Αρχική Blog Σελίδα 112

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ιερωνύμου του Σιμωνοπετρίτου (9 Μαΐου)

Όσιος Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης
Όσιος Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης

Ο πατήρ Ιερώνυμος, κατά κόσμον Ιωάννης Διακογιώργης, γεννήθηκε το 1871, στο Ρεΐζ-Δερέ της Μικράς Ασίας. Στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους προσήλθε στις 28 Οκτωβρίου 1888 και εκάρη μοναχός στις 21 Μαρτίου 1893, Κυριακή των Βαΐων. Τον Φεβρουάριο του 1914 γίνεται προϊστάμενος, στις 11 Απριλίου 1920 χειροτονείται διάκονος, στις 12 Απριλίου του ιδίου έτους πρεσβύτερος και στις 20 Απριλίου 1920, Κυριακή των Μυροφόρων, ενθρονίζεται ηγούμενος της μετανοίας του. Στις 15 Ιουνίου 1931 εξορίζεται στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου και σε τρεις μήνες αποστέλλεται στην «Ανάληψη» Αθηνών. Το έτος 1937 του προτείνεται η επιστροφή στον ηγουμενικό θρόνο της Μονής, αλλά διακριτικά αυτός το αρνείται και σε είκοσι χρόνια, στις 7 Ιανουαρίου 1957 (ανήμερα των Χριστουγέννων με το παλαιό ημερολόγιο), αφήνει την τελευταία του πνοή σ’ αυτόν τον κόσμο. Έζησε 17 χρόνια στην πατρίδα του, την Μικρά Ασία, 43 χρόνια στην Μονή της μετανοίας του, την Σιμωνόπετρα, και 26 χρόνια στην λυχνία του, την «Ανάληψη».

…….Αυτό είναι το λιτό περίγραμμα της χρονικής διαδρομής ενός αιώνιου ανθρώπου. Πάνω σ’ αυτόν τον σκελετό οικοδομήθηκε η περιπλοκότητα της απλής ζωής του π. Ιερωνύμου και βρήκε έκφραση η μυστική ομορφιά του προσώπου του. Μαζί μ’ αυτό, το μικρό σώμα του με τις ποικίλες ταλαιπωρίες και ασθένειές του και οι σημαντικές και ασήμαντες λεπτομέρειες των γεγονότων της ζωής του συνθέτουν την ορατή εικόνα του που, παρά την απλότητα και σεμνότητά της, προϊδεάζει για κάτι το μεγαλειώδες, για κάτι το μοναδικό, για κάτι το άγιο. Ο πατήρ Ιερώνυμος δεν είναι αγιορείτης προηγούμενος που κάποτε ήταν οικονόμος της «Αναλήψεως». Είναι ο άγιος που και σήμερα οικονομεί την Σιμωνόπετρα και την «Ανάληψη» και πάντα κοσμεί την Εκκλησία.

Ζωή και γεγονότα

…….Οι ρίζες του π. Ιερωνύμου ήταν Μικρασιατικές. Μεγάλωσε συντροφιά με την βαθειά πίστη και ευλάβεια των γονέων του, την ζωή της Εκκλησίας, τους αγίους, τα ζωντανά σημεία και θαύματα του Θεού, αλλά και την φτώχεια, τις ασθένειες, τις κακουχίες. Οι επισκέψεις στους επιζώντες αγίους -δώδεκα μόλις ετών πηγαίνει στην Χίο και παίρνει την ευχή και την γεύση της προόρασης του οσίου Παρθενίου της Χίου (1815-1883)-, η προσφυγή και ζώσα επικοινωνία με τους μεγάλους αγίους της Εκκλησίας μας και τα προσκυνήματα, η επαφή με τα σαρανταλείτουργα, τις νηστείες και τα λειτουργικά κείμενα -από επτά ετών εγνώριζε τους Χαιρετισμούς απ’ έξω-, η εξοικείωση με τις απαντήσεις και τις παρεμβάσεις του Θεού -ο ίδιος από μικρός είχε θαυματουργικά θεραπευθεί από βαρειές παθήσεις και ασθένειες-, η φυσική κλίση του σε κάθε τι ιερό, εκκλησιαστικό, μοναχικό, τα ιδιώματα και χαρίσματα του χαρακτήρος του -ήταν σοβαρός, ολιγόλογος, βαθύς, ευφυής-, οι ευχές των εκλεκτών γονέων του και πάνω απ’ όλα η χάρις του Θεού, απετέλεσαν τα γερά θεμέλια και τις βάσεις της μετέπειτα αγίας και μοναχικής πορείας του.

…….Έτσι σε ηλικία μόλις δεκαεπτά ετών, έχοντας ξεκάθαρα αισθανθεί την κλήση του, κάνει το μεγάλο βήμα της αυτοεξορίας και αποταγής του. Εγκαταλείπει την ευλογημένη πατρίδα και οικογένειά του και πολιτογραφείται στην κοινωνία των μοναχών. Αφήνει την μικρασιατική χερσόνησο της Ερυθραίας, διαβαίνει την Ερυθρά θάλασσα της ματαιότητος αυτού του κόσμου, «ανταλάσσεται την ουράνιον βασιλείαν της επιγείου» και έρχεται στην χερσόνησο του Αγίου Όρους, που διεισδύει πιο πολύ στον ουρανό απ’ όσο στην θάλασσα, με σκοπό να γευθεί περισσότερο την χάρη του Θεού απ’ όσο να αξιοποιήσει τα πολλά χαρίσματά του.

…….Η Μονή που τον φιλοξενεί είναι η μονή των συμπατριωτών του από τα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας· είναι η Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, το τολμηρότερο και εντυπωσιακότερο οικοδόμημα του Αγίου Όρους, που μοιάζει σαν γαντζωμένο στον βράχο να προσπαθεί να ανεβεί στον ουρανό.

Στην Σιμωνόπετρα θα μείνει συνολικά 43 χρόνια κάνοντας όλα τα διακονήματα, από αυτό του κελλάρη και του κονακτσή μέχρι και του ηγουμένου, και καλλιεργώντας σε μέγιστο βαθμό όλες τις αρετές από την υπομονή, την ταπείνωση και υπακοή, την αφάνεια και την σιωπή μέχρι την ανυποχώρητη άσκηση και εγκράτεια, την αδιάλειπτη προσευχή, την ανεξικακία, την απαντοχή στις συκοφαντίες, την φιλοπτωχεία και αφιλοχρηματία.

…….Η επιμέλεια και η προθυμία του είναι απαράμιλλες. Μόλις βρίσκει τον ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο, τον αξιοποιεί με μελέτη και πνευματική ενασχόληση στην βιβλιοθήκη της Μονής. Από νωρίς του ανατίθενται υπεύθυνες και κοπιώδεις αποστολές στα μετόχια. Δίχως καμμία ποτέ επιφύλαξη, με παραδειγματική υπακοή, ανταποκρίνεται στα αιτήματα των προϊσταμένων του, περνάει μεγάλα χρονικά διαστήματα εκτός Μονής, απασχολείται με θέματα οικονομικά και διοικητικά, αλλά δεν χάνει ούτε για μια στιγμή την αίσθηση της μοναχικής του κλήσεως ή την ανάγκη της εσωτερικής επικοινωνίας του με τον Θεό.

Όσιος Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης

…….Όπως γράφει το 1911 σε μνημειώδη επιστολή του από την «Ανάληψη» στον τότε ηγούμενο Ιωαννίκιο: «Εάν δε αποφεύγω μάλλον ή επιποθώ την εν τη ιερά Μετανοία ημών διαμονήν και εξακολούθησιν γνωρίζει ο Θεός την συνείδησιν, οι δε πολλοί λόγοι είναι περιττοί. Είναι αρκεταί, γέροντα, αι λοιπαί μή ακριβείς τηρήσεις των καθηκόντων μου, τάς οποίας αισθάνομαι επιβαρυνούσας με, το δε να προσθέσω και την σωματικήν απομάκρυνσίν μου από την νοσσιάν μας, διότι πνευματική τοιαύτη δεν μοί είναι τόσον εύκολος, μοί είναι υπερμέτρως βαρύ, εάν μή συμφέρον και λόγοι προόδου των της Ιεράς ημών Μονής κτημάτων, υπό τους πατρικούς πάντοτε ορισμούς και διαταγάς Σας, με διαθέσωσι» (22.9.1911).

…….Αυτή η προσοχή στην ζωή του, ο σεβασμός, η ευγένεια και η τέλεια υπακοή του στην Μονή και στους προϊσταμένους του τον παρακολουθούν μέχρι βαθέος γήρατος. Η μεγάλη προκοπή του στο Μοναστήρι, η επιτυχής διεκπεραίωση των διακονημάτων που του ανατίθενται και κυρίως η σεμνότητα, η πραότητα, και η εν γένει αρετή του τον κάνουν αφ’ ενός μέν πολύ αγαπητό και σεβαστό, αφ’ ετέρου δε, όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, αντικείμενο ζηλοφθονίας και μικροπρέπειας. Απάντησή του είναι πάντοτε η σιωπή και η ανεξικακία.

…….Εκείνο που πολύ τον στηρίζει είναι η σχέση κοινωνίας που αναπτύσσει με τους αγίους της Εκκλησίας. Η αγάπη του προς τον άγιο Δημήτριο και τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο είχε τις ρίζες της στην παιδική του ηλικία και η αμεσότητά της είχε ως συνέπεια να ζήσει θαυματουργικές θεραπείες με την βοήθεια και των δύο. Έτσι ο άγιος Δημήτριος τον θεράπευσε από επώδυνα πρηξίματα των ποδιών, όταν ήταν μικρός, ο δε άγιος Ιωάννης στην αρχή της μοναχικής του ζωής, το 1897, από κήλη. Αυτό όμως που κυρίως του πρόσφεραν δεν ήταν τόσο η θεραπεία του όσο η αίσθηση της παρουσίας τους. Αυτή η αίσθηση είναι που του καλλιεργούσε την συνεχή επαφή μαζί τους και του έδινε την δύναμη, μέσα στις καθημερινές φροντίδες για την Μονή του, να μην χάνει την επικοινωνία του με τον επέκεινα κόσμο

…….Η αγάπη του προς τους αγίους ήταν τόση ώστε ευδόκησε ο Θεός και γνώρισε, όπως προαναφέραμε, λίγο πριν από την κοίμησή του τον ασκητικότατο όσιο Παρθένιο της Χίου, συνδέθηκε δε με προσωπική φιλία με τον άγιο Νεκτάριο, τον άγιο Σάββα τον Νέο της Καλύμνου και τον άγιο Νικόλαο Πλανά.

Αυτή η έντονη αγιοφιλία του βρήκε έκφραση ποιητική μέσα από το χάρισμα που του έδωσε ο Θεός να ψάλλει και να υμνογραφεί. Έτσι αμέσως μετά την μοναχική κουρά του, το 1893, γράφει «οκτώ κανόνες κατ’ ήχον του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Σίμωνος του Μυροβλύτου» αναπληρώνοντας αυτούς που κάηκαν κατά την πυρκαϊά του 1891. Το 1896, συνθέτει παρακλητικό κανόνα στους αγίους της Μονής, Σίμωνα τον Μυροβλύτη και Μαρία την Μαγδαληνή, που εκδίδει αργότερα, το 1924, μαζί με τις ασματικές ακολουθίες τους και τους οκτώ κανόνες του οσίου Σίμωνος.

…….Το 1902 γράφει και μελοποιεί ακολουθία του οσίου Εφραίμ του Σύρου και συμπληρώνει διάφορες άλλες ελλειπείς, μεταξύ των οποίων και τις ακολουθίες των αγίων Νεοφύτου και Ιωαννικίου, των οποίων τα ονόματα έφεραν οι γεροντάδες του, του αγίου Ιερωνύμου και της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής.

…….Την υμνογραφική του δοξολογία συνεχίζει όντας σε εξορία με παρακλητικό κανόνα στον Μέγα Αντώνιο, Χαιρετισμούς στους αγίους Μηνά, Βίκτωρα και Βικέντιο, Παύλο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Σέργιο και Βάκχο, συμπληρώματα σε ακολουθίες άλλων αγίων που τα τίμια λείψανά τους θησαυρίζονται στην Σιμωνόπετρα, ικετηρίους και προσευχητικούς στίχους στον Κύριο, την Παναγία και διαφόρους αγίους και κυρίως με την ανελλιπή καρδιακή συμμετοχή του στις καθημερινές ακολουθίες και την αδιάλειπτη προσευχή.

…….Η συνύπαρξη πολλών και σπανίων αρετών με μοναδικές ικανότητες και χαρίσματα, όπως ήταν φυσικό, τον ξεχώρισαν μέσα στην αδελφότητα. Ήδη η ακτινοβολία του είχε αρχίσει να γίνεται παναγιορειτική και σιγά σιγά πανελλαδική, η δε αναγνώρισή του σχεδόν καθολική. Για τον λόγο αυτόν, όταν ο τότε καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας και γέροντάς του Ιωαννίκιος, ύστερα από βαρειά ασθένεια εγκατέλειπε αυτόν τον κόσμο, ομόφωνη ήταν η απόφαση των πατέρων της Μονής, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του μακαριστού γέροντος, την σοφή υπόδειξη του λογίου μοναχού Δανιήλ του Κατουνακιώτου αλλά και το κοινό αισθητήριο των αγιορειτών πατέρων, ο π. Ιερώνυμος να εκλεγεί διάδοχός του.

…….Αξίζει να τονισθεί ότι στην ζωή του ποτέ δεν εζήτησε ούτε πολύ περισσότερο διεκδίκησε κάτι. Πάντοτε περίμενε υπομονετικά και αρνιόταν κάθε τιμή και διάκριση. Γι’ αυτό και αυτός που ήταν γεννημένος ιερομόναχος και πνευματικός, μέχρι την στιγμή της εκλογής του ως ηγουμένου, το 1920, σε ηλικία 49 ετών, παρέμεινε απλός μοναχός. Ενώ τον παρακαλούσαν να χειροτονηθεί αυτός δίσταζε να συναινέσει. Ήλθε λοιπόν η ώρα και υποχρεώνεται πλέον σε χειροτονία. Στις 11 Απριλίου του 1920, χειροτονείται διάκονος και την επομένη πρεσβύτερος και χειροθετείται αρχιμανδρίτης και πνευματικός από τον Μητροπολίτη Κασσανδρείας Ειρηναίο.

Λίγους μήνες μετά την εκλογή του, εξέρχεται από την Μονή και επισκέπτεται την Αθήνα, όπου ως ηγούμενος πλέον λειτουργεί για πρώτη φορά στο αγαπημένο του μετόχι, την «Ανάληψη». Ένα μήνα πριν κοιμηθεί ο αγαπητός και γνωστός του από το 1898 επίσκοπος Πενταπόλεως, ο άγιος Νεκτάριος, αξιώθηκε να τον επισκεφθεί και στο νοσοκομείο, κατά την ημέρα της ονομαστικής του εορτής, στις 11 Οκτωβρίου 1920.

…….Έτσι, με τις ευλογίες του αγίου, με τις ευχές της Ιεράς Κοινότητος και όλου του αγιορειτικού κόσμου, κυρίως δε με την σκέπη του προστάτου του αγίου Ιερωνύμου και των εφόρων της Μονής του, αγίας Μαρίας Μαγδαληνής και αγίου Σίμωνος του Μυροβλύτου, σηκώνει το βάρος της ηγουμενίας και τον σταυρό της ιερωσύνης στην ηλικία των 50 περίπου ετών. Και, ενώ ξαφνικά αναλαμβάνει αξιώματα και γίνεται αποδέκτης μοναδικής τιμής, τίποτε δεν αλλάζει στην προσωπική ζωή του. Συνεχίζει να είναι το ίδιο απλός, ταπεινός, καταδεκτικός, ευγενής, ασκητικός, διακριτικός, αφανής και υποχωρητικός, όπως πρώτα. Η ηγουμενία του διακρίνεται από πνευματική καρποφορία, λιτότητα, φιλοξενία και ελεημοσύνη, εργατικότητα, επιμέλεια, και εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού.

Η εξορία

…….Το 1924 γίνεται η ημερολογιακή μεταρρύθμιση και στην εορτή του Ευαγγελισμού λειτουργεί για πρώτη φορά με το νέο ημερολόγιο στο Μετόχι της Αναλήψεως. Αυτό γεννά έντονη αντίδραση στην Μονή, ώστε, όταν επιστρέφει, να του απαγορευθεί από μια ομάδα μοναχών η είσοδος στον ναό για έξι μήνες. Αυτός ήρεμα υπομένει χωρίς να υποχωρεί στις θέσεις του. Ύστερα από μια ενδεκαετή ηγουμενική περιπέτεια, συκοφαντείται μέσα από το μοναστήρι του για οικονομική κακοδιαχείριση, και με απόφαση της Ιεράς Κοινότητος, στα τέλη του Ιουνίου του 1931, να εξορίζεται για έξι μήνες στην Ι. Μονή Κουτλουμουσίου. Οι πατέρες της Μονής Κουτλουμουσίου του συμπεριφέρονται με απεριόριστη αγάπη και τον αναγνωρίζουν ως άγιο. Εκείνος ομολογεί πως υποφέρει για τις αμαρτίες του.

…….Η Ιερά Κοινότητα εμμέσως αναγνωρίζοντας την αθωότητά του διακόπτει την εξορία του και στους τέσσερις μήνες τον αποστέλλει στην «Ανάληψη» «ως πεπειραμένον πνευματικόν ίνα διά του καλού αυτού παραδείγματος πολλάς ψυχάς παραστήση τω Χριστώ σεσωσμένας». Η άδικη τιμωρία του οδηγεί στον κατά Θεόν δοξασμό του· στην φανέρωση και αξιοποίηση των ταλάντων του, στο ξεδίπλωμα των αρετών και της χάριτός του. Εκεί πλέον κάνει την δεύτερη μεγάλη αποταγή του. Ζεί για 26 ολόκληρα χρόνια, από 60 μέχρι 86 ετών, ως αγιορείτης εκτός Αγίου Όρους, χωρίς ποτέ ξανά να επιστρέψει σε αυτό. Κάνει τον τόπο της εξορίας του χώρο της διακονίας του και μεταφέρει το γνήσιο Άγιον Όρος στον λόφο της «Αναλήψεως», γίνεται ο ίδιος όρος άγιο στο οποίο οι άλλοι προσέρχονται.

…….Όταν μάλιστα το 1937, ο κατά σάρκα αδελφός του, μοναχός Μάξιμος Σιμωνοπετρίτης μεσολαβεί για να επιστρέψει πάλι, αποκατεστημένος και δικαιωμένος πλέον, ως ηγούμενος στην Μονή, εκείνος ευγενικά αποποιείται την τιμή με μια ιδιαίτερα σεμνή τηλεγραφική απάντηση: «αναμετρών ευσυνειδήτως διττάς δυνάμεις συνορώ ανεπαρκείς μάλλον. Δεν απειθώ. Αδυνατώ υποψηφιότητα διότι καθιστώ εμαυτόν βαρυτέρως υπεύθυνον. Γράφω. Ιερώνυμος.»

(Μωϋσέως μοναχού, «Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης – Ο Γέρων της Αναλήψεως», Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας, 1982, σσ. 226-7).

Πηγή: http://www.agiosgeorgioskorydallou.gr/

Μνήμη του Aγίου ενδόξου Προφήτου Hσαΐου (9 Μαΐου)

Προφήτης Ησαΐας

Μνήμη του Aγίου ενδόξου Προφήτου Hσαΐου1

Oς άσπορον προείδεν υιομητρίαν,
Πρισθείς άναρχον είδεν υιοπατρίαν.
Hσαΐας δ’ ορόων μέλλοντ’ ενάτη χερί πρίσθη.

Προφήτης Ησαΐας

O Άγιος ούτος Προφήτης Hσαΐας ο μεγαλοφωνότατος, ήτον από την Iερουσαλήμ, κατά τους χρόνους του βασιλέως Mανασή υιού Eζεκίου του βασιλέως, από τον οποίον και επριονίσθη, και με τέλος μαρτυρικόν ετελείωσε την ζωήν του. Eνταφιάσθη δε υποκάτω εις τον τόπον τον λεγόμενον Aρωήλ, ή Pογήλ, κοντά εις την διάβασιν του νερού, το οποίον, ο μεν βασιλεύς Eζεκίας κατέχωσε και ηφάνισεν. O δε Θεός εις σημείον, ανέβλυσε πάλιν αυτό εις την πηγήν του Σιλωάμ διά τον Προφήτην τούτον Hσαΐαν. Oύτος γαρ όταν έφθασε κοντά εις τον θάνατον, απέκαμεν από την δίψαν, και παρεκάλεσε τον Θεόν να του στείλη νερόν διά να πίη, και ω του θαύματος! παρευθύς έστειλεν εις αυτόν ο Θεός νερόν ζωντανόν από την βρύσιν του Σιλωάμ. Διά τούτο και η βρύσις αυτή ωνομάσθη Σιλωάμ, το οποίον ερμηνεύεται, απεσταλμένος. Oυ μόνον δε τότε, αλλά και προ του να κάμη ο Eζεκίας τους λάκκους και τα πηγάδια και τας κολυμβήθρας εις την Iερουσαλήμ, παρεκάλεσεν ο Hσαΐας τον Θεόν, και ευγήκεν ολίγον νερόν εις την βρύσιν αυτήν, ίνα μη διαφθαρή η πόλις από την δίψαν. Eπειδή και η πόλις Iερουσαλήμ ήτον περικυκλωμένη από τους αλλοφύλους. Όθεν ερώτων οι αλλόφυλοι, πόθεν πίνουσι νερόν οι Iουδαίοι. Mαθόντες δε, ότι έπινον από την βρύσιν του Σιλωάμ, επαρακάθισαν εις αυτήν, και το ολίγον εκείνο νερόν το έπινον αυτοί. Όταν λοιπόν επήγαιναν εις την βρύσιν αυτήν οι Iουδαίοι μαζί με τον Hσαΐαν, τότε αιφνιδίως εύγαινε νερόν πολύ. Διά τούτο και έως της σήμερον αιφνιδίως και μίαν φοράν ευγαίνει το νερόν του Σιλωάμ, διά να ήναι η αιφνίδιος αύτη ανάβλυσις, ενθύμησις του παλαιού θαύματος. Όθεν επειδή η βρύσις αύτη έγινε διά προσευχής του Προφήτου Hσαΐου, διά τούτο ο λαός έθαψεν επιμελώς και ενδόξως το λείψανον του αυτού Προφήτου κοντά εις την ρηθείσαν βρύσιν, με σκοπόν, ίνα διά των πρεσβειών αυτού, έχωσι και μετά θάνατον εκείνου, την του ύδατος απόλαυσιν. Eυρίσκεται δε ο τάφος του Προφήτου τούτου κοντά εις τους τάφους των βασιλέων, όπισθεν από τα μνήματα των Iερέων κατά το νότιον μέρος της Iερουσαλήμ. Σολομών δε ο βασιλεύς έκτισε τον τάφον Δαβίδ του πατρός του κατά το ανατολικόν μέρος της Σιών, η οποία έχει πόρταν και είσοδον διά να εμβαίνη τινας εις αυτήν, όταν έρχεται από την Γαβαών, μακράν από την Iερουσαλήμ στάδια είκοσιν, ήτοι δύω μίλια και μισόν. Έκαμε δε την πόρταν ταύτην στραβήν με γυρίσματα, ωσάν το σχήμα του κοχλίου, διά να μη την ευρίσκη κάθε ένας. Όθεν και έως της σήμερον δεν ηξεύρουν αυτήν, τόσον οι περισσότεροι Iερείς, όσον και ο λαός.

Προφήτης Ησαΐας και Προφήτης Δαυίδ. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα (Άγιον Όρος)

Eκεί δε είχεν ο βασιλεύς αποθησαυρισμένον το χρυσίον, οπού έφερεν από την Aιθιοπίαν και τα πολύτιμα αρώματα. Όθεν επειδή ο βασιλεύς Eζεκίας έδειξε τον απόκρυφον αυτόν θησαυρόν του Δαβίδ και Σολομώντος εις τους Bαβυλωνίους, οι οποίοι βλέποντες το θαύμα, οπού έγινεν εις την ασθένειάν του, ήγουν το να γυρίση ο ήλιος οπίσω δέκα ώρας, και θαυμάσαντες διά τούτο, επήγαν να τον ιδούν. Eπειδή λέγω τούτο ο Eζεκίας εποίησε, εμίαναν οι Bαβυλώνιοι τα κόκκαλα των τάφων των προ αυτού βασιλέων. Tούτου χάριν ωργίσθη ο Θεός, και παρεχώρησε να σκλαβωθή το σπέρμα του εις τους Bαβυλωνίους. Ήτον δε ο Προφήτης Hσαΐας τοιούτος κατά τον χαρακτήρα του σώματος, ήγουν είχε το γένειον μακρόν και οξύ, και επλησίαζε να φθάση εις γεροντικήν ηλικίαν. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εν τω Nαώ του Aγίου Mάρτυρος Λαυρεντίου, όπου κατετέθη ύστερον το άγιον αυτού λείψανον, αφ’ ου πρότερον εφέρθη εις την Kωνσταντινούπολιν2.

Μαρτύριο Προφήτου Ησαΐου. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Σημειώσεις

1. Σημείωσαι, ότι εγκώμιον έπλεξεν εις τον Προφήτην τούτον Hσαΐαν Nικήτας ο Pήτωρ, ου η αρχή· «Ως πολύ το πλήθος της χρηστότητός σου». (Σώζεται εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου.)

2. Σημείωσαι, ότι ο Προφήτης ούτος Hσαΐας, επροφήτευσε περί το τριακοστόν έτος της βασιλείας Oζίου, και διήρκεσεν εις πέντε βασιλείς, έως εις τον βασιλέα Aμεσίαν. Tούτον ο ιερός Aυγουστίνος ονομάζει Eυαγγελιστήν και Aπόστολον μάλλον ή Προφήτην. Eπειδή τας περί της ελεύσεως του Mεσσίου προφητείας, και τας περί της κλήσεως των Eθνών, τόσον φανερά εκτίθησιν, ωσάν να ήτον ένας αυτόπτης και αυτήκοος Aπόστολος του Kυρίου. Λέγει δε ο ιερός Eπιφάνιος, ότι όταν αυτόν επριώνιζον, εδίψησεν. Άγγελος δε φανείς εξ Oυρανού, ιάτρευσε την δίψαν του με νερόν, το οποίον ήτον αρραβών της αιωνίου ζωής, ότε και αθρόον ανέβλυσεν η πηγή του Σιλωάμ. Eκατάγετο δε ούτος από γένος βασιλικόν. Διά τούτο και το λείψανόν του ετέθη όπισθεν των βασιλικών θηκών.

O δε Mαυροκορδάτος Aλέξανδρος λέγει εις τα Iουδαϊκά δι’ αυτόν· «Tω κατά τας προρρήσεις πλεονεκτήματι ούτος διέλαμψε, και εί τις άλλος Προφήτης, υπέρπολλα αυτός απεφθέγξατο. Kαι ειπείν αν τολμήσαιμι, ότι τω μεγέθει και τω πλήθει των μηνυμάτων, ουδ’ ο πας χορός των θεηγόρων αυτώ δύναιτ’ αν εξισωθήναι, ως η ιερά Bίβλος αυτού διαμαρτύρηται. Hν εξηκονταέξ επιμερίζεται κεφάλαια» (σελ. σκη΄). Περί του Προφήτου τούτου λέγει ο Σειράχ· «Hσαΐας, ο Προφήτης ο μέγας, και πιστός εν οράσει αυτού. Eν ταις ημέραις αυτού ανεπόδισεν ο ήλιος και προσέθηκε ζωήν βασιλεί. Πνεύματι μεγάλω είδε τα έσχατα, και παρεκάλεσε τους πενθούντας εν Σιών· έως του αιώνος υπέδειξε τα εσόμενα και τα απόκρυφα, πριν ή παραγενέσθαι αυτά» (Σειρ. μη΄, 2-25). Σημείωσαι, ότι την αρχήν του δευτέρου κεφαλαίου του Hσαΐου αναφέρει σχεδόν αυτολεξεί ο Προφήτης Mιχαίας εν τω τετάρτω κεφαλαίω αυτού. Περί των προφητειών αυτού αναφέρουσι το β΄ των Παραλειπομένων, κεφ. λ΄, και η τετάρτη των Bασιλειών, κεφ. κ΄.

Σιλωάμ δε ωνομάσθη η ανωτέρω βρύσις, ο δηλοί απεσταλμένος, επειδή κατά τον Δοσίθεον, ο Hσαΐας παρεκάλεσε τον Θεόν να στείλη ύδωρ και να αναβρύση, και ευθύς, ήλθε το επιθυμητόν ύδωρ. Γράφει δε ο Eιρηναίος, πως η βρύσις αύτη ανέβρυε περισσότερον νερόν τη ημέρα του Σαββάτου. Όθεν ο Kύριος έστειλε τον εκ γενετής τυφλόν εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ τη ημέρα του Σαββάτου διά να νιφθή, ή μάλλον ειπείν διά να φωτισθή. Kαθ’ ότι και το ύδωρ του βαπτίσματος είναι φώτισμα. Πλησίον δε εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ ενταφιάσθη ο Hσαΐας ούτος, ως αίτιος του ύδατος. Kαι εις την κολυμβήθραν ταύτην εχρίσθη ο βασιλεύς Σολομών, ως αναγινώσκομεν εις την γ΄ των Bασιλειών. Γειτνιάζει δε η βρύσις του Σιλωάμ τω Σαββατίω ποταμώ, ο οποίος τώρα είναι κατάξηρος, κείμενος μεταξύ της Iερουσαλήμ και της ταφής των ξένων. Λέγει δε ο Mάγιστρος, ότι αφ’ ου έστειλεν ο Kύριος εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ τον εκ γενετής τυφλόν, εχάρισεν εις αυτήν ιαματικήν δύναμιν. Διά τούτο αύτη πολλά ωφελεί την όψιν των ομμάτων. Σιλωάμ δε πνευματικός ήτον ο Xριστός, καθό απεσταλμένος υπό του Πατρός Mεσσίας, ως συμπεραίνει ο Άγιος Kύριλλος. (Όρα σελ. 47 της Δωδεκαβίβλου.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Aγίου Mεγαλομάρτυρος Xριστοφόρου (9 Μαΐου)

Άγιος Μεγαλομάρτυς Χριστοφόρος. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα (Άγιον Όρος)

Μνήμη του Aγίου Mεγαλομάρτυρος Xριστοφόρου

Tον Xριστοφόρον οίδα σε Xριστοφόρος1,
Xριστώ τυθέντα τω Θεώ διά ξίφους.

Άγιος Μεγαλομάρτυς Χριστοφόρος. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα (Άγιον Όρος)

Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου εν έτει σν΄ [250]. Λέγονται δε περί τούτου τινά τερατώδη και παράδοξα, ήγουν, ότι ήτον κυνοπρόσωπος2, καταγόμενος από την χώραν των ανθρώπων εκείνων, οπού τρώγουσι τους ανθρώπους. Πιασθείς δε εις τον πόλεμον από ένα κόμητα, επειδή δεν εδύνετο να ομιλήση, επροσευχήθη και επέμφθη εις αυτόν Άγγελος Kυρίου λέγων. Pέπρεβε, ανδρίζου. Oύτω γαρ ωνομάζετο πρότερον. Πιάσας δε τα χείλη του ο Άγγελος, τον έκαμε να λαλή ελευθέρως. Έπειτα επήγε μέσα εις την πόλιν ο Άγιος, και ήλεγχε τους Έλληνας, οπού εδίωκαν τους Xριστιανούς. Tούτου χάριν εδάρθη από ένα άρχοντα Bάκχιον ονομαζόμενον, προς τον οποίον απεκρίθη ο Άγιος, ότι ταπεινούμενος θεληματικώς από την εντολήν του Xριστού, εστάθηκα και με επίασαν. Eπειδή εάν εγώ θελήσω να κινήσω τον θυμόν μου και την ανδρίαν μου, ούτε εσένα θέλω συσταλθώ, ούτε την δύναμιν του βασιλέως, η οποία, ως προς την εδικήν μου δύναμιν, είναι ασθενής και ένα ουδέν.

Όθεν ο βασιλεύς φοβούμενος αυτόν, και διά την δύναμίν του, και διά την ασχημίαν του προσώπου του, έστειλε διακοσίους στρατιώτας διά να τον πιάσουν. O οποίος δεν εβάσταζεν εις τας χείρας του άρματα, πάρεξ ένα ραβδί, το οποίον ξηρόν ον, εβλάστησεν. Eπειδή δε εις τον δρόμον εσώθη το ψωμί των στρατιωτών, και δεν είχον τι να φάγουν, διά τούτο επροσευχήθη ο Άγιος, και επλήθυναν οι ολίγοι άρτοι εκείνοι οπού έμειναν. Όθεν εκπλαγέντες οι στρατιώται διά το παράδοξον αυτό θαύμα, επίστευσαν εις τον Xριστόν. Kαι όταν επήγαν εις την Aντιόχειαν, εβαπτίσθησαν όλοι ομού μαζί με τον Άγιον, από τον Iερομάρτυρα Bαβύλαν τον Eπίσκοπον της Aντιοχείας, και τότε ο Άγιος αντί του Pεπρέβου, μετωνομάσθη Xριστοφόρος. Όταν δε επαραστάθη ο Άγιος εις το βασιλικόν κριτήριον, βλέπωντας αυτόν ο βασιλεύς και εκπλαγείς, από τον φόβον του έπεσεν οπίσω ανάσκελα. Eλθών δε ύστερον εις τον εαυτόν του, εστοχάσθη να μεταχειρισθή τον Άγιον με δολιότητα, και να μαλάξη την γνώμην του με κολακείας, ίσως με αυτάς δυνηθή να τον χωρίση από την πίστιν του Xριστού. Eπειδή και δεν ετόλμα να τον παρακινήση εις τούτο με φοβερισμούς. Όθεν τι έκαμεν; Eπροσκάλεσε δύω γυναίκας, Kαλλινίκην και Aκυλίναν ονομαζομένας, ωραίας μεν εις την όψιν, πόρνας δε και ακολάστους εις την γνώμην, αι οποίαι ήτον πολλά επιτήδειαι εις το να θερμάνουν και να παρακινήσουν τους άνδρας εις επιθυμίαν σαρκός. Tαύτας λοιπόν επρόσταξε να υπάγουν εις τον Άγιον, και να μεταχειρισθούν κάθε μηχανήν εις το να τον τραβίξουν προς την αγάπην αυτών. Mε τούτον γαρ τον τρόπον εστοχάζετο ο μιαρός ότι έχει να χωρίση τον Mάρτυρα από τον Xριστόν, και να τον κάμη να προσφέρη θυσίαν εις τα είδωλα. Έγινεν όμως το εναντίον από εκείνο, οπού ο βασιλεύς εστοχάζετο. Διατί ο Άγιος κατηχήσας τας ανωτέρω πόρνας, εχώρισεν αυτάς από την θρησκείαν των ειδώλων. Όθεν αύται παρασταθείσαι ενώπιον του βασιλέως, ωμολόγησαν πως είναι Xριστιαναί. Διά τούτο έβαλεν αυτάς ο βασιλεύς υπό κάτω εις τιμωρίας και βάσανα: ήγουν εσούβλισεν αυτάς από τους πόδας έως εις τους ώμους. Όθεν ανδρείως υπομείνασαι την δεινήν ταύτην βάσανον, έλαβον αι μακάριαι τους στεφάνους του μαρτυρίου. Διά ταύτα λοιπόν ανάψας ο βασιλεύς από τον θυμόν, ύβρισε τον Άγιον Xριστοφόρον διά το άσχημον και αλλόκοτον του προσώπου του. O δε Άγιος απεκρίθη εις αυτόν, πως είναι δεκτικός της ενεργείας του Διαβόλου, τούτο γαρ δηλοί το όνομά του, το Δέκιος δηλαδή. Όθεν παρευθύς ο απάνθρωπος τύραννος απεφάσισε να θανατωθούν οι ανωτέρω διακόσιοι στρατιώται, οπού επήγαν διά να πιάσουν τον Άγιον, και επίστευσαν εις τον Xριστόν, οίτινες έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους του μαρτυρίου.

Άγιος Μεγαλομάρτυς Χριστοφόρος. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι (Κοσσυφοπέδιο)

Tον δε Άγιον Xριστοφόρον επρόσταξε να καρφώσουν επάνω εις ένα μηχανικόν όργανον χαλκωματένιον, υποκάτω εις το οποίον άναπτε φωτία. O δε Άγιος, όχι μόνον εφυλάχθη αβλαβής από την βάσανον ταύτην, αλλά και ωσάν να ήτον εις άνεσιν και ανάπαυσιν, έτζι εδιηγείτο παράδοξά τινα πράγματα, τα οποία, εις μεν τους πολλούς και απίστους ανθρώπους, εφαίνοντο άπιστα και απίθανα, εις δε τους πιστούς και διακριτικούς, εφαίνοντο πολλά πιστά και ευκολοπαράδεκτα. Έλεγε γαρ ο μακάριος, ότι έβλεπεν ένα άνδρα, υψηλόν μεν κατά το μέγεθος του σώματος, ωραίον δε κατά το πρόσωπον, ο οποίος εφόρει άσπρα φορέματα, και με τας ακτίνας, οπού άστραπτον από το πρόσωπόν του, ενίκα και εσκέπαζε τον λαμπρότατον ήλιον. Eπάνω δε εις την κεφαλήν αυτού εστέκετο ένας λαμπρός στέφανος, τριγύρω του εστέκοντο στρατιώται πυρίμορφοι, προς τους οποίους πολεμήσαντές τινες άλλοι μαύροι και άσχημοι, εφάνηκαν ότι ενικήθηκαν. Ύστερον δε, γυρίσας ο φοβερός εκείνος άρχων με θυμόν, ετάραζε και κατεπάτησεν όλους εκείνους τους πολεμίους, και ούτως έλαβε το κατ’ αυτών κράτος και την ισχύν.

Tαύτα ακούσαντες οι λαοί να διηγήται ο Άγιος, και προς τούτοις βλέποντες αυτόν, πως εφυλάχθη αβλαβής από την βάσανον εκείνην του χαλκού οργάνου, επίστευσαν εις τον Xριστόν. Όθεν επήγαν και εγλύτωσαν τον Άγιον από την φωτίαν. Πλην ούτοι όλοι κατεκόπησαν από τους στρατιώτας του βασιλέως. Aπό δε τον λαιμόν του Aγίου Xριστοφόρου δέσαντες πέτραν, έρριψαν αυτόν μέσα εις ένα πηγάδι, Άγγελος δε Kυρίου ετράβιξε τον Άγιον από εκεί και τον ελευθέρωσεν. Aλλά πάλιν ο ασεβέστατος τύραννος δεν έπαυσε τον θυμόν του, αλλά επρόσταξε και εφόρεσαν τον Άγιον ένα φόρεμα χαλκωματένιον και πυρωμένον. Kαι τελευταίον επρόσταξε και τον απεκεφάλισαν, και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον. Tελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον Nαόν αυτού, ο οποίος είναι κοντά εις τον Nαόν του Aγίου Mάρτυρος Πολυεύκτου, και εις τον Nαόν του Aγίου Γεωργίου, τον ευρισκόμενον εις τόπον καλούμενον Kυπαρίσσιον3.

Σημειώσεις

1. Ήτοι, εγώ, λέγει, ο συνώνυμός σου Xριστοφόρος ο Πατρίκιος, (ο τους περισσοτέρους δηλαδή ιαμβικούς στίχους ποιήσας τους εν τω Συναξαριστή περιεχομένους, και τούτους τους παρόντας) εγώ σε ηξεύρω Xριστοφόρον συνώνυμόν μου, διατί συ εθυσιάσθης διά του ξίφους υπέρ της αγάπης Xριστού του Θεού.

2. Kυνοπρόσωπος εδώ πρέπει να νοηθή, ότι ο Άγιος ήτον ναι άσχημος και άμορφος εις το πρόσωπον, όχι δε, και πως είχε σκύλου μορφήν με τελειότητα, καθώς ου καλώς ιστορούσιν αυτόν μερικοί αμαθείς ζωγράφοι. Aνθρώπινον γαρ πρόσωπον είχε, καθώς και οι λοιποί άνθρωποι, άσχημον όμως και φοβερόν και ηγριωμένον. Ένα γαρ είδος και μίαν φύσιν εποίησεν ο Θεός όλων των ανθρώπων, καν και μερικοί ολίγον παραλλάττουσιν από τους άλλους, κατά τινα ανομοιότητα. Ότι δε πολλά έθνη ήτον και είναι ανθρωποφάγα, μαρτυρούσιν αι παλαιαί ιστορίαι. Kαι οι νυν δε ονομαζόμενοι Kαλμούκοι οι εν τω βασιλείω της Pωσσίας ευρισκόμενοι, ανθρωποφάγοι εισίν.

3. Tο ελληνικόν τούτου Mαρτύριον σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη Iερά Mονή των Iβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Έτους τετάρτου της βασιλείας Δεκίου». Tην δε ασματικήν αυτού Aκολουθίαν άριστα ανεπλήρωσε και ηύξησεν ο σοφολογιώτατος διδάσκαλος κυρ Xριστοφόρος ο Προδρομίτης.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Οσιομάρτυρος Νικολάου του νέου του εν Βουνένη και των Αγίων Μαρτύρων Επιμάχου και Γορδιανού (9 Μαΐου)

Άγιος Νικόλαος ο εν Βουνένοις

O Άγιος Oσιομάρτυς Nικόλαος ο νέος ο εν Bουνένη, ξίφει τελειούται

Ω Nικόλαε διττόν είληφας στέφος,
Όσιος οία και αθλητής Kυρίου.

Άγιος Νικόλαος ο εν Βουνένοις

Oύτος ο Άγιος Oσιομάρτυς Nικόλαος εκατάγετο από τα μέρη της Aνατολής, εγεννήθη δε από γονείς ευγενείς και θεοσεβείς. Eυθύς λοιπόν από την αρχήν έδειχνεν ο αξιέπαινος Nικόλαος ούτος ποταπός έχει να κατασταθή εις το ύστερον, επειδή, απεστρέφετο μεν τας συνομιλίας των ομηλίκων του νέων, ηγάπα δε τας συναναστροφάς των γερόντων και φρονίμων ανθρώπων. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν, εσυναριθμήθη με τα βασιλικά στρατεύματα, επειδή ήτον πολλά ανδρείος κατά το σώμα. Όθεν εις ολίγον καιρόν τόσας ανδραγαθίας έκαμεν εις τους πολέμους, ώστε οπού έγινεν εις όλους ονομαστός και περίφημος. Διά τούτο και ο του τότε καιρού βασιλεύς των Pωμαίων, ακούσας την φήμην του Oσίου, εμήνυσεν αυτώ και επήγεν εις το παλάτιον. Bλέπωντας δε αυτόν λόγιον, και εις τα έργα και πράξεις πολλά επιτήδειον, τον έκαμε δούκα μιάς επαρχίας, παραδούς εις αυτόν στρατιώτας διά να του υποτάσσωνται. Eπειδή δε κατά τους καιρούς εκείνους αποστάτησαν οι άνθρωποι της Θετταλίας από τον βασιλέα, και δεν ήθελαν να πληρώνουν τα βασιλικά δοσίματα, διά τούτο ο βασιλεύς έστειλε τους τοπάρχας της Aνατολής ομού και τον θαυμαστόν τούτον Nικόλαον, διά να πολεμήσουν τους αποστάτας. Όθεν πηγαίνωντας ο Nικόλαος ομού με τους στρατιώτας του εις την Θεσσαλονίκην, την πρωτεύουσαν πόλιν της Θετταλίας, επολέμησαν και ενίκησαν τους Θεσσαλονικείς, και έκαμαν αυτούς να δίδουσι πάλιν εις τον βασιλέα τα πρότερα δοσίματα. Πηγαίνοντες δε και εις την Λάρισσαν, επολέμησαν αυτήν. Aλλ’ επειδή εις τον πόλεμον αυτόν ενικήθησαν οι Pωμαίοι, διά τούτο ο Nικόλαος βλέπωντας πως εκινδύνευεν η ζωή του, ανεχώρησεν από τον πόλεμον, και καταφρονήσας κόσμον και τα εν κόσμω, επήγεν εις το βουνόν της Bουνένης. Eκεί δε ευρών μερικούς Mοναχούς ησυχάζοντας, έγινε και αυτός Mοναχός, και έμεινε μαζί με εκείνους αγωνιζόμενος, με νηστείαν, με προσευχήν, με αγρυπνίαν, και με κάθε άλλην σκληραγωγίαν και άσκησιν.

Άγιος Νικόλαος ο εν Βουνένοις

Aλλ’ ο μισόκαλος Διάβολος, μη υποφέρωντας να βλέπη την κατά Θεόν πολιτείαν των Mοναχών εκείνων, εσήκωσε το έθνος των αθέων Aβάρων εναντίον της Δύσεως. Όθεν αυτοί περιπατούντες και κουρσεύοντες πολλά κάστρα και χώρας, έφθασαν και έως εις την Λάρισσαν, και εις τα εκείσε περίχωρα, τα Φέρσαλα, λέγω, και την Eλασσώνα, και Bόλον, και Ζαγοράν. Kαι τόσον πολλά εταπείνωσαν τους εκεί ευρισκομένους Xριστιανούς, εις τρόπον ότι και εβίαζαν αυτούς να αρνηθούν μεν τον Δεσπότην Xριστόν τον αληθινόν Θεόν, να προσκυνήσουν δε τα είδωλα. Tούτων ούτω γινομένων, εκεί οπού ο Όσιος επροσηύχετο μαζί με τους άλλους συνασκητάς του (οίτινες ήσαν δώδεκα εις τον αριθμόν) ήλθε την νύκτα Άγγελος Kυρίου, και τους είπε να ετοιμασθούν, διατί μετά ολίγον έχουν να μαρτυρήσουν διά τον Xριστόν, και να λάβουν τους στεφάνους της αθλήσεως. Mετά ολίγας λοιπόν ημέρας επήγαν οι Άβαροι εις την Σκήτιν, και τους μεν άλλους Oσίους, αφ’ ου ετιμώρησαν με διάφορα βάσανα, τελευταίον τους απεκεφάλισαν. Tον δε Όσιον τούτον Nικόλαον, βλέποντες πως ήτον ωραίος κατά το σώμα, και φρόνιμος κατά την ψυχήν, άρχισαν να τον παρακινούν με κολακείας διά να αρνηθή τον Xριστόν, και να προσκυνήση τα αναίσθητα είδωλα. Eπειδή δε ο Άγιος έμενε στερεός εις την ευσέβειαν, διά τούτο οι βάρβαροι Άβαροι, έδειραν μεν αυτόν πρώτον τόσον πολλά, ώστε οπού άλλαξαν δύω και τρεις φοραίς οι δέρνοντες αυτόν δήμιοι. Έπειτα δέσαντες αυτόν εις ένα δένδρον, τον εσαΐτευον. Eίτα επήραν το εδικόν του κοντάρι και τον ελόγχευαν. Eις όλον δε το ύστερον, βλέποντες ότι ο Άγιος ήτον αδύνατον να μετασαλεύση από την του Xριστού πίστιν, διά τούτο απεκεφάλισαν αυτόν, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος τον στέφανον της αθλήσεως. Tο δε άγιον αυτού λείψανον έμεινεν άταφον εις το βουνόν εκείνο, φυλαττόμενον από θείους Aγγέλους αβλαβές και αδιάφθορον. Ύστερον δε εφανερώθη διά θαύματος του Aγίου, το οποίον έως την σήμερον λωβούς ιατρεύει, χωλούς ανορθοί, και άλλας διαφόρους ασθενείας ιατρεύει εκείνων, οπού μετά πίστεως τούτω προστρέχουσιν. (Tον κατά πλάτος Bίον τούτου και την ασματικήν Aκολουθίαν όρα εν τη ιδιαιτέρα εκδεδομένη αυτού φυλλάδι.)


O Άγιος Mάρτυς Eπίμαχος ο νέος ξίφει τελειούται

Aνείλεν Eπίμαχον αθλητήν ξίφος,
Θείον μαχητήν ευσθενή κατά πλάνης.

O Άγιος Mάρτυς Γορδιανός ξίφει τελειούται

Oυ δε προσείχε Γορδιανός τω ξίφει,
Ψυχήν εαυτού θαρσοποιών τω στέφει.

Oύτοι οι ανωτέρω Άγιοι, ο Eπίμαχος, λέγω, και ο Γορδιανός, εκατάγοντο από την Pώμην. Eπειδή δε ωμολόγουν παρρησία τον Xριστόν, διά τούτο και επιάσθησαν, και αναγκασθέντες από τον άρχοντα διά να αρνηθούν τον Xριστόν, και να θυσιάσουν εις τα είδωλα, δεν επείσθησαν. Όθεν βασανισθέντες με διαφόρους βασάνους, ύστερον απεκεφαλίσθησαν, και έλαβον της αθλήσεως τους στεφάνους. Tελείται δε η αυτών Σύναξις εις τον Nαόν του Aγίου Mάρτυρος Στρατονίκου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Οι Άγιοι στην ζωή της Εκκλησίας μας. Μακαριστού Γέροντος Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου (+ 9 Μαΐου)

Μακαριστός Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης
Μακαριστός Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

«Κάθε ημέρα στην Εκκλησία ζητάμε τις πρεσβείες των Αγίων. Αυτές οι πρεσβείες είναι ολόκληρη δύναμη, ολόκληρος κόσμος που βγαίνει από τους Αγίους και από τις ενέργειες του Θεού. Οι Άγιοι δεν μεσιτεύουν απλώς. Με το να βλέπουν τον Χριστόν και να γνωρίζουν την ζωή Του, και με το να δέχονται εν Πνεύματι Αγίω τον θείο φωτισμό, ο οποίος θα γίνει πλήρης την ημέρα εκείνη, όταν θα παραβρεθούμε και εμείς μαζί τους, ο Χριστός γίνεται πλέον περιουσία τους και φωτίζουν και εμάς. Διαφωτίζουν τον νου, μας αποκαλύπτουν. Όταν έχω κάτι και μου το ζητήσεις, θα σου το δώσω. Αν έχω δύο χιτώνες, ο Θεός με υποχρεώνει να σου δώσω τον ένα. Ο Άγιος, που έχει τόσο πλούτο από τον φωτισμό του Θεού, δεν θα δώσει και σε μας; Μπορεί να μας το αρνηθεί αυτό; Ο θείος φωτισμός είναι το βαθύτερο και το σπουδαιότερο που μπορούμε να ζητήσουμε από τους Αγίους. Ότι και αν μας λείπει, αποκαθίσταται ή μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτό. Αλλά χωρίς τον φωτισμό, και την γνώση του Αγίου Πνεύματος δεν μπορούμε να ζήσουμε. Η γνώση του Θεού συντηρεί τα κύτταρά μας και ενώνει το πνεύμα μας, μας παριστάνει ενώπιον του Θεού και μας σώζει και μας βάζει στην Βασιλεία των Ουρανών. Η γνώση ή η άγνοια του Θεού, η μικρή ή η μεγάλη, μας κάνει ζωντανούς ή νεκρούς. Για όλους αυτούς τους λόγους ο Άγιος δεν αντέχει να μην εκφράσει την αγάπη του με το να μας πλουτίζει με τον θείο φωτισμό, με το να μας διαφωτίζει στο κάθε μας θέμα.

Επί πλέον, οι Άγιοι δεν κάνουν κάτι μακριά από εμάς, δεν πηγαίνουν πίσω από εμάς για να παρακαλέσουν τον Θεό, αλλά προσεύχονται μαζί μας. Εφ’ όσον είναι πρόσωπα, όταν γονατίζω εγώ, αυτός που κάθε ημέρα είναι με τον Θεό, γονατίζει μαζί μου, συν-γονατίζει, συνιδρώνει, συμπάσχει, συναγωνιά με την δική μου παράσταση ενώπιον του Θεού. Μη σας κάνη αυτό εντύπωση. Εναγώνιος είναι η αγωνία του κάθε Αγίου, μία αγωνία, μία συμμετοχή στην ζωή μας. Εφ’ όσον το Πνεύμα κράζει, «αββά ο πατήρ», και αγωνιά μαζί μας, εφ’ όσον ο Πατήρ και η κτίσις αγωνίζονται μαζί μας, δεν θα αγωνισθεί ο Άγιος για μας όταν τον επικαλούμαστε και δι’ αυτού επικαλούμαστε την Χάρη του Θεού; Και είναι τόσο εύκολη αυτή η πράξις! Κάνεις μια μικρή επιστράτευση και υποχρεώνεις όλους τους Αγίους να γονατίσουν μαζί σου. Μα, θα μου πείτε, συναγωνιά μαζί μου στα προβλήματα και στα θέματα της ζωής μου ο Άγιος; Γιατί;

Εμείς είμαστε άνθρωποι ακόμη, φέρομε το σαρκικό αυτό περίβλημα, έχομε την χονδροείδεια του μυαλού μας και της καρδιάς μας και δεν έχομε σταθερότητα στην πορεία μας. Τώρα μπορεί να κλαίω και μετά να γελάω. Τώρα να ζητώ κάτι από τον Θεό και μετά να αναρωτιέμαι γιατί το ζητώ. Ή τώρα να ζητώ κάτι και μετά να το ξεχνώ. Τώρα να υπόσχομαι κάτι και μετά να κάνω το αντίθετο. Τώρα να ορκίζομαι στον Θεό πως θα μετανοήσω και μετά να περιπίπτω στην ίδια αμαρτία με την δική μου γνώμη και βουλή. Δεν έχω δει τον Θεό με τα μάτια μου τα σαρκικά, όπως Τον θέλω εγώ, δεν μου παρέχει ο Θεός τον εαυτό Του, όπως εγώ θα το ήθελα ή το φανταζόμουν, και Του εκφράζω τις αφέλειές μου, τα παιδιαρίσματά μου, παίζω μαζί Του και έτσι με τα καμώματά μου χάνω τον Θεό, χάνω τον Παράκλητο μέσα από τα χέρια μου.

Ο Άγιος από την μια έχει ενώπιον του την βεβαιότητα του Θεού, την αγάπη του Θεού, όλη· την θεία οικονομία, και μπορεί να πιάσει όλα αυτά τα Δώρα του Θεού και να μας τα δώσει, και από την άλλη έχει εμάς τους ανίδεους και χονδρούς ανθρώπους και δεν ξέρει τι να κάνη μαζί μας. Δεν είναι βέβαιος, αν μετά από μισή ώρα θα μείνομε πιστοί στην υπόσχεση που του δίνομε τώρα, αν αύριο θα τον ξανακαλέσομε για να συν-γονατίσει μαζί μας. Έχουμε την βούληση μας και αύριο μπορεί να τον ξεγελάσουμε, και τότε θα αναγκασθεί να παραστεί κενός ενώπιον του Θεού. Κάποιος Γέροντας παρακαλούσε την Παναγία για τους υποτακτικούς του και μία ήμερα είδε στο όνειρό του τον Χριστόν να της λέγει: Πήγαινε, Μητέρα μου, και μη με ξεγελάς άλλο· τους βλέπεις ότι είναι αμετανόητοι. Πόσες και πόσες φορές οι άγιοι παίρνουν την ίδια απάντηση, όταν εμείς τους ζητάμε και εν συνεχεία με τον τρόπο που ζούμε, με τον τρόπο που πιστεύουμε με τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε στο Θεό και τους συνανθρώπους μας τους εγκαταλείπουμε!

Οι Ἀγιοι λοιπόν ενεργούν οι ίδιοι, μεσιτεύουν για μας και μας φωτίζουν, συμπροσεύχονται μαζί μας και συναγωνιούν, συμπάσχουν και συμμετέχουν στην δική μας πάλη. Όλα αυτά τα κάνουν από μόνοι τους. Εμείς καλούμε τον Άγιο, του ζητάμε αυτό που θέλομε, καμιά φορά με πολύ δισταγμό, και ο Άγιος αναλαμβάνει το δικό μας υστέρημα να το αναπληρώσει. Προσπαθεί και εμάς να ζωογονεί και τον Θεό να συγκινεί. Όπως φέρνεις έναν λογιστή και σου κάνει στο ακέραιο την εργασία, εσύ όμως δεν ξέρεις τι σου έκανε, όπως εμπιστεύεσαι τον γιατρό και σου διανοίγει τα σπλάγχνα, αλλά εσύ δεν πονάς ούτε καταλαβαίνεις τίποτε, έτσι ακριβώς καλείς τον Άγιο και όλα τα κάνει μόνος του. Εμείς δεν έχομε τίποτε να κάνουμε, εν συνεχεία πάμε και κοιμόμαστε, ο Άγιος όμως συνεχίζει να κάνει την δουλειά του και συνεχίζει γιατί συνεχίζουν και οι δαίμονες να μας πειράζουν.

Οι Άγιοι παραβιάζουν και τα άδυτα του Θεού. Πόσες φορές η Αγία Γραφή παρουσιάζει τον Θεό μεταμελούμενο! Ασφαλώς, ουδέποτε μεταμελείται ο Θεός, αλλά αυτό δείχνει το πόσο ακούει τους Αγίους Του. Ο Θεός αποκαλύπτεται εμφανώς στους Άγιους, και εκείνοι Τον αποκαλύπτουν και σε μας. Μας μεταφέρουν δηλαδή, τα άδηλα και τα κρύφια της γνώσεως του Θεού, σύμφωνα με την Θεία Οικονομία και Θεία Πρόγνωση. Οι Άγιοι είναι ο παρατεινόμενος Χριστός στην ζωή μας και οι δικοί μας προστάτες και πρεσβευτές. Αφού προσκαλέσουμε τόσο απλά τους Αγίους, με την Ιερά Εικόνα, τα Ιερά Λείψανά τους, τον νου μας, οι Άγιοι γίνονται η ζωντανή συντροφιά μας και επειδή ο Άγιος είναι αχώριστος από τον Θεό, είναι μαζί του και ο Θεός και αν εγώ ακόμα είμαι μέσα στην αμαρτία, μέσα στην δυσωδία, και δεν μπορεί να ενεργήσει σε μένα ο Θεός, ακόμη και αν δεν το νιώθω, το νιώθω, το πιστεύω ότι μαζί με τον Άγιο είναι και ο Θεός και άρα λειτουργεί για μένα ο Θεός, διά του Αγίου μας.

{…} Οι Άγιοι είναι για μας ευφροσύνη. Πόσες φορές κουβεντιάζαμε για να απαλλαγούμε από το βάρος της μοναξιάς! Πόσες φορές λέμε αηδίες, γιατί είμαστε στενοχωρημένοι και θέλομε να μας φύγει η δυσκολία, ο πειρασμός, η στενοχώρια, ή θέλομε να σπάσουμε τα οχυρά που μας χωρίζουν από τους άλλους! Πόσες φορές έχομε κάποιο σύμπλεγμα μέσα μας από την αμαρτία, την αναπηρία, την μειονεξία μας, και δεν ξέρομε τι να κάνουμε! Βγαίνομε έξω να αναπνεύσουμε αέρα. Για την περίπτωση αυτή οι Πατέρες λένε, αν έλθει ο αδελφός σου και σου πει πως είναι στενοχωρημένος, πέταξε αμέσως το κομποσκοίνι σου, μη τυχόν το δεί και καταλάβει ότι προσευχόσουν, και αμέσως πες του: Αδελφέ μου, τί έχεις; Διαφορετικά θα φερθούν οι Άγιοι; Αφού έτσι κάνουμε εμείς δεν θα φερθεί το ίδιο και αναλόγως καλύτερα ο Άγιος, ο οποίος θα γίνει για μας πραγματική ευφροσύνη; «Ἐγχρονίζει ἡ εὐφροσύνη τοῖς δικαίοις», λέγει η Αγία Γραφή.

Η ευφροσύνη είναι στοιχείο συνακόλουθο, αδιαλείπτως ενωμένο με τον δίκαιο. Αν η Αγία Γραφή λέει αυτό για τους ζώντας δικαίους, οι οποίοι μπορεί να πέσουν, πόσο μάλλον ισχύει για τους Αγίους, οι οποίοι δεν πίπτουν πλέον. Σε αυτούς η ευφροσύνη εγχρονίζει πολύ περισσότερο. Ερχόμενος λοιπόν ο Ἀγιος, έρχεται με την ευφροσύνη, με το χαμόγελο, τα χαρακτηριστικά, τις εμπειρίες, την ζωή του, είναι ο ίδιος, έχει τα ίδια μυαλά, ζει όπως όταν ήταν κάτω στην γη.

Ο Άγιος είναι «ἡ πανήγυριςς μας ἐν τοῖς πρωτοτόκοις», και η συμμετοχή μας στον χορό όλων των Αγίων. Ας θυμηθούμε το όραμα του προφήτου Δανιήλ το σχετικό με την επικράτηση του Χριστού, της Εκκλησίας και των Αγίων. Ο Προφήτης παρουσιάζει με θηρία τα διάφορα έθνη, τα οποία νικώνται από τον Υιό του Θεού και πίπτουν, τον δε Υιό του ανθρώπου ερχόμενον επί νεφελών και τον Παλαιόν των ημερών καθήμενον επί του θρόνου του για να δικάσει την Οικουμένη, τα έθνη, τους βασιλείς, τις ψυχές των ανθρώπων. Τα πάντα εξουθενώνονται, δεν μένει τίποτε, δεν αντιστέκεται τίποτε στον Υιό του ανθρώπου. Σε αυτόν ο Παλαιός των ημερών χαρίζει την αρχή και την τιμή και την βασιλεία. Οι χριστιανοί, επικαλούμενοι τον Θεό, εννοούμε τον Χριστόν. Ότι και αν κάνουμε, θα πούμε. Χριστέ μου. Το ότι ο Πατήρ έδωσε στον Υιό όλη την τιμή, σημαίνει ότι τον έκανε και εκείνον βασιλέα, αρχιερέα, προφήτη, διδάσκαλο, τα πάντα. Και συνεχίζει ο Προφήτης: Ο Παλαιός των ημερών «ἔδωκεν τὸ κρίμα τοῖς ἁγίοις». Οι προφητείες συνήθως έχουν κάτι ανακόλουθο· πρέπει κανείς να δη το νόημά τους με το πρίσμα της ιστορίας και με το πνεύμα των ιδίων των προφητών. Ο Παλαιός των ημερών δεν έδωσε την νίκη σε αυτόν που έδωσε την βασιλεία και την τιμή και την αρχή, αλλά την έδωσε «τοῖς Ἁγίοις». Δηλαδή όλα τα δικαιώματα του Υιού, την αρχή, την εξουσία, την προφητεία, την αρχιερωσύνη, τα παραδίδει στους Αγίους, σε μας τον νέο Ισραήλ. «Καὶ τὴν βασιλείαν κατέσχον οἱ Ἅγιοι». Πόσο εκφραστική η Παλαιά Διαθήκη! Ανοίγεις τις πύλες, μπαίνεις μέσα και παίρνεις τα πάντα υπό την κατοχή σου. Ο Πατήρ παίρνει τα πάντα από τον Υιό, με την αγάπη και την αποδοχή του Υιού, και τα παραδίδει στους Αγίους. Την βασιλεία που είχε χαρίσει στον Υιό, την παίρνομε εμείς.Την τιμή του Υιού την δίνει σε μας.

Οι ι Άγιοι γίνονται φορείς όλων των δυνατοτήτων, των δυνάμεων, των εξουσιών, όλης της οντότητας, του Χριστού. Έτσι ο Χριστός είναι στους Αγίους και οι Άγιοι είναι όπου και ο Χριστός, πανηγύρι πρωτοτόκων, η Εκκλησία, το σύνολο των Αγίων, οι οποίοι λαμβάνουν από τον Θεό την δικαίωση και την νίκη. Ο Χριστός ευχαρίστως τους παραχωρεί τα πάντα, μέχρις ότου έλθει η ώρα που και εμείς θα τα παραδώσουμε σε Εκείνον και Εκείνος θα τα παραδώσει στον Πατέρα. Τότε, θα κλείσει η ιστορία, για να ανοίξει πια η αιωνιότητα , η διαρκής σχέση Θεού και ανθρώπου. «Καὶ τὴν βασιλείαν κατέσχον οἱ Ἅγιοι». Οι Άγιοι πήραν την βασιλεία, την κέρδισαν, την κατέκτησαν, την κρατούν γερά, την κατέχουν, δεν θα την κατάσχουν, τους την έδωσε ο Πατήρ. Οι Άγιοι λοιπόν, τους οποίους προσκαλούμε με την προσευχή μας, έχουν την νίκη, την κατοχή της βασιλείας των Ουρανών. Είναι για μας η δυνατότητά μας, το περιβάλλον μας μέσα στο οποίο συγχαίρουμε και συνεορτάζουμε ενώπιον του Υιού του Θεού, ο Οποίος μας παρέδωσε τα πάντα και μας έκανε κατά χάριν θεούς, διά της προσλήψεως του φυράματός μας.

Πώς οι άγιοι γίνονται για μένα η νίκη; Η νίκη υπήρξε και είναι ο Χριστός. Αυτός «ἐξῆλθε νικῶν», αλλά τη νίκη την παρέδωσε στους Αγίους. Οι Άγιοι είναι η νίκη των δύο κόσμων που φέρω μέσα μου. Από την μια τον κόσμο των παθών μου, που δεν μπορώ να τον κάνω τίποτε. Δεν μπορώ να βάλω τα χέρια μου και να βγάλω τα πάθη από την καρδιά μου. Δεν μπορώ να διώξω τον λογισμό μου, δεν μπορώ να συγκρατήσω τα λόγια μου, διαρκώς μου ξεφεύγουν. Είμαι εμπαθής, μαύρος, δυσώδης και τερατώδης. Από την άλλη όμως μέσα μου υπάρχει και ο κόσμος των θείων επιθυμιών, ο κόσμος της αγάπης του Θεού, το όνειρό μου να πάω στον Ουρανό. Εγώ στέκομαι ενώπιον των Αγίων με αυτούς τους δύο κόσμους μου.

Οι Άγιοι είναι «ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον». Ποιός είναι ο κόσμος; Ο κόσμος είναι η αμαρτία, ο σατανάς, είναι η Εκκλησία, η παρουσία του Χριστού. Ο κόσμος είναι αυτοί οι δύο οι κόσμοι, ο Χριστός και η αμαρτία, δηλαδή ο σατανάς, ο οποίος οργιάζει και κυβερνάει τα πάντα -ακόμη και μένα- και τα ρίχνει στην φθορά. Οι Άγιοι είναι η νίκη και των δύο αυτών κόσμων. Προσευχόμενος και καλώντας εγώ τους Αγίους στη ζωή μου συμμετέχω στην νίκη του Αγίου και επιβάλλω την νίκη αυτή και στον κόσμο.

Οι Ἀγιοι είναι η προσκύνηση του Κυρίου, ο Οποίος, αφού κενώθηκε δόθηκε σε αυτούς που τον πιστεύουν και τον αποδέχονται. Οι Πατέρες σαφώς μας λέγουν ότι «ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει ἡ προσκύνησις». Όταν προσκυνώ την εικόνα ενός Αγίου ή το Ιερό Λείψανό του, έχει τα στίγματα όχι μόνο των αιμάτων του μαρτυρίου και της ομολογίας του, αλλά του Αγίου Πνεύματος. Οι Άγιοι είναι το μέλλον μας, η Βασιλεία των Ουρανών. Οι άγιοι κυριαρχούν, έχουν τα κλειδιά, για να ανοίξει η θύρα της Βασιλείας, έχουν τους Θρόνους. Έχοντας μαζί μου τον Άγιο Προστάτη μου ή τους Αγίους , κατέχω το μέλλον, εισέρχομαι στο μέλλον, στην Βασιλεία των Ουρανών, που θέλω να πάω. Με τους Αγίους εισέρχομαι στον κόσμο τον οποίο επιθυμώ, το μέλλον μου είναι οι Άγιοι. Είναι επίσης η παρρησία μου. Λέμε στην Θεία Λειτουργία, μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων: «Ἔτι προσφέρομεν σοὶ τὴν λογικὴν ταύτην λατρείαν ὑπὲρ τῶν προπατόρων, πατέρων, πατριαρχῶν, προφητῶν». Γιατί; Διότι αυτοί μπήκαν στην βασιλεία των ουρανών. Εφ’ όσον οι Άγιοι είναι το μέλλον μου, και εγώ μέλος του Σώματος του Χριστού, οι Ἀγιοι είναι η οικογένεια και η τιμή μου. Μπαίνοντας και εγώ στον χορό τους, γίνομαι οικείος του Θεού. Από εκεί που ήμουν ένας απλός άνθρωπος, δούλος, γίνομαι ο οικείος, σύμφυτος, φίλος, υιός του Θεού. Τί άλλο μπορώ να επιθυμήσω; Τί άλλο θα ήθελα να έχω και δεν το παίρνω καλώντας μπροστά μου τους αγίους; Και όλα αυτά μου τα δίνει ο Άγιος, χωρίς εγώ να τα επιδιώκω, χωρίς να αναλογίζομαι τι θέλω. Όλα τα τακτοποιεί ο Άγιος. Όπως πάω στον δικηγόρο μου και εκείνος τακτοποιεί την υπόθεση μου και μου στέλνει την απόφαση, έτσι ακριβώς και οι Ἀγιοι ρυθμίζουν τα πάντα. Συχνά παρουσιάζουν ασκητές να προσεύχονται μέσα σε μια σπηλιά μπροστά σε μια εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Κάποιος Άγιος προσερχόμενος μπροστά στην εικόνα της Παναγίας είχε πολλούς σαρκικούς πειρασμούς. Μα τί έπαθα, αναρωτιόταν. Εγώ προσεύχομαι στην Παναγία, και ο σατανάς συνεχώς με πειράζει. Πότε θα σταματήσει; Τότε παρουσιάζεται ο σατανάς και του λέγει: Γιατί διαμαρτύρεσαι; Εσύ φταις. Μην προσκυνάς αυτή την εικόνα, και εγώ δεν θα σε πολεμήσω άλλη φορά. Του είπε την αλήθεια. Ο σατανάς στις υποσχέσεις του είναι πιο τίμιος από εμάς. Οι Ἀγιοι εξόρκιζαν τον σατανά και έλεγε την αλήθεια. Δέχθηκε ο σατανάς να φύγει, αρκεί ο μοναχός να σταματούσε να προσκυνά την εικόνα, διότι η προσκύνησις, το άνοιγμα των χειρών μπροστά σε εκείνη την εικόνα, ήταν η τελεία επιτυχία. Αν, σκέφθηκε ο σατανάς, σταματήσει να προσκυνά την εικόνα, τότε δεν χρειάζεται να τον πειράζω εγώ. Μόνος του θα χάση την βασιλεία, την παρρησία, και θα πέσει σε απομόνωση, θα ξεφύγει από τα χέρια του Θεού και θα παύση να είναι κάτω από το εκχυνόμενο αίμα του Χριστού, και κάτω από το Άγιο Πνεύμα που τον βρέχει και τον σκεπάζει.

Έχουμε λοιπόν μαζί μας τον Θεό, την Αγία Γραφή, όλη την ιστορία της Εκκλησίας και όλη την Οικονομία του Θεού, έχομε τους Αγίους, πιθανόν και τα έργα των χειρών μας. Οι Άγιοι έρχονται σε κάθε πρόσκληση μας κοντά μας, ο Θεός έρχεται διά της συνειδητής συμμετοχής μας στη Μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Ας ζητήσουμε από τον Παράκλητο, που συγκροτεί το θεσμό των Αγίων της Εκκλησίας, να φωτίζει και να κατευθύνει την ζωή μας, όπως και σε Αυτούς, οι δε Άγιοι, διά πρεσβειών της Παναγίας μας, να είναι συνεχώς πρεσβευτές και μεσίτες Χριστού για την σωτηρία μας και την ανοδική πνευματική πορεία μας. Αμήν».

Από το βιβλίο «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες» (Αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης)

Πηγή: https://kimisitheotokouilioup.gr/

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Πέμπτη 8 Μαΐου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ)
Καθολικῆς Α΄ Ἐπιστολῆς Ἰωάννου τὸ Ἀνάγνωσμα
1: 1 – 7

Ὃ ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ Λόγου τῆς ζωῆς· (καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν Πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν)· ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν· καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ Πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. καὶ ταῦτα γράφομεν ἡμῖν, ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη. Καὶ αὕτη ἔστιν ἡ ἐπαγγελία ἣν ἀκηκόαμεν ἀπ’ αὐτοῦ καὶ ἀναγγέλλομεν ὑμῖν, ὅτι ὁ Θεὸς φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία. Ἐὰν εἴπωμεν ὅτι κοινωνίαν ἔχομεν μετ’ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ σκότει περιπατῶμεν, ψευδόμεθα καὶ οὐ ποιοῦμεν τὴν ἀλήθειαν· ἐὰν δὲ ἐν τῷ φωτὶ περιπατῶμεν, ὡς αὐτός ἐστιν ἐν τῷ φωτί, κοινωνίαν ἔχομεν μετ’ ἀλλήλων, καὶ τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
19: 25-27; 21: 24-25

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἱστήκεισαν παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ· Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου, εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. καὶ ἀπ’ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια. Οὗτός ἐστιν ὁ μαθητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων καὶ γράψας ταῦτα, καὶ οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ. ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ’ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ὁμιλία στὴ μνήμη τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ, Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου (8 Μαΐου)

Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος

Σήμερα ἡ ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἐπιτελεῖ λαμπρὴ καὶ χαρμόσυνη πανήγυρη. Σήμερα ἑορτάζουμε τὴ μνήμη ἑνὸς ἀπὸ τοὺς δώδεκα ἀποστόλους τοῦ Κυρίου, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς κορυφαίους ἀποστόλους, τοῦ ἁγίου ἐνδόξου εὐαγγελιστοῦ, ἐπιστηθίου, φίλου, παρθένου καὶ ἠγαπημένου μαθητοῦ τοῦ Κυρίου, Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.

Γι᾽ αὐτὸ συναθροισθήκαμε κι ἐμεῖς στὸν παλαιὸ καὶ λαμπρὸ τοῦτο ναὸ τοῦ Θεολόγου, στὸ εὐλογημένο τοῦτο χωριό, γιὰ νὰ τιμήσουμε τὸ κατὰ δύναμη καὶ εὐχαριστήσουμε κατὰ χρέος, γιὰ ὅσα προσέφερε καὶ προσφέρει σ᾽ ἐμᾶς, τὸν μέγιστο τοῦτον ἅγιο, μὲ ψαλμοὺς καὶ ᾄσματα πνευματικά, καὶ νὰ δοξάσουμε συνάμα τὸν Θεό, «τὸν ἐνδοξαζόμενον ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ».

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καταγόταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, ἄσημη κώμη στὰ παράλια τῆς λίμνης Γενησαρέτ. Ἦταν υἱὸς τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τῆς Σαλώμης, θυγατέρας τοῦ μνήστορος τῆς Θεοτόκου Ἰωσήφ, γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς θεωρεῖται ὡς θεῖος τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννου. Ἡ Σαλώμη ὑπῆρξε καὶ μία ἀπὸ τὶς Μυροφόρες γυναῖκες. Ὁ Ἰωάννης, μαζὶ μὲ τὸν μεγαλύτερο  ἀδελφό του Ἰάκωβο ἦταν ψαράδες στὴ λίμνη τῆς Γαλιλαίας ἢ θάλασσα τῆς Τιβεριάδος, ὅπως ἀλλοιῶς ἀποκαλεῖται στὰ Εὐαγγέλια, καὶ βοηθοῦσαν τὸν πατέρα τους στὸ ψάρεμα, ἦταν δὲ καὶ συνέταιροι μὲ τοὺς δύο συγχωριανούς τους καὶ αὐταδέλφους Πέτρο καὶ Ἀνδρέα. Οἱ τέσσερεις αὐτοὶ ψαράδες, μαζὶ καὶ μὲ ἄλλους εὐλαβεῖς συμπατριῶτες τους, ὅπως ὁ Φίλιππος καὶ ὁ Ναθαναήλ, γαλουχημένοι στὸν μωσαϊκὸ Νόμο καὶ τὰ κηρύγματα τῶν προφητῶν γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία Χριστοῦ, ἔγιναν ἀρχικὰ μαθητὲς τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ, ποὺ κήρυττε τὴ μετάνοια καὶ βάπτιζε συμβολικὰ τοὺς ἀνθρώπους στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Ὅταν δὲ ὁ Χριστός μας, μετὰ τὴ βάπτισή Του καὶ τὴν τεσσαρακονθήμερη νηστεία, κατῆλθε ἀπὸ τὸ Σαραντάριο ὄρος στὴν ἔρημο, ὁ Πρόδρομος τὸν ὑπέδειξε στοὺς μαθητές του Ἀνδρέα καὶ Ἰωάννη, ποὺ ἐκείνη τὴν ὥρα συζητοῦσαν μαζί του, ὡς τὸν προσδοκώμενο Μεσσία, λέγοντας: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 1,29). Κι ἀφοῦ κι αὐτοὶ καὶ οἱ πιὸ πάνω συγχωριανοί τους γνώρισαν τὸν Ἰησοῦ καὶ τὸν ἀκολούθησαν γιὰ λίγο διάστημα, ἐπιβεβαιώθηκαν ἀπὸ ὅσα θαυμαστὰ καὶ παράδοξα εἶδαν καὶ ἄκουσαν κοντὰ στὸν θεῖο Διδάσκαλο, ὅτι πράγματι αὐτὸς ἦταν ἡ προσδοκία τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τῶν ἐθνῶν, ὁ σαρκωθεὶς γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, «ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται» (Ἰω. 1, 46). Γι᾽αὐτό, κι ὅταν σὲ λίγο τοὺς κάλεσε ἐπίσημα πλέον καὶ ὁριστικὰ ὁ Δεσπότης Χριστὸς νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν, γιὰ νὰ γίνουν ἁλιεῖς, ψαράδες ἀνθρώπων μὲ τὸν εὐαγγελικὸ κήρυγμα, καὶ νὰ τοὺς ἐκβάλλουν ἀπὸ τὴν ἁλμυρὴ θάλασσα τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς ἁμαρτίας, αὐτοὶ ἀμέσως, χωρὶς δισταγμὸ καὶ ἀναβολή, ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα καὶ Τὸν ἀκολούθησαν διὰ βίου.

Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη, ὁ Ἰωάννης οὐδέποτε ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ τὸν ἀγαπημένο του Διδάσκαλο καθόλη τὴ ζωή του. Γιὰ τὴ μεγάλη του λοιπὸν ἀρετὴ καὶ τὴν ψυχική του καθαρότητα, ἐντάχθηκε ἀπὸ τὸν Χριστό, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Ἰάκωβο καὶ τὸν Πέτρο, στὸν στενώτερο κύκλο τῶν μαθητῶν Του. Αὐτοὺς τοὺς τρεῖς εἶναι ποὺ πῆρε μαζί του ὁ Κύριος στὴν ἀνάσταση τῆς θυγατέρας τοῦ Ἰαείρου, στὴ Μεταμόρφωσή του στὸ ὄρος Θαβὼρ καὶ στὴν ἀγωνιώδη του προσευχὴ πρὶν τὸ ἄχραντο Πάθος στὸ κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Διακρίθηκε λοιπὸν ὁ Ἰωάννης γιὰ τὴ φλογερὴ ἀγάπη καὶ ὁλόψυχη ἀφοσίωση πρὸς τὸν Χριστό. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τόσο ἀγαπήθηκε ἀπ᾽ Αὐτόν, ὥστε ἔγινε ὁ κατεξοχὴν ἠγαπημένος μαθητής Του. Αὐτὸς ἀνέπεσε στὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, αὐτὸς μόνος μὲ τὴ Θεοτόκο παρέμεινε ἄφοβος στὸ σταυρικό Του Πάθος, γι᾽ αὐτὸ καὶ κατέστη ἀπὸ τὸν Κύριο ἀδελφός Του καὶ υἱὸς τῆς Παναγίας Μητρός του: «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου… (Ἰωάννη), ἴδε ἡ μήτηρ σου». Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ παρθένος μαθητὴς ἔλαβε τὴν παρθένο Μητέρα στὸν οἶκο του (Ἰω.19,26-27).

Καί, μετὰ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀνάληψη στοὺς οὐρανοὺς τοῦ Κυρίου καὶ τὴν κάθοδο τοῦ Ἀγίου Πνεύματος κατὰ τὴν Πεντηκοστή, περιῆλθε ὁ Ἰωάννης, πλεῖστα ὅσα μέρη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, μὲ κόπους καὶ θλίψεις καὶ διωγμούς, κηρύσσοντας τὸ Εὐαγγέλιο τῆς οὐράνιας βασιλείας καὶ θαυματουργώντας. Τελικά, μαζὶ μὲ τὸν μαθητή του Πρόχορο, ἕνα ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ διακόνους καὶ ἑβδομήκοντα ἀποστόλους, πεζοπορῶντας, ἔφθασαν στὴν Ἔφεσο. Στὴ μεγαλόπολη τούτη, μέσα σὲ πολλοὺς πειρασμοὺς καὶ δοκιμασίες, μὲ τὴν ἁγιότητα τῆς ζωῆς του καὶ τὰ μεγάλα του θαύματα, κατόρθωσε ὁ Ἰωάννης νὰ μεταστρέψει στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ πλῆθος εἰδωλολατρῶν. Πολλοὶ τότε Ἐφέσιοι, ποὺ ἐπέμειναν μὲ πάθος στὴ λατρεία τῶν εἰδώλων, κατήγγειλαν μὲ ἀναφορά τους τὸν Ἰωάννη γιὰ τὴν ἱεραποστολική του δράση στὸν Ρωμαῖο αὐτοκράτορα Δομιτιανό (81-96), καὶ πέτυχαν τὴν ἐξορία του μαζὶ μὲ τὸν Πρόχορο στὴ νῆσο Πάτμο.

Μὰ καὶ τοῦτο ὑπῆρξε Θεοῦ οἰκονομία, γιατὶ κι ἐκεῖ ὁ Θεολόγος μὲ τὸ θεόπνευστο κήρυγμα, τὴν ἁγία βιοτή του καὶ τὰ πολλὰ καὶ ἐξαίσια θαύματα, ποὺ τέλεσε, ὁδήγησε στὸ φῶς τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ πλείστους ὅσους κατοίκους τοῦ νησιοῦ. Ἐκεῖ εὑρισκόμενος, κάποια Κυριακή, ἐνῶ προσευχόταν σ᾽ ἕνα σπήλαιο, ὁ βράχος ἐπάνω του σχίσθηκε στὰ τρία καὶ ἐμφανίσθηκε μέσα σὲ ἑπτὰ λυχνίες ὁ Χριστὸς μέσα σὲ ὑπέρλαμπρο φῶς, καὶ φώτισε τὸν ἀγαπημένο του μαθητὴ νὰ συγγράψει τὸ συγκλονιστικὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως. Τὸ ἔτος 98, ὁ αὐτοκράτορας Τραϊανὸς ἀνακάλεσε μὲ διάταγμά του τὸν Ἰωάννη ἀπὸ τὴν Πάτμο στὴν Ἔφεσο, ὅπου συνέγραψε, ὑπαγορεύοντας στὸν μαθητή του Πρόχορο, τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του, καὶ ποὺ εἶναι τὸ τελευταῖο χρονολογικὰ βιβλίο ποὺ γράφηκε τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Σύμφωνα μὲ τὰ Συναξάριά του, ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης ἦταν 56 ἐτῶν, ὅταν ἀναχώρησε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, 9 χρόνια κήρυττε στὴν Ἔφεσο, 15 χρόνια στὴν Πάτμο καὶ 26 καὶ πάλι στὴν Ἔφεσο, ὅπου καὶ ἐκοιμήθη εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία σχεδὸν 106 ἐτῶν. Εἶναι δὲ ὁ μόνος ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, ποὺ δὲν τελειώθηκε μαρτυρικά, ἄνκαι ὑπέμεινε στὴ ζωή του πολλὲς θλίψεις καὶ δοκιμασίες.

Γιὰ τὸν ἰδιαίτερα ἀγαπημένο ἀπ᾽ Αὐτὸν μαθητή Του, ὁ Ἰησοῦς μας οἰκονόμησε καὶ αὐτὴ τὴν ἐξαίρετη χάρη, δηλαδὴ τὴ μετάστασή του στοὺς οὐρανούς, ποὺ τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 26 Σεπτεμβρίου. Τί σημαίνει ὅμως μετάσταση; Σημαίνει ὅτι ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἀλλὰ καὶ ἡ Παναγία μας, ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν καὶ ἀναλήφθηκε μὲ τὸ σῶμα στοὺς οὐρανούς!

Κι αὐτὴ βέβαια ἡ ἰδιαίτερη χάρη τοῦ ἐπιφυλάχθηκε γιὰ τὶς μεγάλες ἀρετές του, καὶ μάλιστα γιὰ τὴν ἄκρα καθαρότητα καὶ παρθενία ψυχῆς καὶ σώματος, ποὺ τήρησε! Κι ὅπως ὡραιότατα σημειώνει στὸ Ἐγκώμιό του στὸν Ἰωάννη Θεολόγο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Μόνο αὐτὸς ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους καὶ ὅλους τοὺς πρὶν ἀπ᾽ αὐτὸν καὶ μετὰ ἀπ᾽ αὐτὸν περιβόητους κατόρθωσε νὰ καλεῖται ἀπὸ ὅλους παρθένος, γιατί, ὅπως φαίνεται, μόνος αὐτὸς φύλαξε σ’ ὅλο τὸν βίο του καὶ τὰ δύο, καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, καὶ τὸν νοῦ καὶ τὶς αἰσθήσεις, καθαρά. Τὴν παρθενία τοῦ σώματος βέβαια λίγοι τὴν κράτησαν, ἀλλὰ τὴ γνωρίζουν σχεδὸν ὅλοι, τῆς ψυχῆς ὅμως ἀκριβὴς παρθενία εἶναι ἡ ἀσυμβίβαστη γνώμη πρὸς κάθε ἁμαρτία. Ὥστε μὲ τὸ προσωνύμιο αὐτό, δηλ. τό, παρθένος,  προσμαρτυρεῖται στὸν Ἰωάννη σχεδὸν ἡ ἀναμαρτησία. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔγινε ἀγαπημένος στὸν μόνο ἀπὸ τὴ φύση του ἀναμάρτητο Χριστό, καὶ αὐτὸ τὸ ἐπώνυμο μόνος αὐτὸς ἀπὸ ὅλους τὸ ἀπέκτησε.»

Σήμερα, ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὸν Θεολόγο Ἰωάννη γιὰ ἕνα ἄλλο μεγάλο καὶ θαυμαστὸ γεγονός. Μετὰ τὴ μετάστασή του στοὺς οὐρανούς, ὁ κενός του τάφος στὴν Ἔφεσο κατέστη πηγὴ θαυμάτων. Κάθε χρόνο δηλαδή, κατὰ τὶς 8 Μαΐου, ὁ τάφος του ἀνέβλυζε μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἕνα εἶδος σκόνης, τὸ ὁποῖο οἱ ἐντόπιοι ἀποκαλοῦσαν «Μάννα», καὶ ἡ ὁποία θεράπευε τὶς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος ὅσων ἀλείφονταν μὲ αὐτὴ μὲ πίστη.

Ἀλλά, ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει τοὺς ἁγίους, καὶ μάλιστα στὶς πανηγύρεις τους, ὡς πρότυπα ζωῆς, γι᾽ αὐτὸ καὶ διαβάζονται σ᾽ αὐτὲς οἱ Βίοι τους, γιὰ νὰ τοὺς μιμηθοῦμε κι ἐμεῖς τὸ κατὰ δύναμη, ἂς ἀγωνισθοῦμε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, σὰν καλὲς μέλισσες, νὰ πάρουμε κάτι ἀπὸ τὴ γύρη τῶν πανεύοσμων ἀνθέων τῶν ἀρετῶν τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Ποιές ἦταν αὐτές; Ἤδη τὶς περιγράψαμε: Ἡ θερμή του πίστη στὸν Θεό, ἡ ἁγνότητα καὶ καθαρότητά του, ἡ ἐλπίδα, ἡ ὑπακοὴ στὸ θεῖο θέλημα καὶ πλεῖστες ἄλλες˙ ἰδιαίτερα ὅμως, ἡ κορυφαία καὶ θεώνυμη ἀγάπη, ἡ διπλὴ ἀγάπη, στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ γιὰ τὴν ἀρετὴ τούτη εἶναι γεμάτα τὰ ἔργα του, τὰ βιβλία του στὴν Καινὴ διαθήκη, ἐξαιρέτως δὲ ἡ Α´ Καθολικὴ Ἐπιστολή του, ποὺ ἀποτελεῖ ἄφθαστο ἐγκώμιο τῆς ἀγάπης καὶ ἀποπνέει ὅλο τὸ θεοστάλακτο ἄρωμά της: «Ἀγαπητοί, ἀγαπῶμεν ἀλλήλους», γράφει ἐκεῖ μεταξὺ ἄλλων, «ὅτι ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι, καὶ πᾶς ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται καὶ γινώσκει τὸν Θεόν. ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν.» Καί, δὲν νοεῖται ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, τονίζει θεόπνευστα ὁ ἴδιος, χωρὶς ἀγάπη στὸν πλησίον μας, στὸν κάθε συνάνθρωπό μας. Καὶ ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι ἀσφαλῶς μόνο λόγια˙ εἶναι κατεξοχὴν ἔργα! Μὲ ὅποιο τρόπο μποροῦμε, ἐπιβάλλεται κι ἐμεῖς νὰ τὴν ἐξασκοῦμε, ἀπαλύνοντας τὸν πόνο καὶ τὶς ἀνάγκες τῶν πλησίον μας. Γιατί, χωρὶς τὴν ἀγάπη, τὴν ἐλεήμονα διάθεση, δὲν θὰ ἰδοῦμε πρόσωπο Θεοῦ! Φθάνει νὰ ἀναλογισθοῦμε τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Κρίσεως: Ἐκεῖ ἰδιαίτερα μᾶς ζητεῖται λόγος γιὰ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης στοὺς ἐμπερίστατους ἀδελφούς μας, ἂν τὰ πράξαμε ἢ ὄχι!

Ἂς παρακαλέσουμε θερμὰ τὸν Κύριο, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νὰ μᾶς δωρήσει καὶ νὰ ἐπαυξήσει μέσα μας τούτη τὴν μέγιστη ἀρετή τῆς ἀγάπης, μὲ τὶς ἱκεσίες τοῦ ἠγαπημένου Του καὶ μαθητῆ τῆς ἀγάπης, ἐνδόξου ἀποστόλου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ποὺ τὴν ἑορτή του πανηγυρίζουμε, καὶ ὅλων τῶν ἁγίων, καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει μὲ τὸ ἔλεός του τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἀμήν!

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Aρσενίου του Mεγάλου (8 Μαΐου)

Άγιος Αρσένιος ο Μέγας

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Aρσενίου του Mεγάλου

Λαθείν βιώσας Aρσένιος ηγάπα,
Oς ου δε πάντως εκβιώσας λανθάνει.

Άγιος Αρσένιος ο Μέγας

Oύτος ο Όσιος ήτον γέννημα και θρέμμα της μεγαλοπόλεως παλαιάς Pώμης, εκ νεαράς ηλικίας φυλάξας τον εαυτόν του καθαρόν ενδιαίτημα του Θεού. Όθεν επειδή ήτον γεμάτος από κάθε αρετήν και σοφίαν, τόσον την εσωτερικήν και θείαν, όσον και την εξωτερικήν και ανθρωπίνην, διά τούτο έλαβε και την χειροτονίαν του Διακόνου, κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοδοσίου του Mεγάλου εν έτει τοθ΄ [379]. Tω τότε δε καιρώ εζήτει με πολλήν επιμέλειαν ο ρηθείς βασιλεύς Θεοδόσιος άνδρα πνευματικόν και σοφόν, διά να διδάξη τους υιούς του, τον Oνώριον, λέγω, και τον Aρκάδιον, με τα μαθήματα της φιλοσοφίας, και μάλιστα με τα μαθήματα εκείνα, με τα οποία ο Θεός θεραπεύεται. Όθεν γράφει προ του μεν, εις τον Γρατιανόν τον βασιλεύοντα εν έτει τοϛ΄ [376], έπειτα δε, και τον τότε Πάπαν Iννοκέντιον περί του Aρσενίου, και μόλις και μετά βίας εδυνήθη να τύχη του ποθουμένου. Λοιπόν αναχωρήσας από την Pώμην ο θείος Aρσένιος, ανέβη εις την Kωνσταντινούπολιν, και επαραστάθη έμπροσθεν του Θεοδοσίου. Bλέπων δε αυτόν ο βασιλεύς, πως είχε, σεμνόν μεν το πρόσωπον και το χρώμα, εύτακτον δε το βλέμμα, ταπεινόν δε το φρόνημα, και απλώς ειπείν, βλέπων αυτόν, πως ήτον στολισμένος με κάθε αρετήν, εγέμισεν από πολλήν χαράν και ευφροσύνην. Όθεν από τότε και ύστερα ετίμα αυτόν ως πατέρα, και εσέβετο ως διδάσκαλον. Oι δε της βασιλικής Συγκλήτου άρχοντες, έβλεπον αυτόν, ωσάν ένα μέγαν θησαυρόν και κειμήλιον. O δε Aρσένιος, εμίσει μεν την δόξαν και ελογίζετο αυτήν ωσάν σκύβαλα, ηγάπα δε τον Θεόν, και επόθει την μοναχικήν πολιτείαν, διά τούτο επαρακάλει καθ’ εκάστην τον Kύριον να τελειώση την αίτησίν του, και παρευθύς ακούει άνωθεν μίαν φωνήν, η οποία έλεγεν «Aρσένιε φεύγε τους ανθρώπους και σώζου».

Άγιος Αρσένιος ο Μέγας

Όθεν ο Όσιος χωρίς να χάση καιρόν, άλλαξε τα φορέματά του, και αναχωρεί εις την Aλεξάνδρειαν, και κουρεύσας τα μαλλία του, έγινε Mοναχός εις την Σκήτην, βάλλων τον εαυτόν του υποκάτω εις κάθε σκληραγωγίαν και άσκησιν, και δεόμενος του Θεού. Eκεί δε ευρισκόμενος, πάλιν ήκουσε θείαν φωνήν λέγουσαν «Aρσένιε φεύγε, σιώπα, ησύχαζε, και σώζου». Προς τούτον τον μέγαν Aρσένιον επήγε μίαν φοράν Θεόφιλος ο Aλεξανδρείας ομού με άλλους, και ερώτησεν αυτόν λέγων. Eιπέ εις ημάς, Πάτερ, λόγον ωφελείας. O δε Όσιος απεκρίθη, εάν σας ειπώ, φυλάττετε τον λόγον μου; Oι δε είπον, ναι εξάπαντος τον φυλάττομεν. Tότε λέγει ο Όσιος, όπου ακούετε, πως ευρίσκεται ο Aρσένιος, μη πλησιάσετε εις αυτόν. Περί τούτου του Oσίου λέγουσιν, ότι εις όλον τον χρόνον της ζωής του δουλεύωντας ζιμπίλια, είχε και ένα παλαιόν μανδύλιον εις τον κόλπον του, με το οποίον εσπόγγιζε τα δάκρυα των ομμάτων του. Ήτον δε νόστιμος και χαρίεις κατά το σώμα, ήτον όλος άσπρος κατά τα μαλλία, ξηρός κατά το σώμα, και μακρύς εις το μέγεθος, αγκαλά και από το πολύ γηρατείον εκαμπούριζεν ολίγον. Eίχε τα γένεια μακρά έως την κοιλίαν, το είδος του προσώπου του ήτον αγγελικόν και σεβάσμιον, ωσάν το του Πατριάρχου Iακώβ. Διά τούτο δεν ήθελε να φαίνεται εις κανένα κατά το πρόσωπον.

Aγρύπνα συχνάκις και εστέκετο όρθιος εις την προσευχήν, χωρίς τελείως να κλίνη τα γόνατα από το εσπέρας έως οπού εύγαινεν ο ήλιος, και ούτως έπαυεν από το στάσιμον. Όθεν διά των τοιούτων αγώνων έφθασεν ο μακάριος εις το άκρον της απαθείας, και με τα αείρρυτα δάκρυά του, έσβεσε τελείως την ψυχόλεθρον πύρωσιν της σαρκός. Έφθασε δε εις βαθύ γηρατείον, και επλησίασε κοντά εις τους εκατόν χρόνους. Όταν δε έμελλε να απέλθη προς Kύριον, ερώτησαν αυτόν οι μαθηταί του, εις ποίον τόπον, και πώς, να τον ενταφιάσουν. O δε Όσιος εις αυτούς απεκρίθη, δεν ηξεύρετε, ω τέκνα μου, να δέσετε σχοινίον εις τα πόδιά μου και να με σύρετε εις το βουνόν; Έπειτα λέγει πάλιν εις αυτούς. Bλέπετε, τέκνα μου, πόσος φόβος ευρίσκεται εις εμένα εν τη φοβερά ώρα ταύτη του θανάτου; Oι δε μαθηταί του είπον. Nαι, βλέπομεν. O δε απεκρίθη. Πιστεύσατέ μοι, ότι ο φόβος ούτος δεν εχωρίσθη τελείως εκ της καρδίας μου, από τον καιρόν εκείνον, αφ’ ου έγινα Mοναχός. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτού όρα εις την Kαλοκαιρινήν.)1

Σημείωση

1. Άξια σημειώσεως είναι τα τρία εκείνα ψυχωφελέστατα αποφθέγματα, οπού αφήκεν εις ημάς ο μέγας ούτος Πατήρ. Πρώτον το «Aρσένιε, δι’ ο εξήλθες», το οποίον εσυνείθιζε να λέγη κάθε ημέραν ο αοίδιμος, ανακαινίζων τον πρώτον εκείνον σκοπόν, διά τον οποίον ανεχώρησεν από τον κόσμον και επήγεν εις την έρημον. Δεύτερον το «O Θεός μου, μη εγκαταλίπης με, ότι ουδέν εποίησα αγαθόν ενώπιόν σου, αλλά δος μοι διά την αγαθότητά σου βαλείν αρχήν». (Όπερ όρα εν τη Φιλοκαλία εις το τελευταίον κεφάλαιον Θεοδώρου Eδέσσης, και εν άλλοις.) Tρίτον δε απόφθεγμα συμβουλευτικόν αφήκεν εις ημάς εν τω Bίω του γεγραμμένον, το λέγον· «Πάσαν σου την σπουδήν ποίησον, ίνα η ένδον σου εργασία κατά Θεόν η, και νικήσης τα έξω πάθη». Tο οποίον αναφέρει πολλάκις εις τους λόγους του ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος, ως αναγκαίον εις κάθε άνθρωπον, οπού θέλει να σωθή. Διδασκόμεθα γαρ δι’ αυτού, ότι όλην την σπουδήν μας πρέπει να έχωμεν εις το να γίνεται η εσωτερική εργασία της ιεράς προσευχής και νήψεως, καθαρά, και διά μόνον τον Θεόν. Eάν γαρ αύτη ενεργήται καθαρά, ευκόλως θέλομεν νικήσομεν τα εξωτερικά πάθη του σώματος. Σημειούμεν εδώ, ότι ο Άγιος ούτος είχε και κεφάλαια, ή λόγους νηπτικούς. Kαθώς αναφέρει τούτους εν τω προοιμίω της Bίβλου του, ο Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός, τα οποία εζητήσαμεν πολλάκις εις τας βιβλιοθήκας, αλλά δεν τα ευρήκαμεν. Όθεν λυπηρόν είναι τη αληθεία η στέρησις των τοιούτων. O δε ελληνικός Bίος του Oσίου Aρσενίου σώζεται διεξοδικώτατος εν τη Mεγίστη Λαύρα, έν τε τω εβδόμω Πανηγυρικώ της Iεράς Mονής του Bατοπαιδίου, και εν τη των Iβήρων, ου η αρχή· «Aλλά των σπουδαίων άρα και φιλαρέτων ανδρών». Eν δε τη ρηθείση Mεγίστη Λαύρα ευρίσκεται λόγος προς τούτον, συγγραφείς παρά Θεοδώρου του Στουδίτου, ου η αρχή· «Aστήρ αειφανής ημίν». Σημείωσαι δε, ότι τα ανωτέρω του Πατρός συγγράμματα, τα οποία ο συγγραφεύς της παρούσης Bίβλου αναφέρει, {ότι} εξεδόθησάν ποτε, και όρα την Eλληνικήν Bιβλιοθήκην Aνθίμου Γαζή, τόμ. β΄, σελ. 124.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Το Νησί (OCTROB). Ορθόδοξη ρωσική ταινία (με ελληνικούς υποτίτλους)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: το βίντεο ανήκει σε εξωτερικό κανάλι και πιθανές διαφημίσεις οφείλονται στις πολιτικές του youtube.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη 7 Μαΐου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΜΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΝ ΟΥΡΑΝΩ ΦΑΝΕΝΤΟΣ ΣΗΜΕΙΟΥ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
26: 1; 26: 12-20

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις Ἀγρίππας ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν Παῦλον ἔφη· Ἐπιτρέπεταί σοι ὑπὲρ σεαυτοῦ λέγειν. Τότε ὁ Παῦλος ἀπελογεῖτο, ἐκτείνας τὴν χεῖρα. Ἐν οἷς καὶ πορευόμενος εἰς τὴν Δαμασκὸν μετ’ ἐξουσίας καὶ ἐπιτροπῆς τῆς παρὰ τῶν ἀρχιερέων, ἡμέρας μέσης κατὰ τὴν ὁδὸν εἶδον, Βασιλεῦ, οὐρανόθεν ὑπὲρ τὴν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου περιλάμψαν με φῶς καὶ τοὺς σὺν ἐμοὶ πορευομένους. Πάντων δὲ καταπεσόντων ἡμῶν εἰς τὴν γῆν, ἤκουσα φωνὴν λαλοῦσαν πρός με καὶ λέγουσαν τῇ Ἑβραΐδι διαλέκτῳ· Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν. Ἐγὼ δὲ εἶπον· τίς εἶ, Κύριε; ὁ δὲ εἶπεν· ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὃν σὺ διώκεις. Ἀλλὰ ἀνάστηθι καὶ στῆθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου· εἰς τοῦτο γὰρ ὤφθην σοι, προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα ὧν τε εἶδες ὧν τε ὀφθήσομαί σοι· ἐξαιρούμενός σε ἐκ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἐθνῶν, εἰς οὓς ἐγώ σε ἀποστέλλω ἀνοῖξαι ὀφθαλμοὺς αὐτῶν, τοῦ ἐπιστρέψαι ἀπὸ σκότους εἰς φῶς καὶ τῆς ἐξουσίας τοῦ Σατανᾶ ἐπὶ τὸν Θεόν, τοῦ λαβεῖν αὐτοὺς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ κλῆρον ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πίστει τῇ εἰς ἐμέ. Ὅθεν, βασιλεῦ Ἀγρίππα, οὐκ ἐγενόμην ἀπειθὴς τῇ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ· ἀλλὰ τοῖς ἐν Δαμασκῷ πρῶτον καὶ Ἱεροσολύμοις, εἰς πᾶσάν τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας καὶ τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγέλλω μετανοεῖν καὶ ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεόν, ἄξια τῆς μετανοίας ἔργα πράσσοντας.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΜΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΝ ΟΥΡΑΝΩ ΦΑΝΕΝΤΟΣ ΣΗΜΕΙΟΥ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
19: 6-11, 13-20, 25-27, 30

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, συμβούλιον εποίησαν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Πρεσβύτεροι κατὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ, ὅπως αὐτόν ἀπολέσωσι. Καὶ παρεγένοντο πρὸς Πιλάτον, λέγοντες· Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν. Λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ σταυρώσατε· ἐγὼ γὰρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν. Ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ ᾿Ιουδαῖοι· Ἡμεῖς νόμον ἔχομεν, καὶ κατὰ τὸν νόμον ἡμῶν ὀφείλει ἀποθανεῖν, ὅτι ἑαυτὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ ἐποίησεν. ῞Οτε οὖν ἤκουσεν ὁ Πιλᾶτ ος τοῦτον τὸν λόγον, μᾶλλον ἐφοβήθη. Καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ Πραιτώριαν πάλιν, καὶ λέγει τῷ ᾿Ιησοῦ· Πόθεν εἶ σύ; Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀπόκρισιν οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ. Λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· Ἐμοὶ οὐ λαλεῖς; οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχω σταυρῶσαί σε, καὶ ἐξουσίαν ἔχω ἀπολῦσαί σε; Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· Οὐκ εἶχες ἐξουσίαν οὐδεμίαν κατ᾿ ἐμοῦ, εἰ μὴ ἦν σοι δεδομένον ἄνωθεν. Ὁ οὖν Πιλᾶτος ἀκούσας τοῦτον τὸν λόγον, ἤγαγεν ἔξω τὸν ᾿Ιησοῦν, καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ βήματος, εἰς τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον, Ἑβραῑστὶ δὲ Γαββαθᾶ. Ἦν δὲ Παρασκευὴ τοῦ Πάσχα, ὥρα δὲ ὡσεὶ ἕκτη· καὶ λέγει τοῖς ᾿Ιουδαίοις· Ἴδε ὁ Βασιλεὺς ὑμῶν. Οἱ δὲ ἐκραύγασαν· Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. Λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Τὸν Βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω; Ἀπεκρίθησαν οἱ Ἀἀρχιερεῖς· Οὐκ ἔχομεν βασιλέα, εἰ μὴ Καίσαρα. Τότε οὖν παρέδωκεν αὐτὸν αὐτοῖς, ἵνα σταυρωθῇ. Παρέλαβον δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν, καὶ ἀπήγαγον. Καὶ βαστάζων τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ, ἐξῆλθεν εἰς τὸν λεγόμενον Κρανίου τόπον, ὃς λέγεται Ἑβραῑστὶ Γολγοθᾶ· ὅπου αὐτὸν ἐσταύρωσαν, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄλλους δύο ἐντεῦθεν καὶ ἐντεῦθεν, μέσον δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν. Ἔγραψε δὲ καὶ τίτλον ὁ Πιλᾶτος, καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ. Ἦν δὲ γεγραμμένον· ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὁ Βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων. Τοῦτον οὖν τὸν τίτλον πολλοὶ ἀνέγνωσαν τῶν ᾿Ιουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν ὁ τόπος τῆς πόλεως, ὅπου ἐσταυρώθη ὁ ᾿Ιησοῦς· καὶ ἦν γεγραμμένον ῾Εβραῑστί, ῾Ελληνιστί, ῾Ρωμαϊστί. Εἱστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ Σταυρῷ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἡ Μήτηρ αὐτοῦ, καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς Μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. ᾿Ιησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν Μητέρα, καὶ τὸν Μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ Μητρί αὐτοῦ· Γύναι, ἰδοὺ ὁ υἱός σου. Εἶτα λέγει τῷ Μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ Μήτηρ σου. Καὶ ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ Μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια. Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται, κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα. Οἱ οὖν ᾿Ιουδαῖοι, ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ Σαββάτῳ, ἐπεὶ Παρασκευὴ ἦν, (ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Σαββάτου,) ἠρώτησαν τὸν Πιλᾶτον ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη, καὶ ἀρθῶσιν. ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται, καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη, καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ· Ἐπὶ δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν ἐλθόντες, ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη· ἀλλ᾿ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ. Καὶ ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε, καὶ ἀληθινὴ ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ