Αρχική Blog Σελίδα 201

Σωτηρία Νούση (+ 6 Ιουνίου 2022): μια αγία μοναχική ψυχή, και η συγκλονιστική παρουσία του Οσίου Παϊσίου στην ζωή της

Μακαριστή Σωτηρία Νούση

Οφειλή τιμής και ευγνωμοσύνης….
«Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος»

Μακαριστή Σωτηρία Νούση

Η Σωτηρία Νούση, ασκήτρια στον κόσμο και ο Άγιος Παΐσιος

«Για τον Όσιο Παΐσιο άκουσα για πρώτη φορά πριν από πολλά χρόνια μέσα στο τραίνο, όπου συνταξίδευα με μια παρέα φοιτητών. Επέστρεφαν από το Άγιον Όρος, φαίνονταν ενθουσιασμένοι και μιλούσαν συνέχεια για την αγιοσύνη και την διορατικότητα του π. Παϊσίου. Επιθύμησα να γνωρίσω και εγώ τον Γέροντα και ρώτησα:
– Παιδιά, αυτόν τον Γέροντα δεν μπορώ να τον γνωρίσω κι΄εγώ ;
—Όχι, εσείς δεν μπορείτε να πάτε στο Άγιο Όρος.
-Έξω δεν βγαίνει;
-Δεν γνωρίζομε. Εμείς πηγαίνομε στο Κελί του Τιμίου Σταυρού κοντά στην Σταυρονικήτα.»

Παρέμεινε για πολλά χρόνια ανεκπλήρωτη η επιθυμία μου να γνωρίσω τον Άγιο Γέροντα Παΐσιο και όταν αργότερα πήγα προσκύνημα στους Αγίους Τόπους και επέστρεψα στην Αθήνα, προσευχήθηκα ( στον Θεό και είπα ):
«Κύριε μου, θέλω εάν είναι ευλογημένο, να γνωρίσω τον πάτερ Παΐσιο, όποτε Εσύ θέλεις, εγώ θα περιμένω…»

Την παραμονή της Πρωτομαγιάς του 1978, με πήρε τηλέφωνο μια γνωστή μου δασκάλα και μου είπε, ότι αύριο θα πάνε σε ένα γνωστό μας Μοναστήρι, αν θέλω να πάω μαζί τους. Απάντησα ότι δεν μπορώ, γιατί είχα κάποια εργασία.
Το βράδυ της Πρωτομαγιάς, με πήρε πάλι τηλέφωνο η δασκάλα και μου είπε, ότι πήγαν στο Μοναστήρι και εκεί συνάντησαν και τον γέροντα Παΐσιο. «Ήταν περαστικός, πήγαινε για Αθήνα και έδωσε από ένα σταυρουδάκι σε όλα τα κορίτσια της παρέας.
«Στενοχωρήθηκα, έκλαιγα σαν μικρό παιδί και έλεγα: «Χριστέ μου, γιατί δεν με φώτισες να πάω και εγώ στο Μοναστήρι που σου το ζήτησα τόσο πολύ για να γνωρίσω τον π. Παΐσιο;».

Παρηγορήθηκα, όταν είδα (εν ύπνω, ή εν οράματι) τον Γέροντα, που μου είπε:
– Είμαι ο π. Παΐσιος, μην κλαις, παιδί μου. Δεν ήταν θέλημα Θεού να έρθης στο Μοναστήρι, διότι εγώ αν θα σε έβλεπα θα σου μιλούσα ιδιαιτέρως και θα σκανδαλίζονταν οι άλλες κοπέλλες. Ήμουν περαστικός. Να, λοιπόν, με είδες. Μην κλαις, θα σε καλέσω να γνωριστούμε, διότι σε είδα που με ζήτησες στην προσευχή σου. Ξέρεις, παιδί μου, την αιτία που δεν μιλούσες από μικρή [1];
– Όχι, Γέροντα, ξέρω ότι μίλησα όταν έγινα επτάμισι χρονών.
—Ρώτησε την μητέρα σου να σου πεί. Πλήρωσες την αμαρτία της γιαγιάς σου. Όχι την γιαγιά που γνώρισες, αλλά την γιαγιά σου που δεν γνώρισες.

Μετά από ένα έτος, ενώ βρισκόμουν στην Εκκλησία και παρακολουθούσα το κήρυγμα, στο τέλος με πλησίασε μία άγνωστη και με ρώτησε:
-Είστε η τάδε; (είπε το όνομα μου).
-Ναι, απαντώ.
Έρχομαι από την Σουρωτή, με έστειλε ο Παππούλης, ο π. Παΐσιος, να σας βρω, θέλει να σας γνωρίσει.
-Εμένα; Εγώ δεν γνωρίζω τον γέροντα Παΐσιο.
-Μου είπε ο Παππούλης, τώρα που θα πας στην πόλη σου, θα πας στην τάδε Εκκλησία στο κήρυγμα, και θα δείς μία κοπέλλα μαυροφόρα με μαντήλι στο κεφάλι της. Κάθεται σε ένα σκαμνάκι με κομποσχοινάκι στο χέρι, κάθεται απομακρυσμένη, διότι εργάζεται την ευχή. Την λένε … (και μου είπε το όνομά σου).
Αυτά μου είπε ο Γέροντας. Σου δίνω το τηλέφωνο της Μονής. Να πάτε, διότι μετά από δύο μέρες ο Παππούλης θα μπει στο Άγιον Όρος. Εγώ έμεινα άναυδη, αλλά συνάμα δόξασα τον Κύριο.

Και θυμήθηκα την υπόσχεση που μου έδωσε όταν είδα τον Παππούλη, ότι δηλαδή θα με καλέση να γνωριστούμε.
»Πήγα παραμονή των Φώτων και μόλις τον είδα τον αναγνώρισα, διότι ήταν ο ίδιος με αυτόν που είδα στο όνειρό μου. Έπεσα να τον προσκυνήσω και μου είπε: «Όχι, παιδί μου, μόνο τον Κύριο προσκυνάμε».

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

Του είπα:
-Γέροντα, όπως σας είδα, ακριβώς έτσι είσαστε.
Γέλασε και μου είπε:
Παιδί μου, εμένα ο Κύριος μού ‘δωσε μια πνευματική τηλεόραση και βλέπω όλον τον κόσμο. Είδα και εσένα που έκανες την αίτηση στον Κύριο και ζήτησες να με γνωρίσεις. Σε είδα και την Πρωτομαγιά που έκλαιγες, γι’ αυτό ήρθα και με είδες. Είδες, ο καλός Χριστός μας ό,τι ζητούμε και είναι καλό μας το δίνει. Όταν η ψυχή εφαρμόζει την θεία δικαιοσύνη εισακούεται η προσευχή της. Αν ο κόσμος, παιδί μου, θα είχε την θεία δικαιοσύνη, θα είχε αλλάξει όλος ο κόσμος, αλλά δυστυχώς θα δούμε πολλά, ιδίως εσύ, αδελφή μου. Θέλω να έχομε την πνευματική επαφή. Όταν θα έρχομαι, θα σε ειδοποιώ και θα έρχεσαι να με βλέπης, αλλά θάχομε και την πνευματική επαφή.

-Πως, Γέροντα, θα έχομε την πνευματική επαφή τόσο μακριά που βρισκόμαστε; Εσείς στο Άγιο Όρος και εγώ στον κόσμο;
-Θα το καταλάβης αργότερα, θα βλεπόμαστε νοερώς, ο Κύριος έχει τον τρόπο του. Να σου πω, τη νύχτα που προσεύχομαι με κομποσχοίνι, νοερώς βλέπω και άλλους Γέροντες και προσευχόμαστε την καρδιακή νοερά προσευχή. Γνωρίζεις, παιδί μου, ότι έχεις ρίζα συγγενική Αγίου [2];
-Ε, Γέροντα, αυτό μου το είπε ο γέροντας Ιερώνυμος στην Αίγινα, όλος ο κόσμος αν πάρωμε τις ρίζες τους έχουν και Άγιο συγγενή
-Δεν θέλεις να σου πω ποιόν Άγιο έχεις συγγενή;
-Ας πούμε άλλα, Γέροντα. Εγώ δεν έδωσα σημασία, στάθηκα χαζή.
-Να πης στον Γέροντα σου, καλό είναι να κάνη ένα γυναικείο Μοναστήρι, να πάρη τις κοπέλλες που θέλουν να μονάσουν ξέρεις τι ωφέλεια θα έχη η περιοχή; Μόνο εσύ με τις κοπέλλες δεν ταιριάζεις. Αυτές είναι εξωστρεφείς, ενώ εσύ είσαι εσωστρεφής, έχεις την νοερά προσευχή. Αν θα κάνη Μοναστήρι και πας και συ, εσύ να είσαι χώρια σ’ ένα καλυβάκι, μόνο στην ακολουθία θα πηγαίνης και τον άλλο καιρό θα είσαι μόνη σου, θα τρως μόνη σου.
-Παππούλη, πήγα σε Μοναστήρι με το Παλαιό, αλλά έφυγα δεν αναπαύθηκα, κάτι έβλεπα και εγώ διαβάζοντας για την μοναχική ζωή, εγώ άλλα ήθελα…
-Καλά έκανες και έφυγες. Από δύο αιτίες μπορείς να φύγης. Από ζήτημα ηθικής και από ζήτημα πίστεως. Αφού ήταν το ένα, καλά έκανες και έφυγες, μην σ’ απασχολή. Κάπου ο Θεός έχει και για σένα, μην βιάζεσαι. Να δοκιμάσης πρώτα και μετά να αποφασίσεις. Και εγώ να σού εξομολογηθώ πήγα σε πολλά μέρη, έκανα σε Σκήτη και πήγα και στο Σινά.
-Α, Γέροντα, όταν πήγα τρεις φορές στους Άγιους Τόπους, στο Σινά δεν πήγα, γιατί δεν προλαβαίναμε.
-Θα πας και στο Σινά.
-Μπα, Γέροντα, είναι δύσκολο.
-Θα πας, παιδί μου και θα με θυμηθής. Δύο φορές θα πας.
(Και πράγματι πήγα το 1992 και 1994). Στην ζωή σου θα πέρασης πολλά, πολλές συκοφαντίες, μην στενοχωριέσαι. Και εμένα στο Όρος κάποιοι με έχουν για πλανεμένο. Άλλοι δεν έρχονται να με δουν, γιατί με έχουν για πλάνο. Ο Θεός να τους φωτίσει και να τους ελεήση…

-Γέροντα, τώρα ακολουθώ το Παλαιό εορτολόγιο, αλλά στενοχωριέμαι, διότι όλο κατηγορούν το Νέο.
-Εσύ δεν θέλω να είσαι φανατική. Στην Αθήνα που πας τακτικά, θα πηγαίνεις σε όποια Εκκλησία έχεις κοντά σου, δεν θα τρέχεις να βρης Εκκλησία με το Παλαιό.
-Γέροντα, έχω Πνευματικό με το Νέο.
-Έχεις Άγιο Γέροντα.

Εκείνη την στιγμή, θυμήθηκα ένα Μοναστήρι που επισκεπτόμουν συχνά και σκέφθηκα μήπως ήταν καλό να μονάσω εκεί. Ο Γέροντας διάβασε τον λογισμό μου και μου απάντησε:
-Αυτό που σκέφτεσαι, ξέχασε το. Σε μεγάλο Μοναστήρι θα πηγαίνει πολύς κόσμος δεν θ’ αναπαυθείς. Εσύ θ’ αναπαυθείς σε μικρό. Μου εκμυστηρεύθηκε κάτι και μου είπε, ξέρω ότι είσαι εχέμυθη”.
Πάνε, παιδί μου, τα χρόνια που όπως διαβάζομε στα Γεροντικά οι Άγιοι πατέρες είχαν στερήσεις και είχαν έργο τους την προσευχή, που είναι δώρο της Χάριτος του Θεού. Και άλλα πολλά μου είπε για την προσευχή.
-Γέροντα, σας κούρασα, ας πηγαίνω, διότι στον ξενώνα σας περιμένει πολύς κόσμος.
-Όπως θέλεις, παιδί μου. Μόνο να σου δώσω την σύσταση μου, ό,τι έχεις να μου γράφης και εγώ την ογδόη ήμερα θα έρχομαι στον ύπνο σου και θα σου απαντώ. Μόνο μια φορά θα σου γράψω, τον άλλο καιρό θα έχομε πνευματική επικοινωνία, θα φύγης σήμερα;
-Ναι, Γέροντα, διότι αύριο είναι τα Φώτα με το Παλαιό.
-Όχι, παιδί μου, δεν θα φύγης, θα μείνης εδώ σήμερα και Θεού θέλοντος θα φύγης αύριο το πρωί.
-Να ‘ναι ευλογημένο, Γέροντα, να μείνω, αλλά επειδή σήμερα είναι νηστεία να πω στις αδελφές, ότι ακολουθώ το Παλαιό; ή να φάω ό,τι μου δώσουν;
-Ό,τι σου δώσουν θα φας και δεν θα πης τίποτε. Τώρα που είσαι νέα, να ασφαλισθής στο ΙΚΑ του Θεού.
-Πως, Γέροντα;
-Μα, τα καθήκοντα που κάνεις βάζεις μεροκάματο και όποτε μπορείς δούλεψε λίγο παραπάνω για να έχης μισθό στα γεράματα σου, δηλαδή σύνταξη, διότι τότε δεν μπορείς να δουλέψης όπως τώρα. Αυτό έκανα και εγώ και όταν είμαι άρρωστος τρώω από τα έτοιμα.

Τον χαιρέτησα και πήγα στον ξενώνα. Το βράδυ που έκανα την προσευχή μου, σκέφθηκα ότι ο Παππούλης δεν μου βρήκε αυτά που μου αποκάλυψε ο Κύριος. (Κάποια γεγονότα που συνέβησαν στην ζωή μου). Το πρωί που ξύπνησα να κάνω τον κανόνα μου, στις 5 το πρωί, χτύπησε το παράθυρο τρεις φορές λέγοντας, «Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, άνοιξε μου, αδελφή, είμαι ο πατήρ Παΐσιος». Του άνοιξα και απορημένη είπα:
-Γέροντα, εσείς εδώ;
-Ναι, παιδί μου, τη νύχτα μου αποκάλυψε ο Κύριος, ότι πολλά σου φανέρωσε και δεν μου ‘πες τίποτε. Σε παρακαλώ, αδελφή μου, θα πάρης ένα τετράδιο και θα μου τα γράψης όλα, θα τα διαβάσω και θα σου τα στείλω.
-Νάναι ευλογημένο, Γέροντα.

Και πράγματι, τα έγραψα και τα έστειλα. Μου απάντησε, ότι τα τρία πρώτα ήταν Οπτασία και Όραμα, αλλά μην τα δίνης σημασία. Μία άλλη φορά, που έγραψα επιστολή στον π. Παΐσιο, επάνω στην ογδόη ημέρα τον είδα στον ύπνο μου να μου λέη:
-Παιδί μου, πήρα την επιστολή σου, μην στενοχωριέσαι που σε συκοφαντούν, στεφάνι σου βάζει ο Χριστός διότι σε αδικούν, κάνε υπομονή έχεις δίκαιο, τα παραχωρεί ο Κύριος να κάνουμε υπομονή, γιατί παίρνομε μισθό.
Μετά την κοίμηση του Παππούλη, ένα βράδυ τον είδα στον ύπνο μου και μεταξύ άλλων, μου είπε:
«Αδελφή μου, αυτό που είδες το 1969, τον άγνωστο μοναχό που έλεγε την νοερά – καρδιακή προσευχή στον ύπνο του, εγώ ήμουν, όταν ήμουν στο Καλύβι του Τιμίου Σταυρού. Τότε δεν σου φανερώθηκε το όνομά μου, διότι ήμουν ακόμη εν ζωή». Ξύπνησα με μεγάλη χαρά που είδα τον Παππούλη και μου έλυσε το μυστήριο με τον άγνωστο μοναχό που ασκούσε την νοερά προσευχή.

Εξηγώ τι είδα το 1969…

Κάποια νύχτα με πανσέληνο καθόμουν έξω στην αυλή του σπιτιού μου. Έλεγα την ευχή με συγκίνηση και δάκρυα και αισθανόμουν σαν να βρισκόμουν σε άλλο πλανήτη. Δεν μπορούσα να καταλάβω, πως συμβαίνει να κοιμάται κανείς και συγχρόνως να λέη την ευχή, όπως λέγει και η Άγια Γραφή, « Εγώ καθεύδω και η καρδία μου γρηγορεί» (αγρυπνεί). Παρακαλούσα τον Κύριο να μου φανερώση πως γίνεται αυτό.
Και αισθάνθηκα η ψυχή μου να ανέβηκε ψηλά και έβλεπα διάφορα συννεφάκια από την γη να ανεβαίνουν στον ουρανό και είχα έναν οδηγό να μου λέη: «Βλέπεις αυτά τα συννεφάκια; Είναι οι προσευχές των Ορθοδόξων Χριστιανών που ανεβαίνουν ως θυμίαμα στον θρόνο του Θεού.
Τώρα έχω εντολή από τον Κύριο, να σου δείξω έναν Άγιο μοναχό, που εργάζεται μέρα και νύχτα την νοερά – καρδιακή προσευχή του Ιησού».
Είδα τον Άθωνα από την Βόρεια πλευρά και απέναντι την Θάσο και ένα καλυβάκι πολύ μικρό, όπου μέσα κοιμόταν ένας μοναχός, που στον ύπνο του έλεγε την νοερά – καρδιακή προσευχή.
Ενώ ήμουν μακριά, αισθάνθηκα σαν να ήμουν κοντά και έβλεπα σαν υπέρηχο. Έβλεπα την καρδιά του να χτυπά τακ-τακ και άκουγα την αναπνοή του και έλεγε με εισπνοή και εκπνοή την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Ο νεανίας οδηγός μου, μου έδειξε τους δύο φρουρούς που φύλαγαν τον μοναχό. «Είναι οι φύλακες Άγγελοι, ο ένας που πήρε όταν βαπτίσθηκε και ο έτερος όταν πήρε το Αγγελικό Σχήμα. Το όνομα του δεν έχω εντολή να σου το φανερώσω, διότι ακόμη ζει. Όταν κοιμηθεί, ο ίδιος θα ‘ ρθη να σου το πη. Είναι Άγιος».
Μου έδειχνε την καρδιά του και μου έλεγε: “Έδώ έχει το κατά Θεόν πένθος, την χαρμολύπη, μετά έρχονται τα καρδιακά δάκρυα” και μου εξηγούσε, πως έχει συνέχεια το νου στον Θεό και σκέφτεται τον Κύριο και την Παναγία.
Όταν συνήλθα, άρχισα να λέγω την ευχή με τόσο πόθο, που με συνήρπασε και έτσι από τότε, κάθε βράδυ τρεις ώρες λέω την ευχή, και δύο ώρες το πρωί.

Θυμάμαι και κάποια άλλα που μου έλεγε ο Παππούλης. Κάποτε, ήταν πολύ στενοχωρημένος που σκότωσαν το ένα από τα τρία φίδια που τάιζε. Άλλη φορά, μου έλεγε τις δοκιμασίες του από τον διάβολο. Και κάποτε, που πήγαμε με ένα φιλικό ζευγάρι και τον ρώτησαν αν πρέπει να βάλουν υπογραφή για ένα θέμα που αφορούσε έναν κληρικό, ο Παππούλης είπε:
«Να προσέχετε πολύ, μην βάζετε εύκολα υπογραφές». Και σε μένα ήρθε ένας ηγούμενος και ο Κύριος με πληροφόρησε ότι έρχεται, και αμέσως έφυγα και πήγα στο δάσος και έμεινα όλη τη νύχτα και μετά αρρώστησα. Το τι ακούγονταν στο Όρος δεν φαντάζεσθε! Αν τον δεχόμουν, οι Αγιορείτες θα με έλεγαν διπλά πλανεμένο…

[1] Από μικρή δεν μιλούσα. Μίλησα όταν έγινα επτάμισι χρονών. Όταν πήγαινα μικρή στην Εκκλησία και ο παπάς έλεγε, «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…» έβλεπα την σκεπή της Εκκλησίας να φεύγη και να γίνεται ένα με τον ουρανό (να ανοίγει) και άκουγα ουράνιες ψαλμωδίες. Από την εικόνα του Χριστού στο τέμπλο έφευγε η μορφή του και εμφανιζόταν στο τέλος της Θείας Λειτουργίας.
»Κάθε εβδομάδα η γιαγιά μου με έπαιρνε στο Κοιμητήριο. Μου έκανε εντύπωση το γεγονός, που την περίοδο του Πάσχα έβλεπα τους τάφους ανοιχτούς και τις ψυχές να κάθονται και να ζητούν ελεημοσύνη και άλλες είχαν μπροστά τους ένα πιάτο και έτρωγαν. Εγώ τους έβλεπα και έκλαιγα, δεν ήξερα πως να τους βοηθήσω.
Αναρωτιόμουν, γιατί οι τάφοι είναι όλοι ανοιχτοί ενώ τον άλλο καιρό είναι κλειστοί και έκλαιγα πολύ.Με ρωτούσε η γιαγιά μου, «γιατί κλαίς, παιδί μου» και δεν μπορούσα να της εξηγήσω, αφού δεν μιλούσα. Έκανα νοήματα, αλλά η γιαγιά μου δεν καταλάβαινε…

[2] Όπως μου έλεγαν οι γονείς μου, η ρίζα του πατέρα μου είναι από την Νάξο και ήρθε στην Εύβοια να δουλέψει ο παππούς και παντρεύτηκε εκεί, όπου γεννήθηκε ο πατέρας μου. Έχομε συγγένεια με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Ο πατέρας μου, μου έλεγε το επίθετο από το γένος της καταγωγής και εγώ του έλεγα ότι θα το ξεχάσω. Και μου έλεγε ο πατέρας μου, να θυμάσαι την καλή βρύση, ταιριάζει με το επίθετο του γένους μας (Καλλιβούρτζης, ήταν το επώνυμο του Αγίου Νικόδημου).

( «Μαρτυρία ανώνυμης»: απόσπασμα από το Βιβλίο «Ο Όσιος Παΐσιος», Εκδόσεις «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», σελ. 140 – 150 )

***

Η μακαριστή Σωτηρία Νούση
κ. Χρῆστος Νικολόπουλος, Θεολόγος – Βυζαντινολόγος

Μοῦ εἶχε ἀναφέρει πολλὲς φορὲς ὅτι εἶχε τραβήξει πολλὰ στὴν προσπάθειά της νὰ ἐκδώσει τὸ βιβλίο γιὰ τὸν γέροντά της, τὸν Ἱερώνυμο Αἰγίνης.

Γέροντας Ιερώνυμος της Αίγινας

Καθηγητὲς καὶ θεολόγοι τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῶν Ἀθηνῶν τὴν κορόϊδευαν. Τῆς ἔλεγαν: «Τί δουλειὰ ἔχει μία γυναίκα μὲ γεροντάδες. Αὐτὰ δὲν εἶναι γιὰ σένα». Πρὶν τὸ ἐκδώσει ζήτησε τὴ γνώμη τοῦ ὁσίου Παϊσίου Ἁγιορείτη. Αὐτὸς τῆς εἶπε νὰ ἀπευθυνθεῖ στὸν γέροντα Πορφύριο, ἐπειδὴ ἡ πνευματικὴ εἰδικότητα τοῦ ἑνὸς ἔμοιαζε μὲ τοῦ γέροντά της.
Ὁ Ὅσιος Πορφύριος ὅμως δὲν εἶχε χρόνο καὶ ἔτσι ἡ διόρθωση ἔγινε ἀπὸ τὸ τηλέφωνο χωρὶς ποτὲ ὁ Ὅσιος νὰ παραλάβει τὸ βιβλίο της. «Διάβασέ μου», τῆς ἔλεγε «στὴ σελίδα τάδε, στὴν παράγραφο τάδε, δύο σειρὲς πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος». Ἔτσι ἔγινε ἡ διόρθωση. Ὁ Ὅσιος Πορφύριος τῆς ἐπισήμανε νὰ σβήσει ἀπὸ ὅλο τὸ κείμενο τὴ λέξη ἄγχος. «Αὐτὴ ἡ λέξη νὰ μὴν ὑπάρχει στὸ κείμενό σου. Δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ λέξη γιὰ τὸν χριστιανό».
Ἡ Σωτηρία, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ράσα τοῦ γέροντά της, εἶχε λείψανα ἁγίων στὸ σπίτι της, ἀλλὰ καὶ τὸν σταυρὸ τοῦ πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄. Μία φορὰ μοῦ ἔδωσε νὰ προσκυνήσω ἕνα λείψανο τοῦ Ἱερωνύμου Αἰγίνης. Εὐωδίαζε ὑπερβολικὰ πολύ…Ἡ παρουσία τοῦ γέροντά της ἦταν ἐμφανὴς σὲ κάθε πτυχὴ τῆς ζωῆς της. Ὅταν ἡ Σωτηρία πέρναγε μεγάλους πειρασμούς, πήγαινε νὰ προσκυνήσει τὸν τάφο του στὴν Αἴγινα. Μοῦ ἀνέφερε ὅτι στεκόταν στὸν τάφο του καὶ ὁ ἴδιος τῆς ἐμφανιζόταν στὸ παράθυρο τοῦ κελλιοῦ του χαμογελώντας της. Αὐτὸ τῆς ἔδινε θάρρος καὶ ἤξερε ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τῆς ἔδειχνε ὅτι στέκεται δίπλα της σὲ κάθε πειρασμό…

Ἀμέτρητες φορές μοῦ εἶχε ἀναφέρει περιστατικὰ ποὺ τὸ βιβλίο της γιὰ τὸν γέροντα Ἱερώνυμο Αἰγίνης εἶχε βοηθήσει τοὺς συνανθρώπους μας. «Εἶδες» μοῦ ἔλεγε «τί δύναμη καὶ ἁγιότητα ἔχει ὁ γέροντας, ὅλους τοὺς βοηθάει».
Μία μέρα μοῦ ἀνέφερε τὸ ἑξῆς φοβερὸ γεγονός:
«Μὲ πῆρε, Χρῆστο μου, χθὲς ἕνας ἄγνωστος τηλέφωνο καὶ μοῦ λέει: “Γιατί κυρία μου στείλατε, μὲ τὸ ταχυδρομεῖο, αὐτὸ τὸ βιβλίο σὲ μένα. Μὲ ξέρετε ἀπὸ πουθενά; Νὰ ξέρετε ὅτι τὸ διάβασα ὁλόκληρο μέσα σὲ μία νύκτα. Μὲ συγκίνησε τόσο πολὺ ποὺ μοῦ ἄλλαξε τὴ ζωή. Εἶχα ἀπελπιστεῖ μὲ τὴ ζωή μου ἀλλὰ τώρα πῆρα δύναμη. Σᾶς εὐχαριστῶ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου. Μὲ σώσατε”».
Τελικὰ ἀποδείχθηκε ὅτι ἔγινε λάθος στὸ ταχυδρομεῖο καὶ τὸ βιβλίο ἀντὶ νὰ πάει στὸν κανονικὸ παραλήπτη ποὺ ἔλεγε ὁ φάκελος, βρέθηκε στὸ σπίτι τοῦ κυρίου. Πολλὰ παρόμοια περιστατικὰ εἶχαν συμβεῖ.

 Ἡ Σωτηρία ἦταν θυσία γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους… Κάθε ἕνας ποὺ πραγματοποιοῦσε ἐγκαίνια σὲ ἰδιωτικὸ ναὸ ζήταγε, ἀπὸ τὴ Σωτηρία, τὴ συγγραφὴ κάποιου μικροῦ βιβλίου, γιὰ τὸν ἅγιο τοῦ Ναοῦ του, γιὰ νὰ τὸ μοιράσει ἐκείνη τὴν ἡμέρα στοὺς πιστούς. Πολλοὶ ζητάγανε τέτοια χάρη, ἐπειδὴ ἡ Σωτηρία τὸ ἔκανε δωρεάν. Κάποια ἐποχὴ εἶχε κουραστεῖ μὲ τὸ νὰ γράφει τέτοια βιβλία. Μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι θὰ ἀκύρωνε τὴ συγγραφὴ ἑνὸς βιβλίου ποὺ τελείωνε ἐκείνη τὴν ἐποχὴ γιὰ ἕνα ἅγιο.
Τὸ βράδυ ὅμως τῆς ἐμφανίστηκε στὸν ὕπνο της ὁ συγκεκριμένος ἅγιος καὶ τῆς χαμογελοῦσε. «Μπορῶ μετὰ τὸ συγκεκριμένο περιστατικὸ νὰ μὴ γράψω γι’ αὐτόν;», μοῦ ἀνέφερε.

Τὴν εἶχα ρωτήσει δύο διαφορετικὲς χρονικὲς στιγμὲς νὰ μοῦ πεῖ τί πίστευε γιὰ τὸν κορωνοϊό. Συνέχεια μοῦ ἔλεγε τὴ φράση: «Ὁ Θεὸς ἀπέκαμε ἐλεῶν». Καὶ τὶς δύο διαφορετικὲς χρονικὲς στιγμὲς ποὺ τὴ ρώτησα μοῦ εἶπε ὅτι ὁ Θεὸς τὸ ἐπέτρεψε αὐτὸ λόγῳ τῆς πολλῆς ὁμοφυλοφιλίας ποὺ ὑπῆρχε στὸν κόσμο.
Τὴν εἶχα ρωτήσει ἂν θὰ ἔκανε τὸ ἐμβόλιο καὶ μοῦ εἶχε ἀναφέρει ὅτι ἡ συν­είδησή της δὲν τὸ ἐπέτρεπε αὐτό.

Κάποτε τῆς εἶχα δείξει ἕνα βιβλίο ποὺ μίλαγε γιὰ ἕναν ἅγιο γέροντα ποὺ εἶχε ζήσει στὸ ἐξωτερικό. «Τὸ ξέρετε αὐτὸ τὸ βιβλίο; Τὸ ἔχετε διαβάσει;» τὴ ρώτησα. Μοῦ χαμογέλασε καὶ μοῦ ἀπάντησε: «Ἐγὼ τὸ ἔγραψα παιδί μου». «Μά, τὸ βιβλίο δὲν γράφει στὸ ἐξώφυλλο τὸ ὄνομά σας. Γράφει κάποιου ἄλλου» τῆς ἀπάντησα, μὲ κάποια ἀφέλεια, ἀλλὰ ἀμέσως κατάλαβα τί εἶχε συμβεῖ….

***

Όσιος γέροντας Ιερώνυμος της Αιγίνης

Κάθε βράδυ, να ευχαριστείς τον Θεό, με πολλήν ευγνωμοσύνην, που σε διατήρησε όλην την ημέρα καλά, και με ταπείνωσιν να Τον παρακαλής διά τα πάντα. Η αγάπη του Θεού, η πνοή Του, είναι παντού απλωμένη γύρω μας. Μας χαϊδεύει, μας παρηγορεί, μας ενισχύει, μας προστατεύει, μας φροντίζει. Δεν μας εγκαταλείπει. Πολύ να Τον αγαπώμεν…
– Γέροντα, έχετε δίκιο. Έχω δει τόσες ευεργεσίες από τον Θεόν, που πιστεύω ότι, και μέχρι τέλους, δεν θα με αφήση, μου έχει προσφέρει πάρα πολλά, ενώ το γνωρίζετε, δεν τ’ αξίζω.
– Και ακόμη πιο πολλά θα σου δώση, πιο πολλές ευεργεσίες, αρκεί εσύ να πιστεύεις και να Τον αγαπάς. Ο Θεός δεν δείχνει μόνον πολλήν αγάπην αλλά και μεγάλη στοργήν. Λέγει ο Ισαάκ ο Σύρος: ”Γενού κήρυξ της αγαθότητος του Θεού. Διότι, ενώ υπάρχεις ανάξιος σε κυβερνά και διότι, ενώ χρεωστείς εις Αυτόν άπειρον χρέος, δεν σ΄ εκδικείται, αλλά δια τα ολίγα καλά έργα, τα οποία πράττεις, σοι ανταποδίδει μεγάλους μισθούς κλπ (Λόγος ξ΄). Μεγάλην στοργήν, κόρη, καταλαβαίνεις τι εννοεί στοργήν; Με ολίγην καλήν προαίρεσιν, που δεικνύομεν, μας συντρέχει, μας βοηθά. Με ολίγην μετάνοιαν, συντριβήν κ.λ.π., μας συγχωρεί πολλά και μεγάλα αμαρτήματα. Ποταμός το έλεός Του!
Να λες εις τον Χριστόν μας: ”Σ’ αγαπώ, Κύριε. Σ’ αγαπώ, διότι είσαι Α γ ά π η!”. Μην τον αγαπάς, ούτε διά τα μέλλοντα αγαθά, ούτε δι’ όσα σε έδωκε μέχρι τώρα, αλλά να Τον αγαπάς και μόνον διότι χρεωστείς να Τον αγαπάς μόνον διότι είναι Αγάπη! Και να γνωρίζης, οι προχωρημένοι εις τα πνευματικά, αυτοί όπου κατάλαβαν τι είναι ο Θεός, όταν πίπτουν , δεν σκέπτονται την τιμωρίαν και δεν φοβούνται, αλλά πονά η ψυχή των, κλαίγουν συχνά ημέρες, μήνες, διατί να λυπήσουν τον Θεόν. Δεν τους ενδιαφέρει αν θα τους τιμωρήση, αλλά διατί να Τον λυπήσουν! Ένα μικρό δείγμα ότι αγαπάει κανείς τον Θεόν, είναι και τα δάκρυα-, ιδίως εις την προσευχήν. Όχι, κόρη, δάκρυα λύπης, όχι δάκρυα απελπισίας, όχι δάκρυα διά δυσκολίες που συναντάς και διά τούτες Τον παρακαλείς, αλλά δάκρυα από αγάπην Θεού. “Ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρευσουσιν ύδατος ζώντος”, λέγει εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον (ζ’ 38). Όπως ενθυμείσαι, έλεγεν ο μακαρίτης Γέροντας μου: ”Τα μάτια μου μικρά, τα δάκρυα πολλά, δεν χωρούν“. Ναι, ποταμοί τα δάκρυά του, κόρη!
Αχ! Αχ! Μόνον οι πνευματικές χαρές μένουν και δεν φεύγουν. Να το ενθυμήσαι τούτο. Η χαρά του κόσμου, όποια και να ‘ναι, η χαρά η κοσμική, δέκα λεπτά χαρά έρχεται και μετά ξεχνιέται, φεύγει. Συχνά, αμέσως μετά έρχεται η θλίψις. Ενώ η χαρά η πνευματική σε κάνει και πετάς! Να προσπαθής, να ζητάς, μόνον αυτήν την χαράν. Όλα τα άλλα λύπην φέρνουν. (362-3)

***

Πρόσεχε, κόρη, να μη υποδουλωθή ο νους σου, εκεί θα είναι δεσμευμένος ο λογισμός σου, όπου και να πας, ό,τι και να κάνης. Δηλ. χάνεις την ελευθερίαν σου, δεν ορίζεις εύκολα τον νουν σου και θα κουρασθής, όταν θελήσης να τον ελευθερώσης…
Τον Ισαάκ μη αφήσης. Κάθε ημέρα ένα φύλλο Ισαάκ. Όχι περισσότερον. Ο Ισαάκ είναι ο καθρέπτης. Εκεί μέσα να βλέπης τον εαυτόν σου. Ο καθρέπτης είναι διά να βλέπωμεν, αν έχωμεν κανένα ελάττωμα, μουτζούρα εις την όψιν, να το βγάλωμεν, να καθαρίσωμεν. Αν έχης μίαν μουτζούραν εις το πρόσωπον η εις τους οφθαλμούς, εις τον καθρέπτην θα την δης και θα την καθαρίσης. Εις τον Ισαάκ θα βλέπης τους λογισμούς σου. Τι μελετούν; Τα πόδια σου που βαδίζουν, φως τα μάτια σου αν βλέπουν. Και εκεί θα βρης πολλούς και σωστούς τρόπους, απλανείς, διά να βοηθηθής…
Τα λόγια σου να προσέχης. Να είναι “αλάτι ηρτυμένα”. Το φαγητό χωρίς αλάτι είναι νόστιμο;
Άσχημα βλέπω τα πράγματα. Φοβάμαι. Οργή Θεού σίγουρα θα έλθη. Εις τα πολιτικά μη αναμειγνύεσαι. Αδιάφορη και ουδέτερη να είσαι. Τον Ισαάκ τον Σύρον, Γέροντα μου τον έχω. Να τον έχης και συ.
…Εσύ την τροφήν σου, να, πρόσεχε. Το σώμα σου, μη το αδικής. Να κοιμάσαι καλά. Να κοιμάσαι και το μεσημέρι και να κλέβης μίαν ώρα το πρωί για μελέτην. Θέλω να ζήσης μέχρι 90 – 95 ετών.

– Αμάν κόρη! Το επαναλαμβάνω, πρόσεχε την υγείαν σου. Το κεφάλι σου μη το βαρύνης με λύπην και έγνοιες. Θεωρώ ότι θα πληγωθής από τους ανθρώπους, διά τούτο πρέπει να γνωρίζης πώς να σκέπτεσαι, διά να μη καμφθής. Σε λέγω: Δι’ ό,τι θέλεις και εις όποιον πειρασμόν ή θλίψιν ευρεθής, παρακάλεσε τον Θεόν, εις ανθρώπους μη εμπιστεύεσαι, μη ελπίζης. Θα με ενθυμηθής αργότερα και το επιθυμώ, δηλ. να με ενθυμήσαι, διά να βοηθήσαι, να γλυτώνης. Θα δοκιμασθής και θα καταλάβης αυτά που τώρα σε λέγω. Πάντως μη φοβάσαι!

Επιθυμώ πολύ από εσένα, την φύλαξιν του νοός σου και του σώματός σου. Δεν γνωρίζομε, ημπορεί να ζήσης και να φθάσης 80 ή 90 χρονών, δεν γνωρίζομεν. Διά τούτο από τώρα να προσέχης, διά να αντέξης, να μη υποφέρης από τίποτα και αυτό σε γίνεται εμπόδιο διά πολλά.

[Από το βιβλίο: Ο Γέρων Ιερώνυμος της Αιγίνης (1883-1966), Σωτηρίας Δ. Νούση, σελ. 362-3, 330]

–Γέροντα, σᾶς παρακαλῶ πολύ, πῆτε μου, ὅταν βρεθῶ σὲ δύσκολες στιγμές, σὲ στιγμὲς σκοτίσεως τοῦ λογισμοῦ ἢ μεγάλης λύπης, γιὰ νὰ ὑπομείνω, νὰ μὴν πάθῃ τίποτα τὸ μυαλό μου, τί προσευχὴ πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ βοηθηθῶ;
Τὸ «Πιστεύω» νὰ λές, κόρη. Ἀλλά, ἀργὰ καὶ νὰ τὸ αἰσθάνεσαι. Κάθε μιὰ λέξι του νὰ φθάνῃ βαθιὰ στὴν καρδιά σου, ὄχι τυπικὰ καὶ ξηρά… Ἐγὼ τὸ λέγω πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα, 5-6 καὶ περισσότερες. Στὸν δρόμο, παντοῦ ὅταν περπατῶ, λέγω τὸ «Πιστεύω». Ὅταν ἕνας λογισμὸς μοῦ ἔλθῃ, τὸ «Πιστεύω» λέγω καὶ φεύγει. Τὸ «Πιστεύω», μιὰ τὸ πρωΐ, μιὰ τὸ μεσημέρι καὶ μιὰ τὸ βράδυ νὰ λέγῃς, μὴν περιμένῃς νὰ ἔρχεται ἡ ὥρα τῆς Ἀκολουθίας, Ἀπόδειπνον κ.λ.π. διὰ νὰ λέγῃς. Τὸ «Πιστεύω», νὰ μὴν περνάῃ ἡμέρα ποὺ νὰ μὴν τὸ πῇς. Εἴτε στὴν Ἀκολουθία, εἴτε χωριστά.

Πηγή: https://iconandlight.wordpress.com/2024/06/05/

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Πέμπτη 6 Ἰουνίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΕΜΠΤΗ Ε΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
14:20-28; 15:1-4

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐξῆλθε ὁ Παῦλος σὺν τῷ Βαρνάβᾳ εἰς Δέρβην εὐαγγελισάμενοί τε τὴν πόλιν ἐκείνην καὶ μαθητεύσαντες ἱκανοὺς ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Λύστραν καὶ ᾿Ικόνιον καὶ ᾿Αντιόχειαν ἐπιστηρίζοντες τὰς ψυχὰς τῶν μαθητῶν, παρακαλοῦντες ἐμμένειν τῇ πίστει, καὶ ὅτι διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Χειροτονήσαντες δὲ αὐτοῖς πρεσβυτέρους κατ᾿ ἐκκλησίαν καὶ προσευξάμενοι μετὰ νηστειῶν παρέθεντο αὐτοὺς τῷ Κυρίῳ, εἰς ὃν πεπιστεύκασι· καὶ διελθόντες τὴν Πισιδίαν ἦλθον εἰς Παμφυλίαν, καὶ λαλήσαντες ἐν Πέργῃ τὸν λόγον κατέβησαν εἰς ᾿Αττάλειαν, κἀκεῖθεν ἀπέπλευσαν εἰς ᾿Αντιόχειαν, ὅθεν ἦσαν παραδεδομένοι τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ ἔργον ὃ ἐπλήρωσαν. Παραγενόμενοι δὲ καὶ συναγαγόντες τὴν Ἐκκλησίαν ἀνήγγειλαν ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς μετ᾿ αὐτῶν, καὶ ὅτι ἤνοιξε τοῖς ἔθνεσι θύραν πίστεως· διέτριβον δὲ ἐκεῖ χρόνον οὐκ ὀλίγον σὺν τοῖς μαθηταῖς. Καί τινες κατελθόντες ἀπὸ τῆς ᾿Ιουδαίας ἐδίδασκον τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ἐὰν μὴ περιτέμνησθε τῷ ἔθει Μωῡσέως, οὐ δύνασθε σωθῆναι. Γενομένης οὖν στάσεως καὶ ζητήσεως οὐκ ὀλίγης τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Βαρνάβᾳ πρὸς αὐτούς, ἔταξαν ἀναβαίνειν Παῦλον καὶ Βαρνάβαν καί τινας ἄλλους ἐξ αὐτῶν πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ πρεσβυτέρους εἰς ῾Ιερουσαλὴμ περὶ τοῦ ζητήματος τούτου. Οἱ μὲν οὖν προπεμφθέντες ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας διήρχοντο τὴν Φοινίκην καὶ Σαμάρειαν ἐκδιηγούμενοι τὴν ἐπιστροφὴν τῶν ἐθνῶν, καὶ ἐποίουν χαρὰν μεγάλην πᾶσι τοῖς ἀδελφοῖς. Παραγενόμενοι δὲ εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ἀπεδέχθησαν ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας καὶ τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πρεσβυτέρων, ἀνήγγειλάν τε ὅσα ὁ Θεὸς ἐποίησε μετ᾿ αὐτῶν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΕΜΠΤΗ Ε΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
9:39-41; 10:1-9

Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς ἐληλυθότας πρὸς αὐτὸν Ἰουδαίους· Εἰς κρῖμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται. Καὶ ἤκουσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων ταῦτα οἱ ὄντες μετ’ αὐτοῦ, καὶ εἶπον αὐτῷ· Μὴ καὶ ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν; εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Εἰ τυφλοὶ ἦτε, οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δὲ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει. Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ μὴ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων, ἀλλὰ ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν, ἐκεῖνος κλέπτης ἐστὶ καὶ λῃστής· ὁ δὲ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας ποιμήν ἐστι τῶν προβάτων. τούτῳ ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει, καὶ τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ’ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά. καὶ ὅταν τὰ ἴδια πρόβατα ἐκβάλῃ, ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται, καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ· ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν. Ταύτην τὴν παροιμίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐκεῖνοι δὲ οὐκ ἔγνωσαν τίνα ἦν ἃ ἐλάλει αὐτοῖς. Εἶπεν οὖν πάλιν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν προβάτων. πάντες ὅσοι ἦλθον πρὸ ἐμοῦ, κλέπται εἰσὶ καὶ λῃσταί· ἀλλ’ οὐκ ἤκουσαν αὐτῶν τὰ πρόβατα. ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι’ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται, καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται, καὶ νομὴν εὑρήσει.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Iλαρίωνος του νέου, Hγουμένου της Mονής των Δαλμάτων και του Οσίου Πατρός ημών Αττάλου του Θαυματουργού (6 Ιουνίου)

Άγιοι Ιλαρίων ο νέος, Ηγούμενος της Μονής Δαλμάτων και Βησσαρίων ο Αιγύπτιος. Τμήμα ρωσικής εικόνας του 16ου αιώνα

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Iλαρίωνος του νέου, Hγουμένου της Mονής των Δαλμάτων

Ιλαρός ων πνεύματι συ Iλαρίων,
Ιλαρός εν σώματι ης και καρδία.
Bη δ’ ες Όλυμπον Iλαρίονος κέαρ αγνόν εν έκτη.

Άγιοι Ιλαρίων ο νέος, Ηγούμενος της Μονής Δαλμάτων και Βησσαρίων ο Αιγύπτιος. Τμήμα ρωσικής εικόνας του 16ου αιώνα

Oύτος ο μακάριος Iλαρίων ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Nικηφόρου του Πατρικίου και Σταυρακίου, και Mιχαήλ Pαγκαβέ, και Λέοντος Aρμενίου του εικονομάχου, Mιχαήλ Tραυλού του εικονομάχου, και Θεοφίλου του εικονομάχου, εν έτει ωβ΄ [802]. Eκατάγετο δε από την Kαππαδοκίαν, ήτις τουρκιστί λέγεται Kαραμανία. Πατέρα μεν έχων, Πέτρον καλούμενον, μητέρα δε, Θεοδοσίαν ονόματι. O δε πατήρ αυτού ήτον γνωστός εις τον βασιλέα, επειδή και αυτός έδιδε τον άρτον της βασιλικής τραπέζης. Aφ’ ου δε ο Όσιος εγεννήθη από αυτούς και απεγαλακτίσθη, εδόθη εις σχολείον διά να μάθη επιμελώς τα ιερά γράμματα. Όταν δε έγινεν είκοσι χρόνων, άφησεν ευαγγελικώς πατέρα, μητέρα, οικίαν, πλούτον, και πάντα τον κόσμον, και έγινε Mοναχός εις το εν Kωνσταντινουπόλει ευρισκόμενον Mοναστήριον το καλούμενον του Ξηροκηπίου. Eίτα αναχωρήσας από εκεί, επήγεν εις το Mοναστήριον το ονομαζόμενον του Δαλμάτου, και εκεί έλαβε το μέγα και αγγελικόν σχήμα, ήτοι έγινε μεγαλόσχημος. Όθεν έχων υπακοήν και ταπείνωσιν και ησυχίαν, εδούλευεν ο αοίδιμος εις τον κήπον του Mοναστηρίου χρόνους δέκα. Aφ’ ου δε εκαθάρισε την ψυχήν του από κάθε πάθος, και ελάμπρυνεν αυτήν με τας αρετάς ωσάν ήλιον, τότε έγινε θαυματουργός υπό της θείας χάριτος, εδίωξε γαρ από ένα νέον το ακάθαρτον δαιμόνιον, οπού τον ενώχλει. Διά τούτο και ο Hγούμενος του Mοναστηρίου εποίησεν αυτόν Iερέα, και χωρίς να θέλη. Aφ\ ου δε ο Hγούμενος εκείνος ετελεύτησε μετά παρέλευσιν χρόνων τινών, ανεχώρησεν ο Άγιος από το Mοναστήριον και επέρασεν εις τόπον καλούμενον Oψίκιον, και εκείθεν επήγεν εις το Mοναστήριον των Kαθαρών. Tούτο δε μαθόντες οι Mοναχοί του Mοναστηρίου του, ανέφεραν αυτό εις τον τότε Άγιον Nικηφόρον τον Πατριάρχην, ο δε Πατριάρχης πάλιν ανέφερε τούτο προς τον βασιλέα Nικηφόρον τον Πατρίκιον, παρακινήσας αυτόν να στείλη να φέρη οπίσω τον Όσιον. Όθεν υπακούσας ο Όσιος εις τας παρακινήσεις και του βασιλέως και του Πατριάρχου, εγύρισεν οπίσω, και έγινεν Hγούμενος και Aρχιμανδρίτης, καθώς ήτον εκεί τοιαύτη συνήθεια να γίνεται, διορισθείσα από Σύνοδον. Eπέρασε λοιπόν ο Όσιος χρόνους οκτώ, ποιμαίνων χριστομιμήτως την ποίμνην του Xριστού. Όταν δε έγινε βασιλεύς Λέων ο Aρμένιος εν έτει ωιγ΄ [813] και αθέτησε την προσκύνησιν των αγίων εικόνων, τότε και ούτος ο Όσιος Iλαρίων εφέρθη εις τον βασιλέα, και αναγκάζετο από αυτόν με κάποιας πιθανολογίας και υποσχέσεις, να μη προσκυνή τας αγίας εικόνας. Aλλ’ όμως ο Άγιος ήλεγξεν αυτόν, και άθεον και νέον παραβάτην Iουλιανόν ωνόμασεν.

Όσιος Ιλαρίων ο νέος, Ηγούμενος της Μονής Δαλμάτων

Όθεν εκ των λόγων τούτων εθυμώθη ο βασιλεύς, και κατά μεν το παρόν, φοβερίσας αυτόν, ότι έχει να του δώση τιμωρίας πολλάς και ανυποφόρους, τον έβαλεν εις φυλακήν. Mετά καιρόν δε πάλιν επαράστησε τον Όσιον έμπροσθέν του, και του είπε τα ίδια λόγια, οπού είπε και πρότερον. Έπειτα παρέδωκεν αυτόν εις τον ομόφρονά του Πατριάρχην, ήτοι εις τον Θεόδοτον τον Mελισσηνόν, τον και Kασσιτεράν ονομαζόμενον, τάχα διά να τον καταπείση εκείνος. Eπειδή όμως δεν εισηκούσθη, διά τούτο έκλεισε τον Όσιον μέσα εις σκοτεινήν φυλακήν, και εις πολλάς ημέρας εκεί τον εταλαιπώρησεν. Eπρόσταξε γαρ να μη δίδουν εις αυτόν, ούτε ψωμί, ούτε νερόν, ούτε άλλο τι φαγητόν. Tούτο δε μαθόντες οι καλόγηροι και μαθηταί του, επήγαν εις τον βασιλέα λέγοντες, δος μας τον εδικόν μας ποιμένα ω βασιλεύ, και μετά ολίγον υποσχόμεθα να τελειωθή το θέλημά σου. O δε βασιλεύς απατηθείς από την υπόσχεσιν αυτήν, έδωκεν εις αυτούς ογλίγωρα τον Άγιον. Eπειδή δε ο Άγιος αργοπόρησεν εις το Mοναστήριόν του, και λαβών ολίγην άνεσιν από την προτέραν ταλαιπωρίαν, ελευθερώθη από την πείναν, οπού εδοκίμασεν εις την φυλακήν, διά τούτο ο βασιλεύς βλέπωντας ότι οι Mοναχοί δεν έχουν να πληρώσουν την υπόσχεσίν τους, αλλ’ ενέπαιξαν αυτόν: τούτου χάριν, τους μεν Mοναχούς, ετιμώρησε, τον δε Άγιον, έβαλεν εις φυλακήν. Έπειτα έστειλεν αυτόν εις το Mοναστήριον, το ονομαζόμενον του Φονέως, το οποίον ευρίσκετο εις το στενόν της Πόλεως, και εκεί τον εφυλάκωσαν έξι μήνας, διά να ταλαιπωρηθή περισσότερον, καθότι ο του Mοναστηρίου εκείνου Hγούμενος, ήτον άνθρωπος σκληρός και θηριώδης και άσπλαγχνος.

Έπειτα πάλιν έφερεν ο βασιλεύς τον Άγιον εις τα βασίλεια, και με κολακείας εδοκίμαζε να τον απατήση. Eπειδή όμως δεν εισηκούσθη, επρόσταξε να φυλακώσουν τον Όσιον εις το Mοναστήριον, το ονομαζόμενον του Kυκλοβίου. Aφ’ ου δε επέρασαν χρόνοι δύω και μήνες έξ, τότε εύγαλε τον Άγιον από εκεί, και τον εφυλάκωσεν εις την φυλακήν την καλουμένην των Nουμέρων. Eίτα έδειρεν αυτόν δυνατά, και από εκεί τον εξώρισεν εις το κάστρον το ονομαζόμενον Προτίλιον. Aφ’ ου δε Λέων ο Aρμένιος εθανατώθη με μαχαίρας, μέσα εις εκείνον τον ίδιον Nαόν, εις τον οποίον πρώτην φοράν ύβρισε και έρριψε κατά γης την αγίαν εικόνα του Xριστού, αφ’ ου, λέγω, ο Λέων απέρριψε κακώς την ψυχήν του, και έγινε βασιλεύς Mιχαήλ ο Tραυλός εν έτει ωκ΄ [820], τότε και ο Άγιος ούτος ελευθερώθη από την φυλακήν, και εφιλοξενήθη από μίαν Xριστιανήν γυναίκα, μέσα εις το εδικόν της υποστατικόν, η οποία υπηρέτησεν αυτόν χρόνους επτά. Όταν δε εβασίλευσεν ο του Tραυλού υιός, ήτοι Θεόφιλος ο εικονομάχος, εν έτει ωκθ΄ [829], εσύναξεν ο αλιτήριος όλους τους πρότερον γενομένους Oμολογητάς διά τας αγίας εικόνας, και τους έβαλεν εις την φυλακήν. Tότε λοιπόν και ο μακάριος ούτος Iλαρίων εξετάζεται, ανίσως πείθεται εις την βασιλικήν προσταγήν. O δε Άγιος επειδή ήλεγξε τον Θεόφιλον, ως άθεον και απατεώνα, διά τούτο έλαβεν επάνω εις την ράχιν ξυλίας εκατόν δεκαεπτά, και έπειτα εξωρίσθη εις την νήσον Aφουσίαν, η οποία είναι κοντά εις την νήσον Άλωνα, την καλουμένην τουρκιστί Πασά λιμάνι, και υπόκειται εις τον Aρχιεπίσκοπον Προικονήσου. Eκεί λοιπόν ο Όσιος έσκαψε μέσα εις πέτραν, και εκατασκεύασεν ένα μικρόν και στενώτατον κελλάκι, και διά προσευχής του εύγαλε και νερόν, όθεν επέρασεν εκεί χρόνους οκτώ. Aφ’ ου δε ο Θεόφιλος ετελεύτησε, και η τούτου σύζυγος Θεοδώρα εσυνάθροισεν εις την Kωνσταντινούπολιν όλους τους ομολογητάς και Oσίους Πατέρας, οπού ευρίσκοντο εις την εξορίαν, και αφ’ ου εκράτυνε και εσύστησε την Oρθοδοξίαν, διά μέσου της αναστηλώσεως και προσκυνήσεως των αγίων εικόνων, τότε και ο Όσιος ούτος Iλαρίων ελευθερωθείς από την εξορίαν, έλαβε πάλιν το Mοναστήριόν του, διαλάμπων με θαύματα. Tρεις δε χρόνους ζήσας μετά ταύτα, και θεαρέστως διοικήσας τους μαθητάς του, απήλθε προς Kύριον, χρόνων ων εβδομήκοντα.


Ο Όσιος Πατήρ ημών Άτταλος ο Θαυματουργός, εν ειρήνη τελειούται

Eι θαυματουργός Άτταλος ζων, ου ξένον,
Oύ θαυματουργός ύστερον και χους μόνος.

Oύτος ο Όσιος Άτταλος παραιτήσας τον κόσμον και τα εν κόσμω, έγινε Mοναχός, και εμεταχειρίσθη κάθε άσκησιν, ήτοι νηστείαν, αγρυπνίαν, και κάθε άλλην κακοπάθειαν. Διότι εις δύω και τρεις ημέρας, πολλαίς φοραίς δε και εις πέντε ημέρας, έτρωγε μίαν μόνην φοράν. Oύτος δεν εκοιμήθη ποτέ επάνω εις το πλευρόν, αλλά καθήμενος, ή και στεκόμενος, έπερνεν ολίγον ύπνον, όσον να παρηγορή την ασθένειαν της φύσεως. Διά τους κόπους δε αυτούς, πολλήν χάριν έλαβε παρά του Kυρίου, και πολλάς θαυμάτων ενεργείας επλούτησεν. Όθεν όχι μόνον εις τους λογικούς ανθρώπους έδειχνεν ο αοίδιμος συμπάθειαν άμετρον, αλλά και εις αυτά τα άλογα ζώα. Mε τας τοιαύτας λοιπόν αρετάς και θαύματα, διεπέρασε την ζωήν του. Όταν δε έμελλε να τελευτήση, επαρακίνησε τους εκεί ευρεθέντας να δώσουν αυτώ τον τελευταίον εν Xριστώ ασπασμόν, και ούτω παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των Aγίων πέντε Παρθένων, Mάρθας, Mαρίας και της συνοδίας αυτών. Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Γελασίου (6 Ιουνίου)

Μνήμη των Aγίων πέντε Παρθένων, Mάρθας, Mαρίας, και της συνοδίας αυτών, * τουτέστι Kυρίας, Bαρερίας, και Mαρκίας. Tελείται δε η αυτών Σύναξις εν τω αγιωτάτω αυτών οίκω, τω όντι εν τοις Bασιλίσκου

Kόρας φρονίμους πέντ’ έφη Θεός Λόγος,
Προϊστορών σοι τας δε πέντε Παρθένους.

Aύται ήτον από την Kαισάρειαν της Παλαιστίνης, εδιδάχθησαν δε την ευσέβειαν από ένα Xριστιανόν, όθεν προσήλθον εις την πίστιν του Xριστού, και εδέχθησαν το Άγιον Bάπτισμα. Aπό τότε λοιπόν εκάθηντο μέσα εις ένα οσπήτιον και ησύχαζον, και επερνούσαν την ζωήν αυτών με ευλάβειαν πολλήν, σχολάζουσαι μεν εις νηστείαν, προσευχήν και αγρυπνίαν. Tον Θεόν δε παρακαλούσαι, διά να αφανισθή τελείως από τον κόσμον, η πλάνη των ειδώλων, να αναλάμψη δε η πίστις των Xριστιανών, εις όλην την οικουμένην. Πλην αγκαλά και ήτον κεκρυμμέναι αι μακάριαι αύται, εμηνύθησαν όμως εις τον άρχοντα της Kαισαρείας, όθεν εφέρθησαν εις αυτόν. Kαι επειδή δεν επείσθησαν να θυσιάσουν εις τα είδωλα, διά τούτο ετιμωρήθησαν με δεινάς και χαλεπάς τιμωρίας, μέσα εις τας οποίας ετελειώθησαν, και έλαβον της αθλήσεως τους στεφάνους.


O Άγιος Mάρτυς Γελάσιος, ξίφει τελειούται

Γελάς γέλωτα τον μακάριον μάκαρ,
Tμηθείς κεφαλήν ω Γελάσι’ ευθύφρον.

Oύτος ο μακάριος Mάρτυς του Xριστού Γελάσιος, όταν εκινήθη υπό των ειδωλολατρών ο κατά των Xριστιανών διωγμός, άναψεν από τον θείον ζήλον, και διαμοιράσας όλα τα υπάρχοντά του εις τους πτωχούς, ενδύθη ένα άσπρον φόρεμα, και επήγεν εις τους Mάρτυρας του Xριστού. Bλέπωντας δε αυτούς, πως ετιμωρούντο διά τον Xριστόν με διαφόρους βασάνους, κατεφίλει τας πληγάς των, εζήτει τας ευχάς των, και επαρακίνει αυτούς διά να σταθούν ανδρείοι εις το Mαρτύριον. Όθεν ένεκεν τούτου επίασαν αυτόν οι ειδωλολάτραι, και τον επαράστησαν εις τον άρχοντα. Aνακριθείς δε υπ’ αυτού ο Mάρτυς, ωμολόγησε τον Xριστόν Θεόν αληθινόν, τα δε είδωλα εκήρυξε κωφά και αναίσθητα. O δε άρχων, κατά μεν το παρόν, εκαταφρόνησεν αυτόν ως ευτελή και ουδαμινόν. Ύστερον δε, έδειρεν αυτόν ολίγον, και τελευταίον επρόσταξε και απέκοψαν την Aγίαν αυτού κεφαλήν, και ούτως έλαβε παρά Kυρίου τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ανούβ του Σημειοφόρου (6 Ιουνίου)

O Όσιος Aνούβ ο Σημειοφόρος, εν ειρήνη τελειούται

Σημειοποιόν και θανών Aνούβ χάριν,
Tοις ζώσιν ως ζων μέχρι δεύρο δεικνύει1.

Σημείωση

1. Περί του Aββά Aνούβ όρα εις το Λαυσαϊκόν. Eν ω αναφέρεται περί του Aββά Σούρου και Hσαΐου και Παύλου, ότι αυτοί επήγαν και ευρήκαν τον Aββάν Aνούβ, όστις ανταμωθείς με αυτούς είπε τα θαυμαστά αληθώς κατορθώματά του, ήγουν, ότι αφ’ ου άρχισε να ονομάζη το όνομα του Δεσπότου Xριστού, δεν ευγήκε ψεύδος από το στόμα του. Ότι αφ’ ου επήγεν εις την έρημον, δεν έφαγε τροφήν ανθρωπίνην, αλλά εκείνην οπού του έφερνεν Άγγελος Kυρίου. Ότι δεν επεθύμησεν άλλο πράγμα εις τον κόσμον, πάρεξ μόνον τον Θεόν. Ότι όσα έγιναν επάνω εις την γην, του τα εφανέρωσεν ο Θεός. Ότι ύπνος και άνεσις ημέραν και νύκτα ήτον εις αυτόν, το να ζητή την απόλαυσιν του Θεού. Ότι όσα ζητήματα εζήτησεν από τον Θεόν, όλα του τα έδωκεν. Ότι ήλθεν εις έκστασιν, και είδε πολλάς μυριάδας Aγίων, οπού επαράστεκαν ενώπιον του Θεού, χορούς Mαρτύρων, τάγματα Δικαίων, τάξεις Oσίων και Aσκητών, οίτινες όλοι με μίαν συμφωνίαν, ύμνουν τον Θεόν με άρρητον ευφροσύνην, ότι είδε τον Σατανάν, οπού παρεδίδετο εις το πυρ το αιώνιον με όλους τους υπηρέτας του. Aυτός είπε και πόσην αγαλλίασιν μέλλουν να έχουν εις τον Παράδεισον εκείνοι, οπού κάμνουν τας εντολάς του Kυρίου. Όθεν μετά τρεις ημέρας, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και οι ανωτέρω Πατέρες, ήκουσαν τους ύμνους των Aγγέλων, οπού παρέλαβον την αγίαν του ψυχήν. Tούτου του Oσίου Aνούβ πολλά αποφθέγματα γράφονται εν τω Παραδείσω των Πατέρων, και εν τω Eυεργετινώ.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη 5 Ἰουνίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΕΤΑΡΤΗ Ε΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
13: 13-24

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἀναχθέντες ἀπὸ τῆς Πάφου οἱ περὶ τὸν Παῦλον ἦλθον εἰς Πέργην τῆς Παμφυλίας· ᾿Ιωάννης δὲ ἀποχωρήσας ἀπ᾿ αὐτῶν ὑπέστρεψεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα. Αὐτοὶ δὲ διελθόντες ἀπὸ τῆς Πέργης παρεγένοντο εἰς ᾿Αντιόχειαν τῆς Πισιδίας, καὶ εἰσελθόντες εἰς τὴν συναγωγὴν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων ἐκάθισαν. Μετὰ δὲ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν ἀπέστειλαν οἱ ἀρχισυνάγωγοι πρὸς αυτοὺς λέγοντες· ἄνδρες ἀδελφοί, εἰ ἔστι λόγος ἐν ὑμῖν παρακλήσεως πρὸς τὸν λαόν, λέγετε. Ἀναστὰς δὲ Παῦλος καὶ κατασείσας τῇ χειρὶ εἶπεν· ἄνδρες ᾿Ισραηλῖται καὶ οἱ φοβούμενοι τὸν Θεόν, ἀκούσατε. Ὁ Θεὸς τοῦ λαοῦ τούτου ᾿Ισραὴλ ἐξελέξατο τοὺς πατέρας ἡμῶν, καὶ τὸν λαὸν ὕψωσεν ἐν τῇ παροικίᾳ ἐν γῇ Αὶγύπτῳ, καὶ μετὰ βραχίονος ὑψηλοῦ ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἐξ αὐτῆς, καὶ ὡς τεσσαρακονταετῆ χρόνον ἐτροποφόρησεν αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ, καὶ καθελὼν ἔθνη ἑπτὰ ἐν γῇ Χαναὰν κατεκληρονόμησεν αὐτοῖς τὴν γῆν αὐτῶν. Καὶ μετὰ ταῦτα ὡς ἔτεσι τετρακοσίοις καὶ πεντήκοντα ἔδωκε κριτὰς ἕως Σαμουὴλ τοῦ προφήτου. Κἀκεῖθεν ᾐτήσαντο βασιλέα, καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς τὸν Σαοὺλ υἱὸν Κίς, ἄνδρα ἐκ φυλῆς Βενιαμίν, ἔτη τεσσαράκοντα· καὶ μεταστήσας αὐτὸν ἤγειρεν αὐτοῖς τὸν Δαυῒδ εἰς βασιλέα, ᾧ καὶ εἶπε μαρτυρήσας· εὗρον Δαυῒδ τὸν τοῦ ᾿Ιεσσαί, ἄνδρα κατὰ τὴν καρδίαν μου, ὃς ποιήσει πάντα τὰ θελήματά μου. Τούτου ὁ Θεὸς ἀπὸ τοῦ σπέρματος κατ᾿ ἐπαγγελίαν ἤγαγε τῷ ᾿Ισραὴλ σωτηρίαν, προκηρύξαντος ᾿Ιωάννου πρὸ προσώπου τῆς εἰσόδου αὐτοῦ βάπτισμα μετανοίας παντὶ τῷ λαῷ ᾿Ισραήλ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΕΤΑΡΤΗ Ε΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
6: 5 – 14

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐπάρας ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ θεασάμενος ὅτι πολὺς ὄχλος ἔρχεται πρὸς αὐτὸν, λέγει πρὸς τὸν Φίλιππον· Πόθεν ἀγοράσωμεν ἄρτους ἵνα φάγωσιν οὗτοι; τοῦτο δὲ ἔλεγε πειράζων αὐτόν· αὐτὸς γὰρ ᾔδει τί ἔμελλε ποιεῖν. ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Φίλιππος· Διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ ἀρκοῦσιν αὐτοῖς ἵνα ἕκαστος αὐτῶν βραχύ τι λάβῃ. λέγει αὐτῷ εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου· Ἔστι παιδάριον ἓν ὧδε ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο ὀψάρια· ἀλλὰ ταῦτα τί ἐστιν εἰς τοσούτους; εἶπεν δὲ ὁ Ἰησοῦς· Ποιήσατε τοὺς ἀνθρώπους ἀναπεσεῖν· ἦν δὲ χόρτος πολὺς ἐν τῷ τόπῳ. ἀνέπεσον οὖν οἱ ἄνδρες τὸν ἀριθμὸν ὡσεὶ πεντακισχίλιοι. ἔλαβε δὲ τοὺς ἄρτους ὁ Ἰησοῦς καὶ εὐχαριστήσας διέδωκε τοῖς μαθηταῖς, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ἀνακειμένοις· ὁμοίως καὶ ἐκ τῶν ὀψαρίων ὅσον ἤθελον. ὡς δὲ ἐνεπλήσθησαν, λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Συναγάγετε τὰ περισσεύσαντα κλάσματα, ἵνα μή τι ἀπόληται. συνήγαγον οὖν καὶ ἐγέμισαν δώδεκα κοφίνους κλασμάτων ἐκ τῶν πέντε ἄρτων τῶν κριθίνων ἃ ἐπερίσσευσε τοῖς βεβρωκόσιν. Οἱ οὖν ἄνθρωποι, ἰδόντες ὃ ἐποίησε σημεῖον ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: Πῶς ἐνεργεῖ ἡ χάρη; (ἐπιστολή)

Άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος
Άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος

Θυμᾶσαι, πιστεύω, ὅτι ὁ χριστιανὸς δὲν εἶναι ἕνας κοινὸς ἄνθρωπος, ἀφοῦ διαμορφώνεται τόσο ἀπὸ τὴ φύση ὅσο καὶ ἀπὸ τὴ χάρη. Πρέπει νὰ διευκρινίσω, ὅμως, ὅτι ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς δὲν σώζονται ὅλοι. Σώζονται, μπαίνουν δηλαδὴ στὴν αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μόνο ἐκεῖνοι στοὺς ὁποίους ἐνοικεῖ ἡ χάρη, διαποτίζοντάς τους ὁλοκληρωτικά, μεταμορφώνοντας θὰ ἔλεγα, σύνολη τὴ φύση τους. Πρόσεξε τί λέει ὁ Κύριος! Λέει πὼς «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μοιάζει μὲ προζύμι, ποὺ τὸ πῆρε μία γυναίκα καὶ τὸ ἀνακάτεψε μ’ ἕνα σακὶ ἀλεύρι, ὥσπου ζυμώθηκε ὅλο» (Ματθ. 13:33). Τὸ ζυμάρι δὲν φουσκώνει ἀμέσως μόλις ἀνακατωθεῖ μὲ τὸ προζύμι. Φουσκώνει στὴν ὥρα του, ἀφοῦ πρῶτα τὸ προζύμι διεισδύσει καὶ ἁπλωθεῖ σιγὰ-σιγὰ μέσα του. Τὸ ψωμὶ ποὺ γίνεται ἔτσι, εἶναι ἀνάλαφρο, εὐωδιστό, νόστιμο. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴ χάρη. Ὅταν ἑνώνεται μὲ τὴ φύση μας, στὸ ἅγιο Βάπτισμα, δὲν τὴ διαποτίζει ἀμέσως. Ἁπλώνεται σιγὰ-σιγά. Κι ὅταν ἡ χάρη ἁπλωθεῖ παντοῦ, ὅταν σύνολη ἡ φύση μας χαριτωθεῖ, τότε, ὅλα ὅσα κάνουμε, παίρνουν ἕναν ἄλλο χαρακτήρα. Τότε οἱ ἐνέργειές μας, μολονότι φαινομενικὰ εἶναι οἱ ἴδιες μὲ ἄλλες ὅμοιες ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου, ἀποκτοῦν ἕνα ἰδιαίτερο ἄρωμα, μίαν ἰδιαίτερη γεύση, ἕναν ἰδιαίτερο ἦχο. Ὁ Θεὸς δέχεται μόνο αὐτὲς τὶς ἐνέργειες, ποὺ Τοῦ εἶναι ἐξαιρετικὰ εὐάρεστες.

Θὰ κάνω ἄλλη μία παρομοίωση, γιὰ νὰ ἐξηγήσω τὸ πῶς ἡ χάρη, ὅταν τῆς δίνονται περιθώρια νὰ ἐνεργήσει, ἀφοῦ διαποτίσει σύνολη τὴ φύση μας, γίνεται καὶ ἐξωτερικὰ ὁρατὴ σὲ ὅλους ὅσοι εἶναι ἱκανοὶ νὰ τὴ δοῦν. Ἡ χάρη, λοιπόν, μοιάζει μὲ τὴ φωτιά, ποὺ διεισδύει στὸ σίδερο. Δὲν εἶναι μόνο μέσα στὸ σίδερο, μὰ καὶ στὸ ἐξωτερικό του. Τὴν πύρινη δύναμή της τὴ βλέπει ὁ καθένας. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴ χάρη, ὅταν εἰσχωρήσει στὴ φύση μας. Γίνεται ἀντιληπτὴ ἀπ’ ὅλους. Ὅλοι ὅσοι ἔρχονται σὲ ἐπαφὴ μ’ ἕναν θεοχαρίτωτο ἄνθρωπο, αἰσθάνονται ὅτι αὐτὸς ἔχει μίαν ἀσυνήθιστη δύναμη, ποὺ ἐκδηλώνεται ποικιλότροπα. Ὅταν ἀρχίζει νὰ μιλάει γιὰ ὁτιδήποτε πνευματικό, λάμπει σὰν τὸν μεσημεριάτικο ἥλιο, καὶ τὰ λόγια του πηγαίνουν κατευθείαν στὴν ψυχὴ τοῦ ἀκροατῆ, διαμορφώνοντας μέσα του μὲ αὐθεντία ἀνάλογα συναισθήματα καὶ διαθέσεις. Μὰ κι ὅταν ἀκόμα δὲν μιλάει, ἐκπέμπει μία θερμότητα, ποὺ ἐπηρεάζει τὰ πάντα γύρω του, καὶ μία παράξενη δύναμη, ποὺ ἐπενεργεῖ στὶς ψυχὲς καὶ τοὺς ἐμπνέει προθυμία γιὰ πνευματικὸ ἀγώνα.

Παίρνουμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ στὴ νηπιακή μας ἡλικία μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἡ χάρη ἀρχίζει νὰ ἐνεργεῖ μέσα μας, μὲ τὴν προοπτικὴ καὶ τὴν ἐλπίδα ὅτι, μετὰ τὴν ἐνηλικίωση καὶ ὡρίμανσή μας, θὰ ἀναλάβουμε αὐτοθέλητα καὶ πρόθυμα τὸν ἀγώνα γιὰ τὴ σωτηρία μας.

Ὅταν οἱ γονεῖς εἶναι εὐσεβεῖς καὶ ἀνατρέφουν τὰ παιδιά τους, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος, «δίνοντάς τους ἀγωγὴ καὶ συμβουλὲς ποὺ ἐμπνέονται ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Κύριο» (Ἐφ. 6:4) , τότε ἡ θεία χάρη γεννάει τὴν εἰρήνη στὶς παιδικὲς ψυχές. Ἔτσι τὰ παιδιὰ γίνονται εὐγενικά, ταπεινά, ὑπάκουα, καλότροπα, θεοφοβούμενα. Παραδείγματα μπορεῖ νὰ δεῖ κανεὶς παντοῦ. Θὰ ἔλεγα πὼς κι ἐσὺ εἶσαι ἕνα τέτοιο παιδί, ἂν δὲν φοβόμουνα ὅτι θὰ τὸ ἔπαιρνες ἐπάνω σου, μολονότι κανένα χάρισμά σου δὲν ὀφείλεται σὲ δικές σου προσπάθειες. Ὑπάρχουν στὴν ψυχή σου πολλὰ καλὰ στοιχεῖα, ἀλλὰ τὰ ἔχεις πάρει ἀπὸ ἄλλους· εἶναι δῶρα εἴτε τοῦ Θεοῦ εἴτε τῶν ἀνθρώπων, καὶ συγκεκριμένα τῶν γονιῶν σου, πού σοῦ τὰ κληροδότησαν ἤ σοῦ τὰ ἔδωσαν μὲ τὴν ἀνατροφή. Μπροστά σου βρίσκεται τώρα ἕνα καθῆκον: Ν’ ἀγαπήσεις ὅλα αὐτὰ τὰ καλὰ στοιχεῖα, νὰ τὰ κλείσεις στὴν καρδιά σου, κι ἔπειτα νὰ τὰ αὐξήσεις καὶ νὰ τὰ πολλαπλασιάσεις. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πατᾶς σὲ γερὰ θεμέλια καὶ ὅτι βρίσκεσαι στὸν σωστὸ δρόμο. Τίποτα, ὅμως, ἀπ’ ὅσα ἔχεις δὲν εἶναι καρπὸς τῆς ἐλεύθερης βουλήσεώς σου καὶ ἀποτέλεσμα ὑπεύθυνων ἀποφάσεών σου. Καὶ ἂν δὲν ἀρχίσεις τώρα νὰ καταβάλλεις τὶς δικές σου προσπάθειες γιὰ τὴ σταθεροποίηση τῶν καλῶν στοιχείων τῆς ψυχῆς σου, θὰ τὰ χάσεις ὅλα μὲ τὶς πρῶτες δυσάρεστες περιστάσεις. Ναί, θὰ σὲ ἐγκαταλείψουν, ἀφήνοντας πίσω τους μόνο μία γλυκειὰ – ἢ μήπως πικρή;- ἀνάμνηση.

Θυμᾶσαι τί ἔνιωσες, ὅταν βυθίστηκες στὴ δίνη τῆς κοσμικῆς ζωῆς; Πῶς ταλαιπωρήθηκες τότε; Πῶς ἡ λύπη πλημμύρισε τὴν καρδιά σου; Ὅ,τι καλὸ ἔχεις μέσα σου, τὸ πῆρες ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὴν οἰκογένειά σου. Γιατί, λοιπόν, οἱ ἐμπειρίες σου ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ζωὴ σὲ στενοχώρησαν; Ἐπειδὴ ἄφησες τὸν ἑαυτό σου νὰ νιώσει κάποια συμπάθεια γιὰ τὴ ζωὴ αὐτή. Μολονότι δὲν τὸ ὁμολόγησες, εἶναι αὐταπόδεικτο ἀπὸ τὴ λύπη ποὺ σὲ ταλαιπώρησε ἀργότερα. Ἂν δὲν ὑπῆρχε συμπάθεια, δὲν θὰ ὑπῆρχε καὶ ταλαιπωρία. Σοῦ ἔγραψα ὅτι, ἂν κάποια ἀδήριτη ἀνάγκη σὲ ρίξει ξανὰ στὴν ἴδια δίνη, μὴν ἀφήσεις τὴν καρδιά σου νὰ προσκολληθεῖ σὲ κάτι ἀπ’ ὅσα βλέπεις ἢ ἀκοῦς ἐκεῖ. Ἂν ἡ καρδιά σου δὲν προσκολληθεῖ σὲ τίποτα, δὲν θὰ ξαναδοκιμάσεις λύπη. Δὲν ξέρω ἂν τώρα βρίσκεσαι πάλι σ’ αὐτὴ τὴ δίνη. Κι ἂν βρίσκεσαι, δὲν ξέρω ἂν τηρεῖς τὴ συμβουλή μου. Κάνε ὅ,τι νομίζεις. Εἶσαι αὐτεξούσια. Ὅπου νὰ ‘ναι, ἄλλωστε, ἐνηλικιώνεσαι.

Ἀπὸ τὴν πλευρά μου, πάντως, ὀφείλω νὰ σοῦ πῶ εἰλικρινὰ καὶ ξεκάθαρα ὅτι ἔχεις τρεῖς ἐπιλογές: Εἴτε νὰ γίνεις ἄνθρωπος πνευματικὸς καὶ θεοχαρίτωτος, εἴτε νὰ γίνεις ἄνθρωπος κοσμικός, κενός, ματαιόσχολος καὶ ἐμπαθὴς ὅσο ὅλοι σχεδὸν οἱ ἄλλοι, εἴτε, τέλος νὰ γίνεις ἄνθρωπος μετέωρος ἀνάμεσα στὴν πνευματικὴ καὶ τὴν κοσμικὴ ζωή. Ἐλπίζω καὶ εὔχομαι νὰ γίνεις ἄνθρωπος πνευματικός. Καὶ θὰ γίνεις, ἂν τὸ θελήσεις. Ἄνθρωπος κενὸς καὶ ματαιόσχολος, ἄνθρωπος κοσμικὸς καὶ ἄπιστος δὲν νομίζω ὅτι θὰ γίνεις ποτέ, γιατί σὲ γνωρίζω ἀρκετὰ καλά. Δὲν μπορῶ, ὡστόσο, ν’ ἀποκλείσω τὴν πιθανότητα τῆς τρίτης περιπτώσεως. Εἶναι πιθανὸ νὰ μὴ γίνεις οὔτε ἐντελῶς πνευματικὴ μὰ οὔτε καὶ ἐντελῶς κοσμική, οὔτε χριστιανὴ μὰ οὔτε καὶ ἄπιστη. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβεῖ, ἂν δὲν φυλάξεις τὴν καρδιά σου ἀπὸ τὴν ἕλξη τῆς κοσμικῆς ζωῆς. Πρόσεξε! Μιλάω γιὰ ἕλξη καὶ ὄχι γιὰ συμμετοχὴ στὴν κοσμικὴ ζωή. Γιατί ἡ συμμετοχή, ὅπως λὲς κι ἐσύ, μερικὲς φορὲς εἶναι ἀναπόφευκτη. Ἂν λοιπόν, δὲν φυλάξεις τὴν καρδιά σου ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἕλξη, θὰ γεννηθεῖ μέσα σου μία συμπάθεια γιὰ τὴν κοσμικότητα, συμπάθεια ποὺ δὲν θὰ σὲ ἀποκόψει ἐντελῶς ἀπὸ τὶς χριστιανικὲς ἀρχές σου, ἀλλὰ θὰ σοῦ ἐμπνεύσει κάποια ψυχρότητα ἀπέναντί τους. Θὰ διατηρήσεις τὶς ἀρχές σου, ἢ μᾶλλον μερικὲς ἀπ’ αὐτές, ἀλλὰ μόνο ἀπὸ συνήθεια. Ἔτσι οὐσιαστικὰ δὲν θὰ βρίσκεσαι οὔτε στὸν κοσμικὸ χῶρο, οὔτε στὸν ἀληθινὰ πνευματικό· δὲν θὰ εἶσαι οὔτε κοσμικὸς οὔτε πνευματικὸς ἄνθρωπος.

Τὸ ἀποτέλεσμα ποιὸ θὰ εἶναι; Ὅποιο ἦταν καὶ γιὰ τὸν ἄγγελο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Λαοδικείας, ποὺ καταδικάστηκε ἀπὸ τὸν Κύριο στὴν Ἀποκάλυψη: «Ξέρω καλὰ τὰ ἔργα σου. Δὲν εἶσαι οὔτε κρύος οὔτε ζεστός. Μακάρι νὰ ἤσουνα εἴτε κρύος εἴτε ζεστός! Ἐπειδή, ὅμως, δὲν εἶσαι οὔτε κρύος οὔτε ζεστὸς ἀλλὰ χλιαρός, γι’ αὐτὸ θὰ σὲ ξεράσω ἀπὸ τὸ στόμα μου» (Ἀποκ. 3:15-16). Πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς θερμὸς ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ σ’ ὅλα τὰ θεῖα, ἀλλὰ ψυχρὸς ἀπέναντι στὴν κοσμικότητα καὶ τὴν ἁμαρτία. Ἂν δὲν εἶσαι οὔτε ψυχρὴ ἀπέναντι στὴν κοσμικότητα οὔτε θερμὴ ἀπέναντι στὰ θεῖα, ἀλλὰ χλιαρὴ καὶ κρυερὴ ἀπέναντι σὲ ὅλα, ὁ Θεὸς θὰ σὲ ἀποδοκιμάσει καὶ θὰ σὲ ἀπορρίψει.

Τί πρέπει, λοιπόν, νὰ κάνεις; Νὰ διαλέξεις μὲ τὴν καρδιά σου τὴν ἅγια καὶ θεάρεστη πνευματικὴ ζωή, τώρα μάλιστα ποὺ ἐνηλικιώνεσαι. Θὰ τὴ διαλέξεις; Ὁ Κύριος νὰ σὲ εὐλογήσει καὶ νὰ σὲ φωτίσει!

Πηγή: https://agiazoni.gr/slug-424/

Ἰωάννου Φουντούλη: Μεσοπεντηκοστή

Μακαριστός 

Σὲ λίγους πιστοὺς εἶναι γνωστὴ ἡ ἑορτή, μὲ τὴν ὁποία θὰ ἀσχοληθοῦμε τώρα. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καὶ μερικοὺς ἄλλους χριστιανούς, ποὺ ἔχουν ἕνα στενότερο σύνδεσμο μὲ τὴν Ἐκκλησία μας, οἱ περισσότεροι δὲν γνωρίζουν κἄν τὴν ὕπαρξί της. Λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἐκκλησιάζονται κατ’ αὐτὴ καὶ οἱ περισσότεροι δὲν ὑποπτεύονται κἄν ὅτι τὴν Τετάρτη μετὰ τὴν Κυριακή τοῦ Παραλύτου πανηγυρίζει ἡ Ἐκκλησία μία μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς.

Καὶ ὅμως κάποτε ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἦταν ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ συνέτρεχαν κατ’ αὐτὴ στὸν μεγάλο ναὸ πλήθη λαοῦ. Δὲν ἔχει κανεὶς παρὰ νὰ ἀνοίξη τὴν Ἔκθεσι τῆς Βασιλείου Τάξεως (1) τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου γιὰ νὰ ἰδῆ τὸ ἐπίσημο τυπικό τοῦ ἑορτασμοῦ, ὅπως ἐτελεῖτο μέχρι τὴν Μεσοπεντηκοστὴ τοῦ ἔτους 903 στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Μωκίου στὴν Κωνσταντινούπολι, μέχρι δηλαδὴ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔγινε ἡ ἀπόπειρα κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ς΄ τοῦ Σοφοῦ (11 Μαΐου 903) . Ἐκεῖ ὑπάρχει μία λεπτομερὴς περιγραφὴ τοῦ λαμπροῦ πανηγυρισμοῦ, ποὺ καταλαμβάνει ὁλόκληρες σελίδες καὶ καθορίζει μὲ τὴν γνωστὴ παράξενη βυζαντινὴ ὁρολογία, πῶς ὁ αὐτοκράτωρ τὸ πρωὶ τῆς ἑορτῆς μὲ τὰ ἐπίσημα βασιλικά του ἐνδύματα καὶ τὴν συνοδεία του ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸ ἱερὸ παλάτιο γιὰ νὰ μεταβῆ στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Μωκίου, ὅπου θὰ ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία. Σὲ λίγο ἔφθανε ἡ λιτανεία μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν πατριάρχη, καὶ βασιλεὺς καὶ πατριάρχης εἰσήρχοντο ἐπισήμως στὸν ναό. Ἡ θεία λειτουργία ἐτελεῖτο μὲ τὴν συνήθη στὶς μεγάλες ἑορτὲς βυζαντινὴ μεγαλοπρέπεια. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ὁ αὐτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στὸ ὁποῖο παρεκάθητο καὶ ὁ πατριάρχης. Καὶ πάλι ὁ βασιλεὺς ὑπὸ τὶς ἐπευφημίες τοῦ πλήθους «Εἰς πολλοὺς καὶ ἀγαθοὺς χρόνους ὁ Θεὸς ἀγάγοι τὴν βασιλείαν ὑμῶν» καὶ μὲ πολλοὺς ἐνδιαμέσους σταθμοὺς ἐπέστρεφε στὸ ἱερὸ παλάτιο.

Ἀλλὰ καὶ στὰ σημερινά μας λειτουργικὰ βιβλία, στὸ Πεντηκοστάριο, βλέπει κανεὶς τὰ ἴχνη τῆς παλαιᾶς της λαμπρότητος. Παρουσιάζεται σὰν μία μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, μὲ τὰ ἐκλεκτά της τροπάρια καὶ τοὺς διπλούς της κανόνες, ἔργα τῶν μεγάλων ὑμνογράφων, τοῦ Θεοφάνους καὶ τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης, μὲ τὰ ἀναγνώσματά της καὶ τὴν ἐπίδρασί της στὶς πρὸ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν Κυριακὲς καὶ μὲ τὴν παράτασι τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἐπὶ ὀκτὼ ἡμέρες κατὰ τὸν τύπο τῶν μεγάλων ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.

Ποιὸ ὅμως εἶναι τὸ θέμα τῆς ἰδιορρύθμου αὐτῆς ἑορτῆς; Ὄχι πάντως κανένα γεγονὸς τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας. Τὸ θέμα της εἶναι καθαρὰ ἑορτολογικὸ καὶ θεωρητικό. Ἡ Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς εἶναι ἡ 25η ἀπὸ τοῦ Πάσχα καὶ ἡ 25η πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέρα. Σημειώνει τὸ μέσον τῆς περιόδου τῶν 50 μετὰ τὸ Πάσχα ἐορτασίμων ἡμερῶν. Εἶναι δηλαδὴ ἕνας σταθμός, μία τομή. Ὡραία τὸ τοποθετεῖ τὸ πρῶτο τροπάριο τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς:

Πάρεστιν ἡ μεσότης ἡμερῶν, τῶν ἐκ σωτηρίου ἀρχομένων Ἐγέρσεως, Πεντηκοστῇ δὲ τῇ θείᾳ σφραγιζομένων, καὶ λάμπει τὰς λαμπρότητας, ἀμφοτέρωθεν ἔχουσα, καὶ ἑνοῦσα τὰς δύο, καὶ παρεῖναι τὴν δόξαν προφαίνουσα, τῆς δεσποτικῆς, Ἀναλήψεως σεμνύνεται.

Χωρὶς δηλαδὴ νὰ ἔχη δικό της θέμα ἡ ἡμέρα αὐτὴ συνδυάζει τὰ θέματα, τοῦ Πάσχα ἀφ’ ἑνὸς καὶ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀφ’ ἑτέρου, καὶ «προφαίνει» τὴν δόξαν τῆς ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ ἑορτασθῆ μετὰ ἀπὸ 15 ἡμέρες. Ἀκριβῶς δὲ αὐτὸ τὸ μέσον τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν ἔφερνε στὸ νοῦ καὶ ἕνα ἑβραϊκὸ ἐπίθετο τοῦ Κυρίου, τὸ «Μεσσίας». Μεσσίας στὰ ἑλληνικὰ μεταφράζεται Χριστός. Ἀλλὰ ἠχητικὰ θυμίζει τὸ μέσον. Ἔτσι καὶ στὰ τροπάρια καὶ στὸ συναξάριο τῆς ἡμέρας ἡ παρετυμολογία αὐτὴ γίνεται ἀφορμὴ νὰ παρουσιασθῆ ὁ Χριστὸς σὰν Μεσσίας – μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, «μεσίτης καὶ διαλλάκτης ἡμῶν καὶ τοῦ αἰωνίου αὐτοῦ Πατρός». «Διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν τὴν παροῦσαν ἑορτὴν ἑορτάζοντες καὶ Μεσοπεντηκοστὴν ὀνομάζοντες τὸν Μεσσίαν τε ἀνυμνοῦμεν Χριστόν», σημειώνει ὁ Νικηφόρος Ξανθόπουλος στὸ συναξάριο.

Σ’ αὐτὸ βοήθησε καὶ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ ἐπιλέγη γιὰ τὴν ἡμέρα αὐτή. (2) Μεσούσης τῆς ἑορτῆς τοῦ ἰουδαϊκοῦ Πάσχα ὁ Χριστὸς ἀνεβαίνει στὸ ἱερὸ καὶ διδάσκει. Ἡ διδασκαλία Του προκαλεῖ τὸν θαυμασμὸ, ἀλλὰ καὶ ζωηρὰ ἀντιδικία μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν διδασκάλων. Εἶναι ὁ Μεσσίας ὁ Ἰησοῦς ἢ δὲν εἶναι; Εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ ἐκ Θεοῦ ἢ δὲν εἶναι; Νέο λοιπὸν θέμα προστίθεται: ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ διδάσκαλος. Αὐτὸς ποὺ ἐνῶ δὲν ἔμαθε γράμματα κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς σοφίας, γιατί εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ ἡ κατασκευάσασα τὸν κόσμον. Ἀκριβῶς ἀπὸ αὐτὸν τὸν διάλογο ἐμπνέεται μεγάλο μέρος τῆς ὑμνογραφίας τῆς ἑορτῆς. Ἐκεῖνος ποὺ διδάσκει στὸν ναό, στὸ μέσον τῶν διδασκάλων τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, στὸ μέσον της ἑορτῆς, εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ποὺ ἀποδοκιμάζεται ἀπὸ τοὺς δῆθεν σοφούς τοῦ λαοῦ Του εἶναι ἡ Θεοῦ Σοφία.

Ἐκλέγομε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ χαρακτηριστικὰ τροπάρια, τὸ δοξαστικὸ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. δ΄ ἤχου:

Μεσούσης τῆς ἑορτῆς, διδάσκοντός σου Σωτήρ, ἔλεγον οἱ Ἰουδαῖοι· Πῶς οὗτος οἶδε γράμματα, μὴ μεμαθηκώς; ἀγνοοῦντες, ὅτι σὺ εἶ ἡ σοφία, ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον· Δόξα σοι.

Λίγες σειρὲς πιὸ κάτω στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου, ἀμέσως μετὰ τὴν περικοπὴ ποὺ περιλαμβάνει τὸν διάλογο τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς Ἰουδαίους «τῆς ἑορτῆς μεσούσης», ἔρχεται ἕνας παρόμοιος διάλογος, ποὺ ἔλαβε χώραν μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἰουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς», δηλαδὴ κατὰ τὴν Πεντηκοστή. Αὐτὸς ἀρχίζει μὲ μία μεγαλήγορο φράσι τοῦ Κυρίου· «Ἐὰν τὶς διψᾷ, ἐρχέσθω πρὸς με καὶ πινέτω· ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφὴ, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος». (3) .Καὶ σχολιάζει ὁ εὐαγγελιστής· «Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος , οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν». (4)

Δὲν ἔχει σημασία ὅτι οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Κυρίου δὲν ἐλέχθησαν κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή. Ταιρίαζαν ἐξ ἄλλου τόσο πολὺ μὲ τὸ θέμα τῆς ἑορτῆς. Δὲν μποροῦσε νὰ βρεθῆ πιὸ παραστατικὴ εἰκόνα γιὰ νὰ δειχθῆ ὁ χαρακτὴρ τοῦ διδακτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Στὸ διψασμένο ἀνθρώπινο γένος ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἦλθε σὰν ὕδωρ ζῶν, σὰν ποταμὸς χάριτος ποὺ ἐδρόσισε τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς χάριτος, τοῦ ὕδατος τοῦ ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον, ποὺ ξεδιψᾶ καὶ ἀρδεύει τὶς συνεχόμενες ἀπὸ βασανιστικὴ δίψα ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ποὺ μεταβάλλει τοὺς πίνοντας σὲ πηγές· «Ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος». (5) «Καὶ γενήσεται αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον», εἶπε στὴν Σαμαρείτιδα. (6) Ποὺ μετέτρεψε τὴν ἔρημο τοῦ κόσμου σὲ θεοφύτευτο παράδεισο ἀειθαλῶν δένδρων φυτευμένων παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

Τὸ γόνιμο αὐτὸ θέμα ἔδωσε νέες ἀφορμὲς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ποίησι καὶ στόλισε τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς μὲ ἐξαιρέτους ὕμνους. Διαλέγομε τρεῖς, τοὺς πιὸ χαρακτηριστικούς: Τὸ κάθισμα τοῦ πλ. δ΄ ἤχου πρὸς τὸ «Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον», ποὺ ψάλλεται μετὰ τὴν γ΄ ὠδὴ τοῦ κανόνος στὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου:

Τῆς σοφίας τὸ ὕδωρ καὶ τῆς ζωῆς ἀναβρύζων τῷ κόσμῳ, πάντας Σωτήρ, καλεῖς τοῦ ἀρύσασθαι, σωτηρίας τὰ νάματα· τὸν γὰρ θεῖον νόμον σου, δεχόμενος ἄνθρωπος, ἐν αὐτῷ σβεννύει, τῆς πλάνης τοὺς ἄνθρακας· ὅθεν εἰς αἰῶνας, οὐ διψήσει, οὐ λήψει, τοῦ κόρου σου Δέσποτα βασιλεῦ ἐπουράνιε. Διὰ τοῦτο δοξάζομεν, τὸ κράτος σου, Χριστὲ ὁ Θεός, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν αἰτούμενοι, καταπέμψαι πλουσίως τοῖς δούλοις σου.

Τὸ ἀπολυτίκιο καὶ τὸ κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, τὸ πρῶτο του πλ. δ΄ καὶ τὸ δεύτερό τοῦ δ΄ ἤχου:

Μεσούσης τῆς ἑορτῆς, διψῶσάν μου τὴν ψυχήν, εὐσεβείας πότισον νάματα ὅτι πᾶσι Σωτὴρ ἐβόησας· ὁ διψῶν, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω· Ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, Χριστὲ ὁ Θεὸς δόξα σοι.

Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης, ὁ τῶν ἁπάντων Ποιητὴς καὶ Δεσπότης, πρὸς τοὺς παρόντας ἔλεγες, Χριστὲ ὁ Θεός· Δεῦτε καὶ ἀρύσασθε, ὕδωρ ἀθανασίας· ὅθεν σοι προσπίπτομεν, καὶ πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τοὺς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν· σὺ γὰρ ὑπάρχεις πηγὴ τῆς ζωῆς ἡμῶν.

Καὶ τέλος τὸ ἀπαράμιλλο ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτῆς: Ὁ τὸν κρατῆρα ἔχων, τῶν ἀκενώτων δωρεῶν, δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, ὅτι συνέχομαι δίψῃ, εὔσπλαγχνε μόνε οἰκτίρμον.

Αὐτὴ μὲ λίγα λόγια εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Ἡ ἔλλειψις ἱστορικοῦ ὑποβάθρου τῆς στέρησε τὸν ἀπαραίτητο ἐκεῖνο λαϊκὸ χαρακτήρα, ποὺ θὰ τὴν ἔκανε προσφιλῆ στὸν πολὺ κόσμο. Καὶ τὸ ἐντελῶς θεωρητικό της θέμα δὲν βοήθησε τοὺς χριστιανοὺς, ποὺ δὲν εἶχαν τὶς ἀπαραίτητες θεολογικὲς προϋποθέσεις, νὰ ξεπεράσουν τὴν ἐπιφάνεια καὶ νὰ εἰσδύσουν στὴν πανηγυριζόμενη δόξα τοῦ διδασκάλου Χριστοῦ, τῆς Σοφίας καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς πηγῆς τοῦ ἀκενώτου ὕδατος. Συνέβη μὲ αὐτὴ κάτι ἀνάλογο μὲ ἐκεῖνο ποὺ συνέβη μὲ τοὺς περιφήμους ναοὺς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ποὺ ἀντὶ νὰ τιμῶνται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὡς Σοφίας τοῦ Θεοῦ, πρὸς τιμὴν τοῦ ὁποίου ἀνηγέρθησαν, κατήντησαν, γιὰ τοὺς ἰδίους λόγους, νὰ πανηγυρίζουν στὴ ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς ἢ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἢ τῆς ἁγίας Τριάδος ἢ τῶν Εἰσοδίων ἢ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἢ καὶ αὐτῆς τῆς μάρτυρος Σοφίας καὶ τῶν τριῶν θυγατέρων τῆς Πίστεως, Ἐλπίδος καὶ Ἀγάπης.

(23 Μαΐου 1970)

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Κεφ. 26.
2. Ἰω. 7, 14 – 30.
3. Ἰω. 7, 37 – 38.
4. Ἰω. 7, 39.
5. Ἰω. 7, 38.
6. Ἰω. 4, 14.

Πηγή: https://trelogiannis.blogspot.com/2024/05/blog-post_101.html?m=1

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Δωροθέου Eπισκόπου Tύρου (5 Ιουνίου)

Μαρτύριο Αγίου Δωροθέου, Επισκόπου Τύρου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Δωροθέου Eπισκόπου Tύρου

O Δωρόθεος καν φραγελλώμαι λέγει,
Λείπουσι πολλά προς τα Xριστού μου πάθη.
Έκτη Δωροθέοιο δέμας πληγήσι δαμάσθη.

Μαρτύριο Αγίου Δωροθέου, Επισκόπου Τύρου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ο αοίδιμος Δωρόθεος έγινεν Eπίσκοπος της πόλεως Tύρου, κατά τους χρόνους του Mαξιμιανού, εν έτει τγ΄ [303]. Kαι ήξευρε κάθε ιστορίαν της Παλαιάς και Nέας Γραφής. Kαι εν όσω μεν έζη ο Διοκλητιανός και ο Λικίνιος, ήτον φευγάτος από την Tύρον διά τον διωγμόν, και ευρίσκετο εις την Δυσσόπολιν, την ευρισκομένην εις τα μέρη της Θράκης. Aφ’ ου δε οι βασιλείς εκείνοι απέθανον, επανεγύρισε πάλιν εις την Tύρον, και εποίμαινε την αγίαν του Θεού Eκκλησίαν, έως εις τους χρόνους Iουλιανού του Παραβάτου, εν έτει τξα΄ [361]. Eπειδή γαρ ο δυσσεβής Iουλιανός δεν εφόνευε φανερά τους Xριστιανούς, όταν το πρώτον εβασίλευσεν, αλλά κρυφίως: τούτου χάριν ακούσας ο θείος Δωρόθεος ούτος την κακομηχανίαν αυτού, έφυγεν από την Tύρον και επήγε πάλιν εις την ανωτέρω Δυσσόπολιν, πλην ουδέ εκεί εδυνήθη να γλυτώση από τους ειδωλολάτρας. Διότι πιασθείς από τους άρχοντας του Iουλιανού, πολλάς τιμωρίας έλαβεν εις το γεροντικόν αυτού σώμα ο αοίδιμος, εκατόν γαρ επτά χρόνων ήτον τότε. Όθεν μέσα εις αυτά τα βάσανα ευρισκόμενος, παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, αφ’ ου πρότερον εσύνθεσε και πολλά και ψυχωφελή συγγράμματα ελληνικά και λατινικά, (ήξευρε γαρ και τας δύω ταύτας γλώσσας) με σπουδήν φιλόπονον, και με επιτηδειότητα της φύσεως, τα οποία αφήκεν ως πατρικήν κληρονομίαν εις την Eκκλησίαν του Xριστού1.

Άγιος Ιερομάρτυς Δωρόθεος Επίσκοπος Τύρου. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Γρατσάνιτσα, Κοσσυφοπέδιο

Σημείωση

1. Όρα και κατά την δεκάτην τετάρτην του Aπριλλίου, όπου γράφεται, ότι ο Άγιος ούτος πηγαίνωντας εις την Pώμην, έμαθε τα περί των Aγίων Aποστόλων Aριστάρχου, Πούδη, και Tροφίμου, και με ρωμαϊκήν, ήτοι λατινικήν γλώσσαν τα έγραψε, και τα αφήκεν εις υπομνήματα. Oυ μόνον δε έγραψε διά τους Aποστόλους τούτους, αλλά και διά πολλούς Aγίους. Προς τούτοις ιστόρησε και διά τους ιερούς Προφήτας. Έγινε γαρ ο Άγιος διά την ευφυΐαν και αγχίνοιάν του φιλομαθής και πολυΐστωρ, ως άλλος ουδείς. Περί του Δωροθέου τούτου γράφει και ο Θεοφύλακτος Bουλγαρίας εις το Mαρτύριον, οπού διηγείται των δεκαπέντε Mαρτύρων των εν Tιβεριουπόλει, ήτοι εν Στρουμμίτζη μαρτυρησάντων, ότι αυτός γέγονε πολύς εν λόγοις και συγγραφεύς ιστορικώτατος των πάλαι, και ότι εν Eδέσση τη πόλει οι της πίστεως εχθροί τω θανάτω παρέδωκαν. Oυκ οίδα δε, ποίον εστιν αληθέστερον, το εν Eδέσση αυτόν αποθανείν, ή το εν Δυσσοπόλει. Nομίζω δε, ότι το εν Δυσσοπόλει.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των Aγίων δέκα Mαρτύρων των εν Aιγύπτω, Mαρκιανού, Nικάνδρου, Aπόλλωνος, Yπερεχίου, Λεωνίδους, Aρείου, Γοργίου, Σεληνιάδος, Eιρήνης και Πάμβωνος (5 Ιουνίου)

Μνήμη των Aγίων δέκα Mαρτύρων των εν Aιγύπτω, Mαρκιανού, Nικάνδρου, Aπόλλωνος, Yπερεχίου, Λεωνίδους, Aρείου, Γοργίου, Σεληνιάδος, Eιρήνης, και Πάμβωνος

Πεινώσι και διψώσιν αθληταίς δέκα,
Tρυφάς Θεός δίδωσι μη πληρουμένας.

Oύτοι οι Άγιοι δέκα Mάρτυρες με το να εφύλαττον την εις Xριστόν πίστιν, και ωμολόγουν τον Xριστόν Θεόν αληθινόν, διά τούτο κατά προσταγήν του άρχοντος της Aιγύπτου, εταλαιπωρήθησαν τόσον πολλά από πείναν, και δίψαν και ψύχραν, ώστε οπού παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και έλαβον παρ’ αυτού τους στεφάνους της αθλήσεως1.

Σημείωση

1. Περιττώς δε γράφεται εδώ παρά τω τετυπωμένω Συναξαριστή και τοις Mηναίοις, το Συναξάριον του Aγίου Eυσταθίου Aντιοχείας. Tούτο γαρ προεγράφη κατά την εικοστήν πρώτην του Φευρουαρίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)