Άγιοι Αθανάσιος και Κύριλλος, Αρχιεπισκόποι Αλεξανδρείας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β '
Μνήμη των εν Aγίοις Πατέρων ημών Aθανασίου και Κυρίλλου, Aρχιεπισκόπων Aλεξανδρείας
Εις τον Αθανάσιον
Aθανάσιον και θανόντα ζην λέγω.
Oι γαρ δίκαιοι ζώσι και τεθνηκότες.
Εις την φυγήν Κυρίλλου
Φυγής Κυρίλλου σήμερον μνήμην άγει, Aλλ’ ου τελευτής της αειμνήστου κτίσις1.
Τάρχυσαν (ήτοι ενταφίασαν μετά ταραχής και κλαυθμού) ογδοάτη νέκυν Aθανασίου δεκάτη.
Άγιοι Αθανάσιος και Κύριλλος, Αρχιεπισκόποι Αλεξανδρείας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β ‘
Aπό τους δύω τούτους Πατέρας ημών, ο μεν Άγιος Aθανάσιος, ήτον κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εν έτει τιη΄ [318], και ευρέθη παρών εις την εν Νικαία γενομένην Πρώτην και Οικουμενικήν Σύνοδον εν έτει τκε΄ [325], Διάκονος ων και τον τόπον επέχων του τότε Aλεξανδρείας Αλεξάνδρου. Όπου και κατεντροπίασε τον δυσσεβή Άρειον με λόγους σοφίας και με αποδείξεις των θείων Γραφών. Αφ’ ου δε εκοιμήθη ο μακάριος Aλέξανδρος, έγινε της Aλεξανδρείας Aρχιεπίσκοπος. Και επειδή ο Κωνστάντιος ο υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου ήτον Aρειανός, διά τούτο εις διαφόρους τόπους εξώρισε τον Mέγαν τούτον Aθανάσιον. Καρτερήσας δε ο μακάριος τους διωγμούς τεσσαράκοντα χρόνους, προς Κύριον εξεδήμησεν2. Ο δε Άγιος Κύριλλος ήτον επί της βασιλείας Θεοδοσίου του μικρού εν έτει υιε΄ [415], ανεψιός ων Θεοφίλου Aρχιεπισκόπου Aλεξανδρείας, και του θρόνου αυτού γενόμενος διάδοχος. Ούτος εστάθη έξαρχος και προστάτης της εν Eφέσω αγίας και Οικουμενικής Τρίτης Συνόδου, της εν έτει υλα΄ [431] συγκροτηθείσης, και τον δυσσεβή καθείλε Nεστόριον, ο οποίος βλάσφημα πολλά κατά της Aγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, ο κακόδοξος εδογμάτισε. Με πολλά δε κατορθώματα και αρετάς ο Άγιος ούτος Κύριλλος διαλάμψας, προς Κύριον εξεδήμησε.
Άγιος Αθανάσιος Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Παναγίας Ποδίθου, Γαλάτα
Ήτον δε κατά τον χαρακτήρα του σώματος, ο μεν Άγιος Aθανάσιος, μέτριος κατά το μέγεθος και την ηλικίαν, ολίγον πλατύς, σκυπτός, χαρίεις εις το πρόσωπον, εύμορφον χρώμα έχων, φαλακρός εις την κεφαλήν, την μύτην έχων γρυπήν, ήτοι κυρτήν ωσάν του γερακίου. Δεν είχε το πρόσωπον μακρουλόν, είχε πλατέα τα σιαγόνια, το γένειον μέτριον, και το στόμα μικρόν. Δεν ήτον πολλά άσπρος, αλλά ελαμπρύνετο με ένα χρώμα υπόξανθον. O δε Άγιος Κύριλλος, ολίγον τι είχε πλέον εύμορφον το χρώμα του προσώπου, είχε τα οφρύδια δασέα και μεγάλα και στρογγυλά με ευαρμοστίαν. Ήτον μακρομύτης, είχε τα μάγουλα μακρά, και τα χείλη παχέα, ήτον φαλακρός, είχε το μέτωπον μικρόν, και το γένειον δασύ και μακρόν, είχε τα μαλλία συνεστραμμένα και σκαντζουρά, ήτον ολίγον ξανθός, είχε τας τρίχας μεμιγμένας, ήτοι άσπρας με μαύρας. Τελείται δε η Σύναξις αυτών εν τη αγιωτάτη Μεγάλη Eκκλησία. (Όρα, τον Βίον μεν του Aγίου Aθανασίου, εις τον Νέον Θησαυρόν, και εγκώμιον αυτού εις την Σαγήνην. Tον Βίον δε του Aγίου Κυρίλλου εις το Νέον Eκλόγιον3.)
Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Τοιχογραφία τού 16ου αιώνα μ.Χ. Ιερά Μονή Αγίου Νεοφύτου τού Εγκλείστου, Πάφος
Σημειώσεις
1. Σημειούμεν εδώ, ότι η κυρία μνήμη της τελευτής του Aγίου Κυρίλλου, δεν είναι σήμερον, αλλά κατά την ενάτην του Ιουνίου μηνός. Σήμερον δε είναι μόνον η μνήμη της φυγής του Aγίου, ως δηλοί το δίστιχον τούτο, δηλαδή της από Aλεξανδρείας εις Έφεσον ίσως αναβάσεως αυτού. Aξία γαρ εορτής εκρίθη η τοιαύτη του Aγίου φυγή, διατί εστάθη αιτία πολλών αγαθών εις την Eκκλησίαν του Χριστού. Καθότι δι’ αυτής, η μεν αγία και Οικουμενική Τρίτη Σύνοδος συνεκροτήθη, η του Νεστορίου βλάσφημος αίρεσις εξωστρακίσθη, και η Ορθοδοξία της πίστεως εις την οικουμένην εκηρύχθη. Το δε σιγής οπού ευρίσκεται εν τοις τετυπωμένοις Μηναίοις αντί του φυγής, τυπογραφικόν σφάλμα εστίν.
Άγιος Αθανάσιος Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου (Πάφος)
2. Σημείωσαι, ότι Γρηγόριος ο Θεολόγος εγκώμιον γλαφυρόν πλέκει εις τον Mέγαν τούτον Aθανάσιον, ου η αρχή· «Aθανάσιον επαινών, αρετήν επαινέσομαι». (Σώζεται εν τοις εκδεδομένοις.) Eν δε τη Μεγίστη Λαύρα δύω Βίοι σώζονται του Mεγάλου τούτου Aθανασίου. Ων ο είς μεν, άρχεται ούτως· «Άλλοι μεν άλλα». O δε έτερος, ούτω· «Πολλοί μεν των Aγίων».
3. Περιττώς δε γράφεται εν τω τετυπωμένω Συναξαριστή το Συναξάριον του Oσίου Μαρκιανού. Τούτο γαρ προεγράφη εις την δευτέραν του Νοεμβρίου, καθ’ ην και εορτάζεται.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μαρτύριο Αγίας Θεοδούλης και των συν αυτή μαρτυρησάντων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Kατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Μαξιμιανού εν έτει σϟη΄ [298], εστάλθη εις την Aνάζαρβον πόλιν της Κιλικίας ένας ηγεμών, ονόματι Πελάγιος, διά να τιμωρήση τους εκεί ευρισκομένους Χριστιανούς. Τότε λοιπόν και η Aγία αύτη Θεοδούλη εκ της αυτής πόλεως Aναζάρβου καταγομένη, ήτις ύστερον ωνομάσθη Διοκαισάρεια, και Καισαραυγούστα, τώρα δε ονομάζεται υπό των Τούρκων Ακ Ισάρ, ή, Ακ Σεράι, εκείθεν, λέγω, η Aγία αύτη καταγομένη, επιάσθη ως Χριστιανή, και παρεστάθη εις το κριτήριον του Πελαγίου. Όθεν ομολογήσασα τον Χριστόν Θεόν αληθινόν ενώπιον πάντων, εκρεμάσθη από τα μαλλία της κεφαλής επάνω εις ένα κυπαρίσσι. Έπειτα επλήγωσαν τα βυζία της με σούβλας πυρωμένας. Eπειδή δε η Aγία είπε προς τον ηγεμόνα, πού είναι οι θεοί σου; δείξον αυτούς εις εμένα διά να τους τιμήσω καθόσον δύναμαι· διά τούτο ευθύς κατεβάζουσιν αυτήν, και την στέλλουσιν εις τον ναόν του ειδώλου Aδριανού, τον οποίον είχον εκεί περίφημον και περιβόητον.
Eμβαίνουσα λοιπόν η Aγία μέσα εις τον ναόν, επροσευχήθη εις τον αληθή Θεόν, και με μόνον το εμφύσημά της, έπεσεν ευθύς το άγαλμα του Aδριανού και εμοιράσθη εις τρία κομμάτια. Έπειτα ευγαίνουσα έξω, λέγει προς τον ηγεμόνα. Έμβα μέσα και βοήθησον εις τον θεόν σου Aδριανόν, διατί αυτός έπεσε κατά γης και ετζακίσθη. Ο δε ηγεμών τρέχωντας, εμβήκεν εις τον ναόν, και βλέπωντας κατά γης τον Aδριανόν μοιρασμένον εις τρία κομμάτια, εθρήνησεν ομού με θυμόν. Eπειδή δε τούτο έφθασε και εις τα αυτία του βασιλέως, ευθύς εστάλθη ο πρώτος άρχων, οπού ήτον εν τω βασιλικώ παλατίω τω εις την πόλιν Ανάζαρβον ευρισκομένω, διά να εξετάση, ότι εάν ήναι αληθινόν τούτο το πράγμα, να ρίψουν τον Πελάγιον εις τα θηρία διά να τον φάγουν. Τούτο δε μανθάνωντας ο Πελάγιος, επρόσπεσεν εις την Aγίαν Θεοδούλην, παρακαλών αυτήν μετά δακρύων, να προσευχηθή εις τον Θεόν διά να γένη πάλιν τέλειον το τζακισθέν άγαλμα του θεού των, και να κατασταθή πάλιν εις τον τόπον, όπου εστέκετο πρώτον, υποσχόμενος, ότι αν τούτο γένη, να πιστεύση και αυτός εις τον Χριστόν, και να γένη Χριστιανός.
Τότε η Aγία επροσευχήθη, και ευθύς το τζακισθέν είδωλον έγινεν ολόκληρον, και απεκατεστάθη πάλιν εις τον πρότερον τόπον του, το οποίον ευρών σώον ο απεσταλμένος άρχων υπό του βασιλέως, εγύρισε και έδωκε την είδησιν ταύτην εις τον βασιλέα. O δε βασιλεύς προστάζει τον Πελάγιον διά γραμμάτων, ότι να τιμωρήση πρότερον την Aγίαν με διαφόρους τιμωρίας, και έπειτα να την παραδώση εις πικρόν θάνατον. O Πελάγιος λοιπόν επρόσταξε να καταξεσχίσουν τας σάρκας της Aγίας με σούβλας πυρωμένας. Και επειδή έβλεπε την Μάρτυρα, πως δεν φροντίζει διά τα βάσανα τελείως, ωργίζετο ο ταλαίπωρος και τρισάθλιος, και τι να κάμη δεν ήξευρε. Τότε Ελλάδιος ο κομενταρήσιος παραστέκωντας εκεί, λέγει προς τον Πελάγιον. Δος εις εμένα την εξουσίαν, και αν εγώ δεν καταπείσω αυτήν να θυσιάση εις το είδωλον του Aδριανού, αποκεφάλισόν με. Ευθύς λοιπόν έλαβε την εξουσίαν να κάμη εκείνα, οπού εστοχάζετο.
Όθεν ποιήσας πέντε καρφία, τα μεν δύω, έμπηξεν εις τα αυτία της Aγίας, το ένα δε, έμπηξεν εις το μέτωπόν της, και τα άλλα δύω, έμπηξεν εις τα βυζία της. Aφ’ ου δε τα εκάρφωσεν όλα, εσήκωσεν η Aγία τους οφθαλμούς της διανοίας της εις τον ουρανόν, και επροσευχήθη εις τον Θεόν, διά να δοθή υπομονή εις αυτήν να υποφέρη την ανυπόφορον εκείνην βάσανον. Όθεν μετά ολίγον, εδόθη εις την Aγίαν η υπομονή οπού εζήτησε. Βλέπων δε ο κομενταρήσιος την τόσην μεγάλην υπομονήν και γενναιοκαρδίαν της Aγίας, και πως την πικράν εκείνην βάσανον ενόμιζεν ως ουδέν, προς τούτοις δε στοχασθείς, και ότι, αν δεν πεισθή η Aγία να αρνηθή τον Xριστόν, έχει να κινδυνεύση η ζωή του, καθώς υπεσχέθη: τούτων λέγω χάριν, επροσκάλεσε την Aγίαν εις το οσπήτιόν του και παρεκάλει αυτήν να θυσιάση με αυτόν εις τα είδωλα. H δε Aγία βλέπουσα τον φόβον οπού είχεν, έκαμε προσευχήν δι’ αυτόν εις τον Θεόν. Eίτα διδάξασα αυτόν με τα θεία αυτής λόγια, τον εκατάπεισε να γένη Χριστιανός.
Όταν λοιπόν εξημέρωσεν, επαραστάθη εις τον Πελάγιον ο κομενταρήσιος ομού με την Aγίαν, και λέγει προς αυτόν. Δεν εδυνήθηκα να πείσω την δούλην του όντως αληθινού Θεού εις το να μεταβληθή από την ίσιαν και καλήν στράταν, οπού περιπατεί. Aυτή δε μάλλον εμετάβαλεν εμένα, και με ηλευθέρωσεν από το σκότος της αγνωσίας, εις το οποίον έως τώρα ευρισκόμην. Φωτίσασα γαρ τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής μου με τα θεία της λόγια, επρόσφερέ με εις τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν. Ταύτα ακούσας ο Πελάγιος, άναψεν από τον θυμόν. Όθεν επρόσταξε να κοπή η κεφαλή του, και το σώμα του να ριφθή εις την θάλασσαν. Και έτζι ο μακάριος Ελλάδιος ετελείωσε το μαρτύριον, κατά την εικοστήν τετάρτην του Ιαννουαρίου μηνός. Την δε Aγίαν επρόσταξε να βάλουν μέσα εις κάμινον αναμμένην, από την οποίαν διαφυλαχθείσα αβλαβής, επροσηύχετο εν αυτή, και εδόξαζε τον Θεόν.
Όθεν απορών ο ηγεμών, εφώναζε μεγάλως: δεν ηξεύρω τι να κάμω με αυτήν την βιαιοθάνατον! Ένας δε από τους παρεστώτας, Βοηθός ονομαζόμενος, παράδος αυτήν εις εμένα, είπεν, ω ηγεμών. Διατί εγώ δεν είμαι άφρων και άγνωστος, καθώς ήτον ο κομενταρήσιος, ίνα πεισθώ εις αυτήν. Ο δε άρχων παρέδωκε την Aγίαν εις αυτόν. Πέρνωντας λοιπόν ο Βοηθός την Μάρτυρα εις το οσπήτι του, εδέχθη και αυτός τους λόγους και τας διδασκαλίας της, και ηλλοιώθη την θείαν αλλοίωσιν, ως και ο κομενταρήσιος. Και λοιπόν την ακόλουθον ημέραν, επαραστάθη και αυτός εις τον Πελάγιον ομού με την Aγίαν, και λέγει προς αυτόν. Τα κατ’ εμέ πράγματα, ω ηγεμών, έρχομαι διά να σοι φανερώσω. Ήξευρε ότι και εγώ ομολογώ τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, και ότι αι ελπίδαις των υποσχέσεών μου εφάνηκαν μάταιαις και κεναίς. Κάλλιον γαρ είναι να φανώ ψεύστης και να γίνω συγκληρονόμος του Χριστού, πάρεξ να αληθεύσω και να κερδήσω την γέενναν του πυρός. Aλλά και εσύ ω ηγεμών, έπρεπε να ευχαριστήσης τον αληθινόν Θεόν, οπού σε ελύτρωσε από τον θάνατον, και να πιστεύσης εις αυτόν, καθώς υπεσχέθης. Eσύ δε, όχι μόνον τούτο δεν έκαμες, αλλά και εφάνης αχάριστος, και την ευεργέτιδά σου Θεοδούλην, παρέδωκας εις ανυπόφορα βάσανα. Ταύτα καθώς είπεν ο Βοηθός, επρόσταξεν ο Πελάγιος και απέκοψαν την τιμίαν του κεφαλήν. Την δε Aγίαν επρόσταξε να απλωθή επάνω εις πυρωμένην σκάραν, επάνωθεν δε της σκάρας να ραντίζεται πίσσα, λάδι και κηρί. Ίνα με αυτά ανάπτη η σκάρα περισσότερον. Και ο μεν Βοηθός, τελειώσας το μαρτύριόν του, απήλθε προς Κύριον, η δε Θεοδούλη προσευξαμένη, ανέβη επάνω εις την σκάραν. Και καθώς η σκάρα εδέχθη αυτήν, εσκορπίσθη, και εσφενδόνησεν όχι ολίγα κάρβουνα εις τους εκεί παρεστώτας, και κατέκαυσε τους περισσοτέρους από αυτούς. Όθεν έβαλαν την Aγίαν εις την φυλακήν. Την δε ερχομένην ημέραν, ανάφθη μεγάλη κάμινος, και εβάλθη εις αυτήν η Aγία, ομού με τον Ευάγριον και Μακάριον και άλλους πολλούς Aγίους. Και εκεί έλαβον όλοι ομού το μακάριον τέλος του μαρτυρίου, και τους αμαράντους στεφάνους παρά Κυρίου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
На 30 септември 2024 г. в църквата „Св. Богородица Хриселеуса“ в с. Акаки, Морфоска св. митрополия, се проведе 38-та духовна среща-разговор от цикъла „Разпалвайки пламъка на светиите“ с Негово Високопреосвещенство Морфоския митрополит г-н Неофит на тема „Магията в съвременния свят“.
Изпращайте Вашите въпроси на следния електронен адрес: anavontastonanaptiratonagion@gmail.com
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών αποφάσισε ομόφωνα την αθώωση του π. Αναστασίου Γκοτσόπουλου για τη Θεία Λειτουργία που τέλεσε στις 25 Μαρτίου 2020, ανήμερα της εορτής του Ευαγγελισμού στον Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Πατρών.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Εισαγγελέας συμφώνησε με τους ισχυρισμούς των δικηγόρων Γ. Ιατρού και Ι. Χατζηαντωνίου περί αντισυνταγματικότητας της ΚΥΑ, που απαγόρευε την τέλεση κάθε ιεροπραξίας για 20 μέρες κατά την περίοδο του κορονοϊού.
Οι δικαστές συμφώνησαν πλήρως με την πρόταση του Εισαγγελέα, ωστόσο βασίστηκαν και στη σύγκρουση καθηκόντων. Με την ανακοίνωση της απόφασης, το ακροατήριο ξέσπασε σε παρατεταμένο χειροκρότημα.
Θυμίζουμε ότι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πατρών είχε καταδικάσει στις 10 Οκτωβρίου 2022 τον π. Αναστάσιο σε οκτώ μήνες φυλάκιση με αναστολή, με την κατηγορία για παραβίαση της ΚΥΑ, σύμφωνα με την οποία είχε απαγορευτεί η τέλεση κάθε ιεροπραξίας. Ο ίδιος είχε ασκήσει έφεση.
Στα Δικαστήρια της Πάτρας παρευρέθηκε πλήθος πιστών, κληρικών, μοναχών και λαϊκών, προκειμένου να εκφράσουν τη συμπαράστασή τους προς τον κληρικό της Μητροπόλεως Πατρών.
Στην απολογία του ο π. Αναστάσιος τόνισε ότι ως Χριστιανός Ορθόδοξος, ως Ορθόδοξος κληρικός και ως Έλληνας πολίτης δεν μπορεί να αποδεχθεί την καθολική απαγόρευση τέλεσης της Θείας Λειτουργίας, όπως είχε αποφασιστεί για 20 περίπου μέρες εν μέσω πανδημίας.
Συγκεκριμένα, επισήμανε: «Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή με κανένα τρόπο και για κανένα λόγο απαγόρευση τέλεσης Θ. Λ. έστω και για μία ημέρα. Κατάργηση της Θ. Λ. έστω και προσωρινή, έστω και μίας ημέρας, σημαίνει κατάργηση της ίδιας της Εκκλησίας. Παρόμοια διάταξη νόμου, ολοσχερούς απαγόρευσης της Θ. Λατρείας, δηλαδή ποινικοποίησης της τέλεσης της Θ. Λειτουργίας, ίσχυε στην Ευρώπη μέχρι το 311 μ.Χ. (θάνατος Διοκλητιανού) και στην Αλβανία του Ενβὲρ Χότζα (1967-1990)! Ούτε ο Μωάμεθ ο Πορθητής ούτε ο Λένιν ούτε ο Στάλιν τόλμησαν τέτοια ασέβεια εναντίον του ίδιου του εσώτατου πυρήνα της Εκκλησίας, του Μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας, που τόλμησε η Ελληνική Δημοκρατία!»
Έκλεισε δε την απολογία του με τα εξής λόγια: «Αν αυτό ήταν έγκλημα αναλαμβάνω την ευθύνη. Αν η συνείδηση και η περί δικαίου αντίληψή Σας με θεωρεί ένοχο, καταδικάστε με! Αποδέχομαι την τιμή αυτή, τη μεγάλη τιμή της καταδίκης επειδή έπραξα ως Ορθόδοξος ιερέας το καθήκον μου».
Νωρίτερα, ο ιερέας και ιατρός π. Ευάγγελος Παπανικολάου που παρέστη ως μάρτυρας, ανέφερε ότι ιερέας που δε λειτουργεί στην εορτή του Ευαγγελισμού, δεν είναι ιερέας.
Πρόσθεσε δε ότι και στο Καμερούν που διακονεί ως κληρικός, ουδέποτε καταργήθηκε η Θεία Λειτουργία, παρά το γεγονός ότι πολλές επιδημίες εκεί είναι σε έξαρση.
Ανακοίνωση του π. Αναστασίου Γκοτσόπουλου για την αθώωσή του
Σήμερα η Ελληνική Δικαιοσύνη μού στέρησε την ύψιστη τιμή που μπορεί να αποδοθεί σε ένα ιερέα: να καταδικαστεί επειδή επιτέλεσε το ιερατικό και εφημεριακό του καθήκον για να είναι στοιχειωδώς συνεπής απέναντι στη συνείδησή του, στους ενορίτες του και στο Θεό.
Ταυτόχρονα όμως η Ελληνική Δικαιοσύνη διαφύλαξε το κύρος της και προστάτεψε την Ελληνική Δημοκρατία και Πολιτεία από το όνειδος και την ντροπή να καταδικαστεί Έλληνας παπάς επειδή “τόλμησε” να λειτουργήσει ανήμερα του Ευαγγελισμού.
Η Ελληνική Δικαιοσύνη με την αθωωτική για το πρόσωπό μου απόφαση αρνήθηκε να εφαρμόσει την όλως περιττή, παράλογη, ατελέσφορη, αντισυνταγματική και, κυρίως, ασεβή και αντίχριστη ΚΥΑ (2867/Υ1/16.3.20) που απαγόρευε όχι τη συνάθροιση λαού στους Ναούς όλης της επικράτειας, αλλά και αυτή αύτη την τέλεση της Θ. Λειτουργίας (ακόμα και στις Μονές και στο Άγ. Όρος!), κατά την όλως κρίσιμη από λειτουργικής απόψεως περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής 2020! Αρνήθηκε να εφαρμόσει τη διάταξη νόμου ολοσχερούς απαγόρευσης της Θ. Λατρείας, δηλαδή ποινικοποίησης της τέλεσης της Θ. Λειτουργίας, που ίσχυε στην Εὐρώπη μέχρι το 311 μ.Χ. (θάνατος Διοκλητιανού) και στην Αλβανία του Ενβὲρ Χότζα (1967-1990)! Ούτε ο Μωάμεθ ο Πορθητής ούτε ο Λένιν ούτε ο Στάλιν δεν τόλμησαν τέτοια ασέβεια εναντίον του ίδιου του εσώτατου πυρήνα της Εκκλησίας, του Μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας, που τόλμησε η Ελληνική Κυβέρνηση εν έτει 2020!
Οφείλω να καταστήσω απολύτως σαφές, ότι:
Ως Ορθόδοξος πιστός δεν θα μπορούσα να ανεχθώ την απαγόρευση τελέσεως Θ. Λειτουργίας από την κρατική εξουσία,
Ως Ορθόδοξος κληρικός ήμουν υποχρεωμένος, χάριτι και ελέει Θεού, να λειτουργήσω υπακούοντας στην Κεφαλή της Εκκλησίας που προστάζει: «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν», χωρίς να ζητώ την άδεια του Καίσαρα,
Τέλος, ως Έλληνας πολίτης ήμουν και είμαι υποχρεωμένος στο μέτρο των δυνατοτήτων και αρμοδιοτήτων μου να προασπίζομαι το Ελληνικό Σύνταγμα και όχι μόνο να μην επιτρέπω σε κανένα την κατάλυσή του αλλά ούτε καν να την ανέχομαι.
Η απαγόρευση τέλεσης Θ. Λ. αποτελεί κατάλυση των θεμελιωδών άρθρων 3 (σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας) και 13 (θρησκευτική ελευθερία) του Ελληνικού Συντάγματος καθώς και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 9.2) που προστατεύει το δικαίωμα της θρησκευτικής λατρείας.
H Εισαγγελική Αρχή με ιδιαίτερη έμφαση έκανε δεκτούς τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου περί αντισυνταγματικότητας των Κυβερνητικών Αποφάσεων, δηλώνοντας επί λέξει: «προσυπογράφω πλήρως σε όλη την έκταση τον ισχυρισμό περί αντισυνταγματικότητας σε όλα τα σημεία και κυρίως σε ότι αφορά την τήρηση της αναλογικότητας. Δεδομένου μάλιστα ότι ο ίδιος ο Νομοθέτης μετά από 8 μέρες ήρε τα συγκεκριμένα μέτρα θεωρώντας αυτά μη αναλογικά, δυσανάλογα. Παρ’ όλα αυτά, παρ΄ ότι σας λέω εκ των πρότερων, προσυπογραφώ πλήρως ό,τι γράφετε εδώ σε σχέση με την αντισυνταγματικότητα, δεν θα σταθώ εκεί… προτείνω την απαλλαγή του κατηγορουμένου»
Η πρόταση του Εισαγγελέα αποτελεί σταθμό, διότι για πρώτη φορά Εισαγγελική Αρχή δέχεται την αντισυνταγματικότητα των Κυβερνητικών αποφάσεων που αφορούσαν στην κατάργηση της Θ. Λατρείας και στην ποινικοποίηση της Θ. Λειτουργίας.
Η Ελληνική Δικαιοσύνη τελικά απεφάνθη ότι δεν διαπράττει κανένα αδίκημα ο ιερέας, ο οποίος ενεργώντας κατά συνείδηση δεν εφαρμόζει κυβερνητικές αποφάσεις που έρχονται σε αντίθεση με την εκκλησιαστική και λειτουργική μας παράδοση. Με άλλα λόγια, το καθήκον του ιερέα να ενεργεί σύμφωνα με την εκκλησιαστική τάξη υπερτερεί της υποχρέωσης συμμόρφωσης σε κυβερνητικές διατάξεις, όταν, μάλιστα, αυτές βρίσκονται εκτός των ορίων της συνταγματικής νομιμότητας.
Οφείλω ευχαριστίες στους δικηγόρους μου τον κ. Γ. Ιατρού και τον κ. Ιω. Χατζηαντωνίου, διότι με αδιάσειστη νομική επιχειρηματολογία κονιορτοποίησαν το κατηγορητήριο και απέδειξαν ότι οι ΚΥΑ που απαγόρευσαν την Θ. Λειτουργία δεν ήταν δυνατόν να εφαρμοστούν από Ορθοδόξους κληρικούς.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες απευθύνω στον πρωτοπρεσβύτερο και ιατρό του Δημοσίου π. Ευάγγελο Παπανικολάου, ο οποίος παρέστη ως μάρτυρας, διότι με την επιστημονικά τεκμηριωμένη του κατάθεση κατέδειξε ότι από την τέλεση της Θ. Λ. και τη Θ. Κοινωνία των πιστών ούτε προέκυψε ούτε είναι δυνατόν να προκύψει ο παραμικρός κίνδυνος για τη δημόσια υγεία και συνεπώς οι ισχυρισμοί του μάρτυρα κατηγορίας δημοσιογράφου Κ. Φλαμή στερούνται της παραμικρής σοβαρότητας.
Ευχαριστώ πολύ και τους κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς που βρέθηκαν σήμερα στο Δικαστήριο από διάφορα μέρη της Ελλάδος για να εκφράσουν τη συμπαράστασή τους στο πρόσωπό μου, αλλά και τους δεκάδες από ολόκληρη τη χώρα ή μάλλον από όλο τον κόσμο, που μου συμπαραστάθηκαν. Δυστυχώς λόγω του μεγάλου αριθμού των μηνυμάτων δεν μπόρεσα να ανταποκριθώ και να τους ευχαριστήσω προσωπικά. Ζητώ συγγνώμη!
Τέλος, οφείλω να εκφράσω τις ευχαριστίες μου και στον μοναδικό κατήγορό μου δημοσιογράφο Κ. Φλαμή -ο οποίος δεν παρέστη, ως είχε υποχρέωση, αλλά η μαρτυρική του κατάθεση στην πρωτόδικη διαδικασία αναγνώστηκε ολόκληρη- χρησιμοποιώντας τα λόγια του Λυσία: «Οὐ πολλοῦ δέω χάριν ἔχειν, ὦ βουλή, τῷ κατηγόρῳ, ὅτι μοι παρεσκεύασε τόν ἀγώνα τουτονί». Όμως αυτό που για εμένα ως ιερέα είναι υπέρτατη τιμή δεν ξέρω πως μπορεί να αξιολογηθεί για ένα δημοσιογράφο… Αυτό είναι όμως πρόβλημα του κ. Φλαμή…
Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στον Πανηγυρικό Εσπερινό της εορτής του Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου, που τελέσθηκε στον ιερό ναό των Οσίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος στο χωριό Περιστερώνα της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου, όπου πανηγυρίζει προσωρινά η κατεχόμενη κοινότητα Μάσσαρι (16.1.2017)
Σ᾿ αὐτὸ καὶ μόνον πρέπει νὰ ἐκπαιδεύει τὴν ψυχή του, ὥστε ν᾿ ἀρέσει στὸ Θεό, εὐχαριστώντας γιὰ τὴν τόσο μεγάλη Του πρόνοια καὶ ρύθμιση τῶν ὅλων, ὁτιδήποτε κι᾿ ἂν τοῦ τύχη στὴ ζωή του.
Ο αββάς Παύλος έφτασε στην ηλικία των εκατό και δεκατριών ετών. Τότε και ο Μέγας Αντώνιος ήταν ενενήντα χρόνων και πολλές φορές σκεπτόταν και απορούσε λέγοντας. Άραγε θα υπάρχη άλλος Μοναχός στην πιο βαθειά έρημο; Μια νύκτα ήλθε Άγγελος Κυρίου και του λέγει: Πήγαινε γρήγορα στο βάθος της ερήμου, να βρεις τον Αββά Παύλο, ο οποίος είναι πιο ενάρετος από σένα και θα λάβεις μεγάλη ωφέλεια από αυτόν. Όταν άκουσε αυτά δεν καθυστέρησε καθόλου, αλλά αφού περιφρόνησε την αδυναμία των γηρατειών, την μεγάλη οδοιπορία και όλα τα άλλα εμπόδια, ξεκίνησε το πρωί και περπατώντας όλη την ημέρα εκαίγετο από τον καφτερό ήλιο. Είχε όμως την ελπίδα στον Κύριο ότι θα του δείξει τον έμψυχο θησαυρό, και δεν σκεπτόταν καθόλου τις δυσκολίες του δρόμου.
Μέγας Αντώνιος. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου στην Πάφο
Την τρίτη ημέρα είδε ένα λιοντάρι, που ανέβαινε βιαστικά σε ένα βουνό. Ο δε Όσιος γνωρίζοντας ότι ο Θεός τον άκουσε, ακολούθησε το θηρίο και έτσι έφθασε στο σπήλαιο. Τότε το μεν λιοντάρι μπήκε στο σπήλαιο, ο δε όσιος έμεινε απ’ έξω. Έτσι, αφού άφησε για την αγάπη κάθε δειλία και φόβο, ξεκίνησε γρήγορα να μπει μέσα σε αυτό και από την βιασύνη του σκόνταψε σε μια πέτρα και κτύπησε λίγο το πόδι του. Ακούγοντας τον θόρυβο ο ευρισκόμενος μέσα στο σπήλαιο Όσιος Παύλος, έκλεισε την πόρτα, ο δε όσιος Αντώνιος τον παρακαλούσε από έξω λέγοντας: ”Σε παρακαλώ για τον Κύριο, Όσιε Πάτερ, άνοιξέ μου για να δω το σεβάσμιο πρόσωπο σου.” Ο δε Όσιος Παύλος, θέλοντας να τον δοκιμάσει δεν άνοιγε. Έτσι, επειδή δεν μπορούσε ο μακάριος Αντώνιος από τον κόπο της οδοιπορίας και το κτύπημα να στέκεται όρθιος, έπεσε με το πρόσωπο στην γη και έμεινε έτσι εξ ώρες να τον παρακαλεί.
Άγιος Παύλος ο Θηβαίος. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα μ.Χ. στον Ιερό Ναό τού Αγίου Νικολάου του Ορφανού στην Θεσσαλονίκη
Βλέποντας τον ήλιο να πλησιάζει την δύση του, παρακαλούσε πιο θερμά τον Όσιο να του ανοίξει την είσοδο. Ο δε Όσιος τον ρώτησε από μέσα ποιος ήταν, από που ήλθε και τι ζητούσε. Ο Αντώνιος του αποκρίθηκε λέγοντάς του την αλήθεια και πρόσθεσε: Άνθρωπε του Θεού, γνωρίζω πως δεν είμαι άξιος να σε δω και να συναντηθούμε, αλλά μάθε ότι δεν φεύγω από δω αν δεν απολαύσω την ποθούμενη μου θέα σου και τα γλυκύτατα σου λόγια. Γι’ αυτό περπάτησα ο γηραιός τόσο δρόμο ,και δεν λογάριασα τόση ταλαιπωρία, και βάσανα και τον φόβο των θηρίων, ω επώνυμε και μιμητά του Παύλου, τα άγρια θηρία φιλοξενείς και τον κατ’ εικόνα Θεού άνθρωπο, αν και αμαρτωλό και ανάξιο αποστρέφεσαι; …αλλά δεν φεύγω από εδώ έως να μου ανοίξεις , ακόμα και να πεθάνω έξω από την πόρτα σου, κι έτσι νεκρός να ελέγχω και να κατηγορώ αφώνως την ασπλαχνία σου. Αυτά έλεγε ο Αντώνιος κλαίγοντας.
Όσιος Παύλος ο Θηβαίος
Και απαντώντας του ο Παύλος “χαριέντως” του λέγει: Όποιος ζητεί δεν φοβερίζει κι όποιος κατηγορεί δεν δακρύζει. Και ανοίγοντάς του τον υποδέχεται εγκάρδια: “Καλώς ήρθες αδελφέ και συνεργάτα Αντώνιε”. Έτσι αφού κατασπάσθηκε ο ένας τον άλλο εν φιλήματι αγίω και αφού συνομιλούσαν με λόγια θεϊκά, αισθάνθηκαν μεγάλη πνευματική ευφροσύνη και αγαλλίαση. Έπειτα είπε ο Παύλος προς τον Αντώνιο: Τι ανάγκη είχες αδελφέ να κακοπαθήσεις τόσο να έλθεις έως εδώ , για να δεις έναν σαπρό και άχρηστο γέροντα ο οποίος πρόκειται σε λίγο να πεθάνει;… Κι ενώ συνομιλούσαν οι Άγιοι, βλέπουν πάνω σε ένα κλαδί δένδρου, κόρακα να βαστάζει ένα ολόκληρο άρτο, ο οποίος αφού πέταξε από το δένδρο τοποθέτησε τον άρτο ανάμεσα τους. Ενώ θαύμαζε ο Όσιος Αντώνιος αυτό το παράδοξο του είπε ο Όσιος : Στα αλήθεια, αδελφέ Αντώνιε, πολύ φιλάνθρωπος και Ελεήμων είναι ο Κύριος χορηγώντας σπόρο σε αυτόν που σπέρνει και άρτο για τροφή. Εξήντα χρόνια είναι όπου μου φέρνει την τροφή ο κόρακας αυτός, όπως είδες και όχι ένα άρτο, αλλά το μισό και σήμερα για την παρουσία σου διπλασίασε ο αγαθός Τροφεύς και Δεσπότης την τροφή.
Άγιος Αντώνιος και Άγιος Παύλος ο Θηβαίος. Τοιχογραγία του 17ου αιώνα μ.Χ. στην Ιερά Mονή Ξηροποτάμου, Άγιον Όρος
Ευχαρίστησαν τον Θεό και οι δυο και πήγαν στην πηγή να δειπνήσουν («παξιμαδήσουσι»). «Και φιλονικούντες ώραν πολλήν ως ταπεινόφρονες, συνερίζουνταν τις να κόψη τον άρτον, να ευλογήση την τράπεζαν, κι επροτίμα ένας τον άλλον τους»… «Τέλος, συμφώνως έλαβε πας ένας τον άρτον από το ένα μέρος.» Και τον έκοψαν μαζί εις το Όνομα του Κυρίου. …Αφού έφαγαν, έκαναν αγρυπνία όλη την νύκτα, προσευχόμενοι και δοξολογούντες τον Κύριο, και το πρωί είπε ο Παύλος προς τον Αντώνιο. Είναι πολλές μέρες, όπου μου απεκάλυψε ο Κύριος μας, ότι κατοικείς σε αυτή την έρημο, και μου υποσχέθηκε ότι θα σε ιδώ προτού τελειώσει η ζωή μου. Τώρα λοιπόν κατά την υπόσχεση σε απέστειλε να ενταφιάσεις το σώμα μου.
Όσιος Παύλος ο Θηβαίος
Όταν άκουσε αυτά ο Μέγας Αντώνιος, έτρεχαν τα δάκρυα του σαν ποτάμι, κλαίοντας για τον χωρισμό και τον παρακαλούσε θερμά να κάνη δέηση προς τον Κύριο, για να πάει και αυτός στην συνοδεία του. Σε παρακαλώ για την αγάπη μου, να μην βαρεθείς μέσα στους άλλους κόπους σου, αλλά να μου φέρεις τον μανδύα που σου έδωσε ο Επίσκοπος (Μέγας) Αθανάσιος, διότι έχω πολλή ευλάβεια να ενταφιάσεις με εκείνον το λείψανό μου. Αυτό, βέβαια, το έλεγε ο Παύλος μόνον ως πρόφαση, ώστε να μην είναι παρών κατά την κοίμησή του ο Αντώνιος και λυπηθεί περισσότερο. Και ούτε είχε ανάγκη από το ιμάτιο κατά τον θάνατο. Θαυμάζοντας ο Αντώνιος το «προορατικόν πνεύμα» του Οσίου, τον ευλαβείτο ως Άγγελο και δακρύζοντας του φίλησε τα χέρια και τα μάτια. Και ζητώντας του συγχώρεση, έφυγε γρήγορα για το κελί του.
Όσιος Παύλος ο Θηβαίος
Αφού πήρε λίγη τροφή επήρε τον μανδύα που του είπε και έτρεχε γρήγορα προς αυτό που επιθυμούσε, διψώντας τον Παύλο, βλέποντας προς τον Παύλο, “τον οποίον είχεν τροφήν σώματος, πνοήν και αναψυχήν της ψυχής του”.. Προσπαθούσε όσο μπορούσε πιο γρήγορα να περπατήσει, επειδή φοβόταν μήπως και δεν τον φθάσει ζωντανό για να πάρει την ευλογία του.
Αφού περπάτησε όλη την πρώτη ημέρα και μέρος από την δεύτερη, είδε στο δρόμο με τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής του τάγματα, Αγγέλων, Προφητών και χορούς Αποστόλων, στρατεύματα Μαρτύρων και Όσιων και μαζί με αυτούς, την ψυχή του Παύλου να λάμπει περισσότερο από το χιόνι, την οποίαν πήγαιναν με πολλή χαρά στα ουράνια. Όταν είδε αυτά έπεσε με το πρόσωπο στην γη, και αφού έβαλε άμμο στο κεφάλι του, κτυπούσε το πρόσωπο του “οδυρόμενος”. Αφού έκλαψε πολλή ώρα, έτρεχε και αισθανόταν τόσο δύναμη στο σώμα του, σαν να ήταν νέος και ακόμη περισσότερο.
Μέγας Αντώνιος και Όσιος Παύλος ο Θηβαίος. Φορητή εικόνα του 16ου αιώνα
Όταν έφθασε στο σπήλαιο, βρήκε τον Όσιο γονατιστό και είχε προς τον ουρανό υψωμένα τα χέρια του και το πρόσωπο. Επειδή νόμισε λοιπόν ότι ήταν ακόμη ζωντανός και προσευχόταν, συμπροσευχόταν και αυτός πολλή ώρα και έβλεπε με προσοχή εάν κουνηθεί κάποιο μέλος του Αγίου ή αν στενάξει ή αν κάνη κάτι που κάνουν οι ζωντανοί, για να γνωρίσει την αλήθεια. Αφού πέρασε πολύ ώρα και καθόλου δεν κινήθηκε, κατάλαβε ότι τελείωσε προσευχόμενος. Τότε πήγε με πολλή ευλάβεια και αγκάλιασε εκείνο το σεβασμιότατο λείψανο και συνεχώς το ασπάζονταν, κλαίοντας επειδή δεν τον γνώρισε πολύ πιο μπροστά για να απολαύσει την συνομιλία του προς ψυχική του ωφέλεια. Αφού τύλιξε αυτό με τον μανδύα, που έφερε, είπε τους συνήθεις ψαλμούς και όσα τροπάρια ήξευρε και θέλοντας να τον ενταφιάσει δεν ήξερε πως να σκάψει την γη επειδή δεν πήρε μαζί του κάποιο εργαλείο όταν αναχώρησε από το κελί του.
Άγιος Αντώνιος και Άγιος Παύλος ο Θηβαίος
Στεκόταν λοιπόν στεναχωρημένος, σκεπτόμενος να μην φύγει “έως να του στείλη ο Κύριος εξ ύψους βοήθειαν”. Τότε βλέπει να έρχονται τρέχοντας προς αυτόν δύο “φοβερώτατοι” λέοντες από το βάθος της έρημου . Στην αρχή μεν φοβήθηκε σαν άνθρωπος. Αλλά στήριξε την καρδιά του προς τον Κύριο κι έμεινε χωρίς φόβο. Τα δε λιοντάρια αφού πλησίασαν πρώτα στον μακάριο Παύλο κουνούσαν τις ουρές τους και με τις γλώσσες τους, έγλειφαν τα πόδια του, σαν να ήταν ζωντανός. Έπειτα όταν κατάλαβαν ότι ο Άγιος είχε τελειώσει, μούγκρισαν πέφτοντας στα πόδια του με πολλή θλίψη σαν άνθρωποι. Ο δε Όσιος θαύμασε βλέποντας ότι και τα θηρία είχαν στεναχωρηθεί για την αναχώρηση του Παύλου. “Αφού δε επέρασεν ολίγον η λύπη τους, ηγέρθησαν” και έσκαψαν την γη με τα νύχια τους κάνοντας τάφο ίσα ακριβώς με το λείψανο, και έβγαλαν το χώμα με τα πόδια τους. Έπειτα πήγαν στον Αντώνιο σαν να του ζητούσαν ευλογία “δια τον μισθόν του κόπου τους”, κουνώντας τις ουρές τους και τα αυτιά τους και έβαλαν κάτω το κεφάλι τους και έκαναν και άλλα τέτοια σχήματα.
Άγιος Παύλος ο Θηβαίος (κοίμησιος). Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β ‘
Ο δε Όσιος Αντώνιος αφού ύψωσε τα χέρια του προς τον ουρανό αυτά προσευχήθηκε: «Κύριε ο Θεός που τα γνωρίζεις όλα, που χωρίς την εντολή Σου ούτε φύλλο από το δένδρο δεν πέφτει, ούτε πουλί στην γη δεν κατεβαίνει, Συ Κύριε, όπως γνωρίζεις, δώσε και τον μισθό στα θηρία αυτά». Αυτά αφού είπε ο θείος Αντώνιος, έκανε με το χέρι του σημείο στα λιοντάρια για να αναχωρήσουν. Αυτά αφού πήγαν πάλι στο ιερό λείψανο του Παύλου και κατεσπάσθηκαν αυτό αναχώρησαν.
Ο δε Αντώνιος, βαστάζοντας το ιερό λείψανο το ενταφίασε το έτος 341, στις 15 Ιανουαρίου. Ο Άγιος Παύλος γεννήθηκε το έτος 227 στην Θηβαΐδα της Αιγύπτου, το δε έτος 250 έφυγε στην έρημο. Έζησε δε στο σπήλαιο 91 έτη, όλα δε τα χρόνια του ήσαν 114.
Μέγας Αντώνιος. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος Αγίου Όρους
Περίμενε δε ο Μέγας Αντώνιος ακόμη μία ημέρα, για να δη εάν έλθει πάλι ο κόρακας με τον άρτο, αλλά δεν φάνηκε. Και αφού έγινε κληρονόμος της στολής του Οσίου Παύλου, επήρε εκείνο το ένδυμα των φοινίκων και επέστρεψε στο Μοναστήρι διηγούμενος στους Μοναχούς όλα τα προηγούμενα, την δε στολή του Οσίου Παύλου την είχε σε τόση μεγάλη τιμή και καύχημα, ώστε την φορούσε το Άγιον Πάσχα και τις άλλες μεγάλες εορτές.
Τήν Τετάρτη, 12 Ἰανουαρίου, ὁ Γεώργιος ζήτησε ἀπό τή γυναίκα του τά καλά του ἐνδύματα καί ξεκίνησε γιά τήν ἀγορά πρός ἀναζήτηση ἐργασίας. Καταγράφεται ὅτι τρείς φορές γύρισε πίσω για νά χαιρετήσει τή γυναίκα του καί τόν νεογέννητο, νεοφώτιστο γιό του. Κάποια ἐνόραση καθοδηγοῦσε πλέον τόν Γεώργιο. Ἡ πορεία του πρός τό μαρτύριο ἄρχιζε…