Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὴν Ἀγρυπνία τῆς Ἀναλήψεως ἡ ὁποία τελέσθηκε στὶς 27/28 Μαΐου 2020 στὸ ἱερὸ ἡσυχαστήριον Ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ στὴ Σκουριώτισσα τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου.
Πηγή: RumOrthodox
Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὴν Ἀγρυπνία τῆς Ἀναλήψεως ἡ ὁποία τελέσθηκε στὶς 27/28 Μαΐου 2020 στὸ ἱερὸ ἡσυχαστήριον Ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ στὴ Σκουριώτισσα τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου.
Πηγή: RumOrthodox
Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Μεγάλη ἡ σημερινὴ ἑορτή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί. Σὰν σήμερα, σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία δοξάζει καὶ τιμᾶ μὲ ὕμνους καὶ ᾠδὲς πνευματικὲς τὸ τελευταῖο θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς τοῦ ἀναστάντος Σωτῆρος. Σήμερα ἑορτάζουμε τὴν ἀνάληψη στοὺς οὐρανοὺς τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ.
Ὅπως μᾶς ἀναφέρουν τὰ ἅγια Εὐαγγέλια, καθὼς καὶ ἄλλα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ Κύριος, μετὰ τὴν ἐκ νεκρῶν τριήμερη ἔγερσή Του, ἐμφανίστηκε πολλὲς φορὲς στοὺς ἀγαπημένους Του μαθητὲς καὶ μαθήτριες, εἴτε χωριστὰ σὲ ὁρισμένους, εἴτε σὲ περισσότερους, κάποτε σὲ μεγάλο ἀριθμὸ ἀπ᾽ αὐτούς, ἀκόμη καὶ σὲ ὅλη τὴν ὁμήγυρη τῶν μαθητῶν. Καὶ ὁ λόγος φανερός: Γιὰ νὰ πιστοποιήσει στοὺς θλιμμένους αὐτοὺς καὶ πιστοὺς ἀλλὰ ἀκόμη ἀδύνατους καὶ ἀστήρικτους ἀκολούθους Του τὸ ὑπερθαύμαστο γεγονὸς τῆς Ἀνάστασής Του. Ὅτι δηλαδὴ εἶχε πραγματικὰ ἀναστηθεῖ ἐκ νεκρῶν μὲ τὸ θεωμένο ἄχραντο Σῶμα Του.
Ἡ περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καὶ τὸ τέλος τοῦ κατὰ Λουκᾶν ἁγίου Εὐαγγελίου, μᾶς ἐξιστορεῖ τὴν τελευταία φανέρωση τοῦ Ἰησοῦ, σαράντα ἀκριβῶς ἡμέρες μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, σὲ ὅλους τοὺς ἁγίους ἀποστόλους καὶ τὴν Παναγία Του Μητέρα, ποὺ ἦσαν συναθροισμένοι στὸ ἀνώγαιο ἐκεῖνο τῆς Σιών, στὰ Ἱεροσόλυμα. Καί, ἐπειδὴ ἐμφανίσθηκε ξαφνικὰ ἀνάμεσά τους καὶ αὐτοὶ εὔλογα ταράχθηκαν, φοβήθηκαν καὶ θεώρησαν πὼς ἦταν ἕνα ἄσαρκο πνεῦμα, Αὐτὸς τότε, ὡς καρδιογνώστης καὶ χορηγὸς τῆς εἰρήνης, ἀμέσως τοὺς καθησυχάζει καὶ τοὺς χορηγεῖ τὴν εἰρήνη Του, «τὴν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν». Καὶ στὴ συνέχεια, τοὺς δείχνει τὰ τεκμήρια τοῦ ἁγίου Του Πάθους, τὰ χέρια καὶ πόδια Του μὲ τοὺς τύπους τῶν ἥλων, γιὰ νὰ τοὺς πιστοποιήσει ὅτι αὐτὸς ἦταν ἀληθινὰ ὁ σαρκωμένος Μεσσίας καὶ Ἐσταυρωμένος γιὰ χάρη τους καὶ γιὰ χάρη ὅλου τοῦ κόσμου, ὁ Λυτρωτὴς καὶ ἀγαπημένος τους Διδάσκαλος. Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνοι, ἀπὸ τὴν πολλή τους χαρὰ στὸ ἀνέλπιστο θέαμα, ἀπιστοῦσαν, γιὰ νὰ τοὺς ἀποδείξει περίτρανα πὼς δὲν ἦταν μόνο ἕνα ἄυλο πνεῦμα, ἀλλὰ ἔφερε καὶ σάρκα, ἂν καὶ ἐξαϋλωμένη καὶ θεωμένη, ζήτησε νά τοῦ δώσουν κάτι νὰ φάγει. Κι αὐτοὶ τοῦ ἔδωσαν ἕνα κομμάτι ψάρι ψητὸ καὶ λίγο κηρόμελο. Οἱ πρώην ψαράδες τῶν ἀφώνων ψαριῶν ἔδωσαν στὸν Μεγάλο Ἁλιέα τῶν ψυχῶν ψάρι —σ᾽ Αὐτὸν ποὺ τοὺς ἀνέδειξε μὲ τὴ Χάρη του ψαράδες λογικῶν ἀνθρώπων— καὶ κηρόμελο, σύμβολο τῆς γλυκύτητας τῆς οὐράνιας ζωῆς καὶ διδασκαλίας καὶ τοῦ Θείου φωτισμοῦ. Τὰ ὁποῖα ὁ Θεάνθρωπος, ποὺ τὰ πάντα οἰκονομεῖ γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἔλαβε καὶ ἔφαγε μπροστά τους. Κι ἀσφαλῶς τοῦτο ἔπραξε ἀπὸ ἄκρα συγκατάβαση, γιατὶ τὸ ἀναστημένο καὶ θεωμένο Του Σῶμα δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ βρώση καὶ πόση. Κι ἐκείνη ἡ λίγη τροφὴ ποὺ ἔλαβε, χωνεύθηκε στὸ πῦρ τῆς Θεότητας καὶ χάθηκε, ὅπως ὅταν ρίξουμε μία τρίχα σὲ ἀναμμένο καμίνι.
Στὴ συνέχεια, τοὺς ὑπενθύμησε ὅσα τοὺς εἶχε διδάξει γιὰ τὸ Πρόσωπό του, καὶ ὅτι ἔτσι ἔπρεπε νὰ ἐκπληρωθοῦν οἱ προφητικὲς ρήσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιὰ τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, καὶ τοὺς ἔδωσε τὸ χάρισμα τῆς βαθύτερης κατανόησης τοῦ «κεκαλυμμένου γράμματος» τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Κι ἀκόμη τόνισε στοὺς μαθητές Του τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ποὺ θὰ ἀναλάμβαναν, καὶ τὸ τί καὶ σὲ ποιοὺς ἔπρεπε νὰ κηρύττουν: Ἱεραποστολὴ στὸ ὄνομά Του σὲ ὅλα τὰ ἔθνη, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν ἁγία πόλη Ἱερουσαλήμ, μὲ ἐπίκεντρο τοῦ κηρύγματος τὴν ἀνάγκη γιὰ μετάνοια καὶ τὴ συνεπαγόμενη ἀληθινὴ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ποὺ πήγασε ἀπὸ τὸ λυτρωτικό Του ἔργο. Καὶ τοὺς προλέγει κατόπιν τὴν ἀποστολὴ σ᾽ αὐτοὺς τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα Του, κι ὅτι ἔπρεπε νὰ παραμείνουν στὰ Ἱεροσόλυμα, μέχρι νὰ ἐνδυθοῦν αὐτὴ τὴν «ἐξ ὕψους δύναμιν» τῆς ἁγιαστικῆς ἐνέργειας τοῦ Πνεύματος. Κι ἀφοῦ πορεύθηκε μαζί τους μέχρι τὴν πλησιόχωρη Βηθανία, στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, σήκωσε τὰ ἄχραντα χέρια Του καὶ τοὺς εὐλόγησε. Καί, καθὼς τοὺς εὐλογοῦσε, ἅγιοι ἄγγελοι, μὲ τὴ μορφὴ νεφέλης φωτεινῆς, ἄρχισαν νὰ τὸν σηκώνουν καὶ τὸν μετέφεραν, τὸν Κύριο καὶ Θεό τους, στοὺς οὐρανούς. Καὶ ἐκεῖ εὑρίσκεται, στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα, Θεάνθρωπος στοὺς αἰῶνες! Καὶ πάλιν θὰ κατέλθει ἐν δόξῃ, κατὰ τὴν πρόρρηση τῶν παρισταμένων στὴν Ἀνάληψη δύο ἀγγέλων, κατὰ τὴ φοβερὴ ἡμέρα τῆς Κρίσεως, γιὰ νὰ κρίνει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὰ ἔργα μας.
Μέγα τὸ μυστήριο τῆς σημερινῆς ἡμέρας, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί. Γιατὶ μὲ τὴν ἐν σώματι Ἀνάληψή του στοὺς οὐρανοὺς ὁ Δεσπότης Χριστός, ὁ φαινόμενος μέχρι τότε ἀπὸ συγκατάβαση ταπεινὸς Θεάνθρωπος ὄχι μόνο ξαναέλαβε τὴ δόξα τῆς Θεότητος, ἄφησε δηλαδὴ νὰ διαφανεῖ πλέον καὶ σὲ ἀγγέλους καὶ σὲ ἀνθρώπους ἡ δόξα τῆς Θεότητός Του, ποὺ οὐδέποτε τὸν εἶχε ἐγκαταλείψει, ἀλλὰ καὶ συνανύψωσε μὲ τὴ θεωμένη του ἀνθρωπότητα τὴν πεσμένη ἀπὸ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν ἁμαρτία ἀνθρώπινη φύση ὑψηλότερα καὶ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, καὶ τὴν ἔκανε συγκάθεδρη μὲ τὸν Θεό! ῍Ω βάθος καὶ ὕψος ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας Θεοῦ! Πῶς νὰ ἀνταποδώσουμε ἐπάξια τὴν εὐχαριστία στὸν ἀναληφθέντα Κύριο ἐμεῖς οἱ εὐτελεῖς χοϊκοί, γιὰ τὶς ἀνέκφραστες καὶ ἀκατάληπτες στὸν ἀνθρώπινο μας νοῦ δωρεὲς καὶ χάριτες; Καὶ ποιά εὐθύνη ἐπωμισθήκαμε ἐμεῖς οἱ γηγενεῖς, γιὰ νὰ κρατοῦμε καθαρὸ καὶ ἁγνὸ καὶ ἄξιο τῆς κλήσεώς μας τὸ σῶμα μας, ποὺ ἁγίασε καὶ θέωσε καὶ συνανέλαβε ὁ Θεάνθρωπος; Ἡ ἀπάντηση εἶναι μία: Νὰ στοιχοῦμε στὸ κήρυγμα καὶ θέλημα τοῦ Φιλανθρώπου Θεανθρώπου καὶ τῶν μαθητῶν Του, ποὺ εἶναι διὰ βίου ἀγώνας γιὰ μετάνοια καὶ ἀνακαίνιση τῆς καρδίας καὶ τοῦ νοῦ μας, ποὺ πρέπει νὰ γίνει νοῦς Χριστοῦ, καὶ ἐπάξια συμμετοχή, κοινωνία τοῦ ἀναστημένου ἁγίου Σώματος καὶ Αἵματός Του, εἰς «ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν τὴν αἰώνιον», κατὰ τὴν ἀψευδή του ἐπαγγελία. Γένοιτο, Κύριε!

Βλέπετε αὐτὴ τὴ κοινὴ γιὰ μᾶς ἑορτὴ καὶ εὐφροσύνη, τὴν ὁποία ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἐχάρισε μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ ἀνάληψή του στοὺς πιστούς; Ἐπήγασε ἀπὸ θλίψη.
Βλέπετε αὐτὴ τὴ ζωή, μᾶλλον δὲ τὴν ἀθανασία; Ἐπιφάνηκε σὲ μᾶς ἀπὸ θάνατο.
Βλέπετε τὸ οὐράνιο ὕψος, στὸ ὁποῖο ἀνέβηκε κατὰ τὴν ἀνύψωσή του ὁ Κύριος καὶ τὴν ὑπερδεδοξασμένη δόξα ποὺ δοξάσθηκε κατὰ σάρκα; Τὸ πέτυχε μὲ τὴ ταπείνωση καὶ τὴν ἀδοξία. Ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος γι’ αὐτόν, «ἐταπείνωσε τὸν ἑαυτὸ του γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα σταυρικοῦ θανάτου, γι’ αὐτὸ κι’ ὁ Θεὸς τὸν ὑπερύψωσε καὶ τοῦ χάρισε ὄνομα ἀνώτερο ἀπὸ κάθε ὄνομα, ὥστε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ νὰ καμφθεῖ κάθε γόνατο ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ νὰ διακηρύξει κάθε γλώσσα ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος σὲ δόξα Θεοῦ Πατρός».(Φιλιπ. 2: 8-11).
Ἐὰν λοιπὸν ὁ Θεὸς ὑπερύψωσε τὸ Χριστό του γιὰ τὸ λόγο ὅτι ταπεινώθηκε, ὅτι ἀτιμάσθηκε, ὅτι πειράσθηκε, ὅτι ὑπέμεινε ἐπονείδιστο σταυρὸ καὶ θάνατο γιὰ χάρη μας, πῶς θὰ σώσει καὶ θὰ δοξάσει καὶ θὰ ἀνυψώσει ἐμᾶς, ἂν δὲν ἐπιλέξωμε τὴ ταπείνωση, ἂν δὲν δείξουμε τὴ πρὸς τοὺς ὁμοφύλους ἀγάπη, ἂν δὲν ἀνακτήσωμε τὶς ψυχές μας διὰ τῆς ὑπομονῆς τῶν πειρασμῶν, ἂν δὲν ἀκολουθοῦμε διὰ τῆς στενῆς πύλης καὶ ὁδοῦ, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή, τὸν σωτηρίως καθοδηγήσαντα σ’ αὐτήν; «διότι, καὶ ὁ Χριστὸς ἔπαθε γιά μᾶς, ἀφήνοντάς μας ὑπογραμμὸ (παράδειγμα), γιὰ νὰ παρακολουθήσουμε τὰ ἴχνη του». (Α’ Πέτρ. 2:21).
Ἡ ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ ὑψίστου Πατρός, ὁ προαιώνιος Λόγος, ποὺ ἀπὸ φιλανθρωπία ἑνώθηκε μ’ ἐμᾶς καὶ μᾶς συναναστράφηκε, ἀνέδειξε τώρα ἐμπράκτως μία ἑορτὴ πολὺ ἀνώτερη καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὑπεροχή. Γιατί τώρα γιορτάζουμε τὴ διάβαση, τῆς σ’ αὐτὸν εὑρισκομένης φύσεώς μας, ὄχι ἀπὸ τὰ ὑπόγεια πρὸς τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ πρὸς τὸν οὐρανὸ τοῦ οὐρανοῦ καὶ πρὸς τὸν πέρα ἀπὸ αὐτὸν θρόνο τοῦ δεσπότη τῶν πάντων.
Σήμερα ὁ Κύριος ὄχι μόνο στάθηκε, ὅπως μετὰ τὴν ἀνάσταση, στὸ μέσο τῶν μαθητῶν του, ἀλλὰ καὶ ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καί, ἐνῶ τὸν ἔβλεπαν, ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ εἰσῆλθε στ’ ἀληθινὰ ἅγια τῶν ἁγίων «καὶ ἐκάθησε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρὸς πάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία καὶ ἀπὸ κάθε ὄνομα καὶ ἀξίωμα, ποὺ γνωρίζεται καὶ ὀνομάζεται εἴτε στὸν παρόντα εἴτε στὸν μέλλοντα αἰώνα».(Ἔφ. 1:20)
Γιατί λοιπὸν στάθηκε στὸ μέσο τους κι’ ἔπειτα τοὺς συνόδευσε; «Τοὺς ἐξήγαγε, λέγει, ἔξω ἕως τὴ Βηθανία», ἀλλὰ «καὶ ἀφοῦ σήκωσε τὰ χέρια του, τοὺς εὐλόγησε». (Λουκᾶ 24:50). Τὸ ἔκαμε γιὰ νὰ ἐπιδείξει τὸν ἑαυτὸ του ὁλόκληρο σῶο καὶ ἀβλαβῆ, γιὰ νὰ παρουσιάσει τὰ πόδια ὑγιῆ καὶ βαδίζοντα σταθερά, αὐτὰ ποὺ ὑπέστησαν τὰ τρυπήματα τῶν καρφιῶν, τὰ ὁμοίως ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καρφωμένα χέρια, τὴν ἴδια τὴ λογχισμένη πλευρά, ἂν ἔφεραν πάνω τους, τοὺς τύπους τῶν πληγῶν, πρὸς διαπίστωση τοῦ σωτηριώδους πάθους.
Ἐγὼ δὲ νομίζω ὅτι διὰ τοῦ «στάθηκε στὸ μέσο τῶν μαθητῶν» δεικνύεται καὶ τὸ ὅτι αὐτοὶ στηρίχθηκαν στὴ πίστη πρὸς αὐτόν, μὲ αὐτὴ τὴ φανέρωση καὶ εὐλογία του. Γιατί δὲν στάθηκε μόνο στὸ μέσο ὅλων αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ στὸ μέσο τῆς καρδιᾶς τοῦ καθενός, γιατί ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα οἱ ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου ἔγιναν σταθεροὶ καὶ ἀμετακίνητοι.
Στάθηκε λοιπὸν στὸ μέσο τους καὶ τοὺς λέγει, «εἰρήνη σὲ σᾶς», τούτη τὴ γλυκιὰ καὶ σημαντικὴ καὶ συνηθισμένη του προσφώνηση. Τὴν διπλὴ εἰρήνη, πρὸς τὸ Θεὸ ποὺ εἶναι γέννημα τῆς εὐσέβειας καὶ αὐτὴ ποὺ ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι μεταξύ μας. Καὶ καθὼς τοὺς εἶδε φοβισμένους καὶ ταραγμένους ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη καὶ παράδοξη θέα, γιατί νόμισαν ὅτι βλέπουν πνεῦμα – φάντασμα, αὐτὸς τοὺς ἀνέφερε πάλι τοὺς διαλογισμοὺς τῆς καρδιᾶς των, καὶ ἀφοῦ ἔδειξε ὅτι εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος, πρότεινε τὴ διαβεβαίωση διὰ τῆς ἐξετάσεως καὶ ψηλαφήσεως. Ζήτησε φαγώσιμο, ὄχι γιατί εἶχε ἀνάγκη τροφῆς, ἀλλὰ γιὰ ἐπιβεβαίωση τῆς ἀναστάσεώς του.
Ἔφαγε δὲ μέρος ψητοῦ ψαριοῦ καὶ μέλι ἀπὸ κηρύθρα, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὰ σύμβολα τοῦ μυστηρίου του. Δηλαδὴ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἕνωσε στὸν ἑαυτὸ του καθ’ ὑπόσταση τὴ φύση μας, ποὺ σὰν ἰχθὺς κολυμποῦσε στὴν ὑγρότητα τοῦ ἡδονικοῦ καὶ ἐμπαθοῦς βίου, καὶ τὴν καθάρισε μὲ τὸ ἀπρόσιτο πῦρ τῆς Θεότητός του. Μὲ κηρύθρα δὲ μελισσιοῦ μοιάζει ἡ φύση μας γιατί κατέχει τὸ λογικὸ θησαυρὸ τοποθετημένο στὸ σῶμα σὰν μέλι στὴ κηρύθρα. Τρώγει ἀπὸ αὐτὰ εὐχαρίστως γιατί καθιστᾶ φαγητὸ του τὴ σωτηρία τοῦ καθενὸς ἀπὸ τοὺς μετέχοντας τῆς φύσεως. Δὲν τρώει ὁλόκληρο, ἀλλὰ μέρος «ἀπὸ κηρύθρα μέλι» ἐπειδὴ δὲν πίστευσαν ὅλοι καὶ δὲν τὸ παίρνει μόνος του, ἀλλὰ προσφέρεται ἀπὸ τοὺς μαθητές, γιατί τοῦ φέρνουν μόνο τοὺς πιστεύοντες σ’ αὐτόν, χωρίζοντάς τους ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.
Κατόπιν τοὺς ὑπενθύμισε τοὺς λόγους του πρὶν τὸ πάθος, ποὺ ὅλοι πραγματοποιήθηκαν. Τοὺς ὑποσχέθηκε νὰ τοὺς στείλει τὸ ἅγιο Πνεῦμα, τοὺς εἶπε νὰ καθίσουν στὴν Ἱερουσαλὴμ μέχρι νὰ λάβουν δύναμη ἀπὸ ψηλά. Μετὰ τὴ συζήτηση ὁ Κύριος τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τοὺς ὁδήγησε ἕως τὴ Βηθανία καὶ ἀφοῦ τοὺς εὐλόγησε, ὅπως ἀναφέραμε, ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἀνυψώθηκε πρὸς τὸν οὐρανό, χρησιμοποιώντας νεφέλη σὰν ὄχημα καὶ ἀνῆλθε ἐνδόξως στοὺς οὐρανούς, στὰ δεξιὰ τῆς μεγαλοσύνης τοῦ Πατρός, καθιστώντας ὁμόθρονο τὸ φύραμά μας.
Καθὼς οἱ Ἀπόστολοι δὲν σταματοῦσαν νὰ κοιτάζουν τὸν οὐρανό, μὲ τὴ φροντίδα τῶν ἀγγέλων πληροφοροῦνται ὅτι ἔτσι θὰ ἔλθει πάλι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ «θὰ τὸν ἰδοῦν ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς, νὰ ἔρχεται πάνω στὶς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ». (Ματθ. 24: 30). Τότε οἱ μαθητὲς ἀφοῦ προσκύνησαν ἀπὸ τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἀπὸ ὅπου ἀναλήφθηκε ὁ Κύριος, ἐπέστρεψαν στὴν Ἱερουσαλὴμ χαρούμενοι, αἰνώντας καὶ εὐλογώντας τὸ Θεὸ καὶ ἀναμένοντες τὴν ἐπιδημία τοῦ θείου Πνεύματος.
Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνος ἔζησε καὶ ἀπεβίωσε, ἀναστήθηκε καὶ ἀναλήφθηκε, ἔτσι κι’ ἐμεῖς ζοῦμε καὶ πεθαίνουμε καὶ θὰ ἀναστηθοῦμε ὅλοι. Τὴν ἀνάληψη ὅμως δὲν θὰ πετύχουμε ὅλοι, ἀλλὰ μόνο ἐκεῖνοι γιὰ τοὺς ὁποίους ζωὴ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὁ θάνατος εἶναι κέρδος, ὅσοι πρὸ τοῦ θανάτου σταύρωσαν τὴν ἁμαρτία διὰ τῆς μετανοίας, μόνο αὐτοὶ θὰ ἀναληφθοῦν μετὰ τὴν κοινὴ ἀνάσταση σὲ νεφέλες πρὸς συνάντηση τοῦ Κυρίου στὸν ἀέρα. (Α’ Θεσ. 4:17).
Ἂς ἔρθουμε στὸ ὑπερῶο μας, στὸ νοῦ μας προσευχόμενοι, ἂς καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας γιὰ νὰ πετύχουμε τὴν ἐπιδημία τοῦ Παρακλήτου καὶ νὰ προσκυνήσουμε Πατέρα καὶ Υἱὸ καὶ Ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο».

Ἐὰν ἀποφράδα ἡμέρα εἶναι ἡ 29η Μαΐου 1453, ἀφοῦ «ἡ πόλις τῶν πόλεων», ἔπεσε στὰ χέρια τῶν Τούρκων, ἐξίσου σημαντικὴ εἶναι καὶ ἡ 13η Ἀπριλίου 1204, ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἡ Πόλη κατακτήθηκε ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους καὶ τοὺς Φράγκους.
Μετὰ τὸ 1204 ἀρχίζει ἡ μακρὰ περίοδος τῆς πτώσης τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ Πόλη πλέον ἦταν καταδικασμένη νὰ πέσει, νὰ πεθάνει. Τὸ κύριο χτύπημα κατὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Ρωμιοσύνης, τῆς Ρωμανίας, γίνεται τὸ 1204 καὶ ὄχι τὸ 1453. Τὸ 1453 δόθηκε ἡ χαριστικὴ βολή. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, ἡ ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων εἶναι σημαντική.
Ὁ ἀνομολόγητος στόχος τῶν Σταυροφοριῶν ἦταν ἡ κυριαρχία στὴ Ἀνατολή. Τὸ πνεῦμα, οἱ στόχοι καὶ ἡ κινητήριος δύναμή τους ἦταν ἡ ἑνοποίηση Δύσης καὶ Ἀνατολῆς, ἡ πραγμάτωση μία ὑπὲρ-ἑνωμένης Εὐρώπης ὑπὸ τὸ σκῆπτρο τῆς Φραγκοσύνης. Αὐτὸς ἦταν ὁ στόχος τόσο τῆς θρησκευτικῆς ὅσο καὶ τῆς πολιτικῆς ἡγεσίας τους. Τὸ ἴδιο σχέδιο θὰ ἐπαναληφθεῖ ἀπὸ τὸ Μέγα Ναπολέοντα στὰ τέλη τοῦ 18ου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνα. Κι αὐτὸ τὸ ὅραμα τῆς ἑνωμένης Εὐρώπης ἔγινε πραγματικότητα σήμερα μὲ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση.
Σήμερα εἶναι πλέον ξεκαθαρισμένο πὼς ἡ ἐκτροπὴ τῆς σταυροφορίας πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολη ἦταν σκόπιμη. Κι αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς πώς, ὅταν καταλαμβάνεται ἡ Πόλη, ἡ καταστροφὴ εἶναι πλήρης. Τὰ ἐγκλήματα τῶν χριστιανῶν τῆς Δύσεως ἦταν τρομακτικά, σὲ σημεῖο πού, ὅπως λένε οἱ ἱστορικοί, δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μὲ ὅσα ἔκαναν ἀργότερα οἱ Μουσουλμάνοι.
Μία πρώτη, θετική, συνέπεια ἦταν ἡ γνώση τῆς Δύσεως. Τὸ σχίσμα ἐνεργοποιεῖται τὸ 1204. Οἱ Βυζαντινοὶ ἀντιλαμβάνονται τί σημαίνει Φραγκιά. Δημιουργοῦνται δύο παρατάξεις, ἡ ἀνατολικὴ παράταξη, αὐτοὶ ποὺ εἶχαν πλέον κατανοήσει ὅτι δυστυχῶς δυνατότητα φιλίας μὲ τὴ Δύση δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, καὶ ἡ δυτικὴ παράταξη, ἐκεῖνοι ποὺ καὶ μετὰ τὸ Σχίσμα ἐπέμεναν στὴ συνεργασία μὲ τὴν ὁποιαδήποτε Δύση. Ἀρχίζει λοιπὸν ὁ διχασμός. Μετὰ τὸ 1204 γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι οὐσιαστικοὶ ἐχθροὶ τοῦ γένους τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι οἱ Φράγκοι.
Μετὰ τὸ 1204 συνεχίζεται ἡ πτωτικὴ πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ ὅλης τῆς Ῥωμηοσύνης ὡς τὸ 1821, ὅπου τὸ ἔτος αὐτὸ ἔχουμε τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς διατηρήσεως τῆς ψυχικῆς δυνάμεως, τοῦ ψυχικοῦ δυναμισμοῦ τοῦ ἔθνους καὶ τοῦ γένους μας.
Ἐκεῖνο ποὺ ἔσωσε τὸ Βυζάντιο καὶ δὲν ἔπαψε νὰ ὑπάρχει ἱστορικά, εἶναι πρῶτον ἡ Ἐκκλησία καὶ δεύτερον εἶναι ἡ αὐτοκρατορικὴ ἰδέα, μὲ τὸν πνευματικό της πάντα χαρακτῆρα. Ποτὲ τὸ Βυζάντιο δὲν στηρίχθηκε σὲ σύνορα, στηρίχθηκε στὴν ἰδέα τῆς παγκόσμιας κοινωνίας ποὺ ἐντάσσει ὅλο τὸν κόσμο μέσα εἰς τὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἑνώνει «ἐν Χριστῷ» ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Σήμερα ἀναδύεται καὶ πάλι τὸ φάσμα τοῦ 1204 αὐτὸ τὸ πνεῦμα δὲν νικήθηκε ποτέ, δὲν πέθανε. Ἐπιβιώνει μὲ τοὺς δυτικόφρονες εὐρωπαϊστὲς ὁποιασδήποτε μορφῆς, ποὺ ἐμφανίζονται στὸ προσκήνιο. Ἡ διαδικασία τοῦ ἐκδυτικισμοῦ μας συνεχίζεται. Ὁ στόχος ἦταν τὸ σβήσιμο τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ῥώμης, διότι ἂν δὲν γινόταν αὐτό, ἡ αὐτοκρατορία τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης δὲ θὰ μποροῦσε νὰ γίνει πραγματικότητα. Στόχος ἦταν καὶ εἶναι ὁ ἐξευρωπαϊσμός, ἡ αὐτοπαράδοσή μας δηλαδὴ στὰ δυτικὰ μοντέλα, στὰ δυτικὰ πρότυπα.
Ἡ Δύση ὅμως ἄλλαξε; Ἡ Εὐρώπη ἄλλαξε; Ὑπάρχει μία μόνιμα ἀρνητικὴ στάση, ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπὸ τὸν 18ο αἰῶνα. Ἡ εὐρωπαϊκὴ αἰχμαλωσία τῆς παιδείας μας καὶ τῆς πολιτικῆς μᾶς δείχνει ὅτι εἰσήλθαμε σὲ μία τρίτη ἅλωση, ποὺ εἶναι συνέχεια τῆς ἁλώσεως τοῦ 1204. Τὸ 1453 εἴχαμε τὶς ψυχικὲς δυνάμεις καὶ τὰ συνειδησιακὰ ἀποθέματα, τὸ φρόνημα -ὅπως λένε ἐκκλησιαστικὰ- νὰ ὑπερβοῦμε τὴν κατάσταση. Σήμερα φαίνεται πὼς οἱ περισσότεροι δὲν τὰ διαθέτουμε. Δόξα στὸ Θεό, ἡ μαγιὰ μένει· μένει ἡ πλατιὰ λαϊκὴ βάση καὶ συνεχῶς ἀποδεικνύεται αὐτὸ ποὺ τὸ λέμε πολλὲς φορές, ὅτι ὁ λαός μας προηγεῖται τῆς ἡγεσίας του. Ἐμεῖς ἔχουμε τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ὑπάρχουν ὁριακὲς στιγμὲς μέσα στὴν πορεία μας, ὅπου δὲν ὑπακοῦμε στὰ κόμματα καὶ στὴν ἡγεσία μας. Δὲν ὑπακοῦμε ἀκόμη καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία, ὅταν δὲ μᾶς διδάσκει τὸ νόμο τοῦ Χριστοῦ μας καὶ δὲ συνεχίζει τὸ κήρυγμα τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Σὲ μᾶς δὲν περνᾶνε τὰ πάντα μέσα ἀπὸ τὴ λογική, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἑνοποιημένη καὶ ἑνωμένη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Σὲ μᾶς πορεύεται ἡ λογικὴ μαζὶ μὲ τὴν καρδιὰ ὄχι ὡς συναίσθημα. Ἡ καρδιὰ εἶναι ὁ χῶρος ὅπου λειτουργεῖ ἡ Xάρη τοῦ Θεοῦ. Γιὰ μᾶς ἡ καρδιὰ εἶναι τὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεως, ἐκεῖ μέσα σῴζεται, ἢ ἐκεῖ μέσα χάνεται ὁ ἄνθρωπος. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ὁλοκληρωμένη παρουσία καὶ ἔκφραση τοῦ Ἕλληνα, τοῦ ἀνθρώπου, δὲ μπορεῖ νὰ γίνει κατανοητὴ στὴ Δύση.
Στόχος τῶν Δυτικῶν -καὶ τῶν Παπικῶν συμπεριλαμβανομένων- συνεχίζεται νὰ εἶναι ἡ ἀποσύνδεση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὸν Ἑλληνισμό· αὐτὸ σημαίνει χωρισμὸς Ἐκκλησιας – Πολιτείας. Ὁ χωρισμὸς γιὰ τὸν ὁποῖον γίνεται κατὰ καιροὺς λόγος, δὲν σημαίνει διοικητικὸ χωρισμό, διότι αὐτὸς ὑπάρχει καὶ καθορίζεται νομικά. Θέλουν τὴν ἀποσύνδεση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ ὅλες τὶς δομές, ἀπὸ ὅλους τοὺς θεσμούς, ἀπὸ ὅλες τὶς περιπτώσεις τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου. Σήμερα λοιπὸν ὑπάρχει ἀπειλὴ ἁλώσεως τῆς ψυχῆς, διότι τὰ σύνορά μας πλέον δὲν εἶναι γεωγραφικά. Αὐτοπαραδοθήκαμε στὴν εὐρύτερη αὐτὴ ἕνωση ποὺ λέγεται Ἑνωμένη Εὐρώπη καὶ στὴ Νέα Ἐποχὴ καὶ στὴ Nέα Τάξη Πραγμάτων. Τὰ σύνορά μας ὅμως συνεχίζουν νὰ εἶναι μέσα στὴν ψυχή μας. Ἐκεῖ ζεῖ καὶ ἐπιβιώνει ὁ Ἑλληνισμός, ὁ Ἑλληνορθόδοξος ἄνθρωπος κι ἐκεῖ χάνεται. Ἡ νεολαία μας, ἡ νεολαία τῆς Κύπρου καὶ οἱ συνειδητοποιημένοι Xριστιανοὶ ἀποδεικνύουν ὅτι δὲν χάθηκαν ὅλα, καὶ δὲν χάθηκαν ὅλα γιατὶ δὲν χάθηκε ἡ οἰκογένεια. Ἐμεῖς, ὡς Ἕλληνες καὶ ὡς Ὀρθόδοξοι, σῴζουμε ἀκόμα τὴν οἰκογένεια. Συνεχίζουμε νὰ ζοῦμε «ἐν Χριστῷ». Ὁ Θεὸς εἴθε νὰ μᾶς δίνει δύναμη, νὰ κραταιώνει τοὺς ποιμενάρχες μας, νὰ κραταιώνει τὸν κλῆρο, τοὺς ἐκπαιδευτικούς, τοὺς γονεῖς, ὥστε νὰ κρατήσουμε ὀρθὸ αὐτὸν τὸν τόπο, τὴν Ἑλλάδα τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἡρῴων.
* Ἀπομαγνητοφωνημένα ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν ὁμιλία του στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Θεράποντα Μυτιλήνης στὶς 23 Ἀπριλίου 2004, μὲ τὴ συμπλήρωση 800 χρόνων ἀπὸ τὴν πρώτη ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1204 καὶ 950 χρόνων ἀπὸ τὸ Σχίσμα τοῦ 1054.
Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_metallhnos/from_first_to_third_fall.htm

Δόκιμος ἀκόμα, μιὰ καλοκαιριάτικη νύχτα περπατοῦσα ἀνάμεσα στοὺς κήπους τῆς Σκήτης. Μόνος μὲ μόνο τὸν Θεό. Πλησιάζοντας τὴν μεγάλη λίμνη βλέπω τὸν μεγαλόσχημο π. Γεννάδιο. Ἀπὸ τότε ποὺ πέρασε τὸ κατώφλι τῆς Σκήτης εἶχαν περάσει 62 ὁλόκληρα χρόνια.
Τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του δὲν ἔβγαινε καθόλου ἀπὸ τὴν Σκήτη. Εἶχε λησμονήσει ἐντελῶς τὸν κόσμο. Στεκόταν ἀκίνητος μὲ τὰ μάτια καρφωμένα στὸ νερό. Μὲ τρόπο διακριτικό, γιὰ νὰ μὴν τὸν τρομάξω, ἔκαμα αἰσθητὴ τὴν παρουσία μου.
Τὸν πλησίασα, καὶ τὸν ἐρώτησα:
-Τί κάνεις ἐδῶ, πάτερ;
-Κοιτάζω τὸν νερό.
-Καὶ τί βλέπεις;
-Ἐσύ, δὲν βλέπεις τίποτα;
-Ἀπολύτως, τίποτα.
-Μέσα ἀπὸ τὸ νερὸ βλέπω τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζεις πολὺ καλά, πὼς εἶμαι ἄνθρωπος ὀλιγογράμματος. Τὸ μόνο ποὺ κατάφερα καὶ ἔμαθα στὴν ζωή μου εἶναι νὰ διαβάζω τὸ Ψαλτῆρι. Ὁ Κύριος ὅμως, δὲν μὲ ἀφήνει στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ μοῦ φανερώνει τὸ ἅγιο θέλημά Του• σὲ μένα, τὸν ταπεινὸ δοῦλο Του.
Πολλὲς φορὲς ἐκπλήσσομαι ποὺ ἄνθρωποι μορφωμένοι δὲν κατανοοῦν μερικὰ ἀπλά θέματα τῆς πίστεως. Βλέπεις; Ὅπως ὅλος αὐτὸς ὁ οὐρανὸς μὲ τὰ ἄστρα ἀντικαθρεφτίζεται μέσα στὸ νερό, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος, ὄχι μόνο ἀντικαθρεφτίζεται μέσα στὴν καθαρὴ καρδιά ἀλλὰ τὴν κάνει καὶ κατοικία Του.
Ἕνα πρᾶγμα σοῦ λέω. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ μακαριότητα ποὺ αἰσθάνεται ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ φρόντισε νὰ καθαρίσει τὴν καρδιά του, δὲν περιγράφεται. Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ «μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ» δὲν εἶναι τυχαία! Ἄν καὶ γνωρίζω πόσο ἀπαραίτητο εἶναι στὸν ἄνθρωπο νὰ ἔχει καρδιὰ καθαρή, ὅμως, τόσα χρόνια ἀγωνίζομαι καὶ ἀκόμη δὲν τὸ ἔχω κατορθώσει. Μήπως, μπορεὶς ἐσὺ νὰ μοῦ ἐξηγήσεις, τί σημαίνει καρδιὰ καθαρή;
-Πάτερ, τί ὑψηλὰ πράγματα ζητᾶς ἀπὸ ἐμένα; Τέτοιες ἐμπειρίες δὲν ἔχω! Τὸ μόνο ποὺ ἔχω καταλάβει, καὶ αὐτὸ μόνο ἀπὸ διάβασμα, εἶναι, πὼς ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς ταυτίζεται μὲ τὴν πλήρη ἀπάθεια. Ὅποιος τὴν ἔχει κάνει κτῆμα του εἶναι ξένος σὲ κάθε πάθος.
-Ὄχι! Αὐτὸ ποὺ λὲς δὲν ἐπαρκεῖ. Δὲν φτάνει νὰ πλύνεις τὸ ποτήρι. Πρέπει καὶ νὰ τὸ γεμίσεις μὲ νερό, διαφορετικὰ δὲν ἔχει καμία ἄξια. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγωνιστεῖ νὰ ξεριζώσει ἀπὸ μέσα του τὰ πάθη, ὀφείλει νὰ γεμίσει τὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς του μὲ τὶς ἀντίστοιχες ἀρετές. Μόνο τότε μπορεῖ νὰ λέει ὅτι ἀπέκτησε καθαρὴ καρδιά.
-Πάτερ Γεννάδιε, πιστεύεις ὅτι θὰ πᾶς στὸν παράδεισο;
-Σὲ ἕνα μόνο πιστεύω καὶ ἐλπίζω: στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ- εἶπε μὲ βεβαιότητα ὁ π. Γεννάδιος.
-Μὰ σὺ λές, πὼς μόνο οἱ καθαροὶ στὴν καρδιὰ θὰ δοῦν τὸν Θεὸ• καὶ σὺ ὁ ἴδιος τὸ ὁμολογεῖς, ὅτι καθαρὴ καρδιὰ δὲν ἔχεις. Τί μοῦ λὲς τώρα;
-Ἐγὼ καλά σοῦ τὰ λέω. Σὺ δὲν κατάλαβες σωστά. Ξεχνᾶς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ τὰ ἀναπληρώνει ὅλα. Εἶναι ἀπέραντο καὶ ἀνεξάντλητο. Πιστεύω ἀκράδαντα, ὅτι ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριος δὲν θὰ μὲ ἀπορρίψει καὶ ἐμένα, ποὺ εἶμαι καὶ καλόγηρος.
Πίστη. Πίστη μᾶς χρειάζεται. Πίστη καὶ ἐλπίδα σὲ Ἐκεῖνον ποὺ σταυρώθηκε γιὰ μᾶς• ἀντὶ γιὰ μᾶς• στὴν θέση μας. Ὁ Θεὸς Πατέρας ποὺ ἀπὸ ἀπέραντη ἀγάπη μᾶς ἔδωσε τὸν Υἱὸ Του, δὲν θὰ μᾶς δώσει καὶ τὸν παράδεισο;
Ὦ, πόσοι ἀδελφοί, μὲ τέτοια βαθειὰ πίστη, ζοῦν ἀνάμεσά μας, κρυμμένοι ἀπὸ τὰ μάτια τῶν πολλῶν χωρὶς ποτὲ νὰ δίνουν τὴν παραμικρὴ ἐντύπωση «χαρισματούχου» γέροντα. Καὶ ὅμως ἔχουν τόσο βαθειὰ πνευματικὴ ζωή. Καὶ μόνο μὲ τὴν συνομιλία μαζί τους, ἀνακαλύπτεις τὴν ὀμορφιὰ τῆς καλλιεργημένης ψυχῆς τους.
Πηγή: https://agiazoni.gr/
Δοξαστικὸν, Ἦχος πλ. β’
Τῶν κόλπων τῶν πατρικῶν μὴ χωρισθείς, γλυκύτατε Ἰησοῦ, καὶ τοῖς ἐπὶ γῆς ὡς ἄνθρωπος, συναναστραφείς, σήμερον ἀπ’ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, καὶ τὴν πεσοῦσαν φύσιν ἡμῶν συμπαθῶς ἀνυψώσας, τῷ Πατρὶ συνεκάθισας· ὅθεν αἱ οὐράνιαι τῶν ἀσωμάτων τάξεις, τὸ θαῦμα ἐκπληττόμεναι, ἐξίσταντο θάμβει, καὶ τρόμῳ συνεχόμεναι, τὴν σὴν φιλανθρωπίαν ἐμεγάλυνον. Μεθ’ ὧν καὶ ἡμεῖς οἱ ἐπὶ γῆς, τὴν πρὸς ἡμᾶς σου συγκατάβασιν, καὶ τὴν ἀφ’ ἡμῶν Ἀνάληψιν δοξολογοῦντες, ἱκετεύομεν λέγοντες· ὁ τοὺς μαθητὰς καὶ τὴν τεκοῦσάν σε Θεοτόκον, χαρᾶς ἀπείρου πλήσας ἐν τῇ σῇ Ἀναλήψει, καὶ ἡμᾶς ἀξίωσον, τῶν ἐκλεκτῶν σου τῆς χαρᾶς, εὐχαῖς αὐτῶν, διὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.
«Θείῳ καλυφθείς». Αἱ ἰαμβικαὶ καταβασίαι τῆς Πεντηκοστῆς ἀργαί. Ἦχος δ΄.
Ψάλλουν ὁ πρωτοψάλτης τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου καὶ ὁ πρωτοψάλτης Ἀκακίου κ. Ἰωάννης Λέμπος.
Ἀγρυπνία Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου. Ἱερὸ Ἡσυχαστήριο Ὁσίου Σεραφείμ του Σαρώφ, Σκουριώτισσα (12-13/6/2024).
Μνήμη της Aγίας Oσιομάρτυρος Θεοδοσίας της Kωνσταντινουπολιτίσσης
Kέρας κριού κτείναν σε Θεοδοσία,
Ώφθη νέον σοι της Aμαλθείας κέρας.

Aύτη η Aγία ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοδοσίου του Aδραματτινού, εν έτει ψιδ΄ [714], θυγάτηρ γονέων ευσεβών, πατρίδα έχουσα την μεγάλην Kωνσταντινούπολιν. Όταν δε έγινεν επτά χρόνων, απέθανεν ο πατήρ της, η δε μήτηρ πέρνουσα ταύτην, την εκούρευσε καλογραίαν εις ένα Mοναστήριον της Kωνσταντινουπόλεως. Έπειτα απέθανε και η μήτηρ της, αφήσασα όλην την περιουσίαν της εις την μακαρίαν Θεοδοσίαν, η οποία εκ του πλούτου της κατεσκεύασε τρεις αγίας εικόνας χρυσάς και αργυράς, του Xριστού, της Θεοτόκου, και της Aγίας Mάρτυρος Aναστασίας, τα δε λοιπά υπάρχοντά της διεμοίρασεν εις τους πτωχούς. Aφ’ ου δε απέρασαν δύω χρόνοι, έγινε βασιλεύς Λέων ο Ίσαυρος, ο και Kόνων ονομαζόμενος, εν έτει ψιϛ΄ [716], ο οποίος με το να ήτον εικονομάχος, διά τούτο εδίωξε βιαίως από το Πατριαρχείον με ραβδία και σπαθία, τον αγιώτατον και μέγαν Πατριάρχην Άγιον Γερμανόν, επειδή και δεν επείθετο να συμφωνήση εις τα ασεβή του δόγματα, και να αθετήση την προσκύνησιν των αγίων εικόνων1. Oυ μόνον δε τούτο εποίησεν ο αλιτήριος, αλλά εσπούδασεν ο θηριώνυμος να κρημνίση ακόμη και να κατακαύση την αγίαν εικόνα Xριστού του Θεού ημών, η οποία εστέκετο επάνω εις την πόρταν της Kωνσταντινουπόλεως, την ονομαζομένην Xαλκήν.
Όθεν εις καιρόν οπού ο σπαθάριος του βασιλέως έβαλε την σκάλαν, και ανέβη διά να κρημνίση εις την γην την αγίαν εικόνα, ευθύς η μακαρία αύτη Θεοδοσία ομού με άλλας ευσεβείς γυναίκας, επίασαν την σκάλαν, και έρριψαν αυτήν κατά γης ομού με τον σπαθάριον, ο οποίος πεσών εις την γην, ετελεύτησεν. Έπειτα πηγαίνουσαι εις το Πατριαρχείον, ελιθοβόλουν τον δυσσεβή και εικονομάχον Aναστάσιον. Παρευθύς λοιπόν, αι μεν άλλαι γυναίκες, απεκεφαλίσθησαν. Tην δε Aγίαν ταύτην Θεοδοσίαν, ετράβιζεν ένας ωμός και απάνθρωπος στρατιώτης. Φθάσας δε εις την τοποθεσίαν, την ονομαζομένην του Bοός, επήρεν ένα κέρατον κριαρίου, και με μεγάλον θυμόν και μανίαν, έμπηξεν αυτό ο θηριώδης και διεπέρασεν εις τον λαιμόν της Aγίας, και έτζι επροξένησεν εις την μακαρίαν του μαρτυρίου τον στέφανον. Tα δε άπειρα θαύματα, οπού καθ’ εκάστην ενεργούνται από το άγιον αυτής λείψανον, είναι δυνατόν να τα μάθη όποιος βούλεται2. Tελείται δε η αυτής Σύναξις και εορτή εις το Mοναστήριον το ονομαζόμενον Δεξιοκράτους, όπου και το άγιον αυτής ευρίσκεται λείψανον.
Σημειώσεις
1. Σημειοί δε ο Δοσίθεος, σελ. 626 της Δωδεκαβίβλου, ότι αντί του Aγίου Γερμανού, έκαμε Πατριάρχην τον σύγγελον του Aγίου, Aναστάσιον τον νέον προδότην Iούδαν, τον συμφωνήσαντα τω Kόνωνι, και επιβουλεύσαντα τω γέροντι αυτού. Aλλ’ αι σεμναί και τίμιαι γυναίκες της Kωνσταντινουπόλεως, ων πρώτη υπήρχεν η Aγία αύτη Θεοδοσία, ώρμησαν εις την Eκκλησίαν, με λίθους και ξύλα, και ύβριζον τον Πατριάρχην, μισθωτόν αυτόν ονομάζουσαι και λύκον και προδότην Iούδαν, και ούτως αυτόν απεδίωξαν.
2. Περί των θαυμάτων του λειψάνου της Aγίας ταύτης Θεοδοσίας αναφέρει και ο σοφός Iωσήφ ο Bρυέννιος εν τω δευτέρω τόμω, εν τη μελέτη τη περί των Kυπρίων. Σημείωσαι, ότι την Aκολουθίαν της Aγίας Θεοδοσίας ανεπλήρωσεν η εμή αδυναμία, ήτις ευρίσκεται κατά την νήσον Nάξον, εν τη Eκκλησία ή Mονιδρίω της Aγίας Θεοδοσίας, εν η τελείται η Σύναξις αυτής και εορτή. Όρα και εις την ενάτην του Aυγούστου το Συναξάριον των αθλησάντων διά την αυτήν αγίαν εικόνα την εν τη Xαλκή Πύλη ισταμένην. Όθεν συνάγεται, ότι όχι μόνον γυναίκες ήτον αι τραβίξασαι την σκάλαν και ρίψασαι κατά γης τον Σπαθάριον, αλλά και άνδρες πολλοί. Σημείωσαι, ότι εις την Oσιομάρτυρα ταύτην Θεοδοσίαν λόγον έπλεξεν Iωάννης Σταυράκιος ο χαρτοφύλαξ Θεσσαλονίκης, ου η αρχή· «O λόγος, Oρθοδοξίας στήλη Θεοδοσία τη καλλιμάρτυρι». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου, και εν τη Iερά Mονή των Iβήρων.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Η Αγία Υπομονή, κατά κόσμον Ελένη Δραγάση, και αργότερα, ως σύζυγος του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου, «Ελένη η εν Χριστώ τω Θεώ αυγούστα και αυτοκρατόρισσα των Ρωμαίων η Παλαιολογίνα», ήταν θυγατέρα του Κωνσταντίνου Δραγάση, ενός από τους πολλούς ηγεμόνες – κληρονόμους του μεγάλου Σέρβου κράλη (βασιλιά) Στεφάνου Δουσάν. Καταγόταν από βασιλική και ευλογημένη γενιά. Στους προγόνους της συγκαταλέγονται άνθρωποι που αγίασαν όπως ο Στέφανος Νεμάνια, σέρβος βασιλέας που μόνασε με το όνομα Συμεών και ήταν κτίτορας της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους. Ο Κωνσταντίνος Δραγάσης ανέλαβε την ηγεμονία του σημερινού βουλγαρικού τμήματος της βόρειο – ανατολικής Μακεδονίας, στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Στρυμώνος.
Η γέννησή της τοποθετείται στα αμέσως μετά τον θάνατο το Δουσάν χρόνια. Η ανατροφή, η μόρφωση, η αγωγή της, ήταν διαποτισμένα με ό,τι ανώτερο υπαγόρευε το βυζαντινό ιδεώδες, διότι οι Σέρβοι είχαν επηρεαστεί πολύ από τον βυζαντινό πολιτισμό. Ένοιωθε τον εαυτό της περισσότερο ταυτισμένο με τον πολιτισμό και κυρίως με την εθνική συνείδηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Συναισθηματικά και ουσιαστικά έρεπε μάλλον προς το Βυζάντιο, του οποίου επέπρωτο να γίνει Αυγούστα και Αυτοκρατόρισσα, περά προς την γενέθλιο σερβική πατρίδα.
Κοντά σ’ αυτά και πάνω απ’ αυτά, γαλουχήθηκε με την πατροπαράδοτη στην οικογένειά της, ακράδαντη ορθόδοξη πίστη στο Θεό. Αυτή η πίστη είναι που θα την οδηγεί, θα την φωτίζει, και θα την εμπνέει στην πολυτάραχη γεμάτη θλίψεις και δοκιμασίες ζωή της.
Υπολογίζεται να ήταν 19 περίπου χρονών όταν παντρεύτηκε τον Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο (τέλη του 1390 μ.Χ.), λίγους μήνες πριν γίνει Αυτοκράτορας.

Η καινούργια ζωή της Ελένης – αγίας Υπομονής, από την αρχή της έδειξε ότι θα ήταν Γολγοθάς. Πολλές ήταν οι φορές που χρειάστηκε να πιει το ποτήρι της προσβολής και του εξευτελισμού στο πλευρό του συζύγου της όχι μόνο από τους αλλόθρησκους, αλλά και από τα κατ’ όνομα χριστιανικά κράτη της Δύσεως, στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να βρει τρόπους σωτηρίας της ετοιμοθάνατης Αυτοκρατορίας.
Η Ελένη – αγία Υπομονή απεδείχθη εξαιρετικός άνθρωπος που συγκέντρωνε πολλές και μεγάλες αρετές, και ψυχική δύναμη. Έδειξε ότι είχε απόλυτη συναίσθηση τόσο της θέσης της και των περιστάσεων, όσο και του ρόλου που αυτές της υπαγόρευαν, σε όλα τα επίπεδα.
Αγαπούσε το λαό. Ήταν η μεγάλη μάνα που ο καθένας μπορούσε να προστρέξει. Συμμεριζόταν τις αγωνίες του και ανησυχίες του ενώπιον των φοβερών εθνικών κινδύνων και προσπαθούσε πάντοτε με την προσευχή, με την πραότητά της και με γλυκά και παρηγορητικά της λόγια να τον ενισχύσει. Είναι πολύ χαρακτηριστικά και εύγλωττα μέσα στην λακωνικότητά της τα όσα γράφει για την Αυτοκρατόρισσα, ο σύγχρονός της φημισμένος φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός – Πλήθων: «Η Βασιλίς αύτη με πολλήν ταπείνωσιν και καρτερικότητα εφαίνετο να αντιμετωπίζει και τας δύο μορφάς της ζωής. Ούτε κατά τους καιρούς των δοκιμασιών απεγοητεύετο, ούτε όταν ευτυχούσε επανεπαύετο, αλλά εις κάθε περίπτωσιν έκανε το πρέπον. Συνεδύαζε την σύνεσιν με την γενναιότητα, περισσότερον από κάθε άλλην γυναίκα. Διεκρίνετο δια την σωφροσύνην της. Την δε δικαιοσύνην την είχε εις τελειότατον βαθμόν. Δεν εμάθαμε να κάμνει κακόν εις ουδένα, ούτε μεταξύ των ανδρών, ούτε μεταξύ των γυναικών. Αντιθέτως εγνωρίσαμε να κάμνει πολλά καλά και εις πολλούς. Με ποίον άλλον τρόπον δύναται να φανεί εμπράκτως η δικαιοσύνη, εκτός από το γεγονός του να μη κάμνει κανείς ποτέ θεληματικά και σε κανέναν κακό, αλλά μόνον το αγαθόν σε πολλούς;»

Στάθηκε αντάξια του φιλόσοφου και φιλόχριστου συζύγου της Μανουήλ. Στάθηκε άξια δίπλα του για 35 χρόνια, «συνευδοκόντας», σύμφωνα με σύγχρονή τους μαρτυρία, δηλ. όλα γινόντουσαν με συμφωνία, ομόνοια, συναπόφαση, εν πνεύματι Χριστού και αγωνιστική αγιότητα. Κατόρθωναν να τιμούν την αρετή με λόγια και έργα. «Λόγω μεν διδάσκοντας το πρακτέον, έργω δε γενόμενοι πρότυπα και εικόνες εφηρμοσμένης αγάπης».
Στο ευλογημένο ζευγάρι ο Θεός χάρισε οκτώ παιδιά. Έξι αγόρια από τα οποία τα δύο ανέβηκαν στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Ιωάννης Η’ (1425 – 1448 μ.Χ.) και ο Κωνσταντίνος ΙΑ’, ο τελευταίος θρυλικός αυτοκράτορας (1448 – 29 Μαΐου 1453 μ.Χ.- μαύρη ήμερα αλώσεως της Βασιλεύουσας). Ο Θεόδωρος, ο Δημήτριος και ο Θωμάς διετέλεσαν δεσπότες του Μυστρά, και ο Ανδρόνικος της Θεσσαλονίκης. Και δύο κορίτσια, τα οποία όμως πέθαναν σε μικρή ηλικία. Η πολύτεκνη και φιλότεκνη μητέρα γαλούχησε τα παιδιά της με τα νάματα της πίστεως και τη γλυκύτατη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, τα οδηγούσε σε ιερά προσκυνήματα και σεβάσμια Μοναστήρια της Βασιλεύουσας, και επιζητούσε υπέρ αυτών τις ευχές των αγίων ασκητών και Γερόντων. Τα ανέθρεψε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και ποτέ δεν «έπαυσε μετά δακρύων προσευχής και αγάπης να νουθετή ένα έκαστον».Με υπομονή και επιμονή, με προσοχή και προσευχή σμίλεψε τους χαρακτήρες τους, τους έδωσε μαζί με το «ζην»και το «εύ ζην». Έτσι, κατάφερε, μεταξύ άλλων, να θέσει τέρμα στις επί 90 περίπου χρόνια συγκρούσεις μεταξύ των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας για την εξουσία που είχαν εξαντλήσει την αυτοκρατορία. Οι όποιες διαφορές απόψεων η διενέξεις παρουσιάζονταν (μετά το θάνατο του Μανουήλ), ξεπερνιόνταν ήσυχα με το κύρος της μητρικής της παρέμβασης και της προσευχής της.
Ιδιαίτερη ήταν η αγάπη της για τα Μοναστήρια. Εκεί αναπαυόταν, ξεκουραζόταν η ψυχή της, αντλούσε δύναμη και κουράγιο για τη συνέχεια. Αυτό, το ενέπνευσε σε όλη την οικογένειά της. Ο σύζυγός της αφού παρέδωσε τον θρόνο στον πρωτότοκο Ιωάννη, δύο μήνες πριν τον θάνατό του (29 Μαρτίου 1425 μ.Χ.), απεσύρθη στη Μονή του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Ματθαίος. Η ίδια, μετά το θάνατο του συζύγου της έγινε μοναχή (1425 μ.Χ.) στη Μονή της κυράς Μάρθας, με το όνομα Υπομονή. Και τρία από τα παιδιά τους επίσης έγιναν μοναχοί, ο Θεόδωρος και ο Ανδρόνικος (μ. Ακάκιος) στη Μονή του Παντοκράτορος, και ο Δημήτριος (μ. Δαυίδ) στο Διδυμότειχο. Επίσης, η πενθερά της και η κουνιάδα της ετελείωσαν την ζωή τους ως Μοναχές. Το ίδιο και η εγγονή της, κόρη του γιου της Θωμά, Ελένη, που έγινε Μοναχή με το όνομα Υπομονή στη Λευκάδα.
Ακόμα, εν όσω βρισκόταν στην πατρίδα της, μαζί με τον πατέρα της έκτισαν την Ι.Μ. Παναγίας Παμμακαρίστου στο Πογάνοβο της πόλης Δημήτροβγκραντ της Ν.Α. Σερβίας. Στην Κωνσταντινούπολη είχε συνδεθεί με την Ι. Μ. του Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας, όπου φυλαγόταν το ιερό λείψανο του οσίου Παταπίου του θαυματουργού, στον οποίο η αγία Υπομονή έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια. Η Μονή είχε ιδρυθεί από τον συνασκητή του οσίου Παταπίου στην Αίγυπτο, όσιο Βάρα, έξω από την πύλη του Ρωμανού πριν από το 450 μ.Χ. Με την συμβολή της αγίας ιδρύθηκε στη Μονή γυναικείο γηροκομείο με την επωνυμία «Η ελπίς των απηλπισμένων». Η ευλάβειά της προς τον όσιο Πατάπιο φαίνεται από το γεγονός ότι ο αγιογράφος του σπηλαίου του οσίου Παταπίου στα Γεράνεια όρη της Κορινθίας θεώρησε απαραίτητο να ιστορήσει την αγία Υπομονή δίπλα από το σκήνωμα του οσίου.
Άνθρωπος φωτεινός και φωτισμένος η αγία Υπομονή, προικισμένη με πολλά τάλαντα, που τα «εμπορεύθηκε» με σύνεση και σωφροσύνη και τα πολλαπλασίασε, κατάφερε με την αρετή, την άσκηση και την καρτερία της να φθάσει σε δυσανάβατα μέτρα αρετής. Μια σημαντική φυσιογνωμία εκείνης της εποχής ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνο ΙΑ’, «Επί τη κοιμήσει της μητρός Αυτού αγίας Υπομονής», αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής:
«Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσαν όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγεν κατάπληκτος από την ιδικήν της σοφίαν. Όταν την συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά την συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινομένης προς την αρετήν εκείνης. Όταν την συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εις την ιδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Όταν την συναντούσε κάποιος νομοθέτης, εγινόταν προσεκτικώτερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ότι έχει ενώπιόν του έμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένοιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξιν από την υπομονήν, την σύνεσιν και την ισχυρότητα του χαρακτήρος της. Όταν την επλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονώτερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν την συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεσιν, και, γνωρίζοντας την ταπείνωσιν εις το πρόσωπόν της, μετανοούσε. Όταν την εγνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερον ζήλον. Κάθε πονεμένος με τη συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολικήν του φιλαυτίαν. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθεν εις επικοινωνίαν μαζί της και να μην έγινε καλύτερος».
Ο Θεός ευδόκησε να μην ζήσει τις τελευταίες τραγικές στιγμές της Αυτοκρατορίας. Την κάλεσε κοντά Του στις 13 Μαρτίου 1450 μ.Χ., έχοντας διανύσει 35 χρόνια ως Αυτοκρατόρισσα και 25 ως ταπεινή μοναχή. Ο σύγχρονός της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου του Ευγενικού Αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κωνσταντίνον Παλαιολόγον επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής συνοψίζει:
«Ως προς δε την αοίδιμον, εκείνην Δέσποινα Μητέρα σου, τα πάντα εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος και όλα μαζί ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν».
Η «Αγία Δέσποινα»,όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. «Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής».
Σύγχρονο θαύμα της Αγίας
Είναι αρκετές οι εμφανίσεις της αγίας Υπομονής τα τελευταία χρόνια σε ευσεβείς και μη χριστιανούς. Επιλεκτικά καταχωρούμε ένα συμβάν που περιγράφει την θαυμαστή εμφάνισί της και θεραπεία κάποιου ασθενή.
«Η αγία Υπομονή εμφανίσθηκε ως μοναχή σε κάτοικο των Αθηνών που εργαζόταν σε ταξί. Το σταμάτησε και ζήτησε να κατευθυνθεί προς το Λουτράκι. Ο ταξιτζής είχε καρκίνο του δέρματος στα χέρια του και βρισκόταν σε μεγάλη απελπισία.
Καθ’ οδόν η μοναχή που φορούσε ένα κουκούλι με κόκκινο σταυρό τον ρώτησε: «Γιατί είσαι μελαγχολικός;» και εκείνος δεν δίστασε να ομολογήσει όλη την αλήθεια. Μετά τον ρώτησε αν θέλει να τον σταυρώσει για να γίνει καλά και εκείνος δέχθηκε. Σε λίγο όμως τον έπιασε υπνηλία και παρεκάλεσε την μοναχή να σταθούνε λίγο για να μην σκοτωθούνε. Είχαν φθάσει κοντά στα διόδια και εύκολα θα έβρισκαν άλλο ταξί αν εκείνη βιαζόταν. Κάθισε στην άκρη του δρόμου και τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε διαπίστωσε ότι τα χέρια του είχαν γίνει καλά, αλλά η μοναχή είχε εξαφανιστεί. Ρώτησε τους ανθρώπους των διοδίων μήπως είδανε καμιά μοναχή εκεί κοντά, αλλά κανείς δεν την είχε δει. Τότε συγκλονισμένος γύρισε στο ταξί του και κατάλαβε ότι κάποια αγία ήταν κι’ έγινε άφαντη. Κατευθύνθηκε μετά στον γιατρό του και του διηγήθηκε το περιστατικό. Την στιγμή εκείνη έπεσε το μάτι του σε μια εικόνα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο του ιατρείου. Πετάχτηκε απ’ το κάθισμά του και φώναξε: «Αυτή ήταν».
Σημειωτέον ότι η εικόνα ήταν της αγίας Υπομονής. Έτσι έμαθε ποια ήταν εκείνη που τον θεράπευσε και τον γλύτωσε και απ’ την απελπισία. Το κουκούλι με τον κόκκινο σταυρό έδειχνε την καταγωγή πριν γίνει αυτοκρατόρισσα του Βυζαντίου και με αυτό το μοναχικό σχήμα τελείωσε και την επίγεια ζωή της. Εκ των υστέρων γίνηκε γνωστό ότι η ημέρα που γίνηκε το θαύμα ήταν 13 Μαρτίου, ημέρα που η αγία γιορτάζει».
Εικόνα της ευρίσκεται στην Ιερά Μονή οσίου Παταπίου στο Λουτράκι Κορινθίας και η Εκκλησία τιμά την μνήμη της Οσίας Υπομονής, επίσης, στις 13 Μαρτίου.

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Θεοδοσίας της Παρθένου
Πνίγει θαλάσσης Θεοδοσίαν ύδωρ,
Tρέφει δε Xριστός εις αναψυχής ύδωρ.
Eικάδι Θεοδοσίην ενάτη πέφνε ρεύμα θαλάσσης.
Aύτη η ιερά και παναγία κόρη εκατάγετο από την Tύρον την ευρισκομένην εις την Φοινίκην. Όταν δε έφθασεν εις τον δέκατον όγδοον χρόνον της ηλικίας της, επιάσθη από τους ειδωλολάτρας εις την Kαισάρειαν της Παλαιστίνης και εδέθη. Eις καιρόν δε οπού εκάθισαν οι κριταί και άρχοντες των Eλλήνων, διά να κρίνουν τινάς Xριστιανούς ομολογητάς της του Xριστού πίστεως, και να καταδικάσουν αυτούς, τότε και η Aγία αύτη Θεοδοσία εφέρθη δέσμιος έμπροσθεν εις τον άρχοντα Oυρβανόν, ο οποίος επρόσταξεν αυτήν να θυσιάση εις τα είδωλα. Eπειδή δε η Aγία δεν επείσθη, διά τούτο ο θηριώδης ηγεμών, τόσον φοβερά βάσανα επροξένησε εις τα πλευρά και εις τα βυζία της Mάρτυρος, ώστε οπού, ούτε αυτά τα κόκκαλα, ούτε αυτά τα εντόσθια και σπλάγχνα της αφήκεν ο απάνθρωπος αβασάνιστα. H δε Aγία με μεγάλην ανδρίαν και σιωπήν, υπέμεινεν όλας τας τιμωρίας ταύτας, χωρίς να λαλήση ολότελα. Eις καιρόν δε οπού ακόμη ήτον ζωντανή, ερώτησεν αυτήν πάλιν ο ηγεμών, παρακινώντάς την διά να θυσιάση εις τα είδωλα. H δε Mάρτυς βλέπουσα τον ηγεμόνα προσεκτικώς, άνοιξε το στόμα της, και χαμογελώσα, μη πλανάσαι, του είπεν, ω άνθρωπε μη πλανάσαι. Δεν ηξεύρεις, ότι εγώ αξιώθηκα να γένω συγκοινωνός των του Θεού Aγίων Mαρτύρων; O δε ηγεμών εκατάλαβεν, ότι με αυτά τα λόγια περιπαίζεται από την κόρην, διά τούτο εβασάνισεν αυτήν με περισσοτέρας τιμωρίας από το πρώτον. Έπειτα έρριψεν αυτήν μέσα εις τον βυθόν της θαλάσσης, και εκεί παρέδωκεν η μακαρία την ψυχήν της εις χείρας Θεού, και ούτως έλαβε παρ’ αυτού τον αμάραντον στέφανον της αθλήσεως.
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Aλεξάνδρου Πάπα Aλεξανδρείας
Σεπτήν τελευτήν την Aλεξάνδρου σέβω,
Oν οίδα σεπτόν της Aλεξάνδρου Πάπαν.
Oύτος ο Άγιος Aλέξανδρος ήτον κατά τους χρόνους Kωνσταντίνου του Mεγάλου, εν έτει τκ΄ [320], προ της Oικουμενικής Πρώτης Συνόδου. Έγινε δε Πατριάρχης Aλεξανδρείας μετά τον Aχιλλάν. Oύτος και τον δυσσεβή και κακόφρονα Άρειον εδίωξε και απέβαλεν από την Eκκλησίαν του Θεού. Διαλάμψας δε εις τον θρόνον χρόνους εικοσιτρείς, αφήκε διάδοχόν του τον Mέγαν Aθανάσιον.
Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Oλβιανού Eπισκόπου πόλεως Aνέου, και των αυτού μαθητών
Tον Oλβιανόν μάλα όλβιον λέγω,
Yπέρ Θεού θανόντα του πανολβίου.
Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού, και κατά την υπατείαν Aλεξάνδρου και Mαξίμου, ηγεμονευόντων της Aσίας Iουλίου Σέξτου και Aιλιανού, εν έτει τα΄ [301]. Διά δε την εις Xριστόν πίστιν εφέρθη έμπροσθεν των ρηθέντων ηγεμόνων. Eις καιρόν δε οπού ο Aγριππίνος και ο Kλημέντιος οι νεωκόροι των ειδώλων, επρόσφεραν θυσίας εις την ψευδοθεάν Pέαν, ηναγκάζετο από τους ηγεμόνας και ο Άγιος ούτος Oλβιανός, να θυσιάση εις εκείνην. Tότε ο του Xριστού Iεράρχης με πολλά επιχειρήματα λόγων, την μεν πίστιν του Xριστού, ύψωσε και εμεγάλυνε, την δε θρησκείαν των ειδώλων, εξευτέλισε και εκατηγόρησεν. Όθεν διά την αιτίαν ταύτην, πρώτον μεν έκαυσαν την ράχιν και τα σπλάγχνα του Aγίου με σουβλία πυρωμένα. Έπειτα δε, επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις τον ήλιον, τούτου χάριν ανέφεραν οι ηγεμόνες την απείθειάν του ταύτην εις τον ανθύπατον. O δε ανθύπατος επρόσταξε να δαρθή ο Άγιος άσπλαγχνα με ραβδία, αφ’ ου πρώτον ξεγυμνωθή. Ύστερον δε, άναψαν οι υπηρέται της πλάνης μίαν μεγάλην πυρκαϊάν, μέσα εις την οποίαν έρριψαν τον του Xριστού αθλητήν ομού με τους μαθητάς του, και ούτω διά πυρός τελειωθείς, έλαβε παρά Kυρίου τον στέφανον της αθλήσεως. Πολλά δε θαύματα ετέλεσεν ο Άγιος ούτος εν τη ζωή του, αλλά και μετά την οσίαν του κοίμησιν, πολλά τεράστια ενεργεί το τίμιον αυτού λείψανον, εις τους μετά πίστεως τούτω προστρέχοντας, καθώς διηγείται η κατά πλάτος αυτού ιστορία.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)