Αρχική Blog Σελίδα 202

Metropolitan Neophytos of Morphou on masturbation and eye lust (26/02/2024)

Metropolitan Neophytos of Morphou answers to a 23 years old man regarding masturbation and eye lust.

This is from the 31st spiritual dialogue synaxis “Lighting up the lighter of the Saints” that took place on the 26 February 2024. Original video: https://youtu.be/KbB0j4ORcDQ?si=GGNppWfF33UvnlVc

English subtitles taken (but have been modified) from: https://www.youtube.com/watch?v=CHIlRkQRZFU&t=1366s&ab_channel=Vasileia 

Οσία γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς (+ 4 Ιουνίου 1995)

Η μακαριστή Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς
Η μακαριστή Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς

Πόσο ευτυχισμένοι είμαστε και πόσο πρέπει αυτές τίς μέρες να τίς εκτιμούμε και να τις σεβόμαστε! Πρέπει να σκεφτόμαστε, το βράδυ πού πηγαίνουμε να κοιμηθούμε: «Θα την ξαναβρούμε αυτή τη ζεστασιά, αυτό το ζεστό φαγητό πού τρώμε; Θα ξαναβρούμε αυτά τα καλά πού έχουμε, αυτή την ησυχία;». Δεν ξέρουμε τί ξημερώνει αυτά έρχονται εν ριπή οφθαλμού. Γι’ αυτό αυτές τίς μέρες πρέπει να τις εκτιμούμε και να τις σεβόμαστε.

Λέω, οι Σέρβοι με τόση πίστη και ευλάβεια, τέτοιο μαρτύριο! Αλλά πάλι, λέω, και στην Ιερουσαλήμ στη Μονή Χοζεβά, ήταν χιλιάδες οι Πατέρες πού σφαγιάσθηκαν μέσα στο σπήλαιο οι Χοζεβιτες δεν ήταν άγιοι Πατέρες; Όταν πήγαμε εκεί στο σπήλαιο, βάλαμε χώμα μέσα στο μαντήλι και μάτωσε το μαντήλι ευωδίαζε το χώμα, ένδειξη μαρτυρίου. Το ίδιο και στον Άγιο Θεοδόσιο και στα ρωσικά Μοναστήρια παντού αίματα. Πήγαμε και στο χωριό των Ποιμένων και λέμε, κάτι ευωδιάζει έβγαινε άρρητος ευωδία. Και στον ‘Αγιο Μηνά στη Χίο σφαγιάσθηκαν δεκατέσσερις χιλιάδες την ημέρα του Πάσχα. Τί μαρτύριο ήταν αυτό, δεκατέσσερις χιλιάδες! Γιατί επέτρεψε ο Θεός και τούς αποκεφάλισαν; Δεν ήταν εκείνοι άγιοι Πατέρες; Σύμφωνα με την πίστη μας, θα δώσει και σ’ εμάς ο Θεός.

Η Χάρις του Θεού θα μάς σκεπάση. Να λέμε τους Χαιρετισμούς- «τείχος ει των παρθένων, Θεοτόκε Παρθένε», και τί θα κάνη ο Θεός δεν ξέρουμε. Λέω, πώς πρέπει να είμαστε και στο θέμα τής προσευχής! Όταν εκκλησιαζομαστε, να είμαστε πολυόμματα Χερουβείμ. Εκεί πού στεκόμαστε, εκεί να μένουμε, εκτός εάν υπάρχει σωματική ανάγκη. Τί μεγάλη ευλογία είναι να έχουμε κάθε μέρα Θεία Μυσταγωγία! Πολύ μεγάλη ευλογία είναι αυτή.

Θά έρθη καιρός, πού δεν θα βρίσκουμε ένα αντιδωράκι τόσο δα μικρό και θα λέμε: «Πού είσαι, αντιδωράκι μου, να σέ φάω, πού σέ είχα κάθε μέρα, σε έπαιρνα και σέ έτρωγα με τις χούφτες!». Θά έρθει εποχή πού δεν θα έχουμε ούτε αντίδωρο ούτε αγιασμό να πάρουμε. Τώρα είναι μια μεγάλη ευλογία της Παναγίας μας να έχουμε κάθε μέρα Θεία Λειτουργία. Ξέρετε πόσο μάς φρουρεί;

Μάς έλεγε ένας Γέροντας παλαιότερα ότι, όταν μια αδελφή έχει επάνω της ένα Τετραευάγγελο, φυλάει σαράντα γειτονιές. Σκεφτείτε τώρα να γίνεται κάθε μέρα μία Θυσία του Χριστού, πόση ευλογία έχουμε! Αυτό είναι αφάνταστο’ να κατεβαίνουν κάθε μέρα μύριες μυριάδων Αγγέλων και Αρχαγγέλων, τα πολυόμματα Χερουβείμ, τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, να μάς περικυκλώνουν και να γίνεται η Θεία Μυσταγωγία. Περισσότεροι είναι οι άγιοι Άγγελοι από την αναπνοή μας πού βγαίνει. Σκεφτείτε τί μεγάλο πράγμα είναι να είναι γεμάτη η εκκλησία από αγίους Αγγέλους! Δεν ξέρω, εγώ έτσι το νοιώθω, έτσι το βλέπω και έτσι σάς το λέω. Πολλές φορές σκέφτομαι, τί μεγάλη δωρεά του Θεού είναι αυτό, και ξενυχτώ, δεν με πιάνει ο ύπνος.

Κάθε μέρα Θεία Μυσταγωγία! Να μνημονεύουμε τα ονόματα όλων αυτών των ανθρώπων! Η κάθε ψυχούλα που είναι τόσο πονεμένη και διψασμένη θέλει μια βοήθεια και μια ενισχυση, εκτός από τους κεκοιμημένους που είναι μέσα στην Κόλασή και άλλος είναι μέσα στο πυρ και άλλος στο βρυγμό των οδόντων, πού και αυτοί έχουν ανάγκη να μνημονευθούν.

***

Η συνάντηση της οσίας γερόντισσας Μακρίνας της Πορταριάς
και του οσίου Ιερωνύμου της Αιγίνης του Καππαδόκου

Γέροντας Ιερώνυμος της Αίγινας

Μας έστειλε ο Γέροντας Ιωσήφ, ο παππούς, να βρούμε τον π. Ιερώνυμο. Που να τον βρούμε τώρα εμείς τον π. Ιερώνυμο;
Ξεκινήσαμε και πάμε- μπήκαμε μέσα στο πλοίο και ρωτήσαμε μία γυναίκα εκεί πέρα: «Μήπως ξέρετε τον π. Ιερώνυμο που έχει μία Γερόντισσα, που την λένε Ευπραξία;». Μας είπε: «Τον δεύτερο άγιο Νεκτάριο ζητάτε; Δεν φιλοξενεί αυτός, να πάτε στο Μοναστήρι στον άγιο Νεκτάριο, εκεί να κοιμηθήτε και το πρωί να ερωτήσετε τις μοναχές, να σας οδηγήσουν από που θα πάτε». Εμείς ξεκινήσαμε, όπως μας είπε η γυναίκα, πήραμε το αυτοκίνητο και πήγαμε στον άγιο Νεκτάριο. Καθήσαμε το βράδυ εκεί. Το πρωί σηκωθήκαμε και ρωτήσαμε μία μοναχούλα: «Μήπως ξέρετε το Μοναστηράκι του π. Ιερωνύμου που είναι;».
«Είναι πολύ μακριά, θα κοπιάσετε πολύ, δεν θα μπορέσετε να το βρήτε», μας είπε.
Ο Γέροντας Ιερώνυμος είπε το πρωί εκείνο στην Γερόντισσα Ευπραξία:
-Σήμερα θα πας στο Μοναστήρι, στον άγιο Νεκτάριο, να ανάψης τα καντήλια.
-Καλέ Γέροντα (είχε βγάλει ανεμοπύρωμα στο πρόσωπο της) που θα πάω, δεν μπορώ, με πονάει το πρόσωπό μου, που να πάω;
-Κάμνε υπακοή, κάμνε υπακοή και πήγαινε στον άγιο Νεκτάριο, να ανάψης τα καντήλια.

Είχε ενάμισυ χρόνο να πάη στον άγιο Νεκτάριο. Λοιπόν σηκώθηκε η Γερόντισσα Ευπραξία και ήρθε η καημένη στην εκκλησία και άναβε τα καντήλια. Εμείς είδαμε μια γιαγιούλα που άναβε τα καντήλια. Όταν τελείωσε, έφυγε και πήγε στο Μοναστηράκι της αγίας Αικατερίνης. Φύγαμε από τον άγιο Νεκτάριο και λέω στην αδελφή που ήμασταν μαζί: «Δεν πάμε στης αγίας Αικατερίνης το Μοναστήρι; «Ίσως και μας πληροφορήσουν για τον π. Ιερώνυμο». Ξεκινήσαμε λοιπόν και πήγαμε. Μόλις είδα την νεωκόρο εκεί, της είπα:
-Μήπως ξέρετε που είναι το Μοναστηράκι του π. Ιερωνύμου και από που να πάμε; Γιατί δεν ξέρουμε.
-Περιμένετε μια στιγμή να το πω στην Γερόντισσα. Σε λίγο ήρθε και μας πήγε στον ξενώνα.
Πήγαμε μέσα, βλέπουμε μία γιαγιούλα που καθόταν.
-Από είστεν; Μας είπε η γιαγιούλα.
-Από τον Βόλο είμαστε.
-Από τον Βόλο είστε, και τι θέλετε εδώ που ήρθατε;
-Θέλουμε το Μοναστηράκι του π. Ιερωνύμου. Η Γερόντισσα Ευπραξία είναι του π. Αρσενίου αδελφή και μας έστειλε ο παππούς Ιωσήφ να έρθουμε να γνωρίσουμε τον π. Ιερώνυμο και την αδελφή του π. Αρσενίου.
-Τι θέλετε να την γνωρίσετε αυτή;
-Αφού μας είπε ο Γέροντας, θέλουμε να κάνουμε υπακοή και ’μείς να την γνωρίσουμε.
-Αφήστε την αυτήν, τι την θέλετε;
-’Ε, την θέλουμε.
-Εσείς τι είστε, δόκιμες μοναχές; Μας ρώτησε.
-Είμαστε δόκιμες μοναχές.
-Σκάψατε, σκάψατε, βρήκατε το νερό;
-Σκάβουμε, σκάβουμε, θα το βρούμε το νερό, αγωνιζόμαστε να βρούμε τον Χριστό, της απάντησα. Από ’δω μας δοκίμασε, από ’κει μας δοκίμασε, από ’κεί μας έλεγε ένα σωρό, ύστερα τελικά, μας είπε: «εγώ είμαι η Ευπραξία». Τι έγινε εκείνη την ώρα που μας είπε ότι αυτή είναι! «Λοιπόν, ο Γέροντας το προαισθάνθηκε, μας είπε, ότι θα ερχόσαστε, γι’ αυτό έστειλε εμένα στο Μοναστήρι στον άγιο Νεκτάριο». Και συνέχισα: «Πράγματι, αν δεν ερχόσαστε, ήταν αδύνατον να το βρούμε το Μοναστήρι».
Κάτι κατσάβραχα, κάτι δρόμοι, μέχρι να πάμε είδαμε και πάθαμε. Φτάνουμε λοιπόν στον π. Ιερώνυμο. Πηγαίνει ο π. Ιερώνυμος έξω.
-Τι ήρθατε σεις εδώ, τι ήρθατε; Είπε άγρια.
-Ήρθαμε να πάρουμε την ευχούλα σας και να σας γνωρίσουμε κι από κοντά, μας έστειλε ο Γέροντας Ιωσήφ, απάντησα.
-Τι είστε και ποιόν ήρθατε να δήτε;
-Να, την αγιωσύνη σας ήρθαμε να δούμε.
-Άντε στο καλό σας, φύγετε, έξω, έξω σας λέω.
-Εμείς δεν θα φύγουμε, θα καθήσουμε εδώ στα σκαλοπάτια και όποτε σας φωτίσει ο Θεός, θα μας καλέσετε μέσα, να μας πάρετε, να μας δήτε.
-’Έξω σας λένε, βγήτε έξω, έξω από το Μοναστήρι, τι θέλατε και ήρθατε εδώ πέρα, ποιόν να δήτε;

-Την αγιωσύνη σας ήρθαμε να δούμε, του ξαναείπα. Τελικά λοιπόν καθίσαμε εμείς εκεί πέρα- μας έβλεπε η Γερόντισσα Ευπραξία και δεν έβγαζε τσιμουδιά. Πάει μέσα ο Γέροντας και προσευχόταν, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Μετά βγήκε και μας φώναξε: «Ελάτε, καλόγριες, ελάτε μέσα». Πάμε μέσα, καθίσαμε. «Βάλτε τους να φάνε», είπε στην Γερόντισσα. Μας έδωσε μπακαλιάρο βραστό, λεμόνια, ψωμί, έτρεξε να μας φιλοξενήση. Υστερα μας φώναξε στο κελλί. Πάμε στο κελλί σηκώνει τα χεράκια του επάνω και αρχίζει: «Κύριε, εκέκραξα, εισάκουσόν μου», «Κύριε, δος μου μετάνοιας δάκρυα, δος μετάνοιας πόθον, δος μου μετάνοιας έρωτα, δος μου μετάνοιας χάριν». Λόγια που είπε στον Χριστό! Και τα χεράκια του σηκωμένα, έτσι.

Εκείνη την ώρα λοιπόν αισθανθήκαμε μια ευωδία ξέχειλη από κοντά του, δεν μπορούσαμε να σταθούμε από τα δάκρυα, από τον κλαυθμό. Εκεί που δεν μας ήθελε, μας έκανε αυτοσχέδιο προσευχή και μας συμβούλεψε πνευματικά. Μας είπε: «Πολλή Αγάπη είχα σε σας και ήθελα να σας γνωρίσω από το ’41-’42, αλλά δεν ήταν θέλημα Θεού. Όταν ήθελα να κάνω Μοναστήρι, άκουσα φωνή: Εσύ στην Αίγινα θα κάνης Μοναστήρι και όχι εδώ πέρα στο Πήλιο”». Η Γερόντισσα Ευπραξία ερχόταν στον άγιο Απόστολο τον Νέο, εκεί που εκκλησιαζόμασταν, κοινωνούσε και δεν την βλέπαμε, τρία χρόνια γινόταν αυτό. Επί τρία χρόνια εκκλησιαζόταν, κοινωνούσε στον άγιο Απόστολο τον Νέο και δεν είχε παρουσιαστή με τον κόσμο. Εγώ σας έβλεπα, μας είπε, αλλά εσείς δεν με βλέπατε. Μετά ο Γέροντας μας είπε: «Κοιτάξτε, όταν βαδίζετε, τον κόσμο θα τον βλέπετε σαν δένδρα. Εγώ όταν βαδίζω, τους ανθρώπους τους βλέπω σαν δένδρα και ο λογισμός μου είναι καθαρός, δεν έχει μέσα ακαθαρσία, τίποτε. Να πηγαίνετε όλο από τα στενά και όχι από τους μεγάλους δρόμους, να ακολουθήτε την στενή και την τεθλιμμένη οδό». Ήρθε η ώρα να φύγουμε. Να μας ξεπροβοδίζη και να μη μας αφήνη να φύγουμε από την πολλή Αγάπη και την πνευματική ένωσι. Μας σταύρωνε, μας σταύρωνε… Μείναμε το βράδυ εκεί πέρα, σ’ ένα μικρό καμαράκι, αυτό είχε η Γερόντισσα, τίποτε άλλο. Είχε ένα κρεββατάκι ισα-ισα που καθόμαστε, όχι να ξαπλώσουμε τα πόδια μας, και καθίσαμε και οι τρεις και κάναμε άγρυπνία όλη νύχτα, δεν είχε άλλο μέρος να κοιμηθούμε. Σηκωθήκαμε το πρωί και δεν ήξερε τι να μας δώση ο Γέροντας.

Του πηγαίνανε κάτι πετσετούλες και μαντηλάκια, πιάνει και μας τα δίνει για ευλογία, να τα έχουμε να τον θυμώμαστε. Μας έλεγαν οι ντόπιοι ότι ο π. Ιερώνυμος πήγαινε και ζητούσε ψάρια από τους ψαράδες: «Εσύ, σήμερα βλαστήμησες, ψάρια δεν θα πάρω, ευλογία δεν θα έχης’ ευλόγησον, συγχώρεσέ με». Πήγαινε στον άλλο: «Εσύ σήμερα δεν είπες τίποτε, θα πάρω ψάρια, δος μου δύο κιλά ψάρια». Πήγαινε στον άλλο, τα μάζευε τα ψάρια στο καλάθι του, ειδοποιούσε τις φτωχές, τις χήρες, τα ορφανά κλπ. και έδινε τα ψάρια. Κάθε μέρα γινόταν αυτό και μόλις τον έβλεπαν οι ψαράδες, τον φώναζαν: «Έλα, π. Ιερώνυμε, να σου δώσω ψαράκια». Και όταν έφευγε, είχαν πολλή ευλογία στο μαγαζί τους. Πολλή Χάρι είχε.

Θα σας πω και αυτό, εις δόξαν Χριστού: Είχαμε πάει στην Λειτουργία μια Κυριακή- εκείνη την ημερα αισθανθήκαμε τέτοια ευωδία και βλέπαμε τα ράσα μας άσπρα, σαν να μας κοσκίνιζε κανείς από πάνω ζάχαρι άχνη, με άρωμα βανίλια και, αφού τελείωσε η Λειτουργία, ύστερα έφυγε αυτό το ουράνιο πράγμα. Ξαναπήγα, νόμιζα ότι θα το ξανααισθανόμουν. Είπα στην Γερόντισσα Ευπραξία: «Πες να πάω από μία άκρη να κοιτάξω στο Ιερό μέσα, να ’δω πως προσεύχεται». Με παίρνει λοιπόν, με βάζει σε μία ακρούλα και κάθησα. Θρήνος γινόταν… Ο π. Ιερώνυμος λοιπόν λίγο καιρό μετά τη χειροτονία του είδε τον Χριστό ως βρέφος στην ‘Αγία Τράπεζα, να του λέη: «Σφάξε με και να με διαμελίσης»- και ο π. Ιερώνυμος απαντούσε: «Πως να διαμελίσω τον Δεσπότη Χριστό;».

Έκτοτε σταμάτησε να λειτουργή. Όταν βρέθηκε στο νοσοκομείο της Αιγίνης, βοήθησε πολύ κόσμο. Ήξερε όλα τα βότανα, σαν βοτανολόγος, τέτοια σοφία είχε- έβγαινε έξω, μάζευε βότανα κι έλεγε, για εκείνη την ασθένεια κάνει αυτό και αυτό. Με αυτά έκανε φάρμακα, αλοιφές και γινόταν ο κόσμος καλά. Ο π. Ιερώνυμος διόρθωνε ρολόγια και μια μέρα πήγε να ανοίξη μια οβίδα, του την είχε άφήσει ένας Γερμανός, που του θεράπευσε το πόδι. Σκάει λοιπόν η οβίδα, του κόβει το χέρι και έσπασαν τα τύμπανα στα αυτιά του. Μετά τον πήγανε σε νοσοκομείο στην Αθήνα Για τον λόγο αυτό στο εκκλησάκι του Γέροντος Ιερωνύμου λειτουργούσε συνήθως κάποιος π. Νικόλαος, κατά την διήγησι της Γερόντισσας.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και είδε την αγία Παρασκευή και τους θαυματουργούς αγίους Αναργύρους που του είπαν: «»Ας σου σπάσανε τα τύμπανα, εσύ θα ακούς». Στην Θεία Λειτουργία χωνόταν κάτω από την Αγία Τράπεζα και από τότε που άρχιζε μέχρι να τελειώση η Λειτουργία, έκλαιγε. Πολύ άγιος άνθρωπος. Μας έλεγε η Γερόντισσα ότι αποβραδίς που άρχιζε την προσευχή του μέχρι που τελείωνε το πρωί, τα χέρια τα είχε σηκωμένα- του τα κατέβαζε η Γερόντισσα. Τέτοια προσευχή είχε! Ήταν μία πνευματική φυσιογνωμία πάρα πολύ σπουδαία. Είχε η Γερόντισσα πολλά να πη, αλλά δεν τα γράψανε, θα τον δοξάση ο Θεός στον ουρανό.

***

Η επίσκεψις της Γερόντισσας Μακρίνας της Πορταριάς
στον άγιο Ιάκωβο Τσαλίκη της Ευβοίας

Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης και μακαριστή οσία Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς

Η Γερόντισσα έτρεφε, επίσης, ιδιαίτερη ευλάβεια προς τον μακαριστό Γέροντα π. Ιάκωβο Τσαλίκη (1920-1991), τον οποίο επισκέφθηκε στην Ιερά Μονή του οσίου Δαυίδ στην Λίμνη Ευβοίας το 1988 και το 1990, συνοδευομένη από μοναχές και λαϊκούς. Κατά την πρώτη επίσκεψι ο μακαριστός Γέρων ήταν πολύ άρρωστος, καθώς εκτός των άλλων ασθενειών τον ταλαιπωρούσε και ίλιγγος, και δεν κατέβηκε εκείνη την ημέρα στην Θεία Λειτουργία. Οι πατέρες της Μονής μας διαβεβαίωναν ότι ήταν αδύνατο να μας ιδή.

Η Γερόντισσά μας με ακράδαντη πίστι και παρρησία μας έλεγε: «Κάντε κομποσχοινάκι, θα βγή ο Γέροντας να μας δώση την ευχή του». Όταν τελικώς ο μετέπειτα ηγούμενος της Μονής και νύν μακαριστός Γέρων π. Κύριλλος του είπε ότι τον ανέμενε η Γερόντισσα Μακρίνα με την συνοδία της, με κόπο αλλά και με μεγάλη χαρά, ο Γέρων Ιάκωβος κατέβηκε, μας καλωσώρισε και μας νουθετούσε επί πολλή ώρα όρθιος. Κάποια στιγμή απευθυνόμενος προς τους λαϊκούς ο Γέρων είπε χαρακτηριστικώς: «Εγώ, αν ήμουν στην θέσι σας, θα πήγαινα με τα πόδια κάθε πρωί στο Μοναστήρι να πάρω την ευχή της Γερόντισσας Μακρίνας και μετά θα πήγαινα στην δουλειά μου». Τέλος, κατευοδώνοντάς μας μέχρι την εξώπορτα, και ενώ εμείς ανεβήκαμε στο λεωφορείο για να φύγουμε, έψαλε: «Εκάθισεν Αδάμ απέναντι του Παραδείσου…».

Κατά την δεύτερη επίσκεψί μας στην Ιερά Μονή του οσίου Δαυίδ το καλοκαίρι του 1990, ο Γέρων Ιάκωβος μας υποδέχθηκε με έκδηλο τον σεβασμό του προς την Γερόντισσα λέγοντας: «Η Γερόντισσα Μακρίνα δεν είναι μόνο δική σας Μητέρα είναι και δική μας Μητέρα και Μητέρα όλης της Εκκλησίας. Αν ήμουν στον Βόλο θα πήγαινα κάθε πρωί και θα της φιλούσα το χέρι, τόσο σεβασμό και ευλάβεια έχω στην Γερόντισσα Μακρίνα. Και κάθε πρωί που λειτουργούμε βγάζουμε μερίδα διά την Γερόντισσα Μακρίνα και τις αδελφές. Και αυτήν την μερίδα την παίρνει Άγγελος Κυρίου -τα πιστεύουμε αυτά!- και την πάει στον θρόνο του Θεού. Και προσευχόμεθα για τις ψυχές των ανθρώπων, για την Γερόντισσα Μακρίνα, τις μοναχές, για όλους τους ανθρώπους, για υγιείς, για πονεμένους και για τους αμαρτωλούς. Και Εκείνος, λοιπόν, δίδει την ευλογία Του». Στην Γερόντισσα ο π. Ιάκωβος ευχήθηκε ιδιαιτέρως: «Να σας δίνη υγεία, όσο θέλει ο Θεός, μέχρι να τελειώση η προθεσμία. Εύχομαι καλόν Παράδεισο. Να συγκαταριθμηθής, Γερόντισσά μου, με την ιερά αδελφότητά σας μετά των φρονίμων Παρθένων». Ο Γέρων Ιάκωβος συνωμίλησε για αρκετή ώρα μαζί της για θαυμαστές πνευματικές του εμπειρίες και καταστάσεις της Θείας Χάριτος και όταν οι αδελφές φεύγοντας ζήτησαν την ευλογία του, εκείνος τις ευλόγησε με ένα Σταυρό, που του είχε στείλει κάποτε η Γερόντισσα ως δώρο.

***

Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης: «Ήταν παιδιά μου, με συγχωρείτε, μία Γερόντισσα, απ’ την Πορταριά αν έχετε υπόψη σας, απ’ το Μοναστήρι της Πορταριάς. Κι η Γερόντισσα αυτή πριν ένα χρόνο είχε πάει στο Λονδίνο, για να κάνει μια σοβαρή εγχείρηση, ξέρει ο κύριος γιατρός εδώ. Πρώτα όμως έγραψε γράμμα στον Άγιο στο Μοναστήρι, και κάναμε παράκληση και Θεία Λειτουργία.

Και, ω του θαύματος! Η γυναίκα αυτή είχε κάτι που της κάνανε εγχείρηση αλλά δεν είχε αυτό που έπρεπε να έχει, το σοβαρό. Είχε, με συγχωρείτε, κάτι, δύο όγκους είχε η γυναίκα στο σώμα της χαμηλά. Πέρασαν όμως πρώτα από τον Άγιο. Και λέει τώρα η Γερόντισσα αυτή:

– Πάτερ μου, πιστεύω στον Όσιο Δαυίδ και στις ευχές σας Γέροντα. Πάτερ μου, λέει να κάνεις εσύ προσευχή και δεν θα’ χω τίποτα. Αν πεθάνω όμως, πάτερ μου, να μου κάνεις αυτά τα διατεταγμένα, λέει, αυτά τα ονόματα και το σαρανταλείτουργο και εγώ, ότι έχω να σας προσφέρω.

– Γερόντισσά μου, εγώ δε θέλω τίποτα, μου αρκεί η πίστη σας και η ευσέβειά σας, της λέω.

– Χριστέ μου, Παναγία μου και Όσιε μου Δαυίδ, προτού την δει ο χειρούργος, πήγαινε εσύ κάντην μία, με συγχωρείτε, μία τομή εκεί πέρα με το χέρι σου, πάρε αυτά τα ογκίδια και δώσε της την υγεία της.

Και ω του θαύματος, αυτό έγινε! Φύγανε, μαζί με το γιατρό τον κ. Νίκο, πήγαν στη Θεσσαλονίκη και η Γερόντισσα η Μακρίνα δεν είχε τίποτα. Και μάλιστα έγινε τελείως καλά!»

Από το νέο βιβλίο της Ιεράς Μονής Οσίου Δαυίδ: «Ένας σύγχρονος Άγιος ~ Ο Όσιος Ιάκωβος (Τσαλίκης)»

***

Ο άγιος Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης και η Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς

Ο Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης ….προσευχήθηκε θερμώς υπέρ αυτής και έλαβε «πληροφορία» ότι η Γερόντισσα Μακρίνα ευρίσκεται σε πολύ υψηλά πνευματικά μέτρα, όπως ο μακαριστός Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής.

Κάποια άλλη φορά, ο Γέρων Εφραίμ ο Κατουνακιώτης είδε, εν ώρα προσευχής υπέρ της αδελφότητός μας, δύο φωτεινές στήλες επάνω από το Μοναστήρι· έβλεπε με πνευματικό τρόπο την προσευχή της Γερόντισσάς μας Μακρίνας και της μακαριστής Γερόντισσας Θεοφανούς, μητρός του Γέροντός μας. Τον Ιούλιο του 1990, κάποιος προσκυνητής του Αγίου Όρους ήλθε στο Μοναστήρι μας, για να συνομιλήση με την Γερόντισσα. Η Γερόντισσα μαθαίνοντας ότι σκεπτόταν να επισκεφθή τον Γέροντα Εφραίμ στα Κατουνάκια, του έστειλε ως μικρό δώρο λίγους ξηρούς καρπούς. Όταν ο Γέρων τους έλαβε, εκδήλωσε την μεγάλη του χαρά με ένα διάπλατο χαμόγελο, λέγοντας στον προσκυνητή: «Ένα άρωμα, παιδί μου, αυτή η Γερόντισσα!», αναφερόμενος στην καθαρότητα της καρδίας της.
Πηγή: Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου (1921-1995), Λόγια Καρδιάς», έκδοση της Ι.Μ. Παναγίας Οδηγήτριας Πορταριάς Βόλου.

***

Όταν ο Γέροντας Εφραίμ, ο Φιλοθεΐτης επισκέφθηκε τα Κατουνάκια, μίλησε στον Γέροντα για την Γερόντισσα Μακρίνα, εκθειάζοντας τις αρετές της. Τότε ο Γέροντας του λέει χαμογελώντας: Δεν χρειαζόμαστε τις δικές σας συστάσεις. Έχουμε και εμείς λίγη προσευχή. Θα σου πω εγώ ποια είναι η Γερόντισσα Μακρίνα. Όταν ο Γέροντας πληροφορήθηκε τα σχετικά με την Γερόντισσα, θαύμασε την καθαρότητά της, την νήψη της ψυχής της, το χάρισμα της αδιάλειπτης προσευχής, την ελεήμονα καρδιά της, την ιδιαίτερη σχέση της με την Παναγία: Έμεινα εκστατικός, συνέχισε ο Γέροντας, και είπα. Πω, πω, τι είναι αυτή η Γερόντισσα! Φωτια!

***

«Μετά την κοίμησι του Γέροντος Ιωσήφ, ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, πολλές φορές τα βράδυα στην αγρυπνία του έβλεπε με τους νοερούς του οφθαλμούς, δύο στύλους πυρός πάνω από τον Βόλο, να υψώνονται από την γη στον ουρανό.
Επρόκειτο για την ήδη μακαριστή Γερόντισσα Μακρίνα και μία από τις χαριτωμένες [=γεμάτες θεία χάρη, δηλ. την αγαθή ενέργεια του Θεού] μοναχές της. Και έλεγε ο παπα-Εφραίμ χαρούμενος:
«Βρε-βρε! Για κοίτα! Εμείς στα βράχια τόσο κοπιάζουμε, για να βρούμε λίγα ψίχουλα [θείας χάρης], και αυτές στον κόσμο τόση Χάρι! Τι κάνουν αυτές εκεί πέρα!»

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γέροντος Εφραίμ: Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης (1897-1959).

***

Να κυνηγάς πολύ την «ευχή», σαν αυτούς που ψάχνουν να βρουν ένα μαργαριτάρι. Χωρίς «ευχή», δεν έχει Χριστό στην καρδιά. Αυτή θα σε μάθει να αγαπάς τον Χριστό. Όποιος κυνηγάει την «ευχή» σαν το χρυσάφι και εκμεταλλεύεται και το λεπτό όλα τα υπερπηδά, τα δέχεται και τα υπομένει. Τότε ο Θεός και η Παναγία τον σκεπάζουν…

***

Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς
«Μου φάνηκε ότι η Αγία Ανάσταση ήρθε μέσα στην καρδιά μου και την κατάπια»

Η μακαριστή Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς

Θα σας πω κάτι που μου συνέβη τότε στην πείνα, στην Κατοχή. Είχα ένα χρέος, που έπρεπε να το δώσω. Είχα εντολή να το εξοφλήσω μέχρι το Πάσχα. Και έκανα μεγάλη οικονομία, για να κλείσω το χρέος. Έτρωγα όλη την Μεγάλη Εβδομάδα λίγο ψωμάκι, πενήντα δράμια ψωμί, που και αυτό ακόμη δεν μπορούσα να το αγοράσω- έβρεχα το ψωμί μου μέσα στο νερό και το έτρωγα, δεν είχα τίποτε άλλο. Θέλω να σας πω, τι κάνει ο Θεός στην στέρησι, στην ανέχεια την μεγάλη και πως βοηθάει. Όχι ότι είχα άξια, αλλά με γλύκανε, για να μου δείξη πόσο δυνατός είναι και πόσο πρέπει να Τον λατρεύουμε.

Ήλθε το Μέγα Σάββατο και πήγα στις οκτώ το βράδυ στην εκκλησία, γιατί ο πνευματικός μας διάβαζε νωρίς τις Πράξεις των Αποστόλων. Όπως γίνεται στο Άγιον Όρος. Και κάθησα σε μία γωνιά και τραβούσα κομποσχοινάκι. Όλοι κρατούσαν λαμπάδες, εγώ δεν είχα τίποτε, ούτε ένα κεράκι, τίποτε. Τώρα πως να πήγαινα στο «Δεύτε λάβετε φως», δεν είχα κερί. Είπα με το νου μου: «Αφού θέλεις, Χριστέ μου, να μη έχω μία λαμπαδούλα να πάρω το άγιο Φως, νάναι εύλογημένο το θέλημά Σου».

Έλεγα λόγια στον Χριστό, παράπονα, έλεγα τον πόνο μου. Θυμήθηκα τους άσκητάδες και σκεφτόμουν: «Πως οι ασκητάδες στην έρημο δεν έχουν ψωμάκι, δεν έχουν φαγάκι και κείνους ο Θεός τους φροντίζει, τι στενοχωριέμαι; Και μένα ο Θεός θα με φροντίση.

Άμα θελήση ο Θεός, θα στείλη ανθρώπους να μου φέρουν και μένα κάτι, θα φωτίση να μου φέρουν και μία λαμπαδούλα». Είδα λοιπόν μία γυναίκα να έρχεται και να μου λέη:

-Δεν έχεις λαμπάδα;

-Όχι δεν έχω, της απάντησα.

-Τέτοια μέρα, δεν έχεις λαμπάδα, αναστάσιμη μέρα να μη έχης λαμπάδα; Απόρησε η γυναίκα.

-Άμα θέλης, φέρε μου απ’ το παγκάρι μία λαμπάδα και ’γω θα σου τα δώσω τα χρήματα. Τώρα δεν έχω, την άλλη βδομάδα θα σ’ τα δώσω, της είπα.

-Σώπα, παιδάκι μου, που θα μου την πληρώσης, θα σου πάρω εγώ μία λαμπαδούλα.

Πήγε και μου έφερε μία λαμπαδούλα και με έπιασε το παράπονο. Συλλογιζόμουν: «Ας πάω με τους ερημίτες, θα συνεορτάσω εκεί πέρα που είναι μακριά οι εκκλησίες τους, που δεν έχουν κανένα να τους πάη τίποτε».

Τότε είχε τυπικό ο πνευματικός μας μετά την Ανάσταση, μόλις μπαίναμε μέσα, να προσκυνάμε την εικόνα της Αναστάσεως. Μόλις προσκύνησα μου φάνηκε ότι η Αγία Ανάσταση ήρθε μέσα στην καρδιά μου και την κατάπια και άκουσα μια φωνή, σαν να είχαν ανοίξει όλα τα ραδιόφωνα του κόσμου, που έλεγε: «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος». Άκουγα μέσα μου το πασχαλινό Ευαγγέλιο, χωρίς να το λέη ο παπάς, και λιποθύμησα- δεν κατάλαβα τίποτε, ούτε πως με σήκωσαν, τίποτε. Όταν συνήλθα, αυτός ο λόγος ήταν μέσα στα αυτιά μου και μέσα στην καρδιά μου’ και μου ήρθε ένας χορτασμός, σαν να είχα φάει τα αυγά, τα τυριά, τα κρέατα όλου του κόσμου και αισθανόμουν σαν να μη βρισκόμουν στην εκκλησία. Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν λιποθυμισμένη- πήγαν να με συνεφέρουν, αλλά εμένα αυτά τα λόγια είχαν τυπωθή μέσα στην ψυχή μου. Άκουγα αυτή την ωραία φωνή σ’ όλη την Πασχαλινή Ακολουθία και αυτά τα λόγια μου φέρνανε ένα χορτασμό.

Πως τρως κατά κόρον και δεν μπορείς να σταθής, έτσι ακριβώς αισθανόμουν και υστέρα μου ήρθε ο λογισμός: «να, και οι Πατέρες στην έρημο που δεν τρώνε, που δεν γεύονται τίποτε, αυτόν τον χορτασμό αισθάνονται». Έτσι μια φωνή μου το- λεγε αυτό το πράγμα και δεν μπορώ να σας περιγράφω, τι άρρητα ρήματα γλύκαιναν μέσα την ψυχή μου και αισθανόμουν άρρητη ευωδία και άρρητη γεύση, σαν να είχα φάει του κόσμου τα μέλια, του κόσμου τα γλυκά. Και ενώ την Μεγάλη Εβδομάδα είχα εξαντληθεί από την αφαγιά και την στέρησι, μετά έλαβα δυνάμεις. Πως αισθάνεται ένας πολύ δυνατός άνθρωπος;

Ύστερα λοιπόν έλαβα ισχυρές δυνάμεις και την ώρα που μου είπε ο πνευματικός μου «Χριστός Ανέστη!» ήρθε και απλώθηκε πιο πολύ αυτός ο πλούτος μέσα στην ψυχή μου. Όταν κοινώνησα συμπληρώθηκε αυτός ο κορεσμός και ούτε να φάω ούτε να πιω ήθελα. Και παίρνω ένα δρόμο και πηγαίνω στο σπίτι, για να μη χάσω αυτό το μεγαλείο. Πήγα σπίτι. Δεν ήθελα να φάω, μα τίποτε, τίποτε. Ούτε νεράκι ούτε ψωμί, τίποτε δεν ήθελα. Με φώναξε η εξαδέλφη μου, που ήταν απέναντι από το σπίτι μου, να πάω να φάω πατσά. Εγώ που να πω ότι είχα «φάει»; Δεν είπα τίποτε. Πήγα να φάω, ούτε η πρώτη κουταλιά δεν κατέβαινε. Το μεσημέρι με είχε καλέσει για φαγητό η κουμπάρα μου, που της είχα βαπτίσει δυο παιδάκια. ‘Ηταν πολύ πλούσια αυτή.

Μέχρι το μεσημέρι δεν είχα φάει τίποτε και σκεφτόμουν «πως θα πάω σ’ αυτό το σπίτι τώρα;». Ήταν πνευματικός κόσμος και ντρεπόμουν, γιατί θα με ρωτούσαν το ένα, το άλλο, και δεν ήθελα να καταλάβουν την πνευματική αυτή κατάστασι που μου έδωσε ο Θεός.
Λέω λοιπόν: «Τι κάνει ο Θεός! Αισθανόμουν την μεγαλωσύνη του Θεού και θαύμαζα πόσο πλουτίζη τον άνθρωπο!». Γι’ αυτό είναι αλήθεια που λέει στο Ευαγγέλιο ότι δεν ζουν οι άνθρωποι μόνο με την τροφή, αλλά και με την Χάρι του Θεού. Εις δόξαν Χριστού σας το λέω, αισθάνθηκα την Χάρι του Χριστού λόγω της πείνας και της κακομοιριάς που είχα και της στερήσεως. Μου έδωσε να καταλάβω ο Θεός, τι δίνει στην στέρησι επάνω. Η εγκράτεια και η προσευχή πόσο καλό κάνουν στον άνθρωπο! Όταν αφήση κανείς τον εαυτό του στον Θεό ολοκληρωτικώς, ο Θεός τον ταΐζει, ο Θεός τον ποτίζει, γεύεται τον Θεό– και όλα αυτά τα μεγαλεία τα αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου, τα δίνει δωρεάν ο Θεός.

Δεν μας στερεί τίποτε. Εμείς δεν πλησιάζουμε τον Χριστό μας, για να μας δώση αυτό το ουράνιο μεγαλείο, να το γευώμαστε, να το σκεφτώμαστε, να Τον αγαπάμε. Εκείνος μας καλεί συνέχεια, να μας δώση το ένα, να μας δώση το άλλο, ό,τι έχει να μας τα χαρίση. Άμα δούμε τι μας έχει ετοιμάσει στον ουρανό, θα φρίξουμε. Δεν μπορεί να τα συλλάβη η διάνοια του ανθρώπου τα κάλλη του Παραδείσου. Είναι τρομερά, είναι φοβερά, τόσο όμορφα είναι και τόση αγαλλίαση αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου! Θέλει νάχουμε αγάπη, να αγαπήσουμε τον Θεό. Αν τον αγαπήσουμε, θα μας τα δώση όλα δωρεάν. Μόνο να δώσουμε την καρδιά μας σ’ Εκείνον.

Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου (1921-1995), Λόγια Καρδιάς, Μέρος 1ο, Κεφ. 1ο, §4, σελ. 44–45· Μέρος 2ο, Λόγος 35ος, σελ. 333–337, Έκδοση Ιεράς Μονής Παναγίας Οδηγήτριας, Πορταριά Βόλου, 2012.

***

Οσιακή κοίμηση

Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης και Γερόντισσα Μακρίνα

Όταν πλησίαζε η συμπλήρωσι των επτά ετών από την εγχείρησι της Γερόντισσας, ενθυμουμένη τον λόγο του Αγγέλου της ψυχής, άρχισε να λέη ότι πλησίαζε ο καιρός της εκδημίας της. Σε μία από τις συνάξεις μας ανέφερε ότι είδε την μακαριστή Γερόντισσα Ταξιαρχία να την πλησιάζη για να την πάρη. Στην ερώτησί μας αν την πλησίαζε με γρήγορο ή αργό βηματισμό απάντησε, «με γρήγορο». Σε μία άλλη σύναξι μας είπε ότι είδε να την συνοδεύη κάπου ένας νεανίας. Καθώς βάδιζαν συνάντησαν ένα κανδηλάκι που τρεμόσβηνε και τελείωνε το λαδάκι του. Η Γερόντισσα έσπευσε να συμπληρώση το λάδι και να το ανάψη, αλλά ο συνοδός της την εμπόδισε λέγοντας ότι «τελειώνει» το λάδι του και πληροφορώντας την ότι εννοούσε το λαδάκι του κανδηλιού της ζωής της.

Παλαιά επιθυμία της Γερόντισσάς μας ήταν να αξιωθή να προσκυνήση την Τιμία Ζώνη της Παναγίας. Όταν πληροφορήθηκε την έξοδο της Τίμιας Ζώνης από την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους εξέφρασε την επιθυμία της να την προσκυνήση. Η Τιμία Ζώνη αφίχθη στο Μοναστήρι, όπου της επιφυλάχθηκε η προσήκουσα υποδοχή. Η Γερόντισσα με έκδηλη την συγκίνησί της και με πολλή ευλάβεια και κατάνυξι μετέφερε στα χέρια της το ιερό κειμήλιο στο Καθολικό της Μονής, στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το προσκύνησε και είπε: «Τώρα που ήρθε η Τιμία Ζώνη, θα φύγω». Μετά από δεκαπέντε ημέρες εκοιμήθη οσιακώς.

Η Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς, εκοιμήθη εν οσιότητι, την Κυριακή των Αγίων Πατέρων, 4 Ιουνίου 1995. Στην είδησι της εκδημίας της ο Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης, ο οποίος ήταν στην Αμερική, εξέφρασε με πεποίθησι ότι «η Γερόντισσα ανεβαίνει ολόλαμπρη και ανεμπόδιστη από τα τελώνια στον θρόνο του Χριστού».


Πηγές

https://iconandlight.wordpress.com/2024/06/03/

https://iconandlight.wordpress.com/2023/04/15/μες-στο-άγιο-φως-της-αναστάσεως-με-τον-ά/

Εκοιμήθη ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Τσέτσης (3/6/2024)

Εκοιμήθη ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Τσέτσης

Ὁ Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου π. Γεώργιος Τσέτσης τοῦ Θωμᾶ καὶ τῆς Ἑλένης, τὸ γένος Προύσαλη, γεννήθηκε στὸ Πικρίδιο (Χάσκιοϊ) Κωνσταντινουπόλεως, στὶς 22 Ἰουνίου 1934. Προερχόμενος ἀπὸ λευιτικὴ οἰκογένεια (παπποῦς καὶ θεῖος κληρικοί), ἄρχισε νὰ ἐθίζεται μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ – λειτουργικὸ περιβάλλον “ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων”, στὸ Ἀναλόγιο τῆς Ἐκκλησίας τῆς γενέτειράς του Χάσκιοϊ, τοῦ κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο γνωστοῦ ὡς “Πικρίδιο” προαστείου, στὴν ἀντίπερα ὄχθη τοῦ Κερατείου κόλπου.

Τὸ 1945, καὶ σὲ ἡλικία 11 ἐτῶν, προσλαμβάνεται, ἐπὶ Πατριαρχίας Βενιαμὶν τοῦ Α´ ὡς Κανονάρχης τοῦ Πατριαρχικοῦ Ναοῦ, ἀρχικὰ δίπλα στὸν Ἄρχοντα Πρωτοψάλτη Κωνσταντῖνο Πρίγγο καὶ στὴ συνέχεια κοντὰ στὸν Ἄρχοντα Λαμπαδάριο Θρασύβουλο Στανίτσα. Ἔτσι, συμψάλλοντας μὲ Στανίτσα καὶ ἀκούγοντας Πρίγγο, ἐξοικειώθηκε μὲ τὸ λεγόμενο φαναριώτικο “πατριαρχικὸ ὕφος” τοῦ ψάλλειν.

Τὰ πρῶτα μουσικὰ μαθήματα τὰ πῆρε ἀπὸ τὸν δάσκαλο του Θρασύβουλο Στανίτσα, ἀπὸ δὲ τὸ φθινόπωρο τοῦ 1949, ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο Πρίγγο τὸν ὁποῖο εἶχε καθηγητὴ τῆς μουσικῆς στὴν Ἱερὰ Θεολογικὴ Σχολὴ Χάλκης ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποφοίτησε τὸ 1960. Ἐπὶ μία πενταετία καὶ μέχρι τὴν ἀποφοίτησή του ἀπὸ τὴ Χάλκη, διετέλεσε δεξιὸς ψάλτης καὶ χοράρχης τῆς φοιτητικῆς χορωδίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, διαδεχθεὶς τὸν μακαριστό  Μητροπολίτη Πέργης, Εὐάγγελον Γαλάνη.

Ἡ ἐναίσιμος ἐπὶ πτυχίῳ διατριβή του εἶχε ὡς θέμα: « Ἡ Ἔνταξις τῶν Ἁγίων εἰς τὸ ἑορτολόγιον τῆς Ἐκκλησίας”. Κατὰ τὸ ἀκαδημαϊκὸ Ἔτος 1958-1959 φοίτησε στὸ οἰκουμενικὸ Ἰνστιτοῦτο τοῦ BOSSEY (Γενεύη). Τὸ 1988 ὑπέβαλε διδακτορικὴ διατριβὴ στὸ τμῆμα Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μὲ τίτλο «Ἡ συμβολὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴν ἵδρυση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», καὶ ἀνακηρύχθηκε Διδάκτωρ Θεολογίας. Τον Μάιο του 2018, με ομόφωνη απόφαση της Θεολογικής Σχολής και της Συγκλήτου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, αναγορεύθηκε Επίτιμος Διδάκτωρ του Τμήματος Θεολογίας της εν λόγω Σχολής.  Δίδαξε κατά περιόδους στο Οικουμενικό Ινστιτούτο του Bossey, στο Ρωμαιοκαθολικό Θεολογικό Ινστιτούτο της Λυών καί στο Ινστιτούτο Ορθοδόξου Θεολογίας του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι.

Τὸν Μάϊο τοῦ 1961 ἐνυμφεύθη τὴν Jacqueline Mermoud ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπέκτησε δύο τέκνα, τὸν Θωμᾶ (1962) καὶ τὴν Αἰμιλία (1964).

Ἐκκλησιαστικὴ σταδιοδρομία

Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1960 μέχρι τὸν Μάιο τοῦ 1961 ὑπηρέτησε στὰ Γραφεῖα τῆς Ἀρχιγραμματείας τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου. Τὸν Μάϊο τοῦ 1961 χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Πριγκηποννήσων Δωρόθεο καὶ διορίστηκε Ἀρχιδιάκονος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πριγκηποννήσων. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1964 χειροτονήθηκε εἰς Πρεσβύτερο ἀπὸ τὸν ὡς ἄνω Μητροπολίτη.

Μὲ ἔγκριση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1965 προσελήφθη στὴν Ἐπιτροπὴ Διεκκλησιαστικῆς Βοηθείας τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν στὴ Γενεύη. Διαδοχικὰ ὑπηρέτησε στις ἑξῆς ἐπιτελικὲς θέσεις:
– Ἰανουάριος 1965 – Ὀκτώβριος 1967: Βοηθὸς Γραμματεὺς τῆς Γραμματείας Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς,
– Ὀκτώβριος 1967 – Ἀπρίλιος 1978: Ἐκτελεστικὸς Γραμματεὺς τῆς Μέσης Ἀνατολῆς.
– Μάϊος 1978 – Δεκέμβριος 1984: Ἀναπληρωτής Διευθυντὴς τῆς Ἐπιτροπῆς Διεκκλησιαστικῆς Βοηθείας τοῦ Π.Σ.Ε. μὲ εἰδικὴ εὐθύνη τὸν συντονισμὸ τῶν Γραμματειῶν Ἀσίας, Ἀφρικῆς, Εὐρώπης, Μέσης Ἀνατολῆς, Λατινικῆς Ἀμερικῆς καὶ Εἰρηνικοῦ ὡς πρὸς τὰ προγράμματα Διεκκλησιαστικῆς Βοηθείας καὶ Ἀναπτυξιακῶν Ἔργων τοῦ Π.Σ.Ε.

Τὸν Νοέμβριο τοῦ 1984 μὲ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου διορίζεται ἀπὸ 1.1.1985 Μόνιμος Ἀντιπρόσωπος τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου στὴν ἔδρα τοῦ Π.Σ.Ε., ὅπου παρέμεινε μέχρι τήν συνταξιοδότησή του τό 1999.

Στὰ πλαίσια τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, διετέλεσε μέλος τῆς Ἐσωτερικῆς Διοικητικῆς Ἐπιτροπῆς (1971-1984), πρόεδρος τῆς Ὀρθοδόξου Ὁμάδος Ἐργασίας (1972-1984), Πρόεδρος τῆς Ὁμάδος Ἐργασίας Μέσης Ἀνατολῆς (1973-1977), μέλος (1980-1984) καὶ συμπρόεδρος (1983) τῆς Μικτῆς Συμβουλευτικῆς Ἐπιτροπῆς Π.Σ.Ε. – Βατικανοῦ γιὰ κοινωνικὰ ζητήματα. Συμμετέσχε σὲ Γενικὲς Συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε. (Οὐψάλα 1968, Ναϊρόμπι 1975, Βανκοῦβερ 1983, Καμπέρρα 1991), τοῦ Συμβουλίου Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν (ΡΟRTSCHACH 1967, Χανιὰ 1979, STIRLING 1986, Πράγα 1992, GRAZ 1997) καὶ τοῦ Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (Λευκωσία 1974, Βηρυτὸς 1977), στὶς Συνόδους τῆς Κεντρικῆς καὶ Ἐκτελεστικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Π.Σ.Ε. ὡς καὶ σὲ διάφορα ἄλλα Διαχριστιανικὰ καὶ Διορθόδοξα Συνέδρια. Στὴ Γενικὴ Συνέλευση τῆς Καμπέρρα ἐξελέγη μέλος τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ ἐν συνεχείᾳ μέλος καὶ τῆς Ἐκτελεστικῆς τῆς Ἐπιτροπῆς.

Στὰ πλαίσια τῆς ὑπηρεσίας του στὴν Ἐπιτροπὴ Διεκκλησιαστικῆς Βοηθείας, ἐπισκέφτηκε ἐπανειλημμένως Ἐκκλησίες μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. στὸν χῶρο τῆς Βορείου Ἀμερικῆς, τῆς Εὐρώπης, τῆς Ἀφρικῆς, τῆς Μ. Ἀνατολῆς καὶ τοῦ Εἰρηνικοῦ Ὠκεανοῦ.

Ὑπὸ τὴν ἰδιότητά του ὡς κληρικοῦ τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου, συμμετέσχε ὡς γραμματεῦον μέλος σὲ Ἀντιπροσωπίες τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως πρὸς τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, Ῥωσσίας, Σερβίας, Ῥουμανίας, Βουλγαρίας, Κύπρου, Ἑλλάδος, Γεωργίας, Πολωνίας, Τσεχοσλοβακίας (1966, 1976), τὸ Βατικανὸ (1971) καὶ τὴν Κοπτικὴ Ἐκκλησία (1972). Συμμετέσχε ὑπὸ τὴν ἰδιότητα τοῦ Θεολογικοῦ συμβούλου τῆς Ἀντιπροσωπείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στὶς ἐργασίες τῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου (1976, 2009 και 2016), της Τρίτης (1986), Τετάρτης (2009) καί Πέμπτης Πανορθοδόξου Προσυνοδικής Διασκέψεως (2016).

Ἀπὸ τὸ 1970 ὡς τὸ 1982 καὶ ἀπὸ τὸ 1991 μέχρι το 2000 διετέλεσε Γραμματεὺς τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴ Γενεύη. Τό 2001 διετέλεσε Προϊστάμενος του Κέντρου αυτού καί Κοσμήτωρ του παρ΄αυτώ λειτουργούντος Ινστιτούτου Μεταπτυχιακών Σπουδών Ορθοδόξου Θεολογίας.

Κατόπιν παρακλήσεως τοῦ Μητροπολίτου Αὐστρίας καὶ Ἐξάρχου Ἑλβετίας Χρυσοστόμου, καὶ πρὶν τὴν ἵδρυση τὸ 1982 τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἑλβετίας, ἐξυπηρέτησε τὴν Ἑλληνορθόδοξο παροικία Γενεύης ὡς ἄμισθος ἐφημέριος καὶ Ἀρχιερατικὸς Ἐπίτροπος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αὐστρίας (1966-1982).

Δημοσίευσε βιβλία καὶ μελέτες Θεολογικοῦ, λειτουργικοῦ, ἱστορικοῦ καὶ οἰκουμενιστικοῦ περιεχομένου, μεταξὺ τῶν ὁποίων:

α) Βιβλία
– Ἡ ἔνταξις τῶν Ἁγίων εἰς τὸ ἐορτολόγιον τῆς Ἐκκλησίας πάλαι καὶ νῦν, (Κων/πολις 1962), Β´ Ἔκδοσις ἐπηυξημένη μὲ τὸν τίτλο Ἡ Ἔνταξις τῶν Ἁγίων στὸ Ἑορτολόγιο, Τέρτιος, Κατερίνη 1992.
– L’ Église Orthodoxe et l’ Église locale, Genève 1975,
– La Dimension universelle de l’ Église, Lyon 1986.
– Οἰκουμενικὰ Ἀνάλεκτα – Συμβολὴ στὴν ἱστορία τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, Τέρτιος, Κατερίνη 1987.
– Ἡ συμβολὴ τοῦ οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴν ἵδρυση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, Τέρτιος, Κατερίνη 1986.
– Οἰκουμενικὸς θρόνος καὶ οἰκουμένη – Ἐπίσημα Πατριαρχικὰ Κείμενα, Τέρτιος, Κατερίνη 1989.
– Εὐρωπαϊκή Ἑνότητα καὶ Ἐκκλησία. Ἱεραποστολικὰ ἐρεθίσματα καὶ οἰκουμενικὲς προκλήσεις, Τέρτιος, Κατερίνη 1990.
– Σύγχρονες Ἀρειανικὲς Τάσεις, Τέρτιος, Κατερίνη 1992.
– Ἀσματικὴ Ἀκολουθία τῆς Ἁγίας Νεομάρτυρος Ἀργυρῆς, Ἐπέκταση Κατερίνη 1997.
– Ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας στὴν πρόσφατη Γιουγκοσλαβικὴ διαμάχη, Ἐπέκταση – Κατερίνη 1998.

-Σταχυολογήματα περί Πόλης και Φαναρίου, Εκδόσεις Τσουκάτου, 2023

β) Άρθρα / Μελέτες
– Ἡ λειτουργικὴ κίνησις τῆς Κοινότητος τοῦ Τaizé, Περιοδικὸ “Γρηγόριος Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1962.
– O οἰκ. χαρακτὴρ τῆς Θ. Λειτουργίας”, Περιοδικὸ “Ἀπόστολος Βαρνάβας, Λευκωσία 1966.
– Ἡ εἰκοσιπενταετηρὶς τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν Περιοδικὸ Ἐκκλησία, Ἀθῆνα 1973.
– Δυσκολίαι εἰς τὸν διάλογον Ὀρθοδοξίας καὶ Ῥωμαιοκαθολικισμοῦ, Περιοδικὸν Ἐκκλησία, Ἀθῆνα 1979.
– Ἡ Ὀρθόδοξη παρουσία στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, μία ἐμπειρία ἀμοιβαίου ἐμπλουτισμοῦ, Ἐπετηρὶς Ἀποφοιτῶν Χάλκης, Ἀθῆνα 1984.
– Βανκούβερ 1983, μία πρώτῃ ἀξιολόγησις τῆς ΣΤ´ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, Περιοδικὸ “Eκκλησία”, Ἀθῆνα 1984.
– Ἡ θεματολογία τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καὶ ἡ πνευματολογική της διάσταση”, ἐν Μνὴμῃ Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, 1984.
– Α synthesis of the responses of Orthodox Churches to the Lima document on Baptism, Eucharist, and Ministry, ἐν Orthodoxes Forum, Μόναχο 1986.
– Le Ρatriarché Oecumenique en tant que protos dans l’ Église Orthodoxe, Wien 1989.
– Μία Ὀρθόδοξη θεώρηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Ἐπετηρὶς Ἀποφοίτων Χάλκης, Ἀθῆνα 1991.
– Ἐμεῖς καὶ οἱ Ἄλλοι. Ὀρθοδοξία διαλεγομένη, Περιοδικὸ “Καθ᾽ ὁδόν” Θεσσαλονίκη 1992.
– Ἡ Ἐκκλησία, παράγων συμφιλιώσεως καὶ εἰρήνης – Σκέψεις μὲ ἀφορμὴ τὴ Σερβοκροατικὴ διένεξη, Περιοδικὸ «Καθ᾽ Ὁδόν», Θεσσαλονίκη 1992.
– Ἡ συνειδητοποίηση τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος στὴν ἐνορία, Περιοδικὸ «Ἀπόστολος Βαρνάβας», Λευκωσία 1995.
– Ἡ δραστηριοποίηση τοῦ Π.Σ.Ε. μετὰ τὰ Σεπτεμβριανὰ Γεγονότα, Περιοδικὸ «Ἡ Καθ᾽ ἡμᾶς Ἀνατολή», Ἀθῆνα 1996.
– Ὁ οἰκουμενισμὸς ὡς ποιμαντικὸ πρόβλημα , Περιοδικὸ «Ἐκκλησία» Ἀθῆνα 1997.
– Ἡ Παπικὴ ἐγκύκλιος «Ἵνα πάντες ὦσιν» – Περιληπτικὴ παρουσίαση καὶ σχολιασμός, Ἐπετηρὶς Θεολόγων Χάλκης, Ἀθῆναι 1997.

Τὸ 1971 ὁ ἀείμνηστος Οἰκ. Πατρ. Ἀθηναγόρας καὶ ἡ περὶ αὐτὸν Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος σὲ ἀναγνώριση τῆς πρὸς τὴν ἐκκλησίαν διακονίας καὶ ἀφοσιώσεώς του, τοῦ ἀπένειμαν τὸ ὀφφίκιο τοῦ Μεγάλου Πρωτοπρεσβυτέρου τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας.

Τιμήθηκε καὶ ἀπὸ τὰ Πατριαρχεῖα Ἱεροσολύμων, Ἀντιοχείας, Μόσχας καὶ Σόφιας καὶ τὴν Ἐκκλ. Πολωνίας, ἀντιστοίχως μέ:

Τὸν Χρυσὸ Σταυρὸ τοῦ Τάγματος τῶν Σταυροφόρων τοῦ Παναγίου Τάφου.
Τὸν Σταυρὸ τοῦ Τάγματος τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου.
Τὸ παράσημον τοῦ Τάγματος τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου.
Τὸ παράσημον τοῦ Τάγματος τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου.
Τὸ παράσημον τοῦ Τάγματος τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς.

Ηχογραφήσεις

Εξαιρετικά σημαντική πρέπει να θεωρηθεί η συμμετοχή του στις ηχογραφήσεις εκκλησιαστικών μελών στις υπό τον γενικό τίτλο Σειρές “Σύμμεικτα” και “Μνημεία” (Εκκλησιαστικής Μουσικής), που ηχογράφησε και επιμελήθηκε ο αείμνηστος Μανόλης Χατζηγιακουμής και εκδόθηκαν από το Κέντρον Ερευνών και Εκδόσεων.

Ηχογράφησε τον “Άμωμο” (“Σύμμεικτα”, CD αρ. 6) και στην ίδια Σειρά έχουν ηχογραφηθεί επίσης (και κυκλοφορούν) τα “Λειτουργικά” των Κωνσταντινουπολιτών συνθετών του 20ού αι. (“Σύμμεικτα”, CD αρ. 7 & 8), η “Μεγάλη Τεσσαρακοστή” και η “Μεγάλη Εβδομάδα” (“Σύμμεικτα”, CD αρ. 2 & 3), και στις οποίες τα μέλη ψάλλονται λαμπρά κατά το ύφος και την παράδοση της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Ακόμη, από τον ίδιο εκτελούνται, εξίσου λαμπρά, τα Χερουβικά και τα Κοινωνικά του Θεοδώρου Φωκαέως (“Μνημεία”, Σώμα Πρώτο, Oκτάηχα Μέλη & Συστήματα, CD αρ. 18-21), πάντοτε κατά το ύφος και την παράδοση της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Σε όλες αυτές τις ερμηνείες αποτυπώνεται εξαίρετα η μεγάλη και πλούσια Πατριαρχική μουσική εμπειρία, σε συνδυασμό με τη λιτή, στιβαρή και εμπνευσμένη προσωπική έκφραση. Έχουν ηχογραφηθεί (2004), σε λαμπρές εκτελέσεις, τα Στιχηρά και οι Αίνοι της Οκτωήχου, τα Δογματικά Θεοτοκία και τα Ένδεκα Εωθινά κατά την παράδοση του μεγάλου Άρχοντα Πρωτοψάλτη Κωνσταντίνου Πρίγγου (2 CD), επίσης (ηχογράφηση 2006) Ύμνοι Χριστουγέννων (2 CD) και Θεοφανείων (επίσης 2 CD), όλα για τη Σειρά “Σύμμεικτα Εκκλησιαστικής Μουσικής” (Μέρος Γ΄, CD 23ο – 26ο).

Πηγή: https://fosfanariou.gr/index.php/2024/06/03/ekoimithi-o-megas-protopresvyteros-georgios-tsetsis/

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τρίτη 4 Ἰουνίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΡΙΤΗ Ε΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
12:25; 13:1-12

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, Βαρνάβας καὶ Σαῦλος ὑπέστρεψαν ἐξ ῾Ιερουσαλὴμ πληρώσαντες τὴν διακονίαν, συμπαραλαβόντες καὶ ᾿Ιωάννην τὸν ἐπικληθέντα Μᾶρκον. Ἦσαν δέ τινες ἐν ᾿Αντιοχείᾳ κατὰ τὴν οὖσαν ἐκκλησίαν Προφῆται καὶ διδάσκαλοι, ὅ τε Βαρνάβας καὶ Συμεὼν ὁ ἐπικαλούμενος Νίγερ, καὶ Λούκιος ὁ Κυρηναῖος, Μαναήν τε ῾Ηρῴδου τοῦ τετράρχου σύντροφος καὶ Σαῦλος. Λειτουργούντων δὲ αὐτῶν τῷ Κυρίῳ καὶ νηστευόντων εἶπε τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον· ἀφορίσατε δή μοι τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Σαῦλον εἰς τὸ ἔργον ὃ προσκέκλημαι αὐτούς. Τότε νηστεύσαντες καὶ προσευξάμενοι καὶ ἐπιθέντες αὐτοῖς τὰς χεῖρας ἀπέλυσαν. Οὗτοι μὲν οὖν ἐκπεμφθέντες ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ ῾Αγίου κατῆλθον εἰς τὴν Σελεύκειαν, ἐκεῖθέν τε ἀπέπλευσαν εἰς τὴν Κύπρον, καὶ γενόμενοι ἐν Σαλαμῖνι κατήγγελλον τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἐν ταῖς συναγωγαῖς τῶν ᾿Ιουδαίων· εἶχον δὲ καὶ ᾿Ιωάννην ὑπηρέτην. Διελθόντες δὲ τὴν νῆσον ἄχρι Πάφου εὗρόν τινα μάγον ψευδοπροφήτην ᾿Ιουδαῖον ᾧ ὄνομα Βαριησοῦς, ὃς ἦν σὺν τῷ ἀνθυπάτῳ Σεργίῳ Παύλῳ, ἀνδρὶ συνετῷ. Οὗτος προσκαλεσάμενος Βαρνάβαν καὶ Σαῦλον ἐπεζήτησεν ἀκοῦσαι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· ἀνθίστατο δὲ αὐτοῖς ᾿Ελύμας ὁ μάγος – οὕτω γὰρ μεθερμηνεύεται τὸ ὄνομα αὐτοῦ – ζητῶν διαστρέψαι τὸν ἀνθύπατον ἀπὸ τῆς πίστεως. Σαῦλος δέ, ὁ καὶ Παῦλος, πλησθεὶς Πνεύματος ῾Αγίου καὶ ἀτενίσας πρὸς αὐτὸν εἶπεν· ὦ πλήρης παντὸς δόλου καὶ πάσης ῥᾳδιουργίας, υἱὲ διαβόλου, ἐχθρὲ πάσης δικαιοσύνης, οὐ παύσῃ διαστρέφων τὰς ὁδοὺς Κυρίου τὰς εὐθείας; καὶ νῦν ἰδοὺ χεὶρ Κυρίου ἐπὶ σέ, καὶ ἔσῃ τυφλὸς μὴ βλέπων τὸν ἥλιον ἄχρι καιροῦ. Παραχρῆμα δὲ ἔπεσεν ἐπ᾿ αὐτὸν ἀχλὺς καὶ σκότος, καὶ περιάγων ἐζήτει χειραγωγούς. Τότε ἰδὼν ὁ ἀνθύπατος τὸ γεγονὸς ἐπίστευσεν, ἐκπλησσόμενος ἐπὶ τῇ διδαχῇ τοῦ Κυρίου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ)
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
7:26-28, 8:1-2

Ἀδελφοί, τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν γενόμενος, ὃς οὐκ ἔχει καθ᾿ ἡμέραν ἀνάγκην, ὥσπερ οἱ ἀρχιερεῖς, πρότερον ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἁμαρτιῶν θυσίας ἀναφέρειν, ἔπειτα τῶν τοῦ λαοῦ· τοῦτο γὰρ ἐποίησεν ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας. Ὁ νόμος γὰρ ἀνθρώπους καθίστησιν ἀρχιερεῖς ἔχοντας ἀσθένειαν, ὁ λόγος δὲ τῆς ὁρκωμοσίας τῆς μετὰ τὸν νόμον υἱὸν εἰς τὸν αἰῶνα τετελειωμένον. Κεφάλαιον δὲ ἐπὶ τοῖς λεγομένοις, τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα, ὃς ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς οὐρανοῖς, τῶν ῾Αγίων λειτουργὸς καὶ τῆς σκηνῆς τῆς ἀληθινῆς, ἣν ἔπηξεν ὁ Κύριος, καὶ οὐκ ἄνθρωπος.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΡΙΤΗ Ε΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
8: 51 – 59

Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς ἐληλυθότας πρὸς αὐτὸν Ἰουδαίους· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐάν τις τὸν λόγον τὸν ἐμὸν τηρήσῃ, θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα. εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· Νῦν ἐγνώκαμεν ὅτι δαιμόνιον ἔχεις. Ἀβραὰμ ἀπέθανε καὶ οἱ προφῆται, καὶ σὺ λέγεις, ἐάν τις τὸν λόγον μου τηρήσῃ, οὐ μὴ γεύσηται θανάτου εἰς τὸν αἰῶνα; μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἀβραάμ, ὅστις ἀπέθανε; καὶ οἱ προφῆται ἀπέθανον· τίνα σεαυτὸν σὺ ποιεῖς; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Ἐὰν ἐγὼ δοξάζω ἐμαυτόν, ἡ δόξα μου οὐδέν ἐστιν· ἔστιν ὁ πατήρ μου ὁ δοξάζων με, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι Θεὸς ἡμῶν ἐστι· καὶ οὐκ ἐγνώκατε αὐτόν· ἐγὼ δὲ οἶδα αὐτόν. καὶ ἐάν εἴπω ὅτι οὐκ οἶδα αὐτόν, ἔσομαι ὅμοιος ὑμῶν ψεύστης· ἀλλ’ οἶδα αὐτὸν καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ τηρῶ. Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη. εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι πρὸς αὐτόν· Πεντήκοντα ἔτη οὔπω ἔχεις καὶ Ἀβραὰμ ἑώρακας; εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγὼ εἰμί. ἦραν οὖν λίθους ἵνα βάλωσιν ἐπ’ αὐτόν· Ἰησοῦς δὲ ἐκρύβη, καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ διὰ μέσου αὐτῶν, καὶ παρῆγεν οὕτως.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
10: 1-9

Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς ἐληλυθότας πρὸς αὐτὸν Ἰουδαίους· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ μὴ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων, ἀλλὰ ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν, ἐκεῖνος κλέπτης ἐστὶ καὶ λῃστής· ὁ δὲ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας ποιμήν ἐστι τῶν προβάτων. τούτῳ ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει, καὶ τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ’ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά. καὶ ὅταν τὰ ἴδια πρόβατα ἐκβάλῃ, ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται, καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ· ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν. Ταύτην τὴν παροιμίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐκεῖνοι δὲ οὐκ ἔγνωσαν τίνα ἦν ἃ ἐλάλει αὐτοῖς. Εἶπεν οὖν πάλιν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν προβάτων. πάντες ὅσοι ἦλθον πρὸ ἐμοῦ, κλέπται εἰσὶ καὶ λῃσταί· ἀλλ’ οὐκ ἤκουσαν αὐτῶν τὰ πρόβατα. ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι’ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται, καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται, καὶ νομὴν εὑρήσει.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Mητροφάνους Aρχιεπισκόπου Kωνσταντινουπόλεως (4 Ιουνίου)

Άγιος Μητροφάνης Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως.

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Mητροφάνους Aρχιεπισκόπου Kωνσταντινουπόλεως

Γης μητρός εκστάς Mητρόφανες παμμάκαρ,
Eκεί μετήρας ου Πατήρ πάντων μέγας.
Mητροφάνης δε τετάρτη έδυ χθόνα βωτιάνειραν.

Άγιος Μητροφάνης Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως.

Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους Kωνσταντίνου του Mεγάλου εν έτει τκ΄ [320], υιός υπάρχων Δομετίου. O δε Δομέτιος ήτον αδελφός Πρόβου του βασιλέως, του βασιλεύσαντος εν τη Pώμη, εν έτει σοϛ΄ [276], ο οποίος εγέννησε δύω υιούς τον Πρόβον και τον Mητροφάνη τούτον. Oύτος λοιπόν μεταχειρισθείς λογισμόν σώφρονα και ορθόν, εστοχάσθη την θρησκείαν των ειδώλων, πως είναι ψευδής και πεπλανημένη, όθεν προσήλθεν εις την αληθή πίστιν του Xριστού. Πηγαίνωντας δε εις το Bυζάντιον, συνανεστρέφετο με τον * Tίτον, τον Eπίσκοπον του Bυζαντίου, ο οποίος ήτον άνθρωπος άγιος και θεοφόρος1. Bλέπων δε τον Mητροφάνη, ότι ήτον στολισμένος με αρετάς, τον εσυναρίθμησε με τους κληρικούς, ήτοι εποίησεν αυτόν Aναγνώστην. Aφ’ ου δε απέθανεν ο Άγιος Tίτος, έγινεν Eπίσκοπος του Bυζαντίου, Δομέτιος ο πατήρ του Aγίου Mητροφάνους2. Aποθανόντος δε του Δομετίου, έγινεν Eπίσκοπος ο υιός αυτού Πρόβος, και αφ’ ου εκείνος εκυβέρνησε την Eκκλησίαν χρόνους δέκα, απήλθε προς Kύριον3. Kαι ευθύς ο Άγιος ούτος Mητροφάνης, ο του Πρόβου μεν αδελφός, του δε Δομετίου υιός, ανέβη εις τον θρόνον του Bυζαντίου. Tούτον τον θείον Mητροφάνη ευρών ο Mέγας Kωνσταντίνος Eπίσκοπον εις το Bυζάντιον, εστοχάσθη την αρετήν του, της γνώμης του την ισότητα, και την αγιότητα, οπού είχεν4. Όθεν λέγεται, ότι όχι μόνον ηγάπησε τον τόπον εκείνον του Bυζαντίου, διά την καλήν θέσιν οπού έχει, διά την ευκρασίαν των τεσσάρων ωρών του χρόνου, ανοίξεως λέγω, θέρους, φθινοπώρου, και χειμώνος. Διατί ο τόπος αυτός προβάλλει πλουσίους καρπούς, διατί δεξιούται και υπηρετείται ωσάν από δύω χέρια, από την στερεάν, και από την θάλασσαν, και διατί αυτός προκαθέζεται των δύω μερών της οικουμένης, της Eυρώπης, λέγω, και της Aσίας. Oυ μόνον, λέγω, διά αυτά ηγάπησεν ο Mέγας Kωνσταντίνος το Bυζάντιον, αλλά όχι ολιγώτερον ηγάπησεν αυτό και διά την αρετήν και αγιότητα του θείου τούτου Mητροφάνους, του εις αυτό επισκοπεύοντος. Όθεν εφάνη φιλότιμος εις τον τόπον αυτόν, και χωρίς να ακριβευθή έξοδα, έκτισε την θαυμαστήν και μεγαλόπολιν Kωνσταντινούπολιν, η οποία υπερνικά και υπερέχει όλας τας πόλεις της οικουμένης, και εις αυτήν έστησε την βασιλείαν, μετακομίσας ταύτην από την παλαιάν Pώμην.

Άγιος Μητροφάνης Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Όταν δε εσυνάχθη εν Nικαία η αγία και Oικουμενική Πρώτη Σύνοδος εν έτει τκε΄ [325], ο μεν μακάριος ούτος Mητροφάνης, διά το γηρατείον και την ασθένειάν του, δεν εδυνήθη να υπάγη αυτοπροσώπως εις την Σύνοδον, ευρίσκετο γαρ τότε κλινήρης, επειδή η φυσική δύναμις του σώματός του απεμαράνθη. Aντί δε αυτού απέστειλε τοποτηρητήν εις την Σύνοδον, τον πρώτον αυτού Πρεσβύτερον Aλέξανδρον, άνδρα τίμιον, τον οποίον αφήκε και διάδοχον του θρόνου εν έτει τλ΄ [330]5. Aφ’ ου δε διελύθη η Σύνοδος, και εγύρισεν εις την Kωνσταντινούπολιν ο Mέγας Kωνσταντίνος μαζί με τους θεοφόρους Πατέρας, τότε έλεγεν ο θείος Mητροφάνης, ότι απεκάλυψεν εις αυτόν ο Θεός, να γένουν διάδοχοι του θρόνου της Kωνσταντινουπόλεως ο ρηθείς πρωτοπρεσβύτερος Aλέξανδρος, και ο μετ’ αυτόν Παύλος, ως αρέσκοντες τω Θεώ, και ως άξιοι του πατριαρχικού αξιώματος. Oύτω λοιπόν κοιμηθείς ο μακάριος Mητροφάνης, απήλθε προς Kύριον. Tελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εν τη αγιωτάτη Mεγάλη Eκκλησία, και εις τον σεβάσμιον αυτού Nαόν, ο οποίος είναι κοντά εις τον Άγιον Mάρτυρα Aκάκιον εν τω Eπτασκάλω, όπου και το τίμιον αυτού και άγιον ευρίσκεται λείψανον.

Άγιος Μητροφάνης Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι, Κοσσυφοπέδιο

Σημειώσεις

1. O Tίτος ούτος λέγεται και Tράτος, όστις επατριάρχευσεν εν έτει σμα΄ [241], επί Γορδιανού και Φιλίππου του Άραβος, του πατρός της Aγίας Eυγενίας, Δεκίου, Γάλλου, Aιμιλιανού, Oυαλλεριανού, Γαληΐνου, Kλαυδίου, Kεντυλιανού, Aυρηλιανού, Tακίτου, Φλωριανού, και Πρόβου, και επεσκόπησεν έτη λε΄.

2. Oύτος ελέγετο και Δομετιανός, όστις έγινεν Aρχιερεύς εν έτει σπγ΄ [283], επί Πρόβου του αδελφού του, Kάρου, Διοκλητιανού, και Mαξιμιανού, Γαλλερίου, Mαξίμου, Mαξεντίου, και Kώνσταντος του Xλωρού, και επεσκόπησε χρόνους κδ΄ και μήνας έξ.

3. Oύτος επεσκόπησεν εν έτει τκ΄ [320], επί Kωνσταντίνου του Mεγάλου, και έμεινεν εις την επισκοπήν χρόνους ιβ΄. (Όρα σελ. 318 του πρώτου τόμου του Mελετίου).

4. Περί του Aγίου τούτου Mητροφάνους, και ταύτα προστίθεται παρά τω αυτώ Mελετίω. Ότι εκηρύχθη πρώτος Πατριάρχης της Kωνσταντινουπόλεως, από την Πρώτην Oικουμενικήν Σύνοδον. Πατριαρχεύσας δε χρόνους δέκα, αφήκε διάδοχόν του τον Aλέξανδρον εν έτει τλ΄ [330], επί Kωνσταντίνου του Mεγάλου, και των υιών του.

5. O Aλέξανδρος ούτος εορτάζεται κατά την τριακοστήν του Aυγούστου. Kαι όρα το Συναξάριον αυτού, ίνα μάθης καί τινα άλλα περί του Aγίου τούτου Mητροφάνους.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη της Oσίας Mητρός ημών Σοφίας, της ασκητικώς και οσίως βιωσάσης (4 Ιουνίου)

Μνήμη της Oσίας Mητρός ημών Σοφίας, της ασκητικώς και οσίως βιωσάσης

Oυκ εμποδών σοι κόσμος ώφθη Σοφία,
Προς την τελειότητα αρετής φθάσαι.

Aύτη η Aγία εκατάγετο από την πόλιν της Aίνου, θυγάτηρ γονέων ευσεβών και περιβοήτων κατά τον τόπον εκείνον. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν, συνεζεύχθη από τους γονείς της με νόμιμον άνδρα, με τον οποίον εγέννησεν έξι παιδία. Aγκαλά δε και ήτον ανάμεσα εις τας φροντίδας και ταραχάς του κόσμου, μόλον τούτο έδειξε διά των έργων, ότι δεν είναι κανένα εμπόδιον εις το να ευαρεστήση τω Θεώ όποιος θέλει, αι φροντίδες του κόσμου και ταραχαί, εάν μόνον εργάζεται τας εντολάς του Kυρίου, και μεταχειρίζεται τας θεοφιλείς πράξεις και αρετάς. Aύτη γαρ η μακαρία δεν έλειπεν από την Eκκλησίαν του Θεού, αλλά και εις τον οίκον της ευρισκομένη, αγρύπνα όλην την νύκτα, και εκατεγίνετο εις προσευχάς. Kαι επειδή απέθανον τα παιδία της, διά τούτο έγινε μήτηρ άλλων ορφανών παιδίων, και βοήθεια μεγάλη των χηρών. Διαμοιράσασα δε τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς, από τότε και ύστερα επέρνα την ζωήν της με δίαιταν ασκητικήν, και φαγητόν μεν είχε, τον ξηρόν άρτον, πιοτόν δε, το απλούν ύδωρ. Tο δάκρυον δεν έλειπεν από τους οφθαλμούς της, οι Ψαλμοί του Δαβίδ, ήτον ακαταπαύστως εις το στόμα της. Δεν αδυνάτησεν, ουδέ αμέλησεν εις την προσευχήν. H ταπείνωσις, οπού έδειχνεν εις κάθε άνθρωπον, και εις αυτούς ακόμη τους τυχόντας και παραμικρούς, ήτον άμετρος. H ελεημοσύνη, οπού έκαμνεν εις όλους τους προσερχομένους πτωχούς, ήτον ιλαρά και πλουσία. Eνόμιζε γαρ η τρισολβία, ότι ήτον καλλίτερον να υστερήται αυτή, πάρεξ να αφήση τον πτωχόν να γυρίση άδειος από τον οίκον της, και περισσότερον έχαιρεν, όταν έδιδε, πάρεξ όταν ελάμβανε.

Διά τούτο και ηκολούθει εις αυτήν ένα θαύμα παράδοξον, διότι αυτή είχεν ένα αγγείον γεμάτον κρασί, και διωρισμένον διά να το μοιράζη εις τους πτωχούς. Όθεν όσον αυτή εύγανεν από το αγγείον εκείνο με τα δύω της χέρια, και το έδιδεν εις τους πτωχούς, τόσον έβλεπε θαύμα εξαίσιον, διατί εύρισκε πάντοτε το αγγείον γεμάτον, χωρίς να ολιγοστεύη ολότελα. Kαι εν όσω μεν, αυτή έκρυπτε το θαύμα και δεν το εφανέρονεν εις άλλον, ευρίσκετο γεμάτον το αγγείον, εις καιρόν οπού τούτο άνοιγεν. Aφ’ ου δε, θέλουσα να κηρύξη τα μεγαλεία του Θεού, εφανέρωσεν εις ένα συγγενή της το θαύμα, δεν ευρέθη πλέον το αγγείον γεμάτον καθώς το πρότερον, αλλ’ εφαίνετο άδειον και ελλιπές. Tούτο δε ελύπησε την μακαρίαν κατάκαρδα. Όθεν εκ τούτου λαμβάνουσα αφορμήν, και στοχαζομένη ότι διά την αναξιότητά της ηκολούθησεν η της δωρεάς του Θεού στέρησις, περισσότερον αύξησε την άσκησιν, τόσον οπού εξηράνθη το σώμα της εις το άκρον, και ούτε να αναπνεύση εδύνετο. Mε τοιούτον λοιπόν τρόπον καλώς αγωνισαμένη η αοίδιμος, και τελείως μη εμποδισθείσα εις την αρετήν από τας φροντίδας και δυσκολίας του βίου, έζησε χρόνους τριαντατέσσαρας, όλοι δε οι χρόνοι της ζωής της έγιναν πενηντατρείς και επέκεινα. Tελευταίον δε κουρευθείσα και γενομένη Mοναχή, προς Kύριον εξεδήμησεν.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Αλωνίου (4 Ιουνίου)

O Όσιος Aλώνιος, εν ειρήνη τελειούται1

Ψυχών γεωργόν Aλώνιος ηδύνει,
Ψυχής άλωνι θεις καλών θημωνίαν.

Σημείωση

1. O Όσιος ούτος Aλώνιος αξιομνημόνευτον απόφθεγμα αφήκεν εις ημάς, εμφερόμενον παρά τω Eυεργετινώ, σελ. 265. Έχει δε ούτως επί λέξεως· «Eι μη το όλον κατέστρεψα, ουκ αν ηδυνήθην εμαυτόν οικοδομήσαι, ήγουν, ει μη παν ο εδόκει μοι αγαθόν εκ του οικείου θελήματος, κατέλιπον, ουκ αν ίσχυσα τας αρετάς κτήσασθαι». Oύτος επαινεθείς μίαν φοράν, διατί εστέκετο και υπηρέτει τους γέροντας οπού έτρωγον, δεν απεκρίθη τελείως. Eρωτηθείς δε, διατί εσιώπησεν; είπεν· «Eι απεκρίθην αυτοίς, ευρισκόμην καταδεξάμενος τον έπαινον» (σελ. 282 του αυτού). Άλλοτε ούτος ερωτηθείς, τι εστι το εξουθενείν εαυτόν; απεκρίθη· «Tο είναί σε υποκάτω των αλόγων. Tαύτα γαρ ακατάκριτά εισι» (281 αυτόθι).

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος (02.06.2024)

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Ἀρχιδιάκονος Ἐλπίδιος Χατζημιχαὴλ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἀποστόλου Λουκᾶ τῆς κοινότητος Ὀροῦντας, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (02.06.2024).

Η ορεινή γυνή: Ταπεινές κι αγιασμένες ψυχές (Φώτης Κόντογλου)

Αν γυρίσης τον κόσμο, θα δης πως δεν θάβρης παρά σπάνια ευτυχισμένους ανθρώπους, και κείνους με λιγόχρονη κι άστατη ευτυχία, πικραμένους όμως θα βρης πολλούς, σε κάθε πάτημά σου. Αδέρφια σου στη χαρά δεν θα βρης πολλά, μα αδέρφια στην πίκρα θα βρης πάρα πολλά.

Αυτό φανερώνει πως τούτος ο κόσμος είναι ένας τόπος που έρχεται ο άνθρωπος για να δοκιμασθή κι’ όχι για να ευτυχήση. Αφήνω πως ευτυχία δεν είναι η καλοπέραση του κορμιού, κι’ αυτό φαίνεται τρανώτατα από το ότι οι καλοπερασμένοι κ’ οι πλούσιοι δεν είναι ευτυχισμένοι, αλλά κάνουνε τον ευτυχισμένο και στο τέλος βαριούνται τη ζωή τους…
Πίνουνε από ένα νερό που δεν ξεδιψά τον άνθρωπο. Και το μονάχο νερό που ξεδιψά είναι εκείνο που αποζητά η ψυχή.

Η ψυχή μπορεί να είναι ευτυχισμένη και μέσα σ’ ένα κορμί δυστυχισμένο, κακοπερασμένο και στερημένο, άρρωστο κι’ ασκημισμένο. Αυτό είναι το παράδοξο. Η πίστη κ’ η ελπίδα είναι η χαρά της ψυχής, και κοντά στην ψυχή που νοιώθει την χαρά αυτή, δροσίζεται κι’ ανακουφίζεται και το σώμα, κι’ ας είναι κακοπαθιασμένο. Ίσια-ίσια μέσα σε τέτοιο κορμί η ψυχή λυτρώνεται και χαίρεται, ερχόμενη σε κατάνυξη. Για τούτο είπε το γλυκύτατο στόμα του Χριστού: “Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται”, “μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών”, “μακάριοι οι κλαίοντες νυν, ότι γελάσετε. Πλην ουαί υμίν τοις πλουσίοις, ότι απέχετε την παράκλησιν υμών”, που θα πη “αλλοίμονο σε σας τους πλούσιους, τους ξεκούραστους, τους καλοπερασμένους, γιατί δεν θα βρήτε πουθενά παρηγοριά”. Κι’ ο απόστολος Παύλος λέγει πως οι χριστιανοί φαίνουνται λυπημένοι, μα από μέσα χαίρουνται “ως λυπούμενοι, αεί δε χαίροντες”, γράφοντας στους Κορινθίους. Και στους Κολασσαείς γράφει: “Νυν χαίρω εν τοις παθήμασί μου”, “έχω χαρά, λέγει, που βασανίζουμαι για τον Χριστό”. Κι’ αλλού γράφει πως σαν παρακάλεσε τον Χριστό να τον ανακουφίση λίγο από τους πειρασμούς, ο Κύριος του είπε: “Σου φτάνει η χάρη μου, γιατί η δύναμή μου με τη δική σου αδυναμία φανερώνεται”, δηλαδή “δεν παίρνω από πάνω σου τις δυστυχίες, γιατί μ’ αυτές η ψυχή σου δυναμώνει και νοιώθει τη χαρά της αθανασίας”…

Μια από τούτες τις μέρες βρέθηκα σ’ ένα βουνό πυκνοδασωμένο και μοσκοβολημένο, και σαν να ξαναγεννήθηκα. Περπατούσα σ’ ένα έρημο μονοπάτι, κι’ ανάσαινα το δροσερό αγεράκι που κατέβαινε από τις ραχούλες, και δόξαζα τον Θεό που μπορούμε ακόμα να καταφεύγουμε σε τούτη την αγνή πλάση, που είναι ως τα σήμερα όπως την έφτιαξε η σοφία κ’ η αγάπη Του, μακρυά από την πνιχτική βρώμα της αλεποφωλιάς που τη λένε πολιτεία, και που βράζει μέσα της κάθε λογής αμαρτία, κακία, πονηριά, κάθε λογής ασκήμια, μ’ όλα τα ψεύτικα στολίδια που στολίσανε αυτή τη σιχαμερή πόρνη οι εραστές της.

Εκεί που περπατούσα, βλέπω να βγαίνη από το δάσος μια μικροκανωμένη γυναίκα, μ’ ένα σακκί στον ώμο. Ήτανε ξυπόλητη, με το κεφάλι τυλιγμένο μ’ ένα τσεμπέρι, και βαστούσε στο χέρι της ένα ραβδί. Σαν ήρθε κοντά μου με χαιρέτησε μ’ έναν έμορφον χαιρετισμό, ταπεινά και λίγο φοβισμένα. Το πρόσωπό της ήτανε πολύ εκφραστικό και συμπαθητικό, αλλοιώτικο από τα πρόσωπα που βλέπουμε στην πολιτεία, που είναι γεμάτα αφηρημάδα, αδιαντροπιά, αδιαφορία, ανέκφραστες μάσκες. Με κύτταζε με προσοχή σαν μιλούσε, και με περισσότερη προσοχή μ’ άκουγε όποτε της απαντούσα. Η όψη της ήτανε βασανισμένη, μα γεμάτη αξιοπρέπεια, ταπείνωση και σεμνότητα. Το μικρό πρόσωπό της, τυλιγμένο με το τσεμπέρι, ήτανε ψημένο από τον αγέρα κι’ από τον ήλιο. Η μύτη της ήτανε μικρή, το στόμα της είχε λίγο χνούδι σαν μουστάκι, που την έκανε να μοιάζη με τον άγιο Εφραίμ τον Σύρο, όπως είναι ζωγραφισμένος στις αρχαίες εικόνες. Τα μάτια της όμως ήτανε τόσο εκφραστικά κ’ η ομιλία της τόσο σπουδαία, απονήρευτη και συμπαθητική, που τραβούσε τον άνθρωπο σαν μαγνήτης. Το σώμα της ήτανε κοκκαλιάρικο και πολύ σβέλτο, και μ’ όλο που ήτανε κακοντυμένη και ξυπόλητη, είχε επάνω της κάποιο ανεξήγητο μεγαλείο, τόσο, που ν’ απορή κανένας και να συλλογίζεται γιατί δεν βρίσκουνται πια τέτοιοι άνθρωποι ανάμεσά μας.

Μου μίλησε πρώτα για την πίστη μας, που μας έδωσε ο Χριστός να τη φυλάγουμε καλά για να μην την χάσουμε, ας είναι και με το αίμα μας. “Αμ’ τί έχουμε πιο ακριβό από την πίστη μας;”.

Μου μίλησε για τα πρόβατα που τα φύλαγε ο γυιος της και κείνη η ίδια, μου μίλησε για τα βάσανα που τραβάνε με τους βαρειούς χειμώνηδες και για κάποιους “επίσημους ανθρώπους” που έρχουνται από την Αθήνα με συνοδεία και που τους φοβερίζουνε πως θα πάρουνε τις βοσκές και που λένε πως δεν χρειάζουνται τα πρόβατα και πως θα τα διώξουνε, επειδή στα βουνά κάνουνε περίπατο οι άνθρωποι που έρχουνται από τα ξένα μέρη, και που δεν θέλουνε να βλέπουνε πρόβατα που κοπρίζουνε, μηδέ γιδερά, αλλά μονάχα δέντρα. “Έλα, Χριστέ και Παναγιά, μου λέγει. Η κοπριά που κάνουνε τα πρόβατα, μοσκοβολά. Η δική μας η κοπριά βρωμά, η ανθρωπινή. Εμένα ο παππούς μου κι’ ο προπάππος μου, ο πατέρας μου κι’ ο άντρας μου κι’ όλοι οι συγγενοί μου, αυτή τη δουλειά κάνανε, με τα ζωντανά ζούσανε. Τα βιβλία γράφουν πως αυτή η δουλειά είναι βλογημένη, γιατί είναι η πρώτη που έκανε ο άνθρωπος, πριν να μάθη να σπέρνη και να θερίζη. Κι’ ο Χριστός μας αυτή τη δουλειά έκανε, σαν ήτανε μικρός, και σαν του πήρανε κ’ εκείνου τα πρόβατα, έγινε διακονιάρης, για τούτο άμα έρχεται στο σπίτι σου διακονιάρης, πρέπει να του δίνης ελεημοσύνη, γιατί είναι του Χριστού αδερφός. Εκείνος έκανε τα βουνά και τα φυτουργήματα, για να βοσκάνε τα ζωντανά, να πίνη ο κόσμος γάλα, να τρώγη τυρί και να ντύνεται με το μαλλί, να τρώγη και το κρέας. “Α!; Το γάλα, το κρέας και το μαλλί το θέλουνε οι άνθρωποι που έρχουνται από την Αθήνα με τ’ αυτοκίνητα; Ε; Τα κακόμοιρα τα πρόβατα τους μποδίζουνε, δεν τα θέλουνε. Εμ γιατί, μαθές; Πειράζουν κανέναν; Ενοχλούν κανέναν; Ημείς ζούμε κρυφά απ’ τον Θεό. Ήμαστε καλοί άνθρωποι, άβλαβοι, σαν τα πρόβατα που έχουμε“.

Μου είπε τα οικογενειακά της, τα βάσανά της, ήσυχα, χωρίς να κλαίγεται για να την λυπηθώ. Καρτερία κ’ υπομονή. Την ρώτησα πως τη λένε. Μούπε: “Λέγουμαι Ελένη Σφέτσα, κ’ έχω πέντε παιδιά και τέσσαρα αγγόνια. Του λόγου σου έχεις οικογένεια;”. Της είπα κ’ εγώ τα δικά μου, και μούπε “Να τα χαίρεσαι!”. Ακουμπισμένη στο ραβδί, με κύτταζε σαν να με ήξερε από χρόνια. Είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο που τον ένοιωθε η καρδιά μου, που του είχα εμπιστοσύνη, έναν άνθρωπον απλόν και καθαρόν, αξιαγάπητον, καλοκάγαθον, ελεύθερο, χωρίς εγωισμό, δίχως φιλοδοξίες, δίχως μπερδεμένα πράγματα μέσα του, έναν ξεκουραστικόν άνθρωπο, μια αληθινή εικόνα του Θεού. Τέτοιον άνθρωπο ξεσυνηθίσαμε να βλέπουμε.

Με ρώτησε ταπεινά: “θέλεις να κοπιάσης στο φτωχικό μας να ξεκουρασής; Να, εδώ παρακάτω είναι. Κοντά στον Αγι’ Αντώνη, την εκκλησιά. Φαίνεσαι της θρησκείας άνθρωπος”.
Της είπα πως θα πάγω άλλη φορά και χωριστήκαμε. Πήρε το σακκί της, και σε μια στιγμή χάθηκε στα δεξιά του δρόμου, πίσ’ από τα δέντρα.
Τράβηξα τον δρόμο μου συλλογισμένος και συγκινημένος. Θυμήθηκα ένα συναξάρι που γράφει για μια τέτοια γυναίκα και που τη λέγει “η ορεινή γυνή”.

Ύστερ’ από λίγες μέρες πήγα πάλι κατά τα λημέρια της κυρά Λένης. Βρήκα τον Αγι’ Αντώνη, ένα μικρό εκκλησάκι, φτωχό σαν και κείνη. Φτάνοντας απ’ έξω άκουσα σιγανές ψαλμωδίες. Ήτανε Σαββατόβραδο, παραμονή της Σαμαρείτιδος.
Μπήκα μέσα ήσυχα, να μη με πάρη κανένας είδηση. Τον εσπερινό τον έκανε ένας μεσόκοπος παπάς με αρχαία όψη. Ο ψάλτης ήτανε πιο νέος, κ’ έψελνε πολύ κατανυχτικά και ταπεινά. Όλοι-όλοι οι προσκυνητές ήτανε πεντέξη, γυναίκες, τρεις άντρες βουνήσιοι, κ’ ένα παιδάκι που υπηρετούσε τον παπά. Όπως ήτανε σκοτεινά, κρύφτηκα πίσω από μια γωνιά.
Κείνη την ώρα έψελνε ο ψάλτης το δοξαστικό της Σαμαρείτιδος, ένα από τα πιο εξαίσια τροπάρια, που όποτε τ’ ακούσω να τα ψέλνη κανένας καλλίφωνος και ευλαβής ψάλτης, νοιώθω τόση συγκίνηση, που τρέχουνε δάκρυα από τα μάτια μου. Φαντάσου, αγαπητέ αναγνώστη, τι συγκίνηση ένοιωσα κείνη την ώρα, μέσα στην ταπεινή εκείνη εκκλησιά, μαζί με τους βουνήσιους ανθρώπους και με την κυρά Ελένη, ακούγοντας εκείνο το τροπάρι να το ψέλνη με βαθειά κατάνυξη ο καλλίφωνος και ταπεινός ψάλτης του βουνού, που δεν τον ήξερε κανένας. Ήρθανε στο νου μου τα λόγια της κυρά Λένης “Εμείς ζούμε κρυφά από τον Θεό”, κ’ έλεγα μέσα μου “Πόσο κοντά στον Θεό ζούνε τούτοι οι αληθινοί Χριστιανοί!”.

“Έχω ακούσει πολλούς ψαλτάδες. Μα σαν κ’ εκείνον τον ψάλτη σε κείνον τον εσπερινό δεν άκουσα άλλον κανέναν. Θα τον θυμάμαι με κατάνυξη ως που να πεθάνω. Από κείνη τη μέρα έψαλα μοναχός στο σπίτι μου πολλές φορές το δοξαστικό της Σαμαρείτιδος, για να θαρρώ πως ξαναβρίσκουμαι στον Αγι’ Αντώνη του βουνού:

“Παρά το φρέαρ του Ιακώβ ευρών ο Ιησούς την Σαμαρείτιδα, αιτεί ύδωρ παρ’ αυτής ο νέφεσι καλύπτων την γην. Ω, του θαύματος! ο τοις Χερουβίμ εποχούμενος πόρνη γυναικί διελέγετο, ύδωρ αιτών ο εν ύδασι την γην κρεμάσας, ύδωρ ζητών ο πηγάς και λίμνας υδάτων εκχέων…”

Σ’ όλον τον εσπερινό ένοιωθα ζωηρά πως μαζί μου κάνανε την προσευχή τους εκείνοι οι ταπεινοί κ’ οι συντετριμμένοι, και μια θεϊκή φλόγα δρόσιζε την καρδιά μου. Με τρόπο έρριχνα καμμιά κρυφή ματιά κατά το μέρος που στεκόντανε οι γυναίκες και σταυροκοπιόντανε, με τα μακρυά χοντροφούστανα, με τα τσεμπέρια, οι περισσότερες ξυπόλητες, βασανισμένες. Τέτοιες γυναίκες αγιασμένες και καταφρονεμένες πού να βρεθούνε σήμερα! Ανάμεσά τους ήτανε κρυμμένη κ’ η Ελένη Σφέτσα, ακόμα πιο εκφραστική και πιο ταπεινή απ’ όσο την είχα δη την πρώτη φορά στο βουνό, αληθινό εικόνισμα κάποιας αγίας ζωγραφισμένο από αρχαίον ζωγράφο, από κείνα που λες πως δεν τα έκανε χέρι ανθρώπινο, αλλά πως τυπωθήκανε από τη θεϊκή χάρη. Έσκυβε το κεφάλι της και μαζευότανε, σαν νάθελε να κρυφτή πίσω από τις άλλες να μη φαίνεται. Μιαν άλλη νεώτερη, είχε και κείνη όψη αγιασμένη. Στεκότανε κρυμμένη πίσω από μια πιο ψηλή, και κύτταζε με ταπείνωση και με ευλάβεια κατά το τέμπλο, και δεν έπαψε μήτε μια στιγμή να κάνη τον σταυρό της, αργά και με προσοχή. Είχε το ένα χεράκι της στο στήθος της και κρατούσε σεμνά ένα μαντήλι διπλωμένο, και με το άλλο έκανε τον σταυρό της. Τ’ ακουμπούσε πρώτα στο μέτωπό της κάμποση ώρα, σαν να συγκέντρωνε τη διάνοιά της, υστέρα το κατέβαζε χαμηλά κάτω από το στήθος της, κατόπι το πήγαινε στον δεξίν ώμο της και τέλος στον αριστερό, με μια κίνηση που δεν περιγράφεται. Το πρόσωπό της, που το έκρυβε ολοένα, σκύβοντας πίσω από τις άλλες γυναίκες, ήτανε γεμάτο από ταπείνωση, υπομονή, κ’ εγκαρτέρηση. Ήτανε σαν το αγριολούλουδο που κρύβεται ντροπαλά κάτω από την πέτρα. Τα χέρια της και το σταυροκόπημά τους δεν θα τα ξεχάσω ποτέ, θ’ απομείνουνε μέσα στην ψυχή μου για πάντα.

Ω! Τί πνευματικός δείπνος μέσα σε κείνο το σκοτεινό και ξεχασμένο εκκλησάκι, που δεν το ήξερε κανένας! Ποιός από τους σημερινούς τετραπέρατους ανθρώπους που θαρρούνε πως τα ξέρουνε όλα, θα καταδεχότανε να μπη μέσα, να απογευτή από τη μυστική αμβροσία κι’ από το μυστικό νέκταρ, μαζί με τις φτωχές γυναίκες και με τους τσομπάνηδες; Πού να ξέρουνε πως από την περηφάνεια τους είναι καταδικασμένοι να ζούνε μακριά από το αθάνατο νερό που έδωσε ο Κύριος στη Σαμαρείτιδα;
Ανάμεσα σ’ αυτούς τους ακατάδεχτους κατάδικους, βρίσκουνται κ’ οι “επίσημοι άνθρωποι”, που μούλεγε η κυρά Λένη που έρχουνται από την Αθήνα και που δεν θέλουνε να βλέπουνε πρόβατα και τσομπάνηδες.

Θεέ μου, γιατί να βρίσκουνται πάντα σε διωγμό οι αγαπημένοι σου σε τούτον τον κόσμο• Αυτούς που δεν πειράζουνε κανέναν, γιατί να τους πειράζουνε όλοι; Γιατί να κινδυνεύουνε να εξοντωθούνε οι ταπεινοί κ’ οι άβλαβοι κι’ όσοι πιστεύουνε σε Σένα και προσκυνούνε το υποπόδιο των ποδών Σου; Προστάτεψέ τους, Κύριε, για να μην πάψη να λατρεύεται το πανάγιο όνομά Σου απάνω στα βουνά από τους ταπεινούς ανθρώπους.

(Απόσπασμα από το βιβλίο “Ασάλευτο Θεμέλιο”, Φώτη Κόντογλου, Εκδόσεις Ακρίτας)

Πηγή: https://iconandlight.wordpress.com/2024/06/01/

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 3 Ἰουνίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ Ε΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
12: 12 – 17

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, συνιδών ὁ Πέτρος ἦλθεν ἐπὶ τὴν οἰκίαν Μαρίας τῆς Μητρὸς Ἰωάννου τοῦ ἐπικαλουμένου Μάρκου, οὗ ἦσαν ἱκανοὶ συνηθροισμένοι καὶ προσευχόμενοι. Κρούσαντος δὲ τοῦ Πέτρου τὴν θύραν τοῦ πυλῶνος προσῆλθε παιδίσκη ὑπακοῦσαι ὀνόματι Ρόδη· καὶ ἐπιγνοῦσα τὴν φωνὴν τοῦ Πέτρου, ἀπὸ τῆς χαρᾶς οὐκ ἤνοιξε τὸν πυλῶνα, εἰσδραμοῦσα δὲ ἀπήγγειλεν ἑστάναι τὸν Πέτρον πρὸ τοῦ πυλῶνος. Οἱ δὲ πρὸς αὐτὴν εἶπον· Μαίνῃ. Ἡ δὲ διισχυρίζετο οὕτως ἔχειν. Οἱ δὲ ἔλεγον· Ὁ ἄγγελος αὐτοῦ ἐστιν. Ὁ δὲ Πέτρος ἐπέμενε κρούων. Ἀνοίξαντες δὲ εἶδον αὐτὸν καὶ ἐξέστησαν. Κατασείσας δὲ αὐτοῖς τῇ χειρὶ σιγᾶν διηγήσατο αὐτοῖς πῶς ὁ Κύριος ἐξήγαγεν αὐτὸν ἐκ τῆς φυλακῆς. Εἶπε δέ· Ἀπαγγείλατε Ἰακώβῳ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς ταῦτα. Καὶ ἐξελθὼν ἐπορεύθη εἰς ἕτερον τόπον.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ Ε΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
8: 42 – 52

Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς ἐληλυθότας πρὸς αὐτὸν Ἰουδαίους· Εἰ ὁ Θεὸς πατὴρ ὑμῶν ἦν, ἠγαπᾶτε ἂν ἐμέ, ἐγὼ γὰρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καὶ ἥκω· οὐδὲ γὰρ ἀπ’ ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα, ἀλλ’ ἐκεῖνός με ἀπέστειλε. διατί τὴν λαλιὰν τὴν ἐμὴν οὐ γινώσκετε; ὅτι οὐ δύνασθε ἀκούειν τὸν λόγον τὸν ἐμόν. ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρὸς τοῦ διαβόλου ἐστὲ, καὶ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς ὑμῶν θέλετε ποιεῖν. ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, καὶ ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐκ ἔστηκεν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια ἐν αὐτῷ· ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύστης ἐστὶ καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ. ἐγὼ δὲ ὅτι τὴν ἀλήθειαν λέγω, οὐ πιστεύετέ μοι. τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας; εἰ δὲ ἀλήθειαν λέγω, διατί ὑμεῖς οὐ πιστεύετέ μοι; ὁ ὢν ἐκ τοῦ Θεοῦ τὰ ῥήματα τοῦ Θεοῦ ἀκούει· διὰ τοῦτο ὑμεῖς οὐκ ἀκούετε, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστέ. ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ εἶπον αὐτῷ· Οὐ καλῶς λέγομεν ἡμεῖς ὅτι Σαμαρείτης εἶ σὺ καὶ δαιμόνιον ἔχεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Ἐγὼ δαιμόνιον οὐκ ἔχω, ἀλλὰ τιμῶ τὸν πατέρα μου, καὶ ὑμεῖς ἀτιμάζετέ με. ἐγὼ δὲ οὐ ζητῶ τὴν δόξαν μου· ἔστιν ὁ ζητῶν καὶ κρίνων. ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐάν τις τὸν λόγον τὸν ἐμὸν τηρήσῃ, θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα. εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· Νῦν ἐγνώκαμεν ὅτι δαιμόνιον ἔχεις. Ἀβραὰμ ἀπέθανε καὶ οἱ προφῆται, καὶ σὺ λέγεις, ἐάν τις τὸν λόγον μου τηρήσῃ, οὐ μὴ γεύσηται θανάτου εἰς τὸν αἰῶνα.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ