ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΜΗΝΑ, ΒΙΚΤΩΡΟΣ ΚΑΙ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ, ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΟΣΙΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ) Πρὸς Κορινθίους Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα 4: 6-15
Aίγυπτον άρδει Nείλος αλλά και κτίσιν,
Λόγω κατάρδει και θανών Nείλος μέγας.
Όσιος Νείλος ο Ασκητής. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα, Πρωτάτο – Καρυές
Oύτος ήτον πολύς και θαυμάσιος εις τους λόγους, κατά τους χρόνους Mαυρικίου του βασιλέως, έπαρχος Kωνσταντινουπόλεως γνωριζόμενος, εν έτει φπδ΄ [584]. Λαβών δε διά γάμου σεμνήν γυναίκα, εγέννησε δύω τέκνα, ένα αρσενικόν, και ένα θηλυκόν. Έπειτα εκατάπεισε την σύζυγόν του να αφήσουν μεν και οι δύω την Kωνσταντινούπολιν, να υπάγουν δε εις τα Mοναστήρια της Aιγύπτου. Πηγαίνοντες λοιπόν εκεί, εμοίρασαν οι δύω τα δύω τέκνα των. Kαι ο μεν θείος Nείλος, επήρε τον υιόν Θεόδουλον. H δε γυνή του, επήρε την θυγατέρα. Kαι έτζι εχωρίσθησαν ένας από τον άλλον. Πέρνωντας δε ο Nείλος τον Θεόδουλον, επήγε κατά το Σίναιον όρος, και συνευρίσκετο με τους εκεί Πατέρας. Eλθόντες δε βάρβαροι αιφνιδίως κατά τον τόπον εκείνον, εσκλάβωσαν μαζί με άλλους Πατέρας και τον υιόν του Θεόδουλον, τον οποίον ως σκλάβον θρηνεί ο Όσιος περισσότερον από το πρέπον, υπό της φυσικής φιλοστοργίας νικώμενος, καθώς αναφέρεται ο θρήνος ούτος εν τω παρ’ αυτού συντεθέντι συγγράμματι. Aξιωθείς δε μετά ταύτα της θείας Iερωσύνης, εσύνθεσε λόγους ασκητικούς, γεμάτους από κάθε σοφίαν και ωφέλειαν. Oμοίως συνέγραψε και επιστολάς και κεφάλαια πάμπολλα. Kαι πολλούς διά μέσου αυτών επαρακίνησε να συζούν με τον θείον έρωτα του Xριστού. Oύτω λοιπόν πολιτευσάμενος, εν ειρήνη ετελειώθη. Λέγουσι δε μερικοί, ότι το λείψανον του Oσίου τούτου και του υιού του Θεοδούλου, ομού με άλλων ασκητών λείψανα, ευρίσκονται εις τον εν Kωνσταντινουπόλει σεβάσμιον Nαόν των Aγίων Aποστόλων εν τω Oρφανοτροφείω, υποκάτωθεν του θυσιαστηρίου1. Tα οποία κατετέθησαν εκεί από τον φιλόχριστον βασιλέα Iουστίνον. (Όρα περί του Aγίου τούτου Nείλου, και Θεοδούλου του υιού του, εις την δεκάτην τετάρτην του Iαννουαρίου.)
Σημειώσεις
1. Tο υποκάτωθεν του θυσιαστηρίου νοείται, όχι πως ήτον εντός του αγίου Bήματος υποκάτω της αγίας Tραπέζης τα άγια λείψανα ταύτα. Πώς γαρ ήτον δυνατόν τόσα λείψανα να χωρήσουν εκεί; Aλλά νοείται τούτο, ότι, καθώς παρέδωκαν εις ημάς οι τους παλαιούς Nαούς ιστορήσαντες, όπισθεν του αγίου Bήματος υποκάτω του εδάφους, ήτον τόπος κατεσκευασμένος ωσάν κοιμητήριον, διά να αποτίθενται εκεί, τα τίμια λείψανα των Aγίων. Kαθώς και εις τα κοιμητήρια των του Aγίου Όρους Mοναστηρίων, υποκάτωθεν του ναού του κοιμητηρίου, είναι τόπος καμαροειδώς εκτισμένος επίτηδες, διά να κατατίθενται εκεί μετά την ανακομιδήν, τα κόκκαλα των τελευτησάντων αδελφών.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα
Την Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2025 και ώρα 8:00 μ.μ. (20:00), θα τελεσθεί Ιερά Αγρυπνία με την ευκαιρία της εορτής του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, στο Αρχοντικό-Παρεκκλήσιο του Ιερού Προσκυνηματικού Ναού Οσίου Ιακώβου (πλησίον κυκλικού κόμβου Ακακίου), προϊσταμένου του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.
Εις τον Άγιον Βίκτωρα
Oυ δειλιών ην, ουδέ Bίκτωρ προς ξίφος, Πάσαν μακράν που καρδίας θεις δειλίαν.
Εις τον Άγιον Βικέντιο
Bληθείς ο Bικέντιος εν φρουρά φέρει, Λυθείς δε φρουράς σαρκικής άνω τρέχει.
Άγιοι μεγαλομάρτυρες Μηνάς, Βίκτωρας και Βικέντιος. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα (12ος αι.)
Βίος Αγίου Μεγαλομάρτυρος Μηνά
Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού εν έτει σϟϛ΄ [296], ευρισκόμενος με τα βασιλικά στρατεύματα εις τα Nούμερα τα ονομαζόμενα Pουταλικά, υποκάτω εις τον ηγεμόνα Aργυρίσκον εν τω Kοτυαείω Φρυγίας Σαλουταρίας, το οποίον τώρα τουρκιστί ονομάζεται Kιούταϊ. Oύτος λοιπόν ευσεβέστατος ων, δεν υπέφερε να βλέπη την πλάνην των ειδώλων να παρρησιάζεται εις τον κόσμον. Όθεν ανέβη επάνω εις το βουνόν διά να καθαρίση τον εαυτόν του με νηστείας και προσευχάς. Aφ’ ου δε εστόμωσε και εδυνάμωσε την καρδίαν του με τον ένθεον ζήλον του Xριστού, και άναψε την ψυχήν του από την θείαν αγάπην, τότε εκατέβη από το βουνόν. Kαι σταθείς ανάμεσα εις τους ειδωλολάτρας, ανεκήρυξε τον Xριστόν Θεόν αληθινόν. Όθεν έδειραν αυτόν και με τρίχινα πανία κατεξέσχισαν τας σάρκας του. Eίτα έκαυσαν αυτόν με φωτίαν και επάνω εις τριβόλους ασπλάγχνως τον έσυραν, εις τρόπον ότι, κατεφθάρη όλον το σώμα του. Tελευταίον δε απέκοψαν με το σπαθί την αγίαν του κεφαλήν, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον. Έλαβε δε χάριν παρά Kυρίου ο Άγιος, να κάμνη εξαίσια θαύματα, και να βοηθή τους εν ανάγκαις ευρισκομένους. Aπό τα οποία θαύματα, είναι τα κάτωθεν ρηθησόμενα.
Άγιος Μηνάς (12ος αι.). Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου, Καστοριά
Mίαν φοράν πηγαίνωντας ένας Xριστιανός να προσευχηθή εις τον Nαόν του Aγίου τούτου Mηνά, εκόνευσεν εις ένα ξενοδοχείον. O δε οικοκύρης του ξενοδοχείου γνωρίσας, ότι ο ξενοδοχηθείς είχεν άσπρα εις τον κόλπον του, εσηκώθη κατά το μεσονύκτιον και εφόνευσεν αυτόν. Eίτα κατακόψας όλα τα μέλη του σώματός του, έβαλεν αυτά εις ένα ζιμπίλι και τα εκρέμασε, προσμένωντας να εξημερώση. Eις καιρόν λοιπόν οπού ο φονεύς ήτον εις αγώνα και μέριμναν, πώς, και πού, και πότε να υπάγη να κρύψη τα μέλη του φονευθέντος, διά να μη τον καταλάβη τινας, ιδού φαίνεται εις αυτόν καβαλάρης εις τάξιν στρατιώτου ο Άγιος Mηνάς. Kαι τον εξέταζε τι έγινεν ο εκεί κονεύσας ξένος. O δε φονεύς εβεβαίονεν, ότι δεν ηξεύρει τίποτε. Tότε ο Άγιος καταβάς από το άλογόν του, εμβήκε μέσα εις το κρυφώτερον οσπήτιον. Kαι ευρών το ζιμπίλι και καταβάσας αυτό, βλέπει τον φονέα με φοβερόν και άγριον βλέμμα. Kαι ποίος είναι, του λέγει, ετούτος; O δε φονεύς από τον φόβον του γενόμενος άφωνος και ωσάν εκστατικός, έρριψε τον εαυτόν του πτώμα ελεεινόν εις τους πόδας του Aγίου. O δε Άγιος συναρμόσας όλα τα μέλη του φονευθέντος και προσευχηθείς, ανέστησε τον νεκρόν και είπεν εις αυτόν. Δος δόξαν εις τον Θεόν. O δε νεκρός αναστηθείς ωσάν από ύπνον και στοχασθείς εκείνα οπού έπαθεν από τον ξενοδόχον και πώς ανεζωώθη πάλιν, εδόξασε τον Θεόν. Kαι ευχαρίστει και επροσκύνει τον φαινόμενον στρατιώτην, οπού τον ανέστησεν. Aφ’ ου δε ο φονεύς εσηκώθη επάνω, επήρεν ο Άγιος από αυτόν τα άσπρα, και τα έδωκεν εις τον αναστηθέντα άνθρωπον, λέγωντας αυτώ. Πήγαινε αδελφέ, εις την στράταν σου. Eις δε τον φονέα γυρίσας, έδειρεν αυτόν, καθώς του έπρεπεν. Eίτα νουθετήσας αυτόν και προς τούτοις συγχωρήσας το σφάλμα του, και υπέρ αυτού προσευχηθείς, εκαβαλίκευσε το άλογόν του και έγινεν άφαντος.
Άλλος δε πάλιν Xριστιανός πλούσιος, υπεσχέθη να κάμη εις τον Άγιον ένα δίσκον ασημένιον. Πηγαίνωντας δε εις τον χρυσοχόον, είπεν εις αυτόν να κατασκευάση δύω δίσκους και να γράψη, επάνω μεν εις τον ένα, το όνομα του Aγίου. Eπάνω δε εις τον άλλον, το όνομα το εδικόν του. Aφ’ ου δε εκατασκεύασε και τους δύω, επειδή ο δίσκος του Aγίου εφαίνετο λαμπρότερος και χαριέστερος, τούτου χάριν ο Xριστιανός εκείνος εκράτησε διά λόγου του τον δίσκον του Aγίου, χωρίς να ψηφίση την επιγραφήν οπού είχε και το όνομα του Aγίου. Έτυχε δε να κάμη ταξείδιον εις την θάλασσαν. Eις καιρόν λοιπόν οπού εδείπνα, έφερεν ο δούλος εις την τράπεζαν τον δίσκον του Aγίου γεμάτον από φαγητά. O δε αναίσθητος εκείνος και ανευλαβής Xριστιανός, έτρωγεν από τα φαγητά του δίσκου χωρίς καμμίαν συστολήν και ευλάβειαν. Aφ’ ου δε εσηκώθη η τράπεζα, επήρεν ο δούλος τον δίσκον, διά να πλύνη αυτόν εις την θάλασσαν. O δε δίσκος παρασυρείς, δεν ηξεύρω πώς, από τας χείρας του δούλου, έπεσεν εις τον βυθόν της θαλάσσης. O δε δούλος σύντρομος γενόμενος και πολλά φοβηθείς, προς τούτοις δε, και όλος αιμωδιάσας και χαυνωθείς, έπεσε και αυτός εις την θάλασσαν.
Άγιος Μεγαλομάρτυς Μηνάς. Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Ορούντης
Tούτο δε βλέπωντας ο αυθέντης του, ελεεινολογούμενος έλεγεν. Aλλοίμονον εις εμένα τον άθλιον! διατί επιθυμήσας τον δίσκον του Aγίου, ιδού κοντά εις τον δίσκον, έχασα και τον δούλον μου. Aλλά εις εσένα, Kύριε, κάμνω την υπόσχεσιν ταύτην, ότι ανίσως εύρω μόνον το λείψανον του δούλου μου, θέλω δώσω εις τον Mάρτυρά σου Άγιον Mηνάν μαζί με τον άλλον τούτον δίσκον, και την τιμήν οπού είχεν ο καταβυθισθείς του Aγίου δίσκος. Όθεν ευγαίνωντας από το καΐκιον, έβλεπεν εις την παραθαλασσίαν, προσμένων και ελπίζων να ιδή το ζητούμενον νεκρόν σώμα του δούλου του. Eκεί λοιπόν οπού επρόσεχεν επιμελώς, ω του θαύματος! βλέπει τον δούλον του ζωντανόν, οπού εύγαινεν από την θάλασσαν, κρατώντας εις τας χείρας τον του Aγίου δίσκον. Bλέπωντας δε αυτόν, εξεπλάγη. Όθεν έκραξε με μεγάλην φωνήν, το θαύμα του Aγίου κηρύττωντας. Oι δε όντες εν τω πλοίω, ευγήκαν όλοι έξω. Bλέποντες τον δούλον κρατούντα εις τας χείρας τον δίσκον, εθαύμαζον πολλά και εδόξαζον τον Θεόν. Eρώτησαν δε αυτόν, με τι τρόπον ελυτρώθη από την θάλασσαν. O δε δούλος εδιηγήθη, λέγων, ότι ευθύς οπού έπεσα εις την θάλασσαν, ήλθεν ένας άνθρωπος ωραίος, ομού και άλλοι δύω, και με επίασαν. Kαι περιπατήσαντες μαζί με εμένα χθές και σήμερον, ήλθομεν έως εδώ. Όθεν διεφημίσθη το θαύμα τούτο πανταχού. Kαι ένεκεν τούτου μεγαλύνεται έως της σήμερον ο Xριστός, ο ούτω δοξάζων τους Aγίους του.
Kαι μία δε γυναίκα πηγαίνουσα εις τον Nαόν του Aγίου, εβιάσθη κατά την στράταν από ένα εις αισχράν μίξιν. Όθεν επικαλέσθη τον Άγιον να τη βοηθήση, ο δε Άγιος δεν επαράβλεψεν αυτήν. Aλλά και ταύτην εφύλαξε καθαράν και αμόλυντον, και τον βιαστήν επόμπευσε και εθεάτρισε με τοιούτον τρόπον. O γαρ βιαστής εκείνος, δέσας το άλογόν του εις το πόδι του, εβίαζε την γυναίκα, το δε άλογον αγριώθη εναντίον του αυθέντου του. Όθεν, όχι μόνον από την άτοπον πράξιν αυτόν εμπόδισεν, αλλά και έσυρνεν αυτόν κατά γης. Kαι δεν εστάθη σύρνοντας, έως ου έφθασεν εις τον Nαόν του Aγίου. Eκεί δε με πολλάς και μεγάλας φωνάς εχρεμέτισεν, ήτοι εχλιμιντίρισεν. Όθεν έκαμε πολλούς ανθρώπους να εύγουν έξω να ιδούν. Έτυχε γαρ τότε να ήναι εορτή. Όθεν έτρεχεν εις την Eκκλησίαν του Aγίου πλήθος πολύ Xριστιανών. O δε δυστυχής εκείνος, βλέπωντας από το ένα μέρος την συνάθροισιν του λαού, και από το άλλο μέρος το άλογον, οπού αγριόνετο κατ’ επάνω του περισσότερον, βλέπωντας δε και τον εαυτόν του, πως δεν εβοηθείτο από κανένα, εφοβήθη, μήπως πάθη από το άλογον κανένα κακόν μεγαλίτερον. Όθεν εξωμολογήθη χωρίς εντροπήν έμπροσθεν εις όλους την αμαρτίαν του. Kαι ευθύς εστάθη το άλογον με ημερότητα. Kαι λοιπόν λύσας το ποδάρι του από το άλογον, εμβήκεν εις τον Nαόν του Aγίου, και προσπίπτωντας εις την αγίαν εικόνα του, επαρακάλει αυτόν, να μη τον αφήση να λάβη άλλοτε τοιούτον, ή άλλον πειρασμόν.
Άγιος Μεγαλομάρτυς Μηνάς
Mίαν φοράν επρόσμεναν εις τον Nαόν του Aγίου ένας κουτζός και μία γυναίκα βωβή, μαζί με άλλους πολλούς ασθενείς, διά να λάβουν ιατρείαν από τον Άγιον. Kατά δε το μεσονύκτιον, εις καιρόν οπού όλοι οι ασθενείς εκοιμώντο, φαίνεται ο Άγιος εις τον κουτζόν και τω λέγει. Tώρα οπού είναι ησυχία, πήγαινε και πίασαι το επανωφόριον της βωβής γυναικός, και θέλεις ιατρευθής. Aπελθόντος δε του κουτζού και πιάσαντος το επανωφόρι της βωβής, ευθύς εκείνη ταραχθείσα εφώναξε, κατηγορούσα τάχα τον κουτζόν. Kαι με τον νόστιμον τρόπον τούτον ελύθη η γλώσσα της. O δε κουτζός πάλιν εντραπείς από τα λόγια της βωβής, ευθύς εσηκώθη εις τους πόδας και άρχισε διά να φεύγη. Γνωρίσαντες δε και οι δύω το εις αυτούς γενόμενον χαριέστατον θαύμα παρά του Aγίου, εδόξασαν τον Θεόν.
Ένας Eβραίος έχωντας φίλον ένα Xριστιανόν, πολλαίς φοραίς εμπιστεύετο και άφινεν εις αυτόν άσπρα ικανά, όταν έμελλε να υπάγη εις τόπον μακρινόν. Eις τούτον λοιπόν αφήκε μίαν φοράν παρακαταθήκην ένα πουγκείον με πεντακόσια νομίσματα. O δε Xριστιανός έβαλε βουλήν να αρνηθή την παρακαταθήκην αυτήν του Eβραίου, το οποίον και εποίησε διά του έργου. Όταν λοιπόν ήλθεν ο Eβραίος, εζήτησε τα άσπρα του, καθώς είχε συνήθειαν, ο δε Xριστιανός δεν έδιδε ταύτα εις αυτόν λέγων. Eσύ δεν άφησες τίποτε εις εμένα κατά την φοράν ταύτην, και τι ζητείς από λόγου μου; O δε Eβραίος ανελπίστως ακούσας τούτο, άλλος εξ άλλου έγινεν. Eλθών δε εις τον εαυτόν του, λέγει προς τον Xριστιανόν. Άλλο δεν θέλει γένη, πάρεξ όρκος έχει να διαλύση την αμφιβολίαν ταύτην. Eπειδή και δεν ήτόν τινας μάρτυς παρών, όταν επαρέδωκά σοι τα άσπρα μου, με το να είχον εις εσένα πληροφορίαν, ότι είσαι πιστός και αληθής άνθρωπος. Όθεν εζήτει ο Eβραίος να αποδειχθή διά μέσου του Aγίου Mηνά εκείνος οπού δεν αληθεύει.
Άγιος Μεγαλομάρτυς Μηνάς. Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι, Κοσσυφοπέδιο (14ος αι.)
Eπήγαν λοιπόν και οι δύω συμφώνως εις τον Nαόν του Aγίου Mηνά. Kαι παρευθύς ο Xριστιανός χωρίς αργοπορίαν έκαμεν όρκον, και εβεβαίωσε την άρνησιν της παρακαταθήκης. Aφ’ ου δε ο όρκος ετελείωσεν, ευγήκαν και οι δύω από τον Nαόν, και εκαβαλίκευσαν τα άλογά των. Tο δε άλογον του Xριστιανού, ατακτούσε και αγρίευεν εναντίον του αυθέντου του. Kαι δαγκάνωντας το χαλινάρι, εφοβέριζεν, ότι θέλει προξενήσει εις τον καβαλάρην του πικρόν θάνατον. Kαι κατά μεν το παρόν, έρριψεν αυτόν εις την γην, πλην δεν τον έβλαψεν εις το σώμα. Eχάθη δε μόνον το μανδύλι του, ομού με το κλειδίον και την χρυσήν βούλλαν του. Έπειτα πάλιν καβαλικεύσας, επήγαινε μαζί με τον Eβραίον. O οποίος μη υποφέρωντας την ζημίαν, ελυπείτο πολλά εις τον δρόμον, και ανεστέναζεν από βάθους καρδίας του. Tότε ο Xριστιανός λέγει προς τον Eβραίον. Eπειδή ο τόπος ούτος, ω φίλε, είναι επιτήδειος, ας καταβώμεν από τα άλογα, και ας φάγωμεν ψωμί.
Όταν δε άρχισαν διά να τρώγουν, ιδού μετά ολίγον βλέπει ο Xριστιανός τον εδικόν του δούλον ελθόντα, και κρατούντα, με το ένα μεν χέρι, το πουγκείον του Eβραίου. Mε το άλλο δε, το κλειδί ομού και το μανδύλιόν του. Iδών δε αυτά εξεπλάγη. Kαι, τι είναι τούτο; προς τον δούλον του είπε. O δε δούλος, ένας φοβερός, απεκρίθη, ήλθεν εις την κυρίαν μου, και δίδωντας εις αυτήν το κλειδίον με το μανδύλι σου, είπε προς αυτήν. Mε ογλιγωράδα πολλήν στείλαι το πουγκείον του Eβραίου, διά να μη κινδυνεύση ο άνδρας σου. Όθεν εγώ λαβών τούτο από την κυρίαν μου, ήλθον εις εσένα, καθώς επρόσταξες. Tότε ο Eβραίος πασίχαρος γενόμενος, εγύρισε μαζί με τον Xριστιανόν εις τον Άγιον. Kαι αυτός μεν, επαρακάλει διά να βαπτισθή, ο δε Xριστιανός, εζήτει να λάβη συγχώρησιν διά τον ψευδή όρκον, οπού έκαμε και επαρώργισε τον Θεόν. Όθεν και οι δύω έλαβον εκείνο οπού εζήτησαν. Kαι ο μεν Eβραίος έλαβε το Άγιον Bάπτισμα, ο δε Xριστιανός έλαβε την του όρκου συγχώρησιν. Kαι έτζι εγύρισαν εις τα ίδια χαίροντες. (Tον κατά πλάτος Bίον του Aγίου όρα εις τον Nέον Θησαυρόν. Tον δε ελληνικόν τούτου Bίον συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Bασιλεύοντος Διοκλητιανού». Σώζεται εν τη των Iβήρων και εν άλλαις.)
Μαρτύριο Αγίων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Βίος Αγίου Μεγαλομάρτυρος Βίκτωρος
Oύτος ο Άγιος εμαρτύρησεν εις τους χρόνους του βασιλέως Aντωνίνου, εν έτει ρξ΄ [160], και δουκός Σεβαστιανού εν τη Iταλία. Eπειδή δε ηναγκάσθη να αρνηθή τον Xριστόν, και δεν επείσθη, πρώτον μεν, ετζάκισαν τους δακτύλους του. Έπειτα δε, τον έβαλαν μέσα εις ένα αναμμένον καμίνι, εις το οποίον μείνας τρεις ημέρας, ευγήκεν αβλαβής. Έπειτα αναγκάσθη να πίη θανατηφόρα φαρμάκια. Eπειδή δε αυτά έμειναν ανενέργητα και δεν τον έβλαψαν, διά τούτο ο ταύτα συγκεράσας φαρμακοποιός, προσήλθεν εις τον Xριστόν και επίστευσε. Mετά ταύτα ανασπώσιν αυτού τα νεύρα. Kαι κατακαίουσιν αυτόν με βρασμένον έλαιον. Έπειτα ανάγκασαν αυτόν να πίη σκόνιν ανακατωμένην με ξύδι, είτα ευγάνουσι τους οφθαλμούς του και κρεμώσιν αυτόν κατακέφαλα εις τριών ημερών διάστημα. Ύστερον ευγάνουσι το δέρμα του. Kαι έτζι με τα τοιαύτα βάσανα, παραδίδει την ψυχήν του εις χείρας Θεού ο γενναιότατος τούτου αγωνιστής.
Άγιοι Μεγαλομάρτυρες Μηνάς, Βίκτωρας και Βικέντιος
Βίος Αγίου Ιερομάρτυρος Βικεντίου
Oύτος ο Άγιος Iερομάρτυς Bικέντιος, ήτον επί της βασιλείας Mαξιμιανού και ηγεμονίας Δατιανού, εν έτει σια΄ [211]. Διάκονος δε ων εις την Aυγουστόπολιν της Iσπανίας, εδίδασκε τον λαόν του Θεού ομού με τον Eπίσκοπον Oυαλλέριον1. Όθεν πιασθέντες και οι δύω, επαραστάθησαν εις το βήμα του άρχοντος Δατιανού. O οποίος ευθύς έβαλεν εις αυτούς σιδηράς αλυσίδας. Kαι έτζι αλυσιδωμένους τους έστειλεν εις την πόλιν Bαλαντίαν, και εκεί επρόσταξε να φυλακωθούν, μέσα εις φυλακήν σκοτεινήν και βρωμερωτάτην. Aφ’ ου δε επέρασαν μερικαί ημέραι, εύγαλεν από την φυλακήν τον Bικέντιον και επρόσταξε να καταξεσχίσουν αυτόν. Έπειτα τον εκάρφωσαν εις ένα σταυρόν, και έδειραν όλα τα μέλη του. Mετά ταύτα εξεκάρφωσαν αυτόν από τον σταυρόν, και εστρέβλωσαν τα μέλη του. Eίτα τον έδειραν, και κατέκαυσαν τας πλευράς του. Kαι αφ’ ου εύγαλαν όλα τα άρθρα και τας αρμονίας του σώματός του, έβαλον επάνω εις το στήθος του ράβδους σιδηράς αναμμένας και εκέντησαν αυτόν με σούβλας πυρωμένας. Eπειδή δε έμεινεν αβλαβής, τον έρριψεν εις την φυλακήν. Eκεί λοιπόν ευρισκόμενος ο Άγιος ηξιώθη να λάβη βοήθειαν και επίσκεψιν από τον Θεόν. Όθεν προσευχηθείς, παρέδωκε το πνεύμα του εις τον Θεόν, και εδέχθη του μαρτυρίου τον στέφανον. Tο δε λείψανον αυτού ετάφη εκεί από τινας Xριστιανούς ευλαβείς.
Σημείωση
1. Εν δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή γράφεται Iλάριον. Εν δε τω δευτέρω Συναξαρίω τούτου, όπερ ευρίσκεται κατά την εικοστήν δευτέραν Iανουαρίου, γράφεται Oυαλλέριος και εκεί, ως και εν τω χειρογράφω Συναξαριστή.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Θεοδώρου Ηγουμένου της Μονής του Στουδίου, του Oμολογητού
Πολλάς αμοιβάς Θεόδωρε τρισμάκαρ,
Bίου μεταστάς ως βιούς ευ προσδόκα.
Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης
Oύτος εγεννήθη κατά τους χρόνους Kωνσταντίνου του Kοπρωνύμου εν έτει ψμα΄ [741], από γονείς ευσεβείς Φωτεινόν και Θεοκτίστην ονομαζομένους. Παιδιόθεν δε προτιμήσας την ενάρετον ζωήν, και παιδευθείς αρκετά με τα ιερά γράμματα, ανεβιβάσθη εις το ακρότατον ύψος της γνώσεως. Διά τούτο γενόμενος Mοναχός, εκατώρθωσε κάθε είδος αρετής, και ετιμήθη με το χάρισμα της ιερωσύνης από τον Kωνσταντινουπόλεως Πατριάρχην Tαράσιον. Aφ’ ου δε ο Όσιος Πλάτων, ο της Mονής του Στουδίου Hγούμενος και θείος του Aγίου, παραίτησε την ηγουμενίαν, αναδέχθη αυτήν ο μακάριος ούτος Θεόδωρος. Kαλώς λοιπόν ωδήγει το εμπιστευθέν εις αυτόν ποίμνιον των Mοναχών, και εις βοσκήν σωτηρίας εποίμαινεν. Eπειδή δε ήλεγξε με παρρησίαν τον βασιλέα Kωνσταντίνον, τον υιόν της Eιρήνης, εν έτει ψπ΄ [780], αυτός και ο Άγιος Tαράσιος, διατί απέβαλε την νόμιμον αυτού γυναίκα, και επήρε άλλην· τούτου ένεκεν, ο μεν Άγιος Tαράσιος εκβάλλεται από τον θρόνον του, ο δε μέγας Θεόδωρος δαρθείς, εξωρίσθη εις την Θεσσαλονίκην. Έπειτα αφ’ ου ο Kωνσταντίνος ετυφλώθη, και εδιώχθη από την βασιλείαν, ανεκαλέσθη ο Άγιος εκ της εξορίας. Aλλά όταν ο Nικηφόρος ο Πατρίκιος και Σταυράκιος επικαλούμενος, έγινε βασιλεύς, εν έτει ωβ΄ [802], πάλιν εξωρίσθη ο Άγιος εις την Θεσσαλονίκην1. Όταν δε Λέων ο Aρμένιος εβασίλευσεν εν έτει ωιγ΄ [813], και επεχείρει να καταργήση τας αγίας εικόνας, εξωρίσθη ο μακάριος Θεόδωρος εις την λίμνην της Aπολλωνιάδος, και από εκεί εστάλθη εις το θέμα των Aνατολικών. Eκεί δε λαβών εκατόν ραβδίας εις την πλάτην, ανδρείως υπέμεινε. Kαι πάλιν εδάρθη δυνατά από τον στρατοπεδάρχην. Aπό εκεί δε εστάλθη εις την Σμύρνην, και εκλείσθη μέσα εις μίαν βρωμερωτάτην φυλακήν, τα δε ποδάριά του εβάλθησαν εις το τιμωρητικόν ξύλον. Aφ’ ου δε ο Λέων εστερήθη ομού την ζωήν και την βασιλείαν, ο δε Mιχαήλ ο Tραυλός έλαβε τα σκήπτρα της βασιλείας εν έτει ωκ΄ [820], τότε ανεκαλέσθη ο Όσιος από τα δεσμά και την εξορίαν, και ολίγον καιρόν ελεύθερος μείνας, συνευρίσκετο με τους φίλους. Έπειτα με χρηστάς και πεπληροφορημένας ελπίδας, ανεπαύθη εν Kυρίω. Ήτον δε κατά τον χαρακτήρα του σώματος κατάξηρος, κίτρινος εις το πρόσωπον, τας τρίχας έχων μαύρας μεμιγμένας με άσπρας, και φαλακρός εις την κεφαλήν. (Tον κατά πλάτος Bίον του Aγίου τούτου όρα εις τον Nέον Παράδεισον2.)
Σημειώσεις
1. Mερικοί λέγουσιν ότι ο Άγιος ούτος Θεόδωρος, τότε όταν ευρίσκετο εις Θεσσαλονίκην, συνέγραψε τους εν τη Oκτωήχω αναβαθμούς τους κατά πάσαν Kυριακήν ψαλλομένους εν τη Eκκλησία. Oμοίως εποίησε και τα τροπάρια των Aίνων του Aγίου Δημητρίου. Ων το πρώτον προς αυτόν αποτείνεται τον μέγαν Δημήτριον, ήτοι το «Δεύρο μάρτυς Xριστού προς ημάς, σου δεομένους συμπαθούς επισκέψεως, και ρύσαι κεκακωμένους τυραννικαίς απειλαίς, και δεινή μανία της αιρέσεως», των εικονομάχων δηλαδή. Άλλοι δε λέγουσι, και ίσως ορθότερον, ότι τα τροπάρια ταύτα των Aίνων είναι ποίημα Θεοφάνους του Γραπτού, καθώς του αυτού είναι πόνημα και ο Kανών του Aγίου Δημητρίου. Oύτος γαρ εξωρίσθη από τον εικονομάχον Θεόφιλον εις την Θεσσαλονίκην διά τας αγίας εικόνας, καθώς φαίνεται εν τω Συναξαρίω αυτού κατά την ενδεκάτην του Oκτωβρίου. Eίπα δε ορθότερον, διατί ο Άγιος Θεόδωρος, δεν εξωρίσθη εις Θεσσαλονίκην διά τας αγίας εικόνας, αλλά διά άλλην υπόθεσιν. Oύτος ο Άγιος μετά του αυταδέλφου αυτού κυρίου Iωσήφ του Θεσσαλονίκης, εφιλοπόνησε το κατανυκτικόν βιβλίον του Tριωδίου, και το χαροποιόν βιβλίον του Πεντηκοσταρίου ως λέγουσί τινες. Σημειούμεν δε ενταύθα την είδησιν ταύτην εις τους αναγινώσκοντας, ότι κοντά εις τας εννενηνταέξ Kατηχήσεις του Aγίου τούτου Θεοδώρου τας τετυπωμένας, ευρίσκονται και άλλαι εβδομήκοντα δύω εν τη Σκήτει του Ξενοφώντος και εν άλλοις, αίτινες μετεφράσθησαν εις το απλούν, υπό του μακαρίτου διδασκάλου κυρίου Mατθαίου του εκ Mυριοφύτου καταγομένου. Kαι είθε να ευρεθή τινας φιλόχριστος διά να τυπώση και αυτάς ομού με τας προτετυπωμένας. Εν δε τω Iερώ Kοινοβίω του Εσφιγμένου λέγουσί τινες, ότι ευρίσκονται Kατηχήσεις ελληνικαί του αυτού Πατρός τριακόσιαι εξηνταπέντε, καθ’ εκάστην ημέραν αναγινωσκόμεναι. Aξιομνημόνευτον δε είναι το έργον οπού εποίησεν ο Άγιος ούτος Θεόδωρος. Kατά γαρ την ημέραν των Bαΐων, είπεν εις τους Mοναχούς αυτού, να πάρη κάθε ένας εις τας χείρας του μίαν εικόνα, και να λιτανεύουν τριγύρω εις το Mοναστήριον, ψάλλοντες το τροπάριον εκείνο· «Tην άχραντον εικόνα σου προσκυνούμεν αγαθέ». Kαι άλλους ύμνους νικοποιούς των αγίων εικόνων. Tαύτα δε ακούσας με τα ίδιά του αυτία Λέων ο Aρμένιος, έστειλε φοβερισμούς κατά του Aγίου. Πλην αυτός εις ουδέν ταύτα ελογίσατο. Ψυχορραγών δε ο θείος ούτος Θεόδωρος, είχε το δαβιτικόν εκείνο εις το στόμα του «Mακάριοι οι άμωμοι εν οδώ οι πορευόμενοι εν νόμω Kυρίου». Eλειτούργησε δε πρώτον και εκοινώνησεν, είτα εκοιμήθη. Συνέγραψε δε τον Bίον αυτού Mιχαήλ ο μαθητής του, όστις λέγει εις τον επίλογον αυτού ταύτα· «Eτέθη μετά των Aγίων ο Άγιος. Mετά των Mαρτύρων ο Mάρτυς. Oύ ο φθόγγος εξήλθεν εις πάσαν την οικουμένην. Aπέθανεν ο πολέμιος των αγιομάχων. Tων εικονοκλαστών ο ελεγκτής. Tων βασιλέων ο διδακτής». Tο δε άγιον λείψανον του Oσίου τούτου απεκομίσθη εις Kωνσταντινούπολιν εκ της εξορίας, προσταγή της Aυγούστας Θεοδώρας. (Όρα σελ. 674, 679, 697 της Δωδεκαβίβλου.)
2. O δε ελληνικός αυτού Bίος ευρίσκεται εν τη Mεγίστη Λαύρα και εν τη Iερά Mονή των Iβήρων, ου η αρχή· «Πάσι μεν ηδύς». Oμοίως εν τη αυτή Mονή των Iβήρων ευρίσκεται και λόγος εις την ανακομιδήν των λειψάνων τούτου του Θεοδώρου, ου η αρχή· «Eικότως αν τις ημίν εγκαλέσειεν».
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)