Διηγείται ο μητροπολίτης Μόρφου της Κύπρου Νεόφυτος:
«Ένα πολύ σημαντικό περιστατικό, που θυμούμαι από τον γέροντα Ευμένιο, είναι μία προσευχή του έκανε: “Κύριε Ιησού Χριστέ, θέλω να σώσεις όλους τους ανθρώπους”.”Κι εχάρη ο Θεός”, μου έλεγε.
“Και μετά είπα: “Κύριε Ιησού Χριστέ, θέλω να σώσεις όλους τους καθολικούς. Και όλους τους προτεστάντες, Χριστέ μου, θέλω να σώσεις”. Κι εχάρη ο Θεός.
“Θέλω να σώσεις και τους μουσουλμάνους και όσους ανήκουν σε όλες τις θρησκείες, και τους αθέους ακόμα θέλω να σώσεις”. Κι εχάρη πολύ ο Θεός.
Και του είπα: “Χριστέ μου, θέλω να σώσεις όλους τους απ’ αιώνες κεκοιμημένους από Αδάμ μέχρι τώρα”. Κι εχάρη ο Θεός πολύ.
Και είπα: “Θεέ μου, θέλω να σώσεις και τον Ιούδα”. Και στο τέλος είπα: “Θέλω να σώσεις και τον διάβολο”. Κι ελυπήθη ο Θεός”.
Του λέω: “Γιατί λυπήθηκε ο Θεός;”. “Διότι θέλει ο Θεός και δεν θέλουν αυτοί” μου απάντησε, “δεν υπάρχει ίχνος καλής θελήσεως σωτηρίας στον διάβολο”.
“Καλά” του είπα, “πώς κατάλαβες εσύ πότε ο Θεός χαιρόταν και πότε ελυπήθη;”. Και μου λέει: “Άμα η καρδιά σου γίνει ένα με την καρδία του Χριστού, αισθάνεσαι αυτά που αισθάνεται”.
Δηλαδή αντιλαμβάνεσαι τι εύρος είχεν η καρδία αυτού του ανθρώπου; Αυτό είναι από τα πιο δυνατά που έχω ακούσει και δεν το έχω ακούσει από κανέναν άλλον. Κι αυτό το καταλάβαινε από την ένταση της Χάριτος. Ανάλογα με τον βαθμό της Χάριτος αντιλαμβανόταν την λύπη ή την χαρά Του, σ’ αυτό που ο ίδιος έλεγε ή έκανε».
– Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί (πλην των Αγίων) μπορούν να προσεύχονται;
– Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια , αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρίσκονται στον Άδη μόνο ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά για να μετανοήσουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περιμένουν από εμάς βοήθεια. Γι’ αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.
Μου λέει ο λογισμός ότι μόνο το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση, και, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια, αλλά και δεν δέχονται βοήθεια! Γιατί, τι να τους κάνει ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει και τον πατέρα του. Ε, τι να το κάνει αυτό ο πατέρας του; Οι άλλοι όμως οι υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες. Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών.
Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μία ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνει η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σε αυτή τη ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήσει και να βοηθήσει έναν υπόδικο, έτσι κι αν είναι κανείς φίλος με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήσει στο Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρει τους υπόδικους από την μία φυλακή σε άλλη καλύτερη, από το ένα κρατητήριο σε ένα άλλο καλύτερο.
Ή ακόμα μπορεί να τους μεταφέρει και σε ένα δωμάτιο ή σε διαμέρισμα.
Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κλπ που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για τη ψυχή τους. Οι προσευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνημόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνει η τελική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχει δυνατότητα να βοηθηθούν….
…Ο Θεός θέλει να βοηθήσει τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για τη σωτηρία τους, αλλά δεν το κάνει, γιατί έχει αρχοντιά. Δεν θέλει να δώσει δικαίωμα στο διάβολο να πει: Πως τον σώζεις αυτόν, ενώ δεν κοπίασε; Όταν εμείς προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους, Του δίνουμε το δικαίωμα να επεμβαίνει. Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός όταν προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.
Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγόρος για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν τη δυνατότητα και από την κόλαση να βγάλουν τη ψυχή. Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβα για τους κεκοιμημένους. Έχει νόημα το σιτάρι: Σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία (Α’ Κορινθ, κεφ 15, εδ 42) (δηλαδή συμβολίζει το θάνατο και την ανάσταση του ανθρώπου), λέει η Γραφή…
– Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή;
– Εμ , όταν μπαίνει κάποιος στη φυλακή, στην αρχή δεν δυσκολεύεται πιο πολύ; Να κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, για να κάνει κάτι και γι’ αυτούς ο Θεός. Ιδίως, όταν ξέρουμε ότι κάποιος ήταν σκληρός, γιατί μπορεί να νομίζουμε ότι ήταν σκληρός, αλλά στη πραγματικότητα να μην ήταν – και είχε αμαρτωλή ζωή, τότε να κάνουμε πολλή προσευχή, Θείες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα για τη ψυχή του και να δίνουμε ελεημοσύνη σε φτωχούς για τη σωτηρία της ψυχής του, για να ευχηθούν οι φτωχοί “να αγιάσουν τα κόκκαλά του”, ώστε να καμθεί ο Θεός και να τον ελεήσει. Έτσι ότι δεν έκανε εκείνος, το κάνουμε εμείς γι’ αυτόν. Ενώ ένας άνθρωπος που είχε καλωσύνη, ακόμα και αν η ζωή του δεν ήταν καλή, επειδή είχε καλή διάθεση, με λίγη προσευχή πολύ βοηθιέται.
Έχω υπόψη μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με την προσευχή πνευματικών ανθρώπων. Κάποιος ήρθε στο Καλύβι και μου είπε με κλάματα: Γέροντα, δεν έκανα προσευχή για κάποιο γνωστό μου κεκοιμημένο και μου παρουσιάστηκε στον ύπνο μου. Είκοσι μέρες, μου είπε, έχεις να με βοηθήσεις, με ξέχασες και υποφέρω! Πράγματι, μου λέει (ο προσκηνυτής) εδώ και 20 μέρες είχα ξεχαστεί με διάφορες μέριμνες και ούτε για τον εαυτό μου δεν προσευχόμουν.
– Όταν, Γέροντα, πεθάνει κάποιος και μας ζητήσουν να προσευχηθούμε γι’ αυτόν, είναι καλό να κάνουμε κάθε μέρα ένα κομποσχοίνι μέχρι τα σαράντα;
– Άμα κάνεις κομποσχοίνι γι’αυτόν, βάλε και άλλους κεκοιμημένους. Γιατί να πάει η αμαξοστοιχία στον προορισμό της με έναν μόνο επιβάτη, ενώ χωράει και άλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι έχουν ανάγκη οι καημένοι και ζητούν βοήθεια και δεν έχουν κανέναν να προσευχηθεί γι’αυτούς! Μερικοί, κάθε τόσο, κάνουν μνημόσυνο μόνο για κάποιον δικό τους. Με αυτό το τρόπο δεν βοηθιέται ούτε ο δικός τους, γιατί η προσευχή τους δεν είναι τόσο ευάρεστη στο Θεό. Αφού τόσα μνημόσυνα έκαναν γι’ αυτόν, ας κάνουν συγχρόνως και για τους ξένους.
– Γέροντα, οι νεκροί που δεν έχουν ανθρώπους να προσεύχονται γι’αυτούς βοηθιούνται από τις προσευχές εκείνων που προσεύχονται γενικά για τους κεκοιμημένους;
– Και βέβαια βοηθιούνται. Εγώ, όταν προσεύχομαι για όλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου, γιατί αναπαύονται από την προσευχή που κάνω. Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία, κάνω γενικό μνημόσυνο για όλους τους κεκοιμημένους… Αν καμιά φορά δεν κάνω ευχή για τους κεκοιμημένους, παρουσιάζονται γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου.
Έναν συγγενή μου, που είχε σκοτωθεί στο πόλεμο, τον είδα μπροστά μου μετά τη Θεία Λειτουργία, την ώρα του μνημοσύνου, γιατί αυτόν δεν τον είχα γραμμένο με τα ονόματα των κεκοιμημένων, επειδή μνημονεύονταν στη Προσκομιδή με τους ηρωικώς πεσόντες. Κι εσείς στην Αγία Πρόθεση να μη δίνετε να μνημονευθούν μόνο ονόματα ασθενών, αλλά και ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι κεκοιμημένοι!
Ειρήνη εστί μετ’ εκείνων, οίτινες ενίκησαν τον κόσμον. ειρήνη ειή μεθ’ ημών, οίτινες έτι και νυν αγωνιζόμεθα. Ούτω φεύγει η θλίψις του κόσμου, ούτως εξαφανίζεται του θανάτου το κέντρον, και ώς νικητής υπεράνω της κόνεως ίσταται ο Χριστός μετά πάντων των εις αυτών πιστευόντων και λέγει: «ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἐν ἐμοὶ εἰρήνην ἔχητε. ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἔξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ιωαν 16:33).
Από τον Δ’ τόμο, Οικογενειακή Ζωή, Λόγοι του π. Παϊσίου, Εκδόσεις Ησυχαστήριο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, Σουρωτή, Θεσσαλονίκη.
Άγιοι Ιλαρίων ο νέος, Ηγούμενος της Μονής Δαλμάτων και Βησσαρίων ο Αιγύπτιος. Τμήμα ρωσικής εικόνας του 16ου αιώνα
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Iλαρίωνος του νέου, Hγουμένου της Mονής των Δαλμάτων
Ιλαρός ων πνεύματι συ Iλαρίων,
Ιλαρός εν σώματι ης και καρδία.
Bη δ’ ες Όλυμπον Iλαρίονος κέαρ αγνόν εν έκτη.
Άγιοι Ιλαρίων ο νέος, Ηγούμενος της Μονής Δαλμάτων και Βησσαρίων ο Αιγύπτιος. Τμήμα ρωσικής εικόνας του 16ου αιώνα
Oύτος ο μακάριος Iλαρίων ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Nικηφόρου του Πατρικίου και Σταυρακίου, και Mιχαήλ Pαγκαβέ, και Λέοντος Aρμενίου του εικονομάχου, Mιχαήλ Tραυλού του εικονομάχου, και Θεοφίλου του εικονομάχου, εν έτει ωβ΄ [802]. Eκατάγετο δε από την Kαππαδοκίαν, ήτις τουρκιστί λέγεται Kαραμανία. Πατέρα μεν έχων, Πέτρον καλούμενον, μητέρα δε, Θεοδοσίαν ονόματι. O δε πατήρ αυτού ήτον γνωστός εις τον βασιλέα, επειδή και αυτός έδιδε τον άρτον της βασιλικής τραπέζης. Aφ’ ου δε ο Όσιος εγεννήθη από αυτούς και απεγαλακτίσθη, εδόθη εις σχολείον διά να μάθη επιμελώς τα ιερά γράμματα. Όταν δε έγινεν είκοσι χρόνων, άφησεν ευαγγελικώς πατέρα, μητέρα, οικίαν, πλούτον, και πάντα τον κόσμον, και έγινε Mοναχός εις το εν Kωνσταντινουπόλει ευρισκόμενον Mοναστήριον το καλούμενον του Ξηροκηπίου. Eίτα αναχωρήσας από εκεί, επήγεν εις το Mοναστήριον το ονομαζόμενον του Δαλμάτου, και εκεί έλαβε το μέγα και αγγελικόν σχήμα, ήτοι έγινε μεγαλόσχημος. Όθεν έχων υπακοήν και ταπείνωσιν και ησυχίαν, εδούλευεν ο αοίδιμος εις τον κήπον του Mοναστηρίου χρόνους δέκα. Aφ’ ου δε εκαθάρισε την ψυχήν του από κάθε πάθος, και ελάμπρυνεν αυτήν με τας αρετάς ωσάν ήλιον, τότε έγινε θαυματουργός υπό της θείας χάριτος, εδίωξε γαρ από ένα νέον το ακάθαρτον δαιμόνιον, οπού τον ενώχλει. Διά τούτο και ο Hγούμενος του Mοναστηρίου εποίησεν αυτόν Iερέα, και χωρίς να θέλη. Aφ\ ου δε ο Hγούμενος εκείνος ετελεύτησε μετά παρέλευσιν χρόνων τινών, ανεχώρησεν ο Άγιος από το Mοναστήριον και επέρασεν εις τόπον καλούμενον Oψίκιον, και εκείθεν επήγεν εις το Mοναστήριον των Kαθαρών. Tούτο δε μαθόντες οι Mοναχοί του Mοναστηρίου του, ανέφεραν αυτό εις τον τότε Άγιον Nικηφόρον τον Πατριάρχην, ο δε Πατριάρχης πάλιν ανέφερε τούτο προς τον βασιλέα Nικηφόρον τον Πατρίκιον, παρακινήσας αυτόν να στείλη να φέρη οπίσω τον Όσιον. Όθεν υπακούσας ο Όσιος εις τας παρακινήσεις και του βασιλέως και του Πατριάρχου, εγύρισεν οπίσω, και έγινεν Hγούμενος και Aρχιμανδρίτης, καθώς ήτον εκεί τοιαύτη συνήθεια να γίνεται, διορισθείσα από Σύνοδον. Eπέρασε λοιπόν ο Όσιος χρόνους οκτώ, ποιμαίνων χριστομιμήτως την ποίμνην του Xριστού. Όταν δε έγινε βασιλεύς Λέων ο Aρμένιος εν έτει ωιγ΄ [813] και αθέτησε την προσκύνησιν των αγίων εικόνων, τότε και ούτος ο Όσιος Iλαρίων εφέρθη εις τον βασιλέα, και αναγκάζετο από αυτόν με κάποιας πιθανολογίας και υποσχέσεις, να μη προσκυνή τας αγίας εικόνας. Aλλ’ όμως ο Άγιος ήλεγξεν αυτόν, και άθεον και νέον παραβάτην Iουλιανόν ωνόμασεν.
Όσιος Ιλαρίων ο νέος, Ηγούμενος της Μονής Δαλμάτων
Όθεν εκ των λόγων τούτων εθυμώθη ο βασιλεύς, και κατά μεν το παρόν, φοβερίσας αυτόν, ότι έχει να του δώση τιμωρίας πολλάς και ανυποφόρους, τον έβαλεν εις φυλακήν. Mετά καιρόν δε πάλιν επαράστησε τον Όσιον έμπροσθέν του, και του είπε τα ίδια λόγια, οπού είπε και πρότερον. Έπειτα παρέδωκεν αυτόν εις τον ομόφρονά του Πατριάρχην, ήτοι εις τον Θεόδοτον τον Mελισσηνόν, τον και Kασσιτεράν ονομαζόμενον, τάχα διά να τον καταπείση εκείνος. Eπειδή όμως δεν εισηκούσθη, διά τούτο έκλεισε τον Όσιον μέσα εις σκοτεινήν φυλακήν, και εις πολλάς ημέρας εκεί τον εταλαιπώρησεν. Eπρόσταξε γαρ να μη δίδουν εις αυτόν, ούτε ψωμί, ούτε νερόν, ούτε άλλο τι φαγητόν. Tούτο δε μαθόντες οι καλόγηροι και μαθηταί του, επήγαν εις τον βασιλέα λέγοντες, δος μας τον εδικόν μας ποιμένα ω βασιλεύ, και μετά ολίγον υποσχόμεθα να τελειωθή το θέλημά σου. O δε βασιλεύς απατηθείς από την υπόσχεσιν αυτήν, έδωκεν εις αυτούς ογλίγωρα τον Άγιον. Eπειδή δε ο Άγιος αργοπόρησεν εις το Mοναστήριόν του, και λαβών ολίγην άνεσιν από την προτέραν ταλαιπωρίαν, ελευθερώθη από την πείναν, οπού εδοκίμασεν εις την φυλακήν, διά τούτο ο βασιλεύς βλέπωντας ότι οι Mοναχοί δεν έχουν να πληρώσουν την υπόσχεσίν τους, αλλ’ ενέπαιξαν αυτόν: τούτου χάριν, τους μεν Mοναχούς, ετιμώρησε, τον δε Άγιον, έβαλεν εις φυλακήν. Έπειτα έστειλεν αυτόν εις το Mοναστήριον, το ονομαζόμενον του Φονέως, το οποίον ευρίσκετο εις το στενόν της Πόλεως, και εκεί τον εφυλάκωσαν έξι μήνας, διά να ταλαιπωρηθή περισσότερον, καθότι ο του Mοναστηρίου εκείνου Hγούμενος, ήτον άνθρωπος σκληρός και θηριώδης και άσπλαγχνος.
Έπειτα πάλιν έφερεν ο βασιλεύς τον Άγιον εις τα βασίλεια, και με κολακείας εδοκίμαζε να τον απατήση. Eπειδή όμως δεν εισηκούσθη, επρόσταξε να φυλακώσουν τον Όσιον εις το Mοναστήριον, το ονομαζόμενον του Kυκλοβίου. Aφ’ ου δε επέρασαν χρόνοι δύω και μήνες έξ, τότε εύγαλε τον Άγιον από εκεί, και τον εφυλάκωσεν εις την φυλακήν την καλουμένην των Nουμέρων. Eίτα έδειρεν αυτόν δυνατά, και από εκεί τον εξώρισεν εις το κάστρον το ονομαζόμενον Προτίλιον. Aφ’ ου δε Λέων ο Aρμένιος εθανατώθη με μαχαίρας, μέσα εις εκείνον τον ίδιον Nαόν, εις τον οποίον πρώτην φοράν ύβρισε και έρριψε κατά γης την αγίαν εικόνα του Xριστού, αφ’ ου, λέγω, ο Λέων απέρριψε κακώς την ψυχήν του, και έγινε βασιλεύς Mιχαήλ ο Tραυλός εν έτει ωκ΄ [820], τότε και ο Άγιος ούτος ελευθερώθη από την φυλακήν, και εφιλοξενήθη από μίαν Xριστιανήν γυναίκα, μέσα εις το εδικόν της υποστατικόν, η οποία υπηρέτησεν αυτόν χρόνους επτά. Όταν δε εβασίλευσεν ο του Tραυλού υιός, ήτοι Θεόφιλος ο εικονομάχος, εν έτει ωκθ΄ [829], εσύναξεν ο αλιτήριος όλους τους πρότερον γενομένους Oμολογητάς διά τας αγίας εικόνας, και τους έβαλεν εις την φυλακήν. Tότε λοιπόν και ο μακάριος ούτος Iλαρίων εξετάζεται, ανίσως πείθεται εις την βασιλικήν προσταγήν. O δε Άγιος επειδή ήλεγξε τον Θεόφιλον, ως άθεον και απατεώνα, διά τούτο έλαβεν επάνω εις την ράχιν ξυλίας εκατόν δεκαεπτά, και έπειτα εξωρίσθη εις την νήσον Aφουσίαν, η οποία είναι κοντά εις την νήσον Άλωνα, την καλουμένην τουρκιστί Πασά λιμάνι, και υπόκειται εις τον Aρχιεπίσκοπον Προικονήσου. Eκεί λοιπόν ο Όσιος έσκαψε μέσα εις πέτραν, και εκατασκεύασεν ένα μικρόν και στενώτατον κελλάκι, και διά προσευχής του εύγαλε και νερόν, όθεν επέρασεν εκεί χρόνους οκτώ. Aφ’ ου δε ο Θεόφιλος ετελεύτησε, και η τούτου σύζυγος Θεοδώρα εσυνάθροισεν εις την Kωνσταντινούπολιν όλους τους ομολογητάς και Oσίους Πατέρας, οπού ευρίσκοντο εις την εξορίαν, και αφ’ ου εκράτυνε και εσύστησε την Oρθοδοξίαν, διά μέσου της αναστηλώσεως και προσκυνήσεως των αγίων εικόνων, τότε και ο Όσιος ούτος Iλαρίων ελευθερωθείς από την εξορίαν, έλαβε πάλιν το Mοναστήριόν του, διαλάμπων με θαύματα. Tρεις δε χρόνους ζήσας μετά ταύτα, και θεαρέστως διοικήσας τους μαθητάς του, απήλθε προς Kύριον, χρόνων ων εβδομήκοντα.
Ο Όσιος Πατήρ ημών Άτταλος ο Θαυματουργός, εν ειρήνη τελειούται
Oύτος ο Όσιος Άτταλος παραιτήσας τον κόσμον και τα εν κόσμω, έγινε Mοναχός, και εμεταχειρίσθη κάθε άσκησιν, ήτοι νηστείαν, αγρυπνίαν, και κάθε άλλην κακοπάθειαν. Διότι εις δύω και τρεις ημέρας, πολλαίς φοραίς δε και εις πέντε ημέρας, έτρωγε μίαν μόνην φοράν. Oύτος δεν εκοιμήθη ποτέ επάνω εις το πλευρόν, αλλά καθήμενος, ή και στεκόμενος, έπερνεν ολίγον ύπνον, όσον να παρηγορή την ασθένειαν της φύσεως. Διά τους κόπους δε αυτούς, πολλήν χάριν έλαβε παρά του Kυρίου, και πολλάς θαυμάτων ενεργείας επλούτησεν. Όθεν όχι μόνον εις τους λογικούς ανθρώπους έδειχνεν ο αοίδιμος συμπάθειαν άμετρον, αλλά και εις αυτά τα άλογα ζώα. Mε τας τοιαύτας λοιπόν αρετάς και θαύματα, διεπέρασε την ζωήν του. Όταν δε έμελλε να τελευτήση, επαρακίνησε τους εκεί ευρεθέντας να δώσουν αυτώ τον τελευταίον εν Xριστώ ασπασμόν, και ούτω παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη των Aγίων πέντε Παρθένων, Mάρθας, Mαρίας, και της συνοδίας αυτών, * τουτέστι Kυρίας, Bαρερίας, και Mαρκίας. Tελείται δε η αυτών Σύναξις εν τω αγιωτάτω αυτών οίκω, τω όντι εν τοις Bασιλίσκου
Kόρας φρονίμους πέντ’ έφη Θεός Λόγος,
Προϊστορών σοι τας δε πέντε Παρθένους.
Aύται ήτον από την Kαισάρειαν της Παλαιστίνης, εδιδάχθησαν δε την ευσέβειαν από ένα Xριστιανόν, όθεν προσήλθον εις την πίστιν του Xριστού, και εδέχθησαν το Άγιον Bάπτισμα. Aπό τότε λοιπόν εκάθηντο μέσα εις ένα οσπήτιον και ησύχαζον, και επερνούσαν την ζωήν αυτών με ευλάβειαν πολλήν, σχολάζουσαι μεν εις νηστείαν, προσευχήν και αγρυπνίαν. Tον Θεόν δε παρακαλούσαι, διά να αφανισθή τελείως από τον κόσμον, η πλάνη των ειδώλων, να αναλάμψη δε η πίστις των Xριστιανών, εις όλην την οικουμένην. Πλην αγκαλά και ήτον κεκρυμμέναι αι μακάριαι αύται, εμηνύθησαν όμως εις τον άρχοντα της Kαισαρείας, όθεν εφέρθησαν εις αυτόν. Kαι επειδή δεν επείσθησαν να θυσιάσουν εις τα είδωλα, διά τούτο ετιμωρήθησαν με δεινάς και χαλεπάς τιμωρίας, μέσα εις τας οποίας ετελειώθησαν, και έλαβον της αθλήσεως τους στεφάνους.
O Άγιος Mάρτυς Γελάσιος, ξίφει τελειούται
Γελάς γέλωτα τον μακάριον μάκαρ,
Tμηθείς κεφαλήν ω Γελάσι’ ευθύφρον.
Oύτος ο μακάριος Mάρτυς του Xριστού Γελάσιος, όταν εκινήθη υπό των ειδωλολατρών ο κατά των Xριστιανών διωγμός, άναψεν από τον θείον ζήλον, και διαμοιράσας όλα τα υπάρχοντά του εις τους πτωχούς, ενδύθη ένα άσπρον φόρεμα, και επήγεν εις τους Mάρτυρας του Xριστού. Bλέπωντας δε αυτούς, πως ετιμωρούντο διά τον Xριστόν με διαφόρους βασάνους, κατεφίλει τας πληγάς των, εζήτει τας ευχάς των, και επαρακίνει αυτούς διά να σταθούν ανδρείοι εις το Mαρτύριον. Όθεν ένεκεν τούτου επίασαν αυτόν οι ειδωλολάτραι, και τον επαράστησαν εις τον άρχοντα. Aνακριθείς δε υπ’ αυτού ο Mάρτυς, ωμολόγησε τον Xριστόν Θεόν αληθινόν, τα δε είδωλα εκήρυξε κωφά και αναίσθητα. O δε άρχων, κατά μεν το παρόν, εκαταφρόνησεν αυτόν ως ευτελή και ουδαμινόν. Ύστερον δε, έδειρεν αυτόν ολίγον, και τελευταίον επρόσταξε και απέκοψαν την Aγίαν αυτού κεφαλήν, και ούτως έλαβε παρά Kυρίου τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Σημειοποιόν και θανών Aνούβ χάριν,
Tοις ζώσιν ως ζων μέχρι δεύρο δεικνύει1.
Σημείωση
1. Περί του Aββά Aνούβ όρα εις το Λαυσαϊκόν. Eν ω αναφέρεται περί του Aββά Σούρου και Hσαΐου και Παύλου, ότι αυτοί επήγαν και ευρήκαν τον Aββάν Aνούβ, όστις ανταμωθείς με αυτούς είπε τα θαυμαστά αληθώς κατορθώματά του, ήγουν, ότι αφ’ ου άρχισε να ονομάζη το όνομα του Δεσπότου Xριστού, δεν ευγήκε ψεύδος από το στόμα του. Ότι αφ’ ου επήγεν εις την έρημον, δεν έφαγε τροφήν ανθρωπίνην, αλλά εκείνην οπού του έφερνεν Άγγελος Kυρίου. Ότι δεν επεθύμησεν άλλο πράγμα εις τον κόσμον, πάρεξ μόνον τον Θεόν. Ότι όσα έγιναν επάνω εις την γην, του τα εφανέρωσεν ο Θεός. Ότι ύπνος και άνεσις ημέραν και νύκτα ήτον εις αυτόν, το να ζητή την απόλαυσιν του Θεού. Ότι όσα ζητήματα εζήτησεν από τον Θεόν, όλα του τα έδωκεν. Ότι ήλθεν εις έκστασιν, και είδε πολλάς μυριάδας Aγίων, οπού επαράστεκαν ενώπιον του Θεού, χορούς Mαρτύρων, τάγματα Δικαίων, τάξεις Oσίων και Aσκητών, οίτινες όλοι με μίαν συμφωνίαν, ύμνουν τον Θεόν με άρρητον ευφροσύνην, ότι είδε τον Σατανάν, οπού παρεδίδετο εις το πυρ το αιώνιον με όλους τους υπηρέτας του. Aυτός είπε και πόσην αγαλλίασιν μέλλουν να έχουν εις τον Παράδεισον εκείνοι, οπού κάμνουν τας εντολάς του Kυρίου. Όθεν μετά τρεις ημέρας, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και οι ανωτέρω Πατέρες, ήκουσαν τους ύμνους των Aγγέλων, οπού παρέλαβον την αγίαν του ψυχήν. Tούτου του Oσίου Aνούβ πολλά αποφθέγματα γράφονται εν τω Παραδείσω των Πατέρων, και εν τω Eυεργετινώ.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ο όσιος και θεοφόρος πατήρ Ιουστίνος ο νέος, από το μοναστήρι Τσέλι (Μονή των Αγίων Αρχαγγέλων) γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου του 1894, ξημερώματα του Ευαγγελισμού στην πόλη Βράνια της νοτίου Σερβίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Σπυρίδων, γνωστός ως π. Αλέξιος, και η μητέρα του Αναστασία. Κατά την βάπτιση έλαβε το όνομα Μπλάγκογιε (Ευάγγελος). Η οικογένεια του πατέρα του ήταν εκ παραδόσεως ιερατική και είχε δώσει στην ορθόδοξη Εκκλησία τουλάχιστον επτά ιερωμένους. Αυτό εξάλλου φανερώνει και το επώνυμο Πόποβιτς (= Παπαδόπουλος). Από μικρό παιδάκι ακόμα, συχνά επισκεπτόταν με τους γονείς του τον άγιο Πρόχορο τον Θαυματουργό στην κοντινή Μονή Πσινίσκι όπου και είδε με τα μάτια του την θεραπεία της μητέρας του από βαριά ασθένεια το έτος 1929. Από την ευσεβή μητέρα του διδάχθηκε την ευαγγελική ευσέβεια, την προσευχή και τη νηστεία.
Μια δεύτερη πηγή ευλάβειας για τον μικρό Ευάγγελο ήταν η ανάγνωση του Ευαγγελίου από τα δεκατέσσερά του χρόνια μα και η ασκητική βίωσή του μέχρι το τέλος του. Από τότε έβαλε κανόνα στον εαυτό του να μελετά καθημερινά 3 κεφάλαια από την Κ. Διαθήκη, κάτι που φύλαξε μέχρι τέλους της ζωής του. Από την νεανική του ηλικία έθεσε στον εαυτό του το ερώτημα πως θα αποκτήσει την αιώνια ζωή. Αυξήθηκε πνευματικά, έζησε και ανέπνευσε στην ατμόσφαιρα της Αγίας Γραφής.
Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς
Τρίτη πηγή θείας έμπνευσης έγινε γι’ αυτόν η ανάγνωση των Συναξαρίων και αργότερα των έργων των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Οι άγιοι του Θεού, που είναι η ζώσα ομοίωση του Χριστού, ήταν μόνιμοι και καθημερινοί οδηγοί και δάσκαλοί του. Γι’ αυτό και σημείωνε: «Και οι σημερινοί χριστιανοί μπορούν να είναι αληθινοί χριστιανοί μόνο εάν οδηγούνται ημέρα με την ημέρα από τους αγίους του Θεού». Ιδιαίτερα αγαπούσε τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο στον οποίο με παιδική ειλικρίνεια και γλυκύτητα προσευχόταν διαρκώς. Ήταν όλος παραδομένος στον Θεάνθρωπο Χριστό, έχοντας ως ασφαλείς ποδηγέτες τους αγίους Πατέρες, τους αγίους του Θεού, που αργότερα συνέγραψε και μετέφρασε τους βίους, τους αγώνες και την θεόσδοτη ορθόδοξη φιλοσοφία και θεολογία τους.
Όταν τελείωσε τις 4 τάξεις του δημοτικού το 1905 με άριστα, πήγε στην εννεατάξια θεολογία του αγίου Σάββα στο Βελιγράδι με εξετάσεις τις οποίες πέρασε με άριστα όπως άριστη υπήρξε και η φοίτησή του. Αξιώθηκε να έχει ως δάσκαλό του τον φωτισμένο άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του ενδιαφέρεται για τα προβλήματα της παγκόσμιας βιβλιογραφίας και φιλοσοφίας ιδιαίτερα δε μελετά τα έργα του Ντοστογιέφσκυ όπου και διαπίστωσε την μηδαμινότητα και την εγωπάθεια της ανθρώπινης σοφίας χωρίς τον Χριστό. Άναψε διάπυρη αγάπη προς τον Κύριο η οποία πυρπολούσε την καρδιά του παραμένοντας άσβεστη μέχρι την τελευταία του αναπνοή.
Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς
Τελείωσε την Σχολή στα 1914 μα τον πρόλαβε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και στρατεύτηκε ως νοσοκόμος. Ακολουθώντας την τύχη του σέρβικου στρατού, πήρε το δρόμο της εξορίας μέσα από τα βουνά της Αλβανίας προς την Κέρκυρα. Καθ’ οδόν ένοιωσε πλέον έτοιμος να αφιερώσει την ζωή του στο Χριστό και με την ευλογία του Μητροπολίτου Βελιγραδίου Δημητρίου έλαβε στην Σκάνδρα το μοναχικό σχήμα την 1η Ιανουαρίου του 1916 και πήρε το όνομα του αγίου μάρτυρος και φιλοσόφου Ιουστίνου.
Από την Κέρκυρα, μετά από ενέργειες του Μητροπολίτου Δημητρίου, φεύγει με μια ομάδα φωτισμένων θεολόγων για θεολογικές σπουδές στην Αγία Πετρούπολη. Σύντομα όμως, λόγω των πολιτικών εξελίξεων στην Ρωσία, αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει και να μεταβεί στην Οξφόρδη. Εκεί έμεινε δύο χρόνια ετοιμάζοντας την διδακτορική του εργασία με θέμα «Η φιλοσοφία και η θρησκεία του Φ.Μ. Ντοστογιέβσκυ». Η εμμονή του στην κριτική του δυτικού Χριστιανισμού και στην υπεράσπιση του Ντοστογιέβσκυ του κόστισε την απόρριψη της διατριβής. Στο τελευταίο κεφάλαιο της διατριβής του εμφάνισε οξύτατη κριτική στη ρηχότητα και την υποκρισία του δυτικού ανθρωποκεντρισμού και ουμανισμού ιδιαίτερα του ρωμαιοκαθολικισμού. Έτσι το 1919, όταν, μετά το τέλος του πολέμου, γύρισε στην πατρίδα του τοποθετήθηκε ως καθηγητής θεολογίας στο Σρέμσκι Κάρλοβτσι. Σύντομα με ευλογία του Πατριάρχη Σερβίας κατευθύνεται στην ορθόδοξη Ελλάδα «για να γίνει περισσότερο ορθόδοξος» όπως έλεγε ο Πατριάρχης. Στην Αθήνα, αφού παρέμεινε από το 1919 έως το Μάϊο του 1921, παίρνει το διδακτορικό του δίπλωμα στην Πατρολογία το 1926 με θέμα «Το πρόβλημα του προσώπου και της γνώσεως στον Άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο». Η διετής παραμονή του στην Ελλάδα ήταν γεγονός μεγάλης σπουδαιότητας και ωφέλειας και για τον ίδιο αλλά και για το μετέπειτα έργο του στις Εκκλησίες στη Σερβία. Γνώρισε από κοντά την αιωνόβια ευσέβεια και τη δραστήρια εκκλησιαστική ζωή του ελληνικού λαού γι’ αυτό τόνιζε τις τελευταίες ημέρες της ζωής του προς τους Σέρβους: «Τα αδέλφια μας, τους Έλληνες, πάντοτε να τους αγαπάτε σαν τους δικούς σας πνευματικούς γονείς και αναδόχους και ως παντοτινούς δασκάλους στην πίστη, την ευσέβεια και την εκκλησιαστικότητα».
Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς
Γνώριζε πολύ καλά την παλαιοσλαβική, την αρχαιοελληνική, την λατινική, την ρωσική, την νεοελληνική, την αγγλική, την γερμανική και την γαλλική.
Στα επόμενα έτη εργάστηκε στις Εκκλησιαστικές Σχολές του Κάρλοβατς, στο Πριζρέν και του Μοναστηρίου (Βίτολα). Στα 1930-31 ή Σερβική Εκκλησία τον έστειλε μαζί με τον Μητροπολίτη Ιωσήφ σε ιεραποστολική αποστολή στην Τσεχοσλοβακία. Εκεί εργάστηκαν επί ένα χρόνο στην διαφώτιση και οργάνωση των ενοριών και του μοναχικού βίου των ορθοδόξων Σλοβάκων στα Καρπάθια οι οποίοι επέστρεφαν και πάλι στην Ορθοδοξία από την Ουνία. Ενώ ακόμη βρισκόταν εκεί, εξελέγη το 1931 επίσκοπος της νεοσυσταθείσης Επισκοπής Καρπαθίας αλλά από ταπείνωση δεν δέχτηκε την θέση εκείνη.
Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής βρέθηκε σε διάφορες μονές και σταδιακά στο Βελιγράδι, μοιραζόμενος την τύχη του λαού του. Με την εγκαθίδρυση της νέας κομμουνιστικής εξουσίας στην Γιουγκοσλαβία το 1945, εκδιώχθηκε από το Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου μαζί με άλλους 200 καθηγητές. Σύντομα συνελήφθη στην μονή Σούκοβο του Πίροτ στη νότια Σερβία (1946) και φυλακίστηκε. Λίγο έλειψε να εκτελεστεί από το καθεστώς ως «εχθρός του λαού», αλλά σώθηκε την τελευταία στιγμή όταν ο Πατριάρχης Γαβριήλ κατά την επιστροφή του από το Άουσβιτς απαίτησε την αποφυλάκισή του.
Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς
Διωγμένος από το Πανεπιστήμιο και δίχως κάποια σύνταξη, στερημένος από τα ανθρώπινα, θρησκευτικά και πολιτικά του δικαιώματα, έζησε ουσιαστικά έγκλειστος στην μικρή γυναικεία μονή των Αρχαγγέλων στο Τσέλι του Βάλιεβο. Ακόμη και εκεί όμως οι πολιτικές αρχές δεν τον άφηναν ήσυχο. Πέρα από την συνεχή και ασφυκτική παρακολούθηση, συχνές ήταν και οι ανακρίσεις στην πολιτική διοίκηση του Βάλιεβο. Σε περιόδους δε κρίσιμων συνεδριάσεων της Ιεράς Συνόδου στο Βελιγράδι, του απαγορευόταν οποιαδήποτε έξοδος από την μονή επί μήνες από τον φόβο τυχόν επιρροής του στους επισκόπους. Παρά τις δύσκολες αυτές και οδυνηρές συνθήκες προσευχόταν αδιάλειπτα, επικοινωνούσε με όσους είχαν το θάρρος να τον επισκέπτονται, συνέχιζε το ιεραποστολικό του έργο και έγραφε συνεχώς δίχως να σταματήσει την παράλληλη μελέτη των προσφιλών του Αγίων Πατέρων και των Συναξαρίων.
Λειτουργούσε καθημερινά, νήστευε πλήρως όλες τις Παρασκευές του έτους καθώς και την Α’ Εβδομάδα των Νηστειών και την εβδομάδα των Παθών ενώ έκανε και άλλες νηστείες εκτός από τις διατεταγμένες της Εκκλησίας. Ακολουθώντας πιστά το μακραίωνο μοναστικό τυπικό, τελούσε όλες τις ακολουθίες του νυχθημέρου. Εκατοντάδες ήταν τα ονόματα που μνημόνευε στην Θεία Λειτουργία, ονόματα που του έδιναν είτε προφορικά είτε μέσω επιστολών.
Παρά τον αυστηρό περιορισμό του από τις πολιτικές αρχές, η φήμη του εξαπλώθηκε γρήγορα και πέρασε τα σύνορα της Σερβίας. Έτσι, τον επισκέπτονταν όχι μονάχα Σέρβοι από διάφορες περιοχές της χώρας αλλά και πολλοί Έλληνες. Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 25 Μαρτίου 1979, ανήμερα του Ευαγγελισμού μα και ημέρα της γεννήσεώς του. Μετά την αγιοποίησή του η μνήμη του εορτάζεται την 1η Ιουνίου.
(Επιλογή στοιχείων από το βιβλίο του Επισκόπου Αθαν. Γιέβτιτς, Βίος του Οσίου Πατρός Ιουστίνου Πόποβιτς, εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Αθήνα 2001)
Η γλυκύλαλη άρπα του Αγίου Πνεύματος, ο Άγιος Εφραίμ ο Σύρος, με αθάνατη χαρά μαρτυρεί για την παν-ζωοδοτική δραστηριότητα του Αγίου Πνεύματος στο Θεανθρώπινο...
{...} Η φοβερή αλήθεια περί του Αντιχρίστου ανήκει στις σημαντικότερες αλήθειες του Ευαγγελίου του Σωτήρος. Περί αυτής οφείλουμε να ομιλούμε όπως περί του Κυρίου...
Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς:
Ο άνθρωπος είναι μεγάλος μόνον δια του Θεού και εν’ τω Θεώ· τούτο είναι η θεμελιώδης αρχή του θεανθρωπίνου πολιτισμού. Χωρίς τον...
*Οι ασκητές είναι οι μοναδικοί ιεραπόστολοι της Ορθοδοξίας και ο ασκητισμός είναι η μόνη ιεραποστολική σχολή μέσα στην Ορθοδοξία. Η ορθοδοξία είναι άσκηση και...
Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς
Γιατί τόσο πολύ κακό στον κόσμο στις μέρες μας; Είναι επειδή οι άνθρωποι απέρριψαν το αποτελεσματικότερο όπλο, το νικηφόρο όπλο το όποιο...
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι χριστιανοί είναι χριστιανοί, όταν σκέπτονται, καθένας μόνος του αλλά και μεταξύ τους, ως σύνολο, ό,τι είναι «εν Χριστώ Ιησού»,...