Ο Άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω, προστάτης και πολιούχος της Πιερίας, γεννήθηκε περίπου το 1500 μ. Χ. στη Θεσσαλία στο χωριό Σκλάταινα ή Σθλάτενα ή Πλάτινα, σήμερα αποκαλούμενο Δρακότρυπα, της επαρχίας Φαναρίου. Ο πατέρας του Αγίου ονομαζόταν Νικόλαος και η μητέρα του Θεοδώρα. Ήταν φτωχοί, αλλά πολύ ευσεβείς. Ο πατέρας του Αγίου παράλληλα με τις γεωργικές και κτηνοτροφικές του εργασίες ήταν και σφυροκόπος (σπαθοποιός).
Ο Άγιος που το κοσμικό του όνομα ήταν Δημήτριος Καλέτσης ήταν παιδί της προσευχής. Σύμφωνα με παράδοση που υπάρχει στη γενέτειρά του, Τετάρτη και Παρασκευή δεν θήλαζε. Επίσης οι γονείς του, όταν ακόμα ήταν βρέφος και κοιμόταν, έβλεπαν από πάνω του ένα φωτεινό Σταυρό που λαμποκοπούσε σαν τον ήλιο. Αυτό, έλεγαν, ότι ήταν σημείο που φανέρωνε την κατά Θεό προκοπή του, όταν θα μεγάλωνε.
Σε ηλικία επτά ετών τον έστειλαν στο σχολείο, όπου και φάνηκε πολύ επιμελής. Κυρίως όμως προσπαθούσε να μελετά και να συμμορφώνεται με τις εντολές της Αγίας Γραφής, την οποία συνεχώς διάβαζε. Επίσης μελετούσε και τους βίους των Αγίων, τη ζωή των οποίων προσπαθούσε να μιμηθεί.
Η τοπική παράδοση της Σκλάταινας αναφέρει ότι στα διαλείμματα, στο σχολείο, ο Άγιος συγκέντρωνε τους ήσυχους και επιμελείς μαθητές και τους μιλούσε για την πίστη μας. Ένας μαθητής είπε το γεγονός αυτό στο δάσκαλό τους. Ο Άγιος, παρά τις συμβουλές του δασκάλου του να παίζει στα διαλείμματα, συνέχισε τη θεάρεστη ασχολία του. Μια μέρα ο δάσκαλός του, επειδή δεν βγήκε στο διάλειμμα, για να τον τιμωρήσει τον πέταξε από το παράθυρο. Στο μέρος που πάτησε ο Άγιος έμεινε αποτύπωμα του ποδιού του, το οποίο κατά τις βεβαιώσεις των κατοίκων σωζόταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια.
Σε πολύ νεαρή ηλικία πήρε τη μεγαλύτερη απόφαση της ζωής του. Να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό, γινόμενος μοναχός. Εκείνο τον καιρό πέρασε από το χωριό του ένας μοναχός από τα Μετέωρα, ονομαζόμενος Άνθιμος. Μετά από πολύωρη συζήτηση αποφάσισε να τον ακολουθήσει.
Στα Μετέωρα υποτάχθηκε σε έναν πολύ ενάρετο μοναχό ονόματι Σάββα ο οποίος τον ρασοφόρεσε και τον ονόμασε Δανιήλ. Εκεί ο Άγιος επιδόθηκε στην προσευχή, τη νηστεία και τη μελέτη, φθάνοντας σε μεγάλο πνευματικό ύψος.
Μια μέρα ο ηγούμενος του μοναστηριού τον έστειλε να ανακατέψει το καζάνι με τον τραχανά. Όταν έφτασε στο μαγειριό είδε το φαγητό να είναι φουσκωμένο κι έτοιμο να χυθεί έξω. Επειδή δεν προλάβαινε να πάρει την κουτάλα, αναγκάστηκε να ανακατέψει το καζάνι με τα χέρια του. Έκπληκτοι οι πατέρες που ήταν εκεί είδαν ότι ο Άγιος δεν έπαθε τίποτα.
Αφ’ ενός το παραπάνω γεγονός το οποίο τον ανέβασε πολύ ψηλά στη συνείδηση των συμμοναστών του, αφ’ ετέρου ο πόθος του να μονάσει στο Άγιο Όρος για περισσότερη άσκηση και ησυχία, τον οδήγησαν μια νύχτα κρυφά να φύγει από το μοναστήρι. Μάλιστα πήδησε από ένα βράχο χωρίς να πάθει το παραμικρό.
Μετά από πολύ κόπο έφθασε στο περιβόλι της Παναγίας μας και συγκεκριμένα στις Καρυές, όπου υποτάχθηκε στο γέροντα Γαβριήλ τον πνευματικό, τον ικανό Πρώτο του Αγίου Όρους (1517 – 1518) ο οποίος έζησε κοντά στον Άγιο Νήφωνα τον Β΄. Ο Ιερομόναχος Γαβριήλ δεν τον κράτησε στην αρχή κοντά του, εξ’ αιτίας κανόνος που απαγόρευε την παραμονή των αγενείων στο Άγιο Όρος. Τον έστειλε στη γειτονική Χαλκιδική, στο χωριό Άγιος Μάμας, όπου έμεινε κοντά στον επίσκοπο Κασσανδρείας Ιάκωβο για ένα χρόνο περίπου. Μόλις άρχισαν να φυτρώνουν τα γένια του επέστρεψε στο Άγιο Όρος.
Με πολύ μεγάλη συγκίνηση ο Άγιος στις 12 Ιουλίου, πιθανώς του 1512, εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός και από Δανιήλ μετονομάστηκε Διονύσιος. Λίγο αργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος από τον επίσκοπο Ιερισού και Αγίου Όρους. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του γέροντά του Γαβριήλ στη Βλαχία το 1517, όπου τον είχε καλέσει μαζί με όλους τους Αγιορείτες ηγουμένους ο φίλος του ηγεμόνας Νεάγκος Βασαράβας, ο Άγιος Διονύσιος έκλινε τα γόνατά του για δεύτερη φορά ενώπιον του φρικτού θυσιαστηρίου και έλαβε το δεύτερο βαθμό της Ιερωσύνης, αυτόν του Πρεσβυτέρου. Επί μία διετία εφημέρευσε στον πανίερο Ναό του Πρωτάτου.
Στην Αθωνική πρωτεύουσα ο Άγιος παρέμεινε περίπου δέκα χρόνια. Μόλις επέστρεψε ο γέροντας του Γαβριήλ από τη Βλαχία, ζήτησε να απομακρυνθεί από το Πρωτάτο. Αφού έλαβε την ευλογία του, πορεύθηκε στη Σκήτη του Καρακάλου όπου έχτισε Ναό αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα και κελί. Εκεί επιδόθηκε περισσότερο στην προσευχή, τη νηστεία και την αγρυπνία. Τροφή του ήταν η μελέτη της αγίας Γραφής και λίγα κάστανα. Χαρακτηριστική επίσης ήταν και η ακτημοσύνη του. Η πόρτα του δεν είχε κλειδαριά.
Ο Άγιος είχε μεγάλη επιθυμία να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους. Κάποτε η επιθυμία του αυτή πραγματοποιήθηκε και έλαβε μεγάλη ψυχική ωφέλεια και χαρά. Μάλιστα στο ταξίδι του αυτό δέχθηκε δυο τιμητικές προτάσεις για το επισκοπικό αξίωμα. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δωρόθεος και ο Μητροπολίτης Ικονίου, εκτιμώντας τις αρετές και την πνευματικότητά του, θέλησαν να τον κρατήσουν ο καθένας για διάδοχό του. Ο Άγιος Διονύσιος και στους δύο αρνήθηκε και επέστρεψε στο ερημικό ησυχαστήριό του στον Άθωνα. Στο κελί του Αγίου πολλά θαυμαστά σημεία συνέβαιναν. Όταν θέλησε να μεγαλώσει το εκκλησάκι, Άγγελοι τον βοηθούσαν στη μεταφορά των πετρών. Άγγελος επίσης τον επισκέφθηκε, παραμονή της Τυροφάγου, και του πρόσφερε φρέσκα ψάρια και τυρί. Κάποτε κάποιος ληστής θέλησε να τον σκοτώσει, για να του ληστέψει το κελί που, όπως νόμιζε, θα είχε αρκετά χρήματα. Έστησε καρτέρι σε ένα κοντινό χείμαρρο και περίμενε να περάσει ο Άγιος. Η ώρα όμως περνούσε και ο Άγιος δεν φαινόταν. Τότε πήγε στο κελί του και τον είδε μέσα. Όταν ο Άγιος, απαντώντας σε ερώτησή του, του είπε πως πέρασε από μπροστά του, εκείνος θαύμασε, διότι τυφλώθηκε και δεν τον είδε. Στη συνέχεια μετανόησε, εξομολογήθηκε και, αφού τον συμβούλεψε κατάλληλα ο Άγιος, αποφάσισε να γίνει και μοναχός.
Μετά από επίμονη παράκληση των πατέρων της Ιεράς Μονής Φιλοθέου, ενθρονίστηκε ηγούμενός της. Για την ανόρθωση των οικονομικών της Μονής ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, από όπου επέστρεψε με αρκετά χρήματα και νέους μοναχούς. Στη Μονή προσπάθησε να επιβάλλει τάξη και ευπρέπεια. Από ιδιόρρυθμη την μετέτρεψε σε κοινοβιακή και από Βουλγάρικη σε Ελληνική. Στην προσπάθειά του όμως αυτή συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις και μίσος από του Βούλγαρους. Έτσι αποφάσισε να αφήσει το Άγιο Όρος και εγκαταβίωσε στη Σκήτη Βεροίας με μια μικρή συνοδεία Φιλοθεϊτών, όπου και μετέφερε το πνεύμα του Αγίου Όρους.
Στη Βέροια εκείνο τον καιρό εκοιμήθη ο επίσκοπός της Ματθαίος. Τότε όλοι οι κάτοικοι και οι άρχοντες τον παρακαλούσαν να γίνει επίσκοπός τους. Ο Άγιος για τρίτη φορά αρνήθηκε να χειροτονηθεί Επίσκοπος και αναχώρησε για περισσότερη ησυχία στον Όλυμπο. Εκεί έχτισε ωραιότατο μοναστήρι και Ναό, αλλά δεν τον είχε ακόμη αφιερώσει σε κάποιον Άγιο. Μετά από προσευχή, κάποιο πρωινό, καθώς ανέτειλε ο ήλιος φάνηκε πάνω από το Ναό ένας κύκλος και τρεις ηλιακές ακτίνες. Έτσι αφιέρωσαν το Ναό στην Αγία Τριάδα και με τον καιρό μαζεύτηκαν αρκετοί μοναχοί.
Η οικοδομική όμως δραστηριότητα του Αγίου εξόργισε τον Τούρκο άρχοντα της περιοχής, διότι έχτιζαν χωρίς την άδειά του. Έτσι έφυγαν και πήγαν στο Πήλιο όπου έχτισαν κι εκεί Ναό και κελιά.
Από την ημέρα της φυγής του όμως δεν έβρεξε στον Όλυμπο. Τότε, και αφού εν τω μεταξύ συνέβησαν και άλλα σημεία, λόγω της φυγής του, οι πρόκριτοι πήγαν να ξαναφέρουν τον Άγιο πίσω. Ο Άγιος επέστρεψε στον Όλυμπο όπου έγινε δεκτός με τιμές και ο Τούρκος άρχοντας τον εφοδίασε με έγγραφη άδεια ανοικοδομήσεως Ναού και κελιών.
Πρέπει να αναφέρουμε πως ο Άγιος από μικρός ασκήθηκε στην καλλιγραφία, την Αγιογραφία και την υμνογραφία. Σίγουρα δε ως γέροντας στο μοναστήρι, θα ίδρυσε σχολή Αγιογραφίας και αντιγραφής κωδίκων, αφού αυτό επέβαλαν και οι ουσιαστικές πνευματικές και εκπαιδευτικές ανάγκες των χρόνων της τουρκοκρατίας.
Ο Άγιος Διονύσιος για ένα διάστημα ασκήτεψε και στο μέχρι σήμερα σωζόμενο σπήλαιο, παρακάτω από το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, όπου υπάρχει και το Αγίασμα. Είχε δε τη συνήθεια να ονοματίζει τις γύρω από το μοναστήρι περιοχές με ονόματα των Αγίων Τόπων, όπως Γολγοθάς, Όρος των Ελαιών, Άγιος Λάζαρος και άλλα. Δύο φορές το χρόνο συνήθιζε να ανεβαίνει στην κορυφή του Ολύμπου, στα εορτάζοντα Παρεκκλήσια, του Προφήτου Ηλία στις 20 Ιουλίου και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στις 6 Αυγούστου.
Έφτασε κάποτε και στιγμή που ο Κύριός μας θα τον καλούσε κοντά Του. Λίγες ημέρες νωρίτερα τον πληροφόρησε, για να ετοιμαστεί. Τότε βρισκόταν σε κάποιο μοναστήρι του Πηλίου. Εκεί, την ώρα του μεσονυκτικού, είδε όραμα. Του απεκάλυψε ο Θεός τον θάνατό του. Αποχαιρέτησε τότε τους πατέρες και αναχώρησε για το αγαπημένο μοναστήρι του στον Όλυμπο. Πριν φύγει είπε στους μοναχούς του Πηλίου:
– Αδελφοί και πατέρες και τέκνα μου, ο καιρός της τελευτής μου έφθασε, όπως με πληροφόρησε ο Θεός. Σας παραγγέλλω, λοιπόν, να μην αμελείτε την ψυχή σας, αλλά να μετανοείτε για τις αμαρτίες σας, έως ότου έχετε καιρό, για να γλιτώσετε την κόλαση και να αξιωθείτε να απολαύσετε την αιώνια αγαλλίαση.
Μόλις έφθασε στον Όλυμπο, οι πατέρες τον υποδέχθηκαν με χαρά. Εκείνος όμως δεν κάθισε στο μοναστήρι, αλλά κατέφυγε στον «Γολγοθά», χωρίς θέρμανση και σκεπάσματα. Ας ήταν χειμώνας.
Εκεί μελετούσε μέρα και νύχτα τα ιερά βιβλία και έψαλε ύμνους στο Θεό. Ήταν Ιανουάριος μήνας και χιόνιζε και ο Άγιος ήταν χωρίς ζεστασιά. Όπως ήταν φυσικό, από το πολύ κρύο, αρρώστησε. Μετά από πίεση των αδελφών της Μονής, δέχθηκε να τον μεταφέρουν στο κοινόβιο, αλλά δεν έμεινε μέσα στο μοναστήρι. Πήγε στο σπήλαιο του Αγίου Λαζάρου.
Οι πατέρες τον περιποιήθηκαν με αγάπη περισσή κι εκείνος τους έδωσε σαν στοργικός πατέρας τις συμβουλές του. Τους συμβούλεψε πως πρέπει να φυλάγουν τους κανόνες της μοναχικής ζωής. Μαζεύτηκαν τότε κοντά του οι μοναχοί και του είπαν:
– Η διαθήκη που μας άφησες, άγιε πατέρα μας, είναι σε μερικά σημεία βαριά.
Τότε ο Άγιος τους αποκρίθηκε:
– Όσα είναι καλά και εύλογα, φυλάξτε τα. Όσα όμως είναι βαριά, αφήστε τα. Όμως σας δίνω μία παραγγελία, να βαδίζετε σύμφωνα με το τυπικό του Αγίου Όρους. Να αγωνίζεστε όσο μπορείτε και ο Κύριος θα σας κυβερνήσει αντί εμού. Να έχετε αγάπη, υπομονή και ταπείνωση. Να φυλάγετε αγόγγυστα τη σιωπή, την προσευχή και τις νηστείες που μας παρέδωσαν οι Άγιοι Πατέρες. Να κάνετε μάλιστα και όσες περισσότερες μπορείτε.
Κανένας σας να μην είναι ανυπότακτος και ιδιόρρυθμος. Αυτό είναι το χειρότερο από όλα τα αμαρτήματα, διότι όποιος κοινοβιάτης έχει ρούχα και χρήματα περισσότερα από τους άλλους, δεν αξιώνεται της Ουρανίου αγαλλιάσεως. Εάν τυχόν βρεθεί κανένας τέτοιος, να τον διώχνετε από το μοναστήρι, για να μην παρασυρθούν και άλλοι.
Να εξομολογείστε συχνά τους λογισμούς σας, για να μην φωλιάζουν στις ψυχές σας οι δαίμονες. Αλλά και εάν δύο ψυχραθούν, να συμφιλιωθούν πριν βασιλέψει ο ήλιος, όπως λέει η Αγία Γραφή.
Να εργάζεστε όλοι εργόχειρο, ο καθένας ό,τι ξέρει και μπορεί. Όποιος όμως μπορεί και δεν εργάζεται, εκείνος να μην τρώει, όπως λέει ο Απόστολος. Όποιος θέλει να φύγει από το μοναστήρι, να το λέει νωρίτερα στον ηγούμενο, ώστε να λαμβάνει συγχώρηση. Εάν όμως φύγει κρυφά, ας είναι το αμάρτημα στην ψυχή του και εγώ θα είμαι αθώος της απωλείας του.
Οι νεώτεροι να υποτάσσονται στους γέροντες και οι γέροντες να τους συμβουλεύουν.
Τον ασθενή να τον φροντίζετε σαν μέλος σας.
Να μην έχετε φιλία με νεώτερο, ούτε να πηγαίνετε ο ένας στο κελί του άλλου, για να μην τον εμποδίζετε.
Να έχετε αγάπη αναμεταξύ σας. Εάν έτσι πολιτευτείτε, θα αξιωθείτε της Βασιλείας των Ουρανών, για να συνεφραίνεσθε πάντα με το Δεσπότη Χριστό και όλους τους Αγίους. Εάν μάλιστα βρω κι εγώ παρρησία προς Αυτόν, θα παρακαλώ για εσάς πάντοτε. Σαν καλό σημάδι ότι ο Χριστός δέχθηκε τους κόπους μου, θα είναι η αύξηση των μοναστηριών, τα οποία έχτισα με πολλούς κόπους και ιδρώτες και για τα οποία τόσο πολύ βασανίστηκα.
Μετά από εκτενή και θερμή προσευχή, παρέδωσε το πνεύμα στο Θεό στις 23 Ιανουαρίου. Το τίμιο λείψανό του ενταφίασαν με πολλά δάκρυα οι πατέρες στο νάρθηκα του Ναού που ο ίδιος έχτισε. Μετά από λίγα χρόνια άνοιξαν τον τάφο και βρήκαν το Άγιο λείψανο να ευωδιάζει από άρρητη ευωδία.
Αργότερα οι πατέρες της Μονής έλαβαν από τα ευωδιάζοντα Άγια λείψανα την κάρα, την σιαγόνα και την δεξιά χείρα. Στις 12 Ιουλίου 1890 στη Νιγρίτα Σερρών κλάπηκε δυστυχώς η κάρα του Αγίου Διονυσίου, όπου είχε μεταφερθεί για προσκύνημα. Τα Ιερά λείψανα του Αγίου σκορπούν άρρητη ευωδία και επιτελούν με τη χάρη του Θεού πολλά θαύματα.
Σχετικά με την ιστορική Μονή της Αγίας Τριάδος Ολύμπου, την οποία έχτισε ο Άγιος Διονύσιος , πρέπει να αναφέρουμε ότι το 1943 βομβαρδίστηκε και ανατινάχτηκε από τους Γερμανούς. Έτσι καταστράφηκαν και σπάνια κειμήλια, Ιερά σκεύη, άμφια, βιβλία, χειρόγραφα κ.λ.π.
Σήμερα στη θέση του παλαιού μετοχίου (Σκάλας) λειτουργεί η νέα Ιερά Μονή του Αγίου Διονυσίου, ενώ καταβάλλονται προσπάθειες για την αναστήλωση της παλαιάς Μονής.
Η μνήμη του Αγίου Διονυσίου του εν τω Ολύμπω, εορτάζεται στις 23 Ιανουαρίου.
Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Κλήμεντος Eπισκόπου Aγκύρας και του Aγίου Μάρτυρος Aγαθαγγέλου
Aγαθαγγέλου και Κλήμεντος αιμάτων,
Το του ξίφους δίψαιμον1 επλήσθη στόμα.
Εικάδι δ’ ετμήθητε τρίτη Aγαθάγγελε, Κλήμη.
O μακάριος ούτος και θεσπέσιος Κλήμης, όλην σχεδόν την ζωήν του διεπέρασεν εις το μαρτύριον. Eις εικοσιοκτώ γαρ χρόνους παρετάθη ο υπέρ Xριστού προς τους τυράννους αυτού πόλεμος και αγών, χωρίς να διακοπή με καμμίαν εν τω μεταξύ άνεσιν, χωρίς να λάβη ειρήνην και ησυχίαν, και χωρίς να λάβη παραγγελίαν, ότι εις τόσας, θετέον, διωρισμένας ημέρας, πάλιν έχει να αρχίση ο πόλεμος. Καθώς είναι νόμος να γίνεται εις τους εξωτερικούς πολέμους από το ένα μέρος και από το άλλο των πολεμίων, ίνα ξεκουρασθέντες εν τω αναμεταξύ καιρώ, πάλιν αρχίσουν τον πόλεμον νεαροί και ακμάζοντες. Aλλά ο πόλεμος και αγών του πολυάθλου τούτου Μάρτυρος, ήτον συνεχής, δυνατός, ογλίγωρος, και αδιάκοπος. Ώστε οπού, δεν ηξεύρει τινας ποίον να θαυμάση περισσότερον, το αδιάκοπον του καιρού, εις τον οποίον εκαρτέρει ο μεγαλόψυχος, ωσάν να έπασχεν άλλος, και όχι αυτός, ή το πλήθος και την δριμύτητα των βασάνων και των τιμωριών, οπού υπέφερε.
Mάλλον δε, πρέπει να θαυμάζη τινας επίσης και τα δύω. Διότι αυτός ο αδαμάντινος, διαπεράσας όλα τα είδη των βασάνων και τιμωριών εις χρόνους μακρούς, ήτοι εις χρόνους εικοσιοκτώ, κατέπληξε και κατεντροπίασε τους τότε βασιλείς και τυράννους, θέατρον γενόμενος εις όλην σχεδόν την οικουμένην, εις τρόπον ότι και αυτούς τους ιδίους Aγγέλους έκαμε να θαυμάσουν την υπομονήν του και καρτερίαν. Και έτζι ο αοίδιμος ύστερον από όλα αυτά, έλαβε παρά Κυρίου της δόξης τον στέφανον. Ήτον δε ο Άγιος ούτος από την Άγκυραν της Γαλατίας, υιός πατρός μεν, Έλληνος, μητρός δε, ευσεβούς και πιστής, ονομαζομένης Σοφίας. Όταν δε έγινε δώδεκα χρόνων, τότε έγινε Μοναχός, και όταν έγινε χρόνων είκοσι, τότε ανέβη εις τον θρόνον της Aρχιερωσύνης2. Διαπέρασε δε μαρτυρών υπέρ Χριστού, βασιλείς μεν δύω, Διοκλητιανόν και Μαξιμιανόν. Άρχοντας δε και ηγεμόνας εννέα, Δομετιανόν, Aγρίππαν, Κουμβρίκιον, Δομέτιον, Σακερδώτα, Μάξιμον, Aφροδίσιον, Λούκιον, και Aλέξανδρον.
O δε μακάριος Aγαθάγγελος, ήτον Ρωμαίος κατά το γένος, όστις ήτον ένας και πρώτος από εκείνους, οπού επίστευσαν εις τον Χριστόν, και εβαπτίσθησαν υπό του Aγίου Κλήμεντος τούτου, όταν ευρίσκετο εις την φυλακήν εν τη Pώμη. Οι μεν γαρ άλλοι εκείνοι οι τω Χριστώ πιστεύσαντες τότε, πιασθέντες εθανατώθησαν κατά προσταγήν του βασιλέως. Μόνος δε ο Aγαθάγγελος ούτος έφυγε και εγλύτωσεν, εμβαίνωντας και αυτός εις το ίδιον καράβι εκείνο, εις το οποίον έμελλε να έμβη και ο Άγιος Κλήμης, όχι διά να γλυτώση από το μαρτύριον, αλλά μάλλον διά να υπάγη εις Nικομήδειαν, και να παλεύση με μεγαλίτερα, και περισσότερα βάσανα, και έτζι να λάβη παρά Θεού και μεγαλίτερον στέφανον. Όταν δε και ο θείος Κλήμης εμβήκεν εις το καράβι, τότε είδε τον Aγαθάγγελον, οπού έπεσεν εις τους πόδας του, και γνωρίσας αυτόν (αυτόν γαρ πρώτον από τους άλλους πιστεύσαντας εβάπτισε) εχάρη, και τον κατησπάζετο εναγκαλιζόμενος, και παρουσίαν αγαθού Aγγέλου ενόμισε φερωνύμως την παρουσίαν του. Όθεν και με θερμοτέραν προθυμίαν επήγαινεν εις την Nικομήδειαν, διά να παρασταθή εις τον Μαξιμιανόν. Aπό τότε δε και ύστερα εσυναγωνίζετο εις το μαρτύριον ο θείος Aγαθάγγελος, με τον Άγιον Κλήμεντα, έως οπού έφθασαν εις Άγκυραν, και επαραστάθησαν εις τον άρχοντα Λούκιον, ο οποίος επρόσταξε και απεκεφάλισαν και τους δύω, ομού και τους λοιπούς άνδρας τε και γυναίκας και παιδία, όσοι επίστευσαν τω Χριστώ, και ούτως έλαβον άπαντες τους στεφάνους του μαρτυρίου.
Tα δε είδη των βασάνων οπού υπέμεινε χωριστά μόνος ο μακάριος Κλήμης, είναι ταύτα. Eκρέμασαν αυτόν εις ξύλον και εξέσχισαν, εκτύπησαν εις τα μάγουλά του με πέτρας, τον έβαλαν εις φυλακήν, τον έδεσαν εις τροχόν, τον έδειραν με βάκλα, ήτοι με τα ξύλα, οπού κτυπούν τα τύμπανα, τον κατέκοψαν με μαχαίρια, τον έδειραν εις το στόμα με σιδηρούς στύλους, και εσύντριψαν τα σιαγόνιά του. Eύγαλαν τα οδόντιά του, τον έδεσαν με σίδηρα, και εις την φυλακήν τον έρριψαν. Έβαλαν εις τα αυτία του περόνια σιδηρά αναμμένα, έκαυσαν αυτόν με αναμμένας λαμπάδας, τον έδεσαν με πέτραν μεγάλην, έδειραν αυτόν εις την κεφαλήν και εις το πρόσωπον με ξύλα, οπού κτυπούσι τα τύμπανα, και κάθε ημέραν έδιδαν εις αυτόν ξυλίας πενήντα. Τα δε είδη των βασάνων οπού υπέμεινεν ο Άγιος Κλήμης ομού με τον Aγαθάγγελον, είναι ταύτα. Έδειραν και τους δύω με βούνευρα ξηρά, τους εκρέμασαν εις ξύλον, τους έκαυσαν εις τα πλευρά με αναμμένας λαμπάδας, τους έδωκαν εις τα θηρία διά να τους φάγουν, έβαλαν αυτούς μέσα εις ασβέστην και εκεί τους άφησαν δύω ημέρας. Eύγαλαν από το δέρμα του σώματός των λωρία, τους έδειραν με ξύλα, οπού κτυπώσι τα τύμπανα. Τους έβαλαν επάνω εις κρεββάτια σιδηρά και αναμμένα. Τους έβαλαν μέσα εις κάμινον αναμμένην, και εκεί τους άφησαν ένα ημερονύκτιον, τους εξέσχισαν δυνατά εις τα λαγγονάρια, τους έρριψαν επάνω εις σουβλία οξέα, τα οποία, ήτον μεν εμπηγμένα κάτω εις την γην, είχον δε τα οξέα μέρη των επάνω γυρισμένα. Τα σουβλία δε ταύτα κατεκέντησαν πολλά τους Aγίους και τους επλήγωσαν. Έδεσαν από τους λαιμούς των μυλόπετρας. Eτράβιξαν αυτούς εις το μέσον της πόλεως, και τους ελιθοβόλησαν. Μόνος δε ο Άγιος Aγαθάγγελος εδέχθη εις την κεφαλήν του μολύβι βρασμένον. Τελευταίον δε αποκεφαλίζονται και οι δύω εις την Άγκυραν της Γαλατίας, ως είπομεν ανωτέρω. Τελείται δε η αυτών Σύναξις εις τον μαρτυρικόν τους Ναόν, τον ευρισκόμενον πέραν εις τον τόπον τον καλούμενον του Ευδοξίου, παράνω από τον Ανάπλον, και εις την αγιωτάτην Eκκλησίαν της Aγίας Ειρήνης, της παλαιάς και νέας. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτών, όρα εις τον Νέον Παράδεισον, τον οποίον ελληνιστί συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Μετά διακοσιοστόν και πεντηκοστόν έτος». Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων, και εν άλλαις.)
Σημειώσεις
1. Ήτοι το στόμα του ξίφους, οπού εδίψα αίμα. Κατά προσωποποιΐας σχήμα, το και τοις αψύχοις και αναισθήτοις ψυχήν και αίσθησιν περιτιθέν. Eμψύχων γαρ το διψάν. Eν δε τοις τετυπωμένοις Μηναίοις, δίστομον γράφεται.
2. Παρ’ ηλικίαν εχειροτονήθη Aρχιερεύς ο Άγιος ούτος, καθότι τότε δεν είχον γένουν ακόμη αι ιεραί Σύνοδοι και οι θείοι Κανόνες, οι εμποδίζοντες το να μη γίνεταί τινας παρ’ ηλικίαν Διάκονος, και Ιερεύς, και Aρχιερεύς.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Σαλαμάνου του Hσυχαστού
Oίχη χαμερπούς και χαμαιζήλου βίου,
Υψηλέ πράξιν και λόγον Σαλαμάνη.
Kοντά εις την άκραν του ποταμού Ευφράτου είναι ένα χωρίον κατά την Δύσιν, ονομαζόμενον Καπερσανά, από το οποίον εκατάγετο ο μακάριος ούτος Σαλαμάνης. Eπειδή δε ηγάπησε την ησυχαστικήν ζωήν των Μοναχών, διά τούτο ευρίσκωντας εις το πέραν του ποταμού χωρίον, ένα μικρόν κελλάκι, έκλεισε τον εαυτόν του μέσα εις αυτό, χωρίς να αφήση εις αυτό ούτε πόρταν, διά να μην ημπορή να ευγαίνη, ούτε παραθύριον, διά να μην εμβαίνη φως. Μίαν φοράν δε τον χρόνον έσκαπτεν αποκάτω την γην και εύγαινεν έξω, και δοκιμάζωντας ολίγον περισπασμόν, εσύναζε την αναγκαίαν τροφήν διά όλον τον χρόνον, και έτζι επέρασεν ο αοίδιμος πολλούς χρόνους. Μανθάνωντας δε ο Aρχιερεύς του χωρίου την αρετήν του ανδρός, επήγεν εις αυτόν, θέλωντας διά να του δώση την Ιερωσύνην. Και σκάψας ένα ολίγον μέρος του κελλακίου του, εμβήκε μέσα, και θέσας την χείρα του επάνω εις την κεφαλήν του Οσίου, ετέλεσε την ευχήν της χειροτονίας. Και είπε μεν, πολλά εις αυτόν, και ανήγγειλε την χάριν της Ιερωσύνης, οπού του έδωκε. Κανένα δε λόγον δεν ήκουσε να του λαλήση ο Όσιος. Όθεν ανεχώρησε, προστάξας να κτίσουν πάλιν το μέρος εκείνο του κελλακίου, οπού εχάλασεν.
Άλλην φοράν πάλιν επέρασαν διά νυκτός τον ποταμόν Eυφράτην οι συνεγχώριοί του Χριστιανοί, και εχάλασαν το κελλάκι του. Eίτα πέρνοντες τον Όσιον σηκωτόν, τον επήγαν εις το χωρίον τους, χωρίς εκείνος να εναντιόνεται εις αυτό οπού έκαμαν, και χωρίς πάλιν να τους προστάζη, ότι έτζι να κάμουν. Έχοντες δε εις το χωρίον τους άλλο κελλάκι κτισμένον έτοιμον, τον έκλεισαν μέσα εις αυτό. O δε Όσιος παρομοίως ησύχαζε και εκεί, χωρίς να ομιλή με κανένα. Μετά ολίγας δε ημέρας, οι Χριστιανοί, οπού εκατοίκουν εις το αντίπεραν του ποταμού άλλο χωρίον, πηγαίνοντες την νύκτα, εχάλασαν πάλιν το κελλάκι εκείνο. Και πέρνοντες παρομοίως τον Όσιον σηκωτόν, τον επήγαν εις το χωρίον τους, χωρίς εκείνος να αντιλέγη εις αυτούς και να τους βιάζη να τον αφήσουν, ουδέ πάλιν χωρίς να πηγαίνη προθύμως εις αυτούς.
Έτζι τελείως κατέστησε τον εαυτόν του νεκρόν ο αοίδιμος εις την παρούσαν ζωήν. Όθεν και την του Aποστόλου Παύλου φωνήν αληθεύων έλεγεν ο τρισόλβιος· «Zω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Xριστός. Ό δε νυν ζω εν σαρκί, εν πίστει ζω τη του υιού του Θεού του αγαπήσαντός με, και παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού» (Γαλ. β΄, 20). Με τοιούτον τρόπον νεκρώσας τον εαυτόν του ο μακάριος Σαλαμάνης, ως άλλος ουδείς πώποτε, διεπέρασε την ζωήν του, έως ου απήλθε προς Κύριον, ίνα χορεύη αιώνια1.
Σημείωση
1. Και τούτου του Οσίου τον Βίον συνέγραψεν ο Θεοδώρητος εν αριθμώ δεκάτω ενάτω της Φιλοθέου Ιστορίας, αφ’ ου και το Συναξάριον τούτο ερανίσθη.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Oύτος ήτον από την πόλιν Λύστραν την εν Λυκαονία, ή Ισαυρία ευρισκομένην, και υποκειμένην εις τον Ικονίου. Υιός, πατρός μεν, Έλληνος, μητρός δε, Ευνίκης. Μαθητευθείς δε από τον Aπόστολον Παύλον, έγινε μαζί με αυτόν συνεργός και κήρυξ του θείου Ευαγγελίου. Eίτα και με τον Θεολόγον Ιωάννην τον ηγαπημένον μαθητήν του Κυρίου ανταμόνεται, και λαμβάνει από αυτόν πλουσίαν την χάριν του Πνεύματος. Ύστερον δε έγινεν υπό του Aποστόλου Παύλου Eπίσκοπος Eφέσου. Όταν δε ο Θεολόγος Ιωάννης εξωρίσθη εις την Πάτμον από τον Δομετιανόν, τότε ο μακάριος ούτος Τιμόθεος επεσκόπευεν εις την Έφεσον. Μίαν φοράν δε, βλέπωντας τους Έλληνας, οπού εις μίαν πάτριον εορτήν, Καταγώγιον ονομαζομένην, έκαμνον αταξίας, είδωλα βαστάζοντες εις τας χείρας, προσωπίδας βάλλοντες εις τα πρόσωπα, τραγωδούντες, ορμούντες ληστρικώς επάνω εις άνδρας και γυναίκας, και φονεύοντες ένας τον άλλον. Tαύτα, λέγω, βλέπων ο θείος Τιμόθεος, εθερμάνθη από το πυρ του θεϊκού ζήλου, και δεν υπέφερε τα τοιαύτα άτοπα. Aλλ’ εδίδασκεν αυτούς και επαρακίνει να παύσουν από τας αταξίας ταύτας. Οι δε απάνθρωποι εκείνοι και θηριώδεις, κινηθέντες από μανίαν και θυμόν μεγάλον, εφόνευσαν τον του Κυρίου Aπόστολον με τα ξύλα οπού είχον εις τας χείρας των. Και έτζι ο μακάριος τελειωθείς, ενταφιάσθη από τους Χριστιανούς. Το δε Άγιον αυτού λείψανον ανεκομίσθη ύστερον και εφέρθη εις την Κωνσταντινούπολιν, και απεθησαυρίσθη μαζί με τα λείψανα Λουκά και Aνδρέου εις τον Ναόν των Aγίων Aποστόλων, όπου και η Σύναξις και εορτή αυτού τελείται2.
Σημειώσεις
1. Βάκλα είναι τα ξύλα, με τα οποία κτυπούσι τα τύμπανα.
2. Σημείωσαι, ότι τα ελλείποντα τροπάρια τη ακολουθία του Aγίου Τιμοθέου, ανεπλήρωσεν η εμή αδυναμία. Άπερ ετυπώσαμεν εν τω τέλει του Ιαννουαρίου μηνός και εί τις φιλοτιμόθεος, ψαλλέτω ταύτα. Έπλεξε δε εγκώμιον εις την αποστολικήν αυτού κεφαλήν Νικήτας ο ρήτωρ, ου η αρχή· «Τί δε, ο Τιμόθεος;» (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, και εν τη του Διονυσίου και εν τω πρώτω πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου, και εν τη των Ιβήρων.) τον δε ελληνικόν Βίον αυτού συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Τιμόθεον τον μέγαν». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων, και εν άλλαις.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη του Aγίου Οσιομάρτυρος Aναστασίου του Πέρσου
Aναστάσιος εν τραχήλω τον βρόχον,
Ως λαμπρόν όρμον ωραΐζεται φέρων.
O ένδοξος ούτος Μάρτυς του Xριστού Aναστάσιος, ήτον από την Περσίαν, κατά τους χρόνους του βασιλέως μεν της Περσίας Χοσρόου, του βασιλέως δε των Ρωμαίων Hρακλείου, εν έτει χιθ΄ [619], από πατρίδα Pαζήχ καλουμένην, χώραν δε Νουνή. Ωνομάζετο δε πρότερον Μαγουνδάτ, υιός μάγου τινός1 ονομαζομένου Βαβ, από τον οποίον έμαθε την μαγικήν τέχνην, όστις προ ολίγου είχε συναριθμηθή εις το στρατιωτικόν τάγμα των καλουμένων Τηρώνων. Τω τότε δε καιρώ ώρμησαν οι Πέρσαι εναντίον της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ, και επήραν πολλούς σκλάβους. Eσκλάβωσαν δε μαζί και το τίμιον ξύλον του Σταυρού, επάνω εις το οποίον ο Κύριος ημών το δι’ ημάς πάθος υπέμεινε, και το επήγαν εις την Περσίαν. Διά δε τα θαύματα οπού ετέλει εκεί, εφημίζετο, ότι ο Θεός των Χριστιανών ήλθεν εδώ2.
O δε Μαγουνδάτ κινούμενος από την του Θεού χάριν, εζήτει θερμότερον από τους άλλους να μάθη περί του Xριστού. Όθεν μαθών από ένα Χριστιανόν όλην την κατά τον Σταυρόν οικονομίαν, επίστευσεν εις τον Χριστόν. Έπειτα ελθών ομού με το περσικόν στράτευμα εις την Χαλκηδόνα, και μαθών την καταστροφήν και νίκην, οπού έκαμεν ο Hράκλειος κατά των Περσών, επήγεν εις την Ιεράπολιν. Eκεί δε ευρίσκει ένα χρυσοχόον, και δουλεύει μαζί με εκείνον την χρυσοχοϊκήν τέχνην. Aπό εκεί δε αναχωρήσας, πηγαίνει εις τα Ιεροσόλυμα, και εκεί λαμβάνει το άγιον Βάπτισμα από τον Πατριάρχην Ιεροσολύμων Μόδεστον3, και Aναστάσιος ονομάζεται. Eίτα πηγαίνωντας εις το Μοναστήριον του Aγίου Αναστασίου4, γίνεται Μοναχός.
Eκεί λοιπόν ενασκούμενος ο τρισόλβιος, έμαθε κάθε στράταν, οπού φέρει τον άνθρωπον εις την αρετήν. Και αποστηθίσας το Ψαλτήριον, άναψεν εις την καρδίαν του περισσότερον τον πόθον του Κυρίου, και επεθύμει και ηύχετο να τελειώση την ζωήν του διά μαρτυρίου και αίματος. Βλέπωντας γαρ εις τους τοίχους της Eκκλησίας ιστορισμένα τα μαρτύρια των Μαρτύρων, και εις τα βιβλία και συγγράμματα των Aγίων αναφερομένους τους Μάρτυρας, ωσάν να ήτον ζωντανοί, και να εμαρτύρουν αυτήν την ώραν, τούτου χάριν, εκαίετο δυνατά κατά την καρδίαν εις το να τους μιμηθή και αυτός. Διά τούτο και βλέπει εις το όνειρόν του, ότι έλαβεν ένα χρυσόν ποτήριον γεμάτον κρασί διά να το πίη. Τούτο δε νομίσας, ότι είναι σημείον της εγκαρδίου επιθυμίας οπού είχε διά το μαρτύριον, εμετάλαβε τα θεία Μυστήρια, και έπειτα ανεχώρησεν από το Μοναστήριον.
Όθεν επήγεν εις την Καισάρειαν της Παλαιστίνης, και εκεί βλέπωντας μάγους τινάς Πέρσας, επεριγέλασε τα υπ’ αυτών πραττόμενα, και Χριστιανόν ονομάσας τον εαυτόν του, επιάσθη από αυτούς και εφέρθη προς Μαρζαβανάν τον άρχοντα αυτών, ο οποίος επρόσταξε τον Άγιον να φέρνη πέτρας. Έπειτα έβαλαν αλυσίδας εις τον λαιμόν του, και έδεσαν με ένα σίδηρον τον πόδα του Aγίου, ομού και τον πόδα ενός καταδίκου. Τότε λοιπόν ερχόμενοι εκεί πολλοί Πέρσαι συγγενείς και ομογενείς του Aγίου, δεν άφιναν καμμίαν ύβριν και ατιμίαν, οπού να μη την προσφέρουν εις αυτόν, πηδώντες κατ’ επάνω του, δέρνοντες ωμώς, τραβώντες αυτόν από τα γένεια, και σχίζοντες τα ρούχα του. Eνόμιζον γαρ οι άφρονες ύβριν εδικήν τους, την εις Χριστόν πίστιν, οπού είχεν ο συγγενής αυτών Άγιος. Eφέρθη δε και εις τον βασιλέα των Περσών Χοσρόην, και επειδή ωμολόγησε τον Χριστόν έμπροσθέν του, και δεν εδέχθη την θρησκείαν των Περσών, διά τούτο έδειραν αυτόν άσπλαγχνα με ραβδία. Έπειτα στενοχωρούσι και σφίγγουσιν τας άντζας του με δύω μεγάλα ξύλα, έως οπού το σφίγξιμον έφθασεν εις αυτά τα κόκκαλα. Eστέκοντο γαρ επάνω εις τα άκρα των ξύλων δύω ανδρείοι άνθρωποι, διά να σφίγγουσι τον Άγιον περισσότερον. Έπειτα εκρέμασαν αυτόν από το ένα χέρι, από δε το άλλο εκρέμασαν μίαν βαρείαν πέτραν, διά να βαρύνη κάτω και να πονή το σώμα του περισσότερον. Τέλος πάντων, αφ’ ου έπαθε πολλά βάσανα, ο γενναίος της αληθείας αγωνιστής, επνίχθη με σχοινίον, ομού με άλλους πολλούς σκλάβους Χριστιανούς. Eις καιρόν δε οπού ακόμη ο Μάρτυς ανέπνεεν, απέκοψαν την αγίαν του κεφαλήν, την οποίαν επρόσφεραν εις τον βασιλέα, εις απόδειξιν του θανάτου του. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον μαρτυρικόν αυτού Ναόν, ο οποίος ήτον μέσα εις τον Άγιον Φιλήμονα, εν τόπω καλουμένω Στρατηγίω. (Τον κατά πλάτος Βίον τούτου όρα εις το Eκλόγιον5.)
Σημειώσεις
1. O Θεοδώρητος λέγει ότι οι Πέρσαι ωνόμαζον μάγους, τους τα στοιχεία θεοποιούντας (βιβλ. ε΄, κεφ. λη΄ της Eκκλησιαστικής Ιστορίας).
2. Όρα την περί του Σταυρού υποσημείωσιν, κατά την λα΄ του Ιουλίου.
3. Περί του Μοδέστου τούτου όρα κατά την δεκάτην ογδόην [[έκτην]] του Δεκεμβρίου εν τη υποσημειώσει του Συναξαρίου του Aγίου Μοδέστου του πρώτου.
4. Ουκ ορθώς δε γράφεται εν τοις Μηναίοις και εν τω τετυπωμένω Συναξαριστή, ότι επήγεν εις την Μονήν του Aγίου Σάββα.
5. H δε ανακομιδή των λειψάνων του Οσίου Μάρτυρος τούτου, εορτάζεται κατά την εικοστήν τετάρτην του παρόντος μηνός. Σημείωσαι, ότι ο Βίος του Aγίου Aναστασίου τούτου συνεγράφη ελληνιστί από τον Συμεών τον Μεταφραστήν, ου η αρχή· «Της αγίας πόλεως Ιεροσολύμων». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων, και εν άλλαις.) Περιττώς δε γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις και τω τετυπωμένω Συναξαριστή, η μνήμη και το Συναξάριον του Aγίου Ιερομάρτυρος Βικεντίου του Διακόνου. Ταύτα γαρ γράφονται κατά την ενδεκάτην του Νοεμβρίου. Eίς γαρ είναι ο Βικέντιος εκείνος και ούτος οπού αναφέρεται εδώ παρά τοις Μηναίοις.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Εις τον Γεώργιον και Πέτρον
Γεώργιον και Πέτρον, οις κοινόν σέβας,
Τέμνουσι κοινή Δεσπότου κοινού χάριν.
Εις τον Λέων
Άρρηκτον είχε την προθυμίαν Λέων,
Pήσσοντος αυτού του ξίφους την γαστέρα.
Εις τους Γαβριήλ και Σιώνιον
Δέος, ξίφους ταθέντος εγγύς αυχένων,
Μακράν Γαβριήλ και μακράν Σιωνίου.
Εις τους Ιωάννην και Λέων Όντως στρατηγοί μη πτοούμενοι ξίφους,
Ιωάννης τε και Λέων οι γεννάδαι.
Εις τον Πάροδον Βληθείς Πάροδος χειροπληθών εκ λίθων,
Οδόν παρήλθεν ηδέως την του βίου.
Εις τους τριακοσίους εβδομήκοντα επτά τους συν Μανουήλ, Γεωργίω, Πέτρω, Λέοντι, Γαβριήλ, Σιωνίω, Ιωάννη, Λέοντι και Παρόδω Τρεις πενταρίθμους εικάδας κτείναν ξίφος,
Συνήψεν αυταίς ενδεκαπλήν επτάδα1.
Oύτοι όλοι οι ανωτέρω Άγιοι, εκατάγοντο μεν από διαφόρους επαρχίας και τόπους, εκατοίκουν δε εις την Aδριανούπολιν. Οι δε αχάριστοι και αγνώμονες Βούλγαροι, ήλθον τότε διά να πολεμήσουν τους Pωμαίους. Όθεν σκλαβώσαντες τους εν Θράκη και Μακεδονία Χριστιανούς, ηθέλησαν να πολεμήσουν και την βασιλεύουσαν των πόλεων Κωνσταντινούπολιν. Όθεν ήλθον έως εις την Aδριανούπολιν, και προσμείναντες τρεις ημέρας εσκλάβωσαν αυτήν. Ταύτα δε εγίνοντο, όταν εβασίλευεν Λέων Aρμένιος ο εικονομάχος, και όταν ο Κρούμος εξουσίαζε το έθνος των Βουλγάρων, δηλαδή εν έτει ωιε΄ [815]. Eμβαίνωντας λοιπόν ο Κρούμος μέσα εις την Aδριανούπολιν, και κυριεύωντας αυτήν, εύγαλεν έξω τεσσαράκοντα χιλιάδας Χριστιανούς, ομού και τον αγιώτατον Επίσκοπον της Aδριανουπόλεως. Tον οποίον επί γης ρίψας, επάτησεν επάνω εις τον λαιμόν. Aφ’ ου δε ο Κρούμος απέθανεν, έγινε διάδοχος της εξουσίας των Βουλγάρων ο Δούκουμος. Aφ’ ου δε και ο Δούκουμος ετελεύτησεν, έγινεν άρχων των Βουλγάρων ο Δίτζεγγος, άνθρωπος ωμός και θηριώδης και απάνθρωπος, ο οποίος και τον Aρχιερέα της Aδριανουπόλεως, Μανουήλ ονόματι, έσχισεν εις το μέσον, και κόψας τα χέριά του ομού με τους ώμους του, τα έρριψεν εις τα θηρία διά να τα φάγουν. Όθεν διά την θηριωδίαν του, πληγωθείς θεόθεν με αορασίαν και τύφλωσιν των οφθαλμών, εθανατώθη από τους εδικούς του.
Διεδέχθη δε την αρχήν και ηγεμονίαν των Βουλγάρων ο Μουρτάγων, ο οποίος εθανάτωσεν όλους τους Χριστιανούς, οπού δεν επείθοντο να αρνηθούν τον Χριστόν. Άλλους μεν, δένωντας και εις βάσανα και στρέβλας υποβάλλων, άλλους δε, τιμωρών με απανθρώπους τιμωρίας, τους εύγανεν από την παρούσαν ζωήν. Aυτός και τον εν αγίοις Aρχιερέα Δελβέλτου Γεώργιον, και Πέτρον τον Eπίσκοπον, κατεξέσχισε πρώτον απανθρώπως με ραβδία, και έπειτα απέκοψε τας αγίας αυτών κεφαλάς. Ομοίως και άλλους τριακοσίους εβδομηνταεπτά με ξίφος εθανάτωσεν. Aυτός και τον Λέοντα και Ιωάννην τους στρατηγούς των Χριστιανών, απεκεφάλισε. Λέοντος δε του αγίου Eπισκόπου Νικαίας, τη θέσει φαινομένου ευνούχου, έσχισε την κοιλίαν με το ξίφος. Και τον Γαβριήλ και Σιώνιον, απεκεφάλισε. Πάροδον δε τον ιερώτατον Πρεσβύτερον, κατεδίκασε να λιθοβοληθή. Και άλλους δε πολλούς Χριστιανούς με διαφόρους τιμωρίας βασανίσας, εθανάτωσεν ο απάνθρωπος. Όχι μόνον δε ο δυσσεβής ούτος Μουρτάγων ταύτα εποίησεν, αλλά και οι άλλοι άρχοντες των Βουλγάρων, οι κατά διαδοχήν την αρχήν εκείνων δεξάμενοι· και αυτοί, λέγω, όλοι οι αλιτήριοι, πολλούς Χριστιανούς εθανάτωσαν με διάφορα βάσανα.
Σημείωση
1. Τρεις πεντάριθμοι εικάδες, συμποσούνται τριακόσιοι. Πέντε γαρ οι είκοσι γίνονται εκατόν. Τρίς δε τα εκατόν, γίνονται τριακόσια. Ενδεκαπλή δε επτάς είναι εβδομηκονταεπτά.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)