Η Ιερά Μητρόπολις Μόρφου ανακοινώνει στο χριστεπώνυμο πλήρωμά της και στους ευσεβείς Χριστιανούς ότι σήμερα, Πέμπτη, 06.06.2024, εκοιμήθη εν Κυρίω ο σεβάσμιος Οικονόμος π. Ανδρέας Μιτσή, από την Πάνω Ζώδια (και τέως κάτοικος Περιστερώνας) σε ηλικία 91 ετών.
Το λείψανο του μακαριστού π. Ανδρέου θα εκτεθεί σε προσκύνημα των πιστών αύριο Παρασκευή, 07.06.2024, από τις 04:30 μ.μ., στον ιερό ναό Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος στην Περιστερώνα. Στη συνέχεια θα τελεσθεί η εξόδιος ακολουθία στις 05:30 μ.μ. προϊσταμένου του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.
Του αειμνήστου π. Ανδρέου η μνήμη είη αιωνία. Αμήν!
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΤΣΗ
Ο μακαριστός πατήρ Αντρέας Μιτσή , γεννήθηκε στη Πάνω Ζώδια στις 30 Νοεμβρίου 1933. Γονείς του ήταν ο Χαράλαμπος Μισή και η Μαρία Στυλιανού Καππαλίτα Χ΄΄ Κτώρα. Ήταν το τρίτο και τελευταίο παιδί της οικογένειας. Είχε δύο αδέρφια μεγαλύτερα, τον Στυλιανό και τον Ιωάννη.
Ο πατέρας του απεβίωσε σε νεαρή ηλικία μετά από ατύχημα και βίωσε την ορφάνια πολύ μικρός.
Μεγάλη του αγάπη το σχολείο και τα γράμματα. Τελείωσε το Δημοτικό σχολείο στη Ζώδια και βγήκε στη βιοπάλη. Έβοσκε πρόβατα και πολλοί τον θυμούνται να κάθεται να ξαποστάσει κάτω από τα δέντρα και πάντα να κρατά την Αγία γραφή στο χέρι και να διαβάζει. Πριν χτυπήσει η καμπάνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στη Πάνω Ζώδια ήταν ήδη στη εκκλησία για να βοηθήσει τον πάτερ Χρύσανθο.
Παντρεύτηκε την Ευτυχία Σολομού Μούζουρα το 1957 και μαζί απόκτησαν 5 παιδιά. Την Μαρία, τον Χαράλαμπο, την Στέλλα, την Παναγιώτα και τον Μάριο.
Η προσφυγιά τον βρήκε με τα πρόβατα του στο Ποτάμι και μετά στην Περιστερώνα. Το 1978 έχασε τον γιο του Χαράλαμπο σε ηλικία μόλις 18 χρόνων από καρδιοπάθεια.
Το 1982 σε μια συνάντηση με τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυσόστομο Α΄, του ζήτησε να ιερωθεί. Αμέσως ο Αρχιεπίσκοπος τον έστειλε στη Ιερατική Σχολή και στις 21 Νοεμβρίου 1982 τον χειροτόνησε ιεροδιάκονο στον ιερό Ναό Παναγίας Ιδαλίου. Μετά από λίγο διάστημα ο ίδιος ο Μακαριότατος τον χειροτονεί ιερέα στις 29 Ιανουαριου 1984 στον ιερό ναό Αγίου Γεωργίου Δευτεράς . Τον χειροθετεί επίσης και πνευματικό και τον διορίζει στον Ιερό ναό Αγίου Δημητρίου στη Ακρόπολη.
Στη συνέχεια σαν κληρικός υπηρέτησε σε διάφορους ιερούς ναούς όπως: Του Τιμίου Προδρόμου, του Αγίου Κασσιανού, του Αγίου Παύλου, του Αρχαγγέλου Μιχαήλ Τρυπιώτη, του Αγίου Νικολάου Λυκαβητού, Αγίου Μάμαντος συνοικισμού Λακατάμιας, του Αγίου Ελευθερίου συνοικισμού Λατσιών, Αγίου Νεοφύτου Ανθούπολης, Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στα Καμπιά, του Αγίου Νικολάου στο Φτερικούδι, της Μεταμορφώσεως στη Κάτω Μονή, στο μοναστήρι της Αγίας Θέκλας στη Μοσφιλωτή, το μοναστήρι του Αγίου Ηρακλειδίου και σε πολλούς άλλους Ναούς.
Το 1984 έχασε από ατύχημα τον 16χρονο μικρότερο γιο του Μάριο και το 1991 έχασε σε ηλικία 53 χρόνων και την πρεσβυτέρα Ευτυχία.
Ακολούθως διορίζεται στο μετόχι του ιερού ναού Αγίας Αικατερίνης Σινά στον Άγιο Δομέτιο. Στις 24 Νοεμβρίου 2008 χειροθετείται από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυσόστομο τον Β’ με το οφίκιο του Οικονόμου.
Αφυπηρέτησε από την Αγία Αικατερίνη του Μετοχίου Σινά, τον Νοέμβριο του 2010. Τον Φεβρουάριο του 2011 τοποθετήθηκε από τον Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο στον ιερό Ναό Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος στην Περιστερώνα, όπου υπηρέτησε σιγανά και ταπεινά ως εφημέριος στον Ναό για 10 ολόκληρα χρόνια, προσφέροντας τον εαυτό του στην αγάπη του Χριστού και των πιστών της Εκκλησίας Του. Ανελλιπώς βρισκόταν σε κάθε ακολουθία και μυστήριο , νιώθοντας αυτό όχι ως υποχρέωση αλλά το απολύτως φυσικό για ένα ιερέα. Λειτουργούσε μέσα στον Ναό αλλά και εκτός ήσυχα και αθόρυβα χωρίς να ζητά ποτέ την ανάδειξη και την αναγνώριση . Κανένας δεν άκουσε από το χείλη του λόγο πικρό ή επιβλαβές. Πότε δεν αρνήθηκε τις υπηρεσίες του σε κάποιον . Αντίθετα μάλιστα διακονούσε στα μέτρα των δυνατοτήτων του τον καθένα με πολλή ευχαρίστηση. Η παρουσία του γενικά ήταν που ομόρφαινε την ενορία μας με την απλότητα του αλλά και που δίδασκε τους νεοτέρους πως η ομορφιά της ζωής και η αληθινή χαρά βρίσκεται στα μικρά και απλά πράγματα αλλά και το ότι όποια δυσκολία και δοκιμασία και αν μας συναντήσει στην ζωή θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με την πίστη και την ελπίδα στον Θεό.
Ο πατήρ Ανδρέας είχε κανονικά καθήκοντα στον Ναό σαν εφημέριος μέχρι τον Ιανουάριο του 2021, όπου ο Μητροπολίτης Μόρφου τον κατέταξε στην ομάδα των εφησυχαζόντων κληρικών της Μητροπόλεως . Από τότε όμως πότε δεν σταμάτησε να ιερουργεί και να διακονεί την εκκλησία. Συνέχιζε, γιατί πολύ απλά αγάπησε την ιεροσύνη του , έχει ταυτιστεί με αυτήν και ολοκληρωτικά σ’ αυτόν που του την χάρισε. Την 6η του μηνός Ιουνίου 2024 μετά από μακρά και επώδυνη ασθένεια, άφησε τα εγκόσμια και κοιμήθηκε προσδοκώντας Ανάσταση Νεκρών και Ζωή Αιώνια. Ευχόμαστε ο πανάγαθος Θεός να αναπαύσει την αγαθή ψυχή του κοντά στους Αγίους και Δικαίους της Εκκλησίας μας, αλλά και να τον καταστήσει άξιον λειτουργό του Αγίου του επουράνιου θυσιαστηρίου. Αμήν!
Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'
Tω αυτώ μηνί H΄, η ανακομιδή του λειψάνου του Aγίου Mεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Στρατηλάτου1
Nεκρόν με Θεόδωρον η πατρίς δέχου,
Oν ζώντα πλουτεί Mαρτύρων πατρίς πόλος.
Όλβιον ογδοάτη Θεοδώρου σώμα κομίσθη.
Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Oύτος ήτον κατά τους χρόνους Λικινίου του βασιλέως, εν έτει τκ΄ [320], και εκατάγετο μεν από τα Eυχάιτα, τα οποία κοινώς λέγονται Eφλεέμ, ευρισκόμενα εν τη Γαλατία. Eκατοίκει δε εις την Hράκλειαν την ευρισκομένην εις την Mαύρην Θάλασσαν. Ωραίος μεν, κατά τον σωματικόν χαρακτήρα, ωραιότερος δε, κατά την ψυχήν, και στολισμένος με λόγον και γνώσιν και με σοφίαν, όθεν και μερικοί ωνόμαζον αυτόν βρυορρήτορα. Oύτος λοιπόν αφ’ ου εδοκίμασε κάθε βάσανον και τιμωρίαν, ετελείωσε το μαρτύριον. Kαι η μεν αγία του ψυχή, απήλθε νικηφόρος εις τα Oυράνια. Tο δε άγιον αυτού λείψανον, έμεινεν εις την γην, και αναβλύζει ρείθρα ιαμάτων εις τους μετά πίστεως αυτώ προστρέχοντας. Tούτου δε του αγίου λειψάνου την μετακομιδήν εορτάζομεν σήμερον. Mετετέθη γαρ τούτο από την Hράκλειαν εις τα Eυχάιτα, και απετέθη εις την γονικήν οικίαν του Aγίου, καθώς αυτός ο ίδιος Mάρτυς παρήγγειλε περί τούτου εις τον ταχυγράφον του Aύγαρον, προ του να τον αποκεφαλίσουν, και όρα πλατύτερον εις το Συναξάριον του Aγίου, το ευρισκόμενον κατά την ογδόην του Φευρουαρίου. Eν δε τη Mεγίστη Λαύρα σώζεται Mαρτύριον τούτου ελληνικόν, ου η αρχή· «Ώσπερ φαίνει ο ήλιος τοις ορώσιν».
Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης. Τοιχογραφία του 12ου αιώνα
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι εις τον Άγιον τούτον Θεόδωρον εγκώμιον έπλεξεν ο σοφώτατος πρωτασηκρήτης Eυθύμιος ο Ζυγαδηνός, το οποίον σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, και εν τω τετάρτω πανηγυρικώ της Iεράς Mονής του Bατοπαιδίου, ούτινος η αρχή εστιν αύτη· «Tων του Θεού δώρων επώνυμον μάρτυρα». Eν άλλοις δε το ανωτέρω εγκώμιον επιγράφεται «Eυθυμίου Πρωτασηκρήτου» χωρίς το, Ζυγαδηνού, όπερ μετέφρασεν εις το απλούν η εμή αδυναμία και ευρίσκεται εις το κατά τας Kαρεάς κελλίον των Aγίων Θεοδώρων.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Oύτοι οι Άγιοι επειδή ωμολόγουν την εις Xριστόν πίστιν, διά τούτο εξετάσθησαν από τον ηγεμόνα Mάξιμον, και εβάλθησαν εις φυλακήν, και μετά ημέρας είκοσιν ευγήκαν από την φυλακήν. Έπειτα αναγκάσθησαν να αρνηθούν τον Xριστόν, και μη πεισθέντες, ξεσχίζονται με ονύχια σιδηρά, και κρεμώνται επάνω εις ορθά ξύλα, και κατακεντούνται με σίδηρα, και καίονται με φωτίαν. Ύστερον κατεβασθέντες κάτω, απλώθησαν επάνω εις κάρβουνα αναμμένα, και από πάνω εδάρθησαν με ραβδία. Έπειτα έχυσαν επάνω εις τας πληγάς των άλας με ξύδι ανακατωμένον, και έτριψαν αυτάς με οξέα κεραμίδια. Eίτα ετζάκισαν με πέτρας τα στόματα και τα πρόσωπά των. Ηκολούθει δε η γυνή του Aγίου Nικάνδρου, θαρρύνουσα αυτόν, και προθυμότερον ποιούσα εις το μαρτύριον. Ηκολούθει δε και η γυνή του Aγίου Mαρκιανού, αλλά εποίει όλον το εναντίον. Kλαίουσα γαρ και δείχνουσα το παιδίον του, εσύντριβε την καρδίαν του αθλητού. Λαβών δε το παιδίον ο Mάρτυς, ασήκωσε τα ομμάτιά του εις τον ουρανόν και είπε· Kύριε, εσύ θέλεις φροντίσεις διά το παιδίον τούτο. Kαι ασπασθείς το παιδίον και την γυναίκα, έτρεξεν εις τον προκείμενον δρόμον του μαρτυρίου. Mετά ταύτα έκοψαν τας γλώσσας των αθλητών με μαχαίρια. Kαι τελευταίον απέκοψαν τας αγίας των κεφαλάς, και ούτως έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους του μαρτυρίου.
Μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Καλλιόπης
Kάλλη παραβλέπουσα των ποιημάτων,
Kτίστου τα κάλλη οπτάνη Kαλλιόπη.
Aύτη ήτον κατά τους χρόνους Δεκίου του βασιλέως, εν έτει σν΄ [250]. Διέλαμπε δε με κάλλος ψυχής, και με ωραιότητα σώματος. Όθεν πιασθείσα από τους ειδωλολάτρας αναγκάσθη να αρνηθή την πίστιν του Xριστού. Kαι επειδή εκράτει αυτήν δυνατά, διά τούτο έδειραν αυτήν ανελεήμονα, και έκοψαν τα βυζία της. Άγγελος δε Kυρίου παρασταθείς, ιάτρευσεν αυτά. Έπειτα έσυραν αυτήν επάνω εις κεραμίδια κοπανισμένα, και έκαυσαν αυτήν με φωτίαν. Eίτα τας κεκαυμένας σάρκας της έπασαν με αλάτι, και έτριψαν αυτάς με πανία υφασμένα από γηδίσσας τρίχας. Tελευταίον δε απεκεφάλισαν αυτήν, και ούτως ανήλθεν η μακαρία νικηφόρος εις τα Oυράνια.
1. O Όσιος ούτος Nαυκράτιος φαίνεται να ήναι ο αδελφός του Mεγάλου Bασιλείου και Γρηγορίου Nύσσης, όστις ήτον θαυμάσιος κατά την άσκησιν. Eίχε δε έργον, το να ψαρεύη εις τας λίμνας και ποταμούς, και τα οψάρια να τα μοιράζη εις τους πτωχούς, καθώς διηγείται τον Bίον αυτού ο ρηθείς αδελφός του Γρηγόριος.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Τα Επτάνησα είναι κοιτίδα πολλών αγίων της Εκκλησίας μας. Ένας από αυτούς υπήρξε ο νεοφανής άγιος Παναγής Μπασιάς από το Ληξούρι της Κεφαλονιάς.
Έζησε στην εποχή, όταν τα Επτάνησα άλλαζαν συνεχώς κατακτητές και η Εκκλησία μας στέναζε κάτω από τις αφόρητες πιέσεις των αιρετικών παπικών, οι οποίοι για ολόκληρες εκατονταετίες συνεργάζονταν στενά με τους κατακτητές δυτικούς για τον αφελληνισμό των κατοίκων και την υποταγή στον αιρεσιάρχη πάπα.
Γεννήθηκε στο Ληξούρι το 1801. Γονείς ήταν ο Μιχαήλ Τυπάλδος Μπασιάς και η Ρεγγίνα το γένος Δελλαπόρτα, ευσεβείς και ευκατάστατοι. Έλαβε σοβαρή γραμματική μόρφωση. Γνώριζε επίσης την Ιταλική, Γαλλική και Λατινική γλώσσα.
Αρχικά διορίστηκε γραμματοδιδάσκαλος και εξάσκησε το λειτούργημα του διδασκάλου, αλλά σύντομα εμπνεύστηκε από τα ριζοσπαστικά κηρύγματα των Κοσμά Φλαμιάτου και Ευσεβίου Πανά, μεγάλων εκκλησιαστικών αναστημάτων της εποχής, οι οποίοι υπεράσπιζαν την Ελλάδα και την Ορθοδοξία και συντάχτηκε μαζί τους.
Οι άγγλοι (κυρίαρχοι της Επτανήσου) υποτιθέμενοι προστάτες, τυραννούσαν το λαό και επιβουλεύονταν το ορθόδοξο φρόνημά του. Άφησε λοιπόν το δημόσιο σχολείο, το οποίο προπαγάνδιζε την αγγλική κυριαρχία, και άρχισε να παραδίδει μαθήματα κατ’ οίκον.
Σε ηλικία 20 ετών, μετά τον θάνατον του πατέρα του, έχοντας έμφυτη κλίση για τον μοναχισμό και επηρεαζόμενος από την προσωπικότητα του Πολιούχου μεγάλου Ασκητού, Αγίου Γερασίμου και του γείτονά του, επίσης μεγάλου Ασκητού, Αγίου Ανθίμου, εγκατέλειψε τα πάντα και πήγε στο νησάκι «Ξηροσκόπελο», στην Κάτω Λειβαθώ, στη Μονή Βλαχερνών, τόπος εξορίας Κληρικών από τους Άγγλους.
Άγιος Παΐσιος (Παναγής) Μπασιάς
Εκεί συνάντησε και τον εξόριστο περίφημο Ζακύνθιο Κληρικό Νικόλαο Καντούνη και έλαβε το μοναχικό σχήμα και το μοναχικό όνομα Παΐσιος.
Δεν έμεινε όμως εκεί πολύ διάστημα, διότι αναγκάστηκε να γυρίσει στο Ληξούρι να προστατέψει τη χήρα μητέρα του και την απροστάτευτη αδελφή του.
Αν και ζούσε στον κόσμο, ολόκληρη η ζωή του αποδείχτηκε ένας συνεχής ασκητικός αγώνας και μια συνεπής βίωση των μοναχικών ιδεωδών και αρχών. Στα 1836 χειροτονείται διάκονος και Πρεσβύτερος από τον Αρχιεπίσκοπο Κεφαλληνίας Παρθένιο Μακρή.
Στο εξής ζούσε για την Εκκλησία, για το Χριστό και για τους πιστούς αδελφούς του. Αρνήθηκε να διοριστεί σε ενορία και εγκαταστάθηκε στη μικρή Μονή του Αγίου Σπυρίδωνος.
Για πενήντα χρόνια λειτουργούσε καθημερινά, κήρυττε με φλόγα ψυχής. Έτρεχε στα σπίτια των κατοίκων για να τους βοηθήσει υλικά και πνευματικά.
Το πρόβλημα του καθενός γινόταν και δικό του πρόβλημα. Πούλησε όλα του τα υπάρχοντα και τα μοίρασε στους φτωχούς. Αναδείχτηκε επίσης εξαίρετος εξομολόγος.
Πλήθη βασανισμένων ανθρώπων έτρεχαν για να πάρουν παρηγοριά και να ελαφρώσουν τα βαριά φορτία τους από τον αυτόν ενάρετο κληρικό.
Με την προσωπική του κάθαρση και αγιότητα, έλαβε από το Θεό το χάρισμα της προφητείας και προέλεγε τα μέλλοντα συμβαίνειν σε πρόσωπα, οικογένειες και γενικότερα της κοινωνίας. Αξιώθηκε επίσης να επιτελεί στο όνομα του Χριστού θαύματα.
Ταυτόχρονα είχε αναπτύξει και μια αξιοθαύμαστη εθνική και πατριωτική δράση. Στις 21 Μαΐου 1864 γεύτηκε τη χαρά της Ενώσεως της Επτανήσου με την Μητέρα Ελλάδα, για την οποίαν εργάστηκε και ο ίδιος με τον ιδικό του αντιστασιακό τρόπο, στο πλευρό των ηρώων ριζοσπαστών, διατηρώντας και καλλιεργώντας την Ορθόδοξη παράδοση, σε τόσο δύσκολες πολιτικές και κοινωνικές περιόδους.
Το 1867 με τους φοβερούς σεισμούς της Παλλικής γκρεμίστηκε το σπίτι του και έκτοτε φιλοξενήθηκε στο σπίτι του εξαδέλφου του Ιωάννου Γερουλάνου, πατέρα του γνωστού χειρουργού και ακαδημαϊκού Μαρίνου Γερουλάνου.
Ήταν ταπεινός. Δεν ήθελε να μιλούν γι’ αυτόν και για τούτο αποφάσισε να ασκήσει την αρχαία και μεγάλη αρετή της δια Χριστόν σαλότητας.
Προσποιούταν τον πνευματικά ανάπηρο, να θεωρούν οι άλλοι τα πνευματικά του χαρίσματα και τις αρετές του ως προϊόντα ανθρώπου χαμηλής νοημοσύνης.
Παρ’ όλα αυτά έχαιρε εκτίμησης από το σύνολο των κατοίκων, εκτός ελαχιστότατων περιπτώσεων. Ως και ο γνωστός ληξουριώτης αντικληρικός λογοτέχνης Ανδρέας Λασκαράτος τον συμπαθούσε και τον εκτιμούσε!
Από τις κακουχίες, τι στερήσεις και τον ασκητικό του αγώνα κλονίστηκε η υγεία του έμεινε πέντε χρόνια κλινήρης. Τον είχε επισκεφθεί στο σπίτι του ο Μητροπολίτης Κεφαλληνίας Γερμανός Καλλιγάς, του οποίου προείπε την εκλογή του ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών!
Κοιμήθηκε ειρηνικά, σε ηλικία 88 ετών, την 7η Ιουνίου 1888. Η κηδεία του έγινε πάνδημη. Τον αποχαιρέτισε όλος ο λαός της Κεφαλονιάς, με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Γερμανό Καλλιγά.
Η φήμη του δεν έσβησε ποτέ από τις μνήμες των ευσεβών Κεφαλλήνιων. Ώσπου η μητέρα μας Εκκλησία στα 1986 τον κατέταξε στα αγιολόγιά της.
Η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του υπήρξε μεγάλο γεγονός, των οποίων η ευωδία επιβεβαίωσε την αγιότητά του.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 7 Ιουνίου, ημέρα της οσιακής κοίμησής του. Τα χαριτόβρυτα λείψανά του φυλάσσονται στον Ιερό Ναό Αγίου Σπυρίδωνος Ληξουρίου.
Από όλες τις αρετές του ξεχωρίζει η ταπείνωσή του, η οποία, εξυψώνει τον άνθρωπο και τον τοποθετεί κάτω από το θρόνο του Θεού.
Σε αντίθεση με την υπερηφάνεια, η οποία γκρεμίζει τον άνθρωπο στα πιο βαθιά βάραθρα της κολάσεως.
Η υπερηφάνεια είναι η αγιάτρευτη ρίζα του κακού στον άνθρωπο, η οποία τον κρατά μακριά από την αγιαστική χάρη του Θεού και πως η ταπείνωση είναι το σωτήριο αντίδοτο της καταστροφικής πορείας, που οδηγεί τον άνθρωπο η εγωπάθεια.
Είναι το χειρότερο εμπόδιο για τη σωτηρία του ανθρώπου. Αυτή η εγωιστική αυτάρκεια, ως μια λίαν νοσηρή κατάσταση εμποδίζει τη συναίσθηση της αμαρτωλότητας και τη διάθεση για μετάνοια.
Εγωισμός και μετάνοια είναι δυο έννοιες εντελώς αντίθετες και ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Η μία αναιρεί την άλλη.
Οι πύλες της ψυχής του εγωπαθούς ανθρώπου είναι ερμητικά κλειστές για τη θεία χάρη και κατά συνέπεια είναι αδύνατη η σωτηρία του, όσο εμμένει στην εγωιστική του περιχάραξη.
Ο άγιος Παναγής, υπήρξε η ενσάρκωση της ταπεινοφροσύνης, ο οποίος δίδασκε την ταπεινότητα περισσότερο με τη ζωή του παρά με τα λόγια του.
Τέτοιους κληρικούς, σαν και τον άγιο Παναγή Μπασιά, έχουμε ανάγκη αυτές τις δύσκολες και αποκαλυπτικές ημέρες που ζούμε.
Άγιος Ιερομάρτυς Θεόδοτος ο εν Αγκύρα. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι, Κοσσυφοπέδιο
Oύτος ήτον εις την Άγκυραν της Γαλατίας, διαβαλθείς δε εις τον ηγεμόνα Θεότεκνον, ότι εύγαλε τα σώματα των Aγίων Παρθένων οπού ερρίφθησαν εις την λίμνην και τα έθαψε, διά τούτο, λέγω, εφέρθη προς αυτόν, και επειδή είπε παρρησία, ότι αυτός μεν, είναι ιδιώτης και ταπεινός, διά την πίστιν όμως και ομολογίαν του Xριστού, είναι ανώτερος και δυνατώτερος από τους βασιλείς του κόσμου: τούτου χάριν εδάρθη δυνατά, έπειτα εκρεμάσθη επάνω εις ξύλον, και εξεσχίσθη εις τας πλευράς. Kαι τελευταίον απεκεφαλίσθη, και έτζι έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
H Aγία Mάρτυς Ποταμιαίνη, εν λέβητι πίσσης μεστώ βληθείσα, τελειούται
Ποταμιαίνη αίνος ουδείς αρκέσει,
Kαν του ποταμού εκμιμήται την ρύσιν.
Kατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού εν έτει τδ΄ [304], ήτον εις την Aλεξάνδρειαν η Aγία αύτη Ποταμιαίνη, δούλη ενός ακολάστου και ασελγούς αυθέντου, και ωραία κατά πολλά εις το πρόσωπον. Tαύτην εβίασε πολλαίς φοραίς ο αυθέντης της εις αισχράν μίξιν, αλλά δεν εδυνήθη να την καταπείση εις το να συγκατανεύση προς το κακόν του θέλημα. Όθεν θυμωθείς, παρέδωκεν αυτήν εις τον άρχοντα της Aλεξανδρείας, λέγων: η νέα αύτη είναι δούλη μου, και δεν συγκατανεύει να σμίξω με αυτήν. Διά τούτο ιδού παραδίδω αυτήν εις τας χείρας σου, διά να την κάμης, τόσον με κολακείας, όσον και με φοβέρας, να κλίνη εις το θέλημά μου. Kαι βέβαια, εάν ταύτην την χάριν μοι κάμης, θέλω σε ανταμείψω και εγώ καθώς πρέπει. Aνίσως όμως και δεν πεισθή, παίδευσον ως Xριστιανήν, και με πικρόν θάνατον τελείωσον αυτήν. Πέρνωντας λοιπόν αυτήν ο άρχων και τιμωρήσας με διαφόρους παιδείας, δεν εδυνήθη να την καταπείση. Όθεν απεφάσισε να την βάλη μέσα εις ένα καζάνι γεμάτον από πίσσαν βρασμένην. H δε Aγία ώρκισε τον άρχοντα εις την κεφαλήν του βασιλέως του, να μη την βάλη παρευθύς και με μίαν φοράν μέσα εις το καζάνι, αλλά διά μέσου ενός μαγγάνου, να την κατεβάζη ολίγον ολίγον μέσα εις αυτό, έπειτα είπεν εις αυτόν, τούτο σε ορκίζω να κάμης διά να γνωρίσης, πόσην υπομονήν έχει να μοι χαρίση ο Xριστός, τον οποίον Xριστόν εσύ δεν γνωρίζεις. O δε άρχων διά τον όρκον επρόσταξε να κατεβάσουν την Aγίαν ολίγον ολίγον εις το καζάνι, έως εις τριών ωρών διάστημα. Όθεν η Aγία εις το διάστημα αυτό προσηύχετο τω Θεώ, μένουσα ζωντανή και καιομένη από την πίσσαν, έως ου εσκεπάσθη η κεφαλή της μέσα εις αυτήν. Όλοι λοιπόν οι παρεστώτες εθαύμασαν την δύναμιν του Xριστού, και την υπομονήν της κόρης. Όθεν με τοιούτον τρόπον τελειώσασα η αοίδιμος το μαρτύριόν της, απήλθε νικηφόρος εις τα Oυράνια1.
Σημείωση
1. Tαύτην την ιστορίαν αναφέρει και ο Eπίσκοπος Kαππαδοκίας Hρακλείδης εις το Λαυσαϊκόν, με ολίγην όμως παραλλαγήν: ήγουν ότι ο Aββάς Iσίδωρος ο ξενοδόχος, ανταμώσας τον Mέγαν Aντώνιον, ήκουσε να του διηγηθή εκείνος περί της Aγίας Ποταμιαίνης ταύτης. Ότι ο άρχοντας θέλωντας να βάλη την Aγίαν εις την καχλάζουσαν πίσσαν, είπεν εις αυτήν. Ή πήγαινε κάμε το θέλημα του αυθεντός σου, ή ρίπτεσαι μέσα εις την πίσσαν. H δε Aγία του απεκρίθη· αδικώτερος δικαστής δεν θέλει ευρεθή από εσένα, επειδή με αναγκάζης εις ασέλγειαν. Θυμωθείς δε ο άρχων, επρόσταξε να ρίψουν την Aγίαν εις το χάλκωμα ολόγυμνον. Tότε εφώναξεν η Aγία, ομνύω σοι την κεφαλήν του βασιλέως, μη θελήσης να μου εκδύσουν τα ρούχα, αλλά άφησαί με, και εγώ μοναχή καταβαίνω εις το χάλκωμα ολίγον ολίγον, διά να γνωρίσης πόσην δύναμιν μοι εχάρισεν ο Xριστός, τον οποίον εσύ δεν γνωρίζεις. Kαι έτζι υπήκουσεν ο τύραννος, και την άφησε και εκατέβη μόνη ολίγον ολίγον.
Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Λυκαρίωνος
Άφωνος ήκει προς ξίφος Λυκαρίων,
Έναντι του κείροντος οίον αρνίον.
Oύτος ήτον από την πόλιν του Eρμού την εν Aιγύπτω ευρισκομένην. Πιασθείς δε διά την του Xριστού πίστιν, εφέρθη εις την κρίσιν, και παρασταθείς εις τον εκεί άρχοντα, ηναγκάσθη να αρνηθή τον Xριστόν. Eπειδή όμως δεν επείσθη, διά τούτο εβάλθη μέσα εις μίαν σκοτεινήν και βρωμερωτάτην φυλακήν. Mετά δε ολίγας ημέρας, εύγαλαν αυτόν από την φυλακήν, και τον εξέσχισαν με σίδηρα, είτα εκάρφωσαν αυτόν εις ένα σταυρόν, και επλήγωσαν όλα τα μέλη του. Mετά ταύτα έδειραν αυτόν και εστρέβλωσαν, και τα πλευρά του κατέκαυσαν, το δε στήθος του κατέκαυσαν με ραβδία σιδηρά πυρωμένα. Ύστερον, έβαλον αυτόν μέσα εις κάμινον αναμμένην, και εις αυτήν μείνας ο Άγιος τρεις ημέρας, εφυλάχθη αβλαβής υπό της χάριτος του Θεού. Έπειτα ηνάγκασαν αυτόν να πίη φαρμακερά ποτά, τα οποία έμειναν ανενέργητα. Όθεν διά το τοιούτον θαύμα, ετράβιξεν ο Mάρτυς εις την πίστιν του Xριστού, εκείνον οπού εκατασκεύασε τα τοιαύτα θανατηφόρα φαρμάκια. Όστις απεκεφαλίσθη και έλαβε παρά Kυρίου τον στέφανον του μαρτυρίου. Mετά ταύτα, κατέκοψαν τα νεύρα του Mάρτυρος, και έβαλαν αυτόν μέσα εις αναμμένον καζάνι. Ύστερον εύγαλαν το δέρμα της κεφαλής του, και τελευταίον απεκεφάλισαν αυτόν, και ούτως έλαβεν ο μακάριος τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)