Φορητή εικόνα Αγίου Επιφανίου (13ος αιώνας). Κοινότητα Αγίου Επιφανίου Σολέας.
Φορητή εικόνα Αγίου Επιφανίου (13ος αιώνας). Κοινότητα Αγίου Επιφανίου Σολέας.
Πανιερώτατε άγιε Κωνσταντίας και αδελφοί αρχιερείς,
Αγαπητοί εκπρόσωποι των αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών,
Εν Χριστώ αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,
Χριστός Ανέστη!
Πολλές φορές, στην πορεία της Εκκλησίας, συμβαίνει τα ιστορικά τεκταινόμενα να συμπληρώνονται, να φωτίζονται, ή ενίοτε και να εκτρέπονται, από τα υπό του Αγίου Πνεύματος τικτόμενα.
Έτσι, όταν οι διοικητικές ρυθμίσεις που θεσπίζονται για να βοηθήσουν την στρατευόμενη Εκκλησία στη διάβασή της μέσω της ιστορίας κινδυνεύουν να προσαρμοστούν στα μέτρα των ανθρωπίνων αδυναμιών, η Χάρις του Αγίου Πνεύματος παρεμβαίνει δυναμικά για ν’ ανοίξει παράθυρα.Υπενθυμίζει κυρίως ότι οι όποιες ρυθμίσεις δεν είναι αυτοσκοπός, ούτε και μπορούν να τίθενται υπεράνω του γεγονότος της Εκκλησίας, αλλά αποτελούν απλώς μέσα για να οδηγηθεί η στρατευόμενη Εκκλησία προς τον τελικό της προορισμό, αφού «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν».
Φορείς αυτής της διορθωτικής παρεμβάσεως, είναι συνήθως οι πνευματοφόροι άνθρωποι. Εκείνοι δηλαδή που ενώ πορεύονται και πολιτεύονται εν τω κόσμω, έχουν ήδη πολιτογραφηθεί πολίτες της πολιτείας που δεν είναι εκ του κόσμου. Ο λόγος και η παρουσία τους, φωτίζει τα θέσμια υπό ένα φως άλλο, και κομίζει μια λογική που δια των θεσμών βλέπει την υπέρβαση των θεσμών.
Τέτοια είναι και η περίπτωση του εν αγίοις πατρός ημών Επιφανίου, Επισκόπου Κωνσταντίας και Αρχιεπισκόπου της Κύπρου. Του οποίου η ιστορική παρουσία σε μια εποχή κρίσιμη για την Εκκλησία της Κύπρου, κατά την οποία τεκταινόταν -όχι χωρίς οδύνες- ο θεσμός της Πενταρχίας, αποτέλεσε τον βασικό μοχλό για να μπορέσει η Εκκλησία της Κύπρου να διαφυλάξει το κεκτημένο της αυτονομίας της, χωρίς το οποίο θα ήταν αναγκασμένη να διαγράψει μια ιστορία τεσσάρων αιώνων και να ξεκινήσει από μια τελείως άλλη βάση, με ανυπολόγιστες ίσως συνέπειες για την ιστορική της πορεία. Δικαίως λοιπόν ο ιστορικός αποκαλεί τον Άγιο Επιφάνιο «πατέρα του κυπριακού αυτοκεφάλου».
Η διέλευση του Αγίου Επιφανίου από το κόσμο τούτο, λαμβάνει χώρα τον 4ο αιώνα. Έναν αιώνα κατά τον οποίο η χριστιανική θεολογία συνδιαλέγεται με την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα -με ποικίλα αποτελέσματα που εκτείνονται από θεολογικές συνθέσεις άφθαστου ύψους έως αλλεπάλληλες αιρέσεις και προσπάθειες νόθευσης της χριστιανικής αλήθειας· αλλά κι έναν αιώνα ο οποίος φέρνει βαθιές αλλαγές στο διοικητικό σύστημα της Εκκλησίας.
Στην τεσσαρακονταετία της αρχιερατείας του, ο Άγιος Επιφάνιος, θα είχε να αντιμετωπίσει βαθιές διεργασίες ως αποτέλεσμα των οποίων θα άλλαζε το οργανωτικό σχήμα που μέχρι τότε είχε ως επίκεντρό του τον τοπικό επίσκοπο. Μέχρι το τέλος του 3ου αιώνα, ο επίσκοπος ήταν η ορατή κεφαλή κάθε τοπικής εκκλησίας. Ως αυθεντικός συνεχιστής της αποστολικής διαδοχής, λειτουργούσε ως βάση ενότητας, τόσο στην τοπική, όσο και στην ανά την οικουμένη Εκκλησία, ενώ παράλληλα, η τέλεση της ευχαριστιακής λειτουργίας, ήταν ταυτισμένη με το πρόσωπό του.
Όμως ο 4ος αιώνας, κατά τον οποίο έζησε και αρχιεράτευσε ο Άγιος Επιφάνιος, αφού γεννήθηκε το 315, έμελλε να αλλάξει αυτό τον τύπο, φέρνοντας στο προσκήνιο μια νέα τάση: την προσαρμογή της εκκλησιαστικής διοικήσεως στις διοικητικές δομές της αυτοκρατορίας. Η προσαρμογή αυτή υπαγορεύτηκε από νέες ανάγκες και πραγματικότητες και έφτασε, κάποια στιγμή, να λάβει και κανονικό καθεστώς. Έτσι, με τη Σύνοδο της Αντιοχείας, το 341, θεσπίζεται η αρχή της ανύψωσης των επισκόπων των πρωτευουσών της κάθε πολιτικής επαρχίας σε μητροπολίτες. Στη συνέχεια, με τη ΔεύτερηΟικουμενική Σύνοδο του 381 στην Κωνσταντινούπολη, εισάγεται το εξαρχικό σύστημα εκκλησιαστικής διοίκησης, και ταυτίζονται τα όρια των εκκλησιαστικών Διοικήσεων (εξαρχιών) με τα όρια των πολιτικών Διοικήσεων. Κατά τη σύνοδο αυτή, καθορίστηκαν υπερμητροπολιτικά «πρεσβεία τιμής» των θρόνων Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Όμως, η πιο ξεκάθαρη κατοχύρωση, θα έφτανε λίγο αργότερα, το 451, με την Τέταρτη Οικουμενική Σύνοδο που έγινε στη Χαλκηδόνα. Με τις αποφάσεις της οποίας ουσιαστικά καθιερώθηκε ο θεσμός της Πενταρχίας.
Τέτοια είναι λοιπόν η κατάσταση κατά τον 4ο αιώνα κι αυτό είναι το κλίμα που έχει να αντιμετωπίσει ο Άγιος Επιφάνιος όταν ανεβαίνει στο θρόνο της Κύπρου το 366. Τη στιγμή που αρχίζει η αρχιερατεία του, οι διεργασίες αυτές βρίσκονται στον κολοφώνα τους. Στην Ανατολή, και λίγο πολύ σε όλη την ορθόδοξη οικουμένη, επικρατεί μια αναμπουμπούλα, μια αστάθεια. Αρειανοφρόνες προσπαθούν να επικρατήσουν των ορθοδόξων στις κατά τόπους μητροπόλεις, ενώ εμφανίζονται και φαινόμενα αυταρχισμού εκ μέρους ορισμένων μητροπολιτών αλλά και αδιαφορίας για την ορθή πίστη. Οι συγκρούσεις και οι έριδες είναι ατέλειωτες. Ως αντίδοτο, αναζητείται κάποια μορφή υπερμητροπολιτικής εξουσίας που να μπορεί να βάλει μια τάξη την ανεξέλεγκτη λειτουργία του μητροπολιτικού συστήματος στο θέμα των χειροτονιών, να φράξει το δρόμο στους αρειανόφρονες επισκόπους, αλλά και να ελέγξει τη συμπεριφορά ορισμένων μητροπολιτών.
Εν όψει αυτής της κατάστασης, οι μητροπολίτες που έχουν την έδρα τους στα διοικητικά κέντρα, αρχίζουν εν πολλοίς να επιβάλλουν τον κανόνα της προσαρμογής της εκκλησιαστικής προς την πολιτική διοίκηση. Αναπόφευκτα, και πολύ ανθρώπινα, σ’ αυτή την εποχή των ανακατατάξεων, παρατηρείται ένας ανταγωνισμός στην Ανατολή μεταξύ Αντιοχείας και Αλεξανδρείας. Μέσα σ’ όλη αυτή τη ρευστότητα και τους αγώνες για αύξηση των σφαιρών επιρροής, όπως θα λέγαμε σήμερα στη σύγχρονη γλώσσα, ο εξ Ανατολών κίνδυνος, που δημιουργήθηκε από τις αξιώσεις του Επισκόπου Αντιοχείας επί της Εκκλησίας Κύπρου, προβάλλει -καθ’ ον χρόνον αρχιερατεύει ο Επιφάνιος- απειλητικότερος παρά ποτέ.
Υπό κανονικές συνθήκες, βέβαια, οι πιο πάνω διεργασίες δεν θα έπρεπε να αφορούν το κανονικό καθεστώς της Εκκλησίας Κύπρου καθ’ εαυτό, αφού η αποστολική Εκκλησία της Κύπρου εκέκτητο ήδη αυτονομίας, του αυτοκεφάλου, όπως αυτό ονομάστηκε αργότερα, δηλαδή του δικαιώματος «των Κυπρίων δι’ εαυτών τας χειροτονίας ποιείσθαι». Ήδη στη σύνοδο της Σαρδικής (το 343), η Κύπρος προσυπογράφει τα πρακτικά ως μόνη σύνολος εν τη Ανατολή μητρόπολις. Και στη συνέχεια, η εν Εφέσω Τρίτη Οικουμενική Σύνοδος του 431, έρχεται να διασφαλίσει συνοδικώς, να περιβάλει δια κανονικού κύρους το κεκτημένο, αυτό που προϋπήρχε. Εκκλησιαστικά λοιπόν, το ζήτημα αυτό ήταν λυμένο, χωρίς καμία ασάφεια, όχι μόνο κατά το αρχαίο έθος αλλά και κανονικώς. Η διοικητική αυτονομία της Εκκλησίας Κύπρου, ήταν καρπός της ελευθερίας και της συνοδικότητας της Ορθοδοξίας και συνέχεια της αποστολικής παραδόσεως.
Ωστόσο, η ανάδυση του θεσμού της Πενταρχίας, και η γενικότερη αστάθεια -στο πλαίσιο της οποίας ακόμα και αυτή η Εκκλησία της Ιερουσαλήμ αγωνιζόταν για να κατοχυρώσει την αυτονομία της- δεν μπορούσαν παρά να επηρεάσουν και την Κύπρο. Τίποτα δεν φαινόταν δεδομένο και θεσμοί ή κεκτημένα αιώνων μπορούσαν να απολεσθούν εν μιά νυκτί.
Όπως μας πληροφορούν τα επίσημα έγγραφα της εποχής, η Κύπρος ήταν επαρχία της λεγόμενης Διοίκησης της Εώας, η οποία είχε πρωτεύουσα την Αντιόχεια. Εν όψει τούτου, και εν μέσω της χαώδους καταστάσεως στην οποία βρίσκονταν πολλές επαρχίες της Ανατολής, ο Επίσκοπος Αντιοχείας, θεώρησε φυσικό να προβάλει την αξίωση ότι η Κύπρος είναι μια από τις επισκοπές της περιφέρειάς του.
Όμως -και εδώ φαίνεται η πρόνοια του Αγίου Πνεύματος- η Κύπρος δεν ήταν ούτε αρειανοκρατούμενη, ούτε αναρχούμενη Εκκλησία. Είχε δε αρχιεπίσκοπο τον μέγα Επιφάνιο. Οι οποιεσδήποτε βλέψεις λοιπόν επί της κυπριακής εκκλησίας, συνεπάγονταν μια αναμέτρηση με τον Επιφάνιο. Πράγμα αδιανόητο για την εποχή, αφού το κύρος, η ακτινοβολία και η δύναμη του Επιφανίου υπερέβαιναν κατά πολύ τα όρια της μικρής νήσου και το πρόσωπό του ενέπνεε το δέος σε όλη την χριστιανική οικουμένη. Πολύ ορθά αναρωτιέται ο ιστορικός: «Ζώντος άλλωστε του Επιφανίου, τις επίσκοπος θα ετόλμα έστω και να ονειρευθεί την υπ’ αυτόν υπαγωγήν του ανδρός; Τοιούτον θα ήγγιζεν τα όρια της παραφροσύνης αν μη της ιεροσυλίας. Ο γέρων Κύπρου υπ’ ουδενός ποτε εκρίθη, αυτός δε έκρινε πάντας τους επισήμους θρόνους της Ανατολής.»
Η στάση του απέναντι στην Αντιόχεια ήταν κάθετη και αταλάντευτη: για τριάντα χρόνια τήρησε άτεγκτη στάση έναντι της Αντιοχείας και δεν επικοινώνησε με τον επίσκοπό της. Σκληρή στάση; Ίσως. Αλλά μ’ αυτό τον τρόπο, σε μια ρευστή εποχή και σ’ ένα μεταβατικό αιώνα, ο Επιφάνιος έδινε το στίγμα της προσήλωσης στην αλήθεια της παραδόσεως.
Αλλά, αν ο Κωνσταντίας Επιφάνιος κατάφερε να εξαγάγει την Εκκλησία της Κύπρου εις αναψυχήν δια μέσου συμπληγάδων, επιβουλών και ανταγωνισμών, δεν είναι μόνο γιατί πολιτεύτηκε διπλωματικά, αξιοποιώντας προς όφελος της Κύπρου τη αντιπαράθεση Αλεξανδρείας και Αντιοχείας. Ούτε μόνο γιατί η Εκκλησία της Κύπρου είχε ισχυρές κανονικές κατοχυρώσεις που την έθεταν στο απυρόβλητο. Όμως γράφει ο μεγάλος θεολόγος-ἱστορικός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: (Χριστιανισμός καί Πολιτισμός σελ. 115-116). Ο βασικός και κύριος λόγος για τον οποίο η Κύπρος κατάφερε να διατηρήσει την αυτονομία της, ήταν γιατί ο ίδιος ο προκαθήμενός της ήταν ένα μέτρο αγιότητας που έκρινε την εποχή του.
Η θωράκιση της Εκκλησίας της Κύπρου, η σκέπη της, ήταν πρωτίστως η αγιότητα του προκαθημένου της. Όντας πνευματοφόρος, είχε τη δυνατότητα, όπως είπαμε στην αρχή, να γίνεται αγωγός μέσα από τον οποίο διοχετεύονταν εντός της ιστορίας οι πνοές του Αγίου Πνεύματος. Έκανε την Κύπρο απόρθητο φρούριο, όχι μόνο με τα επιχειρήματα ή τους χειρισμούς του, αλλά με τη βιοτή και το μέγεθος της αγιότητάς του, το οποίο ήταν ήδη αναγνωρισμένο και σεβαστό από τους συγχρόνους του όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και σε όλη την ορθόδοξη οικουμένη.
Για ν’ αντιληφθούμε πόσο δύσκολο ήταν να ανοίξει κανείς μέτωπο με τον Επιφάνιο, αρκεί να δούμε ένα χαρακτηριστικό περιστατικό το οποίο αναφέρει ο Θεοφάνης, Ηγούμενος Αγρού και Ομολογητής, στη Χρονογραφία του: Όταν ήταν Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ο μεγάλος πατέρας της Εκκλησίας Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Κύπρου Επιφάνιος έρχεται στην Κωνσταντινούπολη όπου «χειροτονίας και συνάξεις παρά την Ιωάννου γνώμην εποίησεν», δηλαδή έκανε χειροτονίες χωρίς την έγκριση του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Όποιες κι αν είναι η προεκτάσεις αυτής της ενέργειας, που δεν θα τις συζητήσουμε εδώ, δείχνει χαρακτηριστικά το πρόσωπο του ανδρός αλλά και την ακαταμάχητη δύναμη της οποίας ήταν φορέας.
Λέχθηκε για τον Άγιο Επιφάνιο ότι ήταν συντηρητικός-παραδοσιακός, ότι δεν συμβάδισε με το πνεύμα της εποχής του, το πνεύμα του 4ου αιώνος. Και πράγματι, μπορεί να πει κανείς πως έτσι ήταν. Αλλά δεν θα πρέπει να δούμε αυτή τη στάση υπό αρνητικό πρίσμα. Μάλλον αρετές πρέπει να θεωρούμε τα χαρακτηριστικά του αυτά, παρά οτιδήποτε άλλο. Ως άγιος, ο Επιφάνιος ήταν άνθρωπος του μέλλοντος και έβλεπε πολύ πολύ μακριά· εξ ου και παρέμενε με όλες του τις δυνάμεις αμετακίνητος εις «ό παρελάβαμεν», απαρασάλευτος μάρτυρας του ασκητικού ήθους της πρώτης Εκκλησίας και φύλακας της γνήσιας αποστολικής παραδόσεως. Υπερασπίστηκε την αυτονομία της Εκκλησίας Κύπρου, όχι διότι εμφορείτο από ένα είδος τοπικισμού, αλλά για να προασπίσει αυτό που η Εκκλησία της Κύπρου παρέλαβε από τους Αποστόλους και διαφύλαξε μέσω των αιώνων με ποταμούς αιμάτων. Η έγνοια του και η φροντίδα του ήταν απλά να παραδώσει στις επόμενες γενιές αυτό που δόθηκε στην Κύπρο από τους Αποστόλους Βαρνάβα, Παύλο, Μάρκο και φυλάχθηκε πριν απ’ αυτόν από τον Άγιο Σπυρίδωνα.
Από την άλλη, ο απαρέγκλιτος προσανατολισμός του προς την παράδοση, οφειλόταν και στο ότι μια από τις προκλήσεις της αρχιερατείας του ήταν να αντικρούσει τις αιρέσεις, πρώτ’ απ’ όλα στην ίδια την Κύπρο αλλά και στον περίγυρό της, καθώς και τη γενικότερη σύγχυση που επαπειλούσε τότε την πορεία της Εκκλησίας. Το ειδωλολατρικό πνεύμα συνέχιζε και κατά τον τέταρτο αιώνα να επιβιώνει, είτε ευθέως, είτε εμφιλοχωρώντας στο χώρο της πίστης και δημιουργώντας συνεχώς αιρέσεις επί αιρέσεων. Παρόλο που, όπως είπαμε, η θεολογία επιχειρούσε τη μεγάλη πρόσληψη του αρχαιοελληνικού λόγου, ο άγιος με τη διόρασή του έβλεπε πως μια τέτοια πρόσληψη δεν ήταν χωρίς κινδύνους. Αντιθέτως, έκρυβε μεγάλες παγίδες και εγκυμονούσε τεράστιες απειλές για νόθευση της αλήθειας. Η «παραδοσιακότητα» λοιπόν του Αγίου Επιφανίου, δεν ήταν τίποτε άλλο από μια ακατάπαυστη επαγρύπνηση για να διαφυλαχθεί αλώβητη η αλήθεια της πίστεως, ένας συνεχής συναγερμός και μια αμείλικτη μάχη εναντίον των αιρέσεων παντός είδους. Κι αν σήμερα μπορούμε να μιλούμε για μια σύνθεση ελληνισμού και χριστιανισμού, αν τελικά η πρόσληψη της αρχαιότητας έγινε όσο το δυνατό πιο ανώδυνα με τα θετικά της να επικρατούν των αρνητικών, αυτό οφείλεται κυρίως στο αταλάντευτο φρόνημα μερικών αγίων και όλως ιδιαιτέρως του Κωνσταντίας Επιφανίου. Αν η Ανατολή ολάκερη δεν περιέπεσε στο χάος των αιρέσεων και των κακοδοξιών, αν ακόμα υπάρχει ορθοδοξία στο νησί μας αλλά και πέραν αυτού, είναι, μεταξύ άλλων, γιατί τον τέταρτο αιώνα υπήρχε στην Ανατολή ένας επίσκοπος που λεγόταν Επιφάνιος, ο οποίος δεν έκανε εκπτώσεις προκειμένου να προσαρμοστεί στον αιώνα του.
Η έντονη αντιαιρετική του δράση, εκτός από το ότι τον καθιστούσε σημείο αναφοράς σε όλο τον γνωστό κόσμο, μια αυθεντία παγκόσμιου βεληνεκούς, ύψωνε όσο ποτέ άλλοτε και το κύρος της Εκκλησίας της Κύπρου, μετατρέποντάς την σε κέντρο των εξελίξεων και επομένως δυσκολεύοντας τα σχέδια εκείνων που την επιβουλεύονταν. Ο Επιφάνιος έκανε την Κύπρο κέντρο του κόσμου. Κληρικοί απ’ όλη τη χριστιανοσύνη, ζητούν τη γνώμη του για θεολογικά ζητήματα και τον καλούν να ορθοτομήσει λόγον αληθείας. To 374, μετά από αίτημα ιερέων και λαϊκών της Παμφυλίας, εκδίδει το πρώτο από τα μεγάλα του έργα, το Αγκυρωτόν. Το 376 εκδίδει το Πανάριον, μετά από αίτημα δύο αρχιμανδριτών των μονών της Κοίλης Συρίας. Από όλο τον κόσμο, έρχονται στην Κύπρο μοναχοί, μόνο και μόνο για να δουν τον Επιφάνιο. Ευγενείς και άρχοντες από τη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη έρχονται να λάβουν την ευχή του ή να βοηθήσουν οικονομικά το έργο του. Όποιος ήθελε να δει θαυματουργό επίσκοπο, «αρχαίας αγιότητος κατάλοιπον», έτσι τον ονόμαζαν, έπρεπε να δει τον ξυπόλυτο γέροντα της Κύπρου Επιφάνιο.
Αν σε αυτά προσθέσουμε και το γεγονός ότι και ως αρχιεπίσκοπος ο Επιφάνιος -παρόλο που ήταν μορφωμένος, πολυγραφότατος και μιλούσε πέντε γλώσσες- παρέμενε πρώτα και κύρια ένας ασκητής μοναχός, κομίζοντας μια απλή, αγνή αγιότητα, κοσμημένη με θαυματουργικό χάρισμα, όπως βεβαιώνει σύγχρονη του μαρτυρία -και όπως γνωρίζει καλά η παράδοση της Εκκλησίας μας-, τότε καταλαβαίνουμε πόσο δύσκολο εγχείρημα ήταν για τον οποιονδήποτε να τολμήσει να συγκρουστεί μαζί του.
Θα είχε ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε ποια θα ήταν η πορεία της Εκκλησίας Κύπρου αν σ’ εκείνα τα κρίσιμα χρόνια στο θρόνο της ήταν άλλος από τον Επιφάνιο. Το πιο πιθανόν είναι πως όσα οικοδόμησε η Εκκλησία Κύπρου εν Πνεύματι και Αληθεία για τέσσερις αιώνες, θα σβήνονταν με μια κίνηση και η Κύπρος θα έπρεπε στο εξής να συνεχίσει την πορεία της υπό άλλα δεδομένα και άλλες προϋποθέσεις. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν θα βάρυνε οποιονδήποτε άλλον, αλλά τους ίδιους τους Κυπρίους, που θα αποδεικνύονταν έτσι ανάξιοι να κρατήσουν τη δωρεά που τους δόθηκε και να διαφυλάξουν την παράδοση και την των πραγμάτων αλήθειαν. Κι όταν χάνουμε το Έν, το κύριον, τότε είναι σαν ν’ ανοίγουμε την πόρτα για να μπούνε κάθε λογής κακά. Ενδεχομένως, σε τέτοια περίπτωση, και η ιστορική μας μοίρα να ήταν πολύ χειρότερη από αυτήν που είχαμε.
Κρατώντας εκείνο που της παρέδωσαν οι Απόστολοι, η Εκκλησία της Κύπρου μπόρεσε να γίνει ο διαχρονικός θεσμός ο οποίος στήριξε και κράτησε το λαό της Κύπρου στα πάτρια χώματα και στην πατρώα πίστη. Όλοι οι σοβαροί ιστορικοί, παραδέχονται σήμερα πως χωρίς την Εκκλησία Κύπρου, είναι σίγουρο πως σήμερα δεν θα υπήρχε η Κύπρος και ο λαός της. Και χωρίς την εκ των αποστόλων αυτονομία της, η Εκκλησία της Κύπρου δεν θα μπορούσε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να καταστεί η διαχρονική άμυνα της Κύπρου απέναντι σε κάθε επιβουλή, η κιβωτός που κράτησε την ταυτότητα και την παρουσία αυτού του λαού στη γη των πατέρων του και έφτασε στο σημείο, στα 1960, να γεννήσει αυτό τούτο το ανεξάρτητο κράτος της Κύπρου.
Όμως, πέρα από ό,τι αφορά την ίδια την Κύπρο, θα πρέπει να δούμε και από ευρύτερη σκοπιά τις προεκτάσεις που είχε η προσέγγιση του Επιφανίου στο θέμα που προέκυψε με την Αντιόχεια. Η στάση του, έστελνε ένα μήνυμα διαχρονικό: ότι πριν από τους θεσμούς είναι οι πραγματικότητες. Αν παραγνωριστούν οι πραγματικότητες και επιβληθούν θεσμικές ρυθμίσεις άνωθεν, τότε δεν είμαστε στο δρόμο της αλήθειας αλλά της εκτροπής.
Μήνυμα που είχε και μια διάσταση έντονα προφητική, όπως φάνηκε στους επόμενους αιώνες. Στη συνέχεια της ιστορίας της Εκκλησίας, είδαμε το θέμα του πρωτείου να παρερμηνεύεται, να διαστρέφεται και να θεωρείται σαν δικαίωμα επιβολής στους άλλους. Η απόκλιση αυτή από την αλήθεια των πραγμάτων, έμελλε να ταλανίσει την Εκκλησία για πολλούς αιώνες, συμβάλλοντας στο μέγα σχίσμα του 1054, και συνεχίζοντας να προκαλεί τριβές και διαμάχες ακόμα και σήμερα. Έτσι λοιπόν, με τη στάση του, ο Άγιος Επιφάνιος δημιουργούσε μια παρακαταθήκη για όλη την Εκκλησία και για όλους τους αιώνες.
Οι τεράστιες θεολογικές προεκτάσεις είναι εδώ προφανείς. Από την ορθόδοξη σκοπιά, τα πρεσβεία τιμής ή τα πρωτεία δεν έχουν την έννοια της εξουσίας ή της αυθεντίας, για τον ίδιο λόγο που στο εσωτερικό της Αγίας και Ομοουσίου Τριάδος ο Πατήρ είναι Πατήρ και όχι εξουσιαστής των δύο άλλων προσώπων. Υπό το φως το οποίο έριξε ο Άγιος Επιφάνιος στα εκκλησιαστικά πράγματα, Πενταρχία και αυτοκεφαλία μπορούσαν κάλλιστα να συνυπάρχουν, αφού μετείχαν στην ίδια ουσία και υπηρετούσαν την ίδια αλήθεια. Η Πενταρχία των Πατριαρχών είναι ένας ευλογημένος θεσμός· αλλά και το αυτοκέφαλον της Εκκλησίας Κύπρου είναι επίσης ένας ευλογημένος θεσμός. Και το διαχρονικό μήνυμα του Αγίου Επιφανίου λέει πως «ταύτα δε έδει ποιήσαι κακείνα μη αφιέναι».
Βλέπουμε λοιπόν, ότι η άμυνα της Κύπρου κατά τον 4ο αιώνα, ήταν το πρόσωπο του αγίου αρχιεπισκόπου της. Το κύρος, η σημασία, και η λάμψη που γνώρισε η Εκκλησία της Κύπρου επί των ημερών του, έμελλαν να συνεχιστούν και μετά το 402, έτος κατά το οποίο εκοιμήθη. Η νήσος θα απολάμβανε τους καρπούς των κόπων του όχι μόνο κατά τον επόμενο αιώνα, αλλά και μέχρι σήμερα. Οι πατέρες της Τρίτης Οικουμενικής Συνόδου, ενώπιον της οποίας τέθηκε η διαφορά με την Αντιόχεια, εναρμονίστηκαν πλήρως με το μήνυμα που έστελλε όσο ζούσε ο Κύπρου Επιφάνιος, λειτούργησαν δηλαδή ορθόδοξα. Έτσι, κατεύθυναν αμέσως τη διερεύνησή τους στην «των πραγμάτων αλήθειαν». Ρώτησε λοιπόν η Σύνοδος, της οποίας προήδρευε ο Αλεξανδρείας Κύριλλος, τους εκπροσώπους της Κύπρου: «ποιος χειροτόνησε τους τρεις τελευταίους επισκόπους στην Κύπρο;» Οι δε εκπρόσωποι της Κύπρου, μεταξύ των οποίων ο Σόλων Ευάγριος και ο Κουρίου Ζήνων, απάντησαν: «ο αοίδιμος Επιφάνιος». Η απάντηση αυτή ήταν αρκετή για τους πατέρες της Συνόδου, οι οποίοι χωρίς καμία άλλη συζήτηση επεκύρωσαν με την ψήφο τους το κεκτημένο δικαίωμα της ελευθερίας της Εκκλησίας Κύπρου εις τα των χειροτονιών της. Η αλήθεια κατίσχυσε. Ο Επιφάνιος, δια του αγίου του ονόματος και μόνον, εδικαίωσε την Κύπρο.
Το μέγεθος ενός τέτοιου αγίου τον οποίο δώρισε ο Χριστός στην Κύπρο, δείχνει πως ήταν θέλημα Κυρίου να εξέλθει η Εκκλησία μας αλώβητη από τις αναστατώσεις του 4ου αιώνα και να διατηρήσει μέχρι σήμερα ακέραια την αυτονομία της, παρ’ όλες τις επιβουλές που ακολούθησαν κατά τους επόμενους αιώνες. Είμαι σίγουρος πως, η χειρ του αγίου αυτού πατρός, από την οποία, μέσω αδιαλείπτου συνεχείας, λάβαμε και εμείς εν εσχάτοις καιροίς την ιεροσύνη, δεν έπαψε να σκεπάζει την πολυαγαπημένη του νήσο. Και είναι και σήμερα προστάτης και βοηθός της, αρκεί να τον θυμούμαστε και να τον επικαλούμαστε και προπαντός να αγωνιζόμαστε φιλότιμα να διαφυλάξουμε την ελευθερία την οποία δώρισε στην Εκκλησία μας, δια πρεσβειών του Κωνσταντίας Επιφανίου, ο ίδιος ο Χριστός.
Πέραν αυτού, είχαμε και έχουμε σίγουρα την ευλογία του αγίου πατρός, καθώς βαδίζουμε στον ευλογημένο δρόμο της αδελφοσύνης και της αγάπης ο οποίος συνδέει την νήσο μας, παλαιόθεν και μέχρι σήμερον, με τις γειτονικές της Εκκλησίες και όλως ιδιαιτέρως με τα παλαίφατα πατριαρχεία. Βαδίζοντας το δρόμο αυτό, η Εκκλησία μας σήμερα αντλεί από τα λειτουργικά και δογματικά αποθέματα της Κωνσταντινουπόλεως αλλά και του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου προσωπικώς· στηρίζει εν τω μέτρω των δυνάμεών της τις ιεραποστολικές προσπάθειες της Αλεξανδρείας· εμπνέεται από το άγιον φως των Ιεροσολύμων και συνεργάζεται αδελφικώς με την Αντιόχεια, αφού «εν ενί σώματι, μέλη πολλά έχομεν», αλλά και επειδή «οι πολλοί εν σώμα εσμέν εν Χριστώ, ο δε καθ’ εις αλλήλων μέλη».
Κλείνοντας, θα ήθελα να εκφράσω την ευχή προς τον σημερινό διάδοχο του θρόνου του Αγίου Επιφανίου, τον αγαπητό Κωνσταντίας Βασίλειο, όπως σύντομα τον αξιώσει ο Θεός να περπατήσει ξανά στα χώματα που πάτησε ο άγιος προκάτοχός του και να αναπέμψει, εν ελευθερία, ευχαριστήριους ύμνους στον πατέρα του κυπριακού αυτοκεφάλου, στην περιώνυμη βασιλική του στην Κωνσταντία.
Χριστός Ανέστη!
Η Κωνσταντία Ανέστη!
Προσδοκώ και την της Κύπρου ανάστασιν!
Εβ 13, 14.
Αρχιμανδρίτου Παύλου Εγγλεζάκη, Είκοσι μελέται δια την Εκλησίαν Κύπρου (4ος έως 20ός αιών), Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη, Μορφωτικος Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήναι 1996.
Β. Φειδά, Προϋποθέσεις διαμορφώσεως του θεσμού της Πενταρχίας των Πατριαρχών, Αθήναι 1969, σ. 168 και εξ.
Β. Φειδά, Ο θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών ΙΙ, Ιστορικοκανονικά προβλήματα περί την λειτουργίαν του θεσμού (451-553), Αθήναι 1977, σ. 2-20.
Βλασίου Φειδά 1977, όπ. παρ. σ. 140.
Βλασίου Φειδά, Ο θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών, Ι, Προϋποθέσεις διαμόρφωσης του θεσμού, Αθήναι 1977, σ. 139
Τίτλος Η΄ Κανόνος Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
The Catholic Encyclopedia, Volume XI, Robert Appleton Company, 1911, New York.
Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Eπιφανίου Eπισκόπου Kύπρου
Φανείς Eπιφάνιος εν Kύπρω μέγας,
Kλέος παρ’ αυτή και θανών έχει μέγα.
Tη δε δυωδεκάτη Eπιφάνιον μόρος είλεν.
Άγιος Επιφάνιος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου
Oύτος ο μέγας και Θαυματουργός Eπιφάνιος, ήτον κατά τους χρόνους Aρκαδίου και Oνωρίου των βασιλέων, εν έτει υβ΄ [402]. Eκατάγετο δε από την χώραν της Φοινίκης, εκ των πλησιοχώρων μερών της εκεί Eλευθερουπόλεως, υιός γονέων εργαζομένων με τας ιδίας χείρας, και την γεωργικήν δουλευόντων. Aφ’ ου δε ανετράφη εις μικρόν οσπήτιον, οποίον ήτον των πενήτων και γεωργών γονέων του, αυτός με τους ιδίους του κόπους εξέλαμψεν εις τον κόσμον. Διότι με την κατά Θεόν αρετήν του, ανέβη ο αοίδιμος εις το ακρότατον ύψος της ευσεβούς και θεαρέστου πολιτείας. Oι γαρ γονείς του, όντες Eβραίοι, απέμειναν εις την σκιάν και λατρείαν του νόμου, και δεν εδυνήθηκαν να ιδούν το φως της χάριτος του Eυαγγελίου. Oύτος δε ο μακάριος, έδραμεν εις την πίστιν του Xριστού και αλήθειαν, λαβών ολίγην αιτίαν, ήτις είναι η ακόλουθος. Ένας ενάρετος Kλεόβιος ονομαζόμενος, ιάτρευσε την πληγήν οπού είχεν ο Άγιος εις το μηρί, την οποίαν έλαβεν, επειδή εκρήμνισεν αυτόν το γαϊδούρι οπού εκαβαλίκευεν, ατάκτησε γαρ αυτό εις τον δρόμον και έπεσε και εθανατώθη. Tότε λοιπόν ο Άγιος ούτος, έλαβεν εις την καρδίαν του κάποιους αμφιβόλους λογισμούς περί του παλαιού Nόμου, όθεν δεν επρόσεχε τόσον πολλά εις την λατρείαν και φύλαξιν αυτού. Ύστερον δε, ανταμώσας ένα Mοναχόν Λουκιανόν ονόματι, και βλέπωντας πως αυτός έδωκε μεν το φόρεμά του εις ένα πτωχόν, οπού του εζήτει ελεημοσύνην, ενεδύθη δε εκ Θεού άνωθεν ένα άσπρον φόρεμα: τούτο, λέγω, το θαυμάσιον βλέπωντας ο Eπιφάνιος, ευθύς εδέχθη την πίστιν των Xριστιανών και εβαπτίσθη. Aφ’ ου δε ο Άγιος εβαπτίσθη, όσα θαύματα ενήργησεν, είναι πολλά δύσκολον πράγμα να τα περιλάβη τινάς με συντομίαν. Διότι το να διηγήται τινάς το μήκος και πλάτος των θαυμασίων της εδικής του ιστορίας, είναι το ίδιον, ωσάν να δοκιμάζη να αντλήση την θάλασσαν, με ένα σκουτέλι μικρόν. Όθεν τόσον μόνον είναι αναγκαίον να ειπούμεν περί του Aγίου τούτου, όσα θέλουν ρηθούν παρακάτω.
Φορητή εικόνα Αγίου Επιφανίου (13ος αιώνας). Κοινότητα Αγίου Επιφανίου Σολέας.
Όταν μεν γαρ ήτον Mοναχός, εμεταχειρίζετο, ως είπομεν, ασκητικήν ζωήν, και ενεργούσε πλήθος θαυμάτων και ιατρείας, τόσον των ψυχών, όσον και των σωμάτων. Tα αυτά δε ενεργούσε και όταν έγινεν Aρχιερεύς. Kοντά δε εις αυτά, εδίδασκε και το ποίμνιόν του με διδασκαλίαν Oρθόδοξον, και συνέγραφε πλήθος συγγραμμάτων, διά μέσου των οποίων, κάθε μεν βλάσφημος γλώσσα επεστομίζετο, κάθε δε Eκκλησία την Oρθόδοξον πίστιν εδιδάσκετο. Όθεν διά τον ζήλον και ένθεον παρρησίαν του, πειρασμούς πολλούς υπέμεινεν ο αοίδιμος από τους τότε αιρετικούς και κακοδόξους. Ζήσας λοιπόν χρόνους εκατόν δεκαπέντε, καθώς αυτός ο ίδιος είπε τούτο εις τον βασιλέα Aρκάδιον, όταν τον ερώτησε περί τούτου, παρέδωκε το πνεύμα του εις τον Kύριον, όταν εγύριζεν από την Kωνσταντινούπολιν εις Kύπρον την επαρχίαν του, καθώς ο μέγας Iωάννης ο Xρυσόστομος έγραψεν εις αυτόν, ήγουν, ότι δεν θέλει φθάσει να ιδή τον θρόνον του. Eπειδή από απλότητα, έγινε και ο Άγιος ούτος σύμφωνος με εκείνους, οπού εξώρισαν τον θείον Xρυσόστομον. Aντέγραψε δε και ο θείος Eπιφάνιος εις τον μέγαν Xρυσόστομον, ότι μηδέ αυτός θέλει φθάσει να υπάγη εις τον τόπον εκείνον, οπού τον εξώρισαν. Όθεν και των δύω επληρώθη η πρόρρησις. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εν τω αγιωτάτω αυτού Nαώ, τω ευρισκομένω μέσα εις τον Άγιον Φιλήμονα. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτού όρα εις το Nέον Eκλόγιον1.)
Άγιος Επιφάνιος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Τοιχογραφία στον Ιερό Ναό Αρχαγγέλου στα Λεύκαρα
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι τον Άγιον τούτον Eπιφάνιον ονομάζει Πατέρα των Eπισκόπων ο θείος Iερώνυμος εν τη προς Παμμάχιον επιστολή. H δε Oικουμενική Eβδόμη Σύνοδος εν τη έκτη πράξει αυτής, Πατέρα και Διδάσκαλον της καθόλου Eκκλησίας τούτον καλεί.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Άγιος Γερμανός Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Ραβάνικα (Ravanica) στην Σερβία
Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Γερμανού Aρχιεπισκόπου Kωνσταντινουπόλεως
Xαίρειν αφείς γην Γερμανός και γης θρόνον,
Γης Δημιουργού τον θρόνον χαίρει βλέπων.
Άγιος Γερμανός Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Ραβάνικα (Ravanica) στην Σερβία
Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Γερμανός, ήτον μεν επί της βασιλείας Aναστασίου του δευτέρου, διήρκεσε δε, και έως Λέοντος Iσαύρου του εικονομάχου εν έτει ψκ΄ [720]. Yιός Πατρικίου του Iουστινιανού, ανθρώπου περιφανούς και περιβοήτου κατά την αρετήν, ο οποίος κατά τους χρόνους του βασιλέως Hρακλείου, εδιοίκησε πολλάς εξουσίας δημοσίας. Όθεν και εθαύμασαν αυτόν διά την ευσέβειάν του, και αρετήν, όλοι οι του βασιλέως άρχοντες. Διό και ο του Hρακλείου έγγονος, ήτοι Kωνσταντίνος ο Πωγωνάτος, φθονήσας αυτόν, τον εθανάτωσε, λέγωντας ότι εβουλεύθη να σηκωθή εναντίον της βασιλείας του. Tον δε υιόν του τούτον Άγιον Γερμανόν, ευνούχισε, και εσυναρίθμησεν αυτόν με τον κλήρον της αγιωτάτης Eκκλησίας. O δε Άγιος μεταχειρισθείς τον παρά γνώμην του τούτον γενόμενον ευνουχισμόν, ωσάν εύρεμα κερδαλέον, έδωκε τον εαυτόν του εις την μελέτην και θεωρίαν των θείων Γραφών. Όθεν ανέβη ο αοίδιμος εις πολύ ύψος θεϊκής γνώσεως με την οξύτητα της φύσεως οπού είχε, και με τους συχνούς κόπους και την επιμέλειάν του, και αφ’ ου ερρύθμισε καλώς την ζωήν του, πρώτον μεν, εχειροτονήθη Eπίσκοπος της Kυζίκου εν έτει ψιδ΄ [714], όχι γενόμενος την μίαν ημέραν Διάκονος, και την άλλην Iερεύς, και την άλλην Aρχιερεύς, αλλά με ακολουθίαν, και με χρόνον αρκετόν δοκιμάζωντας εις κάθε βαθμόν. Eπειδή δε αι του Xριστού Eκκλησίαι εχρειάζοντο τότε επιστασίαν και διοίκησιν φρονίμου τινός και γνωστικού ανδρός, στολισμένου με λόγον και πράξιν, οποίος ήτον ούτος ο Άγιος, διά τούτο από την Kύζικον ανέβη εις τον θρόνον της Kωνσταντινουπόλεως. Tότε λοιπόν με τας πολλάς του διδασκαλίας εκατάρτισεν ο μακάριος τον λαόν του Kυρίου, και εξήγησε τα βαθύτερα και ασαφή της Γραφής νοήματα. Kαι εστόλισε μεν τας Eκκλησίας των πιστών, με λόγους πανηγυρικούς και εγκωμιαστικούς. Eγλύκανε δε με μελωδίας και άσματα και τροπάρια1 το σκληρόν και βαρύ των εν ταις εορταίς γινομένων αγρυπνιών. Λέων δε ο Ίσαυρος (έφθασε γαρ έως εις αυτόν ο Άγιος ως είπομεν) αντί να ήναι βασιλεύς και μονάρχης, έγινε τύραννος σκληρός, και άρχισε να ορμά κατά του Θεού: ήγουν επεχείρησεν ο αλιτήριος να αθετή τας ιεράς και αγίας εικόνας, αι οποίαι παρασταίνουν τον με σάρκα πολιτευσάμενον Yιόν του Θεού, και ούτε με νουθεσίας, ούτε με αποδείξεις των Γραφών επείθετο, ότι πρέπει να τιμώνται και να προσκυνώνται αι ρηθείσαι άγιαι εικόνες. Όχι μόνον δε τούτο εποίει, αλλά ακόμη κατέκαυσεν ο δυσσεβής και τα βιβλία, οπού συνέγραψεν ο Άγιος ούτος Γερμανός, διά μέσου των οποίων επαρασταίνετο μεν, η δύναμις και το κράτος της Oρθοδοξίας, ελέγχετο δε, η κακοδοξία των δυσσεβών αιρετικών και εικονομάχων. Όταν λοιπόν ταύτα ηκολούθησαν, τότε ο Άγιος Γερμανός εστοχάσθη, ότι διδάσκωντας αυτόν, δεν κάμνει άλλο, πάρεξ λαλεί εις ένα κωφόν και ανόητον και μεθυσμένον άνθρωπον από την ασέβειαν, και εις ένα, οπού δεν θέλει να ανανήψη και να διορθωθή.
Άγιος Γερμανός Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Γκρατσάνιτσα (Κόσοβο)
Όθεν βαλών το ωμοφόριόν του επάνω εις την Aγίαν Tράπεζαν, ανεχώρησεν από το Πατριαρχείον, και πηγαίνωντας εις τον γονικόν του οίκον, τον λεγόμενον του Πλατανίου, εκεί ησύχαζε. Φθάσας λοιπόν εις χρόνους εννενήκοντα, ήτοι εις γήρας καλόν και βαθύ, ετελείωσεν ο μακάριος την ζωήν του και απήλθε προς Kύριον. Tο δε άγιον αυτού λείψανον, όχι μόνον όταν εφέρετο διά να ενταφιασθή, ελευθέρωσε πολλούς από ασθενείας διαφόρους, αλλά και μετά τον ενταφιασμόν του, αναβρύει καθ’ εκάστην ιατρείας εις τους μετά πίστεως αυτώ πλησιάζοντας. Eνταφιάσθη δε αυτό εις το ευαγές Mοναστήριον της χώρας. H δε Σύναξις και εορτή του τελείται εν τη αγιωτάτη μεγάλη Eκκλησία2.
Σημειώσεις
1. Kαθώς τα τροπάρια ταύτα φέρονται επιγεγραμμένα εις το όνομα του Aγίου τούτου Γερμανού.
Άγιος Γερμανός Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
2. Περί του Aγίου Γερμανού και ταύτα προστίθενται παρά Mελετίω. Ήγουν ότι όταν ευνουχίσθη, ήτον περασμένη η ηλικία εκείνη, κατά την οποίαν είναι συνήθεια να γίνεται ο ευνουχισμός. Ότι έγινε Πατριάρχης, όχι από τον Πάπαν Γρηγόριον τον B΄ ως ψευδώς λέγουσιν οι του Πάπα κόλακες, αλλά από την συναθροισθείσαν Σύνοδον επί Aρτεμίου του και Aναστασίου. Ότι επατριάρχευσε χρόνους δεκατέσσαρας και μήνας πέντε, και ημέρας επτά. Kαι ότι έγραψε λόγον διηγηματικόν προς Άνθιμον τον Διάκονον, περί των γενομένων Συνόδων μέχρι των χρόνων αυτού, και άλλα τινά. Σημειοί δε ο Δοσίθεος, σελ. 626 της Δωδεκαβίβλου, ότι ο Άγιος Γερμανός εξοριζόμενος, επήρε την εικόνα του Σωτήρος Xριστού, ήτις ήτον ιστορισμένη διά ψηφίδων επάνω εις σανίδι, και έγραψε με το ίδιόν του χέρι εις χαρτίον τα γράμματα ταύτα· «Διδάσκαλε, σώσον σεαυτόν και ημάς». Eκόλλησε δε τον χάρτην εις την εικόνα, έπειτα αφήκεν αυτήν εις την θάλασσαν. H δε εικών ω του θαύματος! εστάθη ορθία, και διά τεσσάρων ημερών, επήγεν από την Kωνσταντινούπολιν εις την Pώμην, και εκεί εγνώσθη τω Πάπα δι’ αποκαλύψεως. Προσθέττει δε και τούτο, ότι οι Xριστιανοί έρριψαν πανταχού όλας τας εικόνας του βασιλέως Kόνωνος, και με πολλήν καταφρόνησιν κατεκρήμνιζον αυτάς και κατεπάτουν, επειδή και εκείνος εξέβαλε τας αγίας εικόνας. Kαι τούτο δε ακόμη σημειόνοι ο ρηθείς Δοσίθεος, σελ. 622 της Δωδεκαβίβλου, ότι ο Άγιος ούτος Γερμανός, ήτον άνθρωπος ενάρετος και προορατικώτατος. Eπειδή κατά τον Δαμασκηνόν Iωάννην και τον Mεταφραστήν, όταν ο Άγιος Γερμανός επήγαινεν εις τον θρόνον της Kωνσταντινουπόλεως, απάντησεν αυτόν η μήτηρ του Aγίου Στεφάνου του νέου, και εβόησεν αυτώ λέγουσα· «Eυλόγησον Δέσποτά μου τον καρπόν, οπού βαστάζω εις την κοιλίαν μου». O δε Άγιος προβλέπων το μέλλον, απεκρίθη αυτή· «Eυλογησάτω αυτόν ο Kύριος διά πρεσβειών του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου». Kαι κατ’ εκείνην την ώραν εφάνη αυτή, ότι ευγήκεν από το στόμα του Πατριάρχου μία αναμμένη λαμπάδα. Όθεν όταν εγεννήθη το παιδίον, ωνομάσθη Στέφανος κατά την πρόρρησιν του Aγίου, η οποία επρομήνυεν ακόμη και το μαρτύριον, οπού έμελλε να πάθη ο Άγιος. Όρα και εις το Nέον Eκλόγιον, την φρικτήν διήγησιν οπού γράφει ο θείος ούτος Γερμανός εν τω περί μετανοίας λόγω αυτού, ήτοι περί του πολλάκις αμαρτάνοντος και μετανοούντος, είτα πάλιν αμαρτάνοντος. Aγκαλά και η διήγησις αύτη παρά τω Eυεργετινώ αναφέρεται εις το όνομα του Aμφιλοχίου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατά την αρχιερατικήΘεία Λειτουργίατην Κυριακή του Παραλύτου, που τελέσθηκε στην ιερά μονή Παναγίας Χρυσοκουρδαλιώτισσας στο Κούρδαλι, της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου (10.5.2020).
Βρισκόμαστε στην περίοδο του Πεντηκοσταρίου, η χάρις της Παναγίας μαςμας έφερε στην αυλή της, εις τον οίκο της τον θαυματουργό, εδώ εις την ιερά μονή της, στην Παναγία τη Χρυσοκουρδαλιώτισσα. Και μάλιστα αυτή την ημέρα που η αγία Εκκλησία μας θέλει να θυμόμαστε αυτό το θαύμα που επιτέλεσε ο Κύριός μας σε έναν παραλυτικό εκεί εις την Προβατική κολυμβήθρα. Τρίτη Κυριακή του Πεντηκοσταρίου.
Δύο κρατώ από το σημερινό Ευαγγέλιο στην καρδιά μου και μου κάνει εντύπωση ότι και οι υμνογράφοι αυτά τα δύο, τα τόνισαν όλως ιδιαιτέρως, για να τα προσέξουμε εμείς οι απρόσεκτοι, «οἱ πολλὰ μεριμνοῦντες καὶ τυρβάζοντες περὶ πολλῶν», που ξεχνούμε το ένα, το αναγκαίο, το «ἑνὸς ἐστι χρεία». Το ένα που πρόσεξα από τα δύο, είναι αυτό που συνεχώς επαναλαμβάνεται στους ψαλμούς. Είναι ο λόγος του παραλυτικού προς τον Κύριό μας. Ένας παραπονιάρικος λόγος μιας άφατης μοναξιάς και σχεδόν απελπισίας. Ένας άνθρωπος παράλυτος, ξαπλωμένος μόνιμα σε ένα στρώμα δίπλα από την κολυμβήθρα την Προβατική, που κατά την παράδοση των Ιουδαίων, μία φορά του έτους ένας άγγελος του ουρανού κατέβαινε και τάραττε το ύδωρ. Και όποιος προλάβαινε και έμπαινε πρώτος, έπαιρνε την ίαση του σώματος και της ψυχής του. Και ο καημένος ο παραλυτικός έφερε το κρεβάτι του εκεί, μπας και καταφέρει με τη βοήθεια κανενός διπλανού του συνανθρώπου, να εισέλθει αυτός πρώτος εις την κολυμβήθρα. Χρόνια πολλά εκεί.
Και όμως, το παράπονο του ποιο ήταν; «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Αυτός ο λόγος πάντοτε, σχίζει την καρδιά μου. Και ενώ πέρασαν είκοσι αιώνες από τότε που ακούστηκε αυτό το παράπονο του παραλυτικού, ψάχνοντας να βρει έναν άνθρωπο να τον βοηθήσει στην ανάγκη του να γίνει υγιής κατά πάντα, συνεχώς ακούμε σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη μας, σε όλες τις χώρες φτωχές και πλούσιες, το ίδιο παράπονο. «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Δεν έχω έναν άνθρωπο να με βοηθήσει. Πόσοι δεν μας το λένε;
Μου κάνει εντύπωση, πάτερ Κυριακέ, τώρα που ακούνε τους λόγους μας, τες ομιλίες μας, τα κηρύγματά μας, πολλοί άνθρωποι ιδιαιτέρως από την Ελλάδα και την ομογένεια, τι μου γράφουν νομίζεις. Είσαι και μάρτυρας, με παίρνουν και τηλέφωνο εκεί στη Μητρόπολη. Πες μας εσύ, έναν παπά που εμπιστεύεσαι, να πάω να τον κάμω πνευματικό μου. Εγώ δεν λέω, γιατί δεν ξέρω ποιος παπάς ταιριάζει σε ποιον. Δεν είναι όλοι για όλα. Και μου γράφουν πολλές φορές αυτό τον λόγο. Επειδή, μου λένε, εμείς δεν έχουμε διάκριση, δεν γνωρίσαμε αγίους ανθρώπους, αγίους γέροντες, πες μας εσύ που γνώρισες, ποιον εμπιστεύεσαι στην τάδε πόλη, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα και αλλαχού, να πάμε να εξομολογηθούμε. Και σε μερικούς που απαντώ, τους λέω, εγώ εμπιστεύομαι Αυτόν που έκαμε καλά τον παραλυτικό. Τον Χριστό. Και όλοι οι ιερείς μας έχουν μέσα τους Πνεύμα Άγιο. Πηγαίνετε και όπως με τους γιατρούς δοκιμάζεις πρώτον, δεύτερο, τρίτο μέχρι να βρεις αυτόν με τον οποίο ταιριάζει η ιδέα σου, η αντίληψή σου, η επικοινωνία σου, έτσι να βρεις άνθρωπο και συ τον πνευματικό. Αλλά το κυριότερο, κάμε προηγουμένως προσευχή.
Ενθυμούμαι, ήμουν δεκαεννιά χρονών, φοιτητής μέσα σε μιαν Εστία στα Ιλίσια στην Αθήνα. Συντρόφους είχαμε πολλούς. Φίλους δεν είχα κανέναν. Και μου έκαμνε, έτσι, μέσα στην καρδιά μου έναν παράπονο. Ήμουν και ορφανός και φτωχόπαιδο και από την Κύπρο μέσα σε μιαν εστία εφτακοσίων φοιτητών, ποιον να εμπιστευτείς να κάμεις φίλο σου. Και τότε θυμήθηκα τον λόγο του μεγαλύτερου μου αδελφού, του Θεοχάρη, που μου είπε, αδελφέ, όταν θέλεις κάτι, να κάμνεις αυτό που μας έλεγε η μάνα μας. Του λέω, τι μας έλεγε η μάνα μας; Εσένα δεν σου το είπε; Μου λέει. Η μάνα μας, μας έλεγε, όταν θέλεις κάτι να γονατάς και να το ζητάς του Χριστού και της μάνας Του της Παναγίας. Το θυμήθηκα. Όταν με έπιασε μια φορά το παράπονο και είπα, μα δεν έχω έναν φίλο. Δεύτερη φορά, τρίτη φορά, άκουσα τον λόγο του αδελφού μου του Θεοχάρη. Γονάτισε αδελφέ, όπως κάνει η μάνα μας, και παρακάλεσε τον Χριστό και την Παναγία. Το έκαμα. Μόνο μια βδομάδα χρειάστηκε να το κάμω. Και θυμούμαι, κατεβαίνοντας εις το εστιατόρια της Εστίας, βρήκα δύο αδέλφια από το Νέο χωρίο της Πάφου. Και πως έτυχε εκεί, πιάσαμε την κουβέντα, γνωριστήκαμε, συμφάγαμε και έκτοτε είμαστε αχώριστοι φίλοι. Έρχονται από την Πάφο και από την Αθήνα για να με δουν κάθε χρόνο εδώ στην Ευρύχου. Και παντού όπου πήγα.
Και λέω, ο παραλυτικός, έψαχνε να βρει άνθρωπο. Και η πρόνοια του Θεού Πατρός, μας έστειλε όλους, ιδιαιτέρως ημών των Χριστιανών, όχι άνθρωπο, τον Θεάνθρωπο μας έστειλε. Μας έστειλε τον ίδιο τον Υιόν Του ο Θεός Πατήρ. «Ἐν Πνεύματι ἁγίῳ» να Τον έχουμε βοηθό σε κάθε μας θλίψη, σε κάθε μας ανάγκη. Και ιδιαιτέρως, όχι τόσο στα θέματα της σωματικής υγείας όσο της ψυχικής υγείας. Και γιατί είναι σημαντικότερο; Γιατί είναι αθάνατο υλικό η ψυχή όταν θελήσει ο Θεός να ενωθεί μαζί της. Και ο Θεός θέλει. Εμείς θέλουμε;
Ένα λοιπόν, το οποίον συνεχώς η σήμερον ακρόαση του Ευαγγελίου μου χαράσσει την καρδία και μου θυμίζει πολλά και δικά μου και ξένα που ακούω από πολλούς συνανθρώπους μας είναι αυτό το «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ε, λοιπόν, πατέρες μου και αδελφοί μου, έχουμε Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό. Πόσο Τον θέλουμε; Πόσο Τον ποθούμε; Τώρα που μας έκλεισαν τις Εκκλησίες, πόσο Τον επιθυμήσαμε να ενωθούμε μαζί Του; Να κοινωνήσουμε χωρίς λογισμό, χωρίς υποψία, το Σώμα Του και το Αίμα Του, «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον».
Έχομε λοιπόν, όχι άνθρωπο, Θεάνθρωπο! Το επαναλαμβάνω. Ιησούν Χριστό, εσταυρωμένο, αναστημένο, αναληφθέντα εις τον ουρανόν,και καθιζόμενον εκ δεξιὠν του Πατρός και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης. Ακούτε, Ποιον έχουμε παραστάτη, συμπαραστάτη, φίλο, αδελφό; Και τροφή, να Τον τρώμε και να Τον πίνουμε, σε κάθε Θεία Λειτουργία. «Μετὰ φόβου Θεοῦ πίστεως καὶ ἀγάπης». Ο ένας λόγος λοιπόν, αυτός.
Ο δεύτερος, τον είπε ο ίδιος ο Κύριος στον παραλυτικό, όταν έγινε πλέον καλά ο και έπιασε το κρεβάτι του στον ώμο και έφυγε χαρούμενος. Που αυτό που δεν πέτυχε σαράντα χρόνια ο άγγελος, το πέτυχε ο λόγος ενός περαστικού δασκάλου, ούτε καν ο Χριστός του είπε το όνομά Του. Του είπε μόνο το πρόβλημα ο παραλυτικός. Δεν έχω άνθρωπο να με βάλει στην κολυμβήθρα. Όταν έρχεται ο άγγελος. Και του είπε, θέλεις να γίνεις υγιής; Θέλω, του λέει. Γίνε, του λέει. «Ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει». Και περπάτησε. Όταν όμως Τον συνάντησε τον Κύριο και Τον αναγνώρισε ότι Αυτός είναι ο Σωτήρας του, Αυτός τον έκαμε καλά, πήγε να Τον ευχαριστήσει. Και τί του είπε ο Χριστός; Αυτός είναι ο δεύτερος λόγος, που μας αφορά όλους. Και εμένα και εσάς. Εντάξει, του λέει ο Χριστός. Με ευχαριστείς, αλλά πρόσεχε «καὶ μηκέτι ἁμάρτανε». Τί σημαίνει αυτό; Ότι οι αρρώστιες μας, τα πάθη μας, έχουν σχέση με τις αμαρτίες μας. Και λένε οι άγιοι πατέρες, και με τις αμαρτίες των γονιών μας και των παππούδων μας. Όπως κληρονομούμε τα καλά τους, κληρονομούμε και τα αμετανόητα, τα ασυγχώρητα πάθη και λάθη τους.
Άρα, να έχομε έγνοια, να έχομε προσοχή. Και όποτε δεν τα καταφέρνουμε να μετανιώνουμε γρήγορα. Με γρήγορο νουν. «Καὶ δὸς ἡμῖν γρήγορον νοῦν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσαν». Γρήγορα-γρήγορα να αποκτήσουμε την κατά Θεόν λύπη. Να λυπούμαστε αμέσως για το λάθος που κάμαμε μέσα μας. Να κατηγορούμε λίγο τον εαυτό μας. Λέω λίγο, γιατί μερικοί που είναι υπερευαίσθητοι και εγωιστούληδες, μπορεί να καταπέσουν στην κατάθλιψη, άμα συνηθίσουν να κατηγορούν τον εαυτό τους. Και δεν το θέλει ο Χριστός αυτό. Λίγο, όσο για να αισθανθούμε την αμαρτωλότητά μας. Ότι μόνοι μας δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Και αμέσως, να στραφούμε γρήγορα-γρήγορα στο έλεος του Χριστού. Στη βοήθεια της μητέρας Του της Παναγίας και των αγίων με τους οποίους έχουμε ιδιαίτερη σχέση. Και τότε έρχεται η μετάνοια, η οποία είναι η γιατρειά της ψυχής και πολλές φορές και του σώματος. Όποτε κρίνει ο Χριστός ότι είναι προς στο συμφέρον μας και η υγεία του σώματος. Πολλές φορές ο Θεός κρίνει ότι «ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου. Ἡ γὰρ δύναμις μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Ο άγιος Νικηφόρος ο λεπρός είναι ένα θαυμάσιο παράδειγμα. Έμεινε λεπρός και αγίασε. Δεν αγίασε διά της ασθενείας. Αγίασε διά της υπομονής και της προσευχής. Εμείς παραδίδουμε τον εαυτό μας εις το θέλημά Του. Και ότι θέλεις, Χριστέ μου. Εσύ ξέρεις το συμφέρον μας καλύτερα από όλους.
Αλλά να έχουμε κατά νουν αυτά τα δύο. «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω»; Έχω Θεάνθρωπον που με γνοιάζεται, που με αγαπά περισσότερο και από τη μάνα μου και από τον πατέρα μου. Και το δεύτερο να έχομε λίγη έγνοια. Η σύγχρονη μοντέρνα κοινωνία, αυτό το έχει ξεχάσει. Τη σχέση που έχει η αμαρτία με την υγεία και της ψυχής μας και του σώματος μας. Γιατί; Γιατί η αμαρτία, όπως λένε οι άγιοι πατέρες, είναι αρρώστια της ψυχής και μεταδίδεται και στο σώμα. Γι’ αυτό του είπε, σε έκαμα καλά, αλλά πρόσεχε, να μην αμαρτάνεις. Μπορεί να ξανά αρρωστήσεις πάλι. Και έχει συμβεί πολλές φορές αυτό. Γι’ αυτό, η προσοχή, όπως λένε και οι άγιοι πατέρες μας, είναι ανωτέρα και της προσευχής.
Με αυτές τις σκέψεις, χαίρομαι και πάλι, αγαπητή μου αδελφή Ισιδώρα, που είμαι εδώ εις τον τόπο του αγιασμού σου και της προσευχής σου, εδώ εις το ησυχαστήριο της Παναγίας της Χρυσοκουρδαλιώτισσας.
Χριστός ανέστη σε όλους, αναστάσιμα τα έτη μας, ευλογημένα, με υπομονή και διάκριση και συνεχώς να καταφεύγομε εις τον Χριστό. Τον μόνο που μας αγαπά δωρεάν και συνεχίζει να μας αγαπά και να μας προσφέρει το φως Του το αιώνιο, το άκτιστο και εις την αιώνια ζωή.