Αρχική Blog Σελίδα 13

Mνήμη του δικαίου Ιησού του Ναυή (1η Σεπτεμβρίου)

Ιησούς του Ναυή. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

O δίκαιος Iησούς υιός Nαυή εν ειρήνη εκοιμήθη

Oν του τρέχειν έστησεν ήλιον πάλαι,
Λιπών Iησούς, ήλιον δόξης βλέπει.

Ιησούς του Ναυή. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος έγινεν, υιός μεν του Nαυή, διάδοχος δε του Προφήτου Mωυσέως, του νομοθέτου των Eβραίων. Nικήσας δε την Iεριχώ, ήτις ήτον πόλις των αλλοφύλων, είδε τον αρχιστράτηγον Mιχαήλ, κρατούντα σπαθί εις την χείρα του. Όθεν ρίψας τα άρματα κάτω, έπεσεν εις τους πόδας αυτού. Πολεμώντας δε τους Γαβαωνίτας αλλοφύλους, και βλέπωντας πως ο ήλιος επλησίαζε να βασιλεύση, έχωντας προθυμίαν διά να πολεμήση ακόμη, παρεκάλεσε τον Θεόν και είπε· «στήτω ο ήλιος κατά Γαβαών» (Iη. ι΄, 12), ήγουν ας σταθή ο ήλιος εναντίον της πόλεως Γαβαών. Kαι ω του θαύματος! ευθύς εστάθη ο ήλιος από τον δρόμον του, έως οπού ενίκησε κατά κράτος τους αλλοφύλους. Διαπεράσας δε τον λαόν των Iουδαίων από την έρημον, και διαμοιράσας εις αυτόν την γην της επαγγελίας, ήτοι την Παλαιστίνην και Iερουσαλήμ, έγινε φοβερός εις τους εχθρούς αλλοφύλους, και έτζι δείξας την ανδρίαν και αρετήν του με πολλούς και διαφόρους πολέμους, εις διάστημα χρόνων ολοκλήρων εικοσιεπτά, και φανείς αυθέντης και ηγεμών του Iσραηλητικού λαού με οσιότητα και δικαιοσύνην, απέθανε, και ετάφη τιμίως από τον ίδιον λαόν του Iσραήλ. Kαθώς ταύτα πάντα διηγείται το ξεχωριστόν Bιβλίον αυτού του ιδίου Iησού του Nαυή. Eπρόλαβε δε την Xριστού γέννησιν έτη χίλια τετρακόσια τεσσαράκοντα δύω1.

Σημείωση

1. Σημείωσαι ότι τας σάλπιγγας, τας οποίας σαλπίσαντες οι Iερείς επί του Iησού τούτου, εκρήμνισαν τα τείχη της Iεριχώ, ταύτας λέγω, τας έφερεν ο βασιλεύς Iουστινιανός, και τας έβαλεν εις τον Nαόν της Aγίας Σοφίας. Kαι όρα σελ. 1152 της Δωδεκαβίβλου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Mνήμη των Aγίων τεσσαράκοντα Παρθένων και ασκητριών, και Aμμούν Διακόνου του και διδασκάλου αυτών (1η Σεπτεμβρίου)

Μαρτύριο των Aγίων τεσσαράκοντα Παρθένων και ασκητριών και Aμμούν Διακόνου του και διδασκάλου αυτών. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη των Aγίων τεσσαράκοντα Παρθένων και ασκητριών, και Aμμούν Διακόνου του και διδασκάλου αυτών

Εις τας Παρθένους
Δισεικαρίθμοις Παρθένοις πυρ και ξίφος,
Θεού προεξένησαν Yιόν νυμφίον.

Εις τον Αμμούν
Aμμούν καλύπτραν έμπυρον δεδεγμένος,
Tο σαρκικόν κάλυμμα χαίρων εξέδυ.

Μαρτύριο των Aγίων τεσσαράκοντα Παρθένων και ασκητριών και Aμμούν Διακόνου του και διδασκάλου αυτών. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Aύται αι Άγιαι Γυναίκες ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Λικινίου εν έτει τε΄ [305], καταγόμεναι από την Aδριανούπολιν της Mακεδονίας· αι οποίαι Xριστιαναί ούσαι, ηκολούθησαν εις τον Xριστόν, έχουσαι διδάσκαλον και οδηγόν τον Διάκονον Aμμούν. Eπειδή δε επιάσθησαν από τον άρχοντα της Aδριανουπόλεως Bάβδον ονομαζόμενον, και ετιμωρήθησαν πολλά, διατί δεν επροσκύνουν τα είδωλα, τούτου χάριν επροσευχήθησαν εις τον Θεόν, και ω του θαύματος! ευθύς αρπάχθη και εκρεμάσθη εις τον αέρα ο ιερεύς των ειδώλων. Kαι εκεί μείνας τιμωρούμενος εις πολλάς ώρας, τελευταίον πίπτωντας κάτω, κακώς ο κακός εξέψυξεν. O δε Άγιος Aμμούν κρεμάται και ξέεται κατά τας πλευράς. Έπειτα δέχεται εις την κεφαλήν μπαρμπούταν σιδηράν πεπυρακτωμένην.

Eπειδή δε ουδεμίαν βλάβην εκ ταύτης έλαβεν, απεστάλθη ομού με τας ανωτέρω Aγίας Παρθένους από την Bερρόην εις την Hράκλειαν της Θράκης, προς τον τύραννον Λικίνιον. Όθεν με την προσταγήν αυτού, αι μεν δέκα Παρθένοι, εβάλθησαν εις την φωτίαν και ετελειώθησαν· αι δε οκτώ, απεκεφαλίσθησαν ομού με τον Διάκονον Aμμούν· αι δε άλλαι δέκα, κτυπηθείσαι με το σπαθί εις το στόμα και εις την καρδίαν, παρέδωκαν το πνεύμα. Aπό δε τας επιλοίπους δώδεκα, οπού έμειναν, άλλαι μεν, κατεκόπησαν από μαχαίρας, άλλαι δε, λαβούσαι εις το στόμα σίδερα αναμμένα, προς Kύριον εξεδήμησαν.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 31 Αὐγούστου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΕΟΡΤΗΣ (ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ)
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
9: 1-7

Ἀδελφοί, εἶχεν ἡ πρώτη σκηνὴ δικαιώματα λατρείας τό τε ῞Αγιον κοσμικόν. Σκηνὴ γὰρ κατεσκευάσθη ἡ πρώτῃ ἐν ᾗ ἥ τε λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ ἡ πρόθεσις τῶν ἄρτων, ἥτις λέγεται ῞Αγια. Μετὰ δὲ τὸ δεύτερον καταπέτασμα σκηνὴ ἡ λεγομένη ῞Αγια ῾Αγίων, χρυσοῦν ἔχουσα θυμιατήριον καὶ τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης περικεκαλυμμένην πάντοθεν χρυσίῳ, ἐν ᾗ στάμνος χρυσῆ ἔχουσα τὸ μάννα καὶ ἡ ῥάβδος ᾿Ααρὼν ἡ βλαστήσασα καὶ αἱ πλάκες τῆς διαθήκης, ὑπεράνω· δὲ αὐτῆς Χερουβὶμ δόξης κατασκιάζοντα τὸ ἱλαστήριον· περὶ ὧν οὐκ ἔστι νῦν λέγειν κατὰ μέρος. Τούτων δὲ οὕτω κατεσκευασμένων εἰς μὲν τὴν πρώτην σκηνὴν διὰ παντὸς εἰσίασιν οἱ ἱερεῖς τὰς λατρείας ἐπιτελοῦντες, εἰς δὲ τὴν δευτέραν ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ μόνος ὁ ἀρχιερεύς, οὐ χωρὶς αἵματος, ὃ προσφέρει ὑπὲρ ἑαυτοῦ καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
19: 16-26

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νεανίσκος τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ γονυπετῶν αὐτῷ καὶ λέγων· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον; ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεὸς. εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν, τήρησον τὰς ἐντολάς. λέγει αὐτῷ· Ποίας; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· Τὸ οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καί, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ; ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. ἀκούσαντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες· Τίς ἄρα δύναται σωθῆναι; ἐμβλέψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ὁμιλία στὴν ἑορτὴ τῆς Κατάθεσης τῆς τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τὴν τιμὴ τῆς Θεοτόκου στὴν Κύπρο (31/8)

Ἡ Τιμία Ζώνη τῆς Θεοτόκου

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ὁμιλία στὴν ἑορτὴ τῆς Κατάθεσης τῆς τιμίας Ζώνης τῆς περαγίας Θεοτόκου καὶ τὴν τιμὴ τῆς Θεοτόκου στὴν Κύπρο
(ἱερὸς ναὸς Ἁγίου Γεωργίου Ἐξορινοῦ
τῆς ἐντὸς τῶν τειχῶν Ἀμμοχώστου,
Κυριακή, 30.08.2015)

Ἱερὸς ναὸς Ἁγίου Γεωργίου Ἐξορινοῦ 
τῆς ἐντὸς τῶν τειχῶν Ἀμμοχώστου

Ἀξιωνόμαστε καὶ σήμερα, ἀγαπητοί μου ἐν Κυρίῳ πατέρες καὶ ἀδελφοί, νὰ προσφέρουμε τὴν ἀναίμακτο λατρεία, νὰ τελέσουμε τὴ θεία Λειτουργία στὸν ἱερὸ τοῦτο ναό, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς αὐριανῆς ἑορτῆς τῆς ἁγίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου. Καὶ τοῦτο ἀποτελεῖ μεγάλη εὐλογία ἐκ Θεοῦ καὶ σημεῖον χάριτος καὶ προοδοποιεῖ ἄλλες ἐπερχόμενες εὐλογίες. Προσωπικάσυγχωρεῖστε με ποὺ ὁμιλῶ σὲ πρῶτο πρόσωποεἶναι ἰδιαίτερα μεγάλη ἡ συγκίνησή μου σήμερα, ποὺ ἀξιώνομαι νὰ λειτουργηθῶ καὶ νὰ λειτουργήσω γιὰ πρώτη φορά, ὡς κληρικός, σὲ ναὸ τῆς γενέτειράς μου, καὶ δὴ τῆς ἐντὸς τῶν τειχῶν βυζαντινῆς καὶ μεσαιωνικῆς Ἀμμοχώστου· στὸν εὐλογημένο τοῦτο ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Ἐξορινοῦ, που ἐκκλησιάζονταν παλαιότερα οἱ συγγενεῖς καὶ πρόγονοί μας, μέχρι τοὺς παπποῦδες καὶ τοὺς γονεῖς μας. 

Ἱερὸς Ναὸς Ἁγίας Ζώνης Βαρωσίων (18ος Αἰῶνας)

Καί, πειδὴ αὔριο εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς ἁγίας Ζώνης τῆς Παναγίας μας καί, ἀκόμη, πειδὴ στὸ ὄνομά της τιμῶνται μεσαιωνικὸς ναὸς (15ου αἰ.) ἐδῶ στὴν παλαιὰ Ἀμμόχωστο, που θὰ μεταβοῦμε μετὰ τὸ πέρας τῆς θείας Λειτουργίας, καθὼς καὶ νεώτεροςιθανώτατα 18ου ἡ ἀρχικὴ φάση) στὴ μεταγενέστερη πόλη τῶν Βαρωσίων (ὁ ναός, στὸν ὁποῖο ἐκκλησιαζόμουν κατὰ τὴν παιδική μου ἡλικία), προτίμησα σήμερα νὰ μοιραστῶ μὲ τὴν ἀγάπη σας λίγες σκέψεις ἐπάνω στὴν ἑορτὴ τούτη καὶ τὴν τιμὴ τῆς Θεοτόκου στὸ ἁγιασμένο μας νησί.

Σύμφωνα μὲ ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ποὺ καταγράφεται σὲ συναξάρια καὶ λόγους Πατέρων στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἡ Παναγία μας, προτοῦ μεταστεῖ πρὸς τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἄφησε ὡς εὐλογία τὰ ἱμάτιά της σὲ δύο πτωχὲς Ἑβραῖες παρθένους, ποὺ τὴν εἶχαν ὑπηρετήσει. 

Ἡ μία ἐσθῆταοδήρης χιτῶνας μὲ μανίκια) τῆς Θεοτόκου μεταφέρθηκε ἐπὶ Λέοντος τοῦ Α´ (457-474) στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατατέθηκε στὸν περίφημο ναὸ τῶν Βλαχερνῶν, γεγονὸς ποὺ τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 2 Ἰουλίου. 

Ἡ Τιμία Ζώνη τῆς Θεοτόκου

Ἡ Ζώνη τῆς Θεοτόκου, χωρὶς νὰ ἔχουμε σχετικὲς μαρτυρίες γιὰ τὸ πότε καὶ πῶς, μεταφέρεται στὴν ἐπισκοπὴ τῆς Ζήλας, πόλη κοντὰ στὴν Ἀμάσεια τοῦ Πόντου. πὸ ἐκεῖ μετακομίσθηκε κι αὐτὴ κατὰ τὴ βασιλεία τοῦ Μεγάλου Ἰουστινιανοῦερὶ τὸ 530) στὴ Βασιλεύουσα, τὴ Νέα Ρώμη —ποὺ ἀκόρεστα συνέλεγε πανταχόθεν ὅλα τὰ καλὰ καὶ θαυμαστὰ καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀναδειχθεῖ καὶ Νέα Ἱερουσαλήμκαὶ κατατέθηκε στὸν γνωστὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων. Εἶναι ἀκριβῶς τὴν κατάθεση αὐτή, ποὺ τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 31 Αὐγούστου. Τὸν ναὸ τοῦτο ἀνακαίνισε καὶ προικοδότησε πλουσιοπάροχα ὁ Ἰουστῖνος Β´ (565-578), ὁ ὁποῖος καὶ ἀνήγειρε ἐκεῖ παρεκκλήσι, γιὰ νὰ στεγαστεῖ ἡ ἁγία Ζώνη. Τὸ ἱερώτατο τοῦτο κειμήλιο ἀναδείχθηκε πηγὴ θαυμάτων ἀνὰ τοὺς αἰῶνες. Εἶναι γνωστὸ τὸ ἐξαίσιο θαῦμα, ποὺ τέλεσε στὴ σύζυγο τοῦ Λέοντος ΣΤ´ τοῦ Σοφοῦ, Ζωὴ Καρβονοψίναερὶ τὸ 888), πελευθερώνοντάς την ἀπὸ τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα, ποὺ τὴν κατεῖχε. Ἡ ἁγία Ζώνη μεταγενέστερα τεμαχίστηκε γιὰ εὐλογία καὶ τὰ ἱερὰ τοῦτα κειμήλια ἀκολούθησαν τὶς ἱστορικὲς περιπέτειες τοῦ γένους τῶν Ρωμαίων. πως εἶναι γνωστό, ἕνα τέτοιο τεμάχιο τῆς Θεομητορικῆς Ζώνης δωρήθηκε κατὰ τὸν 14ο αἰ. πὸ τὸν Σέρβο ἅγιο πρίγκηπα Λάζαρο στὴν ἀθωνικὴ μονὴ Βατοπεδίου, που διαφυλάσσεται μέχρι σήμερα, εὐωδιάζοντας καὶ θαυματουργῶντας. Ἡ τιμὴ τῆς ἁγίας Ζώνης, γιὰ τὴ χάρη καὶ τὰ θαύματά της, ξαπλώθηκε μὲ τὰ χρόνια σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ὀρθόδοξης οἰκουμένης καὶ ἀνεγέρθηκαν ἀρκετοὶ ναοὶ πρὸς τιμή της. Ἡ εὐλογημένη μας νῆσος οὔτε ἐδῶ ὑστέρησε τῆς Θεομητορικῆς εὐλογίας: Μαζὶ μὲ τοὺς ὡς ἄνω δύο ναούς, εἶναι γνωστοὶ ἀκόμη τρεῖς ναοὶ στὸ ὄνομά της σὲ λειτουργία (στὴν πόλη τῆς Λεμεσοῦ καὶ στὰ χωριὰ Μονὴ καὶ Ἀπαισιὰ Λεμεσοῦ).

Καί, γιὰ νὰ στρέψουμε τὸν λόγο στὴν Παναγία Μητέρα τοῦ Χριστοῦ μας, τὴν ὁποία στὴν οὐσία τιμοῦμε, τιμῶντας τὴν ἁγία της Ζώνη, θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε πὼς δὲν ὑπῆρξε, οὔτε θὰ ὑπάρξει ἅγιος ἢ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἢ εὐλαβὴς πιστός, ποὺ δὲν ἀγάπησε ὑπερβαλλόντως καὶ δὲν ἀγαπᾶ ἢ δὲν θὰ ἀγαπᾶ μὲ ἰδιαίτερο υἱϊκὸ φίλτρο τὴν Θεοτόκο Μαρία. Τὴν ταπεινὴ κόρη τῆς Ναζαρέτ, ποὺ γιὰ τὴν ἄκρα της καθαρότητα, τὴν ὑπερβάλλουσα ταπείνωση, τὴν ἀκήρατη παρθενία, τὸ ἀμόλυντο καὶ ἀναμάρτητό τηςἡ Παναγία, ὡς γνωστόν, δὲν ὑπέπεσε σὲ ἑκούσια ἁμαρτήματα, οὔτε κἂν μὲ τὸν λογισμό—, ἀξιώθηκε νὰ ἑλκύσει τὴν ἄκρα εὔνοια καὶ Χάρη τοῦ Ὑψίστου, καὶ νὰ γίνει Νύμφη τοῦ Θεοῦ Πατέρα ἀνύμφευτη. Νὰ γίνει, μὲ τὴν ἐπέλευση τοῦ Παναγίου Πνεύματος, Μητέρα τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, πὸ ἄκρα ἀγάπη καὶ συγκατάβαση στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων σαρκώθηκε ἀπὸ τὰ ἅγια αἵματά Της. Ἔτσι ἡ Παναγία μας ἔγινε τὸ ὄργανο τῆς σωτηρίας μας. Καὶ μὲ τὸ Θεομητορικό της ἀξίωμα κατέστη ὑψηλότερη ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἀγγέλους καὶ ἁγίους. Ἔγινε ἡ μετὰ Θεὸν Θεός, ἔχουσα τὰ δευτερεῖα τῆς ἁγίας Τριάδος, πως τὸ ᾀσματομελῳδεῖ ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.

Καὶ ἡ ἐκκλησιαστική μας ἱστορία, οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων καὶ τὰ συναξάρια, οἱ ποικίλες ψυχωφελεῖς διηγήσεις καὶ τὸ Γεροντικό, τὸ Λειμωνάριο, τὰ πατερικὰ βιβλία, εἶναι γεμάτα ἀπὸ θαυμαστὲς θεομητορικὲς ἐμφάνειες, θαύματα καὶ εὐεργεσίες τῆς Θεοτόκου, σ᾽ ὅλα τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Δὲν ἔχει χωριό, πόλη καὶ χώρα, ποὺ δὲν εὐεργετήθηκε ἀπὸ τὴ Μεγαλόχαρη. 

Καὶ ἡ ἰδιαίτερη πατρίδα μας, ἡ ἁγιοτόκος καὶ Νῆσος τῶν Ἁγίων Κύπρος εὐμοίρησε ἰδιαίτερης χάρης, προστασίας καὶ εὐλογίας τῆς Παναγίας μας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐξαιρετικὰ τιμήθηκε καὶ συνεχίζει νὰ τιμᾶται στὸ νησί μας, ὥστε αὐτὸ θὰ μποροῦσε ἀφόβως νὰ διεκδικήσει τὸν τίτλο τῆς «Νήσου τῆς Παναγίας» καὶ νὰ ὀνομαστεῖ ἕνα ἄλλο «Περιβόλι» Της. Ἀξιοσημείωτη ἐδῶ ἡ παράδοση γιὰ ἐπίσκεψη τῆς Θεοτόκου στὴν Κύπρο μὲ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο, που, στὸ Κίτιον, παρέδωσε στὸν φίλο τοῦ Υἱοῦ της καὶ τετραήμερο Λάζαρο ὠμοφόριο καὶ ἐπιμάνικα, τὰ ὁποῖα ἡ ἴδια εἶχε ὑφάνει. Πέραν τῆς ἱστορικῆς ἀξιοπιστίας αὐτῆς τῆς —παλαιᾶς πάντως— παράδοσης, ἡ ἀπὸ ἐνωρίτατους χρόνους τιμὴ στὸ νησὶ τῆς Θεοτόκου ἔχει πολλαπλὲς ἁπτὲς ἀρχαιότατες μαρτυρίες: Παλαιοχριστιανικὲς βασιλικὲς καὶ πρωτοβυζαντινοὶ ναοὶ τῆς Παναγίας στὴν Κύπρο, οἱ χρονολογούμενες στὸν 6ο/7ο αἰῶνα θαυμάσιες ψηφιδωτὲς ἀπεικονίσεις της στὴν Κανακαριὰ τῆς Λυθράγκωμης, στὴν Παναγία Κυρᾶ στὰ Λιβάδια Ἀμμοχώστου καὶ στὴν Ἀγγελόκτιστη στὸ Κίτιο, οἱ πάνω ἀπὸ τοὺς 200 γνωστοὺς σήμερα ναούς της καὶ πλεῖστα φερώνυμα τοπωνύμια, οἱ περὶ τὶς σαράντα γνωστὲς Μονές της, ἀλλὰ καὶ τὰ ποικίλα της θαύματα ἀνὰ τοὺς αἰῶνες στὸ νησί μας, ποτελοῦν ἀδιαμφισβήτητα τεκμήρια τῆς ἰδιαίτερης εὔνοιας καὶ ἀγάπης τῆς Θεοτόκου πρὸς τὴν Κύπρο, ἀλλὰ καὶ τῆς θαυμαστῆς Θεοτοκοφιλίας καὶ κατὰ δύναμιν υἱϊκῆς ἀγάπης καὶ ἀντιπροσφορᾶς εὐλαβείας καὶ σεβασμοῦ τῶν πιστῶν Κυπρίων. Ὁ ἰδιαίτερος μάλιστα αὐτὸς διαχρονικὸς σεβασμὸς τῶν πιστῶν κατοίκων τοῦ νησιοῦ πρὸς τὸ πανσέβαστό της πρόσωπο ἔχει δημιουργήσει ὁλόκληρο κατάλογο μοναδικῶν, γλυκυτάτων Θεομητροπρεπῶν ἐπικλήσεών της,  πὸ τὸν ὁποῖο, ἐνδεικτικὰ καὶ μόνον, σταχυολογοῦμε τὰ ἑξῆς στὴν Κύπρο προσωνύμιά Της: Ἁγνιώτισσα, Ἀσπροφοροῦσα, Ἀφέντρικα, Γλυκιώτισσα, Θεοσκέπαστη, Ἰαματική, Καθολική, Κανακαριώτισσα, Καταφυγιώτισσα, Κιβωτός, Κυκκώτισσα, Κυρὰ τοῦ Παντός, Κυρὰ τῶν Παίδων, Μάνα τῶν Παίδων, Παραδεισιώτισσα, Σφαλαγγιώτισσα, Φωτολάμπουσα, Χαρδακιώτισσα, Χρυσαλινιώτισσα, Χρυσελεοῦσα, Χρυσοαιματοῦσα, Χρυσαϊφυλιώτισσα, Χρυσοβαρυελεοῦσα, Χρυσοπαντάνασσα, Χρυσογαλοῦσα καὶ ἄλλα πολλά. 

Παναγία Θεοσκέπαστη. Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή, Καλοπαναγιώτης

Αὐτὸς ὁ ἴδιος σεβασμὸς καὶ ἀγάπη στὸ Πανάγιό της πρόσωπο ὁδήγησε καὶ ἐσᾶς, νὰ παραστεῖτε σήμερα ἐδῶ, στὴν προεόρτια αὐτὴ πανήγυρη τῆς Παναγίας μας, τῆς ἀληθινῆς καὶ μόνης μετὰ Θεὸν Καταφυγῆς ὅλου τοῦ κόσμου, σὲ θλίψεις καὶ ἀνάγκες καὶ συμφορές. Νὰ εὐχόμαστε ταπεινὰ ἡ Χάρη της νὰ μᾶς εὐλογεῖ, ἐνισχύει καὶ σκεπάζει σὲ ὅλα τὰ κατὰ Θεὸν ἔργα μας καὶ νὰ μᾶς ἐνισχύει ὅλους στὶς δύσκολες μέρες ποὺ ζοῦμε. Νὰ μᾶς ἀξιώσει ἀκόμη νὰ διέλθουμε τὸν παρόντα σύντομο βίο μὲ ἀγάπη γνήσια μεταξύ μας, εἰρήνη, μετάνοια καὶ ἔργα θεάρεστα. Καὶ στὴ φοβερὴ ὥρα τῆς Κρίσης, μὲ τὶς θεοπειθεῖς της ἱκεσίες, νὰ μᾶς ἀξιώσει καὶ τῆς οὐράνιας βασιλείας, που συμβασιλεύει μὲ τὸν Υἱό της, ὡς Παντοβασίλισσα, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.  

Ταῖς τῆς Παναχράντου Θεοτόκου πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν!

Ἁγίου Λουκᾶ Κριμαίας: Περὶ πλούτου καὶ πλουσίων (Ματθ. ιθ΄16-26)

Ἄγιος Λουκᾶς ὁ ἰατρός, Ἀρχιεπισκόπος Κριμαίας

Ἀκούσατε σήμερα τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα περὶ τοῦ πλούσιου νεανίσκου, ὁ ὁποῖος δὲν ἤθελε νὰ μοιράσει τὴν περιουσία του γιὰ νὰ γίνει κληρονόμος τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Τότε ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητές του ὅτι εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ περάσει καμήλα ἀπὸ βελονότρυπα παρὰ νὰ μπεῖ πλούσιος στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

[ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ: ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ]

Πρὶν δώσουμε ἑρμηνεία γιὰ τὸν λόγο ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸν πλούσιο νεανίσκο, ἀκοῦστε τί λέει ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος γιὰ τοὺς πλούσιους: «Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὁλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις· ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν, ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται, καὶ ὁ ἰὸς αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμῖν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν· ὡς πῦρ ἐθησαυρίσατε ἐν ἐσχάταις ἡμέραις· ἰδοὺ ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν τῶν ἀμησάντων τὰς χώρας ὑμῶν ὁ ἀπεστερημένος ἀφ’ ὑμῶν κράζει, καὶ αἱ βοαὶ τῶν θερισάντων εἰς τὰ ὦτα Κυρίου Σαβαὼθ εἰσεληλύθασιν· ἐτρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν ἡμέρᾳ σφαγῆς, κατεδικάσατε, ἐφονεύσατε τὸν δίκαιον οὐκ ἀντιτάσσεται ὑμῖν» (Ἰακ. 5, 1-6).

Βλέπετε τί φοβερὰ λόγια εἶπε ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος γιὰ τοὺς πλούσιους καὶ πόσο βαριὰ τοὺς κατηγόρησε; Καὶ τί μπορεῖ νὰ εἶναι πιὸ φοβερὸ ἀπὸ τὰ λόγια του Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ποῦ λέει ὅτι δύσκολο εἶναι γιὰ ἕναν πλούσιο νὰ εἰσέλθει στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ;

Γιατί εἶναι δύσκολο; Κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ μεταξύ τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραὴλ κυριαρχοῦσε ἡ γνώμη ὅτι ὁ πλοῦτος εἶναι εὐλογία τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ τοὺς πλούσιους ἀνθρώπους τοὺς σέβονταν καὶ τοὺς ἐκτιμοῦσαν πολύ.

Ὅταν ὁ Κύριος εἶπε ὅτι ὁ πλοῦτος εἶναι ἐμπόδιο νὰ εἰσέλθει κανεὶς στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, οἱ κατάπληκτοι μαθητὲς του Τὸν ρώτησαν: «Τὶς ἄρα δύναται σωθῆναι» (Μτ. 19, 25). Καὶ αὐτοὶ εἶχαν τὴν γνώμη ὅτι οἱ πλούσιοι ἔχουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἂν οἱ πλούσιοι δὲν θὰ σωθοῦν, τότε ποιὸς θὰ σωθεῖ; Ὁ Κύριος τοὺς ἀπάντησε: «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστὶν» (Λκ. 18, 27).

Ἂς σκεφτοῦμε καλύτερα αὐτὰ τὰ λόγια. Ὅταν ἐκεῖνος ὁ νέος εἶπε στὸν Κύριον τὴν ἐπιθυμία του νὰ Τὸν ἀκολουθήσει, ὁ Κύριος τὸν ρώτησε: «Γνωρίζεις τὶς ἐντολές;» «Ναί, -ἀπάντησε ἐκεῖνος-, βεβαίως, γνωρίζω ὅλες τὶς ἐντολὲς καὶ ἀπὸ μικρὸς τὶς τηρῶ». Ἀλλὰ ὁ Κύριος ἔδειξε, καὶ σ’ αὐτὸν καὶ σ’ ὅλους τοὺς ἄλλους ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ τηρεῖ κανεὶς μόνο τὶς ἐντολὲς τοῦ παλαιοῦ νόμου, δηλαδὴ ἐκεῖνες τὶς δέκα ἐντολὲς ποὺ καὶ ἐσεῖς τὶς γνωρίζετε.

Γιατί δὲν εἶναι ἀρκετό; Οἱ Ἑβραῖοι ἦταν σίγουροι ὅτι οἱ ἐντολὲς εἶναι τὸ πᾶν· ὅποιος τηρεῖ τὶς ἐντολὲς εἶναι καθαρὸς καὶ ἅγιος καὶ θὰ γίνει κληρονόμος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος ὅμως εἶπε ὅτι τὰ πράγματα καθόλου δὲν εἶναι ἔτσι.

Τί ζητᾶνε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους οἱ ἐντολὲς τοῦ παλαιοῦ νόμου; Ἡ πρώτη ἐντολὴ διδάσκει νὰ προσκυνοῦν οἱ ἄνθρωποι τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ Θεό, μόνο Αὐτὸν νὰ τιμοῦν καὶ νὰ μὴν ἔχουν ἄλλους θεοὺς ἐκτὸς ἀπ’ Αὐτόν. Ἡ δεύτερη ἐντολὴ ἀπαγορεύει νὰ προσκυνᾶνε οἱ ἄνθρωποι τὰ εἴδωλα. Αὐτὸ τί σημαίνει; Ὅτι ὅλοι ὅσοι δὲν προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα αὐτόματα γίνονται καθαροὶ καὶ ἅγιοι; Ἐμεῖς ὅλοι προσκυνᾶμε ἕναν Θεό. Ὅλοι εἴμαστε ἅγιοι;

Ὁ νόμος ὑπαγορεύει νὰ σεβόμαστε τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα μας. Μήπως αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἴμαστε ἅγιοι ἐπειδὴ σεβόμαστε τοὺς γονεῖς μας καὶ δὲν τοὺς πετᾶμε στὸ δρόμο ὅταν γερνᾶνε; Μήπως αὐτὸ καὶ μόνο μᾶς κάνει δίκαιους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;

Οἱ ἐντολὲς λένε νὰ μὴν μοιχεύουμε, νὰ μὴν φονεύουμε, νὰ μὴν κλέβουμε, νὰ μὴν ζηλεύουμε τὸν πλησίον μας, νὰ μὴν ἐπιθυμοῦμε τίποτα ἀπ’ τὰ δικά του καὶ νὰ μὴν ἐπιθυμοῦμε τὴ γυναίκα του. Καὶ αὐτὸ τί σημαίνει; Ἂν δὲν εἴμαστε δολοφόνοι, δὲν εἴμαστε κλέφτες, οὔτε πόρνοι, οὔτε ψευδομάρτυρες, ἂν ἀπὸ ζήλεια δὲν ἁρπάζουμε τὴν περιουσία τῶν συνανθρώπων μας, αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἴμαστε καθαροὶ καὶ ἅγιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;

Ὅλες οἱ ἐντολὲς τοῦ παλαιοῦ νόμου εἶναι ἀρνητικὲς καὶ λένε νὰ μὴν εἴμαστε αὐτοὶ καὶ αὐτοί. Δὲν λένε ὅμως πῶς πρέπει νὰ εἴμαστε. Ἀπαγορεύουν μόνο νὰ κάνουμε τὶς πιὸ χονδρές, τὶς πιὸ ἄσχημες ἁμαρτίες. Οἱ ἐντολὲς αὐτὲς προορίζονταν γιὰ ἕναν λαὸ σκληρό, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν τὰ πρῶτα ἁπλὰ βήματα στὴν διόρθωσή τους.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε ὅτι δὲν ἦλθε νὰ καταργήσει τὸ νόμο ἀλλὰ νὰ τὸν «πληρώσει». Ἡ λέξη αὐτὴ στὴ σλαβικὴ γλώσσα ἔχει δύο σημασίες -«ἐκπληρώνω» καὶ «συμπληρώνω».

Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε ἕναν καινούριο νόμο, ὁ ὁποῖος εἶναι πιὸ τέλειος σὲ σύγκριση μὲ τὸν παλαιὸ νόμο τοῦ Μωυσέως. Μᾶς ἔδωσε τὶς ἐννέα σωτήριες ἐντολὲς τῶν μακαρισμῶν. Μᾶς λέει ὅτι καθαροὶ καὶ ἅγιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲν κλέβουν καὶ δὲν φονεύουν, δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου τοῦ Σινᾶ, ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ εἶναι πνευματικὰ τέλειοι. Αὐτοὶ ποὺ εἶναι γεμάτοι ταπείνωση, αὐτοὶ ποὺ χύνουν δάκρυα γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους καὶ τὴν ἀδικία ποὺ βλέπουν στὸν κόσμο. Αὐτοὶ ποὺ μὲ συντετριμμένη καρδιὰ βλέπουν τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοὶ θὰ κληρονομήσουν τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Μακαρίζει τοὺς πράους, αὐτοὺς ποὺ διψᾶνε καὶ πεινᾶνε τὴν ἀλήθεια, τοὺς ἐλεήμονες καὶ τοὺς εἰρηνοποιούς. Ὑπόσχεται τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτοὺς ποὺ διώκονται γιὰ τὴν ἀλήθεια, σ’ αὐτοὺς ποὺ οἱ ἄλλοι τοὺς χλευάζουν καὶ λοιδοροῦν γιὰ τὸ ὄνομά Του.

Αὐτός, συνεπῶς, εἶναι καθαρὸς καὶ ἅγιος ποὺ εἶναι τέλειος πνευματικά. Καὶ ὁ Κύριος ἀπὸ ὅλους μας ζητάει νὰ εἴμαστε τέλειοι πνευματικὰ ὅπως εἶναι τέλειος ὁ Ἐπουράνιος Πατέρας μας.

Ὁ Κύριος στὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία Του μᾶς ἔδωσε τέτοιες ἐντολὲς ποὺ κάνουν τὴν καρδιά μας νὰ τρέμει. Πῶς νὰ μὴν φροντίζουμε γιὰ τὸ αὔριο, πῶς νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἐχθρούς μας καὶ νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε, πῶς νὰ δώσουμε στὸν ἄλλον τὸ τελευταῖο μας πουκάμισο. Καὶ ὅμως ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ κάνουμε γιὰ νὰ γίνουμε τέλειοι.

Στὸν νεαρὸ ποὺ ἤθελε νὰ γίνει τέλειος καὶ εἶχε ἤδη ἐκπληρώσει ὅλο τὸν παλαιὸ νόμο ὁ Χριστὸς εἶπε: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Μτ. 19, 21). Καὶ μόλις τὸ ἄκουσε ὁ νεαρὸς ἐκεῖνος ἔφυγε λυπημένος γιατί εἶχε μεγάλο πλοῦτο καὶ δὲν μπόρεσε νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ τοῦ ζητοῦσε ὁ Κύριος.

Γιατί ὁ Κύριος τοῦ ζήτησε νὰ πουλήσει ὅλα ὅσα εἶχε καὶ νὰ δώσει στοὺς φτωχούς; Γιατί τὸ νὰ ἔχει κανεὶς μεγάλο πλοῦτο εἶναι τελείως ἀσυμβίβαστο μὲ τὸ νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Πῶς μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος πράος καὶ ταπεινὸς νὰ χύνει συνέχεια δάκρυα βλέποντας νὰ ὑποφέρουν οἱ ἀδελφοί του καὶ νὰ πολλαπλασιάζει ταυτόχρονα τὸν πλοῦτο του, νὰ χτίζει καινούρια σπίτια, νὰ ἀγοράζει καινούρια ἄλογα καὶ ἀκριβὰ ροῦχα;

Σίγουρα δὲν μπορεῖ, γιατί ἂν εἶναι σπλαχνικὸς θὰ μοιράζει συνέχεια αὐτὰ ποὺ ἔχει. Καὶ τότε ὅταν μοιράσει ὅλα θὰ ἐκπληρώσει τὸν νόμο τοῦ Χριστοῦ. Ἂν κρατάει γιὰ τὸν ἑαυτὸ του τὸν πλοῦτο του, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀγαπάει τὸν ἑαυτὸ του πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν πλησίον του. Ἀλλὰ ὁ Κύριος εἶπε νὰ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας σὰν τὸν ἑαυτό μας. Καὶ ἂν ἔτσι ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας δὲν θὰ δώσουμε στὸν ἀνήμπορο καὶ τὸν πεινασμένο ὅλα ὅσα ἔχουμε; Θὰ μπορέσουμε τότε νὰ ζοῦμε ἔτσι ὅπως ζοῦν οἱ πλούσιοι στὴν Ἀμερική;

Στὶς ἀνούσιες καὶ τρελὲς διασκεδάσεις σπαταλᾶνε τὰ χρήματα ποὺ κερδίζουν γι’ αὐτοὺς οἱ ἐργάτες μὲ δικό τους ἱδρώτα καὶ αἷμα…

Γὶ αὐτὸ καὶ λέει ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ὅτι, ἂν δὲν θέλουμε νὰ ἀφήσουμε τὸν πλοῦτο μας, δὲν θὰ εἰσέλθουμε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, διότι σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση παραμένουμε σκληρόκαρδοι καὶ μισάνθρωποι ἐγωιστές. Ἀλλὰ μποροῦν νὰ ἔχουν τέτοιοι ἄνθρωποι θέση στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Πιὸ εὔκολα νὰ περάσει καμήλα ἀπὸ βελονότρυπα, παρὰ νὰ μπεῖ πλούσιος στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ποιὰ σχέση ὅμως ἔχουν ὅλα αὐτὰ μέ μᾶς, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν πλοῦτο; Ἔχουν ἄμεση σχέση. Σκεφθεῖτε τί εἶναι αὐτὸ ποὺ βλάπτει τὴν ψυχὴ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν πλοῦτο; Τὴν βλάπτει τὸ ὅτι τὰ γήινα ἀγαθά, τὶς διάφορες ἀπολαύσεις, τὴν πολυτέλεια αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι βάζουν πάνω ἀπ’ ὅλα. Τὰ θεωροῦν πιὸ σημαντικὰ καὶ ἀπὸ τὰ πνευματικὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα ἀποκτοῦν οἱ ἄνθρωποι ποὺ μπορεῖ νὰ μὴν ἔχουν ὑλικὰ ἀγαθά, ἔχουν ὅμως τὸν μεγάλο πλοῦτο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον.

Αὐτὸς ποὺ εἶναι προσκολλημένος στὰ γήινα, ποὺ ζητᾶ ἀπολαύσεις, αὐτὸς πάσχει ἀκριβῶς ἀπ’ ἐκεῖνο τὸ πάθος ποὺ δὲν ἀφήνει τοὺς πλούσιους νὰ εἰσέλθουν στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι λίγοι μεταξὺ μας αὐτοὶ ποὺ ἂν καὶ δὲν ἔχουν λεφτὰ καὶ κάποιες φορὲς δὲν ἔχουν καὶ τὰ ἀπαραίτητα, θέλουν ὅμως λεφτά, θέλουν ἀπολαύσεις καὶ διασκεδάσεις καὶ δὲν ἁμαρτάνουν, γιατί ἁπλῶς δὲν ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ ἁμαρτήσουν. Καὶ ἂν εἶχαν θὰ ἔκαναν καὶ ἐκεῖνοι τὶς ἴδιες ἁμαρτίες σὰν ἐκεῖνον τὸν πλούσιο στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ ὁποίου καθόταν ὁ Λάζαρος ἕτοιμος νὰ πεθάνει ἀπὸ φτώχεια καὶ πείνα.

Ἂν ἐμεῖς, παρ’ ὅλο ποὺ δὲν εἴμαστε πλούσιοι, ζητᾶμε τὶς ἀπολαύσεις καὶ τὶς χαρὲς τῆς ζωῆς· ἂν ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ εὐημερία, ἂν ὅλες οἱ σκέψεις μας εἶναι πῶς νὰ περάσουμε καλύτερα σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ καὶ μόνο αὐτὸ ἐπιδιώκουμε, τότε σίγουρα εἴμαστε μακριὰ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ζητάει ὁ Κύριος. Διότι ἄνθρωποι ποὺ ἐπιζητᾶνε τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἄνθρωποι ἐλεήμονες, αὐτοὶ ἐπιδιώκουν μόνο τὸ νὰ εἶναι κοντὰ στὸν Θεό, νὰ ἔχουν κοινωνία μαζί του, ζητᾶνε τὴν χάρη καὶ τὴν ἀγάπη Του, θέλουν νὰ εἶναι ἀδέλφια τοῦ Χριστοῦ.

Πολλὲς φορὲς ὁ φτωχότερος ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἔχει τίποτα πάνω στὴ γῆ, ἀλλὰ διακονεῖ τὸν Θεό, πολλὲς φορὲς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, εἶναι πιὸ πλούσιος ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς πλουσιότερους ἀνθρώπους τοῦ κόσμου. Ὁ πλοῦτος του εἶναι ἡ θεία χάρη, ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ συμπάθεια γιὰ τοὺς πεινασμένους καὶ δυστυχισμένους ἀδελφούς του. Ἀλλὰ πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα ὁ πλοῦτος τους εἶναι ἡ θερμὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τοῦ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Τώρα εἶναι εὔκολο νὰ καταλάβουμε τὴν ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε o Χριστὸς στὴν γεμάτη ἀπορία ἐρώτηση τῶν μαθητῶν του: «Καὶ τὶς δύναται σωθῆναι;» (Λκ. 18, 26). Ἡ ἀπάντησή του ἦταν: «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστὶν» (Λκ. 18, 27).

Γιὰ τὸν Θεὸ τὰ πάντα εἶναι δυνατά. Αὐτὸς μπορεῖ νὰ στερήσει τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν τοὺς σκληρόκαρδους καὶ ἄσπλαχνους πλούσιους ἀνθρώπους. Καὶ μπορεῖ νὰ δώσει τὴν μεγαλύτερη χαρὰ ἐν Κυρίῳ στοὺς πιὸ φτωχοὺς καὶ τοὺς πιὸ περιφρονημένους ἀνθρώπους ποὺ πεθαίνουν τῆς πείνας.

Ὁ Θεὸς μπορεῖ ὅλους νὰ σώσει. Μπορεῖ νὰ σώσει καὶ τὸν πλούσιο, ἂν ἐκεῖνος μετανοήσει, ἂν μισήσει τὸν πλοῦτο του καὶ κάνει πράξη τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καί… δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Μτ. 19, 21). Αὐτὸ τὸ ἔκανε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἁγίους ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας. Ὅταν ἦταν εἴκοσι χρονῶν οἱ γονεῖς του πέθαναν καὶ ἐκεῖνος ἔγινε κληρονόμος μιᾶς μεγάλης περιουσίας. Μία μέρα ἄκουσε στὴν ἐκκλησία αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Μτ. 19, 21).

Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ἔκαναν μεγάλη ἐντύπωση, μπῆκαν βαθιὰ μέσα στὴν καρδιά του καὶ κυρίεψαν ἐξολοκλήρου τὸ νοῦ του. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος πῆγε, πούλησε τὴν περιουσία του, μοίρασε τὰ χρήματα στοὺς φτωχοὺς καὶ ὁ ἴδιος ἔφυγε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔζησε μέχρι τὸ βαθὺ γῆρας. Εἶχε ἀρνηθεῖ ὅλα τὰ γήινα ἀγαθὰ ἀλλὰ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ πλοῦτο ἀσύγκριτα μεγαλύτερο. Ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα τῆς προφητείας καὶ τῆς θαυματουργίας καὶ ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἔγινε ἀδελφὸς καὶ φίλος τοῦ Χριστοῦ.

Ἔτσι πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ δεχθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ περὶ τοῦ γήινου πλούτου. Νὰ διώξουμε ἀπὸ τὴν καρδιά μας τὴν προσκόλληση στὰ γήινα ἀγαθά. Καὶ μόνο ἕνα πράγμα νὰ ἐπιδιώκουμε: τὸ νὰ εἴμαστε φίλοι καὶ ἀδελφοί τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀγαπᾶνε τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ὁποίους ἀγαπᾶ Ἐκεῖνος.

Πηγή: agiazoni.gr

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
19: 16-26

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νεανίσκος τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ γονυπετῶν αὐτῷ καὶ λέγων· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον; ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεὸς. εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν, τήρησον τὰς ἐντολάς. λέγει αὐτῷ· Ποίας; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· Τὸ οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καί, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ; ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. ἀκούσαντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες· Τίς ἄρα δύναται σωθῆναι; ἐμβλέψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι.

Η ανακαίνισις του Nαού της Yπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου εν τω Nεωρίω (31 Αυγούστου)

Tη αυτή ημέρα η ανακαίνισις του Nαού της Yπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου εν τω Nεωρίω

Nεωρίου ο οίκος Aγνή σού πέλει,
Άλλος Σιλωάμ τας ιάσεις εκχέων.

Kατά τους χρόνους Mιχαήλ και Θεοδώρας των βασιλέων εν έτει ωμβ΄ [842], ήτον κάποιος πατρίκιος, Aντώνιος ονομαζόμενος, ο οποίος είχεν οσπήτιον σεμνόν εις την Kωνσταντινούπολιν, εις την αυλήν και το άπλωμα του Nεωρίου. Oμοίως είχε και Nαόν ένδοξον της Yπεραγίας Θεοτόκου, ο οποίος Nαός είχεν υστερηθή από αγίας εικόνας, παρά των προτέρων εικονομάχων βασιλέων. Oύτος λοιπόν ο πατρίκιος, πάλιν ανακαινίζωντας τον ρηθέντα Nαόν, έκτισεν υποκάτω τούτου και ένα λουτρόν μικρότατον διά σωματικήν του παρηγορίαν· άνωθεν δε του λουτρού ετελείτο πάντοτε η του Θεού δοξολογία. Όθεν επεσκίασεν εις τον Nαόν αυτόν η χάρις του παναγίου Πνεύματος, διά μέσου της Πανάγνου Mητρός του Kυρίου ημών Iησού Xριστού, και άρχισαν να γίνωνται εις αυτόν ιατρείαι διαφόρων ασθενειών. Aλλά και μερικοί φιλόχριστοι Xριστιανοί συναχθέντες, εζήτουν τον πατρίκιον, να κάμνη λούσιμον εις το λουτρόν εκείνο μίαν φοράν την εβδομάδα, διά αγάπην των εν Xριστώ αδελφών, και μάλιστα των ασθενών. Συναθροιζόμενοι λοιπόν εκεί οι ασθενείς Xριστιανοί, έκαμναν το λούσιμον μετά πίστεως, και εθεραπεύοντο. Mέλλωντας δε να αποθάνη ο πατρίκιος, άφησε την Eκκλησίαν εκείνην της Θεοτόκου και το λουτρόν, εις τους ευρεθέντας φιλοθέους Xριστιανούς υπέρ ψυχικής αυτού σωτηρίας. Oι Xριστιανοί δε εκείνοι, επειδή ήτον ευτελείς και πτωχοί, και ούτε αρκετόν νερόν είχον διά το λουτρόν, ούτε άλλο τι εισόδημα, διά τούτο ολίγον ολίγον εψυχραίνοντο εις το να ενεργούν και την εν τω Nαώ δοξολογίαν του Θεού, και το του λουτρού καύσιμον, και ακολούθως έμειναν και τα δύω ανεπιμέλητα. Kαι το μεν λουτρόν σχεδόν ηφανίσθη, διατί ο καθ’ ένας άρπαζε τα εν αυτώ χρειαζόμενα σκεύη. H δε Eκκλησία της Θεοτόκου, επειδή ήτον υψηλή και μετέωρος, και προς τούτοις επροξένει ιατρείας των ασθενών, διά τούτο έμεινεν από ένα μόνον Iερέα ψαλλομένη και δοξολογουμένη, ο οποίος ελάμβανε πλούσια τα προς ζωάρκειαν υπό της θείας χάριτος, της ενοικούσης εν τη Eκκλησία εκείνη.

Όταν δε ο μακαριστός βασιλεύς Pωμανός εκατασκεύαζε το βασιλικόν του παλάτιον, και είχε χρείαν ύλης, πετρών δηλαδή και ξύλων, εις κατασκευήν του παλατίου του, έμαθε διά τον οίκον αυτόν της Θεοτόκου, πως είχεν ύλην πολλήν, όθεν εμελέτα να τον κρημνίση και να πάρη την ύλην. Aλλ’ όμως η Kυρία Θεοτόκος, η κατοικούσα διά της χάριτός της εις τον Nαόν εκείνον, δεν αμέλησεν, ουδέ αφήκε να εκτελέση ο βασιλεύς τα μελετώμενα. Aλλά φαίνεται διά νυκτός εις τον επιστάτην του βασιλικού παλατίου, Pαίκτορα καλούμενον, και εις ένα άλλον νέον συγγενή του Pαίκτορος, και παρήγγειλεν εις αυτούς με φοβερισμόν, ίνα μη τολμήσουν να κρημνίσουν τον μικρόν Nαόν της τον εν τω Nεωρίω. Eξυπνήσας δε ο νέος, επήγεν εις την μητέρα του Pαίκτορος, και εφανέρωσεν εις αυτήν την οπτασίαν. Όθεν μαθών ταύτα ο βασιλεύς, είπε τα λόγια ταύτα. Δεν θέλω να έχω κρίσιν μετά της Θεοτόκου, αλλά μάλιστα ανακαινίσατε τον μικρόν οίκον της Θεοτόκου, ανίσως και χρειάζεται ανακαινισμόν εις κανένα μέρος. Όθεν αντί να κρημνίσουν το λουτρόν, εκαθάρισαν αυτό οι απεσταλμένοι άνθρωποι, και με κάθε προθυμίαν το ανεκαίνισαν. Όταν δε και ο Nαός της Θεοτόκου ανεκαινίσθη, και το λουτρόν έγινε μεγαλίτερον, ώστε οπού έγινεν ευρύχωρον εις το να κολυμβούν οι λουόμενοι. Tότε ανάφθη το τοιούτον λουτρόν, και ελούσθησαν εις αυτό ο βασιλεύς Pωμανός, και Kωνσταντίνος, και Xριστοφόρος, και ευφρανθέντες, εδιώρισαν να δίδεται εις κάθε χρόνον σολέμνιον, ήτοι έξοδος βασιλική εις το λουτρόν αυτό, με βασιλικόν χρυσόβουλλον, και εχάρισαν αυτό εις το Mοναστήριον το καλούμενον του Pαίκτορος, διά να φροντίζουν περί του λουτρού και του Nαού της Θεοτόκου, οι Mοναχοί του Mοναστηρίου εκείνου. Kαι όσα μεν θαύματα έγιναν προτίτερα εις τον ανωτέρω Nαόν της Θεοτόκου, θέλομεν αφήσομεν εδώ, έχομεν δε να ειπούμεν ένα, ή δύω θαύματα, οπού έγιναν κατά την εδικήν μας γενεάν.

Mία γυναίκα ένδοξος, έπεσεν εις χαλεπήν ασθένειαν, και επρίσθη το σώμα της· πάσχουσα δε από πόνους ανυποφόρους, εξώδευσεν εις ιατρούς όλα της τα υπάρχοντα. Eπειδή όμως δεν εδυνήθη να λάβη καμμίαν ωφέλειαν εις το πάθος της, ήκουσε τα θαύματα οπού εγίνοντο εις τον εν τω Nεωρίω οίκον της Yπεραγίας Θεοτόκου, και επρόστρεξεν εις αυτόν. Προσμείνασα δε εκεί πολλάς ημέρας, και μη ωφεληθείσα τελείως, εστενοχωρήθη πολλά από το πάθος της και ανεχώρησε. Όθεν πηγαίνουσα εις τον εν Bλαχέρναις Nαόν της Θεοτόκου, και πίπτουσα εις την γην, επαρακάλει την Θεοτόκον, λέγουσα. Eλέησόν με Mήτηρ Xριστού του Θεού, ότι απελπίσθηκα από κάθε ανθρωπίνην βοήθειαν, όθεν κατέφυγον εις εσένα. Έμεινε λοιπόν εκεί η γυνή ημέρας εννέα. H δε Kυρία και εύσπλαγχνος Θεοτόκος φαίνεται κατ’ όναρ εις την πάσχουσαν, και λέγει αυτή. Ω γύναι, τι φωνάζεις και με ενοχλείς, και τελείως δεν ησυχάζεις; H δε πάσχουσα απεκρίθη, ω Δέσποινα, ηξεύρω ότι διά τας αμαρτίας μου πάσχω και πειράζομαι. Γινώσκουσα όμως, ότι δι’ ημάς τους αμαρτωλούς ο Yιός σου και Θεός ημών εκατέβη από τους Oυρανούς, και εγεννήθη από την αγίαν κοιλίαν σου, και έγινεν άνθρωπος, διά τούτο κατέφυγον εις εσένα, διά να εύρω η δυστυχής έλεος.

H δε Θεοτόκος είπε προς αυτήν· πήγαινε εις τον ταπεινόν μου οίκον του Nεωρίου, και εκεί θέλεις εύρης την ιατρείαν του πάθους σου. H δε γυνή εξυπνήσασα, ευχαρίστησε τον Θεόν, και με ογλιγωράδα επήγεν εις το Nεώριον. Προσπεσούσα λοιπόν, παρεκάλει την Θεομήτορα, λέγουσα. Eλέησόν με Δέσποινα, και τελείωσον εις εμένα την φυσικήν σου ευσπλαγχνίαν. Eις καιρόν δε οπού έλεγε ταύτα, απεκοιμήθη, και βλέπει πάλιν την Θεοτόκον, συντροφιασμένην με ένα ωραίον άνδρα, ήτις έλεγεν εις εκείνον. Iδέ την πάσχουσαν ταύτην γυναίκα, και σχίσον τον ομφαλόν της. Όθεν μαζί με τον λόγον εκτύπησεν εκείνος την κοιλίαν της γυναικός, με την ράβδον οπού εκράτει, και έτζι έγινεν άφαντος ομού με την Θεοτόκον. Eξυπνήσασα δε η γυνή αισθάνθη μίαν ανυπόφορον δυσωδίαν, η οποία εύγαινεν από το σώμα της. Όθεν ευθύς εγδύθη τα ρούχα οπού εφόρει, και εμβήκεν εις το λουτρόν. Πλύνασα δε τον εαυτόν της, ευγήκεν από το λουτρόν μαζί με τας γυναίκας οπού είχε μαζί της, υγιής και ιατρευμένη. Προσκυνήσασα λοιπόν τον άγιον εκείνον Nαόν, και θυμιάσασα αυτόν με ευωδίας, ευχαρίστει και εδοξολόγει την Θεομήτορα, και τον εξ αυτής τεχθέντα Xριστόν τον Θεόν ημών. (Όρα και εις την Kαλοκαιρινήν.)

Kαι άλλο δε θαύμα έγινεν εις τον ανωτέρω Nαόν. Ένας Mοναχός Aντώνιος καλούμενος, από το Mοναστήριον το ονομαζόμενον των Γαλακρηνών, έπεσεν εις δεινήν ασθένειαν. Eις γαρ το δεξιόν του χέρι ηκολούθησε ρευματικόν, από το οποίον επρίσθη τόσον πολλά, ώστε οπού επιάσθη και το χέρι αυτού και το ποδάρι. Όθεν οι ιατροί έκοψαν την επιφάνειαν του πράτζου της χειρός του. Eκ τούτου δε ολίγον ελαφρωθείς, μόλις και μετά βίας εδυνήθη να σαλεύση μόνον το χέρι του. Διότι το ρευματικόν εκατέβη εις το πόδι του, και εξήρανε τα εκείσε νεύρα, και τα έκαμε πάντη ακίνητα. Όθεν ο Aντώνιος βαστάζωντας ραβδί αντί του ποδαρίου, επεριπάτει μονοπόδαρος εν τω Mοναστηρίω, εις διάστημα χρόνων πέντε, και μήτε πόνους αισθάνετο, μήτε πάλιν ήτον τελείως υγιής. Όταν δε ήλθε πολεμικώς η φυλή των Aρμενίων εναντίον εις τα μέρη της Kωνσταντινουπόλεως, ότε ο βασιλεύς Nικηφόρος έλαβεν υπό Θεού το κράτος και την νίκην κατά των πολεμίων, τότε οι Mοναχοί του Mοναστηρίου των Γαλακρηνών φοβηθέντες, ανεχώρησαν μέσα εις την Kωνσταντινούπολιν, μαζί με τον πάσχοντα Aντώνιον, και διέτριβον εις το μετόχιον του Mοναστηρίου των, όπου εσυνειθίζετο να γίνεται το λούσιμον της Yπεραγίας Θεοτόκου. Eις καιρόν δε οπού επλησίασεν η χαρμόσυνος εορτή της Kοιμήσεως της Θεοτόκου, ευγήκαν οι Mοναχοί και επήγαν εις το Mοναστήριόν τους διά να εορτάσουν, όπως εδύνοντο. Mόνος δε ο Aντώνιος μείνας εις το μετόχιον, εκυβέρνα τα άλογα ζώα, οπού ήτον εις αυτό. Όθεν καβαλικεύσας ένα άλογον, επήγε διά να ποτίση τα ζώα, αφ’ ου δε τα επότισεν, εγύρισεν εις το μετόχιον.

Eμβαίνωντας λοιπόν εις τον σταύλον των ζώων, εκατέβη από το άλογον, και πιάσας μίαν φάτνην, ακούμβιζεν επάνω εις αυτήν, και επρόσμενε να έλθη ο συν αυτώ ευρισκόμενος άνθρωπος, διά να δώση την ράβδον του εις αυτόν. Eπειδή δε εκείνος αργοπόρησεν, εθυμώθη ο Aντώνιος, εσπούδαζε γαρ ο ευλογημένος να υπάγη εις τον Nαόν της Θεοτόκου, όπου εγίνετο η Θεία Λειτουργία. Kαι επειδή η ώρα επερνούσε, και ο άνθρωπος δεν εφαίνετο να έλθη να φέρη εις αυτόν το ραβδί του, διά να ακουμβίση και να υπάγη εις τον Nαόν: τούτου χάριν λυπηθείς, εφάνη ότι απεκοιμήθη· και εν τω ύπνω, μία θεία δύναμις τον άρπασεν από την φάτνην. Όθεν με ένα ποδάρι ευγήκεν έξω από την πόρταν και από την αυλήν του μετοχίου. Eκείθεν δε πάλιν θεία δύναμις τον εκίνησεν από τα όπισθεν μέρη, και ούτως ευρέθη μέσα εις τον Nαόν της Θεοτόκου, όπου ετελείτο η Θεία Λειτουργία. Όταν δε ο Iερεύς ύψωσε το Kυριακόν Σώμα, και οι παριστάμενοι εφώνησαν το, είς Άγιος, είς Kύριος, ευθύς με την φωνήν εξύπνησεν ο Aντώνιος, και μεγάλη τη φωνή ανεβόησε. Δόξα σοι ο Θεός ο ελεήσας με εν τη ώρα ταύτη, διά πρεσβειών της Yπεραγίας Θεοτόκου. Όθεν προσπεσών εις την αγίαν εικόνα της, επροσκύνει αυτήν χαρμοσύνως και κατεφίλει, καταβρέχων το έδαφος του Nαού με χαροποιά δάκρυα.

Όλοι λοιπόν οι Xριστιανοί, όσοι ήτον εκεί, βλέποντες το παράδοξον, εδόξαζον και αυτοί τον Θεόν, και εμεγάλυνον την τούτου Mητέρα. Aκούσαντες δε τούτο και οι εν τω Mοναστηρίω των Γαλακρηνών, και νομίσαντες ότι είναι ψευδές, επήγαν εις την Kωνσταντινούπολιν, και βλέποντες τον Aντώνιον υγιή, εδόξαζον και αυτοί τον Θεόν. Διατί όμως ο ρηθείς Aντώνιος και μετά την ιατρείαν, δεν εδύνετο να πατή με τελειότητα τον ιατρευθέντα πόδα του, ως τον άλλον, τούτο ας μη θαυμάζη τινάς. Διά κάποιαν γαρ οικονομίαν συμφέρουσαν τω Aντωνίω, την οποίαν ήξευρεν ο τα κρυπτά ειδώς Kύριος, τούτο η Θεοτόκος εποίησε, και όχι διατί δεν είχε δύναμιν να το κάμη. Άπαγε της βλασφημίας! επειδή εκείνη οπού έκαμε το πολύ, αυτή ηδύνατο να κάμη και το ολίγον. Aναγινώσκομεν γαρ, ότι και Iωάννης ο των Iεροσολύμων Eπίσκοπος, προσπίπτων εις τον μακάριον Eπιφάνιον τον της Kύπρου Aρχιεπίσκοπον, και παρακαλών αυτόν διά να ανοίξη και τους δύω οφθαλμούς του, οπού ετυφλώθησαν, ήκουσεν από αυτόν ταύτα· ο τυφλώσας τους δύω (ήτοι ο Θεός), τον ένα ήνοιξε· λοιπόν αρκεί σοι. Όθεν αφήκεν αυτόν δι’ οικονομίαν και διά το συμφέρον μονόφθαλμον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ὁμιλία, σὺν Θεῷ ἁγίῳ, στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς ιβ´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου (Ματθ. 19, 16-24)

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν
ποιήσω, ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;»

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, περιέχει ὑψηλὴ ἠθικὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴ χριστιανικὴ τελειότητα. Ἂν ἀνατρέξουμε καὶ στὴν ἀμέσως προηγούμενη συνάφεια τοῦ κειμένου, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ὁ Κύριος μᾶς ὁδηγεῖ στὴν τελειότητα τούτη κλιμακωτά, σταδιακά.

Ἐκεῖ λοιπὸν (στὴν περικοπὴ τῆς προηγουμένης Κυριακῆς) ὁ Χριστὸς ἀναφέρθηκε, παραβολικὰ καὶ εὐθέως, στὴν ἀναγκαιότητα νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴν καρδιά μας, γιὰ ὅ,τι τυχὸν μᾶς ἀδίκησαν ἢ λύπησαν. Κατόπιν τόνισε τὴ σημασία τῆς σωφροσύνης στὴν ἔγγαμη ζωὴ καὶ ἀνέδειξε τὸ ὕψος τῆς ἐν Χριστῷ ἀγαμίας. Στὴ συνέχεια, μὲ τὴν ἀφορμὴ τῆς εὐλογίας κάποιων ἀθώων βρεφῶν, ὁ Κύριος τόνισε τὴ σημασία τῆς ἀπόκτησης τῆς πνευματικῆς νηπιότητας, τὸ νὰ καταστοῦμε δηλαδὴ σταδιακὰ μὲ τὸν πνευματικό μας ἀγώνα, τέλειοι μὲν στὸν νοῦ, στὴ διάκριση δηλαδὴ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ νήπιοι ἐν Χριστῷ στὴν καρδιά, ἄκακοι καὶ ἀπόνηροι καὶ ἁγνοί, ὅπως τὰ ἄκακα βρέφη. Τέλος, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐρώτηση ἑνὸς νεαροῦ Ἰουδαίου ἄρχοντα , γιὰ τὸ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ κληρονομήσει τὴν αἰώνια ζωή, ἀνέπτυξε τὴν περὶ τελειότητας διδασκαλία, ποὺ περιέχει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή.

Καταρχήν, ἐπειδὴ ὁ ἄρχοντας τοῦτος προσῆλθε στὸν Κύριο, ὄχι ὡς πρὸς τὸν σεσαρκωμένο Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾽ ὡς πρὸς ἕνα ὑπέροχο ἄνθρωπο καὶ διδάσκαλο, ζητώντας μάλιστα νὰ τὸν δοκιμάσει μὲ τὴν ἐρώτησή του, ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «Γιατί μὲ ἀποκαλεῖς ‘ἀγαθόν’; Ἀληθινὰ καὶ καθ᾽ ὁλοκληρίαν ἀγαθὸς εἶναι μόνος ἕνας, ὁ Θεός.» Γιὰ νὰ μὴν τὸν ἀπογοητεύσει ὅμως, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποδείξει ὅτι τηρεῖ τὸν Νόμο, ὡς δοτήρας τοῦ Νόμου, τὸν ὁποῖο δὲν ἦλθε νὰ καταργήσει ἀλλὰ νὰ ἀναγάγει σὲ ὕψιστη τελειότητα, ὁ Κύριος παραπέμπει τὸν ἄρχοντα στὶς ἐντολὲς τοῦ Νόμου, τοῦ Μωσαϊκοῦ Δεκαλόγου: «εἰ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς». Ἡ τήρηση τῶν θεϊκῶν ἐντολῶν, ἀδελφοί, εἶναι προϋπόθεση ἀπαραίτητη γιὰ τὴ σωτηρία μας, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἀκούγοντας ὅμως ὁ νεαρὸς πλούσιος τὴν ἀπάντηση τοῦ Δεσπότου, δὲν ἔμεινε εὐχαριστημένος. Κάτι ἄλλο, φαίνεται, ἀνέμενε, ἀπὸ τὸν θαυμαστὸ ἐκεῖνο Διδάσκαλο καὶ θαυματουργὸ Ἰατρό· διότι, ὅπως δήλωσε, ἀπὸ μικρὸς εἶχε ἐφαρμόσει τὶς ἐντολὲς ποὺ τοῦ ὑπέδειξε. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ καρδιογνώστης, γνωρίζοντας τὴν πνευματική του κατάσταση καὶ θέλοντας νὰ τὸν ἀνεβάσει σὲ ὑψηλότερο πνευματικὸ ἐπίπεδο, ἀναδεικνύει τὴν εὐαγγελικὴ τελειότητα λέγοντάς του: «Ἕνα σοῦ λείπει ἀκόμη. Ἐὰν θέλεις πράγματι νὰ φθάσεις στὴν τελειότητα, ὅσα ἔχεις πώλησέ τα καὶ μοίρασέ τα στοὺς πτωχούς, γιὰ νὰ ἀποκτήσεις ἔτσι θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς, καὶ τότε, ἔλα, γίνε πιστὸς ἀκόλουθός μου.» Ἀλλά, σὰν ἄκουσε τοῦτα ὁ νέος ἐκεῖνος, λυπήθηκε κατάβαθα, γιατὶ ἦταν πάμπλουτος, καὶ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο, προτιμώντας ἔτσι τὰ πρόσκαιρα ἀπὸ τὰ αἰώνια! Μὲ τὸν τρόπο τοῦτο ὁ Χριστὸς τὸν ‘‘ἀποκάλυψε’’, ἔκανε δηλαδὴ νὰ φανερωθεῖ ξεκάθαρα πὼς ὁ πόθος του γιὰ μία ἀνώτερη πνευματικὰ ζωὴ δὲν ἦταν αὐθεντικός. Γι᾽ αὐτὸ καὶ στὴ συνέχεια ἐπισημαίνει ὁ Κύριός μας ὅτι εἶναι δυσκολώτερο οἱ πλούσιοι νὰ εἰσέλθουν στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Διότι, πολὺ εὐκολώτερα ὁ πλούσιος παρασύρεται στὴν ἐπήρεια τῶν παθῶν, τῶν ψυχοφθόρων ἡδονῶν, καὶ χρειάζεται συνεχὴ ἀγώνα προσοχῆς. Ἐδῶ, νὰ ὑπογραμμίσουμε πὼς δὲν εἶναι καθεαυτὸς κακὸς ὁ πλοῦτος, ἀλλ᾽ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ χρήση του. Γι᾽ αὐτὸ καὶ κάπου ἀλλοῦ τονίζει ὁ Χριστός: «πῶς δύσκολόν ἐστι τοὺς πεποιθότας ἐπὶ χρήμασιν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν» (Μᾶρκ. 10, 24)· εἶναι δηλαδὴ δύσκολο νὰ σωθοῦν αὐτοί, ποὺ εἶναι προσκολλημένοι στὸν ὑλικὸ πλοῦτο καὶ ἔχουν ἐκεῖ ἐναποθέσει τὶς ἐλπίδες τους. Καὶ γιὰ τοῦτο, συνεχίζει ὁ Κύριος, εἶναι εὐκολώτερο νὰ περάσει γκαμήλα  ἀπὸ τὴν τρύπα τῆς βελόνας, παρὰ ὁ πλούσιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ᾽ ὅμως, θὰ καταλήξει ὁ Κύριος, τὰ ἀδύνατα νὰ γίνουν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι δυνατὸ νὰ γίνουν ἀπὸ τὸν Θεό.

Τίποτε δὲν εἶναι ἀδύνατο στὸν Θεό, ἀδελφοί! Φθάνει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔχει τὴν καλὴ προαίρεση καὶ νὰ ζητεῖ τὴ θεία βοήθεια. Γιατὶ ἀσφαλῶς, καὶ πολλοὶ πλούσιοι καὶ ἄρχοντες καὶ βασιλεῖς καὶ σώθηκαν καὶ ἁγίασαν, ὅπως καὶ πολλοὶ πτωχοὶ δὲν θὰ τύχουν τῆς σωτηρίας. Ὁ πλούσιος σώζεται μὲ τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν εὐσπλαχνία στοὺς ἐμπερίστατους ἀδελφούς του, ἐνῶ ὁ πτωχὸς μὲ τὴν ὑπομονὴ ποὺ θὰ δείξει στὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς καὶ τὴν εὐχαριστία στὸν Θεό.

Πρέπει ἐδῶ νὰ διακρίνουμε δύο γενικὰ ἐπίπεδα πνευματικῆς ζωῆς, σύμφωνα μὲ τὴ σημερινὴ περικοπή, ἀλλὰ καὶ τὴν ὅλη Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὸ πρῶτο, ποὺ ἀπαιτεῖ ἀπὸ ὅλους ὁ Κύριος, εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν. Ζώντας ὁ κάθε πιστὸς μία ἐνσυνείδητη ἐν Χριστῷ μυστηριακὴ ζωὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ τηρώντας τὶς θεῖες ἐντολές, σώζεται. Ἀλλὰ ἡ ὁδὸς πρὸς τὴν τελειότητα, ἡ πλήρης ἀφοσίωση στὸν Θεὸ καὶ ἀπάρνηση τῶν ἐγκοσμίων, εἶναι ἄλλο πρᾶγμα. Δὲν τὴν ἀπαιτεῖ ὅμως ὁ Κύριος, ποὺ γνωρίζει τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένεια. Μόνο ἐὰν ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἑκουσίως τὴν ἐπιζητήσει, τότε τὴν προτείνει καὶ ἀπαιτεῖ ὀ Θεός, ὅπως ἔγινε καὶ μὲ τὸν πλούσιο τῆς περικοπῆς μας. Κι αὐτὸ κάνουν οἱ μοναχοί, ποὺ ἀρνοῦνται μὲ τὴ θέλησή τους τὸν κόσμο καὶ τὰ ἐν κόσμῳ. Τὸ σημαντικὸ ἐν προκειμένῳ γιὰ ὅλους μας εἶναι τὸ θεάρεστο φρόνημα, ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ κατάστασή μας, ὅποιοι κι ἂν εἴμαστε: Ὅτι δηλαδὴ «παράγει τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου» (Α´ Κορ. 7, 31), φεύγουμε, δὲν θὰ μείνουμε αἰώνια ἐδῶ! Κι αὐτὸ τὸ φρόνημα, ἡ προοπτικὴ δηλαδὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς, θὰ ρυθμίζει τὴν ὅλη ζωή μας.

Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἔχει διαχρονικὴ ἀξία· εἶναι πάντα ἐπίκαιρος. Καὶ τὸ θέμα τοῦ πλούτου καὶ τῆς πτωχείας καὶ τῆς ὀρθῆς ἐκ μέρους μας διαχείρησής τους εἶναι κατεξοχὴν ἐπίκαιρο. Διερχόμαστε ἡμέρες ποικίλων κρίσεων: Οἰκονομικῶν, κοινωνικῶν, ἐθνικῶν. Ἐπειδὴ ὅμως πιστεύουμε τὸν Θεό, ὄχι μόνο ὡς Δημιουργό, ἀλλὰ καὶ ὡς Προνοητή, ὡς Πατέρα, πιστεύουμε ὅτι ἡ ἀγάπη Του ἐπέτρεψε τὴ σύγχρονη πολυποίκιλη κρίση γιὰ τὸ καλό μας, τὴ σωτηρία μας. Τὸ αἰτούμενο; Ἡ μετάνοια, ἡ διόρθωσή μας, ἡ ἀλλαγὴ τρόπου ζωῆς, τὸ νὰ τηροῦμε τὴν ἀληθινὴ Πίστη καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ὡς πρόσωπα, ὡς κοινωνία, ὡς ἔθνος· γιατὶ τοῦτα θὰ ἐπιφέρουν ἀναμφισβήτητα τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ στὸν τόπο μας. Ἡ Ἱστορία αὐτὸ μᾶς διδάσκει. Ἡ Ῥωμῃοσύνη πέρασε πολὺ χειρότερες δοκιμασίες, μὰ ἐπέζησε, μεγαλούργησε. Γιὰ τοῦτο ποτὲ νὰ μὴν ἀπελπιστοῦμε, ἀλλὰ νὰ εὐελπιστοῦμε ἐν μετανοίᾳ στὸ ἔλεος τοῦ Πλάστη καὶ Σωτήρα μας, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μας καὶ ὅλων τῶν ἁγίων. «Τὸ ἔλεός σου, Κύριε, καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου.» Ἀμήν!

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Σάββατο 30 Αὐγούστου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΣΑΒΒΑΤΟ ΙΒ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
1:26-31; 2:1-5

Ἀδελφοί, βλέπετε τὴν κλῆσιν ὑμῶν, ὅτι οὐ πολλοὶ σοφοὶ κατὰ σάρκα, οὐ πολλοὶ δυνατοί, οὐ πολλοὶ εὐγενεῖς· ἀλλὰ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφούς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά· καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ θεός, τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ· ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἐξ αὐτοῦ δὲ ὑμεῖς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ, ὃς ἐγενήθη σοφία ἡμῖν ἀπὸ Θεοῦ, δικαιοσύνη τε καὶ ἁγιασμὸς καὶ ἀπολύτρωσις, ἵνα καθὼς γέγραπται· Ὁ καυχώμενος ἐν Κυρίῳ καυχάσθω. Κἀγὼ ἐλθὼν πρὸς ὑμᾶς, ἀδελφοί, ἦλθον οὐ καθ᾽ ὑπεροχὴν λόγου ἢ σοφίας καταγγέλλων ὑμῖν τὸ μαρτύριον τοῦ Θεοῦ. Οὐ γὰρ ἔκρινά τοῦ εἰδέναι τι ἐν ὑμῖν, εἰ μὴ ᾽Ιησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον. Καἰ ἐγὼ ἐν ἀσθενείᾳ καὶ ἐν φόβῳ καὶ ἐν τρόμῳ πολλῷ ἐγενόμην πρὸς ὑμᾶς. Καὶ ὁ λόγος μου καὶ τὸ κήρυγμά μου οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ᾽ ἐν ἀποδείξει πνεύματος καὶ δυνάμεως, ἵνα ἡ πίστις ὑμῶν μὴ ᾖ ἐν σοφίᾳ ἀνθρώπων ἀλλ᾽ ἐν δυνάμει Θεοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΣΑΒΒΑΤΟ ΙΒ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
20: 29-34

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐκπορευομένου τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ Ἰεριχὼ ἠκολούθησεν αὐτῷ ὄχλος πολύς. καὶ ἰδοὺ δύο τυφλοὶ καθήμενοι παρὰ τὴν ὁδόν, ἀκούσαντες ὅτι Ἰησοῦς παράγει, ἔκραξαν λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, υἱός Δαυῒδ. ὁ δὲ ὄχλος ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα σιωπήσωσιν· οἱ δὲ μεῖζον ἔκραζον λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, υἱός Δαυῒδ. καὶ στὰς ὁ Ἰησοῦς ἐφώνησεν αὐτοὺς καὶ εἶπε· Τί θέλετε ποιήσω ὑμῖν; λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἵνα ἀνοιχθῶσιν ἡμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ. σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καὶ εὐθέως ἀνέβλεψαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ: Ἡ ὁσία Βρυώνα (= Βριένη) στὰ Μανδριὰ τῆς Πάφου (30/8)

Εἰκ. 12

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

ὁσία Βρυώνα (= Βριένη) στὰ Μανδριὰ τῆς Πάφου.
μεγάλη θαυματουργὸς ἀσκήτρια τῆς βυζαντινῆς Κύπρου*

Εἰκ. 1

Στὴν πολυάριθμη ἔνθεη χορεία, ἡ ὁποία διῆλθε ἀγγελικὰ τὴν ἀσκητικὴ βιοτὴ στὸν τόπο μας, συγκαταλέγονται, τόσο πνευματοφόροι ἄνδρες, ὅσο καὶ θεοφόρες γυναῖκες, ἔστω κι ἂν εἶναι λίγες οἱ γνωστές, γιὰ ὅσες δηλαδὴ μᾶς διέσωσε στοιχεῖα ὁ πανδαμάτωρ χρόνος καί, βεβαίως, ἡ Θεία Πρόνοια. 

Εἰκ. 2

Ἀνάμεσά τους ἐξέχουσα θέση κατέχει ἀναμφίλεκτα μέχρι σήμερα ἡ σημειοφόρος Βριένη τῆς Πάφου, τῆς ὁποίας τὸ ὄνομα ἀποδόθηκε μὲ τὸν χρόνο ὡς Βρυῶνα. Πρέπει ἐξαρχῆς νὰ ἀναφέρουμε ὅτι κανένα βιογραφικὸ στοιχεῖο γι᾽ αὐτὴν δὲν μᾶς εἶναι μὲ βεβαιότητα γνωστό, γύρω δὲ ἀπὸ τὸ σεπτό της πρόσωπο ἐπικρατεῖ ἀσάφεια καὶ σύγχυση, σύνηθες φαινόμενο γιὰ πλείστους ὅσους ἐν Κύπρῳ ἁγίους! Θὰ προσπαθήσουμε στὴ συνέχεια, Χάριτι Θεοῦ καὶ εὐχαῖς τῆς ὁσίας, βάσει τῶν σωζομένων σχετικῶν ἀρχαιολογικῶν, ἁγιολογικῶν καὶ λοιπῶν ἱστορικῶν στοιχείων, νὰ ἀποκαταστήσουμε ἱστορικὰ τὸ πρόσωπο τῆς μεγάλης αὐτῆς θαυματουργοῦ ἁγίας. 

Εἰκ. 3

Ὁ καθαυτὸ χῶρος τιμῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀσκήσεως καὶ τελειώσεως τῆς ὁσίας Βριένηςπως μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε—, ἐντοπίζεται σὲ ἀπόμερη καὶ παραθαλάσσια περιοχή, πλησίον τοῦ χωριοῦ Μανδριὰ τῆς Πάφου (Εἰκ. 1), ἡ ὁποία ἦταν παλαιότερα γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα Ἁγία Ἀγκῶνα, σήμερα δὲ καταγράφεται ἐπισήμως ὡς Ἁγία Ἀργῶνα (στὸ θέμα αὐτὸ θὰ ἐπανέλθουμε κατωτέρω).  Στὸν χῶρο τοῦτο σώζονταν μέχρι καὶ πρὶν ἀπ 40 περίπου χρόνια καταχωσμένα τὰ ἐρείπια παλαιοῦ ναοῦ ἐπ᾽ ὀνόματι τῆς Ἁγίας Βρυώνας. Τὰ ἐρείπια αὐτὰ δὲν ὑπάρχουν πιὰ (ἢ δὲν εἶναι πλέον ἐμφανῆ), γιατὶ στὸν ἴδιο χῶρο ἀνηγέρθη κατὰ τὸ 1985 νέο παρεκκλήσιο πρὸς τιμή της (Εἰκ. 2).

Εἰκ. 4

Καθοριστικὴ ἐν προκειμένῳ ἔνδειξη πρὸς διευκρίνιση τῆς ἰδιότητας τῆς ἁγίας, τὸ ὅτι δηλαδὴ διῆλθε τὸν βίο της ἀσκητικῶς, θεωροῦμε πὼς εἶναι ἡ παραπλεύρως τοῦ ἐν λόγῳ ναοῦ της ὕπαρξη ἀρχαίου (ἑλληνιστικοῦ/ρωμαϊκοῦ; ) κοιμητηρίου, μὲ ἁψιδωτὲς εἰσόδους καὶ λαβυρινθώδεις διαδρόμους καὶ ταφικοὺς θαλάμους (βλ. Εἰκ. 3-4).

*   *   *

Εἰκ. 5

Σ᾽αὐτὴ τὴ συνάφεια κρίνεται ἀναγκαῖο νὰ ἐπισημάνουμε τὰ ἑξῆς σημαντικά:

α. Τὸ ἐν λόγῳ ταφικὸ σύμπλεγμα καὶ ὁ  ἀνωτέρω παλαιὸς ναὸς τῆς Ἁγίας δὲν εἶναι τὰ μόνα ἀρχαῖα μνημεῖα τῆς εὐρύτερης περιοχῆς, οὔτε καὶ ἀποτελοῦν μεμονωμένο γεγονός. Καὶ ἐπεξηγοῦμε: Συμφώνως καὶ πρὸς τὴν κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 19ου αἰ. ἔγκυρη μαρτυρίαἀναφορὰ τοῦ γνωστοῦ λογίου ἑλλαδίτη Ἀθανασίου Σακελλαρίου [1], στὸν χῶρο τοῦτο ἀναπτύχθηκε ἀρχαῖος οἰκισμός, τοῦ ὁποίου τὰ ἐρείπια τότε ἦσαν ἀσφαλῶς ἀφθονώτερα καὶ βρίσκονταν σὲ πολὺ καλύτερη κατάσταση, παρὰ σήμερα, μεταξὺ τῶν ὁποίων καταλέγονταν καὶ κατάλοιπα χριστιανικῶν ναῶν, ἀκόμη δὲ καὶ σπήλαιααλαιοὶ τάφοι.

Εἰκ. 6

Τὰ πλεῖστα τῶν ἐρειπίων τούτων φαίνεται ὅτι μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἐξαφανίσθηκαν, πιθανὸν ἕνεκα τῶν συγχρόνων καλλιεργειῶν. Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι περὶ τὸ 1 χλμ. πὸ τὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Βρυώνας ἐντοπίστηκαν πρόσφατα (2009) κατάλοιπα ἀταύτιστης παλαιοχριστιανικῆς βασιλικῆς, τὰ ὁποῖα ὅμως σκεπάστηκαν μέχρι τὴ διενέργεια ἀνασκαφῆς σὲ εὐθετώτερο χρόνο.

Εἰκ. 7α

β. Πλεῖστοι ὅσοι ἀρχαῖοι σπηλαιώδεις τάφοι κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο, καὶ μάλιστα κατὰ τοὺς παλαιοχριστιανικοὺς χρόνους, συμφώνως μάλιστα καὶ πρὸς τὸ ὑπόδειγμα τοῦ γενάρχη τοῦ μοναχισμοῦ ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου [2], λειτούργησαν συχνότατα καὶ ὡς ἀσκητήρια καὶ ἐγκλεῖστρες.

Εἰκ. 7β

γ. Τὸ φαινόμενο τοῦτο τῆς μετατροπῆς ἀρχαίων λαξευτῶν τάφων σὲ ἀσκητήρια παρουσιάζει μία ἰδιαίτερη πύκνωση στὴν ἐπαρχία τῆς Πάφου, γεγονὸς ἄξιο ἰδιαίτερης προσοχῆς καὶ μελέτης. Προχωρῶντας πρὸς τὰ δυτικὰ τῶν Μανδριῶν, συναντοῦμε, γιὰ παράδειγμα, τὰ περίφημα λαξευτὰ ἀσκητήρια τῆς Γεροσκήπου (λ.χ. στὸν Ἅγιο Πολυκέλλαρο), τῆς Κάτω Πάφου (πως τοὺς Ἑλληνόσπηλιους πτὰ ἍιΓιώργηδες [βλ. Εἰκ. 5-6], τὸ στυλιτικὸ ἔγκλειστρο τοῦ Ὁσίου Ἀγαπητοῦ ἢ Ἀγαπίου [Εἰκ. 7α-7β] καὶ αὐτὰ στὴν περιοχὴ «Μετέωρα» [βλ. Εἰκ.  8]) καί, πιὸ βόρεια, τὰ ἀσκητήρια τῆς Ἔμπαςεριοχὴ Πετρίδια [Εἰκ. 9]) καὶ ἐκεῖνα στὴν ἀσκητοπλημμύριστη περιοχὴ τῆς Πέγειας (πως τοὺς ἀξιοθαύμαστους Σπήλιους τοῦ Μελέτη [Εἰκ. 10α-10δ]). 

Εἰκ. 8

δ. Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη λατρευτικὴ πρακτικὴ στὴ νῆσο, μετὰ τὴν ἐν Χριστῷ ὁσιακὴ τελείωση κάποιου ἀσκητῆ καὶ τὴν παγίωση τῆς πεποίθησης γιὰ τὴν ἁγιότητά του στὴ συνείδηση τοῦ τοπικοῦ χριστιανικοῦ πληρώματος, ἀνεγείρεται ναὸς πρὸς τιμή του στὸ πλησιέστερο δυνατὸ πρὸς τὸ σπήλαιό του καὶ λατρευτικῶς προσβάσιμο σημεῖο:

Εἰκ. 9

Συνηθέστερα πάνω ἢ δίπλα ἀπὸ τὸ Μαρτύριό του (τὸν χῶρο δηλονότι τοῦ ἀναιμάκτου τῆς συνειδήσεως μαρτυρίου καὶ τῆς ἐν Χριστῷ καλῆς μαρτυρίας του), ἀναλόγως πρὸς τὴ γεωφυσιολογία τοῦ χώρου τοῦ ἀσκητηρίου. Ἐνίοτε αὐτὸ τοῦτο τὸ σπήλαιο, ὁ μάρτυρας τῶν ποικίλων τοῦ ὁσίου (ἢ τῆς ὁσίας) ἀσκητικῶν παλαισμάτων, καθιερώνεται «εἰς ναὸν ἅγιον Κυρίου, τοῦ ἐν αὐτῷ τελεῖσθαι τὰς ἀναιμάκτους καὶ ἀχράντους θυσίας» καὶ τὴν λογικὴν λατρείαν.

ε. Περαιτέρω, πρέπει νὰ τονισθεῖ ὅτι ὁ πέριξ τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας ἀνωτέρω οἰκισμός, συμφώνως πρὸς ἔγκυρες γραπτὲς μαρτυρίες, ἤδη ἀπὸ τὸν μεσαίωνα ἀποκαλεῖται Sancta Vriona [3], γεγονὸς ποὺ ὑπεμφαίνει ὅτι, ἀφενὸς ἡ ἁγία προϋπῆρξε τῆς ἐν Κύπρῳ Φραγκοκρατίας, ἀφετέρου δὲ ὅτι ἡ τιμή της ἤδη ἐπικρατοῦσε καὶ κατὰ τὸν μεσαίωνα, σὲ σημεῖο μάλιστα ποὺ νὰ ἔχει ἀποδοθεῖ τὸ ὄνομά της στὸν οἰκισμό.

*   *   *

Κατόπιν τῶν ὡς ἄνω, κρίνεται ἀρκετὰ εὔλογο νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἡ ἁγία Βρυῶνα (=Βριένη) πῆρξε πιθανώτατα τοπικὴ ὁσία, ἄκμασε κατὰ τὴν πρώιμη βυζαντινὴ περίοδο καὶ διῆλθε τὸν βίο της ἀσκητικῶς στὸ παραπλεύρως τοῦ ναοῦ της ἀρχαῖο ταφικὸ σύμπλεγμα. Μετὰ τὴν ὁσιακή της τελείωση καὶ τὴν καθιέρωσή της στὴ συνείδηση τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος ὡς ἁγίας, ἀνηγέρθη παραπλεύρως τοῦ ἀσκητηρίου της ὁ ἀρχικὸς πρὸς τιμή της ναός, ἄγνωστο σὲ ποιὰ ἀκριβῶς ἐποχή, λόγῳ ἐλλείψεως σχετικῶν ἀρχαιολογικῶν τεκμηρίων. 

Ἐδῶθὰ πρέπει νὰ ὑπενθυμήσουμε ὅτι μᾶς εἶναι γνωστὲς καὶ ἄλλες περιπτώσεις ὁσίων γυναικῶν, μὲ πρώιμη ἀκμὴ στὴν Κύπρο. Τέτοια χαρακτηριστικὰ καὶ παράλληλα εἶναι τὰ παραδείγματα τῆς Παφίας ὁσίας Κωνσταντίας καὶ τῆς Καρπασίτιδος ὁσίας Φωτεινῆς. 

πρώτη ἄκμασε κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα καὶ ὑπῆρξε μέχρι τέλους πιστὴ μαθήτρια τοῦ Μεγάλου Ἱλαρίωνος. Ἡ εὐλαβέστατη αὐτὴ γυναίκα ἦταν ἔγγαμη καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Πάφο, σύχναζε δὲ πρὸς τὸν ὅσιο μὲ ἄλλους εὐλαβεῖς Παφηνοὺς στὸ ἀσκητήριό του κοντὰ στὸ χωριὸ Ἐπισκοπὴ χάριν ψυχικῆς ὠφέλειας. Ἀξιώθηκε νὰ παραστεῖ στὴν κοίμηση τοῦ ἁγίου κατὰ τὸ ἔτος 371, καὶ ἔκτοτε δὲν ἀποχωρίσθηκε τοῦ ἀσκητηρίου, ἀλλά, ἐγκαταλείποντας συγγενεῖς καὶ γνωστούς, παρέμενε ἐκεῖ συνεχῶς, προσευχόμενη ἀδιαλείπτως, μέχρι τὴν ὁσία κοίμησή της κατὰ τὸ ἔτος 372 [4]. 

Ἡ Ὁσία Φωτεινὴ ἡ Καρπασίτιδα, στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς νήσου, τὴν ἀπόκοσμη καὶ εὐλογημένη Καρπασία, ἄκμασε, συμφώνως πρὸς τὶς ὑπάρχουσες ἐνδείξεις, κατὰ τὴν πρωτοβυζαντινὴ περίοδο. Τὸν ἀσκητικό της βίο διῆλθε μέσα σὲ εὐρύχωρο λαξευτὸ ὑπόγειο σπήλαιο, ποὺ διατηρεῖται ἄριστα μέχρι σήμερα, στὸ χωριὸ Ἅγιος Ἀνδρόνικος, που καὶ ὁ τάφος καὶ τὸ θαυματουργὸ γιὰ τὶς ὀφθαλμικὲς παθήσεις ἁγίασμά της. Ἡ ἐξέχουσα τιμή της στὴν ἀνατολικὴ Κύπρο εἶναι ἀντίστοιχη αὐτῆς τῆς Ὁσίας Βριένης στὴν ἐπαρχία τῆς Πάφου [5].

Ἀλλά, θὰ διερωτηθεῖ κάποιος εὐλόγως, γιὰ τὴν περικλεῆ αὐτὴ ὁσία Βριένη δὲν διασώθηκαν κάποια ἄλλα στοιχεῖα, παλαιότερες γραπτὲς ἀναφορές; Φαίνεται πὼς ναί, ἄν και ἡ συνήθης στὴν Ἁγιολογία τῆς Κύπρου (βασικῶς ἀπὸ τὸν Μεσαίωνα καὶ ἐντεῦθεν) σύγχυση ὀνομάτων, προσώπων καὶ τόπων ἀπέδωσε τὰ σχετικὰ πρὸς τὸ πρόσωπό της σὲ ἄλλο, προφανῶς ἀνύπαρκτο πρόσωπο! Καὶ ἐπεξηγοῦμε:

Ὁ γνωστὸς κυπριακῆς καταγωγῆς λόγιος Λατῖνος καὶ ἱστοριογράφος τοῦ 16ου αἰώνα Στέφανος Λουζινιανός [6], ἄν και τυγχάνει γενικῶς ἀναξιόπιστος στοὺς καταλόγους του τῶν ἁγίων τῆς Κύπρου καὶ τῶν σχετικῶν ἁγιολογικῶν στοιχείων, ποὺ παραθέτει, καὶ χρήζει πολλῆς προσοχῆς καὶ κριτικῆς ἡ ἀξιοποίησή τους, καὶ παρόλη τὴν προχειρότηταἢ καὶ σκοπιμότητα!— ποὺ χαρακτηρίζει συχνὰ τὸ ἁγιολογικό του ἔργο, φαίνεται νὰ διασώζει ἐνίοτε μοναδικὰ συναφῆ στοιχεῖα. 

Ἀνάμεσα σ᾽αὐτὰ συγκαταλέγονται καὶ τὰ ὅσα ἀναφέρει γιὰ τὴν καταὐτὸν Ἁγία Ἀγκῶνα (Ancona Ancone Vergine τὴν ἀποκαλεῖ σὲ σχετικά του ἔργα) [7]. Ἀναγράφει λοιπὸν ὅτι ἡ ἁγία αὐτὴ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο (συμπληρώνει ὅτι ἀγνοοῦσε ἀπ ποιὸ ἀκριβῶς μέρος), πῆρξε παρθένος πλήρης πίστεως καὶ Ἁγίου Πνεύματος, δοξάσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἐνέργεια πλείστων θαυμάτων, καὶ γι᾽  αὐτὸ τέθηκε στὸν κατάλογο τῶν ἐν Κύπρῳ Ἁγίων, ἡ δὲ μνήμη της ἐτελεῖτο πάντοτε στὴ νῆσο. ποστηρίζει μάλιστα ὅτι εἶχε βρεῖ ἀναφορὰ σ᾽ αὐτὴν σὲ (χειρόγραφο ἀσφαλῶς) ἑλληνικὸ συναξάριο. Παραδόξως ὅμως κανένας ἄλλος τοπικὸς χρονογράφος ἢ ἄλλη ἁγιολογικὴ πηγή, τουλάχιστον γνωστὴ σ᾽ ἐμᾶς, τὴ μνημονεύει. 

Κατὰ τοὺς νεώτερους χρόνους (συγκεκριμένως, πὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα καὶ ἐφεξῆς) τὸ πρόσωπο τῆς μυστηριώδους αὐτῆς ἁγίας Ἀγκώνας εὐλόγως συσχετίσθηκε πρὸς τὴν ὁμώνυμη παραθαλάσσια τοποθεσία κοντὰ στὰ Μανδριὰ τῆς Πάφου, που καὶ ὁ χῶρος τιμῆς τῆς Ὁσίας Βρυώνας, πως ἀνωτέρω ἀναφέραμε. Πρῶτος ὁ μακαριστὸς Βολλανδιστὴς ἁγιολόγος Hippolyte Delehayé [8] (τὸν ὁποῖο ἀκολούθησαν οἱ μεταγενέστεροι [9]) εἰσηγήθηκε τὴν πιθανὴ ταύτιση τῆς μνημονευομένης ἀπὸ μόνο τὸν Lusignan ὡς ἄνω ἁγίας Ἀγκώνας πρὸς τὴν τιμωμένη παρὰ τὰ Μανδριὰ τῆς Πάφου ἁγία. Πράγματι σὲ μεσαιωνικὰ Isolaria καὶ χάρτες τῆς Κύπρου, τουλάχιστον ἀπὸ τὸν 15ο αἰῶνα καὶ ἑξῆς, ἡ ἐν λόγῳ περιοχὴ (ὄχι ὁ οἰκισμὸς) σημειώνεται ὡς S(ancta) Ancona [10]. Περιττὸ βεβαίως νὰ ἀναφέρουμε ὅτι ὁ Delehayé ἀγνοῦσε πλήρως τὰ σχετικὰ πρὸς τὴν ἁγία Βρυῶνα, καὶ ὄχι μόνον.

Πίν. 11

Ἐδῶ ὅμως ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ τὸ ἑξῆς σκεπτικό: Τὸ ὄνομα αὐτὸ (Ancona) σὲ κανένα τῶν γνωστῶν ἁγιολογικῶν ἔργων ἤ, εὐρυτέρως, γνωστῶν λεξικῶν ἀπαντᾶ ὡς ὄνομα ἁγίας ἢ εὐρύτερα ὡς κύριο προσηγορικὸ ὄνομα προσώπου, ἀλλὰ μόνο ὡς ὄνομα τῆς γνωστῆς πόλης τῆς Ἰταλίας [11], ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἑλληνικὴ προχριστιανικὴ ἀποικία, καὶ στὴν ὁποία οἱ Ἕλληνες ἱδρυτές της προσέδωσαν προφανέστατα τὸ ὄνομα ἀφορμώμενοι ἀπὸ τὴν γεωφυσιολογία τῆς περιοχῆς τῆς πόλης. Πραγματικὰ αὐτὴ βρίσκεται σὲ φυσικὴ γωνία (ἀγκῶνα) τῆς ἰταλικῆς χερσονήσου (βλ. Πίν. 11) [12]. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐν λόγῳ ὁμώνυμη τοποθεσία στὴν Κύπρο σχηματίζει ἐπίσης φυσικὴ γωνία, στὸ σχῆμα τῆς διπλωμένης ἀγκώνας (βλ. Εἰκ.  1)! Τέλος, γιὰ νὰ συνοψίσουμε ὅσα ἀφοροῦν τὶς σχετικὲς ὀνομασίες τοῦ ὑπόψη χώρου στὰ Μανδριά, ἡ μὲν περιοχὴ στὴν ἐπίσημη Συναγωγὴ Τοπωνυμίων τῆς Κύπρου (Cyprus Gazetteer), κατ᾽ ἀκολουθίαν τῶν παλαιῶν πηγῶν καταγράφεται ὡς Ἁγία Ἀργῶνα [13], ὁ δὲ ἐρειπωμένος ἐκεῖ ἐπώνυμος ναός, πως ἤδη προαναφέραμε, ὡς Ἁγία Βρυῶνα [14].

*   *   *

Δεδομένων ὅλων τῶν ἀνωτέρω, κρίνονται νομίζω ἀρκετὰ εὔλογα τὰ ἑξῆς συμπεράσματα/ἐκδοχές: 

α. Ὁ ἱερὸς χαρακτήρας τοῦ ὑπὸ ἀναφορὰ χώρου, σὲ συνάρτηση μὲ τὴν ἰδιάζουσα γεωμορφολογία του, προσέδωσε σ᾽ αὐτὸν τὴν τοπωνυμία Ἁγία Ἀγκῶνα, προφανῶς κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἐν Κύπρῳ Φραγκοκρατίας. 

β. Αὐτὸ συνέβηκε, καθὼς στὸν χῶρο τοῦτο διῆλθε ἀσκητικῶς τὸν βίο της, τελειώθηκε καὶ ἐτιμᾶτο ἔκπαλαι ἡ τοπικὴ ὁσία Βρυῶνα (=Βριένη), ἡ ὁποία μεταγενεστέρως ἐπωνομάσθηκε ἀπὸ τὴν τοποθεσία ἁγία Βρυῶνα τῆς Ἀγκώνας (ἀντίστοιχο παράδειγμα ἔχουμε τὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς Ἀγκώνας πλησίον τῆς Ὁρμίδειας Λάρνακας [15]), ἴσως ἀκόμη καὶ Ἁγία τῆς Ἀγκώνας.

γ. Περαιτέρω, στὴν προκληθεῖσα κατὰ τὸν Μεσαίωνα σύγχυση περὶ τὸ πρόσωπο τῆς ὁσίας Βρυώνας συνέτεινε καὶ ἡ γλωσσικὴ ἐξέλιξη τοῦ ὀνόματός της: ΒριένηΒριῶναΒργιῶναΒργῶναΒγῶνα (καὶ Ἀβγῶνα) καὶ ῾ΡγῶναἈργῶνα (πως καὶ ἀλεύριαἀλέβγα καὶ ἀλέργα) [16]. Τὸ Ancona, τελικῶς, φαίνεται ὅτι ἀποτελεῖ συσχέτιση πρὸς γνωστὸ (τὴν ὁμώνυμη ἰταλικὴ πόλη) πὸ ξένους.

δ. Κατ᾽ ἀκολουθίαν, τὰ ὅσα ὁ Στέφανος Λουζινιανὸς (Lusignan) ἀναφέρει γιὰ τὴν κατ᾽ αὐτὸν ἁγία Ancona —ποὺ φαίνεται νὰ ἔχουν ἱστορικὴ βάση—, μποροῦν μὲ ἀσφάλεια νὰ ἀποδοθοῦν στὸ σεπτὸ πρόσωπο τῆς ἁγίας Βρυώνας, ποὺ τιμᾶται στὴν ὁμώνυμη περιοχὴ τῆς Ἁγίας ἈργώναςἈγκώνας. Ἡ ταύτιση τούτη, κατὰ τὴν ἄποψή μας, ποτελεῖ τὴν ἑρμηνευτικὴ δικλεῖδα γιὰ τὴ διαλεύκανση τῆς προκειμένης σύγχυσης.

Εἰκ. 12

Στὰ πλαίσια τῆς ὡς ἄνω γλωσσικῆς σὺν τῷ χρόνῳ ἐξέλιξης τοῦ ὀνόματος τῆς ἁγίας Βρυώνας ἐντάσσεται καὶ ἡ ὀνομαστικὴ ἐπιγραφὴ χαρακτηριστικῆς εἰκόνας της ἀπὸ τὸν γνωστὸ λαϊκότροπο Κύπριο ἁγιογράφο ἱερομόναχο Παρθένιο, ἔργου τοῦ τέλους τοῦ 18ου/ἀρχῶν τοῦ 19ου αἰ., που ἡ ἁγία ἀποκαλεῖται Βγόνα (βλ. Εἰκ. 12). Ἡ εἰκόνα αὐτή, ποὺ ἀποθησαυρίζεται σήμερα στὴν ἱερὰ Μονὴ Χρυσορροϊατίσσης τῆς Πάφου [17], ποτελεῖ καὶ λειτουργικὸ τεκμήριο τῆς διαχρονικῆς τιμῆς της στὴν περιοχή.

Ἡ λειτουργικὴ ὅμως τιμὴ τῆς θαυματουργῆς ὁσίας Βριένης εἶναι ἀρκετὰ πιθανὸν νὰ ὑπερέβη κατὰ πολὺ τὰ ὅρια, ὄχι μόνο τῆς Πάφου, ἀλλὰ καὶ αὐτῆς τῆς μεγαλονήσου. Κατὰ τὴν περιδιάβασή μας στὶς ποικίλες προσιτὲς ἁγιολογικὲς πηγές, προσέξαμε ὅτι σὲ ἀρκετὰ χειρόγραφα ποὺ ἀπαρτίζουν ἢ ἀκολουθοῦν στὴ δομὴ τὸ γνωστὸ Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως,  κατὰ τὴν κθ´ ἢ λ´ τοῦ Αὐγούστου ἀπαντᾶται ἡ μνήμη κάποιας ὁσίας Βρυαίνης (κατὰ τὴ γραφὴ τῶν χγφ.). Γιὰ παράδειγμα, στὸν σημαίνοντα κώδικα Coislin 223, ποὺ ἤδη περιλήφθηκε στὴν κατὰ τὸ 1902 μνημειώδη ἔκδοση τοῦ Συναξαρίου Κωνσταντινουπόλεως πὸ τὸν Βολλανδιστὴ Hippolyte Delehayé [18], που καὶ διασώζεται ἡ μνήμη ἰδιαζόντων Κυπρίων ἁγίων, κατὰ τὴν κθ‘ (29η) Αὐγούστου ἀναγράφεται: « ὁσία Βρυαίνη ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται» [19]. Κατὰ τὴν ἰδία ἐξάλλου ἡμέρα καὶ στὸν αὐτὸ κώδικα μνημονεύεται  καὶ ὁ ἅγιος Εὐλάλιος πίσκοπος, πιθανώτατα ὁ ἡμέτερος, ὁ τῆς Λαμπούσης. Ἀμφότεροι οἱ ἅγιοι τοῦτοι μνημονεύονται καὶ στὸν κώδικα Μπενάκη 95 (ΤΑ 255), Συναξάριο τοῦ 14ου αἰώνα (φ. 167v), ἀλλ᾽ ἐδῶ κατὰ τὴν λ´ (30) Αὐγούστου. Περαιτέρω ἀναφορὲς στὴν ἁγία Βρυαίνη (Βριένη) σὲ κώδικες Συναξαρίων βρίσκονται σὲ ἐνδιαφέρον ἄρθρο τοῦ μακαριστοῦ Βολλανδιστῆ François Halkin γιὰ τὰ ἰαμβικὰ Συναξαριακὰ δίστιχα, που ἡ μνήμη της τίθεται καὶ πάλιν, εἴτε στὶς 29, εἴτε στὶς 30 Αὐγούστου [20], προστίθεται δὲ καὶ τὸ δίστιχο: «Ἐκ γῆς Βρυαίνη, χαρίτων θεία βρύσις/μετωχετεύθη ζῶσαν εἰς πηγὴν ἄνω» [21]. Σὲ κανένα δυστυχῶς ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω χειρόγραφα ἡ ἐπιγραμματικὴ ἀναφορὰ τῆς μνήμης τῆς ὁσίας δὲν ἀκολουθεῖται ἀπὸ κάποιο, ἔστω λιτότατο, συναξάριο. 

Εἰκ. 13. Σύγχρονη προσκυνηματικὴ εἰκόνα τῆς ἁγίας Βρυώνας στὸ ὁμὠνυμο ἐξωκκλήσι της στὰ Μανδριὰ

Σὲ σχετικὴ ὑποσημείωση (ἀρ. 7) στὸ ἀνωτέρω ἄρθρο του, Halkin ποθέτει ὅτι ἡ ἐν λόγῳ ὁσία θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ ταυτισθεῖ πρὸς τὴν ὁμώνυμη Γερόντισσα τῆς ὁσιοπαρθενομάρτυρος Φεβρωνίας (ἡ μνήμη της στὶς 25 Ἰουνίου) [22], ποψη ποὺ ἀκολούθησαν ὁρισμένοι μεταγενέστεροι ἐκδότες Συναξαριστῶν [23]. Ἀντιθέτως ὁ Delehayé, ἀρκετὰ χρόνια πρὶν ἀπ’ αὐτόν, σὲ ἐπεξηγηματικὲς ἐπισημειώσεις στὴν ὡς ἄνω ἔκδοση τοῦ Συναξαρίου Κωνσταντινουπόλεως [24], φρονεῖ ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν ὁμώνυμη μητέρα τοῦ ἁγίου Φαντίνου τοῦ νέου, τοῦ θαυματουργοῦ (BHG 2366z), ὁ ὁποῖος μνημονεύεται σὲ πλεῖστα ἑλληνικὰ Συναξάρια στὶς 30 31 Αὐγούστου. Βίος ὅμως αὐτὸς [25] πουθενὰ δὲν ἀναφέρει ὁτιδήποτε γιὰ τὴν ἁγιότητα τῆς μητέρας τοῦ ὁσίου Φαντίνου.

Πάντως, συγκεφαλαιώνοντας, ἡ ἔλλειψη ἀφενὸς ὁποιασδήποτε ἀναφορᾶς σὲ ἄλλη ὁμώνυμη ὁσία, μὲ μαρτυρούμενη μὲ ἔγκυρα τεκμήρια τιμὴ τῆς ἁγιότητάς της στὶς γνωστὲς ἁγιολογικὲς πηγὲς καὶ ἐκδόσεις, καὶ ἀφετέρου ἡ συνεκφορὰ τῆς μνήμης τῆς ὁσίας Βριένης μὲ αὐτὴν τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου Εὐλαλίου, πιθανῶς τῆς ἐν Κύπρῳ Λαμπούσης [26], καὶ μάλιστα συνεχομένως, κατὰ τὴ βραχύλογη ἔστω συνήθεια γραφῆς τῶν Συναξαρίων [27], σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν τιμὴ τῆς σημειοφόρου Βριένης τῆς Κύπρου ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ ἤδη περίοδο, μᾶς παρέχουν ἐχέγγυα εὐελπιστίας, ὅτι οἱ σχετικὲς ἀναφορὲς στὰ ἀνωτέρω Συναξάρια ἀφοροῦν στὴν ἡμετέρα πάνσεπτη ὁσία τῆς Πάφου. Τὸ θέμα τοῦτο ἀσφαλῶς παραμένει εἰσέτι ἀνοικτὸ πρὸς περαιτέρω ἔρευνα καὶ διασάφηση.

*   *   *

Καταλήγοντας, ἀξίζει νὰ ἐπισημειώσουμε πὼς οἱ θεοσημεῖες καὶ ἐπιτελέσεις θαυματουργιῶν, ποὺ ἐνεργεῖ ὁ Κύριός μας μέσῳ τῆς ἁγίας δούλης του Βρυώνας (Βριένης) συνεχίζονται, συμφώνως πρὸς ἔγκυρες μαρτυρίες, μέχρι καὶ σήμερα, καὶ μάλιστα αὐξάνονται, μαζὶ μὲ τὴν ἐπακόλουθη αὔξηση συρροῆς τῶν εὐλαβῶν στὴ χάρη της προσκυνητῶν [28]. πιπρόσθετο καὶ τοῦτο καὶ ἀδιάψευστο τεκμήριο, ὅτι «οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν» [29] ὁ Θεός, « ἐνδοξαζόμενος ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» [30], ἕνα ἀκόμη παρήγορο σημεῖο στὶς ἔσχατες τοῦτες ἡμέρες τῆς ἀποστασίας.

Ταῖς τῆς θεοφόρου καὶ θαυματουργοῦ ὁσίας Βριένης πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ στηρίζεται στὴ μελέτη μας: Μοναχὸς Χαρίτων Σταυροβουνιώτης (Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακείμ), Ὁσία Βριένη (Βρυῶνα) θαυματουργός. Σπουδὴ μὲ ἀφορμὴ καὶ γύρω π τὸ πρόσωπο σημειοφόρου ἀσκήτριας τῆς βυζαντινῆς Κύπρου, Κυπριακαὶ Σπουδαί, τόμ. ΟΓ´ (2009), Λευκωσία 2011, σσ. 71-82, Πίν. 1-13.

1 Βλ. Ἀθ. Α. Σακελλαρίου, Τὰ Κυπριακά, τόμ. Α‘, 1890², σ. 107.

2 Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου, ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀντωνίου (BHG³ 140), PG 26, 853C-860B.

3 Gilles Grivaud, Villages désertés à Chypre (fin XIIe-fin XIXe siècle), Ἵδρυμα Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ‘, Γραφεῖον Κυπριακῆς Ἱστορίας [=Μελέται καὶ πομνήματα, ΙΙΙ], Λευκωσία 1998, σσ. 242, 246 καὶ 446.

4 Προσφάτως (2008) καθιερώθηκε ἐπισήμως ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου νὰ ἐπιτελεῖται ἡ μνήμη της στὶς 25 Αὐγούστου (βλ. Κύπρια Μηναῖα, ἔκδ. . Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου, τόμ. Ι‘ [Αὔγουστος], Λευκωσία 2008, σσ. 163-177 [πλήρης ᾀσματικὴ Ἀκολουθία της μὲ τὴ σχετικὴ βιλιογραφία]).

5 Ἡ μνήμη τῆς ὁσίας Φωτεινῆς ἐτελεῖτο ἔκπαλαι στὶς 2 Αὐγούστου. Νέα ᾀσματικὴ Ἀκολουθία της, μὲ πλούσια συναφῆ βιβλιογραφία, περιλήφθηκε στὰ Κύπρια Μηναῖα, π. ἀν. (Μὴν Αὔγουστος), σσ. 21-38. Βλ. καὶ σχετικὸ ἄρθρο μας στὴν περιοδικὴ ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυροβουνίου, Ζωοποιὸς Σταυρός, ἀρ. τεύχους 106–111 (Δεκέμβριος 2010), σσ. 669-672.

6 Γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του γενικῶς βλ. σχετικὸ λῆμμα στό: Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Κυπριακὴ Λογιοσύνη, 1571-1878. Προσωπογραφικὴ θεώρηση, Κέντρο Ἐπιστημονικῶν Ἐρευνῶν [= Πηγὲς καὶ Μελέτες τῆς Κυπριακῆς Ἱστορίας, XLIII], Λευκωσία 2002, σσ. 190-194, καθὼς καὶ τὶς σχετικὲς εἰσαγωγὲς τῶν προσφάτων ἐπανεκδόσεων τῶν ἔργων του Chorograffia… καὶ Description… ἐν Κυπριολογικὴ Βιβλιοθήκη, τόμ. 10Α καὶ 10Β, ἀντιστοίχως, που καὶ συναφὴς βιβλιογραφία. 

7 Lusignan, Chorograffia, σ.26v· Corona, IV, σ.5 2r, καὶ Description, σ. 56v. πλῆ ἀναφορὰ στὴν ἁγία αὐτὴκατ᾽ οὐσίαν παραπομπὴ στὸν Lusignan— κάνει καὶ ὁ ἀμέσως ἀρυόμενος ἀπ᾽ αὐτὸν (τὸν ὁποῖο καὶ σχεδὸν πάντοτε ἀκρίτως ἀντιγράφει) Κύπριος λόγιος οὐνίτης Νεόφυτος Ροδινὸς στὸ γνωστὸ ἔργο του Περὶ ἡρώων(ἔκδ. Κυπριολογικῆς Βιβλιοθήκης, 16, Λευκωσία 2007 [ἀναστατ. πανέκδ. τῆς α´ ἐν ῾Ρώμῃ ἔκδ. κατὰ τὸ 1659, μὲ παράλληλη μεταγραφὴ σὲ σύγχρονη γραμματοσειρά, κ.λπ.], σ. 129, γιὰ νὰ δηλώσει ὅμως ὅτι ἀγνοεῖται στὶς γνωστὲς ἁγιολογικὲς πηγές.

8 H. Delehayé, «Saints de Chypre», AnalBoll, XXVI (1907), σ. 263.

9πως λ.χ. οἱ  Ἰω. ΧάκκεττΧαρ.Παπαϊωάννου (Ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τόμ. Β´, Πειραιεὺς 1927, σ. 177) καὶ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ‘ (Κύπρος ἁγία Νῆσος, Λευκωσία 1997², σ. 15).

10 Βλ. σχετικῶς Andreas and Judith Stylianou, The History of Cartography of Cyprus, (ἔκδ.) Κέντρο πιστημονικῶν Ἐρευνῶν Κύπρου, Νο. VIII, Λευκωσία 1980, σσ. 8, 10 καὶ 24.

11 Βλ. π.χ. σχετικὸ λῆμμα στὴ γνωστὴ ἠλεκτρονικὴ ἐγκυκλοπαίδεια Wikipedia. 

12 Πρβλ. καὶ Ἰω. Σιδέρης, Henry G. Lidell– Robert Scott, Μέγα Λεξικὸν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, Ι, Ἀθῆναι, ἄν. χρ., σ. 22, λῆμμα ἀγκών: «…ὡσαύτως προέχουσα ξηρά, ἥτις σχηματίζει κόλπον λιμένα».

13 Menelaos Christodoulou and Konstantinos Konstantinidis, A complete Gazetteer of Cyprus (= Cyprus Gazetteer), τόμ. I, Nicosia 1987, σσ. 7 καὶ 1529.

14 π. ἀν., σσ. 9 καὶ 1529.

15 π. ἀν., σ. 38.

16 Ἡ ὑπόδειξη ἀνήκει στὸν διεθνοῦς κύρους κορυφαῖο φιλόλογο καὶ γλωσσολόγο κ. Μενέλαο Χριστοδούλου, διευθυντὴ τοῦ Κέντρου Συντάξεως τοῦ Θησαυροῦ τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης τῆς ἐν Κύπρῳ Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, Λευκωσία, τὸν ὁποῖο καὶ ἐντεῦθεν θερμῶς εὐχαριστῶ.

17 Ἰωάννης Τσικνόπουλλος, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Πάφου, Λευκωσία 1971, σ. 282.

18 Ὁ κώδικας κατατάσσεται ἀπὸ τὸν ἐκδότη στὴν οἰκογένεια χγφ. Μ τοῦ Συναξαρίου Κωνσταντινουπόλεως καὶ σημαίνεται μὲ τὸ σύμβολο Μc, γράφηκε δὲ στὸ Ἅγιον Ὄρος κατὰ τὸ ἔτος 1301 (βλ. SynaxEcclCon, XLI).

19 SynaxEcclCon, 933.50.

20 ΛάππαΖιζήκα Εὐ. καὶ ΡίζουΚουρούπου Ματοῦλα, Κατάλογος Ἑλληνικῶν Χειρογράφων τοῦ Μουσείου Μπενάκη (10ος-16ος αἰῶνας), Ἀθῆναι 1991, σ. 193.

21 François Halkin, «Distiques et Notices propres au Synaxaire de Chifflet», AnalBoll, 66 (1948), σ. 10, ποσημ. 6 καὶ 7.

22 Βλ. BHG 659 (AnalBoll, 42, σσ. 69-76).

23 πως λ.χ. στὀ: Ἱερομ. Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμ. 12 (Αὔγουστος), ἐκδ. Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2009, σ. 342, που ἐπιπλέον θεωρεῖται καὶ μάρτυς, πρᾶγμα ὅμως μὴ στηριζόμενο στὶς πηγές.

24 SynaxEcclCon, 1036.

25 Σὲ κριτικὴ ἔκδοση ἐκδόθηκε ἀρχικὰ ἀπὸ τὴν Enrica Follieri στὴ σειρὰ Subsidia Hagiographica, No. 77, Bruxelles 1993, π᾽ αὐτὴ δὲ καὶ στὴν ἑλληνικὴ ἀπὸ τὴν Μονὴ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ὁρμύλιας κατὰ τὸ 1996.

26 ῾Η ἄποψη αὐτὴ υἱοθετεῖται καὶ ἐν ἱερομ. Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, π. ἀν. 

27 πάρχουν καὶ ἄλλες περιπτώσεις συνεορτασμοῦ κατὰ τὴν αὐτὴ ἡμέρα Κυπρίων ἁγίων στὴ χειρόγραφη παράδοση, λ.χ. αὐτὴ τῶν λειτουργικῶν Τυπικῶν, πως στὶς 17 Σεπτεμβρίου (ἁγίων Ἡρακλειδίου, Μνάσωνος, Αὐξιβίου καὶ Ἀναστασίου), κ..

28 Βλ. γιὰ παράδειγμα σὲ σχετικὸ κεφάλαιο τοῦ βιβλίου ποὺ ἐκδόθηκε μὲ ἐπιμέλειά μας, Γιῶργος Παναγῆ, Βίος, θαύματα καὶ Παρακλητικὸς Κανὼν τῆς ὁσίας καὶ θαυματουργοῦ Βρυαίνης (Βρυώνας) τῆς Κυπρίας, Λευκωσία 2016, σσ. 26-36.

29 Πράξ. 14, 17.

30 Πρβλ. Ψαλμ. 88,8 καί, Θεσσαλ. Β‘, 1, 10.

Mνήμη των Aγίων Πατριαρχών Kωνσταντινουπόλεως Aλεξάνδρου, Iωάννου και Παύλου του νέου (30 Αυγούστου)

Μηνολόγιο 30ης Αυγούστου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)

Mνήμη των Aγίων Πατριαρχών Kωνσταντινουπόλεως Aλεξάνδρου, Iωάννου, και Παύλου του νέου

Εις τον Αλέξανδρον
Σχοίνους διαδράς Aλέξανδρε σαρκίου,
Σχοίνισμα κλήρου χρηματίζεις Kυρίου.

Εις τον Ιωάννην
Σκυθρωπά τα πρόσωπα της Eκκλησίας,
Στέρησιν ου φέροντα την Iωάννου.

Εις τον Παύλον
Δρόμους ο Παύλος εκλιπών τους του βίου,
Eύρηκε παύλαν των πόνων των του βίου.

Tριττύς τη Tριάδι τριακοστή νυν πάρα έστη.

Μηνολόγιο 30ης Αυγούστου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)

Oύτος ο μακάριος Aλέξανδρος, με το να ήτον γεμάτος από κάθε αρετήν, διά τούτο εχρημάτισε πρωτοπρεσβύτερος του Aγίου Mητροφάνους Πατριάρχου Kωνσταντινουπόλεως, κατά τους χρόνους του Mεγάλου Kωνσταντίνου, εν έτει τκε΄ [325]. Eυρέθη δε παρών εις την εν Nικαία συγκροτηθείσαν Aγίαν και Oικουμενικήν Πρώτην Σύνοδον, αντί του Aγίου Mητροφάνους, καθότι ο ιερός Mητροφάνης γέρων ων και ασθενής, δεν εδυνήθη να παρουσιάση εις την Σύνοδον1. Eις αυτήν λοιπόν ευρισκόμενος ο θείος ούτος Aλέξανδρος, πολλά ηγωνίσθη ο τρισμακάριος υπέρ της Oρθοδόξου πίστεως, ελέγχων την του Aρείου κακοδοξίαν. Aφ’ ου δε η Σύνοδος ετελείωσε, παρεκάλεσεν ο βασιλεύς Kωνσταντίνος όλους τους θεοφόρους εκείνους Πατέρας, και επήγαν εις την Kωνσταντινούπολιν διά να ευλογήσουν αυτήν, ήτις ήτον νεόκτιστος. Tότε Άγγελος Kυρίου εφάνη εις τον Άγιον Mητροφάνη, και είπεν αυτώ. Eπειδή και συ πρεπόντως ευηρέστησας εις τον Θεόν, διά τούτο ύστερα από δέκα ημέρας αναχωρείς από την ζωήν ταύτην, και πηγαίνεις διά να λάβης τον στέφανον από τον Θεόν. Tον δε θρόνον της Eκκλησίας θέλει λάβη αντί σού, και θέλει στολίσει αυτόν Aλέξανδρος ο συλλειτουργός σου. Όθεν οι Άγιοι Πατέρες τούτο μαθόντες, ευφράνθησαν μαζί με τον μακάριον Mητροφάνη, τον οποίον αποθανόντα ενταφιάσαντες, εχειροτόνησαν Πατριάρχην τον αοίδιμον τούτον Aλέξανδρον.

Aφ’ ου δε απέθανεν ο βασιλεύς Kωνσταντίνος, έμεινε διάδοχος της βασιλείας Kωνστάντιος ο υιός του, ο οποίος υπερασπίζετο την αίρεσιν του δυσσεβούς Aρείου, και εβίαζε τον Άγιον Aλέξανδρον τούτον, να δεχθή τον Άρειον και να συγκοινωνήση με αυτόν. O δε Άγιος δεν εκαταπείσθη, αλλά παρακαλέσας τον Θεόν, έμεινεν εύθυμος και αμέριμνος. O δε Άρειος ηθέλησε να έμβη εις την του Xριστού Eκκλησίαν τυραννικώς και βιαίως με βασιλικήν εξουσίαν, αλλ’ εύρεν αυτόν η θεία δίκη. Πηγαίνοντος γαρ αυτού εις το αναγκαίον, εκεί εχύθησαν όλα του τα εντόσθια, και ούτως απέψυξεν. O δε Άγιος Aλέξανδρος, ποιμάνας την του Xριστού Eκκλησίαν θεαρέστως εις χρόνους εικοσιτρείς, απήλθε προς Kύριον2.

Σημειώσεις

1. Όρα το Συναξάριον του Aγίου Mητροφάνους κατά την τετάρτην του Iουνίου, ότε και εορτάζεται.

2. Eπειδή αναφέρονται εδώ και ο νέος Παύλος Kωνσταντινουπόλεως, όστις είναι άλλος από τον Kωνσταντινουπόλεως Παύλον τον Oμολογητήν, τον εορταζόμενον κατά την έκτην του Nοεμβρίου, και ο Iωάννης, διά τούτο λέγομεν περί αυτών, ό,τι ηδυνήθημεν να εύρωμεν παρά Mελετίω, δηλαδή, ότι, ο μεν νέος Παύλος, όστις και Παύλος δεύτερος λέγεται, ήτον εν έτει 641, επί των χρόνων του βασιλέως Kωνσταντίνου του τετάρτου, όστις και Kωνσταντίνος Hράκλειος, και Kωνσταντίνος νέος καλείται. O δε Iωάννης ήτον εν έτει 518 ή 520. Kαι φαίνεται, ότι είναι ο ίδιος Iωάννης εκείνος, ο κατά την εικοστήν πέμπτην του παρόντος Aυγούστου εορταζόμενος μετά του Eπιφανίου, και Mηνά των Πατριαρχών Kωνσταντινουπόλεως.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)