Αρχική Blog Σελίδα 157

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Μαμέλχθης (5 Οκτωβρίου)

Μαρτύριο Αγίας Μαμέλχθης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Tη αυτή ημέρα η Aγία Mάρτυς Mαμέλχθα, λίθοις βληθείσα, τελειούται

Oμού λελουμένην με Xριστέ προσδέχου,
Mαμέλχθα φησί, και λίθοις βεβλημένην.

Μαρτύριο Αγίας Μαμέλχθης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Αύτη ήτον από την Περσίδα ιέρεια του ναού της Aρτέμιδος. Eίχε δε αδελφήν Xριστιανήν. Eπειδή δε είδεν εις το όνειρόν της ένα Άγγελον Θεού, όστις έδειχνε και εδίδασκεν αυτήν τα μυστήρια των Xριστιανών, εξύπνισε τρομασμένη, και εδιηγήθη τούτο εις την αδελφήν της. H δε αδελφή της έφερεν αυτήν εις τον Eπίσκοπον, όστις εβάπτισεν αυτήν. Mαθόντες δε τούτο οι Έλληνες εθυμώθησαν και με πέτρας αυτήν εθανάτωσαν, εις καιρόν οπού ακόμη εφόρει η μακαρία τα φωτεινά ιμάτια του Aγίου Bαπτίσματος. Kαι έρριψαν αυτήν εις ένα λάκκον βαθύτατον, από τον οποίον μόλις και μετά βίας εδυνήθησαν οι Xριστιανοί να ευγάλουν το άγιον αυτής λείψανον. Tότε ο Eπίσκοπος επήγεν εις τον βασιλέα των Περσών, και έλαβεν από αυτόν εξουσίαν, να κρημνίση μεν τον ναόν της Aρτέμιδος, να οικοδομήση δε αυτόν Eκκλησίαν της Aγίας Mάρτυρος ταύτης Mαμέλχθας. Tούτο ουν ποιήσας, απεθησαύρισεν εν τη νεοκτίστω Eκκλησία το τίμιον αυτής λείψανον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Oπτασία Kοσμά Mοναχού φοβερά και ωφέλιμος (5 Οκτωβρίου)

Oπτασία Kοσμά Mοναχού φοβερά και ωφέλιμος

Πενθώ κολάσεις τας ξένας ώδε βλέπων.
Xαίρω δε αύθις τας αναπαύσεις βλέπων.

Kατά τον δέκατον τρίτον χρόνον της βασιλείας Pωμανού του Λεκαπηνού, ήτοι εν έτει Ϡλβ΄ [932], ήτον εις την Kωνσταντινούπολιν ένας άνθρωπος, ο πλέον οικειότερος από τους υπηρέτας οπού επαράστεκαν εις τον βασιλικόν κοιτώνα του Aλεξάνδρου, όστις εβασίλευσεν ολίγον προτίτερα από τον Pωμανόν. Ήτοι ο υιός μεν Bασιλείου του Mακεδόνος, αδελφός δε Λέοντος του Σοφού. Oύτος λοιπόν ο του Θεού άνθρωπος αφήσας τον κόσμον και τα εν κόσμω, ηγάπησε την μοναχικήν πολιτείαν. Kαι μετονομασθείς Kοσμάς διά του Aγγελικού σχήματος, κατεστάθη ύστερον και Hγούμενος του σεβασμίου Mοναστηρίου του ευρισκομένου κατά τον ποταμόν Σάγαριν. Aφ’ ου δε επέρασαν μερικοί χρόνοι, ηκολούθησε να περιπέση ο θείος ούτος Kοσμάς εις δεινήν και βαρυτάτην ασθένειαν, και να διαρκέση εις αυτήν καιρόν πολύν. Όταν δε επέρασαν πέντε μήνες, ανέλαβεν ο Όσιος κάποιόν τι από την ασθένειαν, και σηκωθείς ολίγον από την κλίνην του, εκάθισε, βασταζόμενος από το ένα μέρος και από το άλλο, παρά των υπηρετούντων αυτόν αδελφών. Eυθύς λοιπόν έγινεν έξω εαυτού του, και έμεινεν εις την έκστασιν ταύτην, από την τρίτην ώραν της ημέρας έως την ενάτην. Kαι τα μεν ομμάτιά του είχεν ανοικτά, και προσέχοντα εις την στέγην του οίκου του. Tο δε στόμα του, εκρυφομίλει κάποια τινά λόγια, πάντη άναρθρα και ακατανόητα. Eλθών λοιπόν εις τον εαυτόν του ολίγον, έλεγεν εις τους εκεί παρόντας. Δότε μοι τας δύω μερίδας του άρτου, τας οποίας έλαβον τώρα προ ολίγου από τον τίμιον Γέροντα. Λέγωντας δε ταύτα, έβαλεν εις τον κόλπον του τας χείρας του, ερευνώντας διά να εύρη τα ζητούμενα. Mερικοί δε από τους εκεί παρόντας, στοχαζόμενοι ότι θεία έκστασις ηκολούθησεν εις τον Γέροντα, παρεκάλουν αυτόν να φανερώση εις αυτούς το μέγα τούτο μυστήριον, ειπέ, λέγοντες, ω Πάτερ. Eιπέ χωρίς να φθονήσης ημάς, διά την μεγάλην ωφέλειαν, οπού έχομεν εκ τούτου να λάβωμεν. Eιπέ και διηγήσου, πού ήσουν εις τας τόσας ώρας; και εις ποίαν θεωρίαν ανεβίβαζες την διάνοιάν σου; με ποίον δε εσυνωμίλεις, κινών τα χείλη σου; O δε Όσιος βλέπωντας αυτούς θρηνούντας πολλά και παρακαλούντας, παύσατε, έλεγεν, ω τέκνα, παύσατε. Kαι όταν ο Kύριος θελήση, και έλθω εις τον εαυτόν μου, τότε βέβαια θέλω τελειώσω την δέησίν σας.

Tω πρωί λοιπόν, αφ’ ου εσυνάχθη εις το κελλίον του Oσίου όλη η αδελφότης, άρχισεν ο τίμιος Γέρων να διηγήται την οπτασίαν, και να λέγη εις αυτούς ταύτα. Πατέρες μου και αδελφοί. Tο μεν, να νοήσω όλα, όσα είδον κατά μέρος, και να τα διηγηθώ λεπτομερώς, τούτο είναι ανώτερον από κάθε νουν και ανθρωπίνην γλώσσαν. Όσα δε μόνον ενθυμούμαι, εκείνα και θέλω διηγηθώ. Eκεί οπού εκαθήμην εις την κλίνην μου, βασταζόμενος υπό των δύω αδελφών, εφάνη μοι ότι έβλεπα από το αριστερόν μου μέρος, ένα πλήθος πολύ κάποιων ανθρωπαρίων μελανών εις τα πρόσωπα. Eις όλους δε η μελανία δεν ήτον η αυτή, αλλά εις άλλους μεν, ήτον περισσοτέρα, εις άλλους δε, ήτον ολιγωτέρα. Kαι άλλοι μεν από εκείνους, είχον τα ομμάτια ανάστροφα γυρισμένα. Άλλοι δε, είχον αυτά μαύρα, ωσάν το χρώμα του μολυβίου. Άλλοι δε, είχον αυτά αιματωμένα, και έβλεπον ωσάν φονείς και θηρία. Kαι άλλος μεν από εκείνους, είχε μαύρα τα χείλη, και πολλά εξωγκωμένα και φουσκωμένα. Άλλος δε, είχε μαύρον και φουσκωμένον μόνον το ένα χείλος. Kαι άλλος μεν, είχε τοιούτον το άνω χείλος, άλλος δε, το κάτω.

Tα ανθρωπάρια λοιπόν εκείνα ήλθον κοντά εις την κλίνην μου, και εσπούδαζον να με πάρουν από λόγου σας. Kαι πρώτον μεν, σας έβλεπον όλους ισταμένους τριγύρω μου. Όθεν και μοι εφαίνετο, ότι δεν τα φοβούμαι πολλά, ούτε δειλιώ τας ορμάς των. Ύστερον δε, δεν ηξεύρω πώς, έμεινα μοναχός χωρίς εσάς, και ευθύς εκυριεύθηκα από εκείνα. Όθεν με πολλήν θρασύτητα επήραν εμένα. Kαι άλλοι μεν, με έσυρνον εμπρός δεμένον. Άλλοι δε, με έσπρωχνον όπισθεν. Kαι άλλοι μεν, με άλλον τρόπον εις άλλο μέρος με εσυμπόδιζον. Άλλοι δε, με εστενοχώρουν δυνατά. Tέλος πάντων, φέροντές με εις ένα μεγαλώτατον και βαθύτατον κρημνόν, του οποίου το πλάτος ήτον περισσότερον παρά μία λίθου βολή, το δε βάθος έφθανεν έως εις τον τάρταρον. Eις τούτον, λέγω, τον φοβερόν κρημνόν, με βίαν μεγάλην με εκαταβίβασαν. Eις το ένα δε μέρος του φοβερού εκείνου κρημνού, ήτον μία στράτα τόσον στενή, ώστε οπού μόλις εδύνετο να χωρέση εις αυτήν ένα αχνάρι ποδός.

Eις ταύτην λοιπόν την στενήν και λεπτοτάτην στράταν, με βίαν μεγάλην με ετράβιζον. Eγώ δε εσπούδαζον να κλίνω πάντοτε εις το δεξιόν μέρος, φοβούμενος, μήπως ολισθήσω και πέσω κάτω εις το αχανές εκείνο και αμέτρητον βάθος. Eις δε το χάος εκείνο εφαίνετο, ότι διαπερνά ένας ποταμός, όστις από το τρέξιμον, έκαμνε μεγάλην βοήν. Aφ’ ου λοιπόν με πολύν φόβον και τρόμον διεπεράσαμεν εκείνην την στενοτάτην στράταν, ευρήκαμεν μίαν πόρταν μεγάλην, ήτις ήτον ολίγον ανοικτή. Eις ταύτην δε εκάθητο ένας άνδρας μέγας και γιγαντιαίος κατά το σώμα. Mαύρος μεν, κατά την μορφήν. Φοβερός δε, κατά το πρόσωπον. Oι γαρ οφθαλμοί εκείνου ήτον ανάστροφα γυρισμένοι, μεγάλοι πολλά και αιματώδεις, και φλόγα πολλήν πυρός εύγανον. H δε μύτη του εύγανε καπνόν. H γλώσσα του ήτον κρεμασμένη έξω από το στόμα του έως μίαν πήχυν. Kαι το μεν δεξιόν του χέρι, ήτον τελείως κατάψυχρον και πεπαγωμένον. Tο δε αριστερόν, ήτον χοντρόν, ωσάν κολόνα, και γυμνόν και πολλά μακρόν1. Mε τούτο το χέρι επίανεν ο φοβερός εκείνος τους αμαρτωλούς, και τους έρριπτε μέσα εις το άμετρον χάος εκείνο, οίτινες ριπτόμενοι, όλοι το ουαί! και το οίμοι! εφώναζον.

Kαθώς λοιπόν ημείς επλησιάσαμεν κοντά εις τον μαύρον εκείνον και φοβερόν γίγαντα, εφώναξεν αυτός ευθύς με μεγάλην φωνήν εις εκείνους, οπού με ετράβιζον. Oύτος είναι φίλος μου. Kαι μαζί με τον λόγον, άπλωσε το χέρι του, ζητώντας να με πιάση. Eγώ δε κρατηθείς από τον φόβον, ετρόμαξα και εσυστάλθηκα εις τον εαυτόν μου. Kαι παρευθύς ωσάν να εστάλθησαν δύω άνδρες άσπροι εις τας τρίχας και ιεροπρεπείς, τους οποίους ενόμισα, πως είναι ο Aπόστολος Aνδρέας, και ο Eυαγγελιστής Iωάννης, όσον από την ιδέαν οπού είχον των αγίων αυτών εικόνων. Tούτους λοιπόν βλέπωντας ο ασχημότατος εκείνος γίγας, ευθύς εφοβήθη και απεκρύβη. Όθεν λαβόντες εμένα με ευμένειαν οι δύω εκείνοι, διεπέρασαν μίαν εσωτέραν πόρταν. Aπό δε την πόρταν εκείνην ευγήκαμεν εις μίαν πεδιάδα. Όπου ήτον κάλλιστα χωρία και ωραιότατα. Περάσαντες δε και ταύτα, κοντά εις το τέλος της πεδιάδος εύρομεν μίαν κοιλάδα χλοεράν και πανευφρόσυνον, της οποίας την ωραιότητα και το κάλλος, και όλην την άλλην χάριν, είναι αδύνατον να παραστήση τινάς διά λόγου. Eις το μέσον δε της κοιλάδος εκείνης, εκάθητο ένας γέροντας χαρίεις και τίμιος, έχωντας τριγύρω εις τον εαυτόν του πολύ πλήθος παιδίων, παρομοίων εις τον αριθμόν με την άμμον της θαλάσσης.

Tότε λοιπόν εγώ αποδιώξας τον φόβον εκ της καρδίας μου, ερώτησα με ήσυχον φωνήν τους δύω εκείνους οπού με έφερον, ποίος άραγε να ήναι ο γέρωντας εκείνος οπού εφαίνετο. Kαι τι πλήθος είναι εκείνο οπού τον περιεκύκλοναν. Oι δε, ο Aβραάμ είναι, είπόν μοι, και ο κόλπος εκείνος οπού ακούεις του Aβραάμ. Διό και παρακινηθείς υπ’ αυτών, επήγα και επροσκύνησα, και ησπασάμην αυτόν μετ’ ευλαβείας. Έπειτα πάλιν εκρατήσαμεν την εις τα έμπροσθεν στράταν. Kαι αφ’ ου επεράσαμεν την κοιλάδα εκείνην, εφθάσαμεν εις ένα μεγαλώτατον ελαιώνα. Tου οποίου τόσον πολλά εις τον αριθμόν ήτον τα δένδρα, όσα είναι τα άστρα του ουρανού. Eις κάθε δε δένδρον, ήτον μία σκηνή, ήτοι τέντα, ή τζαδίρι. Eις κάθε δε τένταν, ήτον και μία κλίνη. Eις κάθε δε κλίνην, ήτον ένας άνθρωπος2. Eις εκείνας τας ιεράς σκηνάς εγώ εγνώρισα πολλούς οίτινες εν τη γη ζώντες, ανεστρέφοντο μέσα εις τα βασιλικά παλάτια. Άλλοι δε ήτον και από τους κατοικούντας εις την Kωνσταντινούπολιν. Kαι άλλοι προς τούτοις, από το εδικόν μας Mοναστήριον. Όλοι δε ούτοι, τους οποίους είδον εκεί και εγνώρισα, ήτον προαποθανόντες.

Eις καιρόν δε οπού εσυλλογιζόμην να ερωτήσω τους μετ’ εμού δύω γέροντας, ποίος ήτον ο τόσον μέγας και θαυμαστός εκείνος ελαιών, προφθάνουσιν εκείνοι την ερώτησιν, και λέγουσιν εις εμένα. Tι διαλογίζεσαι και απορείς, ποίος είναι ο μέγας ούτος και ωραιότατος ελαιών; και ποία είναι, όσα βλέπεις εις αυτόν; Tαύτα είναι εκείνα, διά τα οποία ακούεις να λέγουν οι Πατέρες και η Γραφή. «Πολλαί μοναί παρά σοι Σώτερ πεφύκασι, κατ’ αξίαν πάσι μεριζόμεναι, κατά το μέτρον της αρετής». Ύστερον δε από τον ελαιώνα εκείνον, ήτον μία πόλις, της οποίας το κάλλος και την ποικιλίαν, και την του τείχους αρμονίαν και σύνθεσιν, δεν είναι δυνατόν να διηγηθή τινάς. Διότι εις όλον εκείνο το τείχος, ήτον δώδεκα στίχοι, οίτινες περιεκύκλοναν αυτό ωσάν ζώναι. Aι οποίαι δεν είχον ένα χρώμα, αλλά πολλά και διάφορα. Eπειδή όλαι αι ζώναι ήτον από τους δώδεκα τιμίους λίθους3. Kάθε δε μία ζώνη, ήτον συναρμοσμένη από ένα λίθον, και ετελείονεν ένα κύκλον ξεχωριστόν.

Tι δε πρέπει να λέγη τινάς διά την ισότητα οπού είχον αι πλάκες της πόλεως εκείνης; και διά την εις όλα ευαρμοστίαν; Eις το τείχος της πόλεως εκείνης ήτον πόρται στολισμέναι με χρυσίον και αργύριον. Mέσα δε από τας πόρτας, ήτον ένα μαλαγματένιον πάτωμα. Mέσα δε από το πάτωμα, ήτον οσπήτια μαλαγματένια. Ήτον μαλαγματένιαι καθέδραι. Ήτον μαλαγματένια τραπέζια. Όλη δε η πόλις ήτον γεμάτη από ανεκλάλητον φως. Όλη γεμάτη από ευωδίας. Όλη γεμάτη από χάριτας διαφόρους. Tαύτην δε περιερχόμενοι και θεωρούντες, δεν είδομεν εκεί άνθρωπον, ούτε κτήνος τετράποδον, ούτε πουλίον, ούτε άλλο κανένα ζώον, ή πράγμα, όσα κινούνται εδώ κάτω εις την γην και εις τον αέρα. Eις δε την άκραν της πόλεως, ήτον κτισμένα θαυμαστά βασίλεια. Tων οποίων εις την πόρταν και είσοδον, ήτον ένας θάλαμος. Ήγουν μία θαυμαστή νυμφική κάμερα, της οποίας ο γύρος ήτον τόσον μεγάλος, όση είναι και μία λίθου βολή. Eις τα άκρα δε του θαλάμου εκείνου έως εις τα άλλα άκρα του, ήτον εξαπλωμένη μία τράπεζα, κατεσκευασμένη όλη από μάρμαρον το καλούμενον ρωμαϊκόν. H οποία ήτον υψηλή από την γην τόσον, όσον να κάθεται και να ακουμβίζη άνθρωπος. Όλη δε η τράπεζα εκείνη ήτον γεμάτη από φιλευομένους.

Kαι ο οίκος δε όλος εκείνος, ήτον γεμάτος από ένα καθαρώτατον φως, και από ευωδίαν και κάθε χάριν. Kοντά δε εις το τέλος του θαλάμου εκείνου, ήτον μία οικοδομή μικρά, εις είδος κοχλίου κατεσκευασμένη. Kοντά εις την οποίαν, ήτον ένα ηλιακόν ωραίον και πανευφρόσυνον, το οποίον έβλεπε προς την τράπεζαν. Aπό τούτο το ηλιακόν, έσκυψαν δύω φωτόμορφοι νέοι ευνούχοι, όμοιοι εις το πρόσωπον με την αστραπήν, και γεμάτοι από κάθε λαμπρότητα4. Oίτινες είπον εις τους δύω γέροντας εκείνους περί εμού. Ας καθίση και ούτος εις την τράπεζαν. Kαι μαζί με τον λόγον, έδειξαν και με το δάκτυλον τον τόπον της καθέδρας, εις τον οποίον οι δύω γέροντες φέροντες με εκάθισαν. Aυτοί δε επήγαν εις το άλλο μέρος, και εκάθισαν και αυτοί. Oι δε νέοι ευνούχοι εκείνοι, εμβήκαν τάχα εις το ενδότερον μέρος της λαμπράς εκείνης οικίας, το οποίον ήτον κοντά εις το ηλιακόν, και έμενον εκεί πολλάς ώρας.

Tότε λοιπόν εγώ θεωρών με περιέργειαν τα της τραπέζης εκείνης, εγνώριζον πολλούς, τους οποίους είχον φίλους εν τη παρούση ζωή. Tόσον από λαϊκούς κοσμικούς, οίτινες ανεστρέφοντο εις τα βασίλεια, όσον και από τους Mοναχούς του εδικού μας Mοναστηρίου. Aφ’ ου δε επέρασαν ώραι πολλαί, πάλιν έσκυψαν από το ηλιακόν οι νέοι εκείνοι ευνούχοι, και είπον προς τους μετ’ εμού δύω γέροντας. Eπιστρέψατε τούτον οπίσω. Ότι πολλά λυπούνται και πενθούσι δι’ αυτόν τα πνευματικά αυτού τέκνα. Όθεν ο Bασιλεύς παρακινηθείς από τους στεναγμούς των, θέλει να μένη ούτος ακόμη εις την μοναδικήν ζωήν. Όθεν πηγαίνοντες τούτον δι’ άλλης στράτας, λάβετε αντί τούτου τον Mοναχόν Aθανάσιον, τον όντα από το Mοναστήριον του Tραϊανού. Kαι παρευθύς οι δύω γέροντες παραλαβόντες εμένα, ευγήκαν από τον θάλαμον και από την πόλιν εκείνην, δι’ άλλης στράτας συντομωτέρας. Kατά την στράταν δε απαντήσαμεν επτά λίμνας γεμάτας από διαφόρους κολάσεις και τιμωρίας. Διότι άλλη μεν λίμνη ήτον γεμάτη από σκότος, άλλη δε από φωτίαν. Kαι η μία μεν, ήτον γεμάτη από βρωμεράν ομίχλην και αντάραν. H δε άλλη, από σκώληκας. Kαι άλλη, από άλλας βασάνους και τιμωρίας. Όλαι δε αι λίμναι εκείναι ήτον γεμάται από πλήθος ανθρώπων αναριθμήτων. Oίτινες όλοι ελεεινώς και γοερώς έκλαιον και ωδύροντο.

Aφ’ ου δε τας λίμνας εκείνας επεράσαμεν, και επήγαμεν ολίγον εμπρός, πάλιν εύρομεν τον γέροντα εκείνον, όστις ήτον ο Aβραάμ, τον οποίον εγώ ευθύς προσκυνήσας, ησπασάμην. Eκείνος δε έδωκεν εις εμένα ένα ποτήριον χρυσούν, γεμάτον από κρασί γλυκύτερον και αυτού του μέλιτος. Έδωκέ μοι δε και τρία κομμάτια ξηρού άρτου. Aπό τα οποία, το μεν ένα, εβούτηξα μέσα εις το κρασί, και μοι εφάνη ότι το έφαγον, και έπιον και όλον το κρασί. Tα δε άλλα κομμάτια τα έβαλον τάχα μέσα εις τον κόλπον μου. Tα οποία και εζήτουν εχθές από λόγου σας. Eίτα μετά ολίγον επήγαμεν πάλιν εις τον τόπον εκείνον, όπου ο γιγαντιαίος εκείνος ευρίσκετο, ο ασχημότατος, και όμοιος ων με την σκοτεινήν νύκτα κατά το πρόσωπον. Όστις βλέπωντάς με, έβρυχε μεγάλως τους οδόντας του, και με θυμόν και πικρίαν, έλεγε προς εμένα, τώρα μεν, εγλύτωσες από λόγου μου. Eις το εξής όμως, δεν θέλω παύσω από το να κατασκευάζω σκάνδαλα και κακά, τόσον εναντίον σου, όσον και εναντίον του Mοναστηρίου σου.

Tαύτα μεν όσα ηξεύρω και ενθυμούμαι, ιδού σας τα εφανέρωσα, πατέρες και αδελφοί. Πώς δε ήλθον πάλιν εις τον εαυτόν μου παντελώς δεν ηξεύρω.

Aφ’ ου δε ταύτα είπε και εδιηγήθη ο Όσιος Kοσμάς, εστάλθη ένας αδελφός εις το Mοναστήριον, το επονομαζόμενον του Tραϊανού, και ευρίσκει τον Mοναχόν Aθανάσιον αποθανόντα, και έξω του κελλίου του νεκρόν επί του κραββάτου φερόμενον5. Eρωτήσας δε ο αποσταλείς αδελφός, πότε ο Aθανάσιος απέθανεν, έμαθεν, ότι εχθές κατά την ενάτην ώραν της ημέρας, κατά την οποίαν και ο Όσιος Kοσμάς είδε την ρηθείσαν οπτασίαν, και ήλθεν εις τον εαυτόν του.

Kαι ταύτα μεν ούτως ηκολούθησαν. Mετά ολίγον δε καιρόν, έγινεν ένα Mοναστήριον τα δύω εκείνα Mοναστήρια, το του θείου Kοσμά και το του Tραϊανού. Διατί ήτον και τα δύω κοντά γειτονεύοντα. Kαι έως της σήμερον κυβερνώνται και τα δύω από ένα Hγούμενον. Ζήσας δε ο Όσιος Kοσμάς τριάκοντα χρόνους μετά την ανωτέρω οπτασίαν, και ηγουμενεύων εις τα ειρημένα δύω Mοναστήρια, πολλήν προκοπήν και αύξησιν επροξένησεν εις αυτά, τόσον κατά την θεάρεστον και ενάρετον πολιτείαν των Mοναχών, όσον και κατά τα εισοδήματα τα προς διοίκησιν και τροφάς αναγκαίας των αδελφών, εις δόξαν του φιλανθρώπου Θεού ημών. Aμήν.

Σημειώσεις

1. Διά τούτων αινιγματωδώς δηλούται, ότι ο Διάβολος, προς μεν τα δεξιά, ήτοι προς τα αγαθά και τας αγαθάς κινήσεις, είναι πάντη κατάψυχρος και ακίνητος. Προς δε τα αριστερά, ήτοι προς τα πονηρά, και τας πονηράς κινήσεις, ενεργής εστι και θερμός και ευκίνητος.

2. Διατί τα μέλλοντα εκείνα αγαθά, α οφθαλμός ουκ είδε, και ούς ουκ ήκουσε, παρομοιάζονται και σχηματίζονται με τα γήινα ταύτα αγαθά, όρα εις την δεκάτην πρώτην του Σεπτεμβρίου εν τη υποσημειώσει του Συναξαρίου του Oσίου Eυφροσύνου του Mαγείρου.

3. Δώδεκα λίθοι τίμιοι είναι ούτοι: Ίασπις, Σάπφειρος, Xαλκηδών, Σμάραγδος, Σαρδόνυξ, Σάρδιος, Xρυσόλιθος, Bήρυλλος, Tοπάζιον, Xρυσόπρασος, Yάκινθος, και Aμέθυστος. Tούτους τους λίθους είδε και ο Iωάννης εις την Iεράν Aποκάλυψιν, ότι ήτον θεμέλιοι της άνω πόλεως Iερουσαλήμ, εν κεφ. κα΄.

4. Oύτοι φαίνεται να ήτον Άγγελοι. Ίσως δε να ήτον και οι δύω Aρχάγγελοι: ο Mιχαήλ δηλαδή και ο Γαβριήλ.

5. O Bίος και το Συναξάριον του Oσίου Aθανασίου τούτου, ευρίσκεται κατά την τρίτην του Iουνίου και όρα εκεί.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Οσία Μεθοδία η εν Κιμώλω ασκήσασα (5 Οκτωβρίου)

Οσία Μεθοδία, η εν Κιμώλω ασκήσασα
Οσία Μεθοδία, η εν Κιμώλω ασκήσασα

Η Οσία Μεθοδία της Κιμώλου γεννήθηκε στο νησί Κίμωλος στις 10 Νοεμβρίου 1865 μ.Χ., από γονείς ευσεβείς. Ο πατέρας της ονομαζόταν Ιάκωβος Σάρδης και η μητέρα της Μαρία. Είχαν τρεις γιους και πέντε θυγατέρες, από τις όποιες η δεύτερη ήταν η Ειρήνη η μετέπειτα Μεθοδία.

Η Άγια από μικρή είχε κλίση προς τα θεία και πάντα σύχναζε στην Εκκλησία. Όταν ήλθε σε κατάλληλη ηλικία, για να μη λυπήσει τους γονείς της, παντρεύτηκε έναν ναυτικό στο επάγγελμα. Αν και παντρεμένη, ο ζήλος της προς την εκκλησία παρέμεινε αμείωτος. Κάποτε όμως ο άντρας της, σε κάποιο του ταξίδι, ναυάγησε κοντά στη Μικρά Ασία και δεν ξαναγύρισε στην Κίμωλο. Τότε η Ειρήνη έγινε μοναχή στο ναό της Παναγίας της Οδηγήτριας στην Κίμωλο, από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Σύρου Μεθόδιο μετονομασθείσα αντί Ειρήνης, Μεθοδία. Η χαρά της ήταν μεγάλη και ακολούθησε τα ευαγγελικά προστάγματα του Κυρίου με όλη της την ψυχή. Οι ασκητικοί της αγώνες ήταν μεγάλοι και αποτελούσε ζωντανό παράδειγμα για όλους. Η φήμη της μεγάλης της αρετής διαδόθηκε παντού και πλήθος γυναικών πήγαιναν να τη συναντήσουν, προκειμένου να βρουν πνευματικό καταφύγιο και λιμάνι από τις τρικυμίες της ζωής. Ο λόγος της Αγίας ήταν δροσιά και ίαμα στις ταλαιπωρημένες ψυχές. Επίσης η Μεθοδία, εκτός των άλλων χαρισμάτων, αξιώθηκε από τον Θεό και το χάρισμα να κάνει θαύματα.

Έτσι άγια αφού έζησε σ’ όλη της τη ζωή, απεβίωσε ειρηνικά την Κυριακή 5 Οκτωβρίου 1908 σε ηλικία 43 ετών.

Πηγή: https://www.saint.gr/2673/saint.aspx

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Παρασκευὴ 4 Ὀκτωβρίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΙΩΑΝΝΟΥ ΟΣΙΟΥ ΤΟΥ ΛΑΜΠΑΔΙΣΤΟΥ)
Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
5:22 – 6:2

Ἀδελφοί, ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια· κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος. Οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις. Εἰ ζῶμεν Πνεύματι, Πνεύματι καὶ στοιχῶμεν. Μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες. Ἀδελφοί, ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πρᾳότητος, σκοπῶν σεαυτόν, μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς. Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΙΩΑΝΝΟΥ ΟΣΙΟΥ ΤΟΥ ΛΑΜΠΑΔΙΣΤΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
11: 27-30

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ, οὐδὲ τὸν πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι. Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης: «Να έχετε ιερέα να σας διαβάζει για τη βασκανία. Εάν δεν έχετε ιερέα, αγιασμό να έχετε, παιδιά μου»

Κάποτε, παιδιά μου, λειτουργούσα σ’ ένα χωριουδάκι εδώ κοντά. Λειτουργούσα περίπου 30 χρόνια. Πήγαινα με το μουλάρι και λειτουργούσα τους ανθρώπους. Και μια μέρα, αφού λειτούργησα, μου λέει ένας επίτροπος:

– Έλα, παπά μου, να πιείτε έναν καφέ.

– Παιδί μου, εγώ δεν πηγαίνω σε σπίτια, του λέω.

– Αν δεν έρθετε παπά μου, μας προσβάλλετε χονδρικώς. Εμείς, πάτερ μου, σας σεβόμεθα και σας εκτιμούμε.

Λέω στον πάτερ Κύριλλο, που ήμαστε μαζί.

– Δεν πάμε, πάτερ μου, μαζί για συντροφιά;

Μόλις πήγαμε, ήταν εκεί μια γριά, που άρχισε να λέει:

«Παπάς μικρός στο μάγουλο! Τι ομορφιά αυτός ο παπάς; Τι ήταν αυτό, όπως το έλεγε τόσο όμορφα, το «άνω σχώμεν τας καρδίας», και ήταν σαν δέυτερος Θεός, δεύτερος Χριστός».

Ξαφνικά, παιδιά μου, εκεί που ήμασταν, με κόβει ένας κρύος ιδρώτας, βασκανία ήταν. Κι εγώ, με συγχωρείτε, είπα:

– Άγιε μου, προφήτη Ηλία, τόσα χρόνια σε λειτουργώ εδώ. Τι ήταν αυτό που έπαθα τώρα;

Λέω στον πάτερ Κύριλλο:

– Πάτερ, να σηκωθούμε να φύγουμε.

– Μα, αφού φτιάχνουν καφέ, είπε ο πάτερ Κύριλλος.

– Πάτερ, του λέω εγώ θα πεθάνω αυτή την στιγμή.

Ερχόμεθα κάτω στο Μοναστήρι και μου λέει ο πάτερ Κύριλλος.

– Πάτερ μου, σε βάσκανε η γριά.

– Πάτερ μου, τι να μου κάνει η γριά; Τι ομορφιές και τι κάλλη είχα εγώ;

– Πάτερ μου, με τα λόγια της. Να σου φέρω λίγο αγιασμό.

– Εγώ λειτούργησα και κοινώνησα, πάτερ μου. Θα πιάσει η βασκανία τον παπά, τον λειτουργό;

– Μετά τη Λειτουργία όμως σου είπε η γυναίκα αυτόν τον λόγο, είπε ο πάτερ Κύριλλος.

– Ε, τότε φέρε μου λιγάκι αγιασμό.

Έφερε λίγο αγιασμό, παιδιά μου, με συγχωρείτε, έκανα το σταυρό μου, ήπια και αμέσως άνοιξαν τα μάτια μου, είχα θαμπάδα και ζαλιζόμουνα, κρύος ιδρώτας, αμέσως συνήλθα.

Γι’ αυτό, παιδιά μου, να έχετε αγιασμό στο σπίτι σας.

Είδατε, παιδιά μου, τι είπε η γριά; Η γλωσσοφαγιά είναι κακό, παιδιά μου.

Γι’ αυτό, πάντοτε να καταφεύγετε στην Εκκλησία. Προσευχή παιδιά μου, να κάνετε, προσευχές και δεήσεις. Να σας διαβάζει ο ιερέας. Να έχετε ιερέα να σας διαβάζει για τη βασκανία. Εάν δεν έχετε ιερέα, αγιασμό να έχετε, παιδιά μου.

Και τα γητέματα και τα σαραντάσματα και τα φλυτζάνια κι αυτά, παιδιά μου, είναι όλα του διαβόλου έργα.

Να πηγαίνετε στην Εκκλησία, στους πατέρες της Εκκλησίας να πηγαίνετε. Παιδιά μου, να προσέχουμε να μη σκανδαλίζουμε. Θα φύγουμε μια μέρα. Όλες τις ομορφιές θα τις φάει το χώμα, όπως και τα σώματά μας.

Πηγή: https://oikohouse.wordpress.com/2020/10/07/

Βίος του Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού (4 Οκτωβρίου)

Ο Άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής, φορητή εικόνα του 13ου αιώνα

Ο Άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής γεννήθηκε και ανατράφηκε στη νήσο των Κυπρίων, τον καιρό της βασιλείας του Νικηφόρου. Καταγόταν από μια κωμόπολη, που ονομαζόταν Λαμπάδα, από γονείς ευσεβείς και θεοφοβούμενους. Ο πατέρας του ήταν ιερέας και ονομαζόταν Κυριακός, η δε μητέρα του Άννα. Και οι δύο ήσαν ευλαβείς άνθρωποι.

Όταν ήσαν νέοι είχαν αποκτήσει παιδιά, γιους και κόρες, και αργότερα, στα γεράματά τους, απέκτησαν τον μακάριο Ιωάννη. Μετά τη γέννησή του, η μητέρα του δεν έκανε άλλα παιδιά. Όταν μεγάλωσε το παιδί, ο πατέρας του το έστειλε να μάθει τα ιερά γράμματα. Μέσα σε λίγο χρόνο, ο Ιωάννης μπορούσε να διαβάζει καθαρά τα πάντα και να καταλαβαίνει όλη τη δύναμη των ιερών γραμμάτων.

Τότε, οι γονείς του τον στείλανε για ν’ αρραβωνιαστεί με μια κοπέλα σε άλλο χωριό της ίδιας περιοχής. Αφού έγινε αυτό, βάζει διαβολή ο μισόκαλος και πονηρός διάβολος, με σκοπό να παρακινήσει εναντίον του, με φθόνο και βασκανία, τους γονείς της κοπέλας με την οποία επρόκειτο να τον αρραβωνιάσουν. Έτσι, με σατανική ενέργεια, αφού τα πεθερικά του αγόρασαν ψάρι και παρασκεύασαν με τις γητειές τους, του το έδωσαν να το φάει κι ευθύς έχασε το φως του. Στη συνέχεια, τα πεθερικά μηνούν στον πατέρα του δίκαιου πως ο γιος του τυφλώθηκε. Κι όταν ο πατέρας του ήρθε κι είδε τα μάτια του γιου του, έκλαψε πικρά. Το ίδιο κι η μητέρα και τα αδέλφια του που θρηνούσαν κι έλεγαν : «Αλλοίμονο σε μας τους ταπεινούς κι αμαρτωλούς! Από που έπεσε αυτό το κακό πάνω στο παιδί μας που ήταν η χαρά μας; Πως έτσι κατάντησε η όψη του γιου μας; Για τις δικές μας αμαρτίες τυφλώθηκε ο γιός μας!». Έτσι πολύ τον θρήνησαν, αναλογιζόμενοι το τρομερό γεγονός που συνέβη στο δίκαιο Ιωάννη. Από κείνη λοιπόν τη μέρα, τον πήραν οι γονείς του στο σπίτι τους και του έδωσαν ένα υπηρέτη. Κι ο υπηρέτης είχε το ίδιο όνομα με τον δίκαιο.

Η αργυρεπίχρυση προσκυνηματική εικόνα του Οσίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού (1776)

Όσο για τον άγιο, αυτός τα υπέμενε όλα και καρτερικά ευχαριστούσε τον Θεο, όπως ο μέγας Ιωβ. Το φαγητό του το έδινε πάντα στους φτωχούς, ενώ αυτός έτρωγε ελάχιστα, ακολουθώντας τον νόμο της φύσης. Κι αφού έπαιρνε τροφή κάθε τρεις η τέσσερεις μέρες, περισσότερο τρεφόταν από τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Έζησε δε με τέτοια καρτερία για δώδεκα χρόνια, διάγοντας τη ζωη του με άσκηση, αγνότητα, προσευχή, ησυχία και θεωρία· μετέχοντας στις χορείες των αγγέλων κι έχοντας μεγάλη χαρά για τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος που τον επισκέφθηκε φωτίζοντάς του τη διάνοια.

Κάποια μέρα, όταν κόντευε ο δίκαιος να παραδώσει την ψυχή του στον Κύριο, λέγει στον υπηρέτη του: «παιδί μου, βλέπω έναν αετό χρυσόφτερο να πετά γύρω μου και με τούτο το σημείο προσδοκώ, πως αύριο, μετά το μεσημέρι, θ’ αφήσω τούτη τη ζωή και θα πάω στον Κύριο». Κι αμέσως λέει στον υπηρέτη : «πήγαινε στο αμπέλι και φέρε μου ένα τσαμπι, το καλύτερο που θα βρεις!». Κι ο υπηρέτης του λέει : «Κύριέ μου, ο πατέρας σου δεν ήρθε ακόμα στο αμπέλι να διαβάσει την ευχή». Γιατί συνήθιζε ο μακάριος Κυριακός κάθε χρόνο να μπαίνει πρώτος στο αμπέλι και να διαβάζει ευχή και μετά ακολουθούσαν οι άλλοι για να μαζέψουν τους καρπούς του αμπελιού. Όμως ο δίκαιος Ιωάννης, θέλοντας με το γεγονός αυτό να δείξει σημείο της ενέργειας και της θέλησης του Αγίου Πνεύματος που κατοικούσε μέσα του, λέγει πάλι στον υπηρέτη : «Σύρε και φέρε μου ένα τσαμπί και μη φοβάσαι!». Κι ο υπηρέτης πήγε στο αμπέλι κι έφερε το σταφύλι στον άγιο, ο οποίος χάρηκε που το πήρε και αφού το ευλόγησε άρχισε να τρώει. Έτυχε όμως την ώρα εκείνη να τον δει ο πατέρας του να τρώει το σταφύλι. Και ταράχτηκε ο πατέρας του μόλις τον είδε. Και σήκωσε το χέρι και τούδωσε ένα χαστούκι, λέγοντάς του : «Τυφλέ, πως έστειλες τον υπηρέτη να κόψει σταφύλι πριν δοθεί η ευχή στο αμπέλι;». Κι άγιος υπέμεινε σιωπώντας, χωρίς να ειπεί τίποτα. Τότε λέει ο άγιος στον υπηρέτη του : «Παιδί μου, πάρε το τσαμπί που μου έφερες, και πήγαινε στο αμπέλι και κόλλησέ το εκεί απ’ όπου το έκοψες». Κι ο υπηρέτης έκαμε όπως του είπε, πήγε στο αμπέλι και έβαλε το τσαμπί στο σημείο απ’ όπου το έκοψε κι ευθύς, με την πρεσβεία του αγίου και με τη χάρη του Θεού, ξανακολλήθηκε το τσαμπί εκεί που ήταν προηγουμένως. Βλέποντας αυτό το θαύμα ο υπηρέτης φώναζε για πολύ ώρα μεγαλοφώνως το, «Κύριε ελέησον». (Κι από τότε λοιπόν, σ’ όλα τα κλήματα, στο σημείο εκείνο που ενώθηκε το τσαμπί με το κλήμα,  φαίνεται μια τομή, γι’ αυτό και το τσαμπί κόβεται αμέσως και χωρίς δυσκολία). Όταν είδε ο υπηρέτης αυτό το θαύμα, πως δηλαδή κρεμάσθηκε ξανά το τσαμπί στο κλήμα, επέστρεψε αμέσως τρέχοντας στον άγιο και τον βρήκε πεθαμένο, όπως ακριβώς είχε προείπει. Διότι ήταν μεσημέρι.

Ο άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής. Τοιχογραφία στο ναό του Αρχαγγέλου στη Γαλάτα

Όταν έμαθαν το γεγονός οι γονείς του, έσπευσαν να ’ρθούν και φτάνοντας τον βρήκαν νάχει τελειωθεί. Κήδεψαν λοιπόν το τίμιο του λείψανο με πολλούς ιερείς και πολύ κόσμο και το έθαψαν στον ναό του Αγίου Ηρακλειδίου. Κι αφού πέρασαν πολλές μέρες, μερικοί έβλεπαν στο μνήμα του αγίου ένα λαμπρό φως για πολλές νύχτες, και για το θαύμα αυτό πληροφόρησαν και τον μακάριο Κυριακό. Ο οποίος ταπεινώνοντας  τον εαυτό του έλεγε : «Πλανάσθε, αδελφοί μου, γιατί αυτό το φως είναι το φως απ’ τα καντήλια». Εκείνοι πάλι του έλεγαν : «Αυτό το φως που βλέπουμε, βγαίνει απ’ τον τάφο του γιου σου».

Ύστερα απ’ όλ’ αυτά, ήρθαν κάποιοι σεληνιασμένοι ρωτώντας να βρουν τον τάφο του αγίου Ιωάννη και λέγοντας: «Που είναι το σώμα του αγίου και δίκαιου Ιωάννη του Λαμπαδιστή, για να το προσκυνήσουμε και να βρούμε τη γιατρειά μας;». Και στέκοντας πάνω από τον τάφο χτυπούσαν επάνω τους και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να βρούνε τα λείψανά του. Όταν τ’ άκουσε αυτά ο μακάριος Κυριακός ταράχτηκε πολύ και πήγε και τους έκανε παρατήρηση. Εκείνοι όμως περισσότερο χτυπιόντουσαν λέγοντας : «Δεν φεύγουμε πάτερ, ώσπου να θεραπευθούμε και να φανερώσουμε τον κρυμμένο θησαυρό, διότι γι’ αυτό το θησαυρό σταλήκαμε εδωπέρα». Αφού πείσθηκε με μεγάλη δυσκολία ο μακάριος Κυριακός, τους είπε: «Αν ήρθατε εδώ με συνέργεια του Κυρίου, ας γίνει όπως θέλετε». Τότε, μαζεύτηκαν όλοι εκείνοι που έβλεπαν το φως στο μνήμα του αγίου και, μαζί με τους δύο εκείνους άνδρες, πήρανε σκαπάνες κι αφού άνοιξαν τον τάφο του αγίου Ιωάννη βρήκανε τ’ άγιά του λείψανα -μάλιστα η καρδιά του ήτανε σώα και άφθορη, σαν ξερό σύκο- και τα κατέθεσαν στο ναό του Αγίου Ηρακλειδίου. Οι σεληνιαζόμενοι τότε βρήκαν την υγεία τους, και γεμάτοι χαρά κι αγαλλίαση, ευχαρίστησαν τον Θεό και τον άγιο κι έφυγαν. Από τότε λοιπόν, πολλά και μεγάλα θαύματα γίνονταν στον λαό από τον άγιο, τα οποία ο πατέρας του δεν πίστευε.

Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού, Καλοπαναγιώτης

Κάποια μέρα λοιπόν, ο πατέρας του, αφού προηγουμένως είχε φάει κρέας και ήρθε να προσκυνήσει τα λείψανα του γιου του, αμέσως έσπασαν τα δόντια του. Από τότε ο πατέρας κι η μητέρα του Αγίου άρχισαν να έρχονται κάθε μέρα και να προσκυνούν τα λείψανα του γιου τους και να προσεύχονται εκεί.

Κάποια άλλη μέρα, ενώ στεκόταν ο μακάριος Κυριακός εκεί όπου ήσαν τα λείψανα του αγίου, άκουσε μια φωνή να του λέει : «Πήγαινε στον ναό της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Αναστασίας, δες πως είναι φτιαγμένος κι ύστερα φτιάξε και για μένα έναν ναό παρόμοιο μ’ εκείνον, σ’ αυτόν εδώ τον τόπο!». Τότε, αφού έφερε ο τιμιώτατος εκείνος άνδρας κτίστες, έκτισε τον ναό του Αγίου Ιωάννη, μέσα στον οποίο και κατέθεσαν τα άγιά του λείψανα. Ύστερα, έκτισαν και δεύτερο ναό, του Αγίου Ηρακλειδίου, πολύ ωραίο και κοντά στον πρώτο, για νάρχεται το πλήθος του ορθόδοξου λαού, να δοξολογεί τον Κύριο και Θεό και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό και τον δούλο Του τον ξακουστό για τα θαύματα Ιωάννη. Και μέσα σ’ αυτό τον άγιο και πανσεβάσμιο ναό, συναθροίζεται κάθε χρόνο τη μέρα της μνήμης του Αγίου και ενδοξότατου Ιωάννη, ο ορθόδοξος λαός του Θεού και αναπέμπει δοξολογία.

Η Κάρα του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή

Τότε ο μακάριος Κυριακός κάλεσε ένα άριστο ζωγράφο, απ’ τους καλύτερους τεχνίτες, να ζωγραφίσει τη μορφή (εικόνα) του Αγίου Ιωάννη. Κι αφού ήρθε ο ζωγράφος στο ναό του αγίου κάθισε και τον απασχολούσε με ποιό σχήμα θα έπρεπε να αποδώσει τη μορφή του Αγίου. Κι αφού ο Άγιος τον είδε σκεφτικό, του εμφανίστηκε ως εξής : ενώ δηλαδή καθόταν ο άνθρωπος εκείνος στον ναό του αγίου, βλέπει κάποιον νεαρό να μπαίνει στον ναό, ντυμένος σαν νοτάριος και να στέκει στη μέση του ναού, κι ύστερα από λίγο να εξαφανίζεται. Τότε, αφού κατάλαβε ο άνθρωπος εκείνος ότι αυτός που παρουσιάστηκε ήταν ο ίδιος ο άγιος, ζωγράφισε τον άγιο Ιωάννη σύμφωνα με την μορφή που είδε.

Κι από τότε φαίνεται σε όσους τον βλέπουν σαν ζωντανή στήλη και σαν εικόνα που έχει πνοή. Και μέσω του γίνονται πολλά και μεγάλα θαύματα στον ναό, που η γραφή μας δεν μπορεί εδώ να ιστορήσει, γιατί είναι υπερφυσικά. Διότι θεραπεύει κάθε είδους αρρώστιες, διώχνει δαιμόνια, χαρίζει τη θωριά σε τυφλούς, θεραπεύει ασθενείς. Βρίσκεται πάντα προστάτης και φύλακας όλων των περιχώρων της Μαραθάσας κι οδηγός σωτήριος. Κι όπως ο βοσκός φροντίζει τα πρόβατα, έτσι φροντίζει το ποίμνιο που του εμπιστεύτηκε ο Κύριος. Σαν πιστός και φρόνιμος οικονόμος, δίνει έγκαιρα τροφή σ’ όσους χρειάζονται, στον καιρό των αναγκών και θλίψεων. Γίνεται επιθυμητός στους φίλους του, φοβερός και ποθητός φαίνεται σ’ όσους τον πλησιάζουν, κι όχι μόνο σ’ όσους είναι κοντά, αλλά και σ’ εκείνους που είναι μακριά· και σε πολλούς παρουσιάστηκε, οδηγώντας τους προς το πνευματικό τους συμφέρον. Κι επιτελεί μεγάλα και παράδοξα και υπερφυσικά θαύματα, στον ουρανό όσο και στη γη, κατά τρόπο που να προκαλεί κατάπληξη σε όσους τα ακούν και τα σκέφτονται. Γιατί τότε γνωρίζουν τη δύναμη και την ενέργειά του, και με τα θαύματα φαίνεται πόσο μεγάλος και ποθητός είναι. Και γι’ αυτόν χαίρεται όλη η νήσος της Κύπρου, έχοντας τέτοιο μεγάλο προστάτη και βοηθό, θερμό αντιλήπτορα και υπερασπιστή, θεραπευτή των ψυχών και των σωμάτων. Γιατί όπως και πριν την κοίμησή του, ενώ ζούσε ακόμα, ήταν ελεήμονας και φιλόξενος και κηδεμόνας και ευεργέτης, έτσι και τώρα αναδεικνύεται για όλους χαρίζοντας σ’ όσους μας τον θείο του ναό σαν άλλο παράδεισο.

Και γι’ αυτό, οι πιστοί και ορθόδοξοι με πολλή προθυμία μαζεύονται στον πάνσεπτο ναό του, με όλη την οικογένειά τους, κι αναπέμπουν δοξολογία και ευχαριστία στον μόνο Θεό, που έκανε ν’ ανατείλει αυτό το υπέρλαμπρο άστρο, ο ξακουστός για τα θαύματα Ιωάννης ο ένδοξος, που φωτίζει τις ψυχές και τα σώματά μας. Διότι όλοι όσοι έρχονται κοντά του γνωρίζουν, όλα όσα είπαμε πιο πάνω, από τα οποία αναφέραμε μονάχα ένα μικρό μέρος για λόγους συντομίας. Και τη μέρα την ένδοξης μνήμης του γιορτάζουμε κι εμείς με μεγάλη χαρά και πανηγυρίζουμε. Γι’ αυτό ας φωνάξουμε όλοι με φωνή αγαλλίασης:

Με τις πρεσβείες του Αγίου Ιωάννη, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς, ως μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος. Αμήν.

Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Μόρφου, Άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής (Βίος – Η Ιερά Μονή του – Παρακλητικός Κανών), εκδ. Θεομόρφου.

(Απόδοση του αρχαίου κειμένου στην Νέα Ελληνική: Γιώργος Κυθραιώτης)

Μνήμη του Aγίου Iεροθέου, Eπισκόπου Aθηνών (4 Οκτωβρίου)

Άγιος Ιερόθεος, Επίσκοπος Αθηνών. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Aγίου Iεροθέου, Eπισκόπου Aθηνών

Iερόθεος ιερώθη σοι πάλαι,
Nυν δ’ αυ μεταστάς και συνήφθη σοι Λόγε.
Hοί (ήτοι τη ημέρα) σήμα κάλυψε τετάρτη Iερόθειον.

Άγιος Ιερόθεος, Επίσκοπος Αθηνών. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ήτον από τας Aθήνας, ένας από τους εννέα βουλευτάς του εν τω Aρείω Πάγω κριτηρίου, καθώς ήτον και ο θείος Διονύσιος ο μαθητής του. Προκατηχηθείς δε την εις Xριστόν πίστιν από τον Aπόστολον Παύλον, και βαπτισθείς, χειροτονείται Eπίσκοπος Aθηνών. Aυτός δε πάλιν μυσταγωγεί τελειότερον τα περί Xριστού δόγματα τον Aρεοπαγίτην Διονύσιον. Oύτος ο μακάριος παρεγένετο εις την Kοίμησιν της Yπεραγίας Θεοτόκου διά νεφέλης, μετά των Aποστόλων και των Iσαποστόλων Iεραρχών. Kαι ήτον έξαρχος μετά τους Aποστόλους, των θείων υμνωδιών, όλος εκδημών, όλος εξιστάμενος εαυτού, και την προς τα υμνούμενα κοινωνίαν πάσχων. Διό και από όλους οπού τον ήκουον, και τον έβλεπον, και τον ήξευρον πρότερον, και δεν τον ήξευρον, εκρίνετο, πως είναι ένας θεόληπτος, και ένας θείος υμνολόγος. Kαθώς ταύτα λέγει αυτολεξεί ο μαθητής αυτού μέγας Διονύσιος ο Aρεοπαγίτης εν τω γ΄ κεφαλαίω περί θείων ονομάτων. Kαλώς λοιπόν και θεοφιλώς πολιτευσάμενος, και ευφράνας τον Θεόν με την θεάρεστον αυτού πολιτείαν και τα κατορθώματα, προς αυτόν εξεδήμησεν1.

Σημείωση

1. Eις τον μέγαν τούτον Iερόθεον έπλεξεν εγκώμιον γλαφυρόν ο σοφός Eυθύμιος ο Ζυγαδηνός. Όπερ ευρίσκεται ανέκδοτον εν τοις Πανηγυρικοίς της Mεγίστης Λαύρας, του Kοινοβίου της του Aγίου Διονυσίου Mονής, και εν τοις του Bατοπαιδίου, και Iβήρων, ου η αρχή· «Iερόθεον επαινέσομαι τον ιερόν του Θεού άνθρωπον, δίκαιον γαρ». Συνέθετο δε και η εμή ευτέλεια τροπάριά τινα διά τους βουλομένους εορτάζειν την μνήμην αυτού.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἡ δύναμη καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ (14.09.2024)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ τελέσθηκε στὴν πανηγυρίζουσα ἱερὰ μονὴ Σταυροῦ τοῦ Ἁγιασμάτι παρὰ τὴν κοινότητα Πλατανιστάσα, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (14.09.2024).

Μόρφου Νεόφυτος: Ὅταν γιορτάζουμε κοινωνοῦμε καὶ προετοιμαζόμαστε γιὰ τὰ ἐπερχόμενα… (13.09.2024)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὸν πανηγυρικὸ Ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίων Βαρνάβα καὶ Ἱλαρίωνος τῆς κοινότητας Περιστερώνας τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (13.09.2024). Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴν πανηγυρίζει στὴν προσφυγιὰ ἡ κατεχόμενη ἀπὸ τοὺς Τούρκους κοινότητα τῆς Κάτω Ζώδιας, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου.

Ψάλλει ὁ Ἱεροψάλτης τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Βαρνάβα καὶ Ἱλαρίωνος κ. Δῆμος Κωνσταντίνου.

Μόρφου Νεόφυτος: Ἡ ὑπομονὴ ἑνὸς τυφλοῦ νέου (03.10.2023)

.. έχασε το φως του αλλά αυτή η θλίψη δεν έγινε κατάθλιψη, να γίνουμε κι εμείς λαμπαδιστές φωτοστόλιστοι ..όπως ο άγιος αν και ειπώθηκε Λαμπαδιστής και γιατί καταγόταν από τη Λαμπαδού. Τότε έβλεπαν πάνω από τον τάφο του ν’ αναδύεται φως ( σσ σημείο σύνηθες σε νεομάρτυρες) έζησε 10 χρόνια από τότε που τυφλώθηκε από τα 15 του ως στα 25. Κάναμε τη ζωή μας ξένη φορτική που λέει και ο ποιητής γιατί δεν τη γεμίσαμε με φως Χριστού. Ο νεαρός αγένειος άγιος μας διδάσκει πως ν΄αξιοποιούμε το χρόνο μας. Σε αυτόν εκπληρώθηκε το βιβλικό ”Τελειωθείς εν ολίγω επλήρωσε χρόνους μακρούς”.. Να έχουμε έγνοια το χρόνο μας πως τον φωτίζουμε..

Κατὰ τὸν πανηγυρικὸ Ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Λαμπαδιστοῦ, ποὺ τελέσθηκε στὴν ὁμώνυμη πανηγυρίζουσα ἱερὰ μονὴ παρὰ τὴν κοινότητα Καλοπαναγιώτη τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (03.10.2023):

Η Ευρώπη μας έκανε να ξεχάσουμε ότι έχουμε ψυχή… περί μετάνοιας.. ο Θεός δέχεται και το λίγο. Ο άγιος ήταν παραπονιάρης ..και γιατί… ένας μάγος που πήγαινε ο πεθερός του τον τύφλωσε στα 15 του τον Άγ Ιωάννη το Λαμπαδιστή που έζησε στα μέρη τούτα τον 11ο αι.. Ας ήταν και παπάς ο πατέρας του και όλη η οικογένεια τον θρήνησαν σαν να πέθανε. Χώρισε από την αρραβωνιαστικιά. Ζήτησε έναν υπηρέτη του συνώνυμο του να τον οδηγήσει στο προσκύνημα του αγίου Ηρακλείδη εδώ που έγινε πριν 2.000 χρόνια στον ποταμό της Μαραθάσας. Και έχτισαν τότε έναν ναό.. Και ήρθε από τη γενέτειρα του τη Λαμπαδού εδώ έζησε λίγα χρόνια ασκητικά του φύγανε και τα παράπονα κι όποια άλλα πάθη είχε…

Πρώτο επίπεδο αγιότητας στα πρώτα χρόνια η υπακοή,

δεύτερον στα πιο ώριμα χρόνια η υπομονή

τρίτον δίνεται ως δώρον η νοερά προσευχή..

Λέει ο Άγ Ισσάκ ο Σύρος αν ο άνθρωπος κάνει κατά Θεόν υπακοή στις εντολές του Χριστού και μετά υπομονή εν Χριστώ του δίνει ο Θεός ως δώρον την νοερά προσευχή ”εγώ κοιμάμαι και η καρδιά μου αγρυπνεί”…. ή α΄λλο χάρισμα…

Λίγο πριν πεθάνει ο Άγιος άνοιξαν τα μάτια του είδε έναν χρυσόφτερο αετό να πετά και είπε στον υπηρέτη του ότι αύριο θα πεθάνει. Τα επόμενα χρόνια θα είναι γεμάτα υπομονή αλλά όταν παρέλθουν θα γευθούμε την ειρήνη όσοι επιζήσουμε από τον Γ Παγκόσμιο πόλεμο, ραδιενέργεια, αρρώστιες που θα στείλουν είτε από σεισμούς είτε από πλημμύρες, καταποντισμούς. Και όσοι δεν επιβιώσουμε πιο καλά μπορεί να περάσουμε γιατί θα πάμε μπορεί να πάμε στην αιώνια ζωή...μέλημα μας πρώτο να είναι η αιωνιότητα. Αυτή να είναι η έγνοια μας όχι αν θα ζήσω άλλα 20 χρόνια..

”Της Λαμπάδος το κλέος και Κυπρίων αγλάισμα ….”

Απομαγνητοφώνηση: https://dimpenews.com/