί ὅτι ἔχει ἀναστηθῆ ἀπό τόν Πατέρα καί ἔχει ἀναληφθῆ, ἀλλά καί ὅτι ἔχει ἀναστήσει τόν Ἑαυτόν του καί ὅτι θά ἔλθῃ πάλιν. Ἐκεῖνα προέρχονται ἀπό τήν θέλησιν τοῦ Πατρός, αὐτά ἀπό τήν δύναμίν του. Σύ δέ τά μέν πρῶτα τά θεωρεῖς μειωτικά, τά δέ ἄλλα, τά ὁποῖα ἐξυψώνουν, τά παραβλέπεις. Καί τό ὅτι μέν ἔπαθε, τό ὑπολογίζεις. Τό ὅτι δέ ἔπαθε μέ τήν θέλησίν Του, δέν τό ἀναφέρεις.

Τί παθαίνει ἀκόμη καί τώρα ὁ Λόγος! Ἀπό ἄλλους μέν τιμᾶται ὡς Θεός καί ταυτίζεται μέ αὐτόν, ἀπό ἄλλους δέ περιφρονεῖται, ἐπειδή εἶναι ἄνθρωπος, καί χωρίζεται ἀπό τόν Θεόν. Ἐναντίον ποίων νά ὀργισθῇ περισσότερον; Ἤ, καλύτερα, ποίους νά συγχωρήσῃ; Ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἑνώνουν λανθασμένα, ἤ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι χωρίζουν; Διότι καί ἐκεῖνοι ἔπρεπε νά διαχωρίζουν καί τοῦτοι νά ἑνώνουν. οἱ μέν μέ τόν ἀριθμόν, οἱ δέ μέ τήν Θεότητα. Ἐμποδίζεσαι ἀπό τήν σάρκα; Αὐτό κάνουν καί οἱ Ἰουδαῖοι. Μήπως τυχόν Τόν ὀνομάζεις καί Σαμαρείτην; Τήν συνέχειαν ὅμως δέν θά τήν ἀναφέρω (πρβλ. Ἰω. 8, 48).

Δέν πιστεύεις εἰς τήν Θεότητα; Αὐτό δέν συμβαίνει οὔτε μέ τούς δαίμονας. Δύστυχε, πόσον πιό ἄπιστος εἶσαι ἀκόμη καί ἀπό τούς δαίμονας, καί πόσον πιό ἀχάριστος ἀπό τούς Ἰουδαίους! Ἐκεῖνοι τήν ὀνομασίαν τοῦ Υἱοῦ τήν ἐθεώρησαν ὡς ἔκφρασιν ἰσοτιμίας (πρβλ. Ἰω. 8, 19), διότι δέν ἐγνώριζαν ἀκόμη τόν Θεόν ὁ ὁποῖος τόν εἶχε στείλει. Διότι ἐπίστευαν μόνον ἀφοῦ ἐπάθαιναν. Σύ δέ δέν δέχεσαι οὔτε τήν ἰσότητα, οὔτε καί ἀναγνωρίζεις τήν Θεότητα. Θά ἦταν καλύτερα διά σέ νά εἶσαι περιτετμημένος καί νά εὑρίσκεσαι ὑπό τήν ἐπήρειαν τοῦ δαίμονος, διά νά ἐκφρασθῶ κατά τρόπον ἀστεῖον, παρά νά κατέχεσαι ἀπό πονηρίαν καί ἀθεΐαν, ἐνῷ εἶσαι ὑγιής καί ἀπερίτμητος. Ἀλλ᾽ ὅμως ὁ πόλεμος ἐναντίον τούτων ἤ ἄς σταματήσῃ, ἐάν βεβαίως θά ἤθελαν νά συνετισθοῦν ἔστω καί τήν τελευταίαν στιγμήν, ἤ ἄς ἀναβληθῇ, ἐάν δέν θέλουν νά συνετισθοῦν καί παραμένουν ὅπως ἔχουν. Πάντως ἐμεῖς δέν θά φοβηθοῦμεν τίποτε ἐνῷ θά ἀγωνιζώμεθα διά τήν Τριάδα, μέ σύμμαχόν μας τήν ἰδίαν τήν Τριάδα.

Τώρα δέ εἴμεθα πλέον ἀναγκασμένοι νά ἀνακεφαλαιώσωμεν ὡς ἑξῆς τόν λόγον. Ἔχομεν δημιουργηθῆ διά νά εὐεργετηθοῦμεν. Ἔχομεν εὐεργετηθῆ ἐπειδή ἔχομεν δημιουργηθῆ. Μᾶς παρεδόθη ὁ Παράδεισος διά νά εὐτυχήσωμεν. Ἐλάβαμεν τήν ἐντολήν, διά νά δοξασθῶμεν ἀφοῦ τήν φυλάξωμεν, ὄχι ἐπειδή τυχόν ἀγνοοῦσε ὁ Θεός ἐκεῖνο τόν ὁποῖον θά ἐγίνετο, ἀλλά ἐπειδή ἤθελε νά μᾶς παραχωρήσῃ τό αὐτεξούσιον. Ἔχομεν ἐξαπατηθῆ, ἐπειδή μᾶς ἐφθόνησαν.

Ἔχομεν πέσει, ἐπειδή ἔχομεν παραβῆ τήν ἐντολήν, ἔχομεν ἀναγκασθῆ εἰς νηστείαν ἐπειδή δέν ἐνηστεύσαμεν καί μᾶς κατανίκησεν ἡ ἐπιθυμία τῆς γεύσεως τοῦ καρποῦ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως. Διότι ἡ ἐντολή ἦτο παλαιά καί σύγχρονος μέ ἡμᾶς, ἕνα μέσον διαπαιδαγωγήσεως τῆς ψυχῆς καί σωφρονισμοῦ ἀπό τάς ἀπολαύσεις. Τήν ἐλάβαμεν δέ εὐλόγως διά νά ἀπολαύσωμεν, ἀφοῦ τήν τηρήσωμεν, ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἐχάσαμεν ἐπειδή δέν τήν ἐτηρήσαμεν. Εἴχαμεν ἀνάγκην ἀπό Θεόν ὁ Ὁποῖος ἐσαρκώθη καί ἀπέθανε, διά νά ζήσωμεν. Ἔχομεν ἀποθάνει μαζί Του διά νά καθαρισθῶμεν. Ἔχομεν ἀναστηθῆ μαζί Του ἐπειδή ἔχομεν συναποθάνει καί ἔχομεν δοξασθῆ ἐπειδή ἔχομεν συναναστηθῆ.

Πολλά μέν λοιπόν εἶναι τά θαύματα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ὁ Θεός σταυρώνεται, ὁ ἥλιος σκεπάζεται ἀπό σκότος καί κατόπιν ἀνατέλλει πάλιν (διότι ἔπρεπε καί τά δημιουργήματα νά συμπάσχουν μέ τόν Δημιουργόν), τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίζεται (Λουκ. 23, 44-45, Ματθ. 27, 51), αἷμα καί ὕδωρ χύνεται ἀπό τήν πλευράν (Ἰω. 19, 34) (τό μέν ἐπειδή ἦτο ἄνθρωπος, τό δέ ἐπειδή ἦτο ἀνώτερος ἀπό τόν ἄνθρωπον), ἡ γῆ συγκλονίζεται, αἱ πέτραι σχίζονται πρός χάριν τῆς Πέτρας (Ματθ. 27, 51, Α’ Κορ. 10, 4), οἱ νεκροί ἀνασταίνονται (Ματθ. 27, 52), ὡς ἀπόδειξις διά τήν τελευταίαν καί κοινήν Ἀνάστασιν. Τά σημεῖα δέ τά ὁποῖα ἔγιναν εἰς τόν τάφον καί τά μετά τήν ταφήν (Ματθ. 28, 1 ἑ., Μάρκ. 16, 1 ἑ., Λουκ. 24, 1 ἑ. καί Ἰω. 20, 1 ἑ.), ποῖος θά ἠμποροῦσε νά τά ἐξυμνήσῃ ἐπαξίως; Τίποτε δέ δέν εἶναι ἰσάξιον μέ τό θαῦμα τῆς σωτηρίας μου. Ὀλίγαι σταγόνες αἵματος αἱ ὁποῖαι ἀναδημιουργοῦν ὁλόκληρον τόν κόσμον καί γίνονται ὡσάν χυμός γάλακτος δι᾽ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί μᾶς συνδέουν καί μᾶς συγκεντρώνουν εἰς ἕνα σύνολον.

Ἀλλά, ὦ Πάσχα, τό μέγα καί ἱερόν, τό ὁποῖον καθαρίζεις ὁλόκληρον τόν κόσμον! Διότι θά σοῦ ὁμιλήσω ὡσάν νά ἤσουν ἔμψυχον. Ὦ Λόγε τοῦ Θεοῦ καί Φῶς καί Ζωή καί Σοφία καί Δύναμις! Διότι χαίρομαι μέ ὅλα Σου τά ὀνόματα. Ὦ γέννημα καί κίνησις καί σφραγίς τοῦ μεγάλου νοῦ! Ὦ Λόγε, ὁ ὁποῖος κατανοεῖσαι καί, ἄνθρωπε, ὁ ὁποῖος φαίνεσαι, καί ὁ ὁποῖος φέρεις τά πάντα συγκεντρωμένα εἰς τόν λόγον τῆς δυνάμεώς σου! Τώρα μέν ἄς δεχθῇς τόν λόγον αὐτόν ὄχι ὡς τόν πρῶτον καί καλύτερον καρπόν τῆς καρποφορίας μας, ἀλλά ὡς συμπλήρωμά της ἴσως, εὐχαριστήριον ἀλλά καί συγχρόνως παρακλητικόν, διά νά μήν ὑποφέρωμεν διά τάς ἐντολάς Σου τίποτε περισσότερον ἐκτός ἀπό τά ἀναγκαῖα καί τούς ἱερούς κόπους καί πόνους, μέ τούς ὁποίους ἔχομεν ζήσει μέχρι σήμερον.

Καί ἄς σταματήσῃς τήν τυραννίαν τοῦ σώματος ἐναντίον μας (βλέπεις πόσον μεγάλη εἶναι, Κύριε, καί πόσον μᾶς γονατίζει!), ἤ τήν κρίσιν Σου, ἐάν πρόκειται νά καθαρισθῶμεν ἀπ᾽ αὐτό. Ἐάν δέ φθάσωμεν ἐπαξίως εἰς τό ποθούμενον τέρμα καί γίνωμεν δεκτοί εἰς τάς οὐρανίους σκηνάς, θά Σοῦ προσφέρωμεν μέ προθυμίαν θυσίας δεκτάς εἰς τό ἅγιόν Σου θυσιαστήριον, ὦ Πάτερ καί Λόγε καί Ἅγιον Πνεῦμα, ἐπειδή εἰς Σέ ὀφείλεται κάθε δόξα, τιμή καί ἐξουσία εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Αμήν.

Πηγή: www.imaik.gr

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Μεγάλο Σάββατο 4 Μαΐου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΟΡΘΡΟΥ (ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΕΣΠΕΡΑΣ)
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
5: 6-8, Γαλάτας 3: 13-14

Ἀδελφοί, μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ. Ἐκκαθάρατε οὖν τὴν παλαιὰν ζύμην, ἵνα ἦτε νέον φύραμα, καθώς ἐστε ἄζυμοι. Καὶ γὰρ τὸ Πάσχα ἡμῶν ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστός· ὥστε ἑορτάζωμεν μὴ ἐν ζύμῃ παλαιᾷ, μηδὲ ἐν ζύμῃ κακίας καί πονηρίας, ἀλλ᾽ ἐν ἀζύμοις εἰλικρινείας καὶ ἀληθείας. Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα· γέγραπται γάρ· ἐπικα τάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου. Ἵνα εἰς τὰ ἔθνη ἡ εὐλογία τοῦ ᾽Αβραὰμ γένηται ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ, ἵνα τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Πνεύματος λάβωμεν διὰ τῆς πίστεως.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΟΡΘΡΟΥ (ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΕΣΠΕΡΑΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
27: 62 – 66

Τῇ ἐπαύριον, ἥτις ἐστὶ μετὰ τὴν παρασκευήν, συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι πρὸς Πιλᾶτον λέγοντες· Κύριε, ἐμνήσθημεν ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος εἶπεν ἔτι ζῶν, μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι. κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι τὸν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας, μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ κλέψωσιν αὐτὸν καὶ εἴπωσι τῷ λαῷ, ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν· καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης. ἔφη αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Ἔχετε κουστωδίαν· ὑπάγετε ἀσφαλίσασθε ὡς οἴδατε. οἱ δὲ πορευθέντες ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον σφραγίσαντες τὸν λίθον μετὰ τῆς κουστωδίας.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ (ΣΑΒΒΑΤΟ ΠΡΩΙ)
Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
6: 3 – 11

Ἀδελφοί, ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθημεν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν. Συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ Βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν. Εἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα, τοῦτο γινώσκοντες, ὅτι ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ· ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας. Εἰ δὲ ἀπεθάνομεν σὺν Χριστῷ, πιστεύομεν ὅτι καὶ συζήσομεν αὐτῷ, εἰδότες ὅτι Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει. Ὃ γὰρ ἀπέθανε, τῇ ἁμαρτίᾳ ἀπέθανεν ἐφάπαξ, ὃ δὲ ζῇ, ζῇ τῷ Θεῷ. Οὕτω καὶ ὑμεῖς λογίζεσθε ἑαυτοὺς νεκροὺς μὲν εἶναι τῇ ἁμαρτίᾳ, ζῶντας δὲ τῷ Θεῷ ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ (ΣΑΒΒΑΤΟ ΠΡΩΙ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
28: 1 – 20

Ὀψὲ σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων, ἦλθε Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι τὸν τάφον. καὶ ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο μέγας· ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβὰς ἐξ οὐρανοῦ προσελθὼν ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ. ἦν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών. ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες καὶ ἐγένοντο ὡσεὶ νεκροί. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἄγγελος εἶπε ταῖς γυναιξί· Μὴ φοβεῖσθε ὑμεῖς· οἶδα γὰρ ὅτι Ἰησοῦν τὸν ἐσταυρωμένον ζητεῖτε· οὐκ ἔστιν ὧδε· ἠγέρθη γὰρ καθὼς εἶπε. δεῦτε ἴδετε τὸν τόπον ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος. καὶ ταχὺ πορευθεῖσαι εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ ἰδοὺ προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε· ἰδοὺ εἶπον ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἀπὸ τοῦ μνημείου μετὰ φόβου καὶ χαρᾶς μεγάλης ἔδραμον ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ. ὡς δὲ ἐπορεύοντο ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ Ἰησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων· Χαίρετε. αἱ δὲ προσελθοῦσαι ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ. τότε λέγει αὐταῖς ὁ Ἰησοῦς· Μὴ φοβεῖσθε· ὑπάγετε ἀπαγγείλατε τοῖς ἀδελφοῖς μου ἵνα ἀπέλθωσιν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, κἀκεῖ με ὄψονται. Πορευομένων δὲ αὐτῶν ἰδού τινες τῆς κουστωδίας ἐλθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν τοῖς ἀρχιερεῦσιν ἅπαντα τὰ γενόμενα. καὶ συναχθέντες μετὰ τῶν πρεσβυτέρων συμβούλιόν τε λαβόντες ἀργύρια ἱκανὰ ἔδωκαν τοῖς στρατιώταις λέγοντες· Εἴπατε ὅτι Οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς ἐλθόντες ἔκλεψαν αὐτὸν ἡμῶν κοιμωμένων. καὶ ἐὰν ἀκουσθῇ τοῦτο ἐπὶ τοῦ ἡγεμόνος, ἡμεῖς πείσομεν αὐτὸν καὶ ὑμᾶς ἀμερίμνους ποιήσωμεν. οἱ δὲ λαβόντες τὰ ἀργύρια ἐποίησαν ὡς ἐδιδάχθησαν. καὶ διεφημίσθη ὁ λόγος οὗτος παρὰ Ἰουδαίοις μέχρι τῆς σήμερον. Οἱ δὲ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς. καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν. καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων· Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς. πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Πελαγίας της από Ταρσού, Ιλαρίου Οσίου και Νικηφόρου Οσίου Ηγουμένου της του Μιδικίου (4 Μαΐου)

Μαρτύριο Αγίας Πελαγίας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Πελαγίας της από Tαρσού

Bοός το χαλκούργημα πυρ φανέν φλέγον,
Bληθείσαν ένδον την Πελαγίαν φλέγει.
Aμφί τετάρτη Πελαγίη καύθη βοΐ χαλκώ.

Μαρτύριο Αγίας Πελαγίας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Aύτη η Aγία ήτον κατά τους χρόνους Διοκλητιανού του βασιλέως εν έτει σπη΄ [288], καταγομένη μεν, από την Tαρσόν της Kιλικίας, κατοικούσα δε, εις την Pώμην. Eπειδή δε ο Pώμης Eπίσκοπος Λίνος1 εβάπτιζε πολλούς Έλληνας, διά τούτο η Aγία αύτη βλέπει εις το όνειρόν της τον χαρακτήρα του ρηθέντος Eπισκόπου, όστις επαρακάλει αυτήν διά να την βαπτίση. Eξυπνήσασα δε, εκατάλαβε το όραμα, όθεν ζητήσασα από την μητέρα της άδειαν, τάχα πως έχει να υπάγη εις την ανατροφόν και παραμάναν της, επήγεν εις τον Eπίσκοπον και εβαπτίσθη. Eίτα έδωκεν εις αυτόν την πολύτιμον αυτής φορεσίαν, διά να την μοιράση εις τους πτωχούς. Aυτή δε πηγαίνουσα εις την ανατροφόν της με τα ταπεινά φορέματα, οπού εφόρεσεν εκ του Aγίου Bαπτίσματος, δεν εδέχθη από αυτήν. Πηγαίνουσα δε και εις την μητέρα της με την αυτήν ταπεινήν φορεσίαν, επροξένησεν εις αυτήν ανυπόφορον λύπην. Eπειδή δε η μήτηρ της επαρακίνει μεν αυτήν να αλλάξη τα φορέματα εκείνα, και να αρνηθή τον Xριστόν, δεν εδυνήθη δε να την καταπείση, διά τούτο εφανέρωσε την υπόθεσιν εις τον υιόν του Διοκλητιανού, όστις είχε την αρραβωνισθή. Eκείνος δε λυπηθείς υπερβολικώς, διατί η Πελαγία αθέτησε τον προς αυτόν έρωτα, εφόνευσε μόνος τον εαυτόν του. Όθεν τούτο μαθών ο πατήρ του Διοκλητιανός, και οργισθείς, επίασε την Πελαγίαν, και έβαλεν αυτήν μέσα εις ένα χάλκινον βόδι πεπυρακτωμένον, και ούτως η μακαρία έλαβε τον του μαρτυρίου ακήρατον στέφανον.

Σημείωση

1. O Λίνος ούτος εορτάζεται κατά την πέμπτην του Nοεμβρίου, και εχρημάτισε πρώτος της Pώμης Eπίσκοπος, και όρα εκεί.


Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Iλαρίου1 του Θαυματουργού

Έγνων τον Iλάριον ιλαρόν φύσει,
Oς θαυματουργεί καν τάφω τεθειμένος.

Oύτος ο Άγιος εκ νεαράς του ηλικίας, τον Σταυρόν του Kυρίου σηκώσας εις τους ώμους του, ηκολούθησε τω σταυρωθέντι, και επειδή υπέταξε τα πάθη της σαρκός εις το πνεύμα και την ψυχήν, διά τούτο επλούτησε παρά Θεού την χάριν των ιαμάτων. Όθεν ιάτρευε πολλά και διάφορα πάθη και ασθενείας, και εδίωκε δαίμονας από τους ανθρώπους. Mετά ταύτα έκλεισε τον εαυτόν του μέσα εις ένα καλυβάκι στενώτατον, και εζούσεν έξω από κάθε ταραχήν και θόρυβον. Όθεν λαμπρυνθείς με την απάθειαν, εδέχθη το θείον της Iερωσύνης αξίωμα. Oύτος ο Άγιος πληγήν χαλάζης κατέπαυσε, τα ζώα οπού έβλαπτον τα σπέρματα και γεννήματα, εδίωξε, την γην ξηράν ούσαν από ανομβρίαν, με βροχήν επότισε, ρεύματα ποταμού, ως ο Eλισσαίος και Ηλίας, διέσχισε και απέρασε, ξηρόν χέρι ενός Xριστιανού, ιάτρευσεν, και κουτζών και παραλύτων τους πόδας και τα μέλη, ανώρθωσε και εστερέωσε, και άλλα δε πολλά ποιήσας θαύματα, ανεπαύθη εν Kυρίω.

Σημείωση

1. Eν δε τοις τετυπωμένοις Mηναίοις, Iλαρίωνος γράφεται ουκ ορθώς.


O Όσιος Πατήρ ημών Nικηφόρος, ο Hγούμενος Mονής του Mηδικίου, εν ειρήνη τελειούται

Tης αρετής το θείον ήρατο στέφος,
O θείος αρθείς εκ βίου Nικηφόρος.

Oύτος ο Όσιος Nικηφόρος ήτον κατά τους καιρούς των εικονομάχων. Eπειδή δε εκ βρέφους ηγάπησε τον Xριστόν, διά τούτο βλέπων την ρηθείσαν αίρεσιν των εικονομάχων αυξανομένην, αφήκε τον κόσμον και τα εν κόσμω και έγινε Mοναχός. Όθεν ανεχώρησεν εις τα βουνά και ησύχαζε, καταγινόμενος εις νηστείας και αγρυπνίας, και προσευχόμενος τω Θεώ, διά την ειρηνικήν κατάστασιν όλης της οικουμένης. Aφ’ ου δε εγαληνίασεν ολίγον η αίρεσις της εικονομαχίας, με πολλάς παρακαλέσεις των Mοναχών έγινεν Hγούμενος του Mοναστηρίου του Mηδικίου, το οποίον ευρίσκεται κοντά εις τα Mουντανία. Eπειδή δε πάλιν η αίρεσις αύτη ανεκαινίσθη και αύξησε, διά μέσου του δυσσεβούς Λέοντος του Aρμενίου εν έτει ωιδ΄ [814], διά τούτο εξωρίσθη και ούτος ο Άγιος από το Mοναστήριόν του, ως προσκυνητής των αγίων εικόνων, και ως ακολουθών εις τας παραδόσεις και διατάξεις των Aγίων Aποστόλων, και των θείων Πατέρων. Kαι αφ’ ου κατεδικάσθη με πικράς εξορίας, απεκλείσθη μέσα εις μίαν σκοτεινοτάτην φυλακήν. Eκεί λοιπόν καταβαλών την ψυχόλεθρον αίρεσιν ως στερρός αγωνιστής, απήλθε προς τον Xριστόν, τον οποίον επόθησεν ο αοίδιμος1.

Σημείωση

1. Περιττώς γράφεται εδώ η μνήμη και το Συναξάριον, τόσον του Nικήτα Πρεσβυτέρου Hγουμένου Mονής του Mηδικίου, όσον και Iωάννου Πρεσβυτέρου του Παλαιολαυρίτου, παρά τω τετυπωμένω Συναξαριστή και τοις Mηναίοις. Tου μεν γαρ Nικήτα η μνήμη και το Συναξάριον, εγράφη κατά την τρίτην του Aπριλλίου. Tου δε Iωάννου, εγράφη κατά την εικοστήν του αυτού Aπριλλίου και η μνήμη και το Συναξάριον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Μεγάλη Παρασκευὴ 3 Μαΐου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΔΩΔΕΚΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ (ΠΕΜΠΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΠΡΩΤΟΝ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
13: 31 – 18:1

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Νῦν ἐδοξάσθη ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ. εἰ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ, καὶ ὁ Θεὸς δοξάσει αὐτὸν ἐν ἑαυτῷ, καὶ εὐθὺς δοξάσει αὐτόν. τεκνία, ἔτι μικρὸν μεθ’ ὑμῶν εἰμι· ζητήσετέ με, καὶ καθὼς εἶπον τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι ὅπου ὑπάγω ἐγὼ, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν, καὶ ὑμῖν λέγω ἄρτι. ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις. λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος· Κύριε, ποῦ ὑπάγεις; ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὅπου ἐγὼ ὑπάγω, οὐ δύνασαί μοι νῦν ἀκολουθῆσαι, ὕστερον δὲ ἀκολουθήσεις μοι. λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος· Κύριε, διατί οὐ δύναμαί σοι ἀκολουθῆσαι ἄρτι; τὴν ψυχήν μου ὑπὲρ σοῦ θήσω. ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Τὴν ψυχήν σου ὑπὲρ ἐμοῦ θήσεις! ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, οὐ μὴ ἀλέκτωρ φωνήσει ἕως οὗ ἀπαρνήσῃ με τρίς. Μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία· πιστεύετε εἰς τὸν Θεόν, καὶ εἰς ἐμὲ πιστεύετε. ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν· εἰ δὲ μή, εἶπον ἂν ὑμῖν. πορεύομαι ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν· καὶ ἐὰν πορευθῶ καὶ ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καὶ παραλήψομαι ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν, ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ, καὶ ὑμεῖς ἦτε. καὶ ὅπου ἐγὼ ὑπάγω οἴδατε, καὶ τὴν ὁδόν οἴδατε. Λέγει αὐτῷ Θωμᾶς· Κύριε, οὐκ οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις· καὶ πῶς δυνάμεθα τὴν ὁδὸν εἰδέναι; λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ. εἰ ἐγνώκειτέ με, καὶ τὸν πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν· καὶ ἀπ’ ἄρτι γινώσκετε αὐτὸν καὶ ἑωράκατε αὐτόν. Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμι, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα· καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα; οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστι; τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, ἀπ’ ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ· ὁ δὲ πατὴρ ὁ ἐν ἐμοὶ μένων αὐτὸς ποιεῖ τὰ ἔργα. πιστεύετέ μοι ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί· εἰ δὲ μή, διὰ τὰ ἔργα αὐτὰ πιστεύετέ μοι. ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καὶ μείζονα τούτων ποιήσει, ὅτι ἐγὼ πρὸς τὸν πατέρα μου πορεύομαι, καὶ ὅ,τι ἂν αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου, τοῦτο ποιήσω, ἵνα δοξασθῇ ὁ πατὴρ ἐν τῷ υἱῷ. ἐάν τι αἰτήσητέ με ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐγὼ ποιήσω. Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε, καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένει μεθ’ ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα, 17τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει αὐτὸ· ὑμεῖς δὲ γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ’ ὑμῖν μένει καὶ ἐν ὑμῖν ἔσται. Οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανούς· ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς. ἔτι μικρὸν καὶ ὁ κόσμος με οὐκέτι θεωρεῖ, ὑμεῖς δὲ θεωρεῖτέ με, ὅτι ἐγὼ ζῶ καὶ ὑμεῖς ζήσεσθε. ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ γνώσεσθε ὑμεῖς ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρί μου καὶ ὑμεῖς ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν ὑμῖν. ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτὰς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός μου, καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν. Λέγει αὐτῷ Ἰούδας, οὐχ ὁ Ἰσκαριώτης· Κύριε, καὶ τί γέγονεν ὅτι ἡμῖν μέλλεις ἐμφανίζειν σεαυτὸν καὶ οὐχὶ τῷ κόσμῳ; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν. ὁ μὴ ἀγαπῶν με τοὺς λόγους μου οὐ τηρεῖ· καὶ ὁ λόγος ὃν ἀκούετε οὐκ ἔστιν ἐμὸς, ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με πατρός. Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν παρ’ ὑμῖν μένων· ὁ δὲ παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν. Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν. μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία μηδὲ δειλιάτω. ἠκούσατε ὅτι ἐγὼ εἶπον ὑμῖν, ὑπάγω καὶ ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς· εἰ ἠγαπᾶτέ με, ἐχάρητε ἄν ὅτι εἶπον, πορεύομαι πρὸς τὸν πατέρα· ὅτι ὁ πατὴρ μου μείζων μού ἐστι. καὶ νῦν εἴρηκα ὑμῖν πρὶν γενέσθαι, ἵνα ὅταν γένηται πιστεύσητε. οὐκέτι πολλὰ λαλήσω μεθ’ ὑμῶν· ἔρχεται γὰρ ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν· ἀλλ’ ἵνα γνῷ ὁ κόσμος ὅτι ἀγαπῶ τὸν πατέρα, καὶ καθὼς ἐνετείλατό μοι ὁ πατήρ, οὕτω ποιῶ. ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν. Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, καὶ ὁ πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστι. πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοὶ μὴ φέρον καρπόν, αἴρει αὐτό, καὶ πᾶν τὸ καρπὸν φέρον, καθαίρει αὐτὸ, ἵνα πλείονα καρπὸν φέρῃ. ἤδη ὑμεῖς καθαροί ἐστε διὰ τὸν λόγον ὃν λελάληκα ὑμῖν. μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν ὑμῖν. καθὼς τὸ κλῆμα οὐ δύναται καρπὸν φέρειν ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἐὰν μὴ μένῃ ἐν τῇ ἀμπέλῳ, οὕτως οὐδὲ ὑμεῖς, ἐὰν μὴ ἐν ἐμοὶ μένητε. ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα. ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν, ὅτι χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν. ἐὰν μή τις μένῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν αὐτὰ καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι, καὶ καίεται. ἐὰν μείνητε ἐν ἐμοὶ καὶ τὰ ῥήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ, ὃ ἐὰν θέλητε αἰτήσασθε, καὶ γενήσεται. ἐν τούτῳ ἐδοξάσθη ὁ πατήρ μου, ἵνα καρπὸν πολὺν φέρητε, καὶ γένησθε ἐμοὶ μαθηταί. καθὼς ἠγάπησέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς· μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ. ἐὰν τὰς ἐντολάς μου τηρήσητε, μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ μου, καθὼς ἐγὼ τὰς ἐντολὰς τοῦ πατρός μου τετήρηκα καὶ μένω αὐτοῦ ἐν τῇ ἀγάπῃ. Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ ἐν ὑμῖν μείνῃ καὶ ἡ χαρὰ ὑμῶν πληρωθῇ. αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς. μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ. ὑμεῖς φίλοι μού ἐστε, ἐὰν ποιῆτε ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν. οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους, ὅτι ὁ δοῦλος οὐκ οἶδε τί ποιεῖ αὐτοῦ ὁ κύριος· ὑμᾶς δὲ εἴρηκα φίλους, ὅτι πάντα ἃ ἤκουσα παρὰ τοῦ πατρός μου ἐγνώρισα ὑμῖν. οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ’ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς, καὶ ἔθηκα ὑμᾶς ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε καὶ καρπὸν φέρητε, καὶ ὁ καρπὸς ὑμῶν μένῃ, ἵνα ὅ,τι ἂν αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δῷ ὑμῖν. ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμὲ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν. εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει· ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ’ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος. μνημονεύετε τοῦ λόγου οὗ ἐγὼ εἶπον ὑμῖν· οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ. εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν· εἰ τὸν λόγον μου ἐτήρησαν, καὶ τὸν ὑμέτερον τηρήσουσιν. ἀλλὰ ταῦτα πάντα ποιήσουσιν ὑμῖν διὰ τὸ ὄνομά μου, ὅτι οὐκ οἴδασι τὸν πέμψαντά με. εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἴχον· νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν. ὁ ἐμὲ μισῶν καὶ τὸν πατέρα μου μισεῖ. εἰ τὰ ἔργα μὴ ἐποίησα ἐν αὐτοῖς ἃ οὐδεὶς ἄλλος πεποίηκεν, ἁμαρτίαν οὐκ εἴχον· νῦν δὲ καὶ ἑωράκασι καὶ μεμισήκασι καὶ ἐμὲ καὶ τὸν πατέρα μου. ἀλλ’ ἵνα πληρωθῇ ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος ἐν τῷ νόμῳ αὐτῶν, ὅτι ἐμίσησάν με δωρεάν. ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ· καὶ ὑμεῖς δὲ μαρτυρεῖτε, ὅτι ἀπ’ ἀρχῆς μετ’ ἐμοῦ ἐστε. Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα μὴ σκανδαλισθῆτε. ἀποσυναγώγους ποιήσουσιν ὑμᾶς· ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ. καὶ ταῦτα ποιήσουσιν, ὅτι οὐκ ἔγνωσαν τὸν πατέρα οὐδὲ ἐμέ. ἀλλὰ ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ὅταν ἔλθῃ ἡ ὥρα, μνημονεύητε αὐτῶν ὅτι ἐγὼ εἶπον ὑμῖν. ταῦτα δὲ ὑμῖν ἐξ ἀρχῆς οὐκ εἶπον, ὅτι μεθ’ ὑμῶν ἤμην. νῦν δὲ ὑπάγω πρὸς τὸν πέμψαντά με, καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ἐρωτᾷ με ποῦ ὑπάγεις! ἀλλ’ ὅτι ταῦτα λελάληκα ὑμῖν, ἡ λύπη πεπλήρωκε ὑμῶν τὴν καρδίαν. ἀλλ’ ἐγὼ τὴν ἀλήθειαν λέγω ὑμῖν· συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω. ἐὰν γὰρ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς· καὶ ἐλθὼν ἐκεῖνος ἐλέγξει τὸν κόσμον περὶ ἁμαρτίας καὶ περὶ δικαιοσύνης καὶ περὶ κρίσεως. περὶ ἁμαρτίας μέν, ὅτι οὐ πιστεύουσιν εἰς ἐμέ· περὶ δικαιοσύνης δέ, ὅτι πρὸς τὸν πατέρα μου ὑπάγω καὶ οὐκέτι θεωρεῖτέ με· περὶ δὲ κρίσεως, ὅτι ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου κέκριται. Ἔτι πολλὰ ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ’ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι. ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν· οὐ γὰρ λαλήσει ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἀλλ’ ὅσα ἂν ἀκούσει λαλήσει, καὶ τὰ ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμῖν. ἐκεῖνος ἐμὲ δοξάσει, ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν. πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι· διὰ τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν. μικρὸν καὶ οὐκέτι θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, ὅτι ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα. Εἶπον οὖν ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς ἀλλήλους· Τί ἐστι τοῦτο ὃ λέγει ἡμῖν, μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, καί ὅτι ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα; ἔλεγον οὖν· Τοῦτο τί ἐστιν ὃ λέγει τὸ μικρόν; οὐκ οἴδαμε τί λαλεῖ. ἔγνω οὖν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἤθελον αὐτὸν ἐρωτᾶν, καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Περὶ τούτου ζητεῖτε μετ’ ἀλλήλων ὅτι εἶπον, μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με; ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται· ὑμεῖς δὲ λυπηθήσεσθε, ἀλλ’ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται. ἡ γυνὴ ὅταν τίκτῃ, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς· ὅταν δὲ γεννήσῃ τὸ παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν. καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐμὲ οὐκ ἐρωτήσετε οὐδέν· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὅσα ἄν αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δώσει ὑμῖν. ἕως ἄρτι οὐκ ᾐτήσατε οὐδὲν ἐν τῷ ὀνόματί μου· αἰτεῖτε καὶ λήψεσθε, ἵνα ἡ χαρὰ ὑμῶν ᾖ πεπληρωμένη. Ταῦτα ἐν παροιμίαις λελάληκα ὑμῖν· ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα ὅτε οὐκέτι ἐν παροιμίαις λαλήσω ὑμῖν, ἀλλὰ παρρησίᾳ περὶ τοῦ πατρὸς ἀπαγγελῶ ὑμῖν. ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐν τῷ ὀνόματί μου αἰτήσεσθε· καὶ οὐ λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα περὶ ὑμῶν· αὐτὸς γὰρ ὁ πατὴρ φιλεῖ ὑμᾶς, ὅτι ὑμεῖς ἐμὲ πεφιλήκατε, καὶ πεπιστεύκατε ὅτι ἐγὼ παρὰ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον. ἐξῆλθον παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον· πάλιν ἀφίημι τὸν κόσμον καὶ πορεύομαι πρὸς τὸν πατέρα. Λέγουσιν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Ἴδε νῦν παρρησίᾳ λαλεῖς, καὶ παροιμίαν οὐδεμίαν λέγεις. νῦν οἴδαμεν ὅτι οἶδας πάντα καὶ οὐ χρείαν ἔχεις ἵνα τίς σε ἐρωτᾷ· ἐν τούτῳ πιστεύομεν ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐξῆλθες. ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἄρτι πιστεύετε· ἰδοὺ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐλήλυθεν, ἵνα σκορπισθῆτε ἕκαστος εἰς τὰ ἴδια καὶ ἐμὲ μόνον ἀφῆτε· καὶ οὐκ εἰμὶ μόνος, ὅτι ὁ πατὴρ μετ’ ἐμοῦ ἐστι. ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἐν ἐμοὶ εἰρήνην ἔχητε. ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἔξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον. Ταῦτα ἐλάλησεν Ἰησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱὸς σου δοξάσῃ σέ, καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσιν σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν. ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελειώσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ εἰσιν· ὅτι τὰ ῥήματα ἃ ἔδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστιν καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ αὐτοὶ ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. ὅτε ἤμην μετ’ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὑτοῖς. ἐγὼ δέδωκα αὐτοῖς τὸν λόγον σου, καὶ ὁ κόσμος ἐμίσησεν αὐτούς, ὅτι οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσμου, καθὼς ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου. οὐκ ἐρωτῶ ἵνα ἄρῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλ’ ἵνα τηρήσῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ πονηροῦ. ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰσὶν καθὼς ἐγὼ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰμὶ. ἁγίασον αὐτοὺς ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου· ὁ λόγος ὁ σὸς ἀλήθειά ἐστι. καθὼς ἐμὲ ἀπέστειλας εἰς τὸν κόσμον, κἀγὼ ἀπέστειλα αὐτοὺς εἰς τὸν κόσμον· καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ. Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ, ἵνα πάντες ἓν ὦσιν, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλας. κἀγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμὲν, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν, καὶ ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σύ με ἀπέστειλας καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας. Πάτερ, οὓς δέδωκάς μοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ’ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσιν τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἣν δέδωκάς μοι, ὅτι ἠγάπησάς με πρὸ καταβολῆς κόσμου. πάτερ δίκαιε, καὶ ὁ κόσμος σε οὐκ ἔγνω, ἐγὼ δέ σε ἔγνων, καὶ οὗτοι ἔγνωσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας, καὶ ἐγνώρισα αὐτοῖς τὸ ὄνομά σου καὶ γνωρίσω, ἵνα ἡ ἀγάπη ἣν ἠγάπησάς με ἐν αὐτοῖς ᾖ κἀγὼ ἐν αὐτοῖς. Ταῦτα εἰπὼν Ἰησοῦς ἐξῆλθεν σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ πέραν τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων, ὅπου ἦν κῆπος, εἰς ὃν εἰσῆλθεν αὐτὸς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
18: 1 – 28

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐξῆλθεν ὁ Ἰησοῦς σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ πέραν τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων, ὅπου ἦν κῆπος, εἰς ὃν εἰσῆλθεν αὐτὸς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. ᾔδει δὲ καὶ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν τὸν τόπον, ὅτι πολλάκις συνήχθη καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐκεῖ μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ. ὁ οὖν Ἰούδας λαβὼν τὴν σπεῖραν καὶ ἐκ τῶν ἀρχιερέων καὶ Φαρισαίων ὑπηρέτας ἔρχεται ἐκεῖ μετὰ φανῶν καὶ λαμπάδων καὶ ὅπλων. Ἰησοῦς οὖν εἰδὼς πάντα τὰ ἐρχόμενα ἐπ’ αὐτὸν, ἐξελθὼν εἶπεν αὐτοῖς· Τίνα ζητεῖτε; ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἐγώ εἰμι. εἱστήκει δὲ καὶ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν μετ’ αὐτῶν. ὡς οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὅτι ἐγώ εἰμι, ἀπῆλθον εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἔπεσον χαμαί. πάλιν οὖν αὐτούς ἐπηρώτησε· Τίνα ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπον· Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον. ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Εἶπον ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι· εἰ οὖν ἐμὲ ζητεῖτε, ἄφετε τούτους ὑπάγειν· ἵνα πληρωθῇ ὁ λόγος ὃν εἶπεν, ὅτι οὓς δέδωκάς μοι, οὐκ ἀπώλεσα ἐξ αὐτῶν οὐδένα. Σίμων οὖν Πέτρος ἔχων μάχαιραν εἵλκυσεν αὐτὴν, καὶ ἔπαισε τὸν τοῦ ἀρχιερέως δοῦλον καὶ ἀπέκοψεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον τὸ δεξιόν· ἦν δὲ ὄνομα τῷ δούλῳ Μάλχος. εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ· Βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην· τὸ ποτήριον ὃ δέδωκέ μοι ὁ πατὴρ, οὐ μὴ πίω αὐτό; Ἡ οὖν σπεῖρα καὶ ὁ χιλίαρχος καὶ οἱ ὑπηρέται τῶν Ἰουδαίων συνέλαβον τὸν Ἰησοῦν καὶ ἔδησαν αὐτὸν, καὶ ἀπήγαγον πρὸς Ἅνναν πρῶτον· ἦν γὰρ πενθερὸς τοῦ Καϊάφα, ὃς ἦν ἀρχιερεὺς τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου. ἦν δὲ Καϊάφας ὁ συμβουλεύσας τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι συμφέρει ἕνα ἄνθρωπον ἀπολέσθαι ὑπὲρ τοῦ λαοῦ. Ἠκολούθει δὲ τῷ Ἰησοῦ Σίμων Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητής. ὁ δὲ μαθητὴς ἐκεῖνος ἦν γνωστὸς τῷ ἀρχιερεῖ, καὶ συνεισῆλθε τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως· ὁ δὲ Πέτρος εἱστήκει πρὸς τῇ θύρᾳ ἔξω. ἐξῆλθεν οὖν ὁ μαθητὴς ὁ ἄλλος, ὃς ἦν γνωστὸς τῷ ἀρχιερεῖ, καὶ εἶπε τῇ θυρωρῷ, καὶ εἰσήγαγε τὸν Πέτρον. λέγει οὖν ἡ παιδίσκη ἡ θυρωρός τῷ Πέτρῳ· Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῶν μαθητῶν εἶ τοῦ ἀνθρώπου τούτου; λέγει ἐκεῖνος· Οὐκ εἰμί. εἱστήκεισαν δὲ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ ὑπηρέται ἀνθρακιὰν πεποιηκότες, ὅτι ψῦχος ἦν, καὶ ἐθερμαίνοντο· ἦν δὲ μετ’ αὐτῶν ὁ Πέτρος ἑστὼς καὶ θερμαινόμενος. Ὁ οὖν ἀρχιερεὺς ἠρώτησε τὸν Ἰησοῦν περὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ περὶ τῆς διδαχῆς αὐτοῦ. ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγὼ παρρησίᾳ ἐλάλησα τῷ κόσμῳ· ἐγὼ πάντοτε ἐδίδαξα ἐν συναγωγῇ καὶ ἐν τῷ ἱερῷ, ὅπου πάντοτε οἱ Ἰουδαῖοι συνέρχονται, καὶ ἐν κρυπτῷ ἐλάλησα οὐδέν. τί με ἐπερωτᾷς; ἐρώτησον τοὺς ἀκηκοότας τί ἐλάλησα αὐτοῖς· ἴδε οὗτοι οἴδασιν ἃ εἶπον ἐγώ. ταῦτα δὲ αὐτοῦ εἰπόντος εἷς τῶν ὑπηρετῶν παρεστηκὼς ἔδωκε ῥάπισμα τῷ Ἰησοῦ εἰπών· Οὕτως ἀποκρίνῃ τῷ ἀρχιερεῖ; ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ· εἰ δὲ καλῶς, τί με δέρεις; ἀπέστειλεν αὐτὸν ὁ Ἅννας δεδεμένον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα. Ἦν δὲ Σίμων Πέτρος ἑστὼς καὶ θερμαινόμενος. εἶπον οὖν αὐτῷ· Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶ; ἠρνήσατο οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Οὐκ εἰμί. λέγει εἷς ἐκ τῶν δούλων τοῦ ἀρχιερέως, συγγενὴς ὢν οὗ ἀπέκοψε Πέτρος τὸ ὠτίον· Οὐκ ἐγώ σε εἶδον ἐν τῷ κήπῳ μετ’ αὐτοῦ; πάλιν οὖν ἠρνήσατο Πέτρος, καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησεν. Ἄγουσιν οὖν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τοῦ Καϊάφα εἰς τὸ πραιτώριον· ἦν δὲ πρωΐ· καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσῆλθον εἰς τὸ πραιτώριον, ἵνα μὴ μιανθῶσιν, ἀλλ’ ἵνα φάγωσι τὸ πάσχα.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΡΙΤΟΝ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
26: 57 – 75

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, οἱ στρατιῶται κρατήσαντες τὸν Ἰησοῦν ἀπήγαγον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα, ὅπου οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι συνήχθησαν. ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει αὐτῷ ἀπὸ μακρόθεν ἕως τῆς αὐλῆς τοῦ ἀρχιερέως, καὶ εἰσελθὼν ἔσω ἐκάθητο μετὰ τῶν ὑπηρετῶν ἰδεῖν τὸ τέλος. οἱ δὲ ἀρχιερεῖς οἱ πρεσβύτεροι καὶ τὸ συνέδριον ὅλον ἐζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ ὅπως θανατώσωσιν αὐτὸν, καὶ οὐχ εὗρον· καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων, οὐχ εὗρον. ὕστερον δὲ προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες εἶπον· Οὗτος ἔφη, δύναμαι καταλῦσαι τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν οἰκοδομῆσαι αὐτὸν. καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ· Οὐδὲν ἀποκρίνῃ; τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν; ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ· Ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος ἵνα ἡμῖν εἴπῃς εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Σὺ εἶπας· πλὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ. τότε ὁ ἀρχιερεὺς διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ λέγων ὅτι Ἐβλασφήμησε· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων; ἴδε νῦν ἠκούσατε τὴν βλασφημίαν αὐτοῦ· τί ὑμῖν δοκεῖ; οἱ δὲ ἀποκριθέντες εἶπον· Ἔνοχος θανάτου ἐστί. Τότε ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν λέγοντες· Προφήτευσον ἡμῖν, Χριστέ, τίς ἐστιν ὁ παίσας σε; Ὁ δὲ Πέτρος ἔξω ἐκάθητο ἐν τῇ αὐλῇ· καὶ προσῆλθεν αὐτῷ μία παιδίσκη λέγουσα· Καὶ σὺ ἦσθα μετὰ Ἰησοῦ τοῦ Γαλιλαίου. ὁ δὲ ἠρνήσατο ἔμπροσθεν αὐτῶν πάντων λέγων· Οὐκ οἶδα τί λέγεις. ἐξελθόντα δὲ αὐτὸν εἰς τὸν πυλῶνα εἶδεν αὐτὸν ἄλλη καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἐκεῖ καὶ οὗτος ἦν μετὰ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου. καὶ πάλιν ἠρνήσατο μεθ’ ὅρκου ὅτι Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον. μετὰ μικρὸν δὲ προσελθόντες οἱ ἑστῶτες εἶπον τῷ Πέτρῳ· Ἀληθῶς καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ· καὶ γὰρ ἡ λαλιά σου δῆλόν σε ποιεῖ. τότε ἤρξατο καταθεματίζειν καὶ ὀμνύειν ὅτι Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον· καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησε. καὶ ἐμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ ῥήματος Ἰησοῦ εἰρηκότος ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με· καὶ ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟΝ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
18:28 – 19:16

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄγουσιν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τοῦ Καϊάφα εἰς τὸ πραιτώριον· ἦν δὲ πρωΐ· καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσῆλθον εἰς τὸ πραιτώριον, ἵνα μὴ μιανθῶσιν, ἀλλ’ ἵνα φάγωσι τὸ πάσχα. ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πιλᾶτος ἔξω πρὸς αὐτοὺς καὶ εἶπε· Τίνα κατηγορίαν φέρετε κατὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου; ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Εἰ μὴ ἦν οὗτος κακοποιός, οὐκ ἄν σοι παρεδώκαμεν αὐτόν. εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ κατὰ τὸν νόμον ὑμῶν κρίνατε αὐτόν. εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· Ἡμῖν οὐκ ἔξεστιν ἀποκτεῖναι οὐδένα· ἵνα ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ πληρωθῇ ὃν εἶπε σημαίνων ποίῳ θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνήσκειν. Εἰσῆλθεν οὖν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν ὁ Πιλᾶτος καὶ ἐφώνησε τὸν Ἰησοῦν καὶ εἶπεν αὐτῷ· Σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἀφ’ ἑαυτοῦ σὺ τοῦτο λέγεις ἢ ἄλλοι σοι εἶπον περὶ ἐμοῦ; ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος· Μήτι ἐγὼ Ἰουδαῖός εἰμι; τὸ ἔθνος τὸ σὸν καὶ οἱ ἀρχιερεῖς παρέδωκάν σε ἐμοί· τί ἐποίησας; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου· εἰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἦν ἡ βασιλεία ἡ ἐμή, οἱ ὑπηρέται ἄν οἱ ἐμοὶ ἠγωνίζοντο, ἵνα μὴ παραδοθῶ τοῖς Ἰουδαίοις· νῦν δὲ ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐντεῦθεν. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· Οὐκοῦν βασιλεὺς εἶ σύ; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Σὺ λέγεις ὅτι βασιλεύς εἰμι ἐγὼ. ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ· πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς. λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· Τί ἐστιν ἀλήθεια; καὶ τοῦτο εἰπὼν πάλιν ἐξῆλθε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἐγὼ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ. ἔστι δὲ συνήθεια ὑμῖν ἵνα ἕνα ὑμῖν ἀπολύσω ἐν τῷ πάσχα· βούλεσθε οὖν ὑμῖν ἀπολύσω τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων; ἐκραύγασαν οὖν πάλιν πάντες λέγοντες· Μὴ τοῦτον ἀλλὰ τὸν Βαραββᾶν. ἦν δὲ ὁ Βαραββᾶς λῃστής. Τότε οὖν ἔλαβεν ὁ Πιλᾶτος τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐμαστίγωσε. καὶ οἱ στρατιῶται πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν ἐπέθηκαν αὐτοῦ τῇ κεφαλῇ, καὶ ἱμάτιον πορφυροῦν περιέβαλον αὐτόν καὶ ἔλεγον· Χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων· καὶ ἐδίδουν αὐτῷ ῥαπίσματα. ἐξῆλθεν οὖν πάλιν ἔξω ὁ Πιλᾶτος καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἴδε ἄγω ὑμῖν αὐτὸν ἔξω, ἵνα γνῶτε ὅτι ἐν αὐτῷ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω. ἐξῆλθεν οὖν ὁ Ἰησοῦς ἔξω φορῶν τὸν ἀκάνθινον στέφανον καὶ τὸ πορφυροῦν ἱμάτιον, καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἴδε ὁ ἄνθρωπος. ὅτε οὖν εἶδον αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ὑπηρέται, ἐκραύγασαν λέγοντες· Σταύρωσον σταύρωσον αὐτὸν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ σταυρώσατε· ἐγὼ γὰρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν. ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· Ἡμεῖς νόμον ἔχομεν, καὶ κατὰ τὸν νόμον ὀφείλει ἀποθανεῖν, ὅτι ἑαυτὸν Θεοῦ υἱὸν ἐποίησεν. Ὅτε οὖν ἤκουσεν ὁ Πιλᾶτος τοῦτον τὸν λόγον, μᾶλλον ἐφοβήθη, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν καὶ λέγει τῷ Ἰησοῦ· Πόθεν εἶ σύ; ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπόκρισιν οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ. λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· Ἐμοὶ οὐ λαλεῖς; οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχω σταυρῶσαί σε καὶ ἐξουσίαν ἔχω ἀπολῦσαί σε; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὐκ εἶχες ἐξουσίαν οὐδεμίαν κατ’ ἐμοῦ, εἰ μὴ ἦν δεδομένον σοι ἄνωθεν· διὰ τοῦτο ὁ παραδιδούς μέ σοι μείζονα ἁμαρτίαν ἔχει. ἐκ τούτου ἐζήτει ὁ Πιλᾶτος ἀπολῦσαι αὐτόν· οἱ δὲ Ἰουδαῖοι ἔκραζον λέγοντες· Ἐὰν τοῦτον ἀπολύσῃς, οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος. πᾶς ὁ βασιλέα ἑαυτὸν ποιῶν ἀντιλέγει τῷ Καίσαρι. ὁ οὖν Πιλᾶτος ἀκούσας τοῦτον τὸν λόγον ἤγαγεν ἔξω τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ βήματος εἰς τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον, Ἑβραϊστὶ δὲ Γαββαθᾶ· ἦν δὲ παρασκευὴ τοῦ πάσχα, ὥρα δὲ ὡσεὶ ἕκτη· καὶ λέγει τοῖς Ἰουδαίοις· Ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν. οἱ δὲ ἐκραύγασαν· Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Τὸν βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω; ἀπεκρίθησαν οἱ ἀρχιερεῖς· Οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα. τότε οὖν παρέδωκεν αὐτὸν αὐτοῖς ἵνα σταυρωθῇ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟΝ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
27: 3 – 32

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἰδὼν Ἰούδας ὅτι ὁ Ἰησοῦς κατεκρίθη, μεταμεληθεὶς ἀπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ πρεσβυτέροις λέγων· Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον. οἱ δὲ εἶπον· Τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψει. καὶ ῥίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ ἀνεχώρησε, καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο. οἱ δὲ ἀρχιερεῖς λαβόντες τὰ ἀργύρια εἶπον· Οὐκ ἔξεστι βαλεῖν αὐτὰ εἰς τὸν κορβανᾶν, ἐπεὶ τιμὴ αἵματός ἐστι. συμβούλιον δὲ λαβόντες ἠγόρασαν ἐξ αὐτῶν τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως εἰς ταφὴν τοῖς ξένοις· διὸ ἐκλήθη ὁ ἀγρὸς ἐκεῖνος ἀγρὸς αἵματος ἕως τῆς σήμερον. τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἰερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· καὶ ἔλαβον τὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὴν τιμὴν τοῦ τετιμημένου ὃν ἐτιμήσαντο ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ ἔδωκαν αὐτὰ εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως, καθὰ συνέταξέ μοι Κύριος. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔστη ἔμπροσθεν τοῦ ἡγεμόνος· καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ ἡγεμὼν λέγων· Σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; ὁ δὲ ἔφη αὐτῷ· Σὺ λέγεις. καὶ ἐν τῷ κατηγορεῖσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων οὐδὲν ἀπεκρίνατο. τότε λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· Οὐκ ἀκούεις πόσα σου καταμαρτυροῦσι; καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ πρὸς οὐδὲ ἓν ῥῆμα, ὥστε θαυμάζειν τὸν ἡγεμόνα λίαν. Κατὰ δὲ τὴν ἑορτὴν εἰώθει ὁ ἡγεμὼν ἀπολύειν ἕνα τῷ ὄχλῳ δέσμιον ὃν ἤθελον. εἶχον δὲ τότε δέσμιον ἐπίσημον λεγόμενον Βαραββᾶν. συνηγμένων οὖν αὐτῶν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Τίνα θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν, Βαραββᾶν ἢ Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; ᾔδει γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παρέδωκαν αὐτόν. Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ βήματος ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ἡ γυνὴ αὐτοῦ λέγουσα· Μηδὲν σοὶ καὶ τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ’ ὄναρ δι’ αὐτόν. Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἔπεισαν τοὺς ὄχλους ἵνα αἰτήσωνται τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν ἀπολέσωσιν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἡγεμὼν εἶπεν αὐτοῖς· Τίνα θέλετε ἀπὸ τῶν δύο ἀπολύσω ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπον· Βαραββᾶν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Τί οὖν ποιήσω Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; λέγουσιν αὐτῷ πάντες· Σταυρωθήτω. ὁ δὲ ἡγεμὼν ἔφη· Τί γὰρ κακὸν ἐποίησεν; οἱ δὲ περισσῶς ἔκραζον λέγοντες· Σταυρωθήτω. ἰδὼν δὲ ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδὲν ὠφελεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβὼν ὕδωρ ἀπενίψατο τὰς χεῖρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου, λέγων· Ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε. καὶ ἀποκριθεὶς πᾶς ὁ λαὸς εἶπε· Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν. τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν φραγελλώσας παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ. Τότε οἱ στρατιῶται τοῦ ἡγεμόνος παραλαβόντες τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸ πραιτώριον συνήγαγον ἐπ’ αὐτὸν ὅλην τὴν σπεῖραν· καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κοκκίνην, καὶ πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν ἐπέθηκαν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ κάλαμον ἐπὶ τὴν δεξιὰν αὐτοῦ, καὶ γονυπετήσαντες ἔμπροσθεν αὐτοῦ ἐνέπαιζον αὐτῷ λέγοντες· Χαῖρε, ὁ βασιλεῦς τῶν Ἰουδαίων· καὶ ἐμπτύσαντες εἰς αὐτὸν ἔλαβον τὸν κάλαμον καὶ ἔτυπτον εἰς τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν χλαμύδα καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ σταυρῶσαι. Ἐξερχόμενοι δὲ εὗρον ἄνθρωπον Κυρηναῖον ὀνόματι Σίμωνα· τοῦτον ἠγγάρευσαν ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΕΚΤΟΝ
Ἐκ τοῦ κατὰ Μᾶρκον
15: 16 – 32

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, οἱ στρατιῶται ἀπήγαγον τὸν Ἰησοῦν ἔσω τῆς αὐλῆς, ὅ ἐστι πραιτώριον, καὶ συγκαλοῦσιν ὅλην τὴν σπεῖραν· καὶ ἐνδύουσιν αὐτὸν πορφύραν καὶ περιτιθέασιν αὐτῷ πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον, καὶ ἤρξαντο ἀσπάζεσθαι αὐτόν· Χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων· καὶ ἔτυπτον αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν καλάμῳ καὶ ἐνέπτυον αὐτῷ, καὶ τιθέντες τὰ γόνατα προσεκύνουν αὐτῷ. καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν πορφύραν καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια τὰ ἴδια, καὶ ἐξάγουσιν αὐτὸν ἵνα σταυρώσωσιν αὐτόν. Καὶ ἀγγαρεύουσι παράγοντά τινα Σίμωνα Κυρηναῖον, ἐρχόμενον ἀπ’ ἀγροῦ, τὸν πατέρα Ἀλεξάνδρου καὶ Ρούφου, ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ. Καὶ φέρουσιν αὐτὸν ἐπὶ Γολγοθᾶν τόπον, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον κρανίου τόπος. καὶ ἐδίδουν αὐτῷ πιεῖν ἐσμυρνισμένον οἶνον· ὁ δὲ οὐκ ἔλαβε. καὶ σταυρώσαντες αὐτὸν διαμερίζονται τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, βάλλοντες κλῆρον ἐπ’ αὐτὰ τίς τί ἄρῃ. ἦν δὲ ὥρα τρίτη καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν. καὶ ἦν ἡ ἐπιγραφὴ τῆς αἰτίας αὐτοῦ ἐπιγεγραμμένη· Ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων. Καὶ σὺν αὐτῷ σταυροῦσι δύο λῃστάς, ἕνα ἐκ δεξιῶν καὶ ἕνα ἐξ εὐωνύμων αὐτοῦ. καὶ ἐπληρώθη ἡ γραφὴ ἡ λέγουσα· καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη. Καὶ οἱ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν καὶ λέγοντες· Οὐὰ, ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτὸν καὶ κατάβα ἀπὸ τοῦ σταυροῦ. ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες πρὸς ἀλλήλους μετὰ τῶν γραμματέων ἔλεγον· Ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι. ὁ Χριστὸς ὁ βασιλεὺς Ἰσραὴλ καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ, ἵνα ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟΝ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
27: 33 – 54

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντες οἱ στρατιῶται εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾶ, ὅ ἐστι λεγόμενος κρανίου τόπος, ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος οὐκ ἤθελε πιεῖν. σταυρώσαντες δὲ αὐτὸν διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ βάλοντες κλῆρον, καὶ καθήμενοι ἐτήρουν αὐτὸν ἐκεῖ. καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν αὐτοῦ γεγραμμένην· Οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ βασιλεῦς τῶν Ἰουδαίων. Τότε σταυροῦνται σὺν αὐτῷ δύο λῃσταί, εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων. Οἱ δὲ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν καὶ λέγοντες· Ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτόν· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ. ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν γραμματέων καὶ πρεσβυτέρων καὶ Φαρισαίων ἔλεγον· Ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ βασιλεὺς Ἰσραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσομεν ἐπ’ αὐτῷ· πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν, ῥυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν· εἶπε γὰρ ὅτι Θεοῦ εἰμι υἱός. τὸ δ’ αὐτὸ καὶ οἱ λῃσταὶ οἱ συσταυρωθέντες αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν. Ἀπὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης. περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· Ἠλὶ ἠλὶ, λιμᾶ σαβαχθανί; τοῦτ’ ἔστι Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες; τινὲς δὲ τῶν ἐκεῖ ἑστηκότων ἀκούσαντες ἔλεγον ὅτι Ἠλίαν φωνεῖ οὗτος. καὶ εὐθέως δραμὼν εἷς ἐξ αὐτῶν καὶ λαβὼν σπόγγον πλήσας τε ὄξους καὶ περιθεὶς καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτόν. οἱ δὲ λοιποὶ ἔλεγον· Ἄφες ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἠλίας σώσων αὐτόν. ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα. Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν, καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη, καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς. Ὁ δὲ ἑκατόνταρχος καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ τηροῦντες τὸν Ἰησοῦν, ἰδόντες τὸν σεισμὸν καὶ τὰ γενόμενα ἐφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΟΓΔΟΟΝ
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
23: 33 – 49

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἤγοντο σὺν τῷ Ἰησοῦ καὶ ἕτεροι δύο κακοῦργοι ἀναιρεθῆναι. Καὶ ὅτε ἀπῆλθον ἐπὶ τὸν τόπον τὸν καλούμενον Κρανίον, ἐκεῖ ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν, ὃν δὲ ἐξ ἀριστερῶν. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔλεγε· Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι. διαμεριζόμενοι δὲ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἔβαλον κλῆρον. καὶ εἱστήκει ὁ λαὸς θεωρῶν. ἐξεμυκτήριζον δὲ καὶ οἱ ἄρχοντες σὺν αὐτοῖς λέγοντες· Ἄλλους ἔσωσε, σωσάτω ἑαυτόν, εἰ οὗτός ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ τοῦ Θεοῦ ὁ ἐκλεκτός. ἐνέπαιζον δὲ αὐτῷ καὶ οἱ στρατιῶται προσερχόμενοι καὶ ὄξος προσφέροντες αὐτῷ καὶ λέγοντες· Εἰ σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, σῶσον σεαυτόν. ἦν δὲ καὶ ἐπιγραφὴ γεγραμμένη ἐπ’ αὐτῷ γράμμασιν Ἑλληνικοῖς καὶ Ρωμαϊκοῖς καὶ Ἑβραϊκοῖς· οὗτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων. Εἷς δὲ τῶν κρεμασθέντων κακούργων ἐβλασφήμει αὐτὸν λέγων· Εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἕτερος ἐπετίμα αὐτῷ λέγων· Οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ; καὶ ἡμεῖς μὲν δικαίως· ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν· οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε. καὶ ἔλεγε τῷ Ἰησοῦ· Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἀμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ. ἦν δὲ ὡσεὶ ὥρα ἕκτη καὶ σκότος ἐγένετο ἐφ’ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης, τοῦ ἡλίου ἐκλειπόντος, καὶ ἐσχίσθη τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ μέσον· καὶ φωνήσας φωνῇ μεγάλῃ ὁ Ἰησοῦς εἶπε· Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου· καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐξέπνευσεν. ἰδὼν δὲ ὁ ἑκατόνταρχος τὸ γενόμενον ἐδόξασε τὸν Θεὸν λέγων· Ὄντως ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος ἦν. καὶ πάντες οἱ συμπαραγενόμενοι ὄχλοι ἐπὶ τὴν θεωρίαν ταύτην, θεωροῦντες τὰ γενόμενα, τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη ὑπέστρεφον. εἱστήκεισαν δὲ πάντες οἱ γνωστοὶ αὐτοῦ ἀπὸ μακρόθεν, καὶ γυναῖκες αἱ συνακολουθήσασαι αὐτῷ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας, ὁρῶσαι ταῦτα.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΕΝΑΤΟΝ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
19: 25 – 37

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἱστήκεισαν παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ· Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου, εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. καὶ ἀπ’ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια. Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται, ἵνα τελειωθῇ ἡ γραφή, λέγει· Διψῶ. σκεῦος οὖν ἔκειτο ὄξους μεστόν· οἱ δὲ πλήσαντες σπόγγον ὄξους καὶ ὑσσώπῳ περιθέντες προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι. ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς εἶπε· Τετέλεσται, καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα. Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι, ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ σαββάτῳ, ἐπεὶ παρασκευὴ ἦν· ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνου τοῦ σαββάτου· ἠρώτησαν τὸν Πιλᾶτον ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη, καὶ ἀρθῶσιν. ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται, καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ· ἐπὶ δὲ τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, ἀλλ’ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ. καὶ ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε, καὶ ἀληθινὴ αὐτοῦ ἐστιν ἡ μαρτυρία, κἀκεῖνος οἶδεν ὅτι ἀληθῆ λέγει, ἵνα καὶ ὑμεῖς πιστεύσητε. ἐγένετο γὰρ ταῦτα, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ, Ὀστοῦν οὐ συντριβήσεται αὐτοῦ. καὶ πάλιν ἑτέρα γραφὴ λέγει· Ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΔΕΚΑΤΟΝ
Ἐκ τοῦ κατὰ Μᾶρκον
15: 43 – 47

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἁριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟΝ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
19: 38 – 42

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠρώτησεν τὸν Πιλᾶτον Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἁριμαθαίας, ὢν μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, κεκρυμμένος δὲ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἵνα ἄρῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ· καὶ ἐπέτρεψεν ὁ Πιλᾶτος. ἦλθεν οὖν καὶ ἦρε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἰησοῦν νυκτὸς τὸ πρῶτον, φέρων μῖγμα σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν. ἔλαβον οὖν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔδησαν αὐτὸ ἐν ὀθονίοις μετὰ τῶν ἀρωμάτων, καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν. ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη κῆπος, καὶ ἐν τῷ κήπῳ μνημεῖον καινὸν, ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδεὶς ἐτέθη· ἐκεῖ οὖν διὰ τὴν παρασκευὴν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τὸ μνημεῖον, ἔθηκαν τὸν Ἰησοῦν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟΝ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
27: 62 – 66

Τῇ ἐπαύριον, ἥτις ἐστὶ μετὰ τὴν παρασκευήν, συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι πρὸς Πιλᾶτον λέγοντες· Κύριε, ἐμνήσθημεν ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος εἶπεν ἔτι ζῶν, μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι. κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι τὸν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας, μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ κλέψωσιν αὐτὸν καὶ εἴπωσι τῷ λαῷ, ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν· καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης. ἔφη αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Ἔχετε κουστωδίαν· ὑπάγετε ἀσφαλίσασθε ὡς οἴδατε. οἱ δὲ πορευθέντες ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον σφραγίσαντες τὸν λίθον μετὰ τῆς κουστωδίας.


ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΠΡΩΙ (ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ)

ΩΡΑ ΠΡΩΤΗ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
6: 14 – 18

Ἀδελφοί, ἐμοί μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾽ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύ ρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ. Ἐν γὰρ Χριστῷ ᾽Ιησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις. Καὶ ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ᾽ αὐτοὺς καὶ ἔλεος, καὶ ἐπὶ τὸν ᾽Ισραὴλ τοῦ Θεοῦ. Τοῦ λοιποῦ κόπους μοι μηδεὶς παρεχέτω· ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω. ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος ὑμῶν, ἀδελφοί· ἀμήν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον

27: 1 – 56

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, πρωΐας γενομένης συμβούλιον ἔλαβον πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ κατὰ τοῦ Ἰησοῦ ὥστε θανατῶσαι αὐτόν· καὶ δήσαντες αὐτὸν ἀπήγαγον καὶ παρέδωκαν αὐτὸν Ποντίῳ Πιλάτῳ τῷ ἡγεμόνι. Τότε ἰδὼν Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν ὅτι κατεκρίθη, μεταμεληθεὶς ἀπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ πρεσβυτέροις λέγων· Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον. οἱ δὲ εἶπον· Τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψει. καὶ ῥίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ ἀνεχώρησε, καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο. οἱ δὲ ἀρχιερεῖς λαβόντες τὰ ἀργύρια εἶπον· Οὐκ ἔξεστι βαλεῖν αὐτὰ εἰς τὸν κορβανᾶν, ἐπεὶ τιμὴ αἵματός ἐστι. συμβούλιον δὲ λαβόντες ἠγόρασαν ἐξ αὐτῶν τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως εἰς ταφὴν τοῖς ξένοις· διὸ ἐκλήθη ὁ ἀγρὸς ἐκεῖνος ἀγρὸς αἵματος ἕως τῆς σήμερον. τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἰερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· καὶ ἔλαβον τὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὴν τιμὴν τοῦ τετιμημένου ὃν ἐτιμήσαντο ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ ἔδωκαν αὐτὰ εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως, καθὰ συνέταξέ μοι Κύριος. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔστη ἔμπροσθεν τοῦ ἡγεμόνος· καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ ἡγεμὼν λέγων· Σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; ὁ δὲ ἔφη αὐτῷ· Σὺ λέγεις. καὶ ἐν τῷ κατηγορεῖσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων οὐδὲν ἀπεκρίνατο. τότε λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· Οὐκ ἀκούεις πόσα σου καταμαρτυροῦσι; καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ πρὸς οὐδὲ ἓν ῥῆμα, ὥστε θαυμάζειν τὸν ἡγεμόνα λίαν. Κατὰ δὲ τὴν ἑορτὴν εἰώθει ὁ ἡγεμὼν ἀπολύειν ἕνα τῷ ὄχλῳ δέσμιον ὃν ἤθελον. εἶχον δὲ τότε δέσμιον ἐπίσημον λεγόμενον Βαραββᾶν. συνηγμένων οὖν αὐτῶν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Τίνα θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν, Βαραββᾶν ἢ Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; ᾔδει γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παρέδωκαν αὐτόν. Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ βήματος ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ἡ γυνὴ αὐτοῦ λέγουσα· Μηδὲν σοὶ καὶ τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ’ ὄναρ δι’ αὐτόν. Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἔπεισαν τοὺς ὄχλους ἵνα αἰτήσωνται τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν ἀπολέσωσιν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἡγεμὼν εἶπεν αὐτοῖς· Τίνα θέλετε ἀπὸ τῶν δύο ἀπολύσω ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπον· Βαραββᾶν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Τί οὖν ποιήσω Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; λέγουσιν αὐτῷ πάντες· Σταυρωθήτω. ὁ δὲ ἡγεμὼν ἔφη· Τί γὰρ κακὸν ἐποίησεν; οἱ δὲ περισσῶς ἔκραζον λέγοντες· Σταυρωθήτω. ἰδὼν δὲ ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδὲν ὠφελεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβὼν ὕδωρ ἀπενίψατο τὰς χεῖρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου, λέγων· Ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε. καὶ ἀποκριθεὶς πᾶς ὁ λαὸς εἶπε· Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν. τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν φραγελλώσας παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ. Τότε οἱ στρατιῶται τοῦ ἡγεμόνος παραλαβόντες τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸ πραιτώριον συνήγαγον ἐπ’ αὐτὸν ὅλην τὴν σπεῖραν· καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κοκκίνην, καὶ πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν ἐπέθηκαν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ κάλαμον ἐπὶ τὴν δεξιὰν αὐτοῦ, καὶ γονυπετήσαντες ἔμπροσθεν αὐτοῦ ἐνέπαιζον αὐτῷ λέγοντες· Χαῖρε, ὁ βασιλεῦς τῶν Ἰουδαίων· καὶ ἐμπτύσαντες εἰς αὐτὸν ἔλαβον τὸν κάλαμον καὶ ἔτυπτον εἰς τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν χλαμύδα καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ σταυρῶσαι. Ἐξερχόμενοι δὲ εὗρον ἄνθρωπον Κυρηναῖον ὀνόματι Σίμωνα· τοῦτον ἠγγάρευσαν ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ. Καὶ ἐλθόντες εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾶ, ὅ ἐστι λεγόμενος κρανίου τόπος, ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος οὐκ ἤθελε πιεῖν. σταυρώσαντες δὲ αὐτὸν διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ βάλοντες κλῆρον, καὶ καθήμενοι ἐτήρουν αὐτὸν ἐκεῖ. καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν αὐτοῦ γεγραμμένην· Οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ βασιλεῦς τῶν Ἰουδαίων. Τότε σταυροῦνται σὺν αὐτῷ δύο λῃσταί, εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων. Οἱ δὲ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν καὶ λέγοντες· Ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτόν· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ. ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν γραμματέων καὶ πρεσβυτέρων καὶ Φαρισαίων ἔλεγον· Ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ βασιλεὺς Ἰσραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσομεν ἐπ’ αὐτῷ· πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν, ῥυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν· εἶπε γὰρ ὅτι Θεοῦ εἰμι υἱός. τὸ δ’ αὐτὸ καὶ οἱ λῃσταὶ οἱ συσταυρωθέντες αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν. Ἀπὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης. περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· Ἠλὶ ἠλὶ, λιμᾶ σαβαχθανί; τοῦτ’ ἔστι Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες; τινὲς δὲ τῶν ἐκεῖ ἑστηκότων ἀκούσαντες ἔλεγον ὅτι Ἠλίαν φωνεῖ οὗτος. καὶ εὐθέως δραμὼν εἷς ἐξ αὐτῶν καὶ λαβὼν σπόγγον πλήσας τε ὄξους καὶ περιθεὶς καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτόν. οἱ δὲ λοιποὶ ἔλεγον· Ἄφες ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἠλίας σώσων αὐτόν. ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα. Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν, καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη, καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς. Ὁ δὲ ἑκατόνταρχος καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ τηροῦντες τὸν Ἰησοῦν, ἰδόντες τὸν σεισμὸν καὶ τὰ γενόμενα ἐφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος. Ἦσαν δὲ ἐκεῖ καὶ γυναῖκες πολλαὶ ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι, αἵτινες ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας διακονοῦσαι αὐτῷ· ἐν αἷς ἦν Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ, καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Ἰωσῆ μήτηρ, καὶ ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου.

ΩΡΑ ΤΡΙΤΗ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
5: 6 – 11

Ἀδελφοί, ἔτι Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανε. Μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις καὶ τολμᾷ ἀποθανεῖν. συνίστησι δὲ τῇ ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε. Πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δι᾽ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. Εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ἐκ τοῦ κατά Μᾶρκον

15: 16 – 41

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, οἱ στρατιῶται ἀπήγαγον τὸν Ἰησοῦν ἔσω τῆς αὐλῆς, ὅ ἐστι πραιτώριον, καὶ συγκαλοῦσιν ὅλην τὴν σπεῖραν· καὶ ἐνδύουσιν αὐτὸν πορφύραν καὶ περιτιθέασιν αὐτῷ πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον, καὶ ἤρξαντο ἀσπάζεσθαι αὐτόν· Χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων· καὶ ἔτυπτον αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν καλάμῳ καὶ ἐνέπτυον αὐτῷ, καὶ τιθέντες τὰ γόνατα προσεκύνουν αὐτῷ. καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν πορφύραν καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια τὰ ἴδια, καὶ ἐξάγουσιν αὐτὸν ἵνα σταυρώσωσιν αὐτόν. Καὶ ἀγγαρεύουσι παράγοντά τινα Σίμωνα Κυρηναῖον, ἐρχόμενον ἀπ’ ἀγροῦ, τὸν πατέρα Ἀλεξάνδρου καὶ Ρούφου, ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ. Καὶ φέρουσιν αὐτὸν ἐπὶ Γολγοθᾶν τόπον, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον κρανίου τόπος. καὶ ἐδίδουν αὐτῷ πιεῖν ἐσμυρνισμένον οἶνον· ὁ δὲ οὐκ ἔλαβε. καὶ σταυρώσαντες αὐτὸν διαμερίζονται τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, βάλλοντες κλῆρον ἐπ’ αὐτὰ τίς τί ἄρῃ. ἦν δὲ ὥρα τρίτη καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν. καὶ ἦν ἡ ἐπιγραφὴ τῆς αἰτίας αὐτοῦ ἐπιγεγραμμένη· Ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων. Καὶ σὺν αὐτῷ σταυροῦσι δύο λῃστάς, ἕνα ἐκ δεξιῶν καὶ ἕνα ἐξ εὐωνύμων αὐτοῦ. καὶ ἐπληρώθη ἡ γραφὴ ἡ λέγουσα· καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη. Καὶ οἱ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν καὶ λέγοντες· Οὐὰ, ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτὸν καὶ κατάβα ἀπὸ τοῦ σταυροῦ. ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες πρὸς ἀλλήλους μετὰ τῶν γραμματέων ἔλεγον· Ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι. ὁ Χριστὸς ὁ βασιλεὺς Ἰσραὴλ καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ, ἵνα ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ. καὶ οἱ συνεσταυρωμένοι αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν. Γενομένης δὲ ὥρας ἕκτης σκότος ἐγένετο ἐφ’ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης· καὶ τῇ ὥρᾳ τῇ ἐνάτῃ ἐβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· Ἐλωῒ Ἐλωῒ, λιμᾶ σαβαχθανί; ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, ὁ Θεός μου ὁ Θεός μου, εἰς τί με ἐγκατέλιπες; καί τινες τῶν παρεστηκότων ἀκούσαντες ἔλεγον· Ἴδε Ἠλίαν φωνεῖ. δραμὼν δέ εἷς καὶ γεμίσας σπόγγον ὄξους περιθεὶς τε καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτόν λέγων· Ἄφετε ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἠλίας καθελεῖν αὐτόν. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀφεὶς φωνὴν μεγάλην ἐξέπνευσε. Καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω. Ἰδὼν δὲ ὁ κεντυρίων ὁ παρεστηκὼς ἐξ ἐναντίας αὐτοῦ ὅτι οὕτω κράξας ἐξέπνευσεν, εἶπεν· Ἀληθῶς ὁ ἄνθρωπος οὗτος υἱὸς ἦν Θεοῦ. Ἦσαν δὲ καὶ γυναῖκες ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι, ἐν αἷς ἦν καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ καὶ Ἰωσῆ μήτηρ καὶ Σαλώμη, αἳ καὶ ὅτε ἦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ ἠκολούθουν αὐτῷ καὶ διηκόνουν αὐτῷ, καὶ ἄλλαι πολλαὶ αἱ συναναβᾶσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα.

ΩΡΑ ΕΚΤΗ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
2: 11 – 18

Ἀδελφοί, ὁ ἁγιάζων καὶ οἱ ἁγιαζόμενοι ἐξ ἑνὸς πάντες· δι᾽ ἣν αἰτίαν οὐκ ἐπαισχύνεται ἀδελφοὺς αὐτοὺς καλεῖν, λέγων· ἀπαγγελῶ τὸ ὄνομά σου τοῖς ἀδελφοῖς μου, ἐν μέσῳ ἐκκλησίας ὑμνήσω σε· καὶ πάλιν· ἐγὼ ἔσομαι πεποιθὼς ἐπ᾽ αὐτῷ· καὶ πάλιν· ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία ἅ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός. Ἐπεὶ οὖν τὰ παιδία κεκοινώνηκε σαρκὸς καὶ αἵματος, καὶ αὐτὸς παραπλησίως μετέσχε τῶν αὐτῶν, ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ᾽ ἔστι τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας. Οὐ γὰρ δήπου ἀγγέλων ἐπιλαμβάνεται, ἀλλὰ σπέρματος ᾽Αβραὰμ ἐπιλαμβάνεται. Ὅθεν ὤφειλε κατὰ πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι, ἵνα ἐλεήμων γένηται καὶ πιστὸς ἀρχιερεὺς τὰ πρὸς τὸν Θεόν, εἰς τὸ ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ· ἐν ᾧ γὰρ πέπονθεν αὐτὸς πειρασθείς, δύναται τοῖς πειραζομένοις βοηθῆσαι.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν

28: 32 – 49

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἤγοντο σὺν τῷ Ἰησοῦ καὶ ἕτεροι δύο κακοῦργοι σὺν αὐτῷ ἀναιρεθῆναι. Καὶ ὅτε ἀπῆλθον ἐπὶ τὸν τόπον τὸν καλούμενον Κρανίον, ἐκεῖ ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν, ὃν δὲ ἐξ ἀριστερῶν. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔλεγε· Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι. διαμεριζόμενοι δὲ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἔβαλον κλῆρον. καὶ εἱστήκει ὁ λαὸς θεωρῶν. ἐξεμυκτήριζον δὲ καὶ οἱ ἄρχοντες σὺν αὐτοῖς λέγοντες· Ἄλλους ἔσωσε, σωσάτω ἑαυτόν, εἰ οὗτός ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ τοῦ Θεοῦ ὁ ἐκλεκτός. ἐνέπαιζον δὲ αὐτῷ καὶ οἱ στρατιῶται προσερχόμενοι καὶ ὄξος προσφέροντες αὐτῷ καὶ λέγοντες· Εἰ σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, σῶσον σεαυτόν. ἦν δὲ καὶ ἐπιγραφὴ γεγραμμένη ἐπ’ αὐτῷ γράμμασιν Ἑλληνικοῖς καὶ Ρωμαϊκοῖς καὶ Ἑβραϊκοῖς· οὗτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων. Εἷς δὲ τῶν κρεμασθέντων κακούργων ἐβλασφήμει αὐτὸν λέγων· Εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἕτερος ἐπετίμα αὐτῷ λέγων· Οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ; καὶ ἡμεῖς μὲν δικαίως· ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν· οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε. καὶ ἔλεγε τῷ Ἰησοῦ· Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἀμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ. ἦν δὲ ὡσεὶ ὥρα ἕκτη καὶ σκότος ἐγένετο ἐφ’ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης, τοῦ ἡλίου ἐκλειπόντος, καὶ ἐσχίσθη τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ μέσον· καὶ φωνήσας φωνῇ μεγάλῃ ὁ Ἰησοῦς εἶπε· Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου· καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐξέπνευσεν. ἰδὼν δὲ ὁ ἑκατόνταρχος τὸ γενόμενον ἐδόξασε τὸν Θεὸν λέγων· Ὄντως ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος ἦν. καὶ πάντες οἱ συμπαραγενόμενοι ὄχλοι ἐπὶ τὴν θεωρίαν ταύτην, θεωροῦντες τὰ γενόμενα, τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη ὑπέστρεφον. εἱστήκεισαν δὲ πάντες οἱ γνωστοὶ αὐτοῦ ἀπὸ μακρόθεν, καὶ γυναῖκες αἱ συνακολουθήσασαι αὐτῷ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας, ὁρῶσαι ταῦτα.

ΩΡΑ ΕΝΑΤΗ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
10: 19 – 31

Ἀδελφοί, ἔχοντες παρρησίαν εἰς τὴν εἴσοδον τῶν ῾Αγίων ἐν τῷ αἵματι τοῦ ᾽Ιησοῦ, ἣν ἐνεκαίνισεν ἡμῖν ὁδὸν πρόσφατον καὶ ζῶσαν διὰ τοῦ καταπετάσματος, τοῦτ᾽ ἔστι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ, καὶ ἱερέα μέγαν ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, προσερχώμεθα μετὰ ἀληθινῆς καρδίας ἐν πληροφορίᾳ πίστεως ἐρραντισμένοι τὰς καρδίας ἀπὸ συνειδήσεως πονηρᾶς· καὶ λελουμένοι τὸ σῶμα ὕδατι καθαρῷ κατέχωμεν τὴν ὁμολογίαν τῆς ἐλπίδος ἀκλινῆ· πιστὸς γὰρ ὁ ἐπαγγειλάμενος· καὶ κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων, μὴ ἐγκαταλείποντες τὴν ἐπισυναγωγὴν ἑαυτῶν, καθὼς ἔθος τισίν, ἀλλὰ παρακαλοῦντες, καὶ τοσούτῳ μᾶλλον, ὅσῳ βλέπετε ἐγγίζουσαν τὴν ἡμέραν. ᾽Εκουσίως γὰρ ἁμαρτανόντων ἡμῶν μετὰ τὸ λαβεῖν τὴν ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας, οὐκέτι περὶ ἁμαρτιῶν ἀπολείπεται θυσία· φοβερὰ δέ τις ἐκδοχὴ κρίσεως καὶ πυρὸς ζῆλος ἐσθίειν μέλλοντος τοὺς ὑπεναντίους· ἀθετήσας τις νόμον Μωϋσέως χωρὶς οἰκτιρμῶν ἐπὶ δυσὶν ἢ τρισὶ μάρτυσιν ἀποθνήσκει· πόσῳ δοκεῖτε χείρονος ἀξιωθήσεται τιμωρίας ὁ τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καταπατήσας καὶ τὸ αἷμα τῆς διαθήκης κοινὸν ἡγησάμενος, ἐν ᾧ ἡγιάσθη, καὶ τὸ Πνεῦμα τῆς χάριτος ἐνυβρίσας; Οἴδαμεν γὰρ τὸν εἰπόντα· ἐμοὶ εκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος· καὶ πάλιν· Κύριος κρινεῖ τὸν λαὸν αὐτοῦ. Φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ἐκ τοῦ κατά Ἰωάννην

19: 23 – 37

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὅτε ἐσταύρωσαν τὸν Ἰησοῦν, ἔλαβον τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐποίησαν τέσσαρα μέρη, ἑκάστῳ στρατιώτῃ μέρος, καὶ τὸν χιτῶνα· ἦν δὲ ὁ χιτὼν ἄραφος, ἐκ τῶν ἄνωθεν ὑφαντὸς δι’ ὅλου. εἶπον οὖν πρὸς ἀλλήλους· Μὴ σχίσωμεν αὐτόν, ἀλλὰ λάχωμεν περὶ αὐτοῦ τίνος ἔσται· ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ ἡ λέγουσα· Διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς, καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον. Οἱ μὲν οὖν στρατιῶται ταῦτα ἐποίησαν. εἱστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ· Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου, εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. καὶ ἀπ’ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια. Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται, ἵνα τελειωθῇ ἡ γραφή, λέγει· Διψῶ. σκεῦος οὖν ἔκειτο ὄξους μεστόν· οἱ δὲ πλήσαντες σπόγγον ὄξους καὶ ὑσσώπῳ περιθέντες προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι. ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς εἶπε· Τετέλεσται, καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα. Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι, ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ σαββάτῳ, ἐπεὶ παρασκευὴ ἦν· ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνου τοῦ σαββάτου· ἠρώτησαν τὸν Πιλᾶτον ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη, καὶ ἀρθῶσιν. ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται, καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ· ἐπὶ δὲ τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, ἀλλ’ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ. καὶ ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε, καὶ ἀληθινὴ αὐτοῦ ἐστιν ἡ μαρτυρία, κἀκεῖνος οἶδεν ὅτι ἀληθῆ λέγει, ἵνα καὶ ὑμεῖς πιστεύσητε. ἐγένετο γὰρ ταῦτα, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ, Ὀστοῦν οὐ συντριβήσεται αὐτοῦ. καὶ πάλιν ἑτέρα γραφὴ λέγει· Ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν.

ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
1:18 – 2:2

Ἀδελφοί, ὁ λόγος ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σῳζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι. γέγραπται γάρ· ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν, καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω. Ποῦ σοφός; Ποῦ γραμματεύς; Ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας. Ἐπειδὴ καὶ ᾽Ιουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ ῞Ελληνες σοφίαν ζητοῦσιν· ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, ᾽Ιουδαίοις μὲν σκάνδαλον, ῞Ελλησι δὲ μωρίαν· αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, ᾽Ιουδαίοις τε καὶ ῞Ελλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν· ὅτι τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί, καὶ τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί. Βλέπετε γὰρ τὴν κλῆσιν ὑμῶν, ἀδελφοί, ὅτι οὐ πολλοὶ σοφοὶ κατὰ σάρκα, οὐ πολλοὶ δυνατοί, οὐ πολλοὶ εὐγενεῖς, ἀλλὰ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κό σμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ, ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἐξ αὐτοῦ δὲ ὑμεῖς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ, ὃς ἐγενήθη ἡμῖν σοφία ἀπὸ Θεοῦ, δικαιοσύνη τε καὶ ἁγιασμὸς καὶ ἀπολύτρωσις· ἵνα, καθὼς γέγραπται, ὁ καυχώμενος ἐν Κυρίῳ καυχάσθω. Κἀγὼ ἐλθὼν πρὸς ὑμᾶς, ἀδελφοί, ἦλθον οὐ καθ᾽ ὑπεροχὴν λόγου ἢ σοφίας καταγγέλλων ὑμῖν τὸ μαρτύριον τοῦ Θεοῦ. Οὐ γὰρ ἔκρινα τοῦ εἰδέναι τι ἐν ὑμῖν εἰ μὴ ᾽Ιησοῦν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον

Ματθ. 27: 1-38, Λουκ. 23: 39-43, Ματθ. 27: 39-54, Ιω. 19: 31-37, Ματθ. 27: 55-61

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, συμβούλιον ἔλαβον πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ κατὰ τοῦ Ἰησοῦ ὥστε θανατῶσαι αὐτόν· 2καὶ δήσαντες αὐτὸν ἀπήγαγον καὶ παρέδωκαν αὐτὸν Ποντίῳ Πιλάτῳ τῷ ἡγεμόνι. 3Τότε ἰδὼν Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν ὅτι κατεκρίθη, μεταμεληθεὶς ἀπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ πρεσβυτέροις 4λέγων· Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον. οἱ δὲ εἶπον· Τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψει. 5καὶ ῥίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ ἀνεχώρησε, καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο. 6οἱ δὲ ἀρχιερεῖς λαβόντες τὰ ἀργύρια εἶπον· Οὐκ ἔξεστι βαλεῖν αὐτὰ εἰς τὸν κορβανᾶν, ἐπεὶ τιμὴ αἵματός ἐστι. 7συμβούλιον δὲ λαβόντες ἠγόρασαν ἐξ αὐτῶν τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως εἰς ταφὴν τοῖς ξένοις· 8διὸ ἐκλήθη ὁ ἀγρὸς ἐκεῖνος ἀγρὸς αἵματος ἕως τῆς σήμερον. 9τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἰερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· καὶ ἔλαβον τὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὴν τιμὴν τοῦ τετιμημένου ὃν ἐτιμήσαντο ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ, 10καὶ ἔδωκαν αὐτὰ εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως, καθὰ συνέταξέ μοι Κύριος. 11Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔστη ἔμπροσθεν τοῦ ἡγεμόνος· καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ ἡγεμὼν λέγων· Σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; ὁ δὲ ἔφη αὐτῷ· Σὺ λέγεις. 12καὶ ἐν τῷ κατηγορεῖσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων οὐδὲν ἀπεκρίνατο. 13τότε λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· Οὐκ ἀκούεις πόσα σου καταμαρτυροῦσι; 14καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ πρὸς οὐδὲ ἓν ῥῆμα, ὥστε θαυμάζειν τὸν ἡγεμόνα λίαν. 15Κατὰ δὲ τὴν ἑορτὴν εἰώθει ὁ ἡγεμὼν ἀπολύειν ἕνα τῷ ὄχλῳ δέσμιον ὃν ἤθελον. 16εἶχον δὲ τότε δέσμιον ἐπίσημον λεγόμενον Βαραββᾶν. 17συνηγμένων οὖν αὐτῶν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Τίνα θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν, Βαραββᾶν ἢ Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; 18ᾔδει γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παρέδωκαν αὐτόν. 19Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ βήματος ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ἡ γυνὴ αὐτοῦ λέγουσα· Μηδὲν σοὶ καὶ τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ’ ὄναρ δι’ αὐτόν. 20Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἔπεισαν τοὺς ὄχλους ἵνα αἰτήσωνται τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν ἀπολέσωσιν. 21ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἡγεμὼν εἶπεν αὐτοῖς· Τίνα θέλετε ἀπὸ τῶν δύο ἀπολύσω ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπον· Βαραββᾶν. 22λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Τί οὖν ποιήσω Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; λέγουσιν αὐτῷ πάντες· Σταυρωθήτω. 23ὁ δὲ ἡγεμὼν ἔφη· Τί γὰρ κακὸν ἐποίησεν; οἱ δὲ περισσῶς ἔκραζον λέγοντες· Σταυρωθήτω. 24ἰδὼν δὲ ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδὲν ὠφελεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβὼν ὕδωρ ἀπενίψατο τὰς χεῖρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου, λέγων· Ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε. 25καὶ ἀποκριθεὶς πᾶς ὁ λαὸς εἶπε· Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν. 26τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν φραγελλώσας παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ. 27Τότε οἱ στρατιῶται τοῦ ἡγεμόνος παραλαβόντες τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸ πραιτώριον συνήγαγον ἐπ’ αὐτὸν ὅλην τὴν σπεῖραν· 28καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κοκκίνην, 29καὶ πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν ἐπέθηκαν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ κάλαμον ἐπὶ τὴν δεξιὰν αὐτοῦ, καὶ γονυπετήσαντες ἔμπροσθεν αὐτοῦ ἐνέπαιζον αὐτῷ λέγοντες· Χαῖρε, ὁ βασιλεῦς τῶν Ἰουδαίων· 30καὶ ἐμπτύσαντες εἰς αὐτὸν ἔλαβον τὸν κάλαμον καὶ ἔτυπτον εἰς τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. 31καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν χλαμύδα καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ σταυρῶσαι. 32Ἐξερχόμενοι δὲ εὗρον ἄνθρωπον Κυρηναῖον ὀνόματι Σίμωνα· τοῦτον ἠγγάρευσαν ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ. 33Καὶ ἐλθόντες εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾶ, ὅ ἐστι λεγόμενος κρανίου τόπος, 34ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος οὐκ ἤθελε πιεῖν. 35σταυρώσαντες δὲ αὐτὸν διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ βάλοντες κλῆρον, 36καὶ καθήμενοι ἐτήρουν αὐτὸν ἐκεῖ. 37καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν αὐτοῦ γεγραμμένην· Οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ βασιλεῦς τῶν Ἰουδαίων. 38Τότε σταυροῦνται σὺν αὐτῷ δύο λῃσταί, εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων. 39Εἷς δὲ τῶν κρεμασθέντων κακούργων ἐβλασφήμει αὐτὸν λέγων· Εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς. 40ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἕτερος ἐπετίμα αὐτῷ λέγων· Οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ; 41καὶ ἡμεῖς μὲν δικαίως· ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν· οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε. 42καὶ ἔλεγε τῷ Ἰησοῦ· Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. 43καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἀμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ. 39Οἱ δὲ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν 40καὶ λέγοντες· Ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτόν· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ. 41ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν γραμματέων καὶ πρεσβυτέρων καὶ Φαρισαίων ἔλεγον· 42Ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ βασιλεὺς Ἰσραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσομεν ἐπ’ αὐτῷ· 43πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν, ῥυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν· εἶπε γὰρ ὅτι Θεοῦ εἰμι υἱός. 44τὸ δ’ αὐτὸ καὶ οἱ λῃσταὶ οἱ συσταυρωθέντες αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν. 45Ἀπὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης. 46περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· Ἠλὶ ἠλὶ, λιμᾶ σαβαχθανί; τοῦτ’ ἔστι Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες; 47τινὲς δὲ τῶν ἐκεῖ ἑστηκότων ἀκούσαντες ἔλεγον ὅτι Ἠλίαν φωνεῖ οὗτος. 48καὶ εὐθέως δραμὼν εἷς ἐξ αὐτῶν καὶ λαβὼν σπόγγον πλήσας τε ὄξους καὶ περιθεὶς καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτόν. 49οἱ δὲ λοιποὶ ἔλεγον· Ἄφες ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἠλίας σώσων αὐτόν. 50ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα. 51Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν, 52καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη, 53καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς. 54Ὁ δὲ ἑκατόνταρχος καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ τηροῦντες τὸν Ἰησοῦν, ἰδόντες τὸν σεισμὸν καὶ τὰ γενόμενα ἐφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος. Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι, ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ σαββάτῳ, ἐπεὶ παρασκευὴ ἦν· ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνου τοῦ σαββάτου· ἠρώτησαν τὸν Πιλᾶτον ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη, καὶ ἀρθῶσιν. 32ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται, καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ· 33ἐπὶ δὲ τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, 34ἀλλ’ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ. 35καὶ ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε, καὶ ἀληθινὴ αὐτοῦ ἐστιν ἡ μαρτυρία, κἀκεῖνος οἶδεν ὅτι ἀληθῆ λέγει, ἵνα καὶ ὑμεῖς πιστεύσητε. 36ἐγένετο γὰρ ταῦτα, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ, Ὀστοῦν οὐ συντριβήσεται αὐτοῦ. 37καὶ πάλιν ἑτέρα γραφὴ λέγει· Ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν. 55Ἦσαν δὲ ἐκεῖ καὶ γυναῖκες πολλαὶ ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι, αἵτινες ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας διακονοῦσαι αὐτῷ· 56ἐν αἷς ἦν Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ, καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Ἰωσῆ μήτηρ, καὶ ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου. 57Ὀψίας δὲ γενομένης ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος ἀπὸ Ἁριμαθαίας, τοὔνομα Ἰωσήφ, ὃς καὶ αὐτὸς ἐμαθήτευσε τῷ Ἰησοῦ· 58οὗτος προσελθὼν τῷ Πιλάτῳ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. τότε ὁ Πιλᾶτος ἐκέλευσεν ἀποδοθῆναι τὸ σῶμα. 59καὶ λαβὼν τὸ σῶμα ὁ Ἰωσὴφ ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι καθαρᾷ, 60καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν τῷ καινῷ αὐτοῦ μνημείῳ ὃ ἐλατόμησεν ἐν τῇ πέτρᾳ, καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν τῇ θύρᾳ τοῦ μνημείου ἀπῆλθεν. 61ἦν δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία καθήμεναι ἀπέναντι τοῦ τάφου.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς: Ὁμιλία εἰς τὴν Μεγάλην Παρασκευὴν

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Ποτέ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δέν εἶχε λιγώτερο Θεό μέσα του ὁ ἄνθρωπος ἀπό σήμερα. Ποτέ λιγώτερος Θεός ἀπό σήμερα. Σήμερα ὁ διάβολος “σαρκώθηκε” μέσα στόν ἄνθρωπο, γιά νά ἀποσαρκώσῃ τόν Θεάνθρωπο. Σήμερα ὅλο τό κακό μπῆκε στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά ἀποδιώξῃ τόν Θεό ἀπό τό σῶμα. Σήμερα ὅλος ὁ Ἅδης μεταφέρθηκε στήν γῆ.

Ποιός νά θυμᾶται ὅτι ἡ γῆ κάποτε ἦταν παράδεισος; Ἡ σημερινή πτῶσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερη ἀπό τήν πρώτη πτῶσι [τοῦ Ἀδάμ]. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἀποστάτησε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά σήμερα ἐσταύρωσε τόν Θεό, σκότωσε τόν Θεό. Ἄνθρωπε, πῶς ἀλλοιῶς νά σέ ὀνομάσω παρά διάβολο; Μά καί αὐτό εἶναι ὕβρις γιά τόν διάβολο. Ὁ διάβολος ποτέ δέν ὑπῆρξε τόσο κακός, τόσο ἔντεχνα κακός ὅπως ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Κύριος κατέβηκε καί στόν Ἅδη, μά ἐκεῖ δέν τόν ἐσταύρωσαν. Ἐμεῖς ὅμως τόν ἐσταυρώσαμε! Δέν εἶναι λοιπόν οἱ ἄνθρωποι χειρότεροι ἀπό τόν διάβολο; Δέν εἶναι ἡ γῆ χειρότερος Ἅδης ἀπό τόν Ἅδη; Ἀπό τόν Ἅδη δέν ἔδιωξαν τόν Χριστό, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι σήμερα τόν ἔδιωξαν ἀπό τήν γῆ, τόν ἔδιωξαν ἀπό τό σῶμα τους, ἀπό τήν ψυχή, ἀπό τήν πόλι τους…

Στά κατάβαθα τῆς ψυχῆς μου, ἀδελφοί, κουλουριάσθηκε σάν φίδι ἕνα πονηρό ἐρώτημα καί χαιρέκακα μέ ἐρωτᾶ: Ὑπῆρξε ἄραγε ποτέ καλός ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ μπόρεσε νά σταυρώσῃ τόν Χριστό;

Ἐσύ [ὁ οὐμανιστής] πιστεύεις στόν ἄνθρωπο. Καυχιέσαι γι’ αὐτόν. Τοῦ δίνεις μεγάλη ἀξία; Ὤ…! κοίταξε τόν ἄνθρωπο, κοίταξέ τον τήν Μεγάλη Παρασκευή, κοίταξέ τον πῶς σκοτώνει τόν Θεάνθρωπο καί πές μου, ἀκόμη τοῦ δίνεις μεγάλη ἀξία; Δέν αἰσθάνεσαι ντροπή πού εἶσαι ἄνθρωπος; Δέν βλέπεις ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι χειρότερος ἀπό τόν διάβολο;

Ξεχᾶστε ὅλες τίς ἡμέρες πρίν καί μετά τήν Μεγάλη Παρασκευή, δεῖτε τόν ἄνθρωπο στό πλαίσιο τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Δέν σᾶς φαίνεται ὁ ἄνθρωπος ἡ συμπύκνωσις ὅλων τῶν κακῶν, ὅλων τῶν πειρασμῶν, ὄλων τῶν ἀθλιοτήτων; Δέν δείχνει σήμερα ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἡ γῆ ἀποτρελάθηκε; Δέν ἀπέδειξε σήμερα ὁ ἄνθρωπος ὅτι, σκοτώνοντας τόν Θεάνθρωπο εἶναι στ’ ἀλήθεια ἡ παραφροσύνη τῆς γῆς;

Καί ἡ Μέλλουσα Κρίσις δέν θά εἶναι, ἀδελφοί, φοβερώτερη ἀπό τήν Μεγάλη Παρασκευή· δέν θά εἶναι. Ἀναμφίβολα θά εἶναι λιγώτερο φοβερή, διότι τότε ὁ Θεός θά κρίνῃ τόν ἄνθρωπο, ἐνῶ σήμερα ὁ ἄνθρωπος κρίνει τόν Θεό. Σήμερα εἶναι ἡ Φοβερά Καταδίκη τοῦ Θεοῦ· Τόν καταδικάζει ὁ ἄνθρωπος. Σήμερα ὁ ἄνθρωπος ὁρίζει ὅτι ὁ Θεός ἀξίζει τριάκοντα ἀργύρια. Ὁ Χριστός τριάκοντα ἀργύρια! Καί εἶναι τάχα ἡ τελευταία φορά; Μήπως ὁ Ἰούδας εἶναι ὁ τελευταῖος ἀπό ἐμᾶς πού ἀποτίμησε τόν Χριστό τριάκοντα ἀργύρια;

Σήμερα ὁ ἄνθρωπος κατεδίκασε τόν Θεό σέ θάνατο. Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀνταρσία στόν οὐρανό καί στήν γῆ. Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία στόν οὐρανό καί στήν γῆ.  Οὔτε οἱ πεπτωκότες ἄγγελοι δέν τό ἔκαναν αὐτό. Σήμερα ὡλοκληρώθηκε ἡ Φοβερά Δίκη κατά τοῦ Θεοῦ. Ποτέ δέν ὑπῆρξε πιό ἀθῶος κατάδικος. Ποτέ ὁ κόσμος δέν εἶδε πιό παράλογο δικαστή.

Περιγελᾶται σήμερα ὁ Θεός χειρότερα ἀπό κάθε ἄλλη φορά. Ὁ «παγγέλαστος Ἅδης» μπῆκε σήμερα στόν ἄνθρωπο καί περιγέλασε τόν Θεό καί κάθε τι τό θεϊκό. Περιγελᾶται σήμερα Ἐκεῖνος πού δέν ἐγέλασε ποτέ. Λένε πώς ὁ Κύριος ποτέ δέν ἐγέλασε, ἐνῶ συχνά τόν ἔβλεπαν νά κλαίει. Ὀνειδίζεται σήμερα Ἐκεῖνος πού ἦρθε νά μᾶς δοξάσῃ. Βασανίζεται σήμερα Ἐκεῖνος πού ἦρθε νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τά βάσανα. Παραδίδεται σήμερα σέ θάνατο Ἐκεῖνος πού ἔφερε τήν Αἰώνιο Ζωή. Ἄνθρωπε! ὑπάρχει τέλος στόν παραλογισμό σου; τέρμα στήν πτώση σου;

Σέ Ἐκεῖνον πού μᾶς ἐδώρισε τήν αἰώνια δόξα, ἀντιπροσφέραμε τόν Σταυρό, τό πιό εἰδεχθές ἀντίδωρο. Ἐσύ ὁ λεπρός, γι’ αὐτό τοῦ δωρίζεις τόν Σταυρό, ἐπειδή σέ ἐκαθάρισε ἀπό τήν λέπρα; Ἐσύ ὁ τυφλός, γι’ αὐτό σοῦ ἄνοιξε τούς ὀφθαλμούς, γιά νἄχεις μάτια νά φτιάξῃς τόν Σταυρό καί νά Τόν σταυρώσῃς ἐπάνω σ’ Αὐτόν. Ἐσύ ὁ νεκρός, γι’ αὐτό σέ ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν, γιά νά τόν στείλῃς στόν τάφο; Μέ χαρᾶς εὐαγγέλια ἐγλύκανε ὁ Γλυκύτατος Ἰησοῦς τό πικρό μυστήριο τῆς ζωῆς μας, ἀδελφοί, καί ἐμεῖς ἀντί αὐτῶν τοῦ προσφέρουμε τέτοια πίκρα;

«Λαέ μου, τί ἐποίησά σοι, καί τί μοι ἀνταπέδωκας;»

Ἡ Μεγάλη Παρασκευή εἶναι ἡ ντροπή μας, ἀδελφοί, τό ὄνειδος καί ἡ ἀποτυχία μας. Κατά κάποιον τρόπο στόν Ἰούδα τόν Ἰσκαριώτη ἔχει μερίδιο ἡ ψυχή ὅλων μας. Ἄν δέν ἦταν ἔτσι, θά ἤμασταν ἀναμάρτητοι. Διά τοῦ Ἰούδα ὅλοι μας πέσαμε, ὅλοι μας προδώσαμε τόν Χριστό, ὅλοι μας καταλιμπάνουμε τόν Χριστό καί παραλαμβάνουμε τόν διάβολο, ἐναγκαλιζόμεθα τόν σατανᾶ. Ναί, τόν σατανᾶ. Γιατί στό ἱερό Εὐαγγέλιο γράφει: «καί μετά τό ψωμίον τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον [τόν Ἰούδα] ὁ σατανᾶς» (Ἰω. ιγ΄ 27). Μετά ἀπό ποιό ψωμί; Μετά ἀπό ἐκεῖνο πού τοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός· μετά πού Κοινώνησε· μετά πού πῆρε τόν Χριστό. Ἄχ, ὑπάρχει μεγαλύτερη πτῶσις, μεγαλύτερη φρίκη;

Ὤ φιλαργυρία, ἐσύ πρόδωσες τόν Χριστό! Ἐσύ καί σήμερα τόν προδίδεις. Τόν Ἰούδα, πού ἦταν μαθητής τοῦ Χριστοῦ, πού ἐπί τρία χρόνια ἦταν μαζί Του, πού ἦταν παρών σέ ὅλα τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ, πού στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ καθάριζε λεπρούς, θεράπευε ἀρρώστους, ἀνάσταινε νεκρούς, ἔδιωχνε ἀκάθαρτα πνεύματα, αὐτόν τόν Ἰούδα ἡ φιλαργυρία τόν ἔκανε προδότη καί Χριστοκτόνο. Πῶς λοιπόν νά μή κάνῃ καί μένα καί σένα προδότη καί Χιστοκτόνο, ἐμένα πού δέν εἶδα ἐπί τρία χρόνια τόν Θεό ἐν σαρκί, πού δέν λεπρούς ἐκαθάρισα στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, οὔτε ἀσθενεῖς ἐθεράπευσα οὔτε νεκρούς ἀνέστησα; Ὁ Ἰούδας τόσον καιρό ἦταν μαζί μέ Ἐκεῖνον πού δέν εἶχε ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ, μαζί μέ Ἐκεῖνον πού καί μέ ἔργα καί μέ λόγια ἐδίδαξε πώς δέν πρέπει νά ἔχουμε πάνω μας οὔτε ἄργυρο οὔτε χρυσό. Ἐνῶ ἐγώ; Ἐνῶ ἐσύ; Δέν ξέρεις νά χαίρεσαι μέ τήν φτώχεια, ἀδελφέ, νά εἶσαι χαρούμενος μέ τήν φτώχεια; Ἔχε ὑπ’ ὄψιν σου πώς εἶσαι ὑποψήφιος Ἰούδας. Μή ρωτᾶς: «μή τι ἐγώ Κύριε;», διότι ἀναμφίβολα θά ἀκούσῃς τήν ἀπάντησι: ναί, «σύ εἶπας». Λαχταρᾶς τά πλούτη; Ἄναψε μέσα σου ἐπιθυμία γιά χρήματα; Νά ξέρεις ὅτι μέσα σου κυοφορεῖται ὁ Ἰούδας. Φίλε μου καί ἀδελφέ μου, μή ξεχνᾶς σέ ὅλη σου τήν ζωή: ἡ φιλαργυρία σταύρωσε τόν Χριστό, σκότωσε τόν Θεό· ἡ φιλαργυρία ἔκανε τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ ἐχθρό τοῦ Χριστοῦ, φονιά τοῦ Χριστοῦ. Καί ὄχι μόνο αὐτό: ἡ ἴδια σκότωσε καί τόν Ἰούδα. Ἡ φιλαργυρία ἔχει ἐκεῖνο τό καταραμένο ἰδίωμα, νά κάνει τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο Χριστοκτόνο ἀλλά καί αὐτο-κτόνο. Αὐτή σκοτώνει πρῶτα μέσα στήν ἀνθρώπινη ψυχή τόν Θεό καί ὕστερα σκοτώνει τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο.

Ὁ θάνατος εἶναι φοβερό μυστήριο, ἀδελφοί. Πιό φοβερό ὅμως εἶναι νά παραδίδουν οἱ ἄνθρωποι τόν Θεό σέ θάνατο καί νά ἐπιθυμοῦν νά τόν ἐξαφανίσουν ἐντελῶς. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν φοβεροί γιά τόν Θεό, γιατί βασανίζουν τόν Θεό ὅπως κανείς ποτέ δέν Τόν βασάνισε· φτύνουν τόν Θεό ὅπως κανείς ποτέ δέν τόν ἔφτυσε· σκοτώνουν τόν Θεό ὅπως κανείς ποτέ δέν τόν ἐσκότωσε. «Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία»! Κανείς νά μή καυχιέται γιά τόν ἄνθρωπο, κανείς νά μή καυχιέται γιά τήν ἀνθρωπότητα, διότι ἰδού! ἡ ἀνθρωπότης δέν ἀνέχεται τόν Θεό ἀνάμεσά της· τόν παραδίδει σέ θάνατο. Τί νά καυχηθῇς γιά μιά τέτοια ἀνθρωπότητα; Κανείς νά μή καυχιέται γιά τόν οὐμανισμό, γιατί εἶναι μόνο σατανισμός, σατανισμός, σατανισμός…

Σήμερα ὄχι δαίμονες, ὄχι θηρία, ὄχι τσακάλια, ἀλλά ἄνθρωποι ἔπλεξαν ἀκάνθινο στεφάνι καί τό φόρεσαν στήν κεφαλή τοῦ Χριστοῦ. Μέ ἀκάνθινο στεφάνι στολίζουν Ἐκεῖνον πού ἐστόλισε τόν ἄνθρωπο μέ ἀθανασία. Ἀκάνθινο στεφάνι πλέκει ἡ ἀνθρωπότης γύρω ἀπό τήν κεφαλή Ἐκείνου πού περιέβαλλε τήν γῆ μέ στεφάνι ἀπό ἀστέρια! Ἀκάνθινο στεφάνι πλέκουμε γιά τόν Χριστό, καί ἐγώ καί ἐσύ φίλε, ἄν εἶμαι φιλάργυρος, ἄν εἶμαι πόρνος, ἄν εἶμαι μοιχός, ἄν εἶμαι βλάσφημος, ἄν εἶμαι συκοφάντης, ἄν εἶμαι κατάλαλος, ἄν εἶμαι μέθυσος, ἄν εἶμαι ἀνελεήμων, ἄν εἶμαι θυμώδης, ἄν κάνω ἁμαρτωλές σκέψεις, ἄν ἔχω ἀκάθαρτα αἰσθήματα, ἄν δέν ἔχω πίστι, ἄν δέν ἔχω ἀγάπη. Κάθε μου ἁμαρτία, κάθε μας ἁμαρτία, εἶναι ἀγκάθι στό καταραμένο στεφάνι πού ἡ παραλογιασμένη ἀνθρωπότητα πλέκει ἀδιάκοπα γύρω ἀπό τήν κεφαλή τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ἄνθρωπος βασανίζει τόν Θεό πιό ἀνοικτίρμονα καί ἀπό τόν διάβολο. Δέν τό πιστεύετε; Ἀκοῦστε τί λέει ἕνας αὐτόπτης: «τότε ἐνέπτυσαν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ» (Ματθ. κστ΄ 67), στό ἐξαίσιο καί ὡραιότατο Πρόσωπό Του… Κύριε, πῶς τά χείλη τους δέν γέμισαν λέπρα καί πληγές; Ἀσφαλῶς, γιά νά διδαχθοῦμε ἐμεῖς τήν ὑπομονή καί τήν πραότητα. Ἔφτυσαν σ’ ἐκεῖνο τό θαυμαστό, τό γλυκύ Πρόσωπο, τό ὁποῖο ἀξίζει πιό πολύ ἀπ’ ὅλους τούς γαλαξίες, ἀπ’ ὅλες τίς μακαριότητες. Τί λέγω; Μάλιστα! περισσότερο ἀπό ὅλες τίς μακαριότητες, διότι σ’ αὐτό τό πρᾶο Πρόσωπο ὑπάρχει ὅλη ἡ αἰωνία θεότης, ὅλη ἡ αἰωνία χαρά… Ἔφτυσαν σ’ ἐκεῖνο τό φωτεινό Πρόσωπο, μπροστά στό ὁποῖο ἡ θάλασσα γαλήνεψε· σ’ ἐκεῖνο τό Πρόσωπο πού εἰρήνευσε ταραγμένες ψυχές καί χορήγησε σέ ὅλους τήν ἀνάπαυσι.

Καί σεῖς πλέκετε ἐγκώμια στόν ἄνθρωπο; Ὤ, χαμηλῶστε τούς τόνους οὐτιδανοί… σκουλήκια! Κανείς καί τίποτα δέν πρέπει νά ντρέπεται τόσο, ὅσο ὁ ἄνθρωπος, οὔτε οἱ δαίμονες, οὔτε τά θηρία, οὔτε τά κτήνη… Οἱ ἄνθρωποι φτύνουν τόν Θεό! Ὑπάρχει πιό φοβερό ἀπό αὐτό; Οἱ ἄνθρωποι σκοτώνουν τόν Θεό. Ὑπάρχει πιό σατανικό ἀπό αὐτό; Ἀδελφοί, ἄν δέν ὑπάρχει κόλασις, ἔπρεπε νά ἐπινοήσουμε μία γιά τούς ἀνθρώπους, ναί γιά τούς ἀνθρώπους…

Ἐκεῖνον, τόν Δημιουργό καί Σωτῆρα, τόν φτύνουν καί τόν φονεύουν, ἐνῶ Ἐκεῖνος ταπεινά καί σιωπηλά τά ὑπομένει ὅλα. Ποιά δικαιολογία ἔχεις ἐσύ πού σέ κάθε ὕβρι ἀνταποδίδεις ὕβρι, σέ κάθε κακό κακό, στό μίσος μίσος; Ὅταν ἀνταποκρίνεσαι μέ κακία στήν κακία, φτύνεις τόν Δεσπότη Χριστό· ὅταν μισῇς αὐτούς πού σέ μισοῦν, φονεύεις τόν Χριστό καί τόν βασανίζεις· ὅταν ὑβρίζῃς αὐτούς πού σέ ὑβρίζουν, ἐξευτελίζεις τόν Χριστό, ἀφοῦ Ἐκεῖνος δέν ἔκανε τό ἴδιο.

Παρέδωκε ὁ Πιλᾶτος τόν πρᾶο Κύριο, ἵνα σταυρωθῇ (Ἰω. ιθ΄ 16). Οἱ ἄνθρωποι τόν ὁδηγοῦν ἀπό τελώνιο σέ τελώνιο, ἀπό βάσανο σέ βάσανο, ἀπό χλεύη σέ χλεύη. Καί τόν ἐχλευασμένο Θεό τόν σταυρώνουν, τόν καρφώνουν στόν Σταυρό.

Καρφιά ἐμπήγετε στά χέρια τοῦ Χριστοῦ, στά χέρια πού τόσους ἀρρώστους ἐθεράπευσαν, τόσους λεπρούς ἐκαθάρισαν, τόσους νεκρούς ἀνέστησαν; Πῶς νά σιωπήσουν τά χείλη πού μίλησαν ὅπως κανείς ποτέ ἄλλος ἄνθρωπος; Ἰάειρε, ποῦ εἶσαι; Λάζαρε, ποῦ εἶσαι; Χήρα τῆς Ναΐν, ποῦ εἶσαι νά ὑπερασπισθῇς τόν δικό σου καί δικό μου Κύριο; Σταυρώνετε [ἄνθρωποι] Ἐκεῖνον, τήν ἐλπίδα τῶν ἀπηλπισμένων, τήν παρηγορία τῶν ἀπαρακλήτων, τόν ὀφθαλμό τῶν τυφλῶν, τό οὖς τῶν κωφῶν, τήν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν; Καρφιά ἐμπήγετε σέ ἐκεῖνα τά ἅγια πόδια, πού ἔφεραν τήν εἰρήνη, πού ἔφεραν τό εὐαγγέλιο, πού περιεπάτησαν στήν θάλασσα σάν νἆταν ξηρά, πού ἔτρεξαν σέ ὅλους τούς ἀρρώστους, στόν νεκρό Λάζαρο, στόν δαιμονισμένο τῶν Γαδαρηνῶν;

Σταυρωμένος Θεός. Ἱκανοποιηθήκατε θεομάχοι; χαρήκατε θεοκτόνοι; Τί νομίζετε πώς εἶναι ὁ Χριστός πάνω στόν Σταυρό; Ἀπατεώνας; ἀδύναμος; σκανδαλοποιός; «Ὁ καταλύων τόν ναόν καί ἐν τρισίν ἡμέραις οἰκοδομῶν, σῶσον σεαυτόν, εἰ υἱός εἶ τοῦ Θεοῦ, καί κατάβηθι ἀπό τοῦ σταυροῦ» (Ματθ. κζ΄ 40).

Τί ὅμως σκέπτεται ὁ Κύριος ἐπί τοῦ Σταυροῦ γιά τούς ἀνθρώπους πού εἶναι κάτω ἀπό τόν Σταυρό; Ἐκεῖνο πού μόνο ὁ Θεός τῆς ἀγάπης καί τῆς πραότητος μπορεῖ νά σκέπτεται: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι!» (Μάρκ. κγ΄ 34).

Πραγματικά, δέν ξέρουν τί κάνουν στόν σεσαρκωμένο Θεό.

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: Στο Σταυρό και τον Ληστή

Η Σταύρωσις. Ιερά Μητρόπολις Μόρφου (13ος αι.)

Η Σταύρωσις. Ιερά Μητρόπολις Μόρφου (13ος αι.)

Σήμερα ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός βρίσκεται πάνω στο σταυρό και εμείς εορτάζουμε, για να μάθεις ότι ο σταυρός είναι εορτή και πανήγυρη πνευματική. Γιατί προηγουμένως ο σταυρός ήταν η λέξη που σήμαινε καταδίκη, τώρα όμως έγινε αντικείμενο τιμής. Προηγουμένως ήταν σύμβολο καταδίκης, τώρα όμως είναι η προϋπόθεση της σωτηρίας μας.

Γιατί αυτός ο σταυρός μας προξένησε άπειρα αγαθά, αυτός μας απάλλαξε από την πλάνη της ειδωλολατρίας, αυτός μας φώτισε ενώ ζούσαμε μέσα στο σκοτάδι, αυτός μας συμφιλίωσε με το Θεό, ενώ είχαμε γίνει εχθροί του, αυτός μας έκανε φίλους του, ενώ είχαμε αποξενωθεί άπ’ αυτόν, αυτός μας έφερε κοντά στο Θεό, ενώ ήμαστε μακριά του. Αυτός εξαφάνισε την έχθρα, αυτός εξασφάλισε την ειρήνη, αυτός έγινε για μας θησαυροφυλάκιο άπειρων αγαθών. Εξ αιτίας του δεν περιπλανιόμαστε πια στις έρημους, γιατί γνωρίσαμε τον αληθινό δρόμο. Δε ζούμε πια έξω από τη βασιλεία των ουρανών, γιατί βρήκαμε την είσοδό της. Δε φοβόμαστε πια τα πυρωμένα βέλη τού διαβόλου, γιατί είδαμε την πηγή. Χάρη σ’ αυτόν δε βρισκόμαστε πια σε χηρεία, γιατί αποκτήσαμε το γαμβρό. Δε φοβόμαστε το λύκο, γιατί έχουμε τον καλό ποιμένα. Γιατί λέγει ο Χριστός· «Εγώ είμαι ο ποιμένας ο καλός»1. Χάρη σ’ αυτόν δεν τρέμουμε τον τύραννο, γιατί είμαστε κοντά στο βασιλιά. Γι’ αυτό εορτάζουμε και τιμούμε το σταυρό. Έτσι παράγγειλε και ο Παύλος να εορτάζουμε το σταυρό. Διότι λέγει· «Ας εορτάζουμε όχι με την παλιά ζύμη, αλλά με άζυμα ειλικρίνειας και αλήθειας»2. Έπειτα, αφού πρόσθεσε την αιτία, συνέχισε˙ «Γιατί το Πάσχα το δικό μας είναι ο Χριστός, που θυσιάσθηκε για τη σωτηρία μας»3.

Βλέπεις γιατί παραγγέλλει να εορτάζουμε το σταυρό; Γιατί επάνω στο σταυρό θυσιάσθηκε ο Χριστός. Και όπου γίνεται θυσία, εκεί εξαφανίζονται τα αμαρτήματα, εκεί γίνεται συμφιλίωση με τον Κύριο, εκεί γίνεται εορτή και χαρά. «Το Πάσχα, το δικό μας είναι ο Χριστός, που θυσιάσθηκε για μας». Και πες μου, που θυσιάσθηκε; Πάνω σε σταυρό που στήθηκε ψηλά. Είναι καινούριο το θυσιαστήριο αυτής της θυσίας, επειδή και η θυσία είναι καινούρια και αξιοθαύμαστη. Γιατί ο ίδιος ήταν και θύμα και ιερέας. Θύμα, κατά το σώμα του, και Ιερέας, κατά την πνευματική του φύση. Ο ίδιος και πρόσφερε τη θυσία και προσφερόταν σωματικά. Άκουσε λοιπόν πως μας φανέρωσε ο Παύλος αυτά τα δύο. «Κάθε αρχιερέας», λέγει, «ξεχωρίζεται από τους ανθρώπους και γίνεται αρχιερέας για την ωφέλεια των ανθρώπων. Γι’ αυτό λοιπόν ήταν ανάγκη να έχει και ο Χριστός κάτι που να το προσφέρει σαν θυσία. Και πρόσφερε αυτός τον εαυτό του»4. Και αλλού λέγει, ότι «Ο Χριστός που θυσιάσθηκε μια φορά για να βαστάξει πάνω του τις αμαρτίες των πολλών, θα φανεί σ’ εκείνους που τον περιμένουν για να τους σώσει»5. Να, στη μία περίπτωση θυσιάσθηκε, ενώ στην άλλη θυσίασε τον εαυτό του. Είδες πως έγινε και θύμα και Ιερέας, και πως ο σταυρός ήταν θυσιαστήριο;

Και για ποιο λόγο, θα πει κάποιος, δεν έγινε η θυσία του μέσα στο ναό, αλλά έξω από την πόλη και τα τείχη; Για να πραγματοποιηθεί η προφητεία που έλεγε· «Τον λογάριασαν ανάμεσα στους κακούργους»6. Και για ποιο λόγο, σφάζεται πάνω σε σταυρό που στήθηκε ψηλά και όχι κάτω από στέγη; Για να καθαρίσει την ατμόσφαιρα, γι’ αυτό θυσιάσθηκε ψηλά, χωρίς να υπάρχει από πάνω του στέγη, αλλά ο ουρανός. Καθαριζόταν λοιπόν η ατμόσφαιρα, επειδή θυσιαζόταν ψηλά το πρόβατο. Καθαριζόταν όμως και η γη, επειδή έσταζε πάνω της το αίμα από την πλευρά του. Γι’ αυτό δε θυσιάσθηκε κάτω από στέγη, γι’ αυτό δε θυσιάσθηκε στο ναό των Ιουδαίων, για να μη νομίσεις ότι προσφέρεται αυτή για χάρη μόνο τού ιουδαϊκού έθνους. Γι’ αυτό θυσιάσθηκε έξω από την πόλη και τα τείχη, για να μάθεις ότι η θυσία έγινε για όλους τους ανθρώπους, ότι η προσφορά έγινε για όλη τη γη, για να μάθεις ότι ο καθαρμός εί­ναι γενικός και όχι μερικός, όπως γινόταν στους Ιουδαίους.

Γι’ αυτό παράγγειλε ο Θεός στους Ιουδαίους ν’ αφήσουν όλη τη γη και σ’ ένα τόπο να προσφέρουν τις θυσίες τους και να προσεύχονται, επειδή όλη η γη ήταν ακάθαρτη, επειδή υπήρχαν πάνω της καπνός και μυρωδιά ψημένων κρεάτων και όλες οι άλλες ακαθαρσίες από τις ειδωλολατρικές θυσίες. Για μας όμως, από τότε που ήρθε ο Χριστός και καθάρισε όλη την οικουμένη, όλος ο τόπος έγινε τόπος προσευχής. Γι’ αυτό και ο Παύλος με πεποίθηση συμβούλευε να προσευχόμαστε χωρίς φόβο παντού, λέγοντας τα εξής· «Θέλω να προσεύχονται οι άνδρες σε κάθε τόπο και να σηκώνουν προς τον ουρανό καθαρά χέρια»7. Είδες πως καθαρίσθηκε η οικουμένη; Από τον τόπο της θυσίας του λοιπόν μπορούμε παντού να υψώνουμε προς τον ουρανό χέρια καθαρά, γιατί όλη η γη αγιάσθηκε και έγινε αγιότερη από τα άγια των αγίων. Γιατί εκεί θυσιάσθηκε πρόβατο που δεν είχε λογικό, εδώ όμως πρόβατο πνευματικό. Και όσο πιο μεγάλη είναι η θυσία, τόσο πιο πολύς είναι και ο αγιασμός. Γι’ αυτό εορτάζουμε το σταυρό.

Θέλεις να μάθεις και άλλο κατόρθωμα τού σταυρού; Τον παράδεισο μας άνοιξε σήμερα, που ήταν κλεισμένος περισσότερο από πέντε χιλιάδες χρόνια8. Γιατί αυτή την ημέρα, αυτή την ώρα έβαλε μέσα στον παράδεισο το ληστή ο Θεός και έκαμε δύο κατορθώματα· το πρώτο, ότι άνοιξε τον παράδεισο, και το δεύτερο, ότι έβαλε μέσα το ληστή. Σήμερα μας έδωσε πάλι την παλιά πατρίδα μας, σήμερα μας έφερε πάλι στην πόλη των προγόνων μας και χάρισε κατοικία σ’ όλο το ανθρώπινο γένος. Γιατί είπε ο Χριστός· «Σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο»9. Τι λέγεις; Σταυρώθηκες και καρφώθηκες και υπόσχεσαι παράδεισο; Ναι, λέγει, για να μάθεις καλά τη δύναμή μου που έχω επάνω στο σταυρό. Επειδή δηλαδή το γεγονός ήταν λυπηρό, για να μη προσέξεις στη σταύρωση, αλλά για να μάθεις τη δύναμη του σταυρωμένου, επάνω στο σταυρό κάνει αυτό το θαύμα, που δείχνει ιδιαίτερα τη δύναμη του. Γιατί όχι όταν ανέστησε νεκρό, ούτε όταν επιτίμησε τη θάλασσα και τους ανέμους, ούτε όταν απομάκρυνε τους δαίμονες, αλλά όταν τον σταύρωναν, όταν τον κάρφωναν, όταν τον ειρωνεύονταν, όταν τον κακολογούσαν κατόρθωσε ν’ αλλάξει την πονηρή σκέψη του ληστή, για να δεις τη δύναμη του και από τις δύο πλευρές. Και ολόκληρη την κτίση δηλαδή συγκλόνισε, και τις πέτρες ράγισε, και την ψυχή του ληστή, που ήταν πιο αναίσθητη από την πέτρα, τη συγκίνησε και την τίμησε.

«Γιατί σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο», λέγει. Αν και τα Χερουβείμ φρουρούσαν τον παράδεισο, αυτός όμως ήταν κύριος και των Χερουβείμ. Εκεί περιφέρεται πύρινη ρομφαία, άλλ’ αυτός έχει εξουσία πάνω στη φλόγα και την κόλαση και τη ζωή και το θάνατο. Αν και κανείς βασιλιάς δε θα μπορούσε ποτέ ν’ ανεχθεί κάποιο ληστή ή κάποιον άλλον άνθρωπο να καθίσει κοντά του και να τον φέρει έτσι μέσα σε κάποια πόλη. Αλλά ο Χριστός το έκαμε αυτό και, καθώς μπαίνει μέσα στην ιερή πατρίδα, φέρει μαζί του το ληστή, όχι γιατί περιφρονούσε τον παράδεισο, όχι για να τον προσβάλει με την παρουσία του ληστή, αλλά μάλλον για να τον τιμήσει. Γιατί αυτό ήταν τιμή για τον παράδεισο, να έχει δηλαδή τέτοιον κύριο, που έκαμε και το ληστή άξιο ν’ απολαύσει τον παράδεισο. Και όταν έβαλε τελώνες και πόρνες στη βασιλεία των ουρανών, δεν το έκαμε γιατί ήθελε να την περιφρονήσει, αλλά περισσότερο την τιμούσε, αποδεικνύοντας ότι τέτοιος είναι ο Κύριος της βασιλείας των ουρανών, που κάνει και πόρνες και τελώνες τόσο εκλεκτούς, ώστε ν’ αποδειχθούν άξιοι για την τιμή και την ευεργεσία αυτή. Όπως δηλαδή θαυμάζουμε πάρα πολύ έναν ιατρό τότε, όταν τον δούμε να θεραπεύει και να επαναφέρει την υγεία σ’ ανθρώπους που έπασχαν από ανίατες ασθένειες, έτσι είναι δίκαιο να θαυμάζουμε και το Χριστό, όταν θεραπεύει ανίατα τραύματα, όταν ξαναδίνει σε τελώνη και πόρνη τόση υγεία, ώστε ν’ αποδειχθούν άξιοι για τη βασιλεία των ουρανών.

Και τι το σπουδαίο έκαμε ο ληστής, θα πει κάποιος, για να κερδίσει τον παράδεισο μετά τη σταύρωση του;

Θέλεις να σου πω σύντομα το κατόρθωμα του; Όταν ο Πέτρος τον αρνήθηκε χωρίς να είναι στο σταυρό, τότε εκείνος τον πίστεψε καθώς ήταν επάνω στο σταυρό. Και δεν τα λέγω αυτά για να κατηγορήσω τον Πέτρο, μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά γιατί θέλω να δείξω τη μεγαλοψυχία του ληστή. Ο μαθητής δεν άντεξε την απειλή ενός ασήμαντου κοριτσιού, ο ληστής όμως, αν και έβλεπε να στέκεται γύρω ολόκληρος λαός, που φώναζε, και έκανε σαν τρελλός, και βλασφημούσε και περιγελούσε, δεν τα έδωσε σημασία αυτά, ούτε πρόσεξε τη φαινομενική αδυναμία εκείνου που σταυρωνόταν, αλλά, παραβλέποντας με τα μάτια της πίστης όλα αυτά και ξεπερνώντας τα ασήμαντα εμπόδια, αναγνώρισε τον Κύριο των ουρανών και αφού τον παρακάλεσε τού είπε- «Θυμήσου με, Κύριε, όταν φθάσεις στη βασιλεία σου»10. Ας μη προσπεράσουμε λοιπόν επιπόλαια αυτόν το ληστή, ούτε να ντραπούμε να τον θεωρήσουμε διδάσκαλό μας, αυτόν που ο Κύριός μας δεν ντράπηκε να τον οδηγήσει πρώτο στον παράδεισο. Ας μη ντραπούμε να θεωρήσουμε διδάσκαλό μας τον άνθρωπο, που πρώτος άπ’ όλο τον κόσμο φάνηκε άξιος να μπει στη βασιλεία των ουρανών, άλλ’ ας εξετάσουμε το καθετί με προσοχή, για να μάθουμε τη δύναμη του σταυρού. Δεν είπε στο ληστή, όπως στον Πέτρο, «Ακολούθησε με και θα σε κάνω ικανό να ψαρεύεις ανθρώπους»11, ούτε τού είπε, όπως είπε στους δώδεκα μαθητές του, ότι «θα καθίσετε σε δώδεκα θρόνους να δικάζετε τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ»12. Και μάλιστα δεν του είπε ούτε μία λέξη. Δεν τού έδειξε θαύμα, ούτε είδε αυτός ν’ ανασταίνει κάποιο νεκρό, ούτε να διώχνει δαίμονες. Δεν είδε τη θάλασσα να υπακούει στην προσταγή του, ούτε τού είπε κάτι για τη βασιλεία των ουρανών, ούτε για την κόλαση, και ενώπιον όλων πίστεψε σ’ αυτόν, και μάλιστα τη στιγμή που ο άλλος ληστής ήταν σταυρωμένος μαζί του, για να πραγματοποιηθούν τα λόγια τού προφήτη, ότι «Λογαριάσθηκε ανάμεσα στους κακούργους»13.

Ήθελαν λοιπόν οι Ιουδαίοι να συκοφαντήσουν τη δόξα του και με κάθε τρόπο τον έβριζαν μ’ αυτά που έκαμναν. Η αλήθεια όμως από παντού έλαμπε και αυξανόταν με τις αντιδράσεις τους. Τον ειρωνευόταν λοιπόν ο άλλος ληστής. Είδες τον ένα και τον άλλο ληστή; Και οι δύο είναι πάνω στο σταυρό, και οι δύο γιατί ήταν ληστές, και οι δύο γιατί έδειξαν κακή δια­γωγή. Δεν είχαν όμως και οι δύο το ίδιο τέλος, άλλ’ ο ένας κληρονόμησε τη βασιλεία των ουρανών και ο άλλος πήγε στην κό­λαση. Έτσι έγινε και χθες. Μαθητές ήταν οι ένδεκα, μαθητής και ο Ιούδας. Εκείνοι μεν έλεγαν, «Που θέλεις να σου ετοιμάσουμε να φάγεις το Πάσχα;»14, ενώ αυτός ετοιμαζόταν για την προδοσία και έλεγε˙ «Τι θέλετε να μου δώσετε, για να σας τον παραδώσω;»14α. Και εκείνοι ετοιμάζονταν να τον περιποιηθούν και να πάρουν μέρος στη θεία μυσταγωγία, αυτός όμως τον προσκυνάει. Ο ένας τον βρίζει, ο άλλος τον επαινεί και κλείνει το στόμα του βλάσφημου λέγοντας· «Ούτε το Θεό δε φοβάσαι εσύ; Γιατί εμείς απολαμβάνουμε όπως άξιζε για εκείνα που κάναμε»15.

Είδες το θάρρος του ληστή; Είδες το θάρρος του επάνω στο σταυρό; Είδες την πίστη του την ώρα της τιμωρίας του και την ευσέβεια του την ώρα τού βασανισμού του; Ποιος λοιπόν δε θα ένιωθε κατάπληξη για το ότι ήταν κύριος τού εαυτού του, για το ότι είχε τα λογικά του, αν και τον είχαν τρυπήσει με καρφιά; Αυτός όμως δεν ήταν μόνο κύριος τού εαυτού του, αλλά και αδιαφορούσε για τα βάσανά του και φρόντιζε για τα βάσα­να των άλλων, και έγινε διδάσκαλος επάνω στο σταυρό και κατακρίνει τον άλλο ληστή και τού λέγει˙ «Ούτε το Θεό δε φοβάσαι εσύ;». Να μη προσέχεις, λέγει, στο επίγειο δικαστήριο· υπάρχει άλλος κριτής αόρατος, υπάρχει δικαστήριο αμερόληπτο. Να μη βλέπεις λοιπόν επειδή καταδικάσθηκε στη γη, γιατί δε γίνονται αυτά στον ουρανό. Εδώ δηλαδή στο επίγειο δικα­στήριο και δίκαιοι καταδικάζονται, και άδικοι αθωώνονται, και ένοχοι δεν παθαίνουν τίποτε, και αθώοι τιμωρούνται. Γιατί οι δικαστές κάνουν πολλά λάθη θεληματικά ή άθελα τους, ή γιατί δε γνωρίζουν το δίκαιο και εξαπατούνται, ή γιατί το γνωρίζουν, αλλά, επειδή εξαγοράζονται με χρήματα, παίρνουν πολλές φορές άδικη απόφαση. Στον ουρανό όμως δεν συμβαίνει τίποτε τέτοιο. Γιατί ο Θεός είναι δίκαιος κριτής και η απόφαση του θα βγει σαν το φως χωρίς να έχει δόλο ούτε άγνοια. Για να μη λέγει λοιπόν, ότι καταδικάσθηκε στη γη και τιμωρήθηκε, τον ανέβασε στο ουράνιο δικαστήριο. Τού θύμισε εκείνο το φοβερό βήμα, λέγοντας περίπου αυτά· Πρόσεχε εκεί και δε θα ρίξεις καταδικαστική ψήφο, ούτε θα συμφωνήσεις με τους ανήθικους δικαστές της γης, αλλά θα παραδεχθείς τη δίκη που γίνεται στους ουρανούς. Είδες την πίστη τού ληστή; Είδες σύνε­ση και διδασκαλία του; Αμέσως από το σταυρό πήδησε στον ουρανό.

Έπειτα, αποστομώνοντας με το παραπάνω αυτόν, τού λέγει· «Δε φοβάσαι, γιατί τιμωρηθήκαμε με την ίδια ποινή;». Τι σημαίνει, «ότι εν τω αυτώ κρίματι έσμεν;». Ότι τιμωρηθήκαμε με τον ίδιο τρόπο. Μήπως λοιπόν και εσύ δεν είσαι πάνω στο σταυρό; Βρίζοντας λοιπόν το Χριστό, προσβάλλεις τον εαυτό σου αντί γι’ αυτόν. Γιατί, όπως ο αμαρτωλός, όταν κατηγορεί άλλον αμαρτωλό, κατηγορεί τον εαυτό του και όχι τον άλλο, έ­τσι και αυτός που βρίσκεται σε συμφορά και βρίζει τον άλλο για τη συμφορά του βρίζει τον εαυτό του και όχι τον άλλο. «Γιατί τιμωρηθήκαμε με την ίδια ποινή». Του διαβάζει αποστολικό νόμο και τού λέγει τα λόγια τού Ευαγγελίου, «Μη κατακρίνετε, για να μη κατακριθείτε»16. «Γιατί τιμωρηθήκαμε με την ίδια ποινή». Τι κάνεις, ληστή; Προσπαθώντας ν’ απολογηθείς για το Χριστό, τον έκαμες σύντροφο του ληστή; Όχι, λέγει. Εξαφανίζω την υποψία αυτή με τα παρακάτω. Για να μη νομίσεις δηλαδή ότι εξ αιτίας της ίδιας τιμωρίας τον έκαμε και σύντροφο τους στην αμαρτία, πρόσθεσε τη διόρθωση και είπε˙ «Και εμείς βέβαια δίκαια τιμωρηθήκαμε, γιατί άξια παθαίνουμε  γι’ αυτά που κάναμε».

Είδες τέλεια εξομολόγηση; Είδες πως απαλλάχθηκε από τις αμαρτίες του επάνω στο σταυρό; Γιατί λέγει ο προφήτης· «Να λέγεις πρώτος εσύ τις αμαρτίες σου, για να συγχωρηθείς»17. Κανείς δεν τον ανάγκασε, κανείς δεν τον πίεσε, αλλά ο ίδιος κατηγόρησε τον εαυτό του λέγοντας· «Και εμείς βέβαια δίκαια τιμωρηθήκαμε, γιατί παθαίνουμε άξια γι’ αυτά που κάναμε. Αυτός όμως δεν έκαμε κανένα κακό». Και ύστερα λέγει· «Θυμήσου με, Κύριε, στη βασιλεία σου». Δεν τόλμησε να πει πρώτα, «Θυμήσου με στη βασιλεία σου», ώσπου με την εξομολόγηση πέταξε από πάνω του το φορτίο των αμαρτιών του. Βλέπεις πόσο μεγάλο πράγμα είναι η εξομολόγηση; Εξομολογήθηκε, και άνοιξε τον παράδεισο· εξομολογήθηκε, και απέκτησε τόσο θάρρος, ώστε από ληστής που ήταν να ζητήσει τη βασιλεία των ουρανών. Βλέπεις πόσα αγαθά μας προξένησε ο σταυρός; Αναλογίζεσαι τη βασιλεία των ουρανών; Πες μου λοιπόν, βλέπεις κάτι τέτοιο; Αυτά που βλέπεις είναι καρφιά και σταυρός, άλλ’ ο σταυρός αυτός, λέγει, είναι το σύμβολο της βασιλείας των ουρανών. Γι’ αυτό τον ονομάζω βασιλιά, επειδή τον βλέπω να σταυρώνεται. Γιατί είναι χαρακτηριστικό του βασιλιά να πεθαίνει για τη σωτηρία των υπηκόων του. Ο ίδιος ο Χριστός είπε˙ «Ο ποιμένας ο καλός θυσιάζει τη ζωή του για τη σωτηρία των προβάτων του»18. Επομένως και ο βασιλιάς ο καλός θυσιάζει τη ζωή του για τη σωτηρία των υπηκόων του. Επειδή λοιπόν θυσίασε τη ζωή του, γι’ αυτό τον ονομάζω βασιλιά. «Θυμήσου με, Κύριε, στη βασιλεία σου».

Είδες πως ο σταυρός είναι σύμβολο και της βασιλείας των ουρανών; Θέλεις να μάθεις αυτό και από αλλού; Δεν τον άφησε στη γη ο Χριστός, αλλά τον πήρε μαζί του και τον ανέβασε στον ουρανό. Από που φαίνεται αυτό; Επειδή πρόκειται να έρθει με το σταυρό στη δεύτερη και ένδοξη παρουσία του, για να μάθεις πόσο σεβαστό πράγμα είναι ο σταυρός, γι’ αυτό και τον ονόμασε δόξα. Άλλ’ ας δούμε πως θα έρθει με το σταυρό, γιατί είναι ανάγκη να σάς φέρω την απόδειξη. «Εάν σας πουν», λέγει ο Χριστός, «να, ο Χριστός είναι στα ιδιαίτερα δωμάτια, να είναι στην έρημο, μη βγείτε να τον συναντήσετε»19, και εννοεί τη δεύτερη παρουσία του την ένδοξη και αναφέρεται στους ψευδόχριστους, στους ψευδοπροφήτες και στον αντίχριστο, για να μη πλανηθεί κανείς και πέσει στην παγίδα του. Επειδή δηλαδή ο αντίχριστος θα έρθει πριν από το Χριστό, για να μη πέσει κανείς στο στόμα τού λύκου, αναζητώντας τον ποιμένα, γι’ αυτό σου αναφέρω ένα σημάδι της παρουσίας τού ποιμένα. Επειδή λοιπόν η πρώτη του παρουσία στον κόσμο έμεινε απαρατήρητη, για να μη νομίσεις ότι και η δεύτερη θα γίνει με τον ίδιο τρόπο, έδωσε αυτό το σημάδι. Γιατί η πρώτη του παρουσία δικαιολογημένα έμεινε απαρατήρητη, επειδή ήρθε να βρει το χαμένο πρόβατο. Η δεύτερη όμως δε θα γίνει έτσι. Αλλά πως; πες μου. «Όπως η αστραπή βγαίνει από την ανατολή και φαίνεται μέχρι τη δύση, έτσι θα γίνει και η παρουσία του Υιού του ανθρώπου»20. Θα φανεί σ’ όλους μαζί και δε θα χρειασθεί να ερωτήσει κανείς, αν ο Χριστός είναι εδώ ή εκεί. Όπως λοιπόν όταν φαίνεται μία αστραπή δε χρειάζεται να εξετάσου­με αν φάνηκε, έτσι όταν συμβεί η δεύτερη παρουσία τού Χριστού, δε χρειάζεται να εξετάζουμε αν ήρθε ο Χριστός.

Άλλ’ εκείνο που θέλουμε ν’ αποδείξουμε είναι, αν θα έρθει με το σταυρό. Δεν πρέπει βέβαια να ξεχάσουμε την υπόσχεσή μας. Άκουσε λοιπόν τα εξής. «Τότε», λέγει· τότε, πότε; «Όταν θα έρθει ο Υιός του άνθρωπου, ο ήλιος θα σκοτισθεί και η σελήνη δε θα δώσει το φως της»21. Γιατί τόσο υπερβολικό θα είναι τότε το φως, ώστε και τα πιο λαμπρά άστρα θα κρυφθούν. «Τότε και τα άστρα θα πέσουν από τον ουρανό, τότε θα φανεί στον ουρανό και το σημάδι τού Υιού τού άνθρωπου»22. Είδες πόση είναι η δύναμη τού σταυρού; Ο ήλιος θα σκοτισθεί και η σελήνη δε θα φανεί, ο σταυρός όμως λάμπει και φαίνεται, για να μάθεις ότι είναι πιο λαμπρός και από τον ήλιο και από τη σελήνη. Και όπως όταν ένας βασιλιάς μπαίνει σε κάποια πόλη, οι στρατιώτες παίρνουν τα λάβαρα, τα σηκώνουν στους ώμους τους και προαγγέλλουν την είσοδο του, έτσι και όταν ο Κύριος θα κατεβαίνει από τους ουρανούς θα προηγούνται οι στρατιές των αγγέλων και των αρχαγγέλων και θα φέρουν στους ώμους τους το σταυρό και θα μας προαγγέλλουν τη βασιλική είσοδο του. «Τότε θα σαλευθούν οι δυνάμεις των ουρανών», λέγει, και εννοεί τους αγγέλους· θα τους πιάσει τότε πολύς τρόπος και φόβος.

Και για ποιο λόγο; πες μου. Θα είναι φοβερό το δικαστήριο εκείνο, γιατί πρόκειται όλο το ανθρώπινο γένος να δικασθεί και να παρουσιασθεί μπροστά στο φοβερό κριτή. Για ποιο λοιπόν λόγο οι άγγελοι φοβούνται και τρέμουν; αφού δεν πρόκειται αυτοί να δικασθούν. Γιατί, όπως όταν δικάζει ένας άρχοντας δε φοβούνται και τρέμουν οι ένοχοι μόνο, αλλά και οι φρουροί, που δεν αισθάνονται καμιά ένοχη, επειδή φοβούνται το δικαστή, έτσι και τότε, όταν θα δικάζεται το ανθρώπινο γένος, θα φοβούνται και οι άγγελοι, που δεν αισθάνονται καμιά ενοχή, επειδή θα φοβούνται πάρα πολύ το δικαστή. Γιατί όμως φαίνεται τότε ο σταυρός και γιατί έρχεται έχοντας το σταυρό ο Κύριος; Για να μάθουν την αχαριστία τους εκείνοι που τον σταύρωσαν, γι’ αυτό τους δείχνει αυτό το σύμβολο της ντροπής τους. Και ότι πραγματικά γι’ αυτό φέρει μαζί του το σταυρό, άκουσε τον προφήτη που λέγει˙ «Τότε θα θρηνήσουν όλες οι φυλές της γης»23, γιατί θα δουν τον κατήγορό τους και θ’ αναγνωρίσουν το σφάλμα τους. Και γιατί απορείς, εάν θα έρθει μαζί με το σταυρό, αφού τότε θα δείχνει και τις ίδιες τις πληγές του; «Γιατί θα δουν», λέγει ο προφήτης, «εκείνον που τον τρύπησαν με τη λόγχη»24. Όπως δηλαδή έκαμε στην περίπτωση του Θωμά, επειδή ήθελε να διορθώσει την απιστία τού μαθητή του, και αφού αναστήθηκε του έδειξε τα σημάδια των καρφιών και τις πληγές, και τού είπε, «Βάλε το χέρι σου και δες, γιατί το φάντασμα δεν έχει σάρκα και οστά»25, έτσι και τότε θα δείξει τις πληγές και το σταυρό, για ν’ αποδείξει ότι αυτός ήταν εκείνος που σταυρώθηκε.

Και όχι μόνο από το σταυρό, αλλά και από τα ίδια τα λόγια που είπε πάνω στο σταυρό είναι δυνατό να δούμε την ανέκφραστη φιλανθρωπία του. Γιατί ακόμη και τότε που τον σταύρωναν και τον ειρωνεύονταν και τον περιγελούσαν και τον έφτυναν, έλεγε· «Πατέρα, συγχώρησε τους την αμαρτία, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν»26. Και όταν σταυρώνεται, προσεύχεται γι’ αυτούς που τον σταύρωναν, αν και έλεγαν τα αντίθετα· «Εάν είσαι Υιός τού Θεού, κατέβα από το σταυρό και θα πιστέψουμε σε σένα»27. Άλλ’ όμως γι’ αυτό δεν κατεβαίνει από το σταυρό, επειδή είναι Υιός τού Θεού, και γι’ αυτό ήρθε, για να σταυρωθεί για τη σωτηρία μας. «Κατέβα από το σταυρό», λέγει, «και θα πιστέψουμε σε σένα». Αυτά είναι λόγια και πρόφαση για την απιστία τους. Γιατί το ότι αναστήθηκε, αν και υπήρχε ο λίθος στον τάφο του, ήταν πολύ μεγαλύτερο από το να κατεβεί από το σταυρό. Το να βγάλει από το μνήμα το Λάζαρο, που ήταν νεκρός τέσσερις ημέρες και δεμένος με τα νεκρικά σάβανα, ήταν πολύ μεγαλύτερο από το να κατεβεί από το σταυρό. Εκείνοι λοιπόν έλεγαν «Εάν είσαι Υιός τού Θεού, σώσε τον εαυτό σου». Αυτός όμως έκανε τα πάντα, για να σώσει εκείνους που τον έβριζαν, και έλεγε· «Συγχώρησε τους την αμαρτία, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν». Τι λοιπόν έγινε; Τους συγχώρησε την αμαρτία τους; Τους συγχώρησε, αν ήθελαν να μετανοήσουν. Γιατί αν δεν τους συγχωρούσε την αμαρτία, δε θα γινόταν ο Παύλος απόστολος. Αν δεν τους συγχωρούσε την αμαρτία, δε θα πίστευαν αμέσως τρεις χιλιάδες και πέντε χιλιάδες και πολλές μυριάδες. Ότι πραγματικά πίστεψαν πολλές μυριάδες Ιουδαίων, άκουσε τι λέγουν οι απόστολοι στον Παύλο· «Βλέπεις, αδελφέ, πόσες είναι οι μυριάδες των Ιουδαίων που πίστεψαν στο Χριστό;»28.

Ας μιμηθούμε λοιπόν τον Κύριο και ας προσευχόμαστε για τους εχθρούς μας. Πάλι λοιπόν καταλήγω σ’ αυτήν τη συμβουλή. Είναι η πέμπτη ημέρα σήμερα που σάς ομιλώ για το ζήτημα αυτό, όχι γιατί θέλω να σάς κατηγορήσω για απείθεια, μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά γιατί πάρα πολύ ελπίζω ότι θα πεισθείτε. Εάν όμως υπάρχουν μερικοί σκληρόκαρδοι και οργίλοι και δύστροποι, που δεν υπάκουσαν σ’ αυτά που για την προσευχή είπαμε, ίσως ντραπούν που σάς ομιλώ πολλές ημέρες και απομακρύνουν κάποτε το μίσος και τη μικροψυχία. Μιμήσου τον Κύριό σου· σταυρωνόταν, και μιλούσε στον Πατέρα για το καλό αυτών που τον σταύρωναν. Και πως μπορώ, θα πει κάποιος, να μιμηθώ τον Κύριο; Εάν θέλεις, μπορείς. Γιατί, εάν δεν μπορούσες να τον μιμηθείς, πως έλεγε, «Μάθετε από μένα, ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά»29; Εάν δεν ήταν δυνατό να τον μιμηθείς, δε θα έλεγε ο Παύλος· «Να γίνεστε μιμητές μου, όπως και εγώ γίνομαι μιμητής τού Χριστού»30. Άλλ’ όμως δε θέλεις να μιμηθείς τον Κύριο; μιμήσου το συνάνθρωπο σου, εννοώ τον απόστολο Στέφανο, γιατί και αυτός μιμήθηκε τον Κύριο. Και όπως ο Χριστός ανάμεσα στους σταυρωτές του αδιαφόρησε για τη σταύρωσή του, αδια­φόρησε για τους πόνους του και παρακαλούσε τον Πατέρα να συγχωρήσει τους σταυρωτές του, έτσι και ο διάκονος Στέφανος ανάμεσα σ’ αυτούς που τον λιθοβολούσαν, καθώς τον κτυπούσαν όλοι και δεχόταν τις πέτρες τους, αδιαφόρησε για τους πόνους που τού προκαλούσαν τα κτυπήματα και έλεγε· «Κύριε, μη λογαριάσεις σ’ αυτούς την αμαρτία αυτή»31.

Είδες πως ομιλεί ο Υιός; Είδες πως παρακαλεί ο άνθρωπος; Εκείνος λέγει· «Πατέρα, συγχώρησε τους την αμαρτία αυτή, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν», και αυτός λέγει· «Κύριε, μη τους λογαριάσεις αυτή την αμαρτία». Και για να μάθεις ότι προσεύχεται με ειλικρίνεια, δεν προσεύχεται απλά όρθιος όταν τον λιθοβολούσαν, αλλά γονάτισε και προσευχήθηκε με κατάνυξη και πολλή συμπόνοια. Θέλεις να σου δείξω και άλλο συνάνθρωπο σου που έπαθε πολύ περισσότερα άπ’ αυτόν; Ο Παύλος λέγει· «Οι Ιουδαίοι με κτύπησαν με ραβδιά, μια φορά με λιθοβόλησαν, ένα ημερόνυκτο έμεινα στο πέλαγος»32. Τι λέγει λοιπόν ύστερα άπ’ αυτά; «Θα ευχόμουν», λέγει, «να χωρισθώ εγώ ο ίδιος από το Χριστό, για χάρη των αδελφών μου Ιουδαίων, που είναι συγγενείς μου κατά σάρκα»33. Θέλεις να δεις και άλλον, όχι από την Καινή Διαθήκη, αλλά από την Παλαιά; Γιατί αυτό είναι το πάρα πολύ αξιοθαύμαστο, ότι δηλαδή τότε που δεν υπήρχε η προτροπή ν’ αγαπούν οι άνθρωποι τους εχθρούς τους, αλλά να βγάζουν μάτι αντί για μάτι, και δόντι αντί για δόντι, και ν’ ανταποδίδουν τα ίδια κακά, έφθασαν στη συμπεριφορά των αποστόλων. Άκουσε τι λέγει ο Μωυσής, που λιθοβολήθηκε πολλές φορές από τους Ιουδαίους και περιφρονήθηκε άπ’ αυτούς· «Εάν τους συγχωρήσεις την αμαρτία, συγχώρησε την διαφορετικά, σβήσε και μένα από το βιβλίο που με έγραψες»34.

Βλέπεις ότι ο καθένας θέτει την ασφάλεια των άλλων πριν από τη δική του σωτηρία; Δεν αμάρτησες καθόλου˙ γιατί θέλεις να τιμωρηθείς μαζί μ’ αυτούς; Επειδή, λέγει, δεν αισθάνομαι καθόλου την ευτυχία, όταν οι άλλοι υποφέρουν. Θα μας ήταν βέβαια αρκετά αυτά τα παραδείγματα. Αλλά για να διορθωθούμε από τα πολλά παραδείγματα, θ’ αναφέρω και κάποιον άλλο που έκαμε τις ίδιες σκέψεις. Γιατί και ο Δαυίδ, ο μακάριος και πράος εκείνος άνδρας, όταν επαναστάτησε εναντίον του όλες ο στρατός του και έδωσε όλη του τη δύναμη στον υιό του τον Αβεσαλώμ, και επιτέθηκε να καταλάβει την εξουσία και ήθελε να τον σφάξει, και έπειτα οργίσθηκε γι’ αυτό ο Θεός (γιατί τι σημασία έχει αν βρήκε άλλη πρόφαση για τη σφαγή;), και έστειλε τον άγγελό του με γυμνό το ξίφος, για να κτυπήσει από ψηλά, όταν έβλεπε ότι αφανίζονται όλοι, τι λέγει; «Εγώ ο ποιμένας αμάρτησα, και εγώ ο ποιμένας έκαμα κακό. Ας πέσει η τιμωρία σου σε μένα και στην πατρική μου οικογένεια»35.

Βλέπεις πάλι όμοια κατορθώματα; Θέλεις να σου δείξω και άλλον; Γιατί δε μας λείπει και άλλος που έκαμε τις ίδιες σκέψεις. Ο προφήτης Σαμουήλ βρίσθηκε από τους Ιουδαίους, καθαιρέθηκε, περιφρονήθηκε τόσο, ώστε ο Θεός θέλησε να τον παρηγορήσει και του είπε· «Δεν περιφρόνησαν εσένα, άλλ’ εμένα»36. Τι λοιπόν απάντησε εκείνος που περιφρονήθηκε, που προσβλήθηκε και που βρίσθηκε; «Είθε να μη κάνω τέτοια αμαρτία», λέγει, «ώστε να σταματήσω να προσεύχομαι στον Κύριο για σάς»37. Θεώρησε ότι είναι αμαρτία, το να μη προσεύχεται για τους εχθρούς του. Είθε λοιπόν να μη συμβεί ν’ αμαρτήσω έτσι, ώστε να μη προσεύχομαι για σάς. Ο Χριστός λέγει· «Πατέρα, συγχώρησε τους την αμαρτία, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν». Ο Στέφανος λέγει· «Κύριε, μη τους λογαριάσεις την αμαρτία αυτή». Ο Παύλος λέγει· «Θα ευχόμουν να γίνω ανάθεμα για χάρη των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα». Ο Μωυσής λέγει· «Εάν τους συγχωρήσεις την αμαρτία τους, συγχώρησε την διαφορετικά, σβήσε και μένα από το βιβλίο που με έγραψες». Ο Δαυίδ λέγει· «Ας πέσει η τιμωρία σου σε μένα και στην πατρική μου οικογένεια». Ο Σαμουήλ λέγει˙ «Είθε να μη κάνω τέτοια αμαρτία, ώστε να σταματήσω να προσεύχομαι στον Κύριο για σας». Πες μου λοιπόν, ποια συγγνώμη θα επιτύχουμε, όταν, ενώ ο Κύριος και οι συνάνθρωποι μας, από την Καινή και την Παλαιά Διαθήκη, όλοι μας παρακινούν να προσευχόμαστε για τους εχθρούς μας, εμείς όμως κάνουμε το αντίθετο και προσευχόμαστε για το κακό των εχθρών μας;

Μη, σας παρακαλώ, αδελφοί, μη το κάνετε αυτό. Γιατί, όσο περισσότερα είναι τα παραδείγματα, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η τιμωρία, εάν δεν τα μιμηθούμε. Είναι σπουδαιότερο να προσεύχεται κανείς για τους εχθρούς του, παρά για τους φίλους του. Γιατί δε σας ωφελεί τόσο το δεύτερο, όσο το πρώτο. «Γιατί, αν αγαπάτε εκείνους που σας αγαπούν, δεν κάνετε τίποτε το σπουδαίο», λέγει ο Χριστός· «Γιατί και οι τελώνες το ίδιο κάνουν»38. Επομένως, εάν προσευχηθούμε για τους φίλους μας, δε γίναμε καθόλου καλύτεροι από τους ειδωλολάτρες και από τους τελώνες. Όταν όμως αγαπήσουμε τους εχθρούς μας, γίναμε όσο είναι ανθρώπινο δυνατό όμοιοι με το Θεό, γιατί «Ανατέλλει τον ήλιο του σε πονηρούς και σ’ αγαθούς, και βρέχει στους δίκαιους και στους άδικους»39. Ας γίνουμε λοιπόν όμοιοι με τον Πατέρα, γιατί λέγει, «Να γίνεστε όμοιοι με τον Πατέρα σας που βρίσκεται στους ουρανούς», για ν’ αξιωθούμε και τη βασιλεία των ουρανών με τη χάρη και τη φιλανθρωπία τού Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Ιω. 10, 11.

2. Α’ Κορ. 5, 8.

3. Α’ Κορ. 5, 7.

4. Εβρ. 5, 1 και 8, 3.

5. Εβρ. 9, 28.

6. Ησ. 53, 12.

7. Α’ Τιμ. 2, 8.

8. Παλαιότερα πίστευαν ό,τι ο κόσμος δημιουργήθηκε το 5000 π.Χ. Η ίδια αντίληψη υπάρχει στην εποχή τού Χρυσοστόμου και αργότερα.

9. Λουκά 23, 43.

10. Λουκά 23, 42.

11. Ματθ. 4, 19.

12. Ματθ. 19, 28.

13. Ησ. 53, 12.

14. Ματθ. 26, 17

14α Ματθ. 26, 15.

15. 23 , 40-41.

16. Ματθ. 7, 1.

17. Ησ. 43, 26.

18. Ιω. 10, 11.

19. Ματθ. 24, 26.

20. Ματθ. 24, 27.

21. Ματθ. 24, 29.

22. Ματθ. 24, 30.

23. Αποκ. ι, 7.

24. Ζαχ. 12, 10.

25. Ιω. 20, 27· Λουκά 24, 39.

26. Λουκά 23, 34.

27. Ματθ. 27, 40.42.

28. Πράξ. 21, 20.

29. Ματθ. 11, 29.

30. Α’ Κορ. 11, 1.

31. Πράξ. 7, 60.

32. Β’ Κορ. 11, 25.

33. Ρωμ. 9, 3.

34. Εξ. 32, 31-32.

35. Β’ Βασ. 24, 17.

36. Α’ Βασ. 8, 7.

37. Α’ Βασ. 12, 23.

38. Ματθ. 5, 46.

39. Ματθ. 5, 45.

Ι. Χρυσοστόμου έργα 36, Πατερικές Εκδόσεις  «Γρηγόριος ο Παλαμάς »
Ηλεκτρονική  επεξεργασία – Διαμόρφωση κειμένου

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ: Βίος καὶ μαρτύριο τῶν ἁγίων μαρτύρων Τιμοθέου καὶ Μαύρας (3 Μαΐου)

Ἅγιοι Τιμόθεος καὶ Μαῦρα. Τοιχογραφία στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίας Μαύρας στὸ Κοιλάνι.

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ἅγιοι Τιμόθεος καὶ Μαῦρα. Φορητὴ εἰκόνα στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίων Τιμοθέου καὶ Μαύρας στὰ Καλλιάνα.

Οἱ ἅγιοι Τιμόθεος καὶ Μαύρα, τὸ εὐλογημένο ζεῦγος τοῦ Χριστοῦ, οἱ μεγαλώνυμοι καὶ πανθαύμαστοι μάρτυρες, ἔζησαν κατὰ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 3ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰώνα. Κατάγονταν ἀπὸ ἕνα μικρὸ χωριὸ τῆς ἐπαρχίας τῆς Θηβαΐδας στὴν Αἴγυπτο, ποὺ λεγόταν Παναπέων.

Ὁ ἅγιος Τιμόθεος ξεχώριζε ἀπὸ τοὺς ἄλλους συμπολίτες του γιὰ τὴ μεγάλη εὐλάβειά του στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἐπίδοση στὰ ἱερὰ γράμματα. Ἐμπνεόμενος ἀπὸ ἱεραποστολικὴ διάθεση, διάβαζε στοὺς χωριανούς του τὰ ἱερὰ βιβλία ποὺ εἶχε, στὸ σπίτι του ἢ στὴν ἐκκλησία, καὶ ξεδιψοῦσε ἔτσι τὶς ψυχές τους μὲ τὸ ἀθάνατο νερὸ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἐπιβραβεύοντας τὸν ζῆλο του τοῦτο ὁ ἐπίσκοπος τῆς Θηβαΐδας, τὸν χειροθέτησε ἀναγνώστη. Ὅμως, ἀντὶ τοῦ ἱερατικοῦ σταδίου, ποὺ διαφαινόταν πὼς ὁ νεαρὸς Τιμόθεος θὰ ἀκολουθοῦσε, ἡ Θεία Πρόνοια τὸν ἑτοίμαζε γιὰ ἕνα ἄλλο, ὑψηλὸ καὶ θαυμαστό, τὸ στάδιο τοῦ διὰ Χριστὸν μαρτυρίου.

Βρισκόμαστε στὴν περίοδο τοῦ τελευταίου μεγάλου διωγμοῦ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ποὺ κήρυξαν στὴν ἀνατολικὴ ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία οἱ αἱμοβόροι εἰδωλολάτρες αὐτοκράτορες Διοκλητιανὸς καὶ Γαλέριος στὶς 23 Φεβρουαρίου τοῦ 303. Ἐκεῖνο ἀκριβῶς τὸν καιρό, ὁ Τιμόθεος εἶχε νυμφευθεῖ τὴ Μαύρα, καὶ ὅλοι χαίρονταν γιὰ τὸν ἁρμονικὸ αὐτὸ γάμο. Μόνο κάποιοι φθονεροὶ συγχωριανοί τους, λατρευτὲς τῶν εἰδώλων, λυπήθηκαν γιὰ τὴ χαρὰ τοῦ πιστοῦ τούτου ζεύγους καί, ἐνῶ δὲν εἶχαν περάσει εἴκοσι μέρες ἀπὸ τὸν γάμο τους, διέβαλαν στὸν εἰδωλολάτρη ἡγεμόνα τῆς Θηβαΐδας Ἀρριανὸ τὸν Τιμόθεο, ὡς διδάσκαλο τῶν χριστιανῶν. Ὁ Ἀρριανὸς διέταξε τὸν ἅγιο Τιμόθεο νὰ παρουσιασθεῖ ἐνώπιόν του.

Ἅγιοι Τιμόθεος καὶ Μαῦρα. Τοιχογραφία στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίας Μαύρας στὸ Κοιλάνι.

Ἀνακρίνοντας τὸν μάρτυρα, ὁ τύραννος τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ παραδώσει τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα βιβλία, μὲ τὰ ὁποῖα δίδασκε τοὺς χριστιανούς, μὲ σκοπὸ νὰ τὰ καταστρέψει. Κι ὁ Τιμόθεος τοῦ ἀπάντησε: «Τὰ βιβλία αὐτὰ εἶναι σὰν παιδιὰ δικά μου. Αὐτὰ μὲ στηρίζουν κι ἐμένα καὶ τοὺς ἄλλους στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Κι ὅπως κανένας ἀληθινὸς πατέρας δὲν παραδίδει θεληματικὰ τὰ παιδιά του στὸν θάνατο, ἔτσι κι ἐγὼ δὲν πρόκειται νὰ παραδώσω τὰ ἅγια βιβλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ τὰ κάψεις». Μετὰ τὴν ἀτρόμητη αὐτὴ ὁμολογία του, ὁ Τιμόθεος ὑποβλήθηκε σὲ σκληρὰ βασανιστήρια. Πρῶτα τοῦ πέρασαν ἀπὸ τὰ αὐτιὰ πυρακτωμένες σιδερένιες σοῦβλες. Ἀπὸ τὴ βία τῆς καύσης, οἱ βολβοὶ τῶν ματιῶν του διαλύθηκαν καὶ χύθηκαν στὴ γῆ. Καὶ στὴ συνέχεια, ὁ ἀνυποχώρητος μάρτυρας προσδέθηκε σὲ τροχὸ γεμάτο κοφτερὰ μαχαίρια, γιὰ νὰ κατακοπεῖ. Ἡ χάρη ὅμως τοῦ Κυρίου, γιὰ τὸν Ὁποῖο ὁ Τιμόθεος ὑφίστατο τὶς πανώδυνες ἐκεῖνες δοκιμασίες, σταμάτησε ἀπότομα τὴν κίνηση τοῦ βασανιστηρίου ἐκείνου τροχοῦ, ἀπελευθέρωσε τὸν μάρτυρα καὶ θεράπευσε συνάμα κάθε πληγὴ ἀπὸ τὸ πολύαθλο σῶμα του. Ὕστερα ὁ Τιμόθεος ρίχθηκε στὴ φυλακή.

Τὴν ἑπομένη, ὁ τύραννος πρόσταξε καὶ ὁδήγησαν τὴ Μαῦρα ἐνώπιόν του, τὴν ὁποία ἀνάγκασε μὲ ἀπειλὲς νὰ πάει στὴ φυλακὴ καὶ νὰ πείσει τὸν σύζυγό της νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Μὲ τὶς παραινέσεις ὅμως τοῦ μάρτυρος ἡ Μαύρα ὁμολόγησε κι ἐκείνη θαρραλέα τὴν πίστη της στὸν Χριστὸ ἐνώπιον τοῦ Ἀρριανοῦ, γιὰ νὰ ὑποβληθεῖ στὴ συνέχεια σὲ ποικίλα βασανιστήρια, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ὁποίων δοξολογοῦσε τὸν Θεό. Ἀρχικὰ τὶς ξερρίζωσαν τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς καὶ στὴ συνέχεια τῆς ἔκοψαν ὅλα τὰ δάκτυλα. Κατόπιν τὴ βύθισαν μέσα σὲ ἕνα λέβητα (καζάνι) μὲ καυτὸ νερό. Ἀλλ᾽ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τὴ διαφύλαξε ἀβλαβή, σὲ σημεῖο ποὺ ἀπόρησε ὁ ἡγεμόνας. Κι ὅταν αὐτός, γιὰ νὰ διαπιστώσει ἂν πράγματι ἔκαιγε τὸ νερό, ζήτησε ἀπὸ τὴ μάρτυρα νὰ τοῦ ρίξει λίγο ἀπὸ αὐτό, τότε ἀμέσως διαλύθηκε τὸ δέρμα του! Ὁ ἀνηλεής τύραννος, ὀργισμένος ποὺ δὲν πέτυχε νὰ κάνει τοὺς ἁγίους νὰ ἀλλαξοπιστήσουν μετὰ ἀπὸ τόσα βάσανα, πρόσταξε στὸ τέλος νὰ τοὺς σταυρώσουν, μάλιστα τὸν ἕνα ἀπέναντι ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ ὑποστοῦν διπλὸ καὶ πολλαπλὸ πόνο.

Ἅγιοι Τιμόθεος καὶ Μαῦρα. Τοιχογραφία στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίας Μαύρας στὸ Κοιλάνι.

Ἐννέα ἡμέρες παρέμειναν ζωντανοὶ οἱ μάρτυρες ἐπάνω στὸν σταυρό τους, ἀναδεικνύμενοι στὴν ἐντέλεια μιμητὲς τοῦ Πάθους τοῦ Ἐσταυρωμένου Δεσπότου Χριστοῦ. Ἀλλὰ καὶ τότε ὁ διάβολος, φθονώντας τὴν ὑπομονὴ καὶ δόξα τῶν ἁγίων, δὲν ἔπαυσε νὰ τοὺς πειράζει. Παρουσιάσθηκε στὴ Μαύρα σὰν σὲ ἔκσταση, προσφέροντάς της ἕνα ποτήρι γεμάτο μὲ μέλι καὶ γάλα, καὶ τὴν παρότρυνε νὰ τὸ πιεῖ, γιὰ νὰ μὴ φλογίζεται ἀπὸ τὴ δίψα. Φωτισμένη ἡ ἁγία ἀπὸ τὸν Θεό, γνώρισε τὴ σατανικὴ παγίδα καί, μὲ τὴν προσευχή της, ἀποδίωξε τὸν διάβολο. Ἀλλ᾽ αὐτός, κατὰ παραχώρηση Θεοῦ, χρησιμοποίησε καὶ ἄλλο τέχνασμα. Φάνηκε στὴν ἁγία πὼς τὴ μετέφερε σ᾽ ἕνα ποτάμι στὸ ὁποῖο ἔρρεε μέλι καὶ γάλα καὶ τῆς πρότεινε νὰ πιεῖ γιὰ νὰ ξεδιψάσει. Ἐκείνη ὅμως ἡ στερρόψυχη τοῦ ἀποκρίθηκε: «Δὲν πρόκειται νὰ πιῶ ἀπ᾽ αὐτά. Θὰ πιῶ μόνο ἀπὸ τὸ οὐράνιο ποτήριο, ποὺ μοῦ πρόσφερε ὁ Χριστός». Ἔτσι, ὁ διάβολος ἀναχώρησε νικημένος καὶ καταντροπιασμένος.

Τότε, ἀνταμείβοντας ὁ Θεὸς τὴν ἀνδρεία της καὶ ἐνισχύοντάς την νὰ ὑπομείνει ἕως τέλους τὸ μαρτύριο, τῆς ἔστειλε ἄγγελο, ὁ ὁποῖος τὴν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι, τὴν ὁδήγησε στὸν οὐρανὸ καί, ἀφοῦ τῆς ἔδειξε ἕνα θρόνο μὲ μιὰ στολὴ λευκὴ ἐπάνω σ᾽ αὐτὸν καὶ ἕνα στεφάνι, τῆς εἶπε: «Αὐτὰ ἑτοιμάστηκαν γιὰ σένα». Στὴ συνέχεια, ἀφοῦ τὴν ὁδήγησε ἀκόμη ψηλότερα, τῆς ἔδειξε ἄλλο θρόνο καὶ στολὴ καὶ στεφάνι καὶ τῆς εἶπε: «Αὐτὰ προορίζονται γιὰ τὸν σύζυγό σου. Ἡ διαφορὰ τοῦ τόπου καὶ τῆς δόξας δηλώνει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄντρας σου ὑπῆρξε ἡ αἰτία τῆς σωτηρίας σου».

Μετὰ λοιπὸν τὶς ἐννέα ἡμέρες τοῦ φοβεροῦ ἐκείνου μαρτυρίου, παρέδωσαν οἱ ἅγιοι τὶς ψυχές τους στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, τὸν Ὁποῖο «ἠγάπησαν ἕως θανάτου», γιὰ νὰ λάβουν τὰ στέφη τῆς ὁμολογίας καὶ τοῦ μαρτυρίου. Τελειώθηκαν δὲ οἱ μάρτυρες στὶς 3 Μαΐου τοῦ ἔτους 304. Καὶ ὁ Δικαιοκρίτης Θεὸς τοὺς δόξασε στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό.

Ἡ τιμὴ τῶν ἁγίων Τιμοθέου καὶ Μαύρας στὴν Κύπρο

Ἡ τιμὴ τῶν ἁγίων μαρτύρων Τιμοθέου καὶ Μαύρας, γιὰ τὸν θαυμαστὸ βίο, τὰ πολυποίκιλα μαρτύρια καὶ τὴ θαυματουργικὴ χάρη ποὺ ἐπάξια ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Δωρεοδότη Κύριο, ξαπλώθηκε μὲ τὸν χρόνο σὲ πολλὲς ἄλλες περιοχές, πέραν τῆς Αἰγύπτου. Ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ περίοδο οἱ ἅγιοι τιμήθηκαν καὶ στὴ νῆσο μας Κύπρο, μὲ τὴν ἀνέγερση ναῶν στὸ ὄνομά τους καὶ τὴν εἰκονογράφησή τους σὲ τοιχογραφίες καὶ φορητὲς εἰκόνες. Θὰ πρέπει πάντως νὰ σημειώσουμε πώς, παράλληλα μὲ τὴν τιμὴ τους στὴ μεγαλόνησο, τιμᾶται, ἀπὸ τὴν πρώιμη βυζαντινὴ περίοδο, καὶ μία ἄλλη ὁμώνυμη ἁγία Μαύρα, πιθανῶς τοπικὴ ὁσία.

Ἀπὸ τοὺς ναοὺς τῶν ἁγίων Τιμοθέου καὶ Μαύρας στὴν Κύπρο, ἀξιοσημείωτος εἶναι ἐκεῖνος κοντὰ στὸ χωριὸ Κοιλάνι τῆς Λεμεσοῦ, τοῦ 12ου αἰώνα, καθολικὸ ἐρειπωμένης σήμερα βυζαντινῆς μονῆς, ὅπου σώζονται καὶ ὡραῖες μεσαιωνικὲς τοιχογραφίες.