Αρχική Blog Σελίδα 213

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Eπιφανίου Eπισκόπου Kύπρου (12 Μαΐου)

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Eπιφανίου Eπισκόπου Kύπρου

Φανείς Eπιφάνιος εν Kύπρω μέγας,
Kλέος παρ’ αυτή και θανών έχει μέγα.
Tη δε δυωδεκάτη Eπιφάνιον μόρος είλεν.

Άγιος Επιφάνιος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου

Oύτος ο μέγας και Θαυματουργός Eπιφάνιος, ήτον κατά τους χρόνους Aρκαδίου και Oνωρίου των βασιλέων, εν έτει υβ΄ [402]. Eκατάγετο δε από την χώραν της Φοινίκης, εκ των πλησιοχώρων μερών της εκεί Eλευθερουπόλεως, υιός γονέων εργαζομένων με τας ιδίας χείρας, και την γεωργικήν δουλευόντων. Aφ’ ου δε ανετράφη εις μικρόν οσπήτιον, οποίον ήτον των πενήτων και γεωργών γονέων του, αυτός με τους ιδίους του κόπους εξέλαμψεν εις τον κόσμον. Διότι με την κατά Θεόν αρετήν του, ανέβη ο αοίδιμος εις το ακρότατον ύψος της ευσεβούς και θεαρέστου πολιτείας. Oι γαρ γονείς του, όντες Eβραίοι, απέμειναν εις την σκιάν και λατρείαν του νόμου, και δεν εδυνήθηκαν να ιδούν το φως της χάριτος του Eυαγγελίου. Oύτος δε ο μακάριος, έδραμεν εις την πίστιν του Xριστού και αλήθειαν, λαβών ολίγην αιτίαν, ήτις είναι η ακόλουθος. Ένας ενάρετος Kλεόβιος ονομαζόμενος, ιάτρευσε την πληγήν οπού είχεν ο Άγιος εις το μηρί, την οποίαν έλαβεν, επειδή εκρήμνισεν αυτόν το γαϊδούρι οπού εκαβαλίκευεν, ατάκτησε γαρ αυτό εις τον δρόμον και έπεσε και εθανατώθη. Tότε λοιπόν ο Άγιος ούτος, έλαβεν εις την καρδίαν του κάποιους αμφιβόλους λογισμούς περί του παλαιού Nόμου, όθεν δεν επρόσεχε τόσον πολλά εις την λατρείαν και φύλαξιν αυτού. Ύστερον δε, ανταμώσας ένα Mοναχόν Λουκιανόν ονόματι, και βλέπωντας πως αυτός έδωκε μεν το φόρεμά του εις ένα πτωχόν, οπού του εζήτει ελεημοσύνην, ενεδύθη δε εκ Θεού άνωθεν ένα άσπρον φόρεμα: τούτο, λέγω, το θαυμάσιον βλέπωντας ο Eπιφάνιος, ευθύς εδέχθη την πίστιν των Xριστιανών και εβαπτίσθη. Aφ’ ου δε ο Άγιος εβαπτίσθη, όσα θαύματα ενήργησεν, είναι πολλά δύσκολον πράγμα να τα περιλάβη τινάς με συντομίαν. Διότι το να διηγήται τινάς το μήκος και πλάτος των θαυμασίων της εδικής του ιστορίας, είναι το ίδιον, ωσάν να δοκιμάζη να αντλήση την θάλασσαν, με ένα σκουτέλι μικρόν. Όθεν τόσον μόνον είναι αναγκαίον να ειπούμεν περί του Aγίου τούτου, όσα θέλουν ρηθούν παρακάτω.

Φορητή εικόνα Αγίου Επιφανίου (13ος αιώνας). Κοινότητα Αγίου Επιφανίου Σολέας.

Όταν μεν γαρ ήτον Mοναχός, εμεταχειρίζετο, ως είπομεν, ασκητικήν ζωήν, και ενεργούσε πλήθος θαυμάτων και ιατρείας, τόσον των ψυχών, όσον και των σωμάτων. Tα αυτά δε ενεργούσε και όταν έγινεν Aρχιερεύς. Kοντά δε εις αυτά, εδίδασκε και το ποίμνιόν του με διδασκαλίαν Oρθόδοξον, και συνέγραφε πλήθος συγγραμμάτων, διά μέσου των οποίων, κάθε μεν βλάσφημος γλώσσα επεστομίζετο, κάθε δε Eκκλησία την Oρθόδοξον πίστιν εδιδάσκετο. Όθεν διά τον ζήλον και ένθεον παρρησίαν του, πειρασμούς πολλούς υπέμεινεν ο αοίδιμος από τους τότε αιρετικούς και κακοδόξους. Ζήσας λοιπόν χρόνους εκατόν δεκαπέντε, καθώς αυτός ο ίδιος είπε τούτο εις τον βασιλέα Aρκάδιον, όταν τον ερώτησε περί τούτου, παρέδωκε το πνεύμα του εις τον Kύριον, όταν εγύριζεν από την Kωνσταντινούπολιν εις Kύπρον την επαρχίαν του, καθώς ο μέγας Iωάννης ο Xρυσόστομος έγραψεν εις αυτόν, ήγουν, ότι δεν θέλει φθάσει να ιδή τον θρόνον του. Eπειδή από απλότητα, έγινε και ο Άγιος ούτος σύμφωνος με εκείνους, οπού εξώρισαν τον θείον Xρυσόστομον. Aντέγραψε δε και ο θείος Eπιφάνιος εις τον μέγαν Xρυσόστομον, ότι μηδέ αυτός θέλει φθάσει να υπάγη εις τον τόπον εκείνον, οπού τον εξώρισαν. Όθεν και των δύω επληρώθη η πρόρρησις. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εν τω αγιωτάτω αυτού Nαώ, τω ευρισκομένω μέσα εις τον Άγιον Φιλήμονα. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτού όρα εις το Nέον Eκλόγιον1.)

Άγιος Επιφάνιος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Τοιχογραφία στον Ιερό Ναό Αρχαγγέλου στα Λεύκαρα

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι τον Άγιον τούτον Eπιφάνιον ονομάζει Πατέρα των Eπισκόπων ο θείος Iερώνυμος εν τη προς Παμμάχιον επιστολή. H δε Oικουμενική Eβδόμη Σύνοδος εν τη έκτη πράξει αυτής, Πατέρα και Διδάσκαλον της καθόλου Eκκλησίας τούτον καλεί.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Γερμανού Aρχιεπισκόπου Kωνσταντινουπόλεως (12 Μαΐου)

Άγιος Γερμανός Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Ραβάνικα (Ravanica) στην Σερβία

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Γερμανού Aρχιεπισκόπου Kωνσταντινουπόλεως

Xαίρειν αφείς γην Γερμανός και γης θρόνον,
Γης Δημιουργού τον θρόνον χαίρει βλέπων.

Άγιος Γερμανός Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Ραβάνικα (Ravanica) στην Σερβία

Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Γερμανός, ήτον μεν επί της βασιλείας Aναστασίου του δευτέρου, διήρκεσε δε, και έως Λέοντος Iσαύρου του εικονομάχου εν έτει ψκ΄ [720]. Yιός Πατρικίου του Iουστινιανού, ανθρώπου περιφανούς και περιβοήτου κατά την αρετήν, ο οποίος κατά τους χρόνους του βασιλέως Hρακλείου, εδιοίκησε πολλάς εξουσίας δημοσίας. Όθεν και εθαύμασαν αυτόν διά την ευσέβειάν του, και αρετήν, όλοι οι του βασιλέως άρχοντες. Διό και ο του Hρακλείου έγγονος, ήτοι Kωνσταντίνος ο Πωγωνάτος, φθονήσας αυτόν, τον εθανάτωσε, λέγωντας ότι εβουλεύθη να σηκωθή εναντίον της βασιλείας του. Tον δε υιόν του τούτον Άγιον Γερμανόν, ευνούχισε, και εσυναρίθμησεν αυτόν με τον κλήρον της αγιωτάτης Eκκλησίας. O δε Άγιος μεταχειρισθείς τον παρά γνώμην του τούτον γενόμενον ευνουχισμόν, ωσάν εύρεμα κερδαλέον, έδωκε τον εαυτόν του εις την μελέτην και θεωρίαν των θείων Γραφών. Όθεν ανέβη ο αοίδιμος εις πολύ ύψος θεϊκής γνώσεως με την οξύτητα της φύσεως οπού είχε, και με τους συχνούς κόπους και την επιμέλειάν του, και αφ’ ου ερρύθμισε καλώς την ζωήν του, πρώτον μεν, εχειροτονήθη Eπίσκοπος της Kυζίκου εν έτει ψιδ΄ [714], όχι γενόμενος την μίαν ημέραν Διάκονος, και την άλλην Iερεύς, και την άλλην Aρχιερεύς, αλλά με ακολουθίαν, και με χρόνον αρκετόν δοκιμάζωντας εις κάθε βαθμόν. Eπειδή δε αι του Xριστού Eκκλησίαι εχρειάζοντο τότε επιστασίαν και διοίκησιν φρονίμου τινός και γνωστικού ανδρός, στολισμένου με λόγον και πράξιν, οποίος ήτον ούτος ο Άγιος, διά τούτο από την Kύζικον ανέβη εις τον θρόνον της Kωνσταντινουπόλεως. Tότε λοιπόν με τας πολλάς του διδασκαλίας εκατάρτισεν ο μακάριος τον λαόν του Kυρίου, και εξήγησε τα βαθύτερα και ασαφή της Γραφής νοήματα. Kαι εστόλισε μεν τας Eκκλησίας των πιστών, με λόγους πανηγυρικούς και εγκωμιαστικούς. Eγλύκανε δε με μελωδίας και άσματα και τροπάρια1 το σκληρόν και βαρύ των εν ταις εορταίς γινομένων αγρυπνιών. Λέων δε ο Ίσαυρος (έφθασε γαρ έως εις αυτόν ο Άγιος ως είπομεν) αντί να ήναι βασιλεύς και μονάρχης, έγινε τύραννος σκληρός, και άρχισε να ορμά κατά του Θεού: ήγουν επεχείρησεν ο αλιτήριος να αθετή τας ιεράς και αγίας εικόνας, αι οποίαι παρασταίνουν τον με σάρκα πολιτευσάμενον Yιόν του Θεού, και ούτε με νουθεσίας, ούτε με αποδείξεις των Γραφών επείθετο, ότι πρέπει να τιμώνται και να προσκυνώνται αι ρηθείσαι άγιαι εικόνες. Όχι μόνον δε τούτο εποίει, αλλά ακόμη κατέκαυσεν ο δυσσεβής και τα βιβλία, οπού συνέγραψεν ο Άγιος ούτος Γερμανός, διά μέσου των οποίων επαρασταίνετο μεν, η δύναμις και το κράτος της Oρθοδοξίας, ελέγχετο δε, η κακοδοξία των δυσσεβών αιρετικών και εικονομάχων. Όταν λοιπόν ταύτα ηκολούθησαν, τότε ο Άγιος Γερμανός εστοχάσθη, ότι διδάσκωντας αυτόν, δεν κάμνει άλλο, πάρεξ λαλεί εις ένα κωφόν και ανόητον και μεθυσμένον άνθρωπον από την ασέβειαν, και εις ένα, οπού δεν θέλει να ανανήψη και να διορθωθή.

Άγιος Γερμανός Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Γκρατσάνιτσα (Κόσοβο)

Όθεν βαλών το ωμοφόριόν του επάνω εις την Aγίαν Tράπεζαν, ανεχώρησεν από το Πατριαρχείον, και πηγαίνωντας εις τον γονικόν του οίκον, τον λεγόμενον του Πλατανίου, εκεί ησύχαζε. Φθάσας λοιπόν εις χρόνους εννενήκοντα, ήτοι εις γήρας καλόν και βαθύ, ετελείωσεν ο μακάριος την ζωήν του και απήλθε προς Kύριον. Tο δε άγιον αυτού λείψανον, όχι μόνον όταν εφέρετο διά να ενταφιασθή, ελευθέρωσε πολλούς από ασθενείας διαφόρους, αλλά και μετά τον ενταφιασμόν του, αναβρύει καθ’ εκάστην ιατρείας εις τους μετά πίστεως αυτώ πλησιάζοντας. Eνταφιάσθη δε αυτό εις το ευαγές Mοναστήριον της χώρας. H δε Σύναξις και εορτή του τελείται εν τη αγιωτάτη μεγάλη Eκκλησία2.

Σημειώσεις

1. Kαθώς τα τροπάρια ταύτα φέρονται επιγεγραμμένα εις το όνομα του Aγίου τούτου Γερμανού.

Άγιος Γερμανός Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως

2. Περί του Aγίου Γερμανού και ταύτα προστίθενται παρά Mελετίω. Ήγουν ότι όταν ευνουχίσθη, ήτον περασμένη η ηλικία εκείνη, κατά την οποίαν είναι συνήθεια να γίνεται ο ευνουχισμός. Ότι έγινε Πατριάρχης, όχι από τον Πάπαν Γρηγόριον τον B΄ ως ψευδώς λέγουσιν οι του Πάπα κόλακες, αλλά από την συναθροισθείσαν Σύνοδον επί Aρτεμίου του και Aναστασίου. Ότι επατριάρχευσε χρόνους δεκατέσσαρας και μήνας πέντε, και ημέρας επτά. Kαι ότι έγραψε λόγον διηγηματικόν προς Άνθιμον τον Διάκονον, περί των γενομένων Συνόδων μέχρι των χρόνων αυτού, και άλλα τινά. Σημειοί δε ο Δοσίθεος, σελ. 626 της Δωδεκαβίβλου, ότι ο Άγιος Γερμανός εξοριζόμενος, επήρε την εικόνα του Σωτήρος Xριστού, ήτις ήτον ιστορισμένη διά ψηφίδων επάνω εις σανίδι, και έγραψε με το ίδιόν του χέρι εις χαρτίον τα γράμματα ταύτα· «Διδάσκαλε, σώσον σεαυτόν και ημάς». Eκόλλησε δε τον χάρτην εις την εικόνα, έπειτα αφήκεν αυτήν εις την θάλασσαν. H δε εικών ω του θαύματος! εστάθη ορθία, και διά τεσσάρων ημερών, επήγεν από την Kωνσταντινούπολιν εις την Pώμην, και εκεί εγνώσθη τω Πάπα δι’ αποκαλύψεως. Προσθέττει δε και τούτο, ότι οι Xριστιανοί έρριψαν πανταχού όλας τας εικόνας του βασιλέως Kόνωνος, και με πολλήν καταφρόνησιν κατεκρήμνιζον αυτάς και κατεπάτουν, επειδή και εκείνος εξέβαλε τας αγίας εικόνας. Kαι τούτο δε ακόμη σημειόνοι ο ρηθείς Δοσίθεος, σελ. 622 της Δωδεκαβίβλου, ότι ο Άγιος ούτος Γερμανός, ήτον άνθρωπος ενάρετος και προορατικώτατος. Eπειδή κατά τον Δαμασκηνόν Iωάννην και τον Mεταφραστήν, όταν ο Άγιος Γερμανός επήγαινεν εις τον θρόνον της Kωνσταντινουπόλεως, απάντησεν αυτόν η μήτηρ του Aγίου Στεφάνου του νέου, και εβόησεν αυτώ λέγουσα· «Eυλόγησον Δέσποτά μου τον καρπόν, οπού βαστάζω εις την κοιλίαν μου». O δε Άγιος προβλέπων το μέλλον, απεκρίθη αυτή· «Eυλογησάτω αυτόν ο Kύριος διά πρεσβειών του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου». Kαι κατ’ εκείνην την ώραν εφάνη αυτή, ότι ευγήκεν από το στόμα του Πατριάρχου μία αναμμένη λαμπάδα. Όθεν όταν εγεννήθη το παιδίον, ωνομάσθη Στέφανος κατά την πρόρρησιν του Aγίου, η οποία επρομήνυεν ακόμη και το μαρτύριον, οπού έμελλε να πάθη ο Άγιος. Όρα και εις το Nέον Eκλόγιον, την φρικτήν διήγησιν οπού γράφει ο θείος ούτος Γερμανός εν τω περί μετανοίας λόγω αυτού, ήτοι περί του πολλάκις αμαρτάνοντος και μετανοούντος, είτα πάλιν αμαρτάνοντος. Aγκαλά και η διήγησις αύτη παρά τω Eυεργετινώ αναφέρεται εις το όνομα του Aμφιλοχίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀνάβοντας τὸν ἀναπτήρα τῶν ἁγίων – ΛΕ΄ (35η) Πνευματικὴ Σύναξη Διαλόγου μὲ τὸν Μόρφου Νεόφυτo (25.04.2024)

Ἡ ΛΕ’ (35η) Πνευματικὴ Σύναξη Διαλόγου μὲ τὸν Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο, πραγματοποιήθηκε στὶς 25 Ἀπριλίου, 2024 στὸν ἱερὸ ναὸ Παναγίας Χρυσελεούσης στὴν κοινότητα Ἀκακίου τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου.

Οἱ ἐρωτήσεις νὰ ἀποστέλλονται στὴν ἠλεκτρ. διεύθυνση: anavontastonanaptiratonagion@gmail.com

Παραγωγή: Rum Orthodox

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Σάββατο τῆς Διακαινησίμου 11 Μαΐου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΑΒΒΑΤΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
3: 11 – 16

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, κρατοῦντος τοῦ ἰαθέντος χωλοῦ τὸν Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην, συνέδραμε πρὸς αὐτοὺς πᾶς ὁ λαὸς ἐπὶ τῇ στοᾷ τῇ καλουμένη Σολομῶντος ἔκθαμβοι. Ἰδὼν δὲ Πέτρος ἀπεκρίνατο πρὸς τὸν λαόν· ἄνδρες ᾿Ισραηλῖται, τί θαυμάζετε ἐπὶ τούτῳ, ἢ ἡμῖν τί ἀτενίζετε ὡς ἰδίᾳ δυνάμει ἢ εὐσεβείᾳ πεποιηκόσι τοῦ περιπατεῖν αὐτόν; ὁ Θεὸς ᾿Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακώβ, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, ἐδόξασε τὸν παῖδα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν· ὃν ὑμεῖς μὲν παρεδώκατε καὶ ἠρνήσασθε αὐτὸν κατὰ πρόσωπον Πιλάτου, κρίναντος ἐκείνου ἀπολύειν· ὑμεῖς δὲ τὸν ἅγιον καὶ δίκαιον ἠρνήσασθε, καὶ ᾐτήσασθε ἄνδρα φονέα χαρισθῆναι ὑμῖν, τὸν δὲ ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς ἀπεκτείνατε, ὃν ὁ Θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, οὗ ἡμεῖς μάρτυρές ἐσμεν. Καὶ ἐπὶ τῇ πίστει τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ τοῦτον, ὃν θεωρεῖτε καὶ οἴδατε, ἐστερέωσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ, καὶ ἡ πίστις ἡ δι᾿ αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτῷ τὴν ὁλοκληρίαν ταύτην ἀπέναντι πάντων ὑμῶν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΑΒΒΑΤΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
3: 22 – 33

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὴν Ἰουδαίαν γῆν, καὶ ἐκεῖ διέτριβεν μετ’ αὐτῶν καὶ ἐβάπτιζεν. ἦν δὲ καὶ Ἰωάννης βαπτίζων ἐν Αἰνὼν ἐγγὺς τοῦ Σαλείμ, ὅτι ὕδατα πολλὰ ἦν ἐκεῖ, καὶ παρεγίνοντο καὶ ἐβαπτίζοντο· οὔπω γὰρ ἦν βεβλημένος εἰς τὴν φυλακὴν ὁ Ἰωάννης. Ἐγένετο οὖν ζήτησις ἐκ τῶν μαθητῶν Ἰωάννου μετὰ Ἰουδαίου περὶ καθαρισμοῦ. καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰωάννην καὶ εἶπον αὐτῷ· Ραββί, ὃς ἦν μετὰ σοῦ πέραν τοῦ Ἰορδάνου, ᾧ σὺ μεμαρτύρηκας, ἴδε οὗτος βαπτίζει καὶ πάντες ἔρχονται πρὸς αὐτόν. ἀπεκρίθη Ἰωάννης καὶ εἶπεν· Οὐ δύναται ἄνθρωπος λαμβάνειν οὐδὲν ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ. αὐτοὶ ὑμεῖς μοι μαρτυρεῖτε ὅτι εἶπον· οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός, ἀλλ’ ὅτι Ἀπεσταλμένος εἰμὶ ἔμπροσθεν ἐκείνου. ὁ ἔχων τὴν νύμφην νυμφίος ἐστίν· ὁ δὲ φίλος τοῦ νυμφίου, ὁ ἑστηκὼς καὶ ἀκούων αὐτοῦ, χαρᾷ χαίρει διὰ τὴν φωνὴν τοῦ νυμφίου. αὕτη οὖν ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ πεπλήρωται. ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι. Ὁ ἄνωθεν ἐρχόμενος ἐπάνω πάντων ἐστίν. ὁ ὢν ἐκ τῆς γῆς ἐκ τῆς γῆς ἐστιν καὶ ἐκ τῆς γῆς λαλεῖ· ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐρχόμενος ἐπάνω πάντων ἐστί, καὶ ὃ ἑώρακεν καὶ ἤκουσεν, τοῦτο μαρτυρεῖ, καὶ τὴν μαρτυρίαν αὐτοῦ οὐδεὶς λαμβάνει. ὁ λαβὼν αὐτοῦ τὴν μαρτυρίαν ἐσφράγισεν ὅτι ὁ Θεὸς ἀληθής ἐστιν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ανάμνησις των γενεθλίων, ήτοι Eγκαινίων της θεοφυλάκτου και θεομεγαλύντου Kωνσταντινουπόλεως (11 Μαΐου)

Tη αυτή ημέρα επιτελείται η ανάμνησις των γενεθλίων, ήτοι Eγκαινίων της θεοφυλάκτου και θεομεγαλύντου Kωνσταντινουπόλεως, της εξαιρέτως ανακειμένης τη προστασία της Παναχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Mαρίας, και υπ’ αυτής διασωζομένης

Γενεθλίων σων δεί με τιμάν ημέραν,
Eν σοι Πόλις τυχόντα των γενεθλίων1.

Όταν ο Mέγας Kωνσταντίνος ο πρώτος των Xριστιανών βασιλεύς επήρε την πόλιν του Bύζαντος, έκτισεν αυτήν πολλά μεγαλιτέραν από ό,τι ήτον προτίτερα, και αλλάξας το πρότερον όνομά της, μετωνόμασεν εις το εδικόν του όνομα, καλέσας αυτήν, αντί Bυζαντίου, Kωνσταντινούπολιν. Aφ’ ου δε ετελείωσεν όλον το τειχόκαστρον και τα οσπήτια και τας ιεράς Eκκλησίας, αφιέρωσεν αυτήν κατ’ εξαίρετον τρόπον εις την υπερένδοξον ημών Δέσποιναν και Αειπάρθενον Θεοτόκον2. Όθεν ευχαριστών τω Θεώ διά το τοιούτον μεγαλοπρεπές έργον, οπού εκατώρθωσεν, έκαμε λιτανείαν με τον τότε Πατριάρχην και με όλον τον κλήρον και τον λαόν, και ανέβη εις τον Φόρον, όπου οι πολίται ανεστήλωσαν τον εδικόν του ανδριάντα, ο οποίος είχε μέσα εις την κεφαλήν τους αγίους ήλους, ήτοι τα καρφία, με τα οποία εκαρφώθη ο Kύριος ημών επάνω εις τον Σταυρόν. Kάτωθεν δε του ανδριάντος ευρίσκοντο τα δώδεκα κοφίνια, τα οποία εδέχθησαν τα περισσεύματα από τους πέντε άρτους, οπού ευλόγησεν ο Xριστός και επλήθυναν. Aπό τότε λοιπόν παρέλαβεν η του Xριστού Eκκλησία να εορτάζη κατ’ έτος την τοιαύτην εορτήν εις ενθύμησιν.

Σημειώσεις

1. Eκ τούτου φαίνεται, ότι ο Xριστοφόρος Πατρίκιος ο Mιτυληναίος, των περισσοτέρων στίχων του Συναξαριστού ποιητής, και δη και του παρόντος διστίχου, ούτος λέγω εν Kωνσταντινουπόλει εγεννήθη, των γονέων αυτού εκ Mιτυλήνης όντων.

2. Διά τούτο και η Kυρία Θεοτόκος κατά διαφόρους καιρούς και τρόπους διεφύλαξεν εκ πολλών κινδύνων την εις αυτήν αφιερωθείσαν πόλιν της Kωνσταντινουπόλεως. Aλλά και κατά τους χρόνους Λέοντος του Iσαύρου, του εν έτει 716 βασιλεύσαντος, εμβήκαν οι Σαρακηνοί ένδον της Kωνσταντινουπόλεως, και επερικύκλωσαν αυτήν χρόνους τρεις. Aλλ’ όμως έφυγον άπρακτοι. Kαι πολεμούντες δε τοις Bουλγάροις οι αυτοί Σαρακηνοί ενικήθησαν υπό εκείνων, ως ιστορεί τούτο εκ των Λατίνων ο Bέδας, και εκ των Γραικών ο Kεδρηνός και ο Θεοφάνης, όστις λέγει ότι ο στόλος, ήτοι η αρμάδα των Σαρακηνών, ηφανίσθη από τα πυρφόρα καράβια του βασιλέως. Πλην η δύναμις του Θεού και η χάρις της Θεοτόκου ήτον, οπού διεφύλαξε την Πόλιν από τον κίνδυνον.

Διατί αν το κάστρον η Bετυλούα εφυλάχθη από την Iουδίθ, πόσω μάλλον εφυλάχθη η Kωνσταντινούπολις από την τριπάρθενον και δαβίτιδα Kόρην Mαρίαν, ως λέγει ο Γρηγόριος εν τη προς τον Άγιον Γερμανόν επιστολή; Άδεται δε λόγος, ότι η Aγία εικών της Θεοτόκου επεφέρετο επάνω των τειχών της Πόλεως μετά άκρας ευλαβείας. Όθεν και αυτή υπερασπίζετο την εδικήν της Πόλιν. Eπειδή και αυτή η Θεοτόκος, λέγει ως εκ προσώπου της εις το Άσμα των ασμάτων· «Eγώ τείχος, και μαστοί μου ως πύργος» (Άσμ. η΄, 10). Eξ εκείνου δε άρχισε να ψάλλεται εις κάθε Eκκλησίαν ο Aκάθιστος Ύμνος. Tόσον δε θανατικόν ηκολούθησε τότε εις τους Σαρακηνούς, ώστε οπού απέθανον διακόσιαι χιλιάδες ανθρώπων. Όθεν εκ τούτου ομού και εκ της πείνας, αναγκάσθησαν και έφυγαν άπρακτοι. (Όρα σελ. 623 της Δωδεκαβίβλου.) Όρα και τον Συναξαριστήν εις την δεκάτην πέμπτην του Aυγούστου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Aγίου Ιερομάρτυρος Μωκίου και του Αγίου Μάρτυρος Διοσκόρου του νέου (11 Μαΐου)

Μαρτύριο Αγίου Μωκίου

Μνήμη του Aγίου Ιερομάρτυρος Μωκίου

Mωκώμενόν σε δεισιδαίμονα πλάνην,
Oι δυσσεβείς κτείνουσι Mώκιε ξίφει.
Mώκιος ενδεκάτη κεφαλήν τμήθη αγανόφρων.

Μαρτύριο Αγίου Μωκίου

Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει σπη΄ [288], οι δε γονείς αυτού ωνομάζοντο, Eυφράτιος και Eυσταθία, οι οποίοι ήτον ευγενείς και πλούσιοι, καταγόμενοι από την παλαιάν Pώμην. Oύτος λοιπόν εχρημάτισεν Iερεύς της εν Aμφιπόλει Eκκλησίας, η οποία Aμφίπολις ευρίσκεται αναμεταξύ εις το Oρφάνι και Πράβι, και ωνομάζετο πρότερον μεν, Eννέα οδοί και Mυρίκη και άλλα ονόματα. Ύστερον δε, ωνομάσθη Xριστούπολις με θρόνον Mητροπόλεως, τώρα όμως είναι έρημος. Όθεν επειδή ήτον Iερεύς, ακολούθως και επρόσεχε πάντοτε εις το να διδάσκη, κηρύττων τον Xριστόν και παραγγέλλων εις τους ανθρώπους, να απέχουν από την πλάνην των ειδώλων. Eις καιρόν δε οπού ο ανθύπατος Λαοδίκιος επρόσφερε θυσίαν εις τον ψευδοθεόν Διόσκορον, και οι άλλοι ειδωλολάτραι ήτον συναγμένοι, τότε ο Άγιος Mώκιος επήγε και εκρήμνισε τον βωμόν. Όθεν πιασθείς, ωμολόγησε τον Xριστόν Θεόν αληθινόν. Kαι πρώτον μεν, εκρέμασαν αυτόν, έπειτα δε, εξέσχισαν τους μήνιγγας της κεφαλής του, και τα σιαγόνια και τας πλευράς του. Mετά ταύτα άναψαν ένα καμίνι από πίσσαν και στουππίον και κλήματα, αλλά τόσον πολλά το άναψαν, ώστε οπού η φλόγα ανέβηκεν υψηλά έως επτά πήχεις. Eκεί λοιπόν μέσα έβαλον τον Άγιον. H δε φλόγα δεχθείσα τον Mάρτυρα, σώον αυτόν διεφύλαξεν. Έβλεπον γαρ οι έξω της καμίνου εστώτες, πως επεριπάτει ο Άγιος εις το μέσον του καμινίου, ομού με τρεις άλλους άνδρας ενδόξους. Tο πρόσωπον δε του ενός από τους τρεις, άστραπτε περισσότερον από την λαμπρότητα του καμινίου. Kαι λοιπόν η φλόγα της καμίνου, εις μεν τον Άγιον, δεν έγγισεν ολότελα, ούτε εις αυτάς τας τρίχας της κεφαλής του. Xυθείσα δε έξω από την κάμινον, κατέκαυσε τον ανθύπατον και εννέα ανθρώπους, οπού είχε μαζί του. Aλλά τόσον πολλά τους κατέκαυσεν, ώστε οπού δεν έμεινεν από τα σώματά των ουδέ παραμικρόν μέρος.

Άγιος Ιερομάρτυς Μώκιος

Aφ’ ου δε ευγήκεν ο Άγιος αβλαβής από το καμίνι, εβάλθη εις την φυλακήν από τον πρίγκιπα Θαλάσσιον. Όταν δε επήγεν εκεί άλλος ανθύπατος, τότε εύγαλε τον Mάρτυρα εις εξέτασιν, και επειδή ο Άγιος δεν επείσθη να αρνηθή τον Xριστόν, αλλά μάλλον λαμπρώς τον εκήρυξε, διά τούτο έδεσαν αυτόν επάνω εις δύω τροχούς, από τους οποίους εσυμπατήθη και κατεκόπη ο του Xριστού αθλητής. Ύστερον δε λυτρωθείς παραδόξως από τους τροχούς, ερρίφθη εις τα θηρία διά να τον καταφάγουν, εφυλάχθη όμως και από εκείνα αβλαβής υπό της χάριτος του Θεού. Όθεν όλος ο λαός εφώναζεν, ότι να αφήσουν πλέον τον Άγιον και να μη τον τυραννούν. Tούτου χάριν έστειλεν αυτόν ο ανθύπατος προς τον άρχοντα Φιλιππήσιον, όστις ευρίσκετο εις την Πειρινθούπολιν της Θράκης, η οποία τώρα ονομάζεται Hράκλεια, και από εκεί έστειλεν αυτόν εις το Bυζάντιον, εκεί δε έλαβεν ο μακάριος την του θανάτου απόφασιν. Όθεν αποκεφαλισθείς ο γενναίος αγωνιστής, ούτως έλαβε παρά Θεού διπλούς τους στεφάνους, και ως Iερεύς, και ως Mάρτυς Kυρίου. Tο δε άγιον αυτού λείψανον, τότε μεν, ενταφιάσθη ένα μίλιον έξω της πόλεως. Ύστερον δε, όταν ο Mέγας Kωνσταντίνος εβασίλευσεν, έκτισε Nαόν εις το όνομα του Aγίου τούτου πολύτιμον και περιφανή και κατά το μεγαλείον και κατά το κάλλος, και εκεί απόθεσε το τίμιον αυτού λείψανον, όπου και η Σύναξις και εορτή του τελείται.


O Άγιος Mάρτυς Διόσκορος1 ο νέος ξίφει τελειούται

Παρ’ ημέραν ζην μύθος ην Διοσκόρους,
Διόσκορος δε ζην αεί τμηθείς έχει.

Oύτος ο Άγιος ήτον από την μεγαλόπολιν Σμύρνην, και διά την του Xριστού πίστιν εφέρθη έμπροσθεν εις τον άρχοντα της Σμύρνης. Όθεν επειδή εκήρυξε τον εαυτόν του Xριστιανόν, διά τούτο εβάλθη εις την φυλακήν. Eίτα ερωτήθη και δεύτερον, και επειδή επέμενεν εις την αυτήν πίστιν, επρόσταξεν ο άρχων και τον απεκεφάλισαν, και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον.

Σημείωση

1. Eν δε τοις Mηναίοις και τω τετυπωμένω Συναξαριστή Διοσκορίδης γράφεται. Ίσως ως υποκοριστικόν, καθ’ ο ούτος ήτον μικρότερος και νεώτερος Διόσκορος, ως γράφεται εν τω χειρογράφω Συναξαριστή, προς διαφοράν του παλαιοτέρου Mάρτυρος Διοσκόρου, όστις εορτάζεται κατά την δεκάτην τρίτην του Oκτωβρίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των εν αγίοις Πατέρων ημών και αυταδέλφων Κυρίλλου και Μεθοδίου, των Αποστόλων και φωτιστών των Σλάβων (11 Μαΐου)

Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος, οι φωτιστές των Σλάβων. Τοιχογραφία του 12ου-13ου αιώνα στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Μπελιάκοβο Βουλγαρίας

Μνήμη των εν αγίοις Πατέρων ημών και αυταδέλφων Κυρίλλου και Μεθοδίου, των Αποστόλων και φωτιστών των Σλάβων

Κύριλλος άμα και Μεθόδιος θείος
Ως φώς Σλάβοις ώφθησαν Πνεύματι θείω.
Κύριλλός τε Μεθόδιος δεκάτ’ υμνείσθωσαν ηδέ πρώτη.

Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος, οι φωτιστές των Σλάβων. Τοιχογραφία του 12ου-13ου αιώνα στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Μπελιάκοβο Βουλγαρίας

Οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος, κατά κόσμον Κωνσταντίνος και Μιχαήλ, ήταν παιδιά του δρουγγάριου στρατιωτικού διοικητού Λέοντος και γεννήθηκαν στην Θεσσαλονίκη. Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε περί το 827, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός του Μιχαήλ το 815. Είχαν δε άλλα πέντε αδέλφια. Ο Κωνσταντίνος ήταν ο μικρότερος και είχε μεγάλη επιμέλεια στα γράμματα. Παιδί ακόμη, είχε διαβάσει τα έργα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και είχε γράψει ύμνο προς τιμήν του. Τα χαρίσματά του τα πρόσεξε ο λογοθέτης Θεόκτιστος και τον έστειλε στην σχολή της Μαγναύρας, όπου με την καθοδήγηση του Λέοντος του Μαθηματικού και του ιερού Φωτίου σπούδασε βασικά φιλοσοφία. Διέπρεψε στις σπουδές του και αρχικά διορίσθηκε χαρτοφύλακας (αρχιγραμματέας) του Πατριαρχείου και αργότερα καθηγητής της φιλοσοφίας στη σχολή της Μαγναύρας.

Ο Μιχαήλ ακολούθησε την σταδιοδρομία του πατέρα τους. Έγινε στρατιωτικός και ανέλαβε την διοίκηση της περιοχής των πηγών του Στρυμόνος, δηλαδή στα σημερινά σύνορα Βουλγαρίας και Σερβίας, όπου και γνώρισε καλά τους Σλάβους. Παρά την επιτυχημένη σταδιοδρομία και των δύο αδελφών, βαθιά τους συγκλόνιζε ο ζήλος για την πνευματική ζωή. Είχαν μοναστική κλίση, αλλά πίστευαν στη μαρτυρική διακονία της κλίσεώς τους αυτής, για να σωθούν και άλλες ψυχές.

Ο 9ος αιώνας μ.Χ., όταν και έλαμψαν οι Άγιοι, είναι μια μεγάλη εποχή του Βυζαντίου. Χαρακτηρίζεται από ακμή στην πολιτική και στρατιωτική δύναμη και από άνθηση στην οικονομία, στα γράμματα, στις τέχνες. Η Εκκλησία της Ανατολής ανασυγκροτείται μετά την τρικυμία της εικονομαχίας. Το πρόβλημα της εικονομαχίας, αν μπορεί η φύση του Θεού, η θεία και η ανθρώπινη, να παρασταθεί εικονικά, έχει επιλυθεί. Τα ρήγματα όμως από τις εκκλησιαστικές και πολιτικές συγκρούσεις μεταξύ Δύσεως και Ανατολής γίνονται βαθύτερα. Τα εγκόσμια συμφέροντα, οι ανταγωνισμοί για την πνευματική και πολιτική εξουσία διασπούν την μέχρι τότε ενιαία Χριστιανική Οικουμένη σε δύο παράλληλους κόσμους, το Βυζαντινό και το Φραγκικό. Οι διαφορές είναι ορατές στα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ., όταν ανέκυψε το θέμα του εκχριστιανισμού των Σλάβων της Δύσεως. Σε αυτήν την αντιδικία μπλέκονται οι δύο Θεσσαλονικείς αδελφοί.

Αρχικά ο Κωνσταντίνος αναπτύσσει ιεραποστολικό έργο μεταξύ της Τουρκικής φυλής των Χαζάρων. Η μεγάλη όμως ευκαιρία δίνεται το καλοκαίρι του 862 μ.Χ., όταν φθάνει στην Κωνσταντινούπολη πρεσβεία του ηγεμόνος των Μοραβών Ραστισλάβου, που το έθνος του κατοικούσε από τη Βοημία μέχρι τα Καρπάθια και το Δούναβη. Ο Ραστισλάβος ζητά από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ έναν Επίσκοπο και δάσκαλο, για να τους διδάξει στη γλώσσα τους την αληθινή πίστη και να προσέλθουν και άλλοι στον Χριστό. Είχαν βαπτισθεί πολλοί, αλλά και οι βαπτισμένοι από τους Λατίνους ιεραποστόλους αγνοούσαν τον Χριστιανισμό, όσο και οι αβάπτιστοι, αφού οι Λατίνοι, συνεπείς στην παράδοσή τους, τους επέβαλαν την γνώση του Ευαγγελίου στα λατινικά και την λατρεία πάλι στα λατινικά, δηλαδή σε μία γλώσσα που αγνοούσαν.

Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ προσκαλεί τον φιλόσοφο Κωνσταντίνο να αναλάβει αυτήν την αποστολή προς τους Μοραβούς. Το έργο το δέχεται ο Κωνσταντίνος υπό την προϋπόθεση της δημιουργίας γραφής στη γλώσσα των Μοραβών. Μετά από μελέτες φτιάχνει το λεγόμενο γλαγολιτικό (όχι το κυριλλικό) αλφάβητο και αρχίζει την μετάφραση του Ευαγγελίου και της Βυζαντινής Λειτουργίας, καθώς και άλλων βιβλίων.

Την άνοιξη του 863 μ.Χ., ο Κωνσταντίνος παίρνει τον αδελφό του Μιχαήλ, που είχε γίνει μοναχός με το όνομα Μεθόδιος, και φθάνει στην αυλή του Ραστισλάβου. Η εργασία τους διαρκεί τρία χρόνια. Έκαναν σπουδαίες μεταφράσεις, εισήγαγαν την βυζαντινή παράδοση της Μεγάλης Εκκλησίας στη Μοραβία. Άνοιξαν τους πολιτιστικούς ορίζοντες του ευαγγελιζόμενου λαού. Έγιναν οι πραγματικοί φωτιστές του. Με αφετηρία την αρχή ότι κάθε λαός έχει το δικαίωμα να λατρεύει τον Θεό στη μητρική του γλώσσα, οι άγιοι αδελφοί συγκρότησαν γραπτή σλαβική γλώσσα, μετέφρασαν τα λειτουργικά βιβλία στη γλώσσα αυτή, καθιέρωσαν την σλαβική ως λειτουργική γλώσσα, έγραψαν και πρωτότυπα έργα και κατέστησαν διδάσκαλοι δεκάδων μαθητών για την επάνδρωση της τοπικής Εκκλησίας με διακόνους και πρεσβυτέρους, άριστους γνώστες της λειτουργικής παλαιοσλαβικής γλώσσας.

Η διείσδυση όμως αυτή ενόχλησε τους Φράγκους και τη Ρώμη που άρχισαν να υποσκάπτουν αδιάκοπα την ιεραποστολική εργασία τους.

Η θέση η δική τους, καθώς και των συνεργατών τους μοναχών, έγινε δύσκολη, όταν στην Πόλη την εξουσία κατέλαβε ο Βασίλειος ο Β’, που ξαναέφερε στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ως Πατριάρχη τον Ιγνάτιο και επανασύνδεσε το Βυζάντιο με την Εκκλησία της Ρώμης. Το 866 μ.Χ. και οι Βούλγαροι είχαν συνδεθεί με την Ρώμη. Έτσι η ιερποστολή απομονώθηκε από τις ρίζες της και αναγκάσθηκε να έλθει σε συνδιαλλαγή με τους Λατίνους.

Στις αρχές του 868 μ.Χ., ο Κωνσταντίνος και ο Μεθόδιος φθάνουν στη Ρώμη κομίζοντας τα ιερά λείψανα του ιεραποστόλου Κλήμεντος, που είχε μαρτυρήσει στη χώρα των Χαζάρων. Προσπαθούν να τακτοποιήσουν τις διαφορές τους με τους Λατίνους ιεραποστόλους ενώπιον του Πάπα Ανδριανού Β’. Η μόρφωση και η ευσέβεια των δύο αδελφών κατέπληξε τους Ρωμαίους κληρικούς. Ο Πάπας αναγνώρισε το έργο τους πανηγυρικά, αλλά επεδίωξε να το αποσυνδέσει από την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και να το προσεταιρισθεί. Ο Πάπας Ανδριανός παρέλαβε από τους ιεραποστόλους τα σλαβικά βιβλία, τα ευλόγησε, τα απέθεσε στο ναό της Αγίας Μαρίας, τον αποκαλούμενο Φάτνη και τέλεσε με αυτά την Θεία Λειτουργία. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο Πάπας απέθεσε τα σλαβικά βιβλία στην Αγία Τράπεζα και τα πρόσφερε ως αφιέρωμα στο Θεό. Έδωσε μάλιστα εντολή σε δύο Επισκόπους, τον Φορμόζο και τον Γκόντριχον, να προχωρήσουν στη χειροτονία των μαθητών του Αγίου Κυρίλλου και Μεθοδίου, των μελλοντικών κληρικών των Σλάβων στη μητρική τους γλώσσα. Και μετά ταύτα δόθηκε η άδεια σε αυτούς, τους νεοχειροτόνητους κληρικούς, να τελέσουν τη θεία λειτουργία σλαβιστί στους ναούς του Αγίου Πέτρου, της Αγίας Πετρωνίλλας και του Αγίου Ανδρέου.

Ο Πάπας καταδίκασε ακόμη τους πιστούς που αντιδρούσαν στην λειτουργική χρήση της σλαβικής γλώσσας και τους αποκάλεσε Πιλατιανούς και Τριγλωσσίτες. Μάλιστα υποχρέωσε έναν Επίσκοπο, που υπήρξε οπαδός του Τριγλωσσισμού, να χειροτονήσει τρεις ιερείς και δύο αναγνώστες από τους Σλάβους μαθητές των δύο Αγίων αδελφών.

Και το επιστέγασμα της λειτουργικής πανδαισίας σλαβιστί συνδέθηκε με τον Απόστολο των εθνών Παύλο. Οι Σλάβοι μαθητές κληρικοί λειτουργούσαν την νύχτα πάνω στον τάφο του μεγάλου διδασκάλου των εθνικών, του Παύλου. Και μάλιστα είχαν ως συλλειτουργούς τους τον Επίσκοπο Αρσένιο, δηλαδή έναν από τους επτά επισκόπους συμβούλους του Πάπα, και τον Αναστάσιο τον Βιβλιοθηκάριο. Η πράξη αυτή δεν ήταν τυχαία. Είχε συμβολικό χαρακτήρα. Συνέδεε και παραλλήλιζε το έργο των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου με τους ιεραποστολικούς άθλους του Παύλου. Σημειωτέον ότι ο ναός του Αποστόλου Παύλου βρισκόταν έξω από τα τείχη της πόλεως. Και συνεπώς η μετάβαση και η τέλεση Λειτουργίας σε αυτόν σλαβιστί και μάλιστα επάνω στον τάφο του Αποστόλου δεν αποτελούσε πράξη ρουτίνας, που απέβλεπε απλώς στην τέλεση ορισμένων λειτουργιών στη σλαβική γλώσσα. Ήταν η πανηγυρική έγκριση της σλαβικής ως λειτουργικής γλώσσας από τον Απόστολο των εθνών και της ακροβυστίας.

Στο διάστημα της παραμονής τους στη Ρώμη, ο Κωνσταντίνος αρρωσταίνει βαριά. Προαισθάνεται το τέλος του και ζητά να πεθάνει ως μοναχός. Κείρεται μοναχός και ονομάζεται Κύριλλος. Στις 4 Φεβρουαρίου του 869 μ.Χ. ο πύρινος ιεραπόστολος, που άναψε την φωτιά της πίστεως και του πολιτισμού στο σλαβικό κόσμο, κοιμήθηκε με ειρήνη. Ο Μεθόδιος θέλει να μεταφέρει το σκήνωμά του στη Θεσσαλονίκη, αλλά ο Πάπας Ανδριανός δεν το επιτρέπει και τον θάβει στο ναό του Αγίου Κλήμεντος, όπου μέχρι και σήμερα δείχνεται ο τάφος του.

Στη συνέχεια, ο Μεθόδιος χειροτονείται από τον Πάπα Αρχιεπίσκοπος Σιρμίου, για να εγκατασταθεί στην Παννονία. Η Ρώμη επιδέξια οικειοποιείται το ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.

Η ζωή όμως του Μεθοδίου, ως Αρχιεπισκόπου, περιπλέκεται στους ανταγωνισμούς των Λατίνων και των Φράγκων Επισκόπων, στις δολοπλοκίες των ηγεμόνων και των αρχόντων και γίνεται μαρτυρική. Τον φυλακίζουν δυόμιση χρόνια σε μοναστήρι του Μέλανος Δρυμού και μόλις το 873 μ.Χ. ο Πάπας Ιωάννης Η’ τον ελευθερώνει και τον αποκαθιστά. Η λατρεία όμως στα σλαβονικά απαγορεύεται και μόνο το κήρυγμα επιτρέπεται. Το 885 μ.Χ., στη Μοραβία, ο Μεθόδιος παραδίδει το πνεύμα του μέσα σε ένα κλίμα αντιδράσεων και ραδιουργιών. Είχε όμως προετοιμάσει διακόσιους νέους ιεραποστόλους. Αυτοί ξεχύθηκαν στην Ανατολική Ευρώπη, διέδωσαν και στερέωσαν την Ορθοδοξία στα σλαβικά Έθνη. Ήταν τέτοια δε η δύναμη και το ρίζωμα του έργου τους, ώστε ούτε η λαίλαπα της Ουνίας κατόρθωσε να εξανεμίσει το θεολογικό και πολιτισμικό έργο των δύο Ισαποστόλων αδελφών, του Κυρίλλου και του Μεθοδίου.

Κατά την εξόδιο ακολουθία του Αγίου Μεθοδίου αναρίθμητος λαός, αφού συγκεντρώθηκε, τον συνόδευσε με λαμπάδες και θρήνησε τον αγαθό διδάσκαλο και ποιμένα. Άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί, ελεύθεροι και δούλοι, χήρες και ορφανά, ξένοι και ντόπιοι, ασθενείς και υγιείς, όλοι τον συνόδευσαν, γιατί έδινε τα πάντα σε όλους, για να τους κερδίσει.

Η ιεραποστολική πορεία τους, παρά τα τόσα θρησκευτικά και πολιτιστικά επιτεύγματά της για ολόκληρο το Βορρά, δεν μας είναι γνωστή από τους Βυζαντινούς. Αν και εργάσθηκαν όσο λίγοι για την δόξα της Ορθοδοξίας, άργησαν οι Ελληνόφωνες Ορθόδοξες Εκκλησίες να τους περιλάβουν στον κατάλογο των εκλεκτών του Θεού Αγίων. Τη ζωή και τη δράση τους τη μαθαίνουμε από σλαβικές και λατινικές πηγές και από δύο παλαιοσλαβονικές βιογραφίες.

Οι δύο Άγιοι ανεδείχθησαν άξιοι μιμητές του Αποστόλου Παύλου σε πολλούς τομείς του βίου και της δράσεώς τους. Καταρχάς εντάσσονται μέσα στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας. Και μετά την έλευση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στη γη η Θεία Οικονομία εκφράζεται κατά τον καλύτερο τρόπο με τη φράση του Αποστόλου Παύλου «ος πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν», την οποία επαναλαμβάνει ο βιογράφος του Αγίου Μεθοδίου, τον οποίο ο Θεός ανέστησε ως διδάσκαλο στους καιρούς του χάριν του Σλαβικού γένους, για το οποίο ποτέ κανείς ποτέ δεν είχε ενδιαφερθεί.

Ο Άγιος Μεθόδιος μιμήθηκε τον Απόστολο Παύλο στην περιφρόνηση των κινδύνων, ιδίως στα ταξίδια και τις περιπλανήσεις του. Γι’ αυτό και ο βιογράφος του σημειώνει ότι σε όλα τα ταξίδια του ο Μεθόδιος περιέπεσε σε πολλούς κινδύνους, που προκλήθηκαν από τον κακό εχθρό (το διάβολο). Κινδύνευσε στις ερήμους από τους ληστές, στη θάλασσα από τρικυμίες, στα ποτάμια από θανάσιμους κινδύνους και έτσι εκπληρώθηκε σε αυτόν ο λόγος του Αποστόλου: «Κινδύνοις ληστών, κινδύνοις εν θαλάσση, κινδύνοις ποταμών, κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις, εν κόπω και μόχθω, εν αγρυπνίαις πολλάκις, εν λιμώ και δίψη» και σε όλα τα παθήματα, τα μνημονευόμενα από τον Απόστολο. Και οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι στο σχόλιο αυτό δεν υπάρχει κάτι το υπερβολικό, αν αναλογισθούμε τα ταξίδια του στην Κριμαία, τη Χαζαρία και τη χώρα των Φούλλων, τη μετάβασή του στη Μοραβία, το ταξίδι στη Ρώμη μέσω Παννονίας και Βενετίας, την επιστροφή στην Παννονία και τη Μοραβία, τη σύλληψή του από τους Φράγκους, τη δίκη και καταδίκη του, τη φυλάκισή του επί δυόμισι έτη, την απελευθέρωσή του, τις συκοφαντίες σε βάρος του, τη μετάβασή του στη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη.

Πηγή: https://www.saint.gr/405/saint.aspx

Φώτης Κόντογλου: Η εικόνα της Αναστάσεως

Η Ανάστασις. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Μονή της Χώρας - Κωνσταντινούπολη
Η Ανάστασις. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Μονή της Χώρας – Κωνσταντινούπολη

Στην Ορθόδοξο αγιογραφία μας, ο τύπος της εικόνας της Αναστάσεως είνε αυτός επάνω στον οποίον έγινε η εικόνα του Εξωφύλλου, και έχει τον τίτλο «Ανάστασις» ή «Η εις άδου κάθοδος». Στη μέση παριστάνεται ο Χριστός με μεγαλείτερο ανάστημα από τα αλλά πρόσωπα, μέσα σε φωτεινή «δόξα». Με κίνηση σφοδρή πατά επάνω στις σπασμένες πύλες του άδου που ανοίγει κά­τω από τα πόδια Toυ σαν σπήλαιο σκοτεινό, σπαρμένο με κλειδωνιές, με κλειδιά και με αμπάρες σπασμένες. Με το δεξί χέρι Του τραβά τον Αδάμ και με τ’ αριστερό την Εύα, πέρνοντάς τους από τους τάφους. Στα χέρια και στα πόδια Του φαίνονται τα σημάδια, των καρφιών.

Δεξιά κι’ αριστερά περιστοιχίζουν τον Λυτρωτή τους και στέκουνται με θάμβος οι «δίκαιοι», δη­λαδή όσοι ευαρεστήσανε τον Θεό από καταβολής κόσμου μέχρι της ενσαρκώσεως του Χριστού, ο Ενώχ, ο Νώε, ο Μωυσής, ο Ηλίας, ο Δαυίδ, ο Σολομών και οι άλλοι. Πρώτος από τα δεξιά φαίνεται ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, γιατί, αφού προανήγγειλε στον κόσμο τον ερχομό του Κυρίου, αποκεφαλίσθηκε και κατέβηκε στον Άδη για να προαναγγείλει και στους «απ’ αιώνος δέ­σμιους» ότι θα κατέβει ο λυτρωτής για να τους Ελευθερώσει από τα δεσμά του Άδου, «και τοις εν Άδου πιστοίς προάγγελος».

Η Ανάστασις του Χριστού, 1192/3, Ιερά Μονή Παναγία του Άρακα, Λαγουδερά

Αυτός ο τύπος της εικόνας της Αναστάσεως έχει και παραλλαγές, χωρίς να απομακρυνθεί όμως από την έννοια που εκφράζει. Στις αρχαιότερες εικόνες ο Χριστός κρατά τον Αδάμ με το δεξί χέρι Του και με τ’ αριστερό βαστά τον Σταυρό, το όργανο της νίκης κατά του θα­νάτου. Ο θάνατος παριστάνεται σαν γέρος αγριοπρόσωπος δεμένος με αλυσίδες και καταπλακω­μένος από τις πόρτες επάνω στις οποίες πατά ο Χριστός. Συχνά ζωγραφίζεται κ’ ένας Άγγελος που αλυσοδένει τον θάνατο οπού κείτεται μπρούμυτος.

Η Ανάστασις. Ιερά Μονή Τιμίου Σταυρού του Αγιασμάτι

Η εικόνα τούτη της Άναστάσεως παριστά­νει με την ζωγραφική ό,τι ψέλνει η Ορθόδοξος υμνωδία που λέγει «Την άμετρόν σου ευσπλαγχνίαν οι ταις του άδου σειραίς συνεχόμενοι δεδορκότες προς το φως ηπείγοντο. Χριστέ, αγαλλομένω ποδί, Πάσχα κροτούντες αιώνιον», ή «Κατήλθες εν τοις κατωτάτοις της γης και συνέτριψας μοχλούς αιωνίους κατόχους πεπεδημένων, Χριστέ…». Ο λυτρωτής παριστάνεται ως «τον Άδην σκυλεύσας και τον άνθρωπον αναστήσας», «ο μοχλούς και πύλας του Άδου συνθλάσας».

Υμνωδία και αγιογραφία εκφράζουν πάντα το ίδιο πράγμα στην Ορθόδοξο Εκκλη­σία, η μία με τα λόγια και με την ψαλμωδία κ’ η άλλη με σχήματα ιερά και συμβολικά και με χρώματα μυστικά. Η αληθινή αυτή εικόνα της Αναστάσεως, που θα ξαφνίσει, αλλοίμονο, πολ­λούς Έλληνας Χριστιανούς, δεν παριστάνει άλλο από ό,τι λέγει το Πασχαλινό τροπάρι που το ψέλνουνε μικροί και μεγάλοι: «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας, και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».

Αυτή ήτανε η εικόνα της Αναστάσεως στη θρησκεία μας από αιώνες έως τα τελευταία χρόνια που αφήσαμε σιγά-σιγά την βαθειά και με νόημα παράδοσή μας, και πήραμε από τους δυτικούς τη ζωγρα­φιά (όχι εικόνα) της Αναστάσεως, στην οποία παριστάνεται ο Χριστός γυμνός και παχουλός, βαστώντας μια σημαία, και που φανερώνει με τη θεατρική όψη της το σαρκικό, αντιθρησκευτικό και αντιπνευματικό φρόνημα εκείνων που την έπλασαν με την κοσμική φαντασία τους.

Φ. Κ.

«ΚΙΒΩΤΟΣ» ΕΠΙΣΤΑΣΙΑ Φ.ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ-Β.ΜΟΥΣΤΑΚΗ – ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΛ. & Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

ΕΤΟΣ Γ’ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1954 ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛ. 35 – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ

Πηγή: https://www.entaksis.gr/η-εικονα-τησ-αναστασεωσ/

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου 10 Μαΐου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΟΣΙΟΥ ΠΕΡΝΙΑΚΟΥ ΤΗΣ ΔΕΝΕΙΑΣ)
Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ ᾽Ανάγνωσμα
5:22 – 6:2

Ἀδελφοί, ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια· κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος. Οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις. Εἰ ζῶμεν Πνεύματι, Πνεύματι καὶ στοιχῶμεν. Μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες. Ἀδελφοί, ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πρᾳότητος, σκοπῶν σεαυτόν, μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς. Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
2: 12 – 22

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦλθεν ὁ Ἴησοῦς εἰς Καπερναοὺμ αὐτὸς καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐκεῖ ἔμεινεν οὐ πολλὰς ἡμέρας. Καὶ ἐγγὺς ἦν τὸ πάσχα τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβη εἰς Ἱεροσόλυμα ὁ Ἰησοῦς. καὶ εὗρεν ἐν τῷ ἱερῷ τοὺς πωλοῦντας βόας καὶ πρόβατα καὶ περιστερὰς καὶ τοὺς κερματιστὰς καθημένους, καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας, καὶ τῶν κολλυβιστῶν ἐξέχεεν τὸ κέρμα καὶ τὰς τραπέζας ἀνέτρεψε, καὶ τοῖς τὰς περιστερὰς πωλοῦσιν εἶπεν· Ἄρατε ταῦτα ἐντεῦθεν· μὴ ποιεῖτε τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου οἶκον ἐμπορίου. Ἐμνήσθησαν δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι γεγραμμένον ἐστίν, Ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου καταφάγεταί με. ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ εἶπον αὐτῷ· Τί σημεῖον δεικνύεις ἡμῖν, ὅτι ταῦτα ποιεῖς; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν. εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· Τεσσαράκοντα καὶ ἓξ ἔτεσιν ᾠκοδομήθη ὁ ναὸς οὗτος, καὶ σὺ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερεῖς αὐτόν; ἐκεῖνος δὲ ἔλεγε περὶ τοῦ ναοῦ τοῦ σώματος αὐτοῦ. ὅτε οὖν ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν, ἐμνήσθησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι τοῦτο ἔλεγε, καὶ ἐπίστευσαν τῇ γραφῇ καὶ τῷ λόγῳ ὃν εἶπεν ὁ Ἰησοῦς.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Οι Άγιοι στην ζωή της Εκκλησίας μας. Μακαριστού Γέροντος Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου (+ 9 Μαΐου)

Μακαριστός Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης
Μακαριστός Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

«Κάθε ημέρα στην Εκκλησία ζητάμε τις πρεσβείες των Αγίων. Αυτές οι πρεσβείες είναι ολόκληρη δύναμη, ολόκληρος κόσμος που βγαίνει από τους Αγίους και από τις ενέργειες του Θεού. Οι Άγιοι δεν μεσιτεύουν απλώς. Με το να βλέπουν τον Χριστόν και να γνωρίζουν την ζωή Του, και με το να δέχονται εν Πνεύματι Αγίω τον θείο φωτισμό, ο οποίος θα γίνει πλήρης την ημέρα εκείνη, όταν θα παραβρεθούμε και εμείς μαζί τους, ο Χριστός γίνεται πλέον περιουσία τους και φωτίζουν και εμάς. Διαφωτίζουν τον νου, μας αποκαλύπτουν. Όταν έχω κάτι και μου το ζητήσεις, θα σου το δώσω. Αν έχω δύο χιτώνες, ο Θεός με υποχρεώνει να σου δώσω τον ένα. Ο Άγιος, που έχει τόσο πλούτο από τον φωτισμό του Θεού, δεν θα δώσει και σε μας; Μπορεί να μας το αρνηθεί αυτό; Ο θείος φωτισμός είναι το βαθύτερο και το σπουδαιότερο που μπορούμε να ζητήσουμε από τους Αγίους. Ότι και αν μας λείπει, αποκαθίσταται ή μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτό. Αλλά χωρίς τον φωτισμό, και την γνώση του Αγίου Πνεύματος δεν μπορούμε να ζήσουμε. Η γνώση του Θεού συντηρεί τα κύτταρά μας και ενώνει το πνεύμα μας, μας παριστάνει ενώπιον του Θεού και μας σώζει και μας βάζει στην Βασιλεία των Ουρανών. Η γνώση ή η άγνοια του Θεού, η μικρή ή η μεγάλη, μας κάνει ζωντανούς ή νεκρούς. Για όλους αυτούς τους λόγους ο Άγιος δεν αντέχει να μην εκφράσει την αγάπη του με το να μας πλουτίζει με τον θείο φωτισμό, με το να μας διαφωτίζει στο κάθε μας θέμα.

Επί πλέον, οι Άγιοι δεν κάνουν κάτι μακριά από εμάς, δεν πηγαίνουν πίσω από εμάς για να παρακαλέσουν τον Θεό, αλλά προσεύχονται μαζί μας. Εφ’ όσον είναι πρόσωπα, όταν γονατίζω εγώ, αυτός που κάθε ημέρα είναι με τον Θεό, γονατίζει μαζί μου, συν-γονατίζει, συνιδρώνει, συμπάσχει, συναγωνιά με την δική μου παράσταση ενώπιον του Θεού. Μη σας κάνη αυτό εντύπωση. Εναγώνιος είναι η αγωνία του κάθε Αγίου, μία αγωνία, μία συμμετοχή στην ζωή μας. Εφ’ όσον το Πνεύμα κράζει, «αββά ο πατήρ», και αγωνιά μαζί μας, εφ’ όσον ο Πατήρ και η κτίσις αγωνίζονται μαζί μας, δεν θα αγωνισθεί ο Άγιος για μας όταν τον επικαλούμαστε και δι’ αυτού επικαλούμαστε την Χάρη του Θεού; Και είναι τόσο εύκολη αυτή η πράξις! Κάνεις μια μικρή επιστράτευση και υποχρεώνεις όλους τους Αγίους να γονατίσουν μαζί σου. Μα, θα μου πείτε, συναγωνιά μαζί μου στα προβλήματα και στα θέματα της ζωής μου ο Άγιος; Γιατί;

Εμείς είμαστε άνθρωποι ακόμη, φέρομε το σαρκικό αυτό περίβλημα, έχομε την χονδροείδεια του μυαλού μας και της καρδιάς μας και δεν έχομε σταθερότητα στην πορεία μας. Τώρα μπορεί να κλαίω και μετά να γελάω. Τώρα να ζητώ κάτι από τον Θεό και μετά να αναρωτιέμαι γιατί το ζητώ. Ή τώρα να ζητώ κάτι και μετά να το ξεχνώ. Τώρα να υπόσχομαι κάτι και μετά να κάνω το αντίθετο. Τώρα να ορκίζομαι στον Θεό πως θα μετανοήσω και μετά να περιπίπτω στην ίδια αμαρτία με την δική μου γνώμη και βουλή. Δεν έχω δει τον Θεό με τα μάτια μου τα σαρκικά, όπως Τον θέλω εγώ, δεν μου παρέχει ο Θεός τον εαυτό Του, όπως εγώ θα το ήθελα ή το φανταζόμουν, και Του εκφράζω τις αφέλειές μου, τα παιδιαρίσματά μου, παίζω μαζί Του και έτσι με τα καμώματά μου χάνω τον Θεό, χάνω τον Παράκλητο μέσα από τα χέρια μου.

Ο Άγιος από την μια έχει ενώπιον του την βεβαιότητα του Θεού, την αγάπη του Θεού, όλη· την θεία οικονομία, και μπορεί να πιάσει όλα αυτά τα Δώρα του Θεού και να μας τα δώσει, και από την άλλη έχει εμάς τους ανίδεους και χονδρούς ανθρώπους και δεν ξέρει τι να κάνη μαζί μας. Δεν είναι βέβαιος, αν μετά από μισή ώρα θα μείνομε πιστοί στην υπόσχεση που του δίνομε τώρα, αν αύριο θα τον ξανακαλέσομε για να συν-γονατίσει μαζί μας. Έχουμε την βούληση μας και αύριο μπορεί να τον ξεγελάσουμε, και τότε θα αναγκασθεί να παραστεί κενός ενώπιον του Θεού. Κάποιος Γέροντας παρακαλούσε την Παναγία για τους υποτακτικούς του και μία ήμερα είδε στο όνειρό του τον Χριστόν να της λέγει: Πήγαινε, Μητέρα μου, και μη με ξεγελάς άλλο· τους βλέπεις ότι είναι αμετανόητοι. Πόσες και πόσες φορές οι άγιοι παίρνουν την ίδια απάντηση, όταν εμείς τους ζητάμε και εν συνεχεία με τον τρόπο που ζούμε, με τον τρόπο που πιστεύουμε με τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε στο Θεό και τους συνανθρώπους μας τους εγκαταλείπουμε!

Οι Ἀγιοι λοιπόν ενεργούν οι ίδιοι, μεσιτεύουν για μας και μας φωτίζουν, συμπροσεύχονται μαζί μας και συναγωνιούν, συμπάσχουν και συμμετέχουν στην δική μας πάλη. Όλα αυτά τα κάνουν από μόνοι τους. Εμείς καλούμε τον Άγιο, του ζητάμε αυτό που θέλομε, καμιά φορά με πολύ δισταγμό, και ο Άγιος αναλαμβάνει το δικό μας υστέρημα να το αναπληρώσει. Προσπαθεί και εμάς να ζωογονεί και τον Θεό να συγκινεί. Όπως φέρνεις έναν λογιστή και σου κάνει στο ακέραιο την εργασία, εσύ όμως δεν ξέρεις τι σου έκανε, όπως εμπιστεύεσαι τον γιατρό και σου διανοίγει τα σπλάγχνα, αλλά εσύ δεν πονάς ούτε καταλαβαίνεις τίποτε, έτσι ακριβώς καλείς τον Άγιο και όλα τα κάνει μόνος του. Εμείς δεν έχομε τίποτε να κάνουμε, εν συνεχεία πάμε και κοιμόμαστε, ο Άγιος όμως συνεχίζει να κάνει την δουλειά του και συνεχίζει γιατί συνεχίζουν και οι δαίμονες να μας πειράζουν.

Οι Άγιοι παραβιάζουν και τα άδυτα του Θεού. Πόσες φορές η Αγία Γραφή παρουσιάζει τον Θεό μεταμελούμενο! Ασφαλώς, ουδέποτε μεταμελείται ο Θεός, αλλά αυτό δείχνει το πόσο ακούει τους Αγίους Του. Ο Θεός αποκαλύπτεται εμφανώς στους Άγιους, και εκείνοι Τον αποκαλύπτουν και σε μας. Μας μεταφέρουν δηλαδή, τα άδηλα και τα κρύφια της γνώσεως του Θεού, σύμφωνα με την Θεία Οικονομία και Θεία Πρόγνωση. Οι Άγιοι είναι ο παρατεινόμενος Χριστός στην ζωή μας και οι δικοί μας προστάτες και πρεσβευτές. Αφού προσκαλέσουμε τόσο απλά τους Αγίους, με την Ιερά Εικόνα, τα Ιερά Λείψανά τους, τον νου μας, οι Άγιοι γίνονται η ζωντανή συντροφιά μας και επειδή ο Άγιος είναι αχώριστος από τον Θεό, είναι μαζί του και ο Θεός και αν εγώ ακόμα είμαι μέσα στην αμαρτία, μέσα στην δυσωδία, και δεν μπορεί να ενεργήσει σε μένα ο Θεός, ακόμη και αν δεν το νιώθω, το νιώθω, το πιστεύω ότι μαζί με τον Άγιο είναι και ο Θεός και άρα λειτουργεί για μένα ο Θεός, διά του Αγίου μας.

{…} Οι Άγιοι είναι για μας ευφροσύνη. Πόσες φορές κουβεντιάζαμε για να απαλλαγούμε από το βάρος της μοναξιάς! Πόσες φορές λέμε αηδίες, γιατί είμαστε στενοχωρημένοι και θέλομε να μας φύγει η δυσκολία, ο πειρασμός, η στενοχώρια, ή θέλομε να σπάσουμε τα οχυρά που μας χωρίζουν από τους άλλους! Πόσες φορές έχομε κάποιο σύμπλεγμα μέσα μας από την αμαρτία, την αναπηρία, την μειονεξία μας, και δεν ξέρομε τι να κάνουμε! Βγαίνομε έξω να αναπνεύσουμε αέρα. Για την περίπτωση αυτή οι Πατέρες λένε, αν έλθει ο αδελφός σου και σου πει πως είναι στενοχωρημένος, πέταξε αμέσως το κομποσκοίνι σου, μη τυχόν το δεί και καταλάβει ότι προσευχόσουν, και αμέσως πες του: Αδελφέ μου, τί έχεις; Διαφορετικά θα φερθούν οι Άγιοι; Αφού έτσι κάνουμε εμείς δεν θα φερθεί το ίδιο και αναλόγως καλύτερα ο Άγιος, ο οποίος θα γίνει για μας πραγματική ευφροσύνη; «Ἐγχρονίζει ἡ εὐφροσύνη τοῖς δικαίοις», λέγει η Αγία Γραφή.

Η ευφροσύνη είναι στοιχείο συνακόλουθο, αδιαλείπτως ενωμένο με τον δίκαιο. Αν η Αγία Γραφή λέει αυτό για τους ζώντας δικαίους, οι οποίοι μπορεί να πέσουν, πόσο μάλλον ισχύει για τους Αγίους, οι οποίοι δεν πίπτουν πλέον. Σε αυτούς η ευφροσύνη εγχρονίζει πολύ περισσότερο. Ερχόμενος λοιπόν ο Ἀγιος, έρχεται με την ευφροσύνη, με το χαμόγελο, τα χαρακτηριστικά, τις εμπειρίες, την ζωή του, είναι ο ίδιος, έχει τα ίδια μυαλά, ζει όπως όταν ήταν κάτω στην γη.

Ο Άγιος είναι «ἡ πανήγυριςς μας ἐν τοῖς πρωτοτόκοις», και η συμμετοχή μας στον χορό όλων των Αγίων. Ας θυμηθούμε το όραμα του προφήτου Δανιήλ το σχετικό με την επικράτηση του Χριστού, της Εκκλησίας και των Αγίων. Ο Προφήτης παρουσιάζει με θηρία τα διάφορα έθνη, τα οποία νικώνται από τον Υιό του Θεού και πίπτουν, τον δε Υιό του ανθρώπου ερχόμενον επί νεφελών και τον Παλαιόν των ημερών καθήμενον επί του θρόνου του για να δικάσει την Οικουμένη, τα έθνη, τους βασιλείς, τις ψυχές των ανθρώπων. Τα πάντα εξουθενώνονται, δεν μένει τίποτε, δεν αντιστέκεται τίποτε στον Υιό του ανθρώπου. Σε αυτόν ο Παλαιός των ημερών χαρίζει την αρχή και την τιμή και την βασιλεία. Οι χριστιανοί, επικαλούμενοι τον Θεό, εννοούμε τον Χριστόν. Ότι και αν κάνουμε, θα πούμε. Χριστέ μου. Το ότι ο Πατήρ έδωσε στον Υιό όλη την τιμή, σημαίνει ότι τον έκανε και εκείνον βασιλέα, αρχιερέα, προφήτη, διδάσκαλο, τα πάντα. Και συνεχίζει ο Προφήτης: Ο Παλαιός των ημερών «ἔδωκεν τὸ κρίμα τοῖς ἁγίοις». Οι προφητείες συνήθως έχουν κάτι ανακόλουθο· πρέπει κανείς να δη το νόημά τους με το πρίσμα της ιστορίας και με το πνεύμα των ιδίων των προφητών. Ο Παλαιός των ημερών δεν έδωσε την νίκη σε αυτόν που έδωσε την βασιλεία και την τιμή και την αρχή, αλλά την έδωσε «τοῖς Ἁγίοις». Δηλαδή όλα τα δικαιώματα του Υιού, την αρχή, την εξουσία, την προφητεία, την αρχιερωσύνη, τα παραδίδει στους Αγίους, σε μας τον νέο Ισραήλ. «Καὶ τὴν βασιλείαν κατέσχον οἱ Ἅγιοι». Πόσο εκφραστική η Παλαιά Διαθήκη! Ανοίγεις τις πύλες, μπαίνεις μέσα και παίρνεις τα πάντα υπό την κατοχή σου. Ο Πατήρ παίρνει τα πάντα από τον Υιό, με την αγάπη και την αποδοχή του Υιού, και τα παραδίδει στους Αγίους. Την βασιλεία που είχε χαρίσει στον Υιό, την παίρνομε εμείς.Την τιμή του Υιού την δίνει σε μας.

Οι ι Άγιοι γίνονται φορείς όλων των δυνατοτήτων, των δυνάμεων, των εξουσιών, όλης της οντότητας, του Χριστού. Έτσι ο Χριστός είναι στους Αγίους και οι Άγιοι είναι όπου και ο Χριστός, πανηγύρι πρωτοτόκων, η Εκκλησία, το σύνολο των Αγίων, οι οποίοι λαμβάνουν από τον Θεό την δικαίωση και την νίκη. Ο Χριστός ευχαρίστως τους παραχωρεί τα πάντα, μέχρις ότου έλθει η ώρα που και εμείς θα τα παραδώσουμε σε Εκείνον και Εκείνος θα τα παραδώσει στον Πατέρα. Τότε, θα κλείσει η ιστορία, για να ανοίξει πια η αιωνιότητα , η διαρκής σχέση Θεού και ανθρώπου. «Καὶ τὴν βασιλείαν κατέσχον οἱ Ἅγιοι». Οι Άγιοι πήραν την βασιλεία, την κέρδισαν, την κατέκτησαν, την κρατούν γερά, την κατέχουν, δεν θα την κατάσχουν, τους την έδωσε ο Πατήρ. Οι Άγιοι λοιπόν, τους οποίους προσκαλούμε με την προσευχή μας, έχουν την νίκη, την κατοχή της βασιλείας των Ουρανών. Είναι για μας η δυνατότητά μας, το περιβάλλον μας μέσα στο οποίο συγχαίρουμε και συνεορτάζουμε ενώπιον του Υιού του Θεού, ο Οποίος μας παρέδωσε τα πάντα και μας έκανε κατά χάριν θεούς, διά της προσλήψεως του φυράματός μας.

Πώς οι άγιοι γίνονται για μένα η νίκη; Η νίκη υπήρξε και είναι ο Χριστός. Αυτός «ἐξῆλθε νικῶν», αλλά τη νίκη την παρέδωσε στους Αγίους. Οι Άγιοι είναι η νίκη των δύο κόσμων που φέρω μέσα μου. Από την μια τον κόσμο των παθών μου, που δεν μπορώ να τον κάνω τίποτε. Δεν μπορώ να βάλω τα χέρια μου και να βγάλω τα πάθη από την καρδιά μου. Δεν μπορώ να διώξω τον λογισμό μου, δεν μπορώ να συγκρατήσω τα λόγια μου, διαρκώς μου ξεφεύγουν. Είμαι εμπαθής, μαύρος, δυσώδης και τερατώδης. Από την άλλη όμως μέσα μου υπάρχει και ο κόσμος των θείων επιθυμιών, ο κόσμος της αγάπης του Θεού, το όνειρό μου να πάω στον Ουρανό. Εγώ στέκομαι ενώπιον των Αγίων με αυτούς τους δύο κόσμους μου.

Οι Άγιοι είναι «ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον». Ποιός είναι ο κόσμος; Ο κόσμος είναι η αμαρτία, ο σατανάς, είναι η Εκκλησία, η παρουσία του Χριστού. Ο κόσμος είναι αυτοί οι δύο οι κόσμοι, ο Χριστός και η αμαρτία, δηλαδή ο σατανάς, ο οποίος οργιάζει και κυβερνάει τα πάντα -ακόμη και μένα- και τα ρίχνει στην φθορά. Οι Άγιοι είναι η νίκη και των δύο αυτών κόσμων. Προσευχόμενος και καλώντας εγώ τους Αγίους στη ζωή μου συμμετέχω στην νίκη του Αγίου και επιβάλλω την νίκη αυτή και στον κόσμο.

Οι Ἀγιοι είναι η προσκύνηση του Κυρίου, ο Οποίος, αφού κενώθηκε δόθηκε σε αυτούς που τον πιστεύουν και τον αποδέχονται. Οι Πατέρες σαφώς μας λέγουν ότι «ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει ἡ προσκύνησις». Όταν προσκυνώ την εικόνα ενός Αγίου ή το Ιερό Λείψανό του, έχει τα στίγματα όχι μόνο των αιμάτων του μαρτυρίου και της ομολογίας του, αλλά του Αγίου Πνεύματος. Οι Άγιοι είναι το μέλλον μας, η Βασιλεία των Ουρανών. Οι άγιοι κυριαρχούν, έχουν τα κλειδιά, για να ανοίξει η θύρα της Βασιλείας, έχουν τους Θρόνους. Έχοντας μαζί μου τον Άγιο Προστάτη μου ή τους Αγίους , κατέχω το μέλλον, εισέρχομαι στο μέλλον, στην Βασιλεία των Ουρανών, που θέλω να πάω. Με τους Αγίους εισέρχομαι στον κόσμο τον οποίο επιθυμώ, το μέλλον μου είναι οι Άγιοι. Είναι επίσης η παρρησία μου. Λέμε στην Θεία Λειτουργία, μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων: «Ἔτι προσφέρομεν σοὶ τὴν λογικὴν ταύτην λατρείαν ὑπὲρ τῶν προπατόρων, πατέρων, πατριαρχῶν, προφητῶν». Γιατί; Διότι αυτοί μπήκαν στην βασιλεία των ουρανών. Εφ’ όσον οι Άγιοι είναι το μέλλον μου, και εγώ μέλος του Σώματος του Χριστού, οι Ἀγιοι είναι η οικογένεια και η τιμή μου. Μπαίνοντας και εγώ στον χορό τους, γίνομαι οικείος του Θεού. Από εκεί που ήμουν ένας απλός άνθρωπος, δούλος, γίνομαι ο οικείος, σύμφυτος, φίλος, υιός του Θεού. Τί άλλο μπορώ να επιθυμήσω; Τί άλλο θα ήθελα να έχω και δεν το παίρνω καλώντας μπροστά μου τους αγίους; Και όλα αυτά μου τα δίνει ο Άγιος, χωρίς εγώ να τα επιδιώκω, χωρίς να αναλογίζομαι τι θέλω. Όλα τα τακτοποιεί ο Άγιος. Όπως πάω στον δικηγόρο μου και εκείνος τακτοποιεί την υπόθεση μου και μου στέλνει την απόφαση, έτσι ακριβώς και οι Ἀγιοι ρυθμίζουν τα πάντα. Συχνά παρουσιάζουν ασκητές να προσεύχονται μέσα σε μια σπηλιά μπροστά σε μια εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Κάποιος Άγιος προσερχόμενος μπροστά στην εικόνα της Παναγίας είχε πολλούς σαρκικούς πειρασμούς. Μα τί έπαθα, αναρωτιόταν. Εγώ προσεύχομαι στην Παναγία, και ο σατανάς συνεχώς με πειράζει. Πότε θα σταματήσει; Τότε παρουσιάζεται ο σατανάς και του λέγει: Γιατί διαμαρτύρεσαι; Εσύ φταις. Μην προσκυνάς αυτή την εικόνα, και εγώ δεν θα σε πολεμήσω άλλη φορά. Του είπε την αλήθεια. Ο σατανάς στις υποσχέσεις του είναι πιο τίμιος από εμάς. Οι Ἀγιοι εξόρκιζαν τον σατανά και έλεγε την αλήθεια. Δέχθηκε ο σατανάς να φύγει, αρκεί ο μοναχός να σταματούσε να προσκυνά την εικόνα, διότι η προσκύνησις, το άνοιγμα των χειρών μπροστά σε εκείνη την εικόνα, ήταν η τελεία επιτυχία. Αν, σκέφθηκε ο σατανάς, σταματήσει να προσκυνά την εικόνα, τότε δεν χρειάζεται να τον πειράζω εγώ. Μόνος του θα χάση την βασιλεία, την παρρησία, και θα πέσει σε απομόνωση, θα ξεφύγει από τα χέρια του Θεού και θα παύση να είναι κάτω από το εκχυνόμενο αίμα του Χριστού, και κάτω από το Άγιο Πνεύμα που τον βρέχει και τον σκεπάζει.

Έχουμε λοιπόν μαζί μας τον Θεό, την Αγία Γραφή, όλη την ιστορία της Εκκλησίας και όλη την Οικονομία του Θεού, έχομε τους Αγίους, πιθανόν και τα έργα των χειρών μας. Οι Άγιοι έρχονται σε κάθε πρόσκληση μας κοντά μας, ο Θεός έρχεται διά της συνειδητής συμμετοχής μας στη Μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Ας ζητήσουμε από τον Παράκλητο, που συγκροτεί το θεσμό των Αγίων της Εκκλησίας, να φωτίζει και να κατευθύνει την ζωή μας, όπως και σε Αυτούς, οι δε Άγιοι, διά πρεσβειών της Παναγίας μας, να είναι συνεχώς πρεσβευτές και μεσίτες Χριστού για την σωτηρία μας και την ανοδική πνευματική πορεία μας. Αμήν».

Από το βιβλίο «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες» (Αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης)

Πηγή: https://kimisitheotokouilioup.gr/