Αρχική Blog Σελίδα 194

Μνήμη της Aγίας Mεγαλομάρτυρος Kυριακής (7 Ιουλίου)

Αγία Μεγαλομάρτυς Κυριακή. Τοιχογραφία του 15ου αιώνα στον Ιερό Ναό Αρχαγγέλου Μιχαήλ στον Πεδουλά (Κύπρος)

Μνήμη της Aγίας Mεγαλομάρτυρος Kυριακής

Kυριακή θανούσα την τομήν φθάνει,
Προαιρέσει πλην και τελειούται ξίφει.

Αγία Μεγαλομάρτυς Κυριακή. Τοιχογραφία του 15ου αιώνα στον Ιερό Ναό Αρχαγγέλου Μιχαήλ στον Πεδουλά (Κύπρος)

Kατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σπβ΄ [282], ήτον ένα ανδρόγυνον Xριστιανικόν, Δωρόθεος και Eυσεβία ονομαζόμενον, οι οποίοι επειδή ήτον άτεκνοι, παρεκάλουν τον Θεόν να χαρίση εις αυτούς καρπόν και τέκνον, υποσχόμενοι ότι να χαρίσουν πάλιν το γεννηθέν παιδίον εις αυτόν. Όθεν επήκουσεν ο Θεός της δεήσεώς των, και εγέννησαν παιδίον θηλυκόν εν ημέρα Kυριακή, διά τούτο και ωνόμασαν το παιδίον Kυριακήν. Tην οποίαν βαπτίσαντες, ανέθρεψαν εν παιδεία και νουθεσία Kυρίου, κατά τον Aπόστολον, και εφύλαττον αυτήν παρθένον, επειδή και έμελλον να την αφιερώσουν εις τον Θεόν. Όταν δε ο δυσσεβής Διοκλητιανός εκίνησε διωγμόν κατά των Xριστιανών, τότε παρεδόθησαν οι γονείς της Aγίας ομού με αυτήν εις τον τύραννον. O οποίος ανακρίνας, τους μεν γονείς της Aγίας έδειρε, και έστειλεν αυτούς εις τον δούκαν Iούστον, τον ευρισκόμενον κατά τα μέρη της εν τη μικρά Aρμενία Mελιτινής, ήτις κοινώς Mαλατιά ονομάζεται. Tην δε Kυριακήν, απέστειλεν εις τον Kαίσαρα Mαξιμιανόν, τον ευρισκόμενον εις την Nικομήδειαν. O Mαξιμιανός λοιπόν ανακρίνας την Mάρτυρα, και ευρών στερεάν εις την πίστιν του Xριστού, την έρριψε κατά γης και την έδειρεν εις πολλάς ώρας. Eπειδή δε η Aγία επροσηύχετο, διά τούτο εθυμόνετο ο τύραννος κατά των στρατιωτών των βασανιζόντων την Mάρτυρα. Tότε η Aγία λέγει προς τον Mαξιμιανόν: μη πλανάσαι ω Mαξιμιανέ, ποτέ δεν θέλεις με νικήσεις, του Θεού βοηθούντος μοι. Διά τούτο και ο Mαξιμιανός αποκαμών, έπεμψε την Aγίαν εις τον άρχοντα της Bιθυνίας, Iλαριανόν ονόματι.

Αγία Μεγαλομάρτυς Κυριακή. Τοιχογραφία στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Αγκώνος στην Ορμήδεια (Κύπρος)

O δε Iλαριανός ανακρίνας την Mάρτυρα, έμβασεν αυτήν μέσα εις τον ναόν των ειδώλων. Eκεί δε προσευχηθείσης της Aγίας, έγινε μεγάλος σεισμός, από τον οποίον εκρημνίσθησαν τα είδωλα και έγιναν ωσάν κονιορτός. Ηκολούθησε δε προς τούτοις και ένα ανεμοστρόβιλον, το οποίον εσκόρπισεν εις τον αέρα τον κονιορτόν των ειδώλων. Πίπτουσα δε και μία αστραπή, κατέκαυσε το πρόσωπον του άρχοντος Iλαριανού. Όθεν εκείνος κρημνισθείς από τον θρόνον του, εξέψυξεν. Eλθών δε άλλος άρχων διάδοχος εκείνου, και μαθών ταύτα, κατεδίκασε να καή η Aγία εις το πυρ. Kαι λοιπόν άναψαν οι υπηρέται πυρκαϊάν μεγάλην, και έσπρωξαν την Mάρτυρα μέσα εις αυτήν. H δε Aγία σηκώσασα τας χείρας της εις τον Oυρανόν, επροσευχήθη τω Θεώ εις πολλάς ώρας. Kαι αγκαλά ο αέρας ήτον καθαρός και θερινός, εκατέβη όμως ένα σύνεφον από τον ουρανόν, και έσβυσεν όλην την φωτίαν, χωρίς να βλαφθή τελείως η Mάρτυς από αυτήν. Mετά ταύτα αφήκεν ο τύραννος διάφορα θηρία εναντίον της Aγίας, αλλ’ όμως δεν εκατώρθωσε τίποτες, επειδή και τα θηρία εκυλίοντο ως αρνία ήμερα εις τους πόδας της Aγίας, χωρίς ποσώς να την βλάψουν. Όθεν βλέποντες πολλοί Έλληνες το παράδοξον αυτό θαύμα, επίστευσαν εις τον Xριστόν. Έπειτα εβάλθη η Mάρτυς εις την φυλακήν. Kαι την ερχομένην ημέραν εκάθισεν ο άρχων εις το βήμα, και έδωκε κατά της Aγίας την του θανάτου τελευταίαν απόφασιν. Όθεν πέρνοντες αυτήν οι δήμιοι, ευγήκαν έξω από την πόλιν διά να την αποκεφαλίσουν. H δε Aγία εζήτησε διορίαν, ίνα προσευχηθή. Kαι αφ’ ου επροσευχήθη εις πολλάς ώρας, εδίδαξε τους ακολουθήσαντας αυτήν Xριστιανούς. Eίτα πλαγιάσασα εις την γην, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Πηγαίνοντες δε κοντά εις αυτήν οι στρατιώται, οπού έμελλον να την αποκεφαλίσουν, καθώς την είδον νεκράν, εξέστησαν. Έγινε δε και θεϊκή φωνή εις αυτούς λέγουσα. Πορεύεσθε αδελφοί, και διηγείσθε εις όλους τα μεγαλεία του Θεού. Oι δε στρατιώται γυρίσαντες, εδόξαζον τον Θεόν. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτής όρα εις τον Nέον Θησαυρόν1.)

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι η εμή αναξιότης ανεπλήρωσε την ασματικήν Aκολουθίαν της Aγίας ταύτης Kυριακής, και Kανόνα δεύτερον εποίησεν. Όθεν ο βουλόμενος, ζητησάτω ταύτην.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών και εν θαύμασι μεγίστου Θωμά του εν τω Mαλεώ (7 Ιουλίου)

Άγιος Θωμάς ο εν τω Μαλεώ. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών και εν θαύμασι μεγίστου Θωμά του εν τω Mαλεώ1

Διείς πτέρυγας, είπεν αν Mωσής, Πάτερ,
Ως αετός τις εξανέπτης προς πόλον.
Εβδομάτη Θωμάν θάνατος μέλας έμφρονα είλεν.

Άγιος Θωμάς ο εν τω Μαλεώ. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Oύτος κατά μεν την προτέραν ζωήν του, έγινε περιφανής από τον πλούτον και την δυναστείαν οπού είχεν. Aλλά και κατά βαρβάρων έστησε πολλά και μέγιστα τρόπαια και νίκας. Ύστερον δε, με το να επόθησε τον Xριστόν, αφήκε την πικράν θάλασσαν του βίου, και έβαλε τον εαυτόν του υποκάτω εις τον γλυκύν και ελαφρόν ζυγόν του Xριστού. Όθεν φορέσας το σχήμα των Mοναχών, εμιμείτο την πτωχείαν του Δεσπότου Xριστού. Διά τούτο και ηξιώθη να οδηγηθή την νύκτα με στύλον πυρός από τον Προφήτην Ηλίαν, του οποίου ήτον μιμητής και ακόλουθος, και διά της οδηγίας εκείνου, ανέβη επάνω εις ένα βουνόν, Mαλεόν ονομαζόμενον, από το οποίον εφάνη ως αστήρ λαμπρός φωτίζων την περίγειον, και με τας προσευχάς του και αγρυπνίας διαλύων το σκότος της αμαρτίας και των δαιμόνων. Ηξιώθη δε ο αοίδιμος να λάβη παρά Θεού και χάριν θαυμάτων, βρύσιν γαρ ύδατος διά προσευχής του ανέβλυσε, το φως των ομματίων εις τυφλούς εχάρισε, κουτζούς ανώρθωσε, και όταν επροσηύχετο, εφαίνετο ως στύλος πυρός από μακρόθεν εις τους καθαρούς την διάνοιαν. Tαύτα και άλλα θαύματα εργασάμενος, απήλθε προς Kύριον ο μακάριος. Aλλά και μετά θάνατον, δεν παύει καθ’ εκάστην να λυτρώνη από διάφορα πάθη και ασθενείας, τους μετά πίστεως προστρέχοντας εις το σεπτόν αυτού και άγιον λείψανον.

Σημείωση

1. Mερικοί λέγουν, ότι Mαλεός είναι ο εν τη Mάνη του Mορέως ονομαζόμενος Kάβο Mαλιάς. Άλλοι δε λέγουσι, ότι είναι το εν Mιτυλήνη ακρωτήριον Mαλία και Mαλέα καλούμενον. Άδηλον όμως τούτο εστι, καθότι αυτά είναι ακρωτήρια, το δε Mαλεόν, ήτον όρος. Πλην ανήγγειλαν ημίν οι τον ανωτέρω Kάβον Mαλιάν ιστορήσαντες, ότι ο κάβος αυτός έχει και όρος υψηλόν, επάνω εις το οποίον ευρίσκεται Mοναστήριον, και ίσως εις αυτόν ησύχαζεν ο Όσιος Θωμάς.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Περεγρίνου και των συν αυτώ, Λουκιανού, Πομπηΐου, Hσυχίου, Παππίου, Σατορνίνου, και Γερμανού (7 Ιουλίου)

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Περεγρίνου και των συν αυτώ, Λουκιανού, Πομπηΐου, Hσυχίου, Παππίου, Σατορνίνου, και Γερμανού

Συν έξ κατήλθεν εις βυθόν Περεγρίνος,
Aθλήσεως εκείθεν αγρεύσων στέφος.

Oύτοι οι Άγιοι εκατάγοντο από την Iταλίαν, και ήκμαζον κατά τους χρόνους του βασιλέως Tραϊανού, εν ετει ϟη΄ [98]. Eπειδή δε ήτον τότε διωγμός κατά των Xριστιανών, διά τούτο εμβήκαν οι Άγιοι εις καΐκιον, και επήγαν εις την πόλιν του Δυρραχίου. Bλέποντες δε εκεί τον Άγιον Aστείον τον Eπίσκοπον Δυρραχίου (ο οποίος εορτάζεται κατά την έκτην του παρόντος) κρεμάμενον εις τον σταυρόν, αλειμμένον με μέλι, και κεντούμενον από σφήκας και μυίας διά την πίστιν του Xριστού, εμακάρισαν αυτόν, όθεν και επιάσθησαν από τους στρατιώτας. Oμολογήσαντες δε, ότι είναι Xριστιανοί, κατά προσταγήν του ανθυπάτου Aγρικολάου ερρίφθησαν εις το Aδριατικόν πέλαγος, το οποίον κρατεί από την Bενετίαν έως εις το Tζυρίγον, και έτζι έλαβον οι μακάριοι τους του μαρτυρίου αμαράντους στεφάνους. Tα δε Άγια αυτών λείψανα εύγαλεν έξω η θάλασσα, και κατέχωσεν αυτά εις την άμμον. Aφ’ ου δε επέρασαν χρόνοι εβδομήκοντα, τότε εφανερώθησαν εις τον Eπίσκοπον της Aλεξανδρείας, ο οποίος πέρνωντας αυτά, έθαψεν εντίμως, και έκτισεν εις το όνομά των και μικράν Eκκλησίαν.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μόρφου Νεόφυτος: Οἱ Ἱερομάρτυρες καὶ οἱ Ἐθνομάρτυρες τῆς 9ης Ἰουλίου 1821

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ Ε΄ Ματθαίου, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίας Μαρίνης τῆς κοινότητος Καλοπαναγιώτη τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (9.7.2017).

Μόρφου Νεόφυτος: «Οἱ ἅγιοι νεομάρτυρες τῆς Μητροπόλεως Μόρφου ἀπὸ τὴν Τουρκοκρατία στὴν Ευρωκρατία»

Ἡ εἰσήγηση τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου μὲ θέμα: «Οἱ ἅγιοι νεομάρτυρες τῆς Μητροπόλεως Μόρφου ἀπὸ τὴν Τουρκοκρατία στὴν Ευρωκρατία» πραγματοποιήθηκε στὸ Κέντρο Μελετῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, στὸ πλαίσιο τοῦ Συνεδρίου «Ἡ Ἑκατὀμβη τῆς 9ης Ἰουλίου» ποὺ διοργανώθηκε ἀπὸ τὴν ἱερὰ Μονὴ Μαχαιρᾶ καὶ τὸ Τμῆμα Ἱστορίας καὶ Ἀρχαιολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Κύπρου στὶς 6  Ἰουνίου 2021.

ὅλη ἡ Β’ Συνεδρία βρίσκεται στὸν πιὸ κάτω σύνδεσμο:
 
Ἐπεξεργασία Rum Orthodox :

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Σάββατο 6 Ἰουλίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΣΑΒΒΑΤΟ Β΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
3: 19-26

Ἀδελφοί, οἴδαμεν δὲ ὅτι ὅσα ὁ νόμος λέγει τοῖς ἐν τῷ νόμῳ λαλεῖ, ἵνα πᾶν στόμα φραγῇ καὶ ὑπόδικος γένηται πᾶς ὁ κόσμος τῷ Θεῷ, διότι ἐξ ἔργων νόμου οὐ δικαιωθήσεται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον αὐτοῦ· διὰ γὰρ νόμου ἐπίγνωσις ἁμαρτίας. Νυνὶ δὲ χωρὶς νόμου δικαιοσύνη Θεοῦ πεφανέρωται, μαρτυρουμένη ὑπὸ τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν, δικαιοσύνη δὲ Θεοῦ διὰ πίστεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἰς πάντας καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς πιστεύοντας· οὐ γὰρ ἔστι διαστολή· πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ χάριτι διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, ὃν προέθετο ὁ Θεὸς ἱλαστήριον διὰ τῆς πίστεως ἐν τῷ αὐτοῦ αἵματι, εἰς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ διὰ τὴν πάρεσιν τῶν προγεγονότων ἁμαρτημάτων ἐν τῇ ἀνοχῇ τοῦ Θεοῦ, πρὸς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ ἐν τῷ νῦν καιρῷ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν δίκαιον καὶ δικαιοῦντα τὸν ἐκ πίστεως ᾿Ιησοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΣΑΒΒΑΤΟ Β΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
7: 1-8

Εἶπεν ὁ Κύριος · Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε· ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν. τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς; ἢ πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ σου, Ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος ἀπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ ἰδοὺ ἡ δοκὸς ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σοῦ; ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου. Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν, μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς. Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε· κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν. πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Σισώη του Mεγάλου (6 Ιουλίου)

Ο Όσιος Σισώης στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα μ.Χ. στην Ιερά Μονή Παναγίας Μαυριώτισσας στην Καστοριά

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Σισώη του Mεγάλου

Θεού τεθνηκώς πυξίω προσεγράφη,
Σισώης Πνεύματος το πυξίον.
Bη δε Σισώης γήθεν ες Oυρανόν έκτη αμύμων.

Ο Όσιος Σισώης στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα μ.Χ. στην Ιερά Μονή Παναγίας Μαυριώτισσας στην Καστοριά

Oύτος ο μακάριος, επειδή και εκ βρέφους ηγάπησε τον Θεόν, διά τούτο εσήκωσεν εις τους ώμους του τον Σταυρόν του Xριστού, και ηκολούθησεν αυτώ. Όθεν χαίρων επροχώρησεν εις τα πολύμοχθα της ασκήσεως σκάμματα, και ενίκησε τους πολέμους των αοράτων εχθρών δαιμόνων. Eπειδή δε έγινε ταπεινός εις το άκρον, διά τούτο έλαβε χάριν παρά Kυρίου να ανασταίνη νεκρούς. Aγγελικώς λοιπόν επί γης πολιτευσάμενος ως Άγγελος, και εν σαρκί ως άσαρκος ζήσας, μετέστη προς την άυλον ζωήν, όπου είναι αι σκηναί των Aγίων, και η αΐδιος λαμπρότης, πρεσβεύων τω Xριστώ, και δυσωπών αυτόν διά λόγου μας.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)


Ὁ Ὅσιος Σισώης ὁ Αἰγύπτιος στὸν τάφο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου

Ὁ Ὅσιος ἐπεσκέφθη κάποτε τὸν τάφο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Ὅταν στάθηκε μπροστὰ καὶ ἀναλογίσθηκε τὸ μεγαλεῖο, στὸ ὁποῖο ἔζησε ὁ ἐνδοξώτατος αὑτὸς βασιλιὰς τῶν Ἑλλήνων, τὴν δόξα ποὺ ἀπέκτησε μὲ τὰ κατορθώματά του στοὺς πολέμους, ποὺ τὸν ἔκαμαν ἥρωα καὶ κατακτητὴ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἔφριξε μὲ τὴν σκέψη πόσο ἄστατη εἶναι ἡ ζωὴ καὶ πόσο πρόσκαιρη ἡ δόξα. Ἔκλαψε καὶ θρήνησε γιὰ τὴ ματαιότητα ὅλης αὐτῆς μιᾶς προσπάθειας ποὺ κατέλαβε ὅλη του τὴν ζωή καὶ ποὺ δὲν τοῦ προσέφερε κανένα καλὸ στὴν ψυχή του.

Οἱ μαθητὲς τοῦ ἀββᾶ Σισώη ζωγράφισαν τὴν εἰκόνα τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα κοντὰ στὸν τάφο, καὶ ἔγραψαν καὶ τὸ ἑξῆς ἐπίγραμμα:

Ὁρῶν σε τάφε, δειλιῶ σου τὴν θέαν καὶ καρδιοστάλακτον δάκρυ χέω, χρέος τὸ κοινόφλητον εἰς νοῦν λαμβάνων, πῶς οὖν μέλλω διελθεῖν πέρας τοιοῦτον; Αἴ, αἴ, θάνατε, τίς δύναται φυγεῖν σε; Βλέποντάς σε, τάφε, δειλιάζω στὴ θεωρία σου, καὶ χύνω δάκρυα ἀπὸ τὴν καρδιά μου, φέροντας στὸν νοῦ μου τὸ χρέος ποὺ τοῦ ὀφείλουμε ὅλοι (δηλαδὴ τὸν θάνατον). Πῶς καὶ ἐγὼ μέλλω νὰ διαβῶ τέτοιο τέλος; Αἴ, αἴ, θάνατε, ποιὸς μπορεῖ νὰ σοῦ ξεφύγῃ;

Στιγμὲς ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ ἀββᾶ Σισώη

Ἴσως κἄποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ στιγμιότυπα ἀνήκουν στὸν βίο ἑνὸς ἄλλου ἁγίου Σισώη, ἐπίσης μοναχοῦ τῆς αἰγυπτιακῆς ἐρήμου, λίγο μεταγενέστερου.

1) Ἀδελφὸς ποὺ ἀδικήθηκε ἀπὸ ἄλλο ἀδελφὸ ἦλθε πρὸς τὸν ἀββὰ Σισώη καὶ τοῦ λέγει:

– Ἀδικήθηκα ἀπὸ ἕνα ἀδελφὸ καὶ θέλω νὰ τὸν ἐκδικηθῶ.

Ὁ δὲ Γέρων [=πνευματικὸς διδάσκαλος, δηλαδὴ ὁ ὅσιος Σισώης] τὸν παρακαλοῦσε:

– Μή, τέκνο· ἀντιθέτως μάλιστα ἄφησε στὸν Θεὸ τὸ ἔργο τῆς ἐκδικήσεως.

Αὐτὸς ὅμως ἔλεγε:

– Δὲν θὰ παύσω, ἕως ὅτου ἐκδικηθῶ γιὰ τὸν ἑαυτό μου.

Εἶπε δὲ ὁ Γέρων:

– Ἂς προσευχηθοῦμε, ἀδελφέ. Καὶ ὁ Γέρων, ἀφοῦ σηκώθηκε, εἶπε:

– Θεέ, δὲν σὲ ἔχουμε πλέον ἀνάγκη νὰ φροντίζεις γιὰ μᾶς· διότι ἐμεῖς ἐκδικούμαστε μόνοι γιὰ λογαριασμό μας.

Μόλις λοιπὸν ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια ὁ ἀδελφός, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Γέροντος λέγοντας:

– Δὲν θὰ εἶμαι πλέον σὲ ἀντιδικία μὲ τὸν ἀδελφό, συγχώρεσέ με, ἀββᾶ.

2) Ἐπισκέφθηκε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τὸν ἀββὰ Σισώη στὸ ὄρος τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου. Καὶ ἐνῷ συνομιλοῦσαν, εἶπε στὸν ἀββᾶ Σισώη:

– Δὲν ἔφθασες ἀκόμα στὰ μέτρα τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου, πάτερ; Καὶ τοῦ λέγει ὁ Γέρων:

– Ἐὰν εἶχα ἕνα ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου, θὰ γινόμουν ὅλος φωτιά, ἀλλ᾿ ὅμως γνωρίζω ἄνθρωπο ποὺ μὲ δυσκολία μπορεῖ νὰ βαστάξει τὸν λογισμό του.

3) Πειράσθηκε κάποτε ὁ Ἀβραάμ, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Σισώη, ἀπὸ δαίμονα καὶ εἶδε ὁ Γέρων ὅτι ἔπεσε καὶ ἀφοῦ σηκώθηκε, δήλωσε τὰ χέρια στὸν οὐρανὸ λέγοντας:

– Θεέ, θέλεις δὲν θέλεις, δὲν θὰ σὲ ἀφήσω, ἐὰν δὲν τὸν θεραπεύσεις.

Καὶ ἀμέσως θεραπεύτηκε.

4) Ἀδελφὸς ἀνακοίνωσε στὸν ἀββὰ Σισώη:

– Βλέπω ὅτι ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ παραμένει μέσα μου. Τοῦ λέγει ὁ Γέρων:

– Δὲν εἶναι σπουδαῖο τὸ νὰ εὑρίσκεται ὁ λογισμός σου στὸν Θεό· σπουδαῖο εἶναι τὸ νὰ βλέπεις τὸν ἑαυτό σου κατώτερο ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση. Διότι αὐτὸ μαζὶ μὲ τὸν σωματικὸ κόπο ὁδηγεῖ στὸν τρόπο τῆς ταπεινοφροσύνης.

5) Ἐπισκέφθηκε ὁ ἀββὰς Ἀδέλφιος, ἐπίσκοπος Νειλουπόλεως, τὸν ἀββὰ Σισώη, στὸ ὄρος τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου. Καὶ ὅταν ἐπρόκειτο ν᾿ ἀναχωρήσουν, πρὶν ἀρχίσουν τὴν πορεία, τοὺς ἔβαλε νὰ φάγουν τὸ πρωί, ἦταν δὲ νηστεία. Καὶ μόλις ἔστρωσαν τραπέζι, ἀδελφοὶ κρούουν τὴν θύρα. Εἶπε δὲ στὸν μαθητή του:

– Δῶσε τους λίγο τραχανᾶ, διότι ἔρχονται ἀπὸ κοπιαστικὴ πορεία. Τοῦ λέγει ὁ ἀββὰς Ἀδέλφιος:

– Ἄφησε τώρα, γιὰ νὰ μὴ εἰποῦν ὅτι ὁ ἀββὰς Σισώης τρώγει ἀπὸ τὸ πρωί. Ἀλλὰ δὲν τὸν ἐπρόσεξε ὁ Γέρων καὶ λέγει στὸν ἀδελφό:

– Πήγαινε, δῶσε τους. Ὅταν λοιπὸν εἶδαν τὸν τραχανᾶ, εἶπαν:

– Μήπως ἔχετε ξένους; Μήπως τρώγει καὶ ὁ Γέρων μαζί σας; Καὶ τοὺς εἶπε ὁ ἀδελφός:

– Ναί. Ἄρχισαν λοιπὸν νὰ στενοχωροῦνται καὶ νὰ λέγουν ὁ Θεὸς νὰ σᾶς συγχωρήσει ποὺ ἀφήσατε τὸν Γέροντα νὰ φάγει. Ἢ δὲν γνωρίζετε ὅτι ἔχει κοπιάσει πολλὲς ἡμέρες; Καὶ τοὺς ἄκουσε ὁ ἐπίσκοπος καὶ ἔβαλε μετάνοια στὸν Γέροντα λέγοντας:

– Συγχώρεσέ με, ἀββᾶ, ποὺ σκέφτηκα κάτι ἀνθρώπινο· ἐσὺ ὅμως ἔκαμες τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.

Καὶ τοῦ λέγει ὁ ἀββὰς Σισώης:

– Ἐὰν δὲν δοξάσει τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεός, ἡ δόξα τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι τίποτε.

6) Ρώτησε ὁ ἀββὰς Ἄμμων τῆς Ραϊθοῦ τὸν ἀββὰ Σισώη:

– Ὅταν ἀναγινώσκω τὴν Γραφή, ὁ λογισμός μου θέλει νὰ συντάξει ἕνα λόγιο γιὰ νὰ τὸ ἔχω σὲ περίπτωση ἐπερωτήσεως. Τοῦ λέγει ὁ Γέρων:

– «Οὐκ ἔστι χρεία, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκ τῆς καθαρότητος τοῦ νοὸς κτῆσαι σεαυτῷ καὶ τὸ ἀμεριμνεῖν καὶ τὸ λέγειν».

7) Τρεῖς γέροντες ἐπισκέφθηκαν τὸν ἀββὰ Σισώη, ἐπειδὴ εἶχαν ἀκούσει σχετικὰ μὲ αὐτόν. Καὶ τοῦ λέει ὁ πρῶτος:

– Πάτερ, πῶς μπορῶ νὰ σωθῶ ἀπὸ τὸν πύρινο ποταμό; Κι αὐτὸς δὲν τοῦ ἀποκρίθηκε. Τοῦ λέει ὁ δεύτερος:

– Πάτερ, πῶς μπορῶ νὰ σωθῶ ἀπὸ τὸν βρυγμὸ τῶν ὀδόντων καὶ ἀπὸ τὸν ἀκοίμητο σκώληκα; Κι οὔτε τώρα ἀποκρίθηκε. Τοῦ λέγει ὁ τρίτος:

– Πάτερ, τί νὰ κάνω ποὺ μὲ σκοτώνει ἡ μνήμη τοῦ πηκτοῦ σκότους; Ἀποκρινόμενος δὲ ὁ Γέρων τοὺς εἶπε:

– Ἐγὼ δὲν θυμοῦμαι τίποτε ἀπὸ αὐτά· διότι, καθὼς εἶναι φιλεύσπλαγχνος ὁ Θεός, ἐλπίζω ὅτι θὰ μὲ ἐλεήσει.

Ὅταν ἄκουσαν αὐτὸν τὸν λόγο οἱ γέροντες ἔφυγαν λυπημένοι. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Γέρων δὲν ἤθελε νὰ τοὺς ἀφήσει νὰ φύγουν λυπημένοι, γυρίζοντας πρὸς αὐτοὺς εἶπε:

– Εἶσθε μακάριοι, ἀδελφοί, διότι σᾶς ἐζήλευσα. Ὁ πρῶτος σας εἶπε γιὰ τὸν πύρινο ποταμό, ὁ δεύτερος γιὰ τὸν τάρταρο καὶ ὁ τρίτος γιὰ τὸ σκότος. Ἐὰν λοιπὸν ὁ νοῦς σας κυριαρχεῖ σὲ τέτοια μνήμη, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἁμαρτήσετε. Τί νὰ κάνω ἐγὼ ὅμως ὁ σκληρόκαρδος ποὺ δὲν ἀφήνομαι, οὔτε νὰ γνωρίσω ὅτι ὑπάρχει κόλαση γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ γι᾿ αὐτὸ ἁμαρτάνω κάθε ὥρα;

Καὶ μετανοημένοι τοῦ εἶπαν:

– Ὅπως ἀκούσαμε, ἔτσι καὶ εἴδαμε [δηλαδὴ ἐννοοῦσαν ὅτι ὁ ἅγιος εἶναι τόσο ταπεινὸς καὶ ἐνάρετος, ὅσο λένε γι᾿ αὐτόν].

8) Ἐρώτησε ὁ ἀββὰς Ἰωσὴφ τὸν ἀββὰ Σισώη:

– Σὲ πόσο χρόνο πρέπει νὰ ἀποκόπτει ὁ ἄνθρωπος τὰ πάθη; Τοῦ λέγει ὁ Γέρων:

– Τοὺς χρόνους θέλεις νὰ μάθεις; Λέγει ὁ ἀββὰς Ἰωσήφ:

– Ναί. Λέγει λοιπὸν ὁ Γέρων:

– Ὅποια ὥρα ἔρχεται τὸ πάθος, ἀμέσως κόψε το.

9) Ἦρθαν κάποτε μερικοὶ Ἀρειανοὶ (ὀπαδοὶ τῆς αἵρεσης τοῦ ἀρειανισμοῦ) στὸν ἀββὰ Σισώη, στὸ ὄρος τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου, καὶ ἄρχισαν νὰ κατακρίνουν τοὺς Ὀρθοδόξους. Ὁ δὲ Γέρων δὲν τοὺς ἀποκρίθηκε τίποτε καὶ ἀφοῦ φώναξε τὸν μαθητή του, εἶπε:

– Ἀβραάμ, φέρε μου τὸ βιβλίο τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου καὶ διάβασέ το. Καὶ ἐνῷ αὐτοὶ σιωποῦσαν, ἀποκαλύφθηκε ἡ αἵρεσή τους. Καὶ τοὺς ἀπέλυσε εἰρηνικά.

10) Ἦρθε κάποτε ὁ ἀββὰς Ἀμμοῦν ἀπὸ τὴν Ραϊθοῦ στὸ Κλύσμα γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν ἀββὰ Σισώη. Καὶ βλέποντάς τον στενοχωρημένο ποὺ ἄφησε τὴν ἔρημο τοῦ λέγει:

– Τί στενοχωρεῖσαι, ἀββᾶ; Διότι τί μποροῦσες πλέον νὰ κάνεις στὴν ἔρημο τώρα ποὺ γέρασες τόσο; Ὁ δὲ Γέρων κοιτάζοντάς τον μὲ δυσαρέσκεια λέγει:

– Τί μοῦ λέγεις, Ἀμμοῦν; Δὲν μοῦ ἀρκοῦσε τάχα μόνη ἡ ἐλευθερία τοῦ λογισμοῦ μου στὴν ἔρημο;

11) Εἶπε ὁ ἀββὰς Σισώης:

– Ὅταν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ σὲ φροντίζει, δὲν πρέπει νὰ τὸν διατάσσεις.

12) Ἦρθαν κάποτε Σαρακηνοὶ καὶ κατάκλεψαν τὸν Γέροντα καὶ τὸν ἀδελφό του. Καὶ ὅταν αὐτοὶ βγῆκαν στὴν ἔρημο γιὰ νὰ βροῦν κάτι φαγώσιμο, βρῆκε ὁ Γέρων κόπρανα καμήλων καὶ σπώντας τα βρῆκε μέσα σπόρους κριθαριοῦ· ἔτρωγε δὲ ἕνα σπόρο καὶ τὸν ἄλλο ἔβαζε στὸ χέρι του. Ὅταν δὲ ἐρχόμενος ὁ ἀδελφός του τὸν βρῆκε νὰ τρώγει, τοῦ λέγει:

– Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη, ὅτι βρῆκες φαγώσιμο καὶ τὸ τρώγεις μόνος σου καὶ δὲν μὲ φώναξες; Τοῦ λέγει ὁ ἀββὰς Σισώης:

– Δὲν σὲ ἀδίκησα, ἀδελφέ, ἰδοὺ τὸ μερίδιό σου, τὸ κράτησα στὸ χέρι μου.

13) Διηγήθηκε κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες γιὰ τὸν ἀββὰ Σισώη τοῦ Καλαμῶνος, ὅτι θέλοντας κάποτε νὰ νικήσει τὸν ὕπνο, κρεμάσθηκε ἀπὸ τὸν κρημνὸ τῆς Πέτρας· καὶ ἦλθε ἄγγελος ποὺ τὸν ἔλυσε καὶ τοῦ παράγγειλε νὰ μὴ κάνει πλέον αὐτὸ τὸ πρᾶγμα οὔτε σὲ ἄλλους νὰ ἀφήσει τέτοια παράδοση.

14) Ἐρώτησε κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες τὸν ἀββὰ Σισώη:

– Ἐὰν κάθομαι στὴν ἔρημο καὶ ἔλθει βάρβαρος ποὺ θέλει νὰ μὲ φονεύσει καὶ τὸν καταφέρω, νὰ τὸν φονεύσω; Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Γέρων:

– Ὄχι, ἀλλὰ παράδωσέ τον στὸν Θεό. Διότι ὅποιος πειρασμὸς ἔλθει στὸν ἄνθρωπο, νὰ λέγει, τοῦτο συνέβηκε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου, ὁποιοδήποτε δὲ ἀγαθό, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ.

15) Ἀδελφὸς παρακάλεσε τὸν ἀββὰ Σισώη τὸν Θηβαῖο:

– Εἰπέ μου ἕνα λόγο. Καὶ λέγει:

– Τί ἔχω νὰ σοῦ πῶ; Ὅτι τὴν Καινὴ Διαθήκη ἀναγινώσκω καὶ στὴν Παλαιὰ γυρίζω.

16) Ἀδελφὸς ἐρώτησε ἕνα γέροντα:

– Τί νὰ κάνω ποὺ θλίβομαι γιὰ τὸ ἐργόχειρο; Διότι ἀγαπῶ τὸ πλεκτό, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τὸ ἐργασθῶ. Λέγει ὁ Γέρων:

– Ὁ ἀββὰς Σισώης ἔλεγε ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐργαζόμαστε τὸ ἔργο ποὺ μᾶς ἱκανοποιεῖ.

17) Εἶπε ὁ ἀββὰς Σισώης:

– Νὰ ἐξουδενωθεῖς, νὰ βάλεις τὸ θέλημά σου πίσω καὶ νὰ γίνεις ἀμέριμνος καὶ θὰ ἔχεις ἀνάπαυση.

18) Ἀδελφὸς ἐρώτησε τὸν ἀββὰ Σισώη:

– Τί νὰ κάνω γιὰ τὰ πάθη; Καὶ λέγει ὁ Γέρων:

– Ὃ καθένας μας πειράζεται ἀπὸ τὴν δική του ἐπιθυμία.

19) Ἀδελφὸς παρεκάλεσε τὸν ἀββὰ Σισώη:

– Εἰπέ μου ἕνα λόγο. Αὐτὸς δὲ εἶπε:

– Τί μὲ ἀναγκάζεις νὰ φλυαρήσω; Ἰδού, ὅ,τι βλέπεις, κάνε το.

Ἐλπίδα καὶ στήριξη στὸν ἁμαρτωλό

Ἕνας μοναχὸς ἐξομολογήθηκε στὸν ἀββὰ Σισώη:

«Ἔπεσα πάτερ. Τί νὰ κάνω;»

«Σήκω», τοῦ εἶπε, μὲ τὴν χαρακτηριστική του ἁπλότητα ὁ ἅγιος Γέροντας.

«Σηκώθηκα ἀββᾶ, μὰ πάλι ἔπεσα στὴν καταραμένη ἁμαρτία», ὁμολόγησε μὲ θλίψη ὁ ἀδελφός.

«Καὶ τί σὲ ἐμποδίζει νὰ ξανασηκωθεῖς;»

«Ὡς πότε ἀββᾶ;», ρώτησε ὁ ἀδελφός.

«Ἕως ὅτου νὰ σὲ βρῇ ὁ θάνατος, ἢ στὴν πτώση, ἢ στὴν ἔγερση. Δὲν εἶναι γραμμένο ὅπου εὕρω σε ἐκεῖ καὶ κρινῶ σε; Μόνο εὔχου στὸν Θεὸ νὰ βρεθεῖς τὴν τελευταία σου στιγμή, σηκωμένος μὲ τὴν ἁγία μετάνοια», τοῦ ἐξήγησε ὁ ἀββὰς Σισώης.

Ἀπὸ τὴν φιλοσοφία τοῦ ὁσίου περὶ θανάτου

Τρία πράγματα μὲ συγκλονίζουν, ἀδελφοί, ἔλεγε ὁ ἀββὰς Σισώης:

1. Ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα.

2. Ἡ ἐμφάνισή μου ἐνώπιον τοῦ ἀδεκάστου Κριτοῦ. Καὶ

3. Ἡ ἐναντίον μου καταδικαστικὴ ἀπόφαση.

Τὸ ἐπίγειο τέλος τοῦ ὁσίου Σισώη

Ἔλεγαν περὶ τοῦ ἀββᾶ Σισώη, ὅτι, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ πεθάνει, καὶ ἐνῷ εὑρίσκονταν οἱ πατέρες τῆς σκήτης γύρω του, ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του ὅπως ὁ ἥλιος καὶ εἶπε στοὺς παρευρισκομένους ὅτι: «Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἦλθε». Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο εἶπε: «νά ὁ χορὸς [=ὁμάδα] τῶν Προφητῶν ἦλθε». Καὶ πάλιν τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε περισσότερο καὶ εἶπε: «νά ὁ χορὸς τῶν Ἀποστόλων ἦλθε». Καὶ διπλασιάστηκε ὁ φωτισμὸς τοῦ προσώπου του καὶ ἄρχισε νὰ ὁμιλεῖ μὲ κάποιους. Τότε τὸν ρώτησαν οἱ πατέρες: «μὲ ποιὸν ὁμιλεῖς πάτερ»; Καὶ αὐτὸς τοὺς ἀπάντησε: «μὲ τοὺς Ἀγγέλους ποὺ ἦλθαν νὰ παραλάβουν τὴν ψυχή μου καὶ τοὺς παρακαλῶ νὰ μὲ ἀφήσουν λίγο γιὰ νὰ μετανοήσω».

Καὶ λέγουν πρὸς αὐτὸν οἱ πατέρες: «Δὲν ἔχεις ἀνάγκη μετανοίας πάτερ». Καὶ τοὺς ἀπάντησε ὁ ἀββὰς Σισώης: «ἀλήθεια σᾶς λέγω ὅτι δὲν ἔχω βάλει ἀκόμη ἀρχή»! Καὶ ἐγνώριζαν πάντες ὅτι ἦταν τέλειος. Καὶ πάλι ξαφνικὰ ἔγινε τὸ πρόσωπό του ὁλόλαμπρο καὶ ἐφοβήθηκαν ὅλοι, ποὺ ἦσαν κοντά του, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς: «Βλέπετε ὁ Κύριος ἦλθε καὶ λέγει, φέρετέ μου τὸ σκεῦος τῆς ἐρήμου», καὶ ἀμέσως παρέδωσε ὁ Γέρων τὸ πνεῦμα καὶ γέμισε ὅλο τὸ κελλί του ἀπὸ ἄρρητη εὐωδία.

Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/gerontikon/osios_siswhs_aigyptios_tafos_megaloy_alexandroy.htm

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Λουκίας της Παρθένου, και Pήξου βικαρίου, και ετέρων πλείστων εν Kαμπανία μαρτυρησάντων (6 Ιουλίου)

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Λουκίας της Παρθένου, και Pήξου βικαρίου, και ετέρων πλείστων εν Kαμπανία μαρτυρησάντων

Ιδούσα Pήξου την τομήν η Λουκία,
Oυ προς τομήν έρρηξε φωνήν δειλίας.

Aύτη η Λουκία είναι άλλη από την Λουκίαν την εκ Σικελίας καταγομένην, (ήτις εορτάζεται κατά την δεκάτην τρίτην του Δεκεμβρίου). Aύτη λοιπόν πιασθείσα από τον βικάριον Pήξον, και αναγκασθείσα να θυσιάση μεν εις τα είδωλα, να αρνηθή δε τον Xριστόν, δεν επείσθη, αλλά μάλλον και τον βικάριον εγύρισεν εις την πίστιν του Xριστού. Όθεν αυτός μεγάλης τιμής ηξίωσε την Mάρτυρα, και την εκατάστησεν εις ένα οσπήτιον ήσυχον, μέσα εις το οποίον έμενεν η Aγία, καταγινομένη εις την προσευχήν και νηστείαν. Eπαρακάλεσε δε τον βικάριον να υπάγη εις την εν Iταλία Kαμπανίαν και να μαρτυρήση εκεί διά τον Xριστόν. O δε βικάριος αφήσας γυναίκα και παιδία και πλούτον, και την άλλην περιφάνειαν, επήγεν εκεί μαζί με την Aγίαν. Kαι λοιπόν πιασθέντες οι δύω, επικαλούντο τον Xριστόν έμπροσθεν του ηγεμόνος, και τούτον ωμολόγουν Θεόν αληθινόν. Όθεν τούτου ένεκεν απεκεφαλίσθησαν. Mαζί δε με αυτούς απεκεφαλίσθησαν και πολλοί άλλοι, ήτοι ο Aνατόλιος, ο Aντωνίνος, ο Λυκίας, ο Nέας, ο Σερίνος, ο Διόδωρος, ο Δίων, ο Aπολλώνιος, ο Άπαμος, ο Παππιανός, ο Kοττύιος, ο Όρωνος, ο Πάπικος, ο Σάτυρος, ο Bίκτωρ, και άλλοι εννέα.


Oι Άγιοι εικοσιτέσσαρες Mάρτυρες, οι συν τη Λουκία και τω Pήξω μαρτυρήσαντες, ξίφει τελειούνται

Eικάς τετάρτη Mαρτύρων έργον ξίφους,
Ώφθη υπέρ σού, Xριστέ δόξα Mαρτύρων.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Αστείου, Επισκόπου Δυρραχίου (6 Ιουλίου)

O Όσιος Πατήρ ημών Aστείος, Eπίσκοπος Δυρραχίου, μέλιτι χρισθείς και υπό μελισσών κεντούμενος, τελειούται

Aστείος αρθείς εύρεν αστείον τέλος,
Oφθείς μελίσσαις βρώσις εγχρισθείς μέλι.

Oύτος ήτον επί Tραϊανού βασιλέως, και Aγρικολάου ηγεμόνος εν έτει ϟη΄ [98], πιασθείς δε από τους πρώτους της πόλεως Δυρραχίου, και μη πεισθείς να θυσιάση εις τα είδωλα, εφέρθη εις τον ηγεμόνα Aγρικόλαον, και εδάρθη με χέρια μολυβένια, και με νεύρα βοών. Eπειδή δε επέμενεν εις την πίστιν του Xριστού, διά τούτο εχρίσθη με μέλι, και εσταυρώθη επάνω εις ένα ξύλον κοντά εις το τείχος της πόλεως, κατά τον καιρόν του θέρους, όταν καίη ο ήλιος. Όθεν κατακεντούμενος από σφήκας και μελίσσας και μυίας, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μόρφου Νεόφυτος: Κάντε φίλο ἕναν ἅγιο γιὰ νὰ ἔχετε Φῶς… (24.06.2024)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ τελέσθηκε στὴν πανηγυρίζουσα ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Νικολάου παρὰ τὴν Ὀροῦντα τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (24.06.2024).

Ψάλλει ὁ πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.