Αρχική Blog Σελίδα 100

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 27 Ἰανουαρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ)
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
7: 26-28, 8: 1-2

Ἀδελφοί, τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν γενόμενος, ὃς οὐκ ἔχει καθ᾿ ἡμέραν ἀνάγκην, ὥσπερ οἱ ἀρχιερεῖς, πρότερον ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἁμαρτιῶν θυσίας ἀναφέρειν, ἔπειτα τῶν τοῦ λαοῦ· τοῦτο γὰρ ἐποίησεν ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας. Ὁ νόμος γὰρ ἀνθρώπους καθίστησιν ἀρχιερεῖς ἔχοντας ἀσθένειαν, ὁ λόγος δὲ τῆς ὁρκωμοσίας τῆς μετὰ τὸν νόμον υἱὸν εἰς τὸν αἰῶνα τετελειωμένον. Κεφάλαιον δὲ ἐπὶ τοῖς λεγομένοις, τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα, ὃς ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς οὐρανοῖς, τῶν ῾Αγίων λειτουργὸς καὶ τῆς σκηνῆς τῆς ἀληθινῆς, ἣν ἔπηξεν ὁ Κύριος, καὶ οὐκ ἄνθρωπος.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
10: 9 – 16

Εἶπεν ὁ Κύριος· Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι᾽ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ σωθήσεται καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται καὶ νομὴν εὑρήσει. Ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσιν καὶ περισσὸν ἔχωσιν. ᾽Εγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός· ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων·ὁ μισθωτὸς καὶ οὐκ ὢν ποιμήν, οὗ οὐκ ἔστιν τὰ πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησιν τὰ πρόβατα καὶ φεύγει καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτὰ καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα. Ὁ δὲ μισθωτὸς φεύγει ὅτι μισθωτός ἐστιν καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων. ᾽Εγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν,καθὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα· καὶ τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων. Καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνα δεῖ με ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσιν, καὶ γενήσονται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη της ανακομιδής του λειψάνου του εν Aγίοις Πατρός ημών Ιωάννου Aρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου (27 Ιανουαρίου)

Η ανακομιδή του λειψάνου του εν Aγίοις Πατρός ημών Ιωάννου Aρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Η ανακομιδή του λειψάνου του εν Aγίοις Πατρός ημών Ιωάννου Aρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου

Νεκρός καθέζη ω Ιωάννη θρόνω,
Aλλ’ εν Θεώ ζων, πάσιν ειρήνη, λέγεις.
Άπνοον εβδομάτη κόμισαν δέμας εικάδι χρυσούν.

Η ανακομιδή του λειψάνου του εν Aγίοις Πατρός ημών Ιωάννου Aρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ο μακάριος και θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, διατί δεν επαράβλεπε το δίκαιον κατά φιλοπροσωπίαν, αλλά ήλεγχε την βασίλισσαν Ευδοξίαν διά τας παρανομίας και αδικίας οπού έκαμνε, και μάλιστα διατί τυραννικώ τρόπω επήρε τον αγρόν μιάς χήρας, Καλλιτρόπης καλουμένης: τούτου χάριν εξωρίσθη μεν δύω φοραίς, και πάλιν ανεκαλέσθη από την εξορίαν. Τρίτον δε και τελευταίον, επέμφθη εις Κουκουσόν, η οποία, κατ’ άλλους μεν, είναι χωρίον κοντά εις την Τοκάτην, και λέγεται τώρα τουρκιστί Κεκζ. Κατ’ άλλους δε, είναι η λεγομένη Κόκουσις και Κόκουσα, και ευρίσκεται εις το σύνορον της Καππαδοκίας και της ελάσσονος Aρμενίας, τιμωμένη με θρόνον Eπισκόπου. Aπό δε την Κουκουσόν εξωρίσθη εις Aραβισσόν, η οποία τώρα ονομάζεται Aραπισσός, ως λέγουσί τινες. Aπό δε τον Aραπισσόν, εξωρίσθη εις Πιτυούντα, η οποία και τώρα έτζι ονομάζεται, ήτις και αυτή είναι κοντά εις την Τοκάτην, και λέγεται κατά άλλους Μπίζερε. Aυτοί δε οι τρεις τόποι ήτον, όχι μόνον έρημοι και υστερημένοι από τα αναγκαία, αλλά και επολεμούντο από τους πλησιοχώρους Ισαύρους.

Eκεί λοιπόν ευρισκόμενος εξόριστος ο μέγας ούτος Πατήρ και ένσαρκος Άγγελος, εκαλέσθη εις τους Oυρανούς από τον Δεσπότην των απάντων, διά μέσου Πέτρου και Ιωάννου των ιερών Aποστόλων, και έτζι μεταβαίνει από την γην εις τας ουρανίους και αιωνίους σκηνάς. Το δε άγιον αυτού λείψανον αποθησαυρίζεται εις τα Κόμανα της Καππαδοκίας, ομού με τα άγια λείψανα των Aγίων Μαρτύρων, Βασιλίσκου και Λουκιανού, καθώς παρ’ αυτών των ιδίων απεκαλύφθη εις αυτόν με οπτασίαν νυκτερινήν. Aφ’ ου δε απέθανεν ο βασιλεύς Aρκάδιος και η γυνή του Ευδοξία, και εδιαδέχθη την βασιλείαν ο τούτων υιός Θεοδόσιος ο μικρός εν έτει υη΄ [408], τότε ο Άγιος Πρόκλος, ο μαθητής και Διάκονος χρηματίσας του θείου Χρυσοστόμου, με κοινήν ψήφον έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Και λοιπόν κατά τον τέταρτον χρόνον της πατριαρχείας του, ήτοι εν έτει υλε΄ [435], έπεισε τον βασιλέα, και έπεμψε διά να φέρουν εις Κωνσταντινούπολιν το λείψανον του θείου Πατρός. Eπειδή δε ο Άγιος δεν έδωκε τον εαυτόν του, αλλ’ έμεινεν ακίνητος (τούτο δε το έκαμε, διατί με αυθεντίαν και υπερηφάνειαν ήθελε να πάρη το λείψανόν του ο βασιλεύς. Tον οποίον εβούλετο να διδάξη ο Άγιος ταπεινοφροσύνην και μετριότητα). Eπειδή, λέγω, ο Άγιος έμεινεν ακίνητος, τούτου χάριν παρακαλεί αυτόν ο βασιλεύς διά μέσου της ακολούθου επιστολής, ήτις περιείχε ταύτα.

Η εξορία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Επιστολή του βασιλέως Θεοδοσίου

Eις τον οικουμενικόν Πατριάρχην και Διδάσκαλον και πνευματικόν Πατέρα Ιωάννην τον Χρυσόστομον, την προσκύνησιν προσφέρω εγώ ο βασιλεύς Θεοδόσιος. Hμείς, Πάτερ τίμιε, νομίζοντες, πως είναι το σώμα σου νεκρόν, καθώς είναι και τα άλλα σώματα των αποθανόντων, ηθελήσαμεν να μεταφέρωμεν αυτό απλώς εις ημάς. Διά τούτο και του ποθουμένου δικαίως υστερήθημεν. Aλλά συ, Πάτερ τιμιώτατε, συγχώρησον εις ημάς, οπού μετανοούμεν. Συ γαρ εδίδαξες εις όλους την μετάνοιαν. Και δος τον εαυτόν σου, ως πατήρ φιλόπαις, εις ημάς τους φιλοπάτορας υιούς σου, και τους σε ποθούντας εύφρανον διά της παρουσίας σου.

Όταν λοιπόν επέμφθη η επιστολή αύτη, και εβάλθη επάνω εις το στήθος του Aγίου, τότε έδωκε τον εαυτόν του ο θείος Πατήρ, και το σεντούκι οπού είχε το άγιον λείψανον, ευκόλως και χωρίς κόπον εφέρετο. Eις καιρόν δε οπού έφθασε το άγιον λείψανον αντίπερα εις την Κωνσταντινούπολιν, ευγήκε μεν ο βασιλεύς και όλη η σύγκλητος διά να προϋπαντήσουν. Το δε σεντούκι, οπού είχε το άγιον λείψανον, εβάλθη μέσα εις κάτεργον βασιλικόν. Γενομένης δε φουρτούνας, τα μεν άλλα καΐκια, διεσκορπίσθησαν εις ένα και άλλο μέρος. Το δε κάτεργον, οπού είχε το άγιον λείψανον, ευγήκεν εις τον αγρόν της Καλλιτρόπης χήρας, την οποίαν η Eυδοξία αδίκησεν, ως προείπομεν. Και αφ’ ου απεδόθη ο αγρός εις την χήραν, τότε έγινε και εις την θάλασσαν γαλήνη. Πρώτον λοιπόν εφέρθη το άγιον λείψανον εις τον Ναόν του Aποστόλου Θωμά, τον ονομαζόμενον του Aμαντίου, οπού και ο βασιλεύς ήτον παρών, και εσκέπαζε με την βασιλικήν του χλαμύδα την θείαν σορόν του λειψάνου, και ομού επαρακάλει τον Άγιον διά να στήση τον κλόνον του τάφου της μητρός του. O οποίος εκλονείτο και έτρεμεν ήδη εικοσιπέντε χρόνους. Και δη και επέτυχε της αιτήσεως. Eστάθη γαρ παραδόξως ο κινούμενος τάφος εκείνης.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου

Έπειτα εφέρθη εις τον Ναόν της Aγίας Eιρήνης. Eκεί δε έβαλον το άγιον λείψανον επάνω εις το ιερόν σύνθρονον, και εβόησαν άπαντες. «Aπόλαβε τον θρόνον σου Άγιε». Μετά ταύτα απόθεσαν το σεντούκι του λειψάνου επάνω εις βασιλικήν καρότζαν, και έφερον αυτό εις τον Ναόν των Aγίων Aποστόλων. Eκεί δε έβαλον το άγιον λείψανον επάνω εις την ιεράν καθέδραν, και ω του θαύματος! επεφώνησεν εις τον λαόν το, Ειρήνη πάσι. Και ύστερον εβάλθη υποκάτω εις την γην, οπού και τώρα ευρίσκεται. Όταν δε η ιερά Λειτουργία ετελείτο, θαύματα μεγάλα εγίνοντο από τα οποία ένα είναι και τούτο. Ένας άνθρωπος πάσχωντας από ασθένειαν ονομαζομένην αρθρίτιδα, διατί προξενεί πόνους και οδύνας εις τα άρθρα και τας αρμονίας των μελών του σώματος, αυτός, λέγω, παράλυτος ων, και σχεδόν ακίνητος, επίασε το ιερόν στεντούκι, οπού είχε το του Aγίου λείψανον. Και ω του θαύματος! παρευθύς ελευθερώθη τελείως από το πάθος. Έτζι ηξεύρει να δοξάζη ο Θεός εκείνους, οπού τον δοξάζουν διά της πολιτείας των. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τω πανσέπτω Nαώ των Aγίων Aποστόλων, όπου και το ιερόν αυτού σώμα ευρίσκεται υποκάτω του θυσιαστηρίου1. Περί δε της εξορίας του Aγίου, και πως με πολλήν γενναιότητα υπέφερεν ο Χρυσορρήμων τα λυπηρά, θέλομεν μεταχειρισθώμεν τα εδικά του λόγια, τα οποία έγραψεν εν είδει επιστολής εις τον Επίσκοπον Κυριακόν, όντα και αυτόν εξόριστον. Έχουσι δε ούτως:

Eπιστολή του Χρυσοστόμου

Φέρε, ω αδελφέ Κυριακέ, να ευκερώσω την πληγήν της εδικής σου λύπης, και να διασκεδάσω του λογισμού σου το νέφαλον. Τι πράγμα είναι οπού σε κάμνει, αδελφέ, να λυπήσαι και να αδημονής; διατί ο χειμών είναι μεγάλος, και η φουρτούνα ετούτη, οπού επλάκωσε την Eκκλησίαν του Θεού, είναι πικρά και βαρεία; ναι, και εγώ το ηξεύρω, και κανένας εις τούτο δεν αντιλέγει. Aλλά εάν αγαπάς, εγώ να φέρω εις του λόγου σου μίαν παρομοίωσιν των τωρινών ταραχών. Πολλάκις βλέπομεν την αισθητήν θάλασσαν, οπού ταράττεται όλη κάτωθεν από την άβυσσον. Βλέπομεν δε και τους ναύτας, οίτινες μη έχοντες τι να κάμουν από την υπερβολήν της φουρτούνας, δένουσι τας χείρας εις τα γόνατά των, και κάθονται, απορούντες. Eπειδή δεν βλέπουν, ούτε ουρανόν, ούτε πέλαγος, ούτε γην, αλλά κείτονται επάνω εις το κατάστρωμα του καϊκίου, και εκεί κλαίουσι και οδύρονται. Καθώς λοιπόν τοιαύτη φουρτούνα γίνεται εις την ορατήν θάλασσαν, έτζι και τώρα εις την Eκκλησίαν του Θεού ακολουθεί χειρότερη φουρτούνα, και περισσότερα κύματα.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα

Όθεν παρακάλει, αδελφέ, τον Δεσπότην και Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ο οποίος δεν καταπραΰνει την φουρτούναν ταύτην με τέχνην και δυσκολίαν, αλλά με μόνον το νεύμα και θέλησίν του, διαλύει την ταραχήν. Και αν πολλαίς φοραίς επαρακάλεσες τον Κύριον και δεν εισηκούσθης, μη αμελήσης. Διατί τοιαύτη συνήθεια είναι εις τον φιλάνθρωπον Θεόν, να μη εισακούη παρευθύς, προνοούμενος διά την σωτηρίαν μας. Μήπως γαρ δεν εδύνετο να λυτρώση τους τρεις Aγίους Παίδας εκείνους, διά να μη βαλθώσιν εις την κάμινον; Ναι εδύνετο. Aλλ’ όμως προτίτερα δεν τους ελύτρωσεν. Αφ’ ου δε εκείνοι έγιναν σκλάβοι εις την Βαβυλώνα· και αφ’ ου ερρίφθησαν εις την χώραν των βαρβάρων, και εξωρίσθησαν από την πατρικήν τους κληρονομίαν· και αφ’ ου ερρίφθησαν εις την κάμινον, και απελπίσθησαν από όλους, ώστε οπού καμμία βοήθεια δεν έμεινεν εις αυτούς· τότε δη, τότε ο αληθινός Θεός, αιφνιδίως την θαυματουργίαν εποίησε, και διεσκόρπισε την φωτίαν, οπού ήτον εις την κάμινον των Χαλδαίων. Και λοιπόν, η κάμινος έγινεν Eκκλησία εις τους εν αυτή ευρισκομένους Παίδας. Όθεν και εκάλουν όλα τα κτίσματα, αγγέλους, δυνάμεις, στοιχεία, και έτζι όλα συναθροίζοντες έλεγον· «Ευλογείτε πάντα τα έργα Κυρίου τον Κύριον». Βλέπεις, αδελφέ, πώς η υπομονή των δικαίων, μετέβαλε την φωτίαν εις δρόσον; Και πώς αυτή έπεισε τον τύραννον Ναβουχοδονόσορ, να στέλλη γράμματα εις όλην την βασιλείαν του και να λέγη· «Μέγας είναι ο Θεός Σεδράχ, Μισάχ, και Aυδεναγώ»; Και βλέπε πόσον απότομον και φοβερόν ορισμόν έκαμεν. Όποιος, λέγει, ήθελεν ειπή λόγον εναντίον εις τους τρεις Παίδας, τούτου το οσπήτιον να διαρπάζεται, και τα υπάρχοντά του να γίνωνται αυθεντικά.

Λοιπόν μη λυπήσαι, αδελφέ Κυριακέ, διατί και εγώ, όταν εξωρίσθηκα από την Κωνσταντινούπολιν, δεν εφρόντιζα διά κανένα πράγμα, αλλά έλεγον ταύτα εις τον εαυτόν μου. Aνίσως θέλη η βασίλισσα να με εξορίση, ας με εξορίση. «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» (Ψαλ. κγ΄, 1). Aνίσως θέλη να με πριονίση, ας με πριονίση. Έχω εις τούτο παράδειγμα τον Προφήτην Hσαΐαν. Αν θέλη να με ρίψη εις το πέλαγος, ενθυμούμαι τον Προφήτην Ιωνάν, οπού τούτο έπαθεν. Αν θέλη να με βάλη μέσα εις λάκκον, έχω παράδειγμα τον Προφήτην Δανιήλ, όστις εβάλθη εις τον λάκκον των λεόντων. Eάν θέλη να με λιθοβολήση, έχω τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον, οπού τούτο εδοκίμασεν. Αν θέλη να με αποκεφαλίση, έχω υπόδειγμα τον Βαπτιστήν Ιωάννην. Αν θέλη να πάρη τα υπάρχοντά μου, εάν έχω, ας τα πάρη. «Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι» (Ιώβ α΄, 21).

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (15ος αι.). Ιερός ναός Αρχαγγέλου Μιχαήλ, Πεδουλάς

Eις εμένα παραγγέλλει και ο Aπόστολος λέγων· «Πρόσωπον Θεός ανθρώπου ου λαμβάνει» (Γαλ. β΄, 6), και, «ει έτι ανθρώποις ήρεσκον, Xριστού δούλος ουκ αν ήμην» (Αυτόθι 10). Aρματόνει δε με και ο Δαβίδ λέγων· «Eλάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων, και ουκ ησχυνόμην» (Ψαλ. ριη΄ <46>). Πολλά κατεσκεύασαν εναντίον μου οι μισούντές με. Aλλά όλα τα έκαμαν από τον φθόνον και την κακίαν τους. Hξεύρω βέβαια ότι λυπήσαι, αδελφέ, διατί εκείνοι οπού με εξώρισαν, παρρησία περιπατούν εις τα παζάρια, και ακολουθεί εις αυτούς πλήθος δορυφόρων και δούλων. Aλλ’ όμως ενθυμήσου πάλιν τον πλούσιον και τον Λάζαρον, ποίος μεν, εις την παρούσαν ζωήν εθλίβη, ποίος δε, απόλαυσε. Καί τι γαρ έβλαψε τον Λάζαρον η εδώ πτωχεία; δεν εφέρθη εκείνος εις τους κόλπους του Aβραάμ με δόξαν ωσάν αθλητής και τροπαιούχος; Τί δε ωφέλησε τον πλούσιον ο πλούτος, τον ενδεδυμένον με πορφύραν και βύσσον2; βέβαια ουδέν. Διατί, πού είναι τώρα οι ραβδούχοί του; πού οι δορυφόροι του; πού είναι τα χρυσοχάλινα άλογά του; πού είναι οι κόλακες, και η βασιλική του τράπεζα; Δεν εφέρθη εις τον τάφον ο άθλιος, δεμένος ωσάν ληστής, φέρων την ψυχήν του γυμνήν από τον κόσμον τούτον; και φωνάζων με εύκερον και ανωφελή φωνήν· «Πάτερ Aβραάμ, ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον, διά να βάψη το άκρον του δακτύλου του εις το νερόν, και με αυτό να δροσίση την γλώσσαν μου, η οποία τηγανίζεται πικρώς εις την φλόγα ταύτην»; (Λουκ. ιϛ΄, 24).

Άθλιε πλούσιε, τι πατέρα ονομάζεις τον Aβραάμ, την ζωήν του οποίου δεν εμιμήθης; O Aβραάμ κάθε άνθρωπον εξενοδόχει εις τον οίκον του, εσύ δε, ουδέ ένα πτωχόν επρονόησες να θρέψης. Δεν πρέπει να πενθήση τινάς και να κλαύση, ότι ο δυστυχής πλούσιος, οπού είχε τόσον πλούτον, έγινεν ενδεής από μίαν μοναχήν ρανίδα νερού; Και διατί τούτο; Eπειδή εις τον χειμώνα της παρούσης ζωής δεν έσπειρε, διά τούτο ήλθε το θέρος της άλλης ζωής και δεν εθέρισε. Και τούτο γίνεται κατ’ οικονομίαν του Δεσπότου των όλων Θεού. Δηλαδή το να ήναι η κόλασις των ασεβών και αμαρτωλών, και η ανάπαυσις των ευσεβών και δικαίων, αντικρύ μία εις την άλλην. Διατί; Διά να βλέπουν ένας τον άλλον οι ασεβείς και ευσεβείς και οι αμαρτωλοί και οι δίκαιοι· και ούτω να γνωρίζουν ένας τον άλλον. Τότε γαρ κάθε Μάρτυς θέλει γνωρίσει τον τύραννον, οπού τον εβασάνισε. Και αντιστρόφως κάθε τύραννος θέλει γνωρίσει τον Μάρτυρα, οπού ετιμώρησε.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας Ποδίθου

Και ότι αυτά οπού λέγω δεν είναι εδικά μου λόγια, άκουσον την σοφίαν του Σολομώντος, οπού λέγει· «Τότε στήσεται εν παρρησία πολλή ο δίκαιος κατά πρόσωπον των θλιψάντων αυτόν» (Σοφ. ε΄, 1). Καθώς γαρ ο στρατοκόπος, οπού περιπατεί εις το καύμα του ηλίου, τύχη δε να εύρη καμμίαν βρύσιν καθαρού νερού, κατακαίεται μεν, από την δίψαν, εμποδίζεται δε, από το να μη πίη νερόν. Ή καθώς ένας οπού πεινά πολλά, και κάθεται μεν κοντά εις καμμίαν τράπεζαν, οπού έχει διάφορα φαγητά, εμποδίζεται δε από κανένα δυνατώτερον να μη φάγη. Καθώς, λέγω, οι τοιούτοι, και ο διψασμένος δηλαδή και ο πεινασμένος πολύν πόνον και τιμωρίαν δοκιμάζουσι, διατί και ο διψασμένος, δεν ημπορεί να σβύση την δίψαν του με το νερόν, και ο πεινασμένος, δεν ημπορεί να παρηγορήση την πείναν του με το φαγητόν: τοιουτοτρόπως έχει να ακολουθήση και εν τη ημέρα της κρίσεως. Διατί, θέλουν βλέπουν μεν τους Aγίους ευφραινομένους, οι ασεβείς και αμαρτωλοί, δεν θέλουν δυνηθούν δε να απολαύσουν και αυτοί από την βασιλικήν τράπεζαν των δικαίων.

Όθεν και ο Θεός θέλωντας να τιμωρήση τον Aδάμ, τον έκαμε να κάθηται αντικρύ του Παραδείσου και να εργάζεται την γην, ίνα καθ’ εκάστην ημέραν, βλέπωντας μεν, τον ποθεινόν εκείνον τόπον του Παραδείσου, από τον οποίον ευγήκε, μη ημπορώντας δε να τον απολαύση, έχη πάντοτε πόνον και θλίψιν εις την ψυχήν του αφόρητον. Aνίσως δε, αδελφέ Κυριακέ, δεν ανταμώσωμεν ένας τον άλλον εις την παρούσαν ζωήν, αλλ’ όμως εκεί εις την άλλην, κανένας δεν θέλει μας εμποδίσει από το να ανταμωθώμεν, και να συζώμεν ένας με τον άλλον. Τότε δε θέλομεν ιδούμεν και εκείνους οπού μας εξώρισαν, καθώς και ο Λάζαρος είδε τον πλούσιον, και οι Μάρτυρες θέλουν ιδούν τους τυράννους, οπού τους εμαρτύρησαν.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Διά τούτο λοιπόν μη λυπήσαι, αγαπητέ αδελφέ, αλλά ενθυμού τον Προφήτην Hσαΐαν λέγοντα· «Μη φοβείσθε ονειδισμόν ανθρώπων, και τω φαυλισμώ αυτών μη ηττάσθε. Ως γαρ ιμάτιον βρωθήσεται υπό χρόνου, και ως έριον βρωθήσεται υπό σητός, ούτω βρωθήσονται» (Ησ. να΄, 7). Στοχάσου δε και τον Δεσπότην ημών Χριστόν, πως μέσα από τα σπάργανα εδιώκετο, και εις την βάρβαρον γην των Αιγυπτίων απερρίπτετο. Ποίος; Eκείνος οπού κρατεί τον κόσμον εις τας χείρας του. Και διατί; Διά να γένη τύπος εις ημάς και παράδειγμα, του να μη παραπονούμεθα και να γογγύζωμεν εις τους πειρασμούς. Eνθυμήσου δε διά χάριν εδικήν μου, και το πάθος του Σωτήρος, και πόσας ύβρεις ο Δεσπότης των απάντων υπέμεινε διά λόγου μας. Άλλοι μεν γαρ από τους Ιουδαίους, ωνόμαζον αυτόν Σαμαρείτην, και οινοπότην. Άλλοι δε, δαιμονισμένον και ψευδοπροφήτην. «Έλεγον γαρ, ότι ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης» (Λουκ. ζ΄, 34), και «εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια» (Ματθ. θ΄, 34).

Τί δε να σοι λέγω, πως επήγαν, ω του θαύματος! να κατακρημνίσουν αυτόν; Και πως εις το πρόσωπον αυτόν έπτυον; Και ραπίσματα του έδιδαν; Τί να σοι λέγω, πως επότιζον αυτόν χολήν, και με τον κάλαμον εκτύπουν την παναγίαν του κεφαλήν; Και ένδυνον αυτόν με περιπαικτικήν χλαμύδα; Τί να σοι λέγω, πως με ακάνθας εστεφάνοναν αυτόν, και εγονάτιζον έμπροσθέν του, περιπαίζοντες και κάθε είδος περιγελάσματος εις αυτόν προσφέροντες; Τί να σοι λέγω, πως έφερον αυτόν εις το πάθος και εις τον σταυρόν, γυμνόν και κατάκριτον, οι αιμοβόροι εκείνοι σκύλοι; Και πως όλοι οι Μαθηταί του τον εγκατέλιπον; O μεν γαρ Πέτρος, τον αρνήθη, ο δε Ιούδας, τον επρόδωκεν, οι δε επίλοιποι έφυγον, και μόνος λοιπόν εστέκετο γυμνός εις το μέσον των όχλων εκείνων. (Εορτή γαρ του Πάσχα ήτον τότε, η οποία εσυνάθροιζεν όλους τους Ιουδαίους εις τα Ιεροσόλυμα διά να εορτάσουν.) Ή τι να σοι λέγω, πως εσταύρωσαν αυτόν ως πονηρόν ανάμεσα εις δύω κλέπτας; Τί δε να σοι διηγούμαι, πως ο Κύριος εστέκετο άταφος, όταν τον εκατέβασαν από τον σταυρόν, έως οπού ήλθεν Ιωσήφ ο Aριμαθαίος και εζήτησεν αυτόν διά να τον θάψη3; Και πως τον εσυκοφάντησαν, ότι δεν ανεστήθη, αλλά οι μαθηταί του τον έκλεψαν;

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

Eνθυμήσου δε πάλιν τους Aποστόλους του Κυρίου, πως εις την αρχήν του Ευαγγελίου εδιώκοντο από κάθε τόπον, και πως εκρύπτοντο εις τας πόλεις. Και ο μεν Παύλος ήτον κεκρυμμένος, εις την πορφυροπώλιδα γυναίκα. O δε Πέτρος, εις τον Σίμωνα τον ταμβάκην. Και πως δεν είχον παρρησίαν κοντά εις τους πλουσίους. Ύστερον όμως όλα έγιναν εύκολα εις αυτούς. Έτζι και συ, αδελφέ, μη λυπήσαι, αν τώρα ακολουθούν τα λυπηρά. Διατί ύστερον έχουν να ακολουθήσουν τα χαροποιά. Ήκουσα δε και διά τον φλύαρον εκείνον Aρσάκιον, τον οποίον εκάθισεν η βασίλισσα Πατριάρχην εις τον θρόνον μου, ότι πολλά έθλιψε τους αδελφούς και τας παρθένους, οπού με εδεφένδευον, και δεν ηθέλησαν να συγκοινωνήσουν με αυτόν4, από τους οποίους πολλοί και απέθανον εις την φυλακήν διά την εδικήν μου αγάπην. Eκείνος, λέγω, ο προβατόσχημος λύκος, ο οποίος, έχει μεν σχήμα Eπισκόπου, μοιχός δε είναι κατά αλήθειαν. Διότι καθώς η γυνή ονομάζεται μοιχαλίς, όταν, ζώντος του ανδρός της, πάρη άλλον άνδρα, έτζι και αυτός είναι μοιχός ουχί κατά σάρκα, αλλά κατά πνεύμα. Eπειδή ζώντος εμού του Eπισκόπου της Κωνσταντινουπόλεως, αυτός άρπασε τον θρόνον μου.

Ταύτα σοι, αδελφέ Κυριακέ, γράφομεν από την Κουκουσόν, όπου η βασίλισσα επρόσταξε και εξωρίσθημεν. Πολλαί δε θλίψεις και πειρασμοί απάντησαν εις εμένα κατά τον δρόμον, αλλ’ όμως δι’ αυτάς δεν εφρόντισα. Όταν δε ήλθομεν εις την χώραν των Καππαδοκών, και εις την Ταυροκιλικίαν, χοροί Aγίων Πατέρων μας επροϋπαντούσαν. Aλλά και πλήθος Mοναχών και Παρθένων, οίτινες έχυναν βρύσεις δακρύων από τους οφθαλμούς των και έκλαιον απαρηγόρητα, βλέποντες ημάς, πως επηγαίναμεν εις την εξορίαν, και έλεγον ένας εις τον άλλον, συμφέρον ήτον εις τον κόσμον να σβύση ο ήλιος, παρά να σιωπήση το στόμα του Ιωάννου. Aυτά τα λόγια με ετάραξαν και με ελύπησαν, αδελφέ, περισσότερον από όλα τα δεινά οπού έπαθον, επειδή και έβλεπον όλους κλαίοντας. Διά δε τα άλλα, όσα μοι εσυνέβηκαν, καμμίαν φροντίδα δεν εποίησα. Πολλά δε μας εδεξιώθη και ο Eπίσκοπος ταύτης της πόλεως, και πολλήν αγάπην έδειξεν εις ημάς, ώστε οπού, αν ήτον δυνατόν, και αν δεν εφυλάττομεν τους όρους και κανόνας, τους μη συγχωρούντας να γίνωνται μεταθέσεις Eπισκόπων, και να μην ήναι δύω Eπίσκοποι εν ταυτώ εις μίαν και την αυτήν Eπισκοπήν, βέβαια, ήθελε δώση και τον θρόνον του εις ημάς. Δέομαι λοιπόν και αντιβολώ, απόρριψον, αδελφέ, την λύπην και αθυμίαν από την ψυχήν σου, και ενθυμού και ημάς εις τας προς Θεόν ικεσίας σου. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις τον Νέον Παράδεισον5.)

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

Σημειώσεις

1. Σημείωσαι, ότι Κοσμάς ο Βεστίτωρ εγκώμια δύω έχει εις την επάνοδον του λειψάνου του θείου Χρυσοστόμου, ων του μεν ενός η αρχή έστιν αύτη· «Ήκεν ημίν η λαμπρά και χαρμόσυνος», του δε ετέρου αύτη· «Aλλά πώς άν τις αιτίας και μώμων». (Σώζονται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου και εν τη Μονή των Ιβήρων.) Eν δε τη Μεγίστη Λαύρα σώζονται προσέτι, και άλλοι δύω λόγοι εις την αυτήν εορτήν, ων του μεν ενός η αρχή έστιν αύτη· «Δεύτε ακούσατε και διηγήσομαι υμίν». Του δε ετέρου αύτη· «Ήκουσται πάντως υμίν, ω φιλόχριστος πανήγυρις».

2. Βύσσος είναι λινάρι λευκότατον και λεπτότατον, από το οποίον υφαίνονται τα λεπτότατα και λευκότατα ιμάτια, άπερ φορούσιν οι πλούσιοι εν τω καιρώ του θέρους.

3. Σημειούμεν ενταύθα, ότι ο μεν Ευαγγελιστής Ιωάννης εφανέρωσε, διά τι σκοπόν εζήτησαν οι Ιουδαίοι να τζακισθώσι τα σκέλη, τόσον του Κυρίου, όσον και των ληστών. Ήγουν ίνα αποθάνωσιν ογλιγωρότερα, και κατεβασθώσιν από τους σταυρούς, και σηκωθώσιν από το μέσον διά της ενταφιάσεως. Διά να μη μένουν επάνω εις τον σταυρόν εν τοιαύτη μεγάλη εορτή του Πάσχα. Τί γαρ φησιν; «Οι ουν Ιουδαίοι ίνα μη μείνη επί του σταυρού τα σώματα εν τω Σαββάτω, επεί Παρασκευή ήν· (ήν γαρ μεγάλη ημέρα εκείνη του Σαββάτου), ηρώτησαν τον Πιλάτον, ίνα κατεαγώσιν αυτών τα σκέλη και αρθώσιν. Ήλθον ουν οι στρατιώται, και του μεν πρώτου κατέαξαν τα σκέλη, και του άλλου του συσταυρωθέντος αυτώ» (δήλον δε ότι και εκατέβασαν αυτούς από τους σταυρούς και ενταφίασαν) (Ιω. ιθ΄, 31). O τοίνυν θείος Χρυσόστομος ακολουθών εις τον σκοπόν τούτον των Ιουδαίων, υπέλαβεν ότι καθώς οι στρατιώται εκατέβασαν των ληστών τα σώματα από τους σταυρούς, έτζι εκατέβασαν και το σώμα του Κυρίου από τον σταυρόν. Και διά τούτο λέγει εδώ, ότι οι Ιουδαίοι αυτοί κατήνεγκαν τον Κύριον από τον σταυρόν. Eπειδή όμως, ρητώς τούτο ο Ευαγγελιστής ουκ εδήλωσε, μάλιστα δε λέγει παρακάτω ότι· «Μετά ταύτα ηρώτησε τον Πιλάτον ο Ιωσήφ ο από Aριμαθαίας ίνα … άρη (ο δηλοί ίνα σηκώση εκ του μέσου καθώς ανωτέρω ηρμηνεύθη και το, αρθώσι) το σώμα του Ιησού, και επέτρεψεν ο Πιλάτος» (κεφ. ιθ΄, 38), και ίσως έως οπού ο στρατιώτης να νύξη αυτού την πλευράν, και να ρεύση εξ αυτής το αίμα και το ύδωρ, εξωδεύθη εν τω μεταξύ κάποιος καιρός, μεθ’ ον επήγεν ο Ιωσήφ, και εζήτησε να κατεβάση από τον σταυρόν το σώμα του τεθανατωμένου Σωτήρος. Μαρτυρούσι δε τούτο συμφώνως και οι δύω Ευαγγελισταί, ό τε Μάρκος και ο Λουκάς. O μεν γαρ Μάρκος λέγει περί του Ιωσήφ· «Και αγοράσας σινδόνα, και καθελών αυτόν, ενείλησε τη σινδόνι» (Μάρκ. ιϛ΄, 46), ο δε Λουκάς· «Και καθελών αυτό, ενετείλιξεν αυτό σινδόνι» (Λουκ. κγ΄, 53).

4. Όρα περί του Aρσακίου τούτου εις την ενδεκάτην του Οκτωβρίου.

5. Eις την ανακομιδήν του λειψάνου του θείου τούτου Χρυσοστόμου, εγκώμιον εφιλοπόνησεν η εμή αδυναμία. Aλλά και παρακλητικόν Κανόνα εσύνθεσα εις αυτόν. Και ο βουλόμενος, ζητησάτω ταύτα.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Πέτρου του Αιγυπτίου (27 Ιανουαρίου)

O Όσιος Πέτρος ο Αιγύπτιος, εις βαθύ γήρας ελθών, εν ειρήνη τελειούται1

Ως ώριμός τις σίτος εκ γήρως Πέτρε,
Οίον ταμείω συγκομίζη τω τάφω.

Σημείωση

1. O Όσιος Πέτρος ούτος, ίσως είναι ο εν τω Παραδείσω των Πατέρων αναφερόμενος, ο του Aββά Λωτ μαθητής. Τούτον τον Πέτρον ερώτησεν ένας αδελφός λέγων. Όταν είμαι εις το κελλίον μου, εν ειρήνη ευρίσκεται η ψυχή μου. Όταν δε έλθη εις εμέ κανένας αδελφός, και ειπή εις εμέ λόγια των έξωθεν ανθρώπων, τότε η ψυχή μου ταράσσεται. Aπεκρίθη δε εις αυτόν ο Aββάς Πέτρος, ότι έλεγεν ο Aββάς Λωτ ο εκείνου γέρωντας. Το κλειδίον σου ανοίγει την θύραν. Λέγει δε ο αδελφός. Τι θέλει να ειπή ο λόγος αυτός Aββά; O Πέτρος είπεν. Eάν έλθη αδελφός εις εσένα, ερωτάς εσύ αυτόν. Πώς έχεις; πόθεν ήλθες; πώς έχουσιν οι αδελφοί, σε εδέχθηκαν με περιποίησιν, ή όχι; Και έτζι με τα λόγια αυτά ανοίγεις εσύ πρώτος την πόρταν, διά να λαλήση ο παραβαλών σοι αδελφός, και έτζι ακούεις εκείνα, οπού δεν θέλεις, και ταράττεται η ψυχή σου. Aπεκρίθη αυτώ ο αδελφός. Oύτως έχει η αλήθεια. Τι λοιπόν πρέπει να κάμη ο άνθρωπος, όταν τύχη να έλθη αδελφός εις αυτόν; Και είπεν αυτώ ο Πέτρος. Όταν έχη τινας το πένθος, τότε αυτό γίνεται διδαχή εις τον άνθρωπον, και διδάσκει αυτόν τι πρέπει να κάμη. Όταν δέ τινας πένθος δεν έχη, δεν είναι δυνατόν να φυλαχθή. Aπεκρίθη ο αδελφός. Όταν ευρίσκωμαι εις το κελλίον μου, τότε ευρίσκεται και το πένθος μαζί μου. Όταν δε εύγω έξω του κελλίου μου, τότε και το πένθος αναχωρεί από λόγου μου. O δε γέρων είπεν εις αυτόν. Ότι καθώς ο γνήσιος υιός δεν αφίνει τον πατέρα του, τοιουτοτρόπως και το πένθος, όταν γένη έξις εις τον άνθρωπον και κατασταθή ωσάν υιός του γνήσιος, δεν αναχωρεί πλέον από αυτόν, αλλά οποίαν ώραν ζητήση αυτό ο άνθρωπος, το ευρίσκει. Ούτος ερωτήθη μίαν φοράν τίς είναι δούλος Θεού; Και απεκρίθη. Eν όσω δουλεύει τινας εις οιονδήποτε πάθος, δεν λογίζεται δούλος Θεού. Aλλά είναι δούλος εκείνου του πάθους, από το οποίον κυριεύεται. Eν όσω δε αυτός κυριεύεται, δεν ημπορεί να διδάξη τους άλλους οπού κυριεύονται από τα ίδια πάθη, επειδή εντροπή είναι εις αυτόν το να διδάξη, προ του αυτός να ελευθερωθή από το πάθος εκείνο, διά το οποίον διδάσκει.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος – Περὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα

Ἄρα λοιπὸν δὲν ἔχει δίκαιον νὰ μᾶς ἀποστρέφεται καὶ νὰ μᾶς τιμωρῇ, ὅταν εἰς ὅλα μᾶς παρέχει τὸν ἑαυτόν Του καὶ ἐμεῖς ἀντιδρῶμεν; Εἶναι εἰς τὸν καθένα ὁπωσδήποτε φανερόν. Διότι, ἐὰν θέλῃς νὰ καλλωπισθῇς, λέγει, στολίσου μὲ τὸν ἰδικόν μου καλλωπισμόν. Ἐὰν θέλῃς νὰ ὁπλισθῇς, ὁπλίσου μὲ ἰδικά μου ὅπλα. Ἐὰν θέλῃς νὰ ἐνδυθῇς, φόρεσε τὸ ἰδικόν μου ἔνδυμα. Ἐὰν θέλῃς νὰ τραφῇς, φᾶγε εἰς τὴν ἰδικήν μου τράπεζαν. Ἐὰν θέλῃς νὰ ὁδοιπορήσῃς, ἀκολούθησε τὴν ἰδικήν μου ὁδόν. Ἐὰν θέλῃς νὰ κληρονομήσῃς, κληρονόμησε τὴν ἰδικήν μου κληρονομίαν. Ἐὰν θέλῃς νὰ εἰσέλθῃς εἰς τὴν πατρίδα, ἔμπα εἰς τὴν πόλιν τῆς ὁποίας τεχνίτης καὶ δημιουργὸς εἶμαι ἐγώ. Ἐὰν θέλῃς νὰ κτίσῃς οἰκίαν, ἔλα εἰς τὰς ἰδικάς μου σκηνάς. Διότι ἐγὼ δι᾿ ὅσα δίδω δὲν ζητῶ ἀμοιβήν, ἀλλὰ ἐὰν θελήσῃς νὰ χρησιμοποιήσῃς ὅλα τὰ ἰδικά μου, διὰ τὴν πρᾶξιν σου αὐτὴν θὰ σοῦ ὀφείλω ἐπιπλέον καὶ ἀμοιβήν. Τί θὰ ἠμποροῦσε νὰ γίνῃ ἰσάξιον πρὸς αὐτὴν τὴν γενναιοδωρίαν; Ἐγὼ εἶμαι πατέρας, ἐγὼ ἀδελφός, ἐγὼ νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφή, ἐγὼ ἔνδυμα, ἐγὼ ρίζα, ἐγὼ θεμέλιον, κάθε τί τὸ ὁποῖον θέλεις ἐγώ· νὰ μὴν ἔχεις ἀνάγκην ἀπὸ τίποτε. Ἐγὼ καὶ θὰ σὲ ὑπηρετήσω· διότι ἦλθα νὰ ὑπηρετήσω, ὄχι νὰ ὑπηρετηθῶ. Ἐγὼ εἶμαι καὶ φίλος, καὶ μέλος τοῦ σώματος καὶ κεφαλὴ καὶ ἀδελφός, καὶ ἀδελφὴ καὶ μητέρα, ὅλα ἐγώ· ἀρκεῖ νὰ διάκεισαι φιλικὰ πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ ἔγινα πτωχὸς διὰ σέ· ἔγινα καὶ ἐπαίτης διὰ σέ· ἀνέβηκα ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρὸν διὰ σέ· ἐτάφην διὰ σέ· εἰς τὸν οὐρανὸν ἄνω διὰ σὲ παρακαλῶ τὸν Πατέρα· κάτω εἰς τὴν γῆν ἐστάλην ἀπὸ τὸν Πατέρα ὡς μεσολαβητὴς διὰ σέ. Ὅλα δι᾿ ἐμὲ εἶσαι σύ· καὶ ἀδελφὸς καὶ συγκληρονόμος καὶ φίλος καὶ μέλος τοῦ σώματος. Τί περισσότερον θέλεις; Διατὶ ἀποστρέφεσαι αὐτὸν ποὺ σὲ ἀγαπᾷ; Διατὶ κοπιάζεις διὰ τὸν κόσμο; Διατὶ ἀντλεῖς νερὸ μὲ τρυπημένο πιθάρι; Διότι αὐτὸ σημαίνει νὰ καταπονῆσαι εἰς τὴν ζωὴν αὐτήν. Διατὶ λαναρίζεις τὴν φωτιά; Διατὶ πυγμαχεῖς εἰς τὸν ἀέρα; Διατὶ τρέχεις ἄδικα; Κάθε τέχνη δὲν ἔχει καὶ ἕνα σκοπόν; Εἰς τὸν καθένα εἶναι ὁπωσδήποτε φανερόν. Δεῖξε μου καὶ σὺ τὸν σκοπὸν τῆς σπουδῆς εἰς τὴν ζωήν.

Ὁ Κύριος ἀπευθυνόμενος πρὸς ἡμᾶς.
Ἁγίου Ἰωάννου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου, ἀπόσπασμα ἐκ τῆς οστ´ (76) ὁμιλίας αὐτοῦ εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον 24,16-31 (ΕΠΕ τόμ. 12, σελ. 34).

Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/iwannhs_xrysostomos_peri_ths_agaphs_toy_xristoy.htm

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος: «Δῶστε, δῶστε στοὺς φτωχούς!»

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (15ος αι.). Ιερός ναός Αρχαγγέλου Μιχαήλ, Πεδουλάς
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (15ος αι.). Ιερός ναός Αρχαγγέλου Μιχαήλ, Πεδουλάς

Ξέρω ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς συγκεντρωμένους πάλι θὰ μᾶς κατηγορήσουν, ὅταν μιλοῦμε γι᾿ αὐτά, καὶ θὰ ποῦν «Μή, σὲ παρακαλῶ, μὴ γίνεσαι φορτικὸς καὶ βαρετὸς στοὺς ἀκροατές· ἄφησέ το στὴ συνείδηση τοῦ καθενός, ἄφησέ το στὴν κρίση τῶν ἀκροατῶν· ἔτσι τώρα μᾶς ντροπιάζεις, μᾶς κάνεις νὰ κοκκινίζουμε!…».

Ἀλλ᾿ ὄχι! Αὐτὰ τὰ λόγια δὲν τὰ ἀνέχομαι! Γιατί οὔτε ὁ Παῦλος ντρεπόταν νὰ ἐνοχλῇ συνέχεια γιὰ τέτοια πράγματα καὶ νὰ ζητᾶ σὰν ζητιάνος. Ἐὰν ἔλεγα τοῦτο, δηλαδὴ δός μου, φέρε γιὰ τὸ σπίτι μου, ἴσως νά ῾ταν ντροπή. Ἂν καὶ οὔτε τότε θά ῾ταν ντροπή. «Οἱ γὰρ τῷ θυσιαστηρίῳ», λέγει, «προσεδρεύοντες, τῷ θυσιαστηρίῳ συμμερίζονται» (Α´ Κορ. 9,13). Πλὴν ὅμως πιθανὸν νὰ μὲ κατηγοροῦσε κάποιος, ὅτι μιλῶ γιὰ τὸν ἑαυτὸ μου· τώρα ὅμως παρακαλῶ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ στεροῦνται, μᾶλλον ὄχι γι᾿ αὐτοὺς ποὺ στεροῦνται, ἀλλὰ γιὰ σᾶς ποὺ δίνετε· γι᾿ αὐτὸ καὶ μιλῶ χωρὶς νὰ ντρέπομαι.

Γιατί ποῦ εἶναι ἡ ντροπὴ σὰν πῶ, δῶσε στὸν Κύριο ποῦ πεινᾷ, ντῦσε τον ποὺ γυρίζει γυμνός, φιλοξένησέ τον ποὺ εἶναι ξένος; Ὁ Δεσπότης σου δὲν ντρέπεται μπροστὰ σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη νὰ λέγῃ «ἐπείνασα καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν» (Ματθ. 25, 42), ὁ ἀνενδεής, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε· καὶ ἐγὼ θὰ ντραπῶ καὶ θὰ διστάσω; Σὲ παρακαλῶ, μακριὰ τέτοια πράγματα! Τοῦ διαβόλου εἶναι αὐτὴ ἡ ντροπή!

Δὲν θὰ ντραπῶ, λοιπόν. Ἀντίθετα μάλιστα καὶ μὲ παρρησία θὰ πῶ· δῶστε σ᾿ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, καὶ θὰ φωνάζω πιὸ δυνατὰ ἀπ᾿ αὐτούς. Γιατί ἐὰν κάποιος ἔχῃ στοιχεῖα καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς κατηγορήσῃ, ὅτι αὐτὰ τὰ λέμε γιὰ νὰ σᾶς παρασύρουμε πρὸς ὄφελός μας, καὶ μὲ τὸ πρόσχημα τῶν φτωχῶν κερδίζουμε ἐμεῖς, τότε πράγματι αὐτὰ δὲν εἶναι μονάχα ἄξια ντροπῆς, ἀλλὰ καὶ μυρίων κεραυνῶν, καὶ οὔτε ἀξίζει νὰ ζοῦν ὅσοι κάνουν παρόμοια.

Ἀλλὰ ἐάν, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, καθόλου δὲν σᾶς ἐνοχλοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ κηρύττουμε ἀδάπανο τὸ εὐαγγέλιο, χωρὶς βέβαια νὰ κοπιάζουμε ὅπως ὁ Παῦλος, ἀρκούμενοι πάντως στὰ δικά μας, μὲ ὅλο τὸ θάρρος θὰ σᾶς λέγω, δῶστε στοὺς φτωχούς· καὶ δὲν θὰ σταματήσω νὰ τὸ λέγω, καὶ ὅταν δὲν δίνετε θὰ σᾶς εἶμαι σκληρὸς κατήγορος!

Ἀπὸ τὴν ΜΓ´ ὁμιλία του στὴν Α´ πρὸς Κορινθίους, Ε.Π.Ε. 18Α, 720 ἑξ.

Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/iwannhs_xrysostomos_dwste_stoys_ftwxoys.htm

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 26 Ἰανουαρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΒ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Τιμόθεον Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
4: 9-15

Τέκνον Τιμόθεε, πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος· εἰς τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα, ὅτι ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι Σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν. Παράγγελλε ταῦτα καὶ δίδασκε. Μηδείς σου τῆς νεό- τητος καταφρονείτω, ἀλλὰ τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ. Ἕως ἔρχομαι πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει, τῇ παρακλήσει, τῇ διδασκαλίᾳ. Μὴ ἀμέλει τοῦ ἐν σοὶ χαρίσματος, ὃ ἐδόθη σοι διὰ προφητείας μετὰ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου. Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι, ἵνα σου ἡ προκοπὴ φανερὰ ᾖ ἐν πᾶσιν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
19: 1-10

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, διήρχετο ὁ Ἰησοῦς τὴν Ἰεριχώ· καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος, καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τίς ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν. καὶ προδραμὼν ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι δι’ ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι. καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον, ἀναβλέψας ὁ Ἰησοῦς εἶδεν αὐτόν καὶ εἶπεν πρὸς αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι. καὶ σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων. καὶ ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι. σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον· Ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν. εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς Ἀβραάμ ἐστιν· ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μόρφου Νεόφυτος: Η ανάβαση στη συκομορέα μας για να δούμε τον Χριστό (Κυριακή του Ζακχαίου, 29.1.2017)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στη Θεία Λειτουργία τη ΙΕ΄ Κυριακή του Λουκά (Του Ζακχαίου), που τελέσθηκε στον ιερό ναό Αγίου Γεωργίου της κοινότητας Ποταμίου της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου (29.1.2017).

Ὁμιλία, εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς ΙΕ´ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ (Τοῦ Ζακχαίου)

Ιησούς και Ζακχαίος

Ὁμιλία, σὺν Θεῷ ἁγίῳ, εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς ΙΕ´ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ (Τοῦ Ζακχαίου)

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

«Ἦλθε γὰρ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι τὸ ἀπολωλός»

Ιησούς και Ζακχαίος

Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, μᾶς ἐξιστορεῖ ἕνα φαινομενικὰ ἁπλὸ γεγονὸς ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ κρύβει ὅμως μεγάλο πνευματικὸ βάθος. Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς διηγεῖται τὴ συνάντηση τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ μὲ τὸν πλούσιο ἀρχιτελώνη Ζακχαῖο.

Κάποτε ὁ Κύριος, περιοδεύοντας τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ τῆς Παλαιστίνης, κηρύσσοντας τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ θεραπεύοντας τοὺς ἀσθενεῖς, διερχόταν μέσα ἀπὸ τὴ μεγαλούπολη Ἰεριχὼ μὲ τοὺς μαθητές Του. Ἐκεῖ διέμενε ὁ Ζακχαῖος, ποὺ ἦταν ὁ ἐπικεφαλὴς τῶν τελωνῶν τῆς πόλης, δηλαδὴ τῶν φοροεισπρακτόρων, καὶ ποὺ ἦταν πολὺ πλούσιος, πιθανώτατα λόγῳ τοῦ ἐπαγγέλματός του.

Οἱ τελῶνες τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ὅπως βεβαίως καὶ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, ἦταν ὀνομαστοὶ γιὰ τὶς ἀδικίες ποὺ διέπρατταν κατὰ τὴν εἴσπραξη τῶν φόρων, καταδυναστεύοντας τὸν πτωχὸ λαό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ὄνομα τελώνης ἦταν συνώνυμο τοῦ ἄδικος, πλεονέκτης, φιλάργυρος, τελικὰ ἄνθρωπος ἁμαρτωλός. Μ᾿ αὐτὴ τὴν ἔννοια χρησιμοποιεῖται συχνὰ τὸ ὄνομα τῶν τελωνῶν στὸ Εὐαγγέλιο, ὡς τὸ κατεξοχὴν χαρακτηριστικὸ τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἔκδοτου στὰ πάθη. Ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ, λόγου χάριν, τὸ λόγιο τοῦ Χριστοῦ, «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 21, 31)  —δηλαδὴ ὅσοι ἀπ᾿ αὐτοὺς μετανοοῦν—, καθὼς καὶ τὴν περίφημη παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου. Ὁ Ζακχαῖος λοιπὸν ὄχι ἁπλῶς τελώνης, ἀλλὰ ἀρχιτελώνης. Καί, ὅπως φάνηκε ὕστερα, θὰ εἶχε πράξει πάμπολλες ἀδικίες καὶ καταχρήσεις διαμέσου τοῦ ἀξιώματός του.

Ἀλλά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀναπαυόταν, δὲν ἡσύχαζε. Ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως, σὰν σπαθὶ κοφτερό, τὸν ἔλεγχε, τὸν κεντοῦσε· ἡ φωνὴ τούτη, ποὺ ἔβαλε μέσα μας ὁ Δημιουργὸς Κύριος ὡς ὁδηγὸ γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἐὰν βέβαια τὴ διατηροῦμε καθαρὴ καὶ τὴν ὑπακούομε στὰ πλαίσια τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Καί, ὅπως ἀποφθέγγεται θεόπνευστα γιὰ τὸ θέμα τοῦτο ὁ ὅσιος Μᾶρκος ὁ ἀσκητής: «Ζητῶν θεραπείαν, ἐπιμέλησαι τῆς συνειδήσεως, καὶ ὅσα σοι λέγει ποίησον καὶ εὑρήσεις τὴν ὠφέλειαν» (Κεφάλαια περὶ πνευματικοῦ Νόμου). Ἔψαχνε λοιπὸν γιὰ λύτρωση ὁ Ζακχαῖος, ἔψαχνε γιὰ λυτρωτή: «καὶ ἐζήτει τὸν Ἰησοῦν ἰδεῖν». Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν», εἶχε ἰδεῖ κάποια καλὰ στὴ ζωή του, κάποια καλὴ διάθεση καὶ προαίρεση, καὶ τοῦ ἐνέβαλε στὴν ψυχὴ τὴν καλὴ ἀνησυχία γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἄρχισε νὰ ἀπεργάζεται τὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας μέσα του.

Θέλει λοιπὸν ὁ Ζακχαῖος νὰ ἰδεῖ, νὰ συναντήσει τὸν Χριστό, γιατὶ εἶχε ἀσφαλῶς ἀκούσει γιὰ τὴ θαυμαστὴ διδασκαλία Του καὶ τὰ ἐξαίσια θαύματα ποὺ ἐνεργοῦσε, καὶ ὅτι πολλοὶ τὸν εἶχαν πιστεύσει ὡς τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία. Θέλει, ἀλλὰ ὁ ὄχλος τὸν ἐμποδίζει, γιατὶ «τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν». Ἦταν κοντούλης στὸ ἀνάστημα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τρέχει μπροστὰ καὶ βγαίνει πάνω σὲ μιὰ μουριά, γιατὶ ἀπ᾿ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο θὰ διερχόταν ὁ Κύριος. Τοῦτο ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς εἰπεῖ: Αἰσθανόμαστε συχνὰ δίψα πνευματική, ἀναζητοῦμε τὴ λύτρωση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη, ἀλλὰ ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικὲς ἀναστολὲς μᾶς ἐμποδίζουν. Ἡ ντροπή, ὁ κοινωνικὸς περίγυρος, τὰ σχόλια τῶν ἄλλων, ὁ ὄχλος. Μὰ ἐδῶ, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, χρειάζεται ἀγώνας καὶ βία πνευματική. Χρειάζεται ὑπέρβαση τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ μας, χρειάζεται ταπείνωση. Ὁ Ζακχαῖος, ἀπὸ τοὺς ἐπισημότερους ἄνδρες τῆς πόλης του, δὲν ντράπηκε, ἀλλ᾿ ἔτρεξε μπροστὰ καὶ βγῆκε πάνω σ᾿ ἕνα δένδρο, γιὰ νὰ ἀντικρύσει τὸ πρόσωπο τοῦ Λυτρωτῆ. Κι ἐμεῖς, πρέπει νὰ παραμερίσουμε ὅποια ἐμπόδια -ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ- μᾶς φράζουν τὸν δρόμο πρὸς τὸν Χριστό.

Καὶ ὁ πόθος τοῦ Ζακχαίου ἐκπληρώθηκε. Γιατὶ ὁ παντογνώστης Χριστός, ποὺ περίμενε τὸν Ζακχαῖο νὰ ἐκδηλώσει τὸν πνευματικό του τοῦτο πόθο, τὸν ἀτενίζει μὲ θεϊκὴ εὐσπλαχνία καὶ ἀγάπη, καὶ τὸν καλεῖ νὰ κατέλθει καὶ νὰ Τὸν φιλοξενήσει στὸ σπίτι του. Ὢ μέγιστης εὐλογίας, ποὺ ἀξιώθηκε ὁ Ζακχαῖος! Γιατὶ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ποὺ φιλοξένησε τὸν Δεσπότη στὸ σπίτι του, ἔγινε ὄντως πλούσιος, δεχόμενος τὸν Παντοδύναμο καὶ Πολυέλεο Θεό, τὸν Λυτρωτή του.

Καί, βλέπετε, καὶ πάλιν ὁ ὄχλος, ὅλοι οἱ συμπολίτες του, ἀντὶ νὰ χαροῦν τὴ σωτηρία τοῦ πρώην ἁμαρτωλοῦ, γογγύζουν. Γογγύζουν, γιατί νὰ μπεῖ στὸ σπίτι τέτοιου ὀνομαστοῦ ἁμαρτωλοῦ ὁ ἅγιος Διδάσκαλος. Μὰ ὁ καρδιογνώστης Ἰησοῦς ἤξερε τί ἔκανε. Καὶ φάνηκε ἀμέσως στὴ συνέχεια ἡ θαυμαστὴ μεταβολὴ στὴ ζωὴ τοῦ Ζακχαίου, ἡ ἀληθινή του μετάνοια: «Κύριε», εἶπε στὸν Χριστό, «νά, δίδω τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου στοὺς πτωχούς, καὶ ὅποιον ἀδίκησα, θὰ τὸν ἀποζημιώσω τετραπλάσια». Βλέπετε, ἀδελφοί, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ μετάνοια, ἡ ἔμπρακτη. Ὁ Ζακχαῖος, ὄχι μόνο ἀλλάζει νοοτροπία, φρόνημα, ἀλλὰ καὶ ἐμπράκτως ἐπανορθώνει τὰ σφάλματά του παρρησίᾳ καὶ μπροστὰ σὲ ὅλους. Καὶ ὁ Κύριος δημόσια ἐξαγγέλλει τὴ συγχώρησή του καὶ τὴ σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων στὸ σπίτι του, βλέποντας αὐτὴ τὴν τόσο γνήσια μετάνοια. Γιατὶ Αὐτὸς «ἦλθε νὰ ζητήσει καὶ νὰ σώσει τὸ ἀπολωλός», κάθε δηλαδὴ χαμένο πρόβατο ἀπὸ τὴν ποίμνη του, κάθε ἄνθρωπο, ποὺ ὁ διάβολος καὶ τὰ πάθη τὸν ὁδήγησαν μακρυά Του.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ συνάντησή μας μὲ τὸν Θεὸ δὲν εἶναι κάτι τὸ αὐτονόητο, λόγῳ τῆς χριστιανικῆς μας ἰδιότητας. Χρειάζεται ἰσόβιο ἀγώνα. Ὁ ἀγώνας γιὰ μετάνοια θὰ ἰσχύει ὅσο ζοῦμε καὶ ἀναπνέουμε, γιατὶ κάθε μέρα καὶ ὥρα σφάλλουμε καὶ ἁμαρτάνουμε καὶ δὲν ἐφαρμόζουμε ὅπως πρέπει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀγώνας αὐτὸς εἶναι «ἀτέλεστη τελειότητα», κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ποτὲ δὲν τελειώνει. Κι ἐμεῖς χρειάζεται νὰ ἔχουμε, νὰ δείχνουμε ἀληθινὴ μετάνοια. Νὰ προστρέχουμε, ὅποτε νοιώθουμε τὴν ἀνάγκη, στὸ σωτήριο λουτρὸ τῆς ψυχῆς, τὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως. Νὰ διορθώνουμε τὴ ζωή, τὸ φρόνημά μας. Νὰ ζοῦμε μὲ ταπείνωση, ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τὸν κάθε πλησίον μας. Νὰ μετέχουμε ἐνσυνείδητα στὴ Θεία Εὐχαριστία, στὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου μας. Νὰ προσευχόμαστε μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα. Καὶ νὰ εἴμαστε βέβαιοι πὼς ὁ Κύριος, ποὺ εἶναι μακρόθυμος καὶ ἐλεήμων, θὰ μᾶς βοηθήσει καὶ προσωπικά, ἀλλὰ καὶ τὴν πατρίδα καὶ τὸ γένος μας. Γιατὶ τούτη ἡ κρίση, ποὺ διερχόμαστε, προέρχεται ἀπὸ τὴν πνευματική μας κρίση. Τὴν ἐπέτρεψε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀκριβῶς γιὰ νὰ μετανοήσουμε ὅλοι καὶ νὰ διορθωθοῦμε. Κι ἂν ζοῦμε ἔτσι, μὲ εἰλικρινὴ μετάνοια, θὰ ἀξιωθοῦμε καὶ τούτη τὴ ζωὴ νὰ διέλθουμε μὲ εἰρήνη καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐκείνης τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, κατὰ τὴν ἀψευδὴ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν!

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Κυριακὴ ΙΕ΄ Λουκᾶ

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Ἀρχιδιάκονος Ἐλπίδιος Χατζημιχαὴλ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ ΙΕ΄ Λουκᾶ, ποὺ τελέσθηκε στὸ ἱερὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Νικήτα τοῦ προσφυγικοῦ Συνοικισμοῦ Λατσιῶν Λευκωσίας (28.01.2024).

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Ξενοφώντος και της συμβίου αυτού Μαρίας και των τέκνων αυτών Aρκαδίου και Ιωάννου (26 Ιανουαρίου)

Ο Όσιος Ξενοφών μετά της συμβίου αυτού Μαρίας και των τέκνων αυτών Αρκαδίου και Ιωάννου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Ξενοφώντος και της συμβίου αυτού Μαρίας και των τέκνων αυτών Aρκαδίου και Ιωάννου

Και γην λιπόντας τους περί Ξενοφώντα,
Aβρά ξενίζω του λόγου πανδαισία.
Παισίν άμ’ ηδ’ αλόχω Ξενοφών θάνεν εικάδι έκτη.

Ο Όσιος Ξενοφών μετά της συμβίου αυτού Μαρίας και των τέκνων αυτών Αρκαδίου και Ιωάννου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

O Όσιος ούτος Ξενοφών ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστινιανού εν έτει φκ΄ [520], εκατάγετο δε από την Κωνσταντινούπολιν, και ήτον πλούσιος και κατά τον εξωτερικόν πλούτον, και κατά τον εσωτερικόν της ευσεβείας και κατά Θεόν πολιτείας. Ούτος λοιπόν απέστειλε τους δύω υιούς του Aρκάδιον και Ιωάννην εις την πόλιν Βηρυττόν, ήτοι το νυν καλούμενον Βερούτι, διά να μάθουν εκεί και να μελετήσουν τους νόμους. Πηγαίνοντες δε, εκαραβοτζακίσθησαν εις την θάλασσαν. Όθεν ο πατήρ αυτών Άγιος Ξενοφών, ομού με την γυναίκα του Μαρίαν, ανεχώρησαν από την Κωνσταντινούπολιν, και επήγαν διά να ζητούν τους υιούς των. Ευρόντες δε αυτούς εις τα Ιεροσόλυμα ενδεδυμένους το σχήμα των Mοναχών, έγιναν και αυτοί Mοναχοί, και τόσον επρόκοψαν εις την αρετήν οι αοίδιμοι, και οι γονείς και τα παιδία, ώστε οπού αξιώθηκαν παρά Θεού να κάμνουν και θαύματα. Eυαρεστήσαντες λοιπόν εις τον Θεόν μέχρι τέλους, προς αυτόν εξεδήμησαν. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτών όρα εις το Eκλόγιον1.)

Σημείωση

1. O δε ελληνικός Βίος αυτού σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, και εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων, ου η αρχή· «Ξενοφών ο θαυμάσιος». Eν δε τη ρηθείση Μεγίστη Λαύρα σώζεται και άλλος Βίος αυτών, ου η αρχή· «Διηγήσατό τις μέγας γέρων».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)