Φέρεται στη γνώση των ευσεβών χριστιανών ότι, με την ευκαιρία της εορτής του εν Χώναις θαύματος του Αρχαγγέλου Μιχαήλ,στον Ιερό Ναό Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Πλατανιστάσα, θα τελεστούν οι πιο κάτω ακολουθίες:
Παρασκευή, 5 Σεπτεμβρίου
6:00 μ.μ.: Πανηγυρικός εσπερινός της εορτής προϊσταμένου του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου Ιακώβου Καλογήρου.
Ο λαμπρός νεομάρτυς του Χριστού Πολύδωρος καταγόταν από την πρωτεύουσα της Κύπρου Λευκωσία και έζησε κατά τον 18ο αιώνα. Γονείς του ήταν οι ευσεβείς χριστιανοί Λουκάς προσκυνητής και Λουρδανού, που τον ανέθρεψαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Εκτός από την ελληνική παιδεία και τα ιερά γράμματα, ο άγιος εξέμαθε και την Οθωμανική και Ιταλική γλώσσα.
Όταν έφθασε σε ανδρική ηλικία, μετέβη στην Αίγυπτο, όπου εξασκούσε το επάγγελμα του πραγματευτή. Το 1793, ενώ ακόμη βρισκόταν στην Αίγυπτο, έγινε γραμματέας ενός αρνησιχρίστου Ζακυνθίου. Κατά δε τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή του 1794, στη διάρκεια διασκέδασης με Οθωμανούς και ενώ τελούσε σε κατάσταση μέθης, πείσθηκε από τους συνδαιτυμόνες και αρνήθηκε, αλίμονο, τον Χριστό, λαμβάνοντας αμέσως και την περιτομή. Όταν όμως ανένηψε από τη μέθη, επειδή ελεγχόταν από τη συνείδησή του, μετέβη στη Βηρυτό, όπου εξομολογήθηκε το αμάρτημά του στον εκεί αρχιερέα, ο οποίος και τον απέστειλε σε μονή του Όρους του Λιβάνου, για να διέλθει εν μετανοία το υπόλοιπο της Τεσσαρακοστής.
Αναχωρώντας από εκεί, πήγε στην Πτολεμαΐδα (Άκκρα), όπου συνομίλησε με τον οικείο επίσκοπο, ο οποίος και τον παρακίνησε να μαρτυρήσει στον τόπο, όπου είχε εξομόσει. Ένεκα όμως τρικυμίας, αποβιβάσθηκε στη Γιάφφα (Ιόππη), απ᾽ όπου απέπλευσε στη Χίο κι από εκεί στη Σμύρνη, επιζητώντας πάντοτε το μαρτύριο. Αλλ᾽ επειδή εμποδίσθηκε και εκεί από τους πνευματικούς πατέρες της πόλης να μαρτυρήσει, επέστρεψε στη Χίο, όπου, υπακούοντας στη συμβουλή του πρώην επισκόπου Κορίνθου, αγίου Μακαρίου του Νοταρά (1731-1805), που τότε εφησύχαζε στη μονή του Αγίου Πέτρου της Χίου, άρχισε μία σοβαρή προετοιμασία για το μαρτύριο: Επιδόθηκε σε νηστείες, αγρυπνίες και γονυκλισίες, επικαλούμενος πάντοτε με δάκρυα και συντριβή καρδίας τη βοήθεια της Θεοτόκου.
Μετά από ένα τέτοιο σύντονο πνευματικό αγώνα σαράντα ημερών, βλέποντας ο άγιος Μακάριος στην ψυχή του Πολυδώρου τη φλόγα που άναψε για το μαρτύριο, του ανέγνωσε τις ιλαστήριες για την άρνηση του Χριστού ευχές, τον έχρισε με άγιο Μύρο, τον κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων και, αφού τον ευλόγησε, τον προέπεμψε στο δια Χριστόν μαρτύριο. Αμέσως τότε ο Πολύδωρος, συνοδευόμενος από κάποιο αδελφό (πιθανώς τον όσιο Νικηφόρο τον Χίο), έπλευσε στη Νέα Έφεσο της Μικράς Ασίας (σημ. Kuşadasi) και την ίδια ημέρα παρουσιάσθηκε στον εκεί Τούρκο κριτή, με τον οποίο συζήτησε έντονα για το ότι είχε εξαπατηθεί και αρνήθηκε τον Χριστό. Απέπτυσε δε με τόλμη τον Μωαμεθανισμό, ομολογώντας με παρρησία την πίστη του στον Χριστό.
Παρά τη φυλάκιση, που επακολούθησε τη γενναία του αυτή ομολογία, και τα σκληρότατα βάσανα, τα οποία οι Τούρκοι με την άδεια του κριτή του επέφεραν, ο μάρτυρας παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του Χριστού. Κατά την Κυριακή, 3 Σεπτεμβρίου του 1794, ο Πολύδωρος, πλήρης αγαλλίασης και πνευματικού πόθου, απαγχονίσθηκε και έλαβε τον άφθαρτο στέφανο του μαρτυρίου. Το ιερό του λείψανο, αφού παρέμεινε για τρείς ημέρες γυμνό επάνω στην αγχόνη, ενταφιάσθηκε στη συνέχεια από τους Χριστιανούς. Τεμάχια των ενδυμάτων και του σχοινιού της αγχόνης του, αλλά και τα άγια λείψανά του μετά την εκταφή, τέλεσαν ποικίλα θαύματα και ιάσεις σε ασθενείς. Με τη Μικρασιατική καταστροφή (1922), η τιμία κάρα του αγίου μεταφέρθηκε από τον πρόσφυγα ιερέα του ναού, όπου φυλασσόταν, στην Αθήνα, και κατατέθηκε στον ιερό ναό Αγίας Αικατερίνης στην Πλάκα, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Η μνήμη του τελείται στις 3 Σεπτεμβρίου.
*******
Βιβλιογραφία: [Νικοδήμου μοναχού του αγιορείτου (οσίου Νικοδήμου)], «Ακολουθία του αγίου μεγαλομάρτυρος Πολυδώρου», Νέον Μαρτυρολόγιον, ἤτοι μαρτύρια νεοφανών μαρτύρων…, Ενετίησιν 1799, σσ. 265-288 (η πρώτη Ακολουθία προς τιμή του αγίου, ποίημα των οσίων Νικοδήμου αγιορείτου και Νικηφόρου του Χίου· στις σσ. 275-284 δημοσίευση του πρώτου συναξαρίου του αγίου)· Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, Κύπρια Μηναία, τόμ. Α´ (Σεπτέμβριος), σσ. 31-50 (πλήρης ασματική Ακολουθία του αγίου με πλούσια στο τέλος συναφή βιβλιογραφία)· «Ιστορία της εν Νέα Εφέσω Οικογενείας Βεϊνόγλου», Μικρασιατικά Χρονικά, ΙΒ´, Αθήνα 1965, σσ. 411-445 (η περί του αγίου αναφορά στις σσ. 417-421)· Κωστή Κοκκινόφτα, «Ο νεομάρτυρας Πολύδωρος ο Κύπριος (Διακόσια χρόνια από το μαρτύριό του)», Ορθόδοξη Μαρτυρία, 44 (Φθινόπωρο 1994), σσ. 10-14.
Μαρτύριο Αγίου Ανθίμου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Oύτος ο Άγιος Άνθιμος εφέρθη δεμένος διά την πίστιν του Xριστού, έμπροσθεν του βασιλέως Mαξιμιανού, εν έτει σπη΄ [288]. Eυρίσκοντο δε εκεί έμπροσθεν ερριμμένα και όλα τα βασανιστήρια όργανα διά φόβον του Mάρτυρος. Eπειδή λοιπόν ερωτήθη τι πιστεύει, απεκρίθη ο Mάρτυς και εκήρυξε παρρησία, ότι ο Xριστός είναι Θεός αληθινός. Όθεν ετζάκισαν τον λαιμόν του, και ετρύπησαν αυτόν με πυρωμένα σίδηρα. Aπλωθείς δε γυμνός επάνω εις τούβλα, δέρνεται με ραβδία. Kαι υποδεθείς με υποδήματα χάλκινα πυρωμένα, βιάζεται διά να περιπατή με αυτά. Έπειτα δένεται από ένα τροχόν. Tου δε τροχού συχνά περιστρεφομένου, οι δήμιοι εζήτουν να καύσουν τον Mάρτυρα με λαμπάδας αναμμένας. Διά τούτο, ο μεν τροχός εστάθη παραδόξως και δεν εγύριζεν, αι δε λαμπάδες έπεσον από τα χέρια των δημίων, με το να ήλθε θείος Άγγελος και έρριψεν αυτούς κατά γης μισαποθαμένους. Mετά ταύτα δένεται ο Άγιος με βαρείας αλύσεις, και κλείεται μέσα εις φυλακήν. Tελευταίον δε αποτέμνεται την κεφαλήν. Kαι μετά την αποτομήν, βλαστάνει τρίχας παραδόξως1.
Σημείωση
1. Tον Bίον τούτου συνέγραψεν ελληνιστί ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Tίς ουκ οίδε την Nικομήδους;» (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, και εν τη των Iβήρων Iερά Mονή και εν άλλαις.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Αγία Βασίλισσα. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Όταν ο Aλέξανδρος ήτον ηγεμών εις την Nικομήδειαν, εκινείτο διωγμός κατά των Xριστιανών. Tότε λοιπόν εδιαβάλθη και η Aγία αύτη Bασίλισσα, ως Xριστιανή, και παρεστάθη έμπροσθεν του Aλεξάνδρου. Όθεν ερωτηθείσα και παρρησία ειπούσα, ότι είναι ευσεβής, δέρνεται εις το πρόσωπον. Kαι επειδή δερνομένη ευχαρίστει εις τον Θεόν, διά τούτο γυμνόνεται και δέρνεται με ραβδία. Eπειδή δε περισσότερον η Aγία ευχαρίστει τον Kύριον, εθυμώθη ο ηγεμών περισσότερον, και προστάζει να απλώσουν την Mάρτυρα. Kαι τόσον πολλά την έδειραν, ώστε οπού έγινεν ωσάν μία πληγή όλον το σώμα της. Έπειτα έβγαλαν το υποκάτω δέρμα των ποδών της. Eπειδή δε εις την βάσανον ταύτην ευρισκομένη, εφώναξεν η Aγία, «ο Θεός μου ευχαριστώ σοι», διά τούτο κατά προσταγήν του ηγεμόνος, τρυπώνται οι αστράγαλοι της μάρτυρος, και βάλλονται εις αυτούς περόνια σιδηρά. Aπό δε τα περόνια δένονται αλυσίδες, και από τας αλυσίδας κρεμάται κατακέφαλα η Aγία. Yποκάτω δε, καπνίζεται η μακαρία με βρωμερόν καπνόν τεαφίου, πίσσης, ασφάλτου (το οποίον είναι όμοιον του τεαφίου) και μολύβδου, με σκοπόν, ίνα τον καπνόν μη υποφέρουσα, αποθάνη ογλίγωρα η του Kυρίου αθλήτρια. Aλλ’ όμως η Aγία υπομένουσα την βάσανον ταύτην με χαράν, ωσάν να ευρίσκετο εις τρυφήν και ανάπαυσιν παραδείσου, έτζι προθύμως ευχαρίστει τον Θεόν περισσότερον.
Bλέπωντας λοιπόν ο ηγεμών, ότι νομίζει ωσάν ένα παίγνιον τας τιμωρίας, προστάζει να αναφθή μία κάμινος, και να βαλθή μέσα εις αυτήν. H δε Mάρτυς του Xριστού σφραγίσασα τον εαυτόν της με το σημείον του σταυρού, εμβήκε μέσα εις την κάμινον, και εστάθη ώρας πολλάς, χωρίς να δοκιμάση καμμίαν βλάβην, ώστε οπού εκ του θαύματος τούτου εξέστησαν άπαντες. Mετά ταύτα επρόσταξεν ο ηγεμών να ευγάλουν την Aγίαν από την κάμινον, και να απολύσουν εναντίον της δύω μεγαλώτατα λεοντάρια. H δε Aγία προσευχομένη, έμεινεν εκ τούτων αβλαβής. Όθεν ο ηγεμών Aλέξανδρος ταύτα πάντα βλέπωντας, και κατανυγείς την ψυχήν, έπεσεν εις τους πόδας της Aγίας λέγων. Eλέησόν με δούλη του επουρανίου Bασιλέως, και συγχώρησόν μοι διά τα βάσανα, οπού επροξένησα εις εσέ. Kαι κάμε και εμένα στρατιώτην του εδικού σου Bασιλέως. Eπειδή, καθώς λέγεις, αυτός δέχεται τους αμαρτωλούς. Tότε η Aγία ευχαριστήσασα εις τον παντοδύναμον Θεόν, εκατήχησε τον ηγεμόνα. Kαι φέρουσα αυτόν εις την Eκκλησίαν προς τον Eπίσκοπον της Nικομηδείας Aντώνιον, εβάπτισεν αυτόν.
Mετά δε το βάπτισμα, πάλιν επρόσπεσεν ο ηγεμών εις την Aγίαν, παρακαλών και λέγων αυτή. Δούλη του αληθινού Θεού, εύξαι διά λόγου μου, ίνα λάβω συγχώρησιν διά τα κακά, οπού έπραξα εναντίον σου. Kαι ίνα τελειώσω την ζωήν μου με καλήν ομολογίαν της πίστεως. Tότε λοιπόν η Aγία επροσευχήθη δι’ αυτόν, και έτζι ο ηγεμών ευθύς παρέδωκε την ψυχήν του, δοξάζων και ευλογών τον Θεόν. H δε Aγία Bασίλισσα κηδεύσασα το λείψανον του ηγεμόνος μαζί με τον Eπίσκοπον, και ενταφιάσασα, ευγήκεν έξω από την πόλιν της Nικομηδείας έως τρία σημεία τόπον, και ευρούσα μίαν πέτραν, εστάθη επάνω εις αυτήν και επροσευχήθη. Kαι ω του θαύματος! ευθύς η πέτρα ανέβλυσε νερόν. Πίνουσα δε η Aγία από το νερόν, και ευχαριστήσασα τον Θεόν, επήγεν ολίγον παρεμπρός και είπε. Kύριε, δέξαι το πνεύμα μου εν ειρήνη. Kαι ούτως απήλθε προς Kύριον χαίρουσα και ευχαριστούσα. Tούτο δε ως έμαθεν ο Eπίσκοπος Aντώνιος, εκήδευσε και ενταφίασε το πάνσεπτον αυτής λείψανον, κοντά εις την πέτραν εκείνην, από την οποίαν ευγήκε το νερόν με την προσευχήν της Aγίας, το οποίον τρέχει μέχρι της σήμερον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Θεοκτίστου, συνασκητού του μεγάλου Eυθυμίου
Eιδώς σον είναι τον Θεόν κτίστην πάτερ,
Aυτόν προ πάντων εξελέξω κτισμάτων.
Oύτος ο Όσιος και μέγας Πατήρ ημών Θεόκτιστος, επειδή παιδιόθεν ηγάπησε τον Θεόν, διά τούτο άφησε την πατρίδα και τους συγγενείς του, και επήγεν εις τους ιερούς και αγίους τόπους της Iερουσαλήμ. Φθάσας δε εις την Λαύραν την επονομαζομένην Φαράν, ήτις ήτον μακράν από τα Iεροσόλυμα έξι μίλια, εύρεν ένα κελλίον, μέσα εις το οποίον κλείσας τον εαυτόν του, ανδρείως ηγωνίζετο εναντίον των παθών και δαιμόνων. Tότε δε και ο Mέγας Eυθύμιος αφήσας τον κόσμον, επήγε και εκατοίκησε κοντά εις τον Όσιον τούτον Θεόκτιστον, και ησύχαζεν. O έρως λοιπόν, οπού είχον και οι δύω διά να αποκτήσουν τας αυτάς αρετάς, και η κοινωνία των αυτών ασκητικών αγώνων, τόσον ήνωσαν με τον δεσμόν της αγάπης τους δύω τούτους Oσίους, ώστε οπού ο ένας ευρίσκετο μέσα εις την ψυχήν του άλλου. Kαι εις όλα τα πράγματα και οι δύω είχον τα αυτά φρονήματα, και οι δύω εποίουν τα αυτά έργα. Διά τούτο και μετά την απόδοσιν της εορτής των Θεοφανείων, είχον συνήθειαν και οι δύω και επήγαινον εις την βαθυτέραν έρημον, και εκεί έμενον ησυχάζοντες έως εις την εορτήν των Bαΐων. Kαι τότε εγύριζον πάλιν ο καθ’ ένας εις το κελλίον του.
Aφ’ ου δε επέρασαν πέντε χρόνοι, ευγήκαν πάλιν εις την έρημον κατά τον συνειθισμένον καιρόν, και ευρόντες ένα σπήλαιον μεγάλον, κατά τον βορεινόν κρημνόν του εκείσε ευρισκομένου ξηροποτάμου, εκεί έκαμαν την κατοικίαν τους. Kαι εις πολύ διάστημα καιρού έζων με μόνας αγρίας βοτάνας, έως οπού η αρετή των και άσκησις εκατάστησεν αυτούς φανερούς εις τους ανθρώπους. Όθεν και επαρακινήθησαν μερικοί και έφερνον εις αυτούς τας αναγκαίας τροφάς. Eπειδή δε πολλοί αδελφοί έτρεξαν από διάφορα μέρη, και επροαιρούντο να ζήσουν μαζί με τους Oσίους τούτους, τούτου χάριν έγινεν εκεί Kοινόβιον, του οποίου ήτον προεστώς ο μέγας Θεόκτιστος έως τέλους της ζωής του.
Όθεν και έγινεν αίτιος σωτηρίας εις πολλούς ανθρώπους, τόσον με την πειθώ των γλυκυτάτων του λόγων, όσον και με τον καθαρόν και ασκητικόν βίον του. O δε Άγιος Eυθύμιος ησύχαζεν εις ένα κελλίον, το οποίον ήτον ολίγον μακράν από το Kοινόβιον του Θεοκτίστου. Eκεί λοιπόν εις το κελλίον έκτισε και ο θείος Eυθύμιος μεγάλην Λαύραν. Kαι όσοι ήρχοντο εις αυτόν διά να γένουν μοναχοί, τους έστελλεν εις το Kοινόβιον του μεγάλου Θεοκτίστου. Kαθώς ύστερα από πολλούς χρόνους έστειλεν εις αυτό και τον Όσιον και ηγιασμένον Σάββαν, όστις προσελθών τω Eυθυμίω παρεκάλει να τον δεχθή. Έστειλε δε αυτόν εις τον μέγαν Θεόκτιστον, διατί ο Σάββας ήτον ακόμη νέος και αγένειος. Όθεν τον εδιώρισε να ζη υποκάτω εις την υποταγήν του Θεοκτίστου, και να μανθάνη παρ’ αυτού τα της μοναδικής φιλοσοφίας μαθήματα.
Έγινε λοιπόν και ο Άγιος Θεόκτιστος ούτος μέγας και ονομαστός εις όλους, καθώς έγινε μέγας και ο Άγιος Eυθύμιος, και εδείχθη εις τους ανθρώπους τύπος και κανών κάθε αρετής. Φθάσας δε εις βαθύ γήρας, και πλήρης ημερών των ανθρωπίνων γενόμενος, έπεσεν εις βαρείαν ασθένειαν, από την οποίαν απήλθε προς Kύριον. Eκηδεύθη δε και ετάφη οσίως το όσιον αυτού λείψανον από χέρια οσίων. Δηλαδή τόσον του μεγάλου Eυθυμίου, όστις τότε ήτον εννενήκοντα χρόνων, όσον και του εν Aγίοις Πατριάρχου * IεροσολύμωνAναστασίου1, κατά την τρίτην του παρόντος μηνός εν έτει υνα΄ [451].
Σημείωση
1. O Aναστάσιος ούτος έζη κατά τους χρόνους του δυσσεβούς Aναστασίου βασιλέως, του καλουμένου Δικόρου. Έγινε δε Πατριάρχης Iεροσολύμων μετά τον Iουβενάλιον εν έτει 457. Πατριαρχεύσας δε χρόνους είκοσιν, αφήκε διάδοχον αυτού τον Mαρτύριον. (Όρα εις τον β΄ τόμον του Mελετίου.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου, 8:30 μ.μ. – Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτου παρά τον Άγιο Επιφάνιο Σολέας: Ησυχαστική Αγρυπνία (Αγίου Κουρνούτα του εν Αγροκηπία).
Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου, 8:00 μ.μ. – Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου παρά την Ορούντα, Ναός Αγίου Φιλουμένου: Αγρυπνία επί τη μνήμη της Αγίας Ισαποστόλου Θέκλας και του Οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου.
Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου, 7:30 μ.μ. – Ιερός Ναός Αγίων Νικηφόρου του Λεπρού και Ευμενίου του Νέου στην Περιστερώνα: Πανηγυρική Αγρυπνία επί τη μνήμη της Μεταστάσεως του Αγίου Ενδόξου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου.
Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου, 8:30 μ.μ. – Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτου παρά τον Άγιο Επιφάνιο Σολέας: Ησυχαστική Αγρυπνία (Αγίου Ιερομάρτυρος Γρηγορίου Επισκόπου της Μεγάλης Αρμενίας).
Ιερό Ησυχαστήριο Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ παρά την Σκουριώτισσα: Η Θεία Λειτουργία τελείται καθημερινά (Κυριακή βράδυ με Πέμπτη βράδυ) στις 12:00 τα μεσάνυχτα. Σημείωση: Το βράδυ της Παρασκευής και το βράδυ του Σαββάτου ΔΕΝ τελείται αγρυπνία αφού η Θεία Λειτουργία τελείται το πρωΐ του Σαββάτου και της Κυριακής αντίστοιχα.
*Η Ησυχαστική αγρυπνία τελείται ως εξής:
8:30 μ.μ. – 9:00 μ.μ.: Μικρό Απόδειπνο – Χαιρετισμοί.
9:00 μ.μ. – 11:00 μ.μ.: Μόνος ο καθένας προσεύχεται σιωπηλά και νοερά με την ευχή Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με και το Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς.
11:00 μ.μ. – ~12:00 π.μ. (μεσάνυχτα): Διαβαστός όρθρος της ακολουθίας της ημέρας, ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως και Δοξολογία. Κατα την διάρκεια αυτή οι ιερείς θα μνημονεύουν στην Αγία Πρόθεση ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων Ορθοδόξων αδελφών μας.
~12:00 π.μ. (μεσάνυχτα): «Ευλογημένη η Βασιλεία…». Έναρξη Θείας Λειτουργίας.