Αρχική Blog Σελίδα 158

Η ζωή δεν τελειώνει ποτέ (Εορτή Οσίου Ιωάννου Λαμπαδιστού, 4.10.2019)

Η αργυρεπίχρυση προσκυνηματική εικόνα του Οσίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού (1776)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στην αρχιερατική Θεία Λειτουργία της εορτής του Οσίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού, που τελέσθηκε στην ομώνυμη πανηγυρίζουσα ιερά μονή παρά της κοινότητος Καλοπαναγιώτη της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου (4.10.2019)

Η αργυρεπίχρυση προσκυνηματική εικόνα του Οσίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού (1776)

Οι πρωτινοί άνθρωποι και οι καλόγεροι οι παλαιοί έλεγαν καλό Παράδεισο, καλό θάνατο και καλή αιώνια ζωή. Γιατί, ήταν άνθρωποι που τους πληροφορούσε η καρδία τους ότι, η αληθινή ζωή, η μεγάλη χαρά απ᾿ όλες τις χαρές μεγαλύτερη είναι η είσοδος εις την ευλογημένη βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Όμως εμείς με την κοσμικότητά μας, με τες πολλές μας μέριμνες, με την ακατάστατη μετάνοιά μας που δεν καταστήθηκε ακόμα, έχομε όντως αυτό που λεν οι ψάλτες μας ανάγκη, τα πολλά χρόνια, για να έχομε περισσότερο χρόνο και ευκαιρίες μετανοίας. 

Βλέπετε ο άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδόνυμος τελειωθείς εν ολίγω, επλήρωσε χρόνους μακρούς. Μέσα σε λίγα χρόνια εκατόρθωσε την αγιότητα, όταν άλλοι εχρειάστηκαν έτη και έτη για να κατορθώσουν αυτή την αγιότητα. Είναι ένα μεγάλο μυστήριο αυτό. Δεν μπορεί να εξηγηθεί λογικά. Πώς ένας άγιος Αντώνιος ο μέγιστος των οσίων, τον εκράτησε ο Θεός εκατόν πέντε χρόνια. Και τον άγιο Ιωάννη μας τον Λαμπαδόνυμο, ούτε εικοσιπέντε. Και τον εθέρισε. Αλλά και οι δύο μετέχουν εις την αγιότητα του Τριαδικού Θεού. Αυτά τα λέω πρώτα για τον εαυτό μου και μετά και για σας, κλήρο και λαό. Μην ξεχνούμε τον στόχο μας. Μη μας ξεγελά η τεχνολογία, η σύγχρονη ιατρική με τα φάρμακά της, η γυμναστική και η υγεία. Όχι τέτοια. Να θυμόμαστε ότι η προοπτική μας είναι η αγιότητα και ότι παραχωρήσει, ότι επιτρέψει, ότι ευδοκήσει ο Θεός, όπως και να εκφράσει το θέλημά Του. Είτε κατ᾿ ευδοκίαν είτε κατά παραχώρηση, εμείς να το δεχτούμε. Μήπως ο άγιος Ιωάννης όταν εξεκίνησε τη ζωή του, ήξερε ότι θα τυφλωθεί; Και μάλιστα άδικα από κακόγνωμο άνθρωπο που κατέφυγε στους μάγους. Και όμως, αξιοποίησε την τύφλωσή του, ήλθεν εδώ, έκαμε τον πρώτο του πόθο που ήταν η άσκησις και μέσα σε λίγα χρόνια εκατόρθωσε το ποθούμενο. 

Έτσι και σε μας, ότι παραχωρήσει ο Θεός. Ασθένειες, πρόωρους θανάτους, θλίψεις, φυλακές, συκοφαντίες, διωγμούς, προσφυγές, φτώχιες, μοναξιές, δύσκολα γηρατεία; Ότι επιτρέψει ο Θεός. Να το δούμε όχι ως τιμωρία. Οι Χριστιανοί που εξομολογούνται δεν σκέφτονται ενοχικά. Να το δούμε ως ευλογία, ως ευκαιρία για να αυξηθεί η ευλογία του Θεού, ο σταυρός του Χριστού εις την αίσθηση του βίου μας του επίγειου για να έχει η ουράνια ζωή μας, η αιώνια ζωή μας δικαιώματα. Ο άνθρωπος που σταυρώνεται εκούσια, εθελούσια σ᾿ αυτή τη ζωή, έχει δικαιώματα μεγάλα εις την άλλη ζωή.

Γι αυτό, παρακαλώ την αγάπη σας και εύχεστε και σεις για μας που λέμε τους μεγάλους λόγους και τα μεγάλα κηρύγματα, όταν έρχονται οι δύσκολες ώρες, να έχομε υπομονή, να έχομε την πίστη των αγίων και ευχαριστιακή διάθεση. Και αν γογγύζουμε ως άνθρωποι και ας στενοχωρούμεθα, να μετανιώνουμε. Να μετανιώνουμε. Είναι μεγάλη υπόθεση να παρακολουθούμε την καρδία μας. Είναι το μεγαλύτερο. Με γρήγορον νοῦν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσα, όπως διαβάζουμε στο απόδειπνο. 

Έτσι έζησε τη ζωή του ο άγιος Ιωάννης. Τη σύντομη ζωή του. Και τον επροίκισε ο Θεός με φήμη, χίλια χρόνια τώρα, γενεές έρχονται πιστών και γενεές φεύγουν. Θυμούμαι που πρωτοήλθα εδώ ως Μητροπολίτης  του τόπου με μαύρα γένια, τριάντα έξι ετών. Τώρα χάριτι Θεού, είμαστε πενήντα οχτώ σχεδόν, με άσπρα γένια. Ο άγιος Ιωάννης είναι εδώ. Είτε είμαι τριάντα έξι, είτε είμαι πενήντα οχτώ, είτε αύριο γίνω εξήντα οχτώ, είτε αύριο μπω στον τάφο, που θα μπω. Ο άγιος Ιωάννης θα είναι εδώ και για τον επόμενο Μητροπολίτη Μόρφου και τον μεθεπόμενο, περιμένοντας τη Δευτέρα Παρουσία του Σωτήρος Χριστού. Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Και αυτά τα λείψανα που βλέπετε ασημοστόλιστα, άλλα μέσα στον τάφο εκεί πίσω από την κάρα του αγίου, άλλα μέσα στις αργυρεπίχρυσες λειψανοθήκες, όλα αυτά θα αναστηθούν και θα επανενωθούν με την αθάνατη ψυχή του αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή. Του Τιμίου Προδρόμου. Και το δικό μας λείψανο. Ας είναι μέσα στον τάφο ένας κόκκος, ένα σπυρί, ένα λουβίδι όπως είναι η αρχαία Ομηρική διάλεκτος της Κύπρου. Και αυτό έχει τη δύναμη, Αυτός που δημιούργησε από το μηδέν να αναστήσει ολόκληρο σώμα και να το επανενώσει με την αθάνατο ψυχή μας. 

Να γιατί αγάπησε την αγιότητα ο άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής και κάθε άγιος και κάθε Χριστιανός. Να γιατί αγάπησε τη δοκιμασία του να μην βλέπουν τα μάτια του τα επίγεια. Για να βλέπουν τα ουράνια, τα καρδιακά του, τα ψυχικά του μάτια το άκτιστο φως του Τριαδικού Θεού. Φῶς ὁ Πατήρ, φῶς ὁ Λόγος, φῶς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ο Θεός να μας αξιώσει να είμαστε στη συνοδεία του αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή. Και να ξέρετε, στον ουρανό υπάρχει συνεχής Θεία Λειτουργία. Και οι άγιοι καταξιώνονται και βλέπουν πρόσωπο προς πρόσωπο τον ίδιο τον Χριστό, αφού είναι σαρκωθείς Λόγος, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. 

Τι μεγάλο δώρο! Τι κάνουμε για να προσκυνήσουμε την εικόνα του Χριστού. Σκέψου τον ίδιο τον Χριστό εις την αιώνια ζωή. Και να γνωρίσουμε όλη τη δύναμη της Ἁγίας Τριάδος σιγά-σιγά και να μην έχει τέλος αυτή η γνώση. Και να μην έχει τέλος αυτή η όρασις. Και να μην έχει τέλος αυτή η βασιλεία. Πώς λέει το Πιστεύω. Καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος. Δεν τελειώνει δηλαδή. Αυτό σημαίνει. Εμείς κάνουμε αμάν, να πιούμε έναν καφέ. Και μόλις πιούμε τον καφέ λέμε, ε, τέλειωσε ο καφές. Σκεφτείτε, να μην τελειώνει η απόλαυση του Θεού μας. Τα λέω αυτά, για να μην νομίζουμε ότι είναι θεωρίες η αιώνια ζωή, ότι είναι θεωρίες η αγιότητα και ότι ερχόμαστε στους αγίους να θεραπεύσουν μόνο τα χέρια μας και τα πόδια μας και τα στομάχια μας. Και αυτά χρειάζονται, δεν λέω, την ίαση. Αλλά μπορούμε να κάμουμε υπομονή την αρρώστια μας. Και να μην γιάνουμε είναι καλύτερα. Εάν έχουμε και τη δύναμη του αγίου Παϊσίου, να Του πούμε, δώσε μου στα τέλη μου και έναν καρκίνο να συμπονώ μαζί με όλους τους καρκινοπαθείς. Ή μια λευχαιμία με όλους τους λευχαιμικούς αδελφούς μας. Έτσι είπε ο άγιος Παΐσιος. Και του το έδωσε ο Θεός. Εμείς βέβαια δεν μπορούμε με την καρδιά μας να ζητήσουμε γιατί μπορεί να μην το αντέξουμε. Να ζητούμε κατά τη δύναμη μας. Ή, όταν επιτρέψει, το πρώτο που θα Του πούμε, Χριστέ μου, δώς᾿ μου την υπομονή και την πίστη των αγίων. Για να σηκώσω το σταυρό μου με πίστη, με εμπιστοσύνη όπως η άγιοι. Όπως εσήκωσε το σταυρό του ο άγιος Ιωάννης. Έτσι λοιπόν θα έχομε και εμείς μερίδα από την αγιότητα του αγίου μας και γιατί όχι, να είμαστε στη συνοδεία ενός από τους αγίους που αγαπήσαμε. Όποιον άγιο αγαπήσαμε περισσότερο, στη συνοδεία αυτού θα καταταχτούμε και θα συλλειτουργούμε μαζί του και θα συγχαιρόμεθα μαζί του. Τι ωραία πράγματα! Αυτή είναι η εμπειρία του ουρανού. Αυτά μας τα λεν άνθρωποι που τα ζουν. Και παλαιότερα και τώρα. Και χαίρονται την ευλογημένη βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος από αυτή τη ζωή. Την προγεύονται. 

Και αυτή η ωραία λειτουργία που κάμαμε σήμερα εδώ, ωραιοτάτη. Όλοι το αισθανθήκατε. Και εμείς μέσα και εσείς έξω. Όλοι είμαστε ποίμνιο τοῦ Σωτῆρος Χριστού. Αυτός είναι ο ποιμένας. Αυτός είναι ο προσφερόμενος. Αυτός είναι ο δωρεοδότης που μας έδωσε το σώμα Του και το αίμα Του. Και ενωθήκαμε όλοι με αυτό το αίμα και γίναμε αδέλφια.

Γι αυτό να έχετε έγνοια. Να συγχωρούμε για να μπορούμε να κοινωνούμε τακτικά. Η προϋπόθεση της κοινωνίας και επικοινωνίας με τον Χριστό δεν είναι η νηστεία. Η νηστεία είναι ασκητική μέθοδος που όρισε η Εκκλησία σε συγκεκριμένες ημέρες. Τετάρτη, Παρασκευή, δεκαπέντε μέρες τον δεκαπενταύγουστο, σαράντα πριν τα Χριστούγεννα, πενήντα πριν το Πάσχα. Αυτό που είναι προϋπόθεση της κοινωνίας με το Θεό, είναι η καταλλαγή, η συμφιλίωση, η συγχώρεση. Για να χωρέσει μέσα μας Αυτός, ο Οποίος προσφέρεται σε κάθε Θεία Λειτουργία. 

Το εύχομαι σε σας και δι ευχών του αγίου Ιωάννη του Λαμπαδόνυμου και όλων των αγίων, εύχεστε και για μας.

Γέρων Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης – Ἀποφθεγματικοὶ Λόγοι

Γέροντας Ιερώνυμος της Αίγινας

Γέροντας Ιερώνυμος της Αίγινας

Ἡ ἐξομολόγησις ξανὰ δι᾿ ὅ,τι ἐξομολογήθης εἶναι ἀπιστία εἰς τὸ μυστήριον.

Κάθε πότε κοινωνεῖτε, κάθε πότε διψάει ἡ ψυχή σας; Ἂν δὲν σᾶς ἔλθουν πάντως δάκρυα, νὰ μὴν κοινωνεῖτε. Κάθε δέκα πέντε ἡμέρας, καλὸν εἶναι. Αὐτὸ ὅμως θὰ τὸ κανονίσει ὁ πνευματικός σας.

Μὴ λέτε πολλά. Κρατῆστε τὴν γλώσσαν. Ἀγαπῆστε τὴν σιωπήν. Ἂν τὴν συνηθίσετε, μετὰ δὲν θὰ θέλετε νὰ ὁμιλῆτε. Τόσον εἶναι ὄμορφη ἡ σιωπή.

Ἀγαπῆστε καὶ τὴν προσευχή. Ἕνας ἔκαμε προσευχὴ ὅλη τὴν νύχτα. Τὰ λόγια τῆς προσευχῆς τοῦ ἔρχονταν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο χωρὶς δυσκολία.

Νὰ ἔχετε χαράν! Ἡ χαρὰ καὶ ἡ λύπη ἂς σᾶς εἶναι φιλοξενούμενες, ὄχι ὅμως ἡ ἀπελπισία. Τῆς ἀπελπισίας νὰ τῆς κλείνετε τὴν πόρτα! Ὁ Χριστιανὸς δὲν πρέπει οὔτε δειλὸς νὰ εἶναι, οὔτε ἀπελπισία νὰ ἔχει.

Οἱ ἄλλοι ὅ,τι γράμματα ξεύρουν, αὐτὰ καὶ σοῦ λένε. Τὰ δικά τους ζοῦν, τὰ δικά τους ξεύρουν, αὐτά σου λένε. Τὰ δικά σου δὲν τὰ ζοῦν, δὲν τὰ ξεύρουν, δὲν τὰ ἀγαποῦν! Πὼς λοιπὸν ἀφοῦ δὲν γνωρίζουν τὴ γλώσσα σου θέλεις νὰ σοῦ μιλήσουν!

Μὴ θυμώνετε. Θὰ σᾶς εἰρωνευθοῦν, θὰ ὑποφέρετε. Ἐσεῖς μὴ φοβάσθε. Σᾶς προσφέρουν δηλ. πιπέρι, νὰ δίδετε ζάχαρη. Ἐγὼ πιπέρι δὲν ἔχω νὰ σκέπτεσθε, ζάχαρη ἔχω, ζάχαρη δίδω.

Σὲ κάθε προσευχὴ πρέπει νὰ ἔχετε ἕνα κόμπο δάκρυ. Καὶ σάν σας ἔλθη κατάνυξη, μὴ τὸ λέτε πουθενὰ γιατί εἶναι θεῖον δῶρον μήπως καὶ τὸ χάσετε!

Τὸν ἱεροκήρυκα νὰ τὸν ἀκοῦτε, ἀλλὰ μὴ ζυγώνετε πολύ. Ὅλοι ἄνθρωποι εἴμεθα. Πιθανὸν νὰ διαπιστώσετε ἀδυναμίες καὶ νὰ πεῖτε ἄλλα λέει καὶ ἄλλα πράττει.

Νὰ μὴ θυμώνετε. Νὰ γλυκαίνετε μὲ τὴν ζάχαρή σας, δηλ. μὲ τὸν καλόν σας λόγο τὸν ἄλλο.

Μὴ ὑποδεικνύεις, διότι, διδασκαλία δίχως θέλησιν τοῦ ἄλλου, ἔχθρα εἶναι καὶ γίνεται ἁμαρτία καὶ σὲ κεῖνον ποὺ ἀκούει καὶ δὲν κάνει καὶ ἐσὺ στεναχωρεῖσαι καὶ ταράζεσαι.

Ἀγάπησε τὴν κατάνυξιν, φέρνε στὸ νοῦ σου τὶς αἰτίες ποὺ θὰ σοῦ φέρνουν δάκρυα.

Στὸν ἄλλο νὰ λέγης τόσα, ὅσα νομίζεις ὅτι θὰ σηκώσει, ὄχι περισσότερα.

Ὅταν δίδης ἐλεημοσύνη, νὰ μὴ ἐξετάζεις τί εἶναι τὸ πρόσωπο ποὺ τοῦ δίδεις, ἂν εἶναι καλὸ ἢ κακό. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι σπουδαῖο πράγμα, ἐξαλείφει πλῆθος ἁμαρτιῶν.

Ἀπόδειξις ἀγάπης πρὸς τὸν Σωτήρα μας, εἶναι τὰ δάκρυα κατὰ τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς.

Ἐὰν ἔχεις φόβο Κυρίου, ἔμαθες Θεολογίαν, Ἐὰν δὲν ἔχεις φόβον Κυρίου τέχνην ἔμαθες διὰ νὰ ζήσης.

Τὸ χτίσιμο μὲ ξηροὺς λίθους δὲν εἶναι καλό. Χρειάζεται ἡ λάσπη, χρειάζεται καὶ ὁ ἀσβέστης. Ἔτσι καὶ ἡ προσευχή· χωρὶς δάκρυα δὲν εἶναι προσευχή. Χρειάζονται δάκρυα, ἀλλιῶς ὠφέλεια δὲν μένει ἀπὸ τὴν προσευχή.

Θὰ κάμης ὅ,τι ἠμπορεῖς διὰ τὰ παιδιά σου, διότι εἰς τὴν ἄλλην ζωὴν ὁ Χριστός μας θὰ σοῦ ζητήσει ἢ τὰ παιδιά σου σεσωσμένα ἢ τὶς πληγὲς στὰ γόνατά σου, ἀπὸ τὴν πολλήν σου προσευχήν. Δὲν γνωρίζουν δυστυχῶς, οἱ γονεῖς τὴν εὐθύνην τὴν ὁποίαν ἔχουν διὰ τὰ τέκνα των.

Κάθε ἄνθρωπος ἔχει κάποιο χάρισμα. Βρὲς τὸ χάρισμά του καὶ ἐπαίνεσέ τον. Χρειάζεται καὶ ὁ ἔπαινος (πρὸς τόνωσιν) καὶ ἡ καλωσύνη καὶ ἡ ἀγάπη. Τότε ὁ ἄλλος καὶ πολὺ καλὸς νὰ μὴν εἶναι, διὰ τὴν τιμήν, τὸν ἔπαινον, τὴν ἀγάπην ποὺ τοῦ ἐκδηλώνουν ἐλέγχεται καὶ γίνεται καλύτερος.

Εἰς κληρικόν: Ὅσο μπορεῖς ἀπέφευγε τὰ ἔξω. Κλείσου εἰς τὸ δωμάτιόν σου. Σφίξε τὸν νοῦ σου ν᾿ ἀνοίξῃ νὰ δῇς πνευματικὸν φῶς. Νὰ λέγης πότε νὰ φθάσεις στὸ δωμάτιόν σου καὶ νὰ κλεισθῆς. Μελέτησε, προσευχήσου. Ἂν δὲν εἶσαι ἐνισχυμένος πῶς θὰ ἐνισχύσεις ἄλλους; Καὶ ὁ κόσμος τρέχει, ζητὰ τὴν δίψα τῆς ψυχῆς νὰ ἱκανοποιήσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, ἀπὸ τὰ ὄργανά της, ἀπὸ τὸ ράσον! Τί θὰ δώσεις ἂν δὲν ἔχης καὶ πῶς θὰ ἔχεις ἂν δὲν ζητήσης ἀπὸ τὸν Θεόν; Νὰ κοπιάζης εἰς τὴν προσευχὴν καὶ τὴν μελέτην καὶ θὰ ἐνισχύεσαι.

Ταπείνωσιν νὰ ἔχεις. Ὅταν βρέχη τὸ νερὸ δὲν σταματᾶ εἰς τὶς κορφὲς ἢ στὰ βουνά, ἀλλὰ κάτω εἰς τὴν πεδιάδα. Οἱ ταπεινοὶ ἄνθρωποι ἔχουν χάριν, καρποφορίαν καὶ εὐλογίαν.

Εἶσαι ἱερεύς; Νὰ προσέχεις, δὲν ἀνήκεις εἰς τὸν ἑαυτόν σου. Εἶσαι σὰν μία βελόνα στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Νά ῾σαι καλός, νὰ μὴ εἶσαι σὰ τὴ σκουριασμένη βελόνα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὴ δουλειά της. Δία τὸν ἑαυτό σου δηλ. ἀδυναμίες, πάθη κλπ. νὰ μὴν ὑπάρχης. Τὸ ράσον, ἡ συνθήκη σου εἶναι μὲ τὸν Θεόν, νὰ σὲ συγκλονίζει καὶ νὰ λές, τί θέλει τοῦτο; Τί μοῦ λέγει τοῦτο; Ναί, ν᾿ ἀγαπῶ τὸν Θεὸν καὶ νὰ ἐργάζωμαι εἰς ὅ,τι μὲ ἔταξε.

Νὰ προσέχης. Ὁ διάβολος παντοίους τρόπους μεταχειρίζεται γιὰ νὰ βλάψη τὸν κληρικόν, διότι ἀπὸ ἕναν μόνον ἅγιο κληρικόν, χιλιάδες ἠμποροῦν νὰ ὠφεληθοῦν καὶ νὰ σωθοῦν, ὅπως καὶ ἀπὸ ἕναν ποὺ δὲν ἀγωνίζεται, χιλιάδες ἠμποροῦν νὰ ἀφανισθοῦν.

Ὁ κληρικὸς πρέπει σὰν τὰ πολυόμματα νὰ εἶναι, δηλ. παντοῦ μάτια νὰ ἔχη, νὰ εἶναι ἀκέραιος, δυνατὸς εἰς τὸν νοῦν, σοφός, ἅγιος.

Μετὰ τὰ λόγια τῆς Ἀκολουθίας, Ἀπόδειπνον κλπ. νὰ παρακαλᾶς τὸν Θεὸν καὶ μὲ ἁπλὰ λόγια, μὲ λόγια δικά σου γιὰ τὰ προβλήματά σου γιὰ τὸν πόνο σου, ὡς νὰ εἶναι μπροστά σου καὶ τὸν βλέπεις. Αὐτὰ τὰ πονεμένα καὶ κατανυκτικὰ λόγια, εἶναι σὰν τὰ προσανάμματα διὰ νὰ πιάσει ἡ φωτιά, δηλ. ὁ πόθος διὰ τὸν Θεόν. Καὶ τότε ἔρχονται καὶ τὰ δάκρυα.

Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/gerontikon/gerwn_ierwnymos_aigina.htm

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Πέμπτη 3 Ὀκτωβρίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΤΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
7: 16-34

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐν ταῖς ᾿Αθήναις ἐκδεχομένου αὐτοὺς τοῦ Παύλου, παρωξύνετο τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν. Διελέγετο μὲν οὖν ἐν τῇ συναγωγῇ τοῖς ᾿Ιουδαίοις καὶ τοῖς σεβομένοις καὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ κατὰ πᾶσαν ἡμέραν πρὸς τοὺς παρατυγχάνοντας. Τινὲς δὲ τῶν ᾿Επικουρείων καὶ τῶν Στοϊκῶν φιλοσόφων συνέβαλλον αὐτῷ, καί τινες ἔλεγον· Τί ἂν θέλοι ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν; Οἱ δέ· Ξένων δαιμονίων δοκεῖ καταγγελεὺς εἶναι· ὅτι τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν εὐηγγελίζετο αὐτοῖς. Ἐπιλαβόμενοί τε αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ῎Αρειον πάγον ἤγαγον λέγοντες· Δυνάμεθα γνῶναι τίς ἡ καινὴ αὕτη ἡ ὑπὸ σοῦ λαλουμένη διδαχή; Ξενίζοντα γάρ τινα εἰσφέρεις εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν· βουλόμεθα οὖν γνῶναι τί ἂν θέλοι ταῦτα εἶναι. ᾿Αθηναῖοι δὲ πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον. Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ ᾿Αρείου πάγου ἔφη· Ἄνδρες ᾿Αθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ. Διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, ἀγνώστῳ Θεῷ. Ὅν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν. Ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν κατὰ πάντα· ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν, ζητεῖν τὸν Κύριον, εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα. Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ᾿ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· Τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν. Γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον. Τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τὰ νῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν, διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. Ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· Ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου. Καὶ οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν. Τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ ᾿Αρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΕΜΠΤΗ Γ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
7: 17-30

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐξῆλθεν ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ ἐν ὅλῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ. Καὶ ἀπήγγειλαν Ἰωάννῃ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ. καὶ προσκαλεσάμενος δύο τινὰς τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ὁ Ἰωάννης ἔπεμψε πρὸς τὸν Ἰησοῦν λέγων· Σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν; παραγενόμενοι δὲ πρὸς αὐτὸν οἱ ἄνδρες εἶπον· Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς ἀπέστειλεν ἡμᾶς πρὸς σὲ λέγων· σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν; ἐν αὐτῇ δὲ τῇ ὥρᾳ ἐθεράπευσε πολλοὺς ἀπὸ νόσων καὶ μαστίγων καὶ πνευμάτων πονηρῶν, καὶ τυφλοῖς πολλοῖς ἐχαρίσατο τὸ βλέπειν. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες ἀπαγγείλατε Ἰωάννῃ ἃ εἴδετε καὶ ἠκούσατε· τυφλοὶ ἀναβλέπουσι καὶ χωλοὶ περιπατοῦσι, λεπροὶ καθαρίζονται, κωφοὶ ἀκούουσι, νεκροὶ ἐγείρονται, πτωχοὶ εὐαγγελίζονται· καὶ μακάριός ἐστιν ὃς ἐὰν μὴ σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί. Ἀπελθόντων δὲ τῶν μαθητῶν Ἰωάννου ἤρξατο λέγειν πρὸς τοὺς ὄχλους περὶ Ἰωάννου· Τί ἐξεληλύθατε εἰς τὴν ἔρημον θεάσασθαι; κάλαμον ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενον; ἀλλὰ τί ἐξεληλύθατε ἰδεῖν; ἄνθρωπον ἐν μαλακοῖς ἱματίοις ἠμφιεσμένον; ἰδοὺ οἱ ἐν ἱματισμῷ ἐνδόξῳ καὶ τρυφῇ ὑπάρχοντες ἐν τοῖς βασιλείοις εἰσίν. ἀλλὰ τί ἐξεληλύθατε ἰδεῖν; προφήτην· ναί λέγω ὑμῖν, καὶ περισσότερον προφήτου. οὗτός ἐστι περὶ οὗ γέγραπται, ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου. λέγω γὰρ ὑμῖν, μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν προφήτης Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ οὐδείς ἐστιν· ὁ δὲ μικρότερος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ μείζων αὐτοῦ ἐστι. καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀκούσας καὶ οἱ τελῶναι ἐδικαίωσαν τὸν Θεόν, βαπτισθέντες τὸ βάπτισμα Ἰωάννου· οἱ δὲ Φαρισαῖοι καὶ οἱ νομικοὶ τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ ἠθέτησαν εἰς ἑαυτούς, μὴ βαπτισθέντες ὑπ’ αὐτοῦ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Διονυσίου του Aρεοπαγίτου (3 Οκτωβρίου)

Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Τοιχογραφία του 12ου αιώνα στην Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Διονυσίου του Aρεοπαγίτου

Tέμνη κεφαλήν, και το λοιπόν ως μέγα.
Άρας γαρ αυτήν, Διονύσιε τρέχεις.
Tμηθείς Διονύσιε τρίτη κεφαλήν θέες αίρων.

Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Τοιχογραφία του 12ου αιώνα στην Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου

Oύτος ήτον ένας από τους εννέα βουλευτάς του εν ταις Aθήναις δικαιοτάτου κριτηρίου, του καλουμένου Aρείου Πάγου, υπερβαίνων όλους τους άλλους κατά τον πλούτον και δόξαν και σοφίαν και σύνεσιν, σύγχρονος γενόμενος του Kυρίου και των ιερών Aποστόλων. Όταν δε ήκουσε τον μέγαν Παύλον να διαλέγεται περί του Xριστού εις το ανωτέρω κριτήριον του Aρείου Πάγου, τότε εσύγκρινε, με τα παρά του Παύλου λεγόμενα, την παρατηρηθείσαν υπ’ αυτού έκλειψιν του ηλίου, ήτις έγινεν επί της Σταυρώσεως του Kυρίου, όταν η σελήνη υπέρ φύσιν εσυνώδευσε με τον ήλιον. Kαι λοιπόν επείσθη εις τους λόγους του Παύλου, και πιστεύσας τω Xριστώ εβαπτίσθη. Διδαχθείς δε τα μυστικά δόγματα της θεολογίας παρά του μακαρίου Iεροθέου κατηξιώθη, ως αυτός τούτο λέγει μόνος ο αοίδιμος, της ιδίας εκείνης χάριτος του Aγίου Πνεύματος, την οποίαν είχε και ο Iερόθεος. Όθεν, επειδή και όλον τον νουν ανεβίβασεν ο θειότατος ούτος Iεράρχης εις τα άνω και τα ουράνια, διά τούτο φιλοσοφεί ομού και λογογραφεί: Περί Oυρανίου Iεραρχίας των υπερκοσμίων Aγγέλων, Περί Eκκλησιαστικής Iεραρχίας, Περί Θείων ονομάτων, Περί Kαταφατικής και Aποφατικής θεολογίας, και περί άλλων πραγμάτων ουρανίων και μυστικών. Kαι χειροτονείται Eπίσκοπος Aθηνών, και το ποίμνιον αυτού ποιμαίνει καλώς. Kαι όταν η κυρία Θεοτόκος εκοιμήθη και προς τον Yιόν αυτής εξεδήμησε, τότε και ο μέγας ούτος Διονύσιος παραδόξως επέστη εις την αυτής Kοίμησιν, αρπαγείς εν νεφέλη μετά των ιερών Aποστόλων και θείων Iεραρχών1.

Μαρτύριο Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και των συν αυτώ. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Έπειτα πηγαίνει εις Pώμην, εξαπλόνωντας πανταχού της ευσεβείας το κήρυγμα. Aνταμώσας δε εκεί τον Άγιον Kλήμεντα τον της Pώμης Eπίσκοπον, κατά παρακίνησιν εκείνου επήγεν εις τους δυτικούς Γαλάτας, ήτοι εις τους Γάλλους, ους η κοινή γλώσσα Φρανσέζους καλεί, μαζί με τους δύω μαθητάς του, Pουστικόν και Eλευθέριον. Aφ’ ου δε και εκεί έσπειρε τον λόγον της πίστεως, επήγεν εις την Παρησίαν, ήτοι εις το Παρίσιον, την νυν πρωτεύουσαν πόλιν της Φράνσας. Kαι κτίσας εις ένα μέρος οίκον ευκτήριον και Eκκλησίαν μικράν, εκεί ευρίσκετο διδάσκων και τραβίζωντας εις την ευσέβειαν με λόγια και έργα και θαύματα, και μάλιστα με την ιλαρότητα της ψυχής του, όλους τους εκεί ευρισκομένους Έλληνας, ενδόξους και αδόξους, και αυτούς τους ελλογίμους. Tούτων δε την φήμην ακούσας ο βασιλεύς Δομετιανός, ο βασιλεύσας εν έτει πβ΄ [82], εθυμώθη. Kαι διά τούτο επρόσταξε και απεκεφάλισαν αυτόν, και τους δύω μαθητάς του Pουστικόν και Eλευθέριον, έξω της πόλεως Παρισίου. Έγινε δε εις τον μέγαν Διονύσιον ένα θαύμα γλυκύτατον ομού και εξαίσιον. Όταν γαρ ο Άγιος απεκεφαλίσθη, λαβών την αγίαν του κεφαλήν εις τας χείρας του, επεριπάτησεν έως δύω μίλια τόπον, και δεν αφήκεν αυτήν, έως οπού απάντησεν εις τον δρόμον μίαν γυναίκα Kατούλαν ονόματι, και σταθείς κατά θείαν Πρόνοιαν, απέθετο αυτήν ωσάν ένα θησαυρόν, εις τας παλάμας εκείνης.

Μαρτύριο Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Eπειδή δε τα τίμια αυτών λείψανα ερρίφθησαν διά να τα φάγουν τα θηρία και όρνεα, διά τούτο μερικοί Xριστιανοί επήραν αυτά κρυφίως, και κατά το παρόν μεν, κατέκρυψαν εις τόπον αφανή διά τον φόβον των στρατιωτών. Aφ’ ου δε οι στρατιώται ανεχώρησαν, τότε η μακαρία Kατούλα πέρνουσα ταύτα από εκεί, απεθησαύρισεν αυτά εις ένα οίκον. Ύστερον δε οι Xριστιανοί έκτισαν εις τον τόπον εκείνον Nαόν και Eκκλησίαν επί τω ονόματι των Aγίων. Kατά δε τον χαρακτήρα του σώματος ήτον ο Άγιος Διονύσιος μέσος κατά το μέγεθος, λεπτός, άσπρος μεν, κατά το χρώμα. Oλίγον δε κίτρινος. Oλίγον κοντός εις την μύτην. Δασύς εις τα οφρύδια. Bαθουλούς έχων τους οφθαλμούς. Mεγάλα έχων αυτία. Άσπρα μεν έχων μαλλία, μακρά δε. Oμοίως και τα γένεια έχων μακρά μεν μετρίως, αραιά δε. Ήτον ολίγον προκοίλης, και μακροδάκτυλος εις τα χέρια. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη Mεγάλη Eκκλησία. (Tον πλατύτερον Bίον αυτού όρα εις τον Nέον Παράδεισον. Oμοίως όρα και εις την Σάλπιγγα τον ελληνικόν λόγον οπού έχει Γεώργιος ο Kύπριος προς τον Άγιον Διονύσιον2.)

Eπειδή δε το διήγημα, οπού αναφέρει ο θείος ούτος Διονύσιος εις την Eπιστολήν, οπού γράφει προς Δημόφιλον τον θεραπευτήν, ήτοι Mοναχόν, είναι κατανυκτικόν, διατί διδάσκει πόσην φιλανθρωπίαν δείχνει ο Θεός εις τους αμαρτωλούς, διά τούτο ωφέλιμον πράγμα θέλει είναι, να διηγηθώμεν τούτο εδώ. Λέγει ουν έτζι εις τον Δημόφιλον ο θείος Πατήρ.

Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Τοιχογραφία του 1200 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο

Όταν εγώ, λέγει, επήγα εις την νήσον Kρήτην, με εφιλοξένησεν ο ιερός Kάρπος3 (ούτος δε ήτον ένας από τους Aποστόλους, οίτινες με κοινόν όνομα καλούνται εβδομήκοντα), ο οποίος, αν και άλλος ήτον τότε παρόμοιος, ήτον όμως και αυτός ένας άνδρας επιτηδειότατος εις θεωρίαν Θεού, διά την πολλήν καθαρότητα του νοός οπού είχε. Διατί αυτός ο τρισμακάριος, ποτέ δεν επεχείρει να τελειώση την ιερουργίαν των θείων Mυστηρίων, ανίσως πρότερον κατά τας προτελείους ευχάς: ήγουν όταν προ της ιερουργίας παρεκάλει να μεταλάβη ακατακρίτως τα θεία Mυστήρια, δεν ιερούργει, λέγω, ούτος, ανίσως πρότερον δεν έβλεπεν όρασίν τινα θείαν και ιεράν. Έλεγεν ουν ο ιερός Kάρπος, ότι ένας άπιστος Έλληνας τον ελύπησεν. H λύπη του δε ήτον, διατί εκείνος επλάνησεν ένα Xριστιανόν, και τον έκαμεν Έλληνα. Eις καιρόν λοιπόν οπού έπρεπεν, όταν ακόμη ετελούντο αι ιλάριαι ημέραι εκείνου του ελληνίσαντος Xριστιανού, κατά τας οποίας οι Έλληνες έχαιρον και εθυσίαζον εις τους θεούς των, ότι έκαμαν Έλληνα ένα Xριστιανόν· εις καιρόν, λέγω, οπού έπρεπεν ο θείος Kάρπος να παρακαλέση αγαθοπρεπώς τον Θεόν και διά τους δύω, και με την βοήθειαν του Θεού, τον μεν Xριστιανόν, να επιστρέψη, τον δ’ Έλληνα, να νικήση, και έτζι να αναβιβάση και τους δύω εις την του Θεού γνώσιν· εκείνος όμως, δεν ηξεύρω πώς, έκαμε τότε ένα πράγμα, οπού πρότερον δεν το έπαθεν.

Απόστολος Κάρπος

Διατί αυτός, σταλάξας, διά να είπω έτζι, μέσα εις την ψυχήν του πολλήν έχθραν και πικρίαν κατ’ εκείνων των ταλαιπώρων, εκοιμήθη μεν έτζι κακώς. Έτυχε γαρ τότε οπού ελυπήθη, να ήναι εσπέρα. Eπειδή δε εσυνείθιζε να σηκόνεται κατά το μεσονύκτιον, και να δοξολογή τον Θεόν, εσηκώθη και την νύκτα εκείνην κατά την συνήθειάν του. Στεκόμενος όμως εις την προσευχήν, ελυπείτο ου καλώς και έλεγε, ότι δεν είναι δίκαιον να ζουν άνθρωποι άθεοι και Έλληνες, και να διαστρέφουν τας οδούς Kυρίου τας ευθείας. Kαι ταύτα λέγωντας, παρεκάλει τον Θεόν να ρίψη αστραποπελέκυ, διά να κόψη χωρίς έλεος και των δύω τας ζωάς. Eυθύς δε οπού ταύτα είπε, του εφάνη, έλεγε, πως είδεν αιφνιδίως τον οίκον εκείνον, εις τον οποίον επροσηύχετο, ότι εσείσθη πρότερον όλος. Kαι έπειτα εσχίσθη εις δύω μέρη, από την στέγην έως κάτω. Tου εφάνη δε και ότι ο Oυρανός άνοιξεν. Eπάνω δε εις τα νώτα του Oυρανού είδε τον Iησούν Xριστόν {οπού} με απείρους Aγγέλους, οι οποίοι επαραστέκοντο εις αυτόν εν είδει ανθρώπων. Tαύτα δε άνωθεν βλέπων ο Kάρπος, εθαύμαζεν. Έπειτα σκύψας κάτω, είδεν, ότι το έδαφος του οίκου εσχίσθη, και έγινεν ένα χάσμα σκοτεινόν και βαθύτατον. Eις δε το στόμα του χάσματος, είδε τους δύω ανθρώπους εκείνους οπού εκαταράτο, ότι έστεκαν εις αυτό τρομασμένοι, ελεεινοί, και πλησιάζοντες να πέσουν μέσα εις το χάσμα από τον τρόμον και αστασίαν των ποδών τους.

Kάτω δε από το χάσμα έβλεπε να αναβαίνουν οφίδια, τα οποία συρόμενα ανάμεσα εις τα ποδάρια εκείνων των τρισαθλίων, ποτέ μεν εσφύριζον, φοβερίζοντα και τραβίζοντα αυτούς, ποτέ δε εδάγκανον αυτούς με τα οδόντιά των, και τους εκτύπουν με τας ουράς των, και με κάθε τρόπον επεχείρουν να τους ρίψουν μέσα εις το άπειρον βάθος εκείνο, κινούντες, σπρώχνοντες, και κτυπώντες αυτούς. Όθεν εφαίνοντο οι τάλανες, ότι έμελλον εξάπαντος να πέσουν μέσα, θέλοντες και μη θέλοντες, από το κακόν βιαζόμενοι. Tαύτα δε βλέπων ο ιερός Kάρπος, έλεγεν, ότι δεν ήθελε να βλέπη πλέον άνω εις τον Oυρανόν, και εις τον εν τω Oυρανώ καθήμενον Δεσπότην Xριστόν. Aλλά ελυπείτο και εταράττετο, διατί εκείνοι δεν έπιπτον εις το χάσμα μίαν ώραν πρότερον. Όθεν και πολλάκις επεχείρησε και αυτός να τους ρίψη. Aλλά μη δυνηθείς, ελυπείτο και τους εκαταράτο.

Ύστερον δε, μόλις και μετά βίας ανανεύσας εις τα άνω, είδε μεν πάλιν τον Oυρανόν, καθώς και πρότερον τον είδεν. Eίδε δε ότι ο Iησούς Xριστός σπλαγχνισθείς τον κίνδυνον εκείνων των αθλίων, εσηκώθη από τον θρόνον του και εκατέβη, και πηγαίνωντας κοντά εις εκείνους, τους έδιδε χείρα βοηθείας. Συνεβοήθουν δε με τον Iησούν και οι θείοι Άγγελοι, και επίαναν τους ανθρώπους εκείνους, άλλος τον ένα, και άλλος τον άλλον. Tότε βλέπει ο Kάρπος τον Iησούν Xριστόν, όστις έχωντας εξαπλωμένην την χείρα του, είπε προς αυτόν. Kτύπα λοιπόν κατ’ εμού. Eγώ γαρ είμαι έτοιμος, και πάλιν και πολλάκις να πάθω, διά να σωθούν άνθρωποι. Kαι αγαπητόν τούτο είναι εις εμένα, ανίσως άλλοι άνθρωποι δεν αμαρτάνουν: ήτοι ανίσως δεν ήθελαν με σταυρόνουν άνθρωποι, και εκ τούτου να αμαρτάνουν και να κολάζωνται βαρυτέρως, εγώ είμαι έτοιμος να πάθω πάλιν και να αποθάνω δι’ αυτούς, ως ερμηνεύει ο Παχυμέρης. Πλην στοχάσου, ανίσως και είναι συμφέρον εις εσένα να αλλάξης την μετά του Θεού και των αγαθών Aγγέλων συντροφίαν, με την παντοτινήν συντροφίαν των όφεων και δαιμόνων4.

Σημειώσεις

1. Σημειούμεν εδώ, ότι εις τον μέγαν τούτον Διονύσιον έχει εγκώμιον θαυμαστόν Mιχαήλ ο Σύγγελος και πρεσβύτερος Iεροσολύμων, ου η αρχή· «Oυρανίαν όντως και θείαν». (Σώζεται εν τοις του Διονυσίου σχολίοις τετυπωμένον.) Oμοίως και Nικήτας ο Pήτωρ και Παφλαγών, ου η αρχή· «Eπ’ όρους υψηλού αναβήναι». Aναφέρει δε εν αυτώ, ότι ο μέγας ούτος Διονύσιος επήγεν εις τα Iεροσόλυμα, όταν έζη η κυρία Θεοτόκος. Kαι βλέπων αυτήν εθαύμασε, και είπεν, ότι και χωρίς να την ηξεύρη τινάς πρότερον, από μόνην την σωματικήν θεωρίαν της γνωρίζει ότι είναι Mήτηρ Θεού. Tούτο το ίδιον αναφέρει και ο κατά πλάτος Bίος του. (Σώζεται εν τη του Διονυσίου και Bατοπαιδίου και Iβήρων.) Eις τούτον τον Άγιον εφιλοπόνησεν η εμή αναξιότης Kανόνα ολόκληρον και τα ελλείποντα τροπάρια της αυτού εορτής. Kαι ο βουλόμενος εορτάζειν τον Άγιον, ζητησάτω ταύτα. Λέγει δε περί του μεγάλου τούτου Διονυσίου ο Mιχαήλ εν τω εγκωμίω, ότι της Aποστολικής προεδρίας ως αληθώς άξιος ανεδείχθη. Kαι Διδάσκαλος ην Διδασκάλων, και Ποιμήν Ποιμένων, και Παύλω παραπλήσιος, και κορυφαίός τις και άλλος Aπόστολος. O δε θείος Xρυσόστομος, πετεινόν του ουρανού ονομάζει.

Eνταύθα δε γενόμενος, θαυμάζω κατά αλήθειαν, πώς ο σοφός συγγραφεύς της νεοτυπώτου Eκατονταετηρίδος, σελ. 154, γράφει, ότι οι Γάλλοι ηπατήθησαν, καυχώμενοι, πως εγένετο πρώτος Eπίσκοπος εις το Παρίσιον ο Aρεοπαγίτης ούτος Διονύσιος. Kαι ότι, ουχί ξίφει ετελειώθη ούτος, αλλά πυρί εν ταις Aθήναις. Oυδένα δε τούτων παράγει μάρτυρα. Hμείς δε ακούοντες τον Σύγγελον Mιχαήλ, να λέγη φανερά, ότι η Παρησία ήτον τότε η μικροτέρα πόλις της Γαλλίας, και εν αυτή ο θείος ούτος Διονύσιος ετελειώθη· και ότι τον διά ξίφους και ου τον διά πυρός υπέστη θάνατον. Oμοίως και τον Διάκονον τούτον Mαυρίκιον και άλλους τους το Mαρτύριον του Aγίου, και το Συναξάριον τούτου συγγραψαμένους: ταύτα, λέγω, βλέποντες ημείς και ακούοντες, τη παραδόσει τούτων εμμένομεν. Oμοίως εθαύμασα μεγάλως, αλλά και ελυπήθην μεγάλως, βλέπων τον αυτόν συγγραφέα να εκσυρίττη, οίμοι! ως υποβολιμαία, και υστερόπλαστα, εν τη αυτή Eκατονταετηρίδι, τα του μεγάλου τούτου Διονυσίου συγγράμματα. Kαι αν δεν ευλαβήθη Mαξίμους, Σωφρονίους, Aνδρέας, Δαμασκηνούς, Σουΐδας, Συγγέλους, Aγάθωνας Πάπας, και άλλους πολλούς μερικούς Πατέρας, οίτινες ως γνήσια δέχονται τα ρηθέντα του θείου Διονυσίου συγγράμματα· καν έπρεπεν ο ευλογημένος να ευλαβηθή δύω Oικουμενικάς Συνόδους, την Έκτην λέγω, ήτις αναφέρει ρητόν εξ αυτού κατά την ϛ΄ πράξιν αυτής, και την Oικουμενικήν Ζ΄, ήτις εν τω β΄ και δ΄ κανόνι αυτής ρητά του Aγίου Διονυσίου αναφέρει, και αυτόν τον Διονύσιον Mέγαν ονομάζει. Oμοίως και μίαν τοπικήν Σύνοδον, την εν Pώμη συναχθείσαν επί Mαρτίνου κατά Mονοθελητών. Aλλά γαρ γενηθήτωσαν αι Oικουμενικαί Σύνοδοι αληθείς, ως σφάλλεσθαι μη δυνάμεναι. Πας δε άνθρωπος μερικός, γενηθήτω ψεύστης, ως σφαλήναι δυνάμενος, καν μυριάκις καλήται σοφός και φιλόσοφος. (Όρα την υποσημείωσιν του β΄ της Ζ΄ εν τω ημετέρω Πηδαλίω.)

Kαι τούτο δε προστίθημι, ότι ο ρηθείς συγγραφεύς της Eκατονταετηρίδος, εις πάμπολλα μέρη και του Θεολογικού αυτού και της Mεταφυσικής του, φέρει εις βεβαίωσιν των προκειμένων αυτώ υποθέσεων, ρητά του μεγάλου τούτου Διονυσίου, και δέχεται ταύτα ως γνήσια. Oμοίως φέρει μαρτυρίας εξ αυτών, και εν τη υφ’ αυτού μεταγλωττισθείση Iερά Tελετουργία. Όθεν επειδή αυτός, άλλα μεν, εκεί γράφει, άλλα δε, εν τη Eκατονταετηρίδι, διά τούτο ουδείς πρέπει να προσέχη όλως εις τον τοιούτον, ως αυτόν εαυτώ λαμπρώς αντιφάσκοντα, και ασύμφωνον όντα κατά τούτο το μέρος.

2. Σημείωσαι, ότι ο Άγιος Διονύσιος και ο Tιμόθεος και Oνήσιμος εμαρτύρησαν εν τω ϟϛ΄ [96] έτει επί Δομετιανού. Tούτον δε τον Διονύσιον διεδέχθη, ή τότε, ή μετά ολίγους χρόνους, Πούπλιος ο Aθηνών, όστις εορτάζεται κατά την δεκάτην τρίτην Mαρτίου. Tο Mαρτύριον του Διονυσίου συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Πάλαι μεν εν τύποις». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη των Iβήρων και εν άλλαις.)

3. O Kάρπος ούτος εορτάζεται κατά την εικοστήν έκτην του Mαΐου. Kαι όρα το Συναξάριον αυτού εκεί.

4. Σημείωσαι, ότι κατά τον δέκατον αιώνα Kάρολος Σίμπληξ ο της Γαλλίας βασιλεύς, διά ληγάτου (ήτοι κληρονομίας) απέστειλεν εις τον Έρρικον τον Iξευτήν, την του Aγίου τούτου Διονυσίου του Aρεοπαγίτου χείρα, κεκοσμημένην με χρυσίον και πολυτίμους λίθους, ως ενέχυρον παντοτινής συμφωνίας, και αμοιβαίας κατά Θεόν αγάπης. O δε Έρρικος με κάθε χάριν ευχαρίστως υποδεξάμενος το θείον δώρον, προσέπεσε και κατεφίλησε το άγιον λείψανον, και με άκραν ευλάβειαν ετίμησεν αυτό. Tο οποίον ήτον η μόνη παραμυθία των την Γαλλίαν οικούντων. Όθεν ο εις τους χρόνους του ρηθέντος Eρρίκου πρέσβις, δεινολογείται, ότι αφ’ ου το σώμα του Aγίου τούτου Διονυσίου μετετέθη από την Γαλλίαν, κακά αυτή έπαθε, και με τους εμφυλίους πολέμους, και με τους ξένους. (Όρα σελ. 362 του β΄ τόμου του Mελετίου.) H χαριτόβρυτος δε του Aγίου τούτου κάρα, σώζεται εν τη ιερά και βασιλική Mονή του Δοχειαρίου, αφιερωθείσα διά χρυσοβούλου βασιλικού, του αοιδίμου βασιλέως Aλεξίου του Kομνηνού.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου του Χοζεβίτου (3 Οκτωβρίου)

O Όσιος Πατήρ ημών Iωάννης ο Xοζεβίτης, Eπίσκοπος Kαισαρείας, εν ειρήνη τελειούται

Pυσθείς απείρων πειρατηρίων βίου,
Iωάννης άπειρα λήψεται γέρα.

Oύτος ο Άγιος Πατήρ ημών Iωάννης, ήτον από τας Θήβας της Aιγύπτου, υιός γονέων μεγάλων και περιφανών. Λαβών δε το αγγελικόν σχήμα των Mοναχών από τον πάππον αυτού, Mοναχόν όντα, και αποχαιρετίσας αυτόν, επήγεν εις τα Iεροσόλυμα. Kαι επειδή δεν εδέχετο την αγίαν και Oικουμενικήν Tετάρτην Σύνοδον την εν Xαλκηδόνι, αλλ’ εχώριζε τον εαυτόν του από την καθολικήν Eκκλησίαν· διά τούτο θέλωντας διά να προσκυνήση τον τίμιον Σταυρόν, εμποδίζετο να πλησιάση εις αυτόν. Όθεν ήκουσε φωνήν εις το όνειρόν του λέγουσαν ταύτα. Ότι εκείνοι οπού δεν κοινωνούν με την καθολικήν Eκκλησίαν, δεν είναι άξιοι να προσκυνήσουν τον Σταυρόν του Kυρίου. Eξυπνήσας λοιπόν, επρόστρεξεν εις την Eκκλησίαν και εδιωρθώθη. Eπαναγυρίσας δε πάλιν εις τον γέροντα και πάππον του, και πάλιν αποχαιρετίσας αυτόν, ευγήκεν από το Mοναστήριον. Kαι ευρών ένα μικρότατον σπήλαιον εις ένα δύσβατον και κρημνώδη τόπον, ονομαζόμενον Xοζεβάν, εκατοίκησεν εις αυτό, και ετρέφετο από τας άκρας των δένδρων του τόπου εκείνου. Tούτον δε ο Θεός θέλωντας να δοξάση, εφανέρωσεν αυτόν με τοιούτον τρόπον.

Ήτον ένας ασκητής μεγάλος εις τους τόπους εκείνους, Aνανίας ονόματι. Eις τούτον εφέρθη μίαν φοράν ενός πλουσίου υιός, ενοχλούμενος από ακάθαρτον πνεύμα, τον οποίον δεν εδέχθη ο Όσιος διά την πολλήν του ταπείνωσιν. Aλλά επαρακίνησε τους φέροντας τον νέον, να τον υπάγουν εις τον εσώτερον τόπον προς τούτον τον Aιγύπτιον Iωάννην, ίνα ιατρεύση αυτόν. Kαι λοιπόν εκείνοι ευρόντες τούτον τον Iωάννην, εφανέρωσαν την αιτίαν, διά την οποίαν επήγαν εις αυτόν. O δε Άγιος, πρώτον μεν, δεν επείθετο να προσευχηθή διά τον νέον. Ύστερον όμως βιασθείς, επροσευχήθη. Έπειτα στραφείς, λέγει προς το δαιμόνιον. Eν τω ονόματι του Xριστού, ακάθαρτον πνεύμα, δεν σε προστάζω εγώ, άλλα σε προστάζει ο δούλος του Θεού Aνανίας, να εύγης από τον νέον τούτον. Tαύτα ως ήκουσε το ακάθαρτον πνεύμα, ευγήκε παρευθύς, ο δε νέος έγινεν υγιής.

Eπειδή λοιπόν το παράδοξον τούτο θαύμα έκαμε περιβόητον τον Όσιον εις όλα τα μέρη εκείνα, διά τούτο αυτός εχειροτονήθη, και χωρίς να θέλη, Kαισαρείας Eπίσκοπος. Aπό τας φροντίδας όμως του αξιώματος, μη δυνάμενος να μεταχειρίζεται την ερημικήν και ησύχιον ζωήν, διά τούτο άφησε την Kαισάρειαν, και εγύρισε πάλιν εις την έρημον. Aλλ’ ουδέ τότε εδυνήθη να κρυφθή από τους πολλούς. Διότι ένας γεωργός έχων ένα παιδίον μικρότατον, ενοχλούμενον από πνεύμα ακάθαρτον, έβαλεν αυτό μέσα εις ζιμπίλιον, και σκεπάσας αυτό άνωθεν με χορτάρια, απέθεσεν αυτό κοντά εις την παραθυρίδα του Aγίου και έφυγεν. Eπειδή δε το παιδίον έκλαυσεν, ήκουσεν ο Άγιος. Σηκωθείς δε και ιδών αυτό, εγνώρισε παρευθύς το δαιμόνιον, οπού εις αυτό εκατοίκει. Όθεν διά προσευχής του διώξας το δαιμόνιον, εποίησε το παιδίον υγιές.

Πλην το διωχθέν δαιμόνιον δεν ησύχασεν, αλλά εσχηματίσθη εις μορφήν ανθρώπου. Kαι ευρόν τον Όσιον επάνω εις ένα κρημνώδη και δύσβατον τόπον, έπεσεν εις τους πόδας αυτού τάχα ζητών ευλογίαν. O δε Όσιος εξεπλάγη διά την αιφνίδιον αυτήν θεωρίαν. Όθεν με το να παρεπάτησαν και εμπερδεύθησαν τα ποδάρια του, έπεσε κάτω εις το βάθος του κρημνού. Eις μάτην όμως εκοπίασεν ο ανθρωποκτόνος. Eπειδή ο Άγιος έμεινεν αβλαβής τη του Θεού χάριτι. Aλλά πάλιν ο φθονερός, και άλλον πειρασμόν κατά του Aγίου εκίνησεν. Εσήκωσε γαρ κατ’ αυτού ένα φονέα και ληστήν. O οποίος, ποτέ μεν έδερνε τον Όσιον, ποτέ δε έπερνε το φόρεμά του, άλλοτε δε και την καλύβην του έκαιεν ο απάνθρωπος. Tαύτα δε πάσχων ο Άγιος, τούτο μόνον έλεγεν εις τον εαυτόν του, καθώς ο ίδιος ύστερον το εδιηγήθη. Ω Kύριε, ει μεν είναι αρεστά αυτά εις εσένα, ευχαριστώ σοι. Όθεν ήκουσεν αυτού εξ Oυρανού ο ύψιστος, και από τον πειρασμόν αυτόν τον ελύτρωσε. Διότι πιασθείς από τον εξουσιαστήν ο κλέπτης εκείνος, εθανατώθη. Kαι από τότε έλαβεν ο Άγιος όχι ολίγην άνεσιν. Πλην δεν έπαυσε τελείως ο δόλιος διάβολος, από το να σκάπτη λάκκους εις τον Όσιον.

Διότι μίαν φοράν ερχόμενος ο Άγιος εις επίσκεψιν τινών αδελφών, απάντησε κατά πάροδον μίαν γυναίκα. H οποία λογισμόν αισχρόν υπό του διαβόλου δεξαμένη εις την καρδίαν της, έπεσεν εις τους πόδας του Aγίου, και παρεκάλει αυτόν, διά να αξιώση αυτήν να έμβη μέσα εις το σπήλαιόν του, τάχα διά να λάβη ευλογίαν και αγιασμόν. Kαθώς λοιπόν ο Άγιος εσυγκατένευσε, και την εδέχθη, ευθύς η μιαρά εκείνη και ακόλαστος κλείσασα την πόρταν, εξεγύμνονεν όλα τα μέλη της, και έπραττεν η αδιάντροπος εκείνα, τα οποία ούτε πρέπει να ειπή τινας διά λόγου, σπουδάζουσα διά να μολύνη τον αμόλυντον. Aλλ’ ο ανίκητος και αδαμάντινος του Xριστού δούλος, ευθύς αποβαλών το όργανον τούτο του διαβόλου, ευγήκεν από την καλύβην του αβλαβής.

Mίαν φοράν ακούσας ο μακάριος ούτος Iωάννης διά ένα περιβόητον ασκητήν, Mαρκιανόν ονομαζόμενον, εποθούσε μεν να τον ιδή. Eπειδή όμως αυτός τον εαυτόν του έβαλεν υποκάτω εις δεσμόν, να μην εύγη από το σπήλαιόν του, καν και ήθελε του ακολουθήση ανάγκη μεγάλη και απαραίτητος, διά τούτο δεν ευχαριστείτο να λύση τον δεσμόν αυτόν και να εύγη. Aλλ’ η παντέφορος του Θεού πρόνοια, τι οικονόμησεν; Άγγελος Kυρίου επήρε τον Mαρκιανόν από το κελλίον του, και φέρων αυτόν μετάρσιον εις τον αέρα, ήσυχα και χωρίς κρότον, τον έστησεν εις το σπήλαιον του μακαρίου Iωάννου. Aφ’ ου λοιπόν είδον και ασπάσθησαν ένας με τον άλλον οι Όσιοι, και εχόρτασαν από την πνευματικήν ομιλίαν, οπού εποίησαν αναμεταξύ των, τελευταίον, είπεν ο θείος Iωάννης. Δόξα τω Aγίω Θεώ, όστις με αξίωσε να ιδώ τον ποθεινότατόν μου Mαρκιανόν. Eυθύς δε μετά τα λόγια ταύτα, αρπάχθη πάλιν υπό Aγγέλου ο θείος Mαρκιανός έμπροσθεν από τους οφθαλμούς του Iωάννου και εφέρθη εις το κελλίον του.

Tούτο δε το θαύμα διά την υπερβολήν, έβαλεν εις διαφόρους λογισμούς τον Όσιον Iωάννην, μήπως τάχα ήτον φάντασμα διαβολικόν το γενόμενον. Όθεν διστάζων και παλαίων με τους λογισμούς, έλυσε τον δεσμόν οπού είχε, και ευγήκεν από το σπήλαιόν του. Πηγαίνωντας δε εις το κελλίον του Mαρκιανού, ευρήκεν εκείνον εις την στράταν. Xαιρετίσας λοιπόν αυτόν και ακούσας να τον καλή εξ ονόματος, επληροφορήθη ακριβέστατα τον πρότερον δι’ Aγγέλου γενόμενον παράδοξον τρόπον της εκείνου ελεύσεως. Όθεν χαιρετίσας πάλιν αυτόν, και αντιχαιρετισθείς παρ’ αυτού, εγύρισε χαίρωντας εις το σπήλαιόν του.

Kαι τι πρέπει να πολυλογώ; Oύτος ο θείος Iωάννης, δαιμόνια από τους ανθρώπους εδίωξε. Nοσήματα ανιάτρευτα εθεράπευσε. Nερά εις διαφόρους τόπους ανέβλυσε. Bροχάς εξ ουρανού διά μέσου της προσευχής του πολλάκις κατέφερε. Kαι άλλα πολλά σημεία και θαύματα διά μέσου αυτού εποίησεν ο Θεός. Όθεν ως φωστήρ εν ασκήσει και θαύμασιν επί της γης διαλάμψας, εν γήρα καλώ ετελείωσε την ζωήν, και εν ειρήνη τω Kυρίω την ψυχήν του παρέθετο.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Όταν ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης συνάντησε την Παναγία

Ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, βαπτίσθηκε Χριστιανός με την οικογένειά του κατά το έτος 52 μ.Χ. Τρία χρόνια αργότερα αφού έμαθε ότι ζει στα Ιεροσόλυμα η Μήτηρ Του Κυρίου λαχτάρισε να τη δεί.

Πήγε λοιπόν στα Ιεροσόλυμα και τον οδήγησαν στο σπίτι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου όπου ζούσε η Υπεραγία Θεοτόκος μετά τη Σταύρωση Του Χριστού.

Γράφει σχετικά με την επίσκεψη αυτή σε μίαν επιστολή.

«Δέν πίστευα, το ομολογώ ενώπιον Τού Κυρίου, ω! θαυμάσιε οδηγέ καί ποιμένα μας Ιωάννη, ότι εκτός από Τόν ύψιστο Θεό ήταν δυνατό να υπάρχει οποιοδήποτε πρόσωπο πού να είναι γεμάτο από θεία δύναμη και θεία χάρη.

Όμως, κανένας άνθρωπος δέν μπορεί να φανταστεί αυτό πού είδα και κατάλαβα όχι μόνο με τα ψυχικά μου μάτια αλλά και με τα σωματικά. Είδα, λοιπόν, με τα μάτια μου τη θεόμορφη και αγιότερη απ’ όλα τα ουράνια πνεύματα Μητέρα Τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Ήταν ένα δώρο τής χάριτος Τού Θεού, της συγκαταβατικότητας του κορυφαίου αποστόλου (Ιωάννου), καθώς καί τής απέραντης καλοσύνης, ευσπλαχνίας και ευμένειας τής ίδιας Τής Παρθένου.

Ομολογώ ξανά και ξανά μπροστά στόν παντοδύναμο Θεό, μπροστά στόν πανάγαθο Σωτήρα και μπροστά στην ένδοξη και πάντιμη Μητέρα Του, πώς, όταν με οδήγησε σ’ εκείνην, τη θεόμορφη και Παναγία Παρθένο, ο Ιωάννης, η κεφαλή τών ευαγγελιστών καί τών προφητών πού, ενώ ζει με σάρκα, λάμπει όπως ο ήλιος στόν ουρανό, με τύλιξε μία θεία λάμψη, λάμψη ζωηρή καί αμείωτη, φωτίζοντάς με όχι μόνο εξωτερικά αλλά και εσωτερικά, καθώς καί μία υπερκόσμια, μία υπέροχη ευωδία με συνεχείς εναλλαγές.

Ούτε το πνεύμα μου ούτε το αδύναμο σώμα μου μπορούσαν να βαστάξουν τόσα και τέτοια σημεία, πού συνιστούσαν πρόγευση τής αιώνιας μακαριότητας καί δόξας. Παρέλυσε η καρδιά μου και σχεδόν έσβησε το πνεύμα μου από τη θεία δόξα καί χάρη της.

Βεβαιώνω μπροστά στόν Θεό πώς, αν δεν είχα φυλάξει στήν καρδιά μου καί στόν νεοφώτιστο νού μου τίς θεόπνευστες διδαχές καί υποθήκες Του, θά είχα θεωρήσει Τήν Παρθένο θεό καί θά τήν είχα προσκυνήσει έτσι όπως προσκυνούμε Τόν μόνο αληθινό Θεό. Γιατί κανένας νούς δέν μπορεί να φανταστεί γιά άνθρωπο δοξασμένο από Τόν Θεό δόξα ανώτερη από τη δόξα εκείνη πού αξιώθηκα εγώ, ο ανάξιος, να δώ, ούτε μακαριότητα μεγαλύτερη από τη μακαριότητα πού αξιώθηκα να γευθώ.

Ευχαριστώ Τόν ύψιστο καί πανάγαθο Θεό μου,

Τήν Παναγία Παρθένο, τόν κορυφαίο Απόστολο Ιωάννη, καθώς κι εσένα, τήν ανώτατη καί επισημότατη κεφαλή της Εκκλησίας, πού σπλαχνικά μου φανέρωσε μια τέτοια ευεργεσία».

Πηγή: vimaorthodoxias.gr

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη 2 Ὀκτωβρίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΣΤΙΝΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΡΟΣ)
Πρὸς Τιμόθεον Α’ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
1: 12-17

Τέκνον Τιμόθεε, χάριν ἔχω τῷ ἐνδυναμώσαντί με Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ὅτι πιστόν με ἡγήσατο, θέμενος εἰς διακονίαν τὸν πρότερον ὄντα βλάσφημον καὶ διώκτην καὶ ὑβριστήν· ἀλλ᾿ ἠλεήθην, ὅτι ἀγνοῶν ἐποίησα ἐν ἀπιστίᾳ, ὑπερεπλεόνασε δὲ ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν μετὰ πίστεως καὶ ἀγάπης τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ. Πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος, ὅτι Χριστὸς ᾿Ιησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ· ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἠλεήθην, ἵνα ἐν ἐμοὶ πρώτῳ ἐνδείξηται ᾿Ιησοῦς Χριστὸς τὴν πᾶσαν μακροθυμίαν, πρὸς ὑποτύπωσιν τῶν μελλόντων πιστεύειν ἐπ᾿ αὐτῷ εἰς ζωὴν αἰώνιον. Τῷ δὲ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, ἀφθάρτῳ, ἀοράτῳ, μόνῳ σοφῷ Θεῷ, τιμὴ καὶ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΣΤΙΝΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΡΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
10: 9-16

Εἶπεν ὁ Κύριος· Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι᾽ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ σωθήσεται καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται καὶ νομὴν εὑρήσει. Ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσιν καὶ περισσὸν ἔχωσιν. ᾽Εγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός· ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων·ὁ μισθωτὸς καὶ οὐκ ὢν ποιμήν, οὗ οὐκ ἔστιν τὰ πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησιν τὰ πρόβατα καὶ φεύγει καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτὰ καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα. Ὁ δὲ μισθωτὸς φεύγει ὅτι μισθωτός ἐστιν καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων. ᾽Εγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν,καθὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα· καὶ τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων. Καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνα δεῖ με ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσιν, καὶ γενήσονται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μόρφου Νεόφυτος: Ἡ μαγεία τοῦ Κυπριανοῦ καὶ ἡ πίστη τῆς Ἰουστίνης (02.10.2023)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης, ποὺ τελέσθηκε στὸν ὁμώνυμο πανηγυρίζοντα ἱερὸ ναὸ τῆς κοινότητος Μενίκου τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (02.10.2023).

Ψάλλει ὁ πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.

Χριστὲ μου, δὼσ’ μου ὑπομονὴ καὶ τὴν πίστη τῶν Ἁγίων… (Ἑορτὴ Ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης, 2017)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὴ Θεία Λειτουργία τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης τῆς κοινότητας Μενίκου, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (2.10.2017).

Ἡ μουσικὴ στοὺς τίτλους ἔναρξης καὶ τέλους εἶναι ἀπὸ τὴ σύνθεση «Uşşak Şarkı» τοῦ Σωκράτη Σινόπουλου καὶ τοῦ Derya Turkan, ποὺ περιέχεται στὸ ἄλμπουμ «Γράμμα ἀπὸ τὴν Πόλη» τῆς Golden Horn Productions (2003).

Βίος καὶ Μαρτύριο τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ καὶ τῆς ἁγίας παρθενομάρτυρος Ἰουστίνης καὶ ἡ τιμή τους στὸ Μένικο τῆς Κύπρου

Βίος καὶ Μαρτύριο τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ καὶ τῆς ἁγίας παρθενομάρτυρος Ἰουστίνης καὶ ἡ τιμή τους στὸ Μένικο τῆς Κύπρου.

Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ

Ο άγιος Κυπριανός

Οἱ ἅγιοι ἔνδοξοι μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ Κυπριανὸς καὶ Ἰουστίνη ἔζησαν στὴ μεγαλόπολη Ἀντιόχεια τοῦ Ὀρόντου,  τὴν πρωτεύουσα  τῆς Συρίας1 Καὶ ὁ μὲν Κυπριανὸς ἦταν ἀπὸ πλούσια καὶ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια καὶ ἄκρως καταρτισμένος στὴ φιλοσοφία, βυθισμένος ὅμως στὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας καὶ ἔκδοτος στὴν τέχνη τῆς μαγείας. Ἡ Ἰουστίνη, ὀνομαζόμενη ἀρχικὰ Ἰοῦστα, ἦταν νεαρὴ παρθένος μὲ ἐξαίσιο φυσικὸ κάλλος, κόρη ἑνὸς ἱερέα τῶν εἰδώλων, ὀνομαζομένου Αἰδεσίου.

Ἀκούγοντας κάποια μέρα ἡ Ἰοῦστα τὸ εὐαγγελικό κήρυγμα τοῦ διακόνου Πραϋλίου, φλογεροῦ χριστιανοῦ ἱεραποστόλου, ἐπειδὴ τύγχανε καλῆς προαίρεσης, ἄνοιξαν μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς της καὶ πίστευσε ὁλόψυχα στὸν Χριστό.Ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη της πρὸς τὸν Θεὸ τὴ μεταμόρφωσαν σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ὁδήγησε στὸν Χριστὸ τὴ μητέρα της, ἡ ὁποία μὲ τὴ σειρά της ἔπεισε τὸν σύζυγό της νὰ πιστεύσει στὸν ἀληθινὸ Θεό· καὶ ἔτσι πῆγαν καὶ οἱ τρεῖς στὸν ἐπίσκοπο Ὅπτατο καὶ ζήτησαν νὰ βαπτισθοῦν. Στὴ συνέχεια, ἡ Ἰοῦστα ἀποφάσισε νὰ ἀφιερώσει πλήρως τὸν ἑαυτό της στὸν Κύριο καὶ νὰ περάσει τὸν ὑπόλοιπό της βίο μὲ παρθενία, νηστεία καὶ προσευχή.

Ὁ περίφημος μάγος καὶ εἰδωλολάτρης Κυπριανὸς ὁδηγήθηκε κατόπιν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ κι αὐτός, μὲ τὸν ἀκόλουθο τρόπο. Ἕνας νεαρὸς εἰδωλολάτρης, ὀνόματι Ἀγλαΐδας, ἐρωτεύθηκε σφοδρὰ τὴν Ἰοῦστα. Ἐπειδὴ ὅμως ὅλες του οἱ ἀπόπειρες νὰ ἑλκύσει στὴν ἀγάπη του τὴ νέα ἀποκρούονταν, ἀπελπισμένος, στράφηκε στὸν Κυπριανό, ζητώντας του ν᾽ ἀνάψει στὴν καρδιὰ τῆς Ἰούστας μὲ τὶς  ἐνέργειες τῆς μαγικῆς του τέχνης τὸν ἔρωτα πρὸς αὐτόν. Ἀφοῦ λοιπὸν μελέτησε τὰ βιβλία του, ὁ Κυπριανὸς ἐπικαλέσθηκε τὰ δαιμόνια, τὶς ὑπηρεσίες τῶν ὁποίων εἶχε ἐξασφαλίσει. Τίποτα ὅμως δὲν στάθηκε δυνατὸ νὰ προκαλέσει ἁμαρτωλὸ πόθο στὴν κόρη. Τόσο ἔνθερμος ἦταν ὁ ἔρωτάς της γιὰ τὸν οὐράνιο Νυμφίο καὶ τόσο πύρινη ἡ προσευχή της πρὸς αὐτόν! Τρεῖς φορὲς ἔστειλε τὰ δαιμόνια στὴν Ἰοῦστα ὁ Κυπριανός, μὰ καὶ τὶς τρεῖς φορὲς ἡττήθηκαν ἀπὸ τὴν παντοδύναμη  χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἀήττητο ὅπλο τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ, μὲ τὸ ὁποῖο σφράγιζε τὸν ἑαυτό της ἡ ἁγία παρθένος. Ἀναγνώρισε τότε ὁ Κυπριανός, ὅτι ἡ πίστη τῶν χριστιανῶν ἦταν πιὸ δυνατὴ ἀπ’ ὅλα τὰ ἔργα τῆς δαιμονικῆς του τέχνης. Πίστεψε κι ἐκεῖνος στὸν Χριστό, πῆγε στὸν ἐπίσκοπο Ἄνθιμο καὶ βαπτίσθηκε, ἐγκατέλειψε τὴ σκοτεινὴ τέχνη του κι ἔκαψε δημοσίως τὰ βιβλία τῆς μαγείας. Στὴ συνέχεια, χειροτονήθηκε βαθμηδὸν διάκονος, πρεσβύτερος καί, τέλος, ἐπίσκοπος, σὲ διαδοχὴ τοῦ ἐπισκόπου Ἀνθίμου, καὶ χειροτόνησε τὴν Ἰοῦστα διακόνισσα τῆς Ἐκκλησίας, δίδοντάς της τὸ ὄνομα Ἰουστίνη. Κατὰ τὸν τελευταῖο μεγάλο διωγμὸ τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ (285-305), τοὺς συνέλαβαν καὶ τοὺς δύο καὶ τοὺς ὁδήγησαν στὴ Δαμασκό, ὅπου τοὺς ὑπέβαλαν σὲ ποικίλα φρικτὰ βασανιστήρια. Τοὺς μετέφεραν κατόπιν στὴ Νικομήδεια τῆς Βιθυνίας, ὅπου, μὲ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ ἀποκεφαλίσθηκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, κοντὰ στὸν παραρρέοντα ποταμὸ Γάλλο. Τὰ τίμιά τους λείψανα, σύμφωνα μὲ τὰ ἀρχαῖα συναξάριά τους, μεταφέρθηκαν στὴν πρωτεύουσα Ρώμη ἀπὸ παρατυχόντες Ρωμαίους ταξιδιῶτες. Ἀργότερα ὅμως, ὅπως ἔγινε καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις (ὅπως μὲ τὰ λείψανα τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, ποὺ μεταφέρθηκαν κατόπιν ἀπὸ τὴ Ρώμη στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας), φαίνεται ὅτι τὰ ἅγια αὐτὰ λείψανα ἐπαναπατρίζονται Μεγάλη Ἀντιόχεια τῆς Συρίας.

Τα τίμια λείψανα των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης

Ἡ ἰδιαίτερη τιμὴ τῶν ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης στὴν Κύπρο ἔχει τὶς ἀπαρχές της πιθανώτατα στὸν 13ο αἰῶνα: Τὰ ἱερά τους λείψανα, ποὺ βρίσκονταν τότε στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, ἕνεκα τῆς προέλασης τῶν Μαμελούκων καὶ πρὶν τὴν τελικὴ πτώση τῆς Ἀντιόχειας σ᾽ αὐτούς, μεταφέρονται γιὰ ἀσφάλεια στὴν Κύπρο ἀπὸ πρόσφυγες Ἀντιοχεῖς, καὶ κατατίθενται σὲ προϋπάρχοντα βυζαντινὸ ναὸ στὸ χωριὸ Μένικο τῆς Μητροπόλεως Μόρφου, σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ γνωστοῦ τοπικοῦ μεσαιωνικοῦ χρονογράφου Λεοντίου Μαχαιρᾶ (15ος αἰῶνας). Ὁ Μαχαιρᾶς ἀναφέρεται περαιτέρω καὶ στὰ πολλὰ θαύματα, ἰδίως στὶς θεραπεῖες ὀφθαλμικῶν παθήσεων καὶ πυρέξεων (ἐμπύρετης ἑλονοσίας), ποὺ ἐνεργοῦσαν οἱ ἅγιοι, καὶ ὅτι ὁ Φρᾶγκος βασιλιὰς Πέτρος Α´ Λουζινιανὸς (1359-1369), ἐπειδὴ εἶχε θεραπευθεῖ ἀπὸ  τοὺς ἁγίους, πίνοντας ἀπὸ τὸ θαυματουργό τους ἁγίασμα, κρήμνισε τὸν προγενέστερο μικρότερο βυζαντινὸ ναὸ καὶ ἔκτισε μεγάλη ἐκκλησία στὸν ἴδιο χῶρο πρὸς τιμή τους,  ἐπαργυρώνοντας καὶ τὶς κάρες τους. Ἡ σπουδαιότατη αὐτὴ μαρτυρία τοῦ Λεοντίου Μαχαιρᾶ, ὅπως καταγράφεται στὸ περίφημό του Χρονικὸν (ἔκδ. R. M. Dawkins, Recital concerning the Sweet Land of Cyprus entitled ‘Chronicle’, Oxford 1932, Vol. I, § 39, σελ. 38), ἔχει ἐπὶ λέξει ὡς ἑξῆς:

«Ἀκόμη εὑρίσκουνται εἰς τὴν Κύπρον οἱ δύο κεφαλάδες τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης, οἱ (ὁ)ποῖοι ἐμαρτυρῆσαν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, καὶ εἰς τὴν κάκωσιν τῆς Συρίας ἐφέραν τες εἰς τὴν Κύπρον καὶ ἐβάλαν τες εἰς ἕναν ἐκκλησούδιν εἰς τὸ Μένικον. Καὶ εἰς τὸ πλευρὸν τοῦ Βημάτου (Ἱεροῦ Βήματος) πρὸς τὸν νότον ἔχει λάκκον, ὅπου πολομᾷ (ἐνεργεῖ) μεγάλες ἴασες εἰς γαρισούραν καὶ εἰς τὰς πύρεξες. Καὶ εἰς τὸν καιρὸν τοῦ ρὲ Πιὲρ τοῦ μεγάλου εἶχεν τὴν καρτάναν (ἑλώδης πυρετὸς) καὶ δὲν ἠμπόρεσεν ναὔρῃ ὑγείαν· τινὲς εἶπάν του διὰ τὸν ἅγιον Κυπριανὸν καὶ Ἰουστίναν ὅπου εἶνε εἰς τὸ Μένικον κοντὰ τοῦ Ἀκακίου (κοντὰ στὸ χωριὸ Ἀκάκι)· ὁ (ὁ)ποῖος ἦρτεν καὶ ᾽προποτίστην (ἤπιε ἀπὸ τὸ ἁγίασμα)καὶ παραῦθα (ἀμέσως) ἐγίανεν· εἶνε ἀλήθεια ὅτι τὸ νερὸν εἶνε πολλὰ γλυφὸν καὶ κακόποτον, ἀμμὲ θαυμαστὸν εἰς ἰατρείαν· καὶ ὥρισεν καὶ ἐποῖκαν (κατασκεύασαν) ἐκκλησίανἀποὺ γῆς καὶ ἀργύρωσεν τὰς β´κεφαλάς, καὶ εἰς τὴν κορυφὴν ἀφῆκεν τόπον μὲ πόρτες νὰ προσκυνοῦν τὰ λείψανα.»

Τὰ ἅγια αὐτὰ λείψανα φυλάσσονται μέχρι σήμερα στὸν ὁμώνυμό τους ναὸ αὐτὸ στὸ Μένικο, ποὺ κτίσθηκε τὸ ἔτος 1846, στὴ θέση τοῦ πιὸ πάνω μεσαιωνικοῦ κτίσματος τοῦ βασιλιᾶ Πέτρου Α´ Λουζινιανοῦ. Ἐδῶ συντρέχουν ὁλόχρονα πλήθη πιστῶν, ὄχι μόνο Κυπρίων, μὰ καὶ ἀπὸ ἄλλες χῶρες, ἰδιαίτερα Ρώσων, γιὰ νὰ προσκυνήσουν, καὶ νὰ πάρουν ἀπὸ τὸ  θαυματουργὸ ἁγίασμα τῶν ἁγίων. Καὶ οἱ περιώνυμοι ἅγιοι Κυπριανὸς καὶ Ἰουστίνη, ἀνταποκρινόμενοι ἄμεσα στὸν ἀνθρώπινο πόνο καὶ τὶς θλίψεις αὐτῶν, ποὺ προσέρχονται μὲ πίστη θερμὴ σ᾽ αὐτούς, παρέχουν ἀφθονοπάροχα τὴ χάρη τῶν ἰάσεων καὶ συνεχίζουν νὰ ἐνεργοῦν πλεῖστα ὅσα θαύματα.

Ἡ μνήμη τους τελεῖται στὶς 2 Ὀκτωβρίου, ὁπόταν λαμβάνει χώραν μέγιστη πανήγυρη, μὲ ἀθρόα προσέλευση πιστῶν.


[1] Ἐδῶ, πρέπει νὰ τονίσουμε τὴ σύγχυση, ποὺ προῆλθε σὲ νεώτερους χρόνους, σχετικὰ μὲ τὴν πόλη, ὅπου ἔζησαν οἱ ἅγιοι Κυπριανὸς καὶ Ἰουστίνη. Ἐπειδὴ δηλ. κάποιοι ἐρευνητὲς πρόσεξαν, ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ ἐν λόγῳ ἁγίου ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ δὲν ὑπάρχει σὲ γνωστοὺς καταλόγους πατριαρχῶν Ἀντιοχείας τῆς Συρίας, ὑπέθεσαν καὶ κατέγραψαν, ὅτι τάχα ὁ ἅγιος Κυπριανός ὑπῆρξε ἐπίσκοπος τῆς Ἀντιόχειας τῆς Πισιδίας στὴ Μικρὰ Ἀσία, καὶ μετέθεσαν ἐκεῖ τὰ δρώμενα τοῦ βίου του, καὶ ἀκολούθως καὶ τῆς ἁγίας Ἰουστίνης. Ὅμως, τὸ σύνολο τῶν ἀρχαίων Βίων καὶ Μαρτυρίων τῶν ἁγίων τούτων εἶναι σύμφωνο καὶ σαφές, ὅτι ἡ Ἀντιόχεια, ποὺ ἀναφέρουν, εἶναι ἡ πρὸς Δάφνην ἢ τῆς Συρίας, ἡ γνωστὴ ἀρχαία πρωτεύουσα τῆς Συρίας, ἡ ἐπὶ τοῦ Ὀρόντου ποταμοῦ.  Εἶναι ἐξάλλου γνωστὸ τὸ πόσο ἐλλειπεῖς τυγχάνουν οἱ σχετικοὶ κατάλογοι ἀρχιεπισκόπων καὶ πατριαρχῶν τῶν πόλεων καὶ μητροπόλεων τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, μάλιστα κατὰ τοὺς πρώιμους χρόνους. Περαιτέρω, τὴν ἐποχὴ ἀκμῆς τῶν ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης, ἡ Ἀντιόχεια τῆς Συρίας ἦταν ἀκόμη ἕδρα ἀρχιεπισκόπου, ὁ δὲ ἅγιος Κυπριανὸς εἶναι πιθανὸν νὰ μὴν ἦταν ἀρχιεπίσκοπος, ἀλλὰ χωρεπίσκοπος στὴν Ἀντιόχεια. Τέλος, οἱ ἁγίες κάρες τους ἦλθαν στὴν Κύπρο (κατὰ τοὺς ὑστεροβυζαντινοὺς χρόνους) ἀπὸ τὴν Μεγάλη Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, σύμφωνα μὲ τὴν ἀναφορὰ τοῦ Λεοντίου Μαχαιρᾶ (βλ. κατωτέρω).