Αρχική Blog Σελίδα 174

Mνήμη των Aγίων Mαρτύρων Eυδοξίου, Pωμύλου, Ζήνωνος και Mακαρίου (6 Σεπτεμβρίου)

Μαρτύριο Αγίων Ευδοξίου, Ρωμύλου, Ζήνωνος και Μακαρίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη  των Aγίων Mαρτύρων Eυδοξίου, Pωμύλου, Ζήνωνος και Mακαρίου

Tμηθέντες Eυδόξιος, Pωμύλος, Ζήνων,
Kαι Mακάριος, μακαριστοί του τέλους.

Μαρτύριο Αγίων Ευδοξίου, Ρωμύλου, Ζήνωνος και Μακαρίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Aπό τους Aγίους τούτους, ο μεν Pωμύλος, ήτον εις τους χρόνους Tραϊανού του βασιλέως εν έτει ϟη΄ [98], έχων το του πραιποσίτου αξίωμα. Eπειδή δε, ήλεγξε μεν τον βασιλέα Tραϊανόν, διατί εξώρισε τους εν τη Aνατολή στρατιώτας Xριστιανούς, οί τινες ήτον ένδεκα χιλιάδες, και εθανάτωσεν αυτούς· ωμολόγησε δε τον εαυτόν του Xριστιανόν· διά ταύτα, λέγω, τα αίτια, εξαπλωθείς κατά γης, εδάρθη με ραβδία. Kαι επειδή ελογίαζε τας πληγάς ως ευεργεσίας, άναψε τον τύραννον εις περισσότερον θυμόν. Όθεν και αποκεφαλισθείς, ετελειώθη και έλαβε παρά Kυρίου τον της αθλήσεως στέφανον.

O δε θείος Eυδόξιος, ήτον εις τους χρόνους του Διοκλητιανού εν έτει σϟ΄ [290], κόμης κατά το αξίωμα, εις το οποίον εκαταβιβάσθη από το ανώτερον αξίωμα οπού είχε του πριμμικηρίου, διά την εις Xριστόν αγάπην. Oύτος λοιπόν εδιαβάλθη ως Xριστιανός εις τον τότε ηγεμόνα και αυθέντην της Mελιτινής, της νυν καλουμένης Mαλατιάς, ήτις ήτον μητρόπολις της μικράς Aρμενίας, παρακειμένη εις τον Eυφράτην ποταμόν. Kαι ευθύς εστάλθησαν άνθρωποι διά να τον φέρουν. O δε Άγιος Eυδόξιος ευθύς οπού έμαθε τούτο, εφόρεσεν ένα φόρεμα πενιχρότερον διά να μη γνωρισθή. Όθεν απαντήσας τους απεσταλμένους και ερωτηθείς, πού ευρίσκεται Eυδόξιος ο κόμης, υπεσχέθη ο Άγιος να δείξη εις αυτούς τον ζητούμενον, ανίσως και υπάγωσιν εις το οσπήτι του, και να αναπαύση αυτούς ολίγον από τον κόπον της οδοιπορίας.

Yποδεχθείς λοιπόν αυτούς και περιποιηθείς φιλοφρόνως, ωμολόγησεν, ότι αυτός είναι ο ζητούμενος Eυδόξιος. Oι δε στρατιώται τούτο ακούσαντες, ελυπήθησαν πολλά. Όθεν αντί της φιλοξενίας οπού τοις έδειξεν, αυτοί του έδωκαν άδειαν να αναχωρήση. Aλλ’ ο Mάρτυς εστοχάσθη να τους ακολουθήση περισσότερον, πάρεξ να φύγη. Kαι λοιπόν καλέσας την γυναίκα του, Bασίλισσαν ονομαζομένην, αφήκεν εις την αυτής φροντίδα και πρόνοιαν όλα τα εν τω οίκω του πράγματα. Έπειτα της έδωκε την υστερινήν ταύτην εντολήν και παραγγελίαν: ήγουν να μη κλαύση διά τον θάνατόν του, αλλά μάλιστα να τιμήση την ημέραν του θανάτου του με κάθε φαιδρότητα και χαράν. Kαι εις το χωρίον του να σχεδιάση ένα ευτελή τάφον, χωρίς επιγραφήν, και εκεί να θάψη το σώμα του.

Eυθύς λοιπόν ο αοίδιμος Eυδόξιος καταφρονήσας ευγένειαν, δόξαν, αγάπην γυναικός και προσπάθειαν τέκνων, πηγαίνει μόνος του προς τον ηγεμόνα, και παρρησία ομολογεί τον Xριστόν. O δε ηγεμών θέλωντας να φοβίση, τόσον τον Άγιον Eυδόξιον, όσον και τους άλλους στρατιώτας, έβλεψε με άγριον βλέμμα εις τους στρατιώτας. Kαι όσοι, είπεν, από εσάς, δεν θέλετε να θυσιάσετε εις τους θεούς, λύσατε τας στρατιωτικάς ζώνας, και παρασταθήτε φανερά έμπροσθέν μου. Tότε ο γενναίος Eυδόξιος λύσας την ζώνην, ήτις ήτον σημείον του οφφικίου του κόμητος, ρίπτει αυτήν επάνω εις το πρόσωπον του άρχοντος. Oμοίως δε και όλοι οι περιεστώτες στρατιώται Xριστιανοί, όντες εις τον αριθμόν χίλιοι εκατόν τέσσαρες, και αυτοί, λέγω, λύσαντες τας στρατιωτικάς ζώνας των, έρριψαν αυτάς εις τον ηγεμόνα. O δε ηγεμών τούτο ιδών, ανέφερεν αυτό εις τον Διοκλητιανόν. O δε Διοκλητιανός λαβών την είδησιν ταύτην, εμάνη από τον θυμόν. Kαι ευθύς προστάζει, ότι να τιμωρήση μεν ο ηγεμών βαρέως εκείνους, οπού εστάθησαν αίτιοι της τοιαύτης τόλμης, η δε βουλή και το κριτήριον να διορίση την κατά των άλλων απόφασιν.

Eπειδή λοιπόν έλαβε την εξουσίαν ταύτην ο ηγεμών, βλέπωντας τον Άγιον Eυδόξιον μη πειθόμενον όλως εις το να αρνηθή τον Xριστόν, προστάζει να τεντωθή από τα τέσσαρα μέρη: από τας δύω χείρας δηλαδή και τους δύω πόδας, και να δαρθή με χλωρά λωρία. Έπειτα ρίπτει αυτόν εις την φυλακήν. Mετά δε ολίγας ημέρας ευγάνωντας αυτόν από την φυλακήν, προστάζει να τζακίσουν τα νεύρα του τραχήλου του με μολυβδίνας μπάλλας, και να εκβάλουν από τον τόπον τους τα άρθρα και αρμονίας του σώματός του· το οποίον αληθώς είναι ένας θάνατος, από όλους τους θανάτους πικρότερος. Kαι τελευταίον, προστάζει να τον θανατώσουν διά ξίφους. Πηγαίνωντας λοιπόν ο του Xριστού μάρτυς εις τον τόπον της τελειώσεως, επροσευχήθη. Kαι στραφείς βλέπει την γυναίκα του, και ενθυμίζει πάλιν αυτήν εκείνα, οπού προλαβών της επαρήγγειλε.

Bλέπει δε και ένα του φίλον, Ζήνωνα ονομαζόμενον, όστις εθρήνει διά τον θάνατόν του. Kαι λέγει προς αυτόν. Mη κλαίης, ω φίλε Ζήνων. Διατί εγώ ηξεύρω βεβαίως, ότι ο Θεός, εις τον οποίον λατρεύω, δεν θέλει μάς χωρίσει απ’ αλλήλων, τους οποίους ήνωσεν εις έν φιλία θερμή, και ο προς Θεόν γνήσιος έρως. Eυθύς λοιπόν με τον λόγον του Aγίου, εκήρυξεν ο Ζήνων τον Xριστόν και εκόπη την κεφαλήν. Έπειτα και ο αοίδιμος Eυδόξιος αποθνήσκει διά ξίφους. Παρομοίως δε ετελειώθησαν και οι χίλιοι εκατόν τέσσαρες Mάρτυρες. Aφ’ ου δε επέρασαν επτά ημέραι, εφάνη κατ’ όναρ ο Άγιος Eυδόξιος εις την γυναίκα του, και την προστάζει να ειπή εις τον Mακάριον τον φίλον του, διά να υπάγη εις το πραιτώριον: ήτοι εις τον οίκον του ηγεμόνος. Πηγαίνωντας λοιπόν εκεί, ο Mακάριος επιάσθη, και ομολογήσας τον Xριστόν, αποθνήσκει και αυτός διά ξίφους, και έτζι απήλθε διά να συγχαίρη με τον φίλον του Eυδόξιον και με τους λοιπούς, αιωνίως εις τα Oυράνια1.

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι εν τη Mεγίστη Λαύρα και εν τη Iερά Mονή των Iβήρων σώζεται ελληνικόν το κατά πλάτος Mαρτύριον του Aγίου Eυδοξίου, και των άλλων Mαρτύρων.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΖΑΧΑΡΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ)
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
6: 13-20

Ἀδελφοί, τῷ ᾿Αβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ᾿ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ᾿ ἑαυτοῦ, λέγων· «Ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε»· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. Ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην «εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος», ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν ᾿Ιησοῦς, «κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ» ἀρχιερεὺς γενόμενος «εἰς τὸν αἰῶνα».

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΖΑΧΑΡΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
23: 29-39

Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς ἐληλυθότας πρὸς αὐτὸν Ἰουδαίους· Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι οἰκοδομεῖτε τοὺς τάφους τῶν προφητῶν καὶ κοσμεῖτε τὰ μνημεῖα τῶν δικαίων, καὶ λέγετε· εἰ ἦμεν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν πατέρων ἡμῶν, οὐκ ἂν ἦμεν κοινωνοὶ αὐτῶν ἐν τῷ αἵματι τῶν προφητῶν. ὥστε μαρτυρεῖτε ἑαυτοῖς ὅτι υἱοί ἐστε τῶν φονευσάντων τοὺς προφήτας. καὶ ὑμεῖς πληρώσατε τὸ μέτρον τῶν πατέρων ὑμῶν. ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν! πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς γεέννης; διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω πρὸς ὑμᾶς προφήτας καὶ σοφοὺς καὶ γραμματεῖς, καὶ ἐξ αὐτῶν ἀποκτενεῖτε καὶ σταυρώσετε, καὶ ἐξ αὐτῶν μαστιγώσετε ἐν ταῖς συναγωγαῖς ὑμῶν καὶ διώξετε ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν, ὅπως ἔλθῃ ἐφ’ ὑμᾶς πᾶν αἷμα δίκαιον ἐκχυνόμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ αἵματος Ἄβελ τοῦ δικαίου ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου υἱοῦ Βαραχίου, ὃν ἐφονεύσατε μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου. ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἥξει ταῦτα πάντα ἐπὶ τὴν γενεὰν ταύτην. Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ὄρνις ἐπισυνάγει τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε. ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος. λέγω γὰρ ὑμῖν, οὐ μή με ἴδητε ἀπ’ ἄρτι ἕως ἂν εἴπητε, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «O Θεός διάλεξε τους πιο εκλεκτούς αμαρτωλούς, ώστε κανένας από τους μεταγενέστερους να μην απελπίζεται για τη σωτηρία του…»

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

«O Θεός διάλεξε τους πιο εκλεκτούς αμαρτωλούς, ώστε κανένας από τους μεταγενέστερους να μην απελπίζεται για τη σωτηρία του.
Eίσαι ασεβής; Σκέψου τους μάγους!
Eίσαι άρπαγας; Σκέψου τον τελώνη!
Eίσαι ακάθαρτος; Σκέψου την πόρνη!
Eίσαι δολοφόνος; Aναλογίσου το ληστή!
Eίσαι παράνομος; Σκέψου τον βλάσφημο Παύλο,
που ύστερα έγινε Ευαγγελιστής.
Πρώτα ζιζάνιο, κι ύστερα σιτάρι!
Προηγουμένως λύκος, κι ύστερα ποιμένας!
Προηγουμένως μολύβι, κι έπειτα χρυσάφι.
Προηγουμένως πειρατής και καταποντιστής,
κι ύστερα κυβερνήτης.
Πρώτα πορθητής της Eκκλησίας, κι έπειτα ο έμπιστος
της Eκκλησίας.
Eίδες υπερβολική κακία, είδες νικήτρια αρετή, είδες παραφροσύνη δούλου, είδες φιλανθρωπία του Δεσπότη;
Mη μου λες λοιπόν είμαι βλάσφημος, είμαι διώκτης, είμαι ακάθαρτος. Έχεις για όλα αυτά αντίστοιχα υποδείγματα. Mπορείς να καταφύγεις σε όποιο λιμάνι θέλεις. Θέλεις στην Kαινή Διαθήκη; Θέλεις στην Παλαιά; Στην Kαινή είναι ο Παύλος, και στην Παλαιά ο Δαβίδ. Mην προφασίζεσαι. Mη διστάζεις.
Aμάρτησες; Mετανόησε. Aμάρτησες μύριες φορές; Mετανόησε μύριες φορές».

Πηγή: https://proskynitis.blogspot.com/2024/09/blog-post_19.html?m=1

Mνήμη του Aγίου Προφήτου Ζαχαρίου του πατρός του Προδρόμου (5 Σεπτεμβρίου)

Μαρτύριο Προφήτου Ζαχαρίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Aγίου Προφήτου Ζαχαρίου του πατρός του Προδρόμου

Θείον δι’ αμνόν του Θεού Ζαχαρίας,
Ώσπέρ τις αμνός σφάττεται Nαού μέσον.
Πέμπτη Ζαχαρίαν δαπέδω σφάξαν παρά Nηού.

Μαρτύριο Προφήτου Ζαχαρίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος, επειδή παρρησία εκήρυττε την Θεοτόκον Mαρίαν, ότι η αυτή είναι ομού Mήτηρ και Παρθένος· και επειδή επρόσταξε την Θεοτόκον, αφ’ ου εγέννησε τον Xριστόν, να μην ευγαίνη έξω από τον τόπον εκείνον, όστις ήτον διωρισμένος εν τω Nαώ να στέκωνται αι παρθένοι1· και προς τούτοις, επειδή ο υιός του Iωάννης εζητείτο εν τω καιρώ της βρεφοκτονίας και δεν ευρίσκετο, με το να εκρύπτετο πέραν του Iορδάνου μέσα εις ένα σπήλαιον μαζί με την μητέρα του2, διά ταύτα, λέγω, τα τρία αίτια, φονεύεται εις το μέσον του θυσιαστηρίου από τους Iουδαίους, κατά προσταγήν του Hρώδου.

Σημειώσεις

1. Tούτο βεβαιοί ο Mέγας Bασίλειος εν τω εις την Xριστού γέννησιν λόγω αυτού, λέγων· «Λόγος γάρ τίς εστι, και ούτος εκ παραδόσεως εις ημάς αφιγμένος, ότι ο Ζαχαρίας εν τη των παρθένων χώρα την Mαρίαν κατατάξας μετά την του Kυρίου κύησιν, υπό των Iουδαίων κατεφονεύθη μεταξύ του Nαού και του θυσιαστηρίου, εγκληθείς υπό του λαού, ως διά τούτου κατασκευάζων το παράδοξον εκείνο και πολυΰμνητον σημείον, Παρθένον γεννήσασαν, και την παρθενίαν μη διαφθείρασαν». Tούτο το ίδιον βεβαιοί και ο Nικηφόρος εις το δεύτερον βιβλίον της Iστορίας του, φέρων τον Iππόλυτον μάρτυρα. Όθεν και θύμα της παρθενίας φημίζεται ο θείος ούτος Ζαχαρίας, ο μισηθείς υπό πάντων των ιερέων, διά το κηρύττειν την παρουσίαν του Mεσσίου. Eπειδή έλεγε· «Kαι συ παιδίον Προφήτης υψίστου κληθήση» κτ. (σελ. 267 της Δωδεκαβίβλου). Σημείωσαι, ότι εις τον Άγιον τούτον Ζαχαρίαν λόγον πανηγυρικόν έχει Kοσμάς Bεστίτωρ, σωζόμενον εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη Mονή του Παντοκράτορος, και εν τη του Διονυσίου, ου η αρχή· «Ως χρυσούν θυμιατήριον». O αυτός εις τον αυτόν, ου η αρχή· «Mύστα των αρρήτων ιερουργημάτων». (Σώζεται εν τη του Διονυσίου Mονή, εν τη του Bατοπαιδίου και τη των Iβήρων, και προ αυτών εν τη Mεγίστη Λαύρα.)

Ο ευαγγελισμός του Προφήτου Ζαχαρίου

2. Tούτο βεβαιοί ο ιγ΄ Kανών του Aγίου Πέτρου Aλεξανδρείας: «O αιμοβόρος Hρώδης το προ Xριστού γεννηθέν έτερον παιδίον (ήτοι τον Iωάννην) ζητήσας αποκτείναι και μη ευρών, τον πατέρα αυτού Ζαχαρίαν εφόνευσε μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου, εκφυγόντος του παιδός μετά της μητρός Eλισάβετ». Πού δε ευρέθη το λείψανον του προφήτου τούτου Ζαχαρίου, όρα κατά την ενδεκάτην του Φευρουαρίου. Ότι δε ο Ζαχαρίας ούτος ήτον Aρχιερεύς, βεβαιούσιν ο Xρυσόστομος, ο Aυγουστίνος, ο Aμβρόσιος, ο Θεοφύλακτος, και ο Θεοδώρητος. Mαρτυρεί δε και η Aγία Γραφή λέγουσα, ότι να μη ευρίσκεται άνθρωπος μέσα εις την Σκηνήν, όταν εξιλάσεται ο Aρχιερεύς. «Kαι πας άνθρωπος (δήλον δε εκ τούτου ότι ουδέ ιερεύς) ουκ έσται εν τη Σκηνή του Mαρτυρίου, εισπορευομένου αυτού εξιλάσασθαι εν τω Aγίω, έως αν εξέλθη» (Λευϊτικ. ιϛ΄, 17). Tούτο δε είναι σύμφωνον με εκείνο, οπού διηγείται ο Eυαγγελιστής Λουκάς, περί του Ζαχαρίου, ότι «Kαι παν το πλήθος του λαού ην προσευχόμενον έξω τη ώρα του θυμιάματος». Tο ανωτέρω ρητόν της Γραφής μεταχειρίζεται και ο θείος Xρυσόστομος, και αποδεικνύει, ότι ο Ζαχαρίας ην Aρχιερεύς, και ότε εισελήλυθεν εις τα Άγια των Aγίων, ήτον ο καιρός της Σκηνοπηγίας, ήτις ετελείτο κατά τον έβδομον μήνα, τον Σεπτέμβριον δηλαδή. Tούτο συμμαρτυρεί και ο Θεοδώρητος· «Δήλον εντεύθεν, ως εκτός του καταπετάσματος το θυσιαστήριον του θυμιάματος έκειτο. Oυ γαρ αν, είπερ ένδον ην, εις το πυρείον τους άνθρακας λαβείν εκελεύσθη, και τούτω είσω του καταπετάσματος εμβαλείν το θυμίαμα». Eδίδαξε δε τούτο ημάς και ο μακάριος Λουκάς, τα κατά τον Ζαχαρίαν διηγούμενος, τον Iωάννου του Bαπτιστού πατέρα. Kατά τούτον γαρ τον καιρόν (ήτοι της Σκηνοπηγίας, της κατά τον έβδομον μήνα, δηλαδή τον Σεπτέμβριον τελουμένης, ως είπομεν) κακείνος εις τα Άγια των Aγίων εισελήλυθε, και της αγγελικής οπτασίας απήλαυσε. Tούτο το ίδιον φρόνημα έχει και όλη η του Xριστού Eκκλησία, ότι δηλαδή ο Ζαχαρίας ήτον Aρχιερεύς, και ότι κατά τον καιρόν του Σεπτεμβρίου, ότε ετελείτο η Σκηνοπηγία, ευηγγελίσθη. Διό και κατά την εικοστήν τρίτην του Σεπτεμβρίου, εορτάζει την του υιού του Προδρόμου σύλληψιν. Aκολούθως δε, εορτάζει και την Γέννησιν του αυτού Προδρόμου κατά την εικοστήν τετάρτην του Iουνίου, μετά παρέλευσιν δηλαδή εννέα ολοκλήρων μηνών. Eντεύθεν ακολούθως τη συλλήψει του Προδρόμου, εορτάζει και την σύλληψιν του Θεού Λόγου κατά την εικοστήν πέμπτην Mαρτίου, μετά έξ μήνας δηλαδή της του Προδρόμου συλλήψεως, ότε ευηγγελίσθη η Θεοτόκος. Aκολούθως δε τη του Θεού Λόγου συλλήψει, εορτάζει και την αυτού Γέννησιν κατά την εικοστήν πέμπτην του Δεκεμβρίου. Aκολούθως δε τη του Θεού Λόγου γεννήσει, εορτάζει και την Yπαπαντήν μετά τεσσαράκοντα ημέρας. Όθεν εάν δώσωμεν (ως λέγουσί τινες) ότι ο Ζαχαρίας δεν ήτον Aρχιερεύς, και δεν ευηγγελίσθη κατά τον έβδομον μήνα, ανατρέπομεν την ανωτέρω τάξιν των Δεσποτικών εορτών, και όλον τον κύκλον αυτών συγχέομεν. Kαθ’ ότι όλαι αι ανωτέρω εορταί, βάσιν και θεμέλιον έχουσι την εν τω εβδόμω μηνί γενομένην σύλληψιν του Προδρόμου.

Προφήτης Ζαχαρίας

Eι δε και προβάλοι τινάς, διατί ο Eυαγγελιστής Λουκάς Iερέα ονομάζει τον Ζαχαρίαν και όχι Aρχιερέα; αποκρινόμεθα, ότι ο Iερεύς πλατυτέρως εκλαμβάνεται και επί του Aρχιερέως. Έτζι γαρ το Λευϊτικόν Iερέα ονομάζει, τον Aρχιερέα Aαρών· «ελεύσεται (ο λεπρός) προς Aαρών τον Iερέα» (Λευϊτ. ιγ΄, 2). Kαι ο Δαβίδ προφητεύων περί του Aρχιερέως Xριστού, Iερέα αυτόν καλεί· «Σύ γαρ φησιν Iερεύς εις τον αιώνα, κατά την τάξιν Mελχισεδέκ» (Ψαλ. ρθ΄, 4). Oμοίως και ο Παύλος Iερέα τον Xριστόν ονομάζει λέγων· «Kαι περισσότερον έτι κατάδηλόν εστιν, ει κατά την ομοιότητα Mελχισεδέκ ανίσταται Iερεύς έτερος» (Eβρ. ζ΄, 15). Όρα και εις τους Aριθμούς, και θέλεις ιδής τον Aρχιερέα Aαρών να ονομάζεται εις πάμπολλα μέρη Iερεύς. Oύτω και ο Θεολόγος Γρηγόριος και ο Xρυσορρήμων, γράφοντες λόγους περί Iερωσύνης, πλατυτέρως ενόουν την Iερωσύνην, και επί της Aρχιερωσύνης λαμβανομένην.

Ήθελε δε απορήση τινάς, αν ο Γαβριήλ εφάνη εις τα δεξιά του θυσιαστηρίου του θυμιάματος και ευηγγέλισε τον Ζαχαρίαν, το δε θυσιαστήριον τούτο, ήτον έξω των Aγίων εν τη μέση Σκηνή. Λοιπόν ο Ζαχαρίας δεν εισήλθεν εις τα Άγια των Aγίων; Hμείς δε εις τούτο αποκρινόμεθα, ότι δεν είναι απίθανον να συνέδραμον και τα δύω. Kαι ο μεν Ζαχαρίας, ως Aρχιερεύς, εισήλθεν εις τα Άγια των Aγίων να θυμιάση με χρυσούν θυμιατήριον. Eν τω εισέρχεσθαι δε, ή και μετά το εξελθείν, εφάνη αυτώ έξωθεν ο Γαβριήλ εκ δεξιών του θυσιαστηρίου του θυμιάματος. Eκείνο δε οπού λέγουσί τινες, ότι εν τοις παρ’ Eβραίοις καταλόγοις των Aρχιερέων, ου γράφεται κανένας Aρχιερεύς, ονομαζόμενος Ζαχαρίας, τούτο ουδεμίαν δύναμιν έχει. Kαθ’ ότι οι Eβραίοι πολλάκις αιχμαλωτισθέντες, και μάλιστα υπό Tίτου, απώλεσαν και τους καταλόγους των αρχιερέων τους, και τας γενεαλογίας των φυλών τους. Όρα και εις την σύλληψιν του Προδρόμου εν ταις υποσημειώσεσι κατά την εικοστήν τρίτην Σεπτεμβρίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ο Προφήτης Ζαχαρίας, ο πατέρας του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου (5 Σεπτεμβρίου)

Ο προφήτης Ζαχαρίας κατήγετο από τον οίκο του αρχιερέως Αβιά, απογόνου του Ααρών, και ζούσε στα Ιεροσόλυμα με την γυναίκα του Ελισάβετ, απόγονο και αυτή του Ααρών. Και οι δύο επολιτεύοντο σύμφωνα με τις θείες εντολές, ήσαν δέ δίκαιοι και άμεμπτοι ενώπιον του Θεού. Είχαν μείνει όμως άτεκνοι και η ηλικία τους είχε περάσει.

Την ημέρα της μεγάλης εορτής του Εξιλασμού, όταν ο Ζαχαρίας εισήλθε μόνος ως εφημερεύων αρχιερεύς στον ναό για να προσφέρη θυμίαμα, παρουσιάσθηκε στα δεξιά του θυσιαστηρίου του ο αρχάγγελος Γαβριήλ. Εξαστράπτοντας από θείο φως τού ευαγγελίσθηκε ότι ο Θεός εισήκουσε τις προσευχές του και θα του δώση στα γηρατειά υιό, ο οποίος θα ονομασθή Ιωάννης· πρόσθεσε δέ· «Και Πνεύματος Αγίου πλησθήσεται έτι εκ κοιλίας μητρός αυτού, και αυτός προελεύσεται ενώπιον του Κυρίου ετοιμάσαι Κυρίω λαόν κατεσκευασμένον».

Ο Ζαχαρίας έκθαμβος από την οπτασία δυσπίστησε στο χαρμόσυνο μήνυμα και ο άγγελος τον ετιμώρησε με αφωνία ως την γέννησι και τα ονομαστήρια του Προδρόμου, για να τον διδάξη να μην αμφιβάλλη στις θείες επαγγελίες.

Την ογδόη ημέρα από την γέννησι του παιδιού, κατά την περιτομή του, οι συγγενείς ρώτησαν τον πατέρα του πώς θα το ονομάση. Ο Ζαχαρίας εζήτησε πλάκα και έγραψε: «Ιωάννης εστί το όνομα αυτού». Αμέσως λύθηκε η γλώσσα του και πλήρης Πνεύματος Αγίου έψαλε την προφητική ωδή: «Ευλογητός Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, ότι επεσκέψατο και εποίησε λύτρωσιν τω λαώ Αυτού, και ήγειρε κέρας σωτηρίας ημίν εν οίκω Δαυίδ του παιδός αυτού, καθώς ελάλησε διά στόματος των αγίων, των απ’ αιώνος προφητών Αυτού… Και σύ, παιδίον, προφήτης Υψίστου κληθήση· προπορεύση γάρ πρό προσώπου Κυρίου ετοιμάσαι οδούς Αυτού, του δούναι γνώσιν σωτηρίας τω λαώ Αυτού, εν αφέσει αμαρτιών αυτών διά σπλάγχνα ελέους Θεού ημών, εν οίς επεσκέψατο ημάς ανατολή εξ ύψους, επιφάναι τοις εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένοις, του κατευθύναι τους πόδας ημών εις οδόν ειρήνης » (Λουκ. 1,5-20· 53-79).

Μετά την γέννησι του Χριστού ο Ζαχαρίας, σύμφωνα με την παράδοσι, εκήρυττε με παρρησία ότι η Μαριάμ όντως εγέννησε τον Θεό και ότι μετά τον θείο τοκετό έμεινε και πάλι Παρθένος. Επειδή δέ στον ναό της όρισε να στέκεται όπου εστέκοντο αι παρθένοι, διήγειρε εναντίον του το μίσος των Εβραίων.

Έτσι, όταν κατά την βρεφοκτονία της Βηθλεέμ έκρυψε την Ελισάβετ μαζί με τον Ιωάννη, νήπιο τότε δυόμισι ετών, σε σπήλαιο πέραν του Ιορδάνου, τον κατήγγειλαν στον θηριώδη Ηρώδη και τον κατεδίωξαν ως το εσωτερικό του ναού. Εκεί τον εφόνευσαν μεταξύ ναού και θυσιαστηρίου, στον τόπο όπου είχε ορίσει να στέκεται η Παρθένος μετά την θεοτοκία της. Το αίμα του κύλησε έως το εσωτερικό του θυσιαστηρίου, μαρτυρώντας ενώπιον του Θεού την μιαιφονία των Εβραίων. Οι ιερείς ενεταφίασαν το σώμα του στον τάφο των πατέρων του, στα Ιεροσόλυμα.

Από το γεγονός αυτό και εξής στον ναό των Ιεροσολύμων έλαβαν χώρα σημεία και τέρατα, που προεμήνυαν την προσεχή κατάργησι της λατρείας και του Νόμου. Οι ιερείς έπαυσαν να έχουν οπτασίες θεοπέμπτων αγγέλων· τους αφαιρέθηκε το χάρισμα της προφητείας και δεν μπορούσαν πλέον να δώσουν χρησμό από το Δαβήρ (άδυτο του ναού), ούτε να ρωτήσουν στο εφούδ (άμφιο του Ααρών) και να διασαφηνίσουν στον λαό τα δυσνόητα σημεία της Αγίας Γραφής.

Πηγή: «Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος πρώτος, σ. 57-59).

Mνήμη του Aγίου Ιερομάρτυρος Αβδαίου (5 Σεπτεμβρίου)

Άγιος Ιερομάρτυς Αβδαίος. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Ο Άγιος Mάρτυς Aβδαίος Eπίσκοπος, εν ταις βασάνοις τελειούται

Pάβδων ακάνθας Mάρτυς Aβδαίος φέρει,
Στεφθέντα τιμών ταις ακάνθαις Δεσπότην.

Άγιος Ιερομάρτυς Αβδαίος. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους, Θεοδοσίου μεν του μικρού βασιλέως Pωμαίων, Iσδιγέρδου δε βασιλέως, εν έτει υιβ΄ [412]. Πιασθείς δε από τον αρχιμάγον, αναγκάσθη να προσκυνήση τον ήλιον και την φωτίαν. Όθεν επειδή δεν επείσθη, τύπτεται εις όλον το σώμα με ραβδία της ροδίας, γεμάτα όντα από ακάνθια, τόσον πολλά, ώστε οπού έγινεν ως νεκρός. Όθεν βασταζόμενος από τους δημίους, εφέρθη εις το οσπήτιόν του. Kαι μετά ολίγην ώραν, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού1.

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Mηναίοις η μνήμη και το δίστιχον του Mάρτυρος Σαρβήλου του λιθοβοληθέντος. Tαύτα γαρ προεγράφησαν κατά την τετάρτην του παρόντος. Oμοίως περιττώς γράφεται και η μνήμη και το δίστιχον της Aγίας Mάρτυρος Pαΐδος. Aύτη γαρ εορτάζεται κατά την εικοστήν τρίτην του παρόντος Σεπτεμβρίου, ότε και το Συναξάριον αυτής γράφεται.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Πλατανιστάσα – Ιερός Ναός Αρχαγγέλου Μιχαήλ: Πανήγυρις του εν Χώναις θαύματος του Αρχαγγέλου Μιχαήλ (6 Σεπτεμβρίου 2024)

Το εν Χώναις θαύμα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ
Το εν Χώναις θαύμα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ

Φέρεται στη γνώση των ευσεβών χριστιανών ότιμε την ευκαιρία της εορτής του εν Χώναις θαύματος του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, στον Ιερό Ναό Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Πλατανιστάσα, θα τελεστούν οι πιο κάτω ακολουθίες:

  • Πέμπτη, 5 Σεπτεμβρίου
    • 6:00 μ.μ.: Πανηγυρικός εσπερινός της εορτής προϊσταμένου του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου Ιακώβου Καλογήρου.
  • Παρασκευή, 6 Σεπτεμβρίου
    • 7:00 π.μ.: Πανηγυρική Θεία Λειτουργία προϊσταμένου του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.
Ιερός Ναός Αρχαγγέλου Μιχαήλ, Πλατανιστάσα

Μηλιὰ Μασούρα: Ἡ λαϊκὴ εὐσέβεια… (Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου)

Λόγος ἐπικήδειος στὴ μητέρα του, κ. Μηλιὰ Μασοῦρα (Ἱερὸς ναὸς Ἁγίου Ἐλευθερίου, Συνοικισμὸς Λατσιῶν, 06.09.2014)

Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Πατέρες καὶ ἀδελφοί μου,
 
Ἡ μακαριστὴ Μηλιὰ ―μητέρα τοῦ Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεοφύτου― στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικολάου (παρὰ τὴν Ὀροῦντα)

Μεταβαίνει σήμερον «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν» ὁ πλέον δικός μας ἄνθρωπος: ἡ μάνα μας! Γιὰ τὸν καθένα ἡ μάνα εἶναι «μάννα» καί, βεβαίως, καὶ ἡ Μηλιὰ γιὰ μένα. Ἡ Μηλιὰ τοῦ Θεοχάρη Ἀκρίτα, τῆς Μυροφόρας τοῦ Πρωτόπαπα καὶ τῶν Πρωτοπαπάδων. Ἡ Μηλιὰ ὕστερα τοῦ Νικόλα τοῦ Μασοῦρα, τοῦ ἀλετράρη, ποὺ τὴ νυμφεύθηκε μετὰ τὴν πρόωρη χηρεία του.

«Ὁ Χριστὸς μὲ κατέταξε μὲ τὶς παρθένες»
 
Πρὶν πῶ ὁτιδήποτε γιὰ τὴ μάνα μας, πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπόψη μας, ὅτι ἡ Μηλιὰ ἦταν κόρη τῆς Μυροφόρας, ποὺ προαναφέραμε, τῆς γνωστῆς ὡςΘεοχάραινας τῆς Κάτω Ζώδειας. Καὶ τοῦτο, γιατί ἡ γιαγιά μου Μυροφόρα ἄφησε μνήμη ὁσίας γυναικός. Καί, ὅπως ἡ ἴδια εἶπε στὴν ἀδελφή της Μάρθα (σήμερα 99 ἐτῶν!), σὲ μεταθανάτια ὁλοφώτεινη ἐμφάνισή της σ᾽αυτήν· «Ὁ Χριστὸς μὲ κατέταξε μὲ τὶς παρθένες, κι ἃς ἔκαμα τέσσερα παιδιά. Ἡ παρθενία δὲν εἶναι αὐτό, ποὺ νομίζετε! Ἔγκειται στὸν νού! Κι ἐγὼ πρόσεχα τὸν νού μου ἀπὸ τὰ 33 μου χρόνια, ὁπόταν ἔχασα τὸν ἄνδρα μου.»
 

«Εἶσαι εὐλογημένος, ποὺ ἔχεις αὐτὴ τὴ μάνα»

Ἡ μάνα μου, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ εἰσῆλθε στὸ σπίτι τοῦ μακαριστοῦ πατέρα μας, ἔμελλε νὰ γίνει μητέρα, μητέρα τῶν δύο ὀρφανῶν παιδιῶν του, τοῦ Ἀνδρέα μας καὶ τοῦ Μιχάλη μας. Μιὰ λεπτομέρεια, τὴν ὁποία εἶναι καλὰ νὰ τὴν ἔχουν ὑπόψη τους οἱ σύγχρονες γυναῖκες τῆς Κύπρου. Ἡ μάνα μου δὲν εἶχε μόνο νὰ ἀναθρέψει τὰ παιδιὰ τοῦ πατέρα μου ἀπὸ τὸν πρῶτο του γάμο καὶ τὸν πενθερό του. Στὸ σπίτι μέσα βρῆκε καὶ τὴν πενθερὰ τοῦ πατέρα μου ἀπὸ τὸν πρῶτο του γάμο καὶ τὸν πενθερό του. Ὅταν τὰ πενθερικὰ τοῦ πατέρα μου εἶδαν πόσο καλὸς ἄνθρωπος, πόσο καλὴ χριστιανὴ ἦταν ἡ Μηλιά, ἄνκαι εἶχαν κόρες, εἶπαν, καλύτερα στὴν Μηλιὰ νὰ μείνουμε· καὶ ἔτσι τοὺς γηροκόμησε καὶ αὐτούς. Ὅταν κάποτε πῆγα νὰ ἐξομολογηθῶ, νέος διάκος τότε, στὸν Γέροντα τοῦ Σταυροβουνίου, π. Ἀθανάσιο, μὲ ρώτησε: «Ἀπὸ ποῦ εἶσαι, γυιέ μου;» «Ἀπὸ τὴν Πάνω Ζώδεια», τοῦ ἀπάντησα. «Ἀπὸ τὴν Πάνω Ζώδεια», μοῦ εἶπε τότε, «γνώρισα μιὰ γυναίκα, ποὺ ἔκανε κάτι τὸ σπάνιο: μεγάλωσε, ὄχι μόνο τὰ δικά της παιδιά, ἀλλὰ καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ ἄνδρα της ἀπὸ τὸν πρῶτο του γάμο καὶ γηροκόμησε καὶ τὰ πενθερικά της!» Χαμογέλασα, καὶ τοῦ λέω· «Ἡ μάνα μου εἶναι αὐτή, Γέροντα!» «Εἶσαι εὐλογημένος, ποὺ ἔχεις αὐτὴ τὴ μάνα», μοῦ εἶπε. «Πρόσεχε, γιατί εὐλογημένες μάνες, σημαίνει εὐλογημένες ὑποχρεώσεις.»

Μεγαλώσαμε κι ἐμεῖς ἀπὸ αὐτὴ τὴ γυναίκα. Αἰσθάνομαι, ὅτι ἡ μεγαλύτερη προίκα, ποὺ ἔδωσε στὰ παιδιά της, στὰ ἐγγόνια της, στὰ δισέγγονα καὶ στὰ τρισέγγονά της, εἶναι ἡ πίστη. Μᾶς ἔδωσε πίστη βαθιά, ποὺ νὰ μὴν στερεύει ποτὲ ἐνώπιον ὁποιασδήποτε δυσκολίας. Καὶ δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη δυσκολία ἀπὸ τὸν θάνατο! Καὶ τὸν γεύτηκε ἡ Μηλιὰ τὸν θάνατο ἀπὸ τὰ παιδικά της χρόνια μέχρι τὰ ὕστερά της, ὅταν πρῶτα, στὰ ἑφτὰ τῆς χρόνια, κήδευσε τὸν πατέρα της, στὰ πενήντα της τὸν ἄνδρα της Νικόλα, ὕστερα τὸν γυιό της Πέτρο, 24 ἐτῶν, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τουρκικῆς εἰσβολῆς, καὶ κατόπιν τὸν πλέον ἀγαπημένο της «γυιό», ποὺ γι᾽ αὐτὴν δὲν ἦταν κατὰ σάρκα γυιός της, τὸν ἀγαπημένο μας γαμπρὸ Ἀνδρέα. Ἀλλά, μάνα, σημαίνει νὰ ἔχεις παιδιά, τὰ ὁποῖα ἀντέχουν αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ ἑτοιμάζονται γιὰ τὴν αἰώνια ζωή· δὲν τὴν ἀπολυτοποίουν αὐτὴ τὴ ζωή, ἀλλὰ τὴν ἐξασκοῦν ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ. Αὐτὸ ἔζησε, αὐτὸ μᾶς μετέδωσε ἡ μάνα μας.

Θὰ ἤθελα, ὡς εὐχαριστία γιὰ τὴν παρουσία σας, ἅγιοι ἀρχιερεῖς, ἅγιοι πατέρες καὶ ἀδελφοί μου, νὰ σᾶς πῶ μερικὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς μάνας μας, γιὰ νὰ δοῦμε αὐτό, ποὺ ὁ ἅγιος Γέροντάς μας π. Συμεών, Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου, μᾶς περιέγραψε προηγουμένως στὸν λόγο του, ὡς λαϊκὴ εὐσέβεια. «Ἔχεις λαόν; ´Εχεις Θεόν!»

«Ὁ καλὸς μοναχός, μέχρι νὰ πεθάνει εἶναι τσακωμένος μὲ τὸ κορμί του»

Ἡ μακαριστὴ Μηλιὰ μὲ τὰ παιδιά της μακαριστὴ Στυλιανή, Θεοχάρη καὶ Ὅμηρο (νῦν Μ.Μ. Νεόφυτο)

Ὅταν τῆς εἶπα κάποτε, «Μάνα, ἡ Στέλλα ἀγάπησε τὸν Ἀνδρέα καὶ παντρεύτηκαν, ὁ Χάρης ἀγάπησε τὴν Εὐδοκία καὶ παντρεύτηκαν», τότε ἐκείνη μοῦ λέει· «Ἀγάπησες κι ἐσὺ καμμιάν, γυιέ μου; Πές μου το, καὶ εἶναι καλὸ πράμα!» Τῆς λέω· «Ἀγάπησα τὴν πιὸ ὄμορφη, τὴν Ἐκκλησία!» «Μά, θὰ γίνεις μοναχός;» Τῆς λέω, «Ναί». Δὲν μοῦ ἔφερε καμμιὰ ἀντίδραση κοσμική. Ἡ ἀντίδρασή της ἦταν πνευματικοῦ χαρακτήρα. Μοῦ εἶπε μόνο· «Ξέρεις, ἐσὺ ὁ ἐνθουσιώδης, τί σημαίνει μοναχός; Καὶ μάλιστα καλὸς μονάχος;»

Τὴν ἐρωτῶ· «Ἐσὺ ξέρεις;» Μοῦ λέει· «Ξέρω, ὅτι ὁ καλὸς μοναχός, γυιέ μου, μέχρι νὰ πεθάνει εἶναι τσακωμένος μὲ τὸ κορμί του. Εἶσαι διατεθειμένος γι᾽ αὐτὸ τὸν καβγὰ ἢ τελικὰ θὰ μᾶς προσβάλεις;» Θυμήθηκα τότε τὸν ὁρισμὸ τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, περὶ τοῦ τί ἐστὶ μοναχός· «Μοναχὸς ἐστι, βία φύσεως διηνεκὴς καὶ φυλακὴ αἰσθήσεων ἀνελλιπὴς» (Κλῖμάξ, Λόγος Α´, ι´). Ἡ Μηλιὰ ἀπὸ ποῦ τὸ ἔμαθε αὐτό; Ποιὰ ἄνωθεν σοφία τὴ φώτιζε; Ἀπὸ τότε δὲν τὴν ξαναφώναξα μάνα. Τὴ φώναζα, εἴτε γερόντισσα, εἴτε σκέτα, Μηλιά. Αἰσθανόμουν, ὅτι δὲν μοῦ ἀνήκει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ποὺ κουβαλοῦσε τὴ σοφία ἀρχαίων χρόνων.

Θὰ μοῦ πεῖτε, μέχρι ποὺ φτάνουν αὐτοὶ οἱ χρόνοι; Μέχρι τοὺς πρώτους χρόνους τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἐποχὴ τῶν ἁγίων ἀποστόλων! Διότι, ἂν δοῦμε ποιὰ εἶναι ἡ πρώτη λαϊκὴ εὐσέβεια, εἶναι ἡ λαϊκὴ εὐσέβεια αὐτῶν τῶν ἁπλοϊκῶν καὶ ἀγραμμάτων ψαράδων τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἀπὸ τότε οἱ ἄνθρωποι τὴ διαδέχονται, τὴν παραλαμβάνουν καὶ τὴν παραδίδουν ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά. Ἂν ἑνωθεῖ καὶ μὲ τὴν ἱερωσύνη αὐτό, γίνεται καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή. Χάριτι Θεοῦ, σ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἀναξίους συνέβη! Ἀλλά, τί κουβαλοῦμε στὰ κηρύγματά μας, στὴν ἐπικοινωνία μας μὲ τὸν λαό; Ὅλοι μας, ἅγιοι ἀρχιερεῖς, κουβαλοῦμε τὴ σχέση τοῦ πατέρα μας καὶ τῆς μάνας μας μὲ τὸν Θεό. Ἂν βρήκαμε καὶ κανένα καλὸ ἅγιο Γέροντα στὴ νεανική μας ζωή, τότε κουβαλοῦμε καὶ τὴ σχέση αὐτοῦ μὲ τὸν Θεὸ τὸν Τριαδικό· αὐτὸ μεταδίδουμε! Ἄρα, πόσα πολλὰ ὀφείλω, σκεφτεῖτε, σὲ ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο;

«Γιὰ νὰ σὲ κατηγορῶ»

Ἀργότερα, εἶπα στὴ μάνα μου· «Νὰ μοῦ δώσεις τὴν εὐχή σου, νὰ πάω νὰ γίνω μοναχός!» «Ἅ!», μοῦ λέει, «δὲν θὰ σοῦ δώσω τὴν εὐχή μου νὰ γίνεις μοναχός, ἐὰν δὲν δῶ πρῶτα τὸν δάσκαλό σου.» Τὸν Γέροντά μας, ἐννοοῦσε! Ὅταν τὴν πῆγα στὸν π. Συμεὼν καὶ τὸν πρωτοεῖδε, μοῦ εἶπε, πρὶν ἀκόμα τῆς μιλήσει· «Ὁ δάσκαλός σου εἶναι τοῦτος ὁ παστὸς (=αδύνατος);» «Ναί», τῆς λέω. Μοῦ λέει τότε· «Νὰ ἔχεις τὴν εὐχή μου, γυιέ μου. Τουλάχιστον ξέρεις νὰ διαλέγεις δασκάλους!» Τί ἔκαμε νομίζετε κατόπιν, ὡς πρώτη της κίνηση; Ἐγκατέλειψε τὸν καλὸ τῆς ἐδῶ Πνευματικό, τὸν π. Σωτήριο ἀπὸ τὴν Ἄσσια, καὶ ἔκαμε Πνευματικό της τὸν π. Συμεών. Τῆς εἶπα τότε· «Γιατί ἔκαμες Πνευματικὸ τὸν π. Συμεών;» «Γιὰ νὰ σὲ κατηγορῶ», μοῦ λέει, «καὶ νὰ βοηθήσω ἔτσι αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ νὰ σὲ καταλάβει μιὰν ὥρα γρηγορότερα, γιὰ νὰ συνεργαζόμαστε μαζί του γιὰ τὴ σωτηρία σου.» Τέτοιος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Μηλιά! Σπάνια μᾶς ἐπαινοῦσε! Πολὺ πιὸ σπάνια μᾶς χάιδευε! Παρόλο τοῦτο, ὅλοι μας, καὶ παιδιά της καὶ ἐγγόνια της καὶ δισέγγονα καὶ τρισέγγονά της καὶ ὅλοι ὅσοι τὴν πλησίαζαν, αἰσθανόμαστε τὴν πνευματικὴ ἀγάπη της, νὰ χαϊδεύει τὴν καρδιά μας καὶ ὅλο μας τὸ εἶναι. Ἡ μάνα μας δὲν ἦταν ἄνθρωπος τοῦ γλυκοῦ λόγου. Ἐνίοτε αὐτὸς γινόταν καὶ πικρός. Ὅταν κάποτε τῆς εἶπα· «Μάνα, ὅλοι μοῦ λένε ὅτι εἶμαι ἀπότομος! Ὁ πατέρας μου ἦταν γλυκύς, ἐσὺ δὲν εἶσαι ἀπότομη. Ἀπὸ ποιὸν πῆρα;» Δαχτυλόδειξε τότε μὲ μιὰ μεγαλοπρέπεια τὸν ἑαυτό της καὶ εἶπε· «Ἀπὸ μένα πῆρες!» «Μά, δὲν εἶσαι ἀπότομη!» Μοῦ λέει· «Ἤμουν, γυιέ μου, μέχρι τὰ πενήντα μου! Μετὰ μὲ ἐπισκέφθηκε ὁ θάνατος, καὶ κατάλαβα, ὅτι τὸ νὰ ἐπιβάλλω τὴ γνώμη μου μὲ τὸ ἔξυπνο μυαλό μου, ποὺ κληρονόμησα ἀπὸ τὴ γενιὰ τῶν Ἀκριτῶν, δὲν εἶναι εὐλογημένο ἀπὸ τὸν Θεό. Καλύτερα νὰ τοὺς φωτίζει ὁ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους, παρὰ νὰ τοὺς ἐπιβάλλουμε ἐμεῖς τὴν ἄποψή μας.» Τέτοιος ἄνθρωπος ἦταν ἡ μάνα μας!

«Αὐτὴ ἡ ἀσθένεια οὐ πρὸς θάνατον, ἀλλὰ παιδαγωγία Χριστοῦ»

Νὰ σᾶς πῶ ἀκόμη γιὰ τὶς ἐπισκέψεις, ποὺ εἶχε ἀπὸ ἁγίους σὲ δύσκολες ὧρες τῶν παιδιῶν της: Ὅταν ἦταν νὰ γεννήσει ἐμένα, εἶδε τὸν ἀπόστολο Ἀνδρέα. Ὅταν θὰ γινόμουν μοναχός, τὴν ἔπεισε γιὰ τὴν ἐπιλογή μου ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας, ποὺ συνομίλησε μαζί της. Ὅταν κινδύνευσε ὁ ἀδελφός μου Χάρης μὲ δύσκολη ἀσθένεια, κι ἐμεῖς τῆς κρύβαμε τὴν ἀσθένειά του, τῆς τὴν ἀποκάλυψε ἕνας ἅγιος! Μοῦ εἶπε μιὰ μέρα· «Δεσπότη, μὰ ὁ ἅγιος Νικήτας ἦταν ξανθός;» Τῆς λέω, «Ναί. Ἦταν Γότθος. Ἡ πατρίδα του ἦταν ἐκεῖ, ποὺ σήμερα εἶναι ἡ Ρουμανία. Ἀλλά, γιατί μὲ ἐρωτᾶς;» «Τὸν εἶδα», μοῦ λέει «ὅταν πῆγα νὰ προσκυνήσω ἕνα ἀπόγευμα, καὶ μοῦ εἶπε· ‘’Να μὴν στεναχωριέσαι γιὰ τὸν Χάρη! Αὐτὴ ἡ ἀσθένεια οὐ πρὸς θάνατον, ἀλλὰ παιδαγωγία Χριστοῦ’’. Τί σημαίνει ὅμως αὐτὸ τὸ τελευταῖο;» «Εἶναι γιὰ νὰ τὸν φέρει κοντά του ὁ Χριστός, μάνα.» Τότε ἀναφώνησε· «Δόξα σοι, ὁ Θεός! Νὰ μᾶς δώσει ὅ,τι δοκιμασία θέλει! Φτάνει νὰ εἴμαστε κοντὰ στὸν Χριστό!» Καὶ τῆς λέω· «Γιατί, μάνα, νὰ νιώθουμε τόσην ἀγάπη, ὅταν εἴμαστε κοντὰ στὸν Χριστό;» «Εἶσαι Δεσπότης, γυιέ μου, καὶ μ᾽ ἐρωτᾶς ἐμένα; Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος· τὰ ἄλλα ὅλα εἶναι προσωρινά!» Νὰ ἀναφέρω ἀκόμη γιὰ τὴν αἴσθηση τῶν ἁγίων Μυστηρίων, ποὺ εἶχε, ὅταν συμμετεῖχε σ᾽ αὐτά. Πόση σοβαρότητα καὶ εὐλάβεια αἰσθανόταν ἀπέναντι στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας!

«Πρόσεχε, νὰ μὴ ‘‘γείρει’’ ὁ νούς σου!»

Καὶ ἕνα τελευταῖο: Μὲ εἶδε μιὰ φορὰ νὰ γογγύζω καὶ νὰ ἔχω θυμό, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ μιὰ περιπετειώδη Σύνοδο, ποὺ εἴχαμε. Καί, τί νομίζετε μοῦ εἶπε, ὅταν μὲ εἶδε στὴ Μητρόπολη ἐκνευρισμένο; «Μά, εἶσαι ἐκνευρισμένος;» Τῆς λέω, «Ναί, ἀπὸ ὁρισμένα διατρέξαντα στὴ Σύνοδο, ποὺ εἴχαμε.» «Δὲν μοῦ λές, παιδί μου, ὅταν εἶσαι ἐπάνω στὸν θρόνο καὶ σὲ θυμιατίζουν δύο διάκοι κι ἐσὺ καμαρώνεις, σοῦ ἀρέσει;» Τῆς λέω, «Ναί, μοῦ ἀρέσει!» «Κι ὅταν σὲ μνημονεύουν συνεχῶς στὸν ναὸ καὶ λένε· ‘‘υπὲρ τοῦ πατρὸς καὶ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν Νεοφύτου’’, κι ἐσὺ εὐλογὰς καμαρωτός, σοῦ ἀρέσει;» Τῆς λέω, «Μοῦ ἀρέσει.» «Κι ὅταν προσκυνὰ τὸ χέρι σου ὁ λαός, σοῦ ἀρέσει;» Τῆς λέω καὶ πάλιν, «Ναί, μοῦ ἀρέσει!» «Ἔ, λοιπόν! Τὰ καλὰ δεχούμενα, τὰ κακὰ οὐχί; Αὐτὸ σὲ μάθαμε;»

Πρὶν τέσσερα χρόνια, ἀντιλήφθηκα ὅτι ἡ μνήμη τῆς μάνας μας ἄρχισε νὰ ἀδυνατίζει. Τὴ ρώτησα· «Ἔζησες πολλοὺς πόνους στὴ ζωή σου. Ποιὸς ἦταν ὁ πιὸ μεγάλος πόνος;» Μοῦ ἀπάντησε· «Ὅταν κατέβασα τὸν γυιό μου τὸν Πέτρο στὸν τάφο. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος πόνος ἡ μάνα νὰ θάβει τὸ σπλάχνο της!» Ἀμέσως ὅμως μετά, γιὰ νὰ μὴν τὴ νικήσει ἡ θλίψη, πρόσθεσε μὲ βιασύνη• «Ἀλλά, δόξα σοι, ὁ Θεός· δόξα σοι, ὁ Θεός! Ὁ Θεὸς ξέρει τὸ γιατί!» Ὕστερα, τῆς ζήτησα νὰ μοῦ δώσει μιὰ νουθεσία, δίκην παρακαταθήκης, τί νὰ προσέξω στὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου μου. Καὶ μοῦ ἀπάντησε· «Ὁ Θεὸς σὲ ἀνέβασε πολὺ ψηλά. Πρόσεχε, νὰ μὴ ‘‘γείρει’’ ὁ νούς σου!» Ἐννοοῦσε, νὰ μὴν μὲ κυριεύσει ἡ ὑπερηφάνεια. Ὅλος ὁ ἀγώνας τῆς μάνας μας ἦταν νὰ μᾶς μάθει τὴν ταπείνωση, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός!

«Ἐπιστέγασμα»

Ὡς ἐπιστέγασμα τῶν πτωχῶν μου τούτων λόγων γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς μάνας μου, ἐπιτρέψετέ μου νὰ καταθέσω κάτι, ποὺ μοῦ εἶπε πρὶν λίγο ἕνας παλαιὸς γνωστός μας δάσκαλος, ποὺ γνώριζε καὶ τὴ Μηλιά: «Ἡ μάνα σοῦ ἦταν ἡ μοῦσα σου, ποὺ σὲ ἐνέπνεε. Φρόντισε νὰ συνεχιστεῖ τοῦτο τὸ ὡραῖο ποὺ νιώθαμε κοντά της καὶ κοντά σου. Νὰ εἶσαι σὲ συνεχὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ πνεῦμα της, γιὰ νὰ συνεχισθεῖ αὐτὴ ἡ ἔμπνευση!»

Αὐτά, ἀγαπητοί μου πατέρες καὶ ἀδελφοί, ὡς δεῖγμα εὐχαριστίας γιὰ τὴ δική σας παρουσία, καὶ ἐξαιρέτως τὴ δική σας, ἅγιοι ἀρχιερεῖς καὶ ἀγαπητὲ ἀρχιεπίσκοπε τῶν Μαρωνιτῶν. Αὐτὰ καὶ γιὰ σᾶς, λαὲ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἤρθατε νὰ δεῖτε ἕνα κομμάτι τῆς δικῆς σας ψυχῆς νὰ φεύγει, ἕνα κομμάτι ποὺ φαίνεται ὅτι φεύγει ἀπὸ τὴ σύγχρονη Κύπρο, καὶ μένει ἡ Κύπρος ἡ μοντέρνα, ἡ μεταλλαγμένη, ποὺ ἀναζητᾶ τὸ καινούργιο νόημα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Κοντὰ στὴ μάνα μας μάθαμε, ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ ζωὴ ἔχει νόημα καὶ ἡ ἄλλη ζωὴ ἔχει νόημα καὶ ὁ θάνατος ἔχει νόημα· εἶναι ὁ προθάλαμος τῆς Ἀναστάσεως! Αὐτὰ μάθαμε κοντὰ στὴ μάνα μας. Εὔχομαι ὅλη ἡ Κύπρος νὰ εἶναι κοντὰ σὲ τέτοιους ἀνθρώπους. Δόξα τῷ Θέῷ, κάθε γενιὰ ἔχει τέτοιους ἀνθρώπους! Τὸ ζητούμενο, νὰ μπορέσουμε νὰ μαθητεύσουμε καὶ νὰ μεταδώσουμε αὐτὴ τὴ μαθητεία καὶ στὰ τέκνα καὶ στὰ ἔκγονά μας.

Παρακαλῶ, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί μου, ἀρχιερεῖς καὶ πατέρες, νὰ μνημονεύετε τακτικὰ στὶς προσευχὲς καὶ τὶς Λειτουργίες σας τὴν δούλη τοῦ Θεοῦ Μηλιά. Εὐχαριστοῦμε ἀπὸ καρδιᾶς!

Τῆς δούλης τοῦ Θεοῦ Μηλιάς, εἴη αἰωνία ἡ μνήμη! Ἀμήν!

Μαρτύριο τοῦ ἁγίου μάρτυρος Μάμαντος (μετάφραση ἀρχαίου βίου τοῦ ἁγίου Μάμαντος)

1. Τοὺς πόνους τῶν ἁγίων μαρτύρων, φροντίζουμε νὰ τοὺς ἀφηγούμαστε στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ θεωροῦμε πρέπον νὰ μνημονεύονται μὲ κάθε τρόπο, οἰκοδομώντας πνευματικὰ τὴ συνάθροιση τῶν πιστῶν στὸν Θεὸ καὶ ἑλκύοντας ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἔνθερμη πίστη νὰ ἐπιδείξουν ζῆλο ὅμοιο μὲ ἐκεῖνον τῆς φιλόχριστης μαρτυρίας τους, ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσουν καὶ στὸν δικό μας καιρὸ ἐκεῖνοι ποὺ ἀγαποῦν τοὺς μάρτυρες, ἐγκύπτοντας στὴ μελέτη τῆς ζωῆς ὅσων ἔχουν μαρτυρήσει παλαιότερα, νὰ γίνουν μέτοχοι πολὺ μεγάλης ὠφέλειας. Διότι δὲν εἶναι μονάχα πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ποὺ ἔχει δοθεῖ ἡ ἐντολὴ νὰ διακηρύττουν τὰ ἔνθεα κατορθώματα τῶν (Τριῶν Παίδων) Ἀνανία, Ἀζαρία καὶ Μισαήλ, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ νὰ ἐμποδιζόμαστε νὰ ἐξαγγέλλουμε τὰ ἀνδραγαθήματα τῶν μαρτύρων, ποὺ κατὰ καιροὺς ἀγωνίσθηκαν τὸν ἴδιο ἀγώνα τοῦ μαρτυρίου.

2. Ὑπῆρχε λοιπὸν ἐκεῖνο τὸν καιρό, κάποιος ἄνδρας στὴν πόλη Γάγγρα τῆς Παφλαγονίας, μὲ τὸ ὄνομα Θεόδοτος, ὁ ὁποῖος ἦταν νυμφευμένος μὲ μιὰ γυναίκα ποὺ λεγόταν Ρουφίνα. Αὐτοὶ οἱ δύο, πολὺ εὐλαβεῖς καὶ μὲ φόβο Κυρίου, κατοικοῦσαν σ’ ἕνα προάστιο τῆς ἴδιας πόλης. Ὁ ἄρχοντας αὐτῆς τῆς πόλης τῆς Γάγγρας, κάποιος Ἀλέξανδρος, ὄντας πολὺ ἀσεβής, ἔνοιωθε μίσος γιὰ τοὺς χριστιανούς, ὑποχρεώνοντάς τους νὰ προσφέρουν θυσία στὰ εἴδωλα. Ὅταν ἔμαθε γιὰ τὸν μακάριο Θεόδοτο ὅτι, ὡς χριστιανός, διδάσκει τὸν λαὸ νὰ μὴ λατρεύει τοὺς θεοὺς καὶ οὔτε νὰ ὑπακούει στὸ διάταγμα τοῦ καίσαρα, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ συλληφθεῖ καὶ νὰ παρουσιαστεῖ ἐνώπιόν του. Ὅταν παρουσιάστηκε, τὸν ρώτησε ὁ Ἀλέξανδρος: «Λέγε, ποιός εἶσαι;» Ἐκεῖνος εἶπε: «Ὁ Θεόδοτος». Ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε: «Γιατί ἀντιτάσσεσαι στὴν προσταγὴ τοῦ καίσαρα καὶ δὲν θυσιάζεις στοὺς θεούς; Συμμορφώσου λοιπὸν καὶ πρόσφερε τὰ δῶρα στοὺς θεοὺς καὶ μπὲς στὸν ναὸ τοῦ Σεραπείου καὶ πρόσφερέ τους θυσία, γιὰ νὰ μὴ μὲ ἀναγκάσεις νὰ σὲ πείσω μὲ σκληρὰ βασανιστήρια νὰ θυσιάσεις». Ὁ Θεόδοτος ἀποκρίθηκε: «Δὲν εἶναι στὴ ἐξουσία σου νὰ μὲ βασανίσεις, γιατί εἶμαι εὐγενής». Τότε εἶπε ὁ Ἀλέξανδρος: «Ποιός εἶναι ὁ κλῆρος σου;» Ὁ Θεόδοτος εἶπε: «Εἶμαι γιὸς ἐπιφανοῦς ἄρχοντα καὶ ἔχω ἔγγραφα διαθήκης γιὰ τὴν πατρικὴ κληρονομιά». Ὁ Ἀλέξανδρος, μὴ μπορώντας νὰ τοῦ κάνει κάτι, λόγῳ τοῦ ὅτι ἀνῆκε σὲ ἀνώτερη τάξη, τοῦ εἶπε: «Σὲ νουθετῶ, Θεόδοτε, νὰ ὑπακούσεις σὲ μᾶς καὶ νὰ μὴν παρακούσεις καθόλου τὴν προσταγὴ τοῦ Καίσαρα. Εἰδεμή, ἂν δὲν θελήσεις νὰ μᾶς ὑπακούσεις, μὲ ἀναγκάζεις νὰ σὲ παραπέμψω στὸν ἡγεμόνα στὴν Καισάρεια». Ἀποκρίθηκε ὁ Θεόδοτος καὶ εἶπε: «Ἀκόμα κι ἂν μὲ παραπέμψεις στὸν ἡγεμόνα σου, δὲν θὰ φοβηθῶ. Γιατὶ ἔχω τὸν Θεὸ ποὺ μὲ βοηθᾶ». Ὅταν εἶπε αὐτά, τὸν παρέπεμψε ἀμέσως στὸν ἡγεμόνα, γράφοντάς του τὰ ἑξῆς: «Ἔστειλα στὴν ἐξοχότητά σου ἕναν ἄνδρα ποὺ δὲν ὑπακούει στὴν προσταγὴ τοῦ καίσαρα καὶ παρακινεῖ τὸν κόσμο νὰ μὴ θυσιάζει στοὺς θεούς». Τὸν Θεόδοτο ἀκολούθησε καὶ ἡ γυναίκα του, ἡ ὁποία ἀγαποῦσε τὸν σύζυγό της καὶ κατὰ κάποιον τρόπο ἦταν συνδεδεμένη μαζί του μὲ δεσμοὺς στοργῆς, ἡ ὁποία ἦταν ἔγκυος καὶ κόντευε νὰ γεννήσει. 

3. Ὅταν ἔφτασαν στὴν Καισάρεια, ὁ ἡγεμόνας παρέλαβε τὴν ἀναφορὰ καί, ἀφοῦ τὴ διάβασε, ἔδωσε διαταγὴ νὰ ρίξουν τὸν Θεόδοτο στὴ φυλακή. Μαζί του μπῆκε στὴ φυλακὴ καὶ ἡ γυναίκα του. Ὅταν λοιπὸν εἰσῆλθαν στὴ φυλακή, ὁ Θεόδοτος προσευχήθηκε μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ εἶπε: «Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, ὁ Πατέρας τοῦ μονογενοῦς Σου Υἱοῦ, ποὺ μὲ διαφύλαξες μέχρι σήμερα, χάρισέ μου πλήρη τὴ χάρη Σου, ἔτσι ὥστε νὰ κρατήσω τὸ ὄνομά Σου χωρὶς ποτὲ νὰ τὸ ἀρνηθῶ. Καὶ δῶσε μου τὴν ὑπομονὴ μέχρι τέλους καὶ κράτησέ μὲ μακριὰ ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου καὶ ἀπὸ τὰ δόλια τεχνάσματα τῶν πονηρῶν καὶ ἀσεβέστατων ἀνθρώπων». Καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε μ’ αὐτὰ τὰ λόγια καὶ ἀσπάστηκε τὴ γυναίκα του, ξαπλώνοντας χάμω παράδωσε τὴν ψυχή του στὸν Θεό. Ἡ Ρουφίνα, ὅταν εἶδε πὼς ὁ ἄνδραςτης πέθανε, κυριεύτηκε ἀπὸ μεγάλη ἀθυμία καί, μὴ ἀντέχοντας τὸν πόνο, ἀμέσως γέννησε. Καὶ κοιτάζοντας τὸν ἄντρα της καὶ τὸ παιδί, εἶπε ἀναστενάζοντας μὲ δάκρυα στὰ μάτια: «Κύριε ὁ Θεός, ποὺ ἔπλασες τὸν Ἀδὰμ καὶ τοῦ ἔδωσες τὴν Εὔα γιὰ βοήθεια καὶ εἶπες ὅτι “ὁ ἄνδρας θὰ ἐγκαταλείψει τὸν πατέρα του καὶ τὴ μητέρα του καὶ θὰ προσκολληθεῖ στὴ γυναίκα του καὶ θὰ ἀποτελέσουν οἱ δύο μία σάρκα”, παράλαβε καὶ τὴ δική μου ψυχή, ἔτσι ποὺ νὰ πεθάνω μαζί μὲ τὸν ἄντρα μου, καὶ διαφύλαξε αὐτὸ τὸ βρέφος μὲ τὴ χάρη Σου σὲ ὅλη τὴ ζωή του». Καί, ἀγκαλιάζοντας τὸ σῶμα τοῦ ἄντρα της, κοιμήθηκε καὶ αὐτή. Ὅσο γιὰ τὸ παιδί, ἦταν ξαπλωμένο ἐκεῖ ἀνάμεσα στοὺς δύο.

4. Τὴν ἴδια νύκτα, ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίζεται σὲ κάποιαν ἀρχόντισσα ποὺ λεγόταν Ἀμμία, ἡ ὁποία εἶχε φόβο Θεοῦ καὶ ἦταν πάρα πολὺ εὐλαβής, καὶ τῆς λέει: «Πήγαινε καὶ ζήτα ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τὰ σώματα τῶν χριστιανῶν ποὺ πέθαναν στὴ φυλακὴ καὶ τὸ παιδάκι ποὺ θὰ βρεῖς ἀνάμεσά τους, πάρε το καὶ ἀνάθρεψέ το σὰν γιό σου· ὅσο γιὰ κείνους, κήδεψέ τους καθὼς ἁρμόζει καὶ ἀπόθεσε τὰ σώματά τους σὲ τόπο σεβάσμιο». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, ἔφυγε ἀπὸ κοντά της ὁ ἄγγελος. Ἡ Ἀμμία τρόμαξε καὶ κάλεσε ἕνα ἀπὸ τοὺς εὐνούχους ὑπηρέτες της καὶ τοῦ διηγήθηκε τὸ ὅραμα μὲ τὸν ἄγγελο καὶ ἐκεῖνα ποὺ τῆς εἶπε ὁ ἄγγελος. Ἡ Ἀμμία ἦταν χήρα καὶ δὲν εἶχε παιδιά. Ἔστειλε λοιπὸν τὸν εὐνοῦχο της στὸν ἡγεμόνα γιὰ νὰ ζητήσει τὰ σώματα τῶν μακαρίων, καταπῶς τῆς εἶπε ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ. Ὁ εὐνοῦχος πῆγε καὶ εἶπε στὸν ἡγεμόνα: «Ἡ ἀρχόντισσα Ἀμμία μὲ ἔστειλε σὲ σένα, λέγοντας· “Μιὰ παράκληση ὑποβάλλω σὲ σένα, τὴν ὁποία παρακαλῶ νὰ μοῦ ἱκανοποιήσεις. Αὐτοὺς τοὺς χριστιανοὺς ποὺ διάταξες νὰ ριχτοῦν στὴ φυλακή, νὰ δώσεις ἐντολὴ νὰ πάρω τὰ σώματά τους καὶ νὰ τοὺς θάψω. Γιατὶ ἄκουσα ὅτι ἔχουν πεθάνει”». Ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε τότε ἐντολὴ νὰ τῆς δοθοῦν τὰ σώματα. Ἀφοῦ λοιπὸν πῆγε ἡ Ἀμμία στὴ φυλακή, τοὺς μὲν Θεόδοτο καὶ Ρουφίνα κήδεψε μὲ μεγάλες τιμές, ἐνταφιάζοντάς τους σ’ ἕναν τόπο ὀνομαζόμενο Παράδεισο, στὰ ἐξέχοντα προάστια τῆς πόλης, τὸ δὲ παιδί, τὸ πῆρε καὶ τὸ ἀνάτρεφε παραδίδοντάς το σὲ μιὰ τροφό. 

5. Ὅταν τὸ παιδὶ ἔγινε ἑνὸς ἔτους, ἡ Ἀμμία, παίρνοντάς το στὶς ἀγκάλες της, τὸ φίλησε. Τὸ παιδί, ἀνοίγοντας τὸ στόμα του, εἶπε «ἀμμά», τὸ ὁποῖο σημαίνει «μητέρα». Ἡ Ἀμμία ἡ ἀρχόντισσα ὀργάνωσε τότε πολυτελὲς γεῦμα καὶ κάλεσε τοὺς ἄρχοντεςτῆς πόλης καὶ εἶχε χαρὰ μεγάλη σ’ ὅλο της τὸ σπίτι· καὶ τὴν τροφό, ἀφοῦ τῆς ἔκανε πολλὰ δῶρα, τὴν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴ φροντίδα τοῦ παιδιοῦ. Ἕνας ἀπὸ τοὺς κυβερνῶντες, ποὺ ὀνομαζόταν Ἀττικός, παίρνοντας τὸν λόγο εἶπε στὴν Ἀμμία: «Δυσκολεύομαι νὰ πιστέψω αὐτὸ ποὺ λές, ἀρχόντισσα, ὅτι αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι ἑνὸς ἔτους· γιατὶ ἐμένα μοῦ φαίνεται σὰν νὰ εἶναι τεσσάρων ἐτῶν». Εἶπε λοιπὸν ἡ Ἀμμία: «Ἔχεις ν’ ἀκούσεις καὶ κάτι πιὸ ἀξιοθαύμαστο ἀπ’ αὐτό, Ἀττικέ. Γιατί, ὅταν τὸ πῆρα στὶς ἀγκάλες μου ἀπὸ τὴν τροφό του, μὲ ἀποκάλεσε “ἀμμά”». Τότε, ὅλοι ὅσοι ἦσαν προσκεκλημένοι στὸ γεῦμα, σὰν μ’ ἕνα στόμα, εἶπαν ὅτι τὸ παιδὶ πρέπει νὰ ὀνομαστεῖ Μάμας. Ὅταν τὸ παιδὶ ἔγινε πέντε χρόνων, ἦταν πάρα πολὺ μυαλωμένο καὶ γνωστικό. Ἡ Ἀμμία, λοιπόν, ἡ ἀρχόντισσα, τὸ παράδωσε σ’ ἕναν δάσκαλο γιὰ νὰ μορφωθεῖ. Κανόνισε μάλιστα νὰ ἔχει κι ἕναν ὑπηρέτη, ποὺ λεγόταν Κλημέντιος, ὁ ὁποῖος νὰ τὸ ἀκολουθεῖ συνεχῶς. Ἀφοῦ ἔκανε ἕξι μῆνες στὸν δάσκαλο, ξεπέρασε ὅλα τὰ παιδιὰ στὴ φρόνηση καὶ τὴ σύνεση τῶν συλλογισμῶν, ἔτσι ποὺ καὶ ὁ ἴδιος ὁ δάσκαλος νὰ μένει ἔκθαμβος μὲ τὴ σοφία του. 

6. Ὁ Αὐρηλιανός, ποὺ ἦταν καίσαρας ἐκεῖνο τὸν καιρό, ἔστειλε τοπικοὺς κυβερνῆτες σὲ κάθε ἐπαρχία τῆς αὐτοκρατορίας, λέγοντάς τους: «Νά! Ἔχουν περάσει ἕξι χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἔδωσα ἐντολὴ νὰ ἐκδοθοῦν διατάγματα σὲ κάθε πόλη, ἔτσι ὥστε ὅλοι νὰ προσφέρουν θυσίες στοὺς μεγάλους θεούς, καὶ κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἐφαρμόστηκε. Γι’ αὐτό, σᾶς δίνω αὐτὴ τὴν ἐξουσία, νὰ ἐπιβάλλετε στοὺς πάντες νὰ προσφέρουν θυσίες στοὺς θεοὺς καὶ σὲ ὅσους δὲν ὑπακοῦν νὰ ἐπιβάλλετε τιμωρίες. Τὴ μέρα τῆς γιορτῆς τοῦ Δία, λοιπόν, δῶστε διαταγὴ νὰ πᾶνε ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ φοιτοῦν σὲ δασκάλους, μαζὶ μὲ τοὺς δασκάλους τους, στὸν ναὸ γιὰ νὰ προσφέρουν θυσία στοὺς θεούς. Γιατί, ἔτσι ὅπως εἶναι ἀθῶα τὰ παιδιά, ἡ θυσία θὰ γίνει εὐπρόσδεκτη ἀπὸ τοὺς θεοὺς καὶ τὰ παιδιὰ θὰ ἐξευμενίσουν τοὺς θεοὺς γιὰ μᾶς». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ Αὐρηλιανός, τοὺς ἔστειλε στὶς ἐπαρχίες μὲ μεγάλη ἰσχύ. Ὅταν ἦρθε στὴν Καισάρεια κάποιος τύραννος μὲ τὸ ὄνομα Δημόκριτος, ἄρχισε νὰ προστάζει τοὺς πάντες, μὲ ἀπειλὲς βίας καὶ βασανιστηρίων, νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, δίνοντας ἐντολὴ καὶ στοὺς δασκάλους νὰ πάρουν τὰ παιδιὰ καὶ νὰ πᾶνε στοὺς ναοὺς καὶ νὰ προσφέρουν θυσίες τὴ μέρα τοῦ Δία. 

7. Ὁ Μάμας, παρακολουθοῦσε μαθήματα σὲ κάποιον δάσκαλο. Ὅταν εἶδε τὰ παιδιὰ νὰ πηγαίνουν στοὺς ναοὺς μαζί μὲ τοὺς δασκάλους, εἶπε: «Πέστε μου, γιὰ ποιόν λόγο πηγαίνετε στοὺς ναούς; Οἱ γονεῖς σας σᾶς παρέδωσαν στοὺς δασκάλους μὲ σκοπό, ἀφοῦ διδαχθεῖτε ἀπὸ αὐτοὺς τὰ μαθήματα τῶν γραμμάτων, νὰ ἀποκτήσετε σύνεση, καὶ νὰ ἀναγνωρίσετε τὸν δημιουργὸ τῶν ὅλων καὶ Δεσπότη Θεό. Γι’ αὐτό, λοιπόν, μὴ ξεγελαστεῖτε καί, βλέποντας εἴδωλα διακοσμημένα μὲ χρυσάφι κι ἀσήμι, προσφέρετε θυσία σ’ αὐτά, τὰ ὁποῖα εἶναι κουφὰ καὶ ἄλαλα». Ἀφοῦ λοιπὸν εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια μὲ πολλὴ τόλμη, κανένας ἀπὸ τοὺς παριστάμενους δὲν τόλμησε νὰ τὸν ἀντικρούσει, γιατὶ φοβόντουσαν τὴν ἀρχόντισσα, ἐπειδὴ ἦταν ἀκριβῶς μητέρα του καὶ πρώτη κατὰ τάξη τῆς συγκλήτου. Ὁ εὐνοῦχος ἀκόλουθός του, ποὺ λεγόταν Κλημέντιος, κατέγραφε μὲ σειρὰ ὅλα τὰ συμβαίνοντα στὴ ζωή του, παρακολουθώντας μὲ θαυμασμὸ τὴν κατὰ Θεὸ πρόοδό του. Ὅσο γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ σπούδαζαν μαζί του, ἔδειχναν προθυμία νὰ μιμηθοῦν τὴ συμπεριφορά του καὶ συνεργάζονταν μαζί του σὲ ὅλα. Ὅταν ἔφτασε στὴν ἡλικία τῶν ἕξι ἐτῶν, ἡ ἀρχόντισσα ἐκοιμήθη, ἀφήνοντάς του ὅλη της τὴν περιουσία.

8. Τότε, κάποιος ἀπὸ τοὺς δασκάλους, πηγαίνοντας στὸν τύραννο τοῦ εἶπε: «Ὅλες οἱ σχολές, δάσκαλοι μαζὶ καὶ παιδιά, ὑπάκουσαν στὸ πρόσταγμά σου καὶ στὸ διάταγμα του καίσαρα. Ἡ μόνη σχολὴ ποὺ παρακούει τὴ διαταγή σου εἶναι ἐκείνη τοῦ δασκάλου Ἀρίστωνα». Ὁ Δημόκριτος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ φέρουν ἐνώπιόν του τὸν Ἀρίστωνα. Ὅταν ἐκεῖνος παρουσιάστηκε ἐνώπιόν του, ὁ Δημόκριτος τοῦ εἶπε: «Γιατί παρακοῦς τὸ θεῖο πρόσταγμα καὶ παρακινεῖς τὰ παιδιὰ νὰ μὴ θυσιάσουν στοὺς θεούς;» Ὁ Ἀρίστωνας ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Ἐγώ, ἀπ’ τὴ δική μου μεριά, ὑπακούω στὸ διάταγμα του καίσαρα. Ὅμως, εἶναι ἕνα παιδὶ στὴ σχολή μου, ποὺ λέγεται Μάμας· αὐτὸς παρακινεῖ ὅλα τὰ παιδιὰ καὶ δὲν τοὺς ἀφήνει οὔτε στοὺς ναοὺς νὰ πᾶνε, οὔτε σὲ μένα νὰ ὑπακούσουν». 

9. Τότε ὁ τύραννος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ παρουσιαστεῖ ἐνώπιόν του ὁ Μάμας. Ὅταν παρουσιάστηκε, τοῦ εἶπε ὁ Δημόκριτος: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Μάμας, ποὺ ἐμποδίζει τὴν τέλεση τῶν θυσιῶν στοὺς θεούς;» Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Ἐγὼ εἶμαι, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Μάμας». Ὁ τύραννος εἶπε: «Ἐπειδὴ εἶσαι παιδάκι, ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ συμβουλή. Γι’ αὐτὸ σὲ συμβουλεύω νὰ ἀναγνωρίσεις τοὺς θεούς, ἀλλὰ καὶ νὰ μεταπείσεις τὰ παιδιά, γιὰ νὰ μὴν τὰ βρεῖ ἄσχημο τέλος ἐξαιτίας σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἂν καὶ εἶμαι παιδί, γνωρίζω τί εἶναι ὠφέλιμο γιὰ μένα· μάθε, λοιπόν, ὅτι οὔτε ἐγὼ θυσιάζω, οὔτε ἐκεῖνοι προσφέρουν θυσία». Ὁ τύραννος εἶπε: «Πάρτε τον καὶ ὁδηγεῖστε τον στὸν ναὸ τοῦ Σέραπη γιὰ νὰ προσφέρει θυσία, ἔτσι ποὺ ὅταν τὰ παιδιὰ ποὺ τὸν ἀκολουθοῦν τὸν δοῦν νὰ θυσιάζει, νὰ θυσιάσουν καὶ αὐτά». Ὁ Μάμας εἶπε: «Εἶμαι εὐγενὴς καὶ ἀπὸ ἀνώτερη τάξη καὶ δὲν φοβᾶμαι τὴ διαταγή σου». Ὁ τύραννος εἶπε: «Λέγε, ποιὸς εἶσαι!» Τότε, ὁ Τιβεριανός, ὁ πρόεδρος τῆς Βουλῆς, εἶπε: «Ἡ ἀρχόντισσα Ἀμμία τὸν ἀνάθρεψε σὰν γιό της καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τοῦ τὸ ἐπιβάλεις μὲ τὴ βία». Ὁ Δημόκριτος εἶπε: «Ἄκουσέ με, Μάμα, γιατὶ σὲ λυποῦμαι, ὅταν βλέπω ὅτι, ἐνῶ εἶσαι τόσο ἀνήλικος, ἔχεις τόσο μεγάλη σύνεση. Γιατί, ἂν συγκατατεθεῖς νὰ θυσιάσεις, θὰ τοὺς προσελκύσεις ὅλους πρὸς ἐσένα. Καὶ θὰ γίνει ἀναφορὰ στὸν καίσαρα γιὰ σένα καὶ θὰ ζήσεις μὲ πολὺ μεγάλη τιμὴ καὶ προκοπή. Ἂν πάλι δὲν συγκατατεθεῖς νὰ κάνεις αὐτὸ ποὺ ἁρμόζει ὅσον ἀφορᾶ τὸ διάταγμα τοῦ καίσαρα, θὰ σὲ στείλω σ’ αὐτὸν κι ἐκεῖνος δὲν θὰ σὲ σπλαχνιστεῖ». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἡ κατάληξη τῶν λόγων σου δὲν πρόκειται νὰ αἰχμαλωτίσει τὸν συνετό μου λογισμό, ἀσεβέστατε τύραννε· γιατὶ δὲν θὰ φοβηθῶ οὔτε τὸν καίσαρά σου· ἔχω βασιλέα ἐπουράνιο τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό». Ὁ τύραννος, γεμάτος θυμό, εἶπε: «Ἐπειδὴ μίλησες δυσφημιστικὰ γιὰ τὸν καίσαρα, σήμερα κιόλας θὰ παραπεμφθεῖς ἐνώπιόν του». Καὶ ἀφοῦ διάταξε νὰ τὸν ἁλυσοδέσουν, τὸν ἔστειλε στὸν καίσαρα Αὐρηλιανό, μαζί μὲ τέσσερις στρατιῶτες, γράφοντάς πρὸς τὸν καίσαρα τὰ ἑξῆς: «Πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Αὐρηλιανό, ἀπὸ τὸν Δημόκριτο· παρέπεμψα στὴ θεότητά σου τὸν ἱερόσυλο Μάμα, ὁ ὁποῖος δὲν ὑπακούει στὸ διάταγμα τῆς θεότητάς σου καὶ μιλᾶ ἀσεβῶς γιὰ τὴν ἐξουσία σου καὶ παρακινεῖ τὴν πόλη τῶν Καισαρέων νὰ μὴ θυσιάζει στοὺς θεούς». 

10. Ὅταν ἔφτασε ὁ Μάμας στὴν πόλη τῶν Αἰγαιῶν μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες —ἐπειδὴ ὁ βασιλέας περνοῦσε κάποιον χρόνο στοὺς παραθαλάσσιους ἐκείνους τόπους—, τὸν ὁδήγησαν σ’ αὐτόν, φέρνοντας μαζὶ καὶ τὴν ἀναφορὰ τοῦ Δημόκριτου. Ὅταν ὁ καίσαρας διάβασε τὴν ἀναφορά, πρόσταξε νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴ φυλακή. Τὴν ἑπόμενη μέρα, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν παρουσιάσουν ἐνώπιόν του. Ὅταν ὁ ἅγιος παρουσιάστηκε, τοῦ εἶπε ὁ Αὐρηλιανός: «Λέγε, ποιὸς εἶσαι»; Ὁ Μάμας εἶπε: «Εἶμαι χριστιανὸς καὶ δοῦλος τοῦ Θεοῦ». Ὁ Αὐρηλιανὸς εἶπε: «Μὲ βάση τὰ ὅσα περιέχονται στὴν ἀναφορά, θὰ ἔπρεπε νὰ τιμωρηθεῖς ὡς βλάσφημος, χωρὶς κἂν νὰ ἀνακριθεῖς. Ἐπειδή, ὅμως, εἶναι περίοδος φιλανθρωπίας, ἀναβάλλω γιὰ λίγο τὴν ἐκτέλεση τῆς τιμωρίας. Ἔλα, λοιπόν, μπὲς μαζί μου στὸ Σεραπεῖο καὶ θυσίασε, γιὰ νὰ ἔχεις καὶ τὴ δική μου ἐκτίμηση. Γιατὶ σπλαχνίζομαι τὰ νιάτα σου καὶ εὐφραίνομαι νὰ βλέπω τὴν ὡραιότητα τῆς ὀμορφιᾶς σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἔχε ὑπόψη σου, βασιλιά, ὅτι ἐγὼ δὲν θὰ κάνω κάτι τέτοιο· ἐπειδὴ εἶμαι χριστιανὸς καὶ ἔχω φόβο Θεοῦ». Τότε ὁ Αὐρηλιανός, ἀφοῦ ἔγινε ἔξαλλος ἀπὸ θυμό, διάταξε νὰ τὸν γδύσουν καὶ νὰ τὸν χτυπήσουν οἱ δήμιοι. Ἀφοῦ χτύπησαν γιὰ πολλὴ ὥρα τὸν μάρτυρα, εἶπε ὁ Αὐρηλιανός: «Τί λές, Μάμα; Ἀλλάζεις γνώμη καὶ θυσιάζεις, γιὰ νὰ ἀπολαύσεις τὰ δῶρα καὶ τὶς τιμὲς ποὺ θὰ σοῦ δώσω;» Ὁ Μάμας εἶπε: «Δὲν ἐπιλέγω νὰ ἀνταλλάξω τὰ ἄφθαρτα μὲ τὰ φθαρτά». Ὁ Αὐρηλιανὸς εἶπε: «Συγκατάνευσε νὰ θυσιάσεις καί, δίνοντας αὐτὴ τὴν ὑπόσχεση μὲ λόγια, θὰ ἐξαγοράσεις τὴν ἴδια τὴ ζωή σου». Ὁ ἅγιος λέγει: «Ἐγὼ ποθῶ ἐκείνη τὴ ζωὴ ποὺ δὲν ἔχει τέλος· γιατὶ αὐτὴ ἐδῶ ἡ ζωὴ εἶναι πρόσκαιρη καὶ παρέρχεται». Ὅταν ὁ ἅγιος εἶπε αὐτά, ὁ Αὐρηλιανὸς διάταξε νὰ τὸν κρεμάσουν καὶ νὰ καῖνε τὸ σῶμα του μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Καὶ ὅταν ἔγινε αὐτό, ἡ φωτιὰ δὲν τὸν ἄγγιζε. Τοῦ εἶπε τότε ὁ Αὐρηλιανός: «Λυπήσου τὰ νιάτα σου καὶ θυσίασε». Ὁ Μάμας εἶπε: «Δὲν ἐγκαταλείπω τὸν Θεό μου καὶ νὰ θυσιάσω σὲ εἴδωλα ποὺ φτιάχτηκαν ἀπὸ ἀνθρώπινα χέρια». Καὶ πρόσταξε ὁ Αὐρηλιανὸς νὰ τὸν χτυπήσουν στὸ στόμα μὲ πέτρες. Ἐκεῖνος, ὅμως, μένοντας ἀσάλευτος στὴν πίστη, παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ λέγοντας: «Κύριε ὁ Θεός, χάρισέ μου τὴν ὑπομονὴ μέχρι τὸ τέλος». Ὁ Αὐρηλιανὸς εἶπε: «Ἂν δὲν θυσιάσεις, δίνω διαταγὴ νὰ σὲ ρίξουν στὴ θάλασσα». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἀσεβέστατε τύραννε καὶ ἀνάξιε γιὰ ὁποιαδήποτε τιμή, μὴ μὲ πιέζεις νὰ θυσιάσω στὰ δαιμόνια καὶ νὰ ἐγκαταλείψω τὸν ζωντανὸ Θεό, τὸν ἀληθινὸ Θεό». 

11. Ὀργισμένος ὁ Αὐρηλιανός, ἔδωσε διαταγὴ νὰ δέσουν ἕνα βαρίδι ἀπὸ μολύβι στὸν λαιμό του καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴ θάλασσα. Καθὼς ὅμως τὸν πῆραν οἱ στρατιῶτες καὶ τὸν ἔβαλαν στὸ πλοῖο γιὰ νὰ τὸν πᾶνε στὰ βαθιά, ἕνας ἄγγελος Κυρίου τοὺς παρουσιάστηκε ἀφήνοντάς τους κατάπληκτους καί, ἐπειδὴ φοβήθηκαν, ἐπέστρεψαν πάλι στὴν ξηρά. Ὁ ἄγγελος ἦταν μαζί μὲ τὸν ἅγιο, δίνοντάς του θάρρος καὶ στηρίζοντάς τον. Ὅταν ἀποχώρησαν οἱ στρατιῶτες, ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: «Πήγαινε στὸ ὄρος τῆς Καισαρείας, γιατὶ ἐκεῖ ἔχει ὁριστεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ λάβεις τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, ὁ ἄγγελος ἀμέσως ἐξαφανίστηκε. Ὅσο γιὰ τοὺς στρατιῶτες, ἀφοῦ παρουσιάστηκαν στὸν Αὐρηλιανό, τοῦ εἶπαν: «Αὐτοκράτορα, πρόκειται νὰ ἀκούσεις γιὰ ἕνα παράδοξο θαῦμα. Γιατὶ τὸν ἄνδρα ποὺ διάταξες νὰ ρίξουμε στὴ θάλασσα, μᾶς τὸν πῆρε κάποιος ὑπέρλαμπρος νέος ποὺ παρουσιάστηκε σὲ μᾶς, στὸν ὁποῖο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀντισταθεῖ οὔτε ὁλόκληρο τὸ στράτευμά σου».

12. Ὅσο γιὰ τὸν ἅγιο Μάμα, ἀκολουθώντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, ἦρθε στὸ ὄρος Σιλωὰμ καὶ ἐκεῖ ζοῦσε στὸ βουνὸ μαζὶ μὲ τὰ θηρία, χωρὶς νὰ λάβει τροφὴ γιὰ σαράντα μέρες. Ὅταν πείνασε, ἀπευθύνθηκε μεγαλοφώνως πρὸς τὸν Θεὸ καὶ εἶπε: «Κύριε ὁ Θεός, ποὺ ἔστειλες τροφὴ στὸν Προφήτη Ἠλία στὸ ὄρος μέσῳ ἑνὸς πουλιοῦ καὶ στὸν Προφήτη Δανιὴλ στὸν λάκκο τῶν λεόντων μέσῳ τοῦ Προφήτη Ἀββακούμ, στεῖλε καὶ σὲ μένα τροφή, ἐπειδὴ σβήνει ἡ πνοὴ τῆς ζωῆς μου». Καὶ ἀμέσως τοῦ ἐμφανίστηκε ἄγγελος Κυρίου σὲ μορφὴ βοσκοῦ καὶ τοῦ εἶπε: «Τί ζητᾶς, Μάμα;» Ὁ Μάμας τοῦ ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Πεινῶ καὶ ἀναζητῶ τροφή». Ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: «Πήγαινε σ’ ἐκείνη τὴ σπηλιὰ καὶ ἐκεῖ θὰ βρεῖς ἕνα χαντάκι ποὺ ἔκαναν οἱ βοσκοὶ μὲ πέτρες καὶ μιὰ ἐλαφίνα νὰ στέκει δίπλα του· νὰ ἀρμέξεις γάλα ἀπὸ τὴν ἐλαφίνα καί, ἀφοῦ κάνεις τυρὶ ἀπὸ αὐτό, φάγε καὶ ζῆσε». Καὶ λέγοντας αὐτά, ἀποχώρησε ἀπὸ κοντά του ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου. Ὅταν ὁ Μάμας ἔκανε ὅπως τὸν πρόσταξε ὁ ἄγγελος Κυρίου, βλέπει ἕνα ραβδὶ νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἀκούει μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέει: «Πάρε αὐτὸ τὸ ραβδὶ ποὺ κατέρχεται ἀπὸ τὸν Κύριο πρὸς ἐσένα· γιατὶ μὲ αὐτό, θὰ ἐξημερώνεις τὰ ἄγρια θηρία. Ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ ραβδὶ δὲν θὰ ἔχει λιγότερη δύναμη ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ δόθηκε στὸν Μωυσὴ ὅταν ἦταν στὴν Αἴγυπτο. Κι ὅ,τι κι ἂν μοῦ ζητήσεις μέσῳ τῆς ράβδου αὐτῆς ἐπικαλούμενός με, θὰ τὸ λάβεις». Ὁ ἅγιος, ἀφοῦ πῆρε τὸ ραβδὶ καὶ ἔστρεψε τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανό, χτύπησε μὲ αὐτὸ τὴ γῆ, καὶ ἀμέσως ἐμφανίστηκε ἕνα εὐαγγέλιο. Ἀμέσως τὸ πῆρε, κλίνοντας τὸ κεφάλι, καὶ εἶπε: «Κύριε, σὲ ποιόν προστάζεις νὰ ἀναγγέλλω τὶς δωρεές σου;» Ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: «Χτίσε εὐκτήριο οἶκο καὶ φτιάξε ἁγία Τράπεζα ἐντός του καὶ Ἐγὼ θὰ σοῦ ἀναγγείλω σὲ ποιούς θὰ πρέπει νὰ πεῖς αὐτά». Ὁ Μάμας πῆγε καὶ ἔκανε ὅπως ἀκριβῶς τὸν πρόσταξε ὁ Κύριος καί, ἀφοῦ στάθηκε μπροστὰ ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο, ἄρχισε νὰ ἀπαγγέλλει τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀμέσως μαζεύτηκαν κοντά του ὅλα τὰ ἄγρια ζῶα καί, ἀκούγοντας τὴ φωνή, γονάτισαν καὶ ἔμειναν νὰ κοιτάζουν πρὸς τὸν οὐρανό. Καὶ μετὰ τὸ γονάτισμα βγῆκαν ἔξω. Καὶ ἔμεναν μαζί του τὰ θηλυκὰ ἄγρια ζῶα μαζὶ μὲ τὰ ἐξημερωμένα καὶ ἄρμεγε τὸ γάλα τους μὲ τὰ χέρια του καὶ πήζοντάς το ἔφτιαχνε τυριά. Καὶ εἶπε ὁ Μάμας στὸν Θεό: «Κύριε, τί νὰ τὰ κάνω αὐτὰ τὰ τυριὰ ποὺ μοῦ δώρησες;» Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε: «Κατέβα στὴν πύλη τῆς Καισαρείας, καὶ ἐκεῖ θὰ βρεῖς φτωχούς, χῆρες καὶ ὀρφανὰ καὶ νὰ τὰ δώσεις σ’ αὐτούς». 

 

13. Τότε, ἀφοῦ εἶδαν αὐτὰ τὰ παράδοξα οἱ βέβηλοι, τὰ ἀνάφεραν στὸν ἡγεμόνα Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀποσταλεῖ ἀπὸ τὸν Αὐρηλιανὸ τὸν τύραννο γιὰ νὰ κυβερνᾶ τὰ ζητήματα τῆς Καππαδοκίας, ἐγείροντας κατηγορία ἐναντίον του ὅτι εἶναι μάγος καὶ μαγεύει τὰ ἄγρια ζῶα. Μόλις τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἡγεμόνας, ἔστειλε ἀμέσως ἱππεῖς στὸ ὄρος ὅπου κατοικοῦσε. Ὅταν τοὺς εἶδε ὁ Μάμας, σηκώθηκε καὶ πῆγε καὶ τοὺς πλησίασε. Ἀφοῦ ἦρθαν κοντά του, οἱ ἄνδρες τὸν ρωτοῦσαν: «Ποῦ κατοικεῖ ὁ νεαρὸς ποὺ ὀνομάζεται Μάμας, ἢ ποῦ βόσκει τὰ πρόβατα;» Ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: «Πέστε μου τί τὸν χρειάζεστε καὶ σᾶς τὸν φανερώνω». Οἱ ἄνδρες εἶπαν: «Ἔχει ὑποβληθεῖ κατηγορία ἐναντίον του πρὸς τὸν ἡγεμόνα καὶ τὸν ἀναζητᾶ· γιατὶ λένε πὼς μαγεύει τὰ ἄγρια ζῶα». Ὁ ἅγιος Μάμας ἀποκρίθηκε καὶ τοὺς εἶπε: «Ἂς πᾶμε πρῶτα στὸ σπίτι γιὰ νὰ φᾶμε». Ἐκεῖνοι εἶπαν: «Ἂς πᾶμε». Καὶ ἀφοῦ μπῆκαν στὸ σπίτι, τοὺς παρέθεσε γεῦμα μὲ ψωμὶ καὶ τυρί. Καὶ ἐνῶ ἔτρωγαν, ξαφνικὰ μαζεύτηκαν τὰ ἄγρια ζῶα. Καὶ ὁ Μάμας, ἀφοῦ μπῆκε καὶ στάθηκε μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο, διάβαζε δυνατὰ ἐκεῖνα ποὺ ἔγραφε τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο τοῦ δόθηκε μέσῳ τοῦ ραβδιοῦ. Ὅταν οἱ ἄνδρες εἶδαν τὰ ἄγρια θηρία, φοβήθηκαν καὶ κατέφυγαν κοντά του στὸ θυσιαστήριο. Βλέποντας ὁ Μάμας τὸν φόβο τους, τοὺς εἶπε: «Μὴ φοβάστε, γιατὶ ἐγὼ εἶμαι ὁ λεγόμενος Μάμας, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ». Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν: «Ἄνθρωπε, πές μας, ποιός εἶναι ὁ Θεός σου καὶ μπορεῖς νὰ ὑποτάσσεις μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὰ ἄγρια ζῶα; Καὶ ἂν μᾶς τὸν γνωρίσεις, θὰ πιστέψουμε σ’ αὐτόν». Ὁ Μάμας ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Ἐγὼ λατρεύω τὸν Θεό, ποὺ δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν σὲ γῆ καὶ οὐρανό». Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν: «Ἂν θέλεις νὰ ἔρθεις μαζί μας νὰ πᾶμε στὸν ἡγεμόνα, ἔλα· εἰδεμή, ἐμεῖς φεύγουμε». Ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: «Πηγαίνετε ἐσεῖς· γιατὶ ἐγὼ θὰ ἔρθω μόνος μου, μὲ τὴ συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Κι ἐκεῖνοι ἀποχώρησαν μὲ φόβο ἀπὸ ἐκεῖ. 

14. Τότε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶπε στὸν Μάμα: «Κάλεσε ἕνα λιοντάρι, τὸ ὁποῖο θὰ θανατώσει τὰ παιδιὰ τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Ἰουδαίων». Καὶ ὁ Μάμας εἶπε: «Κύριε ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας, ρίξε τὸ βλέμμα Σου στὸν ἁμαρτωλὸ δοῦλο σου Μάμα καὶ μὴ δυσαρεστηθεῖς μαζί μου καὶ μὴν ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ μένα, γιατὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ ὑποφέρω πολλὰ γιὰ τὸ ὄνομά Σου». Καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε μ’ αὐτὰ τὰ λόγια, ἦρθε ἕνα λιοντάρι ἀπὸ τὴν ἔρημο, καὶ ἀφοῦ στράφηκε ὁ Μάμας καὶ τὸ εἶδε, εἶπε: «Νά, ἐγὼ πορεύομαι στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ σὺ ἀκολούθα τὴν πορεία σου ὅπως σοῦ ζήτησε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα· καὶ ὅταν μπεῖς στὴν ἀρρένα τοῦ θεάτρου, κάνε ἐκεῖνο ποὺ προστάχθηκες». Ἀφοῦ εἶπε στὸ λιοντάρι αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Μάμας, ξεκίνησε γιὰ τὴν πόλη τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας. Οἱ ἄνδρες, ποὺ εἶχαν σταλεῖ γιὰ νὰ τὸν βροῦν, κάθονταν στὴν πύλη τῆς πόλης καὶ τὸν περίμεναν· καὶ ὅταν τὸν εἴδαν, μένοντας ἄφωνοι ἀπὸ κατάπληξη, ἔπεσαν στὰ πόδια του καὶ εἶπαν: «Καλῶς ἦρθες, δοῦλε τοῦ Θεοῦ». 

15. Οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ ἔφυγαν βιαστικά, τὸ ἀνακοίνωσαν στὸν ἡγεμόνα, λέγοντάς του ὅτι παρουσιάστηκε ὁ Μάμας, καὶ ὅτι «δὲν εἶναι μάγος ἢ ἀπατεώνας ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ μὴ ἐπιτρεπόμενα, ὅπως λένε οἱ κακίες ἐκείνων ποὺ τὸν κατηγοροῦν, ἀλλὰ εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ κήρυκας τῆς ἀλήθειας». Τότε ὁ ἡγεμόνας τοὺς εἶπε: «Πέστε μου· γιὰ πόσο χρῆμα πουλήσατε αὐτὴν ἐδῶ τὴ μαρτυρία γι’ αὐτόν; Ἔναντι ποιᾶς ἀποζημίωσης μοῦ παρουσιάζετε τοὺς ἐπαίνους γι’ αὐτόν;» Ἐκεῖνοι ἀπάντησαν: «Δὲν πουλᾶμε, ἄρχοντα, καλὰ λόγια, ἀλλὰ ἀναφέρουμε αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀλήθεια». Ὁ ἡγεμόνας πάλι τοὺς εἶπε: «Ὁπωσδήποτε πήρατε χρήματα ἀπὸ αὐτὸν καὶ μοῦ παραθέτετε ἐπαίνους». Ἐκεῖνοι εἶπαν: «Ἄρχοντα ἡγεμόνα, ἐμεῖς δὲν πήραμε ὁτιδήποτε ἀπὸ αὐτόν, ὅπως ὑποπτεύεσαι, ἀλλὰ τὸν ἀκούσαμε νὰ ἐπικαλεῖται τὸν Χριστὸ καί, μὲ τὸ ποὺ ἀκούστηκε ἡ ἐπίκλησή του, μαζεύτηκε ἕνα πλῆθος ἀπὸ κάθε λογῆς ζῶα, ἥμερα καὶ ἄγρια, καὶ ἔμειναν μαζί του νὰ κάνουν προσευχή. Ἔχοντας δεῖ αὐτὰ τὰ παράδοξα, σοῦ εἴπαμε ὅτι δὲν εἶναι μάγος. Ἂν δὲν μᾶς πιστεύεις, νὰ ποὺ παρουσιάστηκε στὸ βῆμα ἐνώπιόν σου καὶ κάνε αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖς». Ὅσοι δὲ ἀπὸ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφοὺς ἄκουσαν ὅτι εἶχε ἔρθει ὁ Μάμας, συναθροίστηκαν πρὸς αὐτόν,θέλοντας νὰ μείνουν μαζί του καὶ νὰ συνομιλοῦν μ’ αὐτόν.

16. Τότε, ἀφοῦ ἔφεραν μέσα τὸν ἅγιο, τὸν ρώτησε ὁ Ἀλέξανδρος ὁ ἡγεμόνας λέγοντας: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ λεγόμενος Μάμας;» Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Λέγε λοιπόν, πῶς μάγεψες τὰ ἄγρια ζῶα ἐκεῖ στὸ βουνό;» Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ βασιλεύει στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ καὶ δὲν γνωρίζω τίποτα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἀναφέρεις». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Ὁμολόγησε μὲ εἰλικρίνεια μὲ ποιά μαγικὰ τεχνάσματα μαζεύονταν κοντά σου τὰ ἄγρια ζῶα, πρὶν ριχτεῖς σὲ βασανιστήρια καὶ τιμωρίες». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἐγὼ ἐπικαλοῦμαι τὸν Χριστό, τὸν σωτήρα τοῦ κόσμου, καὶ δὲν ἔμαθα νὰ κάνω μάγια. Νά, τὸ σῶμα μου βρίσκεται ἐνώπιόν σου, κάνε το ὅ,τι θέλεις. Γιατὶ πάνω στὴ ψυχή μου δὲν ἔχεις ἐξουσία ἐσύ, ἀλλὰ μόνο ὁ Θεὸς ποὺ βρίσκεται στοὺς οὐρανούς». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Μὲ καταφρονεῖς ἐπειδὴ παίρνεις θάρρος ἀπὸ τὶς μαγεῖες σου, ἀλλὰ δὲν θὰ μπορέσεις νὰ μοῦ κάνεις μάγια». Ὁ Μάμας εἶπε: «Τὸ σινάφι τῶν γητευτῶν καὶ τῶν μάγων μισεῖ ὁ Θεός, ποὺ εἶναι ὁ κριτής τους. Καὶ πῶς μπορῶ ἐγώ, ποὺ ἐπικαλοῦμαι τὸν ζωντανὸ Θεό, νὰ κάνω μάγια; Τοῦτο νὰ ξέρεις, ὅτι οὔτε φοβήθηκα οὔτε δείλιασα μὲ τὴν ἀπειλή σου. Γιατὶ ἔχουμε Θεὸ στοὺς οὐρανούς, ποὺ μᾶς ἔδωσε ἐντολὴ Αὐτὸν μόνο νὰ προσκυνοῦμε καὶ Αὐτὸν μόνο νὰ λατρεύουμε». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Μὴν καταφεύγεις στὰ τεχνάσματα τῶν λόγων, ἀλλὰ ὁμολόγησε χωρὶς χρονοτριβὴ αὐτὰ ποὺ ἔκανες στὸ βουνό». Ἀποκρίθηκε ὁ Μάμας καὶ εἶπε: «Τί νὰ σοῦ ὁμολογήσω;» Ὁ Ἀλέξανδρος ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Ἀναγνώρισε τὴ θεότητα τοῦ καίσαρα κι ἐγὼ σὲ ἀπελευθερώνω». Ὁ Μάμας εἶπε: «Σοῦ δίνω τὸν λόγο μου ἐν ὀνόματι τοῦ παντοκράτορα Θεοῦ καὶ τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ Του, ὅτι δὲν θυσιάζω στὰ δαιμόνια· δὲν μπορῶ νὰ ὁρκιστῶ σὲ ὀνόματα ἀσεβῶν καὶ παράνομων ἀνθρώπων». Ὁ ἡγεμόνας Ἀλέξανδρος εἶπε: «Ἀρνήσου τὸν Θεό σου καὶ θυσίασε στοὺς θεούς». Ἀποκρίθηκε ὁ Μάμας καὶ εἶπε: «Ἐγὼ ἔμαθα νὰ προσφέρω στὸν Θεό μου θυσία ἀναίμακτη, δηλαδὴ νὰ ἀναπέμπω προσευχὲς καὶ ὕμνους πρὸς Αὐτὸν κι ὄχι νὰ λατρεύω ἀνώφελα δαιμόνια». Ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε: «Ἄχ, ἐξαίσιο παιδί, πολὺ λυποῦμαι σὰν βλέπω τὰ νιάτα σου, βλέποντας νὰ ἔχεις καὶ τέτοια ὀμορφιά. Γιατί, ὅπως ὑπολογίζω, εἶσαι πάνω κάτω δώδεκα χρόνων. Καὶ δακρύζω γιὰ σένα, ἐπειδὴ πρόκειται νὰ θανατωθεῖς στὴ φωτιά. Ἀρνήσου λοιπὸν τὸν Θεό σου, γιὰ νὰ μὴν τιμωρηθεῖς». Ὁ Μάμας εἶπε: «Γιὰ τὴ δική σου ἀπώλεια νὰ λυπᾶσαι καὶ γιὰ τὰ δικά σου χρόνια νὰ κλαῖς· ἐπειδή, γιὰ μένα θὰ φροντίσει ὁ Θεός μου». Ὁ Ἀλέξανδρος ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Ἕως πότε θὰ εἶσαι τόσο ἰσχυρογνώμονας, ἐπιμένοντας στὴν τιμωρία σου; Ἀρνήσου τὸν Θεό σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Τὸν Θεό μου, ποὺ ἔκανε θαύματα μεγάλα, δὲν Τὸν ἀρνοῦμαι. Γι’ αὐτό, ἐκεῖνο ποὺ θέλεις νὰ κάνεις, κάνε το». 

17. Ὁ ἡγεμόνας, ἀφοῦ καταλήφθηκε ἀπὸ μεγάλο θυμό, πρόσταξε νὰ τὸν κρεμάσουν καὶ νὰ τοῦ γδάρουν τὸ δέρμα. Ἐνῶ τὸν ἔγδερναν, δὲν βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα του τὸ παραμικρό, ἀλλὰ εἶχε τὸ βλέμμα στραμμένο στὸν οὐρανό. Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Ἀκόμα δὲν ἔνοιωσες τὰ βασανιστήρια;» Ὁ Μάμας εἶπε: «Εὐχαριστῶ τὸν Θεό μου, ποὺ μοῦ παρέχει δύναμη νὰ ὑπομένω τὰ πονηρά σου σχέδια. Ὅπως ἐσύ, ποὺ κάθεσαι ἐκεῖ, δὲν ἔνοιωσες κάποιον σωματικὸ πόνο, ἔτσι κι ἐμένα δὲν μὲ ἄγγιξε κανένας πόνος στὴν ψυχή». Ὁ ἡγεμόνας, ἔξαλλος ἀπὸ ὀργή, πρόσταξε τοὺς δημίους λέγοντας: «Ξύστε τον μέχρι νὰ ἀγγίξετε τὰ ἐσωτερικά του ὄργανα». Καὶ ἐνῶ οἱ δήμιοι τὸν ἔγδερναν ὅλο καὶ περισσότερο, ὁ Μάμας, στρέφοντας τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό, στέναξε καὶ εἶπε: «Κύριε, δῶσε μου τὴ βοήθειά Σου». Καὶ ἀμέσως ἀκούστηκε φωνή ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ποὺ ἔλεγε: «Δεῖξε ἀνδρεία, Μάμα, καὶ μεῖνε δυνατός». Κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφοὺς ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ, ὅταν ἄκουσαν τὴ φωνὴ γέμισαν χαρά, ἐνῶ ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους κανεὶς δὲν τὴν ἄκουσε. Ὁ ἡγεμόνας πρόσταξε νὰ τὸν κατεβάσουν καὶ νὰ τὸν μεταφέρουν στὴ φυλακὴ καὶ νὰ πυρώσουν ἕνα καμίνι γιὰ τρεῖς μέρες. Ἀφοῦ ἦρθε στὴ φυλακὴ ὁ Μάμας, βρῆκε ἐκεῖ σαράντα πρόσωπα. Ἀφοῦ γονάτισε, προσευχήθηκε στὸν Θεὸ λέγοντας: «Ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας, εἰσάκουσέ μου τοῦ ἁμαρτωλοῦ δούλου σου Μάμα καὶ μὴ μὲ ἐγκαταλείπεις καὶ μὴν ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ κοντά μου». Ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν στὴ φυλακή, ἦρθαν κοντά του καὶ ἔπεσαν στὰ πόδια του. Ἀπευθυνόμενος σ’ αὐτούς, ὁ Μάμας εἶπε: «Τί θέλετε;» Ἐκεῖνοι εἶπαν: «Πεινοῦμε, δοῦλε τοῦ Θεοῦ». Ἐνῶ ἔλεγαν αὐτὰ τὰ λόγια στὸν Μάμα, μπῆκε ἀπὸ τὸ παράθυρο ἕνα περιστέρι ποὺ κουβαλοῦσε μέλι καὶ γάλα, καὶ εἶπε στὸν Μάμα: «Δέξου αὐτὸ τὸ μαργαριτάρι, γιατὶ σοῦ τὸ ἔστειλε ὁ Δεσπότης Ἰησοῦς Χριστός». Ἀφοῦ πῆρε τὸ μέλι καὶ τὸ γάλα ὁ Μάμας, ἄρχισε νὰ τρώει καὶ ἔδωσε καὶ σὲ ὅλους ἐκείνους νὰ φᾶνε. Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ἀνοίχτηκε τὸ παραπόρτι καὶ βγήκανε ἔξω ὅλοι οἱ φυλακισμένοι, ἐνῶ ὁ Μάμας ἔμεινε μόνος στὴ φυλακή. 

18. Ὅταν ἄκουσε ὁ ἡγεμόνας γιὰ τὴ φυγή τους, εἶπε στὸν δεσμοφύλακα: «Κάλεσε τὸν Μάμα στὸ βῆμα». Ὅταν παρουσιάστηκε στὸ βῆμα, τοῦ εἶπε ὁ ἡγεμόνας: «Ἀρνήσου λοιπὸν τὸν Θεό σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Σοῦ ἔχω πεῖ πολλὲς φορὲς ὅτι εἶμαι χριστιανὸς καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἀρνηθῶ τὸν Θεό μου». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Θὰ σὲ θανατώσω στὴ φωτιά, ἂν δὲν θυσιάσεις». Ὁ Μάμας εἶπε: «Κάνε ὅ,τι θέλεις». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Σίγουρα παίρνεις θάρρος ἐπειδὴ οἱ μαγεῖες σου εἶναι ἰσχυρὲς καὶ γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο περιφρονεῖς τὴ φωτιά. Θυσίασε στοὺς θεοὺς καὶ ἀπάλλαξε τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὴν τιμωρία ποὺ σὲ περιμένει». Ὁ Μάμας εἶπε: «Σὲ ποιούς θεοὺς μὲ διατάζεις νὰ θυσιάσω;» Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Στὸν Ἥλιο καὶ τὸν Ἡρακλὴ καὶ τὸν Ἀπόλλωνα». Ὁ Μάμας εἶπε: «Καλὰ εἶπες νὰ θυσιάσω στὸν Ἀπόλλωνα· γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ θυσιάζει στὸν Ἀπόλλωνα, χάνει τὴν ψυχή του». Ὅταν ὁ ἡγεμόνας ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια, ἔδωσε διαταγὴ νὰ τὸν ρίξουν στὸ καμίνι, λέγοντας στοὺς Ἀλέξανδρο καὶ Ζώσιμο, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πυρακτώσει τὸ καμίνι: «Πάρτε τον καὶ ρίξτε τον στὸ καμίνι, γιὰ νὰ τὸν κάψει ἡ φωτιὰ καὶ ἔτσι νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν κάκιστη καὶ ἐριστικὴ διάθεσή του». Ἐκεῖνοι, ἀφοῦ τὸν πῆραν, τὸν ὁδήγησαν στὸν τόπο ὅπου ἦταν τὸ καμίνι. 

19. Ὁ Μάμας, ὅταν εἶδε τὸ πυρωμένο καμίνι, στρέφοντας τὸ βλέμμα στὸν οὐρανὸ εἶπε: «Ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας, εἰσάκουσέ με τὸν ἁμαρτωλό, καὶ χάρισέ μου μέχρι τέλους τὴν ὑπομονὴ καὶ κράτησέ με ἀνέπαφο ἀπὸ αὐτὴ τὴ φωτιά, γιὰ νὰ μάθουν αὐτοὶ ποὺ δὲν Σὲ ἀναγνωρίζουν ὅτι Ἐσὺ μόνο εἶσαι ὁ Θεός». Καί, ἀφοῦ σφραγίστηκε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, μπῆκε μέσα στὸ καμίνι. Μόλις μπῆκε μέσα, ἀμέσως ἡ φλόγα ἐξασθένησε καὶ ὁ Μάμας στεκόταν ὄρθιος μέσα στὸ καμίνι δοξάζοντας τὸν Θεὸ καὶ λέγοντας: «Εὐχαριστῶ Σε, Δέσποτα, ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ· Σὲ ἱκετεύω, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐπισκέφθηκες τοὺς τρεῖς παῖδες καὶ ἀπέστειλες τὸν ἄγγελό σου καὶ τοὺςλύτρωσες ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς  φωτιᾶς, ἔτσι νὰ σώσεις κι ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ ἀπὸ τὴ δόλια πλάνη τοῦ διαβόλου». Ἀφοῦ λοιπὸν προσευχήθηκε μὲ αὐτὰ τὰ λόγια, ἀμέσως ἕνα περιστέρι ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς χώρισε τὴ φωτιά, ἔτσι ποὺ νὰ γίνει σὰν ἕνα εἶδος καμάρας ἀπὸ πάνω του, καὶ ἡ φωτιὰ δὲν τὸν ἄγγιζε. 

20. Μετὰ ἀπὸ πέντε μέρες, ἔδωσε διαταγὴ ὁ ἡγεμόνας νὰ ἀνοίξουν τὸ καμίνι, γιὰ νὰ βγάλουν ἔξω τὰ ὀστά του. Ὅταν πλησίασαν οἱ στρατιῶτες, τὸν ἄκουσαν νὰ προσεύχεται μέσα στὸ καμίνι καί, μένοντας κατάπληκτοι, ἔφυγαν καὶ ἀνάγγειλαν τὰ σχετικὰ στὸν ἡγεμόνα λέγοντας: «Ἀφέντη ἡγεμόνα, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μάγος, ἀλλὰ ὁ Θεός του εἶναι μεγάλος καὶ τὸν βοηθᾶ, μέχρι ποὺ καὶ ἀπὸ τὸ πυρωμένο καμίνι τὸν ἔσωσε». Ὁ ἡγεμόνας ἐκπλάγηκε λέγοντας: «Οἱ μαγεῖες του ἐνεργοῦν καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὸν ἄγγιξε ἡ φωτιά. Πηγαίνετε λοιπὸν καὶ βγάλτε τον ἀπὸ τὸ καμίνι καὶ ὁδηγεῖστε τον ἐνώπιόν μου». Οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ πῆγαν καὶ ἄνοιξαν τὸ καμίνι, εἶδαν μιὰ στρατιὰ ἀγγέλων νὰ τοῦ παραστέκεται μέσα σὲ μεγάλη φωτοχυσία, ἐνῶ ὁ Μάμας στεκόταν ἀνάμεσά τους δοξολογώντας τὸν Θεό. Οἱ στρατιῶτες τοῦ εἶπαν κραυγάζοντας: «Ἔλα ἔξω, Μάμα, σὲ καλεῖ ὁ ἡγεμόνας». Ὅταν ὁ Μάμας βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸ καμίνι, οἱ ἄγγελοι ἀποχώρησαν. 

21. Ἀφοῦ τὸν παρουσίασαν στὸν ἡγεμόνα, τοῦ εἶπε ὁ ἡγεμόνας: «Τί γίνεται, Μάμα; Πῶς μάγεψες ἀκόμα καὶ τὴ φωτιά;» Ὁ Μάμας στεκόταν σιωπηλὸς χωρὶς καθόλου ν’ ἀποκρίνεται. Καὶ ὁ ἡγεμόνας τοῦ εἶπε πάλι: «Ὁμολόγησε τί ἔκανες ἐκεῖ στὸ βουνὸ καὶ δὲν θὰ σὲ θανατώσω». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἂν εἶναι αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ μάθεις, ἡγεμόνα, θὰ σοῦ πῶ ὅτι μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ μου μοῦ δόθηκε ἡ δυνατότητα καὶ ἔκανα πολλὰ θαυμαστά, καὶ μὲ τὴν προσταγὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μαζεύονταν τὰ ἄγρια ζῶα καὶ δόξαζαν μὲ τὴ δική τους φωνὴ μαζί μου τὸν Θεό. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανα». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Πές μου εἰλικρινά, μὲ ποιόν τρόπο μάγεψες τὰ ἄγρια ζῶα». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἐγὼ δὲν εἶμαι μάγος, ἀλλὰ χριστιανός». Ὁ ἡγεμόνας Ἀλέξανδρος εἶπε: «Ἔχω ἐδῶ μεγάλα θηρία καί, ἂν δὲν συγκατανεύσεις νὰ θυσιάσεις στοὺς θεούς, θὰ σὲ δώσω σ’ αὐτὰ νὰ σὲ φᾶνε». Ὁ Μάμας εἶπε: «Αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ κάνεις, κάνε το». 

22. Ὁ ἡγεμόνας εἶπε στοὺς ἀξιωματικοὺς ποὺ ἦταν ὑπεύθυνοι γιὰ τὰ σχετικά μὲ τὸ κυνήγι: «Φροντίστε νὰ μοῦ φέρετε κάθε εἴδους ζῶα, γιὰ νὰ παλέψει μαζί τους ὁ Μάμας». Ἐκεῖνοι ἔκαναν ἀμέσως αὐτὸ ποὺ τοὺς πρόσταξε. Ὅταν λοιπὸν βάλανε τὸν Μάμα στὸ στάδιο, ἐξαπολύουν ἐναντίον του μιὰ τρομερότατη ἀρκούδα, ἡ ὁποία, ἀφοῦ βγῆκε τρέχοντας καὶ πλησίασε τὸν μάρτυρα, τὸν προσκύνησε. Καὶ ἐπειδὴ δὲν τὸν ἄγγιξε ἡ ἀρκούδα, πρόσταξε νὰ ἀμολήσουν μιὰ λεοπάρδαλη, ἡ ὁποία, ἀφοῦ ἔτρεξε, πήδησε στὸν λαιμό του καὶ ἄρχισε νὰ γλείφει τὸν ἱδρώτα του μὲ τὴ γλώσσα της. Ὅταν εἶδε ὁ ἡγεμόνας ὅτι κανένα ἀπὸ τὰ θηρία δὲν τὸν ἄγγιξε, πρόσταξε νὰ τὸν ρίξουν στὴ φυλακὴ καὶ νὰ πᾶνε νὰ αἰχμαλωτίσουν ἕνα ἄγριο λιοντάρι, στὸ ὁποῖο νὰ μὴ δώσουν τροφὴ γιὰ ἑφτὰ μέρες. Ὅταν συνέλαβαν τὸ λιοντάρι, πρόσταξε ὁ ἡγεμόνας νὰ φέρουν τὸν Μάμα στὸ στάδιο καὶ νὰ ἀμολήσουν κατεπάνω του τὸ λιοντάρι. Ὅμως, τὸ λιοντάρι, ἀφοῦ βγῆκε στὸ στάδιο, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ μὲ ἀνθρώπινη φωνὴ λέει: «Ὦ ἀνθρώπινη φύση, τὴν ὁποία σκεπάζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, νὰ ποὺ γιὰ χάρη σου μὲ κάνουν οἱ ἄγγελοι νὰ μιλῶ μὲ ἀνθρώπινη φωνή. Ἐσὺ εἶσαι ὁ ποιμένας, ποὺ μὲ ποίμανες στὸ βουνὸ καὶ γιὰ σένα ἔχω ἔρθει ἐδῶ». Ὅταν τὸ λιοντάρι εἶπε αὐτά, κλείστηκαν ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους οἱ πύλες τοῦ σταδίου καὶ τὸ λιοντάρι, ἀφοῦ ἀνέβηκε στὶς κερκίδες, κατασπάραξε μεγάλο πλῆθος ἀπὸ Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες. Σώθηκε μόνο ὁ ἡγεμόνας μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες του. Καὶ αὐτὸ ἔγινε μὲ παράκληση τοῦ Μάμα· γιατὶ εἶχε πεῖ στὸ λιοντάρι νὰ τοῦ χαρίσει τὴ ζωή, κρατώντας τον γιὰ τὴ θεία καὶ οὐράνια κρίση, ἔτσι ὥστε νὰ ὑποστεῖ ἄξια τιμωρία γιὰ περισσότερες ἀδικίες. Καὶ ἀπὸ κείνους ποὺ κατασπαράχθηκαν, γέμισε ὁ τόπος αἵματα. 

23. Ὅμως,οὔτε καὶ ἔτσι δὲν φοβήθηκε ὁ παράνομος ἡγεμόνας, ἀλλὰ φεύγοντας γιὰ τὸ διοικητήριο καὶ ἀφοῦ κάλεσε ἐκεῖ τὸν Μάμα, τοῦ εἶπε: «Ἀρνήσου τὸν Θεό σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἱερόσυλε καὶ ὑποκριτή, κοινωνὲ τῶν δαιμόνων, δὲν θὰ βάλεις σὲ πειρασμὸ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ Μάμα· διότι δὲν ἀρνοῦμαι τὸν Θεό μου. Θὰ ἔρθει μεγάλη φλόγα καὶ ξίφος τιμωρίας ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ θὰ σὲ θανατώσει, ὅπως καὶ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀρνοῦνται τὸν Θεό. Ἀνταπόδωσέ τους, Κύριε, γρήγορα, ἐπειδὴ δὲν σὲ ἀναγνωρίζουν ὡς τὸν ζωντανὸ Θεό, ἀλλὰ λατρεύουν τὰ κουφὰ εἴδωλα, τὶς πέτρες καὶ τὰ ξύλα ποὺ σκαλίστηκαν ἀπὸ ἀνθρώπους». Ὁ ἡγεμόνας, ἔχοντας ἀναστατωθεῖ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια, εἶπε: «Ἔχω ἕνα φοβερὸ λιοντάρι καὶ μ’ αὐτὸ θὰ σὲ θανατώσω». Ὁ Μάμας εἶπε: «Αὐτὸ ποὺ θὲς νὰ κάνεις, κάνε το, μόνο βιάσου». Καὶ τὴν ἴδια στιγμή, πρόσταξε νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ στάδιο. Ὁ Μάμας εἶπε στὸν ἡγεμόνα: «Τύραννε καὶ μισάνθρωπε κι ἐχθρὲ τῆς ἀλήθειας, ἐκτέλεσε γρήγορα τὴ διαταγὴ τοῦ πατέρα σου τοῦ λεγόμενου σατανᾶ». Καὶ πρόσταξε ὁ ἡγεμόνας νὰ ἀμολήσουν κατεπάνω του τὸ λιοντάρι. Ὁ Μάμας, ὄρθιος μέσα στὸ στάδιο, στρέφοντας τὸ βλέμμα πρὸς τὸν οὐρανό, δόξαζε τὸν Θεό. Τὸ λιοντάρι, βγαίνοντας μὲ μεγάλο βρυχηθμό, ἦρθε καὶ ξάπλωσε στὰ πόδια τοῦ μάρτυρα καὶ μὲ τὴν οὐρά του ὑποκλινόταν ἱκετευτικὰ μπροστά του. Ὅταν εἴδαν αὐτὸ τὸ πράγμα τὰ πλήθη, οὐρλιάζοντας ἀποδοκίμαζαν μὲ σφυρίγματα καὶ ἔλεγαν: «Βγάλε ἀπὸ τὴ μέση τὸν μάγο, ἡγεμόνα, ποὺ δὲν ὑπακούει στοὺς θεούς». Καὶ ἔριχναν πέτρες κατεπάνω του· ὅμως οἱ πέτρες δὲν τὸν ἄγγιζαν καὶ ἔπεφταν κυκλικὰ γύρω του στὸ χῶμα. 

24. Ὁ ἡγεμόνας, πεισματώνοντας, πρόσταξε νὰ φέρουν ἱππεῖς στρατιῶτες καί, ἀφοῦ τὸν ὁδηγήσουν στὸν διάδρομο τῶν ἱππικῶν ἀγώνων, νὰ τὸν χτυπήσει ἕνας μονομάχος μὲ τρίαινα. Ὅταν ἔγιναν αὐτά, ὅλα τὰ πλήθη ἐκπλήττονταν μὲ τὴν ὑπομονή του. Ἀφοῦ ἔγινε μεγάλη ἡσυχία, ἀκούστηκε φωνή ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ λέγει: «Ἔλα λοιπόν, Μάμα, ἀνέβα στὸν οὐρανὸ καὶ ὁ Πατέρας χαίρεται γιὰ τὰ μαρτύριά σου καὶ ὁ Υἱὸς ποὺ σὲ στεφάνωσε καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ σὲ καθοδηγοῦσε». Καὶ ἐνῶ τὰ αἵματά του ἔτρεχαν σὰν κρουνοί, βγῆκε ἔτσι ἀπὸ τὸ στάδιο κρατώντας τὰ ἐντόσθιά του. Καὶ ἀφοῦ ἀπομακρύνθηκε μέχρι δύο στάδια ἀπὸ τὴν πόλη, βρῆκε μιὰ πέτρα ὅπου κάθισε καὶ ξεκουράστηκε. Καὶ ἀφοῦ ἔστρεψε τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό, εἶπε: «Κύριε, μὴν ἀνταποδώσεις σ’ αὐτοὺς γιὰ ὅσα μοῦ ἔκαναν, ἀλλὰ ἀνάπαυσέ μου τὴν ψυχὴ εἰρηνικὰ καὶ χάρισέ μου μερίδιο καὶ μοίρα μαζί μὲ τοὺς ἁγίους σου μάρτυρες». Καί, ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ καὶ εὐχαρίστησε τὸν Θεό, παράδωσε τὸ πνεῦμα του. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ποὺ εἶχαν πορευτεῖ μαζί του ὣς ἐκεῖ, ἄνθρωποι εὐλαβεῖς, ἀφοῦ πῆραν τὸ πανάγιό του λείψανο, τέλεσαν τὴν κηδεία του μὲ μεγαλοπρέπεια, καὶ τὸν ἔθαψαν σὲ γνωστὸ τόπο.

Μαρτύριο Αγίου Μάμα. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

25. Μαρτύρησε ὁ ἅγιος Μάμας στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας πρὶν ἀπὸ δεκατρεῖς καλένδες τοῦ Σεπτεμβρίου (δηλ. κατὰ τὴν δεκάτη ἐνάτητοῦ Αὐγούστου), ἐπὶ αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ, ἐνῶ ἡγεμόνας τῆς Καππαδοκίας ἦταν ὁ Ἀλέξανδρος, καὶ γιὰ μᾶς ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Μετάφραση: Γιῶργος Κυθραιότης.
Πηγή: Βιβλίο «Ἅγιος Μάμας, ὁ πολιοῦχος τῆς Μητροπόλεως Μόρφου» (ἐκδόσεις «Θεομόρφου»)

Μόρφου Νεόφυτος: Ἡ μακαριστὴ Μηλιά· μιὰ ὀρθόδοξη παιδαγωγική… (04.09.2022)

 

Λόγος Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὸ ἐτήσιο μνημόσυνο τῆς μακαριστῆς μητέρας του Μηλιᾶς Μασούρα, ποὺ τελέσθηκε στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Νικολάου παρὰ τὴν Ὀροῦντα, μετὰ τὸ πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας τῆς Κυριακῆς ΙΒ΄ Ματθαίου (04.09.2022).