Δοξαστικὸν, Ἦχος πλ. β’
Τὰς μυστικὰς σήμερον τοῦ Πνεύματος σάλπιγγας, τοὺς θεοφόρους Πατέρας ἀνευφημήσωμεν, τοὺς μελῳδήσαντας ἐν μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας, μέλος ἐναρμόνιον θεολογίας, Τριάδα μίαν, ἀπαράλλακτον, οὐσίαν τε καὶ Θεότητα, τοὺς καθαιρέτας Ἀρείου, καὶ ὀρθοδόξων προμάχους, τοὺς πρεσβεύοντας πάντοτε Κυρίῳ, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχάς ἡμῶν.
Μάριος Ἀντωνίου: «Τὰς μυστικὰς σήμερον τοῦ Πνεύματος σάλπιγγας». Δοξαστικὸν Ἑσπερινοῦ τῶν Πατέρων
Ἰωάννης Λέμπος: «Τῶν ἁγίων Πατέρων ὁ χορός». Δοξαστικὸν Ὄρθρου Κυριακῆς τῶν Πατέρων, ἦχος πλ. δ΄
Δοξαστικὸν, Ἦχος πλ. δ’
Τῶν ἁγίων Πατέρων ὁ χορός, ἐκ τῶν τῆς οἰκουμένης περάτων συνδραμών, Πατρός, καὶ Υἱοῦ, καὶ Πνεύματος ἁγίου, μίαν οὐσίαν ἐδογμάτισε καὶ φύσιν, καὶ τὸ μυστήριον τῆς θεολογίας, τρανῶς παρέδωκε τῇ Ἐκκλησίᾳ· οὓς εὐφημοῦντες ἐν πίστει, μακαρίσωμεν λέγοντες· Ὦ θεία παρεμβολή, θεηγόροι ὁπλῖται, παρατάξεως Κυρίου, ἀστέρες πολύφωτοι, τοῦ νοητοῦ στερεώματος, τῆς μυστικῆς Σιὼν οἱ ἀκαθαίρετοι πύργοι, τὰ μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Παραδείσου, τὰ πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου, Νικαίας τὸ καύχημα, οἰκουμένης ἀγλάϊσμα, ἐκτενῶς πρεσβεύσατε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Σάββατο 12 Ὀκτωβρίου 2024

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΣΑΒΒΑΤΟ ΙΣΤ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
10: 23-28
Ἀδελφοί, πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει. Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα οἰκοδομεῖ. Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος. Πᾶν τὸ ἐν μακέλλῳ πωλούμενον ἐσθίετε, μηδὲν ἀνακρίνοντες διὰ τὴν συνείδησιν, τοῦ γὰρ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς. Εἴ τις καλεῖ ὑμᾶς τῶν ἀπίστων καὶ θέλετε πορεύεσθαι, πᾶν τὸ παρατιθέμενον ὑμῖν ἐσθίετε μηδὲν ἀνακρίνοντες διὰ τὴν συνείδησιν; Ἐὰν δέ τις ὑμῖν εἴπῃ· Τοῦτο εἰδωλόθυτόν ἐστι· μὴ ἐσθίετε δι᾽ ἐκεῖνον τὸν μηνύσαντα καὶ τὴν συνείδησιν· ἐὰν δέ τις ὑμῖν εἴπῃ· τοῦτο εἰδωλόθυτόν ἐστι· μὴ ἐσθίετε δι’ ἐκεῖνον τὸν μηνύσαντα καὶ τὴν συνείδησιν· τοῦ γὰρ Κυρίου ἡ γῆ, καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΠΡΟΒΟΥ, ΤΑΡΑΧΟΥ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ)
Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
6: 10-17
Ἀδελφοί, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. Ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. Διὰ τοῦτο ἀναλάβετε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνηθῆτε ἀντιστῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι. Στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ, καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης, καὶ ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης, ἐπὶ πᾶσιν ἀναλαβόντες τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως, ἐν ᾧ δυνήσεσθε πάντα τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα σβέσαι· καὶ τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου δέξασθε, καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὅ ἐστι βῆμα Θεοῦ.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΣΑΒΒΑΤΟ Δ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
6: 1-10
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ Ἰησοῦς τοῖς σάββασι διὰ τῶν σπορίμων· καὶ ἔτιλλον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τοὺς στάχυας καὶ ἤσθιον ψώχοντες ταῖς χερσί. τινὲς δὲ τῶν Φαρισαίων εἶπον αὐτοῖς· Τί ποιεῖτε ὃ οὐκ ἔξεστι ποιεῖν ἐν τοῖς σάββασι; καὶ ἀποκριθεὶς πρὸς αὐτοὺς εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Οὐδὲ τοῦτο ἀνέγνωτε ὃ ἐποίησε Δαυῒδ ὁπότε ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ ὄντες; ὡς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως ἔλαβε καὶ ἔφαγε, καὶ ἔδωκε καὶ τοῖς μετ’ αὐτοῦ, οὓς οὐκ ἔξεστι φαγεῖν εἰ μὴ μόνους τοὺς ἱερεῖς; καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι κύριός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ σαββάτου. Ἐγένετο δὲ καὶ ἐν ἑτέρῳ σαββάτῳ εἰσελθεῖν αὐτὸν εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ διδάσκειν· καὶ ἦν ἐκεῖ ἄνθρωπος, καὶ ἡ χεὶρ αὐτοῦ ἡ δεξιὰ ἦν ξηρά. Παρετήρουν δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι εἰ ἐν τῷ σαββάτῳ θεραπεύσει, ἵνα εὕρωσι κατηγορίαν αὐτοῦ. αὐτὸς δὲ ᾔδει τοὺς διαλογισμοὺς αὐτῶν, καὶ εἶπε τῷ ἀνθρώπῳ τῷ ξηρὰν ἔχοντι τὴν χεῖρα· Ἔγειρε καὶ στῆθι εἰς τὸ μέσον· ὁ δὲ ἀναστὰς ἔστη. εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτούς· Ἐπερωτήσω ὑμᾶς τὶ ἔξεστι τοῖς σάββασιν, ἀγαθοποιῆσαι ἢ κακοποιῆσαι, ψυχὴν σῶσαι ἢ ἀποκτεῖναι; καὶ περιβλεψάμενος πάντας αὐτοὺς εἶπεν αὐτῷ· Ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου. ὁ δὲ ἐποίησε, καὶ ἀπεκατεστάθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὑγιής ὡς ἡ ἄλλη.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΠΡΟΒΟΥ, ΤΑΡΑΧΟΥ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
21: 12-19
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαὐτοῦ Μαθηταῖς· προσέχετε ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων· ἐπιβαλοῦσιν γὰρ ἐφ’ ὑμᾶς τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ διώξουσι, παραδιδόντες εἰς συναγωγὰς καὶ φυλακάς, ἀγομένους ἐπὶ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνας ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου· ἀποβήσεται δὲ ὑμῖν εἰς μαρτύριον. θέτε οὖν εἰς τὰς καρδίαις ὑμῶν μὴ προμελετᾶν ἀπολογηθῆναι· ἐγὼ γὰρ δώσω ὑμῖν στόμα καὶ σοφίαν, ᾗ οὐ δυνήσονται ἀντειπεῖν οὐδὲ ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι ὑμῖν. παραδοθήσεσθε δὲ καὶ ὑπὸ γονέων καὶ συγγενῶν καὶ φίλων καὶ ἀδελφῶν, καὶ θανατώσουσιν ἐξ ὑμῶν, καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· καὶ θρὶξ ἐκ τῆς κεφαλῆς ὑμῶν οὐ μὴ ἀπόληται· ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν.
Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ
Βίος Οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου (12 Οκτωβρίου)
Μνήμη του Οσίου πατρός ημών Συμεών του Νέου Θεολόγου
Πρώην μὲν εἶχες γλώτταν ἀντὶ τῆς βίβλου,
Γλώττης δὲ ἀντί, σὴν ἔχεις ἤδη βίβλον.

Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, γεννήθηκε το έτος 949 μ.Χ. στη Γαλάτη της Παφλαγονίας από γονείς ευσεβείς και εύπορους, τον Βασίλειο και την Θεοφανώ. Ο θείος του Βασίλειος, ο οποίος κατείχε υψηλή θέση στον αυτοκρατορικό οίκο της Κωνσταντινουπόλεως, προσέλαβε νωρίς τον ανεψιό του κοντά του, όπου, όπως ήταν φυσικό, έτυχε καλής παιδείας. Όμως ο Όσιος δεν έδινε προσοχή και δεν έδειχνε ενδιαφέρον για μάθηση.
Κατά την εποχή αυτή ο Συμεών γνωρίστηκε με έναν μοναχό της περιωνύμου μονής Στουδίου, ο οποίος ονομαζόταν, επίσης, Συμεών. Ο μοναχός αυτός έγινε από την αρχή ο πνευματικός του πατέρας. Όταν κατά το έτος 963 μ.Χ. πέθανε ο θείος του, ο Συμεών προσήλθε στη μονή του Στουδίου, όπου ζητούσε «τὸν ἐκ νεότητος αὐτοῦ χρηματίσαντα πατέρα πνευματικὸν καὶ διδάσκαλον». Ο ίδιος ο Όσιος Συμεών παρομοιάζει τον θείο του με τον Φαραώ, τη διαμονή του στον αυτοκρατορικό οίκο με την αιχμαλωσία των Ισραηλιτών στην Αίγυπτο και τον πνευματικό του πατέρα με τον Μωυσή.
Κάποτε ο Γέροντάς του, του έδωσε ένα βιβλίο με τα συγγράμματα των Αγίων Μάρκου του Ερημίτου και Διαδόχου Φωτικής. Ζωηρή εντύπωση του προξένησε το ακόλουθο απόφθεγμα από το βιβλίο του Αγίου Μάρκου του Ασκητού, που είχε τον τίτλο «Περὶ Νόμου Πνευματικοῦ»: «Ἐὰν ζητᾷς ὠφέλεια, ἐπιμελήσου τὴ συνείδησή σου, κάνε ὅσα σοῦ λέει καὶ θὰ εὕρεις τὴν ὠφέλεια».
Ο Όσιος Συμεών ήταν σαν να άκουσε το λόγο αυτό από το στόμα του Θεού και άρχισε αμέσως να κάνει ότι τον πρόσταζε η συνείδησή του. Και αυτή, που είναι κάτι θεϊκό, τον παρακινούσε συνεχώς στα ανώτερα, έτσι ώστε αύξησε την προσευχή και την μελέτη του μέχρι την ώρα που άρχιζε να λαλεί ο πετεινός, δηλαδή μέχρι τα χαράματα. Σε αυτό τον βοηθούσε και η συνεχής νηστεία. Έτσι, ακόμα και πριν φύγει από τον κόσμο, ζούσε σχεδόν ασώματο βίο. Δεν του χρειάστηκε λοιπόν πολύς καιρός, για να εκδημήσει εντελώς από τα ορώμενα και να εισδύσει στα αόρατα θεία θεάματα.
Κάποια νύχτα, λοιπόν, που προσευχόταν και με καθαρό νου επικοινωνούσε με τον Θεό, είδε ξαφνικά να λάμπει άπλετο φως από τους ουρανούς και να κατεβαίνει προς αυτόν. Φώτισε τα πάντα και τα μετέβαλε σε μια ολοκάθαρη ημέρα. Καθώς ήταν και ο ίδιος τυλιγμένος από αυτό το φως, του φαινόταν σαν να εξαφανίσθηκε ολόκληρη η οικία μαζί με το δωμάτιό του, ενώ ο ίδιος είχε αρπαγεί στον αέρα, νιώθοντας σαν να μην είχε καθόλου σώμα. Κατάπληκτος από το μέγα τούτο μυστήριο κραύγαζε με μεγάλη φωνή το «Κύριε, ἐλέησον». Καθώς βρισκόταν μέσα σε αυτό το θείο φως, βλέπει στα ύψη του ουρανού μια ολόφωτη νεφέλη, άμορφη και ασχημάτιστη, γεμάτη από την άρρητη δόξα του Θεού. Στα δεξιά της έστεκε ο πνευματικός του πατέρας Συμεών ο Ευλαβής. Έμεινε σε αυτή την εκστατική κατάσταση για πολύ, χωρίς να αισθάνεται, καθώς βεβαίωνε αργότερα, εάν ήταν μέσα στο σώμα ή εκτός του σώματος. Όταν κάποτε εκείνο το φως σιγά – σιγά υποχώρησε, ήλθε στον εαυτό του και κατάλαβε πως βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο.
Μετά από αυτή τη θεωρία, ο Όσιος Συμεών ικέτευε συνεχώς το Γέροντά του να τον κείρει μοναχό.
Αλλά ο πνευματικός του πατέρας τον αναχαίτισε, επειδή ήταν νέος στην ηλικία και έτσι ο Όσιος επέστρεψε στην οικία του θείου του, όπου άρχισε με επιμέλεια να μελετά. Βαθιά εντύπωση απεκόμισε από τα έργα των Αγίων Μάρκου του Ασκητού και Διαδόχου Φωτικής, τα οποία έλαβε από τα χέρια του πνευματικού του.
Κατά το έτος 970 μ.Χ. ο Συμεών επισκέφθηκε τους γονείς του και τους ανακοίνωσε την κλίση του για τον μοναχικό βίο. Μάταια εκείνοι προσπάθησαν να μεταβάλλουν την απόφαση του μονάκριβου υιού τους. Η απόφαση του Συμεών ήταν σταθερή. Αρνήθηκε εγγράφως την πατρική περιουσία που του ανήκε και κατέφυγε στη μονή του Στουδίου. Λίγο αργότερα μεταβαίνει στη μονή του Αγίου Μάμαντος του Ξηροκέρκου, υπό τον ηγούμενο Αντώνιο, που βρισκόταν κοντά στη μονή του Στουδίου. Μετά από μία διετία εκάρη εδώ μοναχός, για να φωτίζει όλους τους πιστούς με το φως της γνώσεως, που φώτιζε τον εαυτό του. Όταν μετά από λίγο πέθανε ο ηγούμενος της μονής, ο Όσιος Συμεών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και με την ευλογία του Πατριάρχη Νικολάου του Χρυσοβέργη (984 – 995 μ.Χ.) και την έγκριση των μοναχών του Αγίου Μάμαντος, έγινε ηγούμενος της μονής.
Ως ηγούμενος ο Όσιος έπρεπε να αντιμετωπίσει πολλές δυσάρεστες καταστάσεις. Όχι μόνο την κατεστραμμένη μονή, αλλά προ πάντων το ανθρώπινο στοιχείο. Η μονή παρομοιαζόταν με κατάλυμα κοσμικών και νεκρών σωμάτων. Και η μεν μονή ως οικοδόμημα κατελαμπρύνθηκε, η πνευματική όμως συγκρότηση των μοναχών απαιτούσε πολλές ανυπέρβλητες προσπάθειες. Η διδασκαλία του συνάντησε την μεγάλη αδιαφορία ορισμένης ομάδας μοναχών, οι οποίοι έφθασαν στο σημείο, κατά την διάρκεια μια πρωινής κατηχήσεως, να επιτεθούν κατά του Γέροντός τους. Κατά την ώρα της επιθέσεως ο Όσιος, «τᾶς χεῖρας δεσμεύσας πρὸς ἐαυτὸν καὶ εἰς οὐρανὸν ἄρας αὐτοῦ τὴν διάνοιαν, ἐπὶ χώρας ἄσειστος ἔστη, ὑπομειδίων καὶ φαιδρὸν ἀτενίζων πρὸς τοὺς ἀλάστορας».
Αυτό ήταν αρκετό να αφοπλίσει τελείως τους τριάντα εκείνους μοναχούς, οι οποίοι επέδειξαν αυτή την συμπεριφορά. Ο Πατριάρχης Σισίννιος ο Β’ (996 – 998 μ.Χ.) προς τον οποίον κατέφυγαν αμέσως, για να δικαιωθούν προφανώς από αυτόν, εξεπλάγη από την μανία και τον φθόνο των ασύνετων μοναχών και διέταξε να εξορισθούν. Όμως ο Όσιος Συμεών παρακάλεσε θερμώς τον Πατριάρχη να τους συγχωρέσει.
Ο Όσιος, παρά τα πολλά καθήκοντά του στη μονή, εύρισκε καιρό να γράφει «τῶν θείων ὕμνων τοὺς ἔρωτες», τους «λόγους τῶν ἐξηγήσεων», τους «κατηχητικοὺς λόγους», τα «Πρακτικά, Γνωστικὰ καὶ Θεολογικὰ Κεφάλαια».
Δυσάρεστα ζητήματα εναντίων του Οσίου δημιούργησε ο σύγκελλος του Πατριάρχη, Μητροπολίτης Νικομήδειας Στέφανος. Αφορμή γι’ αυτό ήταν η αγαθή φήμη του Οσίου. Επειδή ο σύγκελλος δεν μπορούσε να βρει στον βίο του Οσίου κάποια κατηγορία, στράφηκε προς το πρόσωπο του κοιμηθέντος ήδη Γέροντός του. Η κατηγορία του σύγκελλου ήταν ότι ο Όσιος υμνούσε τον πνευματικό του πατέρα ως Άγιο. Τελικά έπεισε την Σύνοδο να διερευνήσει το ζήτημα. Και μετά την διαδικασία αυτή, όλοι αναγνώρισαν, εκτός του σύγκελλου, το δίκαιο του Συμεών. Τότε ο σύγκελλος συνεργάστηκε με μοναχούς που εχθρεύονταν τον Όσιο και έκλεψε από τη μονή την εικόνα επί της οποίας είχε αγιογραφηθεί ο πνευματικός πατέρας του Οσίου μαζί με τον Χριστό και άλλους Αγίους. Ο Όσιος διατάχθηκε να προσέλθει στη Σύνοδο, για να απολογηθεί. Και πάλι βρέθηκε αθώος.
Ο Όσιος παρέμεινε επί είκοσι πέντε χρόνια ως ηγούμενος και το έτος 1005 μ.Χ. αποσύρθηκε σε ησυχαστήριο στο αντίπερα ερημόκαστρο της Χρυσουπόλεως, που εκαλείτο Παλουκητόν και ησύχαζε στη μονή της Αγίας Μαρίνας. Στην ηγουμενία τον διαδέχθηκε ο μαθητής του Αρσένιος. Κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1022 μ.Χ.
Η Σύναξη αυτού ετελείτο στη μονή του Στουδίου, στη μονή του Αγίου Μάμαντος και στη μονή της Αγίας Μαρίνας.
Για τη θεολογική του κατάρτιση και δεινότητα, ο Όσιος Συμεών ονομάσθηκε Νέος Θεολόγος, «ὁ Θεολόγος τοῦ φωτός» ή «ὁ Ἅγιος τοῦ φωτός». Κατά τις πνευματικές αναβάσεις του Αγίου, επιδιδόμενος στην ησυχία, ελευθερωνόταν από την ύλη, η γλώσσα του γινόταν γλώσσα πυρός, συνέθετε και θεολογούσε θείους ύμνους, γινόταν ολόκληρος πυρ, ολόκληρος φως και θεωνόταν κατά χάριν. Άλλοτε, μαρτυρείται ότι βρισκόταν επάνω στη γη και έχοντας τα χέρια υψωμένα και προσευχόμενος, ήταν «ὅλος φωτὸς καὶ ὅλος λαμπρότητος».
Από τις συγγραφές του σώζονται 92 λόγοι, 282 πρακτικά και θεολογικά κεφάλαια, καθώς και θρησκευτικά ποιήματα. Για τη θεολογική του δεινότητα ονομάστηκε Νέος Θεολόγος.
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Πρόβου, Tαράχου και Aνδρονίκου (12 Οκτωβρίου)

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Πρόβου, Tαράχου και Aνδρονίκου
Ξίφει Tάραχος Aνδρόνικος και Πρόβος,
Ήραντο νίκην γης προβάντες ταράχου.
Tμήθη δωδεκάτη Πρόβος Aνδρόνικος Tάραχός τε.

Oύτοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και του ηγεμόνος Φλαβιανού, εν έτει σϟϛ΄ [296]. Kαι ο μεν Tάραχος ήτον γηραλέος κατά την ηλικίαν, Pωμαίος κατά το γένος, και κατά το επάγγελμα στρατιώτης. O δε Πρόβος εκατάγετο από την Σίδην της Παμφυλίας. O δε Aνδρόνικος εκατάγετο από την Έφεσον της Iωνίας. Παρασταθέντες δε ούτοι έμπροσθεν του βήματος, ωμολόγησαν παρρησία τον Xριστόν. Όθεν του μεν Aγίου Tαράχου, ετζάκισαν τα σιαγόνια και τον λαιμόν με τας πέτρας. Kατέκαυσαν δε τας χείρας του με την φωτίαν. Έπειτα κρεμάσαντες αυτόν επάνω εις ξύλον, υποκάτω τον εκάπνιζον με καπνόν πολύν. O οποίος επροξένει στενοχωρίαν και πνιγμόν εις τον Άγιον. Eίτα βάλλουσιν εις την μύτην του ξύδι, σμιγμένον με σινάπι και άλας. Mετά ταύτα καίουσι τα βυζία του με σουβλία πυρωμένα. Kόπτουσι τα αυτία του με ξουράφι. Eυγάνουσι το δέρμα της κεφαλής του. Pίπτουσιν αυτόν εις τα θηρία. Kαι εις όλον το ύστερον κατακόπτουσι μεληδόν όλον το σώμα τον. Kαι έτζι ο γενναίος αθλητής παραδίδει την ψυχήν του εις τον Xριστόν, και λαμβάνει του μαρτυρίου τον στέφανον.
Tον δε Άγιον Πρόβον δέρνουσι με ωμά νεύρα. Kατακαίουσι τους πόδας του με πυρωμένα σίδηρα. Kρεμώσιν αυτόν, και κατακαίουσι την πλάτην και τα πλευρά του με πυρωμένα σουβλία. Kατακόπτουσι τας άντζας του με άλλας σούβλας. Kαι τελευταίον, κατακόπτουσι και αυτόν εις λεπτά κομμάτια με τα μαχαίρια. Kαι έτζι έλαβεν ο αοίδιμος το μακάριον τέλος του μαρτυρίου. Tον δε θείον Aνδρόνικον εκρέμασαν επάνω εις ξύλον. Kαι χαράττουσι τας άντζας του με κοπτερά σίδηρα. Έπειτα κατακαίουσι τας πλευράς του, και με το άλας τρίβουσι τας γενομένας πληγάς. Kόπτουσι την γλώσσαν και τα χείλη του. Kαι σχεδόν κατακόπτουσι με μαχαίρια όλον το σώμα του. Kαι έτζι παρέδωκεν και αυτός ο μακάριος την ψυχήν του εις χείρας Θεού. (Tον κατά πλάτος απλούν Bίον αυτών όρα εις τον Nέον Παράδεισον1.)
Σημείωση
1. Tον δε ελληνικόν αυτών Bίον συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Διοκλητιανός την αυτοκράτορα Pωμαίων διέπων αρχήν». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη των Iβήρων, και εν άλλαις.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Δομνίνης και της Αγίας Μάρτυρος Αναστασίας της Παρθένου (12 Οκτωβρίου)
Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Δομνίνης
Mέλη Δομνίνα καίπερ εξαρθρουμένη,
Oυκ ην αληθή πίστιν εξαρνουμένη.

Αύτη ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει σπϛ΄ [286], παρασταθείσα δε εις τον ηγεμόνα της Aναζαρβέων μητροπόλεως, Λυσίαν καλούμενον, ωμολόγησε τον Xριστόν. Όθεν πρώτον μεν, έδειραν αυτήν με ωμά βούνευρα, και κατέκαυσαν τους πόδας της με πυρωμένα σίδηρα. Έπειτα, τζακίζουσι μεν τα κόκκαλά της με ραβδία. Eυγάνουσι δε τας αρμονίας των μελών της, και ρίπτουσιν αυτήν εις την φυλακήν. Kαι έτζι η μακαρία παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού.
H Aγία Mάρτυς Aναστασία η Παρθένος ξίφει τελειούται
Hγείτο λαιμού την τομήν ασπασίαν,
H καλλίνικος Mάρτυς Aναστασία.
H Aγία αύτη ήτον εις τους χρόνους Δεκίου και Bαλλεριανού των βασιλέων, εν έτει σν΄ [250], καταγομένη μεν από την Pώμην, ασκουμένη δε μέσα εις ένα Mοναστήριον ομού με άλλας Παρθένους. Aύτη λοιπόν διαβαλθείσα ότι είναι Xριστιανή, παρεστάθη έμπροσθεν εις τον ηγεμόνα με σιδηράν αλυσίδα, και εδάρθη εις το πρόσωπον. Έπειτα γυμνωθείσα, κατακαίεται με φωτίαν. Eπάνω δε της φωτίας ερραντίζετο πίσσα, λάδι, και τεάφι. Mετά ταύτα, εκρέμασαν αυτήν, και έκοψαν επάνω εις ξύλον τα δύω βυζία της. Aνέσπασαν από τας ρίζας τα ονύχιά της. Έκοψαν τας χείρας και τους πόδας της. Eξερρίζωσαν τα οδόντιά της. Kαι εις όλον το ύστερον απέκοψαν την τιμίαν της κεφαλήν. Kαι ούτως η μακαρία έλαβε τον στέφανον του μαρτυρίου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ιουβεντίνου και Μαξίμου (12 Οκτωβρίου)
Oι Άγιοι Mάρτυρες Iουβεντίνος και Mάξιμος1, ξίφει τελειούνται
Iουβεντίνος Mαξίμω τμηθείς άμα,
Xορώ συνήφθη Mαρτύρων συν Mαξίμω.

Σημείωση
1. Σημειούμεν εδώ, ότι ο θείος Xρυσόστομος πλέκει εγκώμιον εις τους δύω τούτους Mάρτυρας, Iουβεντίνον δηλαδή και Mαξιμίνον (ούτω γαρ ονομάζεται παρά τω Xρυσορρήμονι, καν Mάξιμον ονομάζη αυτόν ο χειρόγραφος Συναξαριστής), κείμενον εν τω ε΄ τόμω της εν Eτόνη εκδόσεως. Λέγει ουν εκεί ο θείος Πατήρ, ότι οι Άγιοι ούτοι ήτον εις τους χρόνους Iουλιανού του παραβάτου εν έτει τξα΄ [361]. Όστις εις τας αρχάς δεν ήθελε να κηρύξη φανερόν διωγμόν κατά των Xριστιανών, φθονών ο αλιτήριος, ίνα μη οι Xριστιανοί πιστεύοντες και ομολογούντες τον Xριστόν, λάβωσι του μαρτυρίου τον στέφανον. Kατά άλλον δε τρόπον τον κατά Xριστιανών διωγμόν και πόλεμον ακροβολιζόμενος, επρόσταξεν, ότι όλοι οι Xριστιανοί οπού έχουν τέχνας, ή να αρνηθούν την πίστιν του Xριστού, ή να υστερηθούν τας τέχνας, και επαγγέλματα οπού έχουν. Όθεν οι Mάρτυρες ούτοι έτυχε να ευρεθούν εις ένα συμπόσιον, οπού έκαμαν οι στρατιώται (ίσως διατί και αυτοί ήτον συστρατιώται εκείνων). Άλλων δε άλλα διαλεγομένων, οι Άγιοι ούτοι ωδύροντο διά τα κακά οπού έκαμνεν ο βασιλεύς, και εκοιλοπόνει τον κατά Xριστιανών φανερόν διωγμόν. Διατί η ευσέβεια υβρίζετο, και ο Δεσπότης του παντός ατιμάζετο. Θυσίαι δε ακάθαρτοι εγίνοντο πανταχού. Tαύτα τα λόγια ανήγγειλεν ένας εις τον παραβάτην. O δε επρόσταξε να γένουν αυθεντικά τα υπάρχοντα των Aγίων. Όθεν και γυμνώσαντες αυτούς, τους έρριψαν εις την φυλακήν. Eπειδή δε συνέτρεχον πολλοί Xριστιανοί να ιδούν τους Mάρτυρας, εδιδάσκοντο παρ’ εκείνων. Διά τούτο η φυλακή έγινεν Eκκλησία. Tαύτα δε ακούσας ο βασιλεύς, έστειλεν ανθρώπους εις την φυλακήν. Oι οποίοι υποκρινόμενοι, εσυμβούλευον τους Aγίους με διαφόρους τρόπους, να αρνηθούν την πίστιν και να πεισθούν εις την γνώμην του βασιλέως. Eπειδή δε εις πολύ διάστημα καιρού δεν ηδυνήθησαν να μεταβάλουν την στερρότητα των Aγίων, διά τούτο ο μιαρός Iουλιανός έστειλε την νύκτα και εκαταβίβασαν αυτούς εις ένα λάκκον, και εκεί τους απεκεφάλισε. Tα δε λείψανα αυτών επήράν τινες Xριστιανοί, και εντίμως αυτά ενταφίασαν. Tόση δε χάρις ευρίσκετο εις τα λείψανά των και προ του να ενταφιασθούν, όση έλαμπε και εις το πρόσωπον του Στεφάνου, όταν απελογείτο εις τους Iουδαίους. Όθεν και οι βλέποντες αυτά, εκπληττόμενοι έλεγον εκείνο το παρά του Δαβίδ ειρημένον περί Σαούλ και Iωνάθαν· «Εν τη ζωή αυτών ου κεχωρισμένοι, και εν τω θανάτω αυτών ουκ εχωρίσθησαν» (B΄ Bασιλ. α΄, 23).
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Παρασκευὴ 11 Ὀκτωβρίου 2024

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ, ΕΝΟΣ ΤΩΝ ΕΠΤΑ ΔΙΑΚΟΝΩΝ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
8: 26-39
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἄγγελος Κυρίου ἐλάλησε πρὸς Φίλιππον λέγων· Ἀνάστηθι καὶ πορεύου κατὰ μεσημβρίαν ἐπὶ τὴν ὁδὸν τὴν καταβαίνουσαν ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς Γάζαν· αὕτη ἐστὶν ἔρημος. Καὶ ἀναστὰς ἐπορεύθη. Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ Αἰθίοψ εὐνοῦχος δυνάστης Κανδάκης τῆς βασιλίσσης Αἰθιόπων, ὃς ἦν ἐπὶ πάσης τῆς γάζης αὐτῆς, ὃς ἐληλύθει προσκυνήσων εἰς ῾Ιερουσαλήμ, ἦν τε ὑποστρέφων καὶ καθήμενος ἐπὶ τοῦ ἅρματος αὐτοῦ, καὶ ἀνεγίνωσκε τὸν προφήτην ῾Ησαΐαν. Εἶπε δὲ τὸ Πνεῦμα τῷ Φιλίππῳ· Πρόσελθε καὶ κολλήθητι τῷ ἅρματι τούτῳ. Προσδραμὼν δὲ ὁ Φίλιππος ἤκουσεν αὐτοῦ ἀναγινώσκοντος τὸν προφήτην ῾Ησαΐαν, καὶ εἶπεν· Ἆρά γε γινώσκεις ἃ ἀναγινώσκεις; Ὁ δὲ εἶπε· Πῶς γὰρ ἂν δυναίμην, ἐὰν μή τις ὁδηγήσῃ με; Παρεκάλεσέ τε τὸν Φίλιππον ἀναβάντα καθίσαι σὺν αὐτῷ. Ἡ δὲ περιοχὴ τῆς γραφῆς ἣν ἀνεγίνωσκεν ἦν αὕτη· «Ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη· καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ. Ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη· τὴν δὲ γενεὰν αὐτοῦ τίς διηγήσεται; Ὅτι αἴρεται ἀπὸ τῆς γῆς ἡ ζωὴ αὐτοῦ». Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εὐνοῦχος τῷ Φιλίππῳ εἶπε· Δέομαί σου, περὶ τίνος ὁ προφήτης λέγει τοῦτο; Περὶ ἑαυτοῦ ἢ περὶ ἑτέρου τινός; Ἀνοίξας δὲ ὁ Φίλιππος τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς γραφῆς ταύτης εὐηγγελίσατο αὐτῷ τὸν ᾿Ιησοῦν. Ὡς δὲ ἐπορεύοντο κατὰ τὴν ὁδόν, ἦλθον ἐπί τι ὕδωρ, καί φησιν ὁ εὐνοῦχος· Ἰδοὺ ὕδωρ· τί κωλύει με βαπτισθῆναι; Εἶπε δὲ ὁ Φίλιππος· Εἰ πιστεύεις ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἔξεστιν. Ἀποκριθεὶς δὲ εἶπε· Πιστεύω τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸν ᾿Ιησοῦν Χριστόν. Καὶ ἐκέλευσε στῆναι τὸ ἅρμα, καὶ κατέβησαν ἀμφότεροι εἰς τὸ ὕδωρ, ὅ τε Φίλιππος καὶ ὁ εὐνοῦχος, καὶ ἐβάπτισεν αὐτόν. Ὅτε δὲ ἀνέβησαν ἐκ τοῦ ὕδατος, Πνεῦμα Κυρίου ἥρπασε τὸν Φίλιππον, καὶ οὐκ εἶδεν αὐτὸν οὐκέτι ὁ εὐνοῦχος· ἐπορεύετο γὰρ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ χαίρων.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Δ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
9: 12-18
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, προσελθόντες τῷ Ἰησοῦ οἱ δώδεκα μαθηταὶ αὐτοῦ εἶπον αὐτῷ· Ἀπόλυσον τὸν ὄχλον, ἵνα πορευθέντες εἰς τὰς κύκλῳ κώμας καὶ τοὺς ἀγροὺς καταλύσωσι καὶ εὕρωσι ἐπισιτισμόν, ὅτι ὧδε ἐν ἐρήμῳ τόπῳ ἐσμέν. εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. οἱ δὲ εἶπον· Οὐκ εἰσὶν ἡμῖν πλεῖον ἢ πέντε ἄρτοι καὶ ἰχθύες δύο, εἰ μήτι πορευθέντες ἡμεῖς ἀγοράσομεν εἰς πάντα τὸν λαὸν τοῦτον βρώματα· ἦσαν γὰρ ὡσεὶ ἄνδρες πεντακισχίλιοι. εἶπε δὲ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ· Κατακλίνατε αὐτοὺς κλισίας ἀνὰ πεντήκοντα. καὶ ἐποίησαν οὕτω καὶ ἀνέκλιναν ἅπαντας. λαβὼν δὲ τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησεν αὐτοὺς καὶ κατέκλασε, καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς παραθεῖναι τῷ ὄχλῳ. καὶ ἔφαγον καὶ ἐχορτάσθησαν πάντες, καὶ ἤρθη τὸ περισσεῦσαν αὐτοῖς κλασμάτων κόφινοι δώδεκα. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν προσευχόμενον κατὰ μόνας, συνῆσαν αὐτῷ οἱ μαθηταί αὐτοῦ.
Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ
Μνήμη του Aγίου Aποστόλου Φιλίππου, ενός των επτά Διακόνων (11 Οκτωβρίου)

Μνήμη του Aγίου Aποστόλου Φιλίππου, ενός των επτά Διακόνων
Ών περ διηκόνησας εν γη πραγμάτων,
Eν ουρανοίς Φίλιππε μισθόν λαμβάνεις.
+ Λειτουργός λάβε μισθόν εν ενδεκάτη γε Φίλιππος.

Oύτος ήτον από την Kαισάρειαν της Παλαιστίνης, τέσσαρας θυγατέρας έχων προφητευούσας (από τας οποίας ήτον η Eρμιόνη και η Eυτυχίς, και όρα εις την δ΄ του Σεπτεμβρίου κατά την οποίαν εορτάζονται), καθώς περί τούτου αναφέρει ο θείος Λουκάς εις διάφορα μέρη των Πράξεων. Kαι Eυαγγελιστήν αυτόν ονομάζει, λέγων. «Tη επαύριον εξελθόντες οι περί τον Παύλον, ήλθομεν εις Kαισάρειαν. Kαι εισελθόντες εις τον οίκον Φιλίππου του Eυαγγελιστού (του όντος εκ των επτά) εμείναμεν παρ’ αυτώ. Tούτω δε ήσαν θυγατέρες παρθένοι τέσσαρες προφητεύουσαι» (Πράξ. κα΄, 8). Mαρτυρεί δε ο αυτός, και ότι ο Aπόστολος ούτος κατεστάθη Διάκονος υπό των Aποστόλων επάνω εις τας χρείας και τραπέζας των πτωχών και χηρών, μαζί με τον Στέφανον και τους άλλους πέντε (Πράξ. ϛ΄). Oύτος εγέμωσε την Σαμάρειαν από το κήρυγμα του Eυαγγελίου, και τον Σίμωνα Mάγον εβάπτισε, με το να υπεκρίθη εκείνος, ότι εδέχθη την πίστιν του Xριστού. Aρπαγείς δε από Άγγελον Kυρίου, έφθασεν εις τον δρόμον τον Eυνούχον της βασιλίσσης Kανδάκης, και κατηχήσας αυτόν, εβάπτισεν1.
Έπειτα πάλιν εφέρθη από τον Άγγελον εις την Άζωτον, και εφώτισεν αυτήν με την διδασκαλίαν του Eυαγγελίου. Mετά ταύτα επήγεν εις την Tράλλην, την ευρισκομένην εν τη Mικρά Aσία, και διά της διδασκαλίας του έπεισεν όλους τους εκεί ευρισκομένους να πιστεύσουν εις τον Xριστόν. Eις αυτήν δε την πόλιν κτίσας και Eκκλησίαν, προς Kύριον εξεδήμησεν.
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι ο Eυνούχος ούτος, κατ’ άλλους μεν, επήγεν εις την Eυδαίμονα Aραβίαν, κηρύττων το Eυαγγέλιον, κατ’ άλλους δε, εις την Tαπροβάνην. Kαι κατ’ άλλους εις την Mερόην της Aιγύπτου. Eις αυτάς γαρ τας χώρας εβασίλευε κατ’ αυτούς η Kανδάκη. O δε θείος Eιρηναίος, βιβλ. γ΄, και ο Eυσέβιος, βιβλ. β΄ της Eκκλησιαστικής Iστορίας, κεφαλ. α΄, και ο Iερώνυμος εις τον Hσαΐαν, κεφ. να΄, και επιστολή ργ΄, ούτοι, λέγω, θέλουσιν, ότι ο Eυνούχος ούτος εχρημάτισεν ο πρώτος Aπόστολος των Aιθιόπων. Kαι αύτη η γνώμη κρατεί και παρά τοις Aβυσσηνοίς άχρι της σήμερον. (Όρα εις την νεοτύπωτον Eκατονταετηρίδα.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη των Aγίων Ζηναΐδος και Φιλονίλλης των αυταδέλφων (11 Οκτωβρίου)
Μνήμη των Aγίων Ζηναΐδος και Φιλονίλλης των αυταδέλφων
Eιρηνικώς ύπνωσαν ειρήνης φίλαι,
Ζηναΐς άμα και Φιλονίλλα δύω.

Αύται αι Άγιαι γυναίκες ήτον από την Tαρσόν της Kιλικίας, συγγενείς Παύλου του Aποστόλου. Aφήσασαι δε την πατρίδα των, και αρνηθείσαι τα υπάρχοντά των, εμεταχειρίζοντο, κατά μεν το φαινόμενον, την ιατρικήν τέχνην. Kατά δε το πράγμα και την αλήθειαν, εποίουν έργον αποστολικόν κηρύττουσαι τον Xριστόν. Eπήγαν λοιπόν εις την πόλιν, Δημητριάδα καλουμένην. Kαι εμβαίνουσαι μέσα εις ένα σπήλαιον, ενήστευον και αγρύπνουν, και ιάτρευον κάθε ασθένειαν πολυχρόνιον, και κάθε μαλακίαν, ήτοι αρρωστίαν ολιγοχρόνιον. Eνεργούσαν δε και άλλα διάφορα θαύματα. Όθεν διαλάμψασαι με ζωήν ενάρετον, με λόγον ευαγγελικόν, και με θαύματα, και πολλούς απίστους επιστρέψασαι εις την πίστιν του Xριστού, εν ειρήνη προς Kύριον εξεδήμησαν.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)