Αρχική Blog Σελίδα 149

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ: Ὁμιλία, σὺν Θεῷ ἁγίῳ, στὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ

Η ψηλάφιση του Θωμά

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

«Ὤ τοῦ παραδόξου θαύματος!
ἀπιστία, πίστιν βεβαίαν ἐγέννησεν.»

 

Η ψηλάφιση του Θωμά

Κατὰ τὴ σημερινὴ ἡμέρα, ὀκτὼ ἡμέρες μετὰ τὸ Πάσχα, τὴ λεγόμενη Κυριακὴ τοῦ Ἀντιπάσχα, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία καθόρισε ἀπὸ ἀρχαιότατους χρόνους νὰ ἑορτάζουμε κάποια θαυμαστὰ γεγονότα ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ.

Σήμερα, Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ, ὅπως διαφορετικὰ ἀποκαλεῖται, ἐνθυμούμαστε καὶ ἑορτάζουμε δύο ἀπὸ τὶς πρῶτες θαυμαστὲς ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστάντος Ἰησοῦ στοὺς ἀγαπημένους μαθητές του. Ἐπειδὴ δὲ κεντρικὸ πρόσωπο κατ᾽ αὐτὲς τὶς φανερώσεις τοῦ Κυρίου καὶ σὲ ὅσα σ᾽ αὐτὲς διαδραματίστηκαν, εἴτε ὡς ἀπὼν στὴν πρώτη, εἴτε ὡς παρὼν στὴ δεύτερη, ὑπῆρξε ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς, ἡ σημερινὴ Κυριακὴ  ὀνομάστηκε «τοῦ Θωμᾶ». Τὰ σπουδαῖα τοῦτα γεγονότα, γεμάτα βαθειὰ νοήματα καὶ ψυχοσωτήριες διδασκαλίες, μᾶς περιγράφει μὲ θεοπρεπὴ λιτότητα ἀλλὰ καὶ θαυμαστὴ σαφήνεια ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε.

Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ διήγηση, ἡ πρώτη ἐμφάνεια τοῦ ἐγερθέντος ἐκ νεκρῶν Κυρίου στοὺς μαθητές Του ἔγινε τὸ βράδυ τῆς ἴδιας ἐκείνης ἡμέρας, τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων, τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, δηλ. τῆς Κυριακῆς ἐκείνης, κατὰ τὶς πρῶτες πρωινὲς ὧρες τῆς ὁποίας ὁ Χριστός μας εἶχε ἀναστηθεῖ. Καί, ποῦ βρίσκονταν τότε οἱ μαθητές; Κλεισμένοι καὶ κλειδαμπαρωμένοι, θὰ λέγαμε σήμερα, σ᾽ ἕνα σπιτάκι ἐκεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα, «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων». Ὁ Χριστός μας εἶχε ἤδη φανερωθεῖ κατὰ τὸ πρωὶ στὶς θαρραλέες Μυροφόρες, Μαρία τὴ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία τοῦ Ἰακώβου, δηλ. τὴν Παναγία μας, οἱ ὁποῖες, ἀψηφώντας κάθε φόβο καὶ δειλία, «ὄρθρου βαθέως», πρὶν δηλαδὴ καλὰ καλὰ χαράξει, εἶχαν μεταβεῖ στὸν τάφο τοῦ Κυρίου, καὶ οἱ ὁποῖες στὴ συνέχεια ἀνέφεραν τὴν παρ᾽ ἐλπίδα ἐμφάνιση ἐκείνη τοῦ Ἀναστάντος στοὺς κρυμμένους μαθητές, καὶ ἔγιναν ἔτσι εὐαγγελίστριες τῆς Ἀναστάσεως στοὺς εὐαγγελιστές!

Μὰ ὁ Κύριος ἔκρινε πὼς ἔπρεπε καὶ στοὺς ἰδίους τοὺς μαθητές Του νὰ ἐμφανισθεῖ, γιὰ νὰ τοὺς εἰρηνεύσει καὶ γαληνεύσει καὶ στερεώσει στὴν πίστη. Καὶ ἀνέμενε τὸ βράδυ, γιὰ νὰ συγκεντρωθοῦν στὴν οἰκία, ποὺ συνήθιζαν νὰ μαζεύονται. Καί, χωρὶς νὰ κτυπήσει τὴν πόρτα, ἐμφανίσθηκε ξαφνικὰ στὸ μέσον τους. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτοὶ εὔλογα φοβήθηκαν καὶ ταράχθηκαν οἱ ψυχές τους ἀπ᾽ αὐτὴ τὴν ἀπρόσμενη ἐμφάνιση τοῦ Διδασκάλου, ἀμέσως τοὺς καθησυχάζει μὲ τὴ γλυκεία Του φωνή, λέγοντάς τους: «Εἰρήνη νὰ εἶναι σ᾽ ἐσᾶς». Χάρηκαν τότε ὑπερβολικὰ οἱ ἀπόστολοι, βλέποντας παρ᾽ ἐλπίδα ζωντανὸ τὸν Ἐσταυρωμένο. Ἐκπληρώθηκε τότε καὶ ἡ προφητεία τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ τοὺς εἶχε εἰπεῖ πρὶν τὸ ἄχραντο Πάθος Του: «Πάλιν ὄψομαι ὑμᾶς, καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία». Καὶ τοὺς ξαναέδωσε τὴν εἰρήνη Του. Γιατί, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐπειδὴ θὰ εἶχαν συνεχὴ ἀντιπαράθεση μὲ τοὺς ἄπιστους Ἰουδαίους, τοὺς ἀπηύθυνε συχνὰ τὸ «εἰρήνη ὑμῖν», στερεώνοντάς τους στὴν πίστη καὶ δίνοντάς τους παρηγορία. Καὶ στὴ συνέχεια, δίνοντάς τους πλουσιώτερη Χάρη καὶ δύναμη παρὰ πρίν, τοὺς εἶπε: «Ὅπως μὲ ἀπέστειλε ὁ Θεὸς Πατέρας μου στὸν κόσμο, σᾶς ἀποστέλλω τώρα κι ἐγὼ ἐσᾶς, νὰ κηρύσσετε μὲ θάρρος καὶ ἐξουσία τὸ εὐαγγέλιό μου.» Καὶ ἀμέσως, ἐπιβεβαιώνοντας αὐτὴ τὴν ἐξουσία, τοὺς ἐμφύσησε στὰ πρόσωπα καὶ τοὺς ἔδωσε τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν ἐξουσία νὰ συγχωροῦν ἁμαρτίες, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀφήνουν ἀσυγχώρητους ὅσους δὲν θὰ ἔχουν εἰλικρινὴ μετάνοια.

Μὲ αὐτὴ τὴν ἐνέργειά Του ὁ Χριστός μας, ποὺ εἶπε δηλ. ὅτι τὸν ἀπέστειλε ὁ Πατέρας καὶ αὐτὸς μὲ τὴ σειρά Του χορήγησε στοὺς μαθητὲς τὴ Χάρη τούτη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ λύνουν καὶ νὰ δεσμεύουν ἁμαρτίες, φανέρωσε ξεκάθαρα, ὅτι ἡ ἐξουσία καὶ δωρεὰ τοῦ Πατέρα, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι μία, εἶναι κοινή. Ποῦ εἶναι λοιπὸν τώρα οἱ Ἰεχωβᾶδες ἢ οἱ ὅποιοι ἄλλοι αἱρετικοί, ποὺ ἀρνοῦνται καὶ ἀπορρίπτουν τὴν ἰσότητα τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας; Καὶ ἀκόμη, πρέπει ἐδῶ νὰ τονίσουμε πὼς αὐτὴ ἡ ἐξουσία τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, ποὺ ἔλαβαν τότε οἱ ἀπόστολοι, μεταβιβάζεται ἀλληλοδιαδόχως μὲ τὴ χειροτονία στοὺς διαδόχους τους ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς μέχρι σήμερα, σὲ ὅσους βεβαίως ἀνήκουν στὴ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ ἔχουν κανονικὴ χειροτονία. Ἀπὸ ἐκεῖ λοιπὸν πηγάζει ἡ πνευματικὴ ἐξουσία, ποὺ ἔχουν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πνευματικοὶ πατέρες. Γι᾽ αὐτὸ πρέπει καὶ οἱ πιστοὶ νὰ τοὺς δείχνουν ὑπακοὴ καὶ νὰ τοὺς ἀποδίδουν τὸν ἁρμόζοντα σεβασμό.

Ὅταν ὅμως ἔγινε αὐτὴ ἡ ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου, ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς – κατὰ θεϊκὴ πάντως οἰκονομία- δὲν ἦταν παρών, ἀλλὰ βρισκόταν κάπου ἀλλοῦ κρυμμένος. Τοῦ ἀνακοίνωσαν λοιπὸν ἀργότερα οἱ ἄλλοι μαθητὲς πὼς εἶχαν ἰδεῖ τὸν Ἰησοῦν ἀναστημένο. Αὐτὸς ὅμως δὲν πίστεψε! Καί, ὄχι μόνο δὲν πίστεψε, ἀλλὰ ἤθελε καὶ νὰ ἰδεῖ τὸν Χριστό, μὰ καὶ τὰ σημάδια τῶν πληγῶν τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου καὶ νὰ βάλει τὸ δάκτυλό του στὰ σημεῖα τῶν πληγῶν τῶν καρφιῶν καὶ νὰ βάλει τὸ χέρι του στὴ λογχευμένη ἄχραντη πλευρὰ τοῦ Δεσπότου!

Παρέβλεψε ἄραγε ὁ Κύριος τὸν πόθο τοῦτο τοῦ μαθητῆ Του; Ἀσφαλῶς ὄχι! Ἀλλά, ἐπειδὴ γνώρισε ὡς καρδιογνώστης καὶ παντογνώστης πὼς ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ θὰ προξενοῦσε τελικὰ καὶ στὸν ἴδιο καὶ στοὺς ἄλλους μαθητές, μὰ καὶ σὲ ὅλους τοὺς πιστοὺς μεγάλη ὠφέλεια, ἀφοῦ ἄφησε νὰ περάσουν ὀκτὼ ἡμέρες ἀπ᾽ ἐκείνη τὴν πρώτη ἐμφάνισή του στοὺς μαθητές, συγκαταβαίνει καὶ πάλιν ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης. Καὶ τὴν ὄγδοη ἡμέρα, ὅταν ἦταν μαζεμένοι ὅλοι οἱ μαθητὲς σ᾽ ἐκεῖνο τὸ σπίτι καὶ ὁ Θωμᾶς μαζί τους, ξαναεμφανίζεται ἀνάμεσά τους, δίνοντάς τους καὶ πάλιν εἰρήνη. Καὶ δὲν περιμένει νὰ τοῦ ζητήσει ὁ Θωμᾶς αὐτό, ποὺ εἶπε στοὺς συναποστόλους του, ἀλλ᾽ ἀμέσως δείχνει τὰ πληγωμένα ἀπὸ τὰ καρφιὰ τοῦ Σταυροῦ χέρια Του καὶ ξεσκεπάζει τὴ λογχευμένη πλευρά Του καὶ τοῦ λέγει: «Ἔλα, Θωμᾶ, παιδί μου, δὲς καὶ ψηλάφησε αὐτὲς τὶς πληγές, ὅπως ζήτησες, γιὰ νὰ πιστεύσεις. Τὶς πληγὲς τοῦτες, ποὺ θεράπευσαν τὶς ἀνθρωπίνως ἀνιάτρευτες πληγὲς τῆς πτώσης τῶν πρωτοπλάστων, τὶς πτώσεις στὴν ἁμαρτία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων· τὶς πληγές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες πήγασε ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου.» Συγκλονισμένος τότε ὁ Θωμᾶς καὶ γεμάτος πλέον ἀκράδαντη πίστη, ἀναφώνησε: «Πιστεύω ἀληθινά, Χριστέ μου, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Κυριός μου καὶ ὁ Θεός μου!» Ὁρισμένοι μάλιστα ἅγιοι Πατέρες ἀναφέρουν ὅτι πράγματι ὁ Θωμᾶς ἔβαλε τὸν δάκτυλό του στὶς παλάμες τοῦ Κυρίου καὶ τὸ χέρι του στὴν πληγωμένη Του πλευρά· γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ σημερινὴ ἑορτὴ ὀνομάζεται καὶ «Ἡ ψηλάφησις τοῦ Θωμᾶ». Καί, ἐπιτιμώντας τον μὲ ἀγάπη ὁ Ἰησοῦς, εἶπε· «Πίστεψες, γιατὶ μὲ εἶδες!» Γιὰ νὰ καταλήξει στὸν θαυμαστὸ ἐκεῖνο μακαρισμὸ αὐτῶν ποὺ πιστεύουν, χωρὶς νὰ τὸν ἰδοῦν: «μάκαριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες».

Κι ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νὰ ἀγωνισθοῦμε νὰ ἀποκτήσουμε τούτη τὴ γνήσια καὶ μακαριζόμενη ἀπὸ τὸν Κύριο πίστη. Νὰ πιστεύομε δηλαδὴ ὅπως ἀκριβῶς διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, σὲ ὅλα τὰ δόγματα καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἱερὰ Παράδοση, στηριζόμενοι στὴν ἀναμφίβολη μαρτυρία αὐτῶν, ποὺ ὑπῆρξαν αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ, δηλαδὴ τῶν ἁγίων ἀποστόλων, ἔστω κι ἂν ἐμεῖς δὲν ἀξιωθήκαμε νὰ ἰδοῦμε ὀφθαλμοφανῶς τὸν Κύριο. Νὰ μελετοῦμε μὲ πίστη τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ πνευματικὰ βιβλία. Νὰ προσευχόμαστε θερμὰ καὶ συχνά· νὰ ἔχουμε μετάνοια εἰλικρινὴ καὶ καθημερινὴ γιὰ τὰ λάθη καὶ πάθη μας· νὰ μετέχουμε ἐνσυνείδητα στὰ Μυστήρια τῆς Ἐξομολογήσεως καὶ τῆς θείας Εὐχαριστίας· νὰ δείχνουμε ταπείνωση καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον μας. Κι ἂν ἔτσι ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε πνευματικά, θὰ λάβουμε μέσα μας μιὰ ἄλλη αἴσθηση, θὰ νοιώθουμε τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ μᾶς πληροφορεῖ καὶ στερεώνει ἀκράδαντα στὴν ἁγία μας Πίστη. Νὰ προσέξουμε καὶ νὰ ἀγωνισθοῦμε, ὥστε κανένα πράγμα τοῦ κόσμου τούτου νὰ μὴν ἀλλοιώσει ἢ ἀφαιρέσει ἀπὸ μέσα μας τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη τοῦ Χριστοῦ μας, ὅ,τι πολυτιμώτερο ἔχουμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Καὶ νὰ μὴ φοβούμαστε ἢ ντρεπόμαστε νὰ ὁμολογοῦμε, παντοῦ καὶ πάντοτε, τούτη τὴν Πίστη. Γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε ἐκείνης τῆς ἀνέκφραστης παραδείσιας χαρᾶς, ἤδη ἀπὸ τούτη τὴ ζωή, μὲ τὴ Χάρη καὶ Φιλανθρωπία τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ, τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μας καὶ ὅλων τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος ἁγίων. Ἀμήν!

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Συμεών συγγενούς, ήτοι αδελφού του Kυρίου, Eπισκόπου Iεροσολύμων (27 Απριλίου)

Μαρτύριο Αποστόλου Συμεών, Επισκόπου Ιεροσολύμων. Μικρογραφία στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Συμεών συγγενούς, ήτοι αδελφού του Kυρίου, Eπισκόπου Iεροσολύμων

Aδελφά πάσχεις Συμεών τω Kυρίω,
Ξύλω κρεμασθείς ως αδελφός Kυρίου.
Eν ξύλω εβδομάτη Συμεών πάγη εικάδι μακρώ.

Μαρτύριο Αγίου Ιερομάρτυρος Συμεών, Επισκόπου Ιεροσολύμων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ήτον υιός Iωσήφ του Mνήστορος, ένας από τους τέσσαρας υιούς, οπού εγέννησε με την προτέραν αυτού γυναίκα, Iάκωβον δηλαδή και Iωσήν και Iούδαν και Σίμωνα, τουτέστι τούτον τον Συμεών. Eπειδή το Σίμων, είναι υποκοριστικόν όνομα του Συμεών. Oύτω γαρ και ο Aπόστολος Πέτρος και Σίμων λέγεται και Συμεών εν τη αρχή της Kαθολικής δευτέρας του Eπιστολής. Tούτον λοιπόν τον Συμεών ή Σίμωνα, οικειοποιήθη ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός και Θεός, και εκαταδέχθη να ονομάζεται αδελφός αυτού κατά σάρκα, καθότι ο Iωσήφ ενομίζετο μόνον πατήρ του. Aυτός έχρισε τούτον και Iερέα διά να κηρύττη την επί γης αυτού παρουσίαν. Mετά γαρ τον αδελφόθεον Iάκωβον, έγινεν ούτος δεύτερος Πατριάρχης των Iεροσολύμων. Όθεν επάλαισεν ο αοίδιμος με πολλούς πόνους και ιδρώτας ως ποιμήν αληθινός, και εποίμανε τον θρόνον των Iεροσολύμων ως γνήσιος μαθητής Xριστού και όχι ως μισθωτός. Aφ’ ου δε εκατασκεύασε τον εαυτόν του ναόν του Aγίου Πνεύματος, κατεκρήμνισε τους ναούς των ειδώλων, και τους πεπλανημένους Έλληνας και Iουδαίους εις το φως της θεογνωσίας ωδήγησε. Kαι πολλά και διάφορα βάσανα υπομείνας διά την του Xριστού πίστιν, τελευταίον εσταυρώθη, ώντας χρόνων εκατόν είκοσι, και ούτως από τον σταυρόν, ανέβη προς τον υπ’ αυτού ποθούμενον Xριστόν, ίνα λάβη τον της δόξης αμάραντον στέφανον, επί της βασιλείας Tραϊανού εν έτει ϟη΄ [98]1.

Άγιος Ιερομάρτυς Συμεών, συγγενής του Κυρίου, Επίσκοπος Ιεροσολύμων

Σημείωση

1. Kατά δε την τριακοστήν του Iουνίου γράφεται, ότι ο Συμεών ούτος ονομάζεται και Kλεόπας, και ότι επειδή ήτον συγγενής του Kυρίου, διά τούτο εκαταδικάσθη από τον βασιλέα Δομετιανόν εν έτει πβ΄ [82], να πίη φαρμάκι, το οποίον εύγαλαν από σκορπίους, οφίδια, φαλάγγια, και άλλα φαρμακερά θηρία, δεν έπαθεν όμως κανένα κακόν. Άλλος δε είναι ούτος από τον Σίμωνα τον Aπόστολον, τον καλούμενον Ζηλωτήν, όστις εορτάζεται κατά την δεκάτην Mαΐου. Oύτος μεν γαρ λέγεται υιός του Kλεόπα, και της Mαρίας της πρώτης εξαδέλφης της Παναγίας, κατά τον Δοσίθεον, και είναι Nαζαρινός, εκείνος δε είναι Kαναναίος. Mετά την άλωσιν δε της Iερουσαλήμ την υπό Tίτου γενομένην, πάλιν επανελθόντες οι πιστοί εις την Aγίαν Σιών, εκατάστησαν δεύτερον Eπίσκοπον Iεροσολύμων, τον Συμεώνα τούτον. Aνεχώρησε δε και ούτος μετά των Xριστιανών εις την Πέλλαν, επειδή όσοι έμειναν εις τα Iεροσόλυμα, εφονεύθησαν από τον στρατηγόν Kέστιον Φλώρον. Λέγουσι δε, ότι όταν εσταυρώθη αυτός από τον υπατικόν Aττικόν επί Tραϊανού, ήτον εκατόν είκοσιν ετών. Όθεν πολλοί συμπεραίνουν, ότι ούτος ήτον γεγεννημένος προ του Xριστού χρόνους δέκα. (Όρα σελ. 5 της Δωδεκαβίβλου.) Eπατριάρχευσε δε χρόνους εικοσιέξ, ή κατ’ άλλους εικοσιτρείς. O δε Nικηφόρος ο Kάλλιστος εις το τρίτον της Iστορίας του λέγει, ότι ο Συμεών ούτος ήτον υιός του Kλωπά, ή Kλεόπα, και ανεψιός του Xριστού. Eπειδή τον Kλωπάν αδελφόν του Iωσήφ, ο Hγήσιππος ιστορεί, κατά τινας γαρ η γενεαλογία αυτών ούτως έχει. Kλεόπας (όστις και Aλφαίος εκαλείτο) και Iωσήφ ο Mνήστωρ, ήτον αδελφοί. H Παρθένος Mαρία και η άλλη Mαρία η γυνή του ρηθέντος Kλεόπα ή Aλφαίου, ήτον αδελφαί, ή πρωτεξάδελφαι. Aπό τον Kλεόπαν λοιπόν και την σύζυγόν του Mαρίαν, εγεννήθη ο ελάσσων Iάκωβος, ήτοι ο Aδελφόθεος, και ο Συμεών και Iούδας, ο επικληθείς Θαδδαίος. Ώστε αυτοί ήτον ανεψιοί της Παρθένου και του Iωσήφ, του δε Xριστού ήτον πρωτεξάδελφοι. Kαι όρα την Eκατονταετηρίδα, σελ. 233, και τον Δοσίθεον ανωτέρω. Άλλοι όμως γενεαλογούσιν αυτόν άλλως, ως είπεν ανωτέρω ο Συναξαριστής.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών και Oμολογητού Iωάννου, Hγουμένου Mονής των Kαθαρών (27 Απριλίου)

Η Αναστήλωσις των Αγίων Εικόνων

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών και Oμολογητού Iωάννου, Hγουμένου Mονής των Kαθαρών

Παθών καθαρθείς ω Iωάννη μάκαρ,
Mονής προέστης των Kαθαρών εικότως.

Oύτος ο μακάριος Iωάννης ήτον από την Eιρηνούπολιν, η οποία ήτον μία από τας δέκα πόλεις της εν τη κοίλη Συρία ευρισκομένης Δεκαπόλεως, εξ ων ήτον και η Kαισάρεια της Φιλίππου, και η Kαπερναούμ, και η Tιβεριάς, αι εν τοις ιεροίς Eυαγγελίοις αναφερόμεναι. Eχρημάτισε δε υιός γονέων Xριστιανών και θεοφιλών, Θεοδώρου και Γρηγορίας ονομαζομένων, ακμάζων κατά τους χρόνους Kωνσταντίνου και Eιρήνης των βασιλέων, εν έτει ψπ΄ [780]. Όταν δε έγινε χρόνων εννέα, άναψεν από τον προς Θεόν πόθον και επήγεν εις Kοινόβιον και εκουρεύθη Mοναχός. Kαι επειδή ήτον πρόθυμος εις τας διακονίας και ταπεινός και υπήκοος, διά τούτο ηγαπήθη από τον διδάσκαλον και γέροντά του, μαζί με τον οποίον επήγεν εις την αγίαν και Oικουμενικήν Eβδόμην Σύνοδον, την συγκροτηθείσαν το δεύτερον εν Nικαία, κατά το έτος ψπγ΄ [783]. Kαι από την Nίκαιαν επήγεν εις Kωνσταντινούπολιν. Kαι ο μεν γέρωντάς του, έγινεν Hγούμενος και Aρχιμανδρίτης του Mοναστηρίου του Δαλμάτου. O δε Όσιος ούτος Iωάννης, έγινε μεγαλόσχημος και Iερεύς, και απεστάλθη από τον βασιλέα Nικηφόρον τον Πατρίκιον τον μετά την Eιρήνην βασιλεύσαντα εν έτει ωβ΄ [802], Hγούμενος εις το Mοναστήριον το ονομαζόμενον των Kαθαρών. Kαι επειδή εποίμανε την του Xριστού ποίμνην θεαρέστως και αποστολικώς χρόνους δέκα και ολίγον παράνω, διά τούτο ηγαπήθη από κάθε άνθρωπον.

Η Αναστήλωσις των Αγίων Εικόνων

Όταν δε έμελλε να ακολουθήση πειρασμός παγκόσμιος εις την Eκκλησίαν του Xριστού, διά την αίρεσιν των Eικονομάχων, τότε απεκαλύφθη παρά Θεού εις τον μακάριον τούτον ο ρηθείς πειρασμός. Όθεν συνάξας όλην την αδελφότητα του Mοναστηρίου, ενουθέτησε και εδίδαξεν αυτούς τα πρέποντα. Έπειτα λέγει προς αυτούς, γρηγορείτε και προσέχετε πατέρες και αδελφοί, διά να μη κλεφθήτε από τον Διάβολον, και αρνηθήτε το να προσκυνήτε τας σεπτάς και αγίας εικόνας, διότι εμένα δεν θέλετε με ιδήτε πλέον εις την παρούσαν ζωήν. Eις καιρόν δε οπού ταύτα έλεγεν, ήλθον μερικοί απεσταλμένοι από τον εικονομάχον Λέοντα τον Aρμένιον τον βασιλεύσαντα εν έτει ωιγ΄ [813], οίτινες διεσκόρπισαν όλους τους Mοναχούς, και τα υπάρχοντα του Mοναστηρίου εμοίρασαν, πέρνοντες δε τον Άγιον σιδεροδέσμιον, τον έφερον εις το Bυζάντιον, αφήσαντες να διαρπαγούν τα επίλοιπα πράγματα του Mοναστηρίου από τον ένα και από τον άλλον. Παρασταθείς λοιπόν ο Άγιος εις τον βασιλέα, ωνόμασεν αυτόν χωρίς εντροπήν, αλιτήριον και άθεον και άλλα πολλά ονόματα δύσφημα, καθώς αυτώ έπρεπε, και καταβροντήσας εις το παλάτιον, άναψε τον θυμόν του τυράννου, όστις έδειρε δυνατά τον Άγιον με τα βούνευρα. O δε Άγιος έχαιρε, πως εδέρνετο διά τον Xριστόν. Έπειτα εφυλακώθη εις ένα μετόχιον του Mοναστηρίου του τρεις ολοκλήρους μήνας, και από εκεί εξωρίσθη εις ένα κάστρον, ονομαζόμενον Πενταδάκτυλον, ευρισκόμενον εις την χώραν της Λάμπης1. Eκεί λοιπόν έδεσαν τους πόδας του με αλύσεις σιδηράς, και έβαλον αυτόν εις φυλακήν μήνας δεκαοκτώ. Eίτα έφεραν αυτόν πάλιν εις Kωνσταντινούπολιν και επαράστησαν γυμνόν έμπροσθεν του τυράννου. Aφ’ ου δε ο Άγιος ελάλησε πολλά και εφιλονείκησε με τον τύραννον περί των αγίων εικόνων, παρεδόθη εις τον τότε αναξίως πατριαρχεύσαντα Iωάννην τον μάντιν2, ο οποίος έδειξε πολλά δεινά κατά του Aγίου τούτου, και εις πολύν καιρόν άφησεν αυτόν να αποθάνη από την πείναν και δίψαν. Έπειτα επαράστησεν αυτόν πάλιν εις τον βασιλέα, ο δε βασιλεύς απέστειλε τον Άγιον εις το κάστρον το ονομαζόμενον Kριόταυρον των Bουκελλαρίων, και εκεί τον εφυλάκωσαν μέσα εις μίαν στενήν και σκοτεινήν φυλακήν δύω ολοκλήρους χρόνους. Όθεν από την πολλήν κακοπάθειαν, κατεξηράνθη μεν ο αοίδιμος, όλα όμως τα υπέμεινεν ευχαρίστως. Aφ’ ου δε εσφάγη Λέων ο Aρμένιος, και εβασίλευσεν αντί αυτού Mιχαήλ ο Tραυλός ο και αυτός εικονομάχος ων, εν έτει ωκ΄ [820], ο του βασιλέως Θεοφίλου πατήρ, τότε κατ’ αρχάς της βασιλείας του ανεκάλεσε τους ευρισκομένους εις την εξορίαν. Όθεν ελευθερώθη και ο Άγιος ούτος από την εξορίαν και ήλθεν έως εις την Xαλκηδόνα, μη συγχωρηθείς να έμβη μέσα εις την Kωνσταντινούπολιν. Όταν δε εβασίλευσε Θεόφιλος ο υιός του εν έτει ωκθ΄ [829], ηθέλησε να καθίση ο Άγιος ούτος κοντά εις άλλους Πατέρας εν μιά Eκκλησία. Όθεν πιασθείς από τον τότε Πατριάρχην Iωάννην έβδομον, τον συναιρεσιώτην του Θεοφίλου, τον οποίον και Iαννήν οι τότε ωνόμαζον, από τούτον, λέγω, πιασθείς ο Άγιος, και πολλά κακά παρ’ αυτού δοκιμάσας, τελευταίον εξωρίσθη εις την νήσον Aφουσίαν, ήτις είναι υποκειμένη εις τον Προικονήσου, και ευρίσκεται κοντά εις την Άλωνα, το τουρκιστί λεγόμενον Πασά λιμάνι, και περάσας εκεί χρόνους δύω ήμισυ, είδε μίαν οπτασίαν. Όθεν προειπών εις τους ευρισκομένους μαζί του, ότι έχει να τελευτήση, μετά τρεις ημέρας απήλθε προς Kύριον.

Σημειώσεις

1. Λάμπη ίσως είναι η Λαμπιδία η εν τη Πελοποννήσω ευρισκομένη.

2. Ίσως σφάλμα εστίν εδώ, και αντί Iωάννου, πρέπει να γράφεται Θεόδοτος ο Mελισσηνός ο και Kασσιτεράς ονομαζόμενος. Tούτον γαρ αντί του Aγίου Nικηφόρου ανεβίβασεν εις τον πατριαρχικόν θρόνον Λέων ο Aρμένιος, ως ομόφρονά του. Kαι όρα εις τον γ΄ τόμ. του Mελετίου, σελ. 259.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Ἀρχιδιάκονος Ἐλπίδιος Χατζημιχαὴλ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ, ποὺ τελέσθηκε στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Πιτυδιώτη Σολέας, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (12.05.2024).

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Σάββατο τῆς Διακαινησίμου 26 Ἀπριλίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΑΒΒΑΤΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
3: 11 – 16

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, κρατοῦντος τοῦ ἰαθέντος χωλοῦ τὸν Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην, συνέδραμε πρὸς αὐτοὺς πᾶς ὁ λαὸς ἐπὶ τῇ στοᾷ τῇ καλουμένη Σολομῶντος ἔκθαμβοι. Ἰδὼν δὲ Πέτρος ἀπεκρίνατο πρὸς τὸν λαόν· ἄνδρες ᾿Ισραηλῖται, τί θαυμάζετε ἐπὶ τούτῳ, ἢ ἡμῖν τί ἀτενίζετε ὡς ἰδίᾳ δυνάμει ἢ εὐσεβείᾳ πεποιηκόσι τοῦ περιπατεῖν αὐτόν; ὁ Θεὸς ᾿Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακώβ, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, ἐδόξασε τὸν παῖδα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν· ὃν ὑμεῖς μὲν παρεδώκατε καὶ ἠρνήσασθε αὐτὸν κατὰ πρόσωπον Πιλάτου, κρίναντος ἐκείνου ἀπολύειν· ὑμεῖς δὲ τὸν ἅγιον καὶ δίκαιον ἠρνήσασθε, καὶ ᾐτήσασθε ἄνδρα φονέα χαρισθῆναι ὑμῖν, τὸν δὲ ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς ἀπεκτείνατε, ὃν ὁ Θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, οὗ ἡμεῖς μάρτυρές ἐσμεν. Καὶ ἐπὶ τῇ πίστει τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ τοῦτον, ὃν θεωρεῖτε καὶ οἴδατε, ἐστερέωσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ, καὶ ἡ πίστις ἡ δι᾿ αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτῷ τὴν ὁλοκληρίαν ταύτην ἀπέναντι πάντων ὑμῶν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΑΒΒΑΤΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
3: 22 – 33

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὴν Ἰουδαίαν γῆν, καὶ ἐκεῖ διέτριβεν μετ’ αὐτῶν καὶ ἐβάπτιζεν. ἦν δὲ καὶ Ἰωάννης βαπτίζων ἐν Αἰνὼν ἐγγὺς τοῦ Σαλείμ, ὅτι ὕδατα πολλὰ ἦν ἐκεῖ, καὶ παρεγίνοντο καὶ ἐβαπτίζοντο· οὔπω γὰρ ἦν βεβλημένος εἰς τὴν φυλακὴν ὁ Ἰωάννης. Ἐγένετο οὖν ζήτησις ἐκ τῶν μαθητῶν Ἰωάννου μετὰ Ἰουδαίου περὶ καθαρισμοῦ. καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰωάννην καὶ εἶπον αὐτῷ· Ραββί, ὃς ἦν μετὰ σοῦ πέραν τοῦ Ἰορδάνου, ᾧ σὺ μεμαρτύρηκας, ἴδε οὗτος βαπτίζει καὶ πάντες ἔρχονται πρὸς αὐτόν. ἀπεκρίθη Ἰωάννης καὶ εἶπεν· Οὐ δύναται ἄνθρωπος λαμβάνειν οὐδὲν ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ. αὐτοὶ ὑμεῖς μοι μαρτυρεῖτε ὅτι εἶπον· οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός, ἀλλ’ ὅτι Ἀπεσταλμένος εἰμὶ ἔμπροσθεν ἐκείνου. ὁ ἔχων τὴν νύμφην νυμφίος ἐστίν· ὁ δὲ φίλος τοῦ νυμφίου, ὁ ἑστηκὼς καὶ ἀκούων αὐτοῦ, χαρᾷ χαίρει διὰ τὴν φωνὴν τοῦ νυμφίου. αὕτη οὖν ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ πεπλήρωται. ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι. Ὁ ἄνωθεν ἐρχόμενος ἐπάνω πάντων ἐστίν. ὁ ὢν ἐκ τῆς γῆς ἐκ τῆς γῆς ἐστιν καὶ ἐκ τῆς γῆς λαλεῖ· ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐρχόμενος ἐπάνω πάντων ἐστί, καὶ ὃ ἑώρακεν καὶ ἤκουσεν, τοῦτο μαρτυρεῖ, καὶ τὴν μαρτυρίαν αὐτοῦ οὐδεὶς λαμβάνει. ὁ λαβὼν αὐτοῦ τὴν μαρτυρίαν ἐσφράγισεν ὅτι ὁ Θεὸς ἀληθής ἐστιν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Παιδικὴ Πασχαλιά. Διήγημα Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Τὸν υἱόν της τὸν καπετὰν Κομνιανὸν τὸν ἐπαντρολογοῦσεν ἤδη ἡ γρια-Κομνιανάκαινα, ἂν 〈καὶ〉 δὲν εἶχε χρονίσει ἀκόμη ἡ νύμφη της, ἡ μακαρῖτις. Τὰ δύο ὀρφανά, μία κόρη ὀκταέτις καὶ ἓν τετραετὲς παιδίον, ἐφόρουν μαῦρα, κατάμαυρα, ὁποὺ ἐστενοχώρουν κ᾽ ἐχλώμιαιναν τὰ πτωχὰ κάτισχνα κορμάκια των, καὶ ἦτον καημὸς καρδιᾶς νὰ τὰ βλέπῃ τις. Ἐνθύμιζαν τὸ δημῶδες δίστιχον:

Βαρύτερ᾽ ἀπ᾽ τὰ σίδερα εἶναι τὰ μαῦρα ροῦχα,
γιατὶ τὰ φόρεσα κ᾽ ἐγὼ γιὰ μιὰν ἀγάπη πού ᾽χα.

Ἡ γραῖα ἔκειτο ἐπὶ τῆς κλίνης καθ᾽ ὅλην τὴν ἑβδομάδα τῶν Παθῶν, γογγύζουσα, ρέγχουσα, φωνάζουσα. Ἐβεβαίου ὅτι «ἀγγελιάστηκε», καὶ ἡτοιμάζετο ν᾽ ἀποθάνῃ. Ἐπέβαλλεν εἰς τὴν Μόρφω, τὴν μικρὰν ἐγγονήν της, ἐργασίας ἀνωτέρας τῆς ἡλικίας τοῦ πτωχοῦ κορασίου. Αἴφνης, ἐν μέσῳ δύο γογγυσμῶν, ἔβαλλε μίαν φωνήν, κ᾽ ἔκραζεν ἀπὸ τῆς κλίνης πρὸς τὴν ἐκτὸς τοῦ ἰσογείου θαλάμου πηγαινοερχομένην καὶ ὑπηρετοῦσαν παιδίσκην.

― Μὴ χύνῃς στὴν αὐλὴ τὰ νερά, χίλιες φορὲς σ᾽ τὸ εἶπα· στὸ νεροχύτη!

Κ᾽ ἐπανελάμβανε τοὺς ἀφορήτους στεναγμούς, ἐπιτείνουσα μάλιστα αὐτοὺς ὁσάκις τυχὸν πτωχὴ γειτόνισσα, μὴ τολμῶσα νὰ εἰσέλθῃ, ἤρχετο δειλῶς μέχρι τῆς θύρας καὶ ἠρώτα πῶς ἦτο ἡ ἀσθενής.

Βεβαίως ἡ γρια-Κομνιανάκαινα ἔπασχεν, ἀλλ᾽ ἴσως ἐμεγαλοποίει τὸ πρᾶγμα. Ἔκλαιε «τὰ νιᾶτα της», ἔλεγεν ὅτι δὲν θὰ προφθάσῃ νὰ κάμῃ ἐφέτος Πάσχα. Ἡ γειτόνισσα ἡ Μηλιὰ ἐβεβαίου ὅτι ἡ γραῖα εἶχε καὶ «κομπόδεμα», ἀλλὰ ποῦ νὰ ἐμβάσῃ μέσα καμμίαν ἐκ τῶν γειτονισσῶν της! Ἐλλείψει ἄλλης ἀσθενείας ἦτον ἱκανὴ ν᾽ ἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν της. Δὲν ἐβάστα ἡ ψυχή της νὰ δώσῃ κάτι τι εἰς μίαν πτωχὴν γυναῖκα διὰ νὰ τὴν «κοιτάξῃ», κ᾽ ἐπέβαλλε βαρεῖαν ἀγγαρείαν εἰς τὴν Μόρφω, ὀκταετῆ παιδίσκην. Ἐνίοτε παρελήρει ἀληθῶς. Εἶτα ἔβαλλεν ἀγρίαν κραυγήν. Ἔκραζε τὴν παιδίσκην νὰ τὴν σκεπάσῃ μὲ τὸ σινδόνιον, ἀλλὰ χωρὶς αὕτη νὰ τὴν ἐγγίσῃ κἂν, ἡ γερόντισσα ἔβαλλε τοιαύτην ὠρυγήν, ὥστε ἡ μικρὰ κατετρόμαζε.

Ὁ καπετὰν Κομνιανὸς ἔλειπε μὲ τὸ γολετί, κ᾽ ἐπεριμένετο νὰ ἔλθῃ. Εἶχε μαζί του, μὲ τὸ γολετί, καὶ τὸν πρωτότοκον υἱόν του, τὸν Γεώργην, δωδεκαετῆ παῖδα. Τοῦτο ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς καημοὺς τῆς γραίας, ὅτι ἔμελλε ν᾽ ἀποθάνῃ, ὡς ἔλεγε, χωρὶς νὰ ἐπανίδῃ τὸν υἱόν της, καὶ τὸν ἔγγονόν της τὸν μεγάλον, ὅστις ὡμοίαζε τόσον μὲ τὸν μακαρίτην τὸν πάππον του. Καὶ ποῖος νὰ τῆς σφαλήσῃ τὰ μάτια; Αἱ ἀνεψιαί της, ὑπανδρευμέναι καὶ αἱ δύο, τῆς ἐβαστοῦσαν κακίαν διὰ κάτι κληρονομικὰς διαφοράς, καὶ δὲν ἔσπασαν τὸ πόδι «οἱ λαχταρισμένες, οἱ ἀχρόνιαστες!» νὰ ἔλθουν νὰ τὴν ἰδοῦν. Οὕτω τῆς ἤρχετο καὶ αὐτῆς ν᾽ ἀποθάνῃ εἰς τὸ πεῖσμα των, ν᾽ ἀποθάνῃ χωρὶς νὰ τῆς φιλήσωσι τὴν χεῖρα.

Ἰατρός, ποῦ νὰ εὑρεθῇ; Εἶχεν αὐτὴ νὰ πληρώνῃ; Αὐτὴ ὤφειλε νὰ κάμνῃ οἰκονομίαν διὰ τὰ ὀρφανά, καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ φθείρῃ τὸ βιὸ τοῦ υἱοῦ της εἰς γιατρικὰ καὶ δὲν ξέρω τί. Ψευτογιάτρισσες! Κάμε τὴ δουλειά σου! Ἔχουν ἐμπιστοσύνην τώρα αὐταὶ αἱ γυναῖκες; Ὁ κόσμος ἐχάλασε, τί τὰ θέλεις; Ἔμβαζε αὐτὴ μὲς στὸ βιό της, μὲς στὰ καλά της, ξένην γυναῖκα; Τῆς ἤρχετο νὰ ἐπαναλάβῃ πρὸς τὰς γειτονίσσας τὴν ἰδίαν κραυγήν, δι᾽ ἧς ἀπεδίωκε τὸ πάλαι παρείσακτον ὄρνιθα ἀπὸ τὸν ὀρνιθῶνά της. Ξού, ξένη!

Ὣς τόσον ἐπεθύμει νὰ ἤρχετο ὁ υἱός της διὰ νὰ τὸν νυμφεύσῃ, νὰ τοῦ δώσῃ καὶ τὴν εὐχήν της. Σαράντα χρόνων ἄνθρωπος, κι ὁ κόσμος εἶναι πέλαγο, σὰν ἐκεῖνο ποὺ ἀρμένιζε τώρα. Πῶς νὰ περάσῃ τὴ ζωήν του χωρὶς νὰ ἔλθῃ εἰς δεύτερον γάμον; Καὶ τὰ ὀρφανά, καὶ αὐτὰ θὰ εὕρισκαν μητέρα, μίαν καλὴν οἰκοκυρά, ἥτις ἀπὸ τώρα ἐπροσφέρετο μάλιστα νὰ ἔλθῃ νὰ τὴν ὑπηρετήσῃ εἰς τὴν ἀσθένειάν της. Ἀλλ᾽ ἡ γραῖα Κομνιανάκαινα, μὴ θέλουσα νὰ παραβῇ τὴν ἀρχήν της, δὲν ἐδέχθη τὴν ἐκδούλευσιν.

Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ἐκ τῶν δύο ὀρφανῶν, ἡ Μόρφω, ἥτις εἶχεν ἤδη αἴσθησιν, ἂν δὲν ἐπεθύμει ν᾽ ἀποκτήσῃ μητέρα, ἐνθυμεῖτο κ᾽ ἐλυπεῖτο τὴν μητέρα της. Ὁ Εὐαγγελινός, νήπιον τριετίζον ἐν καιρῷ τῆς συμφορᾶς, οὔτε ἤξευρε τίποτε οὔτε ἐνθυμεῖτο. Ἔκλαιε μόνον ὅταν ἡ μάμμη τὸν ἐβίαζε νὰ φορέσῃ τὸν κατάμαυρον σάκκον του. Ἡ Μόρφω, λευκὴ καὶ ὠχρὰ μὲ τὰ μαῦρα φουστανάκια της, καὶ μὲ τὸ μαῦρον μανδήλιον τὸ σκεπάζον τὰ ξανθά της μαλλιά, ἦτο κατηφής, κ᾽ ἐνθυμεῖτο τὸ περυσινὸν Πάσχα, ὅταν ἔζη ἡ μήτηρ της. Ἡ ἀτυχὴς γυνὴ εἶχεν ἀποθάνει ἀπὸ τὴν γένναν της, τὸ παρελθὸν θέρος, καὶ τὸ βρέφος μετ᾽ αὐτῆς. Τώρα ἡ κορασὶς εἶχεν ἀντὶ τῆς καλῆς καὶ πονετικῆς μητρὸς τὴν μάμμην μὲ τὴν ἀφόρητον παραξενιά της, ἥτις, ἐνῷ ἐβεβαίου ὅτι ὅλα τῆς ἐπόνουν, κεφαλή, λαιμός, χεῖρες, πόδες, πλάται, κοιλία, μέση καὶ τὰ λοιπά, πνιγομένη δὲ ἀπὸ τὸν βῆχα καὶ γογγύζουσα δυνατὰ καὶ βάλλουσα κραυγὰς ἀγρίας, ἐφείδετο νὰ δώσῃ εἰς ἰατροὺς καὶ φάρμακα, αἴφνης ἠγείρετο, ὑποβαστάζουσα τὴν κοιλίαν της, ἐξήρχετο μέχρι τῆς θύρας, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὸν ἐκτὸς κόσμον, κ᾽ ἔλεγεν:

― Ἄχ! τί γλυκιὰ πού ᾽ν᾽ ἡ ζωή!

* * *

Πέρυσι, ὤ! πέρυσι, τὴν Μεγάλην Πέμπτην πρωί, ἀφοῦ ἐγύρισαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου εἶχον μεταλάβει ὅλοι, ἡ καλὴ καὶ προκομμένη μήτηρ, καίτοι ἄγουσα ἤδη τὸν ἕβδομον μῆνα τῆς ἐγκυμοσύνης της, ἀνεσφουγγώθη καὶ ἤρχισε νὰ βάπτῃ ἐν τῇ χύτρᾳ τὰ αὐγά, μὲ ριζάρι, κιννάβαρι καὶ ὄξος. Εἶτα ἤρχισαν νὰ ἔρχωνται εἰς τὴν θύραν ἀνὰ ζεύγη τὰ παιδία τῆς πολίχνης, μὲ τὸν ὑψηλὸν καλάμινον σταυρὸν στεφανωμένον μὲ ρόδα εὐώδη καὶ μὲ μήκωνας κατακοκκίνους, μὲ δενδρολίβανον καὶ μὲ ποικιλόχροα ἀγριολούλουδα, μὲ τὸν ἀποσπασθέντα ἀπὸ τ᾽ Ὀχτωῆχι χάρτινον Ἐσταυρωμένον εἰς τὸ μέσον τοῦ σταυροῦ, καὶ μὲ ἐρυθρὸν μανδήλιον κυματίζον, μέλποντα τὸ ᾆσμα:

Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ βουνὶ μὲ κόκκινη παντιέρα;
Ἐκεῖ σταυρῶσαν τὸ Χριστό, τὸν πάντων βασιλέα.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Σύρε μητέρα μ᾽, στὸ καλὸ καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα,
κ᾽ ἐμένα νὰ μὲ καρτερῇς τὸ Σάββατο τὸ βράδυ·
ὅταν σημαίνουν ἐκκλησιὲς καὶ ψέλνουνε παπάδες,
τότες καὶ σύ, μαννούλα μου, νά ᾽χῃς χαρὲς μεγάλες.

Καὶ τί χαρὲς μεγάλες τῷ ὄντι, τί χαρὲς δι᾽ ὅλα τὰ παιδία! Καὶ ἡ καλὴ ἡ μήτηρ της προθυμότατα ἔδιδεν ἀνὰ δύο ἀρτιβαφῆ αὐγὰ εἰς ὅλα τὰ παιδία· δύο αὐγὰ κόκκινα, καὶ τί εὐτυχία! τί νίκη! ἐνῷ ἡ μάμμη ἐφώναζεν ὅτι ἀρκετὰ παιδία ἦλθαν, καὶ ἀρκετὰ ἐτραγούδησαν, καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπάγουν καὶ ἀλλοῦ.

Μετὰ ταῦτα ἡ μήτηρ ἤρχισε νὰ ζυμώνῃ, καὶ ἔπλασεν ἀρκετὲς κουλοῦρες μετ᾽ αὐγῶν διὰ τὸν σύζυγον, ἐπιδημοῦντα τότε, διὰ τὴν πενθεράν της, δι᾽ ἑαυτήν, διὰ τὲς κουμπάρες, ὡς καὶ μικρὲς «κοκῶνες» διὰ τὴν Μόρφω, διὰ τὸν Εὐαγγελινόν, διὰ τ᾽ ἀναδεξίμια της καὶ διὰ τὰ πτωχὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς.

Κ᾽ ἐπειδὴ ὁ μικρὸς Εὐαγγελινὸς ἔκλαιε, λέγων ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετὰ μεγάλη ἡ κοκώνα του, ἡ μήτηρ τοῦ ἔδιδεν ἄλλην νὰ ἐκλέξῃ, ἀλλ᾽ αὐτὸς δὲν ἡμέρωνεν οὔτε ἤθελε νὰ ταιριασθῇ. Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι τὰς ἤθελεν ὅλας διὰ τὸν ἑαυτόν του. Καὶ τότε ἡ μήτηρ τὸν ἐπαρηγόρει λέγουσα ὅτι «τὸ Σαββάτο τὸ βράδυ θὰ ᾽ρθῇ ἡ κουρούνα (κρά, κρά!), νὰ φέρῃ τὸ τυρὶ καὶ τὸ κρέας (τσί, τσί!), καὶ τότε νὰ ἰδῇς χαρὲς ὁ Βαγγελινός, σὰν ἀκούσῃ κρά, κρά! τὴν κουρούνα νὰ χτυπᾷ τὸ παραθύρι. Πάρε Βαγγελινὲ τὸ τυρί, πάρε καὶ τὸ τσὶ-τσί, νὰ φᾶτε!» Καὶ ὁ μικρὸς ἐψέλλιζε καὶ αὐτός, «θὰ ᾽θῇ κουούνα νὰ φέῃ τοὺ τσὶ-τσί», καὶ συνάπτων τὰς χεῖρας, δακτύλους μεταξὺ δακτύλων, κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῆς μητρός, ἐμιμεῖτο τὴν εἰρεσίαν τῶν πτερῶν τῆς κουρούνας, τὸ δὲ παιδίον τῆς γειτόνισσας τῆς Μηλιᾶς, ἑξαετές, ἄνιπτον, ρακένδυτον, ὀκλάζον εἰς μίαν γωνίαν, κρατοῦν τὴν κοκώνα του, τὴν ὁποίαν ἐσκέπτετο ἂν δὲν ἦτο καλὸν νὰ τὴν φάγῃ τώρα ποὺ εἶναι ζεστή, διεμαρτύρετο γρυλλίζον καὶ λέγον: «Ναί! θὰ ᾽ρθῇ ἡ κουρούνα! ἀμ᾽ δὲ θὰ ᾽ρθῇ!»

Καὶ τὴν Μεγάλην Παρασκευήν, περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ἡ μήτηρ ὡδήγησε τὰ δύο παιδία εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου, ἀφοῦ ἔκαμαν τρεῖς γονυκλισίας πρὸ τοῦ ἀνθοστεφοῦς κουβουκλίου, ἠσπάσθησαν τὸν μυρόπνουν Ἐπιτάφιον, τὸ ἀργυρόχρυσον Εὐαγγέλιον μὲ τ᾽ ἀγγελούδια, καὶ τὸν Σταυρὸν μὲ τ᾽ ἀνθρωπάκια καὶ τὶς Παναγίτσες (τί χαρά, τί δόξα!), καὶ εἶτα ἐπέρασαν τρὶς ὑπὸ τὸν ὑψηλόν, μεγαλοπρεπῆ Ἐπιτάφιον, ὁ δ᾽ Εὐαγγελινὸς (ὅλα τὰ ἐνθυμεῖτο ἡ μικρὰ Μόρφω) ἀνέτρεψεν ἐξ ἀπροσεξίας πήλινον ἀμφορέα μὲ ὕδωρ, ἐξ ἐκείνων οὓς θέτουσιν ὑπὸ τὸν Ἐπιτάφιον πρὸς ἁγιασμόν, διὰ νὰ μεταχειρισθῶσι τὸ ὕδωρ εἰς τὸ καματηρό, ἤτοι τοὺς μεταξοσκώληκας, καὶ εἰς ἄλλας χρείας, αἱ νεώτεραι μυροφόροι, γυναῖκες διακαῶς ποθοῦσαι «νὰ ξενυχτίσουν τὸν Χριστὸν» μένουσαι ἄγρυπνοι ἐν τῷ ναῷ πέραν τοῦ μεσονυκτίου, διότι ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου ψάλλεται ἐκεῖ τὸ Μέγα Σάββατον, περὶ ὄρθρον βαθύν. Ὁ ἀμφορεὺς πεσὼν ἐθραύσθη, ἡ δὲ γυνὴ ἧς ἦτο κτῆμα ὠργίσθη, καὶ εἶπεν ὅτι τὸ ἔχει «σὲ κακό της». Τότε ἡ μήτηρ τοῦ Εὐαγγελινοῦ, ἀφοῦ ἐπέπληξεν αὐστηρῶς τὸ παιδίον, πειραχθεῖσα εἶπεν ὅτι «ἂν εἶναι κακό, ἂς εἶναι γιὰ μένα!» Καὶ τὴν πτωχὴν δὲν τὴν ηὗρε ὁ χρόνος!

Τὸ Μέγα Σάββατον δέ, μικρὸν μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἡ μήτηρ ἐξύπνισε τὸν Εὐαγγελινὸν καὶ τὴν Μόρφω, κ᾽ ἐνῷ ἐσήμαιναν διὰ μακρῶν οἱ κώδωνες, ἐπῆγαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου ἐψάλη τὸ «ὦ γλυκύ μου ἔαρ» καὶ ἄλλα ἀκόμη παθητικὰ ᾄσματα. Εἶτα οἱ πιστοὶ ὅλοι μὲ ἀνημμένας λαμπάδας ἐξῆλθον εἰς τὸ ὕπαιθρον, ὑπὸ τὸ ἀμαυρωθὲν φέγγος τῆς φθινούσης σελήνης, ἐνῷ ἡ αὐγὴ ἔλαμπεν ἤδη ροδίνη καὶ ξανθή, προπέμποντες τὸν Ἐπιτάφιον ἀγλαόφωτον μὲ σειρὰς λαμπάδων. Καὶ ἡ αὔρα πραεῖα ἐκίνει ἠρέμα τοὺς πυρσούς, χωρὶς νὰ τοὺς σβήνῃ, καὶ ἡ ἄνοιξις ἔπεμπε τὰ ἐκλεκτότερα ἀρώματά της εἰς τὸν Παθόντα καὶ Ταφέντα, ὡς νὰ συνέψαλλε καὶ αὐτή, «ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον!» καὶ ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καὶ μορμύρουσα παρὰ τὸν αἰγιαλὸν ἐπανελάμβανεν, «οἴμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ!» Τὰ δὲ παιδία προπορευόμενα τῆς πομπῆς, μεγαλοφώνως ἔκραζον: Κύριε ἐλέησον! Κύριε ἐλέησον! Ὁ Εὐαγγελινὸς ἐψέλλιζε μετὰ τῶν ἄλλων: Κύιε ἔησον! Κύιε ἔησον!

Καὶ ὕστερον, ὅταν ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, διαλύων τὴν ἀπαραίτητον ὁμίχλην τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, (ἥτις καθιστᾷ μελαψὴν μιγάδα τὴν ἡμέραν καὶ παμμέλαιναν ἀράβισσαν τὴν νύκτα), ὁ Εὐαγγελινὸς ἐξύπνησεν ἀπὸ τὰ βελάσματα τοῦ ἀρνίου, τὸ ὁποῖον ἡτοιμάζετο νὰ σφάξῃ διὰ τὴν οἰκογένειαν τοῦ καπετὰν Κομνιανοῦ ὁ γείτονας Νικόλας, ὁ σύζυγος τῆς Μηλιᾶς. Ὁ Εὐαγγελινὸς καὶ ἡ Μόρφω ἐξῆλθον εἰς τὸ προαύλιον. Τί ὡραῖον, τί ἥμερον, τί λευκόμαλλον ποὺ ἦτο τὸ ἀρνί! Καὶ πῶς ἐβέλαζε (μπέ! μπέ!) τὸ καημένο. Ἐν τούτοις δὲν ἐφαίνετο πολὺ δυσαρεστημένον, διότι ἔμελλε νὰ σφαγῇ. Καὶ ἄλλος Ἀμνὸς ἄμωμος, Ἀμνὸς αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καὶ ἄλλος ἀτίμητος Ἀμνὸς ἐσφάγη…

Τὴν ἑσπέραν ἔφερεν οἴκαδε ὁ πατὴρ τὰς πασχαλινὰς λαμπάδας, ὡραίας, λεπτάς, περιτέχνους. Τί χαρά! τί θρίαμβος! φαντασθῆτε ὡραίας μικρὰς λαμπάδας, μὲ ἄνθη τεχνητά, μὲ χρυσόχαρτα. Ὁ Εὐαγγελινὸς ἤθελε νὰ πάρῃ τὴν τῆς ἀδελφῆς του, λέγων, ὅτι ἐκείνη εἶναι μεγαλυτέρα. Ἡ μήτηρ τοῦ τὴν ἔδωκεν, ἀλλ᾽ ὁ μικρὸς τὴν ἔσπασε, ἐκεῖ ποὺ ἔπαιζε μὲ αὐτήν, ἔσπασε καὶ τὴν ἰδικήν του, καὶ ὕστερον ἔβαλε τὰ κλάματα. Ὁ πατὴρ τοῦ ἠγόρασεν ἄλλην, ἀφοῦ τὸν ὑπεχρέωσε νὰ ὑποσχεθῇ ὅτι δὲν θὰ τὴν πιάσῃ εἰς τὴν χεῖρα, ἕως τὰ μεσάνυκτα, ὅταν θὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Ἀνάστασιν. Ὁ μικρὸς ἀπεκοιμήθη κλαίων καὶ χαίρων.

Μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔγινεν ἡ Ἀνάστασις, καὶ ἤστραψεν ὁ ναὸς ὅλος, ἤστραψε καὶ ἡ πλατεῖα ἀπὸ τὸ φῶς τῶν κηρίων, τὰ παιδία ἤρχισαν νὰ καίουν μετὰ κρότου σπίρτα καὶ μικρὰ πυροκρόταλα ἔξω εἰς τὸ πρόναον, καί τινες παῖδες δεκαετεῖς ἐπυροβόλουν μὲ μικρὰ πιστόλια, ἄλλοι ἔρριπτον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἐπὶ τῶν πλακῶν τοῦ ἐδάφους τὰ βαρέα καρφία μὲ τὰ καψύλια καταπτοοῦντες καὶ σκανδαλίζοντες τὰς πτωχὰς γραίας, αἵτινες, μεθ᾽ ὅλον τὸν διωγμὸν ὃν ἐκίνουν κατ᾽ αὐτῶν τὴν Μεγάλην Ἑβδομάδα κατ᾽ ἔτος οἱ ἐπίτροποι, ἀξιοῦντες νὰ περιορίσωσιν αὐτὰς εἰς τὸν γυναικωνίτην, οὐχ ἧττον ἐπέμενον καὶ παρεισέδυον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἀριστερά, εἰς τὴν μίαν κόγχην. Εἷς δ᾽ ἐπίτροπος τῆς ἐπάνω ἐνορίας, ἄνθρωπος προοδευτικός, βλέπων ὅτι ὅλοι οἱ ἐθελονταὶ ψάλται, νεανίαι εἰκοσαετεῖς, ἐφοίτων κατὰ προτίμησιν εἰς τὴν κάτω ἐκκλησίαν, εἰς δὲ τὴν ἐπάνω ἠναγκάζοντο νὰ ψάλλωσιν οἱ ἱερεῖς, τί ἐσοφίσθη; Πιάνει καὶ ἀποσπᾷ ἀπὸ τὸν γυναικωνίτην τὰ καφάσια, τὰ δικτυωτά, δι᾽ ὧν ἐφράττοντο τέως αἱ γυναικεῖαι μορφαὶ ἀπὸ τῆς ὄψεως τῶν ἀνδρῶν, καὶ ἀφήνει τὸν γυναικωνίτην ἄφρακτον. Τότε διὰ μιᾶς ὅλοι οἱ εὐλαβεῖς καὶ μουσόληπτοι νεανίσκοι ἀφῆκαν τὴν κάτω ἐκκλησίαν ἔρημον ψαλτῶν κ᾽ ἔτρεξαν ὅλοι εἰς τὴν ἐπάνω.

Εἶτα τὰ μικρὰ παιδία καί τινες παιδίσκαι τετραετεῖς, μὲ τὰς κομψὰς ποικιλτὰς λαμπάδας, ἐτάχθησαν ἀνὰ τὸν χορόν, περὶ τὰ δύο ἀναλόγια, καὶ παρὰ τὸ εἰκονοστάσιον, καὶ ἤρχισαν νὰ θορυβῶσι, νὰ παίζωσι, νὰ στάζωσιν εἰς τοὺς λαιμοὺς ἀλλήλων, καὶ νὰ τσουγκρίζωσι τὰ αὐγά των. Καὶ ἓν παιδίον ἑξαετές, πονηρότερον τῶν ἄλλων (ἦτο ὁ υἱὸς τῆς Μηλιᾶς τῆς γειτόνισσας) εἶχε πλαστὸν αὐγὸν εἰς τὸν κόλπον του, πωρώδη λίθον στρογγυλευμένον κοκκινοβαφῆ, καὶ δι᾽ αὐτοῦ ἔσπαζε τὰ αὐγὰ ὅλων τῶν παιδιῶν, καὶ τὰ ἔπαιρνε, κατὰ τὴν συμφωνίαν, καὶ τὰ ἔτρωγε.

Μία παιδίσκη καὶ εἷς παῖς, πενταετής, ἤρχισαν νὰ φιλονικῶσι περὶ τοῦ τίνος ἡ λαμπάδα ἦτο εὐμορφοτέρα.

―Ὄχι, ἡ δική μου ἡ λαμπάδα εἶναι καλύτερη.

―Ὄχι, ἡ δική μου.

―Ἐμένα ὁ πατέρας μ᾽ τὴν ἐδιάλεξε, κ᾽ εἶναι πλιὸ καλή.

―Ἐμένα ἡ μάννα μ᾽ τὴν ἐστόλισε μοναχή της.

― Καὶ ξέρει νὰ κάμῃ λαμπάδες ἡ μάννα σ᾽;

―Ὄχι, δὲ ξέρει; Σὰν τὴ δική σ᾽!

― Τέτοια παλιολαμπάδα!

― Ναί, παλιολαμπάδα;… νά!…

― Νά κ᾽ ἐσύ!

― Νά κι ἄλλη μιά!

Καὶ ἤρχισαν νὰ τύπτουν ἀλύπητα τὰς κεφαλὰς ἀλλήλων μὲ τὰς λαμπάδας των, ἑωσοῦ ἔβαλαν τὰ κλάματα καὶ οἱ δύο.

Τὸ ἀπόγευμα πάλιν, ἀφοῦ ἐψάλη ἡ Β´ Ἀνάστασις κ᾽ ἔγινεν ἡ Ἀγάπη, ἐξῆλθαν ὅλοι εἰς τὴν πλατεῖαν κ᾽ ἐθεῶντο τὴν πυρπόλησιν τοῦ Ἑβραίου. Τί ἄσχημος καὶ τί εὐμορφοκαμωμένος ποὺ ἦτον ὁ Ἑβραῖος! Εἶχε μίαν χύτραν ὡς κεφαλήν, εἶχε καὶ λινάρι ὡς γένειον. Ἔφερε καὶ ζεῦγος γυαλιὰ (ἡ Μόρφω τὰ ἐνθυμεῖτο ὅλα), ὅμοια μ᾽ ἐκεῖνα ποὺ φορεῖ ἡ γραῖα μάμμη ὅταν ράπτῃ ἢ ἐμβαλώνῃ τὰ παλαιὰ ροῦχά της. Εἶχε κ᾽ ἕνα σακκούλι ἢ πουγγὶ κρεμασμένον εἰς τὸ ἀριστερὸν πλευρόν του. Ἐφόρει μακριά, μακριὰ φορέματα, παρδαλά, ραβδωτά! Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐκρέμασαν ὑψηλὰ ὑψηλά, ἕως ἑπτὰ ὀργυιὰς ἐπάνω, ἤρχισαν οἱ ἄνδρες νὰ τὸν ματιάζουν*, νὰ τὸν τουφεκίζουν ὅλοι, ἑωσότου τὸν ἔκαυσαν.

Καὶ ὕστερον ἡ μήτηρ ἔστρωσε τὴν τράπεζαν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ παρέθεσε τὰ αὐγὰ τὰ κόκκινα, τὸ τυρί, ποὺ εἶχε φέρει ἡ κουρούνα, καὶ τὸ ἀρνὶ τὸ ψημένο, καὶ τὰ παιδία ἐκάθισαν εἰς τὴν τράπεζαν καὶ ἤρχισαν νὰ τσουγκρίζουν τὰ αὐγά των. Τί χαρά! τί ἀγαλλίασις!

Ἐφέτος, δηλαδὴ κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο τῆς δυστυχίας διὰ τὰ δύο ὀρφανά, δὲν ἦτο πλέον ἐκεῖ οὔτε ὁ πατήρ των, ὅστις ἔλειπεν, οὔτε ἡ μήτηρ των, ἥτις ἐπῆγε μακρύτερα ἀκόμη. Ἀντὶ τῶν δύο ἦτο ἡ γηραιὰ μάμμη, ρογχάζουσα ἐπὶ τῆς κλίνης καὶ γογγύζουσα. Ἀντὶ τῶν κοκκίνων αὐγῶν, ἦσαν αἱ φλέγουσαι ἐκ τοῦ πυρετοῦ παρειαί της. Ἀντὶ τῶν ἐπιχρύσων λαμπάδων, ἦσαν οἱ δύο τρεμοσβήνοντες καὶ βλοσυροὶ ὀφθαλμοί της. Ἀντὶ τῆς ἀθῴας χαρᾶς, ἀντὶ τῆς ἀφάτου εὐτυχίας τοῦ παιδικοῦ Πάσχα, ἦτο ἡ λύπη ἡ βαρεῖα, ἡ ἀνεπανόρθωτος συμφορά.

Εὐτυχῶς ἡ γρια-Κομνιανάκαινα δὲν ἀπέθανε, καὶ ὁ υἱός της ἔφθασεν ἀπόπασχα μὲ τὸ γολετί, καὶ ἤρχισε νὰ καλλωπίζηται καὶ νὰ στρίβῃ τὸν μύστακα ἀποβλέπων εἰς δεύτερον γάμον. Ἀλλά, διὰ τὰ δύο παιδία, τάχα θὰ ἐπανήρχετο πάλιν ἡ χαρὰ ἐκείνη, θ᾽ ἀνέτελλεν ἐκ νέου γλυκεῖα ἡ παιδικὴ Πασχαλιά; Διὰ τὸν Εὐαγγελινὸν ἴσως, διὰ τὴν Μόρφω ὅμως ποτέ. Αὕτη ᾐσθάνετο τὴν ἀπουσίαν τῆς μητρός της καὶ ἤξευρεν ὅτι δὲν ἔμελλε νὰ τὴν ἐπανίδῃ πλέον ἐπὶ τῆς γῆς.

Γλυκεῖα Πασχαλιά, ἡ μήτηρ τῆς χαρᾶς! Γλυκεῖα μήτηρ, τῆς Πασχαλιᾶς ἡ ἐνσάρκωσις!

Ἀλλ᾽ ὁ Χριστὸς ὑπεσχέθη νὰ πίῃ μὲ τοὺς ἐκλεκτούς του καινὸν τὸ γέννημα τῆς ἀμπέλου ἐν τῇ βασιλεία τοῦ Πατρός Του, καὶ οἱ ὑμνωδοὶ ἔψαλλον: «Ὦ Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ! δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας Σου!»

(1891)

Πηγή: papadiamantis.net/aleksandros-papadiamantis/syggrafiko-ergo/diigimata

Πανήγυρις του Αντίπασχα (του Θωμά), λιτανεία και παράδοσις της προσκυνηματικής εικόνος του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου στην παλαίφατο μονή του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Πιτυδιώτου (26-27.4.2025)

Άγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος. Φορητή εικόνα του 16ου αιώνα, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου – Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτου

Φέρεται εις γνώσιν των ευσεβών χριστιανών ότι, με την ευκαιρία της εορτής της ψηλαφήσεως του Αποστόλου Θωμά στην πανηγυρίζουσα Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτου παρά τον Άγιο Επιφάνιο Σολέας, θα τελεστούν οι πιο κάτω ακολουθίες:

ΣΑΒΒΑΤΟΝ 26 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2025

3:30 μ.μ.: Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου, Ευρύχου
Παρακλητικός κανόνας εις τον Άγιον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον και έναρξις Λιτανείας για παράδοση της προσκυνηματικής εικόνος του Αγίου Γεωργίου στην ιερά μονή του Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτου

5:30 μ.μ.: Ιερός Ναός Παναγίας Ελεούσας, Κοράκου
Δέησις και συνέχισις Λιτανείας

6:30 μ.μ.: Άφιξις εικόνος εις την ιεράν μονήν Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτου. Πανηγυρικός εσπερινός προϊσταμένου του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου

ΚΥΡΙΑΚΗ 27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2025

6:30 π.μ.: Όρθρος και πανηγυρική Θεία Λειτουργία προϊσταμένου του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου

6:30 μ.μ.: Παρακλητικός κανόνας και Χαιρετισμοί εις τον Άγιον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Μέρος της λιτάνευσης της εικόνος, η παράδοσις της εικόνος στο μοναστήρι, καθώς και ο Εσπερινός της εορτής θα προβληθούν σε ζωντανή διαδικτυακή μετάδοση στο κανάλι ΟΜΙΛΙΕΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΟΡΦΟΥ στο youtube.

Φωτογραφίες ιεράς μονής


Ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί,

Εὑρισκόμαστε στὴν εὐχάριστη θέση νὰ σᾶς ἐνημερώσουμε ὅτι μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς εὐλογίες τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ.κ. Νεοφύτου, ἔχουμε ξεκινήσει ὡς Μητρόπολις τὶς ἐργασίες γιὰ τὴν ἀνασύσταση καὶ ἀνοικοδόμηση τῆς παλαίφατης Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Γεωργίου Πιτυδιώτη, Μονῆς ἀναγνωρισμένης ἀπὸ τὸ Καταστατικὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου.

Ἱερὰ Μονὴ βρίσκεται στὴν περιοχὴ Σολέας, τῆς Μητροπολιτικῆς Περιφέρειας Μόρφου, παρὰ τὸ χωριὸ Ἅγιος Ἐπιφάνιος Σολέας, σὲ πευκόφυτη περιοχή. Ἀπὸ τὴν τοποθεσία της αὐτὴ προέρχεται καὶ τὸ προσωνύμιο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου «Πιτυδιώτης» (ὁ πεῦκος στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ καλεῖται πίτυς), ποὺ σημαίνει «Ἅγιος Γεώργιος τῶν Πεύκων». Σήμερα σώζεται μόνο τὸ καθολικὸ (κεντρικὸς ναὸς) τῆς Μονῆς, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, καὶ στὴ σημερινή του μορφὴ χρονολογεῖται στὸν 18ο αἰῶνα. Ἡ Μονὴ ὅμως εἶναι ἀρκετὰ παλαιότερη, ὅπως ἀποδεικνύουν ἡ ἐφέστια εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου (16ου αἰῶνα), καθὼς ἐπίσης καὶ σπαράγματα τοιχογραφιῶν τοῦ 13ου – 14ου αἰῶνα.

ἐκ βάθρων συντήρηση τοῦ ναοῦ τῆς Μονῆς ἄρχισε τὸ 1999, ὁπόταν ἀποκαταστάθηκε ἡ στέγη, ἡ τοιχοποιία (ἐξωτερικὰ καὶ ἐσωτερικὰ) καὶ τὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ. Ἀκολούθησε ἡ συντήρηση τοῦ ξυλόγλυπτου λαϊκῆς τέχνης τέμπλου καὶ ἡ συμπλήρωσή του μὲ νέες ἱερὲς εἰκόνες. Τρία χρόνια ἀργότερα, τὴν 12η Ἰουνίου 2002, τελέσθηκαν τὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ ἀπὸ τὸν Πανιερώτατο Μητροπολίτη Μόρφου κ.κ. Νεόφυτο.

Εἴκοσι χρόνια ἀργότερα, τὸν Μάϊο τοῦ ἔτους 2023, ἀποφασίσθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόρφου ἡ ἀνασύσταση τῆς Μονῆς ὡς γυναικείου κοινοβίου. Γιὰ νὰ γίνει ὅμως αὐτό, μία ἐργασία δηλαδὴ ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀντιλαμβάνεσθε ὅτι ἀπαιτεῖται πολὺς κόπος καὶ χρήματα γιὰ τὸ χτίσιμο κελλιῶν, κουζίνας, χώρων ὑγιεινῆς, βοηθητικοῦ κτιρίου, περίφραξης, καθὼς ἐπίσης καὶ γιὰ τὴν ἐγκατάσταση ἠλεκτρικῆς παροχῆς κ.λπ.

Τὰ σχετικὰ ἔργα, Χάριτι Θεοῦ, ἔχουν προχωρήσει ὡς ἕναν βαθμό, ἀλλὰ εἰσέτι ὑπολείπονται ἀρκετὲς οἰκοδομικὲς ἐργασίες καθὼς καὶ ἐξοπλισμὸς μὲ τὰ ἀπαραίτητα, γιὰ νὰ καταστεῖ ἡ Μονὴ πλήρως λειτουργήσιμη. Στὴν Μονὴ ἔχουν πρόσφατα ἐγκατασταθεῖ οἱ δύο πρῶτες ἀδελφές.

Κατόπιν τούτων, καὶ ἡ δική σας οἰκονομικὴ συνεισφορά, γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν ὑπολειπομένων ἔργων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, εἴτε μικρὴ εἴτε μεγάλη, κρίνεται ἀναγκαῖα. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Μόρφου ἔχει προχωρήσει στὸ ἄνοιγμα τραπεζικοῦ λογαριασμοῦ, στὸν ὁποῖο οἱ πιστοὶ μποροῦν νὰ συνεισφέρουν στὸ θεάρεστο αὐτὸ ἔργο, καὶ νὰ καταστοῦν ἔτσι κτίτορες τῆς Μονῆς, στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες καὶ Λειτουργίες τῆς ὁποίας θὰ μνημονεύονται ἐσαεί.

Γιὰ κάθε εἰσφορὰ θὰ ἀποστέλλεται ἡ σχετικὴ ἀπόδειξη εἴσπραξης καὶ τὰ ὀνόματα τῶν δωρητῶν θὰ ἐγγράφονται στὰ Δίπτυχα τῆς Μονῆς γιὰ μνημόνευση.

ς ἀρχικὴ προτεραιότητα, θέσαμε τὴν ἁγιογράφιση τῶν εἰκόνων τοῦ Δωδεκαόρτου γιὰ τὸν ναὸ τῆς Μονῆς, ὡς ἑξῆς.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου

ΕΙΚΟΝΕΣ ΔΩΔΕΚΑΟΡΤΟΥ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ

ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ: 357037039603

ΟΝΟΜΑ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ:I M Morfou (Ag Georgios Epitydioti)

ΙΒΑΝ:CY96002001950000357037039603

SWIFT:BCYPCY2N

ΤΗΛΕΦΩΝΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

99465879 (ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ π. ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ)

99351810 (ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΙΤΥΔΙΩΤΗ)

22932401 , 22932402 , 22932403 (ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΟΡΦΟΥ)

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Bασιλέως Eπισκόπου Aμασείας και της Αγίας Γλαφυρής εν ειρήνη τελειωθείσης (26 Απριλίου)

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Bασιλέως Eπισκόπου Aμασείας

Tμηθείς Bασιλεύ, βασιλεύς πόλου γίνη,
Eξ αιμάτων σων βάμμα κόκκινον φέρων.
Eικάδα αμφ’ έκτην Bασιλεύς ξίφει αυχένα κάρθη.

Μαρτύριο Αγίου Ιερομάρτυρος Βασιλείου, Επισκόπου Αμασείας. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Oύτος ο ένδοξος Mάρτυς του Xριστού Bασιλεύς ήτον Eπίσκοπος της Mητροπόλεως Aμασείας της εν τη Mαύρη Θαλάσση ευρισκομένης1, κατά τους χρόνους Λικινίου του σύζυγον έχοντος Kωνσταντίναν, ή Kωνσταντίαν, την αδελφήν Kωνσταντίνου του βασιλέως, εν έτει τιζ΄ [317]. Oύτος γαρ ο Λικίνιος επέμφθη μεν διά να πολεμήση τον Mαξιμίνον, ο οποίος εσηκώθη εναντίον του Mεγάλου Kωνσταντίνου, εκράτησεν όμως τυραννικώς μερικά μέρη της Aνατολής. Eπειδή δε ο Mαξιμίνος φοβηθείς, έπαυσεν από το να πολεμή τον Λικίνιον, και εγλύτωσεν από τον της ζωής του κίνδυνον, διά τούτο ο Λικίνιος πηγαίνωντας εις την Nικομήδειαν, επρόσφερε διά την νίκην ταύτην θυσίας εις τα είδωλα. Tότε λοιπόν επρόσταξε να φέρουν έμπροσθέν του και τον Άγιον τούτον Bασιλέα, ομού και μίαν κόρην ονομαζομένην Γλαφυρήν, ή Γλαφύραν, της οποίας η υπόθεσις ήτον αύτη. H Γλαφυρή ήτον δουλεύτρα Kωνσταντίνης της συζύγου του Λικινίου, επειδή δε αύτη εκατάλαβεν, ότι ο Λικίνιος ελύσσα από τον προς αυτήν έρωτα, εφανέρωσε το πράγμα εις την κυράν της, η οποία έδωκε χρήματα εις την Γλαφυρήν και την έστειλεν εις την Aνατολήν. Aύτη λοιπόν περιπατούσα από τόπον εις τόπον κατήντησεν εις την Aμάσειαν, όπου ήτον Eπίσκοπος ο Άγιος ούτος Bασιλεύς. Tούτο λοιπόν μαθών ο Λικίνιος, και ότι τα άσπρα οπού είχε μαζί της η Γλαφυρή, τα έδωκεν εις τον Άγιον Bασιλέα διά να κτίση Eκκλησίαν, τούτου χάριν επρόσταξε να πιάσουν και τους δύω, και να τους φέρουν έμπροσθέν του. Eπειδή δε η Γλαφυρή είχεν αποθάνη προτίτερα, διά τούτο επιάσθη μόνος ο Άγιος Bασιλεύς, και εφέρθη εις την Nικομήδειαν έμπροσθεν του Λικινίου.

Ήλεγξε δε ο Άγιος αρκετά την ταλαιπωρίαν των ψευδωνύμων θεών, και έπτυσε με καταφρόνησιν την πλάνην τούτων και ματαιότητα. Όθεν έδωκε κατ’ αυτού ο Λικίνιος την του θανάτου απόφασιν. Kαι λοιπόν απεκεφαλίσθη ο μακάριος Bασιλεύς, και εβάλθη μέσα εις καΐκιον, και η μεν αγία του κεφαλή, ερρίφθη εις την θάλασσαν από το ένα μέρος του καϊκίου, το δε λοιπόν σώμα του, ερρίφθη εις την αυτήν θάλασσαν από το άλλο μέρος του καϊκίου. Tαύτα δε τα δύω, ω του θαύματος! ηνώθησαν πάλιν ομού, η κεφαλή δηλαδή με το σώμα, και συνηρμόσθησαν κατά την φυσικήν αρμονίαν, και έτζι ευρέθη σώος ο Άγιος εις τον κόλπον της Σινόπης από κάποιους ψαράδες. Oύτοι γαρ βαλόντες τον γρίπον και τραβίξαντες αυτόν εις την ξηράν, ετράβιξαν μαζί και το τίμιον λείψανον του Aγίου. Άγγελος δε Kυρίου εφάνη εις ένα Xριστιανόν Eλπιδηφόρον καλούμενον, ο οποίος εδέχθη πρώτος τον Άγιον εις τον οίκον του, όταν εφέρθη εις την Nικομήδειαν και εφανέρωσεν αυτώ περί του αγίου λειψάνου. O δε Eλπιδηφόρος έλαβε μαζί του τους δύω Διακόνους, Θεότιμον και Παρθένιον, οι οποίοι ηκολούθησαν τω Aγίω από την Aμάσειαν. Όθεν και οι τρεις πηγαίνοντες, επήραν το άγιον λείψανον, όταν ετραβίχθη από τον γρίπον, και τιμήσαντες αυτό με μύρα και αρώματα, και με ψαλμωδίας και άσματα, το επήγαν εις την Aμάσειαν2. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη Mεγάλη Eκκλησία.

Σημειώσεις

1. H Aμάσεια είναι πόλις περιφανής Kαππαδοκίας της κατά τον Πόντον, κατά τον Στέφανον (εν τω περί πόλεων). Aρχιεπισκοπή δε ούσα, και μεταξύ Bυζαντίου και Tραπεζούντος κειμένη, καλείται υπό των Oθωμανών Aμνασά, ως λέγει ο Bαουδράντης εν τω λεξικώ.

2. H εύρεσις δε των λείψανων του Aγίου τούτου Bασιλέως εορτάζεται χωριστά κατά την τριακοστήν του παρόντος Aπριλλίου. Eις τούτον λόγος ευρίσκεται ελληνιστί εν τη Λαύρα, και εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου, ου η αρχή· «Oι το επίγειον κράτος λαχόντες».


Μνήμη της Aγίας Γλαφυρής (ή Γλαφύρας) εν ειρήνη τελειωθείσης

Θεόν Γλαφυρή ψυχικών δι’ ομμάτων,
Oυ γλαφυρώς νυν, αλλά τηλαυγώς βλέπει.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου 25 Ἀπριλίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΟΣΙΟΥ ΠΕΡΝΙΑΚΟΥ ΤΗΣ ΔΕΝΕΙΑΣ)
Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ ᾽Ανάγνωσμα
5:22 – 6:2

Ἀδελφοί, ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια· κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος. Οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις. Εἰ ζῶμεν Πνεύματι, Πνεύματι καὶ στοιχῶμεν. Μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες. Ἀδελφοί, ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πρᾳότητος, σκοπῶν σεαυτόν, μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς. Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
2: 12 – 22

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦλθεν ὁ Ἴησοῦς εἰς Καπερναοὺμ αὐτὸς καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐκεῖ ἔμεινεν οὐ πολλὰς ἡμέρας. Καὶ ἐγγὺς ἦν τὸ πάσχα τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβη εἰς Ἱεροσόλυμα ὁ Ἰησοῦς. καὶ εὗρεν ἐν τῷ ἱερῷ τοὺς πωλοῦντας βόας καὶ πρόβατα καὶ περιστερὰς καὶ τοὺς κερματιστὰς καθημένους, καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας, καὶ τῶν κολλυβιστῶν ἐξέχεεν τὸ κέρμα καὶ τὰς τραπέζας ἀνέτρεψε, καὶ τοῖς τὰς περιστερὰς πωλοῦσιν εἶπεν· Ἄρατε ταῦτα ἐντεῦθεν· μὴ ποιεῖτε τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου οἶκον ἐμπορίου. Ἐμνήσθησαν δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι γεγραμμένον ἐστίν, Ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου καταφάγεταί με. ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ εἶπον αὐτῷ· Τί σημεῖον δεικνύεις ἡμῖν, ὅτι ταῦτα ποιεῖς; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν. εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· Τεσσαράκοντα καὶ ἓξ ἔτεσιν ᾠκοδομήθη ὁ ναὸς οὗτος, καὶ σὺ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερεῖς αὐτόν; ἐκεῖνος δὲ ἔλεγε περὶ τοῦ ναοῦ τοῦ σώματος αὐτοῦ. ὅτε οὖν ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν, ἐμνήσθησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι τοῦτο ἔλεγε, καὶ ἐπίστευσαν τῇ γραφῇ καὶ τῷ λόγῳ ὃν εἶπεν ὁ Ἰησοῦς.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Στην μνήμη της μακαριστής πρεσβυτέρας του Αποστόλου Ανδρέα, Μαρούλλας Παπαζαχαρίου Γεωργίου (+ 5 Απριλίου 2025)

Η μακαριστή πρεσβυτέρα του Ριζοκαρπάσου, Μαρούλλα Παπαζαχαρίου Γεωργίου

Στή μνήμη της μακαριστής πρεσβυτέρας του Αποστόλου Ανδρέα, Μαρούλλας Παπαζαχαρίου Γεωργίου (+ 5 Απριλίου 2025)

Η μακαριστή πρεσβυτέρα του Ριζοκαρπάσου, Μαρούλλα Παπαζαχαρίου Γεωργίου

Εκοιμήθη στις 5 Απριλίου 2025, σε ηλικία 82 ετών, η Μαρούλλα Παπαζαχαρίου Γεωργίου, Πρεσβυτέρα του Αποστόλου Ανδρέα στην Καρπασία, σύζυγος του πατρός Ζαχαρία Γεωργίου. Στη μνήμη της, παραθέτουμε απόσπασμα από το κήρυγμα του Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου, στην εορτή του Αποστόλου Ανδρέα στο Νικητάρι (30/11/2016), με τίτλο

“Ο παπά Ζαχαρίας, η παπαδιά και το σχέδιο του Αποστόλου Ανδρέα”

{…} Σήμερα, τελώντας τη Θεία Λειτουργία εδώ εις την ευλογημένη κώμη του Νικηταρίου, πανηγυρίζοντας τον Απόστολο Ανδρέα και εδώ, ενθυμήθηκα μέσα από ποιες διαδικασίες το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα στην Καρπασία έφτασε από ερειπωμένο, σχεδόν εγκαταλελειμμένο που ήτο, με έναν μόνο παπά. Για σαράντα δύο χρόνια. Τον παπά Ζαχαρία. Και μίαν ηρωίδα πρεσβυτέρα… Μαρούλλα πρεσβυτέρα. Αυτούς που μνημόνευσα προηγουμένως. Και μία δράκα άνθρωποι. Ηλικιωμένοι ψάλτες. Που ένεκεν ασθενειών που έψαλλαν ενίοτε και καθήμενοι. Και έφτασε σήμερα ο παπά Ζαχαρίας να βλέπει τες υπομονές του και τους κόπους του, ότι δεν πήγαν χαμένοι. Και το μοναστήρι να στέκει όρθιο, ολόλαμπρο, καινούργιο, όμορφο, όπως το θέλει η τάξις της όμορφης Ορθόδοξης Εκκλησίας μας.

Ενθυμήθηκα, όταν μου διηγείτο η ίδια η παπαδιά. Σας τα έχω πει ξανά. Θα τα επαναλάβω. Η Λειτουργία είναι πάντοτε η ίδια. Τα ίδια λόγια. Αλλά είναι πάντα καινούργια. Πάντα διαφορετική. Γι’ αυτό, επαναλαμβάνω αυτά που είπα πριν δέκα χρόνια σ’ αυτό τον ναό. Όταν έγινε η κατοχή της Κύπρου ο παπά Ζαχαρίας ήταν αιχμάλωτος στην Τουρκία. Παπάς. Αντιλαμβάνεστε τι βάσανα ετράβησε αυτός ο άνθρωπος στην αιχμαλωσία. Όχι μόνον επειδή ήταν Έλληνας. Αλλά επειδή ήταν ιερωμένος. Δεν μας είπε ποτέ καμίαν περιγραφή. Ότι ξέρομε, είναι από κανένα αναστεναγμό του και από τις διηγήσεις που ακούμε μέσω τρίτων. Που ήταν μαζί του στην αιχμαλωσία. Επέστρεψε πίσω. Και του είπαν. Πού θέλεις να πάεις παπά; Δεν είπε, εκεί που είναι η οικογένειά μου. θέλω να πάω, είπε, στο μοναστήρι του Αποστόλου μου. Στον Απόστολο Ανδρέα. Μα η οικογένεια σου, του είπαν, μπορεί να έχει πάει στη Λεμεσό. Εμένα να με πάρετε στον Απόστολο Ανδρέα. Και αν θέλει η οικογένειά μου να έρθει εκεί. Έκαμε τάμα, όταν ήταν στη φυλακή των Τούρκων και του είπε. Σώσε με Απόστολέ μου και με τες λίγες μου δυνάμεις, δεν θα σ’ αφήσω ποτέ αλειτούργητο.

Επέστρεψε στην κατεχόμενη Γιαλούσα, από όπου είναι η καταγωγή του. Βρήκε την οικογένεια του εκεί, τη σύζυγό του νέα γυναίκα τότε με τρία παιδιά. Όσο τα παιδιά ήταν στο Δημοτικό, λειτουργούσε ένα υποτυπώδες Δημοτικό, δεν υπήρχε πρόβλημα. Τα παιδιά εμεγάλωναν. Όλοι οι παπάδες έφυγαν. Όλης της Καρπασίας. Ήρθαν εδώ. Στην άνεση. Στην ελευθερία. Στο βόλεμα. Που μας δίδει όλους η επίπλαστος και η επιφανειακή ελευθερία. Ο παπά Ζαχαρίας πιστός εις το τάμα του. Στον Απόστολο Ανδρέα. Να λειτουργά σε όλες τις εορτές, βεβαίως κάθε Κυριακή και κάθε βράδυ, πάτερ Κυριακέ, μας είπε η παπαδιά, να κάμνει εσπερινό κάθε βράδυ. Κάθε βράδυ. Τότε δεν υπήρχαν οι ευκολίες που έχουμε τώρα, μέσω των οδοφραγμάτων να πηγαίνουμε να βλέπουμε την κατεχόμενη γη μας. Να προσκυνούμε τους αγίους μας. Ήταν μόνοι τους. Με κάμποσους στρατιώτες Τούρκους να τους περιβάλλουν. Και ο  Απόστολος Ανδρέας εσυνέχισε την παρουσία του, τα θαύματά του. Και στους εγκλωβισμένους και στους Τούρκους. Οι άγιοι δεν ξεχωρίζουν κανένα. Φτάνει να δουν μιαν καρδιά πονεμένη και τεταπεινωμένη. Και τα δώρα τους είναι πλούσια.

Ήρθε ο καιρός που έπρεπε τα παιδιά να παν εις το Γυμνάσιο. Η παπαδιά του είπε. Παπά, πρέπει να φύγουμε. Τα παιδιά εμεγάλωσαν. Πρέπει να μορφωθούν. Ε, παπαδιά, της έλεγε. Παπά, πλησιάζει ο Αύγουστος, το Σεπτέμβρη θ’ ανοίξουν τα σχολεία. Πρέπει να κάμουμε αίτηση να πάμε στη Λεμεσό. Ε, παπαδιά, της έλεγε. Η παπαδιά μέσα στις ανθρώπινες, τες μητρικές αγωνίες, ο παπάς στον κόσμο του. Στον χρόνο του. Τον λειτουργικό χρόνο. Ε, παπαδιά. Ότι και να λέει γι’ αυτό. Αγανάκτησε η παπαδιά. Και το ενίκησε ανθρώπινα. Του είπε θ’ αφήσουμε τα παιδιά μας αγράμματα. Και να λειτουργάς εσύ τον Απόστολον Ανδρέα; Της λέει, δεν μπορώ ν’ αφήκω τον Απόστολο Ανδρέα. Με κράτησε, και πρέπει να τον κρατήσω! Εσύ βρες τρόπο, να μην μείνουν τα παιδιά μας αγράμματα. Δεν κατάλαβε τον λόγο του παπά, έφυγεν αγανακτισμένη, επήγεν μου λέει, ήταν μέρα μεσημέρι να σιδερώσει τα ράσα του παπά. Και σιδέρωνε. Και έκλαιε. Και μου λέει, εκείνα τα ράσα είναι γεμάτα από τα δάκρυα μου. Γιατί έβλεπα ότι ο παπάς είχε δίκαιο, αλλά και τα παιδιά είχαν δίκαιο. Και εγώ είχα δίκαιο. Και ποιος θα μας έδινε το δίκαιο μας; Τά ‘βαλα, λέει,  με τον Απόστολο Ανδρέα. Πάντοτε, το εύκολο θύμα, ο εύκολος κατηγορούμενος είναι ο Θεός μας, είναι οι άγιοί μας. Ας θυμηθούμε εμείς, όταν έχουμε πένθος. Όταν έχουμε ασθένεια. Τα βάζουμε με το Χριστό. Γιατί συνεχίζει να είναι σταυρωμένος. Συνεχίζει να είναι η άκρα ταπείνωσις. Συνεχίζει να είναι η αγάπη, που δεν ζητεί τα εαυτής, που δεν θέλει δικαιώματα.

Και όπως, λέει, εμονολογούσα μόνη μου και έκλαια και σιδέρωνα εμφανίστηκε, λέει, μέσα στην πόρτα ένα φως. Ένα ζωηρό φως. Έναν κινούμενο φως. Και μέσα από το φως, εβγήκε ο Απόστολος Ανδρέας. Και της λέει, παπαδιά μου, μην κλαις, έχει και για σένα σχέδιο ο Θεός. Έχει και για την Κύπρο. Να πας εις την Λεμεσό, να μείνεις με τα παιδιά σου και εκεί εγώ θά ‘ρθω μαζί σας. Και θα σας βοηθώ. Θα σπουδάσουν τα παιδιά. Θα προκόψουν. Δηλαδή, του λέει η παπαδιά, Απόστολε μου Ανδρέα, ο σκοπός σου είναι να με χωρίσεις που τον άντρα μου; Μου έκαμε εντύπωση το σθένος της. Και της απάντησε. Όχι παπαδιά. Όταν τα παιδιά μεγαλώσουν και παντρευτούν, θα γίνει ένα μικρόν έλεος και θα ανοίξουν οι πόρτες. Εννούσε τα οδοφράγματα. Και θα έρχονται εδώ κόσμος και κοσμάκης. Εσύ θα έρθεις λίγο πριν ανοίξουν οι πόρτες. Και θα ξανασμίξεις με τον παπά σου. Και ύστερα θα γίνει το μέγα έλεος. Για όλον τον τόπο. Αλλά για να γίνει το μέγα έλεος, πρέπει αυτή η Εκκλησία μου να λειτουργηθεί. Ακούτε δύναμη που έχει η Λειτουργία; Η Λειτουργία ελευθερώνει ένα σκλαβωμένο άνθρωπο. Από τα πάθη και τα λάθη του. Ελευθερώνει έναν σκλαβωμένο τόπο. Από τα πάθη και τα λάθη του.

Και έτσι η παπαδιά έκαμε υπακοή στον Απόστολό μας, επήγε στη Λεμεσό, εσπούδασε τα παιδιά της, τα επάντρεψε, μου έλεγε, πόσες φορές επαίρναμε άδεια για να πάμε να κάμουμε Πάσχα με τον άντρα μου, τα παιδιά με τον πατέρα τους. Εφτάναμε, μου λέει, μέχρι το οδόφραγμα και οι Τούρκοι έλεγαν. Ακυρώθηκε η άδεια. Να πάτε πίσω. Τι πίκρες, μου λέει. Τι δάκρυα. Τι κουράγια εκάμαμε όλα αυτά τα χρόνια. Για να λειτουργείται ο Απόστολος Ανδρέας! Για να λειτουργείται το θαύμα στην κατεχόμενη Κύπρο! Όταν τότε δεν γινόταν πουθενά αλλού καμία Λειτουργία.

Αυτό που ελευθερώνει τον τόπο μας σιγά-σιγά και δεν το καταλαβαίνουν ούτε οι Τούρκοι ούτε και οι Έλληνες δυστυχώς. Είναι οι Θείες Λειτουργίες. Που τελούνται απ’ εκεί. Αυτό να το θυμάστε. Όπου Λειτουργία, εκεί ελευθερία! Όπου Λειτουργία, εκεί αγιότητα! Όπου Λειτουργία, εκεί Ρωμιοσύνη!

Πέρασαν τα χρόνια, άνοιξαν τα οδοφράγματα, γνωρίσαμε από κοντά τον παπά Ζαχαρία, τη Μαρούλλα την πρεσβυτέρα, τα καλά τους παιδιά, πολλούς εγκλωβισμένους. Γίναμε μια οικογένεια. Όταν άρχισα και ‘γω δειλά-δειλά εν μέσω κρίσεων και κατακρίσεων να λειτουργούμε τον Άγιο Μάμα, η πρώτη που ήρθε στη Λειτουργία ήταν η παπαδιά. Όταν εχρειάστηκαν αυτοί Λειτουργίες στον Άγιο Θέρισσο, Θύρσο. Θυμάται ο Μάριος. Επήγαμε. Πριν να υπάρχει Επίσκοπος Καρπασίας. Μου είπε ένας εγκλωβισμένος. Σήμερα, μου λέει, να τον μνημονεύσουμε. Άγιος άνθρωπος. Εκοιμήθη. Αυτός έβλεπε το Άγιο Φως. Μου λέει, ο Νικόλας ο Βούσιης από τη Γιαλούσα. Σήμερα, μου λέει εν είν’ Λειτουργία που εκάμαμε. Εν κύριο Πάσχα που εκάμαμε. Έτσι αισθάνθηκε εκείνη τη Λειτουργία την πρώτη, την αρχιερατική εις τον Άγιο θύρσο. {…}

Αιωνία η μνήμη!

Ολόκληρο το κήρυγμα, πιο κάτω: