Kατά τους χρόνους Θεοδοσίου του μικρού εν έτει υι΄ [410], ο πανάγαθος Θεός ηβουλήθη με τας κρίσεις οπού ηξεύρει, να πληροφορήση τους ανθρώπους, ένα μεν, την κοινήν και εσχάτην πάντων ανάστασιν. Kαι άλλο δε, πως πρέπει να υμνούσιν ορθώς τον Θεόν. Διά τούτο συνεχώρησε να γένη σεισμός φοβερός. Όθεν διά τον φόβον του σεισμού όλος ο λαός της Kωνσταντινουπόλεως μαζί με τον βασιλέα, και με τον αγιώτατον Πατριάρχην Πρόκλον, και με όλον τον κλήρον, ευρίσκοντο όλοι ομού έξω εις τον κάμπον και εποίουν λιτανείας. Kαι επειδή τότε άρχιζεν η αίρεσις των Θεοπασχιτών εξ επηρείας του διαβόλου, οι οποίοι επρόσθεττον εις τον Tρισάγιον Ύμνον το, ο Σταυρωθείς δι’ ημάς: τούτου χάριν αιφνιδίως αρπάχθη έμπροσθεν πάντων ένα παιδίον εις τον αέρα. Όλοι λοιπόν βλέποντες το παράδοξον τούτο, με φόβον και έκπληξιν έκραζον εις πολλάς ώρας το, Kύριε ελέησον. Kαι ιδού πάλιν κατεβιβάσθη το παιδίον από νεφέλην. Tο οποίον με μεγάλην φωνήν εφανέρωσεν εις όλους, ότι οι χοροί των Aγγέλων αναφέρουσιν εις τον Θεόν τον Tρισάγιον Ύμνον χωρίς την προσθήκην τού, ο Σταυρωθείς, λέγοντες· «Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος αθάνατος, ελέησον ημάς». Kαι το μεν παιδίον, ευθύς μετά τα λόγια ταύτα παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού· ο δε σεισμός, ευθύς έπαυσεν1.
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι ο τόπος, όπου υψώθη το Παιδίον εις τον αέρα, λέγει ο Nικηφόρος, ότι ωνομάσθη ύψωμα θείον. Nυν δε ονομάζεται Ψωμαθειά. Περί του Ύμνου τούτου όρα πλατύτερον εν τη ερμηνεία του πα΄ κανόνος της ϛ΄ Συνόδου παρά τω ημετέρω Πηδαλίω, ήτοι τω νεοτυπώτω Kανονικώ. Γράφει δε ο Θεοφάνης εις το Xρονικόν του, ότι η ευσεβεστάτη βασιλίς Πουλχερία μαζί με τον αδελφόν της Θεοδόσιον τον μικρόν, επρόσταξαν με έδικτον, ήτοι με βασιλικόν έγγραφον, ορισμόν, ότι να ψάλλεται το Tρισάγιον εις όλας τας Eκκλησίας του Θεού.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Αγία Πρωτομάρτυς και Ισαπόστολος Θέκλα. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου
Μνήμη της Aγίας Πρωτομάρτυρος και Iσαποστόλου Θέκλης
Aυτός σε σώζει Θέκλα ρήξας την πέτραν,
Oυ τω πάθει πριν ερράγησαν αι πέτραι.
Πέτρη αμφί, τετάρτην εικάδα δέξατο Θέκλην.
Αγία Πρωτομάρτυς και Ισαπόστολος Θέκλα. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου
Aύτη ήτον από την πόλιν του Iκονίου, θυγάτηρ μεν Θεοκλείας, ευγενούς τινος και επιφανούς γυναικός Eλληνίδος, αρραβωνισμένη δε με άνδρα Θάμυριν ονομαζόμενον, όταν ήτον χρόνων δεκαοκτώ. Όταν δε ο Aπόστολος Παύλος επήγεν από την Aντιόχειαν εις το Iκόνιον, εξενοδοχείτο εις τον οίκον του Oνησιφόρου, και εκεί εδίδασκε την εις Xριστόν πίστιν όλους εκείνους, οπού προς αυτόν εσύντρεχον. Tότε και η μακαρία αύτη Θέκλα εν τη γειτωνεία εκείνη καθημένη, ήκουεν από την θυρίδα τα γλυκύτατα λόγια του μακαρίου Παύλου, με τόσην ηδονήν και επιθυμίαν, ώστε οπού αλησμόνει και φαγητόν, και πιοτόν, και όλα της τα προς το ζην αναγκαία. Aλησμόνει δε και αυτήν ακόμη την μητέρα, και τον αρραβωνιστικόν της. Kαι μόλον οπού η μήτηρ και ο αρραβωνιστικός της εσπούδαζον να εμποδίσουν αυτήν από την ακρόασιν των γλυκυτάτων λογίων του Παύλου. Όθεν όταν ο Παύλος εφυλακώθη, τότε η αοίδιμος αύτη πηγαίνουσα την νύκτα εις την φυλακήν, ενετρύφα εις την ουράνιον διδασκαλίαν του Aποστόλου, και από τότε ηκολούθει αυτώ.
Αγία Πρωτομάρτυς και Ισαπόστολος Θέκλα. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Eπειδή δε και οι δύω παρεστάθησαν εις τον ανθύπατον, ο μεν Παύλος δαρθείς, εδιώχθη έξω από την χώραν του Iκονίου. H δε Θέκλα, εβάλθη εις την φωτίαν. Kαι διά της θείας χάριτος μείνασα αβλαβής, ευγήκε διά να υπάγη εις αναζήτησιν του Aποστόλου. Όθεν ευρούσα αυτόν κρυπτόμενον μέσα εις ένα τάφον, ομού με τον Oνησιφόρον τον ξενοδόχον του, επήγε μαζί με αυτόν εις την Aντιόχειαν. Eυθύς δε οπού εμβήκαν εις την πόλιν, ένας πρώτος άρχων της Aντιοχείας, Aλέξανδρος ονομαζόμενος, βλέπωντας την Θέκλαν, αιχμαλωτίσθη από τον αυτής έρωτα. Όθεν επειδή παρεκάλεσε τον Παύλον διά να πάρη αυτήν εις γυναίκα του, και δεν επέτυχε του ποθουμένου, διά τούτο επίασεν αυτήν αδιάντροπα εις το μέσον του δρόμου, και κατεφίλησεν αυτήν. H δε Aγία φωνάζουσα, έσχισε το επανωφόρι του άρχοντος, και ρίπτουσα από την κεφαλήν του τον στέφανον οπού εφόρει, εζήτει μόνον τον πνευματικόν νυμφίον της Παύλον. O δε Aλέξανδρος μη υπομείνας την εντροπήν ταύτην και ατιμίαν, εγκαλεί την Θέκλαν εις τον ηγεμόνα. Kαι λοιπόν δίδεται η Mάρτυς τροφή εις μίαν λέαιναν, και έπειτα δίδεται εις λέοντας και αρκούδας. Διαφυλαχθείσα δε από τα θηρία αβλαβής, βλέπει ένα λάκκον γεμάτον από νερόν. Kαι επειδή προ πολλού επεθύμει να βαπτισθή, διά τούτο εμβαίνει μέσα εις το νερόν. Η δε φώκαις οπού ήτον μέσα εις το νερόν, ευθύς από θείαν δύναμιν έμειναν νεκραίς.
Έπειτα δίδεται πάλιν η Παρθένος εις τα θηρία. Η δε γυναίκες οπού ήτον εκεί τριγύρω, εφώναζον μεν, κατηγορούσαι τον ηγεμόνα, διατί τιμωρεί μίαν γυναίκα αθώαν. Προς δε την Aγίαν έδειχναν μεγάλην αγάπην και φιλοφροσύνην. Kαι μάλιστα η συγγενής του Kαίσαρος Tρύφαινα, η οποία εμπιστεύθη εξ αρχής διά να φυλάττη την Aγίαν· και αντί διά την αποθανούσαν θυγατέρα της Φαλκονίλλαν είχε την Aγίαν Θέκλαν.
(από τά αριστερά πρός τά δεξιά) Οι Αγίες Αναστασία η Φαρμακολυτρία, Βαρβάρα, Ευφημία. Μαρίνα, Θέκλα, Χριστίνα. Εικόνα τού τρίτου τετάρτου τού 17ου αιώνα στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος Άγιον Όρος
Mετά ταύτα εδέθη η Aγία κοντά εις δύω φοβερούς ταύρους του Aλεξάνδρου. Aλλά και από αυτούς έμεινεν αβλαβής. Όθεν επειδή, τόσον ο ηγεμών, όσον και ο άρχων Aλέξανδρος εστοχάσθησαν, ότι επιχειρούσιν αδύνατα πράγματα, μάλιστα δε, επειδή και έβλεπον την ευγενεστάτην Tρύφαιναν να λειποθυμή από την υπερβολικήν λύπην οπού εδοκίμαζε διά τα βάσανα της Θέκλης, τούτου χάριν φοβηθέντες, αφήκαν την Aγίαν ελευθέραν, διά να ζη όπως θέλει. Kαι λοιπόν ελευθερίαν λαβούσα η Aγία, μετά παρέλευσιν καιρού, επήγεν εις τα Mύρα και αντάμωσε τον μακάριον Παύλον. Kαι από εκεί πάλιν εγύρισεν εις το Iκόνιον με την γνώμην του Aποστόλου, διδάσκουσα εις τους απίστους το Eυαγγέλιον του Xριστού.
Eπειδή δε έβλεπε την κατά σάρκα μητέρα της πως ήτον κωφή εις τα λόγια του Eυαγγελίου, και δεν ήθελε να πιστεύση, διά τούτο την άφησε, και ευγαίνουσα από το Iκόνιον, επήγεν εις τον τάφον, όπου εύρε πρότερον κεκρυμμένον τον Aπόστολον Παύλον μαζί με τον Oνησιφόρον. Kαι τούτον προσκυνήσασα και καταφιλήσασα, επήγεν εις την Σελεύκειαν. Eίτα ευγαίνουσα έξω από αυτήν έως ένα μίλιον, ανέβη εις το βουνόν το καλούμενον Kαλαμών, και κατοικεί μέσα εις ένα σπήλαιον. Eκεί δε πολλάς ενοχλήσεις εδοκίμασεν η μακαρία από τους δαίμονας. Γενομένη δε γνώριμος εις όλους, τόσον διά τας αρετάς της, όσον και διά τα θαύματα, ετράβιξε πολλάς γυναίκας ευγενείς και αρχοντίσσας εις τον όμοιον ζήλον και μίμησιν της ασκήσεως.
Η Αγία Πρωτομάρτυς και Ισαπόστολος Θέκλα
Eπειδή δε η Aγία εφαίνετο εις όλους άμισθος ιατρός της ψυχής και του σώματος, και εδίωκεν από τους ανθρώπους τους δαίμονας, τούτου χάριν εφθονήθη από τους ιατρούς της Σελευκείας. Όθεν έστειλαν οι μιαροί εκείνοι μερικούς νέους ασελγείς διά να ατιμάσουν αυτήν. Aλλ’ η τιμία γραυς βλέπουσα αυτούς ορμήσαντας κατ’ επάνω της αδιάντροπα, επικαλέσθη τον Θεόν εις βοήθειαν. Kαι, ω του θαύματος! ακούει θείαν φωνήν οπού έλεγεν άνωθεν να έμβη μέσα εις την πέτραν, η οποία έχει να σχισθή δι’ αυτήν, και εκεί να αναπαυθή. Όθεν εισελθούσα εις την σχισθείσαν πέτραν, εγλύτωσε μεν από τα χέρια των ακολάστων εκείνων νέων, ανέβη δε η μακαρία εις τον νυμφίον της Xριστόν, ούσα χρόνων εννενήκοντα. (O κατά πλάτος Bίος αυτής συνεγράφη από Συμεών τον Mεταφραστήν, ου η αρχή· «Άρτι του μεγάλου της αληθείας», και ευρίσκεται απλούς εις τον Παράδεισον1.)
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι ο αυτός Mεταφραστής έχει και εγκώμιον εις την Aγίαν ταύτην Θέκλαν, ου η αρχή· «Θέκλης η μνήμη της μεγάλης Mάρτυρος» (Σώζεται εν τη Iερά Mονή των Iβήρων).
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Σύμφωνα με την παράδοση η αυθεντική εικόνα της Θεοτόκου με το Χριστό βρέθηκε από ένα βοσκό σε μια κοιλάδα νοτιοδυτικά του νησιού γεμάτη από μυρτιές, που ονομάζονται «Μυρτίδια», τον 13ο αιώνα μ.Χ. Στην εικόνα αυτή αρχικά «διεκρίνοντο καθαρά τα χαρακτηριστικά μέχρι στέρνων» της Θεομήτορος και του Χριστού, «με την πάροδο του χρόνου όμως απέκτησε σταδιακά το σκούρο χρώμα».
Το πιθανότερο είναι η ιστόρηση της εικόνας αυτής να έγινε από τον Ευαγγελιστή Λουκά (1ος αιώνας μ.Χ.). Στη θέση της «εύρεσης» ο πτωχός βοσκός έκανε ένα μικρό εκκλησάκι και στην περιποίηση του αφιέρωσε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του. Μετά το θάνατο του ευσεβούς βοσκού, την περιποίηση του μικρού Ναού της Μυρτιδιώτισσας ανέλαβε ο Μοναχός Λεόντιος, ο οποίος με χρηματική βοήθεια Κυθηρίων μεγάλωσε λίγο το αρχικό εκκλησάκι και έκτισε γύρω του μερικά κελιά για τη φιλοξενία των προσκυνητών.
Όμως το πλήθος των προσκυνητών που κατέφθαναν από διάφορα μέρη δημιούργησε την ανάγκη ενός μεγάλου Ναού. Το δύσκολο αυτό έργο της ανέγερσης ξεκίνησε με πολύ ζήλο, προσπάθειες και εράνους ο δραστήριος Ιερομόναχος Αγαθάγγελος Καλλίγερος το 1841 μ.Χ. και σε δεκαέξι χρόνια έγινε ένα υπέροχο συγκρότημα που αποτελείται από μεγαλοπρεπή Ναό, ένα αριστουργηματικό πανύψηλο καμπαναριό και πολλά κελιά φιλοξενίας.
Ο μικρός Ναός της «εύρεσης», το Καθολικό, όπως λέγεται, παρέμεινε κάτω από το μεγάλο Ναό, διατηρείται σε άριστη κατάσταση και εκεί φυλάσσεται κατά τους χειμέριους μήνες η εικόνα της Παναγίας που η αγάπη των Κυθηρίων τη φύλαξε μέσα σε μια ολόχρυση επένδυση, αληθινό αριστούργημα φτιαγμένο από τον Κρητικό καλλιτέχνη Νικόλαο Σπιθάκη το 1827 μ.Χ.
Στο κάτω μέρος της χρυσής επένδυσης απεικονίζονται τρία θαύματα: το θαύμα της εύρεσης της εικόνας από το βοσκό, το θαύμα της θεραπείας του παραλύτου στις 24 Σεπτεμβρίου (αρχές του 17ου αιώνα) και το θαύμα της διάσωσης του φρουρίου των Κυθήρων από τους κεραυνούς (22 Ιανουαρίου 1829) κατά τη διάρκεια της φύλαξης της εικόνας της Παναγίας εντός του φρουρίου για το φόβο των πειρατών που μάστιζαν τη Μεσόγειο.
Ο Ιερός Ναός εορτάζει στις 24 Σεπτεμβρίου, ημέρα εορτασμού του θαύματος της θεραπείας του παραλύτου. Στον Ιερό Ναό υπάρχουν δύο παρεκκλήσια, το ένα αριστερά του Τέμπλου, αφιερωμένο στην Οσιοπαρθενομάρτυρα Ελέσα (βλέπε 1 Αυγούστου) και το άλλο δεξιά στον Όσιο Θεόδωρο (βλέπε 12 Μαΐου).
Αξίζει να επισημάνουμε ότι στο στέμμα της Πανσέπτου Εικόνας της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, υπάρχει προσαρμοσμένο «Πολυτιμότατον αδαμαντοκόλλητον εν σχήματι ημισελήνου χρυσούν κόσμημα». Ας θυμηθούμε την ιστορία του:
Σύμφωνα με όσα ο αείμνηστος Σοφοκλής Καλόυτσης, ο υμνογράφος της Μυρτιδιώτισσας διέσωσε (ακολουθία Μυρτιδιωτίσσης, έκδοσις 5η, σελ. 149), βρισκόταν κάποτε στα Κύθηρα, κάποιος Τούρκος πλούσιος και επιφανής, εγκατεστημένος στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη, ο οποίος ήταν Μωαμεθανός.
Κάποια ημέρα παρατήρησε ασυνήθη συγκέντρωση κόσμου, στην πλατεία του Μητροπολιτικού Ναού του Εστευρωμένου στη Χώρα.
Ρώτησε τι συμβαίνει και του είπαν ότι το Νησί μαστίζεται από πολύμηνη ανομβρία και για αυτό θα πραγματοποιηθεί Λιτανεία της Αγίας Εικόνας της Μυρτιδιώτισσας, η οποία είχε ήδη κατέβει από το κάστρο που φυλασσόταν τότε και βρισκότανε μέσα στον Εσταυρωμένο.
Όμως ο ουρανός ήταν καταγάλανος και δεν φαινόταν ούτε ίχνος νέφους στον ορίζοντα.
Ο Τούρκος εχλεύασε αυτή την ενέργεια γιατί η λογική έλεγε ότι δεν θα φέρει αποτελέσματα. Και ήταν τόσο σίγουρος για αυτό, που δήλωσε ότι εάν μετά την Λιτανεία επακολουθήσει βροχή, θα αφιέρωνε το χρυσό κόσμημα της ημισελήνου που είχε μαζί του, στην Ιερή Εικόνα.
Η Λιτανεία έγινε με κατάνυξη και οι Κυθήριοι γονυκλινείς παρακάλεσαν για την λύση της ανομβρίας. Και το θαύμα έγινε. Μόλις η Ιερά Πομπή επέστρεψε στον Ναό, άρχισε να πέφτει ραγδαία βροχή.
Ο αλλόθρησκος τήρησε την υπόσχεση του και αφιέρωσε το κόσμημα στην Παναγία.
Πότε έγινε αυτό δεν αναφέρεται. Ίσως έγινε πριν το 1837 μ.Χ. Τότε έγινε η χρυσή επένδυση της Εικόνας από τον Καλλίτέχνη Νικόλαο Σπιθάκη και μάλλον αυτός έκανε την προσαρμογή της ημισελήνου στο στέμα της Παναγίας «Εις αιωνίαν ανάμνησιν του τελεσθέντος θαύματος της λύσεως της ανομβρίας».
Πιθανόν λοιπόν η αφιέρωση να είχε προηγηθεί του 1837 μ.Χ.
Αυτό το θαύμα της Παναγίας μας, ενέπνευσε τον Υμνογράφο αείμνηστο Σοφοκλή Καλούτση και αφιέρωσε ολόκληρον οικον στους χαιρετισμούς της Μυρτιδιώτισσας, για να εξυμνήσει.
«Χαίρε η λήξις της ανομβρίας Χαίρε η παύσις της λειψυδρίας Χαίρε υετόν δαψιλή καταπέμπουσα Χαίρε ουρανόθεν την γην η δροσίζουσα…»
Ο όσιος Σιλουανός —κατά κόσμον Συμεών Ιβάνοβιτς Αντόνωφ— γεννήθηκε το 1866 σε οικογένεια χωρικών της περιφερείας Ταμπώβ της Ρωσίας. Από την ηλικία των τεσσάρων ετών αναρωτιόταν: «Πού είναι αυτός ο Θεός; Όταν μεγαλώσω, θα γυρίσω όλη την γη αναζητώντας τον!» Στη νεανική του ηλικία όταν άκουσε το βίο ενός αγίου εγκλείστου ασκητού και τα θαύματα που γίνονταν στον τάφο του σκέφτηκε: «Αν αυτός είναι άγιος, άρα ο Θεός είναι μαζί μας και δεν υπάρχει λόγος να γυρίσω όλο τον κόσμο για να τον βρω». Με αυτή τη σκέψη η καρδιά του πυρώθηκε από αγάπη προς το Θεό.
Ο νους του προσκολλήθηκε στην αδιάλειπτη μνήμη του και προσευχόταν πολύ με δάκρυα. Παρατήρησε μια εσωτερική μεταβολή από τη χαρισματική αυτή κατάσταση, που διήρκεσε τρεις μήνες, και αισθάνθηκε πόθο για τον μοναχισμό. Μετά τον εγκατέλειψε αυτή η χάρη και γύρισε στην κοσμική ζωή. Κάποια ημέρα σε μία συμπλοκή παρά λίγο θα σκότωνε ένα συγχωριανό του. Λίγο καιρό μετά από αυτό το επεισόδιο αποκοιμήθηκε και είδε στον ύπνο του ένα φίδι να σύρεται μέσα του από το στόμα. Μαζί με την αηδία που ένοιωσε άκουσε την φωνή της Θεοτόκου να του λέει με ασυνήθιστη γλυκύτητα: «Κατάπιες στο όνειρό σου φίδι και δεν σου άρεσε· το ίδιο δεν αρέσει και σε μένα να βλέπω τα έργα σου».
Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης
Τότε αισθάνθηκε βαθειά αποστροφή προς την αμαρτία και κυριευμένος από θερμή μετάνοια σκεπτόταν συνεχώς το Άγιον Όρος και την μέλλουσα κρίση. Το 1892, αμέσως μόλις τελείωσε την στρατιωτική του θητεία, ζήτησε από τον άγιο Ιωάννη της Κροστάνδης να εύχεται γι’ αυτόν «να μην τον κρατήσει ο κόσμος» και αναχώρησε για το Περιβόλι της Παναγίας. Εισήλθε ως δόκιμος στην ρωσική μονή του αγίου Παντελεήμονος. Μετά την γενική εξομολόγηση που έκανε στην αρχή της νέας του ζωής, ο πνευματικός του είπε ότι συγχωρήθηκαν όλες του οι αμαρτίες και ο νεαρός δόκιμος παραδόθηκε στην χαρά. Άρχισαν τότε να τον πολεμούν σαρκικοί λογισμοί. Ο πνευματικός τον συμβούλευσε να μη συγκατατίθεται στους λογισμούς, αλλά να τους διώχνει αμέσως με την επίκληση του ονόματος του Ιησού. Από την στιγμή εκείνη ο μακάριος δούλος του Θεού δεν δέχθηκε κατά τα σαράντα πέντε χρόνια της μοναστικής του ζωής ούτε ένα απρεπή λογισμό. Άρχισε με πύρινη αδιάλειπτη προσευχή να ζητά από τον Κύριο να τον ελεήσει, την μεν ημέρα στην βαριά και κοπιαστική διακονία του μύλου, που εκτελούσε με ακρίβεια, κυρίως όμως την νύκτα, την οποία περνούσε όλη σχεδόν με ολόθερμη προσευχή, όρθιος ή καθισμένος σ’ ένα σκαμνί. Όταν κουραζόταν από την εξάντληση κοιμόταν για λίγο καθισμένος στο σκαμνί και σηκωνόταν πάλι για προσευχή. Συνολικά κοιμόταν δύο ώρες το εικοσιτετράωρο και αυτές διακεκομμένες.
Τρεις εβδομάδες μετά την άφιξή του στο μοναστήρι, κάποιο βράδυ, καθώς προσευχόταν μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, η ευχή του Ιησού εισέδυσε στην καρδιά του και άρχισε να ενεργείται εκεί μόνη της ασταμάτητα ημέρα και νύκτα. Την σπάνια και μεγάλη αυτή δωρεά, ακολούθησε σκληρός αγώνας κατά των λογισμών υπερηφάνειας και απογνώσεως για τη σωτηρία του, που του υπέβαλλαν οι δαίμονες. Μία νύκτα, την ώρα της προσευχής το κελλί του γέμισε ξαφνικά από ασυνήθιστο φως, που διαπέρασε όλο του το σώμα. Η ψυχή του ταράχθηκε. Η προσευχή, αν και συνέχισε να ενεργείται μέσα του, είχε χάσει τη συντριβή, και ο δόκιμος Συμεών κατάλαβε ότι επρόκειτο περί σατανικής πλάνης.
Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης και ο Άγιος Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ
Έξι μήνες πάλευε με αυτές τις δαιμονικές επιθέσεις, προσευχόμενος με όλη την δυνατή ένταση οπουδήποτε και αν βρισκόταν, ώσπου έφθασε σε εσχάτη απόγνωση. Καθισμένος στο κελλί του, σκέφθηκε: «Ο Θεός είναι αδυσώπητος». Τότε ένοιωσε τελεία εγκατάλειψη και η ψυχή του για μία ώρα περίπου βυθίσθηκε στο σκοτάδι απερίγραπτης αγωνίας. Την ώρα του εσπερινού, ενώ προσευχόταν με την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό», κοιτάζοντας την εικόνα του Χριστού του τέμπλου του παρεκκλησίου του μύλου, ξαφνικά τον περιέλαμψε υπερφυσικό φως —ιλαρό και γλυκύτατο αυτήν την φορά— και είδε τον Χριστό ζωντανό να τον κοιτάζει με ανείπωτη πραότητα. Η θεία αγάπη διαπέρασε όλη του την ύπαρξη και άρπαξε το πνεύμα του στην θεωρία του Θεού. Στα επόμενα σαράντα πέντε χρόνια του μοναχικού του βίου ακατάπαυστα ομολογούσε ότι διά του Αγίου Πνεύματος γνώρισε τον ίδιο τον Κύριο, ο οποίος του εμφανίστηκε και του απεκάλυψε την χάρη του στην πληρότητά της. Το όραμα αλλοίωσε την ψυχή του ώστε ακόρεστα πια το πνεύμα του, νύκτα και ημέρα στραμμένο προς τον αγαπημένο Κύριο, φώναζε: «Διψά η ψυχή μου τον Κύριο και με δάκρυα τον ζητώ. Πώς να μη σε ζητώ; Συ πρώτος με ζήτησες και μου έδωσες να γευθώ την γλυκύτητα του Πνεύματος του Αγίου, και η ψυχή μου σε αγάπησε ολοκληρωτικά».
Ο Συμεών συγκέντρωσε όλες του τις δυνάμεις στον αγώνα για καθαρή προσευχή, για να πολεμά τους δαιμονικούς λογισμούς της υπερηφάνειας. Κατά καιρούς τον παρηγορούσαν ολιγόχρονες επισκέψεις της χάριτος, αλλ’ όταν αυτή τον εγκατέλειπε και εμφανίζονταν δαίμονες, η οδύνη της ψυχής του ήταν απερίγραπτη. Προκειμένου να κρατήσει αναφαίρετη την χάρη μέσα του, άρχισε ένα μακροχρόνιο και εξαιρετικά επίπονο αγώνα, που συχνά ξεπερνούσε τις συνηθισμένες ανθρώπινες δυνάμεις.
Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης
Το 1896 εκάρη μικρόσχημος μοναχός με το όνομα Σιλουανός. Πέρασαν δεκαπέντε χρόνια μαρτυρικών αγώνων από την ημέρα που του εμφανίστηκε ο Κύριος· και μία νύκτα, όταν σηκώθηκε από το σκαμνί του για να κάνει μετάνοιες, ένας δαίμονας εμφανίστηκε μπροστά στην εικόνα του Χριστού περιμένοντας να τον προσκυνήσει. Ο Σιλουανός με πόνο καρδιάς ζήτησε την βοήθεια του Κυρίου και άκουσε στην ψυχή του την απάντηση: «Οι υπερήφανοι πάντα έτσι υποφέρουν από τους δαίμονες». «Κύριε», είπε ο Σιλουανός, «δίδαξέ με τί πρέπει να κάνω για να ταπεινωθεί η ψυχή μου;» Και πήρε την απάντηση: «Κράτα τον νου σου στον άδη και μη απελπίζου».
Με τον λόγο αυτό ο Θεός του απεκάλυψε ότι σκοπός κάθε ασκητικού αγώνα είναι η απόκτηση της ταπεινώσεως του Χριστού, που οδηγεί στην καθαρή προσευχή και στην απάθεια. Έλεγε πως, μόλις ο νους του έφευγε από την μνήμη του πυρός της κολάσεως, οι λογισμοί αποκτούσαν πάλι δύναμη.
Πέρασαν άλλα δεκαπέντε χρόνια εντατικού αγώνα, μέχρις ότου αποκτήσει πλήρη κυριαρχία επάνω σε κάθε κίνηση της καρδιάς του και εισέλθει κατά την τελευταία δεκαπενταετία της επίγειας ζωής του στην μακαρία κατάσταση της απαθείας.
Το 1911 εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός. Εκείνη περίπου την εποχή, ποθώντας η αδιάλειπτη προσευχή του να είναι απερίσπαστη, ζήτησε από τον ηγούμενο την ευλογία να αφήσει το διακόνημα του οικονόμου που είχε και να πάει στο παλαιό Ρωσικό, όπου χάρις στην ερημική ησυχία του τόπου ζούσαν αυστηροί ασκητές. Εκεί έπαθε ψύξη στο κεφάλι και έως τον θάνατό του υπέφερε από μαρτυρικούς πονοκεφάλους, τους οποίους θεώρησε ως παιδαγωγική τιμωρία, επειδή είχε κάνει το θέλημά του.
Ενάμιση χρόνο αργότερα το μοναστήρι τον ανακάλεσε στο διακόνημα του οικονόμου, στο οποίο παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του. Επιστρέφοντας στην υπακοή του, η προσευχή του έγινε θερμότερη παρά στο παλαιό Ρωσικό. Κάθε πρωί περιερχόταν τα εργαστήρια, για να κατανείμει τις εργασίες της ημέρας και επέστρεφε πάλι στο κελλί του να προσευχηθεί με δάκρυα γι’ αυτούς τους ανθρώπους και τις οικογένειές τους, «για τον λαό του Θεού». Έχοντας λάβει από το Άγιο Πνεύμα το χάρισμα να βιώνει ενεργώς την απέραντη αγάπη του Χριστού προς τον κόσμο, με πύρινα δάκρυα προσευχόταν αδιαλείπτως για όλη την ανθρωπότητα, για όλον τον Αδάμ, ιδιαιτέρως δε για τους κεκοιμημένους. Έλεγε: «Να προσεύχεσαι για τους ανθρώπους σημαίνει να χύνεις αίμα»· και δίδασκε ότι το κριτήριο της αληθινής πίστεως είναι η αγάπη προς τους εχθρούς.
Στηρίζοντας τον κόσμο με την προσευχή του και δεόμενος στον Κύριο να τον γνωρίσουν εν Πνεύματι Αγίω όλοι οι λαοί της γης, τελείωσε εν ειρήνη τον επίγειο δρόμο του στις 24 Σεπτεμβρίου 1938. Στις 26 Νοεμβρίου 1987 έγινε η επίσημη κατάταξή του στο αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Άγιος Κόπρις. Φορητή εικόνα, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου
Oύτος εγεννήθη εις μίαν κοπρίαν, ευρισκομένην έξωθεν του μοναστηρίου Θεοδοσίου του Kοινοβιάρχου. Διωκομένη γαρ η μήτηρ αυτού από τους Aγαρηνούς, ομού με άλλους πολλούς πλησιοχώρους, και καταφεύγουσα προς τον Άγιον Θεοδόσιον διά να γλυτώση από τας χείρας των ασεβών, εκρατήθη από τα κοιλοπονήματα. Kαι ευρίσκουσα την εκεί κοπρίαν, εγέννησε επάνω εις αυτήν. Aφ’ ου δε απέρασαν οι Aγαρηνοί, ευρίσκοντες οι Mοναχοί το βρέφος εν τη κοπρία, κατά προσταγήν του Aγίου Θεοδοσίου έλαβον αυτό, και Kόπριν επωνόμασαν. Έτρεφον δε αυτό με γάλα μιάς αιγός. H οποία έβοσκε μεν ομού με τας άλλας αίγας, όταν δε ήρχετο ο καιρός διά να βυζάνη το παιδίον, τότε εχώριζεν από τας άλλας, και μόνη εκατέβαινεν από το βουνόν. Kαι αφ’ ου εβύζανε το παιδίον, πάλιν εγύριζεν εις την συνήθη της βοσκήν. Kαι τούτο έκαμνεν, έως οπού το παιδίον αύξησε, και έτρωγε στερεωτέραν τροφήν.
Oύτος λοιπόν, όταν έφθασεν εις ηλικίαν τελειοτέραν, έγινεν αγαπητός κοντά εις τον Mέγαν Θεοδόσιον. Kαι επειδή εφύλαξεν αμόλυντον το κατ’ εικόνα, διά τούτο ηξιώθη και της του Πνεύματος χάριτος και τα θηρία υπέτασσε. Διότι μίαν φοράν ευρίσκωντας μίαν αρκούδαν, οπού έτρωγε τα μαρούλια του κήπου, επίασεν αυτήν από το αυτί, και εύγαλεν έξω του κήπου. Kαι επιτιμήσας αυτήν με την ευχήν του Mεγάλου Θεοδοσίου, την έκαμε να μην έμβη πλέον εις τον κήπον.
Aλλά και μίαν φοράν αναβαίνωντας εις το βουνόν ομού με τον γαΐδαρον του μοναστηρίου διά να κόψη ξύλα, επειδή μία αρκούδα επλήγωσε τον γαΐδαρον εις το μηρί, επίασεν ο Όσιος την αρκούδαν, και εφόρτωσεν εις αυτήν τα ξύλα, ειπών. Δεν θέλω σε αφήσω, αλλ’ εσύ θέλεις κάμνεις την υπηρεσίαν του γαϊδάρου οπού επλήγωσες, έως οπού να υγιάνη εκείνος. Kαι λοιπόν διά της ευχής του Aγίου Θεοδοσίου υπετάσσετο εις αυτόν η αρκούδα, και έφερνε τα ξύλα. Oύτος μίαν φοράν υπηρετών εις το μαγειρείον, και βλέπωντας οπού το καζάνι έβραζε, και εχύνετο έξω το μαγειρευόμενον όσπριον, επειδή δεν εύρε την συνειθισμένην χουλιάραν, έβαλε γυμνόν το χέρι του μέσα εις το καζάνι εκείνο, και ω του θαύματος! ευθύς έπαυσε το υπερβολικόν βράσιμον, χωρίς να λάβη παραμικράν βλάβην το χέρι του.
Eπειδή δε ήτον στολισμένος με κάθε είδος αρετής, και μέχρι του γηρατείου του δεν αμέλησε την άσκησιν (διότι και με όλον οπού ήτον χρόνων εννενήκοντα, όμως ο τρισμακάριστος, πάντοτε εστέκετο εις τόπον απόκρυφον και επροσηύχετο). Διά ταύτα λέγω τα ένθεα αυτού κατορθώματα, ηξιώθη να βλέπη τον Mέγαν Θεοδόσιον, μετά τον εκείνου θάνατον, ο οποίος εφαίνετο εις αυτόν και συνέψαλλε με αυτόν. Eις όλον δε το ύστερον ήκουσε και μίαν φωνήν αυτού του ιδίου Θεοδοσίου οπού έλεγεν αυτώ ταύτα. Aδελφέ Kόπρι, ιδού οπού έφθασεν ο καιρός του θανάτου σου. Όθεν ελθέ προς εμέ, διά να αναπαυθής εις τον ετοιμασθέντα τόπον της αναπαύσεως. Λάμψας λοιπόν ο Όσιος ούτος ανάμεσα εις τους αγίους Πατέρας εκείνους, ωσάν ήλιος, στολισμένος μάλιστα ώντας και με το λαμπρόν της ιερωσύνης αξίωμα, μετά ολίγας ημέρας αφ’ ου ήκουσε την άνωθεν φωνήν, ασθένησεν ολίγον. Kαι αποχαιρετίσας όλους τους Πατέρας, και αδελφούς, απήλθε προς Kύριον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ο Άγιος Σιλουανός μέχρι να γίνει δοχείο της Χάριτος του Χριστού και να πληρωθεί Πνεύματος Αγίου πέρασε δια πυρός και σιδήρου: θλίψεις, απόγνωση, βίωσε το σκοτάδι της κολάσεως, βρέθηκε στα έγκατα του Άδη! Όταν έφτασε στα όρια της θλίψεως και το εξέφρασε με το να πει στον Θεό ότι είναι αδυσώπητος, τότε γεύτηκε και τη χάρη ως «πυρ καταναλίσκον» στην καρδιά του από τη στιγμή που είδε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και του είπε τον κορυφαίο λόγο «Κράτα τον νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι». Από τότε έκαιγε μέσα του ο άσβεστος πόθος, ο θείος έρωτας γι’ Αυτόν.
Η ευχή του Ιησού έκαιγε αδιαλείπτως στην ψυχή του, αφού του δόθηκε για τον ανδρείο αγώνα του από την ίδια τη Θεοτόκο! Πλέον τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα για όλο τον κόσμο και η καρδιά του πονούσε για όλη την κτίση, που ζούσε μακριά από τον Ποιητή και δημιουργό της. Η προσευχή του με πόνο βαθύ έβγαινε προς τον Θεό και έλεγε: «Δέομαι ουν σου Κύριε, ίνα γνωρίσωσί Σε εν πνεύματι Αγίω πάντες οι λαοί της γης». Γι’ αυτό άλλωστε αγαπήθηκε πολύ ο Άγιος Σιλουανός από όλα σχεδόν τα έθνη και έγινε Παγκόσμιος Άγιος στις ψυχές όλων. Λίγες γραμμές δεν μπορούν να περιγράψουν τις αρετές ενός γίγαντα Αγίου….
***
… Τι ευαισθησία είχε αυτός ο άνθρωπος!
Αυτό φαίνεται καθαρά στην αναφορά που κάνω όταν περιγράφω την επίσκεψη του π. Διαδόχου, όπου έλαβε χώρα μία συζήτηση πάρα πολύ ενδιαφέρουσα ανάμεσα σε έναν από τους πνευματικούς πατέρες του μοναστηριού και τον Σιλουανό.
Ο πνευματικός αυτός πατέρας, έχοντας διαβάσει κάποια πράγματα από μία εφημερίδα, απευθυνόμενος στον Σιλουανό τον ρώτησε:
– Τι νομίζετε γι’ αυτό το θέμα, πάτερ Σιλουανέ;
– Πάτερ, γνωρίζετε ότι δεν μου αρέσει να διαβάζω εφημερίδες.
– Γιατί;
– Διότι δεν επιφέρουν παρά μόνο ταραχή στην πνευματική μου κατάσταση.
– Σε μένα συμβαίνει το αντίθετο! Εδώ στην έρημο που είμαστε εμείς λησμονούμε τον κόσμο, λοιπόν, όταν διαβάζω εφημερίδες. Θυμάμαι τον κόσμο και προσεύχομαι γι’ αυτόν στη Λειτουργία, στην προσευχή μου, στό κελί κλπ.
Και ο Σιλουανός απάντησε:
– Αλλά όταν κάποιος προσεύχεται τη νύχτα για τον κόσμο, το αισθάνεται αυτό καλύτερα παρά από τις εφημερίδες.Με την προσευχή γνωρίζει κανείς και την κατάσταση του κόσμου και τις ανάγκες του.
Ο Γέροντας λέει ότι ο νους ενός πνευματικού είναι όπως ένας αετός που από ψηλά βλέπει τον κόσμο μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.
(Αγίου Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οικοδομώντας το ναό του Θεού, τόμος Α, σελ. 211)
***
Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης και ο Άγιος Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ
Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ:
– Όταν ήμουν στην Ιερά Μονή Παντελεήμονος στο Άγιον Όρος και ζούσε ο Γέρων Σιλουανός, φιλούσα νοερώς ακόμη και το χώμα που πατούσε. Τέτοια βαθειά ευλάβεια είχα για το πρόσωπό του.
«Διαβάστε προσεκτικά τον Σιλουανό, για να μη χάνετε την οδό». Όσους έρχονται εδώ τους ικετεύω: Αφομοιώστε το πνεύμα τού πατέρα μας Σιλουανού! Τότε θα σας επισκιάσει το άκτιστο φώς, και στο φώς αυτό θά δείτε τη θεία απειρότητα και θα αντιληφτείτε ότι είναι αδύνατον να περιοριστεί ο Χριστός σε οποιοδήποτε άλλο πλαίσιο, πέρα από εκείνο τού απολύτου Θεού, του Δημιουργού του κόσμου, του ουρανού και της γης».
***
Μετά την εμπειρία των βασάνων του άδη, μετά την υπόδειξη του Θεού «κράτα τον νου σου στον άδη», ήταν ιδιαίτερα χαρακτηριστική για τον γέροντα Σιλουανό η προσευχή για τους νεκρούς, που «υπάρχουν εν βασάνοις». Προσευχόταν επίσης για τους ζωντανούς και τις μέλλουσες γενεές.
Θυμόμαστε τη συνομιλία του με κάποιον ερημίτη, ο οποίος έλεγε:
-Ο Θεός θα τιμωρήσει όλους τους αθέους. Θα καίγονται στο πυρ το αιώνιο.
Προφανώς η ιδέα πως οι άθεοι θα τιμωρούνταν στο αιώνιο πυρ τού προκαλούσε ικανοποίηση, κατά το ψαλμικό: «Εὐφρανθήσεται δίκαιος, ὅταν ἴδῃ ἐκδίκησιν» (Ψαλμ. νγ’, 11-12)*.
Με ολοφάνερη συγκίνηση ο Γέροντας απήντησε:
– Πες μου, όμως, σε παρακαλώ, αν σε βάλουν στον παράδεισο και δεις από εκεί πως κάποιος καίγεται στις φλόγες του άδη, θα μπορούσες τάχα να έχεις ανάπαυση;
– Αλλά τι μπορεί να γίνει; Αυτοί οι ίδιοι φταίνε, λέει εκείνος.
Τότε ο γέροντας είπε με θλιμμένο βλέμμα: – Η αγάπη δεν μπορεί να το υποφέρει… Πρέπει να προσευχόμαστε για όλους.
Και πράγματι εκείνος προσευχόταν για όλους. Ήταν παράξενο γι’ αυτόν να προσεύχεται μόνο για τον εαυτό του· «πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. γ’ 23). Γι’ αυτόν που είδε, στο μέτρο που του δόθηκε, τη δόξα του Θεού που βίωσε τη στέρησή της, ακόμη και η σκέψη της στερήσεως αυτής έγινε αβάστακτη. Η ψυχή του «έλειωνε» στη σκέψη ότι πολλοί άνθρωποι ζουν, χωρίς να γνωρίζουν τον Θεό και την αγάπη Του, και προσευχόταν εκτενώς να γνωρίσουν όλοι τον Θεό και ο Κύριος, κατά την άφατή Του αγάπη, να δώσει να Τον γνωρίσουν με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος.
***
Έτυχε να πατήσω μια μύγα, χωρίς να υπάρχη ανάγκη, κι εκείνη η κακόμοιρη έσερνε στη γη τα χυμένα της εντόσθια· και για τη σκληρότητά μου προς την κτίση, και το θυμάμαι αυτό μέχρι σήμερα.
Μιαν άλλη φορά εμφανίστηκαν στον εξώστη του καταστήματος νυχτερίδες κι εγώ τους έριξα βραστό νερό και γι αυτό έχυσα πάλι πολλά δάκρυα, κι από τότε δεν προσβάλλω ποτέ την κτίση.
Το Πνεύμα του Θεού διδάσκει την ψυχή ν’ αγαπά όλα τα ζωντανά, έτσι που δεν θέλει ούτε ένα πράσινο φύλλο να κόψη ούτε να πατήση ένα αγριολούλουδο. Έτσι το Άγιο Πνεύμα διδάσκει την αγάπη για όλα και η ψυχή συμπάσχει με κάθε ύπαρξη, αγαπά ακόμα και τους εχθρούς και λυπάται ακόμα και τα δαιμόνια, γιατί εξέπεσαν από το αγαθό.
Πρέπει να συμπάσχει η καρδιά μας και όχι μόνο τον άνθρωπο να αγαπούμε, αλλά να συμπονούμε και κάθε πλάσμα, κάθε κτίσμα του Θεού.
Να, ένα πράσινο φύλλο στο δέντρο, κι εσύ το έκοψες χωρίς λόγο. Αν και δεν είναι αμαρτία, όμως, πώς να το πω, προκαλεί τον οίκτο∙ η καρδιά που έμαθε να αγαπά λυπάται και το φύλλο, και όλη την κτίση. Και ο άνθρωπος είναι μεγάλο δημιούργημα! Αν βλέπεις ότι παραπλανήθηκε και θα καταστραφεί, προσευχήσου γι’ αυτόν και κλάψε, αν μπορείς, αλλιώς, στέναξε τουλάχιστον γι’ αυτόν ενώπιον του Θεού. Και την ψυχή που ζει έτσι την αγαπά ο Κύριος, γιατί έγινε όμοια με Αυτόν.
***
Μου δόθηκε το ακόλουθο βίωμα: Όταν έχασε η ψυχή μου την ταπείνωση, έγινα ευέξαπτος.
Θυμόμουν όμως την ταπείνωση τού Χριστού και την διψούσα.
Άρχισα λοιπόν με το πένθος της μετανοίας και ικέτευα τον Θεό να με συγχωρέση και να με καθαρίση από το πνεύμα της υπεροψίας, χαρίζοντας μου την άγια ειρήνη Του. Κι όταν η ψυχή μου μίσησε τις αμαρτίες, τότε με δίδαξε το Άγιο Πνεύμα την αδιάλειπτη προσευχή και την αγάπη. Και ξέροντας πόσο αγαπά ο Κύριος το λαό Του, ιδίως τους νεκρούς, έχυνα κάθε βράδυ δάκρυα γι’ αυτούς. Πονούσε η καρδιά μου, που στερούνται οι άνθρωποι από τέτοιο σπλαχνικό Θεό.
Και μια φορά είπα στον πνευματικό: Λυπάμαι όσους υποφέρουν στον άδη και κλαίω κάθε νύχτα γι’ αυτούς και τόσο καταπονείται η ψυχή μου, ώστε λυπάμαι ακόμα και για τους δαίμονες. Και ο πνευματικός μου απάντησε πως μια τέτοια προσευχή προέρχεται από την Χάρη τού Θεού .
Ένας ασκητής με ρώτησε «Κλαίς για τις αμαρτίες σου ;» Του λέω «Μάλλον λίγο, οδύρομαι όμως πολύ για τους νεκρούς».
Τότε μου λέει εκείνος : «Κλαίγε για τον εαυτό σου, όσο για τούς άλλους θα τούς ελεήση ο Κύριος. Έτσι είπε ο ηγούμενος Μακάριος ».
Υπάκουσα κι άρχισα να κάνω όπως μού είπε, έπαψα να κλαίω για τους νεκρούς , αλλά τότε σταμάτησαν τα δάκρυα και για μένα τον ίδιο. Μίλησα γι αυτό το θέμα σ΄έναν άλλον ασκητή που είχε το χάρισμα των δακρύων .
Αγαπούσε να σκέφτεται πώς ο Κύριος, ο Βασιλιάς τής Δόξας, έπαθε τόσα πολλά για μας κι έχυνε άφθονα δάκρυα κάθε μέρα. Ρώτησα αυτόν τον ασκητή: «Θα ήταν καλό να προσεύχομαι για τους νεκρούς ; » Στέναξε και μού είπε : «Εγώ αν ήταν δυνατόν, θα έβγαζα όλους από τον άδη, και μόνο τότε θ΄αναπαυόταν και θα χαιρόταν η ψυχή μου». Και συγχρόνως έκανε μια χειρονομία σαν αν μάζευε στάχυα να θερίση, κι από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα.
Από τότε έπαψα πια να αναχαιτίζω τα δάκρυα στις προσευχές μου για τους νεκρούς και μού ξανάρθαν τα δάκρυα και οδυρόμουν πολύ προσευχόμενος γι΄αυτούς.
(Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο γέροντας Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, 1978)