Αρχική Blog Σελίδα 130

«Αγία μου Ανάληψη…». Διηγήσεις του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

«Αγία μου Ανάληψη…» – Διηγήσεις του Αγίου Παϊσίου

Όλο το κακό ξεκινάει από το μυαλό, όταν γυρίζη μόνο γύρω από την επιστήμη και είναι τελείως απομακρυσμένο από τον Θεό. Γι’ αυτό και δεν βρίσκουν αυτοί οι άνθρωποι την εσωτερική τους ειρήνη και την ισορροπία τους. Ενώ, όταν ο νούς γυρίζη γύρω από τον Θεό, χρησιμοποιούν οι άνθρωποι και την επιστήμη για την εσωτερική τους καλλιέργεια και για το καλό του κόσμου, γιατί τότε είναι αγιασμένο το μυαλό.

– Δηλαδή, Γέροντα, η επιστήμη δεν βοηθάει τον άνθρωπο;

– Η επιστήμη πολύ βοηθάει, αλλά και πολύ θολώνει. Γνώρισα ψυχές με μεγαλύτερη διαύγεια, ενώ έχουν μάθει λιγώτερα. Όσοι έχουν θολώσει το μυαλό τους από την επιστήμη, εάν με την Χάρη του Θεού ξεθολώσουν, τότε, φυσικά, θα έχουν περισσότερα εργαλεία για δουλειά. Ενώ, όταν δεν αγιασθούν τα εργαλεία – δεν αγια­σθή η γνώση –, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για κοσμική εργασία και όχι για πνευματική. Γρήγορα αγιάζονται, αν μπη η καλή ανησυχία. Όσοι δίνουν τα πρωτεία στην εσωτερική τους μόρφωση, την μόρφωση της ψυχής, και χρησιμοποιούν και την εξωτερική μόρφωση για την εσωτερική, αυτοί γρήγορα μεταμορφώνονται πνευματικά. Εάν ασκούνται και πνευματικά, τότε βοηθούν πολύ κόσμο θετικά, γιατί βγάζουν τον κόσμο από το άγχος της κολάσεως και τον οδηγούν στην παραδεισένια αγαλλίαση. Μπορεί αυτοί οι άνθρωποι του Θεού πολλές φορές να έχουν λιγώτερα πτυχία, αλλά βοηθούν περισσότερο, γιατί έχουν πολλή Χάρη και όχι πολλά χαρτιά (πτυχία). Ο κόσμος γέμισε από αμαρτία και χρειάζεται πολλή προσευχή και βίωμα. Τα πολλά γραφτά είναι χάρτινα νομίσματα και η αξία τους θα εξαρτηθή από το αντίκρυσμα. Επομένως θέλει δουλειά στο «μεταλλείο» της ψυχής.

Θυμάμαι, ήταν ένα γεροντάκι στην Μονή Εσφιγμένου τόσο απλό που και την Ανάληψη την νόμιζε για Αγία. Έκανε κομποσχοίνι και έλεγε: «Αγία του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών»! Κάποτε ένας αδελφός στο Γηροκομείο ήταν άρρωστος και δεν είχε τι να του δώση να φάη. Μια και δυό κατεβαίνει τις σκάλες, ανοίγει το παράθυρο που έβλεπε προς την θάλασσα, απλώνει τα χέρια στην θάλασσα και λέει: «Αγία μου Ανάληψη, δώσ’ μου ένα ψαράκι για τον αδελφό». Και αμέσως – ω του θαύματος! – ένα τόσο μεγάλο ψάρι ξεπηδάει από την θάλασσα μέσα στα χέρια του. Οι άλλοι που τον είδαν, έμειναν έκπληκτοι. Εκείνος τους κοιτούσε και χαμογελούσε, σαν να τους έλεγε: «Τι παράξενο βλέπετε;» Εμείς έχουμε γνώσεις, ξέρουμε πότε γιορτάζει ο ένας ο άγιος, πως μαρτύρησε ο άλλος, πότε έγινε η Ανάληψη και πού έγινε και πώς έγινε και όμως ούτε ένα τόσο δα ψαράκι δεν μπορούμε να έχουμε! Αυτά είναι τα παράξενα της πνευματικής ζωής, τα οποία η λογική όσων διανοουμένων έχουν μέσα τους τον εαυτό τους και όχι τον Θεό δεν τα συλλαμβάνει, γιατί έχουν την στείρα κοσμική γνώση με την κοσμική πνευματική αρρώστια και λείπει το Άγιο Πνεύμα.

Στα Κοινόβια πρώτα τι όμορφα ήταν! Ησυχία! Είχαν και το ρολόι που χτυπούσε κάθε τέταρτο, για να θυμάται καθένας να λέη την ευχή. Και να ξεχνιόταν κανείς, άκουγε το ρολόι που χτυπούσε κάθε τέταρτο και άρχιζε πάλι την ευχή. Πολύ βοηθούσε το ρολόι. Έλεγαν οι Πατέρες την ευχή και είχε ησυχία, γαλήνη μεγάλη μέσα στο Μοναστήρι. Στο Κοινόβιο που ήμουν στο Άγιον Όρος ήμασταν εξήντα Πατέρες και ήταν σαν να ήταν ένας ησυχαστής. Είχαν όλοι την ευχή. Στην Εκκλησία λίγοι έψαλλαν και οι περισσότεροι νοερά προσεύχονταν. Στα διακονήματα το ίδιο. Μια ησυχία παντού! Δεν μιλούσαν δυνατά ούτε φώναζαν. Ήσυχα έκαναν τα διακονήματά τους. Όλοι αθόρυβα κινούνταν σαν τα πρόβατα. Πάντα υπήρχε αθόρυβα μια κίνηση στο Μοναστήρι. Δεν ήταν όπως τώρα που έχουν στα Κοινόβια ώρα διακονίας, ώρα ησυχίας… σιωπητήριο! Καθένας κινιόταν ανάλογα με την διακονία του.

Παλιά οι διακονητές στα Κοινόβια, ιδίως ο τραπεζάρης και ο αρχοντάρης, πολύ κουράζονταν. Έπρεπε να πλύνουν τα πιάτα, να τρίψουν τα μπακιρένια σκεύη… Σήμερα έχουν ευκολίες, έχουν διάφορα σύγχρονα μέσα και τα περισσότερα κάνουν θόρυβο. Θυμάμαι, εμείς στο Κοινόβιο με τα δοχεία κουβαλούσαμε το νερό από μια πηγή και με το μαγγάνι το ανεβάζαμε σιγά-σιγά στον τρίτο όροφο. Τώρα φέρνουν το νερό με την μηχανή και ακούς συνέχεια ντούκου-ντούκου. Τα ντουβάρια σείονται, τα τζάμια τρίζουν! Τουλάχιστον να βάλουν έναν σιγαστήρα.

Όταν ήμουν αρχάριος μοναχός, ένα διάστημα μου έφερνε ο διάβολος, ακόμη και μέσα στην εκκλησία, βλάσφημους λογισμούς και στενοχωριόμουν πολύ. Ο,τι άκουγα να λένε οι άλλοι όταν ήμουν στρατιώτης, βρισιές κλπ. τα έφερνε ο διάβολος στον νου μου για τους Αγίους. Μου έλεγε ο πνευματικός: «Αυτοί οι λογισμοί είναι του διαβόλου. Από την στιγμή που εσύ στενοχωριέσαι κάπως για τους άσχημους λογισμούς που περνάνε από το μυαλό σου για τα ιερά πράγματα, αυτό είναι ένδειξη ότι δεν είναι δικοί σου, αλλά έρχονται από έξω». Εγώ πάλι στενοχωριόμουν. Έφευγα, πήγαινα στο παρεκκλήσι του Τιμίου Προδρόμου να προσευχηθώ και ευωδίαζε η εικόνα του όταν προσκυνούσα. Όταν μου έρχονταν πάλι τέτοιοι λογισμοί, ξανάβγαινα στο παρεκκλήσι και ερχόταν μία ευωδία από την εικόνα….

(Από το βιβλίο «Βίος γέροντος Παϊσίου του Aγιορείτου», Ιερομονάχου π. Ισαάκ)

Πηγή: https://iconandlight.wordpress.com/2022/06/02/79550/

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΤ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
18: 22-28

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, κατελθὼν ὁ Παῦλος εἰς Καισάρειαν, ἀναβάς, καὶ ἀσπασάμενος τὴν Ἐκκλησίαν, κατέβη εἰς Ἀντιόχειαν· καὶ ποιήσας χρόνον τινά, ἐξῆλθε διερχόμενος καθεξῆς τὴν Γαλατικὴν χώραν καὶ Φρυγίαν, ἐπιστηρίζων πάντας τοὺς μαθητάς ᾿Ιουδαῖος δέ τις ᾿Απολλὼς ὀνόματι, ᾿Αλεξανδρεὺς τῷ γένει, ἀνὴρ λόγιος, κατήντησεν εἰς ῎Εφεσον, δυνατὸς ὢν ἐν ταῖς γραφαῖς. Οὗτος ἦν κατηχημένος τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου, καὶ ζέων τῷ πνεύματι ἐλάλει καὶ ἐδίδασκεν ἀκριβῶς τὰ περὶ τοῦ Κυρίου, ἐπιστάμενος μόνον τὸ βάπτισμα ᾿Ιωάννου· οὗτός τε ἤρξατο παρρησιάζεσθαι ἐν τῇ συναγωγῇ. Ἀκούσαντες δὲ αὐτοῦ ᾿Ακύλας καὶ Πρίσκιλλα προσελάβοντο αὐτὸν καὶ ἀκριβέστερον αὐτῷ ἐξέθεντο τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ. Βουλομένου δὲ αὐτοῦ διελθεῖν εἰς τὴν ᾿Αχαΐαν προτρεψάμενοι οἱ ἀδελφοὶ ἔγραψαν τοῖς μαθηταῖς ἀποδέξασθαι αὐτόν· ὃς παραγενόμενος συνεβάλετο πολὺ τοῖς πεπιστευκόσι διὰ τῆς χάριτος· εὐτόνως γὰρ τοῖς ᾿Ιουδαίοις διακατηλέγχετο δημοσίᾳ ἐπιδεικνὺς διὰ τῶν γραφῶν εἶναι τὸν Χριστὸν ᾿Ιησοῦν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΤ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
12: 36-47

Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς ἐληλυθότας πρὸς αὐτὸν Ἰουδαίους· ἕως τὸ φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τὸ φῶς ἵνα υἱοὶ φωτὸς γένησθε. Ταῦτα ἐλάλησεν Ἰησοῦς, καὶ ἀπελθὼν ἐκρύβη ἀπ’ αὐτῶν. Τοσαῦτα δὲ αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν οὐκ ἐπίστευον εἰς αὐτόν, ἵνα ὁ λόγος Ἡσαΐου τοῦ προφήτου πληρωθῇ ὃν εἶπε· Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; καὶ ὁ βραχίων Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη; διὰ τοῦτο οὐκ ἠδύναντο πιστεύειν, ὅτι πάλιν εἶπεν Ἡσαΐας· Τετύφλωκεν αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πεπώρωκεν αὐτῶν τὴν καρδίαν, ἵνα μὴ ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ νοήσωσι τῇ καρδίᾳ καὶ ἐπιστραφῶσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς. ταῦτα εἶπεν Ἡσαΐας ὅτε εἶδεν τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε περὶ αὐτοῦ. ὅμως μέντοι καὶ ἐκ τῶν ἀρχόντων πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ἀλλὰ διὰ τοὺς Φαρισαίους οὐχ ὡμολόγουν, ἵνα μὴ ἀποσυνάγωγοι γένωνται· ἠγάπησαν γὰρ τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἤπερ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ἰησοῦς δὲ ἔκραξε καὶ εἶπεν· Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ πιστεύει εἰς ἐμὲ, ἀλλ’ εἰς τὸν πέμψαντά με, καὶ ὁ θεωρῶν ἐμὲ θεωρεῖ τὸν πέμψαντά με. ἐγὼ φῶς εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἐν τῇ σκοτίᾳ μὴ μείνῃ. καὶ ἐάν τίς μου ἀκούσῃ τῶν ῥημάτων καὶ μὴ πιστεύσῃ, ἐγὼ οὐ κρίνω αὐτόν· οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σώσω τὸν κόσμον.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Άγιο Πάσχα (Συλλογή Θεολογικών κειμένων για την Ανάσταση του Χριστού)

Η Ανάστασις του Κυρίου, 1192/3, Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα, Λαγουδερά

Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Κυριακῇ τοῦ Πάσχα, αὐτὴν τὴν ζωηφόρον Ἀνάστασιν ἑορτάζομεν τοῦ Κυρίου, καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ

Χριστὸς κατελθὼν πρὸς πύλην ᾍδου μόνος
Λαβὼν ἀνῆλθε πολλὰ τῆς νίκης σκῦλα.

Η Ανάστασις του Χριστού, 1192/3, Ιερά Μονή Παναγία του Άρακα, Λαγουδερά

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν,
θανάτῳ θάνατον πατήσας
καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι
ζωὴν χαρισάμενος.

Θεολογικά Κείμενα για την Ανάσταση του Χριστού.

Μνήμη του Aγίου Ανδρέου του διά Χριστόν Σαλού (28 Μαΐου)

Άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν Σαλός

O Άγιος Aνδρέας ο διά Xριστόν σαλός εν ειρήνη τελειούται

Παύλου το ρήμα και μεταστάς Aνδρέας,
Hμείς γε μωροί διά Xριστόν κεκράγει1.

Άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν Σαλός

Ο βίος του Οσίου Ανδρέου συντάχθηκε από τον πρεσβύτερο Νικηφόρο της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, περί τα μέσα του 10ου αιώνος μ.Χ. (956 – 959 μ.Χ.), επί βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου. Ο Όσιος Ανδρέας, ο διά Χριστόν σαλός, καταγόταν από την Σκυθία και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού (886 – 912 μ.Χ.).

Ο Όσιος Ανδρέας από παιδική ηλικία είχε πουληθεί ως δούλος σε κάποιον πρωτοσπαθάριο και στρατηλάτη της Ανατολής, ονομαζόμενο Θεόγνωστο, άνδρα ενάρετο και ευσεβή, ο οποίος τόσο αγάπησε τον μικρό Ανδρέα, ώστε τον μεταχειρίστηκε ως υιό του, φροντίζοντας για την επιμελή και θεοσεβή μόρφωση αυτού.

Τον Ανδρέα είλκυαν περισσότερο από κάθε άλλο τα ιερά γράμματα και ιδιαίτερα οι Βίοι και τα Μαρτύρια των αγωνιστών της Χριστιανικής πίστεως. Τέτοιος υπήρξε ο ζήλος του προς αυτά, ώστε αποκλήθηκε «σαλός» (μωρός), διότι ο ζήλος του αυτός τον ωθούσε πολλές φορές στο να υπομένει εμπαιγμούς, ταπεινώσεις και βαριές ύβρεις και να προβαίνει σε διαβήματα που κρίνονται ως ανισόρροπα και εκκεντρικά. Αλλά εκείνος υπέμενε τους εξευτελισμούς, παρηγορούμενος από το ότι πολλές φορές πετύχαινε να επαναφέρει στην ευθεία οδό παραστρατημένες υπάρξεις.

Άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν Σαλός

Αλλά ο Όσιος Ανδρέας διακρινόταν και για την φιλανθρωπία και την αγαθοποιία του. Όχι μόνο μοιραζόταν τα υπάρχοντά του με τους φτωχούς, αλλά προσέφερε ότι είχε και ο ίδιος έμενε νηστικός και γυμνός. σε εκείνους που τον παρατηρούσαν για τις υπερβολικές αγαθοεργίες του, υπενθύμιζε τους λόγους του Κυρίου “ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε”, και τους έλεγε ότι στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, και μάλιστα του πάσχοντος αδελφού, έβλεπε τον Χριστό.

Κάποια νύκτα σηκώθηκε για να προσευχηθεί. Ο φθονερός διάβολος δεν ήταν δυνατόν να τον αφήσει απείρακτο. Μόλις άρχισε την προσευχή του έρχεται με πολύ θόρυβο και του κτυπά την πόρτα. Ο μακάριος ως νέος και μη γνωρίζοντας από τις πονηρίες του διαβόλου, φοβήθηκε, σταμάτησε την προσευχή του και ξάπλωσε στο κρεβάτι του και σκεπάστηκε. Όταν είδε ο σατανάς ότι φοβήθηκε και άφησε την προσευχή χάρηκε και λέγει στον άλλο δαίμονα: “Να! ακόμα αυτός είναι βρέφος, τρέχουν τα σάλια του, και προετοιμάζεται για να κάνει πόλεμο εναντίον μας”. Αφού τα είπε αυτά εξαφανίστηκε.

Ο μακάριος Ανδρέας αποκοιμήθηκε. Βλέπει τότε στον ύπνο του ότι βρέθηκε στο θέατρο της πόλεως. Από το ένα μέρος υπήρχαν πολλοί άνδρες λευκοφόροι (ασπροντυμένοι) και φωτεινοί και από το άλλο ήταν ένα πολύ μεγάλο πλήθος κατάμαυροι αράπηδες. Ζητούσαν και τα δύο μέρη να παλέψουν. Οι κατάμαυροι είχαν ανάμεσα τους ένα μεγαλύτερο, που ήταν χιλίαρχος, και έλεγαν προς τους λευκοφόρους: “Όποιος θέλει από σας, ας βγει να πολεμήσει με αυτόν”.

Ενώ ο Άγιος έστεκε και άκουε τα λεγόμενα, βλέπει να κατεβαίνει από τον ουρανό κάποιος νέος πάρα πολύ ωραίος, λαμπρότερος του ήλιου στη όψη, κρατώντας στα χέρια του τρία υπέροχα στεφάνια. Το ένα ήταν στολισμένο με μαργαριτάρια, το δεύτερο με πολύτιμες πέτρες και το τρίτο με κρίνα και άνθη του Παραδείσου. Ήταν δε αυτά και αμάραντα και είχαν τόση ευωδία ώστε θαύμαζε ο μακάριος Ανδρέας και επιθυμούσε, αν ήταν δυνατόν, να πάρει κάποιο από εκείνα τα στεφάνια.

Πλησιάζει λοιπόν τον νέο και του λέει: “Στον Χριστό που πιστεύεις, πόσο πουλάς αυτά τα στεφάνια; Θέλω να μάθω. Αν και εγώ δεν μπορώ να τα αγοράσω όμως θα τρέξω γρήγορα να το πω στο αφεντικό μου για να έλθει να πάρει αυτό κάποιο από αυτά και να σου δώσει όσα χρήματα θέλεις”. Αυτά αφού τα άκουσε ο νέος, ο οποίος ήταν ο ίδιος ο Χριστός, χαμογέλασε και λέει στον Ανδρέα: “Πίστεψε με στ’ αλήθεια, αγαπητέ, ότι αν μου φέρεις όλο το χρυσάφι του κόσμου, δεν δίνω ούτε ένα άνθος από αυτά τα στεφάνια ούτε σε σένα, αλλά ούτε και στο αφεντικό σου. Γιατί αυτά δεν ανήκουν στο μάταιο αυτό κόσμο, όπως νομίζεις, αλλά στους ουράνιους θησαυρούς, με τους οποίους στεφανώνονται όσοι νικήσουν εκείνους τους μαύρους. Εάν, λοιπόν, θέλεις και συ κανένα απ’ αυτά τα στεφάνια πάλεψε με εκείνον τον ακάθαρτο αράπη και αν τον νικήσεις όχι μόνο αυτά θα σου δώσω αλλά όσα θέλεις”.

Όταν τα άκουσε αυτά ο μακάριος Ανδρέας πήρε θάρρος και λέει σ’ αυτόν: “Κύριε μου, δέχομαι να παλέψω, μόνο δίδαξε με με ποιόν τρόπο θα τον νικήσω”. Είπε τότε ο Κύριος προς τον Ανδρέα: “Γνώριζε, αγαπητέ, ότι αυτοί οι αράπηδες είναι μόνο θρασείς, αλλά δεν έχουν καμιά δύναμη. Μη φοβηθείς λοιπόν που τον βλέπεις τόσον μεγάλο, διότι είναι σαν το χόρτο σάπιος και αδύνατος”. Αφού τον ενθάρρυνε, τον έπιασε από τη μέση και του έδειξε πως να παλέψει με τον αράπη. Του παράγγειλε δε τα εξής: “Όταν σε πιάσει ο αράπης, μη φοβηθείς, αλλά αγκάλιασε τον σε σχήμα σταυρού και θα δεις τη δύναμη του Θεού”.

Άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν Σαλός

Τότε μπήκε στη μέση του θεάτρου ο Ανδρέας και είπε με δυνατή φωνή: “Μαυρισμένε, έλα να παλέψουμε”. Όταν είδε ο αράπης εκείνος, ο χιλίαρχος των δαιμόνων, ότι τον ζητούσε ο Ανδρέας σηκώθηκε και ερχόταν με μεγάλη υπερηφάνεια να τον αρπάξει και τον φοβέριζε με το βλέμμα του. Ο Ανδρέας τον έπιασε σταυροειδώς και τον έριξε κάτω στη γη ώστε για πολλή ώρα έμεινε άφωνος. Τότε χάρηκαν πάρα πολύ οι λευκοφόροι και αμέσως έτρεξαν, τον αγκάλιασαν και τον καταφιλούσαν και τον άλειφαν με θεϊκό μύρο. Οι δε κατάμαυροι αράπηδες έφυγαν καταντροπιασμένοι.

Αμέσως τότε ο γεμάτος δόξα εκείνος νέος έδωσε τα στεφάνια στον μακάριο Ανδρέα και καταφιλώντας τον του είπε: “Από σήμερα είσαι δικός μου φίλος. Να αγωνίζεσαι τον καλόν αγώνα γυμνός και περιφρονημένος. Γίνε σαλός για μένα, για να σε αξιώσω πολλών αγαθών στη Βασιλεία μου”.

Ο Άγιος, σε μία ολονύκτια Ακολουθία στο ναό των Βλαχερνών είδε τη Θεοτόκο στον ουρανό προσευχόμενη και να σκεπάζει το λαό με το τίμιο ωμοφόριό της (Εορτή της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου στις 1 και 28 Οκτωβρίου).

Κάποια ημέρα συνέβη κάτι παράδοξο στο θεράποντα του Κυρίου. Κατά την συνήθειά του, για να μην γνωρίζει κανείς την εργασία του στους προθάλαμους των εκκλησιών, όπου προσευχόταν, πορευόταν κρυφά προς το ναό της Πανυμνήτου Θεοτόκου, στην αριστερά στοά της αγοράς του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έτυχε, τότε, κάποιο παιδί να διέρχεται τη λεωφόρο, εκτελώντας διαταγή του κυρίου του. Ο Όσιος πήγαινε προς το ναό για να προσευχηθεί· το παιδί τάχυνε το βήμα του και τον πρόφθασε, χωρίς ο Όσιος να το αντιληφθεί. Όταν έφθασε προ των πυλών του ναού ο Ανδρέας, Θεού θέλοντος, εξέτεινε τη δεξιά του χείρα και αφού σφράγισε με το σημείο του τιμίου Σταυρού τις πύλες, αυτές ευθύς υποχώρησαν. Εισήλθε στο ναό και άρχισε τις προσευχές, μη γνωρίζοντας ότι κάποιος τον παρακολουθούσε. Το παιδί, το οποίο ακολουθούσε τον Όσιο, γνώριζε ότι ο άνθρωπος ήταν σαλός. Όταν τον είδε να ανοίγει αυτομάτως τις πύλες του ναού, έφριξε και κυριεύθηκε από τρόμο, έλεγε, λοιπόν, στον εαυτό του: «Ποιόν δούλο του Θεού οι κατά αλήθειαν μωροί σαλό ονομάζουν! Πόσο μεγάλος άγιος είναι, και εμείς οι ανόητοι αγνοούμε! Πόσους κρυφούς δούλους έχει ο Θεός και ουδείς γνωρίζει τα περί αυτών!».

Αυτά λογιζόταν το παιδί και πλησίασε, για να μάθει τί κάνει ο Άγιος εντός του ναού. Βλέπει, λοιπόν, αυτόν προ του άμβωνος να κρέμεται στον αέρα και να προσεύχεται. Κατεπλάγη από το παράδοξο τούτο θέαμα και αναχώρησε, για να εκτελέσει την διαταγή του κυρίου του. Ο Όσιος τελείωσε την προσευχή του και έφυγε. Εξερχόμενος από το ναό, ασφάλισε πάλι τις θύρες με το σημείο του Σταυρού. Τότε αντιλήφθηκε την παρουσία του παιδιού και λυπήθηκε, επειδή κάποιος οικέτης έγινε θεατής των συμβάντων. Ανέμενε την επιστροφή του παιδιού, για να του παραγγείλει να μην αποκαλύψει τα περί του Οσίου. Συνάντησε το παιδί και είπε: “Φύλαξε, τέκνον, όλα όσα είδες στον τόπο τούτο και θα έχεις το έλεος του Κυρίου του Θεού”.

Μία ημέρα, προς το τέλος της αγίας Τεσσαρακοστής, ο λαός της βασιλευούσης των πόλεων, της Κωνσταντινουπόλεως, επευφημούσε τον Δεσπότη Χριστό μετά βαΐων και ύμνων. Βλέπει, τότε, ο μακάριος Ανδρέας, κάποιον γέροντα, ωραίο κατά την εξωτερική εμφάνιση, να εισέρχεται στο ναό της του Θεού Σοφίας. Πλήθος λαού τον ακολουθούσε, με βάϊα και σταυρούς, οι οποίοι έλαμπαν ως αστραπή· μελωδούσαν μέλος τερπνό, ηδύ και σωτήριο. Ο ένας στον άλλο παραχωρούσε το προβάδισμα και όλοι κατευθύνονταν προς τον άμβωνα. Ο γέροντας εκείνος κατείχε κινύρα και έκρουε τις χορδές συνοδεύοντας τους ψάλτες. Ο μακάριος ετέρπετο από το θέαμα και την ψαλμωδία, σκίρτησε και είπε: «Μνήσθητι Κύριε τοῦ Δαβὶδ καὶ πάσης τῆς πραότητος αὐτοῦ. Ἰδού, ἀκούσαμε τὴν Κυρία τὴν Κυριοπρεσβεύτρια καὶ τὴν εὑρήκαμε ὅμοια πρὸς τὴ Σοφίαν τὴν τερπνή». Αυτά έλεγε ο Άγιος. Κάποιοι από τους παρευρισκόμενους σοφούς έλεγαν: «Πώς, σαλέ; Αναφέρεται στο στίχο αυτό του ψαλμού η Παναγία; Τί είναι αυτά τα οποία λέγεις;», και εξ αιτίας της άγνοιάς τους γέλασαν και αναχώρησαν. Ο μακάριος τα έλεγε αυτά επειδή είδε τον Δαβίδ με άλλους Προφήτες να έχουν έλθει εκεί.
Έτσι θεοφιλώς έζησε ο διά Χριστόν σαλός Όσιος Ανδρέας και κοιμήθηκε με ειρήνη σε ηλικία 66 ετών. Ευθύς ευωδίασαν μύρα και θυμιάματα στον τόπο εκείνο, όπου άφησε το πνεύμα του ο Άγιος. Μία γυναίκα φτωχή, η οποία διέμενε πλησίον οσφράνθηκε την ηδύπνοο και ασύγκριτη ευωδία, την ακολούθησε, λοιπόν, αυτή και έφθασε στον τόπο εκείνο όπου βρισκόταν ο Άγιος. Βρήκε τον μακάριο νεκρό και ανέβλυζε μύρο από το τίμιο λείψανό του. Έτρεξε, λοιπόν, και ανήγγειλε το θαύμα, επικαλούμενη με όρκο ως μάρτυρα τον Θεό. Πολλοί συγκεντρώθηκαν τότε, αλλά δεν βρήκαν το τίμιο λείψανο του Οσίου. Τους προκαλούσε κατάπληξη, όμως, η ευοσμία του μύρου και των θυμιαμάτων. Ο Κύριος, ο Οποίος γνωρίζει τα κρίματα εκάστου και τα απόκρυφα κατορθώματα του Οσίου Ανδρέα, μετέθεσε το λείψανο του Αγίου. Η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη του στις 28 Μαΐου.

Προσευχή του Αγίου Ανδρέου προ της μακαρίας κοιμήσεώς του

«Ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, Τριὰς ἡ ζωοποιὸς καὶ ὁμοούσιος, σύνθρονος καὶ ἀμέριστος, παρακαλοῦμέν Σε οἱ πένητες, οἱ ξένοι, οἱ πτωχοὶ καὶ γυμνοί· οἱ μὴ ἔχοντες ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι· ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου κλίνομεν τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, τῆς καρδίας καὶ τοῦ πνεύματος καὶ δεόμεθά Σου καὶ ἱκετεύομέν Σε, τὸν Θεόν, τὸ φοβερὸν ὄνομα Σαβαώθ· ἀγαθὲ καὶ ἅγιε Δέσποτα, πλαστουργέ, ποιητά, παντοκράτωρ κλῖνον τὸ οὖς σου καὶ πρόσδεξε εὐμενῶς τὴν ἱκετήριον δέησιν ἡμῶν τῶν ταπεινῶν καὶ ἀξίωσόν μας νὰ ἁγιασθῶμεν, ἐν τῇ δυνάμει καὶ τῷ ὀνόματί Σου, Κύριε, οἰκτίρμον, ἐλεῆμον, μακρόθυμε καὶ πολυέλεε. Ἐλθέ, Πατέρα, Υἱὲ καὶ Πνεῦμα Ἅγιο· ἐλθέ, τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μετὰ συμπαθείας διὰ τὰ παραπτώματά μας, τὰ ἐν λόγῳ ἢ ἔργῳ ἢ ἐν ἐνθυμήσει ἢ διανοίᾳ. Πάριδε καὶ ἄφες ταῦτα ἀγαθέ, εὔσπλαχνε, ἐλεῆμον, πολυέλεε. Καὶ μὴ μᾶς καταισχύνῃς· μὴ μᾶς ἀπορρίψῃς ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου· Σύ, ὁ Ὁποῖος ἀπὸ ἀγάπην ὑπερβολικὴν καὶ γλυκυτάτην φιλανθρωπίαν, κάμπτεσαι ἀπὸ τὰς προσευχὰς τῶν φίλων Σου».

Πηγή: https://www.orthodoxoiorizontes.gr/Agiologia/Osioi/Osios_Andreas_o_dia_Xriston_salos.htm

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Eλικωνίδος (28 Μαΐου)

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Eλικωνίδος

Ελικωνίς τμηθείσα την κάραν ξίφει,
Oυχ’ Eλικώνα, αλλ’ Eδέμ τρυφήν έχει1.

Aύτη η Aγία ήτον κατά τους χρόνους Γορδιανού και Φιλίππου των βασιλέων, εν έτει σλη΄ [238], καταγομένη από την Θεσσαλονίκην. Πιασθείσα δε ως Xριστιανή, εφέρθη προς τον δούκα της Kορίνθου Περίνιον ονόματι, και επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, αλλ’ εκήρυξε τον Xριστόν Θεόν αληθινόν, τούτου χάριν, πρώτον μεν έδεσαν τους πόδας της με το λουρί του ζυγού των βοών, και έρριψαν αυτήν κατά γης, έπειτα αναλύσαντες μολύβι και άσφαλτον (το οποίον ομοιάζει ωσάν το τιάφι) και πίσσαν, έβαλον μέσα εις αυτά την Aγίαν, ευγήκεν όμως έξω χωρίς να βλαβή. Mετά ταύτα εξύρισαν την κεφαλήν της διά καταισχύνην, και έβαλον φωτίαν εις όλον το σώμα της. Ύστερον εμβήκεν η Aγία μέσα εις τον ναόν των ειδώλων, και διά προσευχής της εκρήμνισεν εις την γην το είδωλον της Aθηνάς, και του Διός, και του Aσκληπιού. Όθεν διά την αιτίαν ταύτην έκοψαν τα βυζία της. Aφ’ ου δε έγινε διάδοχος του Περινίου Iουστίνος ο ανθύπατος, τότε εφέρθη η Aγία και προς αυτόν, μη πεισθείσα δε να προσφέρη σπονδάς και θυσίαν εις τα είδωλα, εβάλθη μέσα εις αναμμένον καμίνι. Eπειδή δε η φλόγα δεν έγγισε την Aγίαν τελείως, διά τούτο μετά ταύτα άπλωσαν αυτήν επάνω εις ένα χαλκούν και πυρωμένον κρεββάτι. Eπιφανέντες δε εις την Aγίαν οι Aρχάγγελοι Mιχαήλ και Γαβριήλ, υγίαναν τας σάρκας αυτής, αι οποίαι αναλύσασαι, έτρεχον κατά γης. Όθεν αβλαβής φυλαχθείσα από την βάσανον αυτήν, ερρίφθη εις τα θηρία διά να την φάγουν. Tα θηρία όμως, εις μεν την Aγίαν ούτε έγγισαν τελείως, από δε τους υπηρέτας του ανθυπάτου εθανάτωσαν εκατόν είκοσι. Διά τούτο έλαβεν η Aγία την του θανάτου απόφασιν, και λοιπόν αποκεφαλισθείσα η μακαρία, ανέβη στεφανηφόρος εις τα Oυράνια2.

Σημειώσεις

1. Eν δε τω χειρογράφω Συναξαριστή ούτω γράφεται ο δεύτερος ούτος ίαμβος· «Πλάνης έλικας και πλοκάς πάσας λύει».

2. Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Mηναίοις η μνήμη και το Συναξάριον του Oσίου Iωάννου του Ψυχαΐτου. Tαύτα γαρ προεγράφησαν κατά την εβδόμην του παρόντος Mαΐου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἑσπερινὸς τῆς Ἀγάπης στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Μόρφου 2004

Ὀπτικογραφημένα στιγμιότυπα ἀπὸ τὸν Ἑσπερινὸ τῆς Ἀγάπης ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὴν κοινότητα Εὐρύχου, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου. Ἀκούγεται ὁ πρωτοψάλτης τῆς Εὐρύχου, μακαριστὸς Κώστας Καραγιώργης καὶ ὁ διάδοχος αὐτοῦ, νέος στὴν ἡλικία, καὶ νῦν ἄρχων πρωτοψάλτης κ. Μάριος Ἀντωνίου. Ἦχοι καὶ εἰκόνες τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, τῆς Ρωμιοσύνης ποὺ στηρίζεται στὸν Νικητὴ τοῦ θανάτου… (2004).

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τρίτη 27 Μαΐου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΡΙΤΗ ΣΤ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
17: 19-28

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐπιλαβόμενοι οἱ Ἀθηναῖοι τοῦ Παύλου ἐπὶ τὸν ῎Αρειον πάγον ἤγαγον λέγοντες· δυνάμεθα γνῶναι τίς ἡ καινὴ αὕτη ἡ ὑπὸ σοῦ λαλουμένη διδαχή; Ξενίζοντα γάρ τινα εἰσφέρεις εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν· βουλόμεθα οὖν γνῶναι τί ἂν θέλοι ταῦτα εἶναι. ᾿Αθηναῖοι δὲ πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον. Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ ᾿Αρείου πάγου ἔφη· ἄνδρες ᾿Αθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ. Διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, ἀγνώστῳ Θεῷ. Ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν. Ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν κατὰ πάντα· ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν, ζητεῖν τὸν Κύριον, εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα. Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΙΩΑΝΝΟΥ ΟΣΙΟΥ ΤΟΥ ΡΩΣΟΥ)
Πρὸς Τιμόθεον Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
2: 1-10

Τέκνον Τιμόθεε, ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, καὶ ἃ ἤκουσας παρ᾿ ἐμοῦ διὰ πολλῶν μαρτύρων, ταῦτα παράθου πιστοῖς ἀνθρώποις, οἵτινες ἱκανοὶ ἔσονται καὶ ἑτέρους διδάξαι. Σὺ οὖν κακοπάθησον ὡς καλὸς στρατιώτης ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Οὐδεὶς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ. Ἐὰν δὲ καὶ ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ. Τὸν κοπιῶντα γεωργὸν δεῖ πρῶτον τῶν καρπῶν μεταλαμβάνειν. Νόει ὃ λέγω· δῴη γάρ σοι ὁ Κύριος σύνεσιν ἐν πᾶσι. Μνημόνευε ᾿Ιησοῦν Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου, ἐν ᾧ κακοπαθῶ μέχρι δεσμῶν ὡς κακοῦργος· ἀλλ᾿ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται. Διὰ τοῦτο πάντα ὑπομένω διὰ τοὺς ἐκλεκτούς, ἵνα καὶ αὐτοὶ σωτηρίας τύχωσι τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ μετὰ δόξης αἰωνίου.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΡΙΤΗ ΣΤ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
12: 19-36

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ συμβούλιον ἔποίησαν οἱ Φαρισαῖοι κατὰ τοῦ Ἰησοῦ καὶ εἶπον πρὸς ἑαυτούς· Θεωρεῖτε ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν; ἴδε ὁ κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν. Ἦσαν δέ τινες Ἕλληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ. οὗτοι οὖν προσῆλθον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, θέλομεν τὸν Ἰησοῦν ἰδεῖν. ἔρχεται Φίλιππος καὶ λέγει τῷ Ἀνδρέᾳ, καὶ πάλιν Ἀνδρέας καὶ Φίλιππος καὶ λέγουσι τῷ Ἰησοῦ· ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς λέγων· Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει. ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ μισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, εἰς ζωὴν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν. ἐὰν ἐμοί διακονῇ τις, ἐμοὶ ἀκολουθείτω, καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγὼ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται· καὶ ἐάν τις ἐμοὶ διακονῇ, τιμήσει αὐτὸν ὁ πατήρ. Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται, καὶ τί εἴπω; Πάτερ, σῶσόν με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης. ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἦλθον εἰς τὴν ὥραν ταύτην. πάτερ, δόξασόν σου τὸ ὄνομα. ἦλθεν οὖν φωνὴ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ· Καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω. ὁ οὖν ὄχλος ὁ ἑστὼς καὶ ἀκούσας ἔλεγε βροντὴν γεγονέναι· ἄλλοι ἔλεγον· Ἄγγελος αὐτῷ λελάληκεν. ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· Οὐ δι’ ἐμὲ αὕτη ἡ φωνὴ γέγονεν, ἀλλὰ δι’ ὑμᾶς. νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου, νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω· κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν. τοῦτο δὲ ἔλεγεν σημαίνων ποίῳ θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνήσκειν. ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ὄχλος· Ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐκ τοῦ νόμου ὅτι ὁ Χριστὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖ ὑψωθῆναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; τίς ἐστιν οὗτος ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου; εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἔτι μικρὸν χρόνον τὸ φῶς μεθ’ ὑμῶν ἐστι· περιπατεῖτε ἕως τὸ φῶς ἔχετε, ἵνα μὴ σκοτία ὑμᾶς καταλάβῃ· καὶ ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδεν ποῦ ὑπάγει. ἕως τὸ φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τὸ φῶς ἵνα υἱοὶ φωτὸς γένησθε.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΙΩΑΝΝΟΥ ΟΣΙΟΥ ΤΟΥ ΡΩΣΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
6: 17-23

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἔστη ὁ Ἰησοῦς ἐπὶ τόπου πεδινοῦ, καὶ ὄχλος μαθητῶν αὐτοῦ, καὶ πλῆθος πολὺ τοῦ λαοῦ ἀπὸ πάσης τῆς Ἰουδαίας καὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ τῆς παραλίου Τύρου καὶ Σιδῶνος, οἳ ἦλθον ἀκοῦσαι αὐτοῦ καὶ ἰαθῆναι ἀπὸ τῶν νόσων αὐτῶν, καὶ οἱ ὀχλούμενοι ἀπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, καὶ ἐθεραπεύοντο· καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐζήτει ἅπτεσθαι αὐτοῦ, ὅτι δύναμις παρ’ αὐτοῦ ἐξήρχετο καὶ ἰᾶτο πάντας. Καὶ αὐτὸς ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἔλεγε· Μακάριοι οἱ πτωχοί, ὅτι ὑμετέρα ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. μακάριοι οἱ πεινῶντες νῦν, ὅτι χορτασθήσεσθε. μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε. μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς καὶ ὀνειδίσωσι καὶ ἐκβάλωσι τὸ ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρὸν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Χαίρετε ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ καὶ σκιρτήσατε· ἰδοὺ γὰρ ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τῷ οὐρανῷ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μόρφου Νεόφυτος: Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσος ἀξιοποίησε τὴν αἰχμαλωσία… (27.05.2024)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Ἀγρυπνίας ποὺ τελέσθηκε τὴν Κυριακὴ πρὸς Δευτέρα 26/27 Μαΐου, 2024 στὸν ἱερὸ ναὸ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος τῆς κοινότητος Ἀκακίου, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Ρώσου.

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσος (27 Μαΐου)

Μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Ῥώσσουτοῦ νέου Ὁμολογητοῦ

Πλήρης χαρίτων ὁ αἰχμάλωτος ὤφθη·
Αἰχμαλωτίσας τοῦ σκότους τὸν προστάτην.

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης γεννήθηκε σὲ ἕνα χωριὸ τῆς λεγομένης Μικρᾶς Ρωσίας, περὶ τὸ 1690, ἀπὸ γονεῖς εὐλαβεῖς καὶ ἐνάρετους. Ὅταν ἔφθασε σὲ νόμιμη ἡλικία στρατεύθηκε, ἐνῶ βασίλευε στὴ Ρωσία ὁ Μέγας Πέτρος. Ἔλαβε μέρος στὸν πόλεμο ποὺ ἔκανε ἐκεῖνος ὁ τολμηρὸς τσάρος ἐναντίον τῶν Τούρκων κατὰ τὸ 1711, καὶ συνελήφθη αἰχμάλωτος ἀπὸ τοὺς Τατάρους. Οἱ Τάταροι τὸν πούλησαν σὲ ἕναν Ὀθωμανὸ ἀξιωματικὸ Ἵππαρχο, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ Προκόπιον τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τὸ ὁποῖο βρίσκεται πλησίον στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ὁ ἀγᾶς τὸν πῆρε μαζί του στὸ χωριό του. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς αἰχμαλώτους συμπατριῶτες του ἀρνήθηκαν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγιναν Μουσουλμάνοι, εἴτε γιατὶ κάμφθηκαν ἀπὸ τὶς ἀπειλές, εἴτε γιατὶ δελεάστηκαν ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὶς προσφορὲς ὑλικῶν ἀγαθῶν.

Ὁ Ἰωάννης, ὅμως, ἦταν ἀπὸ μικρὸς ἀναθρεμμένος μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου καὶ ἀγαποῦσε πολὺ τὸν Θεὸ καὶ τὴν πίστη τῶν πατέρων του. Ἦταν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς νέους, ὅπου τοὺς σοφίζει ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅπως κήρυξε ὁ σοφὸς Σολομών, λέγοντας: «Ὁ δίκαιος εἶναι γνωστικὸς καὶ στὴ νεότητά του. Διότι τιμημένο γήρας δὲν εἶναι τὸ πολυχρόνιο, οὔτε μετριέται μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐτῶν. Ἡ φρονιμάδα στοὺς νέους ἀνθρώπους εἶναι σεβάσμια ὡσὰν νὰ εἶναι φέροντες καὶ ὁ καθαρὸς βίος τοὺς κάνει ὡσὰν νὰ εἶναι γέροντες πολύμαθοι».

Ἔτσι, λοιπόν, καὶ ὁ μακάριος Ἰωάννης, ἔχοντας τὴν σοφία ποὺ δίδει ὁ Θεὸς σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν, ἔκανε ὑπομονὴ στὴ δουλεία καὶ στὴν κακομεταχείρηση τοῦ ἀφέντη του καὶ στὶς ὕβρεις καὶ τὰ πειράγματα τῶν Ὀθωμανῶν, οἱ ὁποίοι τὸν φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδὴ ἄπιστο, φανερώνοντάς του τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἀπέχθειά τους. Στὸν ἀφέντη του καὶ σὲ ὅσους τὸν παρακινοῦσαν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του, ἀποκρινόταν μὲ σθεναρὴ γνώμη ὅτι προτιμοῦσε νὰ πεθάνει, παρὰ νὰ πέσει σὲ τέτοια φοβερὴ ἁμαρτία. Στὸν ἀγᾶ εἶπε: «Ἐὰν μὲ ἀφήσεις ἐλεύθερο στὴν πίστη μου, θὰ εἶμαι πολύ πρόθυμος στῖς διαταγές σου. Ἄν μὲ βιάσεις νὰ ἀλλαξοπιστήσω, γνώριζε ὅτι σοῦ παραδίδω τὴν κεφαλή μου, παρὰ τὴν πίστη μου. Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ Χριστιανὸς θὰ ἀποθάνω».

Ὁ Θεός, βλέποντας τὴν πίστη του καὶ ἀκούγοντας τὴν ὁμολογία του, μαλάκωσε τὴν σκληρὴ καρδιὰ τοῦ ἀγᾶ καὶ μὲ τὸν καιρὸ τὸν συμπάθησε. Σὲ αὐτὸ συνήργησε καὶ ἡ μεγάλη ταπείνωση ὅπου στόλιζε τὸν Ἰωάννη, καθὼς καὶ ἡ πραότητά του.

Ἔμεινε, λοιπόν, ἥσυχος ὁ μακάριος Ἰωάννης ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλὲς τοῦ Ὀθωμανοῦ κυρίου του, ὁ ὁποῖος τὸν εἶχε διορισμένο στὸν σταῦλο του, γιὰ νὰ φροντίζει τὰ ζῶα του. Σὲ μία γωνιὰ τοῦ σταύλου ξάπλωνε τὸ κουρασμένο σῶμα του καὶ ἀναπαυόταν, εὐχαριστώντας τὸν Θεό, διότι ἀξιώθηκε νὰ ἔχει ὡς κλίνη τὴ φάτνη στὴν ὁποία ἀνεκλίθη κατὰ τὴν γέννησή Του ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἦταν δὲ ἀφοσιωμένος στὸ ἔργο του, περιποιούμενος μὲ στοργὴ τὰ ζῶα τοῦ κυρίου του, τὰ ὁποῖα αἰσθάνονταν τόση τὴν πρὸς αὐτὰ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου, ὥστε νὰ τὸν ζητοῦν ὅταν ἀπουσίαζε, νὰ τὸν προσβλέπουν μὲ ἀγάπη καὶ νὰ χρεμετίζουν μὲ χαρὰ ὅταν τὰ χάϊδευε, ὡσὰν νὰ συνομιλοῦσαν μαζί του.

Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος

Μὲ τὸν καιρὸ ὁ ἀγᾶς τὸν ἀγάπησε, καθὼς καὶ ἡ σύζυγός του, καὶ τοῦ ἔδωσαν γιὰ κατοικία ἕνα μικρὸ κελλὶ κοντὰ στὸν ἀχυρώνα. Ὅμως ὁ Ἰωάννης δὲν δέχθηκε καὶ ἐξακολούθησε νὰ κοιμᾶται στὸν σταῦλο, γιὰ νὰ καταπονεῖ τὸ σῶμα του μὲ τὴν κακοπέραση καὶ μὲ τὴν ἄσκηση, μέσα στὴ δυσοσμία τῶν ζώων καὶ στὰ ποδοβολητά τους. Κάθε νύχτα ὁ σταῦλος γέμιζε ἀπὸ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ κακοσμία γινόταν ὀσμὴ εὐωδίας πνευματικῆς. Ὁ μακάριος Ἰωάννης εἶχε ἐκεῖνο τὸν σταῦλο ὡς ἀσκητήριο, καὶ ἐκεῖ πορευόταν κατὰ τοὺς κανόνες τῶν Πατέρων, ἐπὶ ὧρες γονυπετὴς καὶ προσευχόμενος, κοιμώμενος γιὰ λίγο ἐπἀνω στὰ ἄχυρα, χωρὶς ἄλλο σκέπασμα παρὰ μία παλαιὰ κάπα, γευόμενος μὲ διάκριση, πολλὲς φορὲς μόνο λίγο ψωμὶ καὶ νερό, καὶ νηστεύοντας τὶς περισσότερες ἡμέρες.

Συνέχεια ἔψαλλε τοὺς λόγους τοῦ ἱεροῦ ψαλμωδοῦ: «Ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου, ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται. Ἐρεῖ τῷ Κυρίῳ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ καὶ καταφυγή μου, ὁ Θεός μου καὶ ἐλπιῶ ἐπ’ Αὐτόν. Ὅτι Αὐτὸς ρύσεταί με ἐκ παγίδος θηρευτοῦ καὶ ἀπὸ λόγου ταραχώδους. Ἔθεντο με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου. Ἐγὼ δὲ πρὸς τὸν Κύριον ἐκέκραξα ἐν τῷ θλίβεσθαί με καὶ εἰσήκουσέ μου. Κύριος φυλάξει τὴν εἴσοδόν μου καὶ τὴν ἔξοδόν μου ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. Πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου Κύριε, τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ. Ἰδοὺ ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν, οὕτως οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεόν ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτιρῆσαι ἡμᾶς». Ψαλμοὺς σιγόψαλλε καὶ κατὰ τὴν ὥρα ποὺ ἀκολουθοῦσε πίσω ἀπὸ τὸ ἄλογο τοῦ ἀφέντη του.

Μὲ τὴν εὐλογία ποὺ ἔφερε ὁ Ἅγιος στὸν οἶκο τοῦ Τούρκου Ἱππάρχου, αὐτὸς πλούτισε καὶ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς τοῦ Προκοπίου.

Ὁ Ἅγιος ἱπποκόμος του, ἐκτὸς τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας, ποὺ ἔκανε ὡς ἀλλος Ἰώβ, πήγαινε τὴ νύχτα καὶ ἔκανε ὄρθιος ἀγρυπνίες στὸ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἡ ὁποία ἦταν κτισμένη μέσα σὲ ἕνα βράχο καὶ βρισκόταν κοντὰ στὸν οἶκο τοῦ Τούρκου κυρίου του. Ἐκεῖ πήγαινε κρυφὰ τὴ νύχτα, κοινωνοῦσε δὲ κάθε Σάββατο τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ ὁ Κύριος, «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς», ἐπέβλεψε ἐπὶ τὸν δοῦλο του τὸν πιστὸ καὶ ἔκανε, ὥστε νὰ πάψουν νὰ τὸν περιπαίζουν καὶ νὰ τὸν ὑβρίζουν οἱ σύνδουλοί του καὶ οἱ ἄλλοι ἀλλόθρησκοι.

Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ ἀφέντης τοῦ Ἰωάννη πλούτισε, ἀποφάσισε  νὰ ὑπάγει γιὰ προσκύνημα στὴ Μέκκα, τὴ ἱερὰ πόλη τῶν Μωαμεθανῶν.

Ἀφοῦ πέρασαν ἀρκετὲς ἡμέρες ἀπὸ τὴν ἀναχώρησή του, ἡ σύζυγός του παρέθεσε τράπεζα καὶ προσκάλεσε τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους τοῦ ἀνδρός της, γιὰ νὰ εὐφρανθοῦν καὶ νὰ εὐχηθοῦν νὰ ἐπιστρέψει ὑγιὴς στὸν οἶκο του ἀπὸ τὴν ἀποδημία. Ὁ μακάριος Ἰωάννης διακονοῦσε στὴν τράπεζα. Παρέθεσαν δὲ σὲ αὐτὴ καὶ ἕνα φαγητό, τὸ ὁποῖο ἄρεσε πολύ στὸν ἀγᾶ, τὸ λεγόμενο πιλάφι, τὸ ὁποῖο συνηθίζουν πολὺ στὴν Ἀνατολή. Τότε ἡ οἰκοδέσποινα θυμήθηκε  τὸν σύζυγό της καὶ εἶπε στὸν Ἰωάννη: «Πόση εὐχαρίστηση θὰ ἐλάμβανε, Γιουβάν, ὁ ἀφέντης σου, ἄν ἦταν ἐδῶ καὶ ἔτρωγε μαζί μας ἀπὸ τοῦτο τὸ πιλάφι!». Ὁ Ἰωάννης τότε ζήτησε ἀπὸ τὴν κυρία του ἕνα πιάτο γεμάτο πιλάφι καὶ εἶπε ὅτι θὰ τὸ ἔστελνε στὸν ἀφέντη του στὴ Μέκκα. Στὸ ἄκουσμα τῶν λόγων του γέλασαν οἱ προσκεκλημένοι. Ἀλλὰ ἡ οἰκοδέσποινα εἶπε στὴν μαγείρισσα νὰ δώσει τὸ πινάκιο μὲ τὸ φαγητὸ στὸν Ἰωάννη, σκεπτόμενη ἢ ὅτι ἤθελε νὰ τὸ φάει ὁ ἴδιος μόνος του ἢ νὰ τὸ πάει σὲ καμιὰ φτωχὴ χριστιανικὴ οἰκογένεια, ὅπως συνήθιζε νὰ κάνει, δίδοντας τὸ φαγητό του.

Ὁ Ἅγιος τὸ πῆρε καὶ πῆγε στὸν σταῦλο. Ἐκεῖ γονυπέτησε καὶ ἔκανε προσευχὴ ἐκ βάθους καρδίας παρακαλώντας τὸν Θεὸ νὰ ἀποστείλει τὸ φαγητὸ στὸν ἀφέντη του μὲ ὅποιον τρόπο οἰκονομοῦσε Ἐκεῖνος μὲ τὴν παντοδυναμία Του. Μὲ τὴν ἁπλότητα ποὺ εἶχε στὴν καρδιά του ὁ Ἰωάννης πίστεψε ὅτι ὁ Κύριος θὰ εἰσακούσει τὴν προσευχή του καὶ τὸ φαγητὸ θὰ πήγαινε θαυματουργικὰ στὴ Μέκκα. Πίστευε, «μηδὲν διακρινόμενος» κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, χωρὶς νὰ ἔχει κανένα δισταγμὸ ὅτι αὐτὸ ποὺ ζήτησε θὰ γινόταν. Καὶ, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, «τὰ ὑπερφυῆ ταῦτα σημεῖα συμβαίνουσι τοῖς ἁπλουστέροις τῇ διανοίᾳ καὶ θερμοτέροις τῇ ἐλπίδι», ὅτι, δηλαδή, αὐτὰ τὰ ὑπερφυσικὰ θαύματα συμβαίνουν σὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἁπλούστερη διάνοια καὶ εἶναι θερμότεροι στὴν ἐλπίδα τὴν ὁποία ἔχουν πρὸς τὸν Θεό. Πράγματι! Τὸ πιάτο μὲ τὸ φαγητὸ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Ὁσίου. Ὁ μακάριος Ἰωάννης ἐπέστρεψε στὴν τράπεζα καὶ εἶπε στὴν οἰκοδέσποινα ὅτι ἔστειλε τὸ φαγητὸ στὴ Μέκκα. Ἀκούγοντας οἱ προσκεκλημένοι τὸν λόγο αὐτὸ γέλασαν καὶ εἶπαν ὅτι τὸ ἔφαγε ὁ Ἰωάννης.

Ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες γύρισε ἀπὸ τὴν Μέκκα ὁ κύριός του καὶ ἔφερε μαζί του τὸ χάλκινο πιάτο, πρὸς μεγάλη ἔκπληξη τῶν οἰκίων του. Μόνο ὁ μακάριος Ἰωάννης δὲν ἐξεπλάγη. Ἔλεγε, λοιπόν, ὁ ἀγᾶς στοὺς οἰκίους του: «Τὴν δεῖνα ἡμέρα (καὶ ἦταν ἡ ἡμέρα τοῦ συμποσίου, κατὰ τὴν ὁποία εἶπε ὁ Ἰωάννης ὅτι ἔστειλε τὸ φαγητὸ στὸν ἀφέντη του), τὴν ὥρα κατὰ τὴν ὁποία ἐπέστρεψα ἀπὸ τὸ μεγάλο τζαμὶ στὸν τόπο ὅπου κατοικοῦσα, βρῆκα ἐπάνω στὸ τραπέζι, σὲ ἕναν ὀντά (δωμάτιο) ὅπου τὸν εἶχα κλειδωμένο, τοῦτο τὸ σαχάνι (πιάτο) γεμάτο πιλάφι. Στάθηκα μὲ ἀπορία, σκεπτόμενος, ποῖος ἄραγε εἶχε φέρει ἐκεῖνο τὸ φαγητό καὶ πρὸ πάντων δὲν μποροῦσα νὰ ἐννοήσω μὲ τὶ τρόπο εἶχε ἀνοίξει τὴν πόρτα, τὴν ὁποία εἶχα κλείσει καλά. Μὴ γνωρίζοντας πῶς νὰ ἐξηγήσω αὐτὸ τὸ παράδοξο πρᾶγμα, περιεργαζόμουν τὸ πιάτο μέσα στὸ ὁποῖο ἄχνιζε τὸ πιλάφι καὶ εἶδα μὲ ἀπορία ὅτι ἦταν χαραγμένο τὸ ὄνομά μου ἐπάνω στὸ χάλκωμα, ὅπως σὲ ὅλα τὰ χάλκινα σκεύη τῆς οἰκίας μας. Ὡστόσο, μὲ ὅλη τὴν ταραχὴ ὅπου εἶχα ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἀνεξήγητο περιστατικό, κάθησα καὶ ἔφαγα τὸ πιλάφι μὲ μεγάλη ὄρεξη, καὶ ἰδοὺ τὸ πιάτο ποὺ τὸ ἔφερα μαζί μου, καὶ εἶναι ἀληθινὰ τὸ δικό μας».

Ἀκούγοντας αὐτὴ τὴ διήγηση οἱ οἰκεῖοι τοῦ Ἱππάρχου ἐξέστησαν καὶ ἀπόρησαν, ἡ δὲ σύζυγός του τοῦ ἐξιστόρησε πῶς ζήτησε ὁ Ἰωάννης τὸ πιάτο μὲ τὸ φαγητὸ καὶ εἶπε ὅτι τὸ ἔστειλε στὴ Μέκκα, καὶ ὅτι, ἀκούγοντάς τον νὰ λέγει ὅτι τὸ ἔστειλε, γέλασαν.

Αὐτὸ τὸ θαῦμα μαθεύτηκε σὲ ὅλο τὸ χωριὸ καὶ στὴ γύρω περιοχὴ καὶ ὅλοι θεωροῦσαν πλέον τὸν Ἰωάννη ὡς ἄνθρωπο δίκαιο καὶ ἀγαπητὸ στὸν Θεό, τὸν ἔβλεπαν δὲ μὲ φόβο καὶ σεβασμό, καὶ δὲν τολμοῦσε κανεὶς νὰ τὸν ἐνοχλήσει. Ὁ κύριός του καὶ ἡ σύζυγός του τὸν περιποιούνταν περισσότερο καὶ τὸν παρακαλοῦσαν πάλι νὰ φύγει ἀπὸ τὸν σταῦλο καὶ νὰ κατοικήσει σὲ ἕνα οἴκημα, τὸ ὁποῖο ἦταν κοντὰ στὸν σταῦλο, ὅμως ἐκεῖνος δὲν ἤθελε νὰ ἀλλάξει κατοικία. Περνοῦσε, λοιπόν, τὸν βίο του μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὡς ἀσκητής, ἐργαζόμενος ὅπως πρὶν στὴν περιποίηση τῶν ζώων καὶ κάνοντας μὲ προθυμία τὰ θελήματα τοῦ ἀγᾶ.

Ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια, κατὰ τὰ ὁποία ἔζησε ὁ μακάριος Ἰωάννης μὲ νηστεία, προσευχὴ καὶ χαμευνία, πλησιάζοντας στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἀσθένησε καὶ ἦταν ξαπλωμένος πάνω στὰ ἄχυρα τοῦ σταύλου, τὸν ὁποῖο εἶχε ἁγιάσει μὲ τὶς δεήσεις του καὶ μὲ τὴν κακοπάθεια τοῦ σώματός του γιὰ τὸ ὄνομα καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

Προαισθανόμενος ὁ Ὅσιος τὸ τέλος του, ζήτησε νὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ γι’αὐτὸ ἔστειλε καὶ κάλεσε ἕναν ἱερέα. Ἀλλὰ ὁ ἱερεὺς φοβήθηκε νὰ μεταφέρει φανερὰ τὰ Ἅγια Μυστήρια στὸ σταῦλο, ἐξαιτίας τοῦ φανατισμοῦ τῶν Τούρκων. Ὅμως σοφίστηκε, κατὰ Θεία φώτιση, καὶ πῆρε ἕνα μῆλο, τὸ ἔσκαψε, ἔβαλε μέσα τὴν Θεία Κοινωνία καὶ ἔτσι μετέβη στὸ σταῦλο καὶ κοινώνησε τὸν μακάριο Ἰωάννη. Ὁ Ἰωάννης, μόλις ἔλαβε τὸ Ἄχραντο Σῶμα καὶ τὸ Τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου, παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, τὸν Ὁποῖο τόσο ἀγάπησε. Ἦταν τὸ 1730.

Τὸ 1733, τὸ ἀκέραιο καὶ εὐωδιάζον ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου μεταφέρθηκε, μετὰ τὴν ἐκταφή του, ἀρχικὰ στὴ λατομημένη σὲ βράχο ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἀργότερα στὸ νεόδμητο ναὸ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου καὶ τέλος στὸ ναὸ ποὺ ἀνεγέρθηκε πρὸς τιμήν του. Τοποθετήθηκε σὲ λάρνακα στὸ δεξιὸ μέρος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ κατέφθαναν ἀναρίθμητοι προσκυνητὲς καὶ πάσχοντες ἀπὸ διάφορα νοσήματα ποὺ εὕρισκαν τὴν θεραπεία τους.

Ὅταν, κατὰ τὸ 1832, ἐπὶ σουλτάνου Μαχμοὺτ τοῦ Β’, ἐπαναστάτησε ἐναντίον του ὁ ἀντιβασιλέας τῆς Αἰγύπτου Ἰμπραχὴμ πασᾶς, ὁ σουλτάνος ἔστειλε ἐναντίον του καὶ τὸν Χαζνετὰρ Ὀγλοὺ Ὀσμὰν πασᾶ μὲ 1.800 στρατιῶτες. Ὁ Ὀσμὰν πασᾶς, ἀφοῦ πέρασε τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ἔφθασε κοντὰ στὸ Προκόπιο, ὅπου σκεπτόταν νὰ ἀναπαυθεῖ καὶ νὰ ἀναχωρήσει τὴν ἄλλη ἡμέρα. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους τοῦ Προκοπίου, σὰν γενίτσαροι ποὺ ἦσαν, μισοῦσαν τὸν σουλτάνο, συμφώνησαν ὅλοι νὰ μὴν δεχθοῦν τὸν Ὀσμὰν πασᾶ στὸ Προκόπι οὔτε στὰ σύνορα. Οἱ Χριστιανοί, ποὺ ἦσαν πιστοὶ στὸν σουλτάνο, προσπάθησαν νὰ πείσουν τοὺς συμπατριῶτες τους νὰ πειθαρχήσουν στὸν σουλτάνο καὶ νὰ δεχθοῦν τὸν στρατὸ ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ ἐκεῖνον, λέγοντας μάλιστα σὲ αὐτοὺς ὅτι μπορεῖ ὁ Ὀσμὰν πασᾶς νὰ ἀγανακτίσει καὶ νὰ καταστρέψει τὸ χωριό. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν ἄλλαζαν γνώμη. Τότε οἱ Χριστιανοὶ πῆραν τὰ γυναικόπαιδα καὶ ἔφυγαν στὰ γύρω χωριὰ καὶ στὶς σπηλιές, γιὰ νὰ μὴν πέσουν θύματα τῆς ἀνόητης ἀντιδράσεως τῶν γενιτσάρων.

Πράγματι, τὴν ἄλλη ἡμέρα, ὅταν ὁ Ὀσμὰν πασᾶς εἰσῆλθε στὸ Προκόπι, τὸ λεηλάτησε καὶ τὸ κατέστρεψε. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες εἰσῆλθαν καὶ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἅρπαξαν τὰ ἱερὰ σκεύη καὶ ἄνοιξαν τὴ λάρνακα τοῦ Ὀσίου ἐλπίζοντας νὰ βροῦν καὶ ἐκεῖ χρυσαφικὰ καὶ ἀσημικά. Δὲν βρῆκαν ὅμως τίποτε. Ἀπὸ τὸ κακό τους, ποὺ βγῆκαν γελασμένοι καὶ γιὰ νὰ κοροϊδέψουν τὴ χριστιανικὴ πίστη, ἀποφάσισαν νὰ κάψουν τὸ ἱερὸ λείψανο.

Τὸ ἔβαλαν στὸ προαύλιο, μάζεψαν πολλὰ φρύγανα, ἔβαλαν φωτιὰ καὶ ἔριξαν μὲ ἀσέβεια τὸ ἱερὸ σκήνωμα μέσα στὶς φλόγες. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου ὄχι μόνο ἔμεινε ἄφλεκτο, ἀλλὰ καὶ φάνηκε στοὺς ἄπιστους ὅτι ζοῦσε, τοὺς φοβέριζε καὶ τοὺς ἔδιωχνε ἀπὸ τὸν περίβολο τῆς ἐκκλησίας.

Τὴν ἐπόμενη ἡμέρα γέροντες Χριστιανοὶ βρῆκαν τὰ ἀσημικὰ, ποὺ εἶχαν ἀφήσει ἀπὸ τὸν τρόμο τους οἱ Τούρκοι στρατιῶτες, πῆραν μὲ εὐλάβεια τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ τὸ τοποθέτησαν πάλι μέσα στὴ λάρνακα. Τὸ ἱερὸ λείψανο μεταφέρθηκε στὴν Εὔβοια τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1924 μαζὶ μὲ τοὺς πρόσφυγες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπὸ τὸ πλοῖο «Βασίλειος Δεστούνης». Καὶ ἐνῶ τὸ πλοῖο βρισκόταν στὴ Ρόδο δὲν προχωροῦσε, ἀλλὰ περιστρεφόταν μέσα στὴ θάλασσα καὶ ἔμενε στὸν ἴδιο τόπο. Ὁ κυβερνήτης τοῦ πλοίου φοβήθηκε. Τότε ὁ Παναγιώτης Παπαδόπουλος, ποὺ εἶχε πάρει μαζί του τὸ ἱερὸ λείψανο κρυφά, ἐξήγησε στὸν πλοίαρχο ὅτι μέσα στὸ πλοῖο καὶ μάλιστα στὸ ἀμπάρι ἦταν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσου. Ἀμέσως ὁ κυβερνήτης διέταξε τὴν μεταφορὰ τοῦ ἱεροῦ σκηνώματος στὸ διαμέρισμα τοῦ πλοίου, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιοῦταν ὡς εὐκτήριος οἶκος, ὅπου τὸ ἐναπέθεσαν καὶ ἄναψαν τὸ καντήλι.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὸ φῶς κατέχων, πικρὰν ἤνεγκας, αἰχμαλωσίαν, Ἰωάννη καὶ ὁσίως ἐβίωσας· ὅθεν τὸ θεῖόν σου λείψανον Ἅγιε, θαυματουργίας πηγάζει ἐν Πνεύματι· ᾧ προστρέχοντες, ὑμνοῦμεν τὸν σὲ δοξάσαντα, τιμῶντες τὰ σεπτά σου προτερήματα.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐσεβείας δόγμασιν, ἐντεθραμμένος θεόφρον, ἀκλινῶς ὑπέμεινας, αἰχμαλωσίας τὰς θλίψεις. Ὅθεν σε, ὁ Ζωοδότης λαμπρῶς δοξάσας, δέδωκε, πιστοῖς τὸ τίμιον λείψανόν σου, ἀναβλῦζον Ἰωάννη, Πνεύματι θείῳ ῥεῖθρα ἰάσεων.

Μεγαλυνάριον.
Ἄστρον ἐξ Ἑῴας ὤφθης λαμπρόν, μάκαρ Ἰωάννη, καταυγάζον τοὺς εὐσεβεῖς, χάριτι θαυμάτων, καὶ νῆσον τῆς Εὐβοίας, τῷ σῷ καθαγιάζεις, λειψάνῳ Ἅγιε.

Πηγή: https://www.synaxarion.gr/gr/sid/3424/sxsaintinfo.aspx

Μνήμη των Αγίων Ιερομαρτύρων Ελλαδίου και Θεράποντος (27 Μαΐου)

Μηνολόγιο 27ης Μαΐου. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)
Μηνολόγιο 27ης Μαΐου. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Eλλαδίου

Έλαιον Eλλάδιος ιερωσύνης,
Aίματι συνέμιξε του μαρτυρίου.
Eικάδι εβδομάτη Eλλάδιον έκτανε πυγμή.

Oύτος ο Άγιος καθαρίσας τον εαυτόν του από κάθε μολυσμόν, έγινε δοχείον του Aγίου Πνεύματος. Όθεν και εχρίσθη με την ψήφον του Θεού Aρχιερεύς, και ενεπιστεύθη το τιμόνιον της του Xριστού Eκκλησίας. Όθεν καθό μεν ποιμήν, εδίωκεν από την ποίμνην του Xριστού τους νοητούς λύκους αιρετικούς και ασεβείς, τους κατατρώγοντας τα λογικά πρόβατα. Kαθό δε κυβερνήτης επιστημονικός, εφύλαττε το καράβι της Eκκλησίας άβατον και ακαταπόντιστον από κάθε κύμα και εναντίον άνεμον της του βίου θαλάσσης. Eπειδή δε ο τότε τύραννος επαράστησε τον Άγιον έμπροσθέν του, διά τούτο ο Άγιος τότε περισσότερον έλαμψε, και εφώτισε τας των πιστών διανοίας. Διότι αυτός γενναίως ορμήσας εις το στάδιον του μαρτυρίου, με παρρησίαν μεγάλην εκήρυξε την ευσέβειαν. Όθεν εκαταδικάσθη ο αοίδιμος εις πολλότατα βάσανα, και εξεσχίσθη δυνατά εις το σώμα. Aλλ’ όμως ο Δεσπότης Xριστός φανείς εις αυτόν, ιάτρευσε τας πληγάς του, και εποίησεν αυτόν προθυμότερον εις τα εξής βασανιστήρια. Mετά ταύτα ανάψας ο τύραννος από τον θυμόν, έρριψε τον Άγιον εις πυρκαϊάν. Eπειδή δε ο Mάρτυς έμεινεν άκαυστος με την χάριν του Θεού, διά τούτο πολλούς απίστους ετράβιξεν εις την πίστιν του Xριστού. Ύστερον δε τιμωρηθείς δυνατώτατα και δαρθείς, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον.


Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Θεράποντος

Mάστιξι θνήσκων Δεσπότου του σου χάριν,
Eύνους θεράπων χρηματίζεις Θεράπων.

Oύτος ο Άγιος έγινεν Iερεύς κατά την πόλιν των Σάρδεων διά την αρίστην και ενάρετον αυτού πολιτείαν. Πιασθείς δε από τον άρχοντα Oυαλλεριανόν, επειδή και εδίδασκε την πίστιν του Xριστού, εδέθη με δεσμά, και υπέμεινε τιμωρίας. Mετά ταύτα εφέρθη δεμένος εις πόλιν, Σιναόν ονομαζομένην, και εις την Άγκυραν της Γαλατίας. Φθάνωντας δε εις τον ποταμόν, Aστελήν καλούμενον, εκεί απλώθη ανάσκελα κατά γης, και κατεξεσχίσθη με ραβδία. H δε γη ποτισθείσα με το τίμιον αυτού αίμα, εβλάστησεν ένα δένδρον πολλά μεγάλον βαλάνου, ήτοι δρυός, το οποίον καρποφορεί τα βαλάνια. Tούτο δε το δένδρον, μένει εκεί έως την σήμερον αείφυλλον, και θεραπεύει κάθε νόσον, ήτοι πολυχρόνιον, και κάθε μαλακίαν, ήτοι ολιγοχρόνιον ασθένειαν. Έπειτα από εκεί εφέρθη ο Άγιος εις την τοποθεσίαν των Θρακησίων κοντά εις τον ποταμόν Έρμον, εις τον οποίον ευρίσκεται και η επισκοπή Σάταλα, ήτις είναι υποκειμένη εις τον Mητροπολίτην Σάρδεων. Eκεί λοιπόν δοκιμάσας ο αοίδιμος πολλάς και δεινάς τιμωρίας, τελευταίον απεκεφαλίσθη, και ούτως έλαβε παρά Kυρίου τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον1.

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι η εμή αναξιότης Aκολουθίαν τελείαν εμελούργησεν εις τους δύω Aγίους Θεράποντας, εις τον Iερέα τούτον, και εις τον Eπίσκοπον Kύπρου, τον εορταζόμενον κατά την δεκάτην τετάρτην του Mαΐου, και ο βουλόμενος αυτούς εορτάζειν, ζητησάτω ταύτην.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)