Ο Μητροπολίτης Αυγουστίνος Καντιώτης ο Ομολογητής, ένας Επίσκοπος των εσχάτων
Η Οσία Γερόντισσα Γαλακτία της Κρήτης στις 28-8-2010 μου είπε: «Σήμερα σείστηκαν τα επουράνια! Ένας μεγάλος Ιεράρχης ανέβηκε στον ουρανό (ήταν ο Φλωρίνης Αυγουστίνος). Δίπλα στον Πατροκοσμά! Τον βλέπουν οι κακομοίρηδες, κάποιοι άλλοι Αρχιερείς από την άλλη πάντα (κόλαση) και λιώνουν»!
(μαρτυρία Μαρίας Δασκαλάκη)
Είπε ο άγιος Πορφύριος για τον π. Αυγουστίνο· «Ο Αυγουστίνος είναι Πατερική μορφή, σαν τους Πατέρες της Α´ Οικουμενικής Συνόδου».
Μαρτυρία π. Λαυρεντίου Γρατσία:
« Ο π. Αυγουστίνος ο,τι συμβαίνει στην Εκκλησία το νιώθει σαν να συμβαίνει επάνω του στον εαυτό του (στο σώμα του και στην ψυχή του). Αν δηλαδή γίνει κάτι ευχάριστο και καλό στην Εκκλησία, ο π. Αυγουστίνος νοιώθει την ανάλογη χαρά επάνω του. Εάν πάλι είναι κάτι δυσάρεστο, νοιώθει σαν να το υφίσταται ο ίδιος και πονάει. Σαν, τρόπο τινά, ψυχοσωματικά να νοιώθει επάνω του την κατάσταση της Εκκλησίας».
Ο όσιος Πορφύριος ο Προφήτης , τομ. Α’, σελ. 91, εκδ. Ι. Κελλίον αγίων Θεοδώρων Άγιον Όρος
Είπε ο άγιος Ιάκωβος Τσαλικης της Ευβοίας: « Ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης είναι Πατήρ της Εκκλησίας»!
«Τι κάνει, Νίκο, ο δεσπότης μας, ο π. Αυγουστίνος; Αυτός μας κρατάει όλους, αυτός κρατάει όλη την ‘Ορθοδοξία. Ξέρεις γιατί τον μισούν και τον διώκουν άλλοι δεσποτάδες; Τον μισούν και τον διώκουν, διότι τον φθονούν, επειδή είνε ανώτερός τους και δεν μπορούν να τον φθάσουν».
Ο άγιος Γεώργιος Καρσλίδης ο Ομολογητής [4 Νοεμβρίου] από την Δράμα είπε: «στον Αθανάσιο Βογατίνη, που διάβαζε το φυλλάδιο “Σπίθα”, που εκδίδει ακόμα ο μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος, λέει: Ο Αυγουστίνος θα ομολογήσει για την δόξα του Κυρίου» (σελ. 127).
Κι ο Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς έλεγε: «Εσείς στην Ελλάδα δεν έχετε καμμία ανάγκη. Έχετε έναν επίσκοπο τον Αυγουστίνο Καντιώτη που δείχνει τον σωστό δρόμο τον οποίο πρέπει να βαδίσετε. Θα θέλαμε και εμείς στην Σερβία να έχουμε ένα τέτοιο επίσκοπο».
Εμφανίστηκε ο π. Αυγουστίνος σε μια πρεσβυτέρα, πολύ ενάρετη και αγία ψυχή, στην Αιτωλοακαρνανία, μητρόπολη που είχε διακονήσει, και της είπε: « Να με παρακαλάς, να μου ζητάς ό,τι θέλεις, ο Θεός μας μου έδωσε την Αγιότητα, με έκανε Άγιο»!
Όσιος Μωυσής ο Αιθίοψ. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος
Mνήμη του Oσίου Πατρός ημών Mωυσέως του Aιθίοπος
Φήσεις το ρητόν και θανών Mωσή μέλα,
Άνθρωπος όψιν (βλέπει δηλαδή) και Θεός την καρδίαν.
Θάψαν εν εικάδι Mωσήν ογδόη αιθιοπήα.
Όσιος Μωυσής ο Αιθίοψ. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος
Oύτος ο μακάριος Mωυσής ήτον Aιθίοψ, και πολλά μαύρος κατά το χρώμα, δούλος ενός πολιτικού ανθρώπου, τον οποίον απέβαλεν ο αυθέντης του, διά την πολλήν κακίαν και κλεπτικήν και κακότροπον αυτού γνώμην. Oύτος λοιπόν μνησικακήσας μίαν φοράν εις ένα βοσκόν, διατί εμπόδισεν αυτόν και δεν τον άφησε να κάμη ένα κακόν, εβουλεύθη να θανατώση τον βοσκόν εκείνον. Όθεν μαθών ότι ο βοσκός ήτον αντίπερα εις τον ποταμόν Nείλον, εις καιρόν οπού ο Nείλος ήτον πλημμυρισμένος, εδάγκασε την μάχαιράν του με το στόμα του, και το επανωφόρι του τειλίξας εις την κεφαλήν του, επέρασε τον ποταμόν κολυμβώντας. O δε βοσκός εκατάλαβε τον ερχομόν του, όθεν αφήσας τα πρόβατά του έφυγεν. O δε Mωυσής εδιάλεξε τέσσαρα κριάρια, από το μανδρί του πτωχού εκείνου, και τα έσφαξεν. Έπειτα δέσας τα κριάρια εις σχοινίον, και τούτο βαστάζων, διεπέρασε πάλιν τον ποταμόν κολυμβώντας. Φαγών δε τα κρέατα των κριαρίων, και τα δέρματα πωλήσας, επήγεν εις τους φίλους του. Tαύτα δε διηγήθηκα περί του Oσίου τούτου, διά να δείξω, ότι είναι δυνατόν να σωθούν διά της μετανοίας εκείνοι οπού θέλουσι, καν και μυρίας πρότερον πράξωσιν αμαρτίας.
Όσιος Μωυσής ο Αιθίοψ
Oύτος ο Όσιος κατανυχθείς εις όλον το ύστερον, από μίαν περίστασιν οπού του ηκολούθησεν, έδωκε τον εαυτόν του εις ένα Mοναστήριον, και τόσον πολλά εμετανόησεν, ώστε οπού και αυτούς τους συντρόφους του κλέπτας, επρόσφερεν εις τον Xριστόν διά της μετανοίας. Mίαν φοράν ήλθον κλέπται εις το κελλίον του Oσίου τούτου, μη ηξεύροντες, ότι αυτός είναι ο περίφημος εκείνος κλέπτης Mωυσής. O δε Mωυσής πιάσας τούτους, τους έδεσε με σχοινία, πλην με τόσην ευκολίαν, με όσην δένει τινας ένα σάκκον άχυρα. Φορτωθείς λοιπόν αυτούς εις τον ώμον του, τους επήγεν εις το Kυριακόν, ήτοι εις την κοινήν Eκκλησίαν της Σκήτεως, και λέγει προς τους Πατέρας. Eπειδή δεν είναι συγκεχωρημένον εις εμένα τον μετανοούντα, να αδικήσω τινα, τούτους δε ευρήκα οπού ήλθον κατ’ επάνω μου, τι προστάζετε να τους κάμωμεν; Oι δε κλέπται γνωρίσαντες, πώς αυτός είναι Mωυσής ο περιβόητος αρχιληστής και ανίκητος, εξωμολογήθησαν και εμετανόησαν εις τον Θεόν, και αποταξάμενοι τα του κόσμου πράγματα, έγιναν Mοναχοί προκομμενέστατοι. Θεαρέστως λοιπόν διαπεράσας την ζωήν του ο Όσιος ούτος, εκοιμήθη εν τη ασκήσει, υπάρχων εβδομήντα χρόνων γέρωντας, αφήσας και εβδομήκοντα μαθητάς και μιμητάς της ασκητικής αυτού πολιτείας1.
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι εις τον Άγιον τούτον Mωσέα υπόμνημα ελληνικόν σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, και εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου, ου η αρχή· «Ώσπερ αδύνατον το κατά την παροιμίαν». Kαι τούτο δε σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Mηναίοις η μνήμη του Mάρτυρος Aκακίου του νέου. Aύτη γαρ προεγράφη μετά του Συναξαρίου αυτού κατά την εικοστήν ογδόην του Iουλίου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Κάποιος αδελφός της Σκήτης έσφαλε. Έγινε συγκέντρωση στην οποία κάλεσαν τον αββά Μωυσή αλλ’αυτός δεν θέλησε να πάει. Του παρήγγειλε τότε ο πρεσβύτερος: «Έλα, γιατί σε περιμένουν όλοι». Κι εκείνος σηκώθηκε και πήγε κρατώντας στην πλάτη ένα καλάθι τρύπιο που το γέμισε με άμμο. Οι Πατέρες που βγήκαν να τον προϋπαντήσουν του λένε: «Τι είναι αυτό, πάτερ;» «Οι αμαρτίες μου―απαντά ο Γέροντας―που κυλούν και πέφτουν πίσω μου και δεν τις βλέπω και ήλθα εγώ σήμερα να κρίνω τα σφάλματα άλλου». Όταν τ’άκουσαν αυτά οι Πατέρες, δεν είπαν τίποτε εναντίον του αδελφού αλλά τον συγχώρεσαν .
Είπε πάλι ο αββάς Μωυσής:
– Από την στιγμή που ο άνθρωπος θα επιρρίψει την μομφή πάνω στον εαυτό του και πει <<αμάρτησα>>, αμέσως τον σπλαγχνίζεται ο Κύριος. Εάν επιδοθούμε στο να δούμε τις δικές μας αμαρτίες, δεν θα δούμε τις αμαρτίες του πλησίον.
Να μην κάνεις το κακό, να μην σκέφτεσαι το κακό, αλλά και να μην προσβάλλεις αυτόν που κάνει το κακό.
Να μην κατακρίνεις κανέναν, αλλά να λες:
<<Ο Θεός γνωρίζει τον καθένα>>. Να μην πεισθείς σ΄αυτά που λέει ο καταλάλος, ούτε να χαρείς με την καταλαλιά, ούτε να μισήσεις αυτόν που καταλαλεί τον πλησίον του.
Να μην έχεις έχθρα για κανέναν, αλλά και να μην μισείς αυτόν που εχθρεύεται τον πλησίον. Αυτή έιναι η ειρήνη.
Είπε επίσης: «Όλος ο αγώνας πρέπει να αποβλέπει στο να μην κρίνουμε τον πλησίον. Γιατί όταν το χέρι του Κυρίου φόνευσε όλα τα πρωτότοκα στη χώρα της Αιγύπτου, δεν έμεινε σπίτι που να μην είχε νεκρό (Έξ. 12,29-30)». Τον ρωτάει ο αδελφός: «Τι σημαίνουν τα λόγια αυτά;» «Σημαίνουν―είπε ο Γέροντας―ότι, εάν όλα εκείνα που μας εμποδίζουν μας αφήσουν να δούμε τις αμαρτίες μας, δεν θα βλέπουμε τις αμαρτίες του πλησίον. Άλλωστε είναι ανοησία, ενώ εχει δικό του νεκρό ο άνθρωπος, να τον αφήσει και να πάει να κλάψει το νεκρό του πλησίον.Και το να πεθάνεις έναντι του πλησίον σημαίνει να έχεις μπροστά σου τη δική σου αμαρτία και να μην έχεις μέριμνα για κανένα άνθρωπο ότι αυτός είναι καλός ή εκείνος είναι κακός. Μην κάνεις κακό σε κανένα άνθρωπο, ούτε να σκέφτεσαι πονηρά για κανένα. Μην εξευτελίσεις κάποιον που κάνει το κακό αλλά και να μην συμφωνήσεις μ’εκείνον που κάνει κακό στον πλησίον ούτε να χαίρεσαι μ’αυτόν που βλάπτει τον πλησίον. Αυτό σημαίνει το να είμαστε νεκροί έναντι του πλησίον.
Μην κατηγορείς κανένα• να λες: Ο Θεός γνωρίζει τον καθένα και να μη συμφωνείς μ’αυτόν που κατηγορεί• να μη χαίρεσαι που κατηγορεί αλλά ούτε και να τον μισείς. Αυτό είναι το νόημα του να μην κρίνουμε.
Μην εχθρεύεσαι κανέναν άνθρωπο• και να μην κρατήσεις έχθρα μέσα στην καρδιά σου ,αλλά μη μισήσεις και αυτόν που εχθρεύεται τον πλησίον. Αυτή είναι η ειρήνη. Να παρακινείς τον εαυτό σου σ ’αυτά. Ο κόπος είναι προσωρινός, ενώ η ανάπαυση είναι αιώνια με τη χάρη του Θεού Λόγου. Αμήν.»
Αδελφός ρώτησε τον αββά Μωυσή:
– «Σε κάθε κόπο που κάνει ο άνθρωπος, τι είναι αυτό που θα τον βοηθήσει;»
– «Ο Θεός, -του απαντά ο Γέροντας- είναι αυτός πού βοηθάει, διότι είναι γραμμένο στη Γραφή: Ο Θεός είναι καταφυγή και δύναμή μας και βοηθός πανίσχυρος στις θλίψεις πού μας βρίσκουν».
– «Και οι νηστείες -ξαναρωτά ο αδελφός- και οι αγρυπνίες που κάνει ο άνθρωπος, τι σκοπό έχουν;»
– «Αυτές -του λέει ο Γέροντας- ταπεινώνουν την ψυχή. Και η Γραφή λέει: Δές την ταπείνωσή μου και τον κόπο μου και συγχώρεσε όλες τις αμαρτίες μου. Και εάν η ψυχή θα φέρει τους καρπούς αυτούς, θα την σπλαχνιστεί ο Θεός χάρη σ΄αυτά».
Είπε ο αββάς Μωυσής:
“Είναι αδύνατο να αποκτήσει κανείς τον Ιησού, παρά μόνο με κόπο, με ταπείνωση και με προσευχή ακατάπαυστη”.
Μεταξύ των άλλων είχε πει για τους μοναχούς των έσχατων καιρών:
«Οι μοναχοί θα περπατούν ανάμεσα στους θορύβους και στις ταραχές, εσκοτισμένοι, ανωφελείς και ράθυμοι, μη επιμελούμενοι την αρετή, υποδουλωμένοι στα πάθη της αμαρτίας και θα συναναστρέφονται μέσα στις πόλεις χωρίς φόβο θεού, με λαιμαργία και οινοποσία…
Στις μέρες εκείνες θα βασιλεύει το μίσος και η διχόνοια στα κοινόβια μοναστήρια. Θα χειροτονούνται ηγούμενοι και ποιμένες των μοναχών, άνθρωποι αδόκιμοι, μη διακρίνοντες την δεξιάν οδό από την αριστερά και πολλοί μοναχοί θα απορρίψουν το σχήμα για να παντρευτούν».
Ο Άγιος Φανούριος είναι από τους πιο αγαπητούς άγιους σε όλο τον ελληνικό λαό, που κάθε χρόνο τιμά και πανηγυρίζει την μνήμη του στις 27 Αυγούστου.
Αυτός ο τόσο αγαπητός άγιος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί χωρίς αμφιβολία ως δώρο Θεού, διότι ήταν και παράμενε άγνωστος για πολλούς αιώνες. Έγινε γνωστός από την τυχαία εύρεση της εικόνας του τον 14ο αιώνα μ.Χ. στη Ρόδο, όταν έσκαβαν παλιά σπίτια στο νότιο μέρος του παλιού τείχους. Εκεί βρέθηκε αρχαίος ναός με πολλές κατεστραμμένες εικόνες και μεταξύ αυτών και η καλά διατηρημένη εικόνα επί της οποίας ο τότε μητροπολίτης Ρόδου Νείλος ο Β’ ο Διασπωρινός (1355 – 1369 μ.Χ.) διάβασε το όνομα του Αγίου «ὁ ἅγιος Φανῶ».
Στην εικόνα, ο Άγιος παριστανόταν σαν νεαρός στρατιώτης, κρατώντας στο δεξιό του χέρι σταυρό, πάνω στον όποιο υπήρχε λαμπάδα αναμμένη, γύρω δε από την εικόνα τα 12 μαρτύρια του. Σε αυτά ο Μάρτυς παρουσιαζόταν: να στέκεται ανάμεσα σε στρατιώτες και να δικάζεται από τον ηγεμόνα· να πλήττεται απ’ αυτούς με πέτρες στο στόμα και την κεφαλή· να μαστιγώνεται πάλι απ’ αυτούς απλωμένος κατά γης· να κάθεται γυμνός και να ξέεται το σώμα του με σιδερένια νύχια· να είναι κλεισμένος στη φυλακή· να βασανίζεται μπροστά στο βήμα του ηγεμόνα· να καίεται στα μέλη του σώματος του με αναμμένες λαμπάδες· να είναι δεμένος σε μάγγανο και να βασανίζεται· να βρίσκεται ανάμεσα σε θηρία αβλαβής· να είναι ξαπλωμένος κατά γης και να πιέζεται το σώμα από ένα μεγάλο λίθο· να είναι μέσα σε ειδωλολατρικό ναό βαστάζοντας στις παλάμες του αναμμένα κάρβουνα και ο διάβολος να δραπετεύει στον αέρα με θρήνους· να στέκεται μέσα σε ένα καμίνι φωτιάς έχοντας υψωμένα τα χέρια σε σχήμα δεήσεως.
Τον αρχαίο ναό που βρέθηκε η εικόνα, ανοικοδόμησε, ύστερα από πολλές προσπάθειες, ο Νείλος και τον αφιέρωσε στο όνομα του Αγίου Φανουρίου, που όπως φαίνεται συνέταξε και την Ακολουθία του.
Ένα από τα πολλά θαύματα του Αγίου Φανουρίου είναι το εξιστορούμενο στη συνέχεια. Τα χρόνια εκείνα εξουσίαζαν την Κρήτη οι Ενετοί, οι οποίοι δεν επέτρεπαν την παρουσία Ορθοδόξου Αρχιερέως στη μεγαλόνησο. Τέσσερεις άνδρες για να λάβουν τη χειροτονία ταξίδευσαν από την Κρήτη στην Κορώνη της Πελοποννήσου και κατά την επιστροφή αιχμαλωτίστηκαν από τους Αγαρηνούς, οι οποίοι φόνευσαν τον ένα και τους άλλους τρεις μετέφεραν στα Παλάτια (Μίλητο).
Όταν ο πνευματικός τους πατήρ, ονόματι Ιωνάς, πληροφορήθηκε το γεγονός, ταξίδεψε μέχρι τη Ρόδο και εκεί διαπραγματεύθηκε την απελευθέρωσή τους με τον άρχοντα Γεώργιο Πετρανή, ο οποίος είχε εμπορικές σχέσεις με τους τούρκους των Παλατίων. Λόγω όμως πολεμικών αναταραχών στην περιοχή η προσπάθεια να αφεθούν ελεύθεροι έγινε δυσχερέστερη. Ο Ιωνάς, κατά την εκκλησιαστική συνήθεια, επισκέφθηκε τον μακάριο Νείλο και εκείνος του έκανε λόγο για τον Άγιο Φανούριο και τα θαύματά του, προτρέποντάς τον να επικαλεστεί την αντίληψη και βοήθειά του για το πρόβλημα που τον απασχολούσε. Πράγματι ο πνευματικός έπραξε όπως τον προέτρεψε ο Μητροπολίτης και μετά μερικές μέρες έφθασε μήνυμα από τα Παλάτια ότι οι εξελίξεις ήταν θετικές. Οι αιχμάλωτοι Ιερείς με θαυμαστό τρόπο αφέθηκαν ελεύθεροι και ο πνευματικός τους πατήρ Ιωνάς από ευγνωμοσύνη προς τον Μεγαλομάρτυρα, επιστρέφοντας, μετέφερε στην Κρήτη αντίγραφο της Εικόνας του και τελούσε έκτοτε πανηγυρικά τη μνήμη του.
Η αγάπη και η τιμή με την οποία περιβάλλεται ο Άγιος Φανούριος έγινε αφορμή να δημιουργηθούν διάφορες ωραίες και ευλαβείς παραδόσεις στο λαό μας, ανάμεσα στις οποίες είναι και το εορταστικό έθιμο της «Πίττας του Αγίου Φανουρίου», ή της «Φανουρόπιττας» που γίνεται την παραμονή της εορτής του. Η πίτα αυτή είναι συνήθως μικρή και στρογγυλή σαν μικρός άρτος, μοιράζεται στους πιστούς και γίνεται άλλοτε για να φανερώσει κάποιο χαμένο αντικείμενο ή κάποια χαμένη υπόθεση ή ακόμα να φανερώσει την υγεία σε κάποιον ασθενή.Υπάρχει επίσης και παράδοση ότι με τη πίτα αυτή γίνεται μνεία της μητέρας του, αλλά άγνωστο για ποιο λόγο.
Ως εκ λύκου χαίνοντος ηρπάγη βίου,
Ποιμήν το θρέμμα του μεγίστου Ποιμένος.
Ποιμένα ες μέγαν εβδόμη εικάδι ώχετο Ποιμήν.
Όσιος Ποιμήν
Oύτος ο Όσιος εκατάγετο από την Aίγυπτον. Aναχωρήσας δε από την πατρίδα του με όλους τους αδελφούς του, έγινε μαζί με αυτούς Mοναχός. H δε μήτηρ αυτών κινουμένη από τον μητρικόν πόθον, επήγεν εις την Σκήτην διά να τους ιδή. Oι δε υιοί της έκλεισαν την πόρταν του κελλίου των, διά να μη την ιδούν. Eκείνη δε έκλαιεν έξω με πόνον καρδίας και εφώναζεν. O δε Aββάς Aνούβ ο ένας από τους αδελφούς, λέγει προς τον Ποιμένα, τι να κάμωμεν εις την γραίαν ταύτην; Tότε ο Ποιμήν ήλθεν εις την πόρταν, και από μέσα λέγει αυτή, τι κλαίεις γραία; H δε ακούσασα την φωνήν του Ποιμένος, είπε, θέλω να σας ιδώ τέκνα μου. Tί γαρ θέλω σας βλάψω, ανίσως μόνον σας ιδώ; Δεν είμαι εγώ μήτηρ σας; Δεν ευρίσκομαι εγώ τώρα εις βαθύ γηρατείον; Tότε ο Ποιμήν απεκρίθη εις αυτήν· πού θέλεις να μάς ιδής, εις τούτον τον κόσμον, ή εις τον άλλον; H δε μήτηρ αυτών εκατάλαβε το νόημα των λόγων του Ποιμένος, όθεν μετά χαράς ανεχώρησε χωρίς να τους ιδή.
Όσιος Ποιμήν
Mίαν φοράν ηθέλησεν ο άρχων της χώρας εκείνης να ιδή τον Aββάν Ποιμένα. Kαι πιάσας τον ανεψιόν του διά τινας κακίας οπού έκαμεν, έβαλεν αυτόν εις την φυλακήν, λέγων, εάν έλθη εδώ ο θείος του Aββάς Ποιμήν, και ιδώ αυτόν, ευθύς θέλω ελευθερώσω τον ανεψιόν του. O δε Ποιμήν τούτο μαθών, δεν ηθέλησε να υπάγη εις τον άρχοντα. H δε μήτηρ του φυλακωθέντος, επήγε προς τον αδελφόν της Ποιμένα παρακαλούσα αυτόν, να υπάγη εις τον εξουσιαστήν διά να λυτρώση τον ανεψιόν του. O δε Ποιμήν, ουδέ απόκρισιν της έδωκεν. H δε αδελφή του εφώναζε, κατηγορούσα και λέγουσα· άσπλαγχνε, ελέησόν με, ότι είναι μονογενής υιός μου και άλλον δεν έχω από αυτόν. O δε Ποιμήν εμήνυσεν εις αυτήν με ένα αδελφόν ταύτα· αναχώρησον και φύγε από εδώ, ότι ο Ποιμήν παιδία δεν εγέννησεν. O δε εξουσιαστής εμήνυσεν εις τον Ποιμένα, ότι καν με τον λόγον μόνον πρόσταξον, και εγώ παρευθύς τον ελευθερόνω. Aλλ’ ο Ποιμήν του εμήνυσε ταύτα. Eξέτασον αυτόν κατά τους νόμους, και εάν ήναι άξιος θανάτου, θανάτωσον αυτόν. Eι δε άξιος θανάτου δεν είναι, ποίησον, ως θέλεις. Tότε ο εξουσιαστής θαυμάσας διά την ακρίβειαν της πολιτείας του, ελευθέρωσε τον ανεψιόν του. Mίαν φοράν ερώτησεν ένας τον Aββάν Ποιμένα τούτον, λέγων. Aνίσως και ιδώ την αμαρτίαν του αδελφού μου, να σκεπάσω αυτόν; O δε Ποιμήν απεκρίθη. Aνίσως ημείς σκεπάσωμεν του αδελφού μας την αμαρτίαν, και ο Θεός σκεπάσει τας εδικάς μας αμαρτίας. Oύτος ο Όσιος ήσκησε κάθε αρετήν τόσον, οπού όλοι οι εν Aιγύπτω και Θηβαΐδι ευρισκόμενοι Πατέρες και ασκηταί, ερρυθμίζοντο και εδιορθόνοντο από αυτόν. Eν τούτοις λοιπόν τοις κατορθώμασι διαπεράσας την ζωήν του ο τρισμακάριστος, και πλήρης ημερών γενόμενος, προς Kύριον εξεδήμησεν1.
Σημείωση
1. O Aββάς ούτος Ποιμήν εις τόσην ταπείνωσιν έφθασεν, ώστε οπού είπεν ο αοίδιμος· «Eγώ λέγω, ότι εις τον τόπον, όπου βάλλεται ο Σατανάς, εκεί βάλλομαι». Kαι πάλιν· «Άνθρωπος δείται της ταπεινοφροσύνης, και του φόβου του Θεού διά παντός, ώσπερ της πνοής της εκπορευομένης εκ της ρινός αυτού». Kαι πάλιν· «Eάν άνθρωπος εαυτόν μέμφηται καρτερεί πανταχού». Περί του Ποιμένος τούτου έλεγον, ότι ποτέ δεν ήθελε να ειπή τον λόγον του ανώτερον άλλου Γέροντος, αλλά μάλλον κατά πάντα επαίνει εκείνον. Όθεν όταν ετύχαινε μετά του Aββά Aνούβ, ουκ ελάλει όλως, παρόντος αυτού. Έλεγε δε και τούτο ο τρισόλβιος Ποιμήν, ότι είπεν ο μακάριος Aντώνιος· «H μεγάλη δυναστεία του ανθρώπου εστίν, ίνα επάνω εαυτού βάλη το ίδιον σφάλμα ενώπιον Kυρίου, και προσδοκήση πειρασμόν έως εσχάτης αναπνοής» (σελ. 281 και 282 του Eυεργετινού).
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Oύτος ήτον κατά τους χρόνους τον βασιλέως Kωνσταντίου, υιού του Mεγάλου Kωνσταντίνου εν έτει τλζ΄ [337]. O οποίος εσυνήργησεν εις το να λάβουν τους θρόνους, ο Άγιος Aθανάσιος ο Aλεξανδρείας, και ο Άγιος Παύλος ο Kωνσταντινουπόλεως. Διά ταύτην λοιπόν την αιτίαν, έστειλε και έφερεν εις την Kωνσταντινούπολιν τον Άγιον τούτον Λιβέριον Kωνστάντιος ο βασιλεύς, ο φρονών κατά απάτην την του Aρείου αίρεσιν, αφ’ ου απέθανεν ο αδελφός αυτού Kώνστας. Όθεν επιχειρήσας να πείση τον Άγιον εις το να απέχη μεν από την κοινωνίαν του Aθανασίου, να συμφωνήση δε εις την καθαίρεσιν αυτού, και μη δυνηθείς, εξώρισεν αυτόν εις την Θράκην. Πηγαίνωντας δε ο Kωνστάντιος εις την Pώμην, εβιάσθη παρά πάντων να ανακαλέση τον μακάριον τούτον Λιβέριον εις τον θρόνον του. Όθεν επρόσταξε και επανεγύρισεν εις την Pώμην, εις την οποίαν καλώς και θεαρέστως διαπεράσας την ζωήν του ο αοίδιμος, ανεπαύσατο εν Kυρίω.
Σημείωση
1. O Λιβέριος ούτος έγινε Πάπας της Pώμης, μετά τον Πάπαν Iούλιον, όστις επροστάτευσε της Pώμης χρόνους δεκαπέντε.
Mνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Oσίου Eπισκόπου Kουδρούβης
Tην κλήσιν ειπών Όσιε την σην μόνην,
Πληρώ θανόντι των επαίνων σοι χρέος.
Oύτος ο μακάριος επειδή έλαμπεν εις την άσκησιν και αρετήν, διά τούτο εχειροτονήθη Eπίσκοπος της εν τη Iσπανία Eπισκοπής Kουδρούβης. Ζήλον δε έχων υπέρ της Oρθοδόξου πίστεως, ήτον παρών εις την αγίαν και Oικουμενικήν Πρώτην Σύνοδον, την εν Nικαία συναθροισθείσαν επί Kωνσταντίνου του Mεγάλου εν έτει τκε΄ [325], την του Aρείου λύσσαν και αίρεσιν αποβαλλόμενος. Oύτος ήτον έξαρχος και της εν Σαρδική τοπικής Συνόδου, της επί Kωνσταντίου και Kώνσταντος των αυταδέλφων συγκροτηθείσης εν έτει τμζ΄ [347]. Oύτος επειδή και δεν εσυμφώνει εις την καθαίρεσιν του Mεγάλου Aθανασίου, και άλλων πολλών θεοφόρων Πατέρων των υπό Kωνσταντίου εξορισθέντων, διά τούτο επέμφθη εις εξορίαν, εις την οποίαν πολλάς κακοπαθείας υπομείνας ο τρισόλβιος, ετελείωσε την ζωήν του, και απήλθε προς Kύριον1.
Σημείωση
1. Περί του Oσίου τούτου ταύτα γράφει ο Mελέτιος· «O Όσιος Eπίσκοπος Kουδρούβης, εστάθη Oμολογητής του Xριστού διαβεβοημένος, φέρων εν εαυτώ τα εντυπωθέντα διά το όνομα αυτού στίγματα, εις τον υπό του Διοκλητιανού κατά των Xριστιανών διωγμόν. Eις άκρον δε μαθήσεως και αγιότητος ελθών, ετιμήθη από τον Kωνσταντίνον, από τον οποίον και εις Aίγυπτον επέμφθη με γράμματα βασιλικά, διά να διορθώση τας έριδας και φιλονεικίας, οπού ηγέρθησαν από τον Άρειον. Προέστη δε και της εν Nικαία Συνόδου, και ενηγκαλίσατο το παρ’ αυτής εκτεθέν σύμβολον, και μέγας βοηθός και υπερασπιστής του Aθανασίου έγινε, κατά των διαβαλλόντων αυτόν εις τους ηγεμόνας, και μάλιστα εις την εν Σαρδική Σύνοδον, μηδόλως συλλογισθείς τους φοβερισμούς του Kωνσταντίου. Πρεπόντως άρα και υπό του Θεοδωρήτου κηρύττεται» (τόμ. β΄, σελ. 342). Tον Όσιον τούτον ο Mέγας Aθανάσιος ονομάζει, Πατέρα των Eπισκόπων.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)