Αρχική Blog Σελίδα 11

Πλατανιστάσα – Ιερός Ναός Αρχαγγέλου Μιχαήλ: Πανήγυρις του εν Χώναις θαύματος του Αρχαγγέλου Μιχαήλ (6 Σεπτεμβρίου 2025)

Το εν Χώναις θαύμα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ

Φέρεται στη γνώση των ευσεβών χριστιανών ότιμε την ευκαιρία της εορτής του εν Χώναις θαύματος του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, στον Ιερό Ναό Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Πλατανιστάσα, θα τελεστούν οι πιο κάτω ακολουθίες:

  • Παρασκευή, 5 Σεπτεμβρίου
    • 6:00 μ.μ.: Πανηγυρικός εσπερινός της εορτής προϊσταμένου του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου Ιακώβου Καλογήρου.
  • Σάββατο, 6 Σεπτεμβρίου
    • 7:00 π.μ.: Πανηγυρική Θεία Λειτουργία.
Ιερός Ναός Αρχαγγέλου Μιχαήλ, Πλατανιστάσα

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΕΤΑΡΤΗ ΙΓ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
9:12-15; 10:1-7

Ἀδελφοί, ἡ διακονία τῆς λειτουργίας ταύτης οὐ μόνον ἐστὶ προσαναπληροῦσα τὰ ὑστερήματα τῶν ἁγίων, ἀλλὰ καὶ περισσεύουσα διὰ πολλῶν εὐχαριστιῶν τῷ Θεῷ (διὰ τῆς δοκιμῆς τῆς διακονίας ταύτης, δοξάζοντες τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ὑποταγῇ τῆς ὁμολογίας ὑμῶν εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καὶ ἁπλότητι τῆς κοινωνίας εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς πάντας), καὶ αὐτῶν δεήσει ὑπὲρ ὑμῶν ἐπιποθούντων ὑμᾶς διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐφ᾽ ὑμῖν. Χάρις τῷ Θεῷ ἐπὶ τῇ ἀνεκδιηγήτῳ αὐτοῦ δωρεᾷ. Αὐτὸς δὲ ἐγὼ Παῦλος παρακαλῶ ὑμᾶς διὰ τῆς πρᾳότητος καὶ ἐπιεικείας τοῦ Χριστοῦ, ὃς κατὰ πρόσωπον μὲν ταπεινὸς ἐν ὑμῖν, ἀπὼν δὲ θαρρῶ εἰς ὑμᾶς· δέομαι δὲ τὸ μὴ παρὼν θαρρῆσαι τῇ πεποιθήσει ἢ λογίζομαι τολμῆσαι ἐπί τινας τοὺς λογιζομένους ἡμᾶς ὡς κατὰ σάρκα περιπατοῦντας. ᾿Εν σαρκὶ γὰρ περιπατοῦντες οὐ κατὰ σάρκα στρατευόμεθα· (τὰ γὰρ ὅπλα τῆς στρατείας ἡμῶν οὐ σαρκικά, ἀλλὰ δυνατὰ τῷ Θεῷ πρὸς καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων)· λογισμοὺς καθαιροῦντες καὶ πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, καὶ αἰχμαλωτίζοντες πᾶν νόημα εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐν ἑτοίμῳ ἔχοντες ἐκδικῆσαι πᾶσαν παρακοήν, ὅταν πληρωθῇ ὑμῶν ἡ ὑπακοή. Τὰ κατὰ πρόσωπον βλέπετε; εἴ τις πέποιθεν ἑαυτῷ Χριστοῦ εἶναι, τοῦτο λογιζέσθω πάλιν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, ὅτι καθὼς αὐτὸς Χριστοῦ, οὕτω καὶ ἡμεῖς Χριστοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΕΤΑΡΤΗ ΙΓ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
3: 20-27

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς οἶκον· καὶ συνέρχεται ὄχλος, ὥστε μὴ δύνασθαι αὐτοὺς μηδὲ ἄρτον φαγεῖν. καὶ ἀκούσαντες οἱ παρ’ αὐτοῦ ἐξῆλθον κρατῆσαι αὐτόν· ἔλεγον γὰρ ὅτι ἐξέστη. καὶ οἱ γραμματεῖς οἱ ἀπὸ Ἱεροσολύμων καταβάντες ἔλεγον ὅτι Βεελζεβοὺλ ἔχει, καὶ ὅτι ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια. καὶ προσκαλεσάμενος αὐτοὺς ἐν παραβολαῖς ἔλεγεν αὐτοῖς· Πῶς δύναται σατανᾶς σατανᾶν ἐκβάλλειν; καὶ ἐὰν βασιλεία ἐφ’ ἑαυτὴν μερισθῇ, οὐ δύναται σταθῆναι ἡ βασιλεία ἐκείνη· καὶ ἐὰν οἰκία ἐφ’ ἑαυτὴν μερισθῇ, οὐ δύναται σταθῆναι ἡ οἰκία ἐκείνη. καὶ εἰ ὁ σατανᾶς ἀνέστη ἐφ’ ἑαυτὸν καὶ μεμέρισται, οὐ δύναται σταθῆναι, ἀλλὰ τέλος ἔχει. οὐδεὶς δύναται τὰ σκεύη τοῦ ἰσχυροῦ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσαι, ἐὰν μὴ πρῶτον τὸν ἰσχυρὸν δήσῃ, καὶ τότε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσει.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ο άγιος νεομάρτυς Πολύδωρος ο Κύπριος (3 Σεπτεμβρίου)

Αρχιμανδρίτης Φώτιος Ιωακείμ

Ο λαμπρός νεομάρτυς του Χριστού Πολύδωρος καταγόταν από την πρωτεύουσα της Κύπρου Λευκωσία και έζησε κατά τον 18ο αιώνα. Γονείς του ήταν οι ευσεβείς χριστιανοί Λουκάς προσκυνητής και Λουρδανού, που τον ανέθρεψαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Εκτός από την ελληνική παιδεία και τα ιερά γράμματα, ο άγιος εξέμαθε και την Οθωμανική και Ιταλική γλώσσα.

Όταν έφθασε σε ανδρική ηλικία, μετέβη στην Αίγυπτο, όπου εξασκούσε το επάγγελμα του πραγματευτή. Το 1793, ενώ ακόμη βρισκόταν στην Αίγυπτο, έγινε γραμματέας ενός αρνησιχρίστου Ζακυνθίου. Κατά δε τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή του 1794, στη διάρκεια διασκέδασης με Οθωμανούς και ενώ τελούσε σε κατάσταση μέθης, πείσθηκε από τους συνδαιτυμόνες και αρνήθηκε, αλίμονο, τον Χριστό, λαμβάνοντας αμέσως και την περιτομή. Όταν όμως ανένηψε από τη μέθη, επειδή ελεγχόταν από τη συνείδησή του, μετέβη στη Βηρυτό, όπου εξομολογήθηκε το αμάρτημά του στον εκεί αρχιερέα, ο οποίος και τον απέστειλε σε μονή του Όρους του Λιβάνου, για να διέλθει εν μετανοία το υπόλοιπο της Τεσσαρακοστής.

Αναχωρώντας από εκεί, πήγε στην Πτολεμαΐδα (Άκκρα), όπου συνομίλησε με τον οικείο επίσκοπο, ο οποίος και τον παρακίνησε να μαρτυρήσει στον τόπο, όπου είχε εξομόσει. Ένεκα όμως τρικυμίας, αποβιβάσθηκε στη Γιάφφα (Ιόππη), απ᾽ όπου απέπλευσε στη Χίο κι από εκεί στη Σμύρνη, επιζητώντας πάντοτε το μαρτύριο. Αλλ᾽ επειδή εμποδίσθηκε και εκεί από τους πνευματικούς πατέρες της πόλης να μαρτυρήσει, επέστρεψε στη Χίο, όπου, υπακούοντας στη συμβουλή του πρώην επισκόπου Κορίνθου, αγίου Μακαρίου του Νοταρά (1731-1805), που τότε εφησύχαζε στη μονή του Αγίου Πέτρου της Χίου, άρχισε μία σοβαρή προετοιμασία για το μαρτύριο: Επιδόθηκε σε νηστείες, αγρυπνίες και γονυκλισίες, επικαλούμενος πάντοτε με δάκρυα και συντριβή καρδίας τη βοήθεια της Θεοτόκου.

Μετά από ένα τέτοιο σύντονο πνευματικό αγώνα σαράντα ημερών, βλέποντας ο άγιος Μακάριος στην ψυχή του Πολυδώρου τη φλόγα που άναψε για το μαρτύριο, του ανέγνωσε τις ιλαστήριες για την άρνηση του Χριστού ευχές, τον έχρισε με άγιο Μύρο, τον κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων και, αφού τον ευλόγησε, τον προέπεμψε στο δια Χριστόν μαρτύριο. Αμέσως τότε ο Πολύδωρος, συνοδευόμενος από κάποιο αδελφό (πιθανώς τον όσιο Νικηφόρο τον Χίο), έπλευσε στη Νέα Έφεσο της Μικράς Ασίας (σημ. Kuşadasi) και την ίδια ημέρα παρουσιάσθηκε στον εκεί Τούρκο κριτή, με τον οποίο συζήτησε έντονα για το ότι είχε εξαπατηθεί και αρνήθηκε τον Χριστό. Απέπτυσε δε με τόλμη τον Μωαμεθανισμό, ομολογώντας με παρρησία την πίστη του στον Χριστό.

Παρά τη φυλάκιση, που επακολούθησε τη γενναία του αυτή ομολογία, και τα σκληρότατα βάσανα, τα οποία οι Τούρκοι με την άδεια του κριτή του επέφεραν, ο μάρτυρας παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του Χριστού. Κατά την Κυριακή, 3 Σεπτεμβρίου του 1794, ο Πολύδωρος, πλήρης αγαλλίασης και πνευματικού πόθου, απαγχονίσθηκε και έλαβε τον άφθαρτο στέφανο του μαρτυρίου. Το ιερό του λείψανο, αφού παρέμεινε για τρείς ημέρες γυμνό επάνω στην αγχόνη, ενταφιάσθηκε στη συνέχεια από τους Χριστιανούς. Τεμάχια των ενδυμάτων και του σχοινιού της αγχόνης του, αλλά και τα άγια λείψανά του μετά την εκταφή, τέλεσαν ποικίλα θαύματα και ιάσεις σε ασθενείς. Με τη Μικρασιατική καταστροφή (1922), η τιμία κάρα του αγίου μεταφέρθηκε από τον πρόσφυγα ιερέα του ναού, όπου φυλασσόταν, στην Αθήνα, και κατατέθηκε στον ιερό ναό Αγίας Αικατερίνης στην Πλάκα, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.

Η μνήμη του τελείται στις 3 Σεπτεμβρίου.

*******

Βιβλιογραφία: [Νικοδήμου μοναχού του αγιορείτου (οσίου Νικοδήμου)], «Ακολουθία του αγίου μεγαλομάρτυρος Πολυδώρου», Νέον Μαρτυρολόγιον, ἤτοι μαρτύρια νεοφανών μαρτύρων…, Ενετίησιν 1799, σσ. 265-288 (η πρώτη Ακολουθία προς τιμή του αγίου, ποίημα των οσίων Νικοδήμου αγιορείτου και Νικηφόρου του Χίου· στις σσ. 275-284 δημοσίευση του πρώτου συναξαρίου του αγίου)·  Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, Κύπρια Μηναία, τόμ. Α´  (Σεπτέμβριος), σσ. 31-50 (πλήρης ασματική Ακολουθία του αγίου με πλούσια στο τέλος συναφή βιβλιογραφία)· «Ιστορία της εν Νέα Εφέσω Οικογενείας Βεϊνόγλου», Μικρασιατικά Χρονικά, ΙΒ´, Αθήνα 1965, σσ. 411-445 (η περί του αγίου αναφορά στις σσ. 417-421)· Κωστή Κοκκινόφτα, «Ο νεομάρτυρας Πολύδωρος ο Κύπριος (Διακόσια χρόνια από το μαρτύριό του)», Ορθόδοξη Μαρτυρία, 44 (Φθινόπωρο 1994), σσ. 10-14.

Mνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Aνθίμου Eπισκόπου Nικομηδείας (3 Σεπτεμβρίου)

Μαρτύριο Αγίου Ανθίμου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Aνθίμου Eπισκόπου Nικομηδείας

Tμηθείς κεφαλήν Mάρτυς Άνθιμε ξίφει,
Kαι νεκρός ανθείς εις δόξαν Θεού τρίχας.
Άνθιμον εν τριτάτη αποέκτεινε ξίφος οξύ.

Μαρτύριο Αγίου Ανθίμου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ο Άγιος Άνθιμος εφέρθη δεμένος διά την πίστιν του Xριστού, έμπροσθεν του βασιλέως Mαξιμιανού, εν έτει σπη΄ [288]. Eυρίσκοντο δε εκεί έμπροσθεν ερριμμένα και όλα τα βασανιστήρια όργανα διά φόβον του Mάρτυρος. Eπειδή λοιπόν ερωτήθη τι πιστεύει, απεκρίθη ο Mάρτυς και εκήρυξε παρρησία, ότι ο Xριστός είναι Θεός αληθινός. Όθεν ετζάκισαν τον λαιμόν του, και ετρύπησαν αυτόν με πυρωμένα σίδηρα. Aπλωθείς δε γυμνός επάνω εις τούβλα, δέρνεται με ραβδία. Kαι υποδεθείς με υποδήματα χάλκινα πυρωμένα, βιάζεται διά να περιπατή με αυτά. Έπειτα δένεται από ένα τροχόν. Tου δε τροχού συχνά περιστρεφομένου, οι δήμιοι εζήτουν να καύσουν τον Mάρτυρα με λαμπάδας αναμμένας. Διά τούτο, ο μεν τροχός εστάθη παραδόξως και δεν εγύριζεν, αι δε λαμπάδες έπεσον από τα χέρια των δημίων, με το να ήλθε θείος Άγγελος και έρριψεν αυτούς κατά γης μισαποθαμένους. Mετά ταύτα δένεται ο Άγιος με βαρείας αλύσεις, και κλείεται μέσα εις φυλακήν. Tελευταίον δε αποτέμνεται την κεφαλήν. Kαι μετά την αποτομήν, βλαστάνει τρίχας παραδόξως1.

Σημείωση

1. Tον Bίον τούτου συνέγραψεν ελληνιστί ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Tίς ουκ οίδε την Nικομήδους;» (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, και εν τη των Iβήρων Iερά Mονή και εν άλλαις.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Mνήμη της Αγίας Βασιλίσσης (3 Σεπτεμβρίου)

Αγία Βασίλισσα. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

H Aγία Bασίλισσα θηρίοις δοθείσα, και μηδέν βλαβείσα, εν ειρήνη τελειούται

Oφθείσα Bασίλισσα φρικτή θηρίοις,
Φρικτώ παρέστη Παμβασιλέως θρόνω.

Αγία Βασίλισσα. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Όταν ο Aλέξανδρος ήτον ηγεμών εις την Nικομήδειαν, εκινείτο διωγμός κατά των Xριστιανών. Tότε λοιπόν εδιαβάλθη και η Aγία αύτη Bασίλισσα, ως Xριστιανή, και παρεστάθη έμπροσθεν του Aλεξάνδρου. Όθεν ερωτηθείσα και παρρησία ειπούσα, ότι είναι ευσεβής, δέρνεται εις το πρόσωπον. Kαι επειδή δερνομένη ευχαρίστει εις τον Θεόν, διά τούτο γυμνόνεται και δέρνεται με ραβδία. Eπειδή δε περισσότερον η Aγία ευχαρίστει τον Kύριον, εθυμώθη ο ηγεμών περισσότερον, και προστάζει να απλώσουν την Mάρτυρα. Kαι τόσον πολλά την έδειραν, ώστε οπού έγινεν ωσάν μία πληγή όλον το σώμα της. Έπειτα έβγαλαν το υποκάτω δέρμα των ποδών της. Eπειδή δε εις την βάσανον ταύτην ευρισκομένη, εφώναξεν η Aγία, «ο Θεός μου ευχαριστώ σοι», διά τούτο κατά προσταγήν του ηγεμόνος, τρυπώνται οι αστράγαλοι της μάρτυρος, και βάλλονται εις αυτούς περόνια σιδηρά. Aπό δε τα περόνια δένονται αλυσίδες, και από τας αλυσίδας κρεμάται κατακέφαλα η Aγία. Yποκάτω δε, καπνίζεται η μακαρία με βρωμερόν καπνόν τεαφίου, πίσσης, ασφάλτου (το οποίον είναι όμοιον του τεαφίου) και μολύβδου, με σκοπόν, ίνα τον καπνόν μη υποφέρουσα, αποθάνη ογλίγωρα η του Kυρίου αθλήτρια. Aλλ’ όμως η Aγία υπομένουσα την βάσανον ταύτην με χαράν, ωσάν να ευρίσκετο εις τρυφήν και ανάπαυσιν παραδείσου, έτζι προθύμως ευχαρίστει τον Θεόν περισσότερον.

Bλέπωντας λοιπόν ο ηγεμών, ότι νομίζει ωσάν ένα παίγνιον τας τιμωρίας, προστάζει να αναφθή μία κάμινος, και να βαλθή μέσα εις αυτήν. H δε Mάρτυς του Xριστού σφραγίσασα τον εαυτόν της με το σημείον του σταυρού, εμβήκε μέσα εις την κάμινον, και εστάθη ώρας πολλάς, χωρίς να δοκιμάση καμμίαν βλάβην, ώστε οπού εκ του θαύματος τούτου εξέστησαν άπαντες. Mετά ταύτα επρόσταξεν ο ηγεμών να ευγάλουν την Aγίαν από την κάμινον, και να απολύσουν εναντίον της δύω μεγαλώτατα λεοντάρια. H δε Aγία προσευχομένη, έμεινεν εκ τούτων αβλαβής. Όθεν ο ηγεμών Aλέξανδρος ταύτα πάντα βλέπωντας, και κατανυγείς την ψυχήν, έπεσεν εις τους πόδας της Aγίας λέγων. Eλέησόν με δούλη του επουρανίου Bασιλέως, και συγχώρησόν μοι διά τα βάσανα, οπού επροξένησα εις εσέ. Kαι κάμε και εμένα στρατιώτην του εδικού σου Bασιλέως. Eπειδή, καθώς λέγεις, αυτός δέχεται τους αμαρτωλούς. Tότε η Aγία ευχαριστήσασα εις τον παντοδύναμον Θεόν, εκατήχησε τον ηγεμόνα. Kαι φέρουσα αυτόν εις την Eκκλησίαν προς τον Eπίσκοπον της Nικομηδείας Aντώνιον, εβάπτισεν αυτόν.

Mετά δε το βάπτισμα, πάλιν επρόσπεσεν ο ηγεμών εις την Aγίαν, παρακαλών και λέγων αυτή. Δούλη του αληθινού Θεού, εύξαι διά λόγου μου, ίνα λάβω συγχώρησιν διά τα κακά, οπού έπραξα εναντίον σου. Kαι ίνα τελειώσω την ζωήν μου με καλήν ομολογίαν της πίστεως. Tότε λοιπόν η Aγία επροσευχήθη δι’ αυτόν, και έτζι ο ηγεμών ευθύς παρέδωκε την ψυχήν του, δοξάζων και ευλογών τον Θεόν. H δε Aγία Bασίλισσα κηδεύσασα το λείψανον του ηγεμόνος μαζί με τον Eπίσκοπον, και ενταφιάσασα, ευγήκεν έξω από την πόλιν της Nικομηδείας έως τρία σημεία τόπον, και ευρούσα μίαν πέτραν, εστάθη επάνω εις αυτήν και επροσευχήθη. Kαι ω του θαύματος! ευθύς η πέτρα ανέβλυσε νερόν. Πίνουσα δε η Aγία από το νερόν, και ευχαριστήσασα τον Θεόν, επήγεν ολίγον παρεμπρός και είπε. Kύριε, δέξαι το πνεύμα μου εν ειρήνη. Kαι ούτως απήλθε προς Kύριον χαίρουσα και ευχαριστούσα. Tούτο δε ως έμαθεν ο Eπίσκοπος Aντώνιος, εκήδευσε και ενταφίασε το πάνσεπτον αυτής λείψανον, κοντά εις την πέτραν εκείνην, από την οποίαν ευγήκε το νερόν με την προσευχήν της Aγίας, το οποίον τρέχει μέχρι της σήμερον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Mνήμη του Oσίου Πατρός ημών Θεοκτίστου, συνασκητού του μεγάλου Eυθυμίου (3 Σεπτεμβρίου)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Θεοκτίστου, συνασκητού του μεγάλου Eυθυμίου

Eιδώς σον είναι τον Θεόν κτίστην πάτερ,
Aυτόν προ πάντων εξελέξω κτισμάτων.

Oύτος ο Όσιος και μέγας Πατήρ ημών Θεόκτιστος, επειδή παιδιόθεν ηγάπησε τον Θεόν, διά τούτο άφησε την πατρίδα και τους συγγενείς του, και επήγεν εις τους ιερούς και αγίους τόπους της Iερουσαλήμ. Φθάσας δε εις την Λαύραν την επονομαζομένην Φαράν, ήτις ήτον μακράν από τα Iεροσόλυμα έξι μίλια, εύρεν ένα κελλίον, μέσα εις το οποίον κλείσας τον εαυτόν του, ανδρείως ηγωνίζετο εναντίον των παθών και δαιμόνων. Tότε δε και ο Mέγας Eυθύμιος αφήσας τον κόσμον, επήγε και εκατοίκησε κοντά εις τον Όσιον τούτον Θεόκτιστον, και ησύχαζεν. O έρως λοιπόν, οπού είχον και οι δύω διά να αποκτήσουν τας αυτάς αρετάς, και η κοινωνία των αυτών ασκητικών αγώνων, τόσον ήνωσαν με τον δεσμόν της αγάπης τους δύω τούτους Oσίους, ώστε οπού ο ένας ευρίσκετο μέσα εις την ψυχήν του άλλου. Kαι εις όλα τα πράγματα και οι δύω είχον τα αυτά φρονήματα, και οι δύω εποίουν τα αυτά έργα. Διά τούτο και μετά την απόδοσιν της εορτής των Θεοφανείων, είχον συνήθειαν και οι δύω και επήγαινον εις την βαθυτέραν έρημον, και εκεί έμενον ησυχάζοντες έως εις την εορτήν των Bαΐων. Kαι τότε εγύριζον πάλιν ο καθ’ ένας εις το κελλίον του.

Aφ’ ου δε επέρασαν πέντε χρόνοι, ευγήκαν πάλιν εις την έρημον κατά τον συνειθισμένον καιρόν, και ευρόντες ένα σπήλαιον μεγάλον, κατά τον βορεινόν κρημνόν του εκείσε ευρισκομένου ξηροποτάμου, εκεί έκαμαν την κατοικίαν τους. Kαι εις πολύ διάστημα καιρού έζων με μόνας αγρίας βοτάνας, έως οπού η αρετή των και άσκησις εκατάστησεν αυτούς φανερούς εις τους ανθρώπους. Όθεν και επαρακινήθησαν μερικοί και έφερνον εις αυτούς τας αναγκαίας τροφάς. Eπειδή δε πολλοί αδελφοί έτρεξαν από διάφορα μέρη, και επροαιρούντο να ζήσουν μαζί με τους Oσίους τούτους, τούτου χάριν έγινεν εκεί Kοινόβιον, του οποίου ήτον προεστώς ο μέγας Θεόκτιστος έως τέλους της ζωής του.

Όθεν και έγινεν αίτιος σωτηρίας εις πολλούς ανθρώπους, τόσον με την πειθώ των γλυκυτάτων του λόγων, όσον και με τον καθαρόν και ασκητικόν βίον του. O δε Άγιος Eυθύμιος ησύχαζεν εις ένα κελλίον, το οποίον ήτον ολίγον μακράν από το Kοινόβιον του Θεοκτίστου. Eκεί λοιπόν εις το κελλίον έκτισε και ο θείος Eυθύμιος μεγάλην Λαύραν. Kαι όσοι ήρχοντο εις αυτόν διά να γένουν μοναχοί, τους έστελλεν εις το Kοινόβιον του μεγάλου Θεοκτίστου. Kαθώς ύστερα από πολλούς χρόνους έστειλεν εις αυτό και τον Όσιον και ηγιασμένον Σάββαν, όστις προσελθών τω Eυθυμίω παρεκάλει να τον δεχθή. Έστειλε δε αυτόν εις τον μέγαν Θεόκτιστον, διατί ο Σάββας ήτον ακόμη νέος και αγένειος. Όθεν τον εδιώρισε να ζη υποκάτω εις την υποταγήν του Θεοκτίστου, και να μανθάνη παρ’ αυτού τα της μοναδικής φιλοσοφίας μαθήματα.

Έγινε λοιπόν και ο Άγιος Θεόκτιστος ούτος μέγας και ονομαστός εις όλους, καθώς έγινε μέγας και ο Άγιος Eυθύμιος, και εδείχθη εις τους ανθρώπους τύπος και κανών κάθε αρετής. Φθάσας δε εις βαθύ γήρας, και πλήρης ημερών των ανθρωπίνων γενόμενος, έπεσεν εις βαρείαν ασθένειαν, από την οποίαν απήλθε προς Kύριον. Eκηδεύθη δε και ετάφη οσίως το όσιον αυτού λείψανον από χέρια οσίων. Δηλαδή τόσον του μεγάλου Eυθυμίου, όστις τότε ήτον εννενήκοντα χρόνων, όσον και του εν Aγίοις Πατριάρχου * Iεροσολύμων Aναστασίου1, κατά την τρίτην του παρόντος μηνός εν έτει υνα΄ [451].

Σημείωση

1. O Aναστάσιος ούτος έζη κατά τους χρόνους του δυσσεβούς Aναστασίου βασιλέως, του καλουμένου Δικόρου. Έγινε δε Πατριάρχης Iεροσολύμων μετά τον Iουβενάλιον εν έτει 457. Πατριαρχεύσας δε χρόνους είκοσιν, αφήκε διάδοχον αυτού τον Mαρτύριον. (Όρα εις τον β΄ τόμον του Mελετίου.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΜΑΜΑΝΤΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΤΟΥ ΜΥΡΟΒΛΥΤΟΥ)
Πρὸς Ῥωμαίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
8: 28-39

Ἀδελφοί, οἴδαμεν ὅτι τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν, τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς οὖσιν· ὅτι οὓς προέγνω, καὶ προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς· οὓς δὲ προώρισε, τούτους καὶ ἐκάλεσε, καὶ οὓς ἐκάλεσε, τούτους καὶ ἐδικαίωσεν, οὓς δὲ ἐδικαίωσε, τούτους καὶ ἐδόξασε. Τί οὖν ἐροῦμεν πρὸς ταῦτα; Εἰ ὁ Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν, τίς καθ᾿ ἡμῶν; Ὅς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται; Τίς ἐγκαλέσει κατὰ ἐκλεκτῶν Θεοῦ; Θεὸς ὁ δικαιῶν· τίς ὁ κατακρίνων; Χριστὸς ὁ ἀποθανών, μᾶλλον δὲ καὶ ἐγερθείς, ὃς καὶ ἔστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ, ὃς καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν. Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα; Καθὼς γέγραπται ὅτι «ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν· ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς». Ἀλλ᾿ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς. Πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΜΑΜΑΝΤΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΤΟΥ ΜΥΡΟΒΛΥΤΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
15: 1-11

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτόῦ Μαθηταῖς· Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, καὶ ὁ πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστι. πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοὶ μὴ φέρον καρπόν, αἴρει αὐτό, καὶ πᾶν τὸ καρπὸν φέρον, καθαίρει αὐτὸ, ἵνα πλείονα καρπὸν φέρῃ. ἤδη ὑμεῖς καθαροί ἐστε διὰ τὸν λόγον ὃν λελάληκα ὑμῖν. μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν ὑμῖν. καθὼς τὸ κλῆμα οὐ δύναται καρπὸν φέρειν ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἐὰν μὴ μένῃ ἐν τῇ ἀμπέλῳ, οὕτως οὐδὲ ὑμεῖς, ἐὰν μὴ ἐν ἐμοὶ μένητε. ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα. ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν, ὅτι χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν. ἐὰν μή τις μένῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν αὐτὰ καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι, καὶ καίεται. ἐὰν μείνητε ἐν ἐμοὶ καὶ τὰ ῥήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ, ὃ ἐὰν θέλητε αἰτήσασθε, καὶ γενήσεται. ἐν τούτῳ ἐδοξάσθη ὁ πατήρ μου, ἵνα καρπὸν πολὺν φέρητε, καὶ γένησθε ἐμοὶ μαθηταί. καθὼς ἠγάπησέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς· μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ. ἐὰν τὰς ἐντολάς μου τηρήσητε, μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ μου, καθὼς ἐγὼ τὰς ἐντολὰς τοῦ πατρός μου τετήρηκα καὶ μένω αὐτοῦ ἐν τῇ ἀγάπῃ. Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ ἐν ὑμῖν μείνῃ καὶ ἡ χαρὰ ὑμῶν πληρωθῇ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Αφιέρωμα στον Άγιο Μεγαλομάρτυρα Μάμα τον Μυροβλύτη, πολιούχο της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου (2 Σεπτεμβρίου)

Μαρτύριο τοῦ ἁγίου μάρτυρος Μάμαντος (μετάφραση ἀρχαίου βίου τοῦ ἁγίου Μάμαντος)

1. Τοὺς πόνους τῶν ἁγίων μαρτύρων, φροντίζουμε νὰ τοὺς ἀφηγούμαστε στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ θεωροῦμε πρέπον νὰ μνημονεύονται μὲ κάθε τρόπο, οἰκοδομώντας πνευματικὰ τὴ συνάθροιση τῶν πιστῶν στὸν Θεὸ καὶ ἑλκύοντας ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἔνθερμη πίστη νὰ ἐπιδείξουν ζῆλο ὅμοιο μὲ ἐκεῖνον τῆς φιλόχριστης μαρτυρίας τους, ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσουν καὶ στὸν δικό μας καιρὸ ἐκεῖνοι ποὺ ἀγαποῦν τοὺς μάρτυρες, ἐγκύπτοντας στὴ μελέτη τῆς ζωῆς ὅσων ἔχουν μαρτυρήσει παλαιότερα, νὰ γίνουν μέτοχοι πολὺ μεγάλης ὠφέλειας. Διότι δὲν εἶναι μονάχα πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ποὺ ἔχει δοθεῖ ἡ ἐντολὴ νὰ διακηρύττουν τὰ ἔνθεα κατορθώματα τῶν (Τριῶν Παίδων) Ἀνανία, Ἀζαρία καὶ Μισαήλ, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ νὰ ἐμποδιζόμαστε νὰ ἐξαγγέλλουμε τὰ ἀνδραγαθήματα τῶν μαρτύρων, ποὺ κατὰ καιροὺς ἀγωνίσθηκαν τὸν ἴδιο ἀγώνα τοῦ μαρτυρίου.

2. Ὑπῆρχε λοιπὸν ἐκεῖνο τὸν καιρό, κάποιος ἄνδρας στὴν πόλη Γάγγρα τῆς Παφλαγονίας, μὲ τὸ ὄνομα Θεόδοτος, ὁ ὁποῖος ἦταν νυμφευμένος μὲ μιὰ γυναίκα ποὺ λεγόταν Ρουφίνα. Αὐτοὶ οἱ δύο, πολὺ εὐλαβεῖς καὶ μὲ φόβο Κυρίου, κατοικοῦσαν σ’ ἕνα προάστιο τῆς ἴδιας πόλης. Ὁ ἄρχοντας αὐτῆς τῆς πόλης τῆς Γάγγρας, κάποιος Ἀλέξανδρος, ὄντας πολὺ ἀσεβής, ἔνοιωθε μίσος γιὰ τοὺς χριστιανούς, ὑποχρεώνοντάς τους νὰ προσφέρουν θυσία στὰ εἴδωλα. Ὅταν ἔμαθε γιὰ τὸν μακάριο Θεόδοτο ὅτι, ὡς χριστιανός, διδάσκει τὸν λαὸ νὰ μὴ λατρεύει τοὺς θεοὺς καὶ οὔτε νὰ ὑπακούει στὸ διάταγμα τοῦ καίσαρα, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ συλληφθεῖ καὶ νὰ παρουσιαστεῖ ἐνώπιόν του. Ὅταν παρουσιάστηκε, τὸν ρώτησε ὁ Ἀλέξανδρος: «Λέγε, ποιός εἶσαι;» Ἐκεῖνος εἶπε: «Ὁ Θεόδοτος». Ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε: «Γιατί ἀντιτάσσεσαι στὴν προσταγὴ τοῦ καίσαρα καὶ δὲν θυσιάζεις στοὺς θεούς; Συμμορφώσου λοιπὸν καὶ πρόσφερε τὰ δῶρα στοὺς θεοὺς καὶ μπὲς στὸν ναὸ τοῦ Σεραπείου καὶ πρόσφερέ τους θυσία, γιὰ νὰ μὴ μὲ ἀναγκάσεις νὰ σὲ πείσω μὲ σκληρὰ βασανιστήρια νὰ θυσιάσεις». Ὁ Θεόδοτος ἀποκρίθηκε: «Δὲν εἶναι στὴ ἐξουσία σου νὰ μὲ βασανίσεις, γιατί εἶμαι εὐγενής». Τότε εἶπε ὁ Ἀλέξανδρος: «Ποιός εἶναι ὁ κλῆρος σου;» Ὁ Θεόδοτος εἶπε: «Εἶμαι γιὸς ἐπιφανοῦς ἄρχοντα καὶ ἔχω ἔγγραφα διαθήκης γιὰ τὴν πατρικὴ κληρονομιά». Ὁ Ἀλέξανδρος, μὴ μπορώντας νὰ τοῦ κάνει κάτι, λόγῳ τοῦ ὅτι ἀνῆκε σὲ ἀνώτερη τάξη, τοῦ εἶπε: «Σὲ νουθετῶ, Θεόδοτε, νὰ ὑπακούσεις σὲ μᾶς καὶ νὰ μὴν παρακούσεις καθόλου τὴν προσταγὴ τοῦ Καίσαρα. Εἰδεμή, ἂν δὲν θελήσεις νὰ μᾶς ὑπακούσεις, μὲ ἀναγκάζεις νὰ σὲ παραπέμψω στὸν ἡγεμόνα στὴν Καισάρεια». Ἀποκρίθηκε ὁ Θεόδοτος καὶ εἶπε: «Ἀκόμα κι ἂν μὲ παραπέμψεις στὸν ἡγεμόνα σου, δὲν θὰ φοβηθῶ. Γιατὶ ἔχω τὸν Θεὸ ποὺ μὲ βοηθᾶ». Ὅταν εἶπε αὐτά, τὸν παρέπεμψε ἀμέσως στὸν ἡγεμόνα, γράφοντάς του τὰ ἑξῆς: «Ἔστειλα στὴν ἐξοχότητά σου ἕναν ἄνδρα ποὺ δὲν ὑπακούει στὴν προσταγὴ τοῦ καίσαρα καὶ παρακινεῖ τὸν κόσμο νὰ μὴ θυσιάζει στοὺς θεούς». Τὸν Θεόδοτο ἀκολούθησε καὶ ἡ γυναίκα του, ἡ ὁποία ἀγαποῦσε τὸν σύζυγό της καὶ κατὰ κάποιον τρόπο ἦταν συνδεδεμένη μαζί του μὲ δεσμοὺς στοργῆς, ἡ ὁποία ἦταν ἔγκυος καὶ κόντευε νὰ γεννήσει. 

3. Ὅταν ἔφτασαν στὴν Καισάρεια, ὁ ἡγεμόνας παρέλαβε τὴν ἀναφορὰ καί, ἀφοῦ τὴ διάβασε, ἔδωσε διαταγὴ νὰ ρίξουν τὸν Θεόδοτο στὴ φυλακή. Μαζί του μπῆκε στὴ φυλακὴ καὶ ἡ γυναίκα του. Ὅταν λοιπὸν εἰσῆλθαν στὴ φυλακή, ὁ Θεόδοτος προσευχήθηκε μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ εἶπε: «Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, ὁ Πατέρας τοῦ μονογενοῦς Σου Υἱοῦ, ποὺ μὲ διαφύλαξες μέχρι σήμερα, χάρισέ μου πλήρη τὴ χάρη Σου, ἔτσι ὥστε νὰ κρατήσω τὸ ὄνομά Σου χωρὶς ποτὲ νὰ τὸ ἀρνηθῶ. Καὶ δῶσε μου τὴν ὑπομονὴ μέχρι τέλους καὶ κράτησέ μὲ μακριὰ ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου καὶ ἀπὸ τὰ δόλια τεχνάσματα τῶν πονηρῶν καὶ ἀσεβέστατων ἀνθρώπων». Καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε μ’ αὐτὰ τὰ λόγια καὶ ἀσπάστηκε τὴ γυναίκα του, ξαπλώνοντας χάμω παράδωσε τὴν ψυχή του στὸν Θεό. Ἡ Ρουφίνα, ὅταν εἶδε πὼς ὁ ἄνδραςτης πέθανε, κυριεύτηκε ἀπὸ μεγάλη ἀθυμία καί, μὴ ἀντέχοντας τὸν πόνο, ἀμέσως γέννησε. Καὶ κοιτάζοντας τὸν ἄντρα της καὶ τὸ παιδί, εἶπε ἀναστενάζοντας μὲ δάκρυα στὰ μάτια: «Κύριε ὁ Θεός, ποὺ ἔπλασες τὸν Ἀδὰμ καὶ τοῦ ἔδωσες τὴν Εὔα γιὰ βοήθεια καὶ εἶπες ὅτι “ὁ ἄνδρας θὰ ἐγκαταλείψει τὸν πατέρα του καὶ τὴ μητέρα του καὶ θὰ προσκολληθεῖ στὴ γυναίκα του καὶ θὰ ἀποτελέσουν οἱ δύο μία σάρκα”, παράλαβε καὶ τὴ δική μου ψυχή, ἔτσι ποὺ νὰ πεθάνω μαζί μὲ τὸν ἄντρα μου, καὶ διαφύλαξε αὐτὸ τὸ βρέφος μὲ τὴ χάρη Σου σὲ ὅλη τὴ ζωή του». Καί, ἀγκαλιάζοντας τὸ σῶμα τοῦ ἄντρα της, κοιμήθηκε καὶ αὐτή. Ὅσο γιὰ τὸ παιδί, ἦταν ξαπλωμένο ἐκεῖ ἀνάμεσα στοὺς δύο.

4. Τὴν ἴδια νύκτα, ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίζεται σὲ κάποιαν ἀρχόντισσα ποὺ λεγόταν Ἀμμία, ἡ ὁποία εἶχε φόβο Θεοῦ καὶ ἦταν πάρα πολὺ εὐλαβής, καὶ τῆς λέει: «Πήγαινε καὶ ζήτα ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τὰ σώματα τῶν χριστιανῶν ποὺ πέθαναν στὴ φυλακὴ καὶ τὸ παιδάκι ποὺ θὰ βρεῖς ἀνάμεσά τους, πάρε το καὶ ἀνάθρεψέ το σὰν γιό σου· ὅσο γιὰ κείνους, κήδεψέ τους καθὼς ἁρμόζει καὶ ἀπόθεσε τὰ σώματά τους σὲ τόπο σεβάσμιο». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, ἔφυγε ἀπὸ κοντά της ὁ ἄγγελος. Ἡ Ἀμμία τρόμαξε καὶ κάλεσε ἕνα ἀπὸ τοὺς εὐνούχους ὑπηρέτες της καὶ τοῦ διηγήθηκε τὸ ὅραμα μὲ τὸν ἄγγελο καὶ ἐκεῖνα ποὺ τῆς εἶπε ὁ ἄγγελος. Ἡ Ἀμμία ἦταν χήρα καὶ δὲν εἶχε παιδιά. Ἔστειλε λοιπὸν τὸν εὐνοῦχο της στὸν ἡγεμόνα γιὰ νὰ ζητήσει τὰ σώματα τῶν μακαρίων, καταπῶς τῆς εἶπε ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ. Ὁ εὐνοῦχος πῆγε καὶ εἶπε στὸν ἡγεμόνα: «Ἡ ἀρχόντισσα Ἀμμία μὲ ἔστειλε σὲ σένα, λέγοντας· “Μιὰ παράκληση ὑποβάλλω σὲ σένα, τὴν ὁποία παρακαλῶ νὰ μοῦ ἱκανοποιήσεις. Αὐτοὺς τοὺς χριστιανοὺς ποὺ διάταξες νὰ ριχτοῦν στὴ φυλακή, νὰ δώσεις ἐντολὴ νὰ πάρω τὰ σώματά τους καὶ νὰ τοὺς θάψω. Γιατὶ ἄκουσα ὅτι ἔχουν πεθάνει”». Ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε τότε ἐντολὴ νὰ τῆς δοθοῦν τὰ σώματα. Ἀφοῦ λοιπὸν πῆγε ἡ Ἀμμία στὴ φυλακή, τοὺς μὲν Θεόδοτο καὶ Ρουφίνα κήδεψε μὲ μεγάλες τιμές, ἐνταφιάζοντάς τους σ’ ἕναν τόπο ὀνομαζόμενο Παράδεισο, στὰ ἐξέχοντα προάστια τῆς πόλης, τὸ δὲ παιδί, τὸ πῆρε καὶ τὸ ἀνάτρεφε παραδίδοντάς το σὲ μιὰ τροφό. 

5. Ὅταν τὸ παιδὶ ἔγινε ἑνὸς ἔτους, ἡ Ἀμμία, παίρνοντάς το στὶς ἀγκάλες της, τὸ φίλησε. Τὸ παιδί, ἀνοίγοντας τὸ στόμα του, εἶπε «ἀμμά», τὸ ὁποῖο σημαίνει «μητέρα». Ἡ Ἀμμία ἡ ἀρχόντισσα ὀργάνωσε τότε πολυτελὲς γεῦμα καὶ κάλεσε τοὺς ἄρχοντεςτῆς πόλης καὶ εἶχε χαρὰ μεγάλη σ’ ὅλο της τὸ σπίτι· καὶ τὴν τροφό, ἀφοῦ τῆς ἔκανε πολλὰ δῶρα, τὴν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴ φροντίδα τοῦ παιδιοῦ. Ἕνας ἀπὸ τοὺς κυβερνῶντες, ποὺ ὀνομαζόταν Ἀττικός, παίρνοντας τὸν λόγο εἶπε στὴν Ἀμμία: «Δυσκολεύομαι νὰ πιστέψω αὐτὸ ποὺ λές, ἀρχόντισσα, ὅτι αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι ἑνὸς ἔτους· γιατὶ ἐμένα μοῦ φαίνεται σὰν νὰ εἶναι τεσσάρων ἐτῶν». Εἶπε λοιπὸν ἡ Ἀμμία: «Ἔχεις ν’ ἀκούσεις καὶ κάτι πιὸ ἀξιοθαύμαστο ἀπ’ αὐτό, Ἀττικέ. Γιατί, ὅταν τὸ πῆρα στὶς ἀγκάλες μου ἀπὸ τὴν τροφό του, μὲ ἀποκάλεσε “ἀμμά”». Τότε, ὅλοι ὅσοι ἦσαν προσκεκλημένοι στὸ γεῦμα, σὰν μ’ ἕνα στόμα, εἶπαν ὅτι τὸ παιδὶ πρέπει νὰ ὀνομαστεῖ Μάμας. Ὅταν τὸ παιδὶ ἔγινε πέντε χρόνων, ἦταν πάρα πολὺ μυαλωμένο καὶ γνωστικό. Ἡ Ἀμμία, λοιπόν, ἡ ἀρχόντισσα, τὸ παράδωσε σ’ ἕναν δάσκαλο γιὰ νὰ μορφωθεῖ. Κανόνισε μάλιστα νὰ ἔχει κι ἕναν ὑπηρέτη, ποὺ λεγόταν Κλημέντιος, ὁ ὁποῖος νὰ τὸ ἀκολουθεῖ συνεχῶς. Ἀφοῦ ἔκανε ἕξι μῆνες στὸν δάσκαλο, ξεπέρασε ὅλα τὰ παιδιὰ στὴ φρόνηση καὶ τὴ σύνεση τῶν συλλογισμῶν, ἔτσι ποὺ καὶ ὁ ἴδιος ὁ δάσκαλος νὰ μένει ἔκθαμβος μὲ τὴ σοφία του. 

6. Ὁ Αὐρηλιανός, ποὺ ἦταν καίσαρας ἐκεῖνο τὸν καιρό, ἔστειλε τοπικοὺς κυβερνῆτες σὲ κάθε ἐπαρχία τῆς αὐτοκρατορίας, λέγοντάς τους: «Νά! Ἔχουν περάσει ἕξι χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἔδωσα ἐντολὴ νὰ ἐκδοθοῦν διατάγματα σὲ κάθε πόλη, ἔτσι ὥστε ὅλοι νὰ προσφέρουν θυσίες στοὺς μεγάλους θεούς, καὶ κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἐφαρμόστηκε. Γι’ αὐτό, σᾶς δίνω αὐτὴ τὴν ἐξουσία, νὰ ἐπιβάλλετε στοὺς πάντες νὰ προσφέρουν θυσίες στοὺς θεοὺς καὶ σὲ ὅσους δὲν ὑπακοῦν νὰ ἐπιβάλλετε τιμωρίες. Τὴ μέρα τῆς γιορτῆς τοῦ Δία, λοιπόν, δῶστε διαταγὴ νὰ πᾶνε ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ φοιτοῦν σὲ δασκάλους, μαζὶ μὲ τοὺς δασκάλους τους, στὸν ναὸ γιὰ νὰ προσφέρουν θυσία στοὺς θεούς. Γιατί, ἔτσι ὅπως εἶναι ἀθῶα τὰ παιδιά, ἡ θυσία θὰ γίνει εὐπρόσδεκτη ἀπὸ τοὺς θεοὺς καὶ τὰ παιδιὰ θὰ ἐξευμενίσουν τοὺς θεοὺς γιὰ μᾶς». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ Αὐρηλιανός, τοὺς ἔστειλε στὶς ἐπαρχίες μὲ μεγάλη ἰσχύ. Ὅταν ἦρθε στὴν Καισάρεια κάποιος τύραννος μὲ τὸ ὄνομα Δημόκριτος, ἄρχισε νὰ προστάζει τοὺς πάντες, μὲ ἀπειλὲς βίας καὶ βασανιστηρίων, νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, δίνοντας ἐντολὴ καὶ στοὺς δασκάλους νὰ πάρουν τὰ παιδιὰ καὶ νὰ πᾶνε στοὺς ναοὺς καὶ νὰ προσφέρουν θυσίες τὴ μέρα τοῦ Δία. 

7. Ὁ Μάμας, παρακολουθοῦσε μαθήματα σὲ κάποιον δάσκαλο. Ὅταν εἶδε τὰ παιδιὰ νὰ πηγαίνουν στοὺς ναοὺς μαζί μὲ τοὺς δασκάλους, εἶπε: «Πέστε μου, γιὰ ποιόν λόγο πηγαίνετε στοὺς ναούς; Οἱ γονεῖς σας σᾶς παρέδωσαν στοὺς δασκάλους μὲ σκοπό, ἀφοῦ διδαχθεῖτε ἀπὸ αὐτοὺς τὰ μαθήματα τῶν γραμμάτων, νὰ ἀποκτήσετε σύνεση, καὶ νὰ ἀναγνωρίσετε τὸν δημιουργὸ τῶν ὅλων καὶ Δεσπότη Θεό. Γι’ αὐτό, λοιπόν, μὴ ξεγελαστεῖτε καί, βλέποντας εἴδωλα διακοσμημένα μὲ χρυσάφι κι ἀσήμι, προσφέρετε θυσία σ’ αὐτά, τὰ ὁποῖα εἶναι κουφὰ καὶ ἄλαλα». Ἀφοῦ λοιπὸν εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια μὲ πολλὴ τόλμη, κανένας ἀπὸ τοὺς παριστάμενους δὲν τόλμησε νὰ τὸν ἀντικρούσει, γιατὶ φοβόντουσαν τὴν ἀρχόντισσα, ἐπειδὴ ἦταν ἀκριβῶς μητέρα του καὶ πρώτη κατὰ τάξη τῆς συγκλήτου. Ὁ εὐνοῦχος ἀκόλουθός του, ποὺ λεγόταν Κλημέντιος, κατέγραφε μὲ σειρὰ ὅλα τὰ συμβαίνοντα στὴ ζωή του, παρακολουθώντας μὲ θαυμασμὸ τὴν κατὰ Θεὸ πρόοδό του. Ὅσο γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ σπούδαζαν μαζί του, ἔδειχναν προθυμία νὰ μιμηθοῦν τὴ συμπεριφορά του καὶ συνεργάζονταν μαζί του σὲ ὅλα. Ὅταν ἔφτασε στὴν ἡλικία τῶν ἕξι ἐτῶν, ἡ ἀρχόντισσα ἐκοιμήθη, ἀφήνοντάς του ὅλη της τὴν περιουσία.

8. Τότε, κάποιος ἀπὸ τοὺς δασκάλους, πηγαίνοντας στὸν τύραννο τοῦ εἶπε: «Ὅλες οἱ σχολές, δάσκαλοι μαζὶ καὶ παιδιά, ὑπάκουσαν στὸ πρόσταγμά σου καὶ στὸ διάταγμα του καίσαρα. Ἡ μόνη σχολὴ ποὺ παρακούει τὴ διαταγή σου εἶναι ἐκείνη τοῦ δασκάλου Ἀρίστωνα». Ὁ Δημόκριτος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ φέρουν ἐνώπιόν του τὸν Ἀρίστωνα. Ὅταν ἐκεῖνος παρουσιάστηκε ἐνώπιόν του, ὁ Δημόκριτος τοῦ εἶπε: «Γιατί παρακοῦς τὸ θεῖο πρόσταγμα καὶ παρακινεῖς τὰ παιδιὰ νὰ μὴ θυσιάσουν στοὺς θεούς;» Ὁ Ἀρίστωνας ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Ἐγώ, ἀπ’ τὴ δική μου μεριά, ὑπακούω στὸ διάταγμα του καίσαρα. Ὅμως, εἶναι ἕνα παιδὶ στὴ σχολή μου, ποὺ λέγεται Μάμας· αὐτὸς παρακινεῖ ὅλα τὰ παιδιὰ καὶ δὲν τοὺς ἀφήνει οὔτε στοὺς ναοὺς νὰ πᾶνε, οὔτε σὲ μένα νὰ ὑπακούσουν». 

9. Τότε ὁ τύραννος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ παρουσιαστεῖ ἐνώπιόν του ὁ Μάμας. Ὅταν παρουσιάστηκε, τοῦ εἶπε ὁ Δημόκριτος: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Μάμας, ποὺ ἐμποδίζει τὴν τέλεση τῶν θυσιῶν στοὺς θεούς;» Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Ἐγὼ εἶμαι, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Μάμας». Ὁ τύραννος εἶπε: «Ἐπειδὴ εἶσαι παιδάκι, ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ συμβουλή. Γι’ αὐτὸ σὲ συμβουλεύω νὰ ἀναγνωρίσεις τοὺς θεούς, ἀλλὰ καὶ νὰ μεταπείσεις τὰ παιδιά, γιὰ νὰ μὴν τὰ βρεῖ ἄσχημο τέλος ἐξαιτίας σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἂν καὶ εἶμαι παιδί, γνωρίζω τί εἶναι ὠφέλιμο γιὰ μένα· μάθε, λοιπόν, ὅτι οὔτε ἐγὼ θυσιάζω, οὔτε ἐκεῖνοι προσφέρουν θυσία». Ὁ τύραννος εἶπε: «Πάρτε τον καὶ ὁδηγεῖστε τον στὸν ναὸ τοῦ Σέραπη γιὰ νὰ προσφέρει θυσία, ἔτσι ποὺ ὅταν τὰ παιδιὰ ποὺ τὸν ἀκολουθοῦν τὸν δοῦν νὰ θυσιάζει, νὰ θυσιάσουν καὶ αὐτά». Ὁ Μάμας εἶπε: «Εἶμαι εὐγενὴς καὶ ἀπὸ ἀνώτερη τάξη καὶ δὲν φοβᾶμαι τὴ διαταγή σου». Ὁ τύραννος εἶπε: «Λέγε, ποιὸς εἶσαι!» Τότε, ὁ Τιβεριανός, ὁ πρόεδρος τῆς Βουλῆς, εἶπε: «Ἡ ἀρχόντισσα Ἀμμία τὸν ἀνάθρεψε σὰν γιό της καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τοῦ τὸ ἐπιβάλεις μὲ τὴ βία». Ὁ Δημόκριτος εἶπε: «Ἄκουσέ με, Μάμα, γιατὶ σὲ λυποῦμαι, ὅταν βλέπω ὅτι, ἐνῶ εἶσαι τόσο ἀνήλικος, ἔχεις τόσο μεγάλη σύνεση. Γιατί, ἂν συγκατατεθεῖς νὰ θυσιάσεις, θὰ τοὺς προσελκύσεις ὅλους πρὸς ἐσένα. Καὶ θὰ γίνει ἀναφορὰ στὸν καίσαρα γιὰ σένα καὶ θὰ ζήσεις μὲ πολὺ μεγάλη τιμὴ καὶ προκοπή. Ἂν πάλι δὲν συγκατατεθεῖς νὰ κάνεις αὐτὸ ποὺ ἁρμόζει ὅσον ἀφορᾶ τὸ διάταγμα τοῦ καίσαρα, θὰ σὲ στείλω σ’ αὐτὸν κι ἐκεῖνος δὲν θὰ σὲ σπλαχνιστεῖ». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἡ κατάληξη τῶν λόγων σου δὲν πρόκειται νὰ αἰχμαλωτίσει τὸν συνετό μου λογισμό, ἀσεβέστατε τύραννε· γιατὶ δὲν θὰ φοβηθῶ οὔτε τὸν καίσαρά σου· ἔχω βασιλέα ἐπουράνιο τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό». Ὁ τύραννος, γεμάτος θυμό, εἶπε: «Ἐπειδὴ μίλησες δυσφημιστικὰ γιὰ τὸν καίσαρα, σήμερα κιόλας θὰ παραπεμφθεῖς ἐνώπιόν του». Καὶ ἀφοῦ διάταξε νὰ τὸν ἁλυσοδέσουν, τὸν ἔστειλε στὸν καίσαρα Αὐρηλιανό, μαζί μὲ τέσσερις στρατιῶτες, γράφοντάς πρὸς τὸν καίσαρα τὰ ἑξῆς: «Πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Αὐρηλιανό, ἀπὸ τὸν Δημόκριτο· παρέπεμψα στὴ θεότητά σου τὸν ἱερόσυλο Μάμα, ὁ ὁποῖος δὲν ὑπακούει στὸ διάταγμα τῆς θεότητάς σου καὶ μιλᾶ ἀσεβῶς γιὰ τὴν ἐξουσία σου καὶ παρακινεῖ τὴν πόλη τῶν Καισαρέων νὰ μὴ θυσιάζει στοὺς θεούς». 

10. Ὅταν ἔφτασε ὁ Μάμας στὴν πόλη τῶν Αἰγαιῶν μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες —ἐπειδὴ ὁ βασιλέας περνοῦσε κάποιον χρόνο στοὺς παραθαλάσσιους ἐκείνους τόπους—, τὸν ὁδήγησαν σ’ αὐτόν, φέρνοντας μαζὶ καὶ τὴν ἀναφορὰ τοῦ Δημόκριτου. Ὅταν ὁ καίσαρας διάβασε τὴν ἀναφορά, πρόσταξε νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴ φυλακή. Τὴν ἑπόμενη μέρα, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν παρουσιάσουν ἐνώπιόν του. Ὅταν ὁ ἅγιος παρουσιάστηκε, τοῦ εἶπε ὁ Αὐρηλιανός: «Λέγε, ποιὸς εἶσαι»; Ὁ Μάμας εἶπε: «Εἶμαι χριστιανὸς καὶ δοῦλος τοῦ Θεοῦ». Ὁ Αὐρηλιανὸς εἶπε: «Μὲ βάση τὰ ὅσα περιέχονται στὴν ἀναφορά, θὰ ἔπρεπε νὰ τιμωρηθεῖς ὡς βλάσφημος, χωρὶς κἂν νὰ ἀνακριθεῖς. Ἐπειδή, ὅμως, εἶναι περίοδος φιλανθρωπίας, ἀναβάλλω γιὰ λίγο τὴν ἐκτέλεση τῆς τιμωρίας. Ἔλα, λοιπόν, μπὲς μαζί μου στὸ Σεραπεῖο καὶ θυσίασε, γιὰ νὰ ἔχεις καὶ τὴ δική μου ἐκτίμηση. Γιατὶ σπλαχνίζομαι τὰ νιάτα σου καὶ εὐφραίνομαι νὰ βλέπω τὴν ὡραιότητα τῆς ὀμορφιᾶς σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἔχε ὑπόψη σου, βασιλιά, ὅτι ἐγὼ δὲν θὰ κάνω κάτι τέτοιο· ἐπειδὴ εἶμαι χριστιανὸς καὶ ἔχω φόβο Θεοῦ». Τότε ὁ Αὐρηλιανός, ἀφοῦ ἔγινε ἔξαλλος ἀπὸ θυμό, διάταξε νὰ τὸν γδύσουν καὶ νὰ τὸν χτυπήσουν οἱ δήμιοι. Ἀφοῦ χτύπησαν γιὰ πολλὴ ὥρα τὸν μάρτυρα, εἶπε ὁ Αὐρηλιανός: «Τί λές, Μάμα; Ἀλλάζεις γνώμη καὶ θυσιάζεις, γιὰ νὰ ἀπολαύσεις τὰ δῶρα καὶ τὶς τιμὲς ποὺ θὰ σοῦ δώσω;» Ὁ Μάμας εἶπε: «Δὲν ἐπιλέγω νὰ ἀνταλλάξω τὰ ἄφθαρτα μὲ τὰ φθαρτά». Ὁ Αὐρηλιανὸς εἶπε: «Συγκατάνευσε νὰ θυσιάσεις καί, δίνοντας αὐτὴ τὴν ὑπόσχεση μὲ λόγια, θὰ ἐξαγοράσεις τὴν ἴδια τὴ ζωή σου». Ὁ ἅγιος λέγει: «Ἐγὼ ποθῶ ἐκείνη τὴ ζωὴ ποὺ δὲν ἔχει τέλος· γιατὶ αὐτὴ ἐδῶ ἡ ζωὴ εἶναι πρόσκαιρη καὶ παρέρχεται». Ὅταν ὁ ἅγιος εἶπε αὐτά, ὁ Αὐρηλιανὸς διάταξε νὰ τὸν κρεμάσουν καὶ νὰ καῖνε τὸ σῶμα του μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Καὶ ὅταν ἔγινε αὐτό, ἡ φωτιὰ δὲν τὸν ἄγγιζε. Τοῦ εἶπε τότε ὁ Αὐρηλιανός: «Λυπήσου τὰ νιάτα σου καὶ θυσίασε». Ὁ Μάμας εἶπε: «Δὲν ἐγκαταλείπω τὸν Θεό μου καὶ νὰ θυσιάσω σὲ εἴδωλα ποὺ φτιάχτηκαν ἀπὸ ἀνθρώπινα χέρια». Καὶ πρόσταξε ὁ Αὐρηλιανὸς νὰ τὸν χτυπήσουν στὸ στόμα μὲ πέτρες. Ἐκεῖνος, ὅμως, μένοντας ἀσάλευτος στὴν πίστη, παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ λέγοντας: «Κύριε ὁ Θεός, χάρισέ μου τὴν ὑπομονὴ μέχρι τὸ τέλος». Ὁ Αὐρηλιανὸς εἶπε: «Ἂν δὲν θυσιάσεις, δίνω διαταγὴ νὰ σὲ ρίξουν στὴ θάλασσα». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἀσεβέστατε τύραννε καὶ ἀνάξιε γιὰ ὁποιαδήποτε τιμή, μὴ μὲ πιέζεις νὰ θυσιάσω στὰ δαιμόνια καὶ νὰ ἐγκαταλείψω τὸν ζωντανὸ Θεό, τὸν ἀληθινὸ Θεό». 

11. Ὀργισμένος ὁ Αὐρηλιανός, ἔδωσε διαταγὴ νὰ δέσουν ἕνα βαρίδι ἀπὸ μολύβι στὸν λαιμό του καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴ θάλασσα. Καθὼς ὅμως τὸν πῆραν οἱ στρατιῶτες καὶ τὸν ἔβαλαν στὸ πλοῖο γιὰ νὰ τὸν πᾶνε στὰ βαθιά, ἕνας ἄγγελος Κυρίου τοὺς παρουσιάστηκε ἀφήνοντάς τους κατάπληκτους καί, ἐπειδὴ φοβήθηκαν, ἐπέστρεψαν πάλι στὴν ξηρά. Ὁ ἄγγελος ἦταν μαζί μὲ τὸν ἅγιο, δίνοντάς του θάρρος καὶ στηρίζοντάς τον. Ὅταν ἀποχώρησαν οἱ στρατιῶτες, ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: «Πήγαινε στὸ ὄρος τῆς Καισαρείας, γιατὶ ἐκεῖ ἔχει ὁριστεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ λάβεις τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, ὁ ἄγγελος ἀμέσως ἐξαφανίστηκε. Ὅσο γιὰ τοὺς στρατιῶτες, ἀφοῦ παρουσιάστηκαν στὸν Αὐρηλιανό, τοῦ εἶπαν: «Αὐτοκράτορα, πρόκειται νὰ ἀκούσεις γιὰ ἕνα παράδοξο θαῦμα. Γιατὶ τὸν ἄνδρα ποὺ διάταξες νὰ ρίξουμε στὴ θάλασσα, μᾶς τὸν πῆρε κάποιος ὑπέρλαμπρος νέος ποὺ παρουσιάστηκε σὲ μᾶς, στὸν ὁποῖο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀντισταθεῖ οὔτε ὁλόκληρο τὸ στράτευμά σου».

12. Ὅσο γιὰ τὸν ἅγιο Μάμα, ἀκολουθώντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, ἦρθε στὸ ὄρος Σιλωὰμ καὶ ἐκεῖ ζοῦσε στὸ βουνὸ μαζὶ μὲ τὰ θηρία, χωρὶς νὰ λάβει τροφὴ γιὰ σαράντα μέρες. Ὅταν πείνασε, ἀπευθύνθηκε μεγαλοφώνως πρὸς τὸν Θεὸ καὶ εἶπε: «Κύριε ὁ Θεός, ποὺ ἔστειλες τροφὴ στὸν Προφήτη Ἠλία στὸ ὄρος μέσῳ ἑνὸς πουλιοῦ καὶ στὸν Προφήτη Δανιὴλ στὸν λάκκο τῶν λεόντων μέσῳ τοῦ Προφήτη Ἀββακούμ, στεῖλε καὶ σὲ μένα τροφή, ἐπειδὴ σβήνει ἡ πνοὴ τῆς ζωῆς μου». Καὶ ἀμέσως τοῦ ἐμφανίστηκε ἄγγελος Κυρίου σὲ μορφὴ βοσκοῦ καὶ τοῦ εἶπε: «Τί ζητᾶς, Μάμα;» Ὁ Μάμας τοῦ ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Πεινῶ καὶ ἀναζητῶ τροφή». Ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: «Πήγαινε σ’ ἐκείνη τὴ σπηλιὰ καὶ ἐκεῖ θὰ βρεῖς ἕνα χαντάκι ποὺ ἔκαναν οἱ βοσκοὶ μὲ πέτρες καὶ μιὰ ἐλαφίνα νὰ στέκει δίπλα του· νὰ ἀρμέξεις γάλα ἀπὸ τὴν ἐλαφίνα καί, ἀφοῦ κάνεις τυρὶ ἀπὸ αὐτό, φάγε καὶ ζῆσε». Καὶ λέγοντας αὐτά, ἀποχώρησε ἀπὸ κοντά του ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου. Ὅταν ὁ Μάμας ἔκανε ὅπως τὸν πρόσταξε ὁ ἄγγελος Κυρίου, βλέπει ἕνα ραβδὶ νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἀκούει μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέει: «Πάρε αὐτὸ τὸ ραβδὶ ποὺ κατέρχεται ἀπὸ τὸν Κύριο πρὸς ἐσένα· γιατὶ μὲ αὐτό, θὰ ἐξημερώνεις τὰ ἄγρια θηρία. Ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ ραβδὶ δὲν θὰ ἔχει λιγότερη δύναμη ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ δόθηκε στὸν Μωυσὴ ὅταν ἦταν στὴν Αἴγυπτο. Κι ὅ,τι κι ἂν μοῦ ζητήσεις μέσῳ τῆς ράβδου αὐτῆς ἐπικαλούμενός με, θὰ τὸ λάβεις». Ὁ ἅγιος, ἀφοῦ πῆρε τὸ ραβδὶ καὶ ἔστρεψε τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανό, χτύπησε μὲ αὐτὸ τὴ γῆ, καὶ ἀμέσως ἐμφανίστηκε ἕνα εὐαγγέλιο. Ἀμέσως τὸ πῆρε, κλίνοντας τὸ κεφάλι, καὶ εἶπε: «Κύριε, σὲ ποιόν προστάζεις νὰ ἀναγγέλλω τὶς δωρεές σου;» Ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: «Χτίσε εὐκτήριο οἶκο καὶ φτιάξε ἁγία Τράπεζα ἐντός του καὶ Ἐγὼ θὰ σοῦ ἀναγγείλω σὲ ποιούς θὰ πρέπει νὰ πεῖς αὐτά». Ὁ Μάμας πῆγε καὶ ἔκανε ὅπως ἀκριβῶς τὸν πρόσταξε ὁ Κύριος καί, ἀφοῦ στάθηκε μπροστὰ ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο, ἄρχισε νὰ ἀπαγγέλλει τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀμέσως μαζεύτηκαν κοντά του ὅλα τὰ ἄγρια ζῶα καί, ἀκούγοντας τὴ φωνή, γονάτισαν καὶ ἔμειναν νὰ κοιτάζουν πρὸς τὸν οὐρανό. Καὶ μετὰ τὸ γονάτισμα βγῆκαν ἔξω. Καὶ ἔμεναν μαζί του τὰ θηλυκὰ ἄγρια ζῶα μαζὶ μὲ τὰ ἐξημερωμένα καὶ ἄρμεγε τὸ γάλα τους μὲ τὰ χέρια του καὶ πήζοντάς το ἔφτιαχνε τυριά. Καὶ εἶπε ὁ Μάμας στὸν Θεό: «Κύριε, τί νὰ τὰ κάνω αὐτὰ τὰ τυριὰ ποὺ μοῦ δώρησες;» Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε: «Κατέβα στὴν πύλη τῆς Καισαρείας, καὶ ἐκεῖ θὰ βρεῖς φτωχούς, χῆρες καὶ ὀρφανὰ καὶ νὰ τὰ δώσεις σ’ αὐτούς». 

 

13. Τότε, ἀφοῦ εἶδαν αὐτὰ τὰ παράδοξα οἱ βέβηλοι, τὰ ἀνάφεραν στὸν ἡγεμόνα Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀποσταλεῖ ἀπὸ τὸν Αὐρηλιανὸ τὸν τύραννο γιὰ νὰ κυβερνᾶ τὰ ζητήματα τῆς Καππαδοκίας, ἐγείροντας κατηγορία ἐναντίον του ὅτι εἶναι μάγος καὶ μαγεύει τὰ ἄγρια ζῶα. Μόλις τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἡγεμόνας, ἔστειλε ἀμέσως ἱππεῖς στὸ ὄρος ὅπου κατοικοῦσε. Ὅταν τοὺς εἶδε ὁ Μάμας, σηκώθηκε καὶ πῆγε καὶ τοὺς πλησίασε. Ἀφοῦ ἦρθαν κοντά του, οἱ ἄνδρες τὸν ρωτοῦσαν: «Ποῦ κατοικεῖ ὁ νεαρὸς ποὺ ὀνομάζεται Μάμας, ἢ ποῦ βόσκει τὰ πρόβατα;» Ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: «Πέστε μου τί τὸν χρειάζεστε καὶ σᾶς τὸν φανερώνω». Οἱ ἄνδρες εἶπαν: «Ἔχει ὑποβληθεῖ κατηγορία ἐναντίον του πρὸς τὸν ἡγεμόνα καὶ τὸν ἀναζητᾶ· γιατὶ λένε πὼς μαγεύει τὰ ἄγρια ζῶα». Ὁ ἅγιος Μάμας ἀποκρίθηκε καὶ τοὺς εἶπε: «Ἂς πᾶμε πρῶτα στὸ σπίτι γιὰ νὰ φᾶμε». Ἐκεῖνοι εἶπαν: «Ἂς πᾶμε». Καὶ ἀφοῦ μπῆκαν στὸ σπίτι, τοὺς παρέθεσε γεῦμα μὲ ψωμὶ καὶ τυρί. Καὶ ἐνῶ ἔτρωγαν, ξαφνικὰ μαζεύτηκαν τὰ ἄγρια ζῶα. Καὶ ὁ Μάμας, ἀφοῦ μπῆκε καὶ στάθηκε μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο, διάβαζε δυνατὰ ἐκεῖνα ποὺ ἔγραφε τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο τοῦ δόθηκε μέσῳ τοῦ ραβδιοῦ. Ὅταν οἱ ἄνδρες εἶδαν τὰ ἄγρια θηρία, φοβήθηκαν καὶ κατέφυγαν κοντά του στὸ θυσιαστήριο. Βλέποντας ὁ Μάμας τὸν φόβο τους, τοὺς εἶπε: «Μὴ φοβάστε, γιατὶ ἐγὼ εἶμαι ὁ λεγόμενος Μάμας, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ». Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν: «Ἄνθρωπε, πές μας, ποιός εἶναι ὁ Θεός σου καὶ μπορεῖς νὰ ὑποτάσσεις μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὰ ἄγρια ζῶα; Καὶ ἂν μᾶς τὸν γνωρίσεις, θὰ πιστέψουμε σ’ αὐτόν». Ὁ Μάμας ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Ἐγὼ λατρεύω τὸν Θεό, ποὺ δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν σὲ γῆ καὶ οὐρανό». Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν: «Ἂν θέλεις νὰ ἔρθεις μαζί μας νὰ πᾶμε στὸν ἡγεμόνα, ἔλα· εἰδεμή, ἐμεῖς φεύγουμε». Ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: «Πηγαίνετε ἐσεῖς· γιατὶ ἐγὼ θὰ ἔρθω μόνος μου, μὲ τὴ συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Κι ἐκεῖνοι ἀποχώρησαν μὲ φόβο ἀπὸ ἐκεῖ. 

14. Τότε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶπε στὸν Μάμα: «Κάλεσε ἕνα λιοντάρι, τὸ ὁποῖο θὰ θανατώσει τὰ παιδιὰ τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Ἰουδαίων». Καὶ ὁ Μάμας εἶπε: «Κύριε ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας, ρίξε τὸ βλέμμα Σου στὸν ἁμαρτωλὸ δοῦλο σου Μάμα καὶ μὴ δυσαρεστηθεῖς μαζί μου καὶ μὴν ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ μένα, γιατὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ ὑποφέρω πολλὰ γιὰ τὸ ὄνομά Σου». Καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε μ’ αὐτὰ τὰ λόγια, ἦρθε ἕνα λιοντάρι ἀπὸ τὴν ἔρημο, καὶ ἀφοῦ στράφηκε ὁ Μάμας καὶ τὸ εἶδε, εἶπε: «Νά, ἐγὼ πορεύομαι στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ σὺ ἀκολούθα τὴν πορεία σου ὅπως σοῦ ζήτησε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα· καὶ ὅταν μπεῖς στὴν ἀρρένα τοῦ θεάτρου, κάνε ἐκεῖνο ποὺ προστάχθηκες». Ἀφοῦ εἶπε στὸ λιοντάρι αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Μάμας, ξεκίνησε γιὰ τὴν πόλη τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας. Οἱ ἄνδρες, ποὺ εἶχαν σταλεῖ γιὰ νὰ τὸν βροῦν, κάθονταν στὴν πύλη τῆς πόλης καὶ τὸν περίμεναν· καὶ ὅταν τὸν εἴδαν, μένοντας ἄφωνοι ἀπὸ κατάπληξη, ἔπεσαν στὰ πόδια του καὶ εἶπαν: «Καλῶς ἦρθες, δοῦλε τοῦ Θεοῦ». 

15. Οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ ἔφυγαν βιαστικά, τὸ ἀνακοίνωσαν στὸν ἡγεμόνα, λέγοντάς του ὅτι παρουσιάστηκε ὁ Μάμας, καὶ ὅτι «δὲν εἶναι μάγος ἢ ἀπατεώνας ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ μὴ ἐπιτρεπόμενα, ὅπως λένε οἱ κακίες ἐκείνων ποὺ τὸν κατηγοροῦν, ἀλλὰ εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ κήρυκας τῆς ἀλήθειας». Τότε ὁ ἡγεμόνας τοὺς εἶπε: «Πέστε μου· γιὰ πόσο χρῆμα πουλήσατε αὐτὴν ἐδῶ τὴ μαρτυρία γι’ αὐτόν; Ἔναντι ποιᾶς ἀποζημίωσης μοῦ παρουσιάζετε τοὺς ἐπαίνους γι’ αὐτόν;» Ἐκεῖνοι ἀπάντησαν: «Δὲν πουλᾶμε, ἄρχοντα, καλὰ λόγια, ἀλλὰ ἀναφέρουμε αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀλήθεια». Ὁ ἡγεμόνας πάλι τοὺς εἶπε: «Ὁπωσδήποτε πήρατε χρήματα ἀπὸ αὐτὸν καὶ μοῦ παραθέτετε ἐπαίνους». Ἐκεῖνοι εἶπαν: «Ἄρχοντα ἡγεμόνα, ἐμεῖς δὲν πήραμε ὁτιδήποτε ἀπὸ αὐτόν, ὅπως ὑποπτεύεσαι, ἀλλὰ τὸν ἀκούσαμε νὰ ἐπικαλεῖται τὸν Χριστὸ καί, μὲ τὸ ποὺ ἀκούστηκε ἡ ἐπίκλησή του, μαζεύτηκε ἕνα πλῆθος ἀπὸ κάθε λογῆς ζῶα, ἥμερα καὶ ἄγρια, καὶ ἔμειναν μαζί του νὰ κάνουν προσευχή. Ἔχοντας δεῖ αὐτὰ τὰ παράδοξα, σοῦ εἴπαμε ὅτι δὲν εἶναι μάγος. Ἂν δὲν μᾶς πιστεύεις, νὰ ποὺ παρουσιάστηκε στὸ βῆμα ἐνώπιόν σου καὶ κάνε αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖς». Ὅσοι δὲ ἀπὸ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφοὺς ἄκουσαν ὅτι εἶχε ἔρθει ὁ Μάμας, συναθροίστηκαν πρὸς αὐτόν,θέλοντας νὰ μείνουν μαζί του καὶ νὰ συνομιλοῦν μ’ αὐτόν.

16. Τότε, ἀφοῦ ἔφεραν μέσα τὸν ἅγιο, τὸν ρώτησε ὁ Ἀλέξανδρος ὁ ἡγεμόνας λέγοντας: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ λεγόμενος Μάμας;» Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Λέγε λοιπόν, πῶς μάγεψες τὰ ἄγρια ζῶα ἐκεῖ στὸ βουνό;» Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ βασιλεύει στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ καὶ δὲν γνωρίζω τίποτα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἀναφέρεις». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Ὁμολόγησε μὲ εἰλικρίνεια μὲ ποιά μαγικὰ τεχνάσματα μαζεύονταν κοντά σου τὰ ἄγρια ζῶα, πρὶν ριχτεῖς σὲ βασανιστήρια καὶ τιμωρίες». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἐγὼ ἐπικαλοῦμαι τὸν Χριστό, τὸν σωτήρα τοῦ κόσμου, καὶ δὲν ἔμαθα νὰ κάνω μάγια. Νά, τὸ σῶμα μου βρίσκεται ἐνώπιόν σου, κάνε το ὅ,τι θέλεις. Γιατὶ πάνω στὴ ψυχή μου δὲν ἔχεις ἐξουσία ἐσύ, ἀλλὰ μόνο ὁ Θεὸς ποὺ βρίσκεται στοὺς οὐρανούς». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Μὲ καταφρονεῖς ἐπειδὴ παίρνεις θάρρος ἀπὸ τὶς μαγεῖες σου, ἀλλὰ δὲν θὰ μπορέσεις νὰ μοῦ κάνεις μάγια». Ὁ Μάμας εἶπε: «Τὸ σινάφι τῶν γητευτῶν καὶ τῶν μάγων μισεῖ ὁ Θεός, ποὺ εἶναι ὁ κριτής τους. Καὶ πῶς μπορῶ ἐγώ, ποὺ ἐπικαλοῦμαι τὸν ζωντανὸ Θεό, νὰ κάνω μάγια; Τοῦτο νὰ ξέρεις, ὅτι οὔτε φοβήθηκα οὔτε δείλιασα μὲ τὴν ἀπειλή σου. Γιατὶ ἔχουμε Θεὸ στοὺς οὐρανούς, ποὺ μᾶς ἔδωσε ἐντολὴ Αὐτὸν μόνο νὰ προσκυνοῦμε καὶ Αὐτὸν μόνο νὰ λατρεύουμε». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Μὴν καταφεύγεις στὰ τεχνάσματα τῶν λόγων, ἀλλὰ ὁμολόγησε χωρὶς χρονοτριβὴ αὐτὰ ποὺ ἔκανες στὸ βουνό». Ἀποκρίθηκε ὁ Μάμας καὶ εἶπε: «Τί νὰ σοῦ ὁμολογήσω;» Ὁ Ἀλέξανδρος ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Ἀναγνώρισε τὴ θεότητα τοῦ καίσαρα κι ἐγὼ σὲ ἀπελευθερώνω». Ὁ Μάμας εἶπε: «Σοῦ δίνω τὸν λόγο μου ἐν ὀνόματι τοῦ παντοκράτορα Θεοῦ καὶ τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ Του, ὅτι δὲν θυσιάζω στὰ δαιμόνια· δὲν μπορῶ νὰ ὁρκιστῶ σὲ ὀνόματα ἀσεβῶν καὶ παράνομων ἀνθρώπων». Ὁ ἡγεμόνας Ἀλέξανδρος εἶπε: «Ἀρνήσου τὸν Θεό σου καὶ θυσίασε στοὺς θεούς». Ἀποκρίθηκε ὁ Μάμας καὶ εἶπε: «Ἐγὼ ἔμαθα νὰ προσφέρω στὸν Θεό μου θυσία ἀναίμακτη, δηλαδὴ νὰ ἀναπέμπω προσευχὲς καὶ ὕμνους πρὸς Αὐτὸν κι ὄχι νὰ λατρεύω ἀνώφελα δαιμόνια». Ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε: «Ἄχ, ἐξαίσιο παιδί, πολὺ λυποῦμαι σὰν βλέπω τὰ νιάτα σου, βλέποντας νὰ ἔχεις καὶ τέτοια ὀμορφιά. Γιατί, ὅπως ὑπολογίζω, εἶσαι πάνω κάτω δώδεκα χρόνων. Καὶ δακρύζω γιὰ σένα, ἐπειδὴ πρόκειται νὰ θανατωθεῖς στὴ φωτιά. Ἀρνήσου λοιπὸν τὸν Θεό σου, γιὰ νὰ μὴν τιμωρηθεῖς». Ὁ Μάμας εἶπε: «Γιὰ τὴ δική σου ἀπώλεια νὰ λυπᾶσαι καὶ γιὰ τὰ δικά σου χρόνια νὰ κλαῖς· ἐπειδή, γιὰ μένα θὰ φροντίσει ὁ Θεός μου». Ὁ Ἀλέξανδρος ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Ἕως πότε θὰ εἶσαι τόσο ἰσχυρογνώμονας, ἐπιμένοντας στὴν τιμωρία σου; Ἀρνήσου τὸν Θεό σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Τὸν Θεό μου, ποὺ ἔκανε θαύματα μεγάλα, δὲν Τὸν ἀρνοῦμαι. Γι’ αὐτό, ἐκεῖνο ποὺ θέλεις νὰ κάνεις, κάνε το». 

17. Ὁ ἡγεμόνας, ἀφοῦ καταλήφθηκε ἀπὸ μεγάλο θυμό, πρόσταξε νὰ τὸν κρεμάσουν καὶ νὰ τοῦ γδάρουν τὸ δέρμα. Ἐνῶ τὸν ἔγδερναν, δὲν βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα του τὸ παραμικρό, ἀλλὰ εἶχε τὸ βλέμμα στραμμένο στὸν οὐρανό. Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Ἀκόμα δὲν ἔνοιωσες τὰ βασανιστήρια;» Ὁ Μάμας εἶπε: «Εὐχαριστῶ τὸν Θεό μου, ποὺ μοῦ παρέχει δύναμη νὰ ὑπομένω τὰ πονηρά σου σχέδια. Ὅπως ἐσύ, ποὺ κάθεσαι ἐκεῖ, δὲν ἔνοιωσες κάποιον σωματικὸ πόνο, ἔτσι κι ἐμένα δὲν μὲ ἄγγιξε κανένας πόνος στὴν ψυχή». Ὁ ἡγεμόνας, ἔξαλλος ἀπὸ ὀργή, πρόσταξε τοὺς δημίους λέγοντας: «Ξύστε τον μέχρι νὰ ἀγγίξετε τὰ ἐσωτερικά του ὄργανα». Καὶ ἐνῶ οἱ δήμιοι τὸν ἔγδερναν ὅλο καὶ περισσότερο, ὁ Μάμας, στρέφοντας τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό, στέναξε καὶ εἶπε: «Κύριε, δῶσε μου τὴ βοήθειά Σου». Καὶ ἀμέσως ἀκούστηκε φωνή ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ποὺ ἔλεγε: «Δεῖξε ἀνδρεία, Μάμα, καὶ μεῖνε δυνατός». Κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφοὺς ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ, ὅταν ἄκουσαν τὴ φωνὴ γέμισαν χαρά, ἐνῶ ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους κανεὶς δὲν τὴν ἄκουσε. Ὁ ἡγεμόνας πρόσταξε νὰ τὸν κατεβάσουν καὶ νὰ τὸν μεταφέρουν στὴ φυλακὴ καὶ νὰ πυρώσουν ἕνα καμίνι γιὰ τρεῖς μέρες. Ἀφοῦ ἦρθε στὴ φυλακὴ ὁ Μάμας, βρῆκε ἐκεῖ σαράντα πρόσωπα. Ἀφοῦ γονάτισε, προσευχήθηκε στὸν Θεὸ λέγοντας: «Ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας, εἰσάκουσέ μου τοῦ ἁμαρτωλοῦ δούλου σου Μάμα καὶ μὴ μὲ ἐγκαταλείπεις καὶ μὴν ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ κοντά μου». Ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν στὴ φυλακή, ἦρθαν κοντά του καὶ ἔπεσαν στὰ πόδια του. Ἀπευθυνόμενος σ’ αὐτούς, ὁ Μάμας εἶπε: «Τί θέλετε;» Ἐκεῖνοι εἶπαν: «Πεινοῦμε, δοῦλε τοῦ Θεοῦ». Ἐνῶ ἔλεγαν αὐτὰ τὰ λόγια στὸν Μάμα, μπῆκε ἀπὸ τὸ παράθυρο ἕνα περιστέρι ποὺ κουβαλοῦσε μέλι καὶ γάλα, καὶ εἶπε στὸν Μάμα: «Δέξου αὐτὸ τὸ μαργαριτάρι, γιατὶ σοῦ τὸ ἔστειλε ὁ Δεσπότης Ἰησοῦς Χριστός». Ἀφοῦ πῆρε τὸ μέλι καὶ τὸ γάλα ὁ Μάμας, ἄρχισε νὰ τρώει καὶ ἔδωσε καὶ σὲ ὅλους ἐκείνους νὰ φᾶνε. Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ἀνοίχτηκε τὸ παραπόρτι καὶ βγήκανε ἔξω ὅλοι οἱ φυλακισμένοι, ἐνῶ ὁ Μάμας ἔμεινε μόνος στὴ φυλακή. 

18. Ὅταν ἄκουσε ὁ ἡγεμόνας γιὰ τὴ φυγή τους, εἶπε στὸν δεσμοφύλακα: «Κάλεσε τὸν Μάμα στὸ βῆμα». Ὅταν παρουσιάστηκε στὸ βῆμα, τοῦ εἶπε ὁ ἡγεμόνας: «Ἀρνήσου λοιπὸν τὸν Θεό σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Σοῦ ἔχω πεῖ πολλὲς φορὲς ὅτι εἶμαι χριστιανὸς καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἀρνηθῶ τὸν Θεό μου». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Θὰ σὲ θανατώσω στὴ φωτιά, ἂν δὲν θυσιάσεις». Ὁ Μάμας εἶπε: «Κάνε ὅ,τι θέλεις». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Σίγουρα παίρνεις θάρρος ἐπειδὴ οἱ μαγεῖες σου εἶναι ἰσχυρὲς καὶ γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο περιφρονεῖς τὴ φωτιά. Θυσίασε στοὺς θεοὺς καὶ ἀπάλλαξε τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὴν τιμωρία ποὺ σὲ περιμένει». Ὁ Μάμας εἶπε: «Σὲ ποιούς θεοὺς μὲ διατάζεις νὰ θυσιάσω;» Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Στὸν Ἥλιο καὶ τὸν Ἡρακλὴ καὶ τὸν Ἀπόλλωνα». Ὁ Μάμας εἶπε: «Καλὰ εἶπες νὰ θυσιάσω στὸν Ἀπόλλωνα· γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ θυσιάζει στὸν Ἀπόλλωνα, χάνει τὴν ψυχή του». Ὅταν ὁ ἡγεμόνας ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια, ἔδωσε διαταγὴ νὰ τὸν ρίξουν στὸ καμίνι, λέγοντας στοὺς Ἀλέξανδρο καὶ Ζώσιμο, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πυρακτώσει τὸ καμίνι: «Πάρτε τον καὶ ρίξτε τον στὸ καμίνι, γιὰ νὰ τὸν κάψει ἡ φωτιὰ καὶ ἔτσι νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν κάκιστη καὶ ἐριστικὴ διάθεσή του». Ἐκεῖνοι, ἀφοῦ τὸν πῆραν, τὸν ὁδήγησαν στὸν τόπο ὅπου ἦταν τὸ καμίνι. 

19. Ὁ Μάμας, ὅταν εἶδε τὸ πυρωμένο καμίνι, στρέφοντας τὸ βλέμμα στὸν οὐρανὸ εἶπε: «Ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας, εἰσάκουσέ με τὸν ἁμαρτωλό, καὶ χάρισέ μου μέχρι τέλους τὴν ὑπομονὴ καὶ κράτησέ με ἀνέπαφο ἀπὸ αὐτὴ τὴ φωτιά, γιὰ νὰ μάθουν αὐτοὶ ποὺ δὲν Σὲ ἀναγνωρίζουν ὅτι Ἐσὺ μόνο εἶσαι ὁ Θεός». Καί, ἀφοῦ σφραγίστηκε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, μπῆκε μέσα στὸ καμίνι. Μόλις μπῆκε μέσα, ἀμέσως ἡ φλόγα ἐξασθένησε καὶ ὁ Μάμας στεκόταν ὄρθιος μέσα στὸ καμίνι δοξάζοντας τὸν Θεὸ καὶ λέγοντας: «Εὐχαριστῶ Σε, Δέσποτα, ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ· Σὲ ἱκετεύω, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐπισκέφθηκες τοὺς τρεῖς παῖδες καὶ ἀπέστειλες τὸν ἄγγελό σου καὶ τοὺςλύτρωσες ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς  φωτιᾶς, ἔτσι νὰ σώσεις κι ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ ἀπὸ τὴ δόλια πλάνη τοῦ διαβόλου». Ἀφοῦ λοιπὸν προσευχήθηκε μὲ αὐτὰ τὰ λόγια, ἀμέσως ἕνα περιστέρι ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς χώρισε τὴ φωτιά, ἔτσι ποὺ νὰ γίνει σὰν ἕνα εἶδος καμάρας ἀπὸ πάνω του, καὶ ἡ φωτιὰ δὲν τὸν ἄγγιζε. 

20. Μετὰ ἀπὸ πέντε μέρες, ἔδωσε διαταγὴ ὁ ἡγεμόνας νὰ ἀνοίξουν τὸ καμίνι, γιὰ νὰ βγάλουν ἔξω τὰ ὀστά του. Ὅταν πλησίασαν οἱ στρατιῶτες, τὸν ἄκουσαν νὰ προσεύχεται μέσα στὸ καμίνι καί, μένοντας κατάπληκτοι, ἔφυγαν καὶ ἀνάγγειλαν τὰ σχετικὰ στὸν ἡγεμόνα λέγοντας: «Ἀφέντη ἡγεμόνα, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μάγος, ἀλλὰ ὁ Θεός του εἶναι μεγάλος καὶ τὸν βοηθᾶ, μέχρι ποὺ καὶ ἀπὸ τὸ πυρωμένο καμίνι τὸν ἔσωσε». Ὁ ἡγεμόνας ἐκπλάγηκε λέγοντας: «Οἱ μαγεῖες του ἐνεργοῦν καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὸν ἄγγιξε ἡ φωτιά. Πηγαίνετε λοιπὸν καὶ βγάλτε τον ἀπὸ τὸ καμίνι καὶ ὁδηγεῖστε τον ἐνώπιόν μου». Οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ πῆγαν καὶ ἄνοιξαν τὸ καμίνι, εἶδαν μιὰ στρατιὰ ἀγγέλων νὰ τοῦ παραστέκεται μέσα σὲ μεγάλη φωτοχυσία, ἐνῶ ὁ Μάμας στεκόταν ἀνάμεσά τους δοξολογώντας τὸν Θεό. Οἱ στρατιῶτες τοῦ εἶπαν κραυγάζοντας: «Ἔλα ἔξω, Μάμα, σὲ καλεῖ ὁ ἡγεμόνας». Ὅταν ὁ Μάμας βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸ καμίνι, οἱ ἄγγελοι ἀποχώρησαν. 

21. Ἀφοῦ τὸν παρουσίασαν στὸν ἡγεμόνα, τοῦ εἶπε ὁ ἡγεμόνας: «Τί γίνεται, Μάμα; Πῶς μάγεψες ἀκόμα καὶ τὴ φωτιά;» Ὁ Μάμας στεκόταν σιωπηλὸς χωρὶς καθόλου ν’ ἀποκρίνεται. Καὶ ὁ ἡγεμόνας τοῦ εἶπε πάλι: «Ὁμολόγησε τί ἔκανες ἐκεῖ στὸ βουνὸ καὶ δὲν θὰ σὲ θανατώσω». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἂν εἶναι αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ μάθεις, ἡγεμόνα, θὰ σοῦ πῶ ὅτι μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ μου μοῦ δόθηκε ἡ δυνατότητα καὶ ἔκανα πολλὰ θαυμαστά, καὶ μὲ τὴν προσταγὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μαζεύονταν τὰ ἄγρια ζῶα καὶ δόξαζαν μὲ τὴ δική τους φωνὴ μαζί μου τὸν Θεό. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανα». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Πές μου εἰλικρινά, μὲ ποιόν τρόπο μάγεψες τὰ ἄγρια ζῶα». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἐγὼ δὲν εἶμαι μάγος, ἀλλὰ χριστιανός». Ὁ ἡγεμόνας Ἀλέξανδρος εἶπε: «Ἔχω ἐδῶ μεγάλα θηρία καί, ἂν δὲν συγκατανεύσεις νὰ θυσιάσεις στοὺς θεούς, θὰ σὲ δώσω σ’ αὐτὰ νὰ σὲ φᾶνε». Ὁ Μάμας εἶπε: «Αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ κάνεις, κάνε το». 

22. Ὁ ἡγεμόνας εἶπε στοὺς ἀξιωματικοὺς ποὺ ἦταν ὑπεύθυνοι γιὰ τὰ σχετικά μὲ τὸ κυνήγι: «Φροντίστε νὰ μοῦ φέρετε κάθε εἴδους ζῶα, γιὰ νὰ παλέψει μαζί τους ὁ Μάμας». Ἐκεῖνοι ἔκαναν ἀμέσως αὐτὸ ποὺ τοὺς πρόσταξε. Ὅταν λοιπὸν βάλανε τὸν Μάμα στὸ στάδιο, ἐξαπολύουν ἐναντίον του μιὰ τρομερότατη ἀρκούδα, ἡ ὁποία, ἀφοῦ βγῆκε τρέχοντας καὶ πλησίασε τὸν μάρτυρα, τὸν προσκύνησε. Καὶ ἐπειδὴ δὲν τὸν ἄγγιξε ἡ ἀρκούδα, πρόσταξε νὰ ἀμολήσουν μιὰ λεοπάρδαλη, ἡ ὁποία, ἀφοῦ ἔτρεξε, πήδησε στὸν λαιμό του καὶ ἄρχισε νὰ γλείφει τὸν ἱδρώτα του μὲ τὴ γλώσσα της. Ὅταν εἶδε ὁ ἡγεμόνας ὅτι κανένα ἀπὸ τὰ θηρία δὲν τὸν ἄγγιξε, πρόσταξε νὰ τὸν ρίξουν στὴ φυλακὴ καὶ νὰ πᾶνε νὰ αἰχμαλωτίσουν ἕνα ἄγριο λιοντάρι, στὸ ὁποῖο νὰ μὴ δώσουν τροφὴ γιὰ ἑφτὰ μέρες. Ὅταν συνέλαβαν τὸ λιοντάρι, πρόσταξε ὁ ἡγεμόνας νὰ φέρουν τὸν Μάμα στὸ στάδιο καὶ νὰ ἀμολήσουν κατεπάνω του τὸ λιοντάρι. Ὅμως, τὸ λιοντάρι, ἀφοῦ βγῆκε στὸ στάδιο, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ μὲ ἀνθρώπινη φωνὴ λέει: «Ὦ ἀνθρώπινη φύση, τὴν ὁποία σκεπάζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, νὰ ποὺ γιὰ χάρη σου μὲ κάνουν οἱ ἄγγελοι νὰ μιλῶ μὲ ἀνθρώπινη φωνή. Ἐσὺ εἶσαι ὁ ποιμένας, ποὺ μὲ ποίμανες στὸ βουνὸ καὶ γιὰ σένα ἔχω ἔρθει ἐδῶ». Ὅταν τὸ λιοντάρι εἶπε αὐτά, κλείστηκαν ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους οἱ πύλες τοῦ σταδίου καὶ τὸ λιοντάρι, ἀφοῦ ἀνέβηκε στὶς κερκίδες, κατασπάραξε μεγάλο πλῆθος ἀπὸ Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες. Σώθηκε μόνο ὁ ἡγεμόνας μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες του. Καὶ αὐτὸ ἔγινε μὲ παράκληση τοῦ Μάμα· γιατὶ εἶχε πεῖ στὸ λιοντάρι νὰ τοῦ χαρίσει τὴ ζωή, κρατώντας τον γιὰ τὴ θεία καὶ οὐράνια κρίση, ἔτσι ὥστε νὰ ὑποστεῖ ἄξια τιμωρία γιὰ περισσότερες ἀδικίες. Καὶ ἀπὸ κείνους ποὺ κατασπαράχθηκαν, γέμισε ὁ τόπος αἵματα. 

23. Ὅμως,οὔτε καὶ ἔτσι δὲν φοβήθηκε ὁ παράνομος ἡγεμόνας, ἀλλὰ φεύγοντας γιὰ τὸ διοικητήριο καὶ ἀφοῦ κάλεσε ἐκεῖ τὸν Μάμα, τοῦ εἶπε: «Ἀρνήσου τὸν Θεό σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἱερόσυλε καὶ ὑποκριτή, κοινωνὲ τῶν δαιμόνων, δὲν θὰ βάλεις σὲ πειρασμὸ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ Μάμα· διότι δὲν ἀρνοῦμαι τὸν Θεό μου. Θὰ ἔρθει μεγάλη φλόγα καὶ ξίφος τιμωρίας ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ θὰ σὲ θανατώσει, ὅπως καὶ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀρνοῦνται τὸν Θεό. Ἀνταπόδωσέ τους, Κύριε, γρήγορα, ἐπειδὴ δὲν σὲ ἀναγνωρίζουν ὡς τὸν ζωντανὸ Θεό, ἀλλὰ λατρεύουν τὰ κουφὰ εἴδωλα, τὶς πέτρες καὶ τὰ ξύλα ποὺ σκαλίστηκαν ἀπὸ ἀνθρώπους». Ὁ ἡγεμόνας, ἔχοντας ἀναστατωθεῖ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια, εἶπε: «Ἔχω ἕνα φοβερὸ λιοντάρι καὶ μ’ αὐτὸ θὰ σὲ θανατώσω». Ὁ Μάμας εἶπε: «Αὐτὸ ποὺ θὲς νὰ κάνεις, κάνε το, μόνο βιάσου». Καὶ τὴν ἴδια στιγμή, πρόσταξε νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ στάδιο. Ὁ Μάμας εἶπε στὸν ἡγεμόνα: «Τύραννε καὶ μισάνθρωπε κι ἐχθρὲ τῆς ἀλήθειας, ἐκτέλεσε γρήγορα τὴ διαταγὴ τοῦ πατέρα σου τοῦ λεγόμενου σατανᾶ». Καὶ πρόσταξε ὁ ἡγεμόνας νὰ ἀμολήσουν κατεπάνω του τὸ λιοντάρι. Ὁ Μάμας, ὄρθιος μέσα στὸ στάδιο, στρέφοντας τὸ βλέμμα πρὸς τὸν οὐρανό, δόξαζε τὸν Θεό. Τὸ λιοντάρι, βγαίνοντας μὲ μεγάλο βρυχηθμό, ἦρθε καὶ ξάπλωσε στὰ πόδια τοῦ μάρτυρα καὶ μὲ τὴν οὐρά του ὑποκλινόταν ἱκετευτικὰ μπροστά του. Ὅταν εἴδαν αὐτὸ τὸ πράγμα τὰ πλήθη, οὐρλιάζοντας ἀποδοκίμαζαν μὲ σφυρίγματα καὶ ἔλεγαν: «Βγάλε ἀπὸ τὴ μέση τὸν μάγο, ἡγεμόνα, ποὺ δὲν ὑπακούει στοὺς θεούς». Καὶ ἔριχναν πέτρες κατεπάνω του· ὅμως οἱ πέτρες δὲν τὸν ἄγγιζαν καὶ ἔπεφταν κυκλικὰ γύρω του στὸ χῶμα. 

24. Ὁ ἡγεμόνας, πεισματώνοντας, πρόσταξε νὰ φέρουν ἱππεῖς στρατιῶτες καί, ἀφοῦ τὸν ὁδηγήσουν στὸν διάδρομο τῶν ἱππικῶν ἀγώνων, νὰ τὸν χτυπήσει ἕνας μονομάχος μὲ τρίαινα. Ὅταν ἔγιναν αὐτά, ὅλα τὰ πλήθη ἐκπλήττονταν μὲ τὴν ὑπομονή του. Ἀφοῦ ἔγινε μεγάλη ἡσυχία, ἀκούστηκε φωνή ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ λέγει: «Ἔλα λοιπόν, Μάμα, ἀνέβα στὸν οὐρανὸ καὶ ὁ Πατέρας χαίρεται γιὰ τὰ μαρτύριά σου καὶ ὁ Υἱὸς ποὺ σὲ στεφάνωσε καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ σὲ καθοδηγοῦσε». Καὶ ἐνῶ τὰ αἵματά του ἔτρεχαν σὰν κρουνοί, βγῆκε ἔτσι ἀπὸ τὸ στάδιο κρατώντας τὰ ἐντόσθιά του. Καὶ ἀφοῦ ἀπομακρύνθηκε μέχρι δύο στάδια ἀπὸ τὴν πόλη, βρῆκε μιὰ πέτρα ὅπου κάθισε καὶ ξεκουράστηκε. Καὶ ἀφοῦ ἔστρεψε τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό, εἶπε: «Κύριε, μὴν ἀνταποδώσεις σ’ αὐτοὺς γιὰ ὅσα μοῦ ἔκαναν, ἀλλὰ ἀνάπαυσέ μου τὴν ψυχὴ εἰρηνικὰ καὶ χάρισέ μου μερίδιο καὶ μοίρα μαζί μὲ τοὺς ἁγίους σου μάρτυρες». Καί, ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ καὶ εὐχαρίστησε τὸν Θεό, παράδωσε τὸ πνεῦμα του. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ποὺ εἶχαν πορευτεῖ μαζί του ὣς ἐκεῖ, ἄνθρωποι εὐλαβεῖς, ἀφοῦ πῆραν τὸ πανάγιό του λείψανο, τέλεσαν τὴν κηδεία του μὲ μεγαλοπρέπεια, καὶ τὸν ἔθαψαν σὲ γνωστὸ τόπο.

Μαρτύριο Αγίου Μάμα. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

25. Μαρτύρησε ὁ ἅγιος Μάμας στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας πρὶν ἀπὸ δεκατρεῖς καλένδες τοῦ Σεπτεμβρίου (δηλ. κατὰ τὴν δεκάτη ἐνάτητοῦ Αὐγούστου), ἐπὶ αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ, ἐνῶ ἡγεμόνας τῆς Καππαδοκίας ἦταν ὁ Ἀλέξανδρος, καὶ γιὰ μᾶς ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Μετάφραση: Γιῶργος Κυθραιότης.
Πηγή: Βιβλίο «Ἅγιος Μάμας, ὁ πολιοῦχος τῆς Μητροπόλεως Μόρφου» (ἐκδόσεις «Θεομόρφου»)

Ιερές Αγρυπνίες στην Ιερά Μητρόπολη Μόρφου (Σεπτέμβριος 2025)

    • Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου, 8:30 μ.μ. – Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτου παρά τον Άγιο Επιφάνιο Σολέας: Ησυχαστική Αγρυπνία (Αγίου Κουρνούτα του εν Αγροκηπία).
    • Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου, 8:00 μ.μ. – Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου παρά την Ορούντα, Ναός Αγίου Φιλουμένου: Αγρυπνία επί τη μνήμη της Αγίας Ισαποστόλου Θέκλας και του Οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου.
    • Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου, 7:30 μ.μ. – Ιερός Ναός Αγίων Νικηφόρου του Λεπρού και Ευμενίου του Νέου στην Περιστερώνα: Πανηγυρική Αγρυπνία επί τη μνήμη της Μεταστάσεως του Αγίου Ενδόξου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου.
    • Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου, 8:30 μ.μ. – Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτου παρά τον Άγιο Επιφάνιο Σολέας: Ησυχαστική Αγρυπνία (Αγίου Ιερομάρτυρος Γρηγορίου Επισκόπου της Μεγάλης Αρμενίας).
    • Ιερό Ησυχαστήριο Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ παρά την Σκουριώτισσα: Η Θεία Λειτουργία τελείται καθημερινά (Κυριακή βράδυ με Πέμπτη βράδυ) στις 12:00 τα μεσάνυχτα. Σημείωση: Το βράδυ της Παρασκευής και το βράδυ του Σαββάτου ΔΕΝ τελείται αγρυπνία αφού η Θεία Λειτουργία τελείται το πρωΐ του Σαββάτου και της Κυριακής αντίστοιχα.

*Η Ησυχαστική αγρυπνία τελείται ως εξής:

      • 8:30 μ.μ. – 9:00 μ.μ.: Μικρό Απόδειπνο – Χαιρετισμοί.
      • 9:00 μ.μ. – 11:00 μ.μ.: Μόνος ο καθένας προσεύχεται σιωπηλά και νοερά με την ευχή Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με και το Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς.
      • 11:00 μ.μ. – ~12:00 π.μ. (μεσάνυχτα): Διαβαστός όρθρος της ακολουθίας της ημέρας, ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως και Δοξολογία. Κατα την διάρκεια αυτή οι ιερείς θα μνημονεύουν στην Αγία Πρόθεση ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων Ορθοδόξων αδελφών μας.
      • ~12:00 π.μ. (μεσάνυχτα): «Ευλογημένη η Βασιλεία…». Έναρξη Θείας Λειτουργίας.