Οφειλή τιμής και ευγνωμοσύνης…. «Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος»
Μακαριστή Σωτηρία Νούση
Η Σωτηρία Νούση, ασκήτρια στον κόσμο και ο Άγιος Παΐσιος
«Για τον Όσιο Παΐσιο άκουσα για πρώτη φορά πριν από πολλά χρόνια μέσα στο τραίνο, όπου συνταξίδευα με μια παρέα φοιτητών. Επέστρεφαν από το Άγιον Όρος, φαίνονταν ενθουσιασμένοι και μιλούσαν συνέχεια για την αγιοσύνη και την διορατικότητα του π. Παϊσίου. Επιθύμησα να γνωρίσω και εγώ τον Γέροντα και ρώτησα:
– Παιδιά, αυτόν τον Γέροντα δεν μπορώ να τον γνωρίσω κι΄εγώ ;
—Όχι, εσείς δεν μπορείτε να πάτε στο Άγιο Όρος.
-Έξω δεν βγαίνει;
-Δεν γνωρίζομε. Εμείς πηγαίνομε στο Κελί του Τιμίου Σταυρού κοντά στην Σταυρονικήτα.»
Παρέμεινε για πολλά χρόνια ανεκπλήρωτη η επιθυμία μου να γνωρίσω τον Άγιο Γέροντα Παΐσιο και όταν αργότερα πήγα προσκύνημα στους Αγίους Τόπους και επέστρεψα στην Αθήνα, προσευχήθηκα ( στον Θεό και είπα ): «Κύριε μου, θέλω εάν είναι ευλογημένο, να γνωρίσω τον πάτερ Παΐσιο, όποτε Εσύ θέλεις, εγώ θα περιμένω…»
Την παραμονή της Πρωτομαγιάς του 1978, με πήρε τηλέφωνο μια γνωστή μου δασκάλα και μου είπε, ότι αύριο θα πάνε σε ένα γνωστό μας Μοναστήρι, αν θέλω να πάω μαζί τους. Απάντησα ότι δεν μπορώ, γιατί είχα κάποια εργασία.
Το βράδυ της Πρωτομαγιάς, με πήρε πάλι τηλέφωνο η δασκάλα και μου είπε, ότι πήγαν στο Μοναστήρι και εκεί συνάντησαν και τον γέροντα Παΐσιο. «Ήταν περαστικός, πήγαινε για Αθήνα και έδωσε από ένα σταυρουδάκι σε όλα τα κορίτσια της παρέας.
«Στενοχωρήθηκα, έκλαιγα σαν μικρό παιδί και έλεγα: «Χριστέ μου, γιατί δεν με φώτισες να πάω και εγώ στο Μοναστήρι που σου το ζήτησα τόσο πολύ για να γνωρίσω τον π. Παΐσιο;».
Παρηγορήθηκα, όταν είδα (εν ύπνω, ή εν οράματι) τον Γέροντα, που μου είπε:
– Είμαι ο π. Παΐσιος, μην κλαις, παιδί μου. Δεν ήταν θέλημα Θεού να έρθης στο Μοναστήρι, διότι εγώ αν θα σε έβλεπα θα σου μιλούσα ιδιαιτέρως και θα σκανδαλίζονταν οι άλλες κοπέλλες. Ήμουν περαστικός. Να, λοιπόν, με είδες. Μην κλαις, θα σε καλέσω να γνωριστούμε, διότι σε είδα που με ζήτησες στην προσευχή σου. Ξέρεις, παιδί μου, την αιτία που δεν μιλούσες από μικρή [1];
– Όχι, Γέροντα, ξέρω ότι μίλησα όταν έγινα επτάμισι χρονών.
—Ρώτησε την μητέρα σου να σου πεί. Πλήρωσες την αμαρτία της γιαγιάς σου. Όχι την γιαγιά που γνώρισες, αλλά την γιαγιά σου που δεν γνώρισες.
Μετά από ένα έτος, ενώ βρισκόμουν στην Εκκλησία και παρακολουθούσα το κήρυγμα, στο τέλος με πλησίασε μία άγνωστη και με ρώτησε:
-Είστε η τάδε; (είπε το όνομα μου).
-Ναι, απαντώ.
–Έρχομαι από την Σουρωτή, με έστειλε ο Παππούλης, ο π. Παΐσιος, να σας βρω, θέλει να σας γνωρίσει.
-Εμένα; Εγώ δεν γνωρίζω τον γέροντα Παΐσιο.
-Μου είπε ο Παππούλης, τώρα που θα πας στην πόλη σου, θα πας στην τάδε Εκκλησία στο κήρυγμα, και θα δείς μία κοπέλλα μαυροφόρα με μαντήλι στο κεφάλι της. Κάθεται σε ένα σκαμνάκι με κομποσχοινάκι στο χέρι, κάθεται απομακρυσμένη, διότι εργάζεται την ευχή. Την λένε … (και μου είπε το όνομά σου).
Αυτά μου είπε ο Γέροντας. Σου δίνω το τηλέφωνο της Μονής. Να πάτε, διότι μετά από δύο μέρες ο Παππούλης θα μπει στο Άγιον Όρος. Εγώ έμεινα άναυδη, αλλά συνάμα δόξασα τον Κύριο.
Και θυμήθηκα την υπόσχεση που μου έδωσε όταν είδα τον Παππούλη, ότι δηλαδή θα με καλέση να γνωριστούμε.
»Πήγα παραμονή των Φώτων και μόλις τον είδα τον αναγνώρισα, διότι ήταν ο ίδιος με αυτόν που είδα στο όνειρό μου. Έπεσα να τον προσκυνήσω και μου είπε: «Όχι, παιδί μου, μόνο τον Κύριο προσκυνάμε».
Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
Του είπα:
-Γέροντα, όπως σας είδα, ακριβώς έτσι είσαστε.
Γέλασε και μου είπε:
–Παιδί μου, εμένα ο Κύριος μού ‘δωσε μια πνευματική τηλεόραση και βλέπω όλον τον κόσμο. Είδα και εσένα που έκανες την αίτηση στον Κύριο και ζήτησες να με γνωρίσεις. Σε είδα και την Πρωτομαγιά που έκλαιγες, γι’ αυτό ήρθα και με είδες. Είδες, ο καλός Χριστός μας ό,τι ζητούμε και είναι καλό μας το δίνει. Όταν η ψυχή εφαρμόζει την θεία δικαιοσύνη εισακούεται η προσευχή της. Αν ο κόσμος, παιδί μου, θα είχε την θεία δικαιοσύνη, θα είχε αλλάξει όλος ο κόσμος, αλλά δυστυχώς θα δούμε πολλά, ιδίως εσύ, αδελφή μου. Θέλω να έχομε την πνευματική επαφή. Όταν θα έρχομαι, θα σε ειδοποιώ και θα έρχεσαι να με βλέπης, αλλά θάχομε και την πνευματική επαφή.
-Πως, Γέροντα, θα έχομε την πνευματική επαφή τόσο μακριά που βρισκόμαστε; Εσείς στο Άγιο Όρος και εγώ στον κόσμο;
-Θα το καταλάβης αργότερα, θα βλεπόμαστε νοερώς, ο Κύριος έχει τον τρόπο του. Να σου πω, τη νύχτα που προσεύχομαι με κομποσχοίνι, νοερώς βλέπω και άλλους Γέροντες και προσευχόμαστε την καρδιακή νοερά προσευχή. Γνωρίζεις, παιδί μου, ότι έχεις ρίζα συγγενική Αγίου [2];
-Ε, Γέροντα, αυτό μου το είπε ο γέροντας Ιερώνυμος στην Αίγινα, όλος ο κόσμος αν πάρωμε τις ρίζες τους έχουν και Άγιο συγγενή…
-Δεν θέλεις να σου πω ποιόν Άγιο έχεις συγγενή;
-Ας πούμε άλλα, Γέροντα. Εγώ δεν έδωσα σημασία, στάθηκα χαζή.
-Να πης στον Γέροντα σου, καλό είναι να κάνη ένα γυναικείο Μοναστήρι, να πάρη τις κοπέλλες που θέλουν να μονάσουν ξέρεις τι ωφέλεια θα έχη η περιοχή; Μόνο εσύ με τις κοπέλλες δεν ταιριάζεις. Αυτές είναι εξωστρεφείς, ενώ εσύ είσαι εσωστρεφής, έχεις την νοερά προσευχή. Αν θα κάνη Μοναστήρι και πας και συ, εσύ να είσαι χώρια σ’ ένα καλυβάκι, μόνο στην ακολουθία θα πηγαίνης και τον άλλο καιρό θα είσαι μόνη σου, θα τρως μόνη σου.
-Παππούλη, πήγα σε Μοναστήρι με το Παλαιό, αλλά έφυγα δεν αναπαύθηκα, κάτι έβλεπα και εγώ διαβάζοντας για την μοναχική ζωή, εγώ άλλα ήθελα…
-Καλά έκανες και έφυγες. Από δύο αιτίες μπορείς να φύγης. Από ζήτημα ηθικής και από ζήτημα πίστεως. Αφού ήταν το ένα, καλά έκανες και έφυγες, μην σ’ απασχολή. Κάπου ο Θεός έχει και για σένα, μην βιάζεσαι. Να δοκιμάσης πρώτα και μετά να αποφασίσεις. Και εγώ να σού εξομολογηθώ πήγα σε πολλά μέρη, έκανα σε Σκήτη και πήγα και στο Σινά.
-Α, Γέροντα, όταν πήγα τρεις φορές στους Άγιους Τόπους, στο Σινά δεν πήγα, γιατί δεν προλαβαίναμε.
-Θα πας και στο Σινά.
-Μπα, Γέροντα, είναι δύσκολο.
-Θα πας, παιδί μου και θα με θυμηθής. Δύο φορές θα πας.
(Και πράγματι πήγα το 1992 και 1994). Στην ζωή σου θα πέρασης πολλά, πολλές συκοφαντίες, μην στενοχωριέσαι. Και εμένα στο Όρος κάποιοι με έχουν για πλανεμένο. Άλλοι δεν έρχονται να με δουν, γιατί με έχουν για πλάνο. Ο Θεός να τους φωτίσει και να τους ελεήση…
-Γέροντα, τώρα ακολουθώ το Παλαιό εορτολόγιο, αλλά στενοχωριέμαι, διότι όλο κατηγορούν το Νέο.
-Εσύ δεν θέλω να είσαι φανατική. Στην Αθήνα που πας τακτικά, θα πηγαίνεις σε όποια Εκκλησία έχεις κοντά σου, δεν θα τρέχεις να βρης Εκκλησία με το Παλαιό.
-Γέροντα, έχω Πνευματικό με το Νέο.
-Έχεις Άγιο Γέροντα.
Εκείνη την στιγμή, θυμήθηκα ένα Μοναστήρι που επισκεπτόμουν συχνά και σκέφθηκα μήπως ήταν καλό να μονάσω εκεί. Ο Γέροντας διάβασε τον λογισμό μου και μου απάντησε:
-Αυτό που σκέφτεσαι, ξέχασε το. Σε μεγάλο Μοναστήρι θα πηγαίνει πολύς κόσμος δεν θ’ αναπαυθείς. Εσύ θ’ αναπαυθείς σε μικρό. Μου εκμυστηρεύθηκε κάτι και μου είπε, ξέρω ότι είσαι εχέμυθη”.
–Πάνε, παιδί μου, τα χρόνια που όπως διαβάζομε στα Γεροντικά οι Άγιοι πατέρες είχαν στερήσεις και είχαν έργο τους την προσευχή, που είναι δώρο της Χάριτος του Θεού. Και άλλα πολλά μου είπε για την προσευχή.
-Γέροντα, σας κούρασα, ας πηγαίνω, διότι στον ξενώνα σας περιμένει πολύς κόσμος.
-Όπως θέλεις, παιδί μου. Μόνο να σου δώσω την σύσταση μου, ό,τι έχεις να μου γράφης και εγώ την ογδόη ήμερα θα έρχομαι στον ύπνο σου και θα σου απαντώ. Μόνο μια φορά θα σου γράψω, τον άλλο καιρό θα έχομε πνευματική επικοινωνία, θα φύγης σήμερα;
-Ναι, Γέροντα, διότι αύριο είναι τα Φώτα με το Παλαιό.
-Όχι, παιδί μου, δεν θα φύγης, θα μείνης εδώ σήμερα και Θεού θέλοντος θα φύγης αύριο το πρωί.
-Να ‘ναι ευλογημένο, Γέροντα, να μείνω, αλλά επειδή σήμερα είναι νηστεία να πω στις αδελφές, ότι ακολουθώ το Παλαιό; ή να φάω ό,τι μου δώσουν;
-Ό,τι σου δώσουν θα φας και δεν θα πης τίποτε. Τώρα που είσαι νέα, να ασφαλισθής στο ΙΚΑ του Θεού.
-Πως, Γέροντα;
-Μα, τα καθήκοντα που κάνεις βάζεις μεροκάματο και όποτε μπορείς δούλεψε λίγο παραπάνω για να έχης μισθό στα γεράματα σου, δηλαδή σύνταξη, διότι τότε δεν μπορείς να δουλέψης όπως τώρα. Αυτό έκανα και εγώ και όταν είμαι άρρωστος τρώω από τα έτοιμα.
Τον χαιρέτησα και πήγα στον ξενώνα. Το βράδυ που έκανα την προσευχή μου, σκέφθηκα ότι ο Παππούλης δεν μου βρήκε αυτά που μου αποκάλυψε ο Κύριος. (Κάποια γεγονότα που συνέβησαν στην ζωή μου). Το πρωί που ξύπνησα να κάνω τον κανόνα μου, στις 5 το πρωί, χτύπησε το παράθυρο τρεις φορές λέγοντας, «Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, άνοιξε μου, αδελφή, είμαι ο πατήρ Παΐσιος». Του άνοιξα και απορημένη είπα:
-Γέροντα, εσείς εδώ;
-Ναι, παιδί μου, τη νύχτα μου αποκάλυψε ο Κύριος, ότι πολλά σου φανέρωσε και δεν μου ‘πες τίποτε. Σε παρακαλώ, αδελφή μου, θα πάρης ένα τετράδιο και θα μου τα γράψης όλα, θα τα διαβάσω και θα σου τα στείλω.
-Νάναι ευλογημένο, Γέροντα.
Και πράγματι, τα έγραψα και τα έστειλα. Μου απάντησε, ότι τα τρία πρώτα ήταν Οπτασία και Όραμα, αλλά μην τα δίνης σημασία. Μία άλλη φορά, που έγραψα επιστολή στον π. Παΐσιο, επάνω στην ογδόη ημέρα τον είδα στον ύπνο μου να μου λέη:
-Παιδί μου, πήρα την επιστολή σου, μην στενοχωριέσαι που σε συκοφαντούν, στεφάνι σου βάζει ο Χριστός διότι σε αδικούν, κάνε υπομονή έχεις δίκαιο, τα παραχωρεί ο Κύριος να κάνουμε υπομονή, γιατί παίρνομε μισθό.
Μετά την κοίμηση του Παππούλη, ένα βράδυ τον είδα στον ύπνο μου και μεταξύ άλλων, μου είπε:
«Αδελφή μου, αυτό που είδες το 1969, τον άγνωστο μοναχό που έλεγε την νοερά – καρδιακή προσευχή στον ύπνο του, εγώ ήμουν, όταν ήμουν στο Καλύβι του Τιμίου Σταυρού. Τότε δεν σου φανερώθηκε το όνομά μου, διότι ήμουν ακόμη εν ζωή». Ξύπνησα με μεγάλη χαρά που είδα τον Παππούλη και μου έλυσε το μυστήριο με τον άγνωστο μοναχό που ασκούσε την νοερά προσευχή.
Εξηγώ τι είδα το 1969…
Κάποια νύχτα με πανσέληνο καθόμουν έξω στην αυλή του σπιτιού μου. Έλεγα την ευχή με συγκίνηση και δάκρυα και αισθανόμουν σαν να βρισκόμουν σε άλλο πλανήτη. Δεν μπορούσα να καταλάβω, πως συμβαίνει να κοιμάται κανείς και συγχρόνως να λέη την ευχή, όπως λέγει και η Άγια Γραφή, « Εγώ καθεύδω και η καρδία μου γρηγορεί» (αγρυπνεί). Παρακαλούσα τον Κύριο να μου φανερώση πως γίνεται αυτό.
Και αισθάνθηκα η ψυχή μου να ανέβηκε ψηλά και έβλεπα διάφορα συννεφάκια από την γη να ανεβαίνουν στον ουρανό και είχα έναν οδηγό να μου λέη: «Βλέπεις αυτά τα συννεφάκια; Είναι οι προσευχές των Ορθοδόξων Χριστιανών που ανεβαίνουν ως θυμίαμα στον θρόνο του Θεού.
Τώρα έχω εντολή από τον Κύριο, να σου δείξω έναν Άγιο μοναχό, που εργάζεται μέρα και νύχτα την νοερά – καρδιακή προσευχή του Ιησού».
Είδα τον Άθωνα από την Βόρεια πλευρά και απέναντι την Θάσο και ένα καλυβάκι πολύ μικρό, όπου μέσα κοιμόταν ένας μοναχός, που στον ύπνο του έλεγε την νοερά – καρδιακή προσευχή.
Ενώ ήμουν μακριά, αισθάνθηκα σαν να ήμουν κοντά και έβλεπα σαν υπέρηχο. Έβλεπα την καρδιά του να χτυπά τακ-τακ και άκουγα την αναπνοή του και έλεγε με εισπνοή και εκπνοή την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Ο νεανίας οδηγός μου, μου έδειξε τους δύο φρουρούς που φύλαγαν τον μοναχό. «Είναι οι φύλακες Άγγελοι, ο ένας που πήρε όταν βαπτίσθηκε και ο έτερος όταν πήρε το Αγγελικό Σχήμα. Το όνομα του δεν έχω εντολή να σου το φανερώσω, διότι ακόμη ζει. Όταν κοιμηθεί, ο ίδιος θα ‘ ρθη να σου το πη. Είναι Άγιος».
Μου έδειχνε την καρδιά του και μου έλεγε: “Έδώ έχει το κατά Θεόν πένθος, την χαρμολύπη, μετά έρχονται τα καρδιακά δάκρυα” και μου εξηγούσε, πως έχει συνέχεια το νου στον Θεό και σκέφτεται τον Κύριο και την Παναγία.
Όταν συνήλθα, άρχισα να λέγω την ευχή με τόσο πόθο, που με συνήρπασε και έτσι από τότε, κάθε βράδυ τρεις ώρες λέω την ευχή, και δύο ώρες το πρωί.
Θυμάμαι και κάποια άλλα που μου έλεγε ο Παππούλης. Κάποτε, ήταν πολύ στενοχωρημένος που σκότωσαν το ένα από τα τρία φίδια που τάιζε. Άλλη φορά, μου έλεγε τις δοκιμασίες του από τον διάβολο. Και κάποτε, που πήγαμε με ένα φιλικό ζευγάρι και τον ρώτησαν αν πρέπει να βάλουν υπογραφή για ένα θέμα που αφορούσε έναν κληρικό, ο Παππούλης είπε: «Να προσέχετε πολύ, μην βάζετε εύκολα υπογραφές». Και σε μένα ήρθε ένας ηγούμενος και ο Κύριος με πληροφόρησε ότι έρχεται, και αμέσως έφυγα και πήγα στο δάσος και έμεινα όλη τη νύχτα και μετά αρρώστησα. Το τι ακούγονταν στο Όρος δεν φαντάζεσθε! Αν τον δεχόμουν, οι Αγιορείτες θα με έλεγαν διπλά πλανεμένο…
[1] Από μικρή δεν μιλούσα. Μίλησα όταν έγινα επτάμισι χρονών. Όταν πήγαινα μικρή στην Εκκλησία και ο παπάς έλεγε, «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…» έβλεπα την σκεπή της Εκκλησίας να φεύγη και να γίνεται ένα με τον ουρανό (να ανοίγει) και άκουγα ουράνιες ψαλμωδίες. Από την εικόνα του Χριστού στο τέμπλο έφευγε η μορφή του και εμφανιζόταν στο τέλος της Θείας Λειτουργίας.
»Κάθε εβδομάδα η γιαγιά μου με έπαιρνε στο Κοιμητήριο. Μου έκανε εντύπωση το γεγονός, που την περίοδο του Πάσχα έβλεπα τους τάφους ανοιχτούς και τις ψυχές να κάθονται και να ζητούν ελεημοσύνη και άλλες είχαν μπροστά τους ένα πιάτο και έτρωγαν. Εγώ τους έβλεπα και έκλαιγα, δεν ήξερα πως να τους βοηθήσω.
Αναρωτιόμουν, γιατί οι τάφοι είναι όλοι ανοιχτοί ενώ τον άλλο καιρό είναι κλειστοί και έκλαιγα πολύ.Με ρωτούσε η γιαγιά μου, «γιατί κλαίς, παιδί μου» και δεν μπορούσα να της εξηγήσω, αφού δεν μιλούσα. Έκανα νοήματα, αλλά η γιαγιά μου δεν καταλάβαινε…
[2] Όπως μου έλεγαν οι γονείς μου, η ρίζα του πατέρα μου είναι από την Νάξο και ήρθε στην Εύβοια να δουλέψει ο παππούς και παντρεύτηκε εκεί, όπου γεννήθηκε ο πατέρας μου. Έχομε συγγένεια με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Ο πατέρας μου, μου έλεγε το επίθετο από το γένος της καταγωγής και εγώ του έλεγα ότι θα το ξεχάσω. Και μου έλεγε ο πατέρας μου, να θυμάσαι την καλή βρύση, ταιριάζει με το επίθετο του γένους μας (Καλλιβούρτζης, ήταν το επώνυμο του Αγίου Νικόδημου).
( «Μαρτυρία ανώνυμης»: απόσπασμα από το Βιβλίο «Ο Όσιος Παΐσιος», Εκδόσεις «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», σελ. 140 – 150 )
***
Η μακαριστή Σωτηρία Νούση κ. Χρῆστος Νικολόπουλος, Θεολόγος – Βυζαντινολόγος
Μοῦ εἶχε ἀναφέρει πολλὲς φορὲς ὅτι εἶχε τραβήξει πολλὰ στὴν προσπάθειά της νὰ ἐκδώσει τὸ βιβλίο γιὰ τὸν γέροντά της, τὸν Ἱερώνυμο Αἰγίνης.
Γέροντας Ιερώνυμος της Αίγινας
Καθηγητὲς καὶ θεολόγοι τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῶν Ἀθηνῶν τὴν κορόϊδευαν. Τῆς ἔλεγαν: «Τί δουλειὰ ἔχει μία γυναίκα μὲ γεροντάδες. Αὐτὰ δὲν εἶναι γιὰ σένα». Πρὶν τὸ ἐκδώσει ζήτησε τὴ γνώμη τοῦ ὁσίου Παϊσίου Ἁγιορείτη. Αὐτὸς τῆς εἶπε νὰ ἀπευθυνθεῖ στὸν γέροντα Πορφύριο, ἐπειδὴ ἡ πνευματικὴ εἰδικότητα τοῦ ἑνὸς ἔμοιαζε μὲ τοῦ γέροντά της. Ὁ Ὅσιος Πορφύριος ὅμως δὲν εἶχε χρόνο καὶ ἔτσι ἡ διόρθωση ἔγινε ἀπὸ τὸ τηλέφωνο χωρὶς ποτὲ ὁ Ὅσιος νὰ παραλάβει τὸ βιβλίο της. «Διάβασέ μου», τῆς ἔλεγε «στὴ σελίδα τάδε, στὴν παράγραφο τάδε, δύο σειρὲς πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος». Ἔτσι ἔγινε ἡ διόρθωση. Ὁ Ὅσιος Πορφύριος τῆς ἐπισήμανε νὰ σβήσει ἀπὸ ὅλο τὸ κείμενο τὴ λέξη ἄγχος. «Αὐτὴ ἡ λέξη νὰ μὴν ὑπάρχει στὸ κείμενό σου. Δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ λέξη γιὰ τὸν χριστιανό».
Ἡ Σωτηρία, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ράσα τοῦ γέροντά της, εἶχε λείψανα ἁγίων στὸ σπίτι της, ἀλλὰ καὶ τὸν σταυρὸ τοῦ πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄. Μία φορὰ μοῦ ἔδωσε νὰ προσκυνήσω ἕνα λείψανο τοῦ Ἱερωνύμου Αἰγίνης. Εὐωδίαζε ὑπερβολικὰ πολύ…Ἡ παρουσία τοῦ γέροντά της ἦταν ἐμφανὴς σὲ κάθε πτυχὴ τῆς ζωῆς της. Ὅταν ἡ Σωτηρία πέρναγε μεγάλους πειρασμούς, πήγαινε νὰ προσκυνήσει τὸν τάφο του στὴν Αἴγινα. Μοῦ ἀνέφερε ὅτι στεκόταν στὸν τάφο του καὶ ὁ ἴδιος τῆς ἐμφανιζόταν στὸ παράθυρο τοῦ κελλιοῦ του χαμογελώντας της. Αὐτὸ τῆς ἔδινε θάρρος καὶ ἤξερε ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τῆς ἔδειχνε ὅτι στέκεται δίπλα της σὲ κάθε πειρασμό…
Κάθε βράδυ, να ευχαριστείς τον Θεό, με πολλήν ευγνωμοσύνην, που σε διατήρησε όλην την ημέρα καλά, και με ταπείνωσιν να Τον παρακαλής διά τα πάντα. Η αγάπη του Θεού, η πνοή Του, είναι παντού απλωμένη γύρω μας. Μας χαϊδεύει, μας παρηγορεί, μας ενισχύει, μας προστατεύει, μας φροντίζει. Δεν μας εγκαταλείπει. Πολύ να Τον αγαπώμεν…
– Γέροντα, έχετε δίκιο. Έχω δει τόσες ευεργεσίες από τον Θεόν, που πιστεύω ότι, και μέχρι τέλους, δεν θα με αφήση, μου έχει προσφέρει πάρα πολλά, ενώ το γνωρίζετε, δεν τ’ αξίζω.
– Και ακόμη πιο πολλά θα σου δώση, πιο πολλές ευεργεσίες, αρκεί εσύ να πιστεύεις και να Τον αγαπάς. Ο Θεός δεν δείχνει μόνον πολλήν αγάπην αλλά και μεγάλη στοργήν. Λέγει ο Ισαάκ ο Σύρος: ”Γενού κήρυξ της αγαθότητος του Θεού. Διότι, ενώ υπάρχεις ανάξιος σε κυβερνά και διότι, ενώ χρεωστείς εις Αυτόν άπειρον χρέος, δεν σ΄ εκδικείται, αλλά δια τα ολίγα καλά έργα, τα οποία πράττεις, σοι ανταποδίδει μεγάλους μισθούς κλπ (Λόγος ξ΄). Μεγάλην στοργήν, κόρη, καταλαβαίνεις τι εννοεί στοργήν; Με ολίγην καλήν προαίρεσιν, που δεικνύομεν, μας συντρέχει, μας βοηθά. Με ολίγην μετάνοιαν, συντριβήν κ.λ.π., μας συγχωρεί πολλά και μεγάλα αμαρτήματα. Ποταμός το έλεός Του!
Να λες εις τον Χριστόν μας: ”Σ’ αγαπώ, Κύριε. Σ’ αγαπώ, διότι είσαι Α γ ά π η!”. Μην τον αγαπάς, ούτε διά τα μέλλοντα αγαθά, ούτε δι’ όσα σε έδωκε μέχρι τώρα, αλλά να Τον αγαπάς και μόνον διότι χρεωστείς να Τον αγαπάς μόνον διότι είναι Αγάπη!Και να γνωρίζης, οι προχωρημένοι εις τα πνευματικά, αυτοί όπου κατάλαβαν τι είναι ο Θεός, όταν πίπτουν , δεν σκέπτονται την τιμωρίαν και δεν φοβούνται, αλλά πονά η ψυχή των, κλαίγουν συχνά ημέρες, μήνες, διατί να λυπήσουν τον Θεόν. Δεν τους ενδιαφέρει αν θα τους τιμωρήση, αλλά διατί να Τον λυπήσουν! Ένα μικρό δείγμα ότι αγαπάει κανείς τον Θεόν, είναι και τα δάκρυα-, ιδίως εις την προσευχήν. Όχι, κόρη, δάκρυα λύπης, όχι δάκρυα απελπισίας, όχι δάκρυα διά δυσκολίες που συναντάς και διά τούτες Τον παρακαλείς, αλλά δάκρυα από αγάπην Θεού. “Ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρευσουσιν ύδατος ζώντος”, λέγει εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον (ζ’ 38). Όπως ενθυμείσαι, έλεγεν ο μακαρίτης Γέροντας μου: ”Τα μάτια μου μικρά, τα δάκρυα πολλά, δεν χωρούν“. Ναι, ποταμοί τα δάκρυά του, κόρη!
Αχ! Αχ! Μόνον οι πνευματικές χαρές μένουν και δεν φεύγουν. Να το ενθυμήσαι τούτο. Η χαρά του κόσμου, όποια και να ‘ναι, η χαρά η κοσμική, δέκα λεπτά χαρά έρχεται και μετά ξεχνιέται, φεύγει. Συχνά, αμέσως μετά έρχεται η θλίψις. Ενώ η χαρά η πνευματική σε κάνει και πετάς! Να προσπαθής, να ζητάς, μόνον αυτήν την χαράν. Όλα τα άλλα λύπην φέρνουν. (362-3)
***
Πρόσεχε, κόρη, να μη υποδουλωθή ο νους σου, εκεί θα είναι δεσμευμένος ο λογισμός σου, όπου και να πας, ό,τι και να κάνης. Δηλ. χάνεις την ελευθερίαν σου, δεν ορίζεις εύκολα τον νουν σου και θα κουρασθής, όταν θελήσης να τον ελευθερώσης… Τον Ισαάκ μη αφήσης. Κάθε ημέρα ένα φύλλο Ισαάκ. Όχι περισσότερον. Ο Ισαάκ είναι ο καθρέπτης. Εκεί μέσα να βλέπης τον εαυτόν σου. Ο καθρέπτης είναι διά να βλέπωμεν, αν έχωμεν κανένα ελάττωμα, μουτζούρα εις την όψιν, να το βγάλωμεν, να καθαρίσωμεν. Αν έχης μίαν μουτζούραν εις το πρόσωπον η εις τους οφθαλμούς, εις τον καθρέπτην θα την δης και θα την καθαρίσης. Εις τον Ισαάκ θα βλέπης τους λογισμούς σου. Τι μελετούν; Τα πόδια σου που βαδίζουν, φως τα μάτια σου αν βλέπουν. Και εκεί θα βρης πολλούς και σωστούς τρόπους, απλανείς, διά να βοηθηθής…
Τα λόγια σου να προσέχης. Να είναι “αλάτι ηρτυμένα”. Το φαγητό χωρίς αλάτι είναι νόστιμο; Άσχημα βλέπω τα πράγματα. Φοβάμαι. Οργή Θεού σίγουρα θα έλθη. Εις τα πολιτικά μη αναμειγνύεσαι. Αδιάφορη και ουδέτερη να είσαι. Τον Ισαάκ τον Σύρον, Γέροντα μου τον έχω. Να τον έχης και συ.
…Εσύ την τροφήν σου, να, πρόσεχε. Το σώμα σου, μη το αδικής. Να κοιμάσαι καλά. Να κοιμάσαι και το μεσημέρι και να κλέβης μίαν ώρα το πρωί για μελέτην. Θέλω να ζήσης μέχρι 90 – 95 ετών.
– Αμάν κόρη! Το επαναλαμβάνω, πρόσεχε την υγείαν σου. Το κεφάλι σου μη το βαρύνης με λύπην και έγνοιες. Θεωρώ ότι θα πληγωθής από τους ανθρώπους, διά τούτο πρέπει να γνωρίζης πώς να σκέπτεσαι, διά να μη καμφθής. Σε λέγω: Δι’ ό,τι θέλεις και εις όποιον πειρασμόν ή θλίψιν ευρεθής, παρακάλεσε τον Θεόν, εις ανθρώπους μη εμπιστεύεσαι, μη ελπίζης. Θα με ενθυμηθής αργότερα και το επιθυμώ, δηλ. να με ενθυμήσαι, διά να βοηθήσαι, να γλυτώνης. Θα δοκιμασθής και θα καταλάβης αυτά που τώρα σε λέγω. Πάντως μη φοβάσαι!
Επιθυμώ πολύ από εσένα, την φύλαξιν του νοός σου και του σώματός σου. Δεν γνωρίζομε, ημπορεί να ζήσης και να φθάσης 80 ή 90 χρονών, δεν γνωρίζομεν. Διά τούτο από τώρα να προσέχης, διά να αντέξης, να μη υποφέρης από τίποτα και αυτό σε γίνεται εμπόδιο διά πολλά.
[Από το βιβλίο: Ο Γέρων Ιερώνυμος της Αιγίνης (1883-1966), Σωτηρίας Δ. Νούση, σελ. 362-3, 330]
Ονομάζομαι… Κατάγομαι από τα Χανιά. Είμαι παντρεμένη με δύο μεγάλα παιδιά. Ζήτησα ευλογία από τον πνευματικό μου προκειμένου να καταθέσω με απόλυτη ειλικρίνεια και φόβο Θεού την δική μου εμπειρία για την Γερόντισσα Γαλακτία. Την μεγάλη και θαυμαστή. Αρκετές φορές την επισκέφθηκα στο κρεβάτι της ασθενείας της. Κάθε φορά ζούσα παράδεισο. Επικυρώνω αυτά που δημοσίευσε τελευταία ο π. Αντώνιος Φραγκάκης. Ήταν η αναίρεση του κυκλώματος και της νοοτροπίας των πλανεμένων και οραματιστών. Δραστηριοποιούμαι πολλά χρόνια μέσα στην Εκκλησία και έχω συναντήσει πολλές φορές τέτοιες άρρωστες καταστάσεις… Έχουν οίηση, ψευτοταπείνωση, διαφήμιση σε συνδυασμό με καλυμμένο και ταπεινόσχημο επικοινωνιακό τρόπο, ομιλούν συνέχεια για αποκαλύψεις που έχουν, προφητείες και δεν ασχολούνται ουσιαστικά με την μετάνοια. Με την στροφή στο μέσα της ψυχής τους, με τον εντοπισμό των παθών τους… Θέλουν να εντυπωσιάσουν, να κάνουν οπαδούς, είναι δικτυωμένοι μεταξύ τους για αλληλοστήριξη, μετά διαγκωνίζονται για το ποιος είναι σπουδαιότερος και αφηνιάζουν αν τους αμφισβητήσεις…
Η Γερόντισσα ήταν εντελώς τα αντίθετα από όλα αυτά. Δεν περιγράφονται με λόγια τα βιώματα που δημιουργούσε. Και η αναξιότητά μου δυσκολεύεται να παραστήσει όσα έζησε κοντά της. Αυτά δεν λέγονται, δεν περιγράφονται, δεν σχηματίζονται εύκολα σε λόγο, δεν εντυπώνονται στο χαρτί. Επαρκώς τουλάχιστον. Πρέπει να τα ζήσεις. Νοιώθω και τώρα που μιλάω γι’ αυτήν σαν ένα κακογράφο που επιχειρεί να κατασκευάσει έναν αριστουργηματικό ζωγραφικό πίνακα. Γίνεται; Ασφαλώς όχι. Θα αποτολμήσω κάτι να αναφέρω με την δική της βοήθεια.
Ήταν χαρούμενη και άνετη πάντα. Πραγματικά ταπεινή και απλή. Δεν είχε μπερδεμένους λογισμούς που έχουν οι εγωιστές. Οι υπερήφανοι. Ήταν διάφανη. Το μέσα της και το έξω της ήταν αρμονικά δεμένα. Ήταν αληθινά μεγάλη γιατί έδινε την αίσθηση ότι ήταν μικρότερη και από τον πιο επικίνδυνο κακούργο! Γνώριζες ότι ήξερε τα πάντα για σένα και όμως δεν φοβόσουν γιατί έλιωνες μέσα στην απέραντη αγάπη της! Η γλυκύτητά της, το βλέμμα της, το χαμόγελό της, οι κινήσεις της, ο τρόπος συζήτησης, η τέχνη να αντιμετωπίζει κατάλληλα όλα τα προβλήματα των συνανθρώπων της, η θυσία για τους άλλους, η συμπόνοια στους αμαρτωλούς, η ενίσχυση στους αγωνιζόμενους, η καύση της καρδιάς της για όλη την δημιουργία του Θεού, η εσώψυχη καθαρότητα, η πρόσληψη των περιθωριακών της κοινωνίας, η μεταποίηση που έκανε στους κολλημένους στη λάσπη της αμαρτίας, η απόλυτη απόλυτη απόλυτη ακατακρισία της, η σκληρή της άσκηση, η αθέατη προσευχή της, ο πύρινος έρωτάς της για τον Χριστό και τόσα άλλα, παραπέμπουν στα πρώτα χρόνια της πίστης μας! Αληθινά τα έζησα, τα είδα, τα άγγιξα, δεν μου τα είπαν, έτσι διαμορφώθηκε μέσα μου η αίσθηση του μεγαλείου της στην δική μου αντίληψη. Τα συζήτησα και με άλλους αδελφούς και είχαμε όλοι την ίδια ακράδαντη βεβαιότητα. Ότι δηλαδή αυτή η Γερόντισσα είναι ένα ανοιχτό παράθυρο μέσα στον κόσμο, τον πολύ ταραγμένο, σκοτεινό και βρώμικο σημερινό κόσμο, από το οποίο φανερώνεται σ’ εμάς το φως του Θεού! Το πρόσωπο του Χριστού!
Τώρα, τα περιστατικά που έζησα κοντά της είναι πάρα πολλά. Βιβλίο γράφουν, που λέει ο λόγος. Θα αναφέρω σύντομα κάποια ενδεικτικά:
Συνήθιζα να πηγαίνω με μια φίλη μου την Ελένη. Για τρεις μήνες έκανε στην Ελένη την ίδια κίνηση. Έπιανε τα χέρια της η Γερόντισσα, τα καταφιλούσε και επαναλάμβανε με νόημα: «Παιδί μου, να ξέρεις…οι ελεημοσύνες σώζουν»! Κάποια φορά, θυμάμαι ζήλεψα στα κρυφά που εμένα δεν μου έλεγε τίποτα… αλλά και η ίδια η Ελένη αναρωτιόταν στην επιστροφή γιατί να κάνει αυτή την κίνηση με αυτά τα στερεότυπα λόγια η γιαγιά. Μετά από τρίμηνο σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα ο γιος της Ελένης. Νεότατο παλληκάρι. Ενώ ήταν ξαπλωμένη και αποκαμωμένη η Ελένη σε ένα καναπέ πριν φέρουν το παιδί νεκρό στο σπίτι, με ρωτάει αυθόρμητα: «Τί να κάνω για να βοηθήσω το παιδί μου εκεί που είναι»; Αυτοστιγμεί απαντήσαμε και οι δύο μαζί, σαν να ήρθε η απάντηση μέσα στην ψυχή μας ταυτόχρονα: «ελεημοσύνες»! Τότε θυμηθήκαμε τα λόγια της Γερόντισσας! «Είδες τί εννοούσε η Γερόντισσα;» είπε η Ελένη. «Με προετοίμαζε γι’ αυτό το γεγονός! Οι ελεημοσύνες σώζουν»! Μέχρι τα σαράντα δόθηκαν γενναίες ελεημοσύνες και έγιναν πολλές προσευχές… Ο άνδρας της Ελένης και πατέρας του κεκοιμημένου παλληκαριού, δεν λάμβανε από κανέναν χρήματα στην επιχείρησή του για σαράντα ημέρες. Όλα για την σωτηρία του παιδιού! Όλα για την ψυχή του! Αφού έγινε το σαρανταήμερο μνημόσυνο ζήτησε επίμονα η Ελένη να πάμε στη Γερόντισσα. Μόλις φθάσαμε και αντίκρυσε την Ελένη, άρχισε να φωνάζει χαρούμενη η γιαγιά: «Δεν σου είπα ότι οι ελεημοσύνες σώζουν; Έλα να σου πω πού είναι τώρα ο γιός σου…». Άρχισε με καταπληκτική διαύγεια να περιγράφει την νέα κατάσταση του παιδιού στον ουρανό… Φυσικά, ούτε είχε ανθρωπίνως πληροφορηθεί το ατύχημα, ούτε είχε ακουστική αντίληψη, ούτε συγκρατούσε τίποτα εγκεφαλικά… Δεν φαντάζεσθε πώς φύγαμε… Με τί αναπτέρωση ψυχής… Ειδικά η Ελένη η φίλη μου, η χαροκαμένη μητέρα του παιδιού….
Άλλοτε πάλι είχα πάει μαζί με άλλους… Περίμενε κόσμος πολύς να την δει… Σηκώθηκα να φύγω και δεν με άφηνε… Ήμουν γονατιστή στο κρεβάτι της και μου κρατούσε σφιχτά τα χέρια… Ο π. Αντώνιος φώναζε: «Τελείωνε. Περιμένουν πολλοί απ’ έξω. Τί θα γίνει εδώ;». Ήμουν αμήχανη αλλά η γιαγιά δεν με άφηνε. Αγανάκτησε ο π. Αντώνιος και μου είπε: «Τί χασομεράς; Θα σε βγάλω έξω…». Τότε του εξήγησα ότι δεν με άφηνε. Ο π. Αντώνιος φώναξε δυνατά στο αυτί της Γερόντισσας επειδή δεν άκουε σχεδόν καθόλου: «Άστην να φύγει». Τότε η Γερόντισσα γύρισε, τον κοίταξε αυστηρά και του είπε: «Έ τί θές; Να την αφήσω να σκοτωθεί αφού βλέπω τί θα γίνει στο δρόμο;». Μετά με σταύρωσε με το χεράκι της και έφυγα. Στην επιστροφή όντως επέζησα από θαύμα! Μια νταλίκα μπήκε στο αντίθετο ρεύμα και ερχόταν κατά πάνω μου και αστραπιαία βρέθηκε στην κανονική της τροχιά μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, χωρίς να μπορεί ανθρωπίνως να εξηγηθεί το πώς! Δόξασα τον Θεό που γλίτωσα και ευχαρίστησα την Οσία Γερόντισσα για την θαυμαστή μεσολάβησή της…!
Μια άλλη φορά ήμουν στο αυτοκίνητο μαζί με τον άνδρα μου. Κατευθυνόμασταν από Χανιά σε προσκύνημα του Νομού Ηρακλείου. Στο δρόμο είχα έντονη επιθυμία να περάσουμε πρώτα από την Γερόντισσα αλλά δίσταζα να το προτείνω στον άνδρα μου γιατί γνώριζα ότι θα αντιδρούσε… Είτε πηγαίναμε μέσω Ηρακλείου είτε μέσω Σπηλίου, για μας θα ήταν το ίδιο. Έκανα σιωπηλά προσευχή και τελικά του είπα την επιθυμία μου. Του είπα έπειτα: «Εσύ βέβαια δεν θέλεις Γαλακτίες αλλά θα γίνει ό,τι μου πεις». Παραδόξως συμφώνησε να πάμε. Όταν η Γερόντισσα είδε τον άνδρα μου, τον πείραξε με χιούμορ και επανέλαβε τα λόγια που του είχα πει στο δρόμο! «Εσύ βέβαια δεν θέλεις Γαλακτίες αλλά εμείς θα κάνουμε (έβαλε και τον εαυτό της) ό,τι μας πεις»! Τα ’χασε ο άνδρας μου. Τον πήρε κοντά της και άρχισε να του αποκαλύπτει την ζωή του… Αναφέρθηκε στο επάγγελμά του… «Κάνεις αυτό κι αυτό… το κάνεις με προσευχή… τα τακτοποιείς ωραία… έπειτα πηγαίνεις και κάθεσαι μόνος σου και πάλι μιλάς στο Θεό…». Ο άνδρας μου έζησε τέτοια κατάσταση, που έκτοτε στα Χανιά όταν με ρωτούσαν για την Γερόντισσα, τους έλεγα, ρωτήστε καλύτερα τον άνδρα μου ο οποίος με ενθουσιασμό φώναζε: «Είναι μεγάλη Αγία»!
Κάποτε βρέθηκα εκεί Κυριακή βράδυ. Ήταν γεμάτο το σπίτι. Ήμουν με την φίλη μου την Ελένη που προανέφερα. Δεν υπήρχε θέση να καθίσουμε. Ο π. Αντώνιος καθόταν δίπλα στη Γερόντισσα. Σκέφθηκα χωρίς να μιλήσω: «Θα ήταν ασέβεια άραγε να καθίσουμε λίγο δίπλα από τα ποδαράκια της στο κάτω μέρος του κρεβατιού της»; Αυτομάτως η Γερόντισσα που δεν της ξέφευγε λογισμός, μου απάντησε με χαρά και ζωντάνια: «Καθίσετε στα πόδια μου παιδί μου! Εσάς ο πισινός σας δεν μαγαρίζει από ανωμαλίες και βρωμιές, σαν άλλες που όπου καθίσουν και όπου φιλήσουν βρωμάει μετά ο κόσμος…»! Βουβαμάρα έπεσε στο σπίτι. Όλοι έμειναν άναυδοι… Προσωπικά έγινα σαν παντζάρι κόκκινη. Ο π. Αντώνιος και η Ριρίκα ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. Άρχισα να γελάω κι εγώ. Ο π. Αντώνιος μας είπε ένα λόγο του Μεγάλου Βασιλείου που τον έγραψα: «ου βούλομαι σεμνότητι λόγων καλλωπίζεσθαι, αλλά σεμνούς ποιήσαι τους ακούοντας». Δηλαδή η απαθέστατη Γερόντισσα μιλάει όχι με σεμνοτυφία λέξεων, αλλά αποσκοπεί στο να κάνει σεμνούς όσους την ακούουν…
Είχα πάει προσκύνημα στο «Κεφάλι» στον τάφο του Γέροντα Νείλου. Είμασταν ολόκληρη παρέα. Μαζί και ένας Ιερέας από το Ρέθυμνο. Ο Ιερέας, χωρίς να το αντιληφθεί κανένας μας, πήρε πάνω από τον τάφο του Γέροντα Νείλου ένα μικρό πετραδάκι για ευλογία. Το έβαλε στην τσέπη του αντερί του. Φύγαμε και όταν φθάσαμε στην Γερόντισσα, λέει εκείνη στον Ιερέα: «Τί έχεις κρύψει εδώ; Δώσε μου το πετραδάκι να το προσκυνήσω! Έχει μεγάλη δύναμη»! Το είπε τρείς φορές γιατί ο Ιερέας έμεινε άναυδος… Τελικά το έδωσε, η Γερόντισσα το καταφιλούσε και έκανε σαν μικρό παιδί… Έλεγε ότι έχει την χάρη από ένα πολύ μεγάλο Άγιο…! Περιττό να πω ότι τα μάτια του Ιερέα έτρεχαν σαν βρύσες…
Μετά την κοίμησή της, έζησα ένα συγκλονιστικό θαύμα της. Ένα δεκαεξάχρονο κοριτσάκι ταλαιπωρημένο από την ζωή, έπασχε από καρκίνο τελευταίου σταδίου. Τέταρτου βαθμού. Χωρισμένοι οι γονείς του, το ίδιο βλάσφημο, με ξενύχτια και άτακτη ζωή… Σε μία φωτογραφία που το τράβηξαν στο κρεβάτι του νοσοκομείου, φαινόταν σαν γριά ογδόντα ετών! Περίμεναν την κατάληξή του… Καμιά ιατρική ελπίδα δεν υπήρχε… Ζητήσαμε από την μητέρα του να αφήσει να πλησιάσει το κορίτσι ένας Ιερέας… Εκείνη αφηνίασε και έβριζε… Κρυφά έστειλα μια φωτογραφία της Αγίας Γερόντισσας. Μια νοσηλεύτρια εξήγησε στο παιδί ποια είναι. Του είπε να την παρακαλέσει και την τοποθέτησε κάτω από το μαξιλαράκι του… Αμέσως κόπηκε μαχαίρι ο πυρετός του παιδιού… Το κοριτσάκι έλεγε: «Παρακαλώ αυτήν την γιαγιά με την καρδιά μου»! Η εξέλιξη ήταν διαρκώς βελτιούμενη! Οι γιατροί έτριβαν τα μάτια τους… Τώρα το παιδί είναι σε πλήρη ίαση!!! Εντελώς καλά!!!
Είχα επίσης μετά την κοίμησή της μια φωτογραφία της κολλημένη στο ψυγείο της κουζίνας μου. Προσευχόμουν και της μιλούσα εκεί. Ένα πρωί μυρόβλυζε, έσταζε σε υγρή κατάσταση το μύρο. Φοβήθηκα μήπως πλανηθώ. Αναρωτιόμουν γιατί σε μένα την ανάξια τέτοιο σημείο. Σκέφθηκα την εκ δεξιών επίθεση του πονηρού μέσω της πλάνης και έδωσα αμέσως σε άλλο πρόσωπο την φωτογραφία χωρίς να αναφέρω το περιστατικό. Μετά από λίγο καιρό άρπαξε φωτιά η σόμπα μου. Πάνω ακριβώς από το σημείο που εφάπτονταν η σόμπα με τον τοίχο του σπιτιού, ήταν κρεμασμένη μεγάλη φωτογραφία της Γερόντισσας. Ενώ κάηκαν όλα τα παράπλευρα αντικείμενα, η φωτογραφία που ήταν πάνω ακριβώς από την εστία της φωτιάς έμεινε τελείως ανέπαφη! Πήρα το μήνυμα… Σαν να μου έλεγες: Με έδιωξες δίνοντας την μικρή φωτογραφία επειδή φοβήθηκες το σημείο παρουσίας μου! Αλλά εγώ εξακολουθώ να είμαι παρούσα και σου το απέδειξα με την άκαυτη φωτογραφία μου..!
Πόσα ευχαριστώ να ψελλίσω η ανάξια; Αντί επιλόγου επαναλαμβάνω ό,τι αναφέρει όλος ο κόσμος που την αγαπά και επωφελείται την διαρκή παρουσία της: «ταις αυτής αγίαις πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν!».
Υ.Γ.«Τα στοιχεία της συγγραφέως είναι γνωστά στο σάιτ. Προτιμήσαμε την αποσιώπηση για να αποφευχθούν αδιάκριτα φαινόμενα του παρελθόντος όπως ενοχλήσεις στους επώνυμους συγγραφείς για περισσότερες επεξηγήσεις, έκφραση θαυμασμού και άλλα παρόμοια».
Μαρτύριο Αγίου Δωροθέου, Επισκόπου Τύρου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'
Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Δωροθέου Eπισκόπου Tύρου
O Δωρόθεος καν φραγελλώμαι λέγει,
Λείπουσι πολλά προς τα Xριστού μου πάθη.
Έκτη Δωροθέοιο δέμας πληγήσι δαμάσθη.
Μαρτύριο Αγίου Δωροθέου, Επισκόπου Τύρου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Oύτος ο αοίδιμος Δωρόθεος έγινεν Eπίσκοπος της πόλεως Tύρου, κατά τους χρόνους του Mαξιμιανού, εν έτει τγ΄ [303]. Kαι ήξευρε κάθε ιστορίαν της Παλαιάς και Nέας Γραφής. Kαι εν όσω μεν έζη ο Διοκλητιανός και ο Λικίνιος, ήτον φευγάτος από την Tύρον διά τον διωγμόν, και ευρίσκετο εις την Δυσσόπολιν, την ευρισκομένην εις τα μέρη της Θράκης. Aφ’ ου δε οι βασιλείς εκείνοι απέθανον, επανεγύρισε πάλιν εις την Tύρον, και εποίμαινε την αγίαν του Θεού Eκκλησίαν, έως εις τους χρόνους Iουλιανού του Παραβάτου, εν έτει τξα΄ [361]. Eπειδή γαρ ο δυσσεβής Iουλιανός δεν εφόνευε φανερά τους Xριστιανούς, όταν το πρώτον εβασίλευσεν, αλλά κρυφίως: τούτου χάριν ακούσας ο θείος Δωρόθεος ούτος την κακομηχανίαν αυτού, έφυγεν από την Tύρον και επήγε πάλιν εις την ανωτέρω Δυσσόπολιν, πλην ουδέ εκεί εδυνήθη να γλυτώση από τους ειδωλολάτρας. Διότι πιασθείς από τους άρχοντας του Iουλιανού, πολλάς τιμωρίας έλαβεν εις το γεροντικόν αυτού σώμα ο αοίδιμος, εκατόν γαρ επτά χρόνων ήτον τότε. Όθεν μέσα εις αυτά τα βάσανα ευρισκόμενος, παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, αφ’ ου πρότερον εσύνθεσε και πολλά και ψυχωφελή συγγράμματα ελληνικά και λατινικά, (ήξευρε γαρ και τας δύω ταύτας γλώσσας) με σπουδήν φιλόπονον, και με επιτηδειότητα της φύσεως, τα οποία αφήκεν ως πατρικήν κληρονομίαν εις την Eκκλησίαν του Xριστού1.
Άγιος Ιερομάρτυς Δωρόθεος Επίσκοπος Τύρου. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Γρατσάνιτσα, Κοσσυφοπέδιο
Σημείωση
1. Όρα και κατά την δεκάτην τετάρτην του Aπριλλίου, όπου γράφεται, ότι ο Άγιος ούτος πηγαίνωντας εις την Pώμην, έμαθε τα περί των Aγίων Aποστόλων Aριστάρχου, Πούδη, και Tροφίμου, και με ρωμαϊκήν, ήτοι λατινικήν γλώσσαν τα έγραψε, και τα αφήκεν εις υπομνήματα. Oυ μόνον δε έγραψε διά τους Aποστόλους τούτους, αλλά και διά πολλούς Aγίους. Προς τούτοις ιστόρησε και διά τους ιερούς Προφήτας. Έγινε γαρ ο Άγιος διά την ευφυΐαν και αγχίνοιάν του φιλομαθής και πολυΐστωρ, ως άλλος ουδείς. Περί του Δωροθέου τούτου γράφει και ο Θεοφύλακτος Bουλγαρίας εις το Mαρτύριον, οπού διηγείται των δεκαπέντε Mαρτύρων των εν Tιβεριουπόλει, ήτοι εν Στρουμμίτζη μαρτυρησάντων, ότι αυτός γέγονε πολύς εν λόγοις και συγγραφεύς ιστορικώτατος των πάλαι, και ότι εν Eδέσση τη πόλει οι της πίστεως εχθροί τω θανάτω παρέδωκαν. Oυκ οίδα δε, ποίον εστιν αληθέστερον, το εν Eδέσση αυτόν αποθανείν, ή το εν Δυσσοπόλει. Nομίζω δε, ότι το εν Δυσσοπόλει.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη των Aγίων δέκα Mαρτύρων των εν Aιγύπτω, Mαρκιανού, Nικάνδρου, Aπόλλωνος, Yπερεχίου, Λεωνίδους, Aρείου, Γοργίου, Σεληνιάδος, Eιρήνης, και Πάμβωνος
Πεινώσι και διψώσιν αθληταίς δέκα,
Tρυφάς Θεός δίδωσι μη πληρουμένας.
Oύτοι οι Άγιοι δέκα Mάρτυρες με το να εφύλαττον την εις Xριστόν πίστιν, και ωμολόγουν τον Xριστόν Θεόν αληθινόν, διά τούτο κατά προσταγήν του άρχοντος της Aιγύπτου, εταλαιπωρήθησαν τόσον πολλά από πείναν, και δίψαν και ψύχραν, ώστε οπού παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και έλαβον παρ’ αυτού τους στεφάνους της αθλήσεως1.
Σημείωση
1. Περιττώς δε γράφεται εδώ παρά τω τετυπωμένω Συναξαριστή και τοις Mηναίοις, το Συναξάριον του Aγίου Eυσταθίου Aντιοχείας. Tούτο γαρ προεγράφη κατά την εικοστήν πρώτην του Φευρουαρίου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Με την ευκαιρία της εορτής της Πεντηκοστής, στην πανηγυρίζουσα ιερά μονή του Αγίου Νικολάου παρά την Ορούντα (η εορτή του Αγίου Πνεύματος αποτελεί την δεύτερη επίσημη πανήγυρη της Μονής), στον μεγάλο ναό του Αγίου Φιλουμένου, θα τελεστούν οι πιο κάτω ιερές ακολουθίες, προϊσταμένου του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.
Σάββατο 7 Ιουνίου, 5:00 μ.μ.: Πανηγυρικός εσπερινός της Πεντηκοστής.
Κυριακή 8 Ιουνίου
6:00 π.μ.: Όρθρος και Θεία Λειτουργία της Πεντηκοστής και ακολούθως ο πανηγυρικός εσπερινός του Αγίου Πνεύματος.
5:30 μ.μ.: Μικρό Απόδειπνο, Κανόνας και Χαιρετισμοί στην Αγία Τριάδα.
Δευτέρα 9 Ιουνίου, 6:00 π.μ.: Όρθρος και Θεία Λειτουργία του Αγίου Πνεύματος.
Όλη η τριήμερος πανήγυρις της Πεντηκοστής, θα τελείται από τούδε και στο εξής στον μεγάλο ναό του Αγίου Φιλουμένου στην Ορούντα, όπου θα προΐσταται ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου.
Πόσο ευτυχισμένοι είμαστε και πόσο πρέπει αυτές τίς μέρες να τίς εκτιμούμε και να τις σεβόμαστε! Πρέπει να σκεφτόμαστε, το βράδυ πού πηγαίνουμε να κοιμηθούμε: «Θα την ξαναβρούμε αυτή τη ζεστασιά, αυτό το ζεστό φαγητό πού τρώμε; Θα ξαναβρούμε αυτά τα καλά πού έχουμε, αυτή την ησυχία;». Δεν ξέρουμε τί ξημερώνει αυτά έρχονται εν ριπή οφθαλμού. Γι’ αυτό αυτές τίς μέρες πρέπει να τις εκτιμούμε και να τις σεβόμαστε.
Λέω, οι Σέρβοι με τόση πίστη και ευλάβεια, τέτοιο μαρτύριο! Αλλά πάλι, λέω, και στην Ιερουσαλήμ στη Μονή Χοζεβά, ήταν χιλιάδες οι Πατέρες πού σφαγιάσθηκαν μέσα στο σπήλαιο οι Χοζεβιτες δεν ήταν άγιοι Πατέρες; Όταν πήγαμε εκεί στο σπήλαιο, βάλαμε χώμα μέσα στο μαντήλι και μάτωσε το μαντήλι ευωδίαζε το χώμα, ένδειξη μαρτυρίου. Το ίδιο και στον Άγιο Θεοδόσιο και στα ρωσικά Μοναστήρια παντού αίματα. Πήγαμε και στο χωριό των Ποιμένων και λέμε, κάτι ευωδιάζει έβγαινε άρρητος ευωδία. Και στον ‘Αγιο Μηνά στη Χίο σφαγιάσθηκαν δεκατέσσερις χιλιάδες την ημέρα του Πάσχα. Τί μαρτύριο ήταν αυτό, δεκατέσσερις χιλιάδες! Γιατί επέτρεψε ο Θεός και τούς αποκεφάλισαν; Δεν ήταν εκείνοι άγιοι Πατέρες; Σύμφωνα με την πίστη μας, θα δώσει και σ’ εμάς ο Θεός.
Η Χάρις του Θεού θα μάς σκεπάση. Να λέμε τους Χαιρετισμούς- «τείχος ει των παρθένων, Θεοτόκε Παρθένε», και τί θα κάνη ο Θεός δεν ξέρουμε. Λέω, πώς πρέπει να είμαστε και στο θέμα τής προσευχής! Όταν εκκλησιαζομαστε, να είμαστε πολυόμματα Χερουβείμ. Εκεί πού στεκόμαστε, εκεί να μένουμε, εκτός εάν υπάρχει σωματική ανάγκη. Τί μεγάλη ευλογία είναι να έχουμε κάθε μέρα Θεία Μυσταγωγία! Πολύ μεγάλη ευλογία είναι αυτή.
Θά έρθη καιρός, πού δεν θα βρίσκουμε ένα αντιδωράκι τόσο δα μικρό και θα λέμε: «Πού είσαι, αντιδωράκι μου, να σέ φάω, πού σέ είχα κάθε μέρα, σε έπαιρνα και σέ έτρωγα με τις χούφτες!». Θά έρθει εποχή πού δεν θα έχουμε ούτε αντίδωρο ούτε αγιασμό να πάρουμε. Τώρα είναι μια μεγάλη ευλογία της Παναγίας μας να έχουμε κάθε μέρα Θεία Λειτουργία. Ξέρετε πόσο μάς φρουρεί;
Μάς έλεγε ένας Γέροντας παλαιότερα ότι, όταν μια αδελφή έχει επάνω της ένα Τετραευάγγελο, φυλάει σαράντα γειτονιές. Σκεφτείτε τώρα να γίνεται κάθε μέρα μία Θυσία του Χριστού, πόση ευλογία έχουμε! Αυτό είναι αφάνταστο’ να κατεβαίνουν κάθε μέρα μύριες μυριάδων Αγγέλων και Αρχαγγέλων, τα πολυόμματα Χερουβείμ, τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, να μάς περικυκλώνουν και να γίνεται η Θεία Μυσταγωγία. Περισσότεροι είναι οι άγιοι Άγγελοι από την αναπνοή μας πού βγαίνει. Σκεφτείτε τί μεγάλο πράγμα είναι να είναι γεμάτη η εκκλησία από αγίους Αγγέλους! Δεν ξέρω, εγώ έτσι το νοιώθω, έτσι το βλέπω και έτσι σάς το λέω. Πολλές φορές σκέφτομαι, τί μεγάλη δωρεά του Θεού είναι αυτό, και ξενυχτώ, δεν με πιάνει ο ύπνος.
Κάθε μέρα Θεία Μυσταγωγία! Να μνημονεύουμε τα ονόματα όλων αυτών των ανθρώπων! Η κάθε ψυχούλα που είναι τόσο πονεμένη και διψασμένη θέλει μια βοήθεια και μια ενισχυση, εκτός από τους κεκοιμημένους που είναι μέσα στην Κόλασή και άλλος είναι μέσα στο πυρ και άλλος στο βρυγμό των οδόντων, πού και αυτοί έχουν ανάγκη να μνημονευθούν.
***
Η συνάντηση της οσίας γερόντισσας Μακρίνας της Πορταριάς και του οσίου Ιερωνύμου της Αιγίνης του Καππαδόκου
Γέροντας Ιερώνυμος της Αίγινας
Μας έστειλε ο Γέροντας Ιωσήφ, ο παππούς, να βρούμε τον π. Ιερώνυμο. Που να τον βρούμε τώρα εμείς τον π. Ιερώνυμο;
Ξεκινήσαμε και πάμε- μπήκαμε μέσα στο πλοίο και ρωτήσαμε μία γυναίκα εκεί πέρα: «Μήπως ξέρετε τον π. Ιερώνυμο που έχει μία Γερόντισσα, που την λένε Ευπραξία;». Μας είπε: «Τον δεύτερο άγιο Νεκτάριο ζητάτε; Δεν φιλοξενεί αυτός, να πάτε στο Μοναστήρι στον άγιο Νεκτάριο, εκεί να κοιμηθήτε και το πρωί να ερωτήσετε τις μοναχές, να σας οδηγήσουν από που θα πάτε». Εμείς ξεκινήσαμε, όπως μας είπε η γυναίκα, πήραμε το αυτοκίνητο και πήγαμε στον άγιο Νεκτάριο. Καθήσαμε το βράδυ εκεί. Το πρωί σηκωθήκαμε και ρωτήσαμε μία μοναχούλα: «Μήπως ξέρετε το Μοναστηράκι του π. Ιερωνύμου που είναι;».
«Είναι πολύ μακριά, θα κοπιάσετε πολύ, δεν θα μπορέσετε να το βρήτε», μας είπε.
Ο Γέροντας Ιερώνυμος είπε το πρωί εκείνο στην Γερόντισσα Ευπραξία:
-Σήμερα θα πας στο Μοναστήρι, στον άγιο Νεκτάριο, να ανάψης τα καντήλια.
-Καλέ Γέροντα (είχε βγάλει ανεμοπύρωμα στο πρόσωπο της) που θα πάω, δεν μπορώ, με πονάει το πρόσωπό μου, που να πάω;
-Κάμνε υπακοή, κάμνε υπακοή και πήγαινε στον άγιο Νεκτάριο, να ανάψης τα καντήλια.
Είχε ενάμισυ χρόνο να πάη στον άγιο Νεκτάριο. Λοιπόν σηκώθηκε η Γερόντισσα Ευπραξία και ήρθε η καημένη στην εκκλησία και άναβε τα καντήλια. Εμείς είδαμε μια γιαγιούλα που άναβε τα καντήλια. Όταν τελείωσε, έφυγε και πήγε στο Μοναστηράκι της αγίας Αικατερίνης. Φύγαμε από τον άγιο Νεκτάριο και λέω στην αδελφή που ήμασταν μαζί: «Δεν πάμε στης αγίας Αικατερίνης το Μοναστήρι; «Ίσως και μας πληροφορήσουν για τον π. Ιερώνυμο». Ξεκινήσαμε λοιπόν και πήγαμε. Μόλις είδα την νεωκόρο εκεί, της είπα:
-Μήπως ξέρετε που είναι το Μοναστηράκι του π. Ιερωνύμου και από που να πάμε; Γιατί δεν ξέρουμε.
-Περιμένετε μια στιγμή να το πω στην Γερόντισσα. Σε λίγο ήρθε και μας πήγε στον ξενώνα.
Πήγαμε μέσα, βλέπουμε μία γιαγιούλα που καθόταν.
-Από είστεν; Μας είπε η γιαγιούλα.
-Από τον Βόλο είμαστε.
-Από τον Βόλο είστε, και τι θέλετε εδώ που ήρθατε;
-Θέλουμε το Μοναστηράκι του π. Ιερωνύμου. Η Γερόντισσα Ευπραξία είναι του π. Αρσενίου αδελφή και μας έστειλε ο παππούς Ιωσήφ να έρθουμε να γνωρίσουμε τον π. Ιερώνυμο και την αδελφή του π. Αρσενίου.
-Τι θέλετε να την γνωρίσετε αυτή;
-Αφού μας είπε ο Γέροντας, θέλουμε να κάνουμε υπακοή και ’μείς να την γνωρίσουμε.
-Αφήστε την αυτήν, τι την θέλετε;
-’Ε, την θέλουμε.
-Εσείς τι είστε, δόκιμες μοναχές; Μας ρώτησε.
-Είμαστε δόκιμες μοναχές.
-Σκάψατε, σκάψατε, βρήκατε το νερό;
-Σκάβουμε, σκάβουμε, θα το βρούμε το νερό, αγωνιζόμαστε να βρούμε τον Χριστό, της απάντησα. Από ’δω μας δοκίμασε, από ’κει μας δοκίμασε, από ’κεί μας έλεγε ένα σωρό, ύστερα τελικά, μας είπε: «εγώ είμαι η Ευπραξία». Τι έγινε εκείνη την ώρα που μας είπε ότι αυτή είναι! «Λοιπόν, ο Γέροντας το προαισθάνθηκε, μας είπε, ότι θα ερχόσαστε, γι’ αυτό έστειλε εμένα στο Μοναστήρι στον άγιο Νεκτάριο». Και συνέχισα: «Πράγματι, αν δεν ερχόσαστε, ήταν αδύνατον να το βρούμε το Μοναστήρι».
Κάτι κατσάβραχα, κάτι δρόμοι, μέχρι να πάμε είδαμε και πάθαμε. Φτάνουμε λοιπόν στον π. Ιερώνυμο. Πηγαίνει ο π. Ιερώνυμος έξω.
-Τι ήρθατε σεις εδώ, τι ήρθατε; Είπε άγρια.
-Ήρθαμε να πάρουμε την ευχούλα σας και να σας γνωρίσουμε κι από κοντά, μας έστειλε ο Γέροντας Ιωσήφ, απάντησα.
-Τι είστε και ποιόν ήρθατε να δήτε;
-Να, την αγιωσύνη σας ήρθαμε να δούμε.
-Άντε στο καλό σας, φύγετε, έξω, έξω σας λέω.
-Εμείς δεν θα φύγουμε, θα καθήσουμε εδώ στα σκαλοπάτια και όποτε σας φωτίσει ο Θεός, θα μας καλέσετε μέσα, να μας πάρετε, να μας δήτε.
-’Έξω σας λένε, βγήτε έξω, έξω από το Μοναστήρι, τι θέλατε και ήρθατε εδώ πέρα, ποιόν να δήτε;
-Την αγιωσύνη σας ήρθαμε να δούμε, του ξαναείπα. Τελικά λοιπόν καθίσαμε εμείς εκεί πέρα- μας έβλεπε η Γερόντισσα Ευπραξία και δεν έβγαζε τσιμουδιά. Πάει μέσα ο Γέροντας και προσευχόταν, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Μετά βγήκε και μας φώναξε: «Ελάτε, καλόγριες, ελάτε μέσα». Πάμε μέσα, καθίσαμε. «Βάλτε τους να φάνε», είπε στην Γερόντισσα. Μας έδωσε μπακαλιάρο βραστό, λεμόνια, ψωμί, έτρεξε να μας φιλοξενήση. Υστερα μας φώναξε στο κελλί. Πάμε στο κελλί σηκώνει τα χεράκια του επάνω και αρχίζει: «Κύριε, εκέκραξα, εισάκουσόν μου», «Κύριε, δος μου μετάνοιας δάκρυα, δος μετάνοιας πόθον, δος μου μετάνοιας έρωτα, δος μου μετάνοιας χάριν». Λόγια που είπε στον Χριστό! Και τα χεράκια του σηκωμένα, έτσι.
Εκείνη την ώρα λοιπόν αισθανθήκαμε μια ευωδία ξέχειλη από κοντά του, δεν μπορούσαμε να σταθούμε από τα δάκρυα, από τον κλαυθμό. Εκεί που δεν μας ήθελε, μας έκανε αυτοσχέδιο προσευχή και μας συμβούλεψε πνευματικά. Μας είπε: «Πολλή Αγάπη είχα σε σας και ήθελα να σας γνωρίσω από το ’41-’42, αλλά δεν ήταν θέλημα Θεού. Όταν ήθελα να κάνω Μοναστήρι, άκουσα φωνή: Εσύ στην Αίγινα θα κάνης Μοναστήρι και όχι εδώ πέρα στο Πήλιο”». Η Γερόντισσα Ευπραξία ερχόταν στον άγιο Απόστολο τον Νέο, εκεί που εκκλησιαζόμασταν, κοινωνούσε και δεν την βλέπαμε, τρία χρόνια γινόταν αυτό. Επί τρία χρόνια εκκλησιαζόταν, κοινωνούσε στον άγιο Απόστολο τον Νέο και δεν είχε παρουσιαστή με τον κόσμο. Εγώ σας έβλεπα, μας είπε, αλλά εσείς δεν με βλέπατε. Μετά ο Γέροντας μας είπε: «Κοιτάξτε, όταν βαδίζετε, τον κόσμο θα τον βλέπετε σαν δένδρα. Εγώ όταν βαδίζω, τους ανθρώπους τους βλέπω σαν δένδρα και ο λογισμός μου είναι καθαρός, δεν έχει μέσα ακαθαρσία, τίποτε. Να πηγαίνετε όλο από τα στενά και όχι από τους μεγάλους δρόμους, να ακολουθήτε την στενή και την τεθλιμμένη οδό». Ήρθε η ώρα να φύγουμε. Να μας ξεπροβοδίζη και να μη μας αφήνη να φύγουμε από την πολλή Αγάπη και την πνευματική ένωσι. Μας σταύρωνε, μας σταύρωνε… Μείναμε το βράδυ εκεί πέρα, σ’ ένα μικρό καμαράκι, αυτό είχε η Γερόντισσα, τίποτε άλλο. Είχε ένα κρεββατάκι ισα-ισα που καθόμαστε, όχι να ξαπλώσουμε τα πόδια μας, και καθίσαμε και οι τρεις και κάναμε άγρυπνία όλη νύχτα, δεν είχε άλλο μέρος να κοιμηθούμε. Σηκωθήκαμε το πρωί και δεν ήξερε τι να μας δώση ο Γέροντας.
Του πηγαίνανε κάτι πετσετούλες και μαντηλάκια, πιάνει και μας τα δίνει για ευλογία, να τα έχουμε να τον θυμώμαστε. Μας έλεγαν οι ντόπιοι ότι ο π. Ιερώνυμος πήγαινε και ζητούσε ψάρια από τους ψαράδες: «Εσύ, σήμερα βλαστήμησες, ψάρια δεν θα πάρω, ευλογία δεν θα έχης’ ευλόγησον, συγχώρεσέ με». Πήγαινε στον άλλο: «Εσύ σήμερα δεν είπες τίποτε, θα πάρω ψάρια, δος μου δύο κιλά ψάρια». Πήγαινε στον άλλο, τα μάζευε τα ψάρια στο καλάθι του, ειδοποιούσε τις φτωχές, τις χήρες, τα ορφανά κλπ. και έδινε τα ψάρια. Κάθε μέρα γινόταν αυτό και μόλις τον έβλεπαν οι ψαράδες, τον φώναζαν: «Έλα, π. Ιερώνυμε, να σου δώσω ψαράκια». Και όταν έφευγε, είχαν πολλή ευλογία στο μαγαζί τους. Πολλή Χάρι είχε.
Θα σας πω και αυτό, εις δόξαν Χριστού: Είχαμε πάει στην Λειτουργία μια Κυριακή- εκείνη την ημερα αισθανθήκαμε τέτοια ευωδία και βλέπαμε τα ράσα μας άσπρα, σαν να μας κοσκίνιζε κανείς από πάνω ζάχαρι άχνη, με άρωμα βανίλια και, αφού τελείωσε η Λειτουργία, ύστερα έφυγε αυτό το ουράνιο πράγμα. Ξαναπήγα, νόμιζα ότι θα το ξανααισθανόμουν. Είπα στην Γερόντισσα Ευπραξία: «Πες να πάω από μία άκρη να κοιτάξω στο Ιερό μέσα, να ’δω πως προσεύχεται». Με παίρνει λοιπόν, με βάζει σε μία ακρούλα και κάθησα. Θρήνος γινόταν… Ο π. Ιερώνυμος λοιπόν λίγο καιρό μετά τη χειροτονία του είδε τον Χριστό ως βρέφος στην ‘Αγία Τράπεζα, να του λέη: «Σφάξε με και να με διαμελίσης»- και ο π. Ιερώνυμος απαντούσε: «Πως να διαμελίσω τον Δεσπότη Χριστό;».
Έκτοτε σταμάτησε να λειτουργή. Όταν βρέθηκε στο νοσοκομείο της Αιγίνης, βοήθησε πολύ κόσμο. Ήξερε όλα τα βότανα, σαν βοτανολόγος, τέτοια σοφία είχε- έβγαινε έξω, μάζευε βότανα κι έλεγε, για εκείνη την ασθένεια κάνει αυτό και αυτό. Με αυτά έκανε φάρμακα, αλοιφές και γινόταν ο κόσμος καλά. Ο π. Ιερώνυμος διόρθωνε ρολόγια και μια μέρα πήγε να ανοίξη μια οβίδα, του την είχε άφήσει ένας Γερμανός, που του θεράπευσε το πόδι. Σκάει λοιπόν η οβίδα, του κόβει το χέρι και έσπασαν τα τύμπανα στα αυτιά του. Μετά τον πήγανε σε νοσοκομείο στην Αθήνα Για τον λόγο αυτό στο εκκλησάκι του Γέροντος Ιερωνύμου λειτουργούσε συνήθως κάποιος π. Νικόλαος, κατά την διήγησι της Γερόντισσας.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και είδε την αγία Παρασκευή και τους θαυματουργούς αγίους Αναργύρους που του είπαν: «»Ας σου σπάσανε τα τύμπανα, εσύ θα ακούς». Στην Θεία Λειτουργία χωνόταν κάτω από την Αγία Τράπεζα και από τότε που άρχιζε μέχρι να τελειώση η Λειτουργία, έκλαιγε. Πολύ άγιος άνθρωπος. Μας έλεγε η Γερόντισσα ότιαποβραδίς που άρχιζε την προσευχή του μέχρι που τελείωνε το πρωί, τα χέρια τα είχε σηκωμένα- του τα κατέβαζε η Γερόντισσα. Τέτοια προσευχή είχε! Ήταν μία πνευματική φυσιογνωμία πάρα πολύ σπουδαία. Είχε η Γερόντισσα πολλά να πη, αλλά δεν τα γράψανε, θα τον δοξάση ο Θεός στον ουρανό.
***
Η επίσκεψις της Γερόντισσας Μακρίνας της Πορταριάς στον άγιο Ιάκωβο Τσαλίκη της Ευβοίας
Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης και μακαριστή οσία Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς
Η Γερόντισσα έτρεφε, επίσης, ιδιαίτερη ευλάβεια προς τον μακαριστό Γέροντα π. Ιάκωβο Τσαλίκη (1920-1991), τον οποίο επισκέφθηκε στην Ιερά Μονή του οσίου Δαυίδ στην Λίμνη Ευβοίας το 1988 και το 1990, συνοδευομένη από μοναχές και λαϊκούς. Κατά την πρώτη επίσκεψι ο μακαριστός Γέρων ήταν πολύ άρρωστος, καθώς εκτός των άλλων ασθενειών τον ταλαιπωρούσε και ίλιγγος, και δεν κατέβηκε εκείνη την ημέρα στην Θεία Λειτουργία. Οι πατέρες της Μονής μας διαβεβαίωναν ότι ήταν αδύνατο να μας ιδή.
Η Γερόντισσά μας με ακράδαντη πίστι και παρρησία μας έλεγε: «Κάντε κομποσχοινάκι, θα βγή ο Γέροντας να μας δώση την ευχή του». Όταν τελικώς ο μετέπειτα ηγούμενος της Μονής και νύν μακαριστός Γέρων π. Κύριλλος του είπε ότι τον ανέμενε η Γερόντισσα Μακρίνα με την συνοδία της, με κόπο αλλά και με μεγάλη χαρά, ο Γέρων Ιάκωβος κατέβηκε, μας καλωσώρισε και μας νουθετούσε επί πολλή ώρα όρθιος. Κάποια στιγμή απευθυνόμενος προς τους λαϊκούς ο Γέρων είπε χαρακτηριστικώς: «Εγώ, αν ήμουν στην θέσι σας, θα πήγαινα με τα πόδια κάθε πρωί στο Μοναστήρι να πάρω την ευχή της Γερόντισσας Μακρίνας και μετά θα πήγαινα στην δουλειά μου». Τέλος, κατευοδώνοντάς μας μέχρι την εξώπορτα, και ενώ εμείς ανεβήκαμε στο λεωφορείο για να φύγουμε, έψαλε: «Εκάθισεν Αδάμ απέναντι του Παραδείσου…».
Κατά την δεύτερη επίσκεψί μας στην Ιερά Μονή του οσίου Δαυίδ το καλοκαίρι του 1990, ο Γέρων Ιάκωβος μας υποδέχθηκε με έκδηλο τον σεβασμό του προς την Γερόντισσα λέγοντας: «Η Γερόντισσα Μακρίνα δεν είναι μόνο δική σας Μητέρα είναι και δική μας Μητέρα και Μητέρα όλης της Εκκλησίας. Αν ήμουν στον Βόλο θα πήγαινα κάθε πρωί και θα της φιλούσα το χέρι, τόσο σεβασμό και ευλάβεια έχω στην Γερόντισσα Μακρίνα. Και κάθε πρωί που λειτουργούμε βγάζουμε μερίδα διά την Γερόντισσα Μακρίνα και τις αδελφές. Και αυτήν την μερίδα την παίρνει Άγγελος Κυρίου -τα πιστεύουμε αυτά!- και την πάει στον θρόνο του Θεού. Και προσευχόμεθα για τις ψυχές των ανθρώπων, για την Γερόντισσα Μακρίνα, τις μοναχές, για όλους τους ανθρώπους, για υγιείς, για πονεμένους και για τους αμαρτωλούς. Και Εκείνος, λοιπόν, δίδει την ευλογία Του». Στην Γερόντισσα ο π. Ιάκωβος ευχήθηκε ιδιαιτέρως: «Να σας δίνη υγεία, όσο θέλει ο Θεός, μέχρι να τελειώση η προθεσμία. Εύχομαι καλόν Παράδεισο. Να συγκαταριθμηθής, Γερόντισσά μου, με την ιερά αδελφότητά σας μετά των φρονίμων Παρθένων». Ο Γέρων Ιάκωβος συνωμίλησε για αρκετή ώρα μαζί της για θαυμαστές πνευματικές του εμπειρίες και καταστάσεις της Θείας Χάριτος και όταν οι αδελφές φεύγοντας ζήτησαν την ευλογία του, εκείνος τις ευλόγησε με ένα Σταυρό, που του είχε στείλει κάποτε η Γερόντισσα ως δώρο.
***
Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης: «Ήταν παιδιά μου, με συγχωρείτε, μία Γερόντισσα, απ’ την Πορταριά αν έχετε υπόψη σας, απ’ το Μοναστήρι της Πορταριάς. Κι η Γερόντισσα αυτή πριν ένα χρόνο είχε πάει στο Λονδίνο, για να κάνει μια σοβαρή εγχείρηση, ξέρει ο κύριος γιατρός εδώ. Πρώτα όμως έγραψε γράμμα στον Άγιο στο Μοναστήρι, και κάναμε παράκληση και Θεία Λειτουργία.
Και, ω του θαύματος! Η γυναίκα αυτή είχε κάτι που της κάνανε εγχείρηση αλλά δεν είχε αυτό που έπρεπε να έχει, το σοβαρό. Είχε, με συγχωρείτε, κάτι, δύο όγκους είχε η γυναίκα στο σώμα της χαμηλά. Πέρασαν όμως πρώτα από τον Άγιο. Και λέει τώρα η Γερόντισσα αυτή:
– Πάτερ μου, πιστεύω στον Όσιο Δαυίδ και στις ευχές σας Γέροντα. Πάτερ μου, λέει να κάνεις εσύ προσευχή και δεν θα’ χω τίποτα. Αν πεθάνω όμως, πάτερ μου, να μου κάνεις αυτά τα διατεταγμένα, λέει, αυτά τα ονόματα και το σαρανταλείτουργο και εγώ, ότι έχω να σας προσφέρω.
– Γερόντισσά μου, εγώ δε θέλω τίποτα, μου αρκεί η πίστη σας και η ευσέβειά σας, της λέω.
– Χριστέ μου, Παναγία μου και Όσιε μου Δαυίδ, προτού την δει ο χειρούργος, πήγαινε εσύ κάντην μία, με συγχωρείτε, μία τομή εκεί πέρα με το χέρι σου, πάρε αυτά τα ογκίδια και δώσε της την υγεία της.
Και ω του θαύματος, αυτό έγινε! Φύγανε, μαζί με το γιατρό τον κ. Νίκο, πήγαν στη Θεσσαλονίκη και η Γερόντισσα η Μακρίνα δεν είχε τίποτα. Και μάλιστα έγινε τελείως καλά!»
Από το νέο βιβλίο της Ιεράς Μονής Οσίου Δαυίδ: «Ένας σύγχρονος Άγιος ~ Ο Όσιος Ιάκωβος (Τσαλίκης)»
***
Ο άγιος Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης και η Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς
ΟΓέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης ….προσευχήθηκε θερμώς υπέρ αυτής και έλαβε «πληροφορία» ότιη Γερόντισσα Μακρίνα ευρίσκεται σε πολύ υψηλά πνευματικά μέτρα, όπως ο μακαριστός Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής.
Κάποια άλλη φορά, ο Γέρων Εφραίμ ο Κατουνακιώτης είδε, εν ώρα προσευχής υπέρ της αδελφότητός μας, δύο φωτεινές στήλες επάνω από το Μοναστήρι· έβλεπε με πνευματικό τρόπο την προσευχή της Γερόντισσάς μας Μακρίνας και της μακαριστής Γερόντισσας Θεοφανούς, μητρός του Γέροντός μας. Τον Ιούλιο του 1990, κάποιος προσκυνητής του Αγίου Όρους ήλθε στο Μοναστήρι μας, για να συνομιλήση με την Γερόντισσα. Η Γερόντισσα μαθαίνοντας ότι σκεπτόταν να επισκεφθή τον Γέροντα Εφραίμ στα Κατουνάκια, του έστειλε ως μικρό δώρο λίγους ξηρούς καρπούς. Όταν ο Γέρων τους έλαβε, εκδήλωσε την μεγάλη του χαρά με ένα διάπλατο χαμόγελο, λέγοντας στον προσκυνητή: «Ένα άρωμα, παιδί μου, αυτή η Γερόντισσα!», αναφερόμενος στην καθαρότητα της καρδίας της. Πηγή: Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου (1921-1995), Λόγια Καρδιάς», έκδοση της Ι.Μ. Παναγίας Οδηγήτριας Πορταριάς Βόλου.
***
Όταν ο Γέροντας Εφραίμ, ο Φιλοθεΐτης επισκέφθηκε τα Κατουνάκια, μίλησε στον Γέροντα για την Γερόντισσα Μακρίνα, εκθειάζοντας τις αρετές της. Τότε ο Γέροντας του λέει χαμογελώντας: Δεν χρειαζόμαστε τις δικές σας συστάσεις. Έχουμε και εμείς λίγη προσευχή. Θα σου πω εγώ ποια είναι η Γερόντισσα Μακρίνα. Όταν ο Γέροντας πληροφορήθηκε τα σχετικά με την Γερόντισσα, θαύμασε την καθαρότητά της, την νήψη της ψυχής της, το χάρισμα της αδιάλειπτης προσευχής, την ελεήμονα καρδιά της, την ιδιαίτερη σχέση της με την Παναγία: Έμεινα εκστατικός, συνέχισε ο Γέροντας, και είπα. Πω, πω, τι είναι αυτή η Γερόντισσα! Φωτια!
***
«Μετά την κοίμησι του Γέροντος Ιωσήφ, ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, πολλές φορές τα βράδυα στην αγρυπνία του έβλεπε με τους νοερούς του οφθαλμούς, δύο στύλους πυρός πάνω από τον Βόλο, να υψώνονται από την γη στον ουρανό.
Επρόκειτο για την ήδη μακαριστή Γερόντισσα Μακρίνα και μία από τις χαριτωμένες [=γεμάτες θεία χάρη, δηλ. την αγαθή ενέργεια του Θεού] μοναχές της. Και έλεγε ο παπα-Εφραίμ χαρούμενος: «Βρε-βρε! Για κοίτα! Εμείς στα βράχια τόσο κοπιάζουμε, για να βρούμε λίγα ψίχουλα [θείας χάρης], και αυτές στον κόσμο τόση Χάρι! Τι κάνουν αυτές εκεί πέρα!»
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γέροντος Εφραίμ: Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης (1897-1959).
***
Να κυνηγάς πολύ την «ευχή», σαν αυτούς που ψάχνουν να βρουν ένα μαργαριτάρι. Χωρίς «ευχή», δεν έχει Χριστό στην καρδιά. Αυτή θα σε μάθει να αγαπάς τον Χριστό. Όποιος κυνηγάει την «ευχή» σαν το χρυσάφι και εκμεταλλεύεται και το λεπτό όλα τα υπερπηδά, τα δέχεται και τα υπομένει. Τότε ο Θεός και η Παναγία τον σκεπάζουν…
***
Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς
«Μου φάνηκε ότι η Αγία Ανάσταση ήρθε μέσα στην καρδιά μου και την κατάπια»
Η μακαριστή Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς
Θα σας πω κάτι που μου συνέβη τότε στην πείνα, στην Κατοχή. Είχα ένα χρέος, που έπρεπε να το δώσω. Είχα εντολή να το εξοφλήσω μέχρι το Πάσχα. Και έκανα μεγάλη οικονομία, για να κλείσω το χρέος. Έτρωγα όλη την Μεγάλη Εβδομάδα λίγο ψωμάκι, πενήντα δράμια ψωμί, που και αυτό ακόμη δεν μπορούσα να το αγοράσω- έβρεχα το ψωμί μου μέσα στο νερό και το έτρωγα, δεν είχα τίποτε άλλο. Θέλω να σας πω, τι κάνει ο Θεός στην στέρησι, στην ανέχεια την μεγάλη και πως βοηθάει. Όχι ότι είχα άξια, αλλά με γλύκανε, για να μου δείξη πόσο δυνατός είναι και πόσο πρέπει να Τον λατρεύουμε.
Ήλθε το Μέγα Σάββατο και πήγα στις οκτώ το βράδυ στην εκκλησία, γιατί ο πνευματικός μας διάβαζε νωρίς τις Πράξεις των Αποστόλων. Όπως γίνεται στο Άγιον Όρος. Και κάθησα σε μία γωνιά και τραβούσα κομποσχοινάκι. Όλοι κρατούσαν λαμπάδες, εγώ δεν είχα τίποτε, ούτε ένα κεράκι, τίποτε. Τώρα πως να πήγαινα στο «Δεύτε λάβετε φως», δεν είχα κερί. Είπα με το νου μου: «Αφού θέλεις, Χριστέ μου, να μη έχω μία λαμπαδούλα να πάρω το άγιο Φως, νάναι εύλογημένο το θέλημά Σου».
Έλεγα λόγια στον Χριστό, παράπονα, έλεγα τον πόνο μου. Θυμήθηκα τους άσκητάδες και σκεφτόμουν: «Πως οι ασκητάδες στην έρημο δεν έχουν ψωμάκι, δεν έχουν φαγάκι και κείνους ο Θεός τους φροντίζει, τι στενοχωριέμαι; Και μένα ο Θεός θα με φροντίση.
Άμα θελήση ο Θεός, θα στείλη ανθρώπους να μου φέρουν και μένα κάτι, θα φωτίση να μου φέρουν και μία λαμπαδούλα». Είδα λοιπόν μία γυναίκα να έρχεται και να μου λέη:
-Δεν έχεις λαμπάδα;
-Όχι δεν έχω, της απάντησα.
-Τέτοια μέρα, δεν έχεις λαμπάδα, αναστάσιμη μέρα να μη έχης λαμπάδα; Απόρησε η γυναίκα.
-Άμα θέλης, φέρε μου απ’ το παγκάρι μία λαμπάδα και ’γω θα σου τα δώσω τα χρήματα. Τώρα δεν έχω, την άλλη βδομάδα θα σ’ τα δώσω, της είπα.
-Σώπα, παιδάκι μου, που θα μου την πληρώσης, θα σου πάρω εγώ μία λαμπαδούλα.
Πήγε και μου έφερε μία λαμπαδούλα και με έπιασε το παράπονο. Συλλογιζόμουν: «Ας πάω με τους ερημίτες, θα συνεορτάσω εκεί πέρα που είναι μακριά οι εκκλησίες τους, που δεν έχουν κανένα να τους πάη τίποτε».
Τότε είχε τυπικό ο πνευματικός μας μετά την Ανάσταση, μόλις μπαίναμε μέσα, να προσκυνάμε την εικόνα της Αναστάσεως. Μόλις προσκύνησα μου φάνηκε ότι η Αγία Ανάσταση ήρθε μέσα στην καρδιά μου και την κατάπια και άκουσα μια φωνή, σαν να είχαν ανοίξει όλα τα ραδιόφωνα του κόσμου, που έλεγε: «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος». Άκουγα μέσα μου το πασχαλινό Ευαγγέλιο, χωρίς να το λέη ο παπάς, και λιποθύμησα- δεν κατάλαβα τίποτε, ούτε πως με σήκωσαν, τίποτε. Όταν συνήλθα, αυτός ο λόγος ήταν μέσα στα αυτιά μου και μέσα στην καρδιά μου’ και μου ήρθε ένας χορτασμός, σαν να είχα φάει τα αυγά, τα τυριά, τα κρέατα όλου του κόσμου και αισθανόμουν σαν να μη βρισκόμουν στην εκκλησία. Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν λιποθυμισμένη- πήγαν να με συνεφέρουν, αλλά εμένα αυτά τα λόγια είχαν τυπωθή μέσα στην ψυχή μου. Άκουγα αυτή την ωραία φωνή σ’ όλη την Πασχαλινή Ακολουθία και αυτά τα λόγια μου φέρνανε ένα χορτασμό.
Πως τρως κατά κόρον και δεν μπορείς να σταθής, έτσι ακριβώς αισθανόμουν και υστέρα μου ήρθε ο λογισμός: «να, και οι Πατέρες στην έρημο που δεν τρώνε, που δεν γεύονται τίποτε, αυτόν τον χορτασμό αισθάνονται». Έτσι μια φωνή μου το- λεγε αυτό το πράγμα και δεν μπορώ να σας περιγράφω, τι άρρητα ρήματα γλύκαιναν μέσα την ψυχή μου και αισθανόμουν άρρητη ευωδία και άρρητη γεύση, σαν να είχα φάει του κόσμου τα μέλια, του κόσμου τα γλυκά. Και ενώ την Μεγάλη Εβδομάδα είχα εξαντληθεί από την αφαγιά και την στέρησι, μετά έλαβα δυνάμεις. Πως αισθάνεται ένας πολύ δυνατός άνθρωπος;
Ύστερα λοιπόν έλαβα ισχυρές δυνάμεις και την ώρα που μου είπε ο πνευματικός μου «Χριστός Ανέστη!» ήρθε και απλώθηκε πιο πολύ αυτός ο πλούτος μέσα στην ψυχή μου. Όταν κοινώνησα συμπληρώθηκε αυτός ο κορεσμός και ούτε να φάω ούτε να πιω ήθελα. Και παίρνω ένα δρόμο και πηγαίνω στο σπίτι, για να μη χάσω αυτό το μεγαλείο. Πήγα σπίτι. Δεν ήθελα να φάω, μα τίποτε, τίποτε. Ούτε νεράκι ούτε ψωμί, τίποτε δεν ήθελα. Με φώναξε η εξαδέλφη μου, που ήταν απέναντι από το σπίτι μου, να πάω να φάω πατσά. Εγώ που να πω ότι είχα «φάει»; Δεν είπα τίποτε. Πήγα να φάω, ούτε η πρώτη κουταλιά δεν κατέβαινε. Το μεσημέρι με είχε καλέσει για φαγητό η κουμπάρα μου, που της είχα βαπτίσει δυο παιδάκια. ‘Ηταν πολύ πλούσια αυτή.
Μέχρι το μεσημέρι δεν είχα φάει τίποτε και σκεφτόμουν «πως θα πάω σ’ αυτό το σπίτι τώρα;». Ήταν πνευματικός κόσμος και ντρεπόμουν, γιατί θα με ρωτούσαν το ένα, το άλλο, και δεν ήθελα να καταλάβουν την πνευματική αυτή κατάστασι που μου έδωσε ο Θεός.
Λέω λοιπόν: «Τι κάνει ο Θεός! Αισθανόμουν την μεγαλωσύνη του Θεού και θαύμαζα πόσο πλουτίζη τον άνθρωπο!». Γι’ αυτό είναι αλήθεια που λέει στο Ευαγγέλιο ότι δεν ζουν οι άνθρωποι μόνο με την τροφή, αλλά και με την Χάρι του Θεού. Εις δόξαν Χριστού σας το λέω, αισθάνθηκα την Χάρι του Χριστού λόγω της πείνας και της κακομοιριάς που είχα και της στερήσεως. Μου έδωσε να καταλάβω ο Θεός, τι δίνει στην στέρησι επάνω. Η εγκράτεια και η προσευχή πόσο καλό κάνουν στον άνθρωπο! Όταν αφήση κανείς τον εαυτό του στον Θεό ολοκληρωτικώς, ο Θεός τον ταΐζει, ο Θεός τον ποτίζει, γεύεται τον Θεό– και όλα αυτά τα μεγαλεία τα αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου, τα δίνει δωρεάν ο Θεός.
Δεν μας στερεί τίποτε. Εμείς δεν πλησιάζουμε τον Χριστό μας, για να μας δώση αυτό το ουράνιο μεγαλείο, να το γευώμαστε, να το σκεφτώμαστε, να Τον αγαπάμε. Εκείνος μας καλεί συνέχεια, να μας δώση το ένα, να μας δώση το άλλο, ό,τι έχει να μας τα χαρίση. Άμα δούμε τι μας έχει ετοιμάσει στον ουρανό, θα φρίξουμε. Δεν μπορεί να τα συλλάβη η διάνοια του ανθρώπου τα κάλλη του Παραδείσου. Είναι τρομερά, είναι φοβερά, τόσο όμορφα είναι και τόση αγαλλίαση αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου! Θέλει νάχουμε αγάπη, να αγαπήσουμε τον Θεό. Αν τον αγαπήσουμε, θα μας τα δώση όλα δωρεάν. Μόνο να δώσουμε την καρδιά μας σ’ Εκείνον.
Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου (1921-1995), Λόγια Καρδιάς, Μέρος 1ο, Κεφ. 1ο, §4, σελ. 44–45· Μέρος 2ο, Λόγος 35ος, σελ. 333–337, Έκδοση Ιεράς Μονής Παναγίας Οδηγήτριας, Πορταριά Βόλου, 2012.
***
Οσιακή κοίμηση
Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης και Γερόντισσα Μακρίνα
Όταν πλησίαζε η συμπλήρωσι των επτά ετών από την εγχείρησι της Γερόντισσας, ενθυμουμένη τον λόγο του Αγγέλου της ψυχής, άρχισε να λέη ότι πλησίαζε ο καιρός της εκδημίας της. Σε μία από τις συνάξεις μας ανέφερε ότι είδε την μακαριστή Γερόντισσα Ταξιαρχία να την πλησιάζη για να την πάρη. Στην ερώτησί μας αν την πλησίαζε με γρήγορο ή αργό βηματισμό απάντησε, «με γρήγορο». Σε μία άλλη σύναξι μας είπε ότι είδε να την συνοδεύη κάπου ένας νεανίας. Καθώς βάδιζαν συνάντησαν ένα κανδηλάκι που τρεμόσβηνε και τελείωνε το λαδάκι του. Η Γερόντισσα έσπευσε να συμπληρώση το λάδι και να το ανάψη, αλλά ο συνοδός της την εμπόδισε λέγοντας ότι «τελειώνει» το λάδι του και πληροφορώντας την ότι εννοούσε το λαδάκι του κανδηλιού της ζωής της.
Παλαιά επιθυμία της Γερόντισσάς μας ήταν να αξιωθή να προσκυνήση την Τιμία Ζώνη της Παναγίας. Όταν πληροφορήθηκε την έξοδο της Τίμιας Ζώνης από την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους εξέφρασε την επιθυμία της να την προσκυνήση. Η Τιμία Ζώνη αφίχθη στο Μοναστήρι, όπου της επιφυλάχθηκε η προσήκουσα υποδοχή. Η Γερόντισσα με έκδηλη την συγκίνησί της και με πολλή ευλάβεια και κατάνυξι μετέφερε στα χέρια της το ιερό κειμήλιο στο Καθολικό της Μονής, στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το προσκύνησε και είπε: «Τώρα που ήρθε η Τιμία Ζώνη, θα φύγω». Μετά από δεκαπέντε ημέρες εκοιμήθη οσιακώς.
Η Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς, εκοιμήθη εν οσιότητι, την Κυριακή των Αγίων Πατέρων, 4 Ιουνίου 1995. Στην είδησι της εκδημίας της ο Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης, ο οποίος ήταν στην Αμερική, εξέφρασε με πεποίθησι ότι «η Γερόντισσα ανεβαίνει ολόλαμπρη και ανεμπόδιστη από τα τελώνια στον θρόνο του Χριστού».