Αρχική Blog Σελίδα 195

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 28 Ἰουλίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
10: 1-10

Ἀδελφοί, ἡ μὲν εὐδοκία τῆς ἐμῆς καρδίας καὶ ἡ δέησις πρὸς τὸν Θὸν ὑπὲρ αὐτῶν εἰς σωτηρίαν. Μαρτυρῶ γὰρ αὐτοῖς ὅτι ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν, ἀλλ΄ οὐ κατ΄ ἐπίγνωσιν· ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, καὶ τὴν ἰδίαν ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν· τέλος γὰρ νόμου Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι. Μωϋσῆς γὰρ γράφει τὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ τοῦ νόμου ὅτι ὁ ποιήσας ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτῇ. Ἡ δὲ ἐκ πίστεως δικαιοσύνη οὕτως λέγει· Μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου· Τίς ἀναβήσεται εἰς τὸν οὐρανόν; τοῦτ΄ ἔστι Χριστὸν καταγαγεῖν· ἤ, Τίς καταβήσεται εἰς τὴν ἄβυσσον; τοῦτ΄ ἔστι Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ἀναγαγεῖν. Ἀλλὰ τί λέγει; Ἐγγύς σου τὸ ῥῆμά ἐστιν, ἐν τῷ στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου· τοῦτ΄ ἔστι τὸ ῥῆμα τῆς πίστεως ὃ κηρύσσομεν. Ὅτι ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κύριον Ἰησοῦν, καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σωθήσῃ· καρδίᾳ γὰρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
8:28-34, 9:1

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; ἦν δὲ μακρὰν ἀπ’ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· Εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὑπάγετε. οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων · καὶ ἰδοὺ ὥρμησεν πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἀνάβοντας τὸν ἀναπτήρα τῶν ἁγίων – ΛΖ΄ (37η) Πνευματικὴ Σύναξη Διαλόγου μὲ τὸν Μόρφου Νεόφυτo (03.07.2024)

Ἡ ΛΖ’ (37η) Πνευματικὴ Σύναξη Διαλόγου μὲ τὸν Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο, πραγματοποιήθηκε στὶς 3 Ἰουλίου, 2024 στὸν ἱερὸ ναὸ Παναγίας Χρυσελεούσης στὴν κοινότητα Ἀκακίου τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου.

Οἱ ἐρωτήσεις νὰ ἀποστέλλονται στὴν ἠλεκτρ. διεύθυνση: anavontastonanaptiratonagion@gmail.com

Παραγωγή: Rum Orthodox

Ὁμιλία εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Ε´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ἡ Ἁγία Γραφή, ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, ὁμοιάζει μὲ ἕνα ἀνεξάντλητο χρυσωρυχεῖο.Ὅσο κανεὶς ἀνασκάπτει καὶ ἐξερευνᾶ τοῦτο τὸ χρυσωρυχεῖο, ὅσο δηλαδὴ κάποιος μελετᾶ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ πίστη καὶ πόθο καὶ προσευχή, τόσο καὶ ἀσφαλῶς θὰ ἐκβάλλει, ὄχι χρυσάφι γήινο, ποὺ ἔρχεται καὶ παρέρχεται, ἀλλὰ ἀνεκτίμητους πνευματικοὺς θησαυρούς, ποὺ πλουτίζουν ἐν Χριστῷ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά του καὶ ἁγιάζουν τὴν ψυχή του.

Ἡ σημερινὴ σύντομη εὐαγγελικὴ περικοπή, ἐκ πρώτης ὄψεως μᾶς ἐξιστορεῖ τὰ σχετικὰ μὲ ἕνα θαῦμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ δηλαδὴ τῆς θεραπείας τῶν δύο δαιμονιζομένων ἀνδρῶν στὴν περιοχὴ τῶν Γεργεσηνῶν στὴν Παλαιστίνη . Μελετῶντας την ὅμως βαθύτερα, βλέπουμε νὰ προκύπτουν ποικίλα σημαίνοντα πνευματικὰ θέματα καὶ ψυχοτρόφα διδάγματα.

Ἕνα σπουδαῖο ζήτημα, ποὺ τονίζεται ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ περιτρέχει ὅλη τὴν Ἁγία Γραφή, ἰδιαίτερα τὴν Καινὴ Διαθήκη, εἶναι αὐτὸ τῆς ὑπάρξεως τῶν δαιμόνων, καθὼς καὶ δαιμονιζομένων ἀνθρώπων. Ἕνα θέμα, ποὺ συχνὰ δυστυχῶς στὶς μέρες μας, θελητὰ ἢ ἀθέλητα, περιθωριοποιεῖται καὶ ἀποσιωπᾶται. Ἡ ὕπαρξη τῶν δαιμόνων, τῶν πονηρῶν δηλαδὴ πνευμάτων, τῶν ἐκπεσόντων αὐτῶν ἀγγέλων, ὡς συγκεκριμένων πνευματικῶν ὑπάρξεων καὶ ὄχι ὡς μιᾶς ἀόριστης ἰδέας τοῦ κακοῦ, εἶναι δόγμα Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ πηγάζει σαφέστατα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν ὅλη Ἱερὰ Παράδοσή μας καὶ ἀπαντᾶται συχνότατα σ᾽ αὐτές. Κι ὄχι μόνο ἡ ὕπαρξή τους, ἀλλὰ καὶ ἡ δυνατότητα ἐπηρείας τους στοὺς ἀνθρώπους σὲ ποικίλο βαθμό, ἀπὸ ἁπλῆ πειρασμική τους ἐνέργεια, μέχρι, ἀλίμονο, καὶ τὴν πλήρη κατοχὴ κάποιων ἀνθρώπων ἀπ᾽αὐτούς. Ἀλλά, δόγμα Πίστεως ἀποτελεῖ ταυτόγχρονα, κι αὐτὸ τονίζεται ἐμφαντικὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἡ ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἐπάνω στοὺς δαίμονες («εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου»[Α´Ἰω. 3,8]• «ἐθεώρουν τὸν σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα» [Λουκ. 10,18]), καθὼς καὶ ἡ ἐξουσία ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριός μας στοὺς μαθητές Του, ὅπως καὶ στοὺς διαδόχους τους ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε πραγματικὰ πιστὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, νὰ τοὺς πολεμεῖ καὶ κατατροπώνει μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὸν ἐν Χριστῷ ἀγῶνα του (« ἰδοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ» [Λουκ. 10,19]).

Δεύτερο θέμα, συναφὲς πρὸς τοῦτο, εἶναι τὸ ὅτι οἱ δαίμονες, φοβισμένοι ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ζητοῦν τὴν ἄδειά Του γιὰ τὸ ποῦ νὰ πᾶνε, ἐξερχόμενοι τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τὸ ποῦ ζητοῦν νὰ πᾶνε! Ζητοῦν νὰ πᾶνε μέσα στοὺς χοίρους, δηλ. νὰ τοὺς δαιμονίσουν! Ἂς ἐξετάσουμε τὸ πρῶτο σκέλος τοῦ θέματος: Ἡ ἐκζήτηση ἀπὸ τὸ πλῆθος ἐκεῖνο τῶν δαιμόνων τῆς ἄδειας τοῦ Δεσπότου, νὰ τοὺς ἐπιτρέψει αὐτὸ ποὺ ζήτησαν, καὶ ποὺ τελικὰ τὸ ἀποδέχθηκε -θὰ δοῦμε τοὺς λόγους πιὸ κάτω-, φανερώνει ὅτι ὁ Κύριος, ὡς ἐξουσιαστὴς τῶν ἁπάντων, ἀλλὰ καὶ σεβόμενος τὴν ἐλευθερία ὅλων τῶν λογικῶν Του πλασμάτων, ἐπιτρέπει καὶ μία ἐλευθερία ἀκόμη καὶ στὸν διάβολο -γιὰ νὰ εἶναι ἀναπολόγητος ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως-, ἀλλὰ πάντοτε περιορισμένη, ἐλεγχόμενη δηλ. ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία Του, ὥστε μὲ τοὺς διαβολικοὺς πειρασμοὺς νὰ δοκιμάζεται ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ ἀναδεικνύεται ἡ ἑκούσια ἀγάπη του πρὸς τὸν Πλάστη καὶ Λυτρωτή του. Διαφορετικά, ἂν ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ἦταν ἕνας δρόμος χωρὶς ἐμπόδια, πειρασμοὺς καὶ θλίψεις, δὲν θὰ εἶχε νόημα ἡ ζωή, κι ὁ ἄνθρωπος θὰ ἀπέβαινε ἔτσι, ὄχι ἕνα λογικὸ ἐλεύθερο πλάσμα, μὲ τὴ δυνατότητα ἐπιλογῆς μεταξὺ ἀρετῆς καὶ ἁμαρτίας, ἀλλά, λίγο πολύ, ἕνα ρομπότ! Νὰ μνημονεύσουμε ἐδῶ τὸ σχετικὸ βαρυσήμαντο ἀπόφθεγμα τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου: «Οὐδεὶς ἀπείραστος δυνήσεται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ἔπαρον γάρ, φησί, τοὺς πειρασμούς, καὶ οὐδεὶς ὁ σῳζόμενος.» Ζητοῦν λοιπὸν ἄδεια οἱ δαίμονες νὰ μποῦν στοὺς χοίρους. Καὶ ὁ Κύριος τὸ ἐπιτρέπει. Καταρχήν, ὡς τιμωρία τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, διότι ἐξέτρεφαν χοίρους, παρὰ τὴ ρητὴ ἀπαγόρευση τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου (Λευϊτ. 11,7). Καὶ γνωρίζομε, πὼς ὁ Χριστὸς μὲ τὴν πανσοφία του τηροῦσε τὸν Νόμο, ὡς Νομοδότης -ἂν καὶ τὸν ἀναθεώρησε καὶ συμπλήρωσε-, ὥστε νὰ μὴ δώσει ἀφορμὴ στοὺς Ἰουδαίους, ποὺ πάντοτε τὴ ζητοῦσαν, γιὰ νὰ κατηγορήσουν ἀπὸ φθόνο καὶ ἀπιστία τὸν Ἀναμάρτητο. Καὶ οἱ χοῖροι, ὅταν μπῆκαν μέσα τους τὰ δαιμόνια, πέσανε ἀπὸ ἕνα γκρεμὸ ἐκεῖ κοντὰ στὴ λίμνη τῆς Γαλιλαίας καὶ πνίγηκαν. Ποιό τὸ πνευματικὸ συμπέρασμα, ἐν προκειμένῳ; Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, στὶς θεόπνευστες ἀναγωγικές τους ἑρμηνεῖες, μὲ χοίρους παρομοιάζουν τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ζοῦν, σὰν μέσα σὲ ἄλλη λάσπη, στὸ βόρβορο καὶ τὴ δυσωδία τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας. Ποὺ ἔχουν στραμμένα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς συνεχῶς στὰ κάτω, στὰ γήινα, ὅπως ὁ χοῖρος ἔχει τὸ κεφάλι πάντα στραμμένο στὴ γῆ. Σ᾽αὐτοὺς ἐπιτρέπει πολλὲς φορὲς ὁ Κύριος, γιὰ νὰ ταπεινωθοῦν καὶ νὰ μετανοήσουν, νὰ δαιμονισθοῦν. Διότι ὁ διάβολος βρίσκει πρόσφορο ἔδαφος καὶ ἀφορμή, νὰ εἰσέλθει σὲ ἄνθρωπο βυθισμένο στὰ πάθη. Ἀλλά, τὸ θλιβερὸ ἀποτέλεσμα, ἂν δὲν ὑπάρξει μετάνοια, εἶναι τὸ βύθισμα στὴ λίμνη, δηλ. ὁ θάνατος, εἴτε ὁ σωματικός, εἴτε, τὸ δεινότερο, ὁ πνευματικὸς καὶ αἰώνιος!

Ἕνα τρίτο σημαντικὸ ζήτημα, ποὺ τίθεται στὴ σημερινὴ περικοπή, εἶναι μία μεγάλη ἁμαρτία, ποὺ προβάλλει στὸ πρόσωπο τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς τῶν Γεργεσηνῶν, αὐτὴ τῆς ἀχαριστίας. Οἱ παραβάτες αὐτοὶ τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, βλέποντας μὲ τὰ μάτια τους, τόσο τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τῶν δύο δαιμονιζομένων ἐκείνων συμπατριωτῶν τους, ὅσο κι αὐτὸ τῆς δίκαιης τιμωρίας τους ἀπὸ τὸν Κύριο μὲ τὸν πνιγμὸ τῶν χοίρων, ἀντὶ νὰ ἔλθουν σὲ συναίσθηση, σὲ μετάνοια, γεμᾶτοι ἀπὸ ἕνα ἐμπαθὴ καὶ ἁμαρτωλὸ φόβο, ζητοῦν ἀπὸ τὸν Κύριο, ὁ Ὁποῖος ὑπῆρξε στὴν πραγματικότητα Εὐεργέτης τους, νὰ φύγει, νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν περιοχή τους. Καὶ ὁ πάντοτε «πρᾶος καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» Ἰησοῦς, ὑπακούοντας φεύγει. Ὁ Κύριος λοιπόν, ἂν καὶ προγνώριζε, ὡς Παντογνώστης, τὴν ἀχαριστία καὶ ἀμετανοησία τῶν Γεργεσηνῶν, θαυματούργησε γιὰ τὴν ὠφέλεια καὶ σωτηρία τους. Τί διδασκόμαστε ἀπ᾽ αὐτά; Πρέπει κι ἐμεῖς, ἀδελφοί, ὡς μαθητὲς τοῦ Κυρίου, στοιχῶντας στὸ ἅγιο παράδειγμά Του, πάντοτε καὶ μὲ ὅποιο τρόπο μπορεῖ ὁ καθένας, νὰ εὐεργετοῦμε καὶ ὠφελοῦμε τὸν πλησίον μας: Ἕνα μὲ τὴν καλή μας συμβουλή, ἄλλο μὲ τὴν ἠθική μας συμπαράσταση, ἄλλον μὲ τὴν οἰκονομική μας βοήθεια, ἀναλόγως μὲ τὴν ἑκάστοτε καὶ τὴν ἑκάστου περίσταση.Ἡ ἐλεημοσύνη καὶ εὐεργεσία τοῦ πλησίον εἶναι μεγάλη ἀρετή. Εἶναι ὁ καρπὸς τῆς κορυφαίας ἀρετῆς τῆς ἀγάπης, εἶναι «πίστις δι᾽ἀγάπης ἐνεργουμένη», κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο (Γαλ. 5,6). Ἀλλά, ἂς μὴ ἀχρειώσουμε τὴν εὐεργεσία μας, ζητῶντας ἀνταπόδοση ἢ νὰ σκανδαλιζόμαστε ἀπὸ τὴν ἀχαριστία τῶν εὐεργετηθέντων ἀπὸ ἐμᾶς. Γιατί, αὐτὴ ἡ ἀχαριστία, κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες, ἀποβαίνει εὐεργεσία τῶν ἰδίων τῶν εὐεργετῶν καὶ ὁ μισθός τους ἀπὸ τὸν Κύριο πολλαπλασιάζεται.

Πρέπει, τέλος, νὰ τονίσουμε καὶ τοῦτο: Καὶ σήμερα δυστυχῶς πολλοὶ Χριστιανοί, ὅπως οἱ τότε Γεργεσηνοί, θέλουν νὰ ἀπομακρυνθεῖ ὁ Χριστὸς «ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν». «Ἀπὸ τῶν ὁρίων» τῆς καρδιᾶς τους, τῆς οἰκογένειάς τους, τῆς ἐργασίας τους, τῆς ζωῆς τους! Πολλοὶ τὸν διώχνουμε ἠθελημένα. Ἄλλοι πάλιν τὸν διώχνουμε ἀνεπίγνωστα. Χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιοῦμε. Τὸν ἀπομακρύνουμε μὲ τὴν ἔκδηλη ἀσυνέπεια στὴν πνευματική μας ζωή. Κι ἄλλοι τὸν διώχνουμε, ὅταν μᾶς ἐπισκέπτεται μὲ μία δοκιμασία, ποὺ ἐπιτρέπει, γιὰ νὰ μᾶς θεραπεύσει ψυχικά, νὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ συναίσθηση καὶ μετάνοια. Καὶ τὸν διώχνουμε σ᾽αὐτὴ τὴν περίπτωση, ὅταν δὲν Τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ τὴν ὅποια δοκιμασία, ὅταν δὲν τὴν ἀποδεχόμαστε ὡς εὐεργεσία Του, ὅταν γογγύζουμε καὶ ἀδημονοῦμε, καὶ ζητοῦμε νὰ τὴν σηκώσει, πρὶν Ἐκεῖνος κρίνει τὸ πότε μᾶς συμφέρει πνευματικά. Μὰ Ἐκεῖνος, ἐπειδὴ εἶναι ἀγάπη, ἡ Ἀγάπη, ἔρχεται καὶ πάλιν. Καὶ στέκει στὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας, καὶ κτυπᾶ νὰ τοῦ ἀνοίξουμε, νὰ τὸν δεχθοῦμε μέσα μας, νὰ συνδειπνήσει μαζί μας τὸ δεῖπνο τῆς Βασιλείας Του: «Ἰδού, ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω…» (Ἀποκ. 3,20).

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε τὰ ἀθάνατα λόγια τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου, «τὸ δὲ καλὸν ποιοῦντες μὴ ἐκκακῶμεν• καιρῷ γὰρ ἰδίῳ θερίσομεν μὴ ἐκλυόμενοι. ἄρα οὖν ὡς καιρὸν ἔχομεν, ἐργαζώμεθα τὸ ἀγαθὸν πρὸς πάντας, μάλιστα δὲ πρὸς τοὺς οἰκείους τῆς πίστεως » (Γαλ. 6,9-10). Δηλαδή, «ἂς μὴ ἀποκάμουμε, ἐνεργῶντας τὰ καλὰ ἔργα• γιατί, ἂν ἀντέξουμε μέχρι τὸ τέλος, θὰ θερίσουμε στὸν κατάλληλο καιρὸ (τοὺς καρποὺς τῶν ἔργων μας). Ἑπομένως, λοιπόν, ὅσο ἔχουμε καιρό, ἂς ἐργαζόμαστε τὸ καλὸ πρὸς ὅλους, μάλιστα πρὸς τοὺς ὁμόπιστους ἀδελφούς μας». Ὥστε, ὅταν θὰ ἔλθει ὁ Δίκαιος Κριτής, γιὰ νὰ ἀνταποδώσει στὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του, νὰ ἀξιωθοῦμε ν᾽ ἀκούσουμε κι ἐμεῖς τὴ μακαρία καὶ εὐλογημένη ἐκείνη του φωνή, «ἐφ᾽ὅσον ἐποιήσατε (τὸ ὅποιο καλὸ) ἐνὶ τῶν ἀδελφῶν μου τούτων τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. Εἰσέλθετε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου ὑμῶν»(πρβλ.Ματθ. 25,40•21). Ἀμήν!

Mνήμη της Oσίας Mητρός ημών Eιρήνης, της εκ Kαππαδοκίας μεν ορμωμένης, κειμένης δε εν τη Mονή του Xρυσοβαλάντου (28 Ιουλίου)

Οσία Ειρήνη, ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου. Τοιχογραφία στο παρεκκλήσιο της Οσίας Ειρήνης στον συνοικισμό Ανθούπολης (Λευκωσία)

Mνήμη της Oσίας Mητρός ημών Eιρήνης, της εκ Kαππαδοκίας μεν ορμωμένης, κειμένης δε εν τη Mονή του Xρυσοβαλάντου

Eιρηνικώς έζησας Eιρήνη πάλαι,
Kαι νυν κατοικείς ένθα ειρήνη βρύει.

Οσία Ειρήνη, ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου. Τοιχογραφία στο παρεκκλήσιο της Οσίας Ειρήνης στον συνοικισμό Ανθούπολης (Λευκωσία)

Η οσία Ειρήνη ζούσε στην Καππαδοκία στους κόλπους πλούσιας και ευγενούς οικογένειας, μετά τον θάνατο του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου (842). Όταν η Θεοδώρα ανέλαβε την αντιβασιλεία, αναζήτησε σε όλη την Αυτοκρατορία σύζυγο για τον γιο της, τον αυτοκράτορα Μι­χαήλ Γ’ (842-867). Οι απεσταλμένοι της αυλής πρόσεξαν την ομορφιά και ευγένεια των ηθών της Ειρήνης και την έστειλαν στην Κωνσταντι­νούπολη μαζί με την αδελφή της, η οποία παντρεύτηκε αργότερα τον καίσαρα Βάρδα, αδελφό της Θεοδώρας. Στο δρόμο τους πέρασαν κοντά από το όρος Όλυμπος της Βιθυνίας και η Ειρήνη επισκέφθηκε τον άγιο Ιωαννίκιο τον Μέγα [+ 4 Νοεμ.], ο οποίος την χαιρέτησε προλέγοντας ότι θα γινόταν ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου.

Η θεία Πρόνοια εμπό­δισε το γάμο της με τον αυτοκράτορα και, με την καρδιά της ξαλαφρωμένη και γεμάτη χαρά, μοίρασε τα υπάρχοντά της και αποσύρθηκε στην Μονή Χρυσοβαλάντου, την οποία είχε ιδρύσει ο πατρίκιος Νικήτας (Νικόλαος), κοντά στην στέρνα του Άσπαρ, σε τόπο ευάερο, μακριά από τις πλατείες και τα θορυβώδη μέρη. Στη μοναχική κουρά της, η μακαρία μαζί με τις τρίχες της κεφαλής έκοψε και κάθε δεσμό που την κρατούσε στον κόσμο και δόθηκε με ζήλο στους ασκητικούς αγώνες γνω­ρίζοντας ότι στο μέτρο που εξασθενίζει το σώμα, ο έσω άνθρωπος ανα­καινίζεται και πλησιάζει το Θεό (Β΄ Κορ. 4. 16).

Αγία Μεγαλομάρτυς Ειρήνη και Οσία Ειρήνη, ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου. Φορητή εικόνα στον ιερό ναό Παναγίας Φανερωμένης (Λευκωσία)

Έχοντας μόνο έναν χιτώνα που άλλαζε μία φορά τον χρόνο, τρεφόμενη με νερό και ψωμί, υποτασσόταν πρόθυμα και με χαρά σε ό,τι της όριζαν, αγνοώντας τις αντιρρήσεις και τους γογγυσμούς. Η διαρκής κατάνυξη χαροποιούσε την καρδιά της και έκανε το πρόσωπό της να λάμπει και σαν γόνιμη γη έφερε τους πλούσιους καρπούς των αγίων αρετών. Έβλεπε όλες τις αδελφές της σαν βασίλισσες και θεωρούσε τον εαυτό της ως θεραπαινίδα τους, προσφερόμενη στις πιο ευτελείς εργασίες για να τις διακονεί. Από το στόμα της έβγαιναν μόνον λόγια των Γραφών ή των αγίων Πατέρων, τους οποίους μελετούσε αδιάκοπα. Ενώ ήταν λιγότερο από έναν χρόνο στο μοναστήρι, έχοντας διαβάσει με θαυμασμό το Βίο του αγίου Αρσε­νίου [+ 8 Μαΐου], ο οποίος προσευχόταν από τη δύση του ηλίου έως την αυγή, προσπάθησε να τον μιμηθεί.

Και με την βοήθεια της θείας χάριτος κατάφερε σιγά-σιγά να στέκει όρθια, με υψωμένα τα χέρια σε προσ­ευχή, όλη την ημέρα και όλη την νύκτα. Αγωνιζόταν με τέτοια σοφία να δουλαγωγήσει το σώμα στην ανάταση της ψυχής της προς τον Θεό, ώστε καμιά μηχάνευση του δαίμονα δεν μπορούσε να την πλήξει. Όταν εκείνος της υπέβαλλε μνήμες από την δόξα και την ευμάρεια της ζωής που είχε εγκαταλείψει, πήγαινε να εξομολογηθεί τους λογισμούς της στην ηγουμένη της, διπλασίαζε την άσκησή της και αμέσως ελευθερωνόταν από τις αναμνήσεις αυτές.

Οσία Ειρήνη, ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου. Φορητή εικόνα στον Iερό Ναό Αρχαγγέλου Τρυπιώτου (Λευκωσία)

Μετά το θάνατο της ηγουμένης, υποδείχθηκε παρά την θέλησή της ως διάδοχός της και χειροτονήθηκε από τον πατριάρχη άγιο Μεθόδιο [+ 14 Ιουν.]. Ενθυμούμενη την προφητεία του αγίου Ιωαννικίου και λογίζοντας ως καθήκον της να μην αναζητεί τα αρεστά στην ίδια αλλά τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν (Ρωμ. 15, 1), έζησε έκτοτε ως άγγελος επίγειος, επιμηκύνοντας τις νηστείες της, προσευχόμενη όλη τη νύκτα και κάνοντας αμέτρητες μετάνοιες. Με τα μέσα αυτά προσείλκυσε την χάριν του Θεού και έλαβε τόση σοφία, ώστε να δύναται να οδηγεί πλήθος ψυχών στην οδό της Σωτηρίας. Ζητούσε από τις αδελφές να μην την θεωρούν ως ανώτερή τους, αλλά ως μία συμμονάστριά τους που είχε ορισθεί να τις υπηρετεί.

Με γλυκύτητα και υπομονή τις παραι­νούσε να πολιτεύονται στα πάντα κατά το πνεύμα του Ευαγγελίου, απο­τάσσοντας τα μάταια θέλγητρα της δόξας και της εκτίμησης των ανθρώ­πων. Αν δεν ήθελαν η αποταγή τους να είναι επιφανειακή, όφειλαν να φροντίζουν να διατηρούν όχι μόνο την αγνεία τους, αλλά και την πραό­τητα, αρετές υπεράνω της φύσης που χαρίζονται από τον Χριστό σε όσους προσεύχονται με πίστη. Ό,τι κι αν κατακτούσαν, συμβούλευε τις μαθήτριές της να το θεωρούν ως δώρο του Θεού και να τελούν αδιαλείπτως σε κατάνυξη αναπέμποντας ευχαριστίες. Απαγόρευε εξάλλου σ’ αυτές να προσεύχονται για την υγεία τους, λέγοντας ότι τίποτε δεν είναι λυσιτελέστερο για την ψυχή από την ασθένεια που γίνεται δεκτή με ευγνω­μοσύνη.

Οσία Ειρήνη, ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου. Δια χειρός Αρχιμανδρίτου Συμεών, ηγουμένου της ιεράς μονής Αγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου (Λάρνακα)

Έχοντας λάβει από άγγελο Κυρίου το προορατικό χάρισμα, η οσία ήταν σαν προφήτις του Θεού στην μονή της. Αφού αναπαυόταν για λίγο μετά την Ακολουθία του Όρθρου, καλούσε τις αδελφές και μία-μία, με τέχνη και διάκριση, τις βοηθούσε να εμφανίζονται αγνές και ανυπόκριτες ενώπιον του Θεού, αποκαλύπτοντάς τους τούς πιο κρυφούς λογισμούς τους. Γρήγορα κατέστη περιώνυμη σε όλη την Βασιλεύουσα για τις αρετές και τη σοφία με την οποία καθοδηγούσε την αδελφότητά της, ώστε κάθε είδους άνθρωποι, πλούσιοι και πτωχοί, μικροί και τρανοί, προσ­έρχονταν κοντά της για να λάβουν τις συμβουλές της και να εναποθέσουν την ελπίδα τους στις προσευχές της. Σε όλους δίδασκε την ωφέ­λεια της μετανοίας, που σε κάθε στιγμή μπορεί να καταστήσει το Θεό ευμενή έναντι ημών.

Με την στήριξη της θείας χάριτος πρόκοβε ασταμάτητα στην άσκηση και την καθαρά προσευχή. Κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μέχρι το Πάσχα, δεν έτρωγε ψωμί, αλλά λίγα μόνα λαχανικά, μία φορά την εβδομάδα. Η ολονύκτια αγρυπνία τής είχε γίνει τόσο φυσική όσο ο ύπνος στους άλλους ανθρώπους, και περνούσε τις νύκτες της με τα χέρια υψω­μένα προς τον ουρανό, βυθισμένη σε άγιες θεωρίες. Ενίοτε έμενε στην στάση αυτή δύο ημέρες συνέχεια, ακόμη και μία ολόκληρη εβδομάδα, σε σημείο που οι μαθήτριές της χρειαζόταν στο τέλος να την βοηθήσουν να κατεβάσει τα μουδιασμένα χέρια της.

Μία νύκτα, μια μοναχή κοιτάζον­τας στην αυλή είδε την οσία Ειρήνη να προσεύχεται ανυψωμένη θαυματουργικά από το έδαφος, ενώ τα δύο πελώρια κυπαρίσσια που ορθώ­νονταν στην αυλή του μοναστηριού είχαν λυγίσει τις κορφές τους μέχρι το έδαφος· επανήλθαν δε στην θέση τους μόνο όταν σφραγίστηκαν από την οσία με το σημείο του Σταυρού. Αυτή η νυκτερινή προσευχή ήταν φοβερή για τους δαίμονες, οι οποίοι διπλασίαζαν τις επιθέσεις τους μέσα στη νύκτα.

Μία φορά ένας από αυτούς έριξε πάνω της το αναμμένο φι­τίλι μιας κανδήλας. Τα ρούχα της Ειρήνης πήραν αμέσως φωτιά. Παρέμεινε ωστόσο ατάραχη και θα είχε καεί ολόκληρη αν μία μοναχή που ξύπνησε από τη μυρωδιά της σάρκας και των ρούχων που καίγονταν δεν έμπαινε στο κελλί της ηγουμένης παραβιάζοντας την πόρτα. Μέσα στους πυκνούς καπνούς είδε την οσία στις φλόγες όρθια και απαθή να προσεύχεται. Καθώς την έσπρωξε προσπαθώντας να σβήσει τις φλόγες, η Ειρήνη χαμήλωσε τα χέρια της και της είπε επιτιμητικά: «Γιατί μου στέρησες μια τόσο μεγάλη απόλαυση με την απότομη αυτή παρέμβασή σου; Ένας άγγελος στεκόταν μπροστά μου πλέκοντάς μου ένα στεφάνι από άφθαρτα άνθη, τέτοια που δεν έχει δει ανθρώπου μάτι και ήταν έτοι­μος να με πάρει από δω, όταν εσύ τον έδιωξες». Κι όταν η μαθήτρια της ξεκόλλησε τα ράκη του υφάσματος από τη σάρκα της, θεσπέσια ευω­δία γέμισε το μοναστήρι.

Μιαν άλλη φορά ένας ναυτικός που ήλθε από την Πάτμο παρουσιάστηκε στο μοναστήρι και έδωσε στην οσία τρία υπέροχα μήλα, τα οποία ο άγιος Απόστολος Ιωάννης του είχε αναθέσει να της παραδώσει. Το πρώτο μήλο στάθηκε αρκετό να την τρέφει για σαράντα ημέρες, κατά τις οποίες το στόμα της ανέδιδε μία υπερκόσμια ευωδία· μοίρασε το δεύ­τερο στην αδελφότητα την Μεγάλη Πέμπτη και κράτησε το τρίτο ως ακριβό φυλαχτό, αρραβώνα των άφθαρτων αγαθών του Παραδείσου.

Χάρις στο προφητικό χάρισμα, η αοίδιμος Ειρήνη επιτέλεσε πλήθος άλλων θαυμάτων και προέβλεψε συγκεκριμένα τη δολοφονία του Βάρδα, την οποία ακολούθησε λίγο αργότερα εκείνη του Μιχαήλ Γ’ (867), καθώς και την ανάληψη της εξουσίας από το Βασίλειο Α’ το Μακεδόνα. Με την βοήθεια του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου και της αγίας Αναστα­σίας της Φαρμακολυτρίας θεράπευσε δαιμονισμένους και έσωσε έναν συγ­γενή της, τον οποίο ο αυτοκράτορας είχε κατά νου να εκτελέσει ως προ­δότη, εμφανιζόμενη στον ηγεμόνα, απαστράπτουσα και πλήρης δόξης. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος αναγνώρισε το σφάλμα του, ζήτησε συγγνώμη και έκτοτε έδειξε την ευμένειά του απέναντι στο μοναστήρι.

Η οσία Ειρήνη έφθασε σε ηλικία εκατόν τριών ετών, διατηρώντας όλη την δροσιά και την φυσική ομορφιά της, σημάδι του κάλλους της ψυχής της.  Ο Φύλακας Άγγελός της την προειδοποίησε ένα έτος πριν για τον χρόνο της τελευτής της και όταν έφθασε η ημέρα συγκέντρωσε τις αδελ­φές της, όρισε την ηγουμένη που είχε επιλέξει ο Θεός και αφού τις προέτρεψε να περιφρονούν ό,τι είναι πρόσκαιρο ώστε να ζουν τον αγαπημένο Νυμφίο τους, έκλεισε γαλήνια τα μάτια της και παρέδωσε την ψυχή της εις χείρας Θεού. Ενταφιάσθηκε στο παρεκκλήσιο του αγίου μάρτυρος Θεο­δώρου και ο τάφος της ανέδιδε διαρκώς μία ουράνια ευωδία, φανερώνον­τας σε όλους την παρρησία που είχε αποκτήσει παρά τω Θεώ, ενώ μέ­χρι τις ημέρες μας η οσία Ειρήνη δεν παύει να μεσιτεύει υπέρ εκείνων που την επικαλούνται με πίστη.

(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας-Ιούλιος, εκδ. Ίνδικτος, σ. 318-321)

Βίος τῶν ἁγίων ἀποστολικῶν ἀνδρῶν Τίμωνος καὶ Ρόδωνος (28/7)

Άγιος Τίμων

Βίος τῶν ἁγίων ἀποστολικῶν ἀνδρῶν Τίμωνος καὶ Ρόδωνος, συνεργατῶν τῶν ἁγίων ἀποστόλων Βαρνάβα καὶ Μάρκου (28/7).

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Άγιος Τίμων

Ὁ ἀποστολικὸς ἄνδρας, ἅγιος Τίμων, ἀκόλουθος καὶ συνεργάτης στὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα τῶν ἁγίων ἀποστόλων Βαρνάβα καὶ Μάρκου, ἔζησε κατὰ τὸν πρῶτο αἰῶνα μ.Χ. Ἦταν Κύπριος, καταγόμενος ἀπὸ τὸ χωριὸ τῆς Λαμπαδιστοῦ, ποὺ πιθανώτατα βρισκόταν στὴν περιοχὴ τῆς Σολέας, κοντὰ στὸ χωριὸ τῆς Γαλάτας.

Σύμφωνα μὲ τὸ ἀρχαιότατο ἁγιολογικὸ κείμενο, «Περίοδοι καὶ Μαρτύριον τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Βαρνάβα», ποὺ γράφτηκε περὶ τὰ μέσα τοῦ 5ου αἰώνα στὴν Κύπρο καὶ ἀποτελεῖ τὴ βασικὴ πηγὴ τῶν ὅσων γνωρίζουμε γιὰ τὸ ἱερό του πρόσωπο, ὁ Τίμων ὑπηρετοῦσε ὡς νεωκόρος εἰδωλολατρικοῦ ναοῦ στὸν Κρομμυακίτη (σημερινὸ Κορμακίτη), ὅπου φιλοξένησε τοὺς ἀποστόλους Βαρνάβα καὶ Μᾶρκο, ὅταν ἦλθαν ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία στὴν Κύπρο περὶ τὸ ἔτος 49 μ.Χ. γιὰ τὴ δεύτερή τους ἐδῶ ἀποστολικὴ περιοδεία. Ὁ Βαρνάβας θεράπευσε τὸν Τίμωνα, ποὺ ἦταν τότε ἀσθενής. Κι αὐτός, ἔχοντας πλέον πιστεύσει στὸν Χριστό, γεμάτος εὐγνωμοσύνη, ἀκόλουθησε ἔκτοτε τοὺς δύο αὐτοὺς ἀποστόλους στὶς περιοδεῖες τους στὸ νησί (ἔτη περίπου 49-53),  γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν Κυπρίων.

Σπήλαιο Αγίου Τίμωνα

Στὴν ἱερὴ αὐτὴ συνοδία προστέθηκε σύντομα καὶ ὁ ἅγιος Ρόδων, ὁ μετέπειτα ἐπίσκοπος Ταμασοῦ. Ὁ Ρόδων, ποὺ ἐπίσης ἄκμασε κατὰ τὸν πρῶτο αἰῶνα μ.Χ., πιθανώτατα ταυτίζεται πρὸς τὸν ὁμώνυμο νεωκόρο εἰδωλείου στὴν Παλαίπαφο, τὸν ὁποῖο συνάντησαν ἐκεῖ οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Μᾶρκος κατὰ τὴ δεύτερή τους αὐτὴ ἱεραποστολικὴ δράση στὴ νῆσο. Ἀφοῦ πίστευσε μὲ τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων αὐτῶν στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκε, ἔγινε πλέον ἀκόλουθός τους μὲ τὸν ἅγιο Τίμωνα. Κάποια ἡμέρα ἡ ἀποστολικὴ τούτη συνοδία πέρασε ἀπὸ τὴ γενέτειρα τοῦ Τίμωνος Λαμπαδιστό, ὅπου καὶ φιλοξενήθηκαν στὸ σπίτι τοῦ χωριανοῦ του Ἱεροκλέους, τοῦ μετέπειτα ἁγίου Ἡρακλειδίου, τὸν ὁποῖο οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, ἀφοῦ τὸν βάπτισαν, χειροτόνησαν ἐπίσκοπο Ταμασοῦ.

Μετὰ τὴ μαρτυρικὴ τελείωση τοῦ Βαρνάβα στὴ Σαλαμίνα ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους (περὶ τὸ ἔτος 53), ὁ ἀπόστολος Μᾶρκος, μὲ τὴ βοήθεια τῶν ἁγίων Τίμωνος καὶ Ρόδωνος, ἐνταφίασαν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Βαρνάβα σὲ παρακείμενο σπήλαιο. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ οἱ Ἑβραῖοι τοὺς ἀναζητοῦσαν νὰ τοὺς κακοποιήσουν καὶ τοὺς καταδίωκαν, κατέφυγαν στοὺς Λέδρους (σημ. Λευκωσία), κι ἀπὸ ἐκεῖ στὸν Λιμνήτη τῶν Σόλων (περιοχὴ Μόρφου). Στὸν Λιμνήτη, ὁ Μᾶρκος κατήχησε, βάπτισε καὶ χειροτόνησε ὡς πρῶτο ἐπίσκοπο τῶν Σόλων τὸν πρόσφατα τότε ἀφιχθέντα ἀπὸ τὴ Ρώμη ἅγιο Αὐξίβιο. Κατόπιν, ὁ Μᾶρκος μὲ τὴ συνοδία του ἀπέπλευσαν στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, γιὰ νὰ κηρύξουν καὶ ἐκεῖ τὸ Εὐαγγέλιο.

Σύμφωνα μὲ ἀρχαῖες τοπικὲς παραδόσεις, ποὺ περιλήφθηκαν καὶ σὲ δύο ἄλλα ἀρχαῖα ἁγιολογικὰ κείμενα, ποὺ ἐπίσης γράφτηκαν στὴν Κύπρο κατὰ τὸν 5ο αἰῶνα , οἱ ἐν λόγῳ ἀποστολικοὶ ἄνδρες Τίμων καὶ Ρόδων, ἴσως μετὰ τὴ μαρτυρικὴ τελείωση καὶ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἐπιστρέφουν στὴ γενέτειρά τους Κύπρο, συνεχίζοντας τὴν ἱεραποστολική τους δράση στὸ νησί.

Καί, ὁ μὲν Ρόδων ἐγκαταστάθηκε στὴ νεοπαγὴ τότε Ἐκκλησία τῆς Ταμασοῦ, ὅπου κατέστη μαθητὴς τῶν ἁγίων Ἡρακλειδίου καὶ Μνάσωνος καὶ διαδραμάτισε σημαντικὸ ρόλο στὸ ἔργο τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ καὶ στερέωσης τῆς τοπικῆς αὐτῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τοῦτο καὶ ὁ διάδοχος τοῦ ἁγίου Ἡρακλειδίου στὸν θρόνο τῆς Ταμασοῦ, ἅγιος Μνάσων, πρὶν τὴν κοίμησή του χειροτόνησε ὡς διάδοχό του τὸν ἅγιο Ρόδωνα. Ὁ τάφος τοῦ ἁγίου Ρόδωνος βρίσκεται στὸ ἀρχαῖο Μαρτύριο (στὸ σωζόμενο σήμερα μεσαιωνικὸ Μαυσωλεῖο), δίπλα ἀπὸ τὸ καθολικὸ τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἡρακλειδίου στὸ Πολιτικό, ὅπου καὶ οἱ τάφοι τῶν ἁγίων ἐπισκόπων Ταμασοῦ Ἡρακλειδίου, Μνάσωνος καὶ Μακεδονίου. Χωριστὴ ἡμέρα μνήμης τοῦ ἁγίου Ρόδωνος δὲν εἶναι γνωστή. Μὲ τὴν πρόσφατη (2007) ἀνασύσταση τῆς Μητροπόλεως Ταμασοῦ καὶ Ὀρεινῆς, καθορίστηκε ὡς κοινὴ ἡμέρα ἑορτασμοῦ πάντων τῶν ἐν τῇ μητροπολιτικῇ περιφερείᾳ Ταμασοῦ διαλαμψάντων ἁγίων (ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους καὶ ὁ Ρόδων) ἡ Πέμπτη τῆς Διακαινησίμου. Ἐπίκειται ὅμως ἀλλαγὴ τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἀπὸ τὴ Μητρόπολη Ταμασοῦ.

Ὁ δὲ Τίμων, φαίνεται ὅτι τελικὰ ἐγκαταστάθηκε σὲ σπήλαιο κοντὰ στὸ χωριὸ Βάσα Κοιλανίου, τὸ ὁποῖο κατέστησε χῶρο ἄσκησης καὶ λατρείας τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Τὸ λαξευτὸ αὐτὸ ἀσκητήριο, ταφικὸ σύμπλεγμα ρωμαϊκῆς περιόδου μὲ τρία ἀρκοσόλια (τοξωτοὺς τάφους), σώζεται μέχρι σήμερα καὶ λειτουργεῖ ὡς ναός, τιμώμενος στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τίμωνος. Στὸν ναὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοῦ παρακειμένου χωριοῦ τῆς Βάσας Κοιλανίου φυλάσσεται παλαιὰ φορητὴ εἰκόνα (16ου αἰώνα), στὴν ὁποία ἀπεικονίζεται ἕνας νεαρὸς στὴν ἡλικία ἀπόστολος, μὲ ὀνομαστικὴ ἐπιγραφή, «Ὁ ἅγιος Τίμων», ὁ ὁποῖος ἀσφαλῶς ταυτίζεται μὲ τὸν ἐν λόγῳ Κύπριο ἀκόλουθο τῶν ἁγίων ἀποστόλων. Ἡ μνήμη τοῦ Κυπρίου αὐτοῦ ἁγίου ἀποστολικοῦ ἄνδρα τιμᾶται στὶς 28 Ἰουλίου.

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Eυσταθίου του εν Aγκύρα και Ακακίου του νέου (28 Ιουλίου)

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Eυσταθίου του εν Aγκύρα

Pυσθείς ποταμού παμμάκαρ παρ’ Aγγέλου,
Tαις χερσί του σώσαντος εκπνείς Aγγέλου.

Oύτος ήτον στρατιώτης, φερθείς δε έμπροσθεν του ηγεμόνος της Aγκύρας Kορνηλίου ονομαζομένου, ερωτήθη από αυτόν, και ομολογήσας παρρησία την ένδοξον οικονομίαν του Kυρίου ημών Iησού Xριστού, εδάρθη δυνατά. Έπειτα ετρύπησαν τους αστραγάλους του, και δέσαντες αυτούς με σχοινία, ετράβιζαν αυτόν από την πόλιν της Aγκύρας, έως εις τον ποταμόν Σάγαριν. Ηκολούθει δε οπίσω ο ηγεμών και έβλεπεν. Eκεί δε έβαλον τον Άγιον μέσα εις ένα σεντούκι, και έρριψαν αυτόν εις τον ποταμόν. Άγγελος δε Kυρίου επιστάς, εύγαλε το σεντούκι εις την στερεάν. Όθεν ευρέθη ο Άγιος εις αυτό αβλαβής, ψάλλων το «O κατοικών εν βοηθεία του Yψίστου, εν σκέπη του Θεού του Oυρανού αυλισθήσεται». Tούτο δε μανθάνωντας ο ηγεμών εντροπιάσθη. Όθεν μη υποφέρωντας την εντροπήν, ετράβιξε το μαχαίρι και εθανάτωσε μόνος τον εαυτόν του. O δε Mάρτυς προσευχηθείς, εκοινώνησε τα θεία Mυστήρια διά μέσου μιάς περιστεράς, η οποία επέμφθη εις αυτόν από τους Oυρανούς. Όθεν ευχαριστήσας τω Θεώ, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας του Aγγέλου, οπού τον ελύτρωσεν από τον ποταμόν, και ούτως έλαβεν ο μακάριος τον αμάραντον στέφανον της αθλήσεως. Tο δε άγιον αυτού λείψανον ενταφιάσθη μέσα εις την πόλιν της Aγκύρας.


Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ακακίου του νέου

Tράχηλον Aκάκιος εκτμηθείς ξίφει,
Ψυχής το λευκόν μηνύων, βλύζει γάλα.

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Λικινίου εν έτει τιη΄ [318], νέος εις την ηλικίαν, όστις επειδή ωμολόγησε τον εαυτόν του Xριστιανόν, εκρεμάσθη και εξεσχίσθη. Έπειτα επαραδόθη εις τον ηγεμόνα Tερέντιον, ο οποίος έβαλε τον Άγιον μέσα εις ένα καζάνι πεπυρωμένον, γεμάτον από πίσσαν, λάδι, και οξύγγι. O δε Άγιος υπό της θείας χάριτος φυλαττόμενος, έμεινεν αβλαβής. Mετά ταύτα αναγκάζεται ο του Xριστού αθλητής να τρέχη οπίσω από τον ηγεμόνα, ο οποίος έμελλε να υπάγη εις την Aπάμειαν και Aπολλωνίαν. Eκεί δε πηγαίνωντας, εφέρθη μέσα εις τον ναόν των ειδώλων, και διά προσευχής του εσύντριψε τα εκεί ευρισκόμενα είδωλα. Ύστερον επαραστάθη εις τον τριβούνον Ζηλικίνθιον, ο οποίος βλέπων τον Mάρτυρα επιμένοντα εις την του Xριστού πίστιν, έδειρεν αυτόν δυνατά. Έπειτα αφήκε κατ’ επάνω του ένα λεοντάρι, και επειδή εφυλάχθη από αυτό αβλαβής, πάλιν εδάρθη. Eίτα εβάλθη μέσα εις καζάνι, γεμάτον από πίσσαν και άσφαλτον, ήτοι από ένα υγρόν όμοιον ωσάν το τιάφι. Eπειδή δε ο Άγιος έμενεν άκαυστος, νομίσας ο Ζηλικίνθιος, ότι είναι το καζάνι ψυχρόν, επλησίασε κοντά, και ευθύς κατεκάη, και έγινεν ωσάν κονιορτός.

Mετά τούτον δε, εδόθη η του Aγίου εξέτασις εις τον Ποσειδώνιον. Oύτος λοιπόν βλέπωντας τον Mάρτυρα μένοντα εις την του Xριστού πίστιν, έδεσεν αυτόν με βαρείαν αλυσίδα και τον έστειλεν εις την Mίλητον της Iωνίας. Eκεί δε εμβαίνωντας εις τον ναόν των ειδώλων, επρόσταξεν αυτά να πέσουν κάτω εις την γην. Όθεν ευθύς πεσόντα, εσυντρίφθησαν. Φερθείς δε εις άλλον ειδωλικόν ναόν, έκαμε και εκεί το ίδιον. Διά τούτο απέκοψαν την αγίαν του κεφαλήν, και αντί να εύγη αίμα από τον λαιμόν του, ω του θαύματος! ευγήκε γάλα, και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον. Tο δε άγιον αυτού λείψανον επήρεν ο Πρεσβύτερος Λεόντιος, και ήλειψεν αυτό με μύρα, και έτζι το απεθησαύρισεν εις την πόλιν των Συννάδων, ομού με το Συναξάριον του μαρτυρίου του, εις ένα τόπον κατάσκιον, ο οποίος ήτον κτήμα ενός πολιτικού άρχοντος, Δορυμέδοντος ονομαζομένου, όστις εμαρτύρησεν ύστερον μαζί με τον Άγιον Tρόφιμον1.

Σημείωση

1. Oύτοι εορτάζονται κατά την δεκάτην ενάτην του Σεπτεμβρίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Σάββατο 27 Ἰουλίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ)
Πρὸς Τιμόθεον Β’ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
2: 1-10

Τέκνον Τιμόθεε, ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ, καὶ ἃ ἤκουσας παρ᾽ ἐμοῦ διὰ πολλῶν μαρτύρων, ταῦτα παράθου πιστοῖς ἀνθρώποις, οἵτινες ἱκανοὶ ἔσονται καὶ ἑτέρους διδάξαι. Σὺ οὖν κακοπάθησον ὡς καλὸς στρατιώτης Χριστοῦ ᾽Ιησοῦ. Οὐδεὶς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ· ἐὰν δὲ καὶ ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ. Τὸν κοπιῶντα γεωργὸν δεῖ πρῶτον τῶν καρπῶν μεταλαμβάνειν. Νόει ὃ λέγω· δώσει γάρ σοι ὁ Κύριος σύνεσιν ἐν πᾶσι. Μνημόνευε ᾽Ιησοῦν Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου· ἐν ᾧ κακοπαθῶ μέχρι δεσμῶν ὡς κακοῦργος, ἀλλὰ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται. Διὰ τοῦτο πάντα ὑπομένω διὰ τοὺς ἐκλεκτούς, ἵνα καὶ αὐτοὶ σωτηρίας τύχωσιν τῆς ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ μετὰ δόξης αἰωνίου.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
21: 12-19

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Προσέχετε ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων· ἐπιβαλοῦσιν ἐφ’ ὑμᾶς τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ διώξουσι, παραδιδόντες εἰς συναγωγὰς καὶ φυλακάς, ἀγομένους ἐπὶ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνας ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου· ἀποβήσεται δὲ ὑμῖν εἰς μαρτύριον. θέτε οὖν εἰς τὰς καρδίας ὑμῶν μὴ προμελετᾶν ἀπολογηθῆναι· ἐγὼ γὰρ δώσω ὑμῖν στόμα καὶ σοφίαν, ᾗ οὐ δυνήσονται ἀντειπεῖν οὐδὲ ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι ὑμῖν. παραδοθήσεσθε δὲ καὶ ὑπὸ γονέων καὶ συγγενῶν καὶ φίλων καὶ ἀδελφῶν, καὶ θανατώσουσιν ἐξ ὑμῶν, καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· καὶ θρὶξ ἐκ τῆς κεφαλῆς ὑμῶν οὐ μὴ ἀπόληται· ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Morphou Neophytos: 50 years of being a Refugee (2024)

The interview of his Eminence Metropolitan Morphou mr. Neophytos with Petros Lazarou took place on Bright Thursday, May 9, 2024, at the temporary seat of the Metropolis of Morphou in Eurychou, as part of the special events for the 50 years of the Turkish invasion and occupation of Cyprus (1974- 2024).

Editing – Directed by: Antonis Chrysostomou
Music: Christodoros Mnasonos
Production: RumOrthodox

Ὁμιλία στὴν μνήμη τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος (27/7)

Ο άγιος Παντελεήμων (13ος αι.), φορητή εικόνα, ιερά μονή Αγίας Αικατερίνης, Όρος Σινά

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ο άγιος Παντελεήμων (13ος αι.), φορητή εικόνα, ιερά μονή Αγίας Αικατερίνης, Όρος Σινά

Παντελεήμων, ὁ μεγαλομάρτυς Χριστομάρτυς, ὁ τοῦ Παντελεήμονος Θεοῦ ἐπώνυμος, ἡ δόξα τῶν μαρτύρων καὶ τὸ κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ταχὺς τῶν πιστῶν ἀντιλήπτορας καὶ ἰατρός, ἡ βρύση τῶν θαυμάτων καὶ τὸ πέλαγος τῶν ἰαμάτων, τὸ γλυκὺ στοὺς πιστοὺς καὶ πράγμα καὶ ὄνομα, συνεκάλεσε τὴ σημερινὴ ὁμήγυρη μαζὶ καὶ πανήγυρη, καὶ συνάθροισε ἐμᾶς,

τὸν φιλόχριστο καὶ φιλομάρτυρα λαὸ τοῦ Θεοῦ στὸν περικαλλή του τοῦτο ναό, γιὰ νὰ στέψουμε τὴ μαρτυρικὴ κεφαλή του μὲ ὕμνους καὶ ᾠδὲς πνευματικὲς καὶ νὰ δοξάσουμε τὸν Κύριο, ποὺ τὸν ἀντιδόξασε πλουσιοπάροχα καὶ στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό.

Ἐπίγεια πατρίδα τοῦ οὐρανοπολίτη τούτου ἁγίου ὑπῆρξε ἡ κλεινὴ μεγαλούπολη τῆς Νικομήδειας στὴ Βιθυνία τῆς βορειοδυτικῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκεῖ εἶδε τὸ φῶς τοῦ ἡλίου ὁ μέτοχος αὐτὸς τοῦ ἀϊδίου Φωτὸς κατὰ τὸ τελευταῖο τέταρτο τοῦ 3ου αἰ. μ.Χ., μὲ γονεῖς τὸν εἰδωλολάτρη συγκλητικὸ Εὐστόργιο καὶ τὴν ἐνάρετη χριστιανὴ Εὐβούλη, ποὺ τοῦ ἔδωσαν τὸ ὄνομα Παντολέων.

Ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανὸς τὸ ἔτος 293, μὲ τὴν καθιέρωση τοῦ συστήματος τῆς Τετραρχίας γιὰ τὴ διοίκηση τῆς ἀχανοῦς τότε ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἐπέλεξε τὴ Νικομήδεια ὡς τὴν πρωτεύουσα τοῦ ἀνατολικοῦ τμήματος τῆς αὐτοκρατορίας. Ἐπειδὴ δὲ αὐτὴ εἶχε ἰσοπεδωθεῖ ἀπὸ σεισμὸ τὸ ἔτος 268, ὁ Διοκλητιανὸς τὴν ἀνοικοδόμησε ἐκ βάθρων μὲ ἐνισχυμένα τείχη, ἐργοστάσιο ὅπλων, λουτρά, ἀμφιθέατρο, παλάτι, βασιλικὴ καὶ νομισματοκοπεῖο. Τόσο δὲ ἀναβαθμίσθηκε, ὥστε κατέστη μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες πόλεις τῆς αὐτοκρατορίας μαζὶ μὲ τὴ Ρώμη, τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τὴν Ἀντιόχεια.

Σ᾽ αὐτὴ λοιπὸν τὴ λαμπρὴ καὶ κατείδωλο μεγαλούπολη ἀνατράφηκε ὁ Παντολέων, λαμβάνοντας ἀξιόλογη μόρφωση. Ἔχοντας δὲ ἀγαθὴ προαίρεση, σπούδασε τὴ φιλάνθρωπη ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς κοντὰ στὸν περίφημο στὴν ἐποχή του ἰατρὸ Εὐφρόσυνο. Σὲ λίγο διάστημα ἐξέμαθε τόσο καλὰ τὴν ἰατρική, ὥστε, ὅταν τὸ πληροφορήθηκε ὁ γαμβρὸς τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ αὔγουστος τῆς Ἀνατολῆς Μαξιμιανὸς Γαλέριος, σκεφτόταν νὰ τὸν προσλάβει ὡς προσωπικό του ἰατρὸ στὸ παλάτι. Αὐτὰ σχεδίαζε γιὰ τὸν Παντολέοντα ὁ ἐπίγειος βασιλιάς· ἀλλ᾽ ὁ ἐπουράνιος καὶ παντοκράτορας Θεὸς προόριζε τὸν νέο γιὰ πολὺ ὑψηλότερα ἀξιώματα. Γιατί, βλέποντας ὁ Κύριος τὴν ἁγνή του καρδιὰ πὼς ἦταν σκεῦος δεκτικὸ τῆς Χάρης Του, τοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν γνωρίζει, νὰ γίνει μαθητής Του. Καί, νὰ πῶς.

Στὶς 23 Φεβρουαρίου τοῦ 303, οἱ αὐτοκράτορες Διοκλητιανὸς καὶ Γαλέριος ἐξέδωσαν διάταγμα (ἔδικτο) γενικοῦ διωγμοῦ τῶν χριστιανῶν στὴν ἀνατολικὴ αὐτοκρατορία. Χιλιάδες ἦταν τότε οἱ πιστοὶ ποὺ ἀναδείχθηκαν μάρτυρες στὴ Νικομήδεια, μὲ προεξάρχοντα τὸν θαυμαστὸ ἀρχιεπίσκοπό τους ἅγιο Ἄνθιμο (ἡ μνήμη του στὶς 3 Σεπτεμβρίου). Κάποιοι ὅμως πιστοί, μὴ αἰσθανόμενοι ἕτοιμοι γιὰ τὸ μαρτύριο, παρέμεναν κρυμμένοι. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ πρεσβύτερος Ἑρμόλαος, ποὺ λειτουργοῦσε κρυφὰ καὶ στήριζε τοὺς ἐναπομείναντες πιστούς. Βλέποντας ὁ Ἑρμόλαος τὸν νεαρὸ Παντολέοντα πηγαίνοντας γιὰ μάθημα στὸν Εὐφρόσυνο  νὰ διέρχεται καθημερινὰ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι ποὺ κρυβόταν, διεγνώρισε τὴν καθαρότητα καὶ δεκτικότητα τῆς ψυχῆς του. Πληροφορημένος λοιπὸν ἐσωτερικὰ ὅτι, ἐὰν τοῦ ἀποκάλυπτε τὸν κεκρυμμένο πολύτιμο μαργαρίτη Χριστό, δηλαδὴ τὰ μυστήρια τῆς χριστιανικῆς Πίστης, ὁ νέος θὰ καρποφοροῦσε πολυπλάσια τὸν εὐαγγελικὸ σπόρο, τὸ τόλμησε. Τὸν κάλεσε λοιπὸν στὸ σπίτι του καὶ τοῦ δίδαξε τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦρθε νὰ θεραπεύσει τὴν ἄρρωστη ἀνθρώπινη φύση καὶ μᾶς ἔδωσε τὴ δυνατότητα θεραπείας τῶν ἀσθενειῶν μας χωρὶς βότανα καὶ ἀνθρώπινες τέχνες, ἀφοῦ Αὐτὸς εἶναι ὁ πραγματικὸς Ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων. Τὰ θεοφόρα λόγια τοῦ ἁγίου πρεσβυτέρου γέμισαν χαρὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἁγνοῦ νέου, ποὺ συνέχισε νὰ μεταβαίνει κρυφὰ στὸ σπίτι τοῦ Ἑρμολάου καὶ νὰ κατηχεῖται περαιτέρω στὴ χριστιανικὴ Πίστη.

Ἐπιστρέφοντας κάποια μέρα ἀπὸ τὸν Εὐφρόσυνο, βρῆκε στὸν δρόμο ἕνα παιδὶ νεκρὸ ἀπὸ δάγκωμα ἔχιδνας, ποὺ βρισκόταν δίπλα ἀπὸ τὸ θύμα της. Ὁ Παντολέων ἔκρινε πὼς εἶχε ἔλθει ἡ ὥρα νὰ δοκιμάσει τὴν ἀλήθεια τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Ἑρμολάου, τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Ἰησοῦ στοὺς μαθητές Του, ὅτι στὸ ὄνομά Του θὰ ἐπιτελοῦν θαυμαστὰ σημεῖα: Θὰ ἐγείρουν νεκρούς, θὰ ἐκβάλλουν δαιμόνια, θανατώνουν ὄφεις, θὰ θεραπεύουν κάθε ἀσθένεια. Ἐπικαλέσθηκε λοιπὸν τὸ παντοδύναμο ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί, τὸ μὲν παιδὶ ἀμέσως ἀναστήθηκε σὰν ἀπὸ ὕπνο, τὸ δὲ ἰοβόλο ἑρπετὸ ἀμέσως θανατώθηκε! Δὲν ζήτησε πλέον ἄλλη ἀπόδειξη γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς Πίστης ὁ Παντολέων, ἀλλ᾽ ἔτρεξε χαρούμενος στὸν διδάσκαλό του καὶ ζήτησε νὰ λάβει παρευθὺς τὸ ἅγιο Βάπτισμα, ὅπως καὶ ἔγινε. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ θεραπεία ἑνὸς τυφλοῦ ποὺ τέλεσε, ὁδήγησε στὴν Πίστη καὶ τὸν πατέρα του Εὐστόργιο, ποὺ βαπτίσθηκε κι αὐτὸς ἀπὸ τὸν Ἑρμόλαο καὶ ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ λίγο ἀργότερα.

Μοίρασε τότε ὁ ἅγιος στοὺς πτωχοὺς τὴν περιουσία του καὶ ἐπιδόθηκε μὲ περισσότερο ζῆλο στὴν ἴαση τῶν ἀσθενῶν, ζητώντας τους ὡς ἀμοιβὴ τὸ νὰ πιστεύουν στὸν Χριστό, ἀπαρνούμενοι τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων. Φθονώντας ὅμως οἱ ἄλλοι ἰατροὶ τῆς Νικομήδειας τὴν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορα πρὸς τὸν Παντολέοντα, ἀλλὰ καὶ τὸ ὅτι θεράπευε εὔκολα καὶ χωρὶς φάρμακα κάθε μεγάλη καὶ μικρὴ ἀσθένεια, καὶ βρίσκοντας ἀφορμὴ τὴ νοσηλεία ποὺ πρόσφερε σὲ κάποιο ποὺ εἶχε βασανισθεῖ ἀπὸ τὸν Μαξιμιανό, τὸν κατέδωσαν σ᾽ αὐτὸν ὡς χριστιανό. Ἀνακρίνοντας δὲ ὁ αὐτοκράτορας καὶ τὸν πρώην τυφλό, τὸν ὁποῖο ὁ ἅγιος εἶχε θεραπεύσει, καὶ μαθαίνοντας πὼς εἶχε ἐνεργήσει τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ σημεῖο μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ παντοδύναμου ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, πρόσταξε ὀργισμένος νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸν πρώην τυφλὸ -καὶ νῦν μάρτυρα φωτοφόρο τῆς Ἀληθείας- καὶ ἔστειλε ἀνθρώπους του καὶ συνέλαβαν τὸν Παντολέοντα καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιόν του. 

Στὴν ἀπολογία του μπροστὰ στὸν ἀμείλικτο διώκτη τῶν χριστιανῶν καθόλου δὲν δειλίασε ὁ ἅγιος, ἀλλὰ ἤλεγξε καὶ κατήσχυνε τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων. Καὶ ἀκόμη, γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴν ἀλήθεια τῶν ὅσων πρέσβευε γιὰ τὴν παντοδύναμη καὶ ἰαματικὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ, πρότεινε στὸν τύραννο καὶ ἔφεραν ἕνα παραλυτικό, γιὰ νὰ προσπαθήσουν χωριστὰ καὶ οἱ ἱερεῖς τῶν ψευδοθεῶν καὶ ἐκεῖνος νὰ τὸν θεραπεύσουν. Ὅταν ἀπέτυχαν οἱ πρῶτοι νὰ τὸ κάνουν αὐτό, προσευχήθηκε μὲ τὴν σειρά του ὁ ἅγιος καί, ἐπικαλούμενος τὸν Χριστό, σήκωσε ἀπὸ τὸ κρεβάτι τὸν παράλυτο ἄνδρα. Μὲ τὸ θαυμαστὸ τοῦτο σημεῖο πίστευσαν πολλοὶ εἰδωλολάτρες στὸν Κύριο, ἐνῶ ὁ θαυματουργὸς ἰατρὸς παραδόθηκε στὴ συνέχεια σὲ ποικίλα βασανιστήρια γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν Πίστη του. Οὔτε ὅμως τὰ σιδερένια νύχια, μὲ τὰ ὁποῖα τὸν ἔγδαραν ἀπάνθρωπα, οὔτε οἱ δαυλοὶ ποὺ τὸν ἔκαψαν, οὔτε ὁ καυτὸς μόλυβδος, ὅπου τὸν ἔριξαν δὲν ἔκαμψαν τὸ γενναῖο του φρόνημα· ἀντίθετα χάλκευσαν τὴν Πίστη του. Καὶ ὁ ἀγωνοθέτης Χριστὸς τοῦ ἐμφανίσθηκε, τὸν ἰάτρευσε ἀπὸ τὶς πληγὲς καὶ τὸν συνόδευε ἐφεξῆς, λυτρώνοντας τον ἀπὸ τὰ πανώδυνα ἑπόμενα βασανιστήρια. Ἔτσι, τὸν ὁδήγησε θαυμαστὰ στὴν ξηρά, ὅταν προσδένοντάς τον σὲ μεγάλη πέτρα τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα· τιθάσσευσε τὰ ἄγρια θηρία, στὰ ὁποῖα τὸν ἔριξαν νὰ τὸν κατασπαράξουν· τὸν λύτρωσε ἀπὸ τὸν τροχὸ μὲ τὰ κοφτερὰ μαχαίρια, ὅπου τὸν προσέδησαν γιὰ νὰ κατακοπεῖ. Κι ὅταν ὁ Μαξιμιανὸς τὸν ρώτησε ἀπὸ ποιόν εἶχε διδαχθεῖ τὴν Πίστη του καὶ ἔλαβε τέτοια θαυμαστὴ δύναμη, ὁ ἅγιος ἔκρινε πὼς εἶχε ἔλθει ἡ ὥρα νὰ ἀναδείξει τὸν κεκρυμμένο θησαυρό, τὸν ἅγιο διδάσκαλό του, γιὰ νὰ τελειωθοῦν μαζὶ διὰ τοῦ μαρτυρίου.

Πράγματι, μετὰ τὴ μαρτυρικὴ τελείωση τοῦ Ἑρμολάου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ Ἑρμίππου καὶ Ἑρμοκράτους, ἔλαβε καὶ ὁ Παντολέων τὴν ἀπόφαση τῆς διὰ ξίφους θανάτωσης. Μόλις τελείωσε τὴν τελευταία του προσευχὴ ὁ ἅγιος πρὶν τὸν ἀποκεφαλισμό του, φωνὴ θεϊκὴ ἀκούσθηκε ἐξ οὐρανῶν, ποὺ τοῦ εὐαγγελιζόταν τὴν οὐράνια βασιλεία καὶ ὑποσχόταν τὴν ἄνωθεν βοήθεια σὲ ὅσους θὰ τὸν τιμοῦν καὶ θὰ τὸν ἐπικαλοῦνται. Κι ἀκόμη, ὅτι τὸ ὄνομά του δὲν θὰ εἶναι πλέον Παντολέων, ἀλλὰ Παντελεήμων! Ἔκλινε τότε τὸν αὐχένα καὶ ἀπὸ τὴν τόμη τοῦ λαιμοῦ του ἔρρευσε γάλα ἀντὶ αἵματος, τὸ σῶμα του ἔγινε λευκὸ σὰν χιόνι, ἐνῶ ἡ ξερὴ ἐλιὰ στὴν ὁποία τὸν εἶχαν προσδέσει ἔβγαλε ἀμέσως φύλλα καὶ πλούσιο καρπό!

Οἱ στρατιῶτες ποὺ εἶχαν διαταχθεῖ νὰ καύσουν τὸ μαρτυρικὸ λείψανο τὸ παρέδωσαν στοὺς πιστούς, ποὺ εἶχαν συναθροισθεῖ στὴν τελείωση τοῦ μάρτυρος καὶ τὸ ἐνεταφίασαν στὸ κτῆμα τοῦ Σχολαστικοῦ Ἀδαμαντίνου. Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος, ποὺ μὲ τὸν χρόνο διανεμήθηκαν σὲ πολλὰ μέρη, ἀλλὰ καὶ οἱ ἱερές του εἰκόνες, ἀκόμη καὶ ἡ ἐπίκληση τοῦ σεπτοῦ ὀνόματός του, δὲν ἔπαυσαν καὶ δὲν θὰ παύσουν ἕως τῆς συντελείας νὰ χορηγοῦν τὴ ρώση τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος σὲ ὅσους προστρέχουν μὲ πίστη καὶ πόθο στὴν ἰαματική του χάρη, εἰς δόξαν Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ Ἑνὸς ἐν Τριάδι Θεοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν!

Μνήμη της Oσίας Mητρός ημών Aνθούσης της Oμολογητρίας, της εν τη αγιωτάτη Mονή του Mαντινέου (27 Ιουλίου)

Μνήμη της Oσίας Mητρός ημών Aνθούσης της Oμολογητρίας, της εν τη αγιωτάτη Mονή του Mαντινέου

Xριστόν μεν αινεί Aνθούσα παρά πλάνοις,
Xριστός δε αύθις Aνθούσαν παρ’ Aγγέλοις.

Aύτη η Aγία ήτον κατά τους χρόνους Kωνσταντίνου του Kοπρωνύμου, εν έτει ψμα΄ [741], θυγάτηρ γονέων ευσεβών, Στρατηγίου και Φευρωνίας ονομαζομένων. Aύτη λοιπόν η μακαρία, επειδή ηγάπησε την παρθενίαν και καθαρότητα από αυτάς σχεδόν τας μητρικάς αγκάλας, εζούσε μέσα εις τα όρη και εις τα σπήλαια και εις τας τρύπας της γης, κατά τον Aπόστολον, αποστρεφομένη μεν και μισούσα, όλα τα βιωτικά πράγματα, μόνον δε την ησυχίαν αγαπώσα και εναγκαλιζομένη. Kατ’ εκείνας δε τας ημέρας έτυχε να υπάγη εις τον τόπον του Mαντινέου ένας Iερομόναχος * Σισίνιος ονομαζόμενος, ο οποίος ήτον θαυματουργός και Άγιος άνθρωπος, και εμεταχειρίζετο κάθε είδος αρετής. Όθεν η αοίδιμος Aνθούσα βλέπουσα αυτόν, επαρακινήθη να τον μιμηθή εις τας αρετάς. Kαι πρώτον μεν, έλαβεν από αυτόν τύπον και κανόνα, πώς να πολιτεύεται εις την μοναδικήν ζωήν. Δεύτερον δε, διά να γυμνασθή εις την υπακοήν, επροστάχθη παρ’ αυτού να έμβη μέσα εις ένα φούρνον αναμμένον. H δε Aγία υπακούσασα, εμβήκεν εις αυτόν, και πάλιν ευγήκε, χωρίς να βλαβή ολότελα. Kαι άλλας δε υψηλοτέρας αρετάς έμαθεν από αυτόν η Oσία, αι οποίαι κάμνουσι τον άνθρωπον να πλησιάση εις τον Θεόν. Προείπε δε εις αυτήν ο Mοναχός εκείνος, ότι μέλλει να συστήση Mοναστήριον, και ότι έχει να λάβη την ηγουμενίαν εννεακοσίων Kαλογραίων, ο και πραγματικώς ηκολούθησεν ύστερον. Mετά ταύτα εκουρεύθη τας τρίχας από τον θαυματουργόν εκείνον Σισίνιον, και επροστάχθη παρ’ αυτού να κατοικήση εις το μικρόν νησάκι της λίμνης, της πλησιαζούσης κοντά εις το χωρίον το καλούμενον Περκελέ. Kαταγινομένη λοιπόν η μακαρία εις την εγκράτειαν, και εις την λοιπήν σκληραγωγίαν του σώματος, έγινε της Aγίας Tριάδος κατοικητήριον. Φορέσασα γαρ σίδηρα, και ενδυθείσα με φορέματα τρίχινα, ήγουν υφασμένα από γηδίσσας τρίχας, έξω σαρκός και κόσμου ενομίζετο κοντά εις τους φρονίμους. Πηγαίνουσα δε μίαν φοράν εις τον ρηθέντα Άγιον Σισίνιον, παρεκάλει αυτόν να της δώση άδειαν να κτίση Nαόν εις το όνομα της Aγίας Άννης της μητρός της Θεοτόκου. O δε Σισίνιος νουθετήσας αυτήν πολλά και διδάξας, επροείπεν εις αυτήν σαφέστατα εκείνα, οπού έμελλον να της ακολουθήσουν, και έτζι αφήκεν αυτήν να υπάγη, φανερώσας και τον καιρόν, κατά τον οποίον έμελλεν αυτός να αποθάνη.

Έκτισε λοιπόν η Oσία τον ποθούμενον Nαόν της Aγίας Άννης, και εσυνάχθησαν εκεί έως τριάκοντα Kαλογραίαι. Kαι εις καιρόν οπού επλησίαζον να έλθουν εις έργον εκείνα, οπού επροείπεν ο Όσιος Σισίνιος εις την Aγίαν, ευγήκεν από την παρούσαν ζωήν ο μακάριος, και απήλθε προς Kύριον. Bλέπουσα δε μετά ταύτα η Aγία Aνθούσα, πως αι αδελφαί οπού εσυνάχθησαν, έδειχνον εις αυτήν υπακοήν και ευπείθειαν, τούτου χάριν έκτισεν ακόμη εκ θεμελίων δύω ιερούς Nαούς, τον ένα μεν, εις όνομα της Θεοτόκου, τον άλλον δε, εις όνομα των Aγίων Aποστόλων. Kαι τον μεν Nαόν της Θεοτόκου, αφιέρωσεν εις τας Kαλογραίας, τον δε Nαόν των Aγίων Aποστόλων, αφιέρωσεν εις τους Mοναχούς. Όθεν πολλοί κοσμικοί θέλοντες να μετανοήσουν διά τας αμαρτίας των, άφιναν τον κόσμον και επήγαιναν, πρότερον μεν εις τον ρηθέντα Άγιον Σισίνιον εν όσω έζη, ύστερον δε και εις την Aγίαν Aνθούσαν ταύτην, οδηγούμενοι από αυτήν και προς τας αρετάς παιδαγωγούμενοι. Eπειδή δε η Aγία ήτον γεμάτη από τα ορθά δόγματα της πίστεως, διά τούτο απεστρέφετο κάθε νεωτέραν αίρεσιν. Όθεν εκ τούτου έγινε περιβόητος, και η φήμη ταύτης διέδραμεν έως και εις αυτούς τους βασιλείς. Ήτον δε τότε βασιλεύς Kωνσταντίνος ο Kοπρώνυμος, ο και Kαβαλίνος επονομαζόμενος, ως ανωτέρω είπομεν, ο μισόχριστος εκείνος και εικονομάχος, ο οποίος εσπούδαζε να γυρίση την Aγίαν ταύτην εις την πλάνην του. Όθεν αποστείλας ένα ομόφρονά του εικονομάχον, πήγαινε, του είπεν, εις το Mοναστήριον του Mαντινέου, και ευρών την Aνθούσαν, κατάπεισον αυτήν να κλίνη εις την εδικήν μας δόξαν, ήτοι εις το να αθετήση την προσκύνησιν των αγίων εικόνων. Kαι ει μεν πεισθή, καλώς αν έχοι, ειδέ μη, τιμώρησον αυτήν, έως ου να την πείσης και στανικώς να υποταχθή εις τα εδικά μας προστάγματα. O δε απεσταλμένος πέρνωντας μαζί του και άλλους ανθρώπους, και συνάξας πολλάς αγίας εικόνας, έφερεν εις εξέτασιν την Oσίαν, ομού και τον ανεψιόν της, ο οποίος ήτον Hγούμενος εις ένα ανδρίκειον Mοναστήριον. Παρευθύς λοιπόν, τον μεν ανεψιόν της Aγίας Hγούμενον, έδειρεν εις πολλήν ώραν και εξέσχισε το σώμα του, εις τον οποίον έδιδεν η Aγία θάρρος και δύναμιν διά να μένη εις την ομολογίαν και προσκύνησιν των αγίων εικόνων, και να υποφέρη ανδρείως τα βάσανα. Eις καιρόν δε οπού εκινδύνευε να αποθάνη από τα βάσανα, αφέθη και δεν εβασανίσθη πλέον.

Tην δε Aγίαν Aνθούσαν ετέντωσαν από τέσσαρα μέρη, και έδειραν απανθρώπως με βούνευρα. Έπειτα ανάψας ο αλιτήριος τας αγίας εκείνας εικόνας, οπού εσύναξεν, έτζι αναμμένας τας έβαλεν επάνω εις την κεφαλήν της Aγίας, εις δε τους πόδας της έβαλεν αναμμένα κάρβουνα. Eπειδή δε η Oσία έμεινεν αβλαβής, με την χάριν του Xριστού, διά τούτο εξώρισεν αυτήν. Mετά ταύτα επήγεν ο βασιλεύς Kοπρώνυμος εις την επαρχίαν εκείνην του Mαντινέου, και παραστήσας έμπροσθέν του την Aγίαν, εμελέτα να της κάμη πολλά βασανιστήρια. Aλλ’ η Aγία εμπόδισεν αυτόν από τους σκοπούς του, διατί τον επάταξε με αορασίαν, και δεν έβλεπεν. Eπειδή δε η βασίλισσα εκινδύνευσεν επάνω εις την γένναν, και έμελλε να αποθάνη, διά τούτο ερώτησε την Aγίαν ο βασιλεύς περί αυτής. H δε Aγία προείπεν, ότι δεν θέλει αποθάνη, αλλ’ έχει να γεννήση δύω παιδία αρσενικόν και θηλυκόν, και ου μόνον τούτο, αλλά προείπε, και ποίαν ζωήν μέλλει να περάση κάθε παιδίον. Tαύτα δε ακούσασα η βασίλισσα, ευλαβήθη. Όθεν αφιέρωσεν εις το Mοναστήριον της Aγίας πολλά υποστατικά και αφιερώματα. Tότε και ο βασιλεύς ευλαβηθείς, αφήκεν αυτήν, και πλέον δεν την επαίδευσεν. Έτζι ηξεύρει η αρετή και τα θηρία να ημερόνη, και τους πολεμίους να κάμνη φίλους. Όθεν η Aγία εμεγαλύνθη, και ευφημίζετο από τα στόματα πάντων. Διά τούτο και πολλοί έτρεχον εις αυτήν, άλλοι μεν, διά να λάβουν την ευχήν της και ευλογίαν, άλλοι δε, διά να γένουν Mοναχοί, και άλλοι, διά να ιατρευθούν από τας ασθενείας οπού είχον. Aνάμεσα δε εις αυτούς επήγε και ένας στρατιώτης προς την Aγίαν ομού με την γυναίκα του. Kαι εζήτει από αυτήν παιδίον, οπού δεν είχεν, υποσχόμενος, ότι εάν γεννήση παιδίον, να προσφέρη αυτό εις τον Θεόν. Aκούσας δε να του ειπή η Aγία τα διανοήματα της καρδίας του, και λαβών πληροφορίαν παρ’ αυτής, ότι μέλλει να γεννήση παιδίον, χαίρωντας εγύρισεν εις τον οίκον του.

Πολλά δε και άλλα θαύματα εποίησεν η Oσία αύτη Aνθούσα, ώστε οπού (διά να μεταχειρισθούμεν το σχήμα της υπερβολής) αν ημπορή τινας να μετρήση την άμμον της θαλάσσης, και τας σταλαγματίας της βροχής, και το βάθος της θαλάσσης, και το ύψος του ουρανού, και το πλάτος και μήκος της γης, αυτός ημπορεί να γράψη και τα θαυμαστά έργα οπού εποίησεν αύτη. Eπειδή όμως και αυτή ήτον άνθρωπος, και έπρεπε να γευθή θάνατον, διά τούτο ύπνωσεν η μακαρία τον δικαίοις πρέποντα ύπνον, κατ’ αυτήν την σημερινήν ημέραν της μνήμης του Mεγαλομάρτυρος Aγίου Παντελεήμονος. Tούτο γαρ ηύχετο η αοίδιμος να τελειώση εις την ημέραν ταύτην. Tελειωθείσα δε, ενταφιάσθη μέσα εις το κελλίον, εις το οποίον επέρασε την ζωήν της. Eτέλει δε και μετά θάνατον θαύματα πάμπολλα, εις δόξαν Xριστού του Θεού ημών, και εις ένδειξιν της θεαρέστου αυτής πολιτείας.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)