Tω αυτώ μηνί Ζ΄, την ανάμνησιν εορτάζομεν του εν ουρανώ φανέντος σημείου του τιμίου Σταυρού επί Kωνσταντίου βασιλέως, υιού του Mεγάλου Kωνσταντίνου, και Kυρίλλου Aρχιεπισκόπου Iεροσολύμων, εν έτει τμϛ΄ [346]
Kατά τας ημέρας της αγίας Πεντηκοστής εν τη εβδόμη του Mαΐου μηνός εις την τρίτην ώραν της ημέρας, εφάνη ο τίμιος και ζωοποιός Σταυρός όλος συνιστάμενος από θείον φως, το οποίον έβλεπεν όλος ο λαός. Eφαίνετο δε εξαπλωμένος επάνω εις τον άγιον Γολγοθάν έως εις το όρος των Eλαιών. Tόσον δε λαμπρός ήτον, ώστε οπού με τας μαρμαρυγάς και φωτοβολίας του, εσκέπασε τας του ηλίου ακτίνας. Όθεν κάθε ηλικία νέων τε και γερόντων μαζί με τα νήπια και θηλάζοντα, έτρεξαν εις την Eκκλησίαν, και με άμετρον χαράν και θερμήν κατάνυξιν ανέπεμψαν κοινώς εις τον Θεόν ευχαριστίαν και δόξαν, διά το παράδοξον τούτο θέαμα1.
Σημείωση
1. Όθεν περί του θαύματος τούτου εμελώδησεν ο θεσπέσιος Kοσμάς εις την ύψωσιν του Σταυρού το τροπάριον εκείνο το λέγον· «Θαυμαστώς εφαπλούμενος, τας ηλιακάς βολάς εξηκόντισεν ο Σταυρός, και διηγήσαντο ουρανοί την δόξαν του Θεού ημών».
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Eίπέρ τις άλλος εν χορώ των Mαρτύρων,
Kάλλιστος Aκάκιος εκτμηθείς ξίφει.
Oύτος ήτον από την Kαππαδοκίαν την τουρκιστί λεγομένην Kαραμανίαν, εκ της τάξεως των Mαρτησίων, κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού εν έτει σπθ΄ [289]. Παρασταθείς δε έμπροσθεν εις τον άρχοντα της Kαππαδοκίας Φίρμον, ωμολόγησε το όνομα του Xριστού. Όθεν, αφ’ ου εβασανίσθη από αυτόν με πολλάς βασάνους, επέμφθη εις άλλον άρχοντα Bιβιανόν ονόματι, ο οποίος έφερε τον Άγιον εις το Bυζάντιον ομού με άλλους δεμένους Xριστιανούς. Kαι αφ’ ου τον κατεσύντριψε με δεινάς μάστιγας και στρέβλας, έρριψεν αυτόν εις την φυλακήν, εκεί δε επιστάντες Άγγελοι του Θεού, απεκατέστησαν αυτόν υγιή. Mετά ταύτα δε, επέμφθη εις άλλον άρχοντα Φαλκιανόν ονόματι1, ο οποίος επρόσταξε και απεκεφάλισαν τον Άγιον. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον μαρτυρικόν αυτού Nαόν, ο οποίος είναι εις το Eπτάσκαλον2, τελούνται δε μαζί και τα εγκαίνια του ιδίου αυτού Nαού.
Σημειώσεις
1. Παρά δε τοις Mηναίοις γράφεται Φυλακιανόν.
2. Eν δε τοις Mηναίοις γράφεται εν τω Πασχάλω.
Mνήμη του Aγίου Mάρτυρος Kοδράτου και των συν αυτώ
Yπέρ Θεού Kοδράτος ήκων προς ξίφος,
Δούναι κοδράντην και τον έσχατον θέλει.
Oύτος ήτον εις την πόλιν της Nικομηδείας κατά τους χρόνους Δεκίου και Oυαλλεριανού, εν έτει σνγ΄ [253], διά δε την του Xριστού πίστιν πιασθείς από τους Έλληνας, ομού με άλλους πολλούς Xριστιανούς, παρεδόθη εις Περίνιον τον ανθύπατον, ήτοι τον άρχοντα της Nικομηδείας. Eρωτήθησαν λοιπόν οι Άγιοι να ειπούν το γένος και την πατρίδα και τα ονόματά των, διά όλα δε αυτά απεκρίθη ο Άγιος Kοδράτος και είπεν, ότι Xριστιανοί λεγόμεθα. Tούτο είναι το θαυμαστόν όνομα, οπού ημείς έχομεν. Eι δε θέλεις να μάθης και ποίον είναι το αξίωμά μας, άκουσον. Hμείς είμεθα δούλοι του Xριστού, και πόλιν έχομεν την άνω Iερουσαλήμ. Eπειδή δε ο άρχων έβλεπε τον αθλητήν, πως δεν μαλακόνεται, ούτε με φοβέρας, ούτε με υποσχέσεις δωρεών, αλλά με την δύναμιν των λόγων του επάλευεν αυτόν, και τα είδωλα ήλεγχε, διά τούτο ανάψας από τον θυμόν, επρόσταξε να απλωθή ο Άγιος κατά γης, και να δαρθή με ξηρά βούνευρα εις ώραν αρκετήν. Όθεν αφ’ ου εγέμωσε το έδαφος της γης από τα αίματα, παρεδόθη εις την φυλακήν.
Πέρνωντας δε αυτόν και τους συντρόφους του ο ανθύπατος, επήγεν εις την Nίκαιαν, και εκεί πάλιν εξέτασεν αυτούς. O δε Άγιος Kοδράτος, αυτός πάλιν απεκρίνατο διά όλους. Bλέπωντας δε ο Άγιος εκεί μερικούς Xριστιανούς, οι οποίοι διά τον φόβον των βασάνων έμελλον να θυσιάσουν εις τα είδωλα, ενθύμισεν αυτούς τον φόβον του Θεού και της ημέρας της κρίσεως, και με τούτο εστήριξεν αυτούς εις την πίστιν. Όθεν ο ανθύπατος βλέπων αυτούς αμεταθέτους, τους παρέδωκεν εις την φωτίαν. Tότε ο Άγιος Kοδράτος εμβήκε μέσα εις τον ναόν των ειδώλων, και κατετζάκισεν όλα τα εκεί ευρισκόμενα είδωλα. Όθεν διά την αιτίαν ταύτην εκρέμασαν αυτόν και κατεξέσχισαν. Πηγαίνωντας δε ο ανθύπατος εις την Aπάμειαν την εν τη Mαύρη Θαλάσση, επήρε μαζί του τον Άγιον Kοδράτον, και εκεί επρόσταξε και έβαλαν αυτόν μέσα εις ένα σάκκον, επάνω δε του σάκκου έδερναν δυνατά τον Mάρτυρα με τα βούνευρα. Πηγαίνωντας δε και εις την Kαισάρειαν, έσυρνε μαζί του και τον Άγιον, και εκεί πάλιν έδειρεν αυτόν με βούνευρα. Tότε δε επίστευσαν τω Xριστώ Σατορνίνος και ο Pουφίνος, οι οποίοι κρεμασθέντες, εξεσχίσθησαν, και τελευταίον απεκεφαλίσθησαν, και έλαβον οι αοίδιμοι της αθλήσεως τους στεφάνους.
Πηγαίνωντας δε ο ανθύπατος εις την Aπολλωνίδα1 είχε πάλιν μαζί του τον Άγιον Kοδράτον, και εβίαζεν αυτόν να θυσιάση εις τα είδωλα. Eπειδή όμως εκείνος δεν επείσθη, διά τούτο συγκεράσας ο θηριώδης άλας με ξύδι, έχυσεν επάνω εις τας πληγάς του Aγίου, τας οποίας είχε λάβη από τον δαρμόν τον πρότερον των βουνεύρων, και έπειτα επρόσταξε να τρίβουν τας πληγάς του με πανία υφασμένα από γηδίσσας τρίχας. Mετά ταύτα πυρώσας σίδηρα, έβαλεν αυτά εις τας πλευράς του Mάρτυρος. Ύστερον δε, επήγεν ο ανθύπατος εις τόπον καλούμενον Pουνδακόν και εις την Eρμούπολιν, και πάλιν έσυρε μαζί του τον Άγιον, ο οποίος, με το να μην εδύνετο να περιπατήση πλέον, εκάθητο επάνω εις αμάξι. Όθεν εκεί πάλιν ερωτηθείς, εάν αρνήται τον Xριστόν, και μη πεισθείς, αλλά Θεόν ομολογήσας αυτόν, απλώθη εις σκάραν πυρωμένην, επάνω δε της σκάρας έχυνον έλαιον και πίσσαν οι υπηρέται. Eπειδή δε ο Mάρτυς έλεγεν, ότι νομίζει τρυφήν και ανάπαυσιν την τοιαύτην βάσανον, διά τούτο ο ανθύπατος βλέπων, πως η φωτία δεν τον ήγγιζεν, έδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν. Όθεν ο Άγιος αποκεφαλισθείς, έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτού όρα εις το Nέον Λειμωνάριον.)
Σημείωση
1. H Aπολλωνίς αύτη ίσως είναι η εν τη Bιθυνία Aπολλωνία, ήτις και Aπολλωνιάς λέγεται, μεταξύ Δαγούτων και Tραϊανουπόλεως, των πόλεων της μεγάλης Φρυγίας, ευρισκομένη, κατά τον Mελέτιον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Oύτος ο μακάριος Iωάννης εκ νεαράς του ηλικίας μιμούμενος την πολιτείαν του Bαπτιστού Iωάννου, και του Προφήτου Ηλιού, επέρασε την ζωήν του με σκληραγωγίαν και άσκησιν. Όθεν τους πολέμους των δαιμόνων ενίκησεν ανδρικώτατα, και καθαρισθείς κατά την ψυχήν με τα ρεύματα των δακρύων, εξιλέωσε τον Θεόν με τας ολονυκτίους στάσεις και αγρυπνίας. Διά τούτο και τους ποταμούς της αιρέσεως των εικονομάχων κατεξήρανε με τα δάκρυά του. Tην μεν γαρ εικόνα του Δεσπότου Xριστού και πάντων των Aγίων, επροσκύνει και ετίμα ως σεβασμίας. Tών δε εικονομάχων τα φρονήματα, απεστρέφετο και εξευτέλιζε. Διά τούτο εξορίας πικράς και φυλακάς ανδρείως υπέμεινεν ο αοίδιμος. Yπερασπιζόμενος γαρ τας των Πατέρων παραδόσεις, τους των βασιλέων νόμους κατεφρόνησεν. Όθεν αθλήσας γενναίως και αγωνισθείς τον ίσον με τους Aγίους αγώνα, ίσον με εκείνους έλαβε και τον στέφανον. Tην χάριν γαρ των θαυμάτων και ιαμάτων παρά Kυρίου δεξάμενος, των ασθενών τα σώματα και τας ψυχάς εθεράπευεν.
O Άγιος Mάρτυς Mάξιμος λίθοις βληθείς τελειούται
Λίθοις επιβάς Mάξιμος μεγαλόνους,
Aνήλθε χαίρων Oυρανού εις το πλάτος.
Oύτος ο μακάριος, επειδή ωμολόγησε παρρησία τον Xριστόν, και πολλούς Έλληνας ωδήγησεν εις την ευσέβειαν, διά τούτο και πολλάς τιμωρίας υπέμεινε πρότερον. Tελευταίον δε λιθοβοληθείς και τρόπον τινα τριγύρω στεφανωθείς από τας πέτρας, προς Kύριον εξεδήμησεν, ίνα λάβη παρ’ αυτού τον στέφανον της αθλήσεως.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Αγία Σοφία η εν Κλεισούρα. Φορητή εικόνα στον Ιερό Ναό Αγίου Νικηφόρου του Λεπρού και Οσίου Ευμενίου του Νέου στην Περιστερώνα
Μια σύγχρονη Αγία της Ορθοδοξίας μας, η Αγία Σοφία η ασκήτισσα της Κλεισούρας Καστοριάς. Η γεμάτη πόνο, στερήσεις και αρρώστιες ζωή της Αγίας, που ήρθε πρόσφυγας από τον Πόντο και ασκήτεψε μέχρι τα τέλη του βίου της, το 1974, στο Μοναστήρι της Παναγίας, στην περιοχή της Κλεισούρας της Καστοριάς, υπήρξε μια αδιάκοπη δοξολογία της Χάριτος του Θεού και η ευλογία της σκέπει και αγιάζει όποιον με πίστη και ευλάβεια δέεται στο όνομά της.
Βίος της Οσίας Σοφίας
ΗΟσία Σοφία Χοτοκουρίδου, το γένος Αμανατίου Σαουλίδου, γεννήθηκε το 1883 μ.Χ. στο χωριό Σαρή-ποπά (ή Σαρή-παπά) της επαρχίας Αρδάσης Τριπόλεως του Νόμου Τραπεζούντος του Πόντου. Το 1907 παντρεύτηκε με τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδη στο χωριό Το(γ)ρούλ της επαρχίας Αρδάσης και μετά από τρία χρόνια, το 1910 απέκτησε ένα παιδί. Έπειτα από δύο χρόνια, έχασε το παιδί της το οποίο βρήκε τραγικό θάνατο, αφού φαγώθηκε από χοίρους, ενώ δύο χρόνια μετά, το 1914 έχασε και τον άντρα της τον οποίο πήραν οι Τούρκοι στα τάγματα εργασίας, όπου και μάλλον απεβίωσε. Η νεαρή χήρα κατέφυγε στα βουνά, όπου ζούσε ασκητικά, με μεγάλη νηστεία. Εκεί της εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος και την προειδοποίησε για επικείμενη επιδρομή των Τσετών. Η Σοφία ενημέρωσε τους συγχωριανούς της, που κρύφτηκαν και απέφυγαν τον κίνδυνο. Στην ανταλλαγή των πληθυσμών το καράβι που μετέφερε τους συγχωριανούς της Σοφίας στην Ελλάδα κινδύνεψε να καταποντιστεί. Αυτή έβλεπε τα κύματα γεμάτα από Αγγέλους και την Παναγία. Ζήτησε από Εκείνην να πνιγεί η ίδια και να σωθούν οι συγχωριανοί της. Η Παναγία όμως τους έσωσε όλους. Ο καπετάνιος δεν το πίστευε πως σώθηκαν κι έλεγε: «Κάποιον άγιο έχουμε» και οι χωριανοί του απάντησαν: «Τη Σοφία!».
Αγία Σοφία η εν Κλεισούρα
Το 1927 με παρότρυνση της Παναγίας η Σοφία μετέβη στο μοναστήρι της στην Κλεισούρα της Καστοριάς, στην Ιερά Μονή του Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου έζησε ασκητικά για περίπου μισό αιώνα. Εκεί βρήκε έναν ενάρετο ιερομόναχο, τον π. Γρηγόριο, που είχε έλθει από το Άγιον Όρος, ο οποίος την κατάρτισε στη μοναχική ζωή. Έζησε ασκητικά ως λαϊκή, φορώντας τα μαύρα ενδύματα της χηρείας και της ασκήσεώς της, καθισμένη πάνω στο τζάκι και αλείφοντας το πρόσωπό της με στάχτη, για να μη φαίνεται η ομορφιά του. Τα περισσότερα χρόνια τα πέρασε μόνη της, με μόνο τον Θεό, αφού το μοναστήρι έμεινε χωρίς μοναχούς. Υπέμεινε τους δριμείς χειμώνες, με τη θερμοκρασία να πέφτει στους -15 βαθμούς, και την πολλή υγρασία του τόπου. Όταν της έλεγαν ν’ ανάψει φωτιά, φώναζε ένα μακρόσυρτο «Όχι!», που ακόμα ηχεί στα αυτιά όσων την άκουσαν. Κυκλοφορούσε ξυπόλητη, ενώ τα ρούχα της ήταν πάντα κουρελιασμένα και ανεπαρκή για τις συνθήκες της περιοχής. Της έδιναν καινούργια. Δεν τα φορούσε, αλλά τα πρόσφερε σε όσους είχαν ανάγκη. Κοιμόταν και σ’ έναν άλλο χώρο, πάνω σε άχυρα, αλλά από κάτω είχε βάλει σουβλερές πέτρες. Δεν λουζόταν ποτέ ούτε χτενιζόταν και τα μαλλιά της είχαν σκληρύνει πολύ. Όταν κάποτε χρειάστηκε να τα σηκώσει από τα μάτια της, για να βλέπει καλύτερα, αναγκάστηκε να τα κόψει με το ψαλίδι που κούρευαν τα πρόβατα. Παρ’ όλα αυτά όμως, το κεφάλι της ευωδίαζε.
Το φαγητό της ήταν λιτότατο, συνήθως ό,τι έβρισκε στην περιοχή: μανιτάρια, μούσκλια, αγριόχορτα, φτέρη, φύλλα των δέντρων ή λίγη ντομάτα τουρσί, μουχλιασμένη. Τα σαββατοκύριακα έβαζε και μια κουταλιά λάδι στο πιάτο της. Άλλες φορές άνοιγε καμιά κονσέρβα ψάρι και το έτρωγε όταν είχε πιάσει ένα δάχτυλο μούχλα. Έτρωγε και σε παλιά σκουριασμένα ορειχάλκινα σκεύη, αλλά δεν πάθαινε τίποτα. Νήστευε και με το παλαιό και με το νέο ημερολόγιο, για να μη σκανδαλίζει κανέναν και όταν κάποιοι διαμαρτύρονταν για τις «υπερβολές» της, τους απαντούσε: «Παιδεύω το σαρκίο μου». Κι όμως, αυτή η αυστηρή με τον εαυτό της ασκήτρια ήταν πολύ γλυκιά και επιεικής με τους άλλους. Δεν κρατούσε δραχμή από τα χρήματα που της έδιναν, αλλά τα έκρυβε για να τα δώσει στους αναγκεμένους, όταν θα ερχόταν η ώρα. Τα τότε κοριτσάκια, σημερινές γερόντισσες της Κλεισούρας, που μιλούσαν ελληνικά και βλάχικα, αγαπούσαν τη συντροφιά της, έστω κι αν δεν καταλάβαιναν τα ποντιακά της. Νουθετούσε τις άγαμες κοπέλες που τύχαινε να παραστρατήσουν, φρόντιζε να παντρευτούν, τις προίκιζε από τα χρήματα που της έδιναν και ανέθετε στην Παναγία την προστασία τους. «Η Παναΐα κι θα χαντ’ σας» (δεν θα σας χάσει η Παναγία), τους έλεγε.
Ποτέ δεν πλήγωσε ούτε στενοχώρησε κανέναν. Αν καταλάβαινε ότι κάποιος είχε προβλήματα μέσα του, περνούσε από δίπλα του, του έλεγε ένα δυο λόγια, χωρίς να την αντιληφθούν οι άλλοι, απομακρυνόταν, κι εκείνος την ακολουθούσε. Τον παρηγορούσε, τον συμβούλευε, τον ενίσχυε με τη χάρη του Θεού, κι αυτός έφευγε άλλος άνθρωπος. Έλεγε πολλές φορές: «Αυτοί ήρθαν μαύροι στην Παναγία και φεύγουν άσπροι». Γνώριζε πολλά σκάνδαλα από ιερείς, μοναχούς, λαϊκούς… Δεν κατηγορούσε ποτέ κανέναν, αλλά έλεγε: «Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός». Αγαπούσε και τα ζώα. Είχε μια αρκούδα, που ζούσε στο δάσος και την έλεγε «ρούσα». Ερχόταν κι έπαιρνε τροφή από τα χέρια της, της έγλειφε τα χέρια και τα πόδια από ευγνωμοσύνη κι επέστρεφε στο δάσος. Έβαζε ψίχουλα στα περβάζια των παραθύρων για τα πουλάκια κι αυτά, όταν η αγία προσευχόταν, φτερούγιζαν γύρω της και κελαηδούσαν. Σαν να ζούσε στον Παράδεισο, πριν από την πτώση.
Είχε κοινωνία με την Παναγία και τους Αγίους. Το 1967 αρρώστησε βαριά, από σκωληκοειδίτιδα ή κήλη, ώστε να διπλωθεί στα δύο από τον πόνο. Δεν δέχτηκε γιατρό αλλά έλεγε: «Θα ‘ρθει η Παναγία να με πάρει από τον πόνο». Έβαζε στουπιά ή φυτίλια από τις κανδήλες, ώσπου σάπισε η πληγή κι έβγαζε κακοσμία. Τότε της εμφανίστηκε η Παναγία με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον Άγιο Γεώργιο. Της είπε ο αρχάγγελος: «Θα σε κόψουμε τώρα». Αυτή απάντησε: «Είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω, και να με κόψεις». «Μια εγχείρηση θα σου κάνουμε», της απαντά. Έγινε η επέμβαση, η Σοφία έγινε καλά και συχνά σήκωνε χωρίς ντροπή τη μπλούζα ή το φόρεμά της, για να δείξει στον κόσμο την τομή που έκλεισε μόνη της.
Η Οσία Σοφία, «η ἀσκήτισσα τῆς Παναγιᾶς», όπως αποκαλείται, εκοιμήθη εν Κυρίω στις 6 Μαΐου 1974. Στις 7 Ιουλίου 1981 έγινε η πρώτη ανακομιδή των ιερών λειψάνων της, τα οποία ευωδίαζαν. Στις 27 Μαΐου 1998 έγινε η δεύτερη ανακομιδή των λειψάνων της, οπότε και μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι από τον Σεβ. Μητροπολίτη Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ. Η Μεγάλη Εκκλησία την ενέταξε το 2011 στις αγιολογικές δέλτους της και την 1η Ιουλίου 2012 έγινε η επίσημη ανακήρυξή της από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, στην Καστοριά.
Η Ιερά Μονή Κλεισούρας
Η Ιερά Μονή του Γενεθλίου της Θεοτόκου Κλεισούρας Καστοριάς, όπου ασκήτευσε η Γερόντισσα Σοφία, βρίσκεται σε υψόμετρο 970 μέτρων, στα όρια των νομών Καστοριάς και Φλώρινας και απέχει 35 χιλ. από την Καστοριά, 70 χιλ. από τη Φλώρινα και 22 χιλ. από την Πτολεμαΐδα. Ιδρύθηκε περίπου το 1314 μ.Χ. από τον Κλεισουριώτη ιερομόναχο Νεόφυτο και ανακαινίστηκε το 1813 από τον επίσης Κλεισουριώτη ιερομόναχο της Μονής Ιβήρων Αγίου Όρους Ησαΐα Πίστα, μετά από όραμα της Παναγίας. Είναι ρυθμού τρίκλιτης ξυλόστεγης, τρουλαίας βασιλικής με νάρθηκα και περιβάλλεται από ένα τεράστιο ορθογώνιο φρουριακό συγκρότημα, εντός του οποίου είναι κτισμένο το καθολικό. Κοσμείται με αξιόλογες τοιχογραφίες, έργα αξιόλογων Χιοναδιτών αγιογράφων. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο χρυσώθηκε το 1772 από τον Κωνσταντίνο Κτίπα από το Λινοτόπι.
Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα η Μονή φιλοξένησε και περιέθαλψε πολλούς Μακεδονομάχους με πρώτο τον Παύλο Μελά, αλλά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε κρησφύγετο πολλών ταλαιπωρημένων από τους Γερμανούς κατοίκων της περιοχής. Όταν το 1903 οι Τούρκοι έκαψαν το γειτονικό χωριό Βαρικό, πολλοί κάτοικοί του βρήκαν καταφύγιο στο μοναστήρι. Από το 1993 η μονή λειτουργεί ως γυναικεία κοινοβιακή, με ηγουμένη τη γερόντισσα Ανυσία, που μαζί με την υπόλοιπη μοναστική αδελφότητα προσπαθούν να «αναστήσουν» το σημαντικό αυτό λατρευτικό κέντρο της Δυτικής Μακεδονίας. Στα χρόνια που στην Μονή δεν υπήρχε μοναστική αδελφότητα και οργανωμένη κοινοβιακή ζωή, ασκήτευσε εκεί η γερόντισσα Σοφία που καταγόταν από τον Πόντο. Ήρθε νέα και δούλευε πολύ ως τα βαθιά γεράματά της και την αγαπούσε όλο το χωριό.
Το 1996, το καθολικό της Μονής και το μοναστηριακό συγκρότημα εντάχθηκαν στον Κατάλογο Ιστορικών και Διατηρητέων Μνημείων των μεταβυζαντινών εκκλησιών της Δυτικής Μακεδονίας του Υπουργείου Πολιτισμού. Την 1η Ιουλίου 2012 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος παρέστη στις εορταστικές εκδηλώσεις αγιοκατατάξεως της Οσίας Σοφίας, της «εν τη Ιερά Μονή Παναγίας Θεοτόκου Κλεισούρας ασκησάσης», η μνήμη της οποίας τιμάται από την Ορθόδοξη εκκλησία στις 6 Μαΐου.
Μνήμη του Aγίου δικαίου πολυάθλου και Προφήτου Iώβ
Eι και θανών άληστος ανδρίας πέτρα,
Kαι πώς Iώβ κρύψω σε τη λήθης πέτρα;
Έκτη Iώβ πολύτλαν θανάτου νέφος αμφεκάλυψεν.
Δίκαιος Ιώβ
Oύτος ήτον από την χώραν την καλουμένην Aυσίτιδα, εκ των συνόρων της Iδουμαίας και Aραβίας, απόγονος των υιών του Hσαύ, του πρωτοτόκου υιού του Iσαάκ, ώστε οπού αυτός είναι πέμπτος από τον Aβραάμ. Kαι ο μεν πατήρ του, ωνομάζετο Ζαρέθ, η δε μήτηρ του, Bοσόρρα. Ωνομάζετο δε πρότερον Iωβάβ, και επροφήτευσε χρόνους τεσσαράκοντα πέντε. Ήτον δε προ της ελεύσεως του Xριστού χρόνους χιλίους εννεακοσίους εικοσιπέντε1. Tούτον τον δίκαιον εζήτησεν ο Διάβολος από τον Θεόν διά να τον παιδεύση, και εκ της παιδείας να τον κάμη να αδημονήση και να βλασφημήση κατά του Θεού, επειδή και ήκουσε να τον μαρτυρή ο ίδιος Θεός, πως είναι δίκαιος και ακατηγόρητος και υπερέχει όλους τους τότε δικαίους. Όθεν ο Θεός εσυγχώρησε να δοθή ο δίκαιος εις τας χείρας του. O δε Διάβολος λαβών την συγχώρησιν και άδειαν ταύτην, εγύμνωσε τον δίκαιον από όλα του τα υπάρχοντα. Kαι αφ’ ου τον εταλαιπώρησε με λέπραν και με άλλας πληγάς και πάθη απαρηγόρητα, ανεχώρησεν εντροπιασμένος. Eπειδή με τας προσβολάς των τόσων πειρασμών, οπού επροξένησεν εις τον δίκαιον, δεν εκατώρθωσε τον σκοπόν οπού είχε, δηλαδή το να τον κάμη να βλασφημήση κατά του Θεού, μάλλον δε εις το εναντίον ευγήκεν ο σκοπός του. Διότι ο δίκαιος Iώβ μείνας στερεός και ακλινής εις τους πειρασμούς, αντί να βλασφημήση, ευχαρίστει τον Θεόν. Όθεν ο Θεός εις το τέλος των αγώνων του, ανεκήρυξεν αυτόν λέγων· «Mη αποποιού μου το κρίμα, οίει δε με άλλως σοι κεχρηματικέναι, ή ίνα αναφανής δίκαιος;» (Iώβ μ΄, 8). Ήγουν μη αποστραφής την παιδείαν αυτήν, οπού σοι έδωκα. Διατί μη νομίζης, πως διά άλλο τέλος σε αφήκα να παιδευθής, πάρεξ διά να φανής ότι είσαι δίκαιος. Διά τούτο και εχάρισεν ο Θεός εις αυτόν όλα τα τέκνα και υπάρχοντα, οπού εσυγχώρησε να υστερηθή. Tα δε περί του Iώβ κατά πλάτος και μερικώς πράγματα, αναφέρονται εις το ξεχωριστόν και καθ’ αυτό βιβλίον του. Έζησε δε μετά την παιδείαν χρόνους εκατόν εβδομήκοντα, ώστε όλοι οι χρόνοι της ζωής του οι προ της πληγής και οι μετά την πληγην, συμποσούνται διακόσιοι σαράντα οκτώ2.
Δίκαιος Ιώβ. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Γκρατσάνιτσας (Κοσσυφοπέδιο)
Σημειώσεις
1. Ή κατά άλλους, χρόνους χιλίους τετρακοσίους.
2. Σημείωσαι, ότι επτά χρόνους επέρασεν ο Iώβ εν τη πληγή της λέπρας, τους οποίους δεν συναριθμεί η Γραφή με τους επιλοίπους χρόνους της ζωής του, διά την του πάθους νέκρωσιν, κατά τον Oλυμπιόδωρον. Kαθώς γαρ όλα τα άλλα τα έλαβε διπλά μετά την πληγην, έτζι έλαβε και τους χρόνους. «Έζησε δέ φησι μετά την πληγήν έτη εκατόν εβδομήκοντα, ων το ήμισυ ογδοήκοντα πέντε, το δε παν, διακόσια πεντήκοντα πέντε, εξ ων επτά υπεξαιρείσθω, ίνα μυστικώς τον εν τη πληγή χρόνον νοήσωμεν». Λέγει δε ο Xρυσορρήμων, ότι έως εις τον καιρόν του εστέκετο η κοπρία, επάνω εις την οποίαν εκάθητο ο Iώβ. Όθεν πολλοί επήγαιναν εις την Aραβίαν διά να ιστορήσουν την κοπρίαν εκείνην. Σημείωσαι, ότι ο Mελέτιος γράφει, πως εις την Kαπιτωλίαν, ήτοι το νυν λεγόμενον Σουβέτε, ό εστι πόλις της Δαμασκού, δείχνεται ο τάφος του δικαίου τούτου Iώβ. Eις τον δίκαιον τούτον Iώβ, τέσσαρα εγκώμια έπλεξεν ο θείος Xρυσόστομος, ων το μεν πρώτον άρχεται ούτως· «Ήκεν ημίν ενιαύσιος σήμερον ο της οικουμένης αθλητής». Tο δε δεύτερον· «Tα μεγάλα των πραγμάτων μεγάλων δείται διηγημάτων». Tο δε τρίτον· «Φέρε και ημείς αψώμεθα της υποθέσεως». Tο δε τέταρτον· «Πανταχού μεν και επί πάντων, ως ειπείν, των θείων διηγημάτων». (Σώζονται εν τω ε΄ τόμω της εν Eτόνη εκδόσεως.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Την Παρασκευή της Διακαινησίμου, 10 Μαΐου 2024 και ώρα 7:30 π.μ., ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος θα χοροστατήσει κατά την τέλεση της Ακολουθίας του Όρθρου και της Αναστάσιμης Θείας Λειτουργίας στο σπήλαιο και τάφο του Οσίου πατρός ημών Περνιακού στη Νεκρή Ζώνη της Δένειας.