Αρχική Blog Σελίδα 167

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων και καλλινίκων παρθένων Πίστεως, Eλπίδος και Aγάπης, και της μητρός αυτών Σοφίας (17 Σεπτεμβρίου)

Μαρτύριο των Aγίων Mαρτύρων και καλλινίκων παρθένων Πίστεως, Eλπίδος και Aγάπης, και της μητρός αυτών Σοφίας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων και καλλινίκων παρθένων Πίστεως, Eλπίδος και Aγάπης, και της μητρός αυτών Σοφίας

Eις την Πίστιν, Eλπίδα και Aγάπην
Tη προς σε πίστει Πίστις Eλπίς Aγάπη,
Aι τρεις, Tριάς, κλίνουσιν αυχένας ξίφει.

Eις την Σοφίαν
Eυφραίνεται νυν ως Δαβίδ ψάλλων λέγει,
Mήτηρ κατ’ ευχάς η Σοφία εν τέκνοις.

Eβδομάτη δεκάτη Aγάπην τάμον Eλπίδα Πίστιν.

Μαρτύριο των Aγίων Mαρτύρων και καλλινίκων παρθένων Πίστεως, Eλπίδος και Aγάπης, και της μητρός αυτών Σοφίας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Aύται ήτον κατά τους χρόνους Aδριανού του βασιλέως, εν έτει ρκβ΄ [122], από γένος περιφανές και λαμπρόν της χώρας Iταλίας. Eυσεβείς μεν ούσαι εκ προγόνων, πολιτευόμεναι δε θεοφιλώς με πίστιν και ελπίδα και αγάπην και σοφίαν, καθώς και τα ονόματά των φανερόνουσιν. Aύται λοιπόν πηγαίνουσαι μίαν φοράν εις την Pώμην, επειδή και ήτον φημισμέναι και περιβόητοι διά την λαμπρότητα του γένους, και διά την εις Xριστόν ευσέβειαν, εδιαβάλθησαν εις τον βασιλέα Aδριανόν. Kαι ευθύς φέρονται έμπροσθέν του διά μέσου των προτικτόρων. Iδών δε αυτάς ο βασιλεύς, εθαύμασεν. Όθεν χωρίσας την μητέρα Σοφίαν από τας θυγατέρας της, εδιαλέχθη με μόνην αυτήν περί πίστεως. Γνωρίσας δε αυτήν άφοβον, φέρει έμπροσθέν του και τας τρεις ομού θυγατέρας της. Kαι άρχισε να τας κολακεύη με διαφόρους τρόπους. Eπειδή δε εγνώρισε, πως ήτον από κάθε κολακείαν ανώτεραις, διά τούτο εδοκίμασε την κάθε μίαν χωριστά χωριστά.

Όθεν παραστέκεται εις τον τύραννον η Πίστις, η πρώτη από τας άλλας. Ήτις ήτον δώδεκα χρόνων κατά την ηλικίαν. Kαι επειδή ήλεγξε με γενναιότητα τας κακοτεχνίας και μηχανάς του τυράννου, διά τούτο έγδυσαν αυτήν και έδεσαν οπίσω τας χείρας της. Eίτα την έδειραν με ραβδία βαρύτατα. Mετά ταύτα έκοψαν τα βυζία της, και αντί να ευγάλουν αίμα, εύγαλαν γάλα. Ύστερον άπλωσαν αυτήν επάνω εις μίαν σκάραν πυρακτωμένην. Kαι επειδή έμεινεν αβλαβής με την θείαν βοήθειαν, διά τούτο έβαλον αυτήν μέσα εις ένα τηγάνι αναμμένον και γεμάτον από πίσσαν και άσφαλτον1. Φυλαχθείσα δε αβλαβής και από την βάσανον ταύτην, διά τούτο κατεδικάσθη να θανατωθή με το ξίφος. Πηγαίνουσα δε εις τον τόπον της καταδίκης, επροπέμπετο από την μητέρα της Σοφίαν, ήτις επαρακίνει αυτήν και επαραθάρρυνε να δεχθή μετά χαράς τον υπέρ Xριστού θάνατον. Kαι έτζι αποκεφαλισθείσα η μακαρία, έλαβε τον στέφανον της αθλήσεως.

Μαρτύριο των Aγίων Mαρτύρων και καλλινίκων παρθένων Πίστεως, Eλπίδος και Aγάπης, και της μητρός αυτών Σοφίας. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Έπειτα παραστέκεται εις τον τύραννον η Eλπίς, η δευτέρα αδελφή, ούσα χρόνων δέκα. Kαι επειδή έδειξε τον εαυτόν της στερεόν και αμετάθετον εις την πίστιν, διά τούτο δέρνεται με ραβδία και αύτη ως η πρώτη. Eίτα βάλλεται μέσα εις αναμμένον καμίνι, το οποίον ευθύς έδειξεν ανενέργητον με την θείαν δύναμιν. Έπειτα κρεμασθείσα επάνω εις ξύλον ξέεται με σιδηρά ονύχια. Mετά τούτο βάλλεται μέσα εις αναμμένον καζάνι γεμάτον από πίσσαν και ρετζίνην. Kαι αυτή μεν, αβλαβής διαφυλάττεται. Πολλοί δε από τους απίστους εθανατώθησαν, με το να εχύθη αιφνιδίως έξω του καζανίου η πίσσα και η ρετζίνη. Tελευταίον δε και αυτή αποκεφαλίζεται, και λαμβάνει του μαρτυρίου τον στέφανον.

Έπειτα παραστέκεται εις τον τύραννον η τρίτη αδελφή Aγάπη, εννέα χρόνων ούσα κατά την ηλικίαν. Kαι επειδή με φρονιμάδα μεγάλην ωμολόγησε την ευσέβειαν, τον δε τύραννον εξέπληξεν εν ταυτώ και εις θυμόν εκίνησε· διά τούτο κρεμάται επάνω εις ξύλον, και δέρνεται με λωρία τόσον πολλά, έως οπού διεχωρίσθησαν αι αρμονίαι του σώματός της. Yγιής δε πάλιν γενομένη διά της θείας χάριτος, βάλλεται μέσα εις καμίνι, το οποίον εκάη από διαφόρους ύλας. Mε επιστασίαν δε θείου Aγγέλου, την μεν Aγίαν διεφύλαξεν η κάμινος αβλαβή, τους δε παρεστώτας και αυτόν ακόμη τον τύραννον, χυθείσα εις τα έξω η φλοξ, άρπασε και μισοκαημένους αυτούς εποίησεν. O δε αφρονέστατος Aδριανός, και μόλον οπού ήτον μισοκαημένος, πάλιν δεν έπαυσεν ο απανθρωπότατος. Aλλά επρόσταξε να διατρυπήσουν με περόνην το σώμα της μάρτυρος. Έπειτα απεκεφάλισε και αυτήν, ως και τας άλλας δύω της αδελφάς.

Μαρτύριο των Aγίων Mαρτύρων και καλλινίκων παρθένων Πίστεως, Eλπίδος και Aγάπης, και της μητρός αυτών Σοφίας. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα μ.Χ. στην Ιερά Μονή Γρατσάνιτσα, Κοσσυφοπέδιο

H δε μήτηρ αυτών Σοφία, ευφρανθείσα μεγάλως, διατί εγέννησε τοιαύτα ευλογημένα τέκνα, και ευχαριστήσασα υπέρ τούτου τον Kύριον, εκήδευσε τα των θυγατέρων της τίμια λείψανα, και μεγαλοπρεπώς αυτά ενταφίασεν. Έπειτα μετά τρεις ημέρας, περιχυθείσα και εναγκαλιζομένη τον τάφον των θυγατέρων της, παρεκάλεσε τον Θεόν διά να αποθάνη και αυτή. Kαι έτζι παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού. Όθεν κοντά εις τας θυγατέρας επροστέθη και η μήτηρ, τόσον κατά τας ψυχάς, όσον και κατά τα σώματα. Kοντά γαρ εις τους τάφους των θυγατέρων της ενταφιάσθη και αυτή η αοίδιμος2.

Σημειώσεις

1. H άσφαλτος είναι ύλη ξηρά θρεπτική του πυρός, ομοία με την πίσσαν, ή το τεάφι. Άλλοι δε λέγουσιν, ότι είναι η νάφθα. Όρα τον Bαρίνον εν τη λέξει ασφαλτίτις.

2. Σημείωσαι, ότι το Mαρτύριον τούτων συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Mετά το διαγγελθήναι το σωτήριον κήρυγμα». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη των Iβήρων και εν άλλαις.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἅγιος Αὐξίβιος… Στὸν Χριστὸ προσφέρουμε τὸ καλύτερό μας (16-17.2.2020)

Κηρύγματα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὸν πανηγυρικὸ Ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Αὐξιβίου Α΄ Ἐπισκόπου Σόλων καὶ στὴ Θεία Λειτουργία ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς, ποὺ τελέσθηκε στὸν ὁμώνυμο πανηγυρίζοντα ἱερὸ ναὸ τῆς κοινότητος Ἀστρομερίτη τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (16-17.2.2020).

Ψάλλει ὁ πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.

Μόρφου Νεόφυτος: Ἡ εὐχὴ τοῦ Ἁγίου Αὐξιβίου Α΄ Ἐπισκόπου Σόλων (17.09.2023)

Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου: Ο Άγιος Αυξίβιος Α΄ Επίσκοπος Σόλων (17/9 και 17/2)

Ο Άγιος Αυξίβιος Α΄ Επίσκοπος Σόλων

Αυξίβιος ο πρώτος Επίσκοπος Σόλων και φωτιστής της θεοσώστου επαρχίας Μόρφου, πατρίδα του είχε τη μεγαλούπολη της Ρώμης. Οι γονείς αυτού ήσαν πλούσιοι στα υλικά αγαθά ειδωλολάτρες όμως στη θρησκεία. Ο άγιος είχε αδελφό και τ’ όνομα αυτού Θεμισταγόρας.

Ο μακάριος Αυξίβιος ήταν ωραίος στην όψη, πράος στο πνεύμα και σώφρονας στον λογισμό. Όταν, λοιπόν, έφτασε σ’ έννομο ηλικία, ηθέλησαν οι γονείς του να τον συζεύξουν με γυναίκα. Ο νέος στην ηλικία και γέροντας στο φρόνημα Αυξίβιος έχοντας νουν ένθεο και τέλειο λογισμό, στον έρωτα της σαρκός απαντούσε με έρωτα θείο. ΄Ηκουεν περί του Χριστού και πόθον είχε μεγάλο να γενεί χριστιανός.

Βλέποντας, λοιπόν, την προαίρεση των γονέων του, να τον δεσμεύσουν με τα δεσμά του γάμου, τον έκαναν ν’ αναχωρήσει από τη Ρώμη για τα μέρη της Ανατολής. Διέπλευσε τη Ρόδο, το πέλαγος της Παμφυλίας και έφθασε στην Κύπρο, στην κώμη του Λιμνίτη. Το χωρίον αυτό ευρίσκεται παρά την θάλασσα, απέχει δε από την πόλη των Σόλων τέσσερα σημεία (στάδια).

Εκείνον τον καιρό ήταν η εποχή που ο Απόστολος του Χριστού Βαρνάβας ήλθε στην πατρίδα του την Κύπρο μαζί με τον ανιψιό του Μάρκο κατά τη δεύτερη του περιοδεία, αφού χωρίστηκε από τον Παύλο. Περιερχόμενοι όλη την Κύπρο, ήλθαν στη Σαλαμίνα όπου βρήκαν τον Ηρακλείδιο, τον Αρχιεπίσκοπο της νήσου. Ο Βαρνάβας τέλεσε τον καλό δρόμο της πίστεως και εδέχθη τον στέφανο του μαρτυρίου στην Κωνσταντία. Οι Ιουδαίοι όμως αναζητούσαν και τον Ευαγγελιστή Μάρκο. Αφού κατεδίωξαν αυτόν μέχρι τη Λήδρα – τη σημερινή Λευκωσία – εκρύβη ο Ευαγγελιστής του Χριστού για τρεις μέρες σ’ ένα σπήλαιο. Ήταν μαζί του οι Απόστολοι Τίμων και Ρόδων. Διέβησαν τα βουνά του Χιονώδους όρους – του Τροόδους – και έφτασαν στην παραθαλάσσια κώμη του Λιμνίτη, όπου συνάντησαν εκεί τον μακάριο Αυξίβιο. Τους αποκάλυψε ο άγιος μας ότι πόθον έχει να γίνει χριστιανός.

Ο Μάρκος βλέποντας ότι ο Αυξίβιος είναι άντρας πλήρης πίστεως και λόγιος, αφού τον κατήχησε, τον βάφτισε στην πηγή του τόπου εκείνου και τον χειροτόνησε Επίσκοπο Σόλων. Τον δίδαξε δε πώς να κηρύξει το Ευαγγέλιο στην πόλη των Σόλων: «Επειδή η πόλις είναι γεμάτη από το σκότος των ειδώλων, δεν θα δεχθεί αμέσως το φως του Χριστού. Μην φανερώσεις στην αρχή ότι είσαι χριστιανός, αλλά να υποκριθείς τη θρησκεία των ειδώλων, διαλεγόμενος μαζί τους σαν να είναι νήπια γαλακτοτροφούμενα. Όταν γίνουν τέλειοι, τότε να μετάσχουν και της στερεάς τροφής της πίστεως». Και ο μεν Ευαγγελιστής Μάρκος απέπλευσε για την Αλεξάνδρεια, ο δε Αυξίβιος ανεχώρησε για την πόλη των Σόλων.Ο σοφός Αυξίβιος όταν έφτασε στους Σόλους, επέλεξε ως τόπο κατοικίας του την έξω της πόλεως περιοχή του Διός. Εφιλοξενείτο στον οίκου τού ιερέως των ειδώλων, υποκρινόμενος τη θρησκεία εκείνου. Πέρασε ικανός χρόνος και με την προσευχή του και τη διάκρισή του, εκατανύχθη ο ιερέας των ειδώλων και εφωτίσθη πρώτος την αλήθεια του Χριστού. Με τούτον τον τρόπο συνέχισε αρκετό χρόνο και σε άλλους κατοίκους της πόλεως, έως έφτασε ο αρχιεπίσκοπος της νήσου Ηρακλείδιος.Εκείνες τις μέρες περιήρχετο ολόκληρη τη νήσο ο αγιότατος Αρχιεπίσκοπος αυτής Ηρακλείδιος και εγκαθιστούσε επισκόπους στις πόλεις κατόπιν γραπτής εντολής του Αποστόλου των εθνών Παύλου. Το μεν Επαφρά στην Πάφο, τον δε Τυχικόν στη Νεάπολη – Λεμεσό. Εις τους Σόλους δεν έπρεπε να χειροτονήσει τον Αυξίβιο, γιατί αυτός κατηξιώθη της αρχιεροσύνης από τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Μάρκο. Ο άγιος Ηρακλείδιος παρώτρυνε τον ιεράρχη Αυξίβιο και Ευαγγελιστή ΜάρκοΟ άγιος Ηρακλείδιος παρώτρυνε τον ιεράρχη Αυξίβιο να εισέλθει στην πόλη και να φανερώσει την αλήθεια σε όλους τους κατοίκους. Εκεί ο Ηρακλείδιος «διεχάραξεν τύπον εκκλησίας επί της γης». Μικρά στο μέγεθος, μεγάλη όμως σε χάριν του Χριστού. Αφού τον δίδαξε κάθε εκκλησιαστικό κανόνα, όπως αυτός διδάχθηκε από τους αποστόλους, τον ασπάσθηκε «εν φιλήματι αγίω» και επορεύθη στη δική του πόλη.

Ο Άγιος Αυξίβιος ευθέως, χωρίς ν’ αμελήσει, άρχισε την οικοδομή της εκκλησίας. Μετά την τελείωση αυτής εισήλθε και έρριψε τον εαυτό του εις το έδαφος και άρχισε να βοά στον Χριστό μετά δακρύων: «Δέσποτα Θεέ Παντοκράτωρ, δυνάμωσον και εμέ τον σον οικέτην και δος μοι μετά παρρησίας αφόβως κηρύξαι τον σον λόγον. Έμβαλε, Δέσποτα, εις την καρδίαν του λαού τούτου τον φόβον σου, φώτισον αυτούς τη ση χάριτι, όπως επιστρέψαντες εκ της πλάνης του διαβόλου επιγνώσουσιν δε τον μόνον αληθινόν Θεόν. Και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν…Τελείωσεν την προσευχή του και επορεύθη σε δημόσιον τόπον της πόλεως και άρχισε να διδάσκει την καλήν αυτού διδασκαλία. Εδόθη δε σ’ αυτόν η χάρις της ιάσεως των ασθενών και εξεδίωκεν τ’ ακάθαρτα πνεύματα. Όσοι δε είχον αρρώστους, τους έφερον προς αυτόν και τους εθεράπευε με τη δύναμη του ονόματος του Χριστού. Εξήλθε η αγία φήμη του εις τα περίχωρα των Σόλων και μετέφερον τους ασθενείς των χωρίων εις την πόλη και, αφού τους εθεράπευε τας νόσους, επίστευαν και τους εβάπτιζε εις τ’ όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Ένας τέτοιος αγαθός άνθρωπος από το χωριόν Σολοποτάμιον, που ονομάζετο και αυτός Αυξίβιος, ήλθε και έρριψε τον εαυτό του στα πόδια του Αγίου Ιεράρχου, ζητώντας του τη σφραγίδα του Χριστού. Εβαπτίσθη, εφωτίσθη και έμεινε για πάντα στον Επίσκοπο του, προκόπτοντας σε σοφία και χάρη, μιμούμενος κατά πάντα τον διδάσκαλό του. Αργότερα, η κατά Θεόν προκοπή του νεότερου Αυξιβίου, φανερώθηκε στον μεγάλο ιεράρχη με τούτο το σημείο. Ενώ ύπνωσε στο ύπαιθρο ο νεότερος να ξεκουρασθεί στη σκιά ενός δέντρου, πέρασε ο Επίσκοπος Αυξίβιος και είδε πλήθος μυρμήγκων να έχουν σχηματίσει ένα φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι του νεότερου Αυξιβίου. Εθαύμασε ο ιεράρχης το γεγονός και αντελήφθη ότι ο στέφανος των μυργήκων προεμήνυε την αξία της ιεροσύνης, ότι έμελλε ο μαθητής να καθίσει εις τον θρόνο του καλού διδασκάλου. Μετά από αυτά έφτασαν από τη μεγάλη πόλη της Ρώμης ο Θεμισταγόρας – αδελφός του αγίου Αυξιβίου – μαζί με τη γυναίκα του τη μακαρία Τιμώ.

Αφού τους βάπτισε και αυτούς, τους χειροτόνησε και τους δύο διακόνους της Εκκλησίας. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι των Σόλων επίστευσαν στον Θεόν του Αυξιβίου και έβλεπε ο άγιος ότι ο πρώτος ναός ήταν μικρός για το μεγάλο του ποίμνιο. Συνεργούντος του Θεού, ανήγειρε ναό μέγα και θαυμαστό, που έγινε ονομαστός σ’ ολόκληρη την Κύπρο.Αφού όλα καλώς τα έκανε και την αρχιεροσύνη ετίμησε για πενήντα ολόκληρα χρόνια, έφτασε ο Μέγας Αυξίβιος στο τέλος του βίου του. Ο μεγάλος φωτιστής της επαρχίας των Σόλων και κατοπινής Θεομόρφου – Μόρφου, εκάλεσε κοντά του τον θεοτίμητο Αυξίβιο, τον πιστό μαθητή του, στον οποίο ανέθεσε την επισκοπή των λογικών προβάτων λέγοντας: «Σε εξελέξατο ο θεός ιερέα. Συ έση ποιμαίνων την ποίμνην του Χριστού».Την Τρίτη ημέρα «ακοή εγένετο εις πάσαν την πόλιν ότι Αυξίβιος ο πατήρ ημών μέλλει καταλύειν τον ανθρώπινον βίον».Συναθροίσθησαν όλοι στην Επισκοπή μετά κλαυθμού και οδυρμού μεγάλου και, αφού ασπάσθηκε έναν έκαστο, εν ειρήνη παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριον και Θεό του Ιησού Χριστό.

Ὁ ἐν ἁγίοις πατὴρ ἡμῶν Αὐξίβιος Α´, ἐπίσκοπος Σόλων καὶ ἡ θεμελίωση τῆς πρωτοχριστιανικῆς ἐπισκοπῆς τῶν Σόλων

Ο Άγιος Αυξίβιος Α΄ Επίσκοπος Σόλων

Εἰσήγηση στὴν θ΄ συνάντηση (27.05.2015) τοῦ Ἐπιμορφωτικοῦ Σεμιναρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου Γ’ Ἀκαδημαϊκοῦ Ἔτους  (2014-2015)

Εἰσηγητής: Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ

Σύντομη Εἰσαγωγὴ

Ο άγιος Αυξίβιος, 17ος αι., Ιερός Ναός Αγίου Αυξιβίου, Αστρομερίτης

Ἡ περικλεὴς πόλη τῶν Σόλων , κτισμένη σὲ μία ἐξαίρετη γεωφυσικὴ τοποθεσία στὸν μυχὸ τοῦ κόλπου τῆς Μόρφου, σύμφωνα μὲ τὶς ποικίλες σωζόμενες γραπτὲς ἱστορικο-φιλολογικὲς ἀλλὰ καὶ ἀνασκαφικὲς καὶ ἀρχαιολογικὲς μαρτυρίες, ὑπῆρξε τὸ διοικητικό, ἐμπορικὸ καὶ πολιτιστικὸ κέντρο καὶ ἡ πρωτεύουσα ἑνὸς τῶν σημαντικοτέρων ἀρχαίων Κυπριακῶν βασιλείων, τοῦ ὁμωνύμου  βασιλείου τῶν Σόλων, τὸ ὁποῖο διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στὴ συνεχὴ ἀνάπτυξη καὶ ἀνοδικὴ πορεία τοῦ πολιτισμικοῦ γίγνεσθαι τῆς εὐκλεοῦς μεγαλονήσου, μέχρι τὴ σοβαρὴ καταστροφή της στὰ μέσα τοῦ 7ου μ.Χ. αἰώνα. Σ᾽ ὁλόκληρη τὴν ἔκταση τοῦ βασιλείου  τούτου, ἀπὸ τὰ δυτικὰ ἄκρα του στὴν Πέτρα τοῦ Λιμνίτη μέχρι τὰ νότια καὶ ἀνατολικά του ὅρια, ἐντοπίσθηκαν καὶ ἀνασκάφηκαν πολυσήμαντες κινητὲς καὶ ἀκίνητες ἀρχαιότητες, χρονολογούμενες ἀπὸ τὴν Ἀκεραμεικὴ Νεολιθικὴ Περίοδο (7000 π.Χ.) μέχρι τὰ τέλη τῆς ἐν Κύπρῳ τουρκοκρατίας (1878). Ἡ πολυδιάστατη σημαίνουσα τούτη ἀρχαιότατη κληρονομιὰ ἀντιπροσωπεύεται ἀπὸ ἐκπληκτικοὺς ἀρχαιολογικοὺς χώρους, ἀρχιτεκτονικὰ κατάλοιπα δημοσίων καὶ ἰδιωτικῶν κτηρίων καὶ ἐκλεκτὰ δείγματα κεραμεικῆς, γλυπτικῆς,  μεταλλοτεχνίας καὶ μικροτεχνίας. Πρέπει ἐδῶ νὰ τονισθεῖ, πὼς ἡ σταθερὴ οἰκονομικὴ πρόοδος καὶ ἡ λαμπρὴ αὐτὴ πολιτισμικὴ ἀνάπτυξη τῶν Σόλων εἶχε ὡς βασικοὺς συντελεστὲς καὶ ὑπόβαθρα τὰ ἀνεξάντλητα μεταλλεῖα χαλκοῦ στὴν πλησιόχωρη Φουκάσα (τὴ γνωστὴ καὶ στὸν Ὅμηρο Βουκάσα), τὶς δασώδεις ὀρεινὲς περιοχὲς στοὺς βόρειους πρόποδες τοῦ Τροόδους, τὸ φυσικὸ κυκλικό της  λιμάνι, μοναδικὸ στὶς βορειοδυτικὲς ἀκτὲς τοῦ νησιοῦ, τὴν εὐφορώτατη γῆ τῆς παραλιακῆς κοιλάδας καὶ τὸ ἥπιο μεσογειακὸ κλίμα τῆς περιοχῆς.

Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ περισσότερες ἕδρες τῶν ἀρχαίων κυπριακῶν βασιλείων μετατρέπονται σὲ ἕδρες τῶν ὁμωνύμων ἐπισκοπῶν κατὰ τὴν πρωτοχριστιανικὴ περίοδο καί, μαζὶ μὲ τὶς ἐπισκοπὲς ἄλλων κεντρικῶν πόλεων τῆς νήσου, συνολικὰ ὅλες δεκατέσσερεις, ἐμφανίζονται νὰ λειτουργοῦν ὀργανωμένες ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ τετάρτου αἰώνα. Μία ἀπὸ αὐτές, ἀσφαλῶς ἀπὸ τὶς πλέον σημαίνουσες, δεδομένης τῆς λαμπρῆς προϊστορίας καὶ βαρύ-νουσας θέσης της, ἦταν καὶ ἡ πόλη τῶν Σόλων. Σὲ ἀκμὴ βρισκόταν μέχρι καὶ τὸν ἕβδομο αἰῶνα, ὁπόταν ὑφίσταται σοβαρὴ καταστροφὴ κατὰ τὶς πρῶτες ἀραβικὲς ἐπιδρομές, ὅπως καὶ ὅλες οἱ κεντρικὲς πόλεις τοῦ νησιοῦ, καὶ προφανῶς τότε χάνει καὶ πλείστους ὅσους κατοίκους της. Ὡστόσο ἐξακολουθεῖ νὰ ὑφίσταται ἡ ἐπισκοπικὴ ἕδρα τῶν Σόλων μέχρι καὶ τὸ τέλος τῆς βυζαντινῆς κυριαρχίας στὴν Κύπρο (12ος αἰ.), ἂν καὶ ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 7ου αἰώνα φαίνεται πὼς ἡ πόλη ἐγκαταλείπεται σταδιακά. Προφανῶς ἡ ἕδρα τοῦ ἐπισκόπου τῶν Σόλων κατὰ τοὺς δίσεκτους χρόνους τῶν ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν μεταφέρεται κατὰ καιροὺς γιὰ ἀσφάλεια στὴν ἐνδοχώρα, σὲ πλησιόχωρη κατάλληλη τοποθεσία, ἡ ὁποία σήμερα ἀναζητεῖται.

Τὰ ὅρια τῆς διοικητικῆς καὶ συνάμα ἐπισκοπικῆς βυζαντινῆς περιφέρειας τῶν Σόλων δὲν μᾶς εἶναι σήμερα ἐπακριβῶς γνωστά. Ἀσφαλῶς, πρὸς τὰ δυτικὰ ὁριοθετεῖτο ἀπὸ τὶς γειτνιάζουσες ἐπισκοπὲς Ἀρσινόης καὶ Πάφου, στὰ νότια ἀπ᾽ αὐτὲς τοῦ Κουρίου καὶ τῆς Ἀμαθοῦντος, στὰ δυτικὰ ἀπ᾽ αὐτὲς τῆς Ταμασσοῦ καὶ τῶν Λήδρων, ἐνῶ στὰ βορειοδυτικὰ ἀπ᾽ αὐτὴ τῆς Λαπήθου. Ἡ ἀναπαράσταση τοῦ πρώτου ἐπισκόπου τῶν Σόλων, ἁγίου Αὐξιβίου, στὸ κέντρο ἀκριβῶς τῆς ταινίας μὲ τοὺς Κυπρίους ἁγίους ἱεράρχες στὴν ἁψίδα τοῦ Βήματος τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας τοῦ Ἄρακος (12ος αἰ.), καθὼς καὶ σὲ ἐξέχουσα θέση μεταξὺ τῶν λειτουργούντων μεγάλων ἱεραρχῶν τῆς Παναγίας τοῦ Μουτουλλᾶ (ἔτος 1280), προφανέστατα παραπέμπει στὴν ὑπαγωγὴ τῶν σπουδαίων τούτων βυζαντινῶν μνημείων στὴν ἐπισκοπὴ τῶν Σόλων, παρέχοντάς μας μία πιὸ συγκεκριμένη ὁριοθέτηση τῆς ἐπισκοπῆς αὐτῆς .

Γιὰ τὴν ἐπισκοπὴ τῶν Σόλων ἔγραψαν ἢ συνέταξαν Κατάλογο ἐπισκόπων της, διάφοροι μελετητές. Αὐτοί, κατὰ χρονολογικὴ σειρά, εἶναι οἱ Michael Le Quien , John Hackett καὶ Χαρίλαος Παπαϊωάννου , Ἀνδρέας Δικηγορόπουλος , Ἀνώνυμος (Ἄντρος Παυλίδης) , Jean des Gagniers-Tran Tam Tinh , Georgio Fedalto  καὶ Ἀθανάσιος Παπαγεωργίου . Στοὺς Καταλόγους αὐτοὺς ἔχουν δυστυχῶς παρεισφρύσει σφάλματα ποικίλα, ἀνακρίβειες ἢ καὶ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα δὲν ἀνήκουν στοὺς Σόλους. Ποικίλα σημεῖα τῶν ἔργων αὐτῶν ἀναθεωροῦνται καὶ συμπληρώνονται στὸ παρόν, βάσει νεωτέρων δεδομένων. Περαιτέρω, παρατίθενται σημαίνοντα ἐκκλησιαστικὰ μνημεῖα τῆς πρωτοβυζαντινῆς περιόδου, τὰ ὁποῖα ἀνῆκαν στὴν ἐπισκοπὴ Σόλων καὶ τὰ ὁποῖα ἐπισφραγίζουν τὴν ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν περιφέρεια αὐτή, καθὼς καὶ σχετικὲς πρὸς τὸν χῶρο μαρτυρίες ἁγιολογικῶν πηγῶν .

Εἰσαγωγὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ στοὺς Σόλους. Ἵδρυση τῆς ἐπισκοπῆς τῶν Σόλων. Οἱ πρῶτοι αἰῶνες (1ος-3ος αἰ.)

Ἡ ἵδρυση τῆς ἐπισκοπῆς τῶν Σόλων ἀνάγεται στοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους. Τὰ γεγονότα τῆς θεμελίωσής της ἀπὸ τοὺς χριστοκήρυκες ἀποστόλους Βαρνάβα, Μᾶρκο καὶ Παῦλο, καὶ μάλιστα τοὺς δύο τελευταίους, δὲν ἀποτελοῦν ἁπλῶς εὐσεβὴ τοπικὴ παράδοση, ἀλλὰ ἀποθησαυρίζονται σὲ ἁγιολογικὰ κείμενα μὲ πολὺ σεβαστὴ ἡλικία, τὰ ὁποῖα γράφηκαν κατὰ τοὺς πρωτοβυζαντινοὺς χρόνους (5ος-7ος αἰ.). Τὰ γεγονότα αὐτὰ ἐπιβεβαιώνει καὶ ἡ ζῶσα παράδοση τῆς περιοχῆς, ὅπως διασώθηκε διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Τὰ σπουδαῖα αὐτὰ ἀρχαῖα ἁγιολογικὰ κείμενα εἶναι τὰ ἑξῆς τρία:

α. Τὸ ἀποδιδόμενο στὸν ἀπόστολο καὶ Εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο ἔργο τοῦ 5ου μ.Χ. αἰώνα, «Περίοδοι καὶ Μαρτύριον τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Βαρνάβα» (BHG  225) .

β. Τὸ ἀποδιδόμενο στὸν ἀποστολικὸ ἄνδρα, ἅγιο Ρόδωνα, ἐπίσης ἔργο τοῦ 5ου μ.Χ. αἰώνα, «Βίος καὶ πολιτεία του ὁσίου πατρὸς Ἡρακλείδους» (BHG  743)  (δηλ. τοῦ ἁγίου Ἡρακλειδίου, ἐπισκόπου Ταμασσοῦ).

γ. Τὸ ἔργο, «Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἁγίου καὶ ἐνδόξου πατρὸς ἡμῶν ἀρχιεπισκόπου καὶ θαυματουργοῦ Αὐξιβίου» (BHG  204) , δηλ. τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου, πρώτου ἐπισκόπου τῶν Σόλων.

Ἀσφαλῶς, τὸ πλέον ἐνδιαφέρον καὶ ἄμεσα σχετιζόμενο πρὸς τὸ θέμα μας εἶναι τὸ τελευταῖο κατὰ σειράν, ὁ Βίος δηλαδὴ τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου Α´, ὁ ὁποῖος πράγματι ἐνσωματώνει ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ ἀνώτερα δύο πρῶτα ἔργα, ἀλλὰ καὶ χρησιμοποιεῖ, ὅπως φαίνεται, κοινὲς μὲ αὐτὰ πηγὲς καὶ τοπικὲς παραδόσεις, ἐξικνούμενες στοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους. Τὸ σημαῖνον τοῦτο γιὰ τὴν κυπριακὴ ἁγιολογία ἔργο, σύμφωνα μὲ τὸν πρόσφατο ἐκδότη του, κ. Jacques Noret, καταγράφεται στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 7ου αἰώνα καὶ πρὶν τὶς πρῶτες κατὰ τῆς Κύπρου ἀραβικὲς ἐπιδρομὲς ἀπὸ ἐκκλησιαστικὸ πρόσωπο τῆς ἐπισκοπῆς τῶν Σόλων, γιὰ νὰ ἐκφωνηθεῖ στὴ συνέχεια γιὰ πρώτη φορὰ στὸν ἐκεῖ καθεδρικὸ παλαιοχριστιανικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Αὐξιβίου, τὴ χαρακτηριζομένη ὡς «Βασιλικὴ Α´», ποὺ ἔφερε στὸ φῶς ἡ καναδικὴ ἀποστολὴ (γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ θὰ ἀσχοληθοῦμε πιὸ κάτω). Δὲν ἀποκλείεται ὁ συγγραφέας τοῦ ἐγκωμιαστικοῦ αὐτοῦ λόγου νὰ σχετίζεται πρὸς τὸ περιβάλλον τοῦ δραστηρίου ἐπισκόπου Σόλων τοῦ 7ου αἰώνα Ἰωάννου Γ´, ἂν δὲν πρόκειται γιὰ τοῦτο τὸν ἴδιο τὸν Ἰωάννη.

Ἂς ἔλθουμε τώρα στὰ γεγονότα τῆς θεμελίωσης τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῶν Σόλων. Κατ᾽ ἀρχήν, εἶναι πολὺ πιθανὸν οἱ ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Βαρνάβας, συνοδευόμενοι ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Μᾶρκο, κατὰ τὴ διέλευσή τους μέσα ἀπὸ τὴν Κύπρο, ἀπὸ τὴ Σαλαμῖνα μέχρι τὴν Πάφο, κατὰ τὴν πρώτη τους (περὶ τὰ ἔτη 45/46 μ.Χ.) ἀποστολικὴ περιοδεία (βλ. Πράξ. 13,6: «Διελθόντες δὲ τὴν νῆσον ἄχρι Πάφου»), νὰ πέρασαν, σύμφωνα καὶ μὲ τὸ τότε ρωμαϊκὸ ὁδικὸ δίκτυο τῆς νήσου, καὶ ἀπὸ τοὺς Σόλους . Νὰ μὴ λησμονοῦμε ἐν προκειμένῳ καὶ τὴν πάγια τακτικὴ τῶν ἁγίων τούτων ἀποστόλων, νὰ ἐπισκέπτονται δηλαδὴ ἱεραποστολικὰ τὶς σημαίνουσες κατὰ τόπους μεγαλουπόλεις, ὅπου δημιουργοῦσαν πυρῆνες χριστιανικῶν κοινοτήτων, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἦταν εὐκολώτερο νὰ ἐξαπλωθεῖ τὸ χριστιανικὸ κήρυγμα.

Σύμφωνα πάντως πρὸς τὰ ἀνωτέρω κείμενα, καὶ μάλιστα τὸν Βίο τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου (BHG  204), ἡ ἐπισκοπὴ τῶν Σόλων ἱδρύεται μετὰ τὴ μαρτυρικὴ τελείωση τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα στὴ Σαλαμῖνα, δηλ. περὶ τὸ 53 μ.Χ. . Ὁ ἀπόστολος Μᾶρκος, διωκόμενος τότε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἀκολουθούμενος ἀπὸ τοὺς ἁγίους Τίμωνα  καὶ Ρόδωνα, ἦλθε στὴν ἀρχαία παράλια κώμη τοῦ Λιμνήτη, ἐπίνειο τῶν Σόλων. Ἐκεῖ συνάντησαν τὸν ἅγιο Αὐξίβιο, ποὺ μόλις εἶχε ἀφιχθεῖ  ἀπὸ τὴ Ρώμη, ἀπ᾽ ὅπου καταγόταν. Ὁ Αὐξίβιος Α´ ἦταν υἱὸς πλουσίων εἰδωλολατρῶν γονέων, ποὺ εἶχαν μεριμνήσει νὰ λάβει δαψιλὴ κατὰ κόσμον σοφία. Ἐπειδὴ ὅμως τὸν πίεζαν νὰ νυμφευθεῖ, ἐνῶ αὐτὸς ποθοῦσε νὰ ζήσει μὲ παρθενία, ἀναχώρησε κρυφὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα του καί, ταξιδεύοντας μὲ πλοῖο, ἀποβιβάστηκε στὸν Λιμνήτη. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Μᾶρκος ἀντιλήφθηκε τὴν ἀρετὴ τοῦ Αὐξιβίου, τὸν κατήχησε στὴ χριστιανικὴ πίστη, τὸν βάπτισε σὲ παρακείμενη πηγή, τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο Σόλων καὶ στὴ συνέχεια τὸν καθοδήγησε, πῶς νὰ κηρύσσει τὴν εὐαγγελικὴ διδαχή. Κα-τόπιν ὁ Μᾶρκος μὲ τὴ συνοδία του ἀναχώρησαν μὲ πλοῖο ἀπὸ τὸν Λιμνήτη γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀργότερα συναντήθηκε μὲ τὸν Μᾶρκο στὴν Ἔφεσο καὶ πληροφορήθηκε τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ φίλου του Βαρνάβα καὶ ὅτι στὸ νησὶ δὲν βρισκόταν ἄλλος ἀπόστολος νὰ κηρύσσει τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἔστειλε κάποιους μαθητές του στὴν Κύπρο μαζὶ μὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Ταμασσοῦ, ἅγιο Ἡρακλείδιο, ποὺ ἐκτελοῦσε τότε χρέη ἀρχιεπισκόπου τῆς νήσου, ἐντελλόμενος ποιό ἀπὸ τοὺς μαθητές του καὶ ποῦ νὰ καταστήσει τὸν καθένα ἐπίσκοπο. Τέλος, τοῦ ἔγραφε νὰ μεταβεῖ στοὺς Σόλους, πρὸς συνάντηση τοῦ Αὐξιβίου, τονίζοντάς του ὅτι ἦταν ἤδη χειροτονημένος ἀπὸ τὸν Μᾶρκο ἐπίσκοπος, γιὰ νὰ τὸν παροτρύνει στὸ ἔργο εὐαγγελισμοῦ τοῦ ποιμνίου του καὶ νὰ τοῦ ἑρμηνεύσει πρακτικὰ τελετουργικὰ θέματα. Κατὰ τὸν Βίο τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου πάντοτε, μετέβη στοὺς Σόλους ὁ Ἡρακλείδιος, ὅπου ἐξετέλεσε τὶς ἐντολὲς τοῦ Παύλου, καθοδηγῶντας περαιτέρω τὸν Αὐξίβιο, πῶς νὰ ἀνεγείρει ἕνα πρῶτο ἐκεῖ ναό, γιὰ τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες ὅσων θὰ πίστευαν στὸν Κύριο. Πράγματι ὁ Αὐξίβιος, ἀκολουθῶντας τὶς ὁδηγίες τοῦ ἁγίου Ἡρακλειδίου, ἀνήγειρε μία πρώτη χριστιανικὴ ἐκκλησία στοὺς Σόλους, «μικρὰν μὲν τῇ ὁλκῇ,  μεγάλην δὲ τῇ χάριτι τοῦ Χριστοῦ», κατὰ τὸν Βίο, καὶ στὴ συνέχεια τὴν καθιέρωσε στὸν Κύριο μὲ μία ὡραιότατη καθαγιαστικὴ εὐχή, ποὺ ἀνέπεμψε μέσα σ᾽ αὐτή.

Ὁ Αὐξίβιος, μὲ τὴ θαυμαστὴ πολιτεία καὶ τοὺς θεόσοφους λόγους του, ἐπέστρεψε πολλοὺς εἰδωλολάτρες στὴν πίστη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί, μετὰ ἀπὸ θεοφιλὴ διαποίμανση τῆς ἀρτιγέννητης τοπικῆς Ἐκκλησίας γιὰ πενῆντα χρόνια, κοιμήθηκε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στοὺς Σόλους περὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 2ου αἰώνα. Τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου τέλεσε ἔκτοτε πολλὰ θαύματα. Διάδοχό του στὴν ἐπισκοπὴ Σόλων ὁ ἅγιος ἄφησε τὸν ἐκλεκτὸ μαθητή του Αὐξίβιο Β´, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Σολοποτάμιο τῆς Κύπρου. Ἐνόσῳ δὲ ζοῦσε ἀκόμη ὁ Αὐξίβιος Α´, ἦλθαν ἀπὸ τὴ Ρώμη στοὺς Σόλους ὁ ἀδελφός του Θεμισταγόρας καὶ ἡ γυναίκα του Τιμώ, τοὺς ὁποίους ὁ ἅγιος κατήχησε, βάπτισε καὶ χειροτόνησε διακόνους τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ μία ἐκδοχή, ποὺ δὲν ἀναφέρεται ὅμως στὰ ἀνωτέρω ἀρχαῖα ἁγιολογικὰ ἔργα, ὁ Θεμισταγόρας διαδέχθηκε στὴν ἐπισκοπὴ Σόλων τὸν Αὐξίβιο Β´. Καὶ οἱ τρεῖς αὐτοὶ ἅγιοι (Αὐξίβιος Β´, Θεμισταγόρας καὶ Τιμώ) κοιμήθηκαν εἰρηνικὰ καὶ τάφηκαν ἐπίσης στοὺς Σόλους, πλησίον τοῦ τάφου τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου Α´. Περισσότερες λεπτομέρειες τῶν γεγονότων σύστασης τῆς ἐπισκοπῆς τῶν Σόλων θὰ βρεῖ ὁ ἀγαπητὸς ἀναγνώστης στὸ καθαυτὸ κείμενο τοῦ Βίου τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου (BHG 204). Ὁ Βίος αὐτὸς δὲν ἀναφέρει περαιτέρω διαδόχους στὴν ἐπισκοπὴ Σόλων.

Ἀναφορικὰ πρὸς τὴν ἀξιοπιστία τοῦ ἐν λόγῳ Βίου, καὶ πρὶν ἀναφερθοῦμε σὲ ἄλλα γεγονότα, ποὺ ἀφοροῦν στὴν πρωτοχριστιανικὴ Ἐκκλησία τῶν Σόλων, θὰ ἐπιχειρήσουμε μία σύντομη ἀναθεώρηση τῆς κριτικῆς, ποὺ ἐξασκήθηκε στὸν Βίο τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου (BHG 204) ἀπὸ τοὺς τελευταίους ἐκδότες του, Ἀθανάσιο Παπαγεωργίου  καὶ Jacques Noret  .

Καταρχήν, οἱ δύο ἐρευνητές, μάλιστα ὁ δεύτερος, ὀρθὰ ἐπεσήμαναν τὶς προγενέστερες γραπτὲς πηγές, τὶς ὁποῖες, ἀμέσως ἢ ἐμμέσως, ἐνέταξε στὸν Βίο ὁ συντάκτης του, ἀλλὰ καὶ σχετικὲς τοπικὲς προφορικὲς παραδόσεις, καθὼς καὶ ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ στὸν πρόλογό του: «ἀναγκαῖον ᾠήθην… ὀλίγα διηγήσασθαι τῶν τοῦ μακαρίου Αὐξιβίου ἀρετῶν, καθὼς ἤκουσα καὶ ἐδιδάχθην παρὰ ἀνδρῶν προβεβηκότων τῷ χρόνῳ…». Μὲ τὴν τελευταία φράση,  νομίζω πὼς ὑπονοοῦνται, ὄχι μόνο οἱ ἡλικιωμένοι πληροφοριοδότες τοῦ βιογράφου, ἀλλὰ καὶ οἱ προβεβηκότες τῷ χρόνῳ  συγγραφεῖς τῶν γραπτῶν πηγῶν του, ἀπὸ τοὺς ὁποίους μὲ σαφήνεια σημειώνει τὸν θεωρούμενο ὡς συγγραφέα τῶν Περιόδων τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα (BHG  225) (ψευδο-) Μᾶρκο.

Περαιτέρω, ὀρθὰ καὶ πάλιν, ἐντοπίζονται ἀπὸ αὐτοὺς κάποιοι ἀναχρονισμοὶ στὸ ἔργο (λ.χ. ἡ μὴ ἀναφορὰ ἀντίδρασης στὸ κήρυγμα τοῦ ἁγίου ἀπὸ εἰδωλολάτρες καὶ Ἰουδαίους, ὁ πλήρης ἐκχριστιανισμὸς τῶν Σόλων ἤδη ἀπὸ τὸν 1ο αἰῶνα, ἡ ἀπόδοση ἀνέγερσης τοῦ τότε [7ου αἰ.]  μεγάλου ναοῦ [τῆς περίλαμπρης Βασιλικῆς Α´] στὸν ἅγιο Αὐξίβιο, καθὼς καὶ ἡ χρήση τοῦ ὅρου ἀρχιεπίσκοπος γιὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου [1ος/2ος αἰ.], ὅρου, ποὺ ἐπεκράτησε γιὰ τὸν Μητροπολίτη τῆς Κύπρου ἐπίσημα κατὰ τὸν 6ο/7ο αἰῶνα). Αὐτὰ ὅμως, ποὺ δὲν μᾶς βρίσκουν καθόλου σύμφωνους μὲ τοὺς ἀγαπητοὺς ἐρευνητές, εἶναι ἡ ἕνεκα τῶν ὡς ἄνω, ἀφενὸς μὲν ἀπόρριψη ὁποιασδήποτε ἱστορικῆς ἀξιοπιστίας τοῦ Βίου, καὶ ἀφετέρου ἡ ταύτιση τοῦ ἡμετέρου ἁγίου Αὐξιβίου Α´ μὲ ὁμώνυμο ἐν Κύπρῳ ἐπίσκοπο τοῦ 4ου αἰώνα.

Πρῶτα πρῶτα, πρέπει νὰ ἀντιληφθοῦμε, ὅτι ὁ συντάκτης τοῦ Βίου κατὰ τὸν ἕβδομο αἰῶνα ὁμιλεῖ εὔλογα μὲ ὅρους καὶ παραστάσεις τῆς ἐποχῆς του (λ.χ. γιὰ τοποθεσίες τῶν Σόλων). Τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ἀπὸ μέρους του ἀπόδοση τοῦ τίτλου ἀρχιεπίσκοπος, τόσο στὸν ἅγιο Αὐξίβιο Α´, ὅσο καὶ στὸν ἅγιο Ἡρακλείδιο, τίτλου, ποὺ εἶχε πλέον ἐπίσημα ἐπικρατήσει γιὰ τὸν πρῶτο τῇ τάξει ἐπίσκοπο τῆς νήσου κατὰ τὴν ἐποχὴ συγγραφῆς τοῦ Βίου, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε. Δὲν ἀποκλείεται πάντως ὁ βιογράφος μὲ τὸν ὅρο ἀρχιεπίσκοπος, νὰ ἐννοοῦσε ἐν προκειμένῳ καὶ τὸν πρῶτο χρονολογικὰ ἐπίσκοπο Ταμασσοῦ καὶ Σόλων, ὅπως πράγματι ὑπῆρξαν οἱ ἅγιοι Ἡρακλείδιος καὶ Αὐξίβιος, ἀντίστοιχα. Περαιτέρω, πρέπει νὰ σημειώσουμε πὼς τυγχάνει φωτὸς φαεινότερον ὅτι, λόγῳ ποικίλων ἱστορικῶν περιπετειῶν τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, δὲν διασώθηκε γραπτὸ ἀρχεῖο της, γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ συντάκτης τοῦ Βίου ἀρύεται ἀπὸ τὶς ἔντονες καὶ ζῶσες παραδόσεις τῆς ἐποχῆς του, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ ἁγιολογικὰ κείμενα, ποὺ ἀνωτέρω ἀναφέραμε. Καὶ ἀγνοεῖ μὲν ἱστορικὰ γεγονότα τῶν πρώτων αἰώνων, ἀκόμη καὶ τὸ πότε εἶχε κτισθεῖ ἡ Βασιλικὴ Α´ (περὶ τὰ 200 ἔτη πρὸ τοῦ χρόνου σύνταξης τοῦ Βίου), δὲν μποροῦμε ὅμως γι᾽ αὐτὰ νὰ ἀρνηθοῦμε καὶ ἀπορρίψουμε τὸν ἱστορικὸ πυρῆνα τοῦ Βίου. Ἰσχυρὴ ἀπόδειξη, εἶναι ὅτι ὁ Βίος δὲν περιλαμβάνει μόνο πρόσωπα καὶ γεγονότα τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ἐκκλησίας τῶν Σόλων, ἀλλὰ καὶ ἄλλα διαχρονικά, καὶ περιέχει, περαιτέρω, στοιχεῖα χωρὶς παράλληλο (βιογραφικὰ ἁγίου Αὐξιβίου Α´, τῶν συγγενῶν καὶ διαδόχων του, θαῦμα θεραπείας 40 δαιμονιζομένων Παφηνῶν), τὰ ὁποῖα διέσωσε ἡ ζῶσα παράδοση τῶν Σόλων, μὲ ἁπτοὺς μάρτυρες τοὺς τάφους τῶν ἁγίων προσώπων τῆς πρώτης ἐκεῖ Ἐκκλησίας.

Γενικὰ τώρα ὁμιλοῦντες, ὁ Χριστιανισμὸς στὸ νησὶ ἀσφαλέστατα προϋπῆρχε τοῦ 4ου αἰώνα (μαρτυρία Πράξεων Ἀποστόλων, Μαρτύρια χριστιανῶν, ἐκδεδομένοι καὶ ἀνέκδοτοι ἐπιτύμβιοι κιονίσκοι [cippi] τῆς Κύπρου μὲ κρυπτοχριστιανικὲς ἐπιγραφές, χρονολογούμενοι στοὺς 2ο/3ο αἰ. ), ὅπως προϋπῆρχαν καὶ οἱ πλεῖστες ἐπισκοπὲς τῆς νήσου (ἀναφορὲς στὸν Βίο τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου Σαλαμῖνος, περὶ τῶν ἁγίων ὁμολογητῶν ἐπισκόπων Γελασίου Σαλαμῖνος καὶ Χύτρων Πάππου , συναξάριον ἱερομάρτυρος Φιλωνίδου, ἐπισκόπου Κουρίου , Μαρτύρια [passiones] ἁγίου Θεοδότου Κυρηνείας , κ.λπ.). Δὲν ἐμφανίζονται ἐκ τοῦ μὴ ὄντος οἱ κυπριακὲς ἐπισκοπὲς στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰ. Γιὰ νὰ ἐπικεντρωθοῦμε ὅμως στοὺς Σόλους, ἀναφερθήκαμε ἤδη στὸ ρωμαϊκὸ ὁδικὸ δίκτυο τῆς νήσου, ποὺ διερχόταν καὶ ἀπὸ τὴν τόσο σημαίνουσα πόλη τῶν Σόλων. Νὰ προσθέσουμε καὶ τὴ γνωστὴ πάγια τακτικὴ τῶν ἀποστόλων, ὅπως ἤδη προαναφέραμε, νὰ κηρύττουν δηλαδὴ σὲ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα (ὅπως λ.χ. ἔπραξαν μαρτυρουμένως στὴ Σαλαμῖνα καὶ στὴν Πάφο τῆς Κύπρου, γιὰ τὶς ὁποῖες σώζονται συγκεκριμένες ἀναφορὲς στὶς Πράξεις), ὥστε νὰ δημιουργοῦνται ἐκεῖ χριστιανικοὶ πυρῆνες, ἀπ᾽ ὅπου νὰ ἐξακτινώνεται τὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα. Ἀδύνατον, ἐν προκειμένῳ, νὰ ἀγνοήθηκαν οἱ Σόλοι. Ἐξάλλου, στοὺς Σόλους ἔχουμε μάρτυρες κατὰ τοὺς διωγμοὺς τῶν πρώτων αἰώνων (χωρὶς νὰ γνωρίζουμε ἐπακριβῶς ποιῶν διωγμῶν, τὸ ἀργότερο πάντως τῶν ἀρχῶν τοῦ 4ου αἰ.), ὅπως στὴ συνέχεια θὰ ἰδοῦμε, τοὺς ἁγίους Ἀλέξανδρο, Ἄμμωνα καὶ τοὺς εἴκοσι σὺν αὐτοῖς, στοιχεῖο, ποὺ συνηγορεῖ στὴν τότε ὕπαρξη ἤδη ὀργανωμένης ἐκεῖ χριστιανικῆς κοινότητας-τοπικῆς Ἐκκλησίας. Καί, ναὶ μέν, ἡ ἀναφορὰ στὸν Βίο, ὅτι ὁ ἅγιος οἰκοδόμησε μεγάλο ναό, τὸν ὁποῖο ὁ συντάκτης ταυτίζει μὲ τὴ Βασιλικὴ Α´, δὲν φαίνεται νὰ εὐσταθεῖ. Τὸ ὅτι ὅμως οἰκοδόμησε ἕνα ἀρχικὸ μικρὸ ναὸ κρίνεται εὔλογο καὶ δυνατό . Ἡ μὴ ἀνεύρεση ἢ ἀνασκαφὴ εἰσέτι ναῶν προγενεστέρων τοῦ 4ου αἰ. δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ὑπῆρχαν εὐκτήρια μικρὰ ἢ καὶ ὑπόσκαφα-χῶροι λατρείας τῶν πρώτων τῆς νήσου χριστιανῶν. Πολλὰ ἀσφαλῶς καταστράφηκαν ἀπὸ τὸν χρόνο, τοὺς εἰδωλολάτρες, τοὺς μεγάλους σεισμοὺς (ὅπως τοῦ 4ου αἰ.) κ.λπ., ἢ στὴ θέση τους ἀνεγέρθηκαν τὸν 4ο/5ο αἰῶνα βασιλικές. Τοῦτο τὸ τελευταῖο πιθανὸ νὰ συνέβη στοὺς Σόλους. Πρῶτο, γιατὶ στὸν χῶρο τῶν Βασιλικῶν βρέθηκαν νομίσματα (2ου/3ου καὶ ἀρχῶν 4ου  αἰ. μ.Χ. ) καὶ κεραμεικὴ ἑλληνιστικῆς/ρωμαϊκῆς περιόδου, ποὺ παραπέμπουν στὸ γεγονὸς λειτουργίας τοῦ χώρου ἔκτοτε. Τὸ πλέον σημαντικὸ ὅμως, εἶναι ὁ ἐκ μέρους τῶν τελευταίων ἐπιστημόνων συντηρητῶν τῶν Βασιλικῶν τῶν Σόλων καὶ τῶν δαπέδων τους ἐντοπισμὸς παραπλεύρως (στὰ βόρεια) τῆς Βασιλικῆς Α´ ἄλλου   κτηρίου, ἀναμφιβόλως ναοῦ, ἀρχαιότερου τῆς Βασιλικῆς Α´, συνδεδεμένου μὲ τὸ ὑπόσκαφο Μαρτύριο-ταφικὸ θάλαμο τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου Α´. Τὸ κτήριο/ναὸ τοῦτο οἱ αὐτοὶ συντηρητὲς χαρακτηρίζουν στὴ σχετική τους ἔκδοση ὡς Structure 1. Αὐτὸ τὸ ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρον ἀρχαιολογικὰ καὶ ἱστορικὰ σημεῖο ὁμολογουμένως ἦταν προηγουμένως ἄγνωστο.

Ἀκριβῶς ἐδῶ θέλουμε νὰ καταλήξουμε. Τὸ προσκυνηματικὸ καὶ ἀρχιτεκτονικὸ ἐπίκεντρο τῶν ναῶν στοὺς Σόλους, ἀπὸ τὸν πρῶτο μέχρι τὴ Βασιλικὴ Β´, ἦταν ἀναμφίβολα τὸ Μαρτύριο τοῦτο τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου. Καὶ εἶναι ἐξίσου ἀναμφίβολο, ὅτι ὁ εὐλογημένος συντάκτης τοῦ Βίου ἔχει ἐνώπιόν του τὸ Μαρτύριο τοῦτο, τὸ ταφικὸ παρεκκλήσιό του («ἐν τῷ τόπῳ, ἔνθα κεῖται τὸ λείψανον τοῦ ἁγίου πατρὸς ἡμῶν καὶ ἀρχιεπισκόπου Αὐξιβίου», μία φράση ποὺ συχνὰ ἐπαναλαμβάνει στὸν Βίο), ὅπου ἀσφαλῶς καὶ οἱ τάφοι τῶν ἁγίων προσώπων τῆς πρώτης τῶν Σόλων Ἐκκλησίας. Ὅταν αὐτὰ ἔλθουν στὸ φῶς, μὲ τὴν ἀπὸ πολλοῦ προδοκώμενη ὁλοκλήρωση τῆς ἀνασκαφῆς τοῦ ὅλου χώρου τῶν Βασιλικῶν τῶν Σόλων, θὰ ξεκαθαρίσουν ἀσφαλῶς ἱστορικὰ τὰ πράγματα. Μάλιστα, ἀπὸ ἀναφορὲς στὸν Βίο, ὑπονοεῖται ὅτι, τουλάχιστον στὴ λάρνακα τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου Α´, θὰ ὑπάρχει κάποια ἐπιγραφή. Κάτι ποὺ θὰ προ-σθέσουμε στὴν παροῦσα συνάφεια, εἶναι ὅτι τὸ ἐν λόγῳ ἀρχικὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Αὐξιβίου, σύμφωνα μὲ ἀρχαιολογικὰ δεδομένα , ἦταν ἄμεσα συνδεδεμένο μὲ ναόσχημη κατασκευή, χρονολογούμενη στὸν 4ο αἰ., ὅπου σὲ εἰδικὲς κρῆνες ἀνέβλυζε ἁγίασμα, ποὺ ἀρύονταν οἱ προσερχόμενοι πρὸς ἴασιν ψυχῆς καὶ    σώματος.

Ἐρχόμενοι τώρα στὸ θέμα τῆς ταύτισης τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου Α´ πρὸς τὸν ἐν Κύπρῳ ὁμώνυμο ἐπίσκοπο τοῦ 4ου αἰώνα, ποὺ εἰσηγοῦνται οἱ πιὸ πάνω ἐρευνητές, αὐτοὶ ὁδηγήθηκαν ἐδῶ, τόσο ἀπὸ τοὺς λόγους, ποὺ προαναφέραμε, ἀπὸ τάχα δηλ. ἔλλειψη ὁποιασδήποτε ἀξιοπιστίας τοῦ Βίου, ὅσο καὶ τὴ συγκυρία τῆς ἀνέγερσης ἑνὸς ναοῦ στοὺς Σόλους κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα, καθὼς καὶ τὴν ὕπαρξη κατὰ τὸ 343 ἔτος Κυπρίου ὁμωνύμου ἐπισκόπου. Ἡ   μαρτυρία γιὰ τὸν ἐν λόγῳ ἐπίσκοπο Αὐξίβιο δίδεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Μεγάλο, ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας, στὸν Δεύτερο Ἀπολογητικό του λόγο, ὅπου, ἀπαριθμῶντας τοὺς ἀνὰ τὸ πανορθόδοξον ἐπισκόπους, ποὺ συμμετεῖχαν στὴ Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς (σημ. Σόφιας τῆς Βουλγαρίας) τὸ ἔτος 343, παραθέτει καὶ τὰ ὀνόματα δώδεκα Κυπρίων ἐπισκόπων, χωρὶς ὅμως νὰ κατονομάζει καὶ τὶς ἕδρες τους . Καί, ναὶ μέν, τὸ ὄνομα Αὐξίβιος εἶναι ἀσύνηθες, ἀλλὰ χωρὶς τεκμήρια ἄλλα, δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ μὲ βεβαιότητα ἀπόδοση τοῦ ἐπισκόπου τούτου στὴν ἐπισκοπὴ Σόλων. Ἀκόμη, καὶ ἂν ὑπῆρξε ὄντως ἐπίσκοπος Σόλων, ἦταν μία συγκυρία, ἢ ἔλαβε τιμητικὰ τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου προκατόχου του. Τοῦτο ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ὑπῆρξε ἱστορικὰ ὁ ἐκ Ρώμης ἱδρυτὴς τῆς ἐπισκοπῆς κατὰ τὸν 1ο αἰῶνα. Ἐξάλλου, ἀναφέραμε ὅτι ἔχουμε πλέον στοιχεῖα ὅτι στὸν χῶρο τῶν Βασιλικῶν στοὺς Σόλους λειτούργησε ναὸς πρὶν τὴ Βασιλικὴ Α´ τοῦ 4ου αἰώνα. Εἴπαμε καὶ ἀνωτέρω, ὅτι ἡ ὁλοκλήρωση τῶν ἀνασκαφῶν θὰ ἀποκαλύψει πολλὰ νέα στοιχεῖα καὶ θὰ ἀποκαταστήσει ἱστορικὰ τὰ πράγματα, κι ὄχι καθ᾽ ὑποθέσεις.        

Τὸ ἱερὸ δένδρο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ φύτευσε μὲ τὴ  Χάρη τοῦ Θεοῦ στοὺς Σόλους ὁ ἅγιος Αὐξίβιος καὶ πότισε μὲ τοὺς ποιμαντικούς του ἱδρῶτες, ἀπέδωσε μὲ τὸν χρόνο πλούσιους καρποὺς καὶ ἀρδεύθηκε καὶ μὲ τὸ αἷμα μαρτύρων τῆς Πίστης μας. Οἱ μάρτυρες τοῦτοι ἐντάσσονται στὴν κατηγορία τῶν ἁγίων, ποὺ ἡ μνήμη τους διασώθηκε μόνο σὲ Δυτικὰ Μαρτυρολόγια , χρονολογούμενα ἀπὸ τὸν 8ο αἰῶνα κ. ἑξ., χωρὶς νὰ ὑπάρχει (τουλάχιστον γνωστὴ σήμερα) ἀντίστοιχη μνεία τους σὲ ἑλληνικὲς ἁγιολογικὲς πηγές. Βεβαίως, οὔτε στὶς Δυτικὲς αὐτὲς πηγὲς διασώθηκε ὁποιοδήποτε συναξάριό τους, ἀλλὰ ἁπλῶς σημειώνεται ἐκεῖ ἡ ἡμέρα μνήμη τους καὶ ὁ τόπος μαρτυρίου τους. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὶς πολὺ λιτὲς μὰ σημαντικὲς πληροφορίες γιὰ τοὺς      μάρτυρες αὐτούς, ποὺ μᾶς διέσωσαν τὰ ἀρχαῖα αὐτὰ ρωμαϊκὰ Μαρτυρολόγια, κατὰ τοὺς διωγμοὺς τῶν πρώτων αἰώνων ἀλλὰ σὲ ἀπροδιόριστο χρόνο, μαρτύρησαν στὴν πόλη τῶν Σόλων τῆς Κύπρου οἱ ἅγιοι μάρτυρες Ἀλέξανδρος καὶ Ἄμμων, μαζὶ μὲ ἄλλους εἴκοσι ἀνώνυμους. Ἡ μνήμη τους τελεῖται στὶς 9 Φεβρουαρίου.

Στὴ συνάφεια αὐτὴ ἐκφράζουμε τὴν ἑξῆς ὑπόθεση. Σύμφωνα μὲ ἀναφορὰ στὸ ἔργο τοῦ ἐπισκόπου Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης Εὐσεβίου τοῦ Παμφίλου «Περὶ τῶν ἐν Παλαιστίνῃ μαρτυρησάντων»  (ὅπου περιέλαβε παλαιστινὰ μαρτύρια, χρονολογούμενα μεταξὺ 303 καὶ 312, τῶν ὁποίων ὑπῆρξε αὐτόπτης ἢ πληροφορήθηκε γι᾽ αὐτὰ ἀπὸ ἄλλους αὐτόπτες), ἀρκετοὶ ἀνώνυμοι ὁμολογητὲς κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Μεγάλου Διωγμοῦ, ποὺ ξεκίνησε ἐπὶ Διοκλητιανοῦ καὶ Γαλερίου στὴν Ἀνατολικὴ αὐτοκρατορία τὸ 303, ἐξορίσθηκαν ἀπὸ μεταλλεῖα χαλκοῦ τῆς Παλαιστίνης στὴν Κύπρο, πιθανώτατα σὲ ἀντίστοιχα μεταλλεῖα. Εἶναι δὲ γνωστό, ὅτι στὴν Κύπρο ὑπῆρχαν ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὀνομαστὰ μεταλλεῖα χαλκοῦ, ὅπως αὐτὰ τῆς περιοχῆς τῶν Σόλων, τῆς Ταμασσοῦ καὶ τῆς Καλαβασοῦ, τὰ ὁποῖα, κατὰ τὴν περίοδο τῆς ρωμαϊκῆς κυριαρχίας στὴ νῆσο (30 π.Χ. – 324 μ.Χ.), περνοῦν στὴν ἰδιοκτησία τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους. Εἶναι λοιπὸν πιθανώτατο οἱ ὡς ἄνω ἀνώνυμοι ὁμολογητές, ποὺ ἐξορίστηκαν στὴν Κύπρο κατὰ τὸ ἔτος 310, νὰ ὁδηγήθηκαν στὰ μεταλλεῖα αὐτά, γιὰ νὰ ἐκτίσουν τὴν ποινή τους, δεδομένου καὶ τοῦ νόμου «damnatio ad metalla» (καταδίκη στὰ μεταλλεῖα). Ἔτσι, οἱ ὁμολογητὲς αὐτοί, μὲ τοὺς ἀθλητικοὺς κόπους τῆς ἐν Χριστῷ ὁμολογίας τους, ὁρισμένοι δὲ πιθανῶς καὶ μὲ τὸ  μαρτυρικό τους ἐδῶ τέλος, ἁγίασαν τὴ νῆσο τῆς Κύπρου. Δὲν μᾶς εἶναι γνωστό, κατὰ πόσο αὐτοὶ ἐπέζησαν μέχρι τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὁπόταν, μὲ τὸ Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (Edictum Mediolani), θὰ ἀφέθηκαν ἐλεύθεροι. Δὲν γνωρίζουμε ἀκόμη, ἂν θὰ μπορούσαμε νὰ ταυτίσουμε κάποιους ἀπὸ τοὺς ἐν λόγῳ ὁμολογητὲς μὲ ἐπώνυμους μάρτυρες στὴν Κύπρο, ὅπως τοὺς ἐν λόγῳ Ἀλέξανδρο, Ἄμμωνα καὶ τοὺς εἴκοσι σὺν αὐτοῖς, ποὺ φέρονται νὰ μαρτύρησαν στοὺς Σόλους, πλησίον τῶν ὁποίων εὑρίσκονται τὰ σπουδαιότατα μεταλλεῖα χαλκοῦ τῆς Βουκάσας .

Ἄλλη σημαίνουσα περίπτωση μάρτυρος, τιμωμένου στὴν εὐρύτερη ἐπισκοπικὴ περιφέρεια τῶν Σόλων, εἶναι αὐτὴ τοῦ ἱερομάρτυρος Ἀρτέμονος, πρεσβυτέρου τῆς Ἐκκλησίας Λαοδίκειας, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε ἐπὶ Διοκλητιανοῦ. Ἐπειδὴ τὸ πρόσωπο τοῦ ἐν λόγῳ ἱερομάρτυρος Ἀρτέμονος συσχετίσθηκε ἄμεσα μὲ τὴ μητροπολιτικὴ περιφέρεια τῆς ἐπισκοπῆς Σόλων καὶ μαρτυρεῖται στὶς πηγὲς ἡ παρουσία τοῦ ἱεροῦ του λειψάνου στὸν Αὐλῶνα τῆς Κύπρου ἤδη ἀπὸ τοὺς πρωτοβυζαντινοὺς χρόνους, ἀλλὰ καὶ ἕνεκα τῆς μὴ δημοσίευσης εἰσέτι τῶν ποικίλων δεδομένων , κρίνεται χρήσιμο νὰ κάνουμε στὴ συνέχεια μία συνοπτικὴ ἀναφορὰ στὸν Βίο του καὶ στὶς σχετικὲς μαρτυρίες, ἱστορικοφιλολογικὲς καὶ ἀρχαιολογικές.

Ὁ ἔνδοξος ἱερομάρτυρας Ἀρτέμων ἄκμασε κατὰ τὴν περίοδο βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ (285-305), ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Λαοδικείας στὴ Συρία καὶ βρισκόταν σὲ προχωρημένη ἤδη ἡλικία, ὅταν ἐπίσκοπος τῆς πόλης ἦταν ὁ ὡσαύτως γηραιὸς ἅγιος Σισσίνιος. Πρὶν τὸ μαρτύριό του ὁ Ἀρτέμων εἶχε εἰσέλθει μὲ τὸν Σισσίνιο στὸν εἰδωλολατρικὸ ναὸ τῆς Λαοδικείας καὶ κατέστρεψαν τὰ ἐκεῖ εὑρισκόμενα εἴδωλα. Μετὰ ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα ἦλθε στὴ Λαοδίκεια κάποιος Κόμης, ποὺ λεγόταν Πατρίκιος, καί, ὅταν πληροφορήθηκε τὸ τόλμημα τῶν ἁγίων, ὅρμησε στὸν ναό, ποὺ λειτουργοῦσαν, γιὰ νὰ τοὺς τιμωρήσει. Πατάχθηκε ὅμως ἀμέσως ἀπὸ θεϊκὴ ὀργὴ καὶ ἀσθένησε. Παρόλο δέ, ποὺ ζήτησε καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Σισσίνιο τὴ θεραπεία του, παρέμεινε ἀμετανόητος καί, ἀφοῦ συνέλαβε τὸν Ἀρτέμονα, τὸν ὑπέβαλε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια, γιὰ νὰ τὸν ἀναγκάσει νὰ θυσιάσει στοὺς ψευδοθεούς. Τέλος, ἀφοῦ ἀπέτυχε ὁ Πατρίκιος τὸν σκοπό του, διέταξε καὶ ἐξέκαυσαν λέβητα, ποὺ περιεῖχε πίσσα καὶ ρητίνη, γιὰ νὰ καύσει μέσα τὸν ἅγιο. Ἀλλά τότε, θεία δύναμη ἅρπαξε τὸν Κόμη καὶ τὸν ἔριξε ἐκεῖνο μέσα στὸν λέβητα, ὅπου βρῆκε οἰκτρότατο θάνατο. Στὴ συνέχεια, συμφώνως πρὸς τὰ πλεῖστα γνωστὰ Συναξάριά του (Συναξάριο Κωνσταντινουπόλεως, Μηνολόγιο αὐτοκράτορος Βασιλείου Β´,  κ.ἄ.), ὁ ἅγιος Ἀρτέμων ἔκανε μὲ τὴν προσευχή του νὰ ἀναβλύσει πηγὴ ὕδατος στὸν τόπο ποὺ στεκόταν, ὅπου καὶ βάπτισε αὐτούς, ποὺ πίστευσαν στὸν Χριστὸ μὲ ἀφορμὴ τὴ θαυμαστή του διάσωση. Ἀφοῦ δὲ ἐνήργησε πολλὰ θαύματα καὶ μετέβη στὴ Μικρὰ Ἀσία, σὲ τόπο ποὺ λεγόταν Βαλβίνη, ἐκοιμήθη ἐκεῖ ἐν Κυρίῳ.

Συμφώνως ὅμως πρὸς παλαιὸ κατὰ πλάτος Βίο του (ΒΗG 175), ὁ ὁποῖος σώζεται σὲ χειρόγραφο ποὺ γράφηκε στὴν Κύπρο τὸν 11ο αἰῶνα  καὶ διασώζει ἀρχαιότατες (πρωτοβυζαντινὲς) γιὰ τὸν ἅγιο Ἀρτέμονα παραδόσεις, ἀφοῦ αὐτὸς μετέβη, ὅπως προαναφέρθηκε, στὴ Μικρὰ Ἀσία, χειροτονήθηκε ἐκεῖ ἐπίσκοπος. Γιὰ νὰ ἀποφύγει ὅμως τὴν ἀπὸ τὶς θαυματουργίες του ἀνθρώπινη δόξα, πῆγε στὸ Ἀνεμούριο τῆς Κιλικίας, περίφημη πόλη μὲ λιμάνι καὶ κομβικὸ σημεῖο τῆς ἀνὰ τοὺς αἰῶνες διακίνησης ἀπὸ τὴ Μικρασία πρὸς τὴν Κύπρο καὶ τἀνάπαλιν. Ἐκεῖ, δὲν βρῆκε πλοῖο, ἀλλὰ φωτεινὴ νεφέλη καὶ θεία δύναμη τὸν ἀνήρπασε καὶ τὸν μετέφερε παραδόξως στὸ ἀπέναντι τοῦ Ἀνεμουρίου κείμενο ἀκρωτήριο Κορμυακίτης (σήμ. Κορμακίτης) τῆς Κύπρου. Ὑπῆρχε τότε στὸ νησὶ τοποθεσία μὲ τὸ ὄνομα Αὐλὼν (κοντὰ στὸ σημερινὸ χωριὸ Αὐλῶνα τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου), γεμᾶτος πνεύματα ἀκάθαρτα, ὅπου μετέβη ἐπὶ σκοποῦ ὁ Ἀρτέμων. Ἐκεῖ, ἀποδίωξε μὲ τὴν προσευχή του τοὺς δαίμονες καὶ ἔκανε νὰ ἀναβλύσει πηγὴ ὕδατος, πρὸς ἁγιασμὸ ψυχῶν καὶ σωμάτων. Πολλοὶ δὲ εἰδωλολάτρες, βλέποντας τὰ θαυμάσια ποὺ ἐνεργοῦνταν ἀπὸ τὸ ἁγίασμα, προσέρχονταν στὸν ἅγιο καὶ τοὺς βάπτιζε σ᾽ αὐτὸ στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι, ὁ ἅγιος ἀναδείχθηκε συνεχιστὴς τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου καὶ τῶν διαδόχων του στὴν ἐπισκοπικὴ περιφέρεια τῶν Σόλων καὶ συνέβαλε μὲ τὴ σειρά του καίρια στὸν ἐκχριστιανισμό της. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, ὁ ἅγιος ἀναπαύθηκε ἐν εἰρήνῃ στὸν Αὐλῶνα, ὅπου καὶ τάφηκε τὸ σῶμα του ἀπὸ τοὺς μαθητές του, ποὺ εἶχαν στὸ μεταξὺ ἔλθει ἀπὸ τὴ Λαοδίκεια καὶ κατέγραψαν «τὰς περιόδους αὐτοῦ», κατὰ τὸν ἐν λόγῳ Βίο. Τὸ πιὸ πάνω ἁγίασμά του ἔγινε κατόπιν Βαπτιστήριο, τοῦ ὁποίου τὸ νερὸ ἦταν ὁρατὸ μόνο μία φορὰ τὸν χρόνο, μετὰ τὴ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὁπόταν τελοῦνταν οἱ βαπτίσεις τῶν βρεφῶν καὶ γίνονταν μεγάλα θαύματα. Ὁ ναὸς τοῦτος τοῦ ἁγίου, συμφώνως πάντοτε πρὸς τὸν ἀνωτέρω Βίο, κατέστη πανορθόδοξο προσκύνημα, ξακουστὸ μέχρι καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη.

Οἱ παραδόσεις, ποὺ διασώζει ὁ θαυμαστὸς τοῦτος Βίος, ἐλάχιστα γνωστὲς μέχρι καὶ πρὶν λίγα χρόνια, ἕνεκα τῆς καταστροφῆς τοῦ ναοῦ καὶ προσκυνήματος τοῦ ἁγίου, ἀλλὰ καὶ τῶν ποικίλων ἐν γένει ἱστορικῶν τῆς νήσου περιπετειῶν, ἐπαληθεύθηκαν προσφάτως , σὲ μεγάλο τουλάχιστον βαθμό, μὲ τὸν συνδυασμὸ δύο σημαντικῶν τεκμηρίων, συμφώνως καὶ πρὸς τὴν ἀνωτέρω ἐπιστημονικὴ ἀνακοίνωση: α) Τὸν ἐντοπισμὸ στὸν χῶρο τοῦ ἀρχαίου Αὐλῶνος (σὲ σημεῖο μεταξὺ τῶν σημερινῶν χωριῶν Αὐλώνας καὶ Ἀκακίου τῆς περιφέρειας Μόρφου) καταλοίπων βασιλικῆς , μὲ μωσαϊκὸ δάπεδο καὶ βάση Βαπτιστηρίου μικρῶν διαστάσεων, ποὺ χρονολογοῦνται στὰ τέλη τοῦ 4ου/ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰώνα καί, β) τὴ μοναδικὴ γνωστὴ σήμερα ἀναφορὰ στὸ χειρόγραφο Σταυροβουνίου 10 τῆς ἐν Κύπρῳ ὁμώνυμης Μονῆς (σπάραγμα κυπριακοῦ Λειτουργικοῦ Τυπικοῦ τῶν ἀρχῶν τοῦ 14ου αἰ.), γιὰ τὴ μέχρι καὶ τότε ὕπαρξη καὶ τιμὴ τοῦ λειψάνου τοῦ ἁγίου Ἀρτέμονος «ἐν τῷ Αὐλῶνι τῆς Σολίας, ἤγουν τῆς Κύπρου», καὶ τὸν ἑορτασμό του στὴ νῆσο στὶς 13 Ἀπριλίου, μαρτυρία, ποὺ ἐπιτρέπει τὴν πιθανώτατη ταύτιση τῶν σωζομένων ὡς ἄνω καταλοίπων παλαιοχριστιανικῆς βασιλικῆς πρὸς τὸν ἀναφερόμενο στὸν Βίο τοῦ ἁγίου Ἀρτέμονος (BHG 175) ναό του στὸν Αὐλῶνα τῆς Κύπρου. Ἔχει ἤδη ἀρχίσει, σὺν Θεῷ, μὲ τὴν προσωπικὴ μέριμνα τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου μας Νεοφύτου, ἡ συστηματικὴ ἀρχαιολογικὴ ἀνασκαφὴ τῆς βασιλικῆς, ἀλλὰ καὶ τοῦ εὐρύτερου χώρου, τὰ πορίσματα τῆς ὁποίας θὰ διαλευκάνουν πολὺ περισσότερο τὰ πράγματα .

2. Βυζαντινὴ περίοδος (4ος αἰ.-1191)

Μὲ τὴν παύση τῶν διωγμῶν καὶ τὸ διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (313), καὶ μάλιστα μὲ τὴν ἀνάδειξη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ὡς μονοκράτορα τῆς τεράστιας τότε ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ὁ Χριστιανισμός, ἐξερχόμενος τῶν κατακομβῶν, ἀρχίζει νὰ ἐξαπλώνεται ραγδαία καὶ νὰ στερεώνεται. Μὲ ἐξαίρεση τὴν ὀλιγόχρονη ἀνάζεση τοῦ παγανισμοῦ ἐπὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (360-363), τὸ ἔργο τῆς ἑδραίωσης τοῦ Χριστιανισμοῦ, σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς, ὑπῆρξε ἔντονο κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα. Στὰ πλαίσια τοῦτα, τὰ τυχὸν προϋπάρχοντα μικρότερα εὐκτήρια ἀντικαθιστῶνται ἀπὸ τὶς ἀνεγειρόμενες τότε μεγάλες Βασιλικές, ἀπαραίτητες γιὰ νὰ καλύπτουν τὶς νέες λειτουργικὲς ἀνάγκες τῶν ὁλονὲν αὐξανομένων πιστῶν. Βεβαίως, ἡ εἰδωλολατρία στὴν Κύπρο, σύμφωνα μὲ ἱστορικοφιλολογικές, ἀλλὰ καὶ ἀρχαιολογικὲς μαρτυρίες, δὲν ἐξαλείφεται διὰ μιᾶς, ἀλλὰ συνυπάρχει μέχρι καὶ τὸν 5ο αἰ., ὑποχωρῶντας  σταδιακά .

Ἔχουμε ἀναφέρει, ὅτι ὑπῆρχε ἤδη παρεκκλήσιο στὸν χῶρο τῶν Βασιλικῶν Α´ καὶ Β´ τῶν Σόλων, πρὶν αὐτὲς οἰκοδομηθοῦν, δηλ. πρὶν τὸν 5ο αἰ., τὸ ὁποῖο στέγαζε τὸ Μαρτύριον τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου, μὲ τὸ ὁποῖο καὶ ἐπικοινωνοῦσε. Πότε ἀκριβῶς οἰκοδομήθηκε, δὲν μᾶς εἶναι ἀκριβῶς γνωστό, ἕνεκα τῆς μὴ ὁλοκλήρωσης τῶν ἀνασκαφῶν. Ἴσως νὰ οἰκοδομήθηκε κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰώνα, πάνω σὲ προγενέστερο ἀνάλογο κτίσμα, ἀφοῦ ἀρχιτεκτονικὸ καὶ λατρευτικὸ ἐπίκεντρο τοῦ χώρου ἦταν πάντοτε, ὅπως πιὸ πάνω σημειώσαμε, ὁ ταφικὸς θάλαμος τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου. Εἶναι ἐπίσης πολὺ πιθανόν, τὸ προϋπάρχον τοῦτο παρεκκλήσιο νὰ καταστράφηκε μὲ τοὺς μεγάλους καὶ ἰδιαίτερα καταστρεπτικοὺς γιὰ τὴν Κύπρο σεισμοὺς τῶν ἐτῶν 332 καὶ 342. Κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰ. ἀνεγείρεται στὸν ἴδιο χῶρο ἡ πεντάκλιτη Βασιλικὴ Α´ τῶν Σόλων, τμήματα τῆς ὁποίας ἀποκαλύφθηκαν κάτω ἀπὸ τὴ μεγάλη τρίκλιτη Βασιλικὴ Β´, μὲ τὶς ἀνασκαφὲς τῆς Καναδικῆς ἀποστολῆς (1965-1974). Σύνολη εἰκόνα τῆς Βασιλικῆς Α´ δὲν ἔχουμε, λόγῳ διακοπῆς τῶν ἀνασκαφῶν.

Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ συνοπτικά, ὅτι, σύμφωνα μὲ ἱστορικὰ καὶ ἀρχαιολογικὰ τεκμήρια, ἡ τιμὴ τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου μεταφέρεται κατὰ τοὺς ὑστεροβυζαντινοὺς χρόνους ἀπὸ τοὺς Σόλους στὴν περιοχὴ τῆς Ἀσίνου (ναοὶ στὸν οἰκισμὸ Ἄσπροι καὶ πλησίον τῆς μονῆς Παναγίας Φορβιώτισσας), καὶ κατὰ τὴ φραγκοκρατία στὸν Ἀστρομερίτη, ὅταν οἱ κάτοικοι τοῦ οἰκισμοῦ μετακινήθηκαν ἐκεῖ .

Στὴν ἐπισκοπικὴ περιφέρεια τῶν Σόλων βρίσκονται ἀκόμη δύο γνωστὲς πρώιμες Βασιλικές, ποὺ χρονολογοῦνται στὰ τέλη 4ου/ἀρχὲς 5ου αἰ. Πρόκειται γιὰ τὴ μικρὴ πρώτη Βασιλικὴ στὸν χῶρο τοῦ σημερινοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος στὴ Μόρφου τοῦ 4ου/5ου αἰ. (μετὰ τὴν καταστροφὴ τῆς ὁποίας κτίσθηκε μία τρίκλιτη Βασιλική, ποὺ κι αὐτὴ καταστράφηκε, πιθανώτατα τὸν 7ο αἰ., πάνω στὰ ἐρείπια τῆς ὁποίας κτίσθηκε ἄλλος μικρότερος ναός, τὸν ὁποῖο στὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰ. διαδέχθηκε ὁ σημερινὸς ναός)  καὶ γιὰ τὴν ὡς ἄνω Βασιλικὴ στὴν περιοχὴ τῆς Αὐλώνας, κοντὰ στὸ χωριὸ Ἀκάκι, ποὺ ἀνασκάφηκε ἀρχικὰ κατὰ τὰ ἔτη 1937-1938 καὶ ποὺ ἀπὸ τὸ 2013 ἔχει ἐπαναρχίσει ἡ ἀνασκαφή της.

Σημαντικὸ πρόσφατο σχετικὸ εὕρημα ἀποτελεῖ καὶ ὁ ὑστερορωμαϊκῆς/πρωτοβυζαντινῆς περιόδου ταφικὸς θάλαμος  (cubiculum), ποὺ ἀνασκάφηκε σὲ πρώτη φάση πέρυσι στὴ νεκρὴ ζώνη τῆς Δένειας καὶ ποὺ πρόκειται προφανῶς γιὰ τὸ ἀσκητήριο-τάφο τοῦ ἁγίου, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα διασώθηκε ὡς Περνιακός. Παραπλεύρως ἐντοπίστηκαν τὰ θεμέλια μεσαιωνικοῦ ναοῦ. Βεβαίως, χρειάζεται νὰ ὁλοκληρωθοῦν οἱ ἀνασκαφικὲς ἐργασίες, γιὰ νὰ ἐξαχθοῦν βεβαιώτερα πορίσματα. Αὐτό, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ λεχθεῖ καταρχήν, εἶναι ἡ ὕπαρξη πρώιμου ἀσκητικοῦ βίου στὴν περιοχή.

Στὴν ἐπισκοπικὴ περιφέρεια τῶν Σόλων ἀνοικοδομήθηκαν ἀργότερα καὶ καθόλη τὴ βυζαντινὴ περίοδο ἀρκετοὶ ἄλλοι σημαντικοὶ ναοί· ἐκφεύγει ὅμως ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ θέματός μας νὰ ἀναφερθοῦμε σ᾽ αὐτούς. Ἀσφαλῶς, θὰ πρέπει νὰ θυμηθοῦμε ἐδῶ τὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἡρακλειδίου στὴ Μονὴ τοῦ Λαμπαδιστοῦ στὸν  Καλοπαναγιώτη (11ος αἰ.). Ἡ ἐκεῖ ἀνέγερση τοῦ ναοῦ τούτου δὲν εἶναι τυχαία: Ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀρχαία παράδοση (ἀναφερόμενη καὶ στὸ ἀποδιδόμενο στὸν ἀπόστολο καὶ Εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο ἔργο τοῦ 5ου μ.Χ. αἰώνα, «Περίοδοι καὶ Μαρτύριον τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Βαρ-νάβα» [BHG  225]), ὅτι ὁ ἅγιος Ἡρακλείδιος βαπτίσθηκε ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους Παῦλο καὶ Βαρνάβα στὸν παραρρέοντα ποταμὸ Σέτραχο, σὲ σημεῖο πλησίον τῆς μονῆς. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰ. ἀνεγείρεται ὁ συνημμένος στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἡρακλειδίου ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Λαμπαδιστοῦ.

Ἐπίσκοποι Σόλων κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο (4ος αἰ.- 1191)

Μετὰ τὸν ἅγιο Αὐξίβιο Β´ καὶ τὸν κατὰ τὴν παράδοση διάδοχό του Θεμισταγόρα (α´ μισὸ 2ου αἰ.), δὲν μᾶς εἶναι γνωστοὶ οἱ ἐπίσκοποι Σόλων μέχρι καὶ τὸν 4ο αἰ. Ἐπίσκοπος Σόλων περιλαμβά-νεται πιθανώτατα στὸν κατάλογο, τὸν ὁποῖο παραδίδει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας, ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας, στὸν Δεύτερο Ἀπολογητικό του λόγο, ὅπου, ἀπαριθμῶντας τοὺς ἀνὰ τὸ πανορθόδοξον ἐπισκόπους, ποὺ συμμετεῖχαν στὴ Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς (σημ. Σόφιας τῆς Βουλγαρίας) τὸ ἔτος 343, παραθέτει καὶ τὰ ὀνόματα δώδεκα Κυπρίων ἐπισκόπων, χωρὶς ὅμως νὰ κατονομάζει καὶ τὶς ἕδρες τους. Ἐκεῖ, μεταξὺ ἄλλων, καταγράφεται καὶ ἕνας ἐπίσκοπος Αὐξίβιος, τὸν ὁποῖο, ὅπως πιὸ πάνω εἴδαμε, τελείως ἐσφαλμένα καὶ ἀνέρειστα, προγενέστεροι ἐρευνητὲς ἐπιχείρησαν νὰ ταυτίσουν μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου Α´.

Μὲ βεβαιότητα ἐπίσκοπος Σόλων ἀναφέρεται στὴ γνωστὴ συνοδικὴ ἐπιστολὴ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου τοῦ ἔτους 400, στὴν ὁποία καταγράφονται καὶ οἱ τότε ἐν ἐνεργείᾳ δεκαπέντε Κύπριοι ἐπίσκοποι, χωρὶς ὅμως νὰ κατονομάζονται δυστυχῶς καὶ οἱ ἕδρες τους .

Εἶναι γνωστὴ ἡ συμβολὴ τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου στὴ διαμόρφωση καὶ ἐπικύρωση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας καὶ τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, μέσῳ τῶν ἐκλεκτῶν ἱεραρχῶν της, ποὺ τὴν ἐκπροσώπησαν σ᾽ αὐτές. Ἀναφορικὰ μὲ τὰ Πρακτικὰ τῶν Συνόδων Α´ καὶ Β´, τῶν ὁποίων δὲν ὑπάρχει ἀκόμη σύγχρονη κριτικὴ ἔκδοση, εἶναι ἐπίσης γνωστὸ πόσο ἐλλειπῆ τυγχάνουν. Κατὰ τὶς Α´ καὶ Β´ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, σύμφωνα μὲ τὶς γνωστὲς ἐκδόσεις τῶν Πρακτικῶν τους, καθὼς  καὶ τῶν ὀνομάτων τῶν παραστάντων σ᾽ αὐτὲς ἐπισκόπων , δὲν παρέστησαν ἐπίσκοποι Σόλων, χωρὶς τοῦτο νὰ ἀποκλείεται. Μὲ ἐξαίρεση δὲ τὴν Ε´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, κατὰ τὴν ὁποία δὲν παραστάθηκαν Κύπριοι ἀρχιερεῖς, στὶς ὑπόλοιπες Οἰκουμενικὲς Συνόδους παρακάθησαν καὶ ἐπίσκοποι Σόλων, ὡς ἑξῆς: Στὴν Γ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν Ἔφεσο (431), συμμετέσχε ὁ ἅγιος Εὐάγριος, στὴ Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Χαλκηδόνα (451) ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος, ποὺ σὲ ὁρισμένες Πράξεις ἀντιπροσώπευσε τὸν ἅγιο ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου Ὀλύμπιο, στὴν Ϛ´ Σύνοδο (680-681) στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ ἅγιος Στρατόνικος καὶ στὴν Ζ´ Σύνοδο (787) στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας ὁ ἅγιος Εὐστάθιος.

*   *   *

Ἡ παλαίφατη λοιπὸν ἐπισκοπὴ τῶν Σόλων, γιὰ νὰ καταλήξουμε τὴ συνοπτικὴ αὐτὴ ἱστορική μας περιδιάβαση, θεμελιωμένη ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους Παῦλο καὶ Μᾶρκο, ποὺ ἐγκαθίδρυσαν ὡς πρῶτο της ἐπίσκοπο τὸν θεοφόρο πατέρα μας    Αὐξίβιο τὸν θαυματουργό, ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της μέχρι καὶ τοὺς ὑστεροβυζαντινοὺς χρόνους, ἔχει νὰ παρουσιάσει μία θαυμαστὴ ἀκμή, ὄχι μόνο σὲ μνημειακοὺς ναοὺς καὶ μοναδικὰ κειμήλια, ἀλλά, κυρίως, σὲ πολύπλευρη ἁγιότητα, ἐπισκόπων, κληρικῶν, μαρτύρων, ὁσίων καὶ δικαίων, οἱ ὁποῖοι, ἀπ᾽ ἄκρη σ᾽ ἄκρη της, τὴν καθαγίασαν καὶ ἐπιβεβαίωσαν τὴν ἀποκαλυφθεῖσα ἀποστολοπαράδοτη ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἔργῳ καὶ λόγῳ, πράξει καὶ θεωρίᾳ.

Ἅγιος Αὐξίβιος, τὸ ὄργανο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (16.02.2021)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὸν πανηγυρικὸ Ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Αὐξιβίου Α΄ Ἐπισκόπου Σόλων τῆς Κύπρου, ποὺ τελέσθηκε στὸν πανηγυρίζοντα ὁμώνυμο ἱερὸ ναὸ τῆς κοινότητος Ἀστρομερίτη, τῆς μητροπολιτικῆς περιφερείας Μόρφου (16.02.2021).

Παραγωγή: RumOrthodox
https://www.youtube.com/watch?v=wSReC…

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΥ ΕΥΦΗΜΙΑΣ)
Πρὸς Κορινθίους Β’  Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
6: 1-10

Ἀδελφοί, συνεργοῦντες παρακαλοῦμεν μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς – λέγει γὰρ· «Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι»· ἰδοὺ νῦν «καιρὸς εὐπρόσδεκτος», ἰδοὺ νῦν «ἡμέρα σωτηρίας» – μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΥ ΕΥΦΗΜΙΑΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
7: 36-50

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠρώτα τις τῶν Φαρισαίων τὸν Ἰησοῦν ἵνα φάγῃ μετ’ αὐτοῦ· καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου ἀνεκλίθη. καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ. ἰδὼν δὲ ὁ Φαρισαῖος ὁ καλέσας αὐτὸν εἶπεν ἐν ἑαυτῷ λέγων· Οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἂν τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· Σίμων, ἔχω σοί τι εἰπεῖν. ὁ δέ φησί· Διδάσκαλε, εἰπέ. δύο χρεοφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι· ὁ εἷς ὤφειλε δηνάρια πεντακόσια, ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα. μὴ ἐχόντων δὲ αὐτῶν ἀποδοῦναι, ἀμφοτέροις ἐχαρίσατο. τίς οὖν αὐτῶν, εἰπέ, πλεῖον ἀγαπήσει αὐτόν; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπεν· Ὑπολαμβάνω ὅτι ᾧ τὸ πλεῖον ἐχαρίσατο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Ὀρθῶς ἔκρινας. καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν γυναῖκα τῷ Σίμωνι ἔφη· Βλέπεις ταύτην τὴν γυναῖκα; εἰσῆλθόν σου εἰς τὴν οἰκίαν, ὕδωρ ἐπὶ τοὺς πόδας μου οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ τοῖς δάκρυσιν ἔβρεξέ μου τοὺς πόδας καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμαξε. φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ ἀφ’ ἧς εἰσῆλθεν οὐ διέλιπε καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας. ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου οὐκ ἤλειψας· αὕτη δὲ μύρῳ ἤλειψέ μου τοὺς πόδας. οὗ χάριν λέγω σοι, ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ· ᾧ δὲ ὀλίγον ἀφίεται, ὀλίγον ἀγαπᾷ. εἶπε δὲ αὐτῇ· Ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι. καὶ ἤρξαντο οἱ συνανακείμενοι λέγειν ἐν ἑαυτοῖς· Τίς οὗτός ἐστιν ὃς καὶ ἁμαρτίας ἀφίησιν; εἶπε δὲ πρὸς τὴν γυναῖκα· Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη της Aγίας Mεγαλομάρτυρος και πανευφήμου Eυφημίας (16 Σεπτεμβρίου)

Αγία Ευφημία. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Γκρατσάνιτσς στο Κοσσυφοπέδιο

Μνήμη της Aγίας Mεγαλομάρτυρος και πανευφήμου Eυφημίας

Yπέρ Θεού κτανθείσαν άρκτου ταις μύλαις,
Eυφημίαις σε χρη στέφειν Eυφημία.
Tη δ’ εκκαιδεκάτη Eυφημίαν έκτανεν άρκος.

Aύτη ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει σπη΄ [288]. Γεννηθείσα δε από γονείς λαμπρούς κατά τον πλούτον και την δόξαν, μάλιστα δε και εξαιρέτως κατά την εις Xριστόν ευσέβειαν, από αυτούς εδιδάχθη και την εις Xριστόν πίστιν. Όθεν και όλον τον πόθον της η μακαρία είχεν εις τον Xριστόν, και εις αυτόν μόνον επρόσεχεν. Eπειδή δε ο Πρίσκος, όστις έγινεν από τον Διοκλητιανόν ανθύπατος της Aσίας, επρόσταξε να θυσιάσουν όλοι εις τον Άρην, τον εν Xαλκηδόνι τιμώμενον ψευδώνυμον θεόν, διά την αιτίαν ταύτην εκρύπτοντο όλοι οι πιστοί Xριστιανοί. Όθεν ακολούθως και η Aγία αύτη Eυφημία εκρύπτετο μαζί με άλλους τεσσαράκοντα εννέα Xριστιανούς, και έλαμπεν ανάμεσα εις αυτούς με τας αρετάς, ως αστήρ λαμπρότατος.

Eπειδή όμως εφανερώθη τόσον αυτή, όσον και οι μετ’ αυτής Xριστιανοί, διά τούτο επαραστάθησαν εις τον ανθύπατον. Kαι απολογηθέντες εις αυτόν πολλά γνωστικά διά μέσου της Aγίας Eυφημίας, άναψαν τούτον εις μεγάλον θυμόν. Όθεν εξέσθησαν, και με διαφόρους τιμωρίας εβασανίζοντο καθ’ εκάστην, έως εις διάστημα είκοσιν ολοκλήρων ημερών.

Aφ’ ου δε επέρασαν αι είκοσιν ημέραι, εκβάλλονται από την φυλακήν, και βεβαιούσι τον ανθύπατον, ότι μένουν εις την πίστιν του Xριστού στερεοί και αμετασάλευτοι. Όθεν κτυπώνται εις τα πρόσωπα με ωμά δέρματα. Eίτα, τους μεν άλλους Aγίους έρριψαν εις φυλακήν, με σκοπόν διά να στείλη αυτούς ο ανθύπατος εις τον Διοκλητιανόν. Mόνην δε την Aγίαν Eυφημίαν παρέστησαν έμπροσθέν του. Eπειδή δε είδεν αυτήν ο ανθύπατος, πως ήτον ανωτέρα από κάθε κολακείαν, διά τούτο τζακίζει τα μέλη του σώματός της με σιδηρούς τροχούς, και τας αρμονίας διαχωρίζει. H δε Mάρτυς, ευθύς οπού επικαλέσθη την βοήθειαν του Θεού, ω του θαύματος! ελύθη από τους τροχούς, και ευρέθηκεν υγιής.

Αγία Ευφημία. Ψηφιδωτό του 11ου αιώνα στην Ιερά Μονή Οσίου Λουκά στο Στείρι Βοιωτίας

Έπειτα έκαυσαν μίαν κάμινον με πίσσαν και στουππίον και κλήματα, ώστε οπού υψώθη η φλόγα της έως εις πήχεις τεσσαράκοντα πέντε. Όταν λοιπόν έμελλεν η Aγία να ριφθή εις την κάμινον, είδον οι υπηρέται, ο Bίκτωρ, λέγω, και ο Σωσθένης, πως Άγγελος Kυρίου διεσκόρπισεν εδώ και εκεί το πυρ της καμίνου. Όθεν εφοβήθησαν και επίστευσαν εις τον Xριστόν. Tούτους δε εδίδαξεν η Aγία τα περί της πίστεως τελειότερον, και επαραθάρρυνεν αυτούς εις το υπέρ Xριστού μαρτύριον. Eπειδή δε η Aγία εβάλθη εις την κάμινον διά μέσου άλλων υπηρετών, ευθύς η κάμινος τους μεν υπηρέτας κατέκαυσεν, εις δε την Aγίαν εδείχθη, ωσάν αύρα δροσίζουσα.

Έπειτα, η μεν Aγία ρίπτεται εις την φυλακήν, οι δε ανωτέρω υπηρέται ο Bίκτωρ και ο Σωσθένης, παραστέκονται έμπροσθεν του ανθυπάτου, και παρρησία την πίστιν ομολογήσαντες, παραδίδονται εις τα θηρία. Kαι φονευθέντες από αυτά, ούτως οι μακάριοι το τέλος του μαρτυρίου λαμβάνουσιν. H δε Aγία εβάλθη εις άλλην τινά καινούργιαν βάσανον, και διαφυλαχθείσα από αυτήν αβλαβής, ερρίφθη μέσα εις ένα λάκκον γεμάτον από νερόν και θηρία. Έπειτα διαπερνά ένα άλλον λάκκον, όστις ήτον στρωμένος με μικρά σουβλία, και χωσμένος άνωθεν με το χώμα, πλήν, αυτή μεν, ελυτρώθη από την βάσανον ταύτην αβλαβής, άλλοι δε πεσόντες εις αυτόν, εκινδύνευσαν. Mετά ταύτα επριόνισαν την Aγίαν. Kαι με φωτίαν και τηγάνια πεπυρωμένα τα μέλη της έκαυσαν. Tελευταίον δε έδωκαν αυτήν εις τα θηρία, και πληγωθείσα με μόνον το δάγκαμα μιάς αρκούδας, ούτως ετελείωσε το μαρτύριον. Tο δε άγιον αυτής λείψανον επήραν οι γονείς της, και ενταφίασαν αυτό φιλοτίμως, όχι μακράν από την Xαλκηδόνα. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτής όρα εις τον Eφραίμ τον απλούν1.)

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Mηναίοις και τω τετυπωμένω Συναξαριστή, η μνήμη και το Συναξάριον του Aγίου Mαρτίνου Πάπα Pώμης. Aύτη γαρ εορτάζεται κατά την δεκάτην τρίτην του Aπριλλίου, ότε και το Συναξάριον αυτού πλήρες γράφεται. Kαι τούτο δε σημείωσαι, ότι παρά τω τετυπωμένω Συναξαριστή κατά την ημέραν ταύτην γράφεται το Συναξάριον της Aγίας Mάρτυρος Σεβαστιανής. Tο οποίον γράφεται κατά την κδ΄ του Oκτωβρίου πλατύτερον. Όθεν παρελείφθη το ενταύθα, ως περιττόν.

Kαι τούτο σημείωσαι, ότι το μαρτύριον της Aγίας Eυφημίας συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Διοκλητιανού τα Pωμαίων σκήπτρα». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη Iερά Mονή των Iβήρων και εν άλλαις.) Tαύτης ευρίσκονται δύω εγκώμια, έν μεν, εν τη Iερά Mονή του Bατοπαιδίου, έν δε, εν τη των Iβήρων. Kαι όρα εις την ενδεκάτην του Iουλίου.

Μηνολόγιο 11ης Ιουλίου. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Δεν εδυνήθην να σιωπήσω εδώ την έκφρασιν οπού συνέγραψεν ο Aστέριος Aμασείας περί της εικόνος της Aγίας ταύτης Eυφημίας, την οποίαν αναφέρει η αγία και Oικουμενική Eβδόμη Σύνοδος, εν τη έκτη πράξει αυτής. Έστι δε εξωραϊσμένη τοις των ρητορικών λειμώνων άνθεσιν έχουσα ούτως. «Γυνή τις, φησίν, ιερά παρθένος, ακήρατος Θεώ την σωφροσύνην καθιερώσασα. Eυφημίαν καλούσιν αυτήν. Tυράννου δέ ποτε τους ευσεβούντας ελαύνοντος, μάλα προθύμως τον επί θανάτω είλετο κίνδυνον. Oι δε δη πολίται και κοινωνοί της θρησκείας, υπέρ ης ετελεύτησεν, ως ανδρείαν ομού και ιεράν την Παρθένον θαυμάσαντες, πλησίον του Iερού την θήκην δειμάμενοι, καταθέμενοί τε την λάρνακα, τιμάς τελούσιν αυτή, και την ετήσιον εορτήν, κοινήν και πάνδημον ποιούνται πανήγυριν. Oι μεν ουν των του Θεού μυστηρίων ιεροφάνται, και λόγω τιμώσι την μνήμην αεί, και όπως εξετέλεσε τον της καρτερίας αγώνα, επιμελώς τους συνιόντας λαούς εκδιδάσκουσιν. O δε δη ζωγράφος ευσεβών και αυτός διά της τέχνης τα κατά δύναμιν, πάσαν την ιστορίαν εν σινδόνι χαράξας αυτού που, περί την θήκην ιερόν ανέθηκε θέαμα. Έχει δε ώδε το φιλότεχνημα. Yψηλός επί θρόνου καθίδρυται δικαστής, πικρόν και δυσμενές βλέπων εις την παρθένον. Oργίζεται γαρ, όταν εθέλη, καν ταις αψύχοις ύλαις η τέχνη. Δορυφόροι δε της αρχής και στρατιώται πολλοί. Oι μεν των υπομνημάτων υπογραφείς δέλτους φέροντες και γραφίδας, ων θάτερος αναρτήσας από του κηρού την χείρα, βλέπει προς την κρινομένην σφοδρώς, όλον εκκλίνας το πρόσωπον, ώσπερ παρακελευσόμενος γεγωνότερον λαλείν, ίνα μη κάμνων περί την ακοήν εσφαλμένα γράφη και επιλήψιμα. Έστηκε δε η παρθένος εν φαιώ χιτώνι και ιματίω την φιλοσοφίαν σημαίνουσα. Ως μεν έδοξε τω γραφεί και την όψιν αστεία. Ως δε εμοί δοκεί, την ψυχήν κεκαλλωπισμένη ταις αρεταίς». Kαι τα λοιπά. Σημείωσαι, ότι το λείψανον της Aγίας ταύτης ευρίσκεται εν τω Πατριαρχείω της Kωνσταντινουπόλεως ολόκληρον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Mελιτινής (16 Σεπτεμβρίου)

Μαρτύριο Αγίας Μελιτινής. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Mελιτινής

Mελιτινή τμηθείσα την κάραν ξίφει,
Aίμα προσήξεν ως γλυκύ Xριστώ μέλι.

Μαρτύριο Αγίας Μελιτινής. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Aύτη εκατάγετο από την Mαρκιανούπολιν της Θράκης, κατά τους χρόνους Aντωνίνου βασιλέως, και Aντιόχου ηγεμόνος, εν έτει ρξ΄ [160]. Aφ’ ου λοιπόν η αοίδιμος πολλά υπέμεινε βάσανα διά προσταγής του Aντιόχου επειδή δεν επείθετο να αρνηθή την του Xριστού πίστιν, διά τούτο παρεδόθη εις την γυναίκα του ηγεμόνος, ίνα με τας κολακείας εκείνης και δεξιώσεις μαλακωθή. Πλην όχι μόνον δεν εγελάσθη τελείως, ούτε εμαλακώθη η αρρενόφρων, αλλά και την γυναίκα του ηγεμόνος Xριστιανήν εποίησεν. Έπειτα διά προσευχής της κατεκρήμνισεν εις την γην τα είδωλα του Aπόλλωνος, και του Hρακλέους, και ως κόνιν ταύτα ελέπτυνε. Πολλά δε και άλλα ποιήσασα θαυμάσια, πολλούς απίστους έφερεν εις την πίστιν του Xριστού. Όθεν διά την αιτίαν αυτήν απεκεφαλίσθη, και έλαβεν η μακαρία τον στέφανον της αθλήσεως.

Tο δε ιερόν αυτής λείψανον επειδή έμεινεν άταφον, διά τούτο ένας Xριστιανός άνθρωπος, Aκάκιος ονόματι εκ της Mακεδονίας καταγόμενος, περνώντας εκείθεν διά να υπάγη εις την πατρίδα του, εζήτησε το λείψανον από τον ηγεμόνα. O δε ηγεμών χωρίς να υποπτεύση τον θεοφιλή εκείνου σκοπόν, εχάρισε το λείψανον εις αυτόν. Όθεν λαβών αυτό ο Aκάκιος, και εις σεντούκιον περικλείσας, εσπούδαζε να φθάση εις την πατρίδα του. Eις το ταξείδιον δε της θαλάσσης αρρωστήσας, απέθανεν. Eπειδή δε το καΐκιον άραξεν εις ένα ακρωτήριον της νήσου Λήμνου, εις αυτό ενταφιάσθη το της Aγίας λείψανον. Kαι κοντά εις τον τάφον της Mάρτυρος, ενταφιάσθη και ο φιλομάρτυς Aκάκιος.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Χειροθεσία κ. Μαρίου Αντωνίου εις Άρχοντα Πρωτοψάλτην και Μουσικοδιδάσκαλον της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου (1η Σεπτεμβρίου 2024, πανηγυρικός Εσπερινός Αγίου Μάμαντος στην κατεχόμενη Μόρφου)

Την 1η Σεπτεμβρίου 2024, στον καθεδρικό ναό του Αγίου Μάμαντος στην κατεχόμενη Μόρφου τελέστηκε ο πανηγυρικός Εσπερινός της εορτής του Αγίου Μάμαντος, χοροστατούντος του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.

Στο τέλος του πανηγυρικού Εσπερινού, τελέσθηκε η χειροθεσία του κ. Μαρίου Αντωνίου (ο οποίος εκτελεί χρέη πρωτοψάλτου και μουσικοδιδασκάλου στην Ιερά Μητρόπολη Μόρφου από το 2002) εις Άρχοντα Πρωτοψάλτην και Μουσικοδιδάσκαλον της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου.

Την προσφώνηση του κ. Μαρίου Αντωνίου ανέγνωσε εκ μέρους του ο κ. Ιωάννης Λέμπος, πρωτοψάλτης του ιερού ναού Παναγίας Χρυσελεούσης Ακακίου. Η προσφώνηση είναι η εξής:

«Πανιερώτατε·

Ἦταν ἀπόγευμα τῆς 27ης Δεκεμβρίου 2001, ὅταν εἰκοσιπενταετὴς ὤν, ἀνέβαινα γιὰ πρώτη φορὰ τὶς βαθμίδες τοῦ Ἐπισκοπείου τῆς Εὐρύχου, πρὸς συνάντησή σας, πολυσέβαστε Δέσποτα. Ἀπὸ τῆς πόλεως καὶ συμβασιλευούσης Θεσσαλονίκης, μὲ εἶχε καλέσει, ὡς φαίνεται, φωνὴ αὔρας λεπτῆς.

Τὰ σύμφωνα λειτουργικὰ ὁράματα, οἱ πρὸς ἀγῶνα κοινὸν πάλλουσες καρδίες καὶ ἡ ἀμοιβαία ἐμπιστοσύνη γέννησαν μιὰ πλούσια λειτουργικὴ πορεία: Ἀγρυπνίες, πανηγύρεις, Θείες Λειτουργίες, ἐγκαίνια ἱερῶν ναῶν, χειροτονίες, μαθήματα… «Δόξα Θεῷ τῷ ἐκχύσαντι Πνεῦμα ἐπὶ πᾶσαν σάρκα», κατὰ τὸ προφητικὸν λόγιον!

Καὶ ἰδού, τρία καὶ εἴκοσι ἔτη μετά, ἵσταμαι καὶ πάλιν ἐνώπιόν σας, κατὰ τὴν λαμπρὰν ταύτην καὶ εὔσημον ἡμέραν τοῦ ἁγίου Μάμαντος, υἱϊκῶς δεχόμενος καὶ εὐγνωμόνως ἀποδεχόμενος πᾶσαν ἐξ Ὑμῶν πατρικὴν μέριμναν καὶ τιμήν.

Δραττόμενος τῆς εὐκαιρίας, ἐπιθυμῶ νὰ εὐχαριστήσω ὅλους ὅσοι συνέβαλαν στὴν ψαλτική μου πορεία. Πρώτους πάντων μνημονεύω τοὺς εὐσεβεῖς καὶ φιλακολούθους γονεῖς μου, Ἀντώνιον καὶ Ἀναστασίαν, ἀλλὰ καὶ πάντες τοὺς πάππους καὶ προπάππους μου, διότι ἡ ἔφεσις στὴν μουσικὴ ὑπῆρξε γνώρισμα καὶ χάρισμα πλείστων ὅσων προγόνων μου, τὴν ὁποίαν καὶ μοῦ κληροδότησαν.

Εὐχαριστῶ ἀκολούθως τὸν πνευματικὸν πατέρα τῆς νεότητός μου, Ἀρχιμ. Ἐπιφάνιο Εὐθυβούλου, καθὼς μὲ δική του προτροπὴ καὶ ἐνθάῤῥυνση, ἄρχισα νὰ μαθαίνω τὰ ἱερὰ γράμματα τῆς ὑμνῳδίας.

Πολλὰς χάριτας ὀφείλω στοὺς δύο διδασκάλους μου, Νικόλαον Παπασάββαν, ἄρχοντα πρωτοψάλτην τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ καὶ Ἰωάννην Ἀρβανίτην, μέντορα καὶ ποδηγέτην στὸ Ἰόνιο Πανεπιστήμιο, καθὼς καὶ σὲ ὅλους τοὺς καθηγητὲς μουσικῆς, ποὺ εἶχα στὸ διάβα τῆς ζωῆς μου, εἴτε στὰ πρῶτα μου νεανικὰ καὶ ἐφηβικὰ χρόνια στὸ Δημοτικὸ ᾨδεῖο Λεμεσοῦ, εἴτε στὸ Τ.Μ.Σ. τοῦ Ἰονίου Πανεπιστημίου, γιὰ κάθε ἔμπνευση καὶ ἀσφαλῆ καθοδήγηση.

Τὴν διηνεκῆ εὐγνωμοσύνη μου ἐκφράζω στὴν σύζυγό μου Γεωργία καὶ στὰ τρία τέκνα μας, Ἀντώνιον, Εὐστάθιον καὶ Μαριάννα, καθὼς καὶ στὰ πεθερικά μου Εὐστάθιον καὶ Μαρούλα, γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν παντοειδῆ στήριξη πρὸς τὸ πρόσωπόν μου, ἀλλὰ καὶ τὴν κατανόηση καὶ ὑπομονή, ποὺ ἐπιδεικνύουν κατὰ τὴν ὄχι σπάνια πολύωρη ἀπουσία μου ἀπὸ τὸ σπίτι, ἕνεκα τῶν ψαλτικῶν μου καθηκόντων.

Στοὺς ἱερεῖς καὶ διακόνους τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως πολλὰ ὀφείλω, σὲ ἀνταπόδοση τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῆς ἀγάπης τους πρὸς τὸ πρόσωπόν μου. Ἰδιαιτέρως ἐκφράζω τὴν ἐκ μέσης καρδίας εὐγνωμοσύνην μου στοὺς ἐφημερίους τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγίου Αὐξιβίου Ἀστρομερίτη, ὅπου διακονῶ ψάλλων.

«Κολληθείη ἡ γλῶσσα μου τῷ λάρυγγί μου ἐὰν μὴ μνησθῶ» δύο ἀδελφῶν ἀγαπημένων, τῶν ὁποίων ἡ φιλία χειροπιαστὴ ἔχει συνεισφορὰ στὴν ψαλτική μου πορεία: τοῦ ἐξ Ἠπείρου π. Νεκταρίου Θάνου καὶ τοῦ ἐξ Ἀκακίου Ἰωάννου Λέμπου, τοῦ ἀμεσοτέρου συνεργάτη καὶ πιστοτέρου συναδέλφου. Ἐξ εἰλικρινοῦς καρδίας εὐγνωμόνως τοὺς ἐναγκαλίζομαι.

Καθὼς τελειώνω τοὺς λόγους μου, στρέφομαι ἀγαπητικῶς πρὸς τὴν μεγάλην οἰκογένειά μου, τοὺς μαθητές μου. Ἡ σχέση διδασκάλου καὶ μαθητή, κρύβει μέσα τῆς τὴν σχέση πατέρα καὶ υἱοῦ καὶ πολλὲς φορὲς ἐξελίσσεται σὲ σχέση ἀδελφοῦ μὲ ἀδελφόν. Ἀδυνατῶ νὰ περιγράψω τὸ βίωμα, τὴν ἀγωνία, τὸ προνόμιο, τὴν ὀδύνη καὶ τὶς ὠδῖνες τῆς διδασκαλίας. Κάθε νέος ψάλτης εἶναι μιὰ γέννα νέου ἀνθρώπου στὸ λειτουργικὸ στερέωμα τῆς λατρείας τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Αὐτὸν καὶ εὐχαριστῶ γιὰ τὰ πολλὰ καὶ πολύτιμα τέκνα, τοὺς πεφιλημένους μαθητές μου.

Πανιερώτατε, αἰσθάνομαι βαρεῖα τὴν εὐθύνη τοῦ ὀφφικίου, τὸ ὁποῖον σήμερον μοῦ ἀπονέμετε. Ὑπόσχομαι ὅτι θὰ συνεχίσω μὲ τὸν ἴδιο ζῆλο νὰ ὑπηρετῶ τὸ ἱερὸν ἀναλόγιον καὶ ἐν γένει τὴν σπουδαίαν καὶ ἱερὰν τέχνην τῆς ψαλτικῆς, εἰς σωτηρίαν ἡμῶν καὶ δόξαν τοῦ μεγαλοπρεποῦς ὀνόματος τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

Γένοιτο, διὰ τῶν εὐχών σας!»

Στη συνέχεια, την προσφώνηση προς τον χειροθετηθέντα εις Άρχοντα Πρωτοψάλτην της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριον Αντωνίου, ανέγνωσε εκ μέρους του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου ο Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης Φώτιος Ιωακείμ. Η προσφώνηση είναι η εξής:

Προσφώνηση πρὸς τὸν χειροθετηθέντα εἰς ἄρχοντα Πρωτοψάλτην
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριον Ἀντωνίου
(Ἱερὸς καθεδρικὸς ναὸς Ἁγίου Μάμαντος Μόρφου, Κυριακή, 01.09.2024)

Ἀγαπητὲ ἐν Χριστῷ, μουσικολογιώτατε Μάριε Ἀντωνίου, ὁ ἄρτι χειροθετηθεὶς ὑπὸ τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου εἰς ἄρχοντα Πρωτοψάλτην τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου,

Μετὰ πολλῆς τῆς συγκινήσεως καὶ συνάμα χαρᾶς ἀπευθύνομεν πρὸς ἐσὲ τὸν παρόντα λόγον, τόσον ἐκ μέρους τοῦ σεβαστοῦ μας Μητροπολίτου, ὅσον καὶ ἐκ τῆς συνόλου Μητροπόλεώς μας.

Ὅταν πρὸ 26 ἐτῶν ὁ ἅγιος Μόρφου ἀνέλαβε τὸ πηδάλιον τῆς Μητροπόλεως Μόρφου καὶ Σόλων, μία σοβαρώτατη καὶ σημαντικὴ ἔλλειψη, τὴν ὁποία διεπίστωσε, παρόλη τὴν τότε ὕπαρξη ἱκανῶν ἱεροψαλτῶν, ἦταν αὐτὴ τοῦ μουσικοδιδασκάλου. Ὅπως ἀνέφερε ὁ ἴδιος στὸν ἐνθρονιστήριο λόγο του στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Γεωργίου στὴν προσωρινὴ-προσφυγικὴ ἕδρα τῆς Μητροπόλεως Μόρφου κώμη τῆς Εὐρύχου τὴν Κυριακή, 13.09.1998,

«Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὸν σοφὸ βυζαντινολόγο, τὸν εἰδικὸ ἀρχαιολόγο, τὸν προσεκτικὸ συντηρητή, τὸν φιλόκαλο ἐκδότη, τὸν γενναιόδωρο χορηγό, τὸν ταπεινὸ ἱερέα ποὺ θὰ ἱερουργεῖ αὐτὰ τὰ μνημεῖα, τὸν κατανυκτικὸ ψάλτη, ποὺ θὰ ἰσοκρατεῖ στὸν ἦχο τῶν εἰκονιζομένων ἁγίων, τὸν πιστὸ ποὺ θὰ συμπροσεύχεται στὸν νάρθηκα τοῦ Λαμπαδιστῆ ‘‘σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις’’».

Καὶ ἡ ἔνθεη αὐτὴ ἀγωνία τοῦ Ἐπισκόπου μας, νὰ εὑρεθεῖ ἕνας ἱκανὸς νέος μουσικοδιδάσκαλος γιὰ τὶς χρεῖες τῆς Μητροπόλεώς μας, ὥστε νὰ μεταλαμπαδεύσει σ᾽ αὐτὴ τὴν οὐρανόσδοτη ψαλτικὴ Τέχνη, ἔγινε πόθος, κι ὁ πόθος ἔγινε προσευχή. Καὶ ὁ Κύριος, ὁ διδοὺς κατὰ τὴν καρδίαν τῶν εὐχομένων, ἐπήκουσε τῶν δεήσεών του καὶ τοῦ ἀπέστειλε τὸν ποθούμενον, ἐσέ, τὸν νῦν ἄρχοντα πρωτοψάλτην Μάριον Ἀντωνίου. Δύο ἄνθρωποι συνήργησαν ἐξαίρετα στὴν εὕρεση τοῦ πρωτοψάλτου μας καὶ τὸν εἰσηγήθηκαν ὡς τὸν καταλληλότερο, καὶ ὀφείλουμε καὶ ἀπὸ τὴ θέση τούτη νὰ τοὺς μνημονεύσουμε ἐν εὐχαριστίᾳ θερμῇ: Ὁ μακαριστὸς πρωτοπρεσβύτερος Πολύβιος Πέτρου καὶ ὁ ἐκλεκτὸς καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Μακεδονίας, ἀρχιμανδρίτης Νεκτάριος Πάρης.

Ἦταν τὸ ἔτος 2002, ποὺ ἀφίχθηκες στὴ Μητρόπολή μας ἀγαπητὲ Μάριε, ἀπόφοιτος τοῦ Τμήματος Μουσικῶν Σπουδῶν τοῦ Ἰονίου Πανεπιστημίου καὶ νεώτατος τότε στὴν ἡλικία (25 ἐτῶν), ἀλλ᾽ ἔμπλεως σφοδροῦ ἔρωτος πρὸς τὴ Μουσικὴ τέχνη καὶ τὴν ἔφεση νὰ τὴ διδάξει παρ᾽ ἡμῖν. Ὁ γάμος σου μὲ τὴν καλή σου ὁμόζυγο Γεωργία Ἐρωτοκρίτου ἐξ Ἀστρομερίτου ὁριστικοποίησε τὴν παραμονή σου στὴ Μητρόπολή μας.

Ὁ Μάριος μὲ τὴν ἔλευσή του, διορίσθηκε ἀπὸ τὸν Πανιερώτατο δεξιὸς ἱεροψάλτης στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Αὐξιβίου Ἀστρομερίτου, καὶ παράλληλα τοῦ ἀνετέθη ἡ διδασκαλία τῆς ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς στὸ Πολιτιστικὸ Ἵδρυμα τῆς Μητροπόλεως Μόρφου στὴν Περιστερῶνα, ὅπου μέχρι καὶ σήμερα διδάσκει μὲ τὸν δεξιὸ ἱεροψάλτη Ἀκακίου Ἰωάννη Λέμπο. Παράλληλα, τοῦ ἀνετέθη νὰ ἀκολουθεῖ τὸν Μητροπολίτη μας στὸ λειτουργικό του πρόγραμμα, δηλαδὴ νὰ προΐσταται ἱεροψαλτικὰ τῶν μεγάλων ἑορτῶν, ἀγρυπνιῶν καὶ πανηγύρεων τῶν μονῶν καὶ κοινοτήτων τῆς Μητροπόλεώς μας.

Χάριτι Θεοῦ, ἐδῶ καὶ λίγα χρόνια ἀρχίσαμε νὰ γευόμαστε τοὺς καρποὺς τῶν μεγάλων τοῦ πρωτοψάλτου μας κόπων, καθὼς μαθητές του κοσμοῦν ἤδη τὰ ψαλτικὰ στασίδια τῆς μητροπολιτικῆς μας περιφέρειας, ὅπως καὶ ἄλλων Μητροπόλεων. Ἐν προκειμένῳ ὅμως, τὸ σημαντικώτερο γεγονὸς γιὰ τὸν Ἐπίσκοπο καὶ τοὺς ἱερεῖς μας εἶναι ὅτι οἱ μαθητὲς τοῦ ἀπὸ τῆς σήμερον ἄρχοντος πρωτοψάλτου μας δὲν εἶναι ἁπλῶς ἔμμουσοι καὶ ἡδύλαλοι ἱεροψάλτες, ἀλλὰ τέκνα πιστὰ καὶ μέλη ἐνεργῆ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ προσεύχονται, μετανοοῦν, ἐξομολογοῦνται, κοινωνοῦν καὶ «προσδοκοῦν ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Καὶ τοῦτο, γιατὶ ὁ ἄρχοντας δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας καταξιωμένος μουσικοδιδάσκαλος, μελοποιὸς καὶ συνθέτης παραδοσιακῶν ἐκκλησιαστικῶν μελῶν, ἀλλὰ καὶ ἕνας κατηχητὴς Ὀρθοδόξου ἤθους καὶ ἱστορικὸς τῆς Ψαλτικῆς τέχνης καὶ τῆς ἐν γένει ἱστορίας τῆς πονεμένης Ρωμιοσύνης. Καὶ ὁ ἐπίσκοπος Μόρφου καὶ ὁ κλῆρος καὶ λαός της σὲ εὐχαριστοῦν καὶ εὐλογοῦν ἀπὸ καρδίας, ἀγαπητὲ Μάριε, γιὰ τὸ ὑψηλὸ καὶ ποιοτικὸ ψάλσιμο, ποὺ ἀσματομελωδεῖς καὶ διδάσκεις, γιὰ τὴ σεμνοπρεπὴ καὶ θεοπρεπὴ ἀπόδοση αὐτῆς τῆς Μουσικῆς, ποὺ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ ποιητὴς τῶν ποιητῶν, τὴν ὁρίζει ὡς «μουσικὴν τῶν ἀγγέλων».

Γιὰ ὅλα τοῦτα, ὅταν πρὶν ἀπὸ 15 περίπου ἔτη ἀνεφύη ἐπιτακτικὴ ἡ ἀνάγκη γιὰ καταρτισμὸ ἑνὸς Τυπικοῦ, πιὸ σωστὰ Τάξεως ἱερῶν Ἀκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου, στὸ πλαίσιο τῶν ἁρμοδιοτήτων τῆς τότε νεοσύστατης Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Λατρείας, μὲ στόχο τὴν τιθάσσευση τῆς λειτουργικῆς ἀταξίας ποὺ ἀπὸ χρόνια παρατηρεῖται ὄχι μόνον ἐν Κύπρῳ, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες Ὀρθόδοξες τοπικὲς Ἐκκλησίες, ὁ Πανιερώτατος, ὡς πρόεδρος τῆς ἐν λόγῳ Ἐπιτροπῆς, ἐνέταξε πάραυτα τὸν Μάριο Ἀντωνίου σ᾽ αὐτήν. Καὶ ὁ ἄρχοντας κέρδισε τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν εἰδημόνων τῆς Ἐπιτροπῆς καὶ τοῦ ἀνετέθη, σὲ συνεργασία μὲ τὰ λοιπὰ μέλη της, ἡ σύνταξη τῆς ἀνωτέρω Τάξεως ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, βάσει τῶν πορισμάτων τῶν συνεδριῶν τῆς Ἐπιτροπῆς.

Ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη χαρὰ καὶ τιμή μας, τὸ ὅτι ἡ Ἐκλησία Κύπρου ἀνεῦρε στὸ πρόσωπό σου, ἀγαπητὲ ἄρχων πρωτοψάλτα, τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἱεροψάλτη, τὸν μουσικοδιδάσκαλο, τὸν τυπικάρη, τὸν κατηχητή, τὸν ἱστορικὸ τῆς Ψαλτικῆς τέχνης, γιὰ νὰ ἔχει τὸ ἕνα Τυπικό, ποὺ νὰ εἶναι ὄντως μία ἑνιαία Τάξις ἱερῶν Ἀκολουθιῶν. Ἡ συνεργασία σου ἐν ἐσχάταις ἡμέραις μὲ τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου κ.κ. Γεώργιον, Προκαθήμενο μὲ λειτουργικὲς εὐαισθησίες, γιὰ ἀπαρτισμὸ τοῦ πολυσήμαντου τούτου ἔργου, ἐπισφραγίζει τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές.

Κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία εἶναι φανέρωση τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ εἰκόνα τῆς βασιλείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο. Καὶ κάθε πιστὸ μέλος της, τὰ ὅποια χαρίσματα ἔλαβε ἀπὸ τὸν Δωρεοδότη Θεό, πρέπει νὰ τὰ διαχειρίζεται «πρὸς καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. 4, 12). Ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς Μόρφου, ποὺ καθ᾽ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ζεῖ καὶ χαίρεται τὰ πολλαπλᾶ σου χαρίσματα, φίλτατε Μάριε Ἀντωνίου, σήμερα, διὰ τῆς χειροθεσίας σου εἰς ἄρχοντα πρωτοψάλτην τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Μητροπόλεως, τὰ τιμᾶ καὶ ἀναγνωρίζει ὡς δῶρα Θεοῦ, ποὺ κατατέθηκαν στὴν ἁγία τράπεζα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέρομεν, κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα».

Καὶ ἐπειδὴ μιλοῦμε γιὰ τὴν τοπική μας Ἐκκλησία στὸν καθεδρικὸ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος ναό, ἔρχονται στὴ μνήμη μας ὅσα ἀνέφερε στὸν Ἐνθρονιστήριο καὶ πάλιν λόγο του ὁ μητροπολίτης Μόρφου: «Τώρα, ἀγαπητοί μου, δίνουμε ἐξετάσεις στὴν ἀδέκαστη ἱστορία, ἂν εἴμαστε φορεῖς αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ καὶ αὐτῆς τῆς Πίστεως, ἂν εἴμαστε ἄξιοι νὰ λειτουργήσουμε ξανὰ τὸν Ἅγιο Μάμαντα στὴ Μόρφου, ἂν εἴμαστε ἄξιοι νὰ συντηρήσουμε καὶ νὰ ἀναστηλώσουμε τὴ βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Αὐξιβίου στοὺς κατεχόμενους Σόλους, τὴν πρώτη Ἐπισκοπὴ τῆς θεοσώστου Ἐπαρχίας μας». Καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀξίωσε ἀμφοτέρων τῶν εὐλογιῶν, μὲ τὴ θαραλλέα πρωτοβουλία τοῦ σεπτοῦ ποιμενάρχου μας.

Ἡ σημερινὴ χειροθεσία, ἐπανερχόμενοι στὸ θέμα μας, ἀποτελεῖ καὶ μία πρόταση στὶς ὑπόλοιπες Μητροπόλεις. Καλούμαστε, λοιπόν, νὰ ἐργαστοῦμε γιὰ νὰ ἀναδείξουμε ἀνθρώπους λειτουργημένους, «θυσίαν καθαρὰν καὶ ζῶσαν τῷ Θεῷ», καὶ κληρικούς, καὶ μοναχούς, καὶ ἱεροψάλτες, καὶ λαϊκούς, σὲ ὅποια διακονία κι ἂν εἶναι ἐνταγμένοι. Καὶ ὅταν ἡ Θεία Λειτουργία τελεῖται ἀπὸ ἐνχριστωμένους πιστούς, τότε μιλᾶ στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ξεκουράζει καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα τους.

Καί, κάνοντας κατάληξιν πρὸς παῦσιν, γιὰ νὰ ὁμιλήσουμε καὶ λίγο μουσικά, μὴν λησμονεῖς ποτέ, ἄρχοντα Πρωτοψάλτα μας, ὅτι καὶ ἐσύ, κατὰ ἕνα μυστικὸ μὰ πραγματικὸ τρόπο, μελωδώντας εἰκονίζεις τὰ Χερουβίμ: «Οἱ τὰ Χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες». Αὐτὰ τὰ Χερουβὶμ καὶ αὐτὰ τὰ Σεραφίμ, ποὺ ὁ μακαριστὸς Γέροντας ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Τσαλίκης τὰ ἔβλεπε ὀφθαλμοφανῶς νὰ συλλειτουργοῦν καὶ νὰ συνεορτάζουν μεθ᾽ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. Τέτοια συλλείτουργα σοῦ εὔχονται ὁ Ἐπίσκοπος καὶ οἱ κληρικοί μας νὰ ἔχεις ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα, «ἕνωσιν οὐρανοῦ καὶ γῆς».

ΑΞΙΟΣ!

Ιερά Μητρόπολις Μόρφου, 3 Σεπτεμβρίου 2024