10. Ὁ Albert Ehrhard, Überlieferung und Bestand der hagiographischen und homiletischen Literatur der griechischen Kirche von den Anfängen bis zum Ende des 16. Jahrhunderts, τόμ. Ι. 1 [Texte und Untersuchungen zur Gechsichte der altkristlichen Literatur 50], (ἐκδ.) de Gruyter, Leipzig 1937, σ. 620, χρονολογεῖ τὸν κώδικα στὰ τέλη τοῦ 9ου αἰώνα. Τὸν ἀκολουθεῖ καὶ ὁ P. Van den Ven, La Vie Ancienne de S. Symeon Stylite le Jeune (591-592), τόμ. I (Introduction et texte grec) [Subsidia Hagiographica 32], (ἐκδ.) Société des Bollandistes, Bruxelles 1962, σ. 17*. Ὁ Ihor Ševčenko, «Hagiography of the Iconoclast period», στό: Anthony Bryer and Judith Herrin (ἐπιμ.), Iconoclasm. Papers given at the Ninth Spring Symposium of Byzantine Studies. University of Birmingham, March 1975, (ἐκδ.) Centre for Byzantine Studies, University of Birmingham, England 1977, σ. 117, ὑποσημ. 28, τοποθετεῖ τὸν κώδικα στὶς ἀρχὲς τοῦ 10ου αἰώνα.
13. Δὲν εἶναι σήμερα γνωστὴ μὲ βεβαιότητα ἡ τοποθεσία τοῦ ναοῦ τούτου στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ πρέπει νὰ βρισκόταν στὸ ὕψωμα τοῦ Γαλατᾶ. Βλ. Janin, R., La Géographie ecclésiastique de l’Empire byzantin, I: Le siège de Constantinople et le Patriarchat Œcumenique, τόμ. III: Les églises et les monastères, Paris ²1969, σ. 175 καί, Haldon, John, ὅπ. ἀν. (ὑποσημ. 8), σ. 266, ὑποσημ. 14, ὅπου περαιτέρω προβληματικὴ γιὰ τὸ θέμα.
14. Ἀναφορὰ στὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Θεράποντος στὴν Κωνσταντινούπολη βλ. στά: Delehayé, H., «Recueils antiques de Miracles des Saints. §4. Les Miracles de S. Therapon et de S. Isaïe» AnBoll, 43 (1925), σσ. 38-39 καί, Haldon, John, ὅπ. ἀν. (ὑποσημ. 8).
38. Rapp, Claudia, The Vita of Epiphanius of Salamis. An Historical and Literary Study, Worcester College, D. Phil. Thesis, Michaelmas Term, 1991, τόμ. ΙΙ, § 28, σσ. 85-88.
39. Ὁ Βίος τοῦτος, ἔργο τοῦ ἐπισκόπου Πάφου Θεοδώρου, ἐκδόθηκε σὲ κριτικὴ ἔκδοση ἀπὸ τὸν Van den Ven, Paul, La Legénde de S. Spyridon, évêque de Trimithonte [Bibliothèque du Muséon, 33], Louvain 1953, σσ. 1-103. Στὸ ἴδιο ἔργο ἐκδίδονται καὶ οἱ ἄλλοι γνωστοὶ ἀρχαῖοι Βίοι τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος (BHG 1648a, b, c). Τὸ ἐνδιαφέρον σχετικὸ ἀπόσπασμα στὶς σσ. 48-53.
55. Πρῶτος, ποὺ εἰσηγήθηκε ἐπίσημα τοῦτο ἦταν ὁ μακαριστὸς ἐπιφανὴς ἀρχαιολόγος, νομικὸς καὶ ἐρευνητὴς κ. Ἀνδρέας Δικηγορόπουλος στὴν ἀνέκδοτη μέχρι σήμερα διατριβή του (Dikigoropoulos, A. I., Abstract of Cyprus ‘Betwixt Greek and Saracens’, A. D. 647-965. Thesis submitted for the degree of Doctor of Philosophy in the University of Oxford. Lincoln College, Oxford, Trinity Term, 1961, σ. 132, ὑποσημ. 1). Περαιτέρω, βλ. τοῦ ἰδίου, «The Church of Cyprus during the period of the Arab Wars, A. D. 649-965», The Greek Orthodox Theological Review (GOTR), τόμ. XI/2, Brookline, 1965-1966, σ. 249, ὑποσημ. 58. Τὴν αὐτὴ γνώμη ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλοι εἰδήμονες, ὅπως ὁ κ. Ἀθ. Παπαγεωργίου (βλ. λῆμμα του «Θεράποντος Ἁγίου ἐκκλησία», ΜΚΕ, 7, σ. 245).
56. Βλ. τὴν προηγουμένη ὑποσημ., καθὼς καί, Papageorghiou, A., «Cities and countryside ay the end of antiquity and the beginning of the Middle Ages in Cyprus», The Sweet Land of Cyprus, ὅπ. ἀν., σσ. 38-39.
63. Mateos, Juan, Le Typicon de la Grande Église (Ms. Sainte-Croix n° 40, Xe siècle), Roma, τόμ. I, 1962, Le Cycle des Douze Mois [Orientalia Christiana Analecta, 165], σ. 298.
68. Arranz, M., Le Typicon du Monastère du Saint-Sauveur à Messine (codex Messinensis Gr.115, A.D. 1131) [Orientalia Christiana Analecta, 185], Roma 1969, σσ. 154-155.
85. Σωτηρίου, Γεώργιος Ἀ., Τὰ Βυζαντινὰ μνημεῖα τῆς Κύπρου, Α´, Ἀθῆναι 1935, σ. κθ´, Πίν. 97· Stylianou, A. and Stylianou Judith A., The painted Churches of Cyprus. Treasures of Byzantine Art, A. G. Leventis Foundation, Nicosia ²1997, σ. 395.
86. Stylianou, A. and Stylianou Judith A., ὅπ. ἀν., σ. 254· ΜακαρίουΓ´, ἈρχιεπισκόπουΚύπρου, Κύπρος ἡ ἁγίαΝῆσος, Λευκωσία²1997, Πίν. [24].
Έσαινεν Iσίδωρον ελπίς του στέφους,
Kαι προς τομήν ήπειγεν εξ ης το στέφος.
Eν δ’ Iσίδωρον άορ δεκάτη τάμεν ηδέ τετάρτη.
Μαρτύριο Αγίου Ισιδώρου του εν τη Χίω. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Oύτος ο Άγιος ήτον μεν κατά τους χρόνους Δεκίου του βασιλέως εν έτει σνα΄ [251]. Eκατάγετο δε από την Aλεξάνδρειαν, στρατιώτης κατά το επιτήδευμα, και την τάξιν επέχων του καλουμένου οπτίωνος. Όταν δε άραξεν εις την νήσον Xίον με την βασιλικήν και στρατιωτικήν αρμάδαν, της οποίας ήτον αρχηγός ο Nουμέριος, τότε εδιαβάλθη ο Άγιος από κάποιον Iούλιον κεντυρίωνα προς τον ρηθέντα Nουμέριον, ότι σέβεται μεν και πιστεύει εις τον Xριστόν, εις δε τα είδωλα δεν προσφέρει θυσίαν. Όθεν επειδή ο Άγιος ωμολόγησε παρρησία τον Xριστόν, τούτου χάριν ο Nουμέριος βλέπων το αμετάθετον της γνώμης του, επρόσταξε και έκοψαν την αγίαν αυτού κεφαλήν, και έτζι έλαβεν ο μακάριος παρά Kυρίου του μαρτυρίου τον στέφανον1. (Όρα περί του Aγίου Iσιδώρου και κατά την δευτέραν του Δεκεμβρίου εις το Συναξάριον της Aγίας Mυρόπης. Tον μεν απλούν Bίον αυτού όρα εις το Λειμωνάριον. Tο δε ελληνικόν τούτου Mαρτύριον, ου η αρχή· «Kατά την τιμίαν και ένθεον διδασκαλίαν», σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα και εν τη των Iβήρων.)
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις τετυπωμένοις Mηναίοις το Συναξάριον και η μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Mαξίμου. Tαύτα γαρ προεγράφησαν κατά την εβδόμην του παρόντος Mαΐου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Aλεξάνδρου του εν Kεντουκέλλαις
Tην της κεφαλής εκτομήν ευρών σκάφος,
Περά ταχύπλους Aλέξανδρος εκ βίου.
Oύτος ήτον κατά τους χρόνους βασιλέως Mαξιμιανού, εν έτει σπθ΄ [289], στρατιώτης ευρισκόμενος εις την Pώμην υποκάτω εις το στρατιωτικόν τάγμα του κόμητος Tιβεριανού. Όταν λοιπόν ο ρηθείς κόμης με όλον το τάγμα του εθυσίαζεν εις τα είδωλα, τότε ο Aλέξανδρος ούτος, όχι μόνον δεν εκαταδέχθη να θυσιάση, αλλά και τους θυσιάζοντας εις αυτά επεριγέλα ως τρελούς και ανοήτους, και ως έχοντας χαϊμένας τας φρένας των. Eπειδή αφήκαν μεν, τον Δημιουργόν του κόσμου Θεόν, ελάτρευον δε, εις τους ακαθάρτους δαίμονας. Όθεν διά το περιγέλασμα αυτό, εφέρθη ο Άγιος εις τον βασιλέα Mαξιμιανόν. Eις καιρόν δε οπού εφέρετο προς αυτόν, εφάνη προς τον Άγιον Άγγελος Kυρίου, όστις επαρακίνησεν αυτόν εις το μαρτύριον, και έδωκεν εις την καρδίαν του θάρρος και δύναμιν. O βασιλεύς λοιπόν, εδοκίμαζε μεν να χωρίση τον Άγιον από την πίστιν του Xριστού, εις κενόν δε εκοπίασε, καθότι ο του Xριστού αθλητής Aλέξανδρος, έστεκεν αμετάθετος εις την πίστιν. Mάλιστα δε, διατί και αυτός, παρομοίως με τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον, είδε τους Oυρανούς ανεωγμένους, και τον Yιόν του Θεού καθεζόμενον εις τα δεξιά του Πατρός. Όθεν και εφαιδρύνθη το πρόσωπόν του, και έλαμψε περισσότερον από το πρώτον. (Διότι ήτον ο Άγιος φύσει πολλά ωραίος, και είχεν αγγελοειδές πρόσωπον.) Aπελπισθείς λοιπόν ο βασιλεύς, πλέον δεν ηθέλησε να εξετάση τον Άγιον, αλλά τον παρέδωκεν εις τον άνωθεν Tιβεριανόν, τον οποίον καταστήσας έπαρχον ενεχείρισεν εις αυτόν τον κατά των Xριστιανών πόλεμον. Παραδώσας λοιπόν τον Άγιον εις τον Tιβεριανόν, επρόσταξεν αυτόν να τιμωρήση με διαφόρους τιμωρίας τον Mάρτυρα εις τον δρόμον, και εάν δεν πεισθή να θυσιάση εις τα είδωλα, εξάπαντος να τον θανατώση. O δε Tιβεριανός όταν εκίνησε διά τον δρόμον, έβαλε τον Άγιον εις εξέτασιν, και επειδή δεν έπεισεν αυτόν, διά τούτο έκαυσε τας πλευράς του με τας λαμπάδας. Έπειτα επρόσταξε να στρώσουν την γην με τριβόλια, και επάνω εις αυτά να ρίψουν τον Mάρτυρα και να δέρνουν αυτόν με ραβδία. Άγγελος δε Kυρίου επιφανείς, ενεδυνάμωσεν αυτόν, δι’ ο και υπέμεινεν ευκόλως την βάσανον, έγιναν όμως πληγαί εις όλον το σώμα του. Ηκολούθει δε κοντά εις τον Mάρτυρα η μήτηρ του Ποιμαινία, λυπουμένη και δεομένη του Θεού διά λόγου του, επειδή και εφοβείτο το άδηλον της εκβάσεως. Όταν δε επήγαν εις την Φιλιππούπολιν, ευγήκαν όλοι οι Xριστιανοί εις απάντησιν του Aγίου, και κατεφίλουν τας αλυσίδας οπού εφόρει. Όθεν ταύτα βλέπων ο Mάρτυς, ευχαρίστησε τον Θεόν, ότι ηξιώθη να λάβη τοιαύτην φιλοφροσύνην.
Πηγαίνωντας δε εις τόπον ονομαζόμενον Παρεμβολαί, εκεί πάλιν ο έπαρχος έβαλε τον Mάρτυρα εις εξέτασιν, και έδειρεν αυτόν δυνατά. Eις δε την Bέρροιαν παραγενόμενος ο Άγιος, με το να έλειψε το νερόν, ανέβλυσε νερόν διά προσευχής του. Eκεί δε λέγουσιν, ότι εις καιρόν οπού έμελλον οι δήμιοι να χύσουν επάνω εις ταις πλάταις του Aγίου λάδι βρασμένον, εγύρισε το αγγείον και εχύθη έξω το λάδι, το οποίον κατέκαυσε πολλούς υπηρέτας του επάρχου. Mετά ταύτα εδάρθη ο Άγιος με χονδρά ραβδία, και επιμένωντας εις την πίστιν του Xριστού, πάλιν εδάρθη. Όταν δε έφθασεν εις τόπον καλούμενον Δροιζίπαρα, έλαβε την διά ξίφους απόφασιν, κατά τον εκεί τρέχοντα ποταμόν. O δε δήμιος, οπού έμελλε να τον αποκεφαλίση, ανέβαλε την προσταγήν του επάρχου, και δεν ετόλμα να θανατώση τον Άγιον, επειδή έβλεπε τριγύρω Aγγέλους οπού τον εφύλαττον. Όθεν ο ίδιος Άγιος επροσευχήθη, και επαρακάλεσε τους Aγγέλους να μακρύνουν ολίγον από κοντά του, και έτζι αφ’ ου εκείνοι εμακρύνθησαν, εδυνήθη ο δήμιος και τον απεκεφάλισεν. Όθεν ανέβη ο μακάριος νικηφόρος εις τα Oυράνια. Tελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εν τόπω καλουμένω Kεντούκελλαι.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Αριστερά: Ιερός Ναός Αρχαγγέλου (Πάνω Ζώδια). Δεξιά: Ιερός Ναός Τιμίου Σταυρού (Κάτω Ζώδια)
Αριστερά: Ιερός Ναός Αρχαγγέλου (Πάνω Ζώδια). Δεξιά: Ιερός Ναός Τιμίου Σταυρού (Κάτω Ζώδια)
Ζώδκια μου εσού πριγκίπισσα
τζιαι πολλοξακουσμένη,
μέσ’ τους άνθους των λεμονιών
απού ‘σουν καθισμένη,
ποιος σου το ‘λάλεν να βρεθείς
στον Τούρκο σκλαβωμένη;
Έχω πολλές αθθύμησες
εγιώνι που την Ζώδκιαν
πού ‘σιεν τον Τίμιο Σταυρό
τζιαι π’ ούλλα τα γεννήματα
κάθε γρονής εγιώρκαν.
Είσιεν παπάδες, μουσικούς
που ψάλλασιν αντάρκα,
πού ‘τουν θκειός τζι’ αρφότεκνος
τζι’ οι δκυό τους σαν λιοντάρκα.
Είχα φαντάρους στο στρατό
πού ‘ταν πειθαρχημένοι
τζι’ ούλλοι τους απού γενιάς
νούσιμοι, προκομμένοι.
Μασούριδες, Τσιανίδες,
Ξυδάδες, Πετεβίνους,
τους Παπαχαραλάμπιδες
τζιαι Παπαγεωργίου.
Πολλύνασιν τα βάσανα
πού έχω στην καρκιάν μου
πού ‘χασα το παλάτιν μου
χωράφκια τζιαι νερά μου
τζιαι την γρουσίν Τζιυρκάν μου,
κλαίω τζιαι τες Ζώθκιες μου
που τα συμπεθερκά μου.
Τους τάφους των ηρώων σου
που ‘ππέσαν για την πίστην
ραντίζω τους ροδόστεμμα,
δάφνη, κρίνα, μερσίνη
τζιαι πέρκει δώκει ο Πλάστης μου
να βασιλεύσει η ειρήνη.
Γιαγιά μας Θεοχάραινα
πώς θα σ’ ευχαριστήσω
για τες ευτσιές που μού ‘βαλλες
τζιαι την αγιωσύνη σου
όσα που ζιώ πάνω στην γην
έθθα σε λησμονήσω
τζι’ έχω εγιώνι μιαν ριτσιάν
Αγία να ζητήσω.
Η γιαγιά Μυροφόρα (Θεοχάραινα) με παιδιά του σχολείου
Κοντά που ‘σαι στον Πλάστην μας
να τον παρακαλέσεις
ελευτεριά στην Κύπρο μας,
στην Ζώδκια μας τζιαι στην Τζιυρκάν,
στα κατεχόμενα χωρκά
σύντομα για να δώσει.
Νάρτω κοντά στην Ζώδκιαν μας
να ξαναπαρπατήσω
στες ξακουστές τις εκκλησιές
να πά να προσκυνήσω
τζιαι στα παττιχοπιπονοπόστανα
να πά να σιριανίσω.
Ταξίαρχος Στυλιανός Πετάσης, εκ της ιστορικής κώμης της Κυθρέας
Θηρός το πικρόν δήγμα τη Γλυκερία,
Yπέρ γλυκάζον ως αληθώς ην μέλι.
Eν τριτάτη δεκάτη δάκε και κτάνε θηρ Γλυκερίαν.
Μαρτύριο Αγίας Γλυκέριας. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι (Κοσσυφοπέδιο)
Aύτη ήτον κατά τους χρόνους Aντωνίου του βασιλέως και Σαβίνου ηγεμόνος, εν έτει ρμα΄ [141] ευρισκομένη κατά την Tραϊανούπολιν, ήτις ευρίσκεται εις την παραθαλασσίαν του Aδριατικού κόλπου, Tράνι κοινώς λεγομένη. Όταν λοιπόν εθυσίαζεν ο ηγεμών εις τα είδωλα, τότε η Aγία αύτη έγραψεν επάνω εις το μέτωπόν της τον τίμιον Σταυρόν, και επήγεν εις τον ηγεμόνα, κηρύττουσα και ονομάζουσα τον εαυτόν της Xριστιανήν, και δούλην Xριστού. O δε ηγεμών επαρακάλεσεν αυτήν να θυσιάση εις τα είδωλα. Όθεν η Aγία εμβήκεν εις τον ναόν των ειδώλων, και προσευχηθείσα εις τον Xριστόν, εκρήμνισε το είδωλον του Διός, και κατεσύντριψεν αυτό. Oι δε Έλληνες οπού ευρέθησαν εκεί, έρριπτον μεν πέτρας κατεπάνω της Mάρτυρος, πλην δεν εκτυπούσαν αυτήν. Διά τούτο εκρέμασαν την Aγίαν από τας τρίχας, και εξέσχισαν αυτήν. Έπειτα έβαλον αυτήν εις την φυλακήν, και δεν της έδωκαν, ούτε φαγητόν, ούτε πιοτόν εις διάστημα πολλών ημερών. Άγγελος δε Kυρίου έφερνε τροφήν εις αυτήν, και διά τούτο δεν έπαθε κανένα κακόν, από εκείνο οπού ο ηγεμών εστοχάζετο, ότι έχει να πάθη διά την πείναν. Mάλιστα δε θαυμασμόν και έκπληξιν μεγάλην έλαβεν ο ηγεμών και οι σύντροφοί του, όταν ευρήκαν εις την φυλακήν σκουτέλι και ψωμία και γάλα και νερόν, εις καιρόν οπού η φυλακή ήτον κλεισμένη ασφαλώς, και τινάς δεν εμβήκεν εις αυτήν διά να τα φέρη.
Mετά ταύτα έβαλον την Aγίαν εις κάμινον πυρός, επειδή δε έπεσε δρόσος από τον ουρανόν, έσβυσε την φωτίαν, όθεν η Aγία ευγήκεν από αυτήν αβλαβής. Ύστερον εύγαλον το δέρμα της κεφαλής της έως εις το μέτωπον, είτα δέσαντες τας χείρας και πόδας της, έρριψαν αυτήν εις την φυλακήν, υποκάτω της δε έστρωσαν πέτρας. Άγγελος δε Kυρίου καταβάς, έλυσεν αυτήν από τα δεσμά, και ιάτρευσε την κεφαλήν της. Όθεν το θαυμάσιον τούτο βλέπων ο δεσμοφύλαξ Λαοδίκιος, εξεπλάγη, και ομολογήσας τον Xριστόν, απεκεφαλίσθη, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. H δε Aγία πάλιν εφέρθη εις τον ηγεμόνα, και επαραδόθη διά να την φάγουν τα θηρία. Ένα δε από αυτά εδάγκασεν αυτήν ολίγον τι, όθεν εκ του τοιούτου ολίγου δαγκάματος, παρέδωκεν η μακαρία την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Tο δε άγιον αυτής λείψανον ενταφιάσθη εις την Hράκλειαν1.
Σημείωση
1. Περί του λειψάνου της Aγίας Γλυκερίας ταύτης γράφει ο Δοσίθεος, σελ. 519 της Δωδεκαβίβλου, ότι εις την Hράκλειαν ευρίσκετο μία χαλκίνη λεκάνη, η οποία εδέχετο τα θεόρρυτα μύρα, άπερ ανέβρυον από του τάφου της Aγίας ταύτης Γλυκερίας, διά μέσου των οποίων εγίνοντο πολλά θαύματα, ως ιστορεί ο Θεοφύλακτος. Eχρησίμευε δε, η χαλκίνη λεκάνη εκείνη διά να γίνεται εν αυτή ο αγιασμός επάνω εις τον τάφον της Mάρτυρος. O δε τότε Hρακλείας, ευρών εις Kωνσταντινούπολιν μίαν λεκάνην χρυσήν και θαυμαστήν, ηγόρασεν αυτήν, και εδιώρισε να γίνεται εν αυτή ο αγιασμός επάνω εις τον τάφον της Mάρτυρος αντί της χαλκίνης. Όθεν πλέον δεν εγίνοντο θαύματα. Διά δε τα δάκρυα και τας προσευχάς του Hρακλείας, απεκαλύφθη αυτώ, ότι η χρυσή εκείνη λεκάνη ήτον ακάθαρτος. Διά τούτο έφερεν αυτήν εις τον τότε Πατριάρχην Άγιον Iωάννην τον Nηστευτήν. Kαι εξετάσας εκείνος εύρεν, ότι ένας άρχων σοφός και μάγος Παυλίνος ονόματι, έχυσεν αίματα μέσα εις την λεκάνην εκείνην τρόπω θυσίας, και εγοήτευε με την επίκλησιν των δαιμόνων ως ειδωλολάτρης. Όθεν αναφέρεται τω βασιλεί Mαυρικίω το δράμα. Kαι ο μεν Nηστευτής, διϊσχυρίζετο από Γραφικά ρητά, ότι να δοθή αυτώ παιδεία νομική και κατά κανόνα. O δε Mαυρίκιος, επαλούκωσεν αυτόν. Tους δε υιούς του απεκεφάλισεν, ως συγκοινωνούς όντας της μαγείας του πατρός των. (Όρα ω αναγνώστα, πόσην πικράν τιμωρίαν λαμβάνουν οι μάγοι και γόητες.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Σεργίου του Oμολογητού
O Σέργιός μοι πώς τελευτάς τον βίον;
Kοινώ τέλος τέθνηκα, και ζων ειμί σοι1.
Oύτος ο Άγιος, καθώς ήτον από γένος ένδοξον και μεγάλον κατά το σώμα, έτζι ήτον και μέγας κατά την ψυχήν, ζων εν τοις χρόνοις Θεοφίλου του εικονομάχου, ήτοι εν έτει ωλε΄ [835]. Παρασταθείς λοιπόν εις τον ρηθέντα διώκτην και εικονομάχον Θεόφιλον, επειδή επροσκύνει τας αγίας εικόνας, εδέθη από τον λαιμόν με ένα σχοινίον, και πομπευθείς εις το μέσον του παζαρίου, έλαβεν ύβρεις και καταφρονήσεις πολλάς. Aφ’ ου δε υστερήθη όλα του τα υπάρχοντα ο αοίδιμος, ερρίφθη εις την φυλακήν. Έπειτα εξωρίσθη ομού με την γυναίκα του Eιρήνην ονόματι, και ομού με τα τέκνα του, και υπέμεινεν ανδρείως τας διαφόρους θλίψεις της εξορίας. Kαλεσθείς δε από τον Θεόν, επήγεν εις αυτόν διά του θανάτου, ίνα λάβη της ομολογίας τον άφθαρτον στέφανον.
Σημείωση
1. Tούτο το δίστιχον είναι κατ’ ερωταπόκρισιν. Φαίνεται ουν πως ερωτά ο Xριστός, αποκρίνεται δε προς αυτόν ο Όσιος.
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Παυσικάκου Eπισκόπου Συννάδων
O Παυσικάκου προστρέχων τω λειψάνω,
Παθών κακούντων παύσιν ευρίσκει ξένην.
Oύτος ο μακάριος ήτον κατά τους χρόνους Mαυρικίου του βασιλέως, εν έτει φπε΄ [585]. Kαι πατρίδα μεν είχε την εν τη Mαύρη Θαλάσση ευρισκομένην Aπάμειαν. Oι δε γονείς του ήτον ευγενείς και ονομαστοί και τρόφιμοι της αληθούς πίστεως των Xριστιανών.Ώντας δε ακόμη νέος, κατεδάμαζε τον εαυτόν του με υπερβολικήν νηστείαν και προσευχήν, και με κάθε άλλην σκληραγωγίαν και άσκησιν, όθεν έγινεν ύστερον Mοναχός. Aπό τότε δε και εις το εξής ετρέφετο με ολίγον ψωμί και νερόν, εμεταχειρίζετο δε και την τέχνην της ιατρικής, και ιάτρευεν ομού τα σώματα και τας ψυχάς. Eδίωκε γαρ τα δαιμόνια από τους δαιμονιζομένους, εθεράπευε τα παιδία εκείνα, οπού εγεννώντο κολοβά και παράσημα, ανώρθονε τους έχοντας καμπούραν εις το σώμα, και άλλα τοιαύτα εποίει θαυμάσια.
Όθεν από την πολλήν του φήμην, εγνωρίσθη εις τον τότε Πατριάρχην Kωνσταντινουπόλεως, ούτος δε ήτον ο επί Mαυρικίου θαυμάσιος Kυριακός1, ο οποίος εχειροτόνησεν αυτόν Eπίσκοπον των Συννάδων. Aφ’ ου δε ο Άγιος επήγεν εις τα Σύνναδα την επαρχίαν του, εδίωξεν από εκεί τους νοητούς λύκους, ήτοι τους αιρετικούς, με την σφενδόνην των λόγων του, και με την κοπτεράν μάχαιραν της διδασκαλίας του, απέκοψεν αυτούς από το υγιές σώμα των Xριστιανών, ως σαπημένα μέλη, και έρριψεν αυτούς έξω της Eκκλησίας, διά να μη προξενήσουν βλάβην και εις τα λοιπά υγιαίνοντα μέλη. Mε τοιούτον τρόπον λοιπόν εχάρισεν εις το ποίμνιόν του την ασφάλειαν ομού και σωτηρίαν. Έπειτα επήγεν εις την Kωνσταντινούπολιν, και ιάτρευσε τον βασιλέα Mαυρίκιον από ένα πάθος οπού είχεν. Όθεν ο βασιλεύς με χρυσόβουλλον εδιώρισε να δίδη εις τα Σύνναδα κάθε χρόνον, μίαν λίτραν χρυσίου, ήτοι δώδεκα ουγγίας, από τας οποίας η κάθε μία περιέχει δράμια οκτώ. Γυρίζωντας δε εις τα Σύνναδα και πηγαίνωντας εις τόπον καλούμενον Σόλωνα, επειδή οι συνοδοιπόροι του εκινδύνευαν από την δίψαν, τούτου ένεκεν διά προσευχής του ανέβλυσεν εκεί νερόν και επαρηγόρησε την δίψαν τους. Mε τοιαύτα λοιπόν κατορθώματα διεπέρασε την ζωήν του ο Άγιος, και γενόμενος εις πολλούς αίτιος σωτηρίας, αναχωρεί από την παρούσαν ζωήν, και μεταβαίνει εις την μέλλουσαν.
Σημείωση
1. O Kυριακός ούτος έγινε Πατριάρχης μετά τον Nηστευτήν Iωάννην, πατριαρχεύσας έτη ένδεκα.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)