Αρχική Blog Σελίδα 11

Πανήγυρις του Αντίπασχα (του Θωμά), λιτανεία και παράδοσις της προσκυνηματικής εικόνος του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου στην παλαίφατο μονή του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Πιτυδιώτου (26-27.4.2025)

Άγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος. Φορητή εικόνα του 16ου αιώνα, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου – Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτου

Φέρεται εις γνώσιν των ευσεβών χριστιανών ότι, με την ευκαιρία της εορτής της ψηλαφήσεως του Αποστόλου Θωμά στην πανηγυρίζουσα Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτου παρά τον Άγιο Επιφάνιο Σολέας, θα τελεστούν οι πιο κάτω ακολουθίες:

ΣΑΒΒΑΤΟΝ 26 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2025

3:30 μ.μ.: Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου, Ευρύχου
Παρακλητικός κανόνας εις τον Άγιον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον και έναρξις Λιτανείας για παράδοση της προσκυνηματικής εικόνος του Αγίου Γεωργίου στην ιερά μονή του Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτου

5:30 μ.μ.: Ιερός Ναός Παναγίας Ελεούσας, Κοράκου
Δέησις και συνέχισις Λιτανείας

6:30 μ.μ.: Άφιξις εικόνος εις την ιεράν μονήν Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτου. Πανηγυρικός εσπερινός προϊσταμένου του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου

ΚΥΡΙΑΚΗ 27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2025

6:30 π.μ.: Όρθρος και πανηγυρική Θεία Λειτουργία προϊσταμένου του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου

6:30 μ.μ.: Παρακλητικός κανόνας και Χαιρετισμοί εις τον Άγιον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Μέρος της λιτάνευσης της εικόνος, η παράδοσις της εικόνος στο μοναστήρι, καθώς και ο Εσπερινός της εορτής θα προβληθούν σε ζωντανή διαδικτυακή μετάδοση στο κανάλι ΟΜΙΛΙΕΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΟΡΦΟΥ στο youtube.

Φωτογραφίες ιεράς μονής


Ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί,

Εὑρισκόμαστε στὴν εὐχάριστη θέση νὰ σᾶς ἐνημερώσουμε ὅτι μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς εὐλογίες τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ.κ. Νεοφύτου, ἔχουμε ξεκινήσει ὡς Μητρόπολις τὶς ἐργασίες γιὰ τὴν ἀνασύσταση καὶ ἀνοικοδόμηση τῆς παλαίφατης Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Γεωργίου Πιτυδιώτη, Μονῆς ἀναγνωρισμένης ἀπὸ τὸ Καταστατικὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου.

Ἱερὰ Μονὴ βρίσκεται στὴν περιοχὴ Σολέας, τῆς Μητροπολιτικῆς Περιφέρειας Μόρφου, παρὰ τὸ χωριὸ Ἅγιος Ἐπιφάνιος Σολέας, σὲ πευκόφυτη περιοχή. Ἀπὸ τὴν τοποθεσία της αὐτὴ προέρχεται καὶ τὸ προσωνύμιο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου «Πιτυδιώτης» (ὁ πεῦκος στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ καλεῖται πίτυς), ποὺ σημαίνει «Ἅγιος Γεώργιος τῶν Πεύκων». Σήμερα σώζεται μόνο τὸ καθολικὸ (κεντρικὸς ναὸς) τῆς Μονῆς, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, καὶ στὴ σημερινή του μορφὴ χρονολογεῖται στὸν 18ο αἰῶνα. Ἡ Μονὴ ὅμως εἶναι ἀρκετὰ παλαιότερη, ὅπως ἀποδεικνύουν ἡ ἐφέστια εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου (16ου αἰῶνα), καθὼς ἐπίσης καὶ σπαράγματα τοιχογραφιῶν τοῦ 13ου – 14ου αἰῶνα.

ἐκ βάθρων συντήρηση τοῦ ναοῦ τῆς Μονῆς ἄρχισε τὸ 1999, ὁπόταν ἀποκαταστάθηκε ἡ στέγη, ἡ τοιχοποιία (ἐξωτερικὰ καὶ ἐσωτερικὰ) καὶ τὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ. Ἀκολούθησε ἡ συντήρηση τοῦ ξυλόγλυπτου λαϊκῆς τέχνης τέμπλου καὶ ἡ συμπλήρωσή του μὲ νέες ἱερὲς εἰκόνες. Τρία χρόνια ἀργότερα, τὴν 12η Ἰουνίου 2002, τελέσθηκαν τὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ ἀπὸ τὸν Πανιερώτατο Μητροπολίτη Μόρφου κ.κ. Νεόφυτο.

Εἴκοσι χρόνια ἀργότερα, τὸν Μάϊο τοῦ ἔτους 2023, ἀποφασίσθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόρφου ἡ ἀνασύσταση τῆς Μονῆς ὡς γυναικείου κοινοβίου. Γιὰ νὰ γίνει ὅμως αὐτό, μία ἐργασία δηλαδὴ ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀντιλαμβάνεσθε ὅτι ἀπαιτεῖται πολὺς κόπος καὶ χρήματα γιὰ τὸ χτίσιμο κελλιῶν, κουζίνας, χώρων ὑγιεινῆς, βοηθητικοῦ κτιρίου, περίφραξης, καθὼς ἐπίσης καὶ γιὰ τὴν ἐγκατάσταση ἠλεκτρικῆς παροχῆς κ.λπ.

Τὰ σχετικὰ ἔργα, Χάριτι Θεοῦ, ἔχουν προχωρήσει ὡς ἕναν βαθμό, ἀλλὰ εἰσέτι ὑπολείπονται ἀρκετὲς οἰκοδομικὲς ἐργασίες καθὼς καὶ ἐξοπλισμὸς μὲ τὰ ἀπαραίτητα, γιὰ νὰ καταστεῖ ἡ Μονὴ πλήρως λειτουργήσιμη. Στὴν Μονὴ ἔχουν πρόσφατα ἐγκατασταθεῖ οἱ δύο πρῶτες ἀδελφές.

Κατόπιν τούτων, καὶ ἡ δική σας οἰκονομικὴ συνεισφορά, γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν ὑπολειπομένων ἔργων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, εἴτε μικρὴ εἴτε μεγάλη, κρίνεται ἀναγκαῖα. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Μόρφου ἔχει προχωρήσει στὸ ἄνοιγμα τραπεζικοῦ λογαριασμοῦ, στὸν ὁποῖο οἱ πιστοὶ μποροῦν νὰ συνεισφέρουν στὸ θεάρεστο αὐτὸ ἔργο, καὶ νὰ καταστοῦν ἔτσι κτίτορες τῆς Μονῆς, στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες καὶ Λειτουργίες τῆς ὁποίας θὰ μνημονεύονται ἐσαεί.

Γιὰ κάθε εἰσφορὰ θὰ ἀποστέλλεται ἡ σχετικὴ ἀπόδειξη εἴσπραξης καὶ τὰ ὀνόματα τῶν δωρητῶν θὰ ἐγγράφονται στὰ Δίπτυχα τῆς Μονῆς γιὰ μνημόνευση.

ς ἀρχικὴ προτεραιότητα, θέσαμε τὴν ἁγιογράφιση τῶν εἰκόνων τοῦ Δωδεκαόρτου γιὰ τὸν ναὸ τῆς Μονῆς, ὡς ἑξῆς.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου

ΕΙΚΟΝΕΣ ΔΩΔΕΚΑΟΡΤΟΥ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ

ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ: 357037039603

ΟΝΟΜΑ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ:I M Morfou (Ag Georgios Epitydioti)

ΙΒΑΝ:CY96002001950000357037039603

SWIFT:BCYPCY2N

ΤΗΛΕΦΩΝΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

99465879 (ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ π. ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ)

99351810 (ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΙΤΥΔΙΩΤΗ)

22932401 , 22932402 , 22932403 (ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΟΡΦΟΥ)

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Bασιλέως Eπισκόπου Aμασείας και της Αγίας Γλαφυρής εν ειρήνη τελειωθείσης (26 Απριλίου)

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Bασιλέως Eπισκόπου Aμασείας

Tμηθείς Bασιλεύ, βασιλεύς πόλου γίνη,
Eξ αιμάτων σων βάμμα κόκκινον φέρων.
Eικάδα αμφ’ έκτην Bασιλεύς ξίφει αυχένα κάρθη.

Μαρτύριο Αγίου Ιερομάρτυρος Βασιλείου, Επισκόπου Αμασείας. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Oύτος ο ένδοξος Mάρτυς του Xριστού Bασιλεύς ήτον Eπίσκοπος της Mητροπόλεως Aμασείας της εν τη Mαύρη Θαλάσση ευρισκομένης1, κατά τους χρόνους Λικινίου του σύζυγον έχοντος Kωνσταντίναν, ή Kωνσταντίαν, την αδελφήν Kωνσταντίνου του βασιλέως, εν έτει τιζ΄ [317]. Oύτος γαρ ο Λικίνιος επέμφθη μεν διά να πολεμήση τον Mαξιμίνον, ο οποίος εσηκώθη εναντίον του Mεγάλου Kωνσταντίνου, εκράτησεν όμως τυραννικώς μερικά μέρη της Aνατολής. Eπειδή δε ο Mαξιμίνος φοβηθείς, έπαυσεν από το να πολεμή τον Λικίνιον, και εγλύτωσεν από τον της ζωής του κίνδυνον, διά τούτο ο Λικίνιος πηγαίνωντας εις την Nικομήδειαν, επρόσφερε διά την νίκην ταύτην θυσίας εις τα είδωλα. Tότε λοιπόν επρόσταξε να φέρουν έμπροσθέν του και τον Άγιον τούτον Bασιλέα, ομού και μίαν κόρην ονομαζομένην Γλαφυρήν, ή Γλαφύραν, της οποίας η υπόθεσις ήτον αύτη. H Γλαφυρή ήτον δουλεύτρα Kωνσταντίνης της συζύγου του Λικινίου, επειδή δε αύτη εκατάλαβεν, ότι ο Λικίνιος ελύσσα από τον προς αυτήν έρωτα, εφανέρωσε το πράγμα εις την κυράν της, η οποία έδωκε χρήματα εις την Γλαφυρήν και την έστειλεν εις την Aνατολήν. Aύτη λοιπόν περιπατούσα από τόπον εις τόπον κατήντησεν εις την Aμάσειαν, όπου ήτον Eπίσκοπος ο Άγιος ούτος Bασιλεύς. Tούτο λοιπόν μαθών ο Λικίνιος, και ότι τα άσπρα οπού είχε μαζί της η Γλαφυρή, τα έδωκεν εις τον Άγιον Bασιλέα διά να κτίση Eκκλησίαν, τούτου χάριν επρόσταξε να πιάσουν και τους δύω, και να τους φέρουν έμπροσθέν του. Eπειδή δε η Γλαφυρή είχεν αποθάνη προτίτερα, διά τούτο επιάσθη μόνος ο Άγιος Bασιλεύς, και εφέρθη εις την Nικομήδειαν έμπροσθεν του Λικινίου.

Ήλεγξε δε ο Άγιος αρκετά την ταλαιπωρίαν των ψευδωνύμων θεών, και έπτυσε με καταφρόνησιν την πλάνην τούτων και ματαιότητα. Όθεν έδωκε κατ’ αυτού ο Λικίνιος την του θανάτου απόφασιν. Kαι λοιπόν απεκεφαλίσθη ο μακάριος Bασιλεύς, και εβάλθη μέσα εις καΐκιον, και η μεν αγία του κεφαλή, ερρίφθη εις την θάλασσαν από το ένα μέρος του καϊκίου, το δε λοιπόν σώμα του, ερρίφθη εις την αυτήν θάλασσαν από το άλλο μέρος του καϊκίου. Tαύτα δε τα δύω, ω του θαύματος! ηνώθησαν πάλιν ομού, η κεφαλή δηλαδή με το σώμα, και συνηρμόσθησαν κατά την φυσικήν αρμονίαν, και έτζι ευρέθη σώος ο Άγιος εις τον κόλπον της Σινόπης από κάποιους ψαράδες. Oύτοι γαρ βαλόντες τον γρίπον και τραβίξαντες αυτόν εις την ξηράν, ετράβιξαν μαζί και το τίμιον λείψανον του Aγίου. Άγγελος δε Kυρίου εφάνη εις ένα Xριστιανόν Eλπιδηφόρον καλούμενον, ο οποίος εδέχθη πρώτος τον Άγιον εις τον οίκον του, όταν εφέρθη εις την Nικομήδειαν και εφανέρωσεν αυτώ περί του αγίου λειψάνου. O δε Eλπιδηφόρος έλαβε μαζί του τους δύω Διακόνους, Θεότιμον και Παρθένιον, οι οποίοι ηκολούθησαν τω Aγίω από την Aμάσειαν. Όθεν και οι τρεις πηγαίνοντες, επήραν το άγιον λείψανον, όταν ετραβίχθη από τον γρίπον, και τιμήσαντες αυτό με μύρα και αρώματα, και με ψαλμωδίας και άσματα, το επήγαν εις την Aμάσειαν2. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη Mεγάλη Eκκλησία.

Σημειώσεις

1. H Aμάσεια είναι πόλις περιφανής Kαππαδοκίας της κατά τον Πόντον, κατά τον Στέφανον (εν τω περί πόλεων). Aρχιεπισκοπή δε ούσα, και μεταξύ Bυζαντίου και Tραπεζούντος κειμένη, καλείται υπό των Oθωμανών Aμνασά, ως λέγει ο Bαουδράντης εν τω λεξικώ.

2. H εύρεσις δε των λείψανων του Aγίου τούτου Bασιλέως εορτάζεται χωριστά κατά την τριακοστήν του παρόντος Aπριλλίου. Eις τούτον λόγος ευρίσκεται ελληνιστί εν τη Λαύρα, και εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου, ου η αρχή· «Oι το επίγειον κράτος λαχόντες».


Μνήμη της Aγίας Γλαφυρής (ή Γλαφύρας) εν ειρήνη τελειωθείσης

Θεόν Γλαφυρή ψυχικών δι’ ομμάτων,
Oυ γλαφυρώς νυν, αλλά τηλαυγώς βλέπει.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μόρφου Νεόφυτος: Νὰ κρίνω τὰ δικά μου καὶ ὄχι τοῦ ἀδελφοῦ μου… (04.04.2025)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Παναγίας Χρυσελεούσης τῆς κοινότητος Ἀκακίου, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (04.04.2025).

Ψάλλει ὁ ἄρχοντας πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου 25 Ἀπριλίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΟΣΙΟΥ ΠΕΡΝΙΑΚΟΥ ΤΗΣ ΔΕΝΕΙΑΣ)
Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ ᾽Ανάγνωσμα
5:22 – 6:2

Ἀδελφοί, ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια· κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος. Οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις. Εἰ ζῶμεν Πνεύματι, Πνεύματι καὶ στοιχῶμεν. Μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες. Ἀδελφοί, ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πρᾳότητος, σκοπῶν σεαυτόν, μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς. Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
2: 12 – 22

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦλθεν ὁ Ἴησοῦς εἰς Καπερναοὺμ αὐτὸς καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐκεῖ ἔμεινεν οὐ πολλὰς ἡμέρας. Καὶ ἐγγὺς ἦν τὸ πάσχα τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβη εἰς Ἱεροσόλυμα ὁ Ἰησοῦς. καὶ εὗρεν ἐν τῷ ἱερῷ τοὺς πωλοῦντας βόας καὶ πρόβατα καὶ περιστερὰς καὶ τοὺς κερματιστὰς καθημένους, καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας, καὶ τῶν κολλυβιστῶν ἐξέχεεν τὸ κέρμα καὶ τὰς τραπέζας ἀνέτρεψε, καὶ τοῖς τὰς περιστερὰς πωλοῦσιν εἶπεν· Ἄρατε ταῦτα ἐντεῦθεν· μὴ ποιεῖτε τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου οἶκον ἐμπορίου. Ἐμνήσθησαν δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι γεγραμμένον ἐστίν, Ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου καταφάγεταί με. ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ εἶπον αὐτῷ· Τί σημεῖον δεικνύεις ἡμῖν, ὅτι ταῦτα ποιεῖς; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν. εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· Τεσσαράκοντα καὶ ἓξ ἔτεσιν ᾠκοδομήθη ὁ ναὸς οὗτος, καὶ σὺ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερεῖς αὐτόν; ἐκεῖνος δὲ ἔλεγε περὶ τοῦ ναοῦ τοῦ σώματος αὐτοῦ. ὅτε οὖν ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν, ἐμνήσθησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι τοῦτο ἔλεγε, καὶ ἐπίστευσαν τῇ γραφῇ καὶ τῷ λόγῳ ὃν εἶπεν ὁ Ἰησοῦς.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Στην μνήμη της μακαριστής πρεσβυτέρας του Αποστόλου Ανδρέα, Μαρούλλας Παπαζαχαρίου Γεωργίου (+ 5 Απριλίου 2025)

Η μακαριστή πρεσβυτέρα του Ριζοκαρπάσου, Μαρούλλα Παπαζαχαρίου Γεωργίου

Στή μνήμη της μακαριστής πρεσβυτέρας του Αποστόλου Ανδρέα, Μαρούλλας Παπαζαχαρίου Γεωργίου (+ 5 Απριλίου 2025)

Η μακαριστή πρεσβυτέρα του Ριζοκαρπάσου, Μαρούλλα Παπαζαχαρίου Γεωργίου

Εκοιμήθη στις 5 Απριλίου 2025, σε ηλικία 82 ετών, η Μαρούλλα Παπαζαχαρίου Γεωργίου, Πρεσβυτέρα του Αποστόλου Ανδρέα στην Καρπασία, σύζυγος του πατρός Ζαχαρία Γεωργίου. Στη μνήμη της, παραθέτουμε απόσπασμα από το κήρυγμα του Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου, στην εορτή του Αποστόλου Ανδρέα στο Νικητάρι (30/11/2016), με τίτλο

“Ο παπά Ζαχαρίας, η παπαδιά και το σχέδιο του Αποστόλου Ανδρέα”

{…} Σήμερα, τελώντας τη Θεία Λειτουργία εδώ εις την ευλογημένη κώμη του Νικηταρίου, πανηγυρίζοντας τον Απόστολο Ανδρέα και εδώ, ενθυμήθηκα μέσα από ποιες διαδικασίες το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα στην Καρπασία έφτασε από ερειπωμένο, σχεδόν εγκαταλελειμμένο που ήτο, με έναν μόνο παπά. Για σαράντα δύο χρόνια. Τον παπά Ζαχαρία. Και μίαν ηρωίδα πρεσβυτέρα… Μαρούλλα πρεσβυτέρα. Αυτούς που μνημόνευσα προηγουμένως. Και μία δράκα άνθρωποι. Ηλικιωμένοι ψάλτες. Που ένεκεν ασθενειών που έψαλλαν ενίοτε και καθήμενοι. Και έφτασε σήμερα ο παπά Ζαχαρίας να βλέπει τες υπομονές του και τους κόπους του, ότι δεν πήγαν χαμένοι. Και το μοναστήρι να στέκει όρθιο, ολόλαμπρο, καινούργιο, όμορφο, όπως το θέλει η τάξις της όμορφης Ορθόδοξης Εκκλησίας μας.

Ενθυμήθηκα, όταν μου διηγείτο η ίδια η παπαδιά. Σας τα έχω πει ξανά. Θα τα επαναλάβω. Η Λειτουργία είναι πάντοτε η ίδια. Τα ίδια λόγια. Αλλά είναι πάντα καινούργια. Πάντα διαφορετική. Γι’ αυτό, επαναλαμβάνω αυτά που είπα πριν δέκα χρόνια σ’ αυτό τον ναό. Όταν έγινε η κατοχή της Κύπρου ο παπά Ζαχαρίας ήταν αιχμάλωτος στην Τουρκία. Παπάς. Αντιλαμβάνεστε τι βάσανα ετράβησε αυτός ο άνθρωπος στην αιχμαλωσία. Όχι μόνον επειδή ήταν Έλληνας. Αλλά επειδή ήταν ιερωμένος. Δεν μας είπε ποτέ καμίαν περιγραφή. Ότι ξέρομε, είναι από κανένα αναστεναγμό του και από τις διηγήσεις που ακούμε μέσω τρίτων. Που ήταν μαζί του στην αιχμαλωσία. Επέστρεψε πίσω. Και του είπαν. Πού θέλεις να πάεις παπά; Δεν είπε, εκεί που είναι η οικογένειά μου. θέλω να πάω, είπε, στο μοναστήρι του Αποστόλου μου. Στον Απόστολο Ανδρέα. Μα η οικογένεια σου, του είπαν, μπορεί να έχει πάει στη Λεμεσό. Εμένα να με πάρετε στον Απόστολο Ανδρέα. Και αν θέλει η οικογένειά μου να έρθει εκεί. Έκαμε τάμα, όταν ήταν στη φυλακή των Τούρκων και του είπε. Σώσε με Απόστολέ μου και με τες λίγες μου δυνάμεις, δεν θα σ’ αφήσω ποτέ αλειτούργητο.

Επέστρεψε στην κατεχόμενη Γιαλούσα, από όπου είναι η καταγωγή του. Βρήκε την οικογένεια του εκεί, τη σύζυγό του νέα γυναίκα τότε με τρία παιδιά. Όσο τα παιδιά ήταν στο Δημοτικό, λειτουργούσε ένα υποτυπώδες Δημοτικό, δεν υπήρχε πρόβλημα. Τα παιδιά εμεγάλωναν. Όλοι οι παπάδες έφυγαν. Όλης της Καρπασίας. Ήρθαν εδώ. Στην άνεση. Στην ελευθερία. Στο βόλεμα. Που μας δίδει όλους η επίπλαστος και η επιφανειακή ελευθερία. Ο παπά Ζαχαρίας πιστός εις το τάμα του. Στον Απόστολο Ανδρέα. Να λειτουργά σε όλες τις εορτές, βεβαίως κάθε Κυριακή και κάθε βράδυ, πάτερ Κυριακέ, μας είπε η παπαδιά, να κάμνει εσπερινό κάθε βράδυ. Κάθε βράδυ. Τότε δεν υπήρχαν οι ευκολίες που έχουμε τώρα, μέσω των οδοφραγμάτων να πηγαίνουμε να βλέπουμε την κατεχόμενη γη μας. Να προσκυνούμε τους αγίους μας. Ήταν μόνοι τους. Με κάμποσους στρατιώτες Τούρκους να τους περιβάλλουν. Και ο  Απόστολος Ανδρέας εσυνέχισε την παρουσία του, τα θαύματά του. Και στους εγκλωβισμένους και στους Τούρκους. Οι άγιοι δεν ξεχωρίζουν κανένα. Φτάνει να δουν μιαν καρδιά πονεμένη και τεταπεινωμένη. Και τα δώρα τους είναι πλούσια.

Ήρθε ο καιρός που έπρεπε τα παιδιά να παν εις το Γυμνάσιο. Η παπαδιά του είπε. Παπά, πρέπει να φύγουμε. Τα παιδιά εμεγάλωσαν. Πρέπει να μορφωθούν. Ε, παπαδιά, της έλεγε. Παπά, πλησιάζει ο Αύγουστος, το Σεπτέμβρη θ’ ανοίξουν τα σχολεία. Πρέπει να κάμουμε αίτηση να πάμε στη Λεμεσό. Ε, παπαδιά, της έλεγε. Η παπαδιά μέσα στις ανθρώπινες, τες μητρικές αγωνίες, ο παπάς στον κόσμο του. Στον χρόνο του. Τον λειτουργικό χρόνο. Ε, παπαδιά. Ότι και να λέει γι’ αυτό. Αγανάκτησε η παπαδιά. Και το ενίκησε ανθρώπινα. Του είπε θ’ αφήσουμε τα παιδιά μας αγράμματα. Και να λειτουργάς εσύ τον Απόστολον Ανδρέα; Της λέει, δεν μπορώ ν’ αφήκω τον Απόστολο Ανδρέα. Με κράτησε, και πρέπει να τον κρατήσω! Εσύ βρες τρόπο, να μην μείνουν τα παιδιά μας αγράμματα. Δεν κατάλαβε τον λόγο του παπά, έφυγεν αγανακτισμένη, επήγεν μου λέει, ήταν μέρα μεσημέρι να σιδερώσει τα ράσα του παπά. Και σιδέρωνε. Και έκλαιε. Και μου λέει, εκείνα τα ράσα είναι γεμάτα από τα δάκρυα μου. Γιατί έβλεπα ότι ο παπάς είχε δίκαιο, αλλά και τα παιδιά είχαν δίκαιο. Και εγώ είχα δίκαιο. Και ποιος θα μας έδινε το δίκαιο μας; Τά ‘βαλα, λέει,  με τον Απόστολο Ανδρέα. Πάντοτε, το εύκολο θύμα, ο εύκολος κατηγορούμενος είναι ο Θεός μας, είναι οι άγιοί μας. Ας θυμηθούμε εμείς, όταν έχουμε πένθος. Όταν έχουμε ασθένεια. Τα βάζουμε με το Χριστό. Γιατί συνεχίζει να είναι σταυρωμένος. Συνεχίζει να είναι η άκρα ταπείνωσις. Συνεχίζει να είναι η αγάπη, που δεν ζητεί τα εαυτής, που δεν θέλει δικαιώματα.

Και όπως, λέει, εμονολογούσα μόνη μου και έκλαια και σιδέρωνα εμφανίστηκε, λέει, μέσα στην πόρτα ένα φως. Ένα ζωηρό φως. Έναν κινούμενο φως. Και μέσα από το φως, εβγήκε ο Απόστολος Ανδρέας. Και της λέει, παπαδιά μου, μην κλαις, έχει και για σένα σχέδιο ο Θεός. Έχει και για την Κύπρο. Να πας εις την Λεμεσό, να μείνεις με τα παιδιά σου και εκεί εγώ θά ‘ρθω μαζί σας. Και θα σας βοηθώ. Θα σπουδάσουν τα παιδιά. Θα προκόψουν. Δηλαδή, του λέει η παπαδιά, Απόστολε μου Ανδρέα, ο σκοπός σου είναι να με χωρίσεις που τον άντρα μου; Μου έκαμε εντύπωση το σθένος της. Και της απάντησε. Όχι παπαδιά. Όταν τα παιδιά μεγαλώσουν και παντρευτούν, θα γίνει ένα μικρόν έλεος και θα ανοίξουν οι πόρτες. Εννούσε τα οδοφράγματα. Και θα έρχονται εδώ κόσμος και κοσμάκης. Εσύ θα έρθεις λίγο πριν ανοίξουν οι πόρτες. Και θα ξανασμίξεις με τον παπά σου. Και ύστερα θα γίνει το μέγα έλεος. Για όλον τον τόπο. Αλλά για να γίνει το μέγα έλεος, πρέπει αυτή η Εκκλησία μου να λειτουργηθεί. Ακούτε δύναμη που έχει η Λειτουργία; Η Λειτουργία ελευθερώνει ένα σκλαβωμένο άνθρωπο. Από τα πάθη και τα λάθη του. Ελευθερώνει έναν σκλαβωμένο τόπο. Από τα πάθη και τα λάθη του.

Και έτσι η παπαδιά έκαμε υπακοή στον Απόστολό μας, επήγε στη Λεμεσό, εσπούδασε τα παιδιά της, τα επάντρεψε, μου έλεγε, πόσες φορές επαίρναμε άδεια για να πάμε να κάμουμε Πάσχα με τον άντρα μου, τα παιδιά με τον πατέρα τους. Εφτάναμε, μου λέει, μέχρι το οδόφραγμα και οι Τούρκοι έλεγαν. Ακυρώθηκε η άδεια. Να πάτε πίσω. Τι πίκρες, μου λέει. Τι δάκρυα. Τι κουράγια εκάμαμε όλα αυτά τα χρόνια. Για να λειτουργείται ο Απόστολος Ανδρέας! Για να λειτουργείται το θαύμα στην κατεχόμενη Κύπρο! Όταν τότε δεν γινόταν πουθενά αλλού καμία Λειτουργία.

Αυτό που ελευθερώνει τον τόπο μας σιγά-σιγά και δεν το καταλαβαίνουν ούτε οι Τούρκοι ούτε και οι Έλληνες δυστυχώς. Είναι οι Θείες Λειτουργίες. Που τελούνται απ’ εκεί. Αυτό να το θυμάστε. Όπου Λειτουργία, εκεί ελευθερία! Όπου Λειτουργία, εκεί αγιότητα! Όπου Λειτουργία, εκεί Ρωμιοσύνη!

Πέρασαν τα χρόνια, άνοιξαν τα οδοφράγματα, γνωρίσαμε από κοντά τον παπά Ζαχαρία, τη Μαρούλλα την πρεσβυτέρα, τα καλά τους παιδιά, πολλούς εγκλωβισμένους. Γίναμε μια οικογένεια. Όταν άρχισα και ‘γω δειλά-δειλά εν μέσω κρίσεων και κατακρίσεων να λειτουργούμε τον Άγιο Μάμα, η πρώτη που ήρθε στη Λειτουργία ήταν η παπαδιά. Όταν εχρειάστηκαν αυτοί Λειτουργίες στον Άγιο Θέρισσο, Θύρσο. Θυμάται ο Μάριος. Επήγαμε. Πριν να υπάρχει Επίσκοπος Καρπασίας. Μου είπε ένας εγκλωβισμένος. Σήμερα, μου λέει, να τον μνημονεύσουμε. Άγιος άνθρωπος. Εκοιμήθη. Αυτός έβλεπε το Άγιο Φως. Μου λέει, ο Νικόλας ο Βούσιης από τη Γιαλούσα. Σήμερα, μου λέει εν είν’ Λειτουργία που εκάμαμε. Εν κύριο Πάσχα που εκάμαμε. Έτσι αισθάνθηκε εκείνη τη Λειτουργία την πρώτη, την αρχιερατική εις τον Άγιο θύρσο. {…}

Αιωνία η μνήμη!

Ολόκληρο το κήρυγμα, πιο κάτω:

Ὁ ἄνθρωπος μεταξὺ διαβόλου καὶ Θεοῦ (Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς)

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Σέ τοῦτον τόν κόσμο, ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται πάντοτε μεταξύ τοῦ διαβόλου καί τοῦ Θεοῦ, συμφιλιώνεται εἴτε μέ τόν ἕνα εἴτε μέ τόν Ἄλλο, ζεῖ εἴτε μέ τόν ἕνα εἴτε μέ τόν Ἄλλο. Εἶναι φίλος τοῦ διαβόλου καί ζεῖ μέ αὐτόν, ὅταν βαδίζει στίς ἁμαρτίες καί τά πάθη, ἐπειδή αὐτά εἶναι ἡ ψυχή, ἡ καρδιά τοῦ διαβόλου. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά εἶναι φίλος τοῦ Θεοῦ, ζεῖ μέ Αὐτόν, ὅταν πορεύεται μέ τίς ἅγιες ἐντολές τοῦ Κυρίου, ὅταν γίνεται σύσσωμος τοῦ Θεανθρωπίνου σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, στήν ὁποία ἀποθησαυρίζεται ὁλόκληρος ὁ πλοῦτος, ὅλων τῶν Θείων αἰωνιοτήτων. Ναί, σέ τοῦτον ἐδῶ τόν κόσμο, ὁ ἄνθρωπος παρακάθεται, πάντοτε, εἴτε στήν τράπεζα τοῦ διαβόλου εἴτε στήν τράπεζα τοῦ Κυρίου Χριστοῦ, τοῦ Μόνου Ἀληθινοῦ Θεοῦ [1].

Τό ἀνθρώπινο γένος δοκιμάζει, καθημερινῶς, στόν κόσμο μας τήν ἐμπειρία νά ὁδηγοῦνται οἱ ἄνθρωποι στήν ἀπώλεια εἴτε λόγῳ τῆς ἄγνοιας εἴτε τῆς μή ἀναγνωρίσεως τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καί Κυρίου, Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέ ἄλλα λόγια ἐκπίπτουν, ἐξαιτίας εἴτε τῆς ἀθεΐας εἴτε τῆς εἰδωλολατρείας. Αὐτή ἡ ἄγνοια ἤ ἡ μή ἀναγνώριση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιφέρει τήν ἄγνοια ἤ τήν μή ἀναγνώριση τοῦ μόνου ἀληθινοῦ ἀγαθοῦ σέ αὐτόν τόν κόσμο: τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ζοῦν «ἐν ἀσελγείαις, ἐπιθυμίαις, οἰνοφλυγίαις, κώμοις, πότοις καί ἀθεμίτοις εἰδωλολατρείαις» [2]. Ναί, «ἀθεμίτοις εἰδωλολατρίαις», γιατί ἡ εἰδωλολατρεία εἶναι πάντοτε σέ πληθυντικό ἀριθμό. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος δέν ἀναγνωρίζει τόν μόνο ἀληθινό Θεό, θέλοντας καί μή ἀναγνωρίζει ἕνα ἀναρίθμητο πλῆθος ἄλλων, μικρότερων θεοτήτων, ψευδῶν θεῶν, εἰδώλων. Πρόκειται γιά τίς ἐπιθυμίες καί τά πάθη πού δέν ἔχουν οὔτε ἀριθμό οὔτε τέλος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δελεάζεται ἀπό μία τέτοια μικρή, μικρή θεότητα, τότε αὐτή τόν παρασύρει στίς ὑπόλοιπες ἐπιθυμίες καί τά πάθη καί τότε εἶναι πού τόν κατακομματιάζουν καί τόν κατασπαράζουν οἱ ἀναρίθμητοι ψευδεῖς καί ἀδηφάγοι θεοί. Καί ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι σέ θέση νά ἀμυνθεῖ σέ αὐτήν τήν ἀγέλη τῶν τρομερῶν θηρίων καί τῶν δελεαστικῶν πειρασμῶν. Τό μικρότερο πάθος ὁδηγεῖ σέ μεγαλύτερο καί ἔτσι σταδιακά, βυθίζεται σέ ὅλο καί μεγαλύτερα πάθη, ὥσπου, ἐν τέλει, δέν μπορεῖ νά ἀναδυθεῖ ἀπ’αὐτά. Καί κάθε πάθος ἐμπεριέχει ἀναρίθμητα εἴδωλα καί κάθε ἐπιθυμία φέρει ὅλο καί περισσότερα εἴδωλα, πού δέν ἔχουν τελειωμό. Τά εἴδωλα εἶναι σάν τή δυνατή φωτιά, μέσα της κατακαίγονται καί ἡ συνείδηση καί ἡ ψυχή καί ἡ καρδιά καί τό θέλημα τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος Ἀπόστολος τῆς ἀγάπης παρακαλεῖ τούς χριστιανούς: «Τεκνία, φυλάξατε ἑαυτούς ἀπό τῶν εἰδώλων» [3].

Ἀπό τά εἴδωλα προέρχονται ὅλα τά κακά, καί τά μικρά καί τά μεγάλα. Καί κάθε ἄνθρωπος εἶναι εἰδωλολάτρης, ἐφ’ ὅσον δέν πιστεύει στόν μόνον Ἀληθινό Θεό, στόν Κύριο Ἰησοῦ ΧριστόΔιότι, ὁπωσδήποτε σέ κάτι πιστεύει, εἴτε ὄν εἶναι αὐτό εἴτε πράγμα, εἴτε σέ ὁρατά εἴτε σέ ἀόρατα εἴδωλα, ὅπως εἶναι ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, οἱ ἀστέρες, οἱ ἄνθρωποι, ὁ πολιτισμός, ἡ τεχνολογία, ἡ φυλή, ἡ κοινωνική τάξη, τά πάθη, οἱ ἡδονές καί […] τό ὄνομά τους «Λεγεών». Ἀπό τό πρῶτο ὥς τό τελευταῖο ὅλα τά παραπάνω εἶναι εἰδωλολατρία. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι τό καθένα ἀπ’αὐτά φονεύει ὅ,τι κάνει ἄνθρωπο τόν ἄνθρωπο, φονεύει δηλαδή ὅ,τι θεοειδές, θεονοσταλγικό, ἀθάνατο, θεῖο, αἰώνιο. Γι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος Ἀπόστολος νουθετεῖ καί ἐντέλλεται στούς χριστιανούς: «Διόπερ, ἀγαπητοί μου, φεύγετε ἀπό τῆς εἰδωλολατρείας» [4]. Οἱ ἄνθρωποι, διά τῶν ποικιλόμορφων εἰδωλολατρειῶν, ἔμμεσα ἤ ἄμεσα, θυσιάζουν τούς ἑαυτούς τους στὀν διάβολο, προσφέρονται ὡς θυσία στόν διάβολο. Σέ τελευταία ἀνάλυση, κάθε εἰδωλολατρία εἶναι σατανολατρία καί κάθε εἰδωλο-διακονία εἶναι σατανο-διακονία. Μήπως δέν λατρεύει, δέν διακονεῖ, δέν προσφέρει θυσία τήν ψυχή του στόν διάβολο ἐκεῖνος πού ζεῖ στά πάθη καί στήν ἡδονή, ὅποιος ὑπηρετεῖ ὁποιονδήποτε καί ὁ,τιδήποτε, ἐκτός ἀπό τόν μόνον ἀληθινό Θεό καί Κύριο, Ἰησοῦ Χριστό; Αὐτό εἶναι τόσο ξεκάθαρο γιά κάποιον πού μπορεῖ, μέ φρόνηση, νά κρίνει. Γι’ αὐτό καί ὁ θεόσοφος Ἀπόστολος λέγει στούς πρώην εἰδωλολάτρες Κορινθίους: «ὡς φρονίμοις λέγω…οὐ θέλω δέ ὑμᾶς κοινωνούς τῶν δαιμονίων γίνεσθαι. Οὐ δύνασθε ποτήριον Κυρίου πίνειν καί ποτήριον δαιμονίων· οὐ δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν καί τραπέζης δαιμονίων» [5].


1. Βλ. Α’ Κορ.,10,21

2. Α’ Πέτρ., 4, 3

3. Α’ Ἰω.5,21.

4. Α’ Κορ.10,14.

5. Α’ Κορ.10,15-21

Ἐπιμέλεια π. Ἀθανασίου Μηνᾶ

Μνήμη τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Ζωηφόρου Πηγῆς καὶ τῶν ἐν τούτῳ τελεσθέντων ὑπερφυῶν θαυμάτων ὑπὸ τῆς Θεομήτορος (Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου)

Τῇ Παρασκευῇ τῆς Διακαινησίμου, ἑορτάζομεν τὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν καὶ θεομήτορος, τῆς Ζωηφόρου Πηγῆς, ἔτι δὲ καὶ μνείαν ποιούμεθα τῶν ἐν τούτῳ τελεσθέντων ὑπερφυῶν θαυμάτων παρὰ τῆς Θεομήτορος

Μάννα Σιλωάμ, καὶ Στοὰν Σολομῶντος
Πηγὴν Κόρη σὴν ἐμφανῶς πᾶς τις βλέπει.

ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ
Τῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ

Καὶ μερικῶν θαυμάτων διήγησις τῆς Ὑπερενδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.
ὑπὸ τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Φιλοθέου Ζερβάκου (†1980)

Πάλιν ἑορτὴ καὶ πάλιν πανήγυρις. Καὶ διὰ νὰ εἰπῶ καλύτερα, μέσα εἰς τὴν ἑορτὴν ἐπεφάνη ἡμῖν καὶ ἄλλη χαρμόσυνος ἑορτή, αὐξάνουσα τοῖς πιστοῖς τὴν χαράν, καὶ πληροῦσα τὰς καρδίας αὐτῶν ἀῤῥήτου ἀγαλλιάσεως. Διότι ἐνῷ πανηγυρίζομεν ἀκόμη τὴν λαμπροφόρον καὶ κοσμοσωτήριον Ἀνάστασιν Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν, ἰδοὺ ἐπέλαμψεν εἰς ἡμᾶς καὶ ἄλλη πανήγυρις τῆς Ἁγνῆς καὶ Ἀχράντου Αὐτοῦ Μητρός, τῆς Κυρίας ἡμῶν καὶ Δεσποίνης, τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ἡ ὁποία μὲ δίκαιον τρόπον παρακινεῖ ὅλους τοὺς πιστούς, νὰ ἑορτάσωμεν πάλιν καὶ σήμερον, καὶ νὰ εὐφρανθῶμεν ἅπαντες μίαν πνευματικὴν χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν, δοξάζοντες μὲ ὕμνους καὶ δοξολογίας τὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστάντα Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ τὴν Ὑπεραγίαν αὐτοῦ Μητέρα καὶ Δέσποιναν πάσης τῆς κτίσεως, τὴν εὐεργέτιδα καὶ μεσίτριαν ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν, διὰ νὰ λάβωμεν χάριν καὶ μισθὸν παρ᾿ Αὐτῆς πνευματικόν. Ὅτι καθὼς οἱ ἀπερχόμενοι εἰς λουτρὸν καὶ λουόμενοι, ἐπανακάμπτουν καθαροὶ ἀπὸ ῥύπους σωματικούς, μὲ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ κάθε πιστὸς ὁποῦ προστρέξει εἰς τὸν ἅγιον οἶκον τῆς Κυρίας ἡμῶν, καὶ μετὰ εὐλαβείας καὶ πίστεως πίη, καὶ ῥαντισθῇ ἐκ τοῦ τιμίου αὐτῆς ἁγιάσματος, λαμπρύνεται θαυμασίως καὶ καθαρίζεται μίαν παράδοξον κάθαρσιν, ἐλευθερούμενος ἀπὸ τοὺς ψυχικοὺς μολυσμούς, καὶ ἀπαλλαττόμενος πάσης νόσου ψυχῆς τε καὶ σώματος. Διὰ τοῦτο, ὦ ἀδελφοί μου, ἂς προσδράμωμεν πάντες μετὰ πίστεως καὶ εὐλαβείας σήμερον εἰς τὸν δὲ τὸν χαριτωμένον Ναὸν τῆς Παρθενομήτορος· ἂς χαροῦμεν καὶ ἂς πανηγυρίσωμεν ὅλοι ὁμοῦ, νέοι καὶ γέροντες, καὶ ἂς εὐφρανθῶμεν πνευματικῶς κατὰ ταύτην τὴν νέαν Παρασκευήν. Ὅτι εἰς μὲν τὴν παρελθοῦσαν Παρασκευήν, τὴν Μεγάλην λέγω, προσηλωθεὶς ὁ Κύριος ἡμῶν εἰς τὸν Ζωοποιὸν Σταυρόν, καὶ διαῤῥήξας ἐν αὐτῷ τὸ χειρόγραφον ἡμῶν, ἐδωρήσατο ἡμῖν ἐλευθερίαν ἐκ τῆς δουλείας τοῦ κοσμοκράτορος· εἰς δὲ τὴν παροῦσαν νέαν Παρασκευήν, μᾶς ἠξίωσεν ὁ φιλάνθρωπος νὰ ἑορτάσωμεν, ὄχι μόνον τὰ νικητήρια ἡμῶν, διὰ τὴν νίκην δηλαδή, καὶ τὰ τρόπαια ὅπου ἔστησεν ὁ Παντοδύναμος ὑπὲρ ἡμῶν κατὰ τοῦ Ἅδου ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν, ἀλλὰ νὰ πανηγυρίσωμεν ἔτι καὶ ἄλλην θαυμαστὴν πανήγυριν, τὰ Ἐγκαίνια λέγω τοῦ πανσέπτου Ναοῦ τῆς Ἁγνῆς καὶ Παναχράντου αὐτοῦ Μητρὸς τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς καὶ Χαριτοβρύτου· ἡ ὁποία κοντὰ εἰς τὰς πολλὰς καὶ μεγάλας εὐεργεσίας ὁποὺ ἔκαμεν εἰς τὸ ἀνθρώπινον γένος, ὡσὰν ὁποὺ δι᾿ αὐτῆς ἐγένετο ἀπολύτρωσις, καὶ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, καὶ δι᾿ αὐτῆς σώζεται πᾶς πιστός, ἐχάρισε πρὸς τούτοις ἡμῖν καὶ τρόπον ἕτερον σωτηρίας ψυχικῶν τε παθῶν καὶ σωματικῶν ἀλγηδόνων, ὁποὺ διὰ τῆς εὐλογίας της νὰ ἁγιάζωνται ὕδατα καὶ γίνωνται ἰαματικὰ ἀσθενειῶν ἀνιάτων καὶ παθῶν χαλεπῶν. Διὰ ταύτην δὲ τὴν μεγάλην καὶ ἄῤῥητον πρὸς ἡμᾶς εὐεργεσίαν τῆς Κυρίας ἡμῶν καὶ Δεσποίνης Θεοτόκου πανηγυρίζοντες, καὶ εὐχαριστίαν ἀποδίδοντες τῇ εὐεργέτιδι ἡμῶν, τελοῦμεν ἑορτὴν κατ᾿ ἔτος. Κατὰ τὴν ὁποίαν πρέπον εἶναι καὶ δίκαιον νὰ ἐγκωμιάζηται ἡ αἴτιος, καὶ πάροχος τῆς μεγάλης ταύτης ἑτοίμου τε καὶ ἀμίσθου δωρεᾶς, καὶ νὰ γίνεται ἡ πανήγυρις μὲ ἐγκώμια καὶ εὐχαριστίας. Ὅτι ἀνίσως (κατὰ τὴν Σοφίαν) καὶ καθ᾿ ἑνὸς Δικαίου μνήμη γίνεται μετ᾿ ἐγκωμίων, καὶ τοῖς δούλοις παρέχεται εὐχαριστία, διὰ τὰς κατὰ μέρος αὐτῶν εὐεργεσίας, ποῖος ἤθελε φανῇ τόσον ἀχάριστος, ὁποὺ νὰ μὴ κινηθῇ, κατὰ τὸ δυνατόν, εἰς εὐχαριστίαν, καὶ νὰ ἐπαινέσῃ, κατὰ τὴν ἐνοῦσάν του δύναμιν, τὴν πηγὴν πάσης δικαιοσύνης, τὸν θησαυρόν τε τῆς ἁγιωσύνης, καὶ τὴν βρύσιν τῶν θαυμάτων καὶ εὐεργεσιῶν, τὴν ἀειπάρθενον Μαρίαν, τὴν Βασίλισσαν πάσης κτίσεως; Ὄχι διὰ νὰ δοξάσῃ τὴν ἀληθῶς δεδοξασμένην, ἀλλὰ διὰ νὰ δοξασθῇ πᾶς ὁ ὑμνῶν Αὐτήν. Ὄχι· δὲν ἔχει χρείαν δόξης ἀπὸ ἡμᾶς αὐτὴ ὁποὺ ἔγινε κατοικητήριον τῆς δόξης τοῦ Ὑψίστου. Αὐτή, λέγω, εἰς τὴν ὁποίαν ἐλαλήθη δεδοξασμένα, κατὰ τὸν Προφητάνακτα· «Δεδοξασμένα, λέγοντα, ἐλαλήθη περὶ σοῦ ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ». Ποίαν δὲ ἄλλην ἠθέλαμεν ὀνομάσει πόλιν τοῦ Θεοῦ, ὁποὺ βαστάζει εἰς τὴν παλάμην του ὅλην τὴν κτίσιν, παρὰ μόνην αὐτήν; Ὁποὺ κατὰ ἀλήθειαν, ὑπερφυῶς καὶ ὑπερουσίως, καὶ ἀπεριγράπτως ἐχώρησε τὸν ὑπερούσιον, καὶ ἀπερίγραπτον Λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ Θεόν, ἀπὸ τὸν Ὁποίον Θεὸν καὶ ἐλαλήθησαν εἰς αὐτὴν δεδοξασμένα; Ποία ἄλλη δόξα, καὶ τιμὴ ἤθελε γένῃ εἰς αὐτὴν τὴν Θεοτόκον, ὁποὺ ἐδέχθη τὴν ἀρχαίαν ἀληθινὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ, μεγαλυτέρα ἀπὸ αὐτήν; Ταύτην λοιπὸν τὴν Ἁγνὴν Παρθενομήτορα, ὄχι γλῶσσα ἀνθρώπινος, γηΐνη καὶ πήλινος, ἀλλ᾿ οὔτε νοῦς Ἀγγελικὸς καὶ ὑπερκόσμιος δὲν δύναται νὰ τὴν εὐχαριστήσῃ πρεπόντως, ὡσὰν ὁποὺ μὲ τὸ μέσον ταύτης συγχωρεῖται εἰς ἡμᾶς νὰ βλέπωμεν καθαρῶς τὴν δόξαν τοῦ Κυρίου. Τὸ λοιπόν, νὰ σιωπήσωμεν; Οὐδαμῶς. Ἀλλὰ τί; νὰ ἐξαπλώσωμεν τὸν πόδα (κατὰ τὴν παροιμίαν) εὐγάζοντές τον ἔξω ἀπὸ τὴν σκάλαν, καὶ ἀλησμονήσαντες τοὺς ὅρους μας, νὰ τολμήσωμεν ἀναιδῶς νὰ πιάσωμεν τὰ ἄψαυστα; Οὐχί· οὐδὲ γάρ τοῦτο πρέπον. Ἀλλὰ πρέπον εἶναι νὰ σμίξωμεν τὸν φόβον μὲ πόθον, καὶ οὕτως ἐκ τῶν δύο τούτων νὰ πλέξωμεν ἕνα στέφανον, ὡσὰν μίαν ἀπαρχὴν παραμικράν, καὶ νὰ τὸν προσφέρωμεν μὲ εὐλάβειαν, καὶ τρόμον χειρός, καὶ πόθον ψυχῆς εἰς τὴν Βασίλισσαν καὶ Μητέρα τοῦ τῶν ἁπάντων Βασιλέως Θεοῦ. Πρὸ πάντων δὲ εἰς ταύτην τὴν παρὰ τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου, καὶ Ὑπερενδόξου Τριάδος ἐστεφανωμένην, δὲν ἠθέλαμεν προσφέρει ἡμεῖς τιμιώτερον καὶ ἀποδετικώτερον στέφανον, οὔτε ἠθέλαμεν ἀποδώσει ἄλλην χαριεστέραν εὐχαριστίαν, παρὰ νὰ διηγώμεθα καὶ νὰ κηρύττωμεν εἰς ὅλους τὰς πρὸς ἡμᾶς μεγάλας καὶ ἀῤῥήτους εὐεργεσίας της, καὶ νὰ παρακινῶμεν μὲ τοῦτο κάθε ἄνθρωπον εἰς ἀπόλαυσιν τῆς μεγάλης της δωρεᾶς. Διότι στέφανον δόξης, καὶ ἁλουργίδα τιμῆς ἀνωτέραν πάσης τιμῆς ἔχει καὶ θεωρεῖ ἡ Πολυεύσπλαγχνος Μήτηρ τοῦ Πολυελέου Θεοῦ, τὴν σωτηρίαν ἡμῶν. Αὐτὸ ἔχει ἡ Ὑπερκόσμιος κόσμον της. Αὐτὸ νομίζει ἡ Βασίλισσα πάσης κτίσεως χλαμύδα Βασιλικήν· διὰ τοῦτο καὶ ὁ τὰ θαύματα Αὐτῆς διηγούμενος, ἀποδίδει εἰς Αὐτὴν τὴν μεγαλυτέραν τιμὴν καὶ εὐχαριστίαν. Ὡσὰν ὁποὺ μὲ τοῦτο δείχνει εἰς ὅλους αὐτὴν ὁποὺ εἶναι ἄπειρος θησαυρὸς εὐεργεσίας, καὶ ἕτοιμος ἡμῶν βοηθὸς καὶ ἀντιλήπτωρ, καὶ πρὸς Θεὸν μεσίτης ἀκαταίσχυντος· καὶ σύρνει πάντας εἰς ἀπόλαυσιν τῶν μεγάλων της δωρεῶν, καὶ τοὺς κάμνει νὰ γνωρίσουν τὴν σωτηρίαν, καὶ ἐπίσκεψιν παντὸς τοῦ γένους ἡμῶν. Ὅθεν κἀγὼ ὁ εὐτελὴς δοῦλος Αὐτῆς βουλόμενος νὰ προσφέρω εἰς Αὐτὴν μικρὰν εὐχαριστίαν, δι᾿ ὅσα πάντοτε εὐεργετοῦμαι, ἠβουλήθηκα νὰ διηγηθῷ εἰς τὴν ἀντίληψίν σας μὲ τρέμουσαν καρδίαν, καὶ μὲ πόθον ψυχῆς μέρος τῶν πρὸς ἡμᾶς εὐεργεσιῶν Αὐτῆς, ἀπὸ ὅσας βραβεύει εἰς ἡμᾶς καθ᾿ ἑκάστην διὰ τῶν παρ᾿ Αὐτῆς ἡγιασμένων ὑδάτων. Καὶ νὰ γένω ὁ ἰσχνόφωνος ἐγὼ κήρυξ τῆς μεγάλης πρὸς ἡμᾶς εὐσπλαγχνίας της, καὶ νὰ φανερώσω, ὅσον τὸ ἐπ᾿ ἐμοί, πῶς δηλαδὴ πρῶτον ἐφάνη εἰς τοὺς χριστιανοὺς αὕτη ἡ χαρμόσυνος ἑορτή· καὶ πῶς ἕκαστος τῶν πιστῶν, πάθος ἔχων, καὶ προσδραμὼν εἰς τὸ ἔλεός της, εὗρε θαυμαστὴν τὴν θεραπείαν διὰ τοῦ σεπτοῦ ἁγιάσματός της. Λοιπόν, παρακαλῶ, δότε μοι καιρόν, καὶ ὀλίγην προσοχὴν διὰ τὴν ἀγάπην τῆς κατὰ ἀλήθειαν ποθούσης τὴν σωτηρίαν πάντων Ἁγνῆς Παρθενομήτορος, νὰ διηγηθῷ μὲ συντομίαν πρὸς ἡμετέραν ὠφέλειαν καὶ εἰς τιμὴν καὶ στέφανον δόξης τῆς ἀληθῶς δεδοξασμένης Κυρίας Θεοτόκου μερικὰ ἐκ τῶν Αὐτῆς θαυμάτων· καὶ θέλετε λάβει παρ᾿ Αὐτῆς, τῆς πλουσίας μισθαποδότου, πλουσίας τὰς ἀμοιβὰς τῆς προσοχῆς σας, ὠφεληθέντες κατά τε ψυχὴν καὶ σῶμα. Ἄρχομαι δὲ οὕτως.

Ὁ Βασιλεὺς Λέων ὁ μέγας, ὁ καὶ Μακέλης ἐπονομαζόμενος, ἦτο μὲν ἀπὸ γένος ἀρχοντικόν, πλὴν μὲ τὸ νὰ ἔμεινεν ὀρφανὸς ἔτι μικρός, καὶ δὲν εἶχέ τινα νὰ τὸν ἐπιμεληθῇ εἰς ἄλλο τιμιώτερον ἐπιτήδευμα, ἔγινε μακελάρης· ἀλλὰ ὄντας ἄνθρωπος χριστιανικώτατος, καὶ μὲ ἄλλας πολλὰς ἀρετὰς κεκοσμημένος, καὶ φυσικὰ συμπαθέστατος, καὶ εὔσπλαγχνος πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ κατὰ πολλὰ εὐλαβὴς καὶ φιλακόλουθος, δὲν ἔλειπε μὲν ἀπὸ τὰς Ἱερὰς Ἀκολουθίας καθ᾿ ἑκάστην, δὲν ἀμελοῦσε δὲ νὰ ἀκούῃ καὶ τὰς ἐξηγήσεις τῶν θείων Γραφῶν (καίπερ ἀγράμματος ὤν, διὰ τὴν εἰρημένην αἰτία τοῦ ὀρφανισμοῦ του) ἀλλὰ δὲν ἔμεινε παρακάτω ἀπὸ τοὺς μαθηματικούς. Ἠγάπα τὴν συναναστροφὴν τῶν μαθηματικῶν καὶ ἐναρέτων ἀνθρώπων, καὶ δίψαν μεγάλην εἶχε νὰ ἀκούῃ τὰς ἐξηγήσεις τῶν ἱερῶν Γραφῶν· καὶ ἀκούων, μεγάλως ἠγωνίζετο νὰ τελειώσῃ μὲ ἔργον τὰς ἐν αὐταῖς ἁγίας ἐντολὰς τοῦ Χριστοῦ. Ὅθεν καὶ ἐταπεινοῦτο ὑπὲρ πάντας, καὶ ὅ,τι ἀποκτοῦσεν, ἀφθόνως τὸ ἔδιδεν εἰς τὰς χεῖρας τῶν πτωχῶν· τοὺς φυλακωμένους ἐπιμελεῖτο, τοὺς ἀσθενεῖς ἐπεσκέπτετο, τοὺς γυμνοὺς ἔνδυνε, καὶ τοὺς πεινασμένους ἔτρεφε, τυφλοὺς ἐχειραγώγει μὲ ἄκραν ταπείνωσιν, καὶ πᾶσαν ἄλλην θεοπαράδοτον ἐντολὴν προθύμως ἐτελείωνε. Διὰ τοῦτο καὶ ποτε ἀπερνῶντας ἀπὸ τὸ μέρος ὅπου εἶναι σήμερον ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ζωοδόχος Πηγή, εὗρεν ἕναν ἄνθρωπον τυφλόν, πλανώμενον ἔνθεν κακεῖθεν, τὸν ὁποῖον πιάσας ἐκ τῆς χειρὸς τὸν ἐχειραγώγει εἰς τὴν στράταν. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ ἐλεεινὸς ἐκεῖνος τυφλός, ἀπὸ τὸν ἀγῶνα ὁποὺ ἔκαμε πλανώμενος, ἐδίψησε καὶ ἤρξατο νὰ λιποθυμῇ (ἦν δὲ ὁ τόπος τῷ τότε καιρῷ ἔρημος, καὶ σύνδενδρος καὶ ἄνυδρος), ὁ Λέων σπλαγχνισθείς, ἄφησε τὸν τυφλὸν ἐκεῖ εἰς τὴν στράταν, καὶ εἰσελθὼν εἰς τὸν δρυμῶνα ἠρεύνα ἐπιμελῶς μήπως καὶ εὕρῃ νερόν, νὰ παραμυθήσῃ τὸν πάσχοντα ἀπὸ τὴν δίψαν. Περιτριγυρίσας δὲ τὸ δάσος ἐκεῖνο, καὶ μὴ εὑρὼν οὐδαμοῦ, ἐγύρισε λυπούμενος, καὶ συλλογιζόμενος τί τρόπον νὰ κάμῃ νὰ θεραπεύσῃ τὴν δίψαν τοῦ τυφλοῦ. Ταῦτα λοιπὸν πάσχων καὶ ἀγωνιζόμενος, καὶ εἰς μεγάλην ἀθυμίαν ὑπὸ εὐσπλαγχνίας εὑρισκόμενος ὁ Λέων, ἤκουσε φωνὴν λέγουσαν πρὸς αὐτόν· Μὴ λυπᾶσαι, Λέων, ὅτι αὐτοῦ κοντά σου εἶναι τὸ νερόν, καὶ ἐρεύνησον νὰ τὸ εὕρῃς. Ὅθεν καὶ ἐγύρισε μὲ χαράν· καὶ τὸν τόπον ἐκεῖνον περιελθὼν δὶς καὶ τρίς, καὶ μὴ εὑρὼν τὸ ποθούμενον ὕδωρ, αὖθις ἦλθεν εἰς περισσοτέραν λύπην, νομίζων τὴν ἀκουσθεῖσαν φωνὴν ἐκ τοῦ πονηροῦ. Διὸ καὶ ἐγύρισε δρομαῖος πρὸς τὸν τυφλόν, μήπως καὶ τὸν προφθάσῃ μὲ ἄλλον τρόπον. Περπατῶν δέ, πάλιν ἤκουσεν ὡσὰν γυναικός φωνὴν ὁποὺ τοῦ ἔλεγεν· Ὦ ἠγαπημένε μου Λέων, ἐπειδὴ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ μου, τοῦ Ποιητοῦ καὶ Δημιουργοῦ πάσης κτίσεως ἀφήσας τὴν στράταν σου, καὶ κάμνωντας τὴν ἁγίαν ἐντολή, χειραγωγεῖς τὸν τυφλὸν καὶ μὲ μεγάλον κόπον ἀγωνίζεσαι νὰ θεραπεύσῃς τὴν δίψαν του, διὰ τοῦτο Αὐτός, ἰδού, κατὰ τὸν πόθον σου, σὲ δίδει τὸ νερὸν ὁποὺ ζητεῖς. Πήγαινε λοιπὸν εἰς τὸ δένδρον ἐκεῖνο ὅπου καθέζεται ἡ περιστερά, καὶ θέλεις εὕρει εἰς τὴν ῥίζαν του τὸ νερόν, ἀπὸ τὸ ὁποῖον παίρνωντας, πότισον τὸν τυφλόν, καὶ τοὺς ὀφθαλμούς του πλῦνον, καὶ θέλει ἀναβλέψει· καὶ ἔστω σοι εἰς σημεῖον πῶς θέλεις βασιλεύσει, μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Υἱοῦ μου, καὶ ὅτι θέλω εἶμαι μαζί σου πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου. Ταῦτα ἀκούσας ὁ θαυμαστὸς Λέων, ἐξεπλάγη καὶ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ποιήσας, ἐγύρισε καὶ ἐστοχάζετο νὰ ἰδῇ τὶς τὸν ἐσυντύχαινε, καὶ ἂν ἦτο εἰς κανένα δένδρον περιστερά· καὶ ἄνθρωπον μὲν οὐδένα εἶδεν· εἶδεν ὅμως εἰς ἕνα δένδρον μίαν περιστερὰν καθημένην· ὅθεν καὶ προσδραμὼν ἐκεῖ, εὗρεν ὀλίγον νερὸν ὁποὺ ἔτρεχε· καὶ μετὰ πίστεως λαβὼν ἐξ αὐτοῦ, ἐγύρισε πρὸς τὸν τυφλὸν χαίρων· καὶ ἀφοῦ ἐπότισεν αὐτόν, κατὰ τὴν ἀκουσθεῖσαν φωνήν, καὶ ἔχρισε καὶ τοὺς ὀφθαλμούς του, εὐθὺς ἀνέβλεψεν ὁ τυφλός. Τοῦτο δὲ ἰδὼν παραδόξως τὸ τεράστιον ἐξέστη, καὶ πιστεύσας εἰς τὴν ὑπόσχεσιν τῆς Παρθένου καὶ Θεοτόκου, εὐχαρίστει Αὐτὴν ὁμοῦ μὲ τὸν ἀναβλέψαντα τυφλὸν λέγων· Κυρία τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, καὶ Μήτηρ τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μου Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Παντοδυνάμου, εὐχαριστῶ Σοι ὁποὺ δὲν ἐπαρεῖδες τὴν λύπην μου, ἀλλὰ καὶ τὸν πόθον μου ἐπλήρωσας, καὶ σημεῖον παράδοξον ἐποίησας διὰ τῶν ῥερυπωμένων μου χειρῶν. Διὰ τοῦτο καὶ δὲν ἀπιστῶ εἰς τὴν ἐπαγγελίαν σου, ἀλλὰ πιστεύων, ὑπόσχομαι, ὅταν ἔλθῃ εἰς ἔκβασιν ἡ ἁγία σου πρόῤῥησις, ἀποδίδωντάς Σοι τὴν δυνατὴν εὐχαριστίαν, νὰ ἐγείρω Ναὸν ἐπὶ τῷ ὀνόματί Σου τῷ ἁγίῳ, εἰς τὸν τόπον τοῦτον, ὅπου εὑρέθη τὸ παρὰ Σοῦ ἁγιασθέν, καὶ ἰαματικὸν ἀποδειχθὲν ὕδωρ, εἰς αἰώνιον μνημόσυνον τῶν ἀῤῥήτων σου θαυμάτων καὶ εἰς σὴν δόξαν καὶ τιμήν. Ὅτι δεδοξασμένη ὑπάρχεις εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. Ἔπειτα λαβὼν τὸν ἀναβλέψαντα, καὶ εἰσελθόντες εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἐδιηγοῦντο τὸ θαῦμα τῆς Κυρίας Θεοτόκου, κινοῦντες πάντας τοὺς ἀκούοντας εἰς δόξαν καὶ αἶνον τῆς Παναμώμου Θεογεννητρίας. Οὕτω δὲ πολιτευόμενος ὁ καλὸς Λέων ἐτάχθη εἰς τάξιν στρατιωτικὴν (συλλογῆς δηλ. γενομένης τότε στρατιωτῶν), γενόμενος δὲ στρατιώτης, δὲν ἐμεταχειρίσθη τὴν στρατιωτικὴ ἐλευθερίαν εἰς ἀταξίαν, καθὼς τὸ ἔχουν οἱ περισσότεροι συνήθειαν, οὔτε εἰς καταδυναστείαν καὶ ἁρπαγάς, ἀλλ᾿ ὄντας ἄνθρωπος ἀνδρεῖος καὶ τὴν ὄψιν ὡραιότατος, οὔτε τὴν δύναμιν ἐμεταχειρίζετο εἰς ἐκπλήρωσιν τοῦ ἀλόγου θυμοῦ, οὔτε τὴν ὡραιότητα εἰς ἀτόπους ἐπιθυμίας. Ἀλλ᾿ ἦν τῇ μὲν δυνάμει βοηθῶν τοὺς ἀσθενεστέρους, καὶ κατὰ τῶν πολεμίων ἱστῶν τρόπαια ἀξιοδιήγητα· τὴν δὲ ὡραιότητα φυλάττων ἀμόλυντον, ὡς δῶρον Θεόσδοτον, ἔπασχε νὰ τὴν περισσεύῃ καὶ μὲ τὰς ἀρετάς. Διὰ τοῦτο καὶ ἠγαπᾶτο παρὰ πάντων καὶ γνωστὸς ἐγένετο εἴς τε τοὺς στρατηγούς, καὶ εἰς αὐτὸν τὸν Βασιλέα. Ὁ ὁποῖος προβιβάζων αὐτὸν εἰς ἀξιώματα διὰ τὴν ἀρετήν του, τῇ αἰτήσει τοῦ στρατοῦ, τὸν κάμνει καὶ στρατηγὸν παντὸς τοῦ ῥωμαϊκοῦ στρατεύματος. Εἰς ταύτην δὲ τὴν μεγάλην ἀξίαν ἐλθών, δὲν ἐμεταχειρίσθη τὴν ἐξουσίαν κακῶς, οὔτε ἄφησε τὴν πρώτην του πολιτείαν. Ἀλλ᾿ εἰς μὲν τὰ θεῖα ἐπερίσσευε τὴν εὐλάβειάν του, κοσμῶν καὶ καλλωπίζων Ναοὺς καὶ ἀφιερώνων εἰς αὐτοὺς ἱερὰ Σκεύη καὶ Ἄμφια πολύτιμα, καὶ καθ᾿ ἑκάστην ἀπερχόμενος εἰς τὰς Ἱερὰς Ἀκολουθίας, ἔδιδε τὴν πρέπουσαν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ καὶ δοτῆρι παντὸς ἀγαθοῦ. Πτωχοὺς ἠλέει, τοὺς ἀσθενεῖς ἐπεσκέπτετο, καὶ τὰς φυλακὰς περιερχόμενος ἐπεμελεῖτο τοὺς φυλακωμένους· καὶ ἄλλα τοιαῦτα θεάρεστα ἔργα μὲ προθυμίαν ἔκαμνε· πρὸ πάντων δὲ ταπεινὸς ὢν εἰς ἄκρον, ὡς εἴρηται, δὲν ἐκαταφρόνει τινά, ἀλλ᾿ εἰς πάντας ἔδιχνε θαυμασίαν κατάδεξιν. Πάντας συμπαθῶς βλέπων, πάντας περιποιούμενος καὶ πρὸς πάντας γλυκομιλῶν. Διὰ τοῦτο καὶ ὡς πατέρα τους τὸν εἶχον ὅλοι· καὶ τελευτήσαντος τοῦ πρὸ αὐτοῦ Βασιλέως, διὰ τὴν πρὸς αὐτὸν ἀγάπην παντὸς τοῦ λαοῦ, τὸν στέφουν Βασιλέα καὶ Αὐτοκράτορα Ῥωμαίων. Λοιπὸν τῆς ἐπαγγελίας τῆς Θεοτόκου λαβούσης πέρας, δὲν ὤκνευσεν ὁ καλὸς Βασιλεὺς νὰ κάμῃ καὶ αὐτὸς πρὸς Αὐτὴν τὴν πρέπουσαν εὐχαριστίαν, ἐκτελῶν τὴν ὑπόσχεσίν του. Ἀλλ᾿ εὐθὺς ὁποὺ ἀνέβη εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς Βασιλείας, πρῶτον ἔργον ἀγαθὸν ἔκαμε τὸν Ναὸν τῆς Ζωοδόχου Χρυσοπηγῆς, καθαρίσας τὸν τόπον, ὅπου εὗρε τὸ νερὸν ἐκεῖνο τὸ ἰαματικόν, ὅταν ὡδήγει τὸν τυφλόν, καὶ Ναὸν οἰκοδομήσας κάλλιστον περὶ τὸ ὕδωρ. Περιλαβὼν δηλαδὴ τὴν πηγὴν τοῦ ὕδατος ἐν μέσω τοῦ Ναοῦ, εἰς τὴν ὁποίαν ἔκαμε κολυμβήθραν ὑποκάτωθεν τοῦ κουμπέ· καὶ καταντικρύ, ἤτοι ἐπάνωθεν τοῦ κολύμβου εἰς τὸν κουμπέ, εἶχε τὴν Πλατυτέραν τῶν Οὐρανῶν, τὴν Κυρίαν Θεοτόκον ἱστορισμένην, εἰς τὴν ὁποίαν ἐφαίνετο ἔργον θαυμάσιον καὶ διηγήσεως ἄξιον. Διότι ὅποιος ἤθελε κυττάξει εἰς τὸν κόλυμβον, ἔβλεπε ὡσὰν νὰ ἦτο μέσα εἰς αὐτὸν ἡ Θεοτόκος ἱστορισμένη. Ὁ δὲ ἀτενίζων ἄνω, ἔβλεπεν αὐτὴν ἐπάνω ἀκτινοβολοῦσαν ὑπὸ τῆς ἀκτῖνος τῶν ὑδάτων. Ἀλλ᾿ ὅμως ἐπ᾿ ἀληθείας ποιήσας αὐτὸν ὅσον ἠδύνατο περικαλλῆ, ἐκόσμησε μὲ σεπτὰς εἰκόνες, καὶ ἱερὰ Σκεύη, καὶ Ἄμφια πολύτιμα· καὶ ἄλλα δὲ ἀκίνητα εἰσοδήματα ἀφιέρωσεν εἰς κυβέρνησιν τῶν ἐν τῷ Ναῷ ὑπηρετῶν, καὶ ἱερέων καὶ κληρικῶν. Ἐζήτησε δὲ καὶ ἄνδρας εὐλαβεῖς καὶ ἀρετῇ κεκοσμημένους, καὶ ἔβαλεν εἰς αὐτὸν Ἱερεῖς, Ἱεροδιακόνους, Ἀναγνώστας, Ψάλτας καὶ Νεωκόρους, οἵτινες πολιτευόμενοι κατὰ τὰς ἐντολὰς τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸν λαὸν διδάσκοντες, καὶ ἔργον ἔχοντες τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων, ἔπασχον καὶ ἠγωνίζοντο πρὸς αὔξησιν τῶν καλῶν. Ὅθεν καὶ ὁ καλὸς Βασιλεὺς ἔχαιρε βλέπων, καὶ δὲν ἔπαυε ν᾿ ἀφιερώνῃ καθ᾿ ἑκάστην ὅσα χρήσιμα εἰς τὴν ἐπίδοσιν τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ μάλιστα Ἱερὰ Βιβλία, τὰ ὁποῖα μεταχειριζόμενοι οἱ τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖνοι ἄνθρωποι, ηὔξανον, καὶ ἐκαρποφόρουν εἰς τοὺς χριστιανοὺς τὸν Λόγον τοῦ Θεοῦ. Λοιπὸν διὰ δὲ τὴν πίστιν τοῦ Βασιλέως, καὶ τὴν καλὴν ἐπιμέλειαν, καὶ διὰ τὸν καλὸν ἀγῶνα τῶν ἐν τῷ Ἱερῷ Ναῷ Ἱερῶν Ἀνδρῶν, ἐπεσκίασεν ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος διὰ τῆς Θεοτόκου, εἴς τε τὸν ναὸν καὶ εἰς τὴν πηγήν, καὶ ἤρξαντο νὰ γίνωνται θαύματα παράδοξα. Καὶ ἔβλεπεν ἐκεῖ κανεὶς πρᾶγμα ξένον· ἀσθενεῖς ὑγιαίνοντας, τυφλοὺς ἀναβλέποντας, χωλοὺς περιπατοῦντας, δαιμόνια ἐκβαλλόμενα, καὶ κάθε ἄλλο πάθος ἀνίατον εὐκόλως θεραπευόμενον, μὲ τὴν ἐνοικοῦσαν εἰς τὰ ὕδατα χάριν τῆς Θεοτόκου. Ἔτρεχον δὲ ἐκεῖ καθ᾿ ἡμέραν ἀπὸ τὰ βασιλικὰ γένη ἄνθρωποι, καὶ εὐγενεῖς ἄρχοντες, Ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς, καὶ κάθε πιστός, καὶ τινὰς δὲν ἐγύριζε λυπημένος διὰ τὴν πίστιν του· καὶ ἦν ἐκεῖ χαρὰ καὶ πανήγυρις καθημερινή, διὰ τὸ πλῆθος τῶν προστρεχόντων ἀνθρώπων. Πολλοὶ δὲ καὶ τῶν ἀπίστων, τὰ ἄπειρα βλέποντες θαύματα, προσέτρεχον εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, καὶ βαπτιζόμενοι ἐτάττοντο εἰς τὴν τάξιν τῶν πιστῶν, πληθύνοντες τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Οἱ δὲ ἀπερχόμενοι ἐκεῖ, οἱ μὲν θεραπείας, οἱ δὲ εὐχαριστίας, καὶ ἕτεροι δοξολογίας χάριν, εὐχαρίστουν, καὶ ἐδοξολόγουν τὴν Ὑπέραγνον Θεοτόκον, ὄχι καθὼς κάμνουν τὴν σήμερον μὲ χοροὺς καὶ παιγνίδια, μὲ τραγούδια καὶ μέθαις· ἀλλὰ μὲ ἀγρυπνίας ὁλονυκτίους, μὲ ὕμνους καὶ δοξολογίας ἀκαταπαύστους, μὲ πνευματικὴν κατάνυξιν, καὶ συντόμως εἰπεῖν, μὲ ὅσα εὐχαριστεῖται ὁ Θεός. Διὰ τοῦτο, ὠς εἴπομεν, καὶ πάντες ἐτύγχανον τῆς αἰτήσεώς τους. Θαύματα λοιπὸν πολλὰ καὶ μεγάλα ἐγίνοντο, ὄχι μόνον εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Βασιλέως Λέοντος, τοῦ κτήτορος τοῦ ναοῦ Αὐτῆς τῆς Ζωηφόρου Πηγῆς, ἀλλὰ καὶ μετὰ ταῦτα ἐτελοῦντο ἔτι περισσότερα. Ἀπὸ τὰ ὁποῖα διά τε τὴν ἐπιθυμίαν τῶν καλῶν ἀκροατῶν, καὶ διὰ τὴν ὠφέλειαν τῶν εὐσεβῶν, θέλομεν διηγηθῇ ὀλίγα τινά, ὅσα δηλαδὴ δίδει ὁ καιρός, καὶ ὁ τρόπος· ἕνα μὲν διατὶ παρῆλθεν ἡ ὥρα, καὶ ἄλλο, διὰ νὰ μὴ φαινώμεθα περιττολόγοι εἰς τοὺς πιστοὺς καὶ ὀχληροί. Διὰ τοῦτο τώρα τόσον μόνο θέλομεν εἰπῇ, ὅσον ἂν ἤθελε λάβει τινὰς ποτῆρι ὕδατος ἀπὸ ὅλην τὴν θάλασσαν, καὶ μὲ αὐτὸ ἤθελε τὴν δείξει, πρὸς πίστωσιν τῆς γεύσεως αὐτοῦ· ὅτι τόσον ἀδυνατεῖ ἀνθρώπινος γλῶσσα νὰ διηγηθῇ τὰ θαύματα τῆς Κυρίας Θεοτόκου, καὶ τὰς εὐεργεσίας της ὁποὺ ἔκαμε, καὶ κάμνει καθ᾿ ἑκάστην πρὸς ἡμᾶς τοὺς ἀχαρίστους, ὅσον ἀδυνατεῖ ἀνθρώπινος δύναμις νὰ ἐκφορήσῃ, καὶ νὰ ἀδειάσῃ ὅλον τὸν ὠκεανόν. Ὅθεν κἀγώ, θαῤῥῶντας εἰς τὴν δύναμιν Αὐτῆς τῆς Ἀειπαρθένου Μητρὸς τοῦ Κυρίου μου, καὶ ἡμῶν Δεσποίνης Θεοτόκου, θέλω τολμήσει μὲ τὴν πρέπουσαν εὐλάβειαν καὶ συστολήν, νὰ διηγηθῷ πρὸς τὴν ἡμετέραν ἀγάπην μερικά, ὅσον μόνον νὰ δώσω εἰς καθέναν γεῦσιν, ὥστε νὰ καταλάβετε τὴν ἄπειρον δύναμιν τῆς Παντανάσσης Θεομήτορος. Πράττω δὲ τοῦτο εἰς στερέωσιν τῶν πιστῶν, εἰς πίστωσιν τῶν δισταζόντων, καὶ εἰς αἰσχύνην τῶν ἀπιστούντων Θεοκατηγόρων καὶ κακοτρόπων ἀνθρώπων.

Ὁ μέγας Ἰουστινιανός, ὁ εὐσεβέστατος Βασιλεὺς Ῥωμαίων, ἔπεσε ποτε εἰς πάθος δυσουρίας δεινὸν καὶ ἀνίατον, καὶ ἀπελπισθεὶς ἀπὸ τοὺς ἰατρούς, καὶ ἀπὸ πᾶσαν ἄλλην ἀνθρωπίνην βοήθειαν, προσέδραμεν εἰς τὴν Ζωοδόχον Πηγὴν καὶ Πανάχραντον· καὶ προσπεσὼν εἰς τὴν Ἱερὰν καὶ σεβασμίαν εἰκόνα Της, ἐδέετο θερμῶς περὶ τοῦ πάθους του. Ἔπειτα ἀπελθὼν εἰς τὴν Πηγὴν τοῦ ἁγιάσματος, καὶ μετὰ πίστεως λαβὼν ὕδωρ ἐκ τοῦ ἁγιάσματος, ἔπιε, καὶ παρευθὺς (ὤ, τῶν θαυμασίων σου, Δέσποινα!) ἰατρεύθη τελείως, καὶ τόσον ἔγινεν ὑγιής, καὶ δύναμιν τοσαύτην ἀνέλαβεν, ὡσὰν νὰ μὴν εἶχε τελείως ἀσθένειαν. Ὅθεν καὶ αὐτὸς θέλωντας ν᾿ ἀποδώσῃ τὴν ευχαριστίαν τῇ Εὐεργέτιδι Θεοτόκῳ, ἐμεγάλωσε τὸν Ναόν της. Τοῦτο δὲ ποιήσας ἐφάνη ἡ Θεοτόκος αὐτῷ κατ᾿ ὄναρ, καὶ εἶπέ του· Βασιλεῦ, δὲν εἶναι δίκαιον καὶ πρέπον νὰ χαλάσῃς ἄλλου ἀνθρώπου μνημόσυνον, ἀμὴ ἐὰν θέλῃς ν᾿ ἀποδώσῃς πρὸς τὸν Υἱόν μου καὶ Κτίστην πάσης κτίσεως πρέπουσαν τὴν εὐχαριστίαν, ἔγειρε ναὸν ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, καὶ κάμε τον ὅσον δύνασαι μεγάλον, διὰ νὰ συνάζεται ἐκεῖ λαὸς πολύς· καὶ ἀφιέρωσέ τον εἰς τὸ Πατριαρχεῖον, διὰ νὰ ἀκούῃ τὸ συναθροιζόμενο πλῆθος τὰ θεῖα λόγια ἀπὸ τὸν Πατριάρχην νὰ ὠφελῆται· καὶ νὰ εἶναι καὶ εἰς ἰδικόν σου ἀκατάπαυστον μνημόσυνον. Διὰ δὲ τὸν Ναὸν ὁποὺ ἐμεγάλωσες, ὄχι μόνο ὀλίγον μισθὸν θέλεις ἔχει, διὰ τὸ ἀλλότριον μημόσυνον, ἀλλὰ καὶ μετ᾿ οὐ πολὺ θέλει κατεδαφισθῇ ὑπὸ σεισμοῦ οὗτος διὰ τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἐν αὐτῷ προσεδρευόντων πνευματοκαπήλων καὶ αἰσχρουργῶν ἀνθρώπων. Ὅθεν καὶ ὁ πιστότατος Βασιλεύς, εὐεπειθὴς γενόμενος εἰς τὴν προσταγὴν τῆς Θεοτόκου, ἤγειρεν ἐκεῖνον τὸν παμμεγέθη, περιβόητον καὶ περικαλλέστατον Ναὸν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, τοῦ ὁποίου τὸ κάλλος καὶ τὸ μέγεθος κηρύττονται εἰς ὅλον τὸν κόσμον, ὡσὰν ὁποὺ κατὰ πολὺ αὐτὸς ὑπερβαίνει ἐκεῖνο τὸν ἐν Ἱερουσαλήμ θαυμαστὸν Ἱερόν, τὸ ὑπὸ τοῦ Σολομῶντος οἰκοδομηθέν. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Βασιλεὺς Ἰουστινιανός, ἀφοῦ τὸν εἶδε τελειωμένον, καὶ εἰς τόσον κάλλος καὶ ὡραιότητα τετειχισμένον, ἐκραύγασεν ἐν ἀγαλλιάσει· «Νενίκηκά σε, Σολομών!» Ὁ Ναὸς λοιπὸν ἐκεῖνος τῆς Ζωδόχου Πηγῆς ὁπού, ὡς εἴπομεν, ἐμεγάλωσεν ὁ Ἰουστινιανός, μετὰ παρέλευσιν καιροῦ, σεισμοῦ γενομένου, κατέπεσε· διότι ἀφήσαντες οἱ ἄνθρωποι νὰ πανηγυρίζουν εἰς αὐτὸν μὲ ὕμνους καὶ δοξολογίας, ἄρχισαν (καθὼς καὶ σήμερον κάμνουν) νὰ ἑορτάζουν μὲ χοροὺς καὶ παιγνίδια, μὲ τραγούδια καὶ μέθαις, μὲ αἰσχρουργίαις καὶ ἀσελγίαις. Ὁμοίως καὶ οἱ παραμένοντες εἰς τὸν ἅγιον ἐκεῖνον Ναὸν ἀφήσαντες νὰ διδάσκουν τὸν λαὸν τὰς ἐντολὰς τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ τοὺς ἐμποδίζουν νὰ ἀπέχουν ἐκ τούτων τῶν ματαίων, ἐξεδόθησαν ὅλως δι᾿ ὅλου εἰς τὸν χρηματισμόν, συγκοινωνοῦντες ἀλλοτρίοις ἁμαρτήμασι διὰ τοῦτο καὶ ἀγανακτήσασα ἡ Θεοτόκος, οὐ μόνον ἐσήκωσε τὴν χάριν της ἐκεῖθεν πρὸς καιρόν, ἀλλὰ καὶ τὸν Ναὸν τελείως κατέσεισε καὶ κατηδάφισε. Μετὰ δὲ παρέλευσιν καιροῦ ἱκανοῦ, βασιλεύσας ὁ ἀοίδιμος Βασίλειος ὁ Μακεδὼν καὶ ἀκούσας τὰ θαύματα ὁποὺ ἐγίνοντο παρὰ τῆς Ζωοδόχου Πηγής, καὶ μαθὼν τὴν αἰτίαν τοῦ χαλασμοῦ, βουλὴν βουλεύεται ἀγαθὴν καὶ θεάρεστον, διὰ νὰ φέρῃ τὸ τοιοῦτον προσκύνημα τῶν εὐσεβῶν εἰς τὴν προτέραν πνευματικὴν κατάστασιν. Ὅθεν ἀνήγειρε τὸν Ναὸν εἰς τὸ πρῶτον μέγεθος καὶ κάλλος, κοσμήσας αὐτὸν καὶ μὲ διάφορα ἀφιερώματα, καθὼς καὶ ὁ πρῶτος κτήτωρ αὐτοῦ· καὶ ἐκλέξας ἄνδρας σοφοὺς καὶ ἐπιστήμονας, καὶ πρὸς τὰ θεῖα εὐλαβεῖς, καὶ ἀρετῶν ἐργάτας, Ἱερεῖς δηλαδή, Ἱεροδιακόνους, Ἀναγνώστας, καὶ Ψάλτας, καὶ Νεωκόρους, τοὺς ἔβαλεν εἰς αὐτόν· οἱ ὁποῖοι ὄντες δοῦλοι Θεοῦ, ἠσχολοῦντο ὅλως διόλου εἰς τὸ ἔργον τοῦ Κυρίου, οὐ μόνον διὰ λόγου διδάσκοντες τὸν λαὸν τὰ ἱερὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ καὶ ἐμπράκτως δείχνοντες αὐτά, γενόμενοι τύπος καὶ καλὸν παράδειγμα εἰς ὅλους. Διὰ τοῦτο καὶ πάλιν ἐπέβλεψεν ἡ Θεοτόκος ἐπὶ τὸν ἅγιόν της Ναόν, καὶ εἰς τὸ ἱερόν της ἁγίασμα, καὶ ἤρξαντο νὰ τελοῦνται θαυμάσια ἄπειρα, καὶ οἱ ἄνθρωποι νὰ τελοῦν καθημερινὰς πανηγύρεις καὶ ἑορτάς, μὲ ὕμνους, μὲ δοξολογίας, μὲ ὁλονυκτίους δεήσεις καὶ ἀγρυπνίας, μὲ χαρὰν ψυχῆς καὶ πνεύματος ἀγαλλίασιν, παρακινούμενοι ἀπό τε τὰς διὰ λόγου καὶ δι᾿ ἔργου διδασκαλίας τῶν ἱερῶν ἐκείνων ἀνδρῶν, τῶν παραμενόντων ἐν τῷ σεβασμίω ναῷ. Οὕτω λοιπὸν ὁ βασιλεὺς Βασίλειος, εὐλαβὴς ὢν πρὸς τὰ θεῖα, ἔχαιρεν εὐφραινόμενος μὲ τὴν καλὴν κατάστασιν τοῦ μνημοσύνου του. Βλέπων δὲ τὰ ἄπειρα καὶ ὑπερφυᾶ θαύματα τῆς Παντανάσσης Θεοτόκου, ἐζήτησε μὲ τὸ μέσον τῶν ἁγίων ἐκείνων ἀνδρῶν, νὰ τοῦ χαρίσῃ ἡ Πολυεύσπλαγχνος παιδίον ἀρσενικόν· τὸ ὁποῖον τοῦ ἐδόθη διὰ τὴν πίστιν του· καὶ γεννήσας ἄῤῥεν, τὸ ὠνόμασε Λέοντα, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πρώτου κτήτορος τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Λέγω, δηλαδή, ἐγέννησε τὸν Σοφὸν Λέοντα, τὸν ποιητὴν τῶν Ἑωθινῶν, ὁ ὁποῖος ἀναλαβὼν τὴν βασιλείαν, μετὰ τὸν θάνατον τοῦ πατρός του, ἔδειξε μεγάλην εὐλάβειαν εἰς τὴν Ζωοδόχον Πηγήν· διὰ τοῦτο καὶ τὰ θαύματα ἐπερίσσευσαν εἰς τὸν καιρόν του. Δαιμόνια ἐξαβάλλοντο, νόσοι ἐδιώκοντο, τυφλοὶ ἀνέβλεπον, χωλοὶ περιεπάτουν, πτωχοὶ εὐηγγελίζοντο καὶ ἄλλα μυρία ἐγίνοντο καθ᾿ ἑκάστην· ἕκαστος δηλαδὴ τῶν εὐσεβῶν ἐλάμβανε τὴν χάριν κατὰ τὴν πίστιν του· καὶ ἡ πρώτη γυνὴ τούτου τοῦ σοφοῦ Λέοντος, ἡ ἁγία, λέγω, Θεοφανώ, πεσοῦσα εἰς ἀσθένειαν πυρετοῦ λαύρου, εὐθὺς ὁποὺ ἔπιε μὲ τὴν καλὴν της πίστιν ἀπὸ τὸ ἰαματικὸν ἐκεῖνο ἁγίασμα τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ἠλευθερώθη τῆς δεινῆς ἀσθενείας καὶ τελείως ὑγίανεν. Ἀλλὰ δὴ καὶ αὐτὸς ὁ Βασιλεὺς Λέων, περιπεσὼν εἰς τὴν ἀφόρητον νόσον τῆς λιθιάσεως, ἤτοι τοῦ φιάγγου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν εἰς κίνδυνον ἦλθε μεγάλον, ὁποὺ καὶ ἀπὸ τοὺς ἰατροὺς ἀπελπίσθη, καὶ εἰς θάνατον ἀπεφασίσθη, κατὰ τὴν Διακαινήσιμον ἑβδομάδα. Τότε λοιπὸν ἡ Θεοσεβεστάτη Βασίλισσα τὴν παρὰ τῶν ἰατρῶν ἀκούσασα ἀπόφασιν, καὶ τὸν καλόν της σύζυγον καὶ Βασιλέα βλέπουσα τὰ λίσθια πνέοντα, πιστεύουσα δὲ ὅτι τὰ παρὰ τοῖς ἀνθρώποις ἀδύνατα, νὰ εἶναι δυνατὰ παρὰ τῇ Μητρὶ τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ, προσέπεσεν εἰς τὴν ἄχραντον Εἰκόνα της, καὶ μετὰ δακρύων καὶ σταγμῶν καρδίας ἐπεκαλεῖτο τὴν Βασίλισσαν πάσης κτίσεως, νὰ χαρίσῃ τὴν ζωὴν τοῦ ἐπιγείου Βασιλέως· καὶ ταῦτα μὲν ἡ καλὴ σύζυγος καὶ Βασίλισσα. Ἡ δὲ φιλεύσπλαγχνος Μήτηρ τοῦ Φιλανθρώπου Θεοῦ, δυσωπηθεῖσα ἀπὸ τὰ ἄμετρα δάκρυα καὶ τὴν θερμὴν δέησιν τῆς Βασιλίσσης, πέμπει τὴν ἴασιν παρ᾿ ἐλπίδα· καὶ ἐκεῖ ὁποὺ προσηύχετο ἡ Θεοφανώ, ἤκουσε φωνὴν λέγουσα· «Μὴ λυπῆσαι, Θεοφανώ, διὰ τὴν ἀσθένειαν τοῦ Βασιλέως καὶ συζύγου σου, καὶ σήμερον ἔρχεται τὸ ἰατρικόν του βότανον». Ὅθεν περιχαρὴς γενομένη, καὶ πιστεύσασα ἔδραμε πρὸς τὸν ἀσθενῆ, καὶ εὑρίσκει τοὺς ἰατροὺς ὁποὺ ἐσυμβουλεύοντο νὰ τὸν σχίσουν, ὡσὰν ὁποὺ εἶδον πῶς πλέον δὲν ἔμεινεν ἄλλο, παρὰ αὐτὴ ἡ ἐπικίνδυνος θεραπεία. Ταῦτα δὲ ἀκούσασα ἡ Βασίλισσα, τοὺς ἐμπόδισε λέγουσα· Ἔχετε ὀλίγην ὑπομονήν, καὶ ἰδοὺ στέλνει ἡ Κυρία μου Θεοτόκος ἄλλο θαυμαστὸν ἰατρικόν, καὶ θέλει τὸν ἰατρεύσει· καὶ μετ᾿ ὀλίγον ἐκεῖ ὁποὺ ἐπρόσμεναν τὸν θάνατον τοῦ Βασιλέως, φθάνει ἡ Νεωκόρος τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, Ἀγάθη ὀνομαζομένη, βαστάζουσα κεράμιον γεμᾶτον ἀπὸ τὸ ἁγίασμα τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, καὶ λέγει πρὸς τὴν Βασίλισσαν· Σήμερον ἐκεῖ ὁποὺ ἐσκούπιζα τὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου, ἤκουσα φωνὴν ἀοράτως λέγουσάν μοι· Ἀγάθη, λάβε εἰς ἀγγεῖον ὕδωρ ἀπὸ τὴν Πηγὴν μου, καὶ δράμε ταχέως πρὸς τὸν Βασιλέα Λέοντα ὁποὺ κινδυνεύει εἰς θάνατον, καὶ δός του νὰ πίῃ καὶ θέλει ἰατρευθῇ· ὅτι βοᾷ πρὸς μὲ μετὰ δακρύων πολλῶν ἡ ἀγαπημένη μου Θεοφανώ. Ταῦτα ἀκούσασα ἡ Βασίλισσα, καὶ πιστεύσασα ἔλαβε τὸ ἁγίασμα μετὰ χαρᾶς καὶ ποτίσασα τὸν Βασιλέα, εὐθὺς (ὢ τῶν ὑπερφυῶν σου Θαυμάτων Παντάνασσα!) ἐθεραπεύθη, καὶ τῆς κλίνης ἠγέρθη ὅλος ὑγιής, μὴ ἔχων οὐδὲν λείψανον τῆς ἀσθενείας ἐκείνης τῆς ἀνιάτου. Τοῦτο πάντας ἐξέπληξε, καὶ πάντας εἰς ὑμνωδίαν καὶ εἰς εὐχαριστίαν τῆς κοινῆς Εὐεργέτιδος παρεκίνησε. Τότε δὲ τῇ προστάξει τοῦ Βασιλέως, ἐτελέσθη ἑορτὴ χαρμόσυνος κατὰ τὴν Παρασκευὴν τῆς Διακαινησίμου, καθ᾿ ἣν ἐγένοντο καὶ τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τούτου· καὶ ἔκτοτε ἐπεκράτησε νὰ τελῆται ἡ ἑορτὴ αὕτη κατὰ τὴν Διακαινήσιμον Παρασκευήν, μὲ μόνην ἴσως τὴν Ἀναστάσιμον ἀκολουθίαν. Ὕστερον, δὲ ὡς φαίνεται, κελεύσει Συνοδικῇ, προσετέθη καὶ ἡ ἀκολουθία τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ποιηθεῖσα παρὰ τοῦ Νικηφόρου Καλλίστου τοῦ Ξανθοπούλου.

Μετὰ δὲ τὸν θάνατον τῆς ἁγίας Θεοφανοῦς, ἀτέκνου ἀποθανούσης, ἔλαβεν ὁ Βασιλεὺς ἄλλην γυναῖκα νόμιμον, Ζωὴν ὀνομαζομένην. Μὴ τεκνογονῶν δὲ καὶ μὲ αὐτήν, ἐφάνη καλὸν νὰ προσπέσουν ἀμφότεροι εἰς τὴν βοήθειαν τῆς ταχείας ἀντιλήψεως τῆς Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας· καὶ δή, ἀπελθόντες εἰς τὸν Ναὸν τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, καὶ λειτουργηθέντες, καὶ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων μεταλαβόντες, καὶ φιλοτιμίαν καὶ δωρεὰν μεγάλην ποιήσαντες εἰς τὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου καὶ εἰς τοὺς παρευρεθέντες ἐκεῖσε πτωχοὺς καὶ ἀσθενεῖς, ἔπιον καὶ ἐκ τοῦ σεπτοῦ ἁγιάσματος, καὶ οὕτως ἐπέστρεψαν εἰς τὰ βασίλεια· καὶ ἐκεῖ δὲ ἔκαμαν ἡμέρας τεσσαράκοντα νηστεύοντες καὶ προσευχόμενοι, παρακαλοῦντες τὴν Θεοτόκον νὰ τοὺς χαρίσῃ τέκνον, καὶ τῆς Βασιλείας διάδοχον. Ὁ δὲ ποιῶν τὸ θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτὸν Θεός, βλέπων τὴν πίστιν καὶ τὴν ταπείνωσίν τους, καὶ ἐπικαμφθεὶς εἰς τὴν μεσιτείαν τῆς Παναχράντου ἁγίας Αὐτοῦ Μητρός, ἐπλήρωσε τὴν καλήν τους αἴτησιν, καὶ συλλαβοῦσα ἡ Ζωή, ἔτεκε Κωνσταντῖνον τὸν Πορφυρογέννητον, τὸν καὶ ποιητὴν τῶν Ἀναστασίμων Ἐξαποστειλαρίων. Ὁ ὁποῖος βασιλεύσας μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Πατρός του Λέοντος, εὐσεβὴς ὢν καὶ εὐλαβής, ἐπεμελεῖτο πάντας τοὺς Ἱεροὺς Ναούς, καὶ μάλιστα τοῦτον τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ὡς προγονικόν του μνημόσυνον. Εἰς τούτου τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογεννήτου τὸν καιρόν, ἐπερίσσευσαν τὰ θαύματα τῆς Παναχράντου Ζωοδόχου Πηγῆς, καὶ ἐθεραπεύοντο καθ᾿ ἑκάστην διὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγιάσματος πάθη ἀνίατα· καρκῖνοι δηλαδή, φύστολοι, ὑδρωπικοί, ἐκτικίαι, αἱμόῤῥοιαι, γάγραιναι, καὶ ἄλλα τοιαῦτα, καὶ χείρονα τούτων πάθη· καὶ ἔβλεπε κανεὶς τότε νὰ τελῆται ἐκεῖ καθ᾿ ἡμέραν πανήγυρις, καὶ ἀνθρώπους διαφόρους παντὸς ἀξιώματος θεραπευομένους· Βασιλοπούλαις, Ἄρχοντας, Ἀρχόντισσας, Ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς, Μοναχούς, καὶ ἐν γένει κάθε ἄλλος ἄνθρωπος ἀσθενής, ὁποὺ ἤθελε προσέλθῃ εἰς τὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου καὶ ἤθελε πίει μετὰ πίστεως ἀπὸ τὸ ἁγίασμα τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, δὲν ἐγύριζε λυπημένος· ἀλλ᾿ ἔχων μισθὸν τῆς εὐλαβείας καὶ πίστεώς του τὴν θεραπείαν τῆς ἀσθενείας του, ἐπανέκαμπτε χαίρων καὶ ἀγαλλόμενος.

Πλούσιος δέ τις Θεσσαλονικεύς, πολλὰ εὐλαβὴς καὶ Θεοφοβούμενος, νοσήσας νόσον τινὰ ἀνίατον καὶ ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ἀπελπισθείς, ἀκούων δὲ περὶ τῶν ἀπείρων θαυμάτων τῆς Ζωηῤῥύτου Θείας Πηγῆς, ἐπεθύμησε νὰ ὑπάγῃ ἐκεῖ πιστεύων, πῶς θέλει τύχει καὶ αὐτὸς τῆς θεραπείας του· καὶ λοιπὸν ἐμβὰς εἰς πλοῖον, ἔπλεε πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἀλλ᾿ οὖν καθ᾿ ὁδὸν (ἴσως καὶ νὰ ἦτο Θεοῦ οἰκονομία, πρὸς πίστωσιν τῶν ἀπίστων) πολὺ ἐβάρυνε καὶ εἰς θάνατον ἤγγισε. Βλέπων δὲ ὁ πιστὸς καὶ καλὸς Χριστιανὸς πὼς θέλει ἀποθάνει, καὶ δὲν θέλει ἀξιωθῇ νὰ προσκυνήσῃ εἰς τὸν πάνσεπτον Ναὸν τῆς Θεοτόκου, οὔτε θέλει πίει ἐκ τοῦ ἁγιάσματος τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ἐπροσκάλεσε τοὺς συγγενεῖς του ὁμοῦ καὶ τὸν καραβοκύρην, καὶ τοὺς ὥρκισεν εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὴν Θεοτόκον, ἐὰν ἀποθάνη, νὰ μὴν τὸν ῥίψουν εἰς τὴν θάλασσαν, ἀλλὰ νὰ τὸν φυλάξουν, καὶ νὰ τὸν ὑπάγουν νεκρὸν εἰς τὴν Ζωηφόρον Πηγήν· καὶ τοὺς ἔλεγεν· Ἐπειδὴ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος διὰ τὰς πολλάς μου ἁμαρτίας νὰ πίω ζωντανὸς ἐκ τοῦ ἰαματικοῦ ἐκείνου ἁγιάσματος, οὔτε νὰ προσκυνήσω τὴν Κυρίαν μου Θεοτόκου εἰς τὸν χαριτωμένον Ναόν Της, κἂν ἂς ὑπάγω νεκρός· καὶ ἀφοῦ μὲ θάψητε ἐκεῖ πλησίον εἰς τὸν Ἅγιον Ναόν, νὰ λάβετε τρεῖς κάδους ἀπὸ τὸ ἁγίασμα ἐκεῖνο τὸ ζωήῤῥυτον, καὶ νὰ τὸ χύσητε ἐπάνω εἰς τὸ νεκρόν μου σῶμα, καὶ οὕτως νὰ μὲ ἐνταφιάσητε. Ὑπεσχέθησαν λοιπὸν οὕτω νὰ κάμουν· καὶ ἀφοῦ ἀπέθανε, τὸν ἐπῆγαν ἐκεῖ, καὶ θέλοντες νὰ τὸν θάψουν, ἐπῆραν κατὰ τὴν παραγγελίαν του τρεῖς κάδους ἀπὸ τὸ ἁγίασμα, καὶ περιχύσαντές τον, ἀνέστη (ὤ, θαύματος παραδόξου!) ὡς ἐξ ὕπνου ὁ ἤδη νεκρὸς τετραήμερος. Εἰς τὸ τοιοῦτον θεῖον θαῦμα ἐθαύμασαν ἅπαντες, ἐξέστησαν οἱ ναῦται, οἱ ἰδόντες αὐτὸν νεκρὸν τεσσάρων ἡμερῶν, καὶ εἰς δόξαν καὶ εὐχαριστίαν ἐτράπησαν. Ὁ δὲ νεκρέγερτος ἀποδίδοντας τὴν εὐχαριστίαν τῇ Θεομήτορι, διένειμε πτωχοῖς πάντα τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ καὶ κουρευθεὶς Μοναχός, ἔμεινεν ἐκεῖσε, ὑπηρετῶν εἰς τὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του. Ἐπιζήσας δὲ μετὰ τὴν ἀναβίωσίν του χρόνους εἴκοσιν, ἀνεπαύσατο ἐν Κυρίῳ, πολιτευθεὶς θεαρέστως καὶ κοσμήσας τὸν ἑαυτόν του μὲ παντοίας ἀρετάς.

Στέφανος δὲ ὁ Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης, ὁ υἱὸς Βασιλείου τοῦ Μακεδόνος, καὶ ἀδελφὸς Λέοντος τοῦ σοφοῦ, ἐκτικιάσας καὶ μὴ δυνάμενος εὑρεῖν θεραπείαν, διὰ τὸ ἀνίατον τοῦ πάθους, προσέδραμεν εἰς τὴν πάντων εὐεργέτιδα Δέσποιναν Θεοτόκον, καὶ ἀπελθὼν εἰς τὸν Ἅγιον Ναόν της, καὶ δεηθεὶς μετὰ πίστεως καὶ θερμῶν δακρύων, καὶ ἐκ τοῦ ἁγιάσματος πίνων, ἰατρεύθη. Ἀλλὰ καὶ ὁ τῶν Ἱεροσολύμων Πατριάρχης, Ἰωάννης καλούμενος, ἔκ τινος ἀσθενείας, τὴν ἀκοὴν ἀπολέσας, καθὼς μετὰ πίστεως ἔπιεν, καὶ τὰ αὐτία του ἐῤῥάντισε μὲ τὸ ἰαματικὸν ἐκεῖνο ἁγίασμα, εὐθὺς ἰατρεύθη. Ὁμοίως καὶ ὁ Πατρίκιος Ταράσιος, καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ Μαγίστρισσα, καθ᾿ ὑπερβολὴν φιλάργυροι ὄντες καὶ ἀνελεήμονες, καὶ διὰ τοῦτο, Θεοῦ παραχωρήσει, πεσόντες εἰς πυρετὸν ἄμετρον καὶ δεινόν, καὶ τῇ Ζωοδόχῳ Πηγῇ προσδραμόντες, καὶ τὴν δαιμονικὴν φιλαργυρίαν, καὶ τὴν τυραννικὴν ἀσπλαγχνίαν μὲ ὑπόσχεσιν ἀφέντες, καὶ ἐλεήμονες καὶ συμπαθεῖς γενόμενοι, καὶ ἐκ τοῦ θαυματουργοῦ ἁγιάσματος πιόντες ἐθεραπεύθησαν. Καί τινος ἄρχοντος υἱός, Στυλιανοῦ ὀνομαζομένου, περιπεσὼν εἰς τὸ δυσίατον πάθος τῆς δυσουρίας, καὶ ἐξ ἀνθρωπίνης βοήθείας, καὶ ἰατρῶν θεραπείας ἀπελπισθείς, προσέδραμε καὶ αὐτὸς εἰς τὴν ἑτοίμην καὶ ἄμισθον βοηθόν, καὶ εὐλαβῶς τε, καὶ μετὰ πίστεως ἐκ τοῦ ἁγιάσματος πιών, ἰατρεύθη.

Γυνὴ δέ τις, Σχίζαινα ὀνομαζομένη, δυσεντερίαν ἔχουσα, καὶ οὐδεμίαν θεραπείαν ἐξ ἀνθρώπου εὑροῦσα, προσέφυγε τῇ Θεοτόκῳ, καὶ ἐκ τοῦ ἁγιάσματος θερμῇ τῇ πίστει πιοῦσα, ἔλαβεν εὐθύς τὴν ὑγείαν της. Ὁ δὲ Βασιλεὺς Ῥωμανός, δεινῶς ἐμφραχθείς, καὶ μὴ ἔχων πλέον τί ποιῆσαι, προσέδραμεν εἰς τὴν Δέσποιναν πάσης τῆς κτίσεως, τὴν ἀληθινὴν ἰατρόν, καὶ ἐκ τοῦ ἁγιάσματος ἐκείνου τοῦ ὄντως ἰατρικοῦ πιών, εὐθέως ἠλευθερώθη τοῦ πάθους, τῶν πόρων ἀνοιχθέντων· καὶ ἄλλοτε πάλιν ὁ αὐτὸς κίνησιν ἔχων, καὶ ἐκ τοῦ αὐτοῦ ἁγιάσματος πιών, ἰατρεύθη. Ὁμοίως καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ τοῦ Βασιλέως Ῥωμανοῦ, ἐθεραπεύθη διὰ τῆς χάριτος τοῦ ἁγιάσματος, ἀπὸ τὸ πάθος τῆς δυσεντερίας. Ἀλλὰ καί τις Ἀρχόντισσα ὁποὺ εἶχε τὴν καταλαλιάν, καὶ τὰ ἀλλότρια ἐρευνοῦσε σφάλματα, τὰ δὲ ἰδικά της σφάλματα παραβλέπουσα, τῇ προνοίᾳ τῆς διψώσης τὴν σωτηρίαν τῶν ἁμαρτωλῶν Θεοτόκου, περιέπεσεν εἰς δεινὴν ἀσθένειαν· καὶ οὔτε ὑπὸ ἰατρῶν, οὔτε ἄλλοθεν ἠδύνατο νὰ εὕρῃ τινά παρηγορίαν τοῦ δεινοῦ πάθους της, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ χεῖρον ἤρχετο. Ὀδυνωμένη δέ ποτε, καὶ τὴν Κυρίαν Θεοτόκον παρακαλοῦσα, ἐχρηματίσθη, ὅτι ἐὰν ἀφήσῃ τὴν κατηγορίαν καὶ καταλαλιάν, καὶ ἀπελθοῦσα εἰς τὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου πίῃ ἐκ τοῦ ἁγιάσματος, θέλει ἰατρευθῇ. Καὶ λοιπὸν ἐξομολογηθεῖσα, καὶ ὑποσχεθεῖσα νὰ παύσῃ τὸ σατανικὸν ἐκεῖνο ἐλάττωμα, ἀπῆλθεν εἰς τὸν ἄχραντον Ναὸν τῆς Θεομήτορος, καὶ ἐκ τοῦ ἁγιάσματος μετὰ πίστεως πιοῦσα, ἰατρεύθη ἀπὸ τε τοῦ ψυχικοῦ καὶ σωματικοῦ νοσήματος. Ἀλλ᾿ ὡς εἴπομεν, ἐὰν κανεὶς ἤθελεν ἐπιχειρισθῇ νὰ ἀπαριθμήσῃ ἅπαντα τὰ τῆς Ζωηφόρου Πηγῆς παράδοξα θαύματα, καὶ τὰς μεγάλας τερατουργίας καὶ τὰς ἄλλας εὐεργεσίας της, δὲν ἤθελε τοῦ φθάσῃ ὅλη του ἡ ζωή, καὶ ἀνίσως ἤθελε γένῃ μακροβιώτερος καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν Μαθουσάλαν, ἀκόμη δὲν ἤθελε τὸ κατορθώσῃ· ἐπειδὴ καὶ ὑπερέχουν πάντα ἀριθμόν. Ὅθεν εἰς κατάληψιν τῆς ἀῤῥήτου πρὸς ἡμᾶς εὐσπλαγχνίας τῆς πολυελέου Παρθενομήτορος, ἤθελαν φανῇ καὶ τὰ εἰρημένα ἀρκετὰ εἰς τοὺς πιστοὺς καὶ εὐπειθεῖς. Ὅμως διὰ τοὺς πολλὰ περιέργους καὶ φιλακροάμονας νὰ εἰποῦμεν ἀκόμη μερικὰ ἐκ τῶν ἀῤῥήτων θαυμάτων τῆς χαριτοβρύτου Χρυσοπηγῆς, εἰς αἶνον καὶ δόξαν τῆς Θεοτόκου.

Λέγεται, καὶ παρὰ πολλῶν ἱστορικῶν γράφεται ὅτι, κατὰ τὸν καιρὸν ὁποὺ ἔμελλε νὰ πέσῃ ὁ Ναὸς ταύτης τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς ἀπὸ τὸν σεισμόν, ὡς εἴπομεν, ἔτυχε νὰ εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ ἀνθρώπους, ὅτε ἐφάνη ἐκεῖ ἡ πολυεύσπλαγχνος καὶ φιλανθρωποτάτη Δέσποινα καὶ Θεοτόκος Μαρία ὁποὺ ἐβάσταζε μὲ τὰ δύο της χέρια τὴν ὀροφὴν τῆς ἐκκλησίας, ἕως ὁποὺ εὐγῆκαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καὶ οὕτως ἄφησε τὸν Ναὸν καὶ ἔπεσε. Δείξασα μὲ τοῦτο, ὅτι καὶ ἐὰν ἐμίσει τὰ κακὰ καὶ τὰς φοβερὰς ἀτοπίας ὁποὺ ἐγίνοντο ἐκεῖ, καθὼς προείπαμεν, καὶ δὲν ἤθελε νὰ εἶναι ὁ ναός Της ἐργαστήριον κακίας, ὅμως εἶναι φιλάνθρωπος, καὶ διψᾷ τὴν μετάνοιαν τῶν ἁμαρτωλῶν, ὡς Μήτηρ τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ, τοῦ μὴ θέλοντος τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ τὴν ἐπιστροφὴν πάντων ἀναμένοντος. Διὰ τοῦτο λοιπὸν τὸν μὲν Ναὸν ἄφησε νὰ πέσῃ, τοὺς δὲ ἐν αὐτῷ ὄντας ἀνθρώπους ἠλευθέρωσε μὲ θαῦμα παράδοξον, δίδουσα αὐτοῖς αἰτίαν καὶ καιρὸν μετανοίας.

Καί τις δε Μοναχὸς Πέπυρις ὀνομαζόμενος μετὰ τοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ γαστρίμαργοι ὄντες, καὶ εἰς τὰ ἡδέα φαγητὰ δεδομένοι, καὶ μὴ πολιτευόμενοι ὡσὰν Μοναχοί, παραχωρήσει τοῦ τὰ πάντα πρὸς τὸ συμφέρον ἡμῶν οἰκονομοῦντος Θεοῦ, ἔπεσαν εἰς ἀσθένειαν χαλεπήν. Ὅθεν εἰς αἴσθησιν ἐλθόντες, προσέπεσον τῇ Παντανάσσῃ Θεοτόκω, καὶ ἤκουσαν ὅτι, ἐὰν ἐξομολογηθῶσι, καὶ σωφρονήσωσι τὴν ἀκόρεστόν τους γαστέρα, καὶ τὰ ἡδέα φαγητὰ ἀφήσαντες, ζῶσιν ὡσὰν Μοναχοὶ μὲ μόνον ψωμὶ καὶ νερό, ὄχι μόνον θέλουν ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ δεινὸν πάθος, ἀλλὰ θέλουν κληρονομήσει καὶ τὴν οὐράνιον Βασιλείαν· καὶ ἐὰν ταῦτα, ἔλεγεν ὑπόσχεσθε, καὶ τὴν ψυχικὴν καὶ σωματικὴν ὀρέγεσθε θεραπείαν, ὑπάγετε εἰς τὸν Ναόν Μου, καὶ πίετε ἐκ τοῦ ἁγιάσματος τῆς Πηγῆς μου, καὶ θέλετε θεραπευθῇ. Ταῦτα δὲ ἀκούσαντες ἀπῆλθον, καὶ ἔπιον ἐκ τοῦ ἰαματικοῦ ἁγιάσματος, καὶ παραδόξως θεραπευθέντες, ἐπέρασαν τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς των θεαρέστως πολιτευόμενοι, κατὰ τὴν τάξιν τῶν Μοναχῶν, καὶ τρεφόμενοι μόνον μὲ ἄρτον καὶ ὕδωρ.

Καὶ ἕτεροι δὲ δύο Μοναχοὶ Ματθαῖος καὶ Μελέτιος, ἀδελφοὶ κατὰ σάρκα, ἀφήσαντες ποτὲ τὴν ἀκολουθίαν τους, ἔπεσαν εἰς πειρασμὸν ἀσθενείας, καὶ γνωρίζοντες τὸ ἰδικόν των σφάλμα προσέπεσον εἰς τὸ ἔλεος τῆς Θεοτόκου· καὶ ὑποσχεθέντες πλέον νὰ μὴ ἀμελήσουν τὴν Ἀκολουθίαν τους, καὶ ἐκ τοῦ σεπτοῦ ἁγιάσματος πιόντες, ἐλευθερώθησαν ἀπὸ τὴν ἀσθένειὰν τους. Ὅθεν σωφρονισθένττες, ἔμαθον νὰ μὴ ἀφίνουν ποτὲ τὸν κανόνα τους. Οὕτω δε εἰς τὸ ἑξῆς φοβούμενοι τὴν τοῦ Θεοῦ παίδευσιν ἐπέρασαν θεαρέστως, εὐχαριστοῦντες τὴν θεραπεύσασαν αὐτοὺς Δέσποιναν Θεοτόκον, καὶ παρακαλοῦντες αὐτήν, νὰ τοὺς φυλάττῃ ἀπὸ παντὸς πειρασμοῦ. Οἵτινες ἐτελειώθησαν μὲ χρηστὰς ἐλπίδας.

Στέφανος δέ τις ὑποδιάκονος, ἔκαμε πόνον ὑποκάτω ἀπὸ τὴν μέσην του, εἰς τὸ ὀστοῦν τὸ ὀνομαζόμενον ἰσχίον, δεινὸν καὶ ἀνίατον· καὶ ὀδυνώμενος, προσέδραμεν εἰς τὴν ἕτοιμον βοήθειαν, καὶ πιὼν ἐκ τοῦ ἁγιάσματος τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς μὲ πίστιν ἀῤῥαγῆ καὶ τὸν πόνον ῥαντίσας, εὐθὺς ἰατρεύθη.

Καὶ στρατιωτικός τις ἐκ τῆς τάξεως τῶν Βαράγγων, Ἰωάννης ὀνομαζόμενος, ἔχων ὑδρώπικα, καὶ ἤδη τῷ θανάτω ἐγγίσας, προσέδραμεν εἰς τὸ ἔλεος τῆς πανευσπλάγχνου Θεομήτορος, καὶ μετὰ δακρύων δεηθείς, καὶ μετὰ πίστεως πιὼν ἀπὸ τοῦ ἁγιάσματος, παραδόξως ἐθεραπεύθη, καὶ ὑγιὴς ἐπανέκαμψεν εἰς τὰ ἴδια, κηρύττων τὸ πρὸς αὐτὸν ἔλεος τῆς Θεοτόκου.

Ἀλλὰ καὶ ἄλλος τις καρκῖνον ἔχων καὶ ἕτερος γάγγραιναν, καὶ ἄλλας πληγὰς εἰς ὅλον τὸ σῶμα ἀνιάτους, καὶ ἕτερος λωβιαμένος καὶ μύριοι ἄλλοι ἔχοντες διαφόρους ἀσθενείας κατὰ καιροὺς ἐθεραπεύθησαν, τῇ διὰ τοῦ ἁγιάσματος χάριτι τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου· καὶ ὄχι τότε μόνον, ἀλλὰ καὶ μέχρι τῆς σήμερον βλέπομεν σημεῖα πάμπολλα γινόμενα εἰς τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν θείαν ἐνέργειαν τοῦ σεπτοῦ ἁγιάσματος· δαιμόνια δηλαδὴ καθ᾿ ἑκάστην ἀπὸ ἀνθρώπους διωκόμενα, πυρετοὺς λαύρους θεραπευομένους, καὶ πᾶσαν ἄλλην ἄῤῥωστίαν ψυχικὴν καὶ σωματικὴν διὰ τῆς πίστεως καὶ τῆς μετανοίας τελείως ἐξαφανιζόμενα.

Γνωρίζω καλῶς, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, πὼς φαίνομαι εἰς πολλοὺς βαρετὸς διὰ τὴν πολυλογίαν, οἵτινες ἴσως μὲ μέμφονται, διατὶ ὑπεσχέθηκα νὰ εἰπῷ ὀλίγα, καὶ τώρα φαίνομαι νὰ ὑπερέβηκα τοὺς ὅρους. Ὅθεν παρακαλῶ νὰ ἔχω συγγνώμην, ὅτι οὔτε ἀπὸ τὴν ὑπόσχεσίν μου εὐγῆκα, οὔτε ὑπὲρ τὸ μέτρον ἐλάλησα, ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἐλλιπῶς εἴς τε τὴν σύγκρισιν ὅλης τῆς πραγματείας τῶν ὅλων θαυμάτων, καὶ εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν τοῦ πρὸς τὴν Κυρίαν μου καὶ Δέσποιναν Θεοτόκον πόθου. Ὅθεν καὶ εἰς τὴν μικρὰν ταύτην, καὶ παντελῶς ἐλλιπῇ διήγησιν, προσθέτω ἓν ἐκ τῶν νεωστὶ γενομένων θαυμάτων.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης κυρ – Νεόφυτος, ὁ ἐκ τῆς νήσου Πάρου, εἶχε τὸ πάθος τὸ καλούμενον φύστουλα· διὰ τὸ ὁποῖον ἔπαθε ὑπὸ τῶν ἰατρῶν πολλὰ δεινὰ καὶ ἀλγεινά, κατατεμνόμενος καὶ δριμέα βαστάζων βότανα. Τέλος ἀπελπίσθη, καὶ εἰς θάνατον παρ᾿ αὐτῶν ἀπεφασίσθη. Εἰς τοιαύτην λοιπὸν κατάστασιν εὑρισκόμενος, ἔγνω προσδραμεῖν εἰς τὸ ἔλεος τῆς Θεοτόκου· καὶ δὴ προσπεσὼν αὐτῇ ἔκλαιεν, ἐδέετο, ἐπαρακάλει, τὴν ἄμαχον ἐζήτει βοήθειαν μὲ θλίψιν, καὶ ὀδύνην ψυχῆς· καὶ μὲ βίαν μεγάλην ἐκίνησε, καὶ χειραγωγούμενός τε καὶ βασταζόμενος, ἐπῆγεν εἰς τὸν πάντιμον καὶ πανσέβαστον Ναὸν τῆς Θεοτόκου· καὶ πίπτοντας εἰς τὴν ἄχραντον Εἰκόνα Της, μὲ τὴν ὁμοίαν θλίψιν ἐδέετο τὴν Ἀειπάρθενον Θεογεννήτριαν, τὴν προστασίαν πάντων τῶν θλιβομένων, μὲ ἄμετρα δάκρυα. Εἶτα λαβὼν μετὰ πίστεως ἐκ τοῦ ἁγιάσματος, πιών τε καὶ τὸ πάθος περιῤῥαντίσας, εὐθὺς (ὤ, τῶν ἀῤῥήτων καὶ ὑπερφυῶν σου θαυμάτων Πανάμωμε Δέσποινα!) καὶ οὔτε κἂν σημεῖον ἔμεινε τοῦ χαλεποῦ ἐκείνου πάθους. Καὶ λοιπὸν εὐχαριστήσας τὴν ἄμαχον ἕτοιμόν τε, καὶ ταχυτάτην ἀντίληψιν καὶ βοήθειαν, ἔστρεψεν εἰς τὰ ἴδια, ἔκτοτε κῆρυξ διαπρύσιος γενόμενος τοῖς πᾶσιν ἐκείνου τοῦ μεγάλου θαύματος. Ἀλλὰ καὶ μέχρι τῆς σήμερον ἀποδίδων τῇ Εὐεργέτιδι τὴν εὐχαριστίαν, καὶ τῆς χάριτος τὸ μέγεθος εἰς νοῦν ἔχων, ἐπὶ τῷ Ἁγίῳ ὀνόματι τῆς Παναχράντου Ζωοδόχου Πηγῆς, οὐ μόνον Εἰκόνας ἱστορεῖ, ἀλλὰ καὶ Ναοὺς ἐγείρει εἰς δόξαν καὶ τιμὴν τῆς Ὑπερενδόξου Θεοτόκου καὶ κατ᾿ ἔτος ἄγει ἑορτήν, ἐλεῶν καὶ φιλοδωρῶν μὲ πλουσιόδωρον χέρι πολλοὺς ἐνδεεῖς καὶ πένητας.

Καὶ ταῦτα μὲν περὶ τῶν θαυμάτων τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Εἰ δὲ τις δοκεῖ ἀκόρεστος εἶναι καὶ ζητεῖ πλείονα μαθεῖν, ἂς πλησιάσῃ εἰς τὴν ἄχραντον Εἰκόνα τῆς Πανάγνου, καὶ ἂς βλέψῃ στοχαστικῶς, καὶ ἐκεῖ θέλει ἰδεῖ ἄπειρα θαύματα, διαφόρους ἀνθρώπους ἐκ πολλῶν καὶ μεγάλων παθῶν θεραπευομένους. Βασιλεῖς λέγω, Βασιλίσσας, Ἱερεῖς, Ἀρχιερεῖς, Μοναχούς, Ἄρχοντας, Ἀρχόντισσας, καὶ ἐκ παντὸς γένους καὶ ἀξιώματος ἀνθρώπους, δαίμονας ἐκβαλλομένους, τυφλοὺς ἀναβλέποντας, χωλοὺς περιπατοῦντας, ἀῤῥώστους ὑγιαίνοντας, καὶ πᾶν πάθος χαλεπὸν καὶ ἀνίατον διωκόμενον, καὶ φυγαδευόμενον ὑπὸ τῆς χάριτος τῆς Θεοτόκου· καὶ οὕτως ἂς κορέσῃ τὴν ἐπιθυμίαν του, καὶ ἂς παύσῃ νὰ ζητῇ πλείονα πρὸς πίστωσιν.

Οὔτε νὰ λέγῃ τὰ τοιαῦτα ζωγράφων ἔργα ὅτι εἶναι ψευδῆ· ἐπειδὴ καὶ ἐκεῖνα ὁποὺ παρεδόθησαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν δὲν εἶναι ψευδῆ καὶ ἀνύπαρκτα, οὔτε ἐφευρέματα ἀνθρώπων ἀνοήτων, οὔτε μῦθοι Ἑλληνικοί, ἀλλὰ ὅλα ἅγια, ὅλα θεῖα, ὅλα ἀληθινὰ καὶ θεοπαράδοτα, ἀποφασισμένα παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων συνοδικῶς διὰ τῆς χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος, χωρίς τινος δόλου καὶ προσθήκης, ἀλλὰ μάλιστα καὶ ἐλλιπῶς πολλά, διὰ τὴν ἀσθένειαν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καὶ διὰ τὸ ἀπερίγραπτον τῶν θείων ἐνεργειῶν. Ὅθεν καὶ οἱ ζωγράφοι φανερώνουσι διὰ τῶν ζωγραφικῶν πινάκων ἐν ταῖς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας, ὅσα οἱ πνευματικοὶ καὶ ἐκκλησιαστικοὶ ἱστορικοὶ λογογράφοι κηρύττουσι διὰ λόγου καὶ χάρτου καὶ μέλανος. Ἐκεῖ δὲ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἱστορικοὶ γράφουσι ὅσα ἀληθῶς ἔγιναν· καὶ διὰ νὰ εἰπῷ καλλίτερα, μέρος τῶν ἐκ θείας δυνάμεως ἀληθῶς τελουμένων, καὶ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ παραδεχθέντων. Διὰ τοῦτο πιστεύων καθεὶς εἰς τὰς Ἁγίας Παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, ἂς πιστεύῃ τὰ πνευματικῶς ἱστορούμενα, ἂς δέχεται τὰ πατροπαραδότως ζωγραφούμενα, προσκυνῶν διὰ τῶν ἀχράντων Εἰκόνων τὸν ἐν αὐταῖς εἰκονιζόμενον Θεάνθρωπον Ἰησοῦ Χριστόν, τὴν Ἀπείρανδρον καὶ Ἀειπάρθενον Μητέρα του καὶ Δέσποιναν ἡμῶν, καὶ πάντας τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους, καὶ τοὺς Δικαίους, καὶ ἂς μὴ φαίνεται ἄπιστος εἰς τὰ παρὰ τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ διὰ τῆς Ἁγνῆς Θεομήτορος, καὶ Πάντων τῶν Ἁγίων τελούμενα παράδοξα θαύματα, καὶ ὑπὸ τῶν εὐσεβῶν ζωγράφων ζωγραφιζόμενα, διὰ νὰ μὴ ὑστερηθῇ καὶ τῆς μελλούσης δόξης τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος Ἁγίων. Διὰ πρεσβειῶν τῆς Κυρίας μου Θεοτόκου τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Ἀμήν.

Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/agiologion/zwodoxos_phgh.htm

Μόρφου Νεόφυτος: Ἡ μετάνοια ὁδηγεῖ στὴ βίβλο τῆς αἰώνιας Ζωῆς… (28.3.2025)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὴν Ἀκολουθία τῆς Δ΄ Στάσης τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὸ χωριὸ Κακοπετριὰ τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (28/3/2025).

Ψάλλει ὁ ἄρχων πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου. Τὴ Δ΄ Στάση τῶν Χαιρετισμῶν ἀπαγγέλει ὁ Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος.

Μᾶρκος, ὁ πανεύφημος ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς (25 Ἀπριλίου)

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ὁ ἅγιος ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος , ὁ ὁποῖος στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων ἀναφέρεται μὲ τὸ διπλὸ ὄνομα Ἰωάννης ὁ ἐπικαλούμενος Μᾶρκος , γεννήθηκε κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ πρώτου μ.Χ. αἰώνα καὶ ζοῦσε στὰ Ἱεροσόλυμα κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ μητέρα του, ποὺ ἀναφέρεται ἐπίσης στὶς Πράξεις , ὀνομαζόταν Μαρία καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο.

Ἡ Μαρία, ποὺ ὑπῆρξε ἐπίσης σύγχρονη τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου καὶ διέμενε τότε στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ τὴν οἰκογένειά της, βλέποντας τὰ πολλὰ καὶ ἐξαίσια θαύματα τοῦ Χριστοῦ, πίστευσε σ᾽ αὐτὸν μαζὶ μὲ τοὺς συγγενεῖς της, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν καὶ ὁ ἀπόστολος Βαρνάβας. Ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ἡ Μαρία θεωρεῖται, ἄλλοτε μὲν ὡς θεία τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα, ἄλλοτε δὲ ὡς νύμφη του, ὡς σύζυγος δηλαδὴ τοῦ ἀδελφοῦ του ἀποστόλου Ἀριστοβούλου, μὲ τὸν ὁποῖο καὶ γέννησε τὸν Ἰωάννη Μᾶρκο. Περαιτέρω, σύμφωνα μὲ ἐπίσης βυζαντινὴ παράδοση, ποὺ ἀποθησαυρίζεται στὸ περίφημο Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως (10ος αἰ.) καὶ τὸ Μηνολόγιον τοῦ Αὐτοκράτορος Βασιλείου Β´ (πρῶτο τέταρτο 11ου αἰ.), ὁ ἀπόστολος Πέτρος νυμφεύθηκε τὴ θυγατέρα τοῦ ὡς ἄνω Ἀριστοβούλου (καὶ ἄρα πιθανώτατα καὶ τῆς Μαρίας αὐτῆς). Ἂν ἔτσι ἔχει ἡ ἀλήθεια, τότε ἡ Μαρία ἦταν ἡ πενθερὰ τοῦ Πέτρου, τὴν ὁποία θεράπευσε ἀπὸ τὸν πυρετὸ ὁ Χριστός. Ἑπομένως, σύμφωνα μὲ τὶς παραδόσεις αὐτές, ἡ ἑρμηνεία τῆς συγγένειας τοῦ Μάρκου μὲ τὸν Βαρνάβα, τοῦ ὁποίου χαρακτηρίζεται ὡς ἀνεψιὸς (Κολ. 4, 10), εἶναι διπλή: Εἴτε ἦταν ἐξάδελφός του, εἴτε ἀδελφότεκνός του.

Εὐαγγελιστῆς Μάρκος. Μινιατούρα σὲ χειρόγραφο τοῦ 11ου αἰῶνα στὴν Ἱερὰ Μονὴ ἁγίας Αἰκατερίνης στὸ Σινά

Ἀπὸ τὴ σχετικὴ διήγηση τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων (κεφ. 12), ὅπου καὶ ἡ μόνη σαφὴς ἀναφορὰ τῆς Καινῆς Διαθήκης στὸ πρόσωπο τῆς ἐν λόγῳ Μαρίας, καθὼς καὶ ἀπὸ ἄλλες ἀναφορές, σχετικὲς πρὸς τὸν υἱό της Μᾶρκο, καθίσταται ἐμφανὲς ὅτι ὁ ἀπόστολος Πέτρος εἶχε πράγματι οἰκογενειακὲς σχέσεις πρὸς τὸ περιβάλλον τοῦ Μάρκου, ἡ δὲ οἰκία τῆς μητέρας του Μαρίας ἦταν πολὺ γνώριμη καὶ προσφιλὴς σ᾽ αὐτόν. Στὴν οἰκία αὐτή, ποὺ βρίσκεται στὴν περιοχὴ Σιών, κατὰ τὴν ἀρχαία ἐπίσης παράδοση ἀλλὰ καὶ τὴ σύγχρονη ἔρευνα, σύχναζε καὶ ὁ Χριστός. Ἐκεῖ μάλιστα τέλεσε ὁ Κύριος τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο μὲ τοὺς μαθητές Του, ἐκεῖ ἀκόμη ἔγινε καὶ ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς ἀποστόλους καὶ μαθητές του κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἡ εὐλογημένη ποικιλότροπα αὐτὴ οἰκία κατέστη ἡ πρώτη «κατ᾽ οἶκον ἐκκλησία» στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου συγκεντρωνόταν ἡ πολυπληθὴς πρωτοχριστιανικὴ κοινότητα γιὰ προσευχὴ καὶ λατρεία τοῦ Θεοῦ.

Ἀρχαιότατη, βαρυσήμαντη καὶ τεκμηριωμένη μαρτυρία γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς ἁγίας αὐτῆς Μαρίας, ποὺ ἀποτυπώνει τὰ πιὸ πάνω, περιλαμβάνεται στὸ ἰδιαίτερης ἱστορικῆς καὶ ἁγιολογικῆς σπουδαιότητας ἔργο τοῦ Κυπρίου «Ἀλεξάνδρου μοναχοῦ ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγιον Βαρνάβαν τὸν ἀπόστολον, προτραπέντος ὑπὸ τοῦ πρεσβυτέρου καὶ κλειδούχου τοῦ σεβασμίου αὐτοῦ ναοῦ, ἐν ᾧ ἱστορεῖται καὶ ὁ τρόπος τῆς ἀποκαλύψεως τῶν ἁγίων αὐτοῦ λειψάνων», ποὺ χρονολογεῖται ἀπὸ τὸν πρόσφατο ἐκδότη του, Peter van Deun, στὰ μέσα τοῦ ἕκτου αἰώνα . Στὸ ἔργο του τοῦτο ὁ λογιώτατος Ἀλέξανδρος ἀρύεται μὲ δαψίλεια, τόσο ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ὅσο καὶ ἀπὸ προγενέστερους Βίους ἁγίων, ἐκκλησιαστικοὺς ἱστορικοὺς καὶ συγγραφεῖς, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴ ζῶσα προφορικὴ τοπικὴ παράδοση τῆς ἐποχῆς του.

Ἡ Ἁγία Μαρία μὲ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μάρκο καὶ τὸν Ἀπόστολο Βαρνάβα. Ἱερὰ Μητρόπολις Μόρφου.

Ἡ ἀναφορὰ τοῦ μοναχοῦ Ἀλεξάνδρου στὰ πρόσωπα τῆς Μαρίας καὶ τοῦ υἱοῦ της Μάρκου εἶναι στὴ συνάφεια τῆς προσέλευσης τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, μετὰ ποὺ εἶδε πολλὰ ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου. Ὁ Βαρνάβας ὅμως δὲν κράτησε τὸν πολύτιμο μαργαρίτη ποὺ βρῆκε μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλ᾽ ἀμέσως ἔσπευσε νὰ τὸν μοιραστεῖ ἀρχικὰ μὲ τοὺς συγγενεῖς του. Ὁ Ἀλέξανδρος μᾶς περιγράφει τὸ γεγονὸς τῆς συνάντησης τῆς Μαρίας μὲ τὸν Κύριο καὶ τῆς ἔνταξής της στὸν κύκλο τῶν πρώτων μαθητῶν Του στὰ Ἱεροσόλυμα ὡς ἑξῆς (παραθέτουμε αὐτούσιο τὸ κείμενο γιὰ τὴν ἐνάργεια τῆς περιγραφῆς, τὴ σπουδαιότητα καὶ πρωιμότητα τῆς μαρτυρίας):

«Ταῦτα (τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ) θεασάμενος ὁ μακάριος (Βαρνάβας) ἐξεπλήσσετο, καὶ εὐθέως προσελθών, ἔπεσε παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ (τοῦ Κυρίου) καὶ ἐδέετο εὐλογηθῆναι παρ᾽ αὐτοῦ. Ὁ δὲ τὰς καρδίας ἐμβατεύων Χριστός, ἀποδεξάμενος αὐτοῦ τὴν πίστιν, εὐμενῶς αὐτὸν ὑπεδέξατο καὶ τῆς θείας αὐτοῦ συντυχίας μετέδωκεν· ὁ δὲ πλέον ἐξεκαίετο εἰς τὴν τοῦ Κυρίου ἀγάπην. Καταλαβὼν δὲ τὸ τάχος τὴν οἰκίαν Μαρίας, τῆς μητρὸς Ἰωάννου τοῦ ἐπικαλουμένου Μάρκου, ἥτις ἐλέγετο εἶναι αὐτοῦ θεία – διὸ καὶ Μᾶρκον τὸν ἀνεψιὸν Βαρνάβα ἐκάλουν αὐτόν – εἶπε πρὸς αὐτήν· “Δεῦρο, λέγων, ὦ γύναι, ἴδε ἅπερ ἐπεθύμουν ἰδεῖν οἱ πατέρες ἡμῶν· ἰδοὺ γὰρ Ἰησοῦς τις προφήτης ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας ἐστὶν ἐν τῷ ἱερῷ, μεγαλοπρεπῶς θαυματουργῶν, καὶ ὡς τοῖς πολλοῖς δοκεῖ, αὐτὸς ἐστὶ Μεσσίας ὁ μέλλων ἔρχεσθαι”. Ἀκούσασα δὲ ταῦτα ἡ θαυμασία γυνὴ καὶ καταλιποῦσα τὰ ἐν χερσί, κατέλαβε τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἰδοῦσα τὸν Κύριον καὶ Δεσπότην τοῦ ναοῦ, ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ, δεομένη καὶ λέγουσα· ‘‘Κύριε, εἰ εὗρον χάριν ἐναντίον σου, δεῦρο εἰς τὸν οἶκον τῆς δούλης σου καὶ εὐλόγησον τῇ εἰσόδῳ σου τὰ οἰκετικά σου.” Ὁ δὲ Κύριος ἐπένευσε τῇ παρακλήσει· ὃν παραγενόμενον ὑπεδέξατο χαίρουσα εἰς τὸ ὑπερῶον αὐτῆς. Ἀπ᾽ ἐκείνης οὖν τῆς ἡμέρας, ἡνίκα ἤρχετο ὁ Κύριος εἰς Ἱεροσόλυμα, ἐκεῖ ἀνεπαύετο μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἐκεῖ ἐποίησε τὸ Πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἐκεῖ ἐμυσταγώγησε τοὺς μαθητὰς διὰ τῆς μεταλήψεως τῶν ἀπορρήτων μυστηρίων. Λόγος γὰρ ἦλθεν εἰς ἡμᾶς ἀπὸ γερόντων ὅτι ὁ τὸ κεράμιον βαστάζων τοῦ ὕδατος, ᾧ κατακολουθῆσαι προσέταξεν ὁ Κύριος τοῖς μαθηταῖς, Μᾶρκος ἦν, ὁ υἱὸς ταύτης τῆς μακαρίας Μαρίας· ὁ δὲ Κύριος “πρὸς τὸν δεῖνα” εἶπεν οἰκονομικῶς, ὡς φασὶν οἱ πατέρες, ἑρμηνεύοντες τοῦτο τὸ χωρίον, διδάσκων ἡμᾶς διὰ τοῦ αἰνίγματος ὅτι παντὶ τῷ εὐτρεπίζοντι ἑαυτόν, παρ᾽ αὐτῷ ὁ Κύριος αὐλίζεται. Ἐν αὐτῷ τοίνυν τῷ ὑπερώῳ ἐποίησεν ὁ Κύριος τὸ Πάσχα· ἐν αὐτῷ ἐφάνη τοῖς περὶ τὸν Θωμᾶν, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν· ἐκεῖ μετὰ τὴν ἀνάληψιν ἀνῆλθον οἱ μαθηταί, ἐλθόντες ἀπὸ τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν μετὰ τῶν λοιπῶν ἀδελφῶν, ὄντως τὸν ἀριθμὸν ὡς ἑκατὸν εἴκοσι, ἐν οἷς ἦν Βαρνάβας καὶ Μᾶρκος· ἐκεῖ κατέβη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐν πυρίναις γλώσσαις ἐπὶ τοὺς μαθητὰς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Πεντηκοστῆς· ἐκεῖ ἵδρυται νῦν ἡ μεγάλη καὶ ἁγιωτάτη Σιών, ἡ μήτηρ πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν.»

Ἔτσι ἡ μητέρα τοῦ Μάρκου Μαρία ἀναδείχθηκε μία ἀπὸ τὶς λίγες ἐκεῖνες γυναῖκες τῆς ἀρχέγονης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητά της στὴ διακονία τοῦ Κυρίου καὶ τῶν πρώτων μαθητῶν του, τῆς ὁποίας, ὡς παράδειγμα ἀρετῆς, μᾶς διέσωσε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ τὸ ὄνομα καὶ κάποια ἀπὸ τὰ ἐνάρετα ἔργα της. Κατὰ μία μαρτυρία, σωζόμενη σὲ Δυτικὰ Μαρτυρολόγια, ἡ Μαρία ἦλθε καὶ ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ στὴν Κύπρο. Ἡ μνήμη της τελεῖται στὶς 30 Ἰουνίου. Γιὰ τὴν κυπριακή της καταγωγή, ἐντάσσεται στὴ χορεία τῶν Κυπρίων ἁγίων καὶ ἀπὸ Κυπρίους χρονογράφους.

Ἀπὸ μία τέτοια λοιπὸν ἁγία ρίζα ἀνεβλάστησε ὁ ἱερὸς Μᾶρκος, ποὺ κατέστη ἕνας ἀπὸ τὴ χορεία τῶν ἑβδομήκοντα μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Κατὰ τὴν πρώτη ἀποστολικὴ περιοδεία τῶν Παύλου καὶ Βαρνάβα (περὶ τὰ ἔτη 45/46 μ.Χ.), ὁ Ἰωάννης Μᾶρκος τοὺς ἀκολούθησε ὡς «ὑπηρέτης» (Πράξ. 13, 5), ἀλλὰ μόνο στὸν εὐαγγελισμὸ τῆς Κύπρου, γιὰ νὰ τοὺς ἐγκαταλείψει κατόπιν, γιὰ ἄγνωστο λόγο, στὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ νὰ ἐπιστρέψει στὰ Ἱεροσόλυμα.

Εὐαγγελιστῆς Μάρκος. Μινιατούρα σὲ Εὐαγγέλιο τοῦ 10ου αἰῶνα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων (Ἅγιο Ὄρος)

Ἀργότερα, ἐνῶ ὁ Παῦλος μὲ τὸν Βαρνάβα ὀργάνωναν τὴ δεύτερη περιοδεία τους, συνέβη ὁ γνωστὸς «παροξυσμὸς» μεταξύ τους γιὰ τὸ θέμα τοῦ Ἰωάννη Μάρκου, τὸν ὁποῖο, ὁ μὲν Βαρνάβας ἤθελε νὰ συμπαραλάβουν καὶ πάλιν, ὁ δὲ Παῦλος ἀρνεῖτο ἔντονα. Χώρισαν ἔτσι τελικὰ οἱ δρόμοι τους καὶ ὁ Βαρνάβας μὲ τὸν Μᾶρκο μεταβαίνουν γιὰ δεύτερη φορὰ στὴν Κύπρο  μέσῳ Ἀνεμουρίου, περὶ τὸ 49 μ.Χ. . Οἱ δύο ἀποστόλοι καταπλέουν στὸν Κρομμυακίτη (σημ. Κορμακίτη), ὁδηγοῦν τοὺς ἐκεῖ ὑπηρέτες τοῦ εἰδωλείου Ἀρίστωνα καὶ Τίμωνα στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, καὶ περιέρχονται ἐφεξῆς ὅλο τὸ νησί, εὐαγγελιζόμενοι τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μέχρι ποὺ φθάνουν στὴ Σαλαμίνα. Ἐκεῖ ὁ Βαρνάβας, περὶ τὸ ἔτος 53 μ.Χ. , βρίσκει μαρτυρικὸ τέλος ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους , ποὺ εἶχαν ἔλθει ἀπὸ τὴ Συρία, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ τὸν βασάνισαν, τὸν λιθοβόλησαν καὶ ἔριξαν στὴ φωτιὰ τὸ ἅγιο λείψανό του. Αὐτὸ ὅμως παρέμεινε ἀβλαβὲς  καί, ὅπως προφητικὰ εἶχε προείπει ὁ Βαρνάβας, τὸ ἔλαβε κρυφὰ τὴ νύκτα ὁ Μᾶρκος μὲ δύο μαθητές του, τοὺς Τίμωνα καὶ Ρόδωνα , καὶ τὸ ἐνταφίασε σὲ πλησιόχωρο σπήλαιο, ἐναποθέτοντας στὸ στῆθος του τὸ κατὰ Ματθαῖον ἰδιόχειρο τοῦ Βαρνάβα Εὐαγγέλιο.

Κυνηγημένοι κατόπιν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ὁ Μᾶρκος μὲ τοὺς μαθητές του Τίμωνα καὶ Ρόδωνα, φθάνουν μέσῳ Λεδρῶν (Λευκωσίας) στὴν κώμη τοῦ Λιμνήτη, κοντὰ στοὺς Σόλους, ὅπου συναντοῦν τὸν νεοαφιγμένο ἀπὸ τὴ Ρώμη Αὐξίβιο. Ὁ Μᾶρκος, ἐπειδὴ διεγνώρισε τὴν ἀρετὴ καὶ τὸν ἔνθεο πόθο τοῦ Αὐξιβίου, τὸν κατήχησε, τὸν βάπτισε καὶ τὸν χειροτόνησε ὡς πρῶτο ἐπίσκοπο τῶν Σόλων, καὶ ἀναχώρησε στὴ συνέχεια μὲ τὴ συνοδία του γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια .

Ἀργότερα ὁ Μᾶρκος συναντήθηκε μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο στὴν Ἔφεσο, μὲ τὸν ὁποῖο ὄχι μόνο συμφιλιώθηκε, ἀλλὰ καὶ συνεργάστηκε μαζί του γιὰ ἕνα διάστημα.  Ὅταν πληροφορήθηκε τότε ὁ Παῦλος τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ φίλου του Βαρνάβα καὶ ὅτι στὸ νησὶ δὲν βρισκόταν ἄλλος ἀπόστολος νὰ κηρύσσει τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἔστειλε κάποιους μαθητές του στὴν Κύπρο μαζὶ μὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Ταμασσοῦ, ἅγιο Ἡρακλείδιο, ποὺ ἐκτελοῦσε τότε χρέη ἀρχιεπισκόπου τῆς νήσου, ἐντελλόμενος ποιό ἀπὸ τοὺς μαθητές του καὶ ποῦ νὰ καταστήσει τὸν καθένα ἐπίσκοπο. Τέλος, τοῦ ἔγραφε νὰ μεταβεῖ στοὺς Σόλους, πρὸς συνάντηση τοῦ Αὐξιβίου, τονίζοντάς του ὅτι ἦταν ἤδη χειροτονημένος ἀπὸ τὸν Μᾶρκο ἐπίσκοπος, γιὰ νὰ τὸν παροτρύνει στὸ ἔργο εὐαγγελισμοῦ τοῦ ποιμνίου του καὶ νὰ τοῦ ἑρμηνεύσει πρακτικὰ τελετουργικὰ θέματα. Κατὰ τὸν Βίο τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου, μετέβη στοὺς Σόλους ὁ Ἡρακλείδιος, ὅπου ἐξετέλεσε τὶς ἐντολὲς τοῦ Παύλου, καθοδηγώντας περαιτέρω τὸν Αὐξίβιο πῶς νὰ ἀνεγείρει ἕνα πρῶτο ἐκεῖ ναὸ γιὰ τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες ὅσων θὰ πίστευαν στὸν Κύριο. Πράγματι ὁ Αὐξίβιος, ἀκολουθώντας τὶς ὁδηγίες τοῦ ἁγίου Ἡρακλειδίου, ἀνήγειρε μία πρώτη χριστιανικὴ ἐκκλησία στοὺς Σόλους καὶ ἐπιδόθηκε στὸν εὐαγγελισμὸ τῶν κατοίκων.

Λέων: σύμβολο τοῦ Εὐαγγελιστῆ Μάρκου. Ἱερὰ Μητρόπολις Μόρφου (17ος αἰ.)

Ὁ Μᾶρκος ἀκολούθησε στὴ συνέχεια τὸν ἀπόστολο Πέτρο -ποὺ τὸν ὀνομάζει καὶ (πνευματικὸ) υἱό του (Α´ Πέτρ. 5, 13)-, καὶ ταξίδεψαν μαζὶ μέχρι τὴ Ρώμη. Ἐκεῖ ὁ Μᾶρκος συνέγραψε τὸ κατ᾽ αὐτὸν Εὐαγγέλιο, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Πέτρου, ὁ ὁποῖος καὶ τὸ ἐπικύρωσε. Κατόπιν, ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος ἀπέστειλε τὸν Μᾶρκο στὴ μεγαλούπολη Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, ὡς ἐπίσκοπό της. Ἐκεῖ ὁ Μᾶρκος κατέβαλε μεγάλους ἀγῶνες γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν ἀνθρώπων, ὄχι μόνο στὴν πρωτεύουσα τῆς Αἰγύπτου ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες περιοχὲς τῆς βορείου Ἀφρικῆς. Θεμελίωσε ἔτσι τὴν πρώτη Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας, τὴν ὁποία καὶ ἄρδευσε καὶ καθαγίασε μὲ τὸ τίμιο αἷμα του, καθότι συνελήφθη τελικὰ ἀπὸ τοὺς ἀμετανόητους εἰδωλολάτρες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους βρῆκε μαρτυρικὸ τέλος. Τάφηκε τότε ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς στὴν τοποθεσία τοῦ Βουκόλου. Ἀργότερα οἰκοδομήθηκε ἐπάνω στὸν τάφο του ναός, ποὺ ἀνεδείχθη σὲ σπουδαῖο προσκύνημα στὴν Ἀλεξάνδρεια. Κατὰ τὸν 14ο αἰώνα τὰ τίμια λείψανα τοῦ Μάρκου μεταφέρθηκαν στὴ Βενετία, ὅπου κατατέθηκαν στὴν περίφημη βασιλικὴ ποὺ ἀφιερώθηκε στὸ ὄνομά του.

Ἀναφορικὰ μὲ τὴν τιμὴ τοῦ ἀποστόλου Μάρκου στὴν Κύπρο, διασώζεται τοπωνύμιο Μᾶρκος στὴν Πεντάγεια, σὲ περιοχὴ δίπλα ἀπὸ τὴ θάλασσα (ὅπου ὁ βυζαντινὸς ναὸς τῶν Ἁγίων Σεργίου καὶ Βάκχου, δίπλα ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο μετόχιο τῆς μονῆς Κύκκου), τὸ ὁποῖο συμπεριλάβαμε στὸν Χάρτη τῆς Μητροπολιτικῆς Περιφέρειας Μόρφου. Ἀκόμη, ὑπάρχει παράδοση ὅτι στὸ χωριὸ Λουτρός, ποὺ βρίσκεται στὸν δρόμο πρὸς τὸν Λιμνήτη, ὑπῆρχε ναΐσκος τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου, ποὺ καταστράφηκε. Περαιτέρω, στὴν παραλία τοῦ Λιμνήτη, κάτω ἀπὸ μιὰ τεράστια κληματαριὰ καὶ σὲ ἀπόσταση ἀναπνοῆς ἀπὸ τὴ θάλασσα, οἱ Τουρκοκύπριοι κάτοικοι τοῦ Λιμνήτη ὑποδεικνύουν ἁγίασμα γλυκοῦ νεροῦ, ποὺ τὸ κατονομάζουν, «τὸ ἁγίασμα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων».

Νεόδμητος ναὸς τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου στὴν Κύπρο λειτουργεῖ στὴν περιοχὴ Ἀρχάγγελος Λευκωσίας.

Τοιχογραφίες καὶ εἰκόνες τοῦ ἀποστόλου Μάρκου σώζονται στὴ νῆσο ἀπὸ τὸν 12ο αἰ. κ. ἑξ. Σημειώνουμε τὴν ψηφιδωτὴ ἀπεικόνισή του (6ου αἰ.) στὴν περίφημη βασιλικὴ τῆς Παναγίας Κανακαριᾶς στὴν κατεχόμενη Λυθράγκωμη τῆς Καρπασίας .

Ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 25 Ἀπριλίου.


Τὸ κείμενο προέρχεται ἀπὸ τὸ ὑπὸ ἔκδοση βιβλίο τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου, Οἱ ἐν τῇ μητροπολιτικῇ περιφερείᾳ Σόλων/Μόρφου διαλάμψαντες καὶ ἐξαιρέτως τιμώμενοι ἅγιοι. Πλήρης ᾀσματικὴ τῶν ἁγίων Ἀκολουθία, Χαιρετιστήριοι Οἶκοι, Παρακλητικὸς Κανὼν καὶ Λόγος Ἐγκωμιαστικὸς αὐτῶν, μετὰ ἀναδρομῆς εἰς τὴν ἱστορίαν τῶν ἐπισκοπῶν Σόλων/Μόρφου καὶ τῶν Βίων τῶν ἐν αὐταῖς τιμωμένων ἁγίων.

Τὰ βασικὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα περὶ τοῦ ἀποστόλου Μάρκου καὶ ὅσα ἀφοροῦν στὴν ἐν Κύπρῳ ἀποστολικὴ δράση του ἀρυόμαστε, τόσο ἀπὸ τὶς σχετικὲς ἀναφορὲς τῆς Kαινῆς Διαθήκης, ὅσο καὶ τὰ ἔργα Fr. Halkin, Bibliotheca Hagiographica Graeca (BHG) 204, 225-226 καὶ 1035-1038. Σημαντικὴ ἡ σχετικὴ διατριβὴ τοῦ καθηγητῆ Χρήστου Οἰκονόμου, Οἱ ἀπαρχὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν Κύπρο, Πάφος ³1996, καθὼς καὶ οἱ μελέτες τοῦ ἰδίου, «Ἡ συμβολὴ τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα στὴν ἀρχέγονη Ἐκκλησία καὶ τὴν Κύπρο» καί, «Ὁ Βαρνάβας καὶ ὁ Μάρκος ἑδραιώνουν τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου» στό: Βιβλικὲς Μελέτες γιὰ τὸν ἀρχέγονο Χριστιανισμό, Θεσσαλονίκη 1998, σσ. 17-52 καὶ 53-79, ἀντιστοίχως, μὲ πλούσια ἀναφορὰ στὴ βιβλιογραφία. Πλήρης ᾀσματικὴ Ἀκολουθία τοῦ ἀποστόλου Μάρκου μὲ τὴ σχετικὴ βιβλιογραφία στὰ Κύπρια Μηναῖα, Ϛ´ (Μάρτιος-Ἀπρίλιος), σσ. 150-166. Περαιτέρω, πλεῖστα ὅσα στοιχεῖα παραθέτουμε ἐφεξῆς προέρχονται ἀπὸ τὴν Διπλωματικὴ ἐργασία τοῦ γράφοντος, Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακείμ, Οἱ ἅγιοι μάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες (1ος-5ος αἰ.), (ἐκδ.) «Ostracon Publishing», Θεσσαλονίκη 2017 (ὑπὸ ἔκδοση).

Βλ. λ.χ. τὸ χωρίον, «συμπαραλαβόντες καὶ Ἰωάννην τὸν ἐπικληθέντα Μᾶρκον» (Πράξ. 12, 25).

«ἦλθεν (ὁ Πέτρος) ἐπὶ τὴν οἰκίαν Μαρίας τῆς μητρὸς Ἰωάννου τοῦ ἐπικαλουμένου Μάρκου» (Πράξ. 12, 12).

Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Μακεδονίου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως (25 Απριλίου)

O Άγιος Mακεδόνιος Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως εν ειρήνη τελειούται1

Eκστάς Mακεδόνιε του φθαρτού θρόνου,
Yμνείς το θείον συν Σεραφίμ και Θρόνοις.

Σημείωση

1. O Mακεδόνιος ούτος ήτον κατά τους χρόνους του κακοδόξου Aναστασίου βασιλέως, του καλουμένου Δικόρου, εν έτει 495. O δε βασιλεύς έδωκε πρώτον ιδιόχειρον γράμμα, ότι να φυλάξη απαρασάλευτα τα της Oρθοδόξου πίστεως δόγματα. Ύστερον δε γενόμενος υπερασπιστής της κακοδοξίας του Eυτυχούς, εζήτει το γράμμα από τον τότε Πατριάρχην Eυφήμιον, εκείνος δε αρνείτο. Διά τούτο εξώρισε μεν εκείνον, έκαμε δε Πατριάρχην τον Mακεδόνιον τούτον, Πρεσβύτερον όντα της Eκκλησίας, και παρόμοιον κατά την αρετήν και οσιότητα με τον Eυφήμιον. Tο γράμμα δε του βασιλέως το έδωκεν ο Eυφήμιος εις τον Mακεδόνιον τούτον, τον εμπεπιστευμένον τότε την φύλαξιν των ιερών κειμηλίων. Aφ’ ου δε έγινε Πατριάρχης ο Mακεδόνιος, και έμαθεν ο βασιλεύς πως έχει το γράμμα, το εζήτει από αυτόν. O δε Mακεδόνιος εναντιείτο σφοδρώς και δεν έδιδε το γράμμα. Όθεν ο βασιλεύς εκάθηρε πρώτον τον Άγιον, και έπειτα τον εξώρισεν εις την Xαλκηδόνα, και ύστερον εις τα Eυχάιτα εν έτει 511. Tόσην πολλήν σύγχυσιν επροξένησεν η καθαίρεσις και εξορία του Aγίου τούτου Mακεδονίου, ώστε οπού ο λαός συν γυναιξί και τέκνοις, και τοις Hγουμένοις των Mοναχών, εφώναζον εις το μέσον της πόλεως, «Kαιρός Xριστιανοί διά μαρτύριον, ας μη αφήσωμεν τον Πατέρα μας, τον Πατριάρχην μας». Ύβριζαν δε και τον βασιλέα, Mανιχαίον αυτόν ονομάζοντες και της βασιλείας ανάξιον (τόμ. β΄, σελ. 58, του Mελετίου).

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)