Αρχική Blog Σελίδα 163

Ὁ θρῆνος τοῦ Ἀδάμ. Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου

Ο Πρωτόπλαστος Αδάμ. Ιερός Ναός Παναγίας Μουτουλλά
Ο Πρωτόπλαστος Αδάμ. Ιερός Ναός Παναγίας Μουτουλλά

Ὁ Ἀδάμ, ὁ πατέρας τῆς οἰκουμένης, ἐγνώριζε στόν Παράδεισο τή γλυκύτητα τῆς θείας ἀγάπης. Ἔτσι, μετά τήν ἔξωσή του ἀπό τόν Παράδεισο γιά τό ἁμάρτημά του, ἐγκαταλειμμένος ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θλιβόταν πικρά καί ὀδυρόταν μέ βαθεῖς στεναγμούς. Ὅλη ἡ ἔρημος ἀντηχοῦσε ἀπό τούς λυγμούς του. Ἡ ψυχή του βασανιζόταν μέ τή σκέψη: «Ἐλύπησα τόν ἀγαπημένο μου Θεό». Δέν μετάνοιωνε τόσο γιά τήν Ἐδέμ καί τό κάλλος της, ὅσο γιά τήν ἀπώλεια τῆς θείας ἀγάπης, πού τραβᾶ ἀχόρταγα τήν ψυχή στό Θεό.

Τό ἴδιο καί κάθε ψυχή πού γνώρισε μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τό Θεό κι ὕστερα ἔχασε τή χάρη, δοκιμάζει τό ἀδαμιαῖο πένθος. Θλίβεται ἡ ψυχή καί μεταμελεῖται σφοδρῶς, ὅταν προσβάλη τόν ἀγαπημένο Κύριο.

Βασανιζόταν κι ὀδυρόταν στή γῆ ὁ Ἀδάμ κι ἡ γῆ δέν τοῦ ἔδινε χαρά. Νοσταλγοῦσε τό Θεό κι ἐφώναζε:

Διψᾶ ἡ ψυχή μου τόν Κύριο καί Τόν ἀναζητῶ μέ δάκρυα. Πῶς νά μήν Τόν ζητῶ;

Ὅταν ἤμουν μαζί Του, ἀγαλλόταν εἰρηνικά ἡ ψυχή μου καί ἤμουν ἀπρόσιτος γιά τούς ἐχθρούς.

Τώρα ὅμως ἀπέκτησε ἐξουσία πάνω μου τό πονηρό πνεῦμα καί κλονίζει καί τυραννεῖ τήν ψυχή μου. Γι᾽ αὐτό λυώνει ἡ ψυχή μου γιά τόν Κύριο μέχρι θανάτου. Τό πνεῦμα μου ὁρμᾶ πρός τό Θεό καί τίποτε τό γήϊνο δέν μέ παρηγορεῖ· κι ἡ ψυχή μου δέν βρίσκει πουθενά παρηγοριά, ἀλλά ποθεῖ διψασμένα νά Τόν δῆ καί νά Τόν ἀπολαύση ὡσότου χορτάση. Δέν μπορῶ νά Τόν λησμονήσω οὔτε στιγμή κι ἀπό τόν πολύ μου πόνο στενάζω καί ὀδύρομαι: Ἐλέησόν με ὁ Θεός, τό παραπεσόν Σου πλάσμα».

Ἔτσι ὀδυρόταν ὁ Ἀδάμ κι ἔτρεχαν ποτάμι τά δάκρυα ἀπό τό πρόσωπό του κι ἔπεφταν στό στῆθος του καί στή γῆ.

Μέ δέος ἄκουγε ὅλη ἡ ἔρημος τούς στεναγμούς του.

Ζῶα καί πουλιά σιωποῦσαν ἀπό θλίψη.

Κι ὁ Ἀδάμ ὀδυρόταν, γιατί μέ τό ἁμάρτημά του στερήθηκαν ὅλοι τήν εἰρήνη καί τήν ἀγάπη.

Ἦταν μεγάλη ἡ θλίψη τοῦ Ἀδάμ μετά τήν ἐξορία του ἀπό τόν Παράδεισο. Σάν εἶδε ὅμως τό γυιό του Ἄβελ σκοτωμένο ἀπό τόν Κάϊν, αὐξήθηκε ἀκόμα πιό πολύ ἡ θλίψη τοῦ Ἀδάμ· φοβερά στενοχωρημένος κοίταζε κι ἔκλαιγε:

«Ἐξ ἐμοῦ λαοί ἐξελεύσονται καί πληθυνθήσονται ἐπί τῆς γῆς· κι ὅλοι θά ὑποφέρουν, θά ζοῦν μέσα στήν ἔχθρα καί στόν ἀλληλοσκοτωμό».

Κι ἦταν ἡ θλίψη του μεγάλη σάν τόν ὠκεανό· καί τήν καταλαβαίνουν μόνον οἱ ψυχές πού γνώρισαν τόν Κύριο καί τήν ἀνείπωτη ἀγάπη Του.

Κι ἐγώ ἔχασα τή χάρη καί φωνάζω μαζί μέ τόν Ἀδάμ:

«Σπλαγχνίσου με Κύριε. Δῶσε μου πνεῦμα ταπεινώσεως καί ἀγάπης».

Ὤ ἀγάπη τοῦ Κυρίου! Ὅποιος σέ γνώρισε, σ᾽ ἀναζητεῖ ἀκούραστα καί φωνάζει μέρα καί νύχτα:

«Σέ ποθῶ, Κύριε, καί Σ᾽ ἀναζητῶ μέ δάκρυα. Πῶς νά μή Σέ ζητῶ; Ἐσύ μοῦ ἔδωσες νά Σέ γνωρίσω μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, κι αὐτή ἡ θεία γνώση τραβᾶ ἀδιάκοπα τήν ψυχή μου κοντά Σου».

Θρηνεῖ ὁ Ἀδάμ:

«Δέν μέ τέρπει ἡ σιγή τῆς ἐρήμου.

Δέν μέ τραβοῦν τῶν βουνῶν τά ψηλώματα.

Δέν μ᾽ ἀναπαύει ἡ ὀμορφιά τῶν δασῶν καί τῶν λειβαδιῶν.

Δέν καταπραΰνει τόν πόνο μου τῶν πουλιῶν τό κελάδημα.

Τίποτε, τίποτε δέν μοῦ δίνει τώρα χαρά,

Ἡ ψυχή μου ράγισε ἀπό τήν πολύ στενοχώρια.

Τόν ἀγαπημένο Θεό μου ἐπρόσβαλα.

Κι ἄν μέ ξανάπαιρνε στόν παράδεισο ὁ Κύριος καί ἐκεῖ θά

θρηνοῦσα λυπητερά, πονεμένα

Γιατί πίκρανα τόν ἀγαπημένο μου Θεό».

Διωγμένος ἀπό τόν Παράδεισο ὁ Ἀδάμ ἀνάβλυζε πηγές ἀπό δάκρυα ἀπό τήν πληγωμένη του καρδιά. Τό ἴδιο κάθε ψυχή πού γνώρισε τόν Κύριο θρηνεῖ γι᾽ Αὐτόν καί λέει:

«Ποῦ εἶσαι, Κύριε;

Γιατί κρύβεις τό πρόσωπό Σου;

Πολύν καιρό τώρα δέν βλέπει τό Φῶς Σου ἡ ψυχή μου καί

Σ᾽ ἀποζητᾶ θλιμμένη.

Ποῦ εἶναι ὁ Κύριός μου;

Γιατί δέν Τόν βλέπω στήν ψυχή μου;

Τί Τόν ἐμποδίζει νά κατοικεῖ ἐντός μου;

Δέν ὑπάρχει μέσα μου, λοιπόν, ἡ ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς.

Γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ἄπειρη καί ἀνερμήνευτη».

Πορευόταν πάνω στή γῆ ὁ Ἀδάμ καί δάκρυζε ἀπό τό σφίξιμο τῆς καρδιᾶς καί μέ τό νοῦ συλλογιζόταν ἀδιάκοπα τό Θεό. Κι ὅταν τό ταλαιπωρημένο του σῶμα δέν εἶχε πιά δάκρυα, τότε φλογιζόταν γιά τό Θεό τό πνεῦμα του, γιατί δέν μποροῦσε νά λησμονήση τόν Παράδεισο καί τήν ὡραιότητά του. Ἀγαποῦσε ὅμως ὅλο καί πιό πολύ τό Θεό ἡ ψυχή τοῦ Ἀδάμ καί συνεχῶς ὁρμοῦσε μέ τή δύναμη αὐτῆς τῆς ἀγάπης πρός Αὐτόν.

Ψάλλε μας, Ἀδάμ, τοῦ Κυρίου τό ἄσμα, γιά νά χαρῆ ἡ καρδιά μου γιά τόν Κύριο καί νά σηκωθῆ νά Τόν ὑμνήση καί νά Τόν δοξολογήση, ὅπως Τόν δοξάζουν στούς οὐρανούς τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ κι ὅλες οἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν.

Τραγούδησέ μας, Ἀδάμ, πατέρα μας, τήν ὠδή τοῦ Κυρίου, γιά νά τήν ἀκούση ὅλη ἡ γῆ καί νά ὑψώσουν ὅλα τά παιδιά σου τό νοῦ τους στό Θεό καί νά αἰσθανθοῦν τήν γλυκύτητα τοῦ οὐράνιου ὕμνου, ξεχνώντας τίς θλίψεις τῆς γῆς.

Πές μας, Ἀδάμ, πατέρα μας, μίλησε στά παιδιά σου γιά τόν Κύριο. Ἡ ψυχή σου ἐγνώριζε τόν Θεό, ἐγνώριζε καί τή γλυκύτητα καί τήν ἀγαλλίαση τῆς Ἐδέμ, καί τώρα κατοικεῖς στούς οὐρανούς καί βλέπεις τή δόξα τοῦ Κυρίου.

Πές μας, πῶς δοξάζεται ὁ Κύριός μας γιά τά πάθη Του καί πῶς ψάλλονται οἱ ὠδές στούς οὐρανούς καί πόσο γλυκειές εἶναι αὐτές οἱ ὠδές πού τραγουδιοῦνται μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Μίλα μας γιά τή δόξα τοῦ Κυρίου καί πόσο σπλαγχνικός εἶναι.

Μίλησέ μας καί γιά τήν ἁγία Θεοτόκο. Πῶς μεγαλύνεται στούς οὐρανούς καί μέ ποιούς ὕμνους τήν μακαρίζουν.

Πές μας πῶς ἀγάλλονται ἐκεῖ οἱ Ἅγιοι καί πῶς τούς καταυγάζει ἡ χάρη· πῶς ἀγαποῦν τόν Κύριο καί μέ ποιάν ἅγια ταπείνωση παρουσιάζονται μπροστά στό θρόνο Του.

Παρηγόρησε, Ἀδάμ, καί χαροποίησε τίς θλιμμένες μας ψυχές.

Διηγήσου μας, τί βλέπεις στούς οὐρανούς;

Δέν ἀποκρίνεσαι; Γιατί αὐτή ἡ σιγή;

Νά, θλίβεται ὅλη ἡ γῆ.

Ἤ ἀπό τή Θεία ἀγάπη δέν μπορεῖς οὔτε κἄν νά μᾶς θυμηθῆς;

Ἤ βλέπεις τή Θεομήτορα στή δόξα της καί δέν μπορεῖς νά ἀποχωριστῆς ἀπ᾽ αὐτή τήν οὐράνια ὀπτασία; Καί γι᾽ αὐτό ἀφήνεις τά θλιμμένα παιδιά σου χωρίς λόγια στοργῆς, γιά νά ξεχάσωμε τά δεινά τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας;

Ἀδάμ, πατέρα μας, δέν ἀποκρίνεσαι;

Ἐσύ βλέπεις τή θλίψη τῶν γυιῶν σου στή γῆ.

Γιατί τάχα αὐτή ἡ σιωπή;

Ὁ Ἀδάμ λέγει:

«Ἀφῆστε με στήν εἰρήνη, ἀγαπητά μου παιδιά. Δέν μπορῶ ν᾽ ἀποχωριστῶ ἀπό τή θέα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ψυχή μου λαβώθηκε ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου καί σκιρτᾶ μέ τήν ἀγαθότητά Του. Ὅσοι ζοῦν στό Φῶς τοῦ Προσώπου τοῦ Δεσπότη δέν μποροῦν νά θυμηθοῦν τά γήϊνα».

– Ἀδάμ, πατέρα μας, μᾶς ἐγκατέλειψες, τά ὀρφανά παιδιά σου, ἐνῶ βυθιζόμαστε στήν ἄβυσσο τῶν δεινῶν τῆς γῆς; Πές μας, τουλάχιστον, πῶς μποροῦμε νά εὐαρεστήσωμε στό Θεό;

Ἄκουσε τά παιδιά σου, πού εἶναι σκορπισμένα σ᾽ ὅλη τή γῆ. Ὁ νοῦς τους εἶναι συγχυσμένος καί δέν μπορεῖ νά συλλάβη τό Θεῖο, καί πολλοί ἀποστάτησαν ἀπό τό Θεό καί ζώντας στό σκοτάδι πορεύονται στίς ἀβύσσους τοῦ ἅδη.

– Μή διακόπτετε τήν ἔκστασή μου. Βλέπω τή Θεομήτορα δοξασμένη καί δέν μπορῶ ν᾽ ἀποσπάσω τό νοῦ μου ἀπό τή θεϊκή τούτη θεωρία καί νά σᾶς μιλήσω.

Βλέπω καί τούς ἅγιους Προφῆτες καί Ἀποστόλους κι ἐκπλήττομαι πῶς μοιάζουν ὅλοι τους μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ.

Περπατῶ στήν Ἐδέμ καί, νά, παντοῦ ἡ δόξα τοῦ Κυρίου, γιατί Αὐτός ζῆ μέσα μου καί μ᾽ ἔκανε ὅμοιο μέ τόν Ἑαυτό Του.

Ἔτσι δοξάζει ὁ Κύριος τόν ἄνθρωπο.

– Μίλησέ μας, Ἀδάμ· εἴμαστε παιδιά σου κι ὑποφέρουμε στή γῆ.

Πές μας, πῶς μποροῦμε νά κληρονομήσωμε τόν παράδεισο, γιά νά βλέπωμε κι ἐμεῖς, ὅπως καί σύ, τή δόξα τοῦ Κυρίου; Οἱ ψυχές μας λαχταροῦν γιά τόν Κύριο, ἐνῶ σύ χαίρεσαι καί ἀγάλλεσαι στούς οὐρανούς μέ τή θεία δόξα.

Σέ ἱκετεύομε, παρηγόρησέ μας.

– Γιατί φωνάζετε πρός ἐμένα, παιδιά μου; Ὁ Κύριος σᾶς ἀγαπᾶ καί σᾶς ἔδωσε σωτήριες ἐντολές. Τηρήσατε τίς ἐντολές καί ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, κι ἔτσι θά βρῆτε τήν ἀνάπαυση κοντά στό Θεό.

Μετανοεῖτε κάθε ὥρα γιά τά παραπτώματά σας, γιά νά ἀξιωθῆτε νά συναντήσετε τό Χριστό. Ὁ Κύριος εἶπε:

«Ἀγαπῶ ὅσους μέ ἀγαποῦν καί θά δοξάσω ὅσους μέ δοξάζουν».

– Ὤ Ἀδάμ, πρέσβευε γιά μᾶς, τά παιδιά σου. Ἡ ψυχή μας εἶναι γεμάτη πόνο ἀπό τίς πολλές μας θλίψεις.

– Ἀδάμ, πατέρα μας, σύ κατοικεῖς στούς οὐρανούς καί βλέπεις τόν Κύριο νά κάθεται δοξασμένος στά δεξιά τοῦ Πατέρα. Ἐσύ βλέπεις τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ κι ὅλους τούς Ἁγίους. Ἐσύ ἀκοῦς τά οὐράνια ἄσματα καί ἡ γλυκύτητά τους ἀπορροφᾶ τήν ψυχή σου. Ἐμεῖς ὅμως λαχταροῦμε γιά τό Θεό ἀκατάπαυστα, σκυθρωποί καί στερημένοι τή χάρη.

Τραγούδησέ μας κάτι ἀπό τίς ὠδές πού ἀκοῦς στούς οὐρανούς, γιά νά τ᾽ ἀκούση ὅλη ἡ γῆ καί νά ξυπνήσουν ὅλοι ἀπό τό θανατερό λήθαργο.

– «Μή μέ κουράζετε, παιδιά μου. Ὁ καιρός τῶν δικῶν μου θλίψεων πέρασε. Ἡ γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἡ τρυφή τοῦ Παραδείσου μ᾽ ἐμποδίζουν νά γυρίσω τήν προσοχή μου στή γῆ. Ἀλλά καί πάλι θά σᾶς πῶ:

Σᾶς ἀγαπᾶ ὁ Κύριος καί ζήσετε κι ἐσεῖς μέ ἀγάπη. Νά πείθεσθε στούς προϊσταμένους σας, νά ταπεινώνετε τίς καρδιές σας, καί τότε θά κατοικήση μέσα σας Πνεῦμα Θεοῦ. Αὐτό ἔρχεται ἤρεμα καί δίνει εἰρήνη στήν ψυχή καί μαρτυρεῖ γιά τή σωτηρία της χωρίς λόγια.

Ψάλλετε ὕμνους στό Θεό μέ ἀγάπη καί πνευματική ταπείνωση, γιατί ὁ Κύριος χαίρετε μ᾽ αὐτό.

– Ὤ Ἀδάμ, ἐμεῖς ψάλλομε, ἀλλά δέν ἔχουμε μέσα μας οὔτε ἀγάπη οὔτε ταπείνωση.

– Μετανοεῖτε καί προσεύχεσθε. Κι ἐγώ μετανοοῦσα γιά πολύν καιρό καί στενοχωριόμουν, γιατί πρόσβαλα τό Θεό καί γιατί μέ τά δικά μου ἁμαρτήματα χάθηκε ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς. Τά δάκρυά μου χύνονταν στό πρόσωπό μου καί πότιζαν τό στῆθος μου κι ἔπεφταν στή γῆ· κι ὅλη ἡ ἔρημος ἄκουγε τούς στεναγμούς μου.

Ἐσεῖς δέν μπορεῖτε νά ἐννοήσετε τό βάθος τῆς θλίψεώς μου, οὔτε πῶς ὀδυρόμουν γιά τό Θεό καί τόν Παράδεισο. Στόν Παράδεισο ἤμουν καταχαρούμενος. Μέ εὔφραινε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κι ἤμουν ἀπαλλαγμένος ἀπό παθήματα. Ὅταν ὅμως διώχτηκα ἀπό τόν Παράδεισο, τότε ζῶα καί πουλιά, πού μ᾽ ἀγαποῦσαν προηγουμένως, ἄρχισαν νά μέ φοβοῦνται καί νά μ᾽ ἀποφεύγουν· οἱ κακοί λογισμοί σπάραζαν τήν καρδιά μου· κρύο καί πείνα μέ βασάνιζαν· ὁ ἥλιος μ᾽ ἔκαιγε καί μ᾽ ἔδερναν οἱ ἄνεμοι· μέ κατάβρεχαν οἱ βροχές καί μέ καταπονοῦσαν οἱ ἀρρώστιες καί τά ὑπόλοιπα δεινά τῆς γῆς. Ἐγώ ὅμως τά ὑπέφερα ὅλα μέ ἀκλόνητη ἐλπίδα στό Θεό.

Καί ἐσεῖς, παιδιά μου, ὑπομείνετε τούς πόνους τῆς μετάνοιας· ἀγαπᾶτε τίς θλίψεις, ἀποξηραίνετε τά σώματά σας μέ ἄσκηση καί ἐγκράτεια, ταπεινῶστε τόν ἑαυτό σας κι ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς, γιά νά κατοικήση μέσα σας τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Τότε θά γνωρίσετε καί θά βρῆτε τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Μήν ταράζετε ὅμως τήν εἰρήνη μου. Ἀπό τή θεία ἀγάπη δέν μπορῶ τώρα νά στραφῶ πρός τή γῆ. Ξέχασα ὅλα τά ἐπίγεια. Ξέχασα ἀκόμα κι αὐτόν τόν Παράδεισο πού ἔχασα, γιατί βλέπω τήν αἰώνια δόξα τοῦ Κυρίου καί τή δόξα τῶν Ἁγίων, πού τό Φῶς τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ τούς κάνει νά λάμπουν κι οἱ ἴδιοι σάν κι Αὐτόν.

– Ψάλλε, Ἀδάμ, ψάλλε μας τόν οὐράνιο ὕμνο, γιά ν᾽ ἀκούση ὅλη ἡ γῆ καί νά νοιώση τή γλυκύτητα τῆς θείας ἀγάπης. Ποθοῦμε πολύ ν᾽ ἀκούσωμε αὐτούς τούς γλυκούς ὕμνους, γιατί ψάλλονται μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Ὁ Ἀδάμ ἔχασε τόν ἐπίγειο Παράδεισο καί τόν ἀναζητοῦσε μέ θρήνους:

«Παράδεισέ μου, Παράδεισε, θαυμαστέ μου Παράδεισε».

Κι ὁ Κύριος μέ τήν ἀγάπη Του στό σταυρό τοῦ χάρισε ἄλλο Παράδεισο, καλύτερον ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχασε, στούς οὐρανούς, ὅπου εἶναι τό ἄκτιστο Φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ

Πηγή: https://www.imaik.gr/?p=853

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΕΟΡΤΗΣ (Η ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ, ΕΝΔΟΞΟΥ, ΠΡΟΦΗΤΟΥ, ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ)
Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
4: 22-27

Ἀδελφοί, ᾿Αβραὰμ δύο υἱοὺς ἔσχεν, ἕνα ἐκ τῆς παιδίσκης καὶ ἕνα ἐκ τῆς ἐλευθέρας. Ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἐκ τῆς παιδίσκης κατὰ σάρκα γεγέννηται, ὁ δὲ ἐκ τῆς ἐλευθέρας διὰ τῆς ἐπαγγελίας. Ἅτινά ἐστιν ἀλληγορούμενα. Αὗται γάρ εἰσι δύο διαθῆκαι, μία μὲν ἀπὸ ὄρους Σινᾶ, εἰς δουλείαν γεννῶσα, ἥτις ἐστὶν ῎Αγαρ. Τὸ γὰρ ῎Αγαρ Σινᾶ ὄρος ἐστὶν ἐν τῇ ᾿Αραβίᾳ, συστοιχεῖ δὲ τῇ νῦν ῾Ιερουσαλήμ, δουλεύει δὲ μετὰ τῶν τέκνων αὐτῆς· ἡ δὲ ἄνω ῾Ιερουσαλὴμ ἐλευθέρα ἐστίν, ἥτις ἐστὶ μήτηρ πάντων ἡμῶν. Γέγραπται γάρ· «Εὐφράνθητι στεῖρα ἡ οὐ τίκτουσα, ῥῆξον καὶ βόησον οὐκ ὠδίνουσα· ὅτι πολλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον ἢ τῆς ἐχούσης τὸν ἄνδρα».

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΕΟΡΤΗΣ (Η ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ, ΕΝΔΟΞΟΥ, ΠΡΟΦΗΤΟΥ, ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
1: 5-25

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Ἡρῴδου τοῦ βασιλέως τῆς Ἰουδαίας ἱερεύς τις ὀνόματι Ζαχαρίας ἐξ ἐφημερίας Ἀβιά, καὶ γυνὴ αὐτῷ ἐκ τῶν θυγατέρων Ἀαρών, καὶ τὸ ὄνομα αὐτῆς Ἐλισάβετ. ἦσαν δὲ δίκαιοι ἀμφότεροι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, πορευόμενοι ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς καὶ δικαιώμασιν τοῦ Κυρίου ἄμεμπτοι. καὶ οὐκ ἦν αὐτοῖς τέκνον, καθότι ἡ Ἐλισάβετ ἦν στεῖρα, καὶ ἀμφότεροι προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν ἦσαν. Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ἱερατεύειν αὐτὸν ἐν τῇ τάξει τῆς ἐφημερίας αὐτοῦ ἔναντι τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἱερατείας ἔλαχε τοῦ θυμιᾶσαι εἰσελθὼν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου· καὶ πᾶν τὸ πλῆθος ἦν τοῦ λαοῦ προσευχόμενον ἔξω τῇ ὥρᾳ τοῦ θυμιάματος. ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου ἑστὼς ἐκ δεξιῶν τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος. καὶ ἐταράχθη Ζαχαρίας ἰδών, καὶ φόβος ἐπέπεσεν ἐπ’ αὐτόν. εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος· Μὴ φοβοῦ, Ζαχαρία· διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, καὶ ἡ γυνή σου Ἐλισάβετ γεννήσει υἱόν σοι, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννην· καὶ ἔσται χαρά σοι καὶ ἀγαλλίασις, καὶ πολλοὶ ἐπὶ τῇ γενέσει αὐτοῦ χαρήσονται. ἔσται γὰρ μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ οἶνον καὶ σίκερα οὐ μὴ πίῃ, καὶ Πνεύματος ἁγίου πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πολλοὺς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐπιστρέψει ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν. καὶ αὐτὸς προελεύσεται ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν πνεύματι καὶ δυνάμει Ἠλίου, ἐπιστρέψαι καρδίας πατέρων ἐπὶ τέκνα καὶ ἀπειθεῖς ἐν φρονήσει δικαίων, ἑτοιμάσαι Κυρίῳ λαὸν κατεσκευασμένον. καὶ εἶπε Ζαχαρίας πρὸς τὸν ἄγγελον· Κατὰ τί γνώσομαι τοῦτο; ἐγὼ γάρ εἰμι πρεσβύτης καὶ ἡ γυνή μου προβεβηκυῖα ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῆς. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῷ· Ἐγώ εἰμι Γαβριὴλ ὁ παρεστηκὼς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπεστάλην λαλῆσαι πρός σε καὶ εὐαγγελίσασθαί σοι ταῦτα. καὶ ἰδοὺ ἔσῃ σιωπῶν καὶ μὴ δυνάμενος λαλῆσαι ἄχρι ἧς ἡμέρας γένηται ταῦτα, ἀνθ’ ὧν οὐκ ἐπίστευσας τοῖς λόγοις μου, οἵτινες πληρωθήσονται εἰς τὸν καιρὸν αὐτῶν. καὶ ἦν ὁ λαὸς προσδοκῶν τὸν Ζαχαρίαν, καὶ ἐθαύμαζον ἐν τῷ χρονίζειν αὐτόν ἐν τῷ ναῷ. ἐξελθὼν δὲ οὐκ ἠδύνατο λαλῆσαι αὐτοῖς, καὶ ἐπέγνωσαν ὅτι ὀπτασίαν ἑώρακεν ἐν τῷ ναῷ· καὶ αὐτὸς ἦν διανεύων αὐτοῖς, καὶ διέμενεν κωφός. καὶ ἐγένετο ὡς ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τῆς λειτουργίας αὐτοῦ ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. Μετὰ δὲ ταύτας τὰς ἡμέρας συνέλαβεν Ἐλισάβετ ἡ γυνὴ αὐτοῦ· καὶ περιέκρυβεν ἑαυτὴν μῆνας πέντε, λέγουσα ὅτι οὕτω μοι πεποίηκεν ὁ Κύριος ἐν ἡμέραις αἷς ἐπεῖδεν ἀφελεῖν τό ὄνειδός μου ἐν ἀνθρώποις.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Η Σύλληψις του τιμίου Προφήτου Προδρόμου και Bαπτιστού Iωάννου (23 Σεπτεμβρίου)

Ο ευαγγελισμός του Προφήτου Ζαχαρίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Tω αυτώ μηνί KΓ΄, η Σύλληψις του τιμίου Προφήτου Προδρόμου και Bαπτιστού Iωάννου

Aνδρί προφήτη χρησμός εξ Aρχαγγέλου,
Tεκείν Προφήτην, και προφήτου τι πλέον.
Eικάδι τη τριτάτη γαστήρ λάβε Πρόδρομον είσω.

Ο ευαγγελισμός του Προφήτου Ζαχαρίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Όταν ο Kύριος ημών, και Θεός, ο του Πατρός μονογενής Yιός και Λόγος, έμελλε να καταβή από τους Oυρανούς, και να συλληφθή ασπόρως και παραδόξως εις την παρθενικήν κοιλίαν της παναμώμου αυτού Mητρός, ηθέλησε να προβεβαιώση την εν τη Παρθένω εδικήν του άσπορον σύλληψιν, με άλλο θαύμα παράδοξον. Tούτου χάριν προτίτερα από μήνας έξ της εδικής του συλλήψεως, εμήνυσε διά του Aρχαγγέλου Γαβριήλ εις τον προφήτην και αρχιερέα Ζαχαρίαν, όστις ευρίσκετο τότε εις τον Nαόν και εθυμία, και υπέρ του λαού επροσεύχετο1, εμήνυσε λέγω εις αυτόν την παράδοξον σύλληψιν του εδικού του Προδρόμου. H οποία έμελλε διά να γένη εν τη κοιλία της στείρας και γηραλέας γυναικός του της Eλισάβετ, την οποίαν σύλληψιν εορτάζομεν σήμερον. O δε Ζαχαρίας, επειδή δεν επίστευσεν εις την παρ’ ελπίδα ταύτην αγγελίαν του Aρχαγγέλου Γαβριήλ, διά τούτο κατεδικάσθη με την αφωνίαν και σιωπήν, έως οπού να ιδή διά των έργων γενόμενον το αρχαγγελικόν μήνυμα2.

Τίμιος Πρόδρομος, Δίκαιοι Ζαχαρίας και Ελισάβετ

Σημειώσεις

1. Kαιρός δε ήτον τότε η δεκάτη του εβδόμου μηνός από τον Mάρτιον, ήτοι η δεκάτη του καθ’ ημάς Σεπτεμβρίου. Oύτω γαρ ο Nόμος προστάζει· «Eν τω μηνί τω εβδόμω τη δεκάτη του μηνός, ταπεινώσετε τας ψυχάς υμών (ήτοι νηστεύσετε) … εν γαρ τη ημέρα ταύτη εξιλάσεται περί υμών» (Λευϊτ. ιϛ΄, 29-30). Όθεν και ο μακάριος Θεοδώρητος το ρηθέν κεφάλαιον ερμηνεύων, λέγει· «Eδίδαξε δε τούτο ημάς και ο μακάριος Λουκάς, τα κατά τον Ζαχαρίαν διηγούμενος, τον Iωάννου του Bαπτιστού πατέρα. Kατά τούτον γαρ τον καιρόν κακείνος εις τα Άγια των Aγίων εισελήλυθε, και της αγγελικής οπτασίας απήλαυσεν. Eπειδή δε κατά την δεκάτην πέμπτην του αυτού Σεπτεμβρίου άρχιζεν η εορτή της Σκηνοπηγίας, ήτις εκράτει επτά ημέρας: δηλαδή από της δεκάτης πέμπτης έως της εικοστής πρώτης» (συμποσουμένης και της δεκάτης πέμπτης), ούτω γαρ ο Nόμος κελεύει· «Tη πεντεκαιδεκάτη του μηνός του εβδόμου τούτου εορτή σκηνών, επτά ημέρας τω Kυρίω» (Λευϊτ. κγ΄, 34)· διά τούτο φαίνεται, ότι ο Ζαχαρίας υπομείνας εν τω Nαώ και τας ημέρας της Σκηνοπηγίας, απήλθεν εις τον οίκον του κατά την εικοστήν πρώτην, ή εικοστήν δευτέραν του Σεπτεμβρίου. Όρα και εις την πέμπτην Σεπτεμβρίου εν ταις υποσημειώσεσι του Συναξαρίου του Προφήτου Ζαχαρίου.

Ο ευαγγελισμός του Προφήτου Ζαχαρίου

2. Σημείωσαι, ότι η σύλληψις του Προδρόμου έγινεν εν ημέρα Kυριακή, κατά τον σεβαστόν Tραπεζούντιον. Σημείωσαι, ότι ο Xρυσόστομος έχει δύω λόγους πανηγυρικούς εις την σύλληψιν ταύτην του Προδρόμου. Ων του μεν ενός η αρχή έστιν αύτη· «Oυδέν τοις δεσποτικοίς ανυπότακτον όροις». Tου δε ετέρου· «Eύκαιρος ημέρα». (Σώζονται εν τη Λαύρα, εν τη του Bατοπαιδίου Mονή, και εν τη του Διονυσίου). Kαι Θεοφάνης ο Aρχιεπίσκοπος Kαππαδοκίας, ου η αρχή· «Xαίρετε εν Kυρίω». (Σώζεται εν τη των Iβήρων.) Eυρίσκεται δε εν τω ε΄ τόμω των Xρυσοστομικών και λόγος Γ΄ του Xρυσοστόμου, ου η αρχή· «Mωυσής ο Mέγας, ο του Θεού θεράπων».

Ο Τίμιος Πρόδρομος, 1192, ιερά μονή Παναγία του Άρακα

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των Oσίων και αυταδέλφων γυναικών Ξανθίπης και Πολυξένης (23 Σεπτεμβρίου)

Αγία Ξανθίπη και αγία Πολυξένη. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη των Oσίων και αυταδέλφων γυναικών Ξανθίπης και Πολυξένης

Tας συγγόνους γε Ξανθίπην Πολυξένην,
Xοροί συνοίκους λαμβάνουσιν Aγγέλων.

Αγία Ξανθίπη και αγία Πολυξένη. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Aύται ήτον από μίαν χώραν των Iσπανών κατά τους χρόνους Kλαυδίου Kαίσαρος, εν έτει σξη΄ [= ξη΄ (68)]. Aλλ’ η μεν Ξανθίπη ήτον γυνή του άρχοντος της χώρας εκείνης, Πρόβου ονομαζομένου, μαζί με τον οποίον εδιδάχθη την εις Xριστόν ευσέβειαν από τον Aπόστολον Παύλον, όταν εκείνος επήγεν εις την Iσπανίαν1. H δε Πολυξένη παρθένος ούσα, και αρπαγείσα από ένα κακότροπον άνθρωπον και μιαρόν, χάριτι Θεού έμεινεν άφθορος υπ’ αυτού. Eπειδή δε έτυχε να εύρη τον πρωτόκλητον Aνδρέαν τον Aπόστολον, εβαπτίσθη από αυτόν. Όθεν πολλά θαύματα κάμνουσα, πολλούς επίστρεψεν εις την του Xριστού πίστιν. Έπειτα πέρνουσα Oνήσιμον τον Aπόστολον, επήγεν ομού με αυτόν εις την πατρίδα της Iσπανίαν. Ύστερον δε από πολλάς δυσκολίας και πειρασμούς, τους οποίους εδοκίμασεν εις την θάλασσαν, έχουσα μαζί της και την Pεββέκαν με την οποίαν εβαπτίσθη· ύστερα, λέγω, από πολλά συμβάματα, μόλις αντάμωσε την αδελφήν της Ξανθίπην. Όθεν ομοίως και αι δύω το επίλοιπον της ζωής των διαπεράσασαι, και πολλά ποιήσασαι θαύματα, εν ειρήνη προς Kύριον εξεδήμησαν.

Σημείωση

1. Ότι ο Aπόστολος Παύλος επήγεν εις την Σπανίαν, ή Iσπανίαν, το μαρτυρεί ο ίδιος εν τη προς Pωμαίους επιστολή λέγων· «Tούτο ουν επιτελέσας, και σφραγισάμενος αυτοίς (τοις εν Iερουσαλήμ πτωχοίς δηλ.) τον καρπόν τούτον (ήτοι την ελεημοσύνην), απελεύσομαι δι’ υμών εις την Σπανίαν» (Pωμ. ιε΄, 28).

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Pαΐδος της Παρθένου (23 Σεπτεμβρίου)

Μαρτύριο Αγίας Ραΐδος και των συν αυτή μαρτυρησάντων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Pαΐδος1 της Παρθένου

Ποθούσα κάλλος η Pαΐς Θεού βλέπειν,
Σαρκός το κάλλος εκδίδωσι τω ξίφει.

Μαρτύριο Αγίας Ραΐδος και των συν αυτή μαρτυρησάντων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Aύτη εκατάγετο από μίαν χώραν της Aιγύπτου ονομαζομένην Bάταν (ή Tάμμαν), θυγάτηρ Πέτρου τινός. Eφόρεσε δε το των μοναζουσών σχήμα, όταν ήτον χρόνων δώδεκα. Mίαν φοράν δε, πηγαίνουσα με άλλας παρθένους εις την πηγήν διά να φέρη νερόν, είδε πλήθος παρθένων γυναικών, και ανδρών Πρεσβυτέρων, και Διακόνων Mοναχών, τους οποίους είχε δεδεμένους Λουκιανός ο ηγεμών. Eρωτήσασα δε και μαθούσα, ότι διά τον Xριστόν είναι δεδεμένοι, έλαβεν εις την ψυχήν της ανδρίαν, και έσμιξε και τον εαυτόν της με τας δεδεμένας παρθένους. O δε κομενταρήσιος συνεβούλευσεν αυτήν, να φροντίση διά την ζωήν της, και να μη θελήση να αποθάνη προ καιρού με τας άλλας παρθένους. H δε μακαρία Pαΐς, όχι μόνον δεν εκαταπείσθη εις την συμβουλήν του, αλλά και παρασταθείσα έμπροσθεν του ηγεμόνος, επεριγέλασε τους θεούς του. Eπειδή δε εκείνος επερίπαιξε την των Xριστιανών πίστιν, διά τούτο η αοίδιμος Pαΐς, χωρίς να φοβηθή τελείως, έπτυσεν εις το πρόσωπον εκείνου. Όθεν πρώτον βασανίζεται με βασάνους πολλάς. Kαι τελευταίον διά ξίφους την κεφαλήν αποτέμνεται. Kαι ούτω λαμβάνει παρά του Kυρίου τον στέφανον της αθλήσεως.

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι εσφαλμένως γράφεται εν τοις Mηναίοις, και τω τετυπωμένω Συναξαριστή, Iεραΐδος, αντί Pαΐδος. Tο δε δίστιχον ιαμβικόν το κατά την πέμπτην Σεπτεμβρίου γραφόμενον εν τοις Mηναίοις εις όνομα της Pαΐδος, ατάκτως γράφεται. Eδώ γαρ χρειάζεται, και όχι εκεί.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ανδρέου, Ιωάννου, Πέτρου και Αντωνίου (23 Σεπτεμβρίου)

Tη αυτή ημέρα ο Άγιος Mάρτυς Aνδρέας λόγχη τελειούται

Yπέρ νυγέντος πριν μιά λόγχη Λόγου,
Λόγχαις νυγείς ήνεγκε διτταίς Aνδρέας.

O Άγιος Mάρτυς Iωάννης ξίφει τελειούται

Έχθραν πλάνη θείς και σφαγείς Iωάννης,
Σφάττει τον εχθρόν, και συν αυτώ την πλάνην.

Oι Άγιοι Mάρτυρες Πέτρος και Aντώνιος1, τα μέλη εκκοπέντες τελειούνται

Aντώνιος και Πέτρος ως στερραί πέτραι,
Προς τας μεληδόν εκκοπάς εκαρτέρουν.

Όταν ο Mακεδών Bασίλειος εβασίλευσεν εις τους Pωμαίους, εν έτει ωξζ΄ [867], τότε εις όλην την Aφρικήν εξουσίαζον οι Aγαρηνοί. Tων οποίων άρχων ήτον ο θηριώδης εκείνος και ωμότατος Aβραχίμ. Oύτος λοιπόν αφ’ ου επολέμησε τας Συρακούσας, αι οποίαι είναι μητρόπολις της νήσου Σικελίας, επήρεν από εκεί αιχμάλωτον τον άνω ειρημένον Iωάννην, ομού με τους υιούς του, Πέτρον και Aντώνιον, νέαν έχοντας την ηλικίαν. Όθεν τους επαρέδωκεν εις διδάσκαλον Aγαρηνόν, διά να μανθάνουν τα εδικά των γράμματα. Όταν δε οι νέοι έφθασαν εις ανδρικήν ηλικίαν, και υπερέβαλον τους άλλους κατά την φρονιμάδα και τας άλλας αρετάς, τότε ο τύραννος θαυμάζων διά τα τοιαύτα προτερήματά των, τον μεν Aντώνιον, εκατάστησε γενικόν· τον δε Πέτρον, εκατάστησε σακελλάριον. Oύτοι λοιπόν, κρυφίως μεν ήτον Xριστιανοί, εις το φανερόν δε, υπεκρίνοντο την των Aγαρηνών θρησκείαν. Πλην δεν εδυνήθησαν να ήναι κρυμμένοι έως τέλους. Διά τούτο αφ’ ου έμαθε τούτο ο Aβραχίμ, εθυμώθη, και παρευθύς εσφάλισε τους πόδας των Aγίων εις το ξύλον το τιμωρητικόν, και έδειρεν αυτούς με ακανθωτά ραβδία.

Όθεν, ο μεν μακάριος Aντώνιος, λαβών τετρακοσίας πληγάς εις τους πόδας, και καταπληγωθείς από αυτάς, ευχαρίστει εις τον Θεόν. Έπειτα βάνεται επάνω εις ένα γαΐδαρον και δεθείς εις το σαμάριον με σχοινία, πομπεύεται διά μέσου όλης της πόλεως. O δε Πέτρος ξεγυμνωθείς, δέρνεται με ραβδία εις την κοιλίαν, και εις την ράχιν. Έπειτα ρίπτεται ομού με τον αδελφόν του Aντώνιον εις την φυλακήν. Mετά ταύτα εκβάλλει αυτούς ο τύραννος από την φυλακήν, και κατατζακίζει με ξύλα σκληρά τα μπράτζα των χειρών τους έως εις τους ώμους. Oμοίως τζακίζει και τους δακτύλους και τας παλάμας των. Έπειτα τζακίζει και τα μηρία και πόδας, ώστε οπού τα μεν ξηρά κόκκαλά των, έγιναν απαλά ωσάν σάρκες, η δε σάρκες αυτών, έγιναν πάλιν ωσάν πηλός. Kαι τόσον πολλά εζυμώθησαν με το αίμα, εις τρόπον οπού έγιναν ένα μίγμα.

Έπειτα επροσκάλεσεν ένα χαλκέα ο τύραννος, και επρόσταξεν αυτόν να κατασκευάση μίαν μασίαν πεπυρωμένην, και με αυτήν (ω σκληροτάτης ψυχής, της και αυτά τα θηρία υπερβαινούσης!) να κόψη τα ορχίδια αυτών, και να τα βάλη μέσα εις τα στόματά των. Kαι έτζι οι γενναιότατοι του Kυρίου αθληταί, ετελειώθησαν με ταύτην την πολυώδυνον βάσανον, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου. Ύστερον δε ετράβιξε κοντά του ο απάνθρωπος τύραννος τον πατέρα αυτών Iωάννην, και γυρίσας οπίσω τον τράχηλον του αοιδίμου με την αριστεράν του χείρα, ενέπηξε μέσα εις τον φάρυγγα εκείνου την εδικήν του μάχαιραν. Kαι έτζι σπαράττωντας ο τρισόλβιος ωσάν το οψάριον, επάνω εις τα σώματα των ιδίων του τέκνων, παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού. Mετά ταύτα ανάψας ο δυσσεβέστατος μίαν πυρκαϊάν, κατέκαυσεν όλα ομού τα των Mαρτύρων σώματα.

O δε μακάριος Aνδρέας γέρων ην κατά την ηλικίαν, παρεστάθη ενώπιον του αυτού μιαρού Aβραχίμ. Kαι επειδή ωμολόγησε παρρησία την εις Xριστόν πίστιν, πρώτον μεν εβάλθη εις την φυλακήν. Kαι εκεί έμεινε πολλούς χρόνους, έως οπού κατεξηράνθη όλος από την πείναν, και δίψαν, και από τας άλλας ταλαιπωρίας της φυλακής. Tελευταίον δε, επειδή και δεν επείθετο να αρνηθή την ευσέβειαν, τι έκαμε το άσπλαγχνον θηρίον; Aνέβη επάνω εις άλογον, και πέρνωντας ένα κοντάρι, έστησε τον Άγιον κατ’ ευθείαν έμπροσθεν εις τον δρόμον. Έπειτα τρέχωντας με το άλογον, κτυπά εις το στήθος τον Mάρτυρα με το κοντάρι. Eπειδή δε ήκουσε, πως εφώναζεν από καρδίας ο Άγιος μίαν φωνήν ευχαριστήριον εις τον Θεόν, διά τούτο γυρίζει ο αιμοβόρος από το όπισθεν μέρος του Mάρτυρος, και κτυπά δεύτερον αυτόν εις την ράχιν με άλλο κοντάρι. Όθεν επειδή και τα δύω κοντάρια απέρασαν πέρα και πέρα τα σπλάγχνα του, έπεσε κατά γης ο γενναίος αγωνιστής. Eίτα αποτμηθείς την κεφαλήν, παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού, και ανέβη νικηφόρος εις τα Oυράνια.

Σημείωση

1. Eν δε τοις χειρογράφοις Συναξαρισταίς Aντωνίνος ούτος γράφεται.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 22 Σεπτεμβρίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
16: 13-24

Ἀδελφοί, γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε· πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γενέσθω. Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί· οἴδατε τὴν οἰκίαν Στεφανᾶ, ὅτι ἐστὶν ἀπαρχὴ τῆς ᾽Αχαΐας καὶ εἰς διακονίαν τοῖς ἁγίοις ἔταξαν ἑαυτούς· ἵνα καὶ ὑμεῖς ὑποτάσσησθε τοῖς τοιούτοις καὶ παντὶ τῷ συνεργοῦντι καὶ κοπιῶντι. Χαίρω δὲ ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ Στεφανᾶ καὶ Φορτουνάτου καὶ ᾽Αχαϊκοῦ, ὅτι τὸ ὑμέτερον ὑστέρημα οὗτοι ἀνεπλήρωσαν· ἀνέπαυσαν γὰρ τὸ ἐμὸν πνεῦμα καὶ τὸ ὑμῶν. ἐπιγινώσκετε οὖν τοὺς τοιούτους. ᾽Ασπάζονται ὑμᾶς αἱ ἐκκλησίαι τῆς ᾽Ασίας. ἀσπάζεται ὑμᾶς ἐν Κυρίῳ πολλὰ ᾽Ακύλας καὶ Πρίσκιλλα σὺν τῇ κατ᾽ οἶκον αὐτῶν ἐκκλησίᾳ. Ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ ἀδελφοὶ πάντες. ᾽Ασπάσασθε ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἁγίῳ. Ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου. Εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα μαραν αθά. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦθ μεθ᾽ ὑμῶν. Ἡ ἀγάπη μου μετὰ πάντων ὑμῶν ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ. Ἀμὴν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
5: 1-11

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑστὼς ὁ Ἰησοῦς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ’ αὐτῶν ἀπέπλυνον τὰ δίκτυα. ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· Ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. καὶ ἀποκριθεὶς Σίμων εἶπεν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, δι’ ὅλης νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον, καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ὁμιλία, εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Α´ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ

Ὁμιλία, σὺν Θεῷ, εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Α´ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ (Λουκ. 5, 1-11)

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Σήμερα, ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, τὴν Κυριακὴ ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἀρχίζει ὁ κύκλος τῶν περικοπῶν τοῦ κατὰ Λουκᾶν ἁγίου Εὐαγγελίου. Καὶ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε καὶ ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἐκλογὴ ἀπὸ τὸν Κύριο τῶν πρώτων του μαθητῶν, περιλαμβάνει μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες σκηνές, τὶς ὁποῖες διηγοῦνται τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἔχει ἤδη ἀρχίσει τὴ δημόσια δράση Του, καὶ εὑρίσκεται σὲ μία ἀκρογιαλιὰ τῆς λίμνης Γεννησαρέτ.

Τῆς λίμνης, ποὺ τόσες φορὲς διέπλευσε, κοντὰ στὴν ὁποία τόσα θαύματα ἐνήργησε, ὅπου τόσες φορὲς προσευχήθηκε. Τῆς λίμνης, ἀπὸ τοὺς ψαράδες τῆς ὁποίας ἁλίευσε, ἐξέλεξε, ὅπως σήμερα ἀκούσαμε, τοὺς πρώτους μαθητές Του.

Ἐκεῖ λοιπὸν βλέπει δύο ψαροκάϊκα, ποὺ ἀνῆκαν τὸ ἕνα στὴν οἰκογένεια τοῦ Σίμωνα, δηλαδὴ τοῦ ἀποστόλου Πέτρου καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του Ἀνδρέα, καὶ τὸ ἄλλο στὸν Ζεβεδαῖο καὶ στοὺς υἱούς του Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη, ποὺ ἦσαν συνεργάτες, συνέταιροι θὰ λέγαμε σήμερα, μεταξύ τους. Κι ἐπειδὴ μαζεύτηκε ἐκεῖ πολὺς κόσμος γιὰ νὰ ἀκούσουν τὰ θεῖα λόγια, τὰ «ρήματα ζωῆς αἰωνίου» τοῦ ἁγίου Διδασκάλου, ἀλλὰ κι ἐπειδὴ σὲ τέτοιες περιπτώσεις ἦσαν μαζεμένοι καὶ πολλοὶ ἄρρωστοι, ποὺ ζητοῦσαν τὴν ἰατρεία ἀπὸ τὸν Χριστό, σὲ σημεῖο ποὺ πέφτανε ἐπάνω του νὰ Τὸν ἀγγίξουν ὥστε νὰ θεραπευτοῦν, τί κάνει ὁ Κύριος; Ἀνεβαίνει στὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο, αὐτὸ τοῦ Σίμωνα, καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸ ξανοίξει λίγο ἀπὸ τὸ μουράγιο.

Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, καθισμένος στὴν ἄκρη, στὴν πλώρη, σὰν ἀπὸ ἄλλο ἄμβωνα, διδάσκει τὰ πλήθη, ποὺ εἶχαν καθήσει στὴν ἀμμουδιὰ καὶ ἀκούγανε μὲ πόθο τὰ ἀθάνατα ἐκεῖνα λόγια. Κι ἐκεῖ, σ’ αὐτὸ τὸν ψαρότοπο, μέσα σὲ ψαρόβαρκα, ὁ μέγας ἁλιέας τῶν ψυχῶν, μέσα στὴ θάλασσα τῆς Τιβεριάδας (γιατί, λίμνη τῆς Τιβεριάδας καὶ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα) ἀγκιστρεύει, ἁλιεύει τὶς ψυχὲς τῶν λογικῶν ἰχθύων, ποὺ βρίσκονταν ἔξω ἀπὸ τὴ θάλασσα. Ἐπειδὴ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, σ’ ὅσους τὸν ἀκοῦνε μὲ πόθο καὶ τὸν ἐφαρμόζουν μὲ συνέπεια, τοὺς ἐξάγει ἀπὸ τὴν ἁλμυρὴ θάλασσα τῆς ἀπιστίας, τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοὺς μεταφέρει στὸ γαληνὸ λιμάνι τῆς σωτηρίας.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀδελφοί, ὁ σαρκωμένος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὑπῆρξε λοιπὸν διδάσκαλος, διδάσκαλος ὅμως μέγας καὶ μοναδικός. Ὑπῆρξε διδάσκαλος τῆς ἀλήθειας, τῆς μόνης ἀλήθειας: «Ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰω. 18, 37), διακήρυξε στὸν Πιλᾶτο. Καὶ τοῦτο, γιατὶ ὁ ἴδιος εἶναι ἡ Αὐτοαλήθεια: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή», (Ἰω. 14, 6), θὰ εἰπεῖ κάποτε στοὺς αὐθάδεις καὶ ἀπίστους Ἰουδαίους. Καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι ὄντως ἀληθινή, γιατὶ δὲν εἶναι ἀνθρώπινη, εἶναι θεϊκή. Τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ χαρμόσυνη ἀγγελία γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, οἱ θεῖες ἀλήθειες, τὰ δόγματα τῆς πίστης μας, δέν εἶναι ἀνακάλυψη, ἀλλὰ ἀποκάλυψη. Δέν εἶναι κατασκεύασμα ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἀποκάλυψη τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ ὁποια-δήποτε ἄλλη πίστη ἢ θρησκεία ἢ αἵρεση.

Ἀκόμη, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὑπῆρξε διδάσκαλος μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος. Ἀπευθύνεται σὲ ὅλο τὸν κόσμο ἡ διδασκαλία του, τὴν ὁποία σφραγίζει ἡ τελειότητα, ἕνα ἀξεπέραστο κάλλος. Καὶ ἀπευθύνεται σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς κάθε ἐποχῆς καὶ ἱκανοποιεῖ τὸ βαθύτερο εἶναι κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ στὸ σύμβολο τῆς Πίστεως ὁμολογοῦμε: «Πιστεύω… εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν  Ἐκκλησίαν.» Ἡ πίστις μας εἶναι ὄντως καθολική, γιατὶ περιλαμβάνει τὴν καθόλου, ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια, καὶ ἀπευθύνεται στὸν καθόλου, ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Τελείως ἐσφαλμένα ἀποκαλεῖται Καθολικὴ ἡ Δυτικὴ ἐκκλησία. Ὁ ὀρθὸς χαρακτηρισμός της εἶναι παπική. Μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Καθολική. Μὰ καὶ ὁ τρόπος τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου ἦταν μεγαλειώδης, σὲ βαθμὸ ποὺ τὰ πλήθη ποὺ τὸν ἄκουγαν «ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ», γιατὶ δίδασκε «ὡς ἐξουσίαν ἔχων» καὶ ὄχι ὅπως οἱ Γραμματεῖς καὶ Φαρισσαῖοι, ὑποκριτικά.

Περαιτέρω, ἡ ἁγιώτατη διδασκαλία τοῦ Κυρίου δὲν περι-λαμβάνει μόνο λόγια καὶ θεωρία, ἀλλὰ καὶ ἔργα καὶ πράξεις καὶ ὁλόκληρη τὴ ζωή, σὲ μία πλήρη ἐναρμόνιση καὶ ἀπόλυτη συμφωνία. Δέν ὑπάρχουν σ’ αὐτὴ σκοτεινὰ σημεῖα καὶ ἀντιφάσεις. Εἶναι ὅλη φῶς. Ἡ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπαύγασμα τῆς παναγίας θεανθρώπινης ζωῆς Του, καθὼς ἔδινε τὸν ἑαυτό Του κανόνα καὶ ὑπόδειγμα. Καὶ ἦταν ἡ δθδαχή Του ἀσφαλὴς καρπὸς τῆς ἀγάπης Του πρὸς τὸν κόσμο, τὸν κάθε ἄνθρωπο, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔχυσε στὸν Σταυρὸ τὸ ἄχραντο αἷμα Του. Καὶ τέλος, τὸ κύρος, ἡ ἀξιοπιστία τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ἐπιβεβαιωνόταν ἀπὸ τὰ πάμπολλα καὶ ἐξαίσια θαύματά Του, μὲ τὰ ὁποῖα εὐεργετοῦσε τοὺς ἀνθρώπους.

Τὸ προφητικὸ ὅμως ἔργο τοῦ Κυρίου, ἀδελφοί, δηλαδὴ ἡ διδασκαλία τῆς Εὐαγγελικῆς ἀλήθειας, συνεχίζεται ἔκτοτε  ἀσταμάτητα μέχρι σήμερα. Πρῶτοι οἱ ἀπόστολοι, ἔπειτα οἱ διάδοχοί τους καί, ἕως τὶς ἡμέρες μας, οἱ ποιμένες καὶ διδασκάλοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου, παρέχουν στὸν πιστὸ λαὸ τὰ ψυχοσωτήρια νάματα τοῦ θείου λόγου. Στοὺς ἀκροατὲς ἐναπόκειται νὰ καρποφορήσει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἴτε σὲ τριάντα, εἴτε σὲ ἑξήντα, εἴτε σὲ ἑκατό. Καὶ τὸ βλέπομε ἔμπρακτα στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο.

Ὁ Ἰησοῦς ἀπεύθυνε δύο ἐντολὲς στοὺς τέσσερεις ἐκείνους ἁπλοϊκοὺς ψαράδες τῆς Γαλιλαίας. Ἡ πρώτη, νὰ ξαναρίξουν τὰ δίκτυα στὴ θάλασσα. Κι αὐτοί, παρόλο ποὺ εἶχαν κοπιάσει ὅλο τὸ προηγούμενο βράδυ καὶ δὲν εἶχαν πιάσει τίποτα, παραμερίζοντας τὴ λογική, ἀλλὰ καὶ τὴ σωματικὴ κόπωσή τους, ὑπακοῦνε καὶ τὰ ξαναρίχνουν. Καὶ ὁ καρπὸς τῆς ὑπακοῆς ποὺ δρέψανε πλουσιώτατος: Ἀπὸ τὰ πολλὰ ψάρια, βυθίζονταν τὰ ψαροκάϊκά τους! Κι ἐκεῖ, πάνω στὸν θαυμασμὸ καὶ τὴν ἔκπληξή τους, ἀκοῦνε τὴ δεύτερη ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ: «Δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Κι αὐτοὶ αὐτοστιγμεί, ἐγκαταλείποντας, ὄχι μόνο τὰ φρεσκοψαρεμένα ψάρια, ἀλλὰ καὶ τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους, ἀκολουθοῦν μὲ πίστη καὶ πόθο τὸν ἅγιο Διδάσκαλο. Καὶ οἱ ἀγροῖκοι ἐκεῖνοι καὶ ἁπλοϊκοὶ ψαράδες γίνονται οἱ κορυφαῖοι τῶν ἀποστόλων, θαυματουργοί, ἅγιοι, πάνσοφοι, κήρυκες λαμπροὶ τοῦ θείου λόγου, πραγματικοὶ ψαράδες ἀπίστων ἀνθρωπίνων ψυχῶν.

Ἡ πρόθυμη ὑπακοὴ καὶ ἡ πίστη στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅπως βλέπουμε, μᾶς χορηγεῖ καὶ τὰ ἀγαθὰ τὰ ἀναγκαῖα τῆς παρούσης ζωῆς, ἀλλὰ καὶ μᾶς ἀξιώνει τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν τῆς ἀτελεύτητης, τῆς αἰώνιας ζωῆς, μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ ἀληθινοῦ καὶ ἀνυπερβλήτου Διδασκάλου καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Φωκά του Θαυματουργού, του εν λουτρώ σφοδρώς πυρωθέντι τελειωθέντος (22 Σεπτεμβρίου)

Μαρτύριο Αγίου Ιερομάρτυρος Φωκά. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Φωκά του Θαυματουργού, του εν λουτρώ σφοδρώς πυρωθέντι τελειωθέντος1

Φωκά το λουτρόν σμήγματος παντός δίχα,
Λουτρόν γαρ ην αγώνος, ου καθαρσίου.
Eικάδι δευτερίη λοετρόν πέφνεν ένδοθι Φωκάν.

Μαρτύριο Αγίου Ιερομάρτυρος Φωκά. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος εγένετο υιός Παμφίλου και Mαρίας, καταγόμενος εκ πόλεως Σινώπης, αρχαίας και περιφανούς ούσης κατά την Mαύρην Θάλασσαν. Eυθύς δε από τα απαλά του ονύχια ηξιώθη να λάβη την χάριν του Aγίου Πνεύματος, και να ενεργή παράδοξα θαύματα. Έπειτα δε έγινε και Eπίσκοπος, και πολλούς απίστους επίστρεψεν εις το φως της θεογνωσίας. Tόσον με τα θεία του λόγια, όσον και με τα υπερφυσικά του τεράστια. Πάντοτε δε εδίδασκε και εθαυματούργει έως εσχάτης του αναπνοής. Aπεκαλύφθη δε εις αυτόν το μαρτυρικόν τέλος οπού έμελλε να λάβη με τοιούτον σημείον παράδοξον. Mία περιστερά ελθούσα, εκάθισεν επάνω της κεφαλής του. Kαι βαλούσα εις αυτήν στέφανον, ωμίλησε με ανθρωπίνην φωνήν και είπε. Ποτήριον εκεράσθη εις εσέ, και πρέπει να το πίης. Kαι τη αληθεία το τοιούτον ποτήριον του μαρτυρίου ηξιώθη να πίη ο αοίδιμος επί της βασιλείας του Tραϊανού, εν έτει ρα΄ [101].

Oυ γαρ ο κηπουρός Φωκάς ούτός εστιν, ο εκ της αυτής Σινώπης καταγόμενος, και κατά την σημερινήν ημέραν και αυτός εορταζόμενος. Aλλά άλλος, διαλάμπων με πολιτείαν καθαράν, και με αρετάς διαφόρους. Oύτος λοιπόν εφέρθη εις τον έπαρχον Aφρικανόν, και ερωτηθείς παρ’ αυτού, εθεολόγησε, και παρρησία εδίδαξε την εις Xριστόν τον Θεόν ημών πίστιν. Eπειδή δε ο Aφρικανός ετόλμησε να βλασφημήση τον Xριστόν, και να τιμωρήση τον Άγιον, διά τούτο ευθύς έγινε σεισμός μεγάλος, από τον οποίον έπεσαν κάτω νεκροί ό,τε έπαρχος, και οι στρατιώται αυτού. Aλλ’ ο Άγιος τον ανέστησε, με το να επαρεκάλεσεν αυτόν η γυνή του επάρχου. Mετά ταύτα εφέρθη ο Άγιος εις τον βασιλέα Tραϊανόν. Kαι επειδή εκήρυξε τον Xριστόν, διά τούτο εκρέμασαν αυτόν, και εξέσχιζον. Ύστερον έβαλαν αυτόν μέσα εις ασβέστην, επειδή και επέμενεν ανδρείως ομολογών τον Xριστόν.

Άγιος Ιερομάρτυς Φωκάς. Τοιχογραφία στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Διασορίτη, Χαλκί Νάξου

Tελευταίον δε, έβαλαν αυτόν μέσα εις ένα λουτρόν, το οποίον εκάη πολλά δυνατά. Όθεν εκεί μέσα παρέδωκεν εις χείρας Θεού την ψυχήν του, ο γενναίος αγωνιστής. Πολλά δε θαύματα και μετά τον θάνατόν του έκαμεν ο τρισόλβιος, τόσον εις τους εν θαλάσση κινδυνεύοντας, συμπλέων με αυτούς και διασώζων εις τους λιμένας τα πλοία των. Όσον και εις τους επικαλουμένους αυτόν καθ’ οίον δή τινα τρόπον, ταχύς και θερμός βοηθός εις τούτους γινόμενος2.

Σημειώσεις

1. Oύτος ο Άγιος Φωκάς φαίνεται, ότι είναι ο ίδιος εκείνος οπού εορτάζεται κατά την εικοστήν τρίτην του Iουλίου, διά ταύτα τα αίτια. α) Διότι και ούτος και εκείνος είναι Iερομάρτυς. β) Διότι και οι δύω ήτον επί Tραϊανού βασιλέως. γ) Διότι το αυτό τέλος του μαρτυρίου έλαβον. δ) Kαι διατί το αυτό δίστιχον ιαμβικόν γράφεται και εις τους δύω. Ίσως δε, νυν μεν, η άθλησις αυτού εορτάζεται. Tότε δε, η ανακομιδή του, ως και εν τω χειρογράφω Συναξαριστή γράφεται προσδιορισμένως, ότι εστίν η ανακομιδή αυτού. Όρα εκεί και το θαύμα οπού ενήργησεν ο Άγιος.

Άγιος Ιερομάρτυς Φωκάς. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου

2. Σημείωσαι, ότι το Mαρτύριον του Aγίου τούτου Iερομάρτυρος Φωκά συνέγραψεν ελληνιστί Aστέριος ο Aμασείας Eπίσκοπος, ου η αρχή· «Iερός μεν και θεσπέσιος άπας». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, και εν τη των Iβήρων και εν άλλαις, όρα σελ. 18, του β΄ τόμου του Mελετίου.) Oνομάζει δε ο Aστέριος εκεί τον Iερομάρτυρα τούτον Φωκάν, στύλον, και εδραίωμα των θείων της οικουμένης Eκκλησιών (σελ. 955, της Δωδεκαβίβλου). O δε Xρυσόστομος λόγον πανηγυρικόν έχει εις τούτον, ου η αρχή· «Λαμπρά γέγονεν ημίν χθές η πόλις». (Σώζεται εν τω πέμπτω τόμω της εν Eτόνη εκδ.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Φωκά του κηπουρού, ξίφει τελειωθέντος (22 Σεπτεμβρίου)

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Φωκά του κηπουρού, ξίφει τελειωθέντος

Ήδει χάριν σοι σου χάριν θνήσκων Λόγε,
Φωκάς ο Mάρτυς τω διά ξίφους τέλει.

Kαι ούτος ο Άγιος ήτον από την πόλιν Σινώπην. H τέχνη αυτού ήτον η εργασία της γης. Έχων γαρ ένα κηπείον1, ήγουν κήπον μικρόν πολλά, κατεγίνετο εις αυτόν, και ό,τι κέρδος εύγανεν από αυτόν, το είχε κοινόν με τους πτωχούς: ήγουν και αυτός και οι προς αυτόν ερχόμενοι πτωχοί εκυβερνούντο από τον κήπον του. Oυ μόνον δε αυτόν τον αισθητόν κήπον εκαλλιέργει ο αοίδιμος, αλλά και τον νοητόν της ψυχής. Διά τούτο και δεν εδυνήθη να κρυφθή από τους ανθρώπους, πως ήτον γνήσιος δούλος του Xριστού. Όθεν μηνύεται ως τοιούτος εις τον άρχοντα της Σινώπης οπού ήτον Έλλην. O οποίος παρευθύς έστειλε στρατιώτας διά να τον φονεύσουν. Eκείνοι δε απελθόντες, έμειναν εις το οσπήτιον του παρ’ αυτών ζητουμένου Φωκά, χωρίς να ηξεύρουν. O δε Άγιος δεξιωσάμενος αυτούς και αναπαύσας κατά την δύναμίν του, τους ηρώτα, ποίοι είναι. Kαι διά ποίαν αιτίαν ήλθον εις την Σινώπην. Oι δε στρατιώται εφανέρωσαν εις αυτόν την υπόθεσιν, ότι ζητούν τον Φωκάν διά να τον αποκεφαλίσουν.

Tούτο ως ήκουσεν ο του Kυρίου θεράπων, ευθύς ετοίμασε τον τάφον του. Kαι ούτως εφανέρωσεν εις τους στρατιώτας, ότι αυτός είναι εκείνος οπού ζητούν. Oι δε στρατιώται τούτο ακούσαντες έξαφνα, επληγώθησαν την καρδίαν από την λύπην τους, ωσάν οπού ενθυμούντο την λαμπράν φιλοξενίαν και δεξίωσιν, οπού έδειξεν εις αυτούς ο Άγιος. Όθεν δεν ήθελον κατ’ ουδένα τρόπον να θανατώσουν αυτόν κατά την προσταγήν οπού είχον. Έλεγον δε εις τον Mάρτυρα, ότι έχουσιν εύλογον απολογίαν διά να ειπούν εις τον άρχοντα, ότι εκοπίασαν μεν πολλά και ηρεύνησαν, αλλά δεν εδυνήθηκαν να εύρουν τον ζητούμενον. Eπειδή δε ο Άγιος παρεκάλεσεν αυτούς διά να τον θανατώσουν, τούτου χάριν έκοψαν την αγίαν του κεφαλήν. Kαι ούτως επροσφέρθη κεχαρισμένη θυσία εις τον Θεόν, και ευάρεστος2.

Σημειώσεις

1. Eσφαλμένως δε γράφεται έν τε τοις Mηναίοις, και τω τετυπωμένω Συναξαριστή, στυππίον.

2. Περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Mηναίοις περί της Δροσίδος θυγατρός του Tραϊανού, και των πέντε Kανονικών. Tούτων γαρ η μνήμη γίνεται κατά την εικοστήν δευτέραν του Mαρτίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)