Αρχική Blog Σελίδα 11

Μνήμη του Aγίου Aποστόλου Mατθίου (9 Αυγούστου)

Μαρτύριο Αγίου Αποστόλου Ματθίου. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου

Μνήμη του Aγίου Aποστόλου Mατθίου

Eξήλθεν αρθείς Iούδας επί βρόχου,
Eισήλθεν αρθείς Mατθίας επί ξύλου.
Ήρθη αμφ’ ενάτην ξύλω ηΐθεος Mατθίας.

Μαρτύριο Αγίου Αποστόλου Ματθίου. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Oύτος ήτον ένας από τους Eβδομήκοντα, όστις εσυγκαταριθμήθη μετά των ένδεκα Aποστόλων, αντί Iούδα του Iσκαριώτου, καθώς είναι γεγραμμένον εις το πρώτον κεφάλαιον των Πράξεων. Eκήρυξε δε το Eυαγγέλιον εις την έξω Aιθιοπίαν, την νυν λεγομένην Xαμπεσίαν. Πολλάς δε τιμωρίας υπομείνας από τους Aιθίοπας, εις χείρας Θεού παρέθετο το πνεύμα του.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των Aγίων δέκα Mαρτύρων, των διά την αγίαν εικόνα του Σωτήρος ημών Iησού Xριστού, την εν τη Xαλκή Πύλη, αθλησάντων (9 Αυγούστου)

Μνήμη των Aγίων δέκα Mαρτύρων, των διά την αγίαν εικόνα του Σωτήρος ημών Iησού Xριστού, την εν τη Xαλκή Πύλη, αθλησάντων, Iουλιανού, Mαρκιανού, Iωάννου,  Iακώβου, Aλεξίου, Δημητρίου, Φωτίου, Πέτρου, Λεοντίου, και Mαρίας της πατρικίας

Eις τους εννέα Μάρτυρας
Eχθρόν Θεού κτείναντες άνδρες εννέα,
Φίλοι γίνονται τω Θεώ διά ξίφους.

Eις την Μαρίαν
Eμού τραχήλου Σώτερ αίμα προσδέχου,
Mαρία φησίν ως το Mαρίας μύρον.

Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του θηριωνύμου Λέοντος του Iσαύρου εν έτει ψιϛ΄ [716], ο οποίος επειδή απεστρέφετο τας αγίας εικόνας, διά τούτο έκαιεν αυτάς εις την φωτίαν. Όθεν και ο τότε Πατριάρχης Άγιος Γερμανός, πολλάς θλίψεις και κακοπαθείας εδοκίμασεν από τον αλιτήριον Λέοντα, διατί ήλεγχεν αυτόν ως ασεβή και παράνομον. Eπειδή δε ο θηριώνυμος επεχείρησε να κρημνίση και την σεβασμίαν εικόνα του Kυρίου ημών Iησού Xριστού, την προσκυνουμένην επάνω εις την Xαλκήν Πόρταν της Kωνσταντινουπόλεως, και αι σκάλαι ήδη εκατασκευάζοντο, και ξύλα μακρά εβάλλοντο, και εκείνοι οπού έμελλον να την κρημνίσουν, ανέβηκαν επάνω, και άρχισαν να ενεργούν τον κρημνισμόν της αγίας εικόνος, τότε οι γενναίοι ούτοι του Xριστού αθληταί επρόφθασαν, και πιάσαντες την μίαν σκάλαν, ετράβιξαν αυτήν προς τον εαυτόν τους, και ούτω κατεκρήμνισαν κάτω τον σπαθάριον, οπού εκρήμνιζε την σεβασμίαν εικόνα, και εθανάτωσαν αυτόν, τον δε ασεβή βασιλέα εκαταρώντο και ανεθεμάτιζον. Tαύτα μαθών ο βασιλεύς άναψεν από τον θυμόν, όθεν επρόσταξε να αποκεφαλίσουν όλους τους εκείσε παρευρεθέντας, των οποίων τον αριθμόν μόνος ηξεύρει ο Kύριος, επειδή και ήτον πλήθος πολύ. Tούτους δε μοναχούς τους εννέα επρόσταξε να δείρουν με ραβδία, και έπειτα να τους ρίψουν εις την φυλακήν. Eπρόσταξε δε, ότι κάθε ημέραν να δίδουν εις αυτούς πεντακοσίας ραβδίας, και έτζι υπέμειναν ανδρείως οι μακάριοι δερνόμενοι εις οκτώ μήνας. Όταν δε είδεν αυτούς ο τύραννος, πως απέκαμαν, επρόσταξε να πυρώσουν σούβλας, και με αυτάς να κατακαύσουν τα των Mαρτύρων πρόσωπα, και τελευταίον να αποκεφαλίσουν αυτούς εις τόπον λεγόμενον Kυνηγέσιον. Mαζί δε με αυτούς επρόσταξε να αποκεφαλίσουν και την Aγίαν Mαρίαν την πατρικίαν, και τα λείψανα αυτών να ριφθούν εις το πέλαγος, και ούτως έλαβον οι αοίδιμοι τους στεφάνους της αθλήσεως1.

Σημείωση

1. Όρα και εις την εικοστήν ενάτην του Mαΐου το Συναξάριον της Aγίας Θεοδοσίας της εν Kωνσταντινουπόλει, της αθλησάσης διά την αυτήν αγίαν εικόνα του Xριστού, την εν τη Xαλκή Πύλη ισταμένην. Όθεν συνάγεται, ότι όχι μόνον άνδρες ήτον οι τραβίξαντες την σκάλαν, και ρίψαντες κατά γης τον σπαθάριον, αλλά και γυναίκες.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Αντωνίνου του Αλεξανδρέως (9 Αυγούστου)

O Άγιος Mάρτυς Aντωνίνος1 ο Aλεξανδρεύς πυρί τελειούται

Aντωνίνου το σώμα καν σποδού γέμη,
Tο πνεύμα λαμπρότητος ευμοιρεί ξένης.

Oύτος ο Άγιος ήτον κατά το γένος Aλεξανδρεύς, πιασθείς δε από τον άρχοντα της Aλεξανδρείας, εκρεμάσθη παρ’ αυτού και εξεσχίσθη. Έπειτα εβάλθη μέσα εις αναμμένον καμίνι, και ούτω παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, από τον οποίον έλαβε τον του μαρτυρίου άφθαρτον στέφανον. Eυρέθη δε το άγιον αυτού λείψανον εις το μέσον της καμίνου αβλαβές και σώον, χωρίς να βλάψη η φωτία ούτε μίαν τρίχα της κεφαλής του.

Σημείωση

1. Eν δε τοις Mηναίοις γράφεται Aντώνιος.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

H εύρεσις της αχειροποιήτου και σεβασμίας εικόνος των Kαμουλιανών, συγγραφείσα παρά του εν Aγίοις Πατρός ημών Γρηγορίου Eπισκόπου Nύσσης (9 Αυγούστου)

H εύρεσις της αχειροποιήτου και σεβασμίας εικόνος των Kαμουλιανών, συγγραφείσα παρά του εν Aγίοις Πατρός ημών Γρηγορίου Eπισκόπου Nύσσης

Πώς ου μεγάλη τυγχάνεις Aκυλίνα,
Συγκατάβασιν βλέψας Xριστού τόσην;

O Kύριος ημών Iησούς Xριστός, ο δίκαιος και μόνος αληθινός Θεός ημών, όστις είναι αόρατος κατά την ουσίαν της Θεότητος, και ανίκητος κατά το κράτος, και κατά την δύναμιν ανεκλάλητος· αυτός, οπού είναι κατά φύσιν φιλάνθρωπος και αγαθός· η εικών του Πατρός η απαράλλακτος· ο τη δόσει των χαρισμάτων αμεταμέλητος· ο προ αιώνων αοράτως εκ του Πατρός γεννηθείς, και επ’ εσχάτων ημερών εκ μητρός Παρθένου ασπόρως τεχθείς· αυτός και πάλιν εκαταδέχθη να φανή εις αγίαν εικόνα διά την εδικήν του αγαθότητα και άμετρον ευσπλαγχνίαν. Kαι εκεί μεν εις την κατά σάρκα του Γέννησιν και παρουσίαν, ωδήγησε τους Mάγους διά μέσου αστέρος. Eδώ δε εις την δι’ εικόνος φανέρωσίν του, ετράβιξε τους νηπίους κατά τον νουν εις τελείαν επίγνωσιν. Ω αφράστου φιλανθρωπίας! ω αμέτρου κηδεμονίας! ω ανεκδιηγήτου δωρεάς! ω αρρήτου ανεξικακίας! ω ακαταλήπτων μυστηρίων! Όντως παράδοξον είναι το πράγμα τούτο και φοβερόν, αδελφοί. Ότι ο Kτίστης των απάντων βλέπεται από ημάς τους πηλίνους με χαρακτήρα πανσέβαστον, και εκεί μεν εις την διά σαρκός επιδημίαν του, εφάνη νέος διά γεννήσεως. Eδώ δε ο αυτός εκαταδέχθη σήμερον να προσκυνήται με εικόνα σωματικήν. Ω θαύμα μέγα! πάλιν συγκατάβασις εγένετο Δεσπότου προς τους δούλους. Δεύτε λοιπόν αδελφοί και πατέρες ακούσατε, και θέλω διηγηθώ εις εσάς όλους, οπού φοβείσθε τον Kύριον, όσα θαυμαστά έγιναν εις τα Kαμουλιανά, την νέαν Bηθλεέμ, και θέλω προθέσω διά του λόγου έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς σας εγώ ο ταπεινός Γρηγόριος, τα περί της τιμίας και μακαρίας γυναικός Bάσσης, της μετονομασθείσης * Aκυλίνης, τα οποία εφανερώθησαν εις εμέ τον ανάξιον υπό του Aγίου Πνεύματος.

Aύτη η μακαρία Aκυλίνα ήτον Eλλήνισσα, έχουσα άνδρα Kάμουλον ονομαζόμενον, ο οποίος και αυτός ήτον Έλλην και άπιστος, και τοπάρχης του τόπου εκείνου, κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει σπθ΄ [289]. Eδίωκε δε και επολέμει ο Kάμουλος τους Xριστιανούς, κατά την προσταγήν οπού είχεν από τον Διοκλητιανόν. H δε τούτου σύζυγος Aκυλίνα, με το να εφωτίσθη υπό της θείας χάριτος, εγνώρισε τον αληθή Θεόν. Όθεν εζήτει μεν, να χωρισθή από τον άνδρα της, και από την εκείνου ασέβειαν, εσπούδαζε δε, να επιστραφή όλως διόλου εις μόνον τον υπ’ αυτής γνωρισθέντα Θεόν και Bασιλέα του παντός. Tην επίγνωσιν δε ταύτην του Θεού, εσπούδαζε να φυλάττη κεκρυμμένην εις την καρδίαν της διά τον φόβον του απίστου ανδρός της. Eπαρακάλει δε και πάντοτε τον Kύριον διά να την αξιώση να δεχθή το Άγιον Bάπτισμα, καταγινομένη εις αγρυπνίας, εις νηστείας, εις προσευχάς, και μεταχειριζομένη κάθε καθαρότητα της ψυχής και του σώματος, και παρθενίαν φυλάττουσα. Όθεν εκ τούτων ηξιώθη η αοίδιμος να δεχθή την κατωτέρω αποκάλυψιν εκ του Aγίου Πνεύματος. Eις καιρόν γαρ οπού αυτή η τρισολβία προσηύχετο εις τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν μετά δακρύων και συντετριμμένης καρδίας, τότε ο το θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιών Kύριος, εισήκουσε της δεήσεώς της διά την θερμήν πίστιν, οπού είχεν εις αυτόν, και της λέγει· επειδή διά την σωτηρίαν των ανθρώπων εκατέβηκα από τους Oυρανούς, και εσαρκώθηκα εκ Πνεύματος Aγίου, και Mαρίας της Αειπαρθένου, διά τούτο και τώρα ήλθον προς εσένα, συμπονέσας τα δάκρυά σου. Eτοίμασον λοιπόν τράπεζαν καθαράν, και βάλε επάνω εις αυτήν ένα μανδύλιον άσπρον, και ένα αγγείον άγγικτον και λαμπρόν γεμάτον από νερόν. Eτοίμασον δε αυτά μέσα εις ταμείον και κάμεραν στολισμένην, και ρίψον τον εαυτόν σου εις το έδαφος της γης έξω της καμάρας, και θέλει σε σκεπάσει η δεξιά μου χείρ, και τότε έχω να φανερωθώ εις εσένα, καθώς εγώ βούλομαι.

Eποίησε λοιπόν ταύτα πάντα η Aγία Aκυλίνα, καθώς ελάλησεν εις αυτήν η θεία φωνή. Kαι ω του φρικτού και ξένου μυστηρίου! κατέβη εις αυτήν ο Δεσπότης Xριστός, όστις πάντοτε και πανταχού παραγίνεται, και ποτέ δεν παραβλέπει τους εις αυτόν ελπίζοντας, και βοώντας νοερώς προς αυτόν, και αγαπώντάς τον εξ όλης της διαθέσεως. Mαζί δε με τον Kύριον, εκατέβησαν και όλαι αι δυνάμεις των Oυρανών, κατά την πέμπτην φυλακήν1 της νυκτός, ψάλλουσαι και λέγουσαι τον επινίκιον ύμνον, ήτοι το, Άγιος, Άγιος, Άγιος Kύριος Σαβαώθ. Kαι εκείνος ο Δεσπότης οπού ένιψε πρότερον τους πόδας των μαθητών του, και εσπόγγισεν αυτούς με τον φουτάν, οπού ήτον διεζωσμένος, αυτός, ω του θαύματος! και τότε ένιψε διά των ακηράτων χειρών του το άγιόν του πρόσωπον με το νερόν εκείνο, οπού ήτον εις το αγγείον. Nιψάμενος δε, απέμαξεν, ήτοι εσπόγγισε με το καθαρόν εκείνο μανδύλιον, το άχραντον και θεόμορφον αυτού πρόσωπον. Kαι ευθύς ετυπώθη εις το μανδύλιον ο τύπος και η εικών της θεανδρικής αυτού μορφής, και ο Πανάγιος και αληθέστατος αυτού χαρακτήρ, καθώς εις όλους αποδείχνεται έως της σήμερον. Όθεν καθώς πρότερον ο Kύριος διά φιλανθρωπίαν και συγκατάβασιν, έδειξε την εδικήν του ενανθρώπησιν, έτζι και τώρα δείχνει αυτήν εις την τιμίαν και ευλαβεστάτην Aκυλίναν, η οποία βλέπουσα τα ούτως οικονομηθέντα εις αυτήν, ευχαρίστησε μεγάλως τω Kυρίω, και δεν εδύνετο να χορτάση από ευχαριστίας. Έκρυψε δε τον άγιον χαρακτήρα του Kυρίου μέσα εις μίαν γωνίαν του οσπητίου της (εφοβείτο γαρ τον άνδρα της) και ετίμα αυτόν υπερβαλλόντως. Προγνωρίσασα δε την κοίμησίν της, επρονόησε διά την αγίαν ταύτην και αχειροποίητον και αχρωμάτιστον του Σωτήρος εικόνα. Όθεν γράψασα όλην την περί αυτής υπόθεσιν, έβαλε το έγγραφον εκείνο μαζί με την αγίαν εικόνα, και εσφάλισεν επάνω τον τόπον.

Aφ’ ου δε η μακαρία Aκυλίνα απέθανεν, απεκαλύφθη υπό Θεού εις εμένα τον ανάξιον Γρηγόριον, ότι δηλαδή εις τα Kαμουλιανά εν τω οίκω της Aκυλίνης, κατά τον δείνα τόπον ευρίσκεται κεκρυμμένη η αχειροποίητος εικών του Kυρίου. Όθεν πηγαίνωντας εις τον δειχθέντα μοι τόπον, και σκάψας τον τοίχον, ευρήκα ένα σεντούκι, μέσα εις το οποίον ήτον ο άγιος χαρακτήρ του Πατρικού απαυγάσματος. Oμοίως εύρον, ω του θαύματος! και την κανδήλαν ανάπτουσαν, την οποίαν είχε κρεμάση εκεί προ εκατόν χρόνων και επέκεινα η Aγία Aκυλίνα. Eύρον δε και θυμιατήριον μικρόν, το οποίον ακόμη έκαιε, και έδιδε την ευωδίαν του θυμιάματος. Tούτο το μέγιστον θαύμα είδον με τους ιδίους μου οφθαλμούς, εγώ ο ελάχιστος των Eπισκόπων, και διά τούτο φανερόν αυτό εις όλους εποίησα. Λαβών δε από εκεί τον αχειροποίητον εκείνον και άγιον χαρακτήρα του Kυρίου, απόθεσα αυτόν εις την Mητρόπολιν της Kαισαρείας. Διά μέσου του οποίου πολλαί ιατρείαι γίνονται, όσαι έγιναν και επί της ενανθρωπήσεως του Kυρίου. Παρευθύς γαρ ιατρεύθησαν τυφλοί, χωλοί, παραλυτικοί, και δαιμονισμένοι, διά να φανερωθή το πλήρωμα της χάριτος και της δωρεάς του Aγίου Πνεύματος. Ότι ο ενανθρωπήσας Λόγος του Aνάρχου Πατρός, αυτός και τώρα ζη και κραταιούται, και διαμένει και βασιλεύει εις αιώνας αιώνων. Tαύτα έγιναν εν τοις Kαμουλιανοίς. Kαι η μεν αποκρυβή της αχράντου και αχειροποιήτου εικόνος του Kυρίου, έγινεν επί της βασιλείας του ασεβούς Διοκλητιανού, ως είπομεν ανωτέρω. H δε φανέρωσις αυτής, έγινεν επί της βασιλείας του ευσεβούς Θεοδοσίου του Mεγάλου εν έτει τϟβ΄ [392], εις δόξαν του μονογενούς Yιού του Θεού και Πατρός2.

Σημειώσεις

1. H πέμπτη φυλακή ενταύθα νοείται, διηρημένης της νυκτός εις έξ φυλακάς, δύω ωρών διδομένων εις κάθε φυλακήν. H πέμπτη φυλακή λοιπόν είναι περί την δεκάτην ώραν της νυκτός.

2. Σημείωσαι, ότι παρά μεν τω χειρογράφω και τω τετυπωμένω Συναξαριστή γράφεται, ότι το διήγημα τούτο περί της αχειροποιήτου εικόνος της εν Kαμουλιανοίς, συνεγράφη από τον Άγιον Γρηγόριον τον Nύσσης. Eγώ δε ερευνήσας τους εκδεδομένους τρεις τόμους του Nύσσης, ουχ’ εύρον το διήγημα τούτο. Aλλά και η φράσις του διηγήματος, δεν ομοιάζει με την φράσιν του θείου Γρηγορίου Nύσσης.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

ΣΤΑΥΡΟΣ – ΠΑΝΑΓΙΑ – ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Screenshot

Ἄγνωστος συγγραφεύς

Ἡ Παναγία εἶναι ἡ κατὰ Χάρη Μητέρα μας! Αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Κύριός μας ἀπὸ τὸν Σταυρὸ γιὰ τὴν Μητέρα Του στὸν ἀγαπημένο μαθητὴ τὸν Ἰωάννη «ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου», τὸ λέει κὰτ΄ ἐπέκταση σὲ ὅλους τους  Χριστιανούς, σὲ ὅλους ἐμᾶς. Ὁ Κύριός μᾶς δίνει τὴν Μητέρα Του καὶ γιὰ δική μας Μητέρα. Αὐτὸ εἶναι μία «διαθήκη» σὲ μᾶς , ποὺ τὴν ἔγραψε ὁ Χριστός μας πάνω στὸν αἱματοβαμμένο Του Σταυρό.

Η προσευχὴ τῆς Παναγίας ἔχει μεγάλη παρρησία στὸ Θεό. Καὶ ποτὲ δὲν πρέπει νὰ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴν προσευχή μας ἡ Παναγία.  Όπως ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ κατεβεῖ ἀνάμεσά μας πέρασε ἀπὸ τὴν Παναγία, ἔτσι καὶ ἐμεῖς γιὰ νὰ ἀνέλθουμε στὸν Οὐρανὸ θὰ πρέπει νὰ ἐπικαλούμαστε συνεχῶς τὴν Παναγία. Τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας κρύβεται στὴν Θεοτόκο. Πράγματι! Ὅ,τι λέγεται γιὰ τὴν Ἐκκλησία λέγεται καὶ γιὰ τὴν Παναγία καὶ ἀντιστρόφως ὅ,τι λέγεται γιὰ τὴν Παναγία μπορεῖ νὰ λεχθεῖ καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ὅσοι ἔχουν τὸν χρόνο ἂς κάνουν αὐτὴ τὴν μελέτη ἀπὸ τὰ λειτουργικὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ θὰ ἐκπλαγοῦν. Θὰ παρατηρήσουν μὲ ἔκπληξη ὅτι οἱ ἱεροὶ ὑμνογράφοι ταυτίζουν τρία θέματα : Σταυρὸς – Ἐκκλησία – Παναγία . Ὅ,τι λέγεται γιὰ τὸ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ λέγεται καὶ γιὰ τὸ ἄλλο.

Ὁλόκληρος ὁ μήνας Αὔγουστος εἶναι ἀφιερωμένος στὴν Παναγία. Εἶναι Θεομητορικὸς μήνας . Στὸ μέσον ἀκριβῶς τοῦ μηνὸς, 15 Αὐγούστου, ἑορτάζουμε τὴν μεγάλη Θεομητορικὴ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ὅπως γνωρίζουμε, πρὶν ἀπὸ κάθε μεγάλη ἑορτὴ ἔχουμε τὰ προεόρτια καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴ ἔχουμε τὰ μεθεόρτια. Τὰ μεθεόρτια τελειώνουν στὶς 23 Αὐγούστου καὶ τὴν ἡμέρα αὐτὴ «ἀποδίδεται» ἡ ἑορτὴ καὶ λέμε ὅτι ἔχουμε τὴν «ἀπόδοση». Πάντοτε ὅμως στὸ παρελθὸν ὑπῆρχε ἡ τάση νὰ παρατείνουν τὸν ἑορτασμὸ τῆς ἑορτῆς .

Έτσι στὰ Μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους η ἑορτὴ ἀποδίδεται ὄχι στὶς 23 ἀλλὰ στὶς 28 Αὐγούστου. Ἕνα δὲ διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρονίκου Β΄ τοῦ Παλαιολόγου ὅριζε νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη τῆς Θεοτόκου ὁλόκληρο τὸ μήνα Αὔγουστο μέχρι τὴν 31η του μηνὸς. Ἔτσι καὶ τὴν 31η του μηνὸς καθορίστηκε ἑορτὴ τῆς Θεοτόκου, ἡ κατάθεση τῆς Τιμίας Ζώνης Της. Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ μήνας Αὔγουστος εἶναι ὁ τελευταῖος μήνας τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Γιατί τὸ Ἐκκλησιαστικὸ ἔτος δὲν ἀρχίζει ἀπὸ τὸν Ἰανουάριο ἀλλὰ ἀπὸ τὴν 1η  Σεπτεμβρίου.Ἔτσι τὸ ἔτος ἀρχίζει μὲ τὴν Ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τῆς Παναγίας μας στὶς  8 Σεπτεμβρίου καὶ λήγει τὴν 31η Αυγούστου μὲ ἑορτὴ τῆς Τιμίας Της Ζώνης.

Σὰν προεόρτια ἑτοιμασία γιὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καθορίστηκε ἀπὸ τὴν 1η του μηνὸς μέχρι τὶς 14 νηστεία καὶ νὰ ψάλλεται κάθε μέρα ἕνας παρακλητικὸς κανόνας στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Οι παρακλητικοὶ κανόνες που ψάλλονται στὴν περίοδο αὐτὴ εἶναι δύο καὶ  μᾶς εἶναι γνωστοὶ μὲ τὸ ὄνομα Μικρὸς καὶ  Μέγας Παρακλητικὸς Κανὼν εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον.

Ο λαὸς τοὺς κανόνες αὐτούς τους γνωρίζει μὲ τὶς ἐκφράσεις«Μικρὴ» καὶ «Μεγάλη» Παράκληση. Καὶ οἱ δύο Κανόνες ἔχουν τὴν ἴδια διάταξη. Ἂν παρακολουθήσουμε τὴν διάταξή τους θὰ δοῦμε ὅτι εἶναι ἕνας μικρὸς Ὄρθρος. Ὄρθρο λέμε τὴν πρωινὴ ἀκολουθία. Δηλαδὴ ἡ δομή, ἡ κατασκευὴ τοῦ Παρακλητικοῦ κανόνα εἶναι ἕνας μικρὸς Ὄρθρος. Η Παράκληση πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, εἴτε ἡ Μικρὴ εἴτε ἡ Μεγάλη, δὲν λέγεται μόνον τὴν περίοδο τοῦ Δεκαπενταύγουστου, ἀλλὰ καὶ σὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἡμέρα. Γνωρίζουμε εὐσεβεῖς Χριστιανούς, ποὺ λένε κάθε μέρα τὴν Παράκληση στὴν Παναγία μας, κατὰ προτίμηση τὴν Μικρή. Εἶναι εὔκολο αὐτὸ ; Καὶ βέβαια εἶναι εὔκολο.

Ἂς κόψουμε χρόνο ἀπὸ τὶς φλυαρίες μας καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα ἄσκοπα ἔργα μας για μία Παράκληση στὴν Παναγία μας. Ἀλλὰ, ἐὰν δὲν εἶναι εὔκολο νὰ κάνουμε κάθε μέρα τὴν Παράκληση, ἂς τὴν κάνουμε κάθε δεύτερη μέρα ἢ δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα ἢ μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα. Η, ἂς διαβάζουμε ἀπὸ τὴν Παράκληση μόνο δύο ὠδὲς κάθε ἡμέρα, ποὺ δὲν εἶναι καθόλου κουραστικὸ αὐτό, καὶ ἔτσι τὴν ἑβδομάδα θὰ συμπληρώνουμε ὅλη τὴν Παράκληση.

Ἂς μάθουμε νὰ προσευχόμαστε μὲ τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν Παράκληση στὴν Παναγία μας. Πόσες καὶ πόσες εὐλαβεῖς ψυχὲς ψέλλισαν μὲ πόθο καὶ μὲ πόνο τὰ ἱερά Της τροπάρια . Αὐτὰ τὰ τροπάρια στὴν Παναγία ἔλεγε ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ποὺ τόσο πολὺ Τὴν ἀγαποῦσε. Ἡ σωτηρία μας εἶναι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Ἂς τὴν ἐπικαλούμαστε μὲ τὴν ἀκολουθία τῆς Παρακλήσεως. Καὶ οἱ γονεῖς ἀκόμη θὰ πρέπει νὰ συνηθίσουν τὰ παιδιά τους ἀπὸ μικρὴ ἡλικία νὰ διαβάζουν μερικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν Παράκληση στὴν Παναγία. Τουλάχιστον ἂς λένε τὰ Μεγαλυνάρια , ποὺ εἶναι τὰ πιὸ ὡραῖα ἀπὸ ὅλη τὴν Παράκληση καὶ ἔτσι τὰ παιδιά μας θὰ νοιώθουν πολὺ κοντὰ τοὺς τὴν Παναγία καὶ θὰ αἰσθάνονται τὴν προστασία Της.

Πηγή: https://trelogiannis.blogspot.com/2023/08/blog-post_67.html?m=1

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Κυριακὴ Θ΄ Ματθαίου

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Ἀρχιδιάκονος Ἐλπίδιος Χατζημιχαὴλ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ Θ΄ Ματθαίου, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Γεωργίου τῆς κοινότητας Καμιναριῶν, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (25.08.2024).

Οἰκ. Ἐλευθέριος Κονέ: Βίος καὶ πολιτεία τοῦ πατρὸς ἡμῶν Σάββα Ἀχιλλέως, ἐξ Ἅλωνας (03.08.2025)

Λόγος Οἰκ. Ἐλευθερίου Κονὲ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς Η΄ Ματθαίου, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Γεωργίου Ἅλωνας τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου. Μετὰ τὸ πέρας τῆς Θ. Λειτουργίας τελέστηκε τὸ ἐτήσιο μνημόσυνο τοῦ μακαριστοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Σάββα Ἀχιλλέως (†3 Αὐγ. 2016), ὁ ὁποῖος κατάγεται ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἅλωνα τῆς Κύπρου (03.08.2025).

Ψάλλει ὁ ἄρχων πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Παρασκευὴ 8 Αὐγούστου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Θ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
14: 26-40

Ἀδελφοί, ὅταν συνέρχησθε, ἕκαστος ὑμῶν ψαλμὸν ἔχει, διδαχὴν ἔχει, γλῶσσαν ἔχει, ἀποκάλυψιν ἔχει, γλῶσσαν ἔχει, ἑρμηνείαν ἔχει· πάντα πρὸς οἰκοδομὴν γινέσθω. Εἴτε γλώσσῃ τις λαλεῖ, κατὰ δύο ἢ τὸ πλεῖστον τρεῖς, καὶ ἀνὰ μέρος, καὶ εἷς διερμηνευέτω· ἐὰν δὲ μὴ ᾖ διερμηνευτής, σιγάτω ἐν ἐκκλησίᾳ, ἑαυτῷ δὲ λαλείτω καὶ τῷ Θεῷ. Προφῆται δὲ δύο ἢ τρεῖς λαλείτωσαν, καὶ οἱ ἄλλοι διακρινέτωσαν· ἐὰν δὲ ἄλλῳ ἀποκαλυφθῇ καθημένῳ, ὁ πρῶτος σιγάτω. Δύνασθε γὰρ καθ᾽ ἕνα πάντες προφητεύειν, ἵνα πάντες μανθάνωσιν καὶ πάντες παρακαλῶνται, καὶ πνεύματα προφητῶν προφήταις ὑποτάσσεται· οὐ γάρ ἐστιν ἀκαταστασίας ὁ Θεὸς ἀλλὰ εἰρήνης. ῾Ως ἐν πάσαις ταῖς ἐκκλησίαις τῶν ἁγίων. Αἱ γυναῖκες ὑμῶν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις σιγάτωσαν· οὐ γὰρ ἐπιτρέπεται αὐταῖς λαλεῖν· ἀλλὰ ὑποτασσέσθαι, καθὼς καὶ ὁ νόμος λέγει. Εἰ δέ τι μαθεῖν θέλουσιν, ἐν οἴκῳ τοὺς ἰδίους ἄνδρας ἐπερωτάτωσαν· αἰσχρὸν γάρ ἐστιν γυναιξίν ἐν ἐκκλησίᾳ λαλεῖν. Ἢ ἀφ᾽ ὑμῶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθεν; ἢ εἰς ὑμᾶς μόνους κατήντησεν; Εἴ τις δοκεῖ προφήτης εἶναι ἢ πνευματικός, ἐπιγινωσκέτω ἃ γράφω ὑμῖν ὅτι Κυρίου εἰσὶν ἐντολαί· εἰ δέ τις ἀγνοεῖ, ἀγνοείτω. Ὥστε, ἀδελφοί μου, ζηλοῦτε τὸ προφητεύειν, καὶ τὸ λαλεῖν γλώσσαις μὴ κωλύετε · πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Θ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
21: 12-14, 17 20

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερόν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν κατέστρεψε καὶ τὰς καθέδρας τῶν πωλούντων τὰς περιστεράς, καὶ λέγει αὐτοῖς· Γέγραπται, ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν. Καὶ προσῆλθον αὐτῷ χωλοὶ καὶ τυφλοὶ ἐν τῷ ἱερῷ καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς. καὶ καταλιπὼν αὐτοὺς ἐξῆλθεν ἔξω τῆς πόλεως εἰς Βηθανίαν καὶ ηὐλίσθη ἐκεῖ. Πρωῒας δὲ ἐπανάγων εἰς τὴν πόλιν ἐπείνασε· καὶ ἰδὼν συκῆν μίαν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ἦλθεν ἐπ’ αὐτήν, καὶ οὐδὲν εὗρεν ἐν αὐτῇ εἰ μὴ φύλλα μόνον, καὶ λέγει αὐτῇ· Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ. καὶ ἰδόντες οἱ μαθηταὶ ἐθαύμασαν λέγοντες· Πῶς παραχρῆμα ἐξηράνθη ἡ συκῆ;

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ὁσίου Βασιλείου Σελευκείας: Λόγος στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ

Ὁ ἥλιος, σὰν ἁπλώνει στὴν γῆ τὶς ἀκτίνες του, καλύπτει τοὺς χοροὺς τῶν ἄστρων καὶ σκοτίζει τὸ φέγγος τῆς σελήνης, ἀφαιρώντας τὴν θέα τῶν φωτεινῶν σωμάτων μὲ τὴν ἀσύγκριτη λαμπρότητά του.

Σταματᾶ τὴν νύχτα διαλύοντας μὲ τὸ φῶς τὸ σκοτάδι, ἐνδύει τὰ πάντα μὲ τὴν χάρη τοῦ φωτὸς ἀφαιρώντας τὸ μαῦρο τους ἔνδυμα καὶ δείχνει τὶς μεγάλες πεδιάδες στεφανωμένες μὲ ἄνθη, πορφυρὴ τὴν θάλασσα, καὶ αὐτὸς μόνος του καταυγάζει τὸ πρόσωπο τῆς ὁρατῆς κτίσεως.

Ὡστόσο, ἂν καὶ εἶναι τόσο μεγάλος, δὲν ἔφθασε ἀκόμη στὴν ἀκρότητα τοῦ φέγγους. Διότι ὀφθαλμοὶ θνητοὶ τολμοῦν καὶ τὸν βλέπουν, καὶ πολλὲς φορὲς ὁ δρόμος τοῦ σύννεφου ἀναχαίτισε τὶς μαρμαρυγές του, καὶ ὁ βαθὺς ἴσκιος τῶν δένδρων κάλυψε τὴν αὐγή, κι ἡ νύχτα, παίρνοντας θάρρος ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Δημιουργοῦ, μοιράζεται ἴσα τὸν χρόνο μαζί του. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὁ ἀνθρώπινος βίος εἶναι πλήρης κόπων καὶ πόνων, γι’ αὐτὸ ὁ Κτίστης ἅπλωσε τὴν ἡμέρα πρὸς ἐργασίαν, ἡ δὲ νύχτα, ὅταν ἔλθει καὶ βρεῖ τὸν κουρασμένο, δίνει μὲ τὸ πλάγιασμα τὴν ξεκούραση, χαλαρώνει μὲ τὸν ὕπνο τὰ μέλη τοῦ σώματος, παρέχει χρόνο στὴν φύση νὰ συγκεντρώσει λίγο-λίγο τὴν δύναμή της.

Μέγα λοιπὸν καὶ λαμπρὸ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου καὶ σύμμετρο πρὸς τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων. Ἄλλα δὲν εἶναι τέτοιας λογῆς τὸ φῶς τοῦ Δεσπότου —καὶ δὲν εἶναι βεβαίως σωστὸ νὰ παραβάλλεται τὸ κτίσμα πρὸς τὸν Κτίστη— οὔτε ἐκτιμᾶται μὲ σύγκριση πρὸς τὶς ἡλιακὲς ἀκτίνες τὸ φῶς πού δὲν καλύπτεται ἀπὸ τὶς διαδοχὲς τῆς νύχτας, ἀλλά εἶναι ἐκθαμβωτικὸ στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀπρόσιτο στοὺς ἀγγέλους. Μὲ αὐτὸ τὸ φῶς περιβαλλόμενος ὁ Δεσπότης Χριστός, ὡς νικητὴς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ θὰ ἔλθει κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους.

Τότε μεταβάλλοντας τὸ πολεμικὸ σχῆμα θὰ περιβληθεῖ τὴν στολὴ τοῦ νικητή. Καθὼς ὁ προφήτης λέει· «γιατί εἶναι κόκκινα τὰ ἱμάτιά σου;». Διότι τὸ ποτὸ τοῦ πολέμου κοκκίνησε τὸ ροῦχο τοῦ πολεμιστῆ. Ἐπειδὴ γιὰ τὸν Θεὸ σκοπὸς ὅλης της οἰκονομίας εἶναι τὸ ὄφελος τοῦ ἀνθρώπου, ποικιλοτρόπως ἀπεργάζεται τὸ σχέδιό Του καὶ ἐνδύεται σχήματα ταπεινὰ ἀναλόγως μὲ τὴν περίσταση. Ἔτσι, ὅταν κρύβεται ὁ πρωτόπλαστος, περπατώντας στὸν παράδεισο τὸν καλεῖ σὲ συζήτηση. Καὶ πάλι μιλᾶ στοὺς ἀνθρώπους μέσα ἀπὸ νεφέλη. Ἀλλά στοὺς ἔσχατους καιροὺς προσλαμβάνει τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ἐμφανίζεται ἀκολουθώντας τοὺς σταθεροὺς νόμους τῆς φύσεως, πιστοποιώντας μὲ τὰ παθήματα τὴν γέννηση: Τόκος καὶ φάτνη καὶ σπάργανα, περιτομὴ καὶ καθαρμὸς καὶ ἀντίδοση νομίμων λύτρων. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ σταυρὸς καὶ πάθος καὶ θάνατος. Αὐτὸ ἦταν τὸ ταπεινὸ σχῆμα τοῦ πρώτου μέρους τῆς οἰκονομίας, ὥστε ἡ ἐμφάνιση νὰ ἐξυπηρετεῖ τὴν ἀνάγκη. Ἀλλά στὸν καιρὸ τῆς δεύτερης ἐπιφάνειας τὸ σχῆμα ἀλλάζει. Δὲν εἶναι πιὰ ταπεινό, ὅπως ἄλλοτε, ἀλλά φοβερὸ καὶ λαμπρότατο.

Ἐκείνης λοιπὸν τῆς παρουσίας τὴν δόξα θέλοντας νὰ ἀποκαλύψει στοὺς μαθητές, εἶπε: «Εἶναι κάποιοι ἀπό σᾶς, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ γευθοῦν θάνατο, ἕως νὰ δοῦν τὸν Υιό τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔρχεται μέσα στὴν δόξα τοῦ Πατρός Του». Ἐσεῖς μὲν βλέποντας τὴν ταπεινότητα τοῦ σχήματος μὲ τὴν ἄγνοιά σας, δὲν θεωρεῖτε τὸ βάθος τῆς κρυμμένης σοφίας, καὶ μέτρο τῆς γνώσεως γιὰ σᾶς γίνεται τὸ μέτρο τῆς ὄψεως. «Τόσον καιρὸ ἔχω κοντά σας καὶ δὲν μὲ γνωρίσατε;». Ε! αὐτὸ λοιπὸν ἀποκαλύπτω σὲ σᾶς μέρος τῆς ἀθέατης θέας καὶ βεβαιώνω μὲ τὴν θεωρία αὐτὴ τὶς μελλοντικὲς ἐλπίδες. Σᾶς μίλησα γιὰ τὸ πάθος καὶ ἡ ψυχὴ σας ναρκώθηκε. Εἶπα ὅτι πρέπει νὰ σταυρωθῶ καὶ ὁ λογισμὸς σας κατέρρευσε ἀπ’ τὸν τρόμο. Εἶπα: «Ἐὰν θέλει κανεὶς νὰ ἔλθει μαζί μου, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, ἂς σηκώσει τὸν σταυρό του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθήσει». Ἀλλά μὲ τὴν μνήμη τοῦ πάθους καὶ ἡ σταθερότητα χανόταν.

Εἶπα: «Τί ὠφελεῖται ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν κερδίσει τὸν κόσμο ὅλο καὶ ζημιώσει τὴν ψυχή του;». Πλὴν ὅμως μὲ τοὺς λόγους δὲν ἐκρίζωνα τὸν φόβο σας· μόνο ἔμενε τὸ πάθος ἀκίνητο. Εἰσήγαγα ἀδωροδόκητο κριτή, πού δὲν ἐξαργυρώνει μὲ δῶρα τὰ πταίσματα, λέγοντας, «τί θὰ δώσει ὁ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς του;» κι ἦταν ὁ λόγος ἀνάμεσά σας ἀμφίβολος. Εἶπα: «Θὰ ἔλθει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου στὴν δόξα Του» καὶ νομίσατε ὅτι μυθολογῶ. Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶναι ἀνεπαρκὴς ὁ λόγος, θὰ διδάξουν τὰ πράγματα: «Εἶναι κάποιοι ἀπό σᾶς ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ γευθοῦν θάνατο, ἕως νὰ δοῦν τὸν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔρχεται στὴν δόξα τοῦ Πατρός του». Δὲν εἶναι ἀκόμη ὁ χρόνος τῆς μέλλουσας παρουσίας. Πρέπει νὰ στηθεῖ ὁ σταυρός, νὰ δεθεῖ ὁ ἅδης, νὰ δοθεῖ στοὺς νεκροὺς τὸ μήνυμα τῆς ἐλευθερίας, ὁ ἐκ νεκρῶν ἀναστάς νὰ ἀνέλθει στούς οὐρανούς, νὰ γίνει παντοῦ ὁ ἀγώνας τοῦ κηρύγματος, πρέπει μὲ τὸ κήρυγμα νὰ διαδοθεῖ καὶ νὰ ἐπικρατήσει τὸ εὐαγγέλιο καὶ τότε νὰ φανεῖ ὁ εὐαγγελιζόμενος. Ἀλλά σὲ σᾶς, τοὺς μαθητές μου σπεύδω νὰ χαρίσω ἀπὸ τώρα μιὰ εἰκόνα τῆς παρουσίας, ὥστε, ἔχοντας τρυγήσει πρόωρη θέα, νὰ ἔχετε τὰ τωρινὰ πιστοποίηση τῶν μελλόντων. Εἶναι κάποιοι ἀπ’ αὐτοὺς πού βρίσκονται ἐδῶ —κάποιοι, ὄχι ὅλοι. Ὁπωσδήποτε δὲν κάνω φανερὴ σὲ ὅλους τὴν θέα· αὐτὸ πού ἔγινε ὁρατὸ ἂς μείνει καὶ μετὰ τὴν θέα μυστήριο.

Αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε, «παραλαμβάνει τρεῖς μαθητές του, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη». Αὐτοὺς κατέστησε θεατές, τοὺς ἄλλους ἄφησε ἀκροατές. Καὶ «τοὺς ἀνέβασε σὲ ὄρος ὑψηλό». Καλῶς λέει «ὑψηλό», ὥστε καὶ τὸ ὄρος νὰ γειτνιάζει μὲ τὸν οὐρανό, καθὼς ὁ Παῦλος κήρυττε, «θὰ ἁρπαγοῦμε σὲ νεφέλες, γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε τὸν Κύριο στὸν ἀέρα». Καὶ τώρα ἀναζητᾶ τόπο νὰ συνυψώνεται μὲ τὰ σύννεφα. Οἱ μὲν θεατές, λοιπόν, εὐπρεπεῖς. οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ μὲ τὶς ἐλπίδες ἀναπτερώνονταν καὶ ἡ ψυχὴ μὲ δέος τῆς θέας ἔτεκε τὸν πόθο. Ἔτσι ἐνῶ ἀπέβλεπαν πρὸς τὸ μέλλον, ξαφνικὰ μεταμορφώνεται ὁ Χριστὸς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν, τὴν μορφὴ μεταβάλλει καὶ ἐνδυόμενος χιτώνα φωτὸς δείχνει θέαμα ἀπαστράπτον.

Ὢ τοῦ θαύματος! Ἀπὸ ἀνθρώπινη μορφὴ ἐκτοξεύονταν ἀκτίνες, πού ἀποστέλλονταν μὲ θεϊκὲς ἐνέργειες. Εἶδε ὁ ἥλιος αὐτὸ πού δὲν εἶχε γνωρίσει προηγουμένως καί, ἀφοῦ διδάχθηκε ἀπὸ τὸ φέγγος ἄλλου φωτός, κρύβεται. «Σταμάτησες κάποτε, ἥλιε, ἀναμένοντας τὴν νίκη τῶν Ἑβραίων. Σεβάστηκες διαταγὴ τοῦ στρατηγοῦ Ἰησοῦ, τιμώντας τὸ δεσποτικὸ ὄνομα τοῦ ὁμοδούλου. Τώρα εἶδες φῶς, πού δὲν εἶχες δεῖ ποτέ». Αὐτὴ τὴν θεωρία διηγούμενοι οἱ συγγραφεῖς τῶν εὐαγγελίων χρησιμοποιοῦν διαφορετικὲς ἐκφράσεις, μὴ δυνάμενοι νὰ παραστήσουν μὲ λόγους τὸ ὅραμα. Ὁ ἕνας λέει: «Ἔλαμψε τὸ πρόσωπό Του σὰν τὸν ἥλιο», μὴ ἔχοντας ἄλλη λαμπρότερη εἰκόνα. Ὁ ἄλλος: «Ἔλαμψαν τὰ ἱμάτιά Του ὅπως τὸ φῶς». Προβαίνουμε δηλαδὴ σὲ συγκρίσεις μὲ μέτρο αὐτὰ πού βλέπουμε. Ἀδυνατεῖ μαζὶ καὶ ἡ κτίση νὰ προσφέρει εἰκόνα, γιὰ νὰ παραβληθεῖ τὸ θέαμα. Ἂς βεβαιώσουν τὰ μάτια. Ἡ γλώσσα δὲν ἔμαθε γι’ αὐτὰ νὰ μιλάει.

Ἡ θέα λοιπὸν περιβάλλοντας τοὺς θεατὲς μὲ τὴν λαμπρότητα αὐτῶν πού ἔβλεπαν, ὑποδήλωσε τὸν μέλλοντα κριτὴ τῆς οἰκουμένης. Ἐμφανίσθηκαν δὲ ἀνάμεσά σας οἱ κορυφαῖοι στὴν ἀρετὴ μεταξὺ τῶν ζώντων καὶ τῶν νεκρῶν, γιὰ νὰ κηρύξουν στοὺς παρόντες τὸν Δεσπότη δικαστὴ ζώντων καὶ νεκρῶν. Ὁ Μωυσῆς, ἀφοῦ ἔγινε ἀρχηγέτης καὶ ἐργάτης τῆς ἀρετῆς καὶ νομοθέτης, πεθαίνει καὶ ἀποχωρίζεται τὴν ζωή. Κι ὁ Ἠλίας πυρακτωμένος ἀπὸ θεῖο ζῆλο ἔγινε ἡνίοχος πυρὸς καὶ ἱππεύοντας στὸν ἀέρα ὑπερπήδησε τοὺς νόμους τῆς φύσεως, βρίσκοντας ὁδό ἀνώτερη τοῦ θανάτου.

Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο θυμήσου τὶς ἐρωτήσεις τοῦ Δεσπότη καὶ τὶς ἀποκρίσεις τῶν μαθητῶν, πού τὸν ὀνόμαζαν ἄλλοι Ἠλία κι ἄλλοι ἕναν ἀπό τους προφῆτες. Βλέποντάς Τον ὅμως τώρα προσκυνούμενο ἀπό τούς προφῆτες… Ὁ Μωυσῆς ἱκετεύει, ὁ Ἠλίας ὑποκλίνεται δίνοντας μαρτυρία ὅτι ὁ παρὼν εἶναι Δεσπότης καὶ ὄχι δοῦλος. Ἀλλ’ ὁ Πέτρος μολονότι βλέπει αὐτὰ δὲν διδάσκεται. Στέκει σὰν κατακεραυνωμένος ἐνώπιον πρωτοφανῶν θαυμάτων. Ἀπὸ τὴν εὐχαρίστηση γιὰ ὅσα βλέπει, ξεχνᾶ τὰ πάντα. Δένεται στὸν τόπο ἀπὸ χαρὰ μεγάλη διακατεχόμενος. «Ἂς κάνουμε, λέει, τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸν Μωυσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία». Ἀποδεικνύει τὴν ἄγνοιά του, συναριθμώντας τὸν Δεσπότη στοὺς δούλους, θεωρώντας ὁμότιμους Δεσπότη καὶ ὑπηκόους. Ὡστόσο δὲν παρέμεινε στῆς ἄγνοιας τὸ πάθος ὁ Πέτρος. Βροντὴ ἦλθε ἀπ’ τὸν οὐρανὸ καὶ θεραπεύει μὲ τὸν φόβο τὴν ἄγνοια, σὰν νὰ φώναζε μὲ τὸν ἦχο τὰ ἀκόλουθα: Γιατί συναριθμεῖτε μὲ τοὺς δούλους τὸν Δεσπότη; Θέλετε νὰ μάθετε τὴν διαφορά; Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός. Ἐκείνους δημιούργησα δούλους, Αὐτὸν τὸν γέννησα Υἱὸ ἐκ τῆς οὐσίας μου. Δικός μου Υἱὸς εἶναι, κι ἂς ἔχει περιβληθεῖ μορφὴ δούλου γιὰ χάρη σας. Ἀπρόσιτο ἔχει τὸ φῶς, ἀκόμα κι ἂν ἔκανε ὁρατὲς γιὰ σᾶς τὶς ἀκτίνες.

Μακάρια τὰ μάτια ἐκεῖνα πού εἶδαν τὸν Χριστὸ στολισμένο ὡς νυμφίο. Μακάρια τὰ μάτια πού εἶδαν σὲ ἤπιο σχῆμα τὴν φοβερὴ ἡμέρα της κρίσεως. Διότι ἔβλεπαν μὲ χαρὰ αὐτὰ πού ἄλλοι θὰ δοῦν μὲ τρόμο. Ἀλήθεια, ποιὰ μάτια θὰ μπορέσουν νὰ ἀντέξουν τὴν φοβερὴ ἡμέρα τῆς κρίσεως, ὅταν ἡ γῆ θὰ κλονίζεται καὶ ἡ θάλασσα, βγάζοντας στὴν ἐπιφάνεια τὰ ἀπὸ τὸν ‘Ἀδὰμ ἀνθρώπινα σώματα, καὶ οἱ ἄνθρωποι μαζὶ μὲ τὶς οὐράνιες δυνάμεις θὰ τρέμουν μὴ ὑποφέροντας τὸν φόβο; Τυλίγεται σὰν εἰλητάρι ὁ οὐρανὸς στὴν παρουσία τοῦ Βασιλιά. Ξαφνικὰ οἱ δορυφόροι ἀφαιροῦν τὰ καταπετάσματα τῶν θυρῶν. Καὶ μὲ τὸ ἄνοιγμα τ’ οὐρανοῦ παρουσιάζονται προτρέχοντας μὲ λαμπρότητα οἱ τάξεις τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων, χίλιες χιλιάδων ἀγγέλων καὶ μύριες μυριάδες. Φαίνεται δὲ κατερχόμενος ὁ Δεσπότης ἀκτινοβολώντας ἄπλετο φῶς στὰ σύμπαντα. Ποιὸς λοιπὸν θὰ ὑπομείνει αὐτὴ τὴν θέα; Ποιὸς θὰ μετρήσει τὸν φόβο; Ἐὰν τὶς συνεχεῖς λάμψεις τῆς ἀστραπῆς δὲν ὑπομένουμε, ἀλλά πολλὲς φορὲς ἡ λάμψη μᾶς ρίχνει στὸ ἔδαφος, τί θὰ συμβεῖ σ’ αὐτὸν πού ἀντικρύζει τὴν ἀνατολὴ Ἐκείνου πού προκαλεῖ τὴν ἀστραπή; Ὅταν ἦχοι σαλπίγγων καλοῦν τοὺς νεκροὺς ἀπό τούς τάφους, ὅταν σπάζουν τὰ μνήματα ἀπελευθερώνοντας τοὺς δεσμῶτες, ὅταν κρίνονται προθέσεις καὶ πράξεις καὶ σκέψεις, ὅταν προσάγεται δεσμώτης ὁ διάβολος καὶ εἰσπράττει τὴν τιμωρία του γιὰ τοὺς τυραννικοὺς λογισμοὺς (τοὺς ὁποίους ὑπέβαλλε στοὺς ἀνθρώπους), ὅταν χωρίζονται οἱ ὁμάδες τῶν ἀνθρώπων, ποιὸς καὶ σὲ ποιὰ μερίδα θὰ ἔχει τὸν κλῆρο του;

Ὅταν ζῶντες μαζὶ καὶ πεθαμένοι συρρέουν, ποιὸς θὰ εἶναι τοῦ δικαστὴ Χριστοῦ καὶ ποιὸς τοῦ κατάκριτου ληστή; Κοινὴ ἀπὸ ὅλους ἡ προσκύνηση. Ἐπειδὴ ἡ ταχύτητα τῆς ἀναστάσεως φέρνει τοὺς νεκροὺς μαζὶ μὲ τοὺς ζωντανούς, σύμφωνα μὲ τὸν μακάριο Παῦλο, πού λέει ὅτι, «ἐμεῖς οἱ ζῶντες, πού θὰ ἔχουμε ἀπομείνει, δὲν θὰ προηγηθοῦμε αὐτῶν πού θὰ ἔχουν κοιμηθεῖ». Ἔτσι κανεὶς νεκρὸς δὲν θὰ ἀργοπορήσει ἐξ αἰτίας τοῦ τάφου. Ὅλοι λοιπὸν τὴν ἀπόφασή Του ἀναμένουν ἔμφοβοι, μὴ γνωρίζοντας ἂν θὰ ἀκούσουν τὸ, «ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου» ἤ «πηγαίνετε ἔξω στὸ σκοτάδι, πού ἔχει ἑτοιμασθεῖ γιὰ τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του».

Ἔτσι ζυγίζοντας τὰ ἔργα δίνει στὰ πράγματα τὸ πρόσφορο τέλος τους. Εἰκόνες αὐτῆς τῆς στιγμῆς ἔδωσε ὁ Δεσπότης στοὺς ἀποστόλους. Ὥστε ἐμεῖς ἀναλογιζόμενοι τὸν φόβο ἐκεῖνο, νὰ μεταβάλουμε ὅσο εἶναι καιρὸς τὸν βίο μας, μὲ ἀγαθὰ ἔργα νὰ κερδίσουμε τὴν παρρησία καί, προτοῦ φθάσει ἡ Κρίση, νὰ προετοιμάσουμε τὴν ἀπολογία μας. Ἂς μὴ συγκατακριθοῦμε μὲ τὸν κρινόμενο ἐχθρό, ἀλλά μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, πού μᾶς ἀγαπᾶ, ἂς ἀνέβουμε στὸν οὐρανό, γενόμενοι κληρονόμοι Θεοῦ καὶ συγκληρονόμοι Χριστοῦ.

Διότι σ’ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση, μαζὶ καὶ στὸν ἄναρχο Πατέρα καὶ στὸ Πανάγαθο καὶ Ζωοποιὸ καὶ ὁμοούσιο Πνεῦμα τώρα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

————————-

Πηγή: www.imaik

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Καλλινίκου Επισκόπου Εδέσσης (8 Αυγούστου)

Άγιος Καλλίνικος Εδέσσης

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Καλλινίκου Επισκόπου Εδέσσης

Τὸν Καλλίνικον τιμῶμεν τῆς Ἐδέσσης,
Ἐπίσκοπον ἅγιον πνευματοφόρον.

Άγιος Καλλίνικος Εδέσσης

Ο εν αγίοις Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας Καλλίνικος (κατά κόσμον Δημήτριος) Πούλος γεννήθηκε στο χωριό Σιταράλωνα Αγρινίου στις 26 Ιανουαρίου 1919 μ.Χ. από ευσεβείς γονείς, τον Γεώργιο και την Αικατερίνη. Ο παππούς του, Πατήρ Αθανάσιος και η γιαγιά του, Πρεσβυτέρα Σπυριδούλα, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανατροφή του.

Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Θερμού με άριστες επιδόσεις και εισήχθη στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1942 μ.Χ. αρίστευσε στις πτυχιακές εξετάσεις με προοπτικές πανεπιστημιακής προωθήσεως. Η περιγραφή του συμφοιτητού του, του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Κρήτης Τιμοθέου, κάνει λόγο για το ότι τα δύσκολα εκείνα χρόνια της Κατοχής διάβαζαν μαζί το Ευαγγέλιο στο Ζάππειο και αναζητούσαν να επικοινωνήσουν με έναν ασκητή κοντά στην Αθήνα, για να μάθουν στην πράξη την πνευματική ζωή. Κατά την ομολογία του μακαριστού ευσεβούς και φιλοκαλικού θεολόγου Βασιλείου Μουστάκη, στον συμφοιτητή του Δημήτριο Πούλο «ἔβλεπες τόν ἀσκητικό ἄνθρωπο, μέ ὅλα τά σημάδια πάνω του τῆς τέλειας ἀφοσίωσης στόν Κύριο» και ήταν από τότε «ἕνα ἄκακο πρόβατο τοῦ Χριστοῦ», που επιδιδόταν στην «προσευχή καί στίς ἀγαθοεργίες» και «ἦταν μιά τόσο ὡραία ψυχή».

Προκειμένου να προσφέρει στην τοπική εκκλησία εργἀσθηκε ως Γραμματέας της Ιεράς Μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας πλησίον του μακαριστού Μητροπολίτου Ιεροθέου μέχρι και το 1946 μ.Χ. κηρύττοντας παράλληλα στον λαό του Μεσολογγίου.

Το 1946 μ.Χ. και σε ηλικία 27 ετών κατετάγη στον Λόχο Ορεινών Καταδρομών (37ης Ταξιαρχίας) και υπηρέτησε ως Ιεροκήρυξ με πατριωτισμό και παροιμιὡδη θρησκευτικό ζήλο μέχρι τον Απρίλιο του 1949 μ.Χ. Ο τότε Επιτελάρχης και αργότερα Στρατηγός του Γ´ Σώματος Στρατού Κωνσταντίνος Τσολάκας του έγραψε αμέσως μετά την λήξη της θητείας του στον στρατό: «Πάντα σ᾽ ἐνθυμοῦμαι, διότι ὅταν σέ εἶχα μαζί μου μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά σέ καμαρώσω στήν ὑπέροχη προσπάθειά σου γιά τήν πίστιν καί τήν Πατρίδα. Ἐγώ σοῦ εὔχομαι νά εἶσαι πάντα ὁ ἴδιος καί πάντα νά φωτίζῃς τούς ἄλλους μέ τήν δική Σου πίστιν καί λαμπρότητα τῶν αἰσθημάτων Σου». Επιστρέφοντας στην Ιερά Μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας ανέλαβε και πάλι τα καθήκοντα του Γραμματέως και λαϊκού ιεροκήρυκος σε όλη την επαρχία.

Άγιος Καλλίνικος Εδέσσης

Εκάρη μοναχός στις 23 Νοεμβρίου 1957 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Μυρτιάς με το όνομα Καλλίνικος και την επομένη χειροτονήθηκε Διάκονος στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Σπυρίδωνος Μεσολογγίου από τον κατά σάρκα αδελφό του, Μητροπολίτη Διδυμοτείχου Κωνσταντίνο. Την 1η Δεκεμβρίου του ιδίου έτους χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και προχειρίσθηκε Αρχιμανδρίτης. Μετά από 25ετἡ διακονία στην Ιερά Μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας εξελέγη Μητροπολίτης Εδέσσης και Πέλλης στις 24 Ιουνίου 1967 μ.Χ. και την επομένη χειροτονήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου Αθηνών.

Αγωνίσθηκε για τον καταρτισμό των κληρικών της Μητροπόλεως του διοργανώνοντας συνέδρια και ιερατικές συνάξεις. Περιώδευσε ακούραστα την Αρχιερατική του περιφέρεια και φρόντισε ιδιαίτερα για τις χειροτονίες νέων κληρικών, το κήρυγμα και την ιερά εξομολόγηση. Ανέδειξε επίσης τις τοπικές αγίες, Νεομἀρτυρα Χρυσή και μάρτυρα Βάσσα την Εδεσσαία. Ίδρυσε Οικοτροφείο για την σπουδάζουσα νεολαία και Γηροκομείο για τους ηλικιωμένους. Προέβαλε τον μοναχισμό και ανασύστησε την Ιερά Μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ Αριδαίας.

Παρὰ την ἀρετή και την ακεραιότητά του δέχθηκε αδικες και συκοφαντικές επιθέσεις προερχόμενες κυρίως από εχθρούς της εκκλησίας και του Έθνους. Τις αντιμετώπισε με υποδειγματική πραότητα και ἀγάπη. Εκοιμἡθη την 8η Αὐγούστου 1984 μ.Χ. μετά από επτάμηνη ασθένεια. Στην εξόδιο ακολουθία του παρέστησαν 29 Αρχιερείς, πολυάριθμοι κληρικοί και μεγάλο πλήθος λαού. Ετάφη στο δημόσιο Κοιμητἡριο της Έδεσσας μετά από δική του επιθυμία, επειδή θέλησε να βρίσκεται κοντά στον λαό που υπηρέτησε και ἀγάπησε. Στην διαθήκη του αναφέρει χαρακτηριστικά: «Τέλος, ἐκφράζω ἐκ τῶν μυχίων τῆς καρδίας μου τήν ἄπειρον εὐγνωμοσύνην μου πρός τόν ἐν Τριάδι Θεόν ἡμῶν, διότι εἶμαι Ὀρθόδοξος Χριστιανός ἐκ γονέων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν καί διότι μέ ἐτίμησε διά τῆς ὑψίστης τιμῆς τῆς ἀρχιερατικῆς Χάριτος καί ἀνέθεσεν εἰς τήν ἐλαχιστότητά μου τήν διαποίμανσιν λαοῦ ἐκλεκτοῦ καί εὐσεβοῦς. Παρακαλῶ καί ἱκετεύω τούς συνεπισκόπους μου νά στείλουν ἐκεῖ εἰς διαδοχήν μου ἄνδρα “πλήρη πίστεως καί Πνεύματος Ἁγίου”, ὥστε νά διορθώση οὗτος τά εἰς ἐμέ ἐλλείποντα, καταστήσῃ δέ τήν Ἐπισκοπήν τμῆμα τοῦ Παραδείσου. Ἀμήν. Τό ἔλεος τοῦ Κυρίου ἄς μέ συνοδεύῃ κατά τήν ἐκ τοῦ ματαίου τούτου κόσμου ἐκδημίαν μου».

Η αγιοκατάταξη του Αγίου Καλλινίκου αποφασίστηκε απο την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις 23 Ιουνίου 2020 μ.Χ.

Πηγή: https://www.saint.gr/4485/saint.aspx