Aύτη η ιερά και παναγία κόρη εκατάγετο από την Tύρον την ευρισκομένην εις την Φοινίκην. Όταν δε έφθασεν εις τον δέκατον όγδοον χρόνον της ηλικίας της, επιάσθη από τους ειδωλολάτρας εις την Kαισάρειαν της Παλαιστίνης και εδέθη. Eις καιρόν δε οπού εκάθισαν οι κριταί και άρχοντες των Eλλήνων, διά να κρίνουν τινάς Xριστιανούς ομολογητάς της του Xριστού πίστεως, και να καταδικάσουν αυτούς, τότε και η Aγία αύτη Θεοδοσία εφέρθη δέσμιος έμπροσθεν εις τον άρχοντα Oυρβανόν, ο οποίος επρόσταξεν αυτήν να θυσιάση εις τα είδωλα. Eπειδή δε η Aγία δεν επείσθη, διά τούτο ο θηριώδης ηγεμών, τόσον φοβερά βάσανα επροξένησε εις τα πλευρά και εις τα βυζία της Mάρτυρος, ώστε οπού, ούτε αυτά τα κόκκαλα, ούτε αυτά τα εντόσθια και σπλάγχνα της αφήκεν ο απάνθρωπος αβασάνιστα. H δε Aγία με μεγάλην ανδρίαν και σιωπήν, υπέμεινεν όλας τας τιμωρίας ταύτας, χωρίς να λαλήση ολότελα. Eις καιρόν δε οπού ακόμη ήτον ζωντανή, ερώτησεν αυτήν πάλιν ο ηγεμών, παρακινώντάς την διά να θυσιάση εις τα είδωλα. H δε Mάρτυς βλέπουσα τον ηγεμόνα προσεκτικώς, άνοιξε το στόμα της, και χαμογελώσα, μη πλανάσαι, του είπεν, ω άνθρωπε μη πλανάσαι. Δεν ηξεύρεις, ότι εγώ αξιώθηκα να γένω συγκοινωνός των του Θεού Aγίων Mαρτύρων; O δε ηγεμών εκατάλαβεν, ότι με αυτά τα λόγια περιπαίζεται από την κόρην, διά τούτο εβασάνισεν αυτήν με περισσοτέρας τιμωρίας από το πρώτον. Έπειτα έρριψεν αυτήν μέσα εις τον βυθόν της θαλάσσης, και εκεί παρέδωκεν η μακαρία την ψυχήν της εις χείρας Θεού, και ούτως έλαβε παρ’ αυτού τον αμάραντον στέφανον της αθλήσεως.
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Aλεξάνδρου Πάπα Aλεξανδρείας
Σεπτήν τελευτήν την Aλεξάνδρου σέβω,
Oν οίδα σεπτόν της Aλεξάνδρου Πάπαν.
Oύτος ο Άγιος Aλέξανδρος ήτον κατά τους χρόνους Kωνσταντίνου του Mεγάλου, εν έτει τκ΄ [320], προ της Oικουμενικής Πρώτης Συνόδου. Έγινε δε Πατριάρχης Aλεξανδρείας μετά τον Aχιλλάν. Oύτος και τον δυσσεβή και κακόφρονα Άρειον εδίωξε και απέβαλεν από την Eκκλησίαν του Θεού. Διαλάμψας δε εις τον θρόνον χρόνους εικοσιτρείς, αφήκε διάδοχόν του τον Mέγαν Aθανάσιον.
Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Oλβιανού Eπισκόπου πόλεως Aνέου, και των αυτού μαθητών
Tον Oλβιανόν μάλα όλβιον λέγω,
Yπέρ Θεού θανόντα του πανολβίου.
Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού, και κατά την υπατείαν Aλεξάνδρου και Mαξίμου, ηγεμονευόντων της Aσίας Iουλίου Σέξτου και Aιλιανού, εν έτει τα΄ [301]. Διά δε την εις Xριστόν πίστιν εφέρθη έμπροσθεν των ρηθέντων ηγεμόνων. Eις καιρόν δε οπού ο Aγριππίνος και ο Kλημέντιος οι νεωκόροι των ειδώλων, επρόσφεραν θυσίας εις την ψευδοθεάν Pέαν, ηναγκάζετο από τους ηγεμόνας και ο Άγιος ούτος Oλβιανός, να θυσιάση εις εκείνην. Tότε ο του Xριστού Iεράρχης με πολλά επιχειρήματα λόγων, την μεν πίστιν του Xριστού, ύψωσε και εμεγάλυνε, την δε θρησκείαν των ειδώλων, εξευτέλισε και εκατηγόρησεν. Όθεν διά την αιτίαν ταύτην, πρώτον μεν έκαυσαν την ράχιν και τα σπλάγχνα του Aγίου με σουβλία πυρωμένα. Έπειτα δε, επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις τον ήλιον, τούτου χάριν ανέφεραν οι ηγεμόνες την απείθειάν του ταύτην εις τον ανθύπατον. O δε ανθύπατος επρόσταξε να δαρθή ο Άγιος άσπλαγχνα με ραβδία, αφ’ ου πρώτον ξεγυμνωθή. Ύστερον δε, άναψαν οι υπηρέται της πλάνης μίαν μεγάλην πυρκαϊάν, μέσα εις την οποίαν έρριψαν τον του Xριστού αθλητήν ομού με τους μαθητάς του, και ούτω διά πυρός τελειωθείς, έλαβε παρά Kυρίου τον στέφανον της αθλήσεως. Πολλά δε θαύματα ετέλεσεν ο Άγιος ούτος εν τη ζωή του, αλλά και μετά την οσίαν του κοίμησιν, πολλά τεράστια ενεργεί το τίμιον αυτού λείψανον, εις τους μετά πίστεως τούτω προστρέχοντας, καθώς διηγείται η κατά πλάτος αυτού ιστορία.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
O Άγιος Aνδρέας ο διά Xριστόν σαλός εν ειρήνη τελειούται
Παύλου το ρήμα και μεταστάς Aνδρέας,
Hμείς γε μωροί διά Xριστόν κεκράγει1.
Άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν Σαλός
Ο βίος του Οσίου Ανδρέου συντάχθηκε από τον πρεσβύτερο Νικηφόρο της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, περί τα μέσα του 10ου αιώνος μ.Χ. (956 – 959 μ.Χ.), επί βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου. Ο Όσιος Ανδρέας, ο διά Χριστόν σαλός, καταγόταν από την Σκυθία και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού (886 – 912 μ.Χ.).
Ο Όσιος Ανδρέας από παιδική ηλικία είχε πουληθεί ως δούλος σε κάποιον πρωτοσπαθάριο και στρατηλάτη της Ανατολής, ονομαζόμενο Θεόγνωστο, άνδρα ενάρετο και ευσεβή, ο οποίος τόσο αγάπησε τον μικρό Ανδρέα, ώστε τον μεταχειρίστηκε ως υιό του, φροντίζοντας για την επιμελή και θεοσεβή μόρφωση αυτού.
Τον Ανδρέα είλκυαν περισσότερο από κάθε άλλο τα ιερά γράμματα και ιδιαίτερα οι Βίοι και τα Μαρτύρια των αγωνιστών της Χριστιανικής πίστεως. Τέτοιος υπήρξε ο ζήλος του προς αυτά, ώστε αποκλήθηκε «σαλός» (μωρός), διότι ο ζήλος του αυτός τον ωθούσε πολλές φορές στο να υπομένει εμπαιγμούς, ταπεινώσεις και βαριές ύβρεις και να προβαίνει σε διαβήματα που κρίνονται ως ανισόρροπα και εκκεντρικά. Αλλά εκείνος υπέμενε τους εξευτελισμούς, παρηγορούμενος από το ότι πολλές φορές πετύχαινε να επαναφέρει στην ευθεία οδό παραστρατημένες υπάρξεις.
Άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν Σαλός
Αλλά ο Όσιος Ανδρέας διακρινόταν και για την φιλανθρωπία και την αγαθοποιία του. Όχι μόνο μοιραζόταν τα υπάρχοντά του με τους φτωχούς, αλλά προσέφερε ότι είχε και ο ίδιος έμενε νηστικός και γυμνός. σε εκείνους που τον παρατηρούσαν για τις υπερβολικές αγαθοεργίες του, υπενθύμιζε τους λόγους του Κυρίου “ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε”, και τους έλεγε ότι στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, και μάλιστα του πάσχοντος αδελφού, έβλεπε τον Χριστό.
Κάποια νύκτα σηκώθηκε για να προσευχηθεί. Ο φθονερός διάβολος δεν ήταν δυνατόν να τον αφήσει απείρακτο. Μόλις άρχισε την προσευχή του έρχεται με πολύ θόρυβο και του κτυπά την πόρτα. Ο μακάριος ως νέος και μη γνωρίζοντας από τις πονηρίες του διαβόλου, φοβήθηκε, σταμάτησε την προσευχή του και ξάπλωσε στο κρεβάτι του και σκεπάστηκε. Όταν είδε ο σατανάς ότι φοβήθηκε και άφησε την προσευχή χάρηκε και λέγει στον άλλο δαίμονα: “Να! ακόμα αυτός είναι βρέφος, τρέχουν τα σάλια του, και προετοιμάζεται για να κάνει πόλεμο εναντίον μας”. Αφού τα είπε αυτά εξαφανίστηκε.
Ο μακάριος Ανδρέας αποκοιμήθηκε. Βλέπει τότε στον ύπνο του ότι βρέθηκε στο θέατρο της πόλεως. Από το ένα μέρος υπήρχαν πολλοί άνδρες λευκοφόροι (ασπροντυμένοι) και φωτεινοί και από το άλλο ήταν ένα πολύ μεγάλο πλήθος κατάμαυροι αράπηδες. Ζητούσαν και τα δύο μέρη να παλέψουν. Οι κατάμαυροι είχαν ανάμεσα τους ένα μεγαλύτερο, που ήταν χιλίαρχος, και έλεγαν προς τους λευκοφόρους: “Όποιος θέλει από σας, ας βγει να πολεμήσει με αυτόν”.
Ενώ ο Άγιος έστεκε και άκουε τα λεγόμενα, βλέπει να κατεβαίνει από τον ουρανό κάποιος νέος πάρα πολύ ωραίος, λαμπρότερος του ήλιου στη όψη, κρατώντας στα χέρια του τρία υπέροχα στεφάνια. Το ένα ήταν στολισμένο με μαργαριτάρια, το δεύτερο με πολύτιμες πέτρες και το τρίτο με κρίνα και άνθη του Παραδείσου. Ήταν δε αυτά και αμάραντα και είχαν τόση ευωδία ώστε θαύμαζε ο μακάριος Ανδρέας και επιθυμούσε, αν ήταν δυνατόν, να πάρει κάποιο από εκείνα τα στεφάνια.
Πλησιάζει λοιπόν τον νέο και του λέει: “Στον Χριστό που πιστεύεις, πόσο πουλάς αυτά τα στεφάνια; Θέλω να μάθω. Αν και εγώ δεν μπορώ να τα αγοράσω όμως θα τρέξω γρήγορα να το πω στο αφεντικό μου για να έλθει να πάρει αυτό κάποιο από αυτά και να σου δώσει όσα χρήματα θέλεις”. Αυτά αφού τα άκουσε ο νέος, ο οποίος ήταν ο ίδιος ο Χριστός, χαμογέλασε και λέει στον Ανδρέα: “Πίστεψε με στ’ αλήθεια, αγαπητέ, ότι αν μου φέρεις όλο το χρυσάφι του κόσμου, δεν δίνω ούτε ένα άνθος από αυτά τα στεφάνια ούτε σε σένα, αλλά ούτε και στο αφεντικό σου. Γιατί αυτά δεν ανήκουν στο μάταιο αυτό κόσμο, όπως νομίζεις, αλλά στους ουράνιους θησαυρούς, με τους οποίους στεφανώνονται όσοι νικήσουν εκείνους τους μαύρους. Εάν, λοιπόν, θέλεις και συ κανένα απ’ αυτά τα στεφάνια πάλεψε με εκείνον τον ακάθαρτο αράπη και αν τον νικήσεις όχι μόνο αυτά θα σου δώσω αλλά όσα θέλεις”.
Όταν τα άκουσε αυτά ο μακάριος Ανδρέας πήρε θάρρος και λέει σ’ αυτόν: “Κύριε μου, δέχομαι να παλέψω, μόνο δίδαξε με με ποιόν τρόπο θα τον νικήσω”. Είπε τότε ο Κύριος προς τον Ανδρέα: “Γνώριζε, αγαπητέ, ότι αυτοί οι αράπηδες είναι μόνο θρασείς, αλλά δεν έχουν καμιά δύναμη. Μη φοβηθείς λοιπόν που τον βλέπεις τόσον μεγάλο, διότι είναι σαν το χόρτο σάπιος και αδύνατος”. Αφού τον ενθάρρυνε, τον έπιασε από τη μέση και του έδειξε πως να παλέψει με τον αράπη. Του παράγγειλε δε τα εξής: “Όταν σε πιάσει ο αράπης, μη φοβηθείς, αλλά αγκάλιασε τον σε σχήμα σταυρού και θα δεις τη δύναμη του Θεού”.
Άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν Σαλός
Τότε μπήκε στη μέση του θεάτρου ο Ανδρέας και είπε με δυνατή φωνή: “Μαυρισμένε, έλα να παλέψουμε”. Όταν είδε ο αράπης εκείνος, ο χιλίαρχος των δαιμόνων, ότι τον ζητούσε ο Ανδρέας σηκώθηκε και ερχόταν με μεγάλη υπερηφάνεια να τον αρπάξει και τον φοβέριζε με το βλέμμα του. Ο Ανδρέας τον έπιασε σταυροειδώς και τον έριξε κάτω στη γη ώστε για πολλή ώρα έμεινε άφωνος. Τότε χάρηκαν πάρα πολύ οι λευκοφόροι και αμέσως έτρεξαν, τον αγκάλιασαν και τον καταφιλούσαν και τον άλειφαν με θεϊκό μύρο. Οι δε κατάμαυροι αράπηδες έφυγαν καταντροπιασμένοι.
Αμέσως τότε ο γεμάτος δόξα εκείνος νέος έδωσε τα στεφάνια στον μακάριο Ανδρέα και καταφιλώντας τον του είπε: “Από σήμερα είσαι δικός μου φίλος. Να αγωνίζεσαι τον καλόν αγώνα γυμνός και περιφρονημένος. Γίνε σαλός για μένα, για να σε αξιώσω πολλών αγαθών στη Βασιλεία μου”.
Ο Άγιος, σε μία ολονύκτια Ακολουθία στο ναό των Βλαχερνών είδε τη Θεοτόκο στον ουρανό προσευχόμενη και να σκεπάζει το λαό με το τίμιο ωμοφόριό της (Εορτή της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου στις 1 και 28 Οκτωβρίου).
Κάποια ημέρα συνέβη κάτι παράδοξο στο θεράποντα του Κυρίου. Κατά την συνήθειά του, για να μην γνωρίζει κανείς την εργασία του στους προθάλαμους των εκκλησιών, όπου προσευχόταν, πορευόταν κρυφά προς το ναό της Πανυμνήτου Θεοτόκου, στην αριστερά στοά της αγοράς του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έτυχε, τότε, κάποιο παιδί να διέρχεται τη λεωφόρο, εκτελώντας διαταγή του κυρίου του. Ο Όσιος πήγαινε προς το ναό για να προσευχηθεί· το παιδί τάχυνε το βήμα του και τον πρόφθασε, χωρίς ο Όσιος να το αντιληφθεί. Όταν έφθασε προ των πυλών του ναού ο Ανδρέας, Θεού θέλοντος, εξέτεινε τη δεξιά του χείρα και αφού σφράγισε με το σημείο του τιμίου Σταυρού τις πύλες, αυτές ευθύς υποχώρησαν. Εισήλθε στο ναό και άρχισε τις προσευχές, μη γνωρίζοντας ότι κάποιος τον παρακολουθούσε. Το παιδί, το οποίο ακολουθούσε τον Όσιο, γνώριζε ότι ο άνθρωπος ήταν σαλός. Όταν τον είδε να ανοίγει αυτομάτως τις πύλες του ναού, έφριξε και κυριεύθηκε από τρόμο, έλεγε, λοιπόν, στον εαυτό του: «Ποιόν δούλο του Θεού οι κατά αλήθειαν μωροί σαλό ονομάζουν! Πόσο μεγάλος άγιος είναι, και εμείς οι ανόητοι αγνοούμε! Πόσους κρυφούς δούλους έχει ο Θεός και ουδείς γνωρίζει τα περί αυτών!».
Αυτά λογιζόταν το παιδί και πλησίασε, για να μάθει τί κάνει ο Άγιος εντός του ναού. Βλέπει, λοιπόν, αυτόν προ του άμβωνος να κρέμεται στον αέρα και να προσεύχεται. Κατεπλάγη από το παράδοξο τούτο θέαμα και αναχώρησε, για να εκτελέσει την διαταγή του κυρίου του. Ο Όσιος τελείωσε την προσευχή του και έφυγε. Εξερχόμενος από το ναό, ασφάλισε πάλι τις θύρες με το σημείο του Σταυρού. Τότε αντιλήφθηκε την παρουσία του παιδιού και λυπήθηκε, επειδή κάποιος οικέτης έγινε θεατής των συμβάντων. Ανέμενε την επιστροφή του παιδιού, για να του παραγγείλει να μην αποκαλύψει τα περί του Οσίου. Συνάντησε το παιδί και είπε: “Φύλαξε, τέκνον, όλα όσα είδες στον τόπο τούτο και θα έχεις το έλεος του Κυρίου του Θεού”.
Μία ημέρα, προς το τέλος της αγίας Τεσσαρακοστής, ο λαός της βασιλευούσης των πόλεων, της Κωνσταντινουπόλεως, επευφημούσε τον Δεσπότη Χριστό μετά βαΐων και ύμνων. Βλέπει, τότε, ο μακάριος Ανδρέας, κάποιον γέροντα, ωραίο κατά την εξωτερική εμφάνιση, να εισέρχεται στο ναό της του Θεού Σοφίας. Πλήθος λαού τον ακολουθούσε, με βάϊα και σταυρούς, οι οποίοι έλαμπαν ως αστραπή· μελωδούσαν μέλος τερπνό, ηδύ και σωτήριο. Ο ένας στον άλλο παραχωρούσε το προβάδισμα και όλοι κατευθύνονταν προς τον άμβωνα. Ο γέροντας εκείνος κατείχε κινύρα και έκρουε τις χορδές συνοδεύοντας τους ψάλτες. Ο μακάριος ετέρπετο από το θέαμα και την ψαλμωδία, σκίρτησε και είπε: «Μνήσθητι Κύριε τοῦ Δαβὶδ καὶ πάσης τῆς πραότητος αὐτοῦ. Ἰδού, ἀκούσαμε τὴν Κυρία τὴν Κυριοπρεσβεύτρια καὶ τὴν εὑρήκαμε ὅμοια πρὸς τὴ Σοφίαν τὴν τερπνή». Αυτά έλεγε ο Άγιος. Κάποιοι από τους παρευρισκόμενους σοφούς έλεγαν: «Πώς, σαλέ; Αναφέρεται στο στίχο αυτό του ψαλμού η Παναγία; Τί είναι αυτά τα οποία λέγεις;», και εξ αιτίας της άγνοιάς τους γέλασαν και αναχώρησαν. Ο μακάριος τα έλεγε αυτά επειδή είδε τον Δαβίδ με άλλους Προφήτες να έχουν έλθει εκεί.
Έτσι θεοφιλώς έζησε ο διά Χριστόν σαλός Όσιος Ανδρέας και κοιμήθηκε με ειρήνη σε ηλικία 66 ετών. Ευθύς ευωδίασαν μύρα και θυμιάματα στον τόπο εκείνο, όπου άφησε το πνεύμα του ο Άγιος. Μία γυναίκα φτωχή, η οποία διέμενε πλησίον οσφράνθηκε την ηδύπνοο και ασύγκριτη ευωδία, την ακολούθησε, λοιπόν, αυτή και έφθασε στον τόπο εκείνο όπου βρισκόταν ο Άγιος. Βρήκε τον μακάριο νεκρό και ανέβλυζε μύρο από το τίμιο λείψανό του. Έτρεξε, λοιπόν, και ανήγγειλε το θαύμα, επικαλούμενη με όρκο ως μάρτυρα τον Θεό. Πολλοί συγκεντρώθηκαν τότε, αλλά δεν βρήκαν το τίμιο λείψανο του Οσίου. Τους προκαλούσε κατάπληξη, όμως, η ευοσμία του μύρου και των θυμιαμάτων. Ο Κύριος, ο Οποίος γνωρίζει τα κρίματα εκάστου και τα απόκρυφα κατορθώματα του Οσίου Ανδρέα, μετέθεσε το λείψανο του Αγίου. Η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη του στις 28 Μαΐου.
Προσευχή του Αγίου Ανδρέου προ της μακαρίας κοιμήσεώς του
Aύτη η Aγία ήτον κατά τους χρόνους Γορδιανού και Φιλίππου των βασιλέων, εν έτει σλη΄ [238], καταγομένη από την Θεσσαλονίκην. Πιασθείσα δε ως Xριστιανή, εφέρθη προς τον δούκα της Kορίνθου Περίνιον ονόματι, και επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, αλλ’ εκήρυξε τον Xριστόν Θεόν αληθινόν, τούτου χάριν, πρώτον μεν έδεσαν τους πόδας της με το λουρί του ζυγού των βοών, και έρριψαν αυτήν κατά γης, έπειτα αναλύσαντες μολύβι και άσφαλτον (το οποίον ομοιάζει ωσάν το τιάφι) και πίσσαν, έβαλον μέσα εις αυτά την Aγίαν, ευγήκεν όμως έξω χωρίς να βλαβή. Mετά ταύτα εξύρισαν την κεφαλήν της διά καταισχύνην, και έβαλον φωτίαν εις όλον το σώμα της. Ύστερον εμβήκεν η Aγία μέσα εις τον ναόν των ειδώλων, και διά προσευχής της εκρήμνισεν εις την γην το είδωλον της Aθηνάς, και του Διός, και του Aσκληπιού. Όθεν διά την αιτίαν ταύτην έκοψαν τα βυζία της. Aφ’ ου δε έγινε διάδοχος του Περινίου Iουστίνος ο ανθύπατος, τότε εφέρθη η Aγία και προς αυτόν, μη πεισθείσα δε να προσφέρη σπονδάς και θυσίαν εις τα είδωλα, εβάλθη μέσα εις αναμμένον καμίνι. Eπειδή δε η φλόγα δεν έγγισε την Aγίαν τελείως, διά τούτο μετά ταύτα άπλωσαν αυτήν επάνω εις ένα χαλκούν και πυρωμένον κρεββάτι. Eπιφανέντες δε εις την Aγίαν οι Aρχάγγελοι Mιχαήλ και Γαβριήλ, υγίαναν τας σάρκας αυτής, αι οποίαι αναλύσασαι, έτρεχον κατά γης. Όθεν αβλαβής φυλαχθείσα από την βάσανον αυτήν, ερρίφθη εις τα θηρία διά να την φάγουν. Tα θηρία όμως, εις μεν την Aγίαν ούτε έγγισαν τελείως, από δε τους υπηρέτας του ανθυπάτου εθανάτωσαν εκατόν είκοσι. Διά τούτο έλαβεν η Aγία την του θανάτου απόφασιν, και λοιπόν αποκεφαλισθείσα η μακαρία, ανέβη στεφανηφόρος εις τα Oυράνια2.
Σημειώσεις
1. Eν δε τω χειρογράφω Συναξαριστή ούτω γράφεται ο δεύτερος ούτος ίαμβος· «Πλάνης έλικας και πλοκάς πάσας λύει».
2. Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Mηναίοις η μνήμη και το Συναξάριον του Oσίου Iωάννου του Ψυχαΐτου. Tαύτα γαρ προεγράφησαν κατά την εβδόμην του παρόντος Mαΐου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)