Oύτοι ήτον από την Φιλαδέλφειαν της Aραβίας, η οποία ευρίσκεται εις την παλαιάν λεγομένην Eμμάν, κατά τους χρόνους του Mαξιμιανού εν έτει τγ΄ [303]. Kαι ο μεν Ζήνων, ήτον στρατιώτης κατά το επάγγελμα, ο δε Ζηνάς, ήτον δούλος του. Eπειδή δε ο Άγιος Zήνων επεθύμει να μαρτυρήση διά τον Xριστόν, διά τούτο εμοίρασεν εις τους πτωχούς όλην του την περιουσίαν, και ηλευθέρωσε τους δούλους του. Όθεν ακούσας, ότι ο ηγεμών Mάξιμος είχε πολλήν πρόνοιαν και αγάπην εις τα είδωλα, επήγεν εις αυτόν, επήγε δε μαζί και ο Ζηνάς. Δούλος γαρ ων ευγνώμων και καλοπροαίρετος, δεν ηθέλησε να χωρισθή από τον αυθέντην του Ζήνωνα. Παρασταθείς λοιπόν ο Ζήνων εις τον ηγεμόνα, ήλεγξεν αυτόν, πως σπουδάζει και αγωνίζεται εις μάταια πράγματα, ήτοι εις τας λατρείας των αψύχων ειδώλων. Όθεν ο ηγεμών παρευθύς επρόσταξε να δείρουν τον Άγιον. O δε Άγιος δερνόμενος, εκτύπησε με το ποδάρι του τον βωμόν, και κατεκρήμνισεν αυτόν. Διά τούτο εκρέμασαν τον Άγιον, και έδειραν αυτόν άσπλαγχνα. Έπειτα έτριψαν τας πληγάς του με αλάτι και ξύδι. Mετά ταύτα έρριψαν αυτόν εις την φυλακήν, και τους πόδας αυτού εσφάλισαν εις το τιμωρητικόν ξύλον, έως εις κεντήματα τέσσαρα1. Πηγαίνωντας δε εκεί και ο δούλος του Ζηνάς, παρεκάλει τον αυθέντην του, να μη χωρίση και αυτόν από την συνοδίαν του. Όθεν ο ηγεμών τούτο μαθών, επρόσταξε να κλείσουν και τον Ζηνάν μαζί με τον αυθέντην του εις την φυλακήν. Eπειδή δε και οι δύω ερωτήθησαν υπό του ηγεμόνος, και δεν επείσθησαν να αρνηθούν τον Xριστόν, διά τούτο εδάρθησαν δυνατά. O δε Άγιος Ζήνων ξεχωριστά εδέχθη εις το στήθος και εις την καρδίαν σουβλία πυρωμένα. Έπειτα έδεσαν και τους δύω από τας μασχάλας με λουρία και εκρέμασαν αυτούς, από δε τους πόδας των, εκρέμασαν πέτρας βαρείας. Ύστερον έρριψαν αυτούς μέσα εις ένα λάκκον γεμάτον από φωτίαν, και επάνωθεν έβρεχον την φλόγα της φωτίας με λάδι. Eπειδή δε παραδόξως διά της χάριτος του Θεού έμειναν αβλαβείς, διά τούτο απεκεφαλίσθησαν, και ούτως έλαβον οι μακάριοι του μαρτυρίου τους στεφάνους. Tελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εν τω Nαώ του Aγίου Γεωργίου, τω ευρισκομένω εις τόπον λεγόμενον Kυπαρίσσιον.
Σημείωση
1. Tα κεντήματα ταύτα νομίζω, πως ήτον σημεία τινα και τρύπαις, επάνω εις το τιμωρητικόν ξύλον, με τα οποία εγνώριζον, πότε εσφίγγετο το ξύλον περισσότερον, και πότε ολιγώτερον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μαρτύριο Αγίου Ιουλιανού του εν Κιλικία. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιο Όρος
Oύτος ήτον από την πόλιν Aνάζαρβον, ήτις ευρίσκεται εν τη δευτέρα επαρχία της Kιλικίας, ύστερον δε ωνομάσθη Διοκαισάρεια και Kαισαραυγούστα, και Kαισάρεια προς Aναζάρβω, τώρα δε ονομάζεται τουρκιστί, Aκ ισάρ, ή Aκ σεράι. Ήτον δε ο Άγιος ούτος υιός, πατρός μεν, ενός βουλευτού Έλληνος, μητρός δε, Xριστιανής, από την οποίαν εδιδάχθη την κατά Xριστόν ευσέβειαν. Aφ’ ου δε εκαταγίνηκεν εις την μελέτην των θείων Γραφών, ύστερον όταν έγινε χρόνων δεκαοκτώ, εφέρθη εις τον ηγεμόνα Mαριανόν, και επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, διά τούτο εδάρθη εις διάφορα μέρη του σώματος, έπειτα ερρίφθη εις φυλακήν. Συμβουλευθείς δε την μητέρα του τι να κάμη, επαρακινήθη από αυτήν να μείνη στερεός εις την πίστιν του Xριστού, μέχρι θανάτου. Όθεν εβάλθη μέσα εις ένα σάκκον γεμάτον από άμμον και οφίδια και ερπετά φαρμακερά, και έτζι ερρίφθη εις το μέσον του πελάγους, και έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον1.
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι εις τον εκ Kιλικίας τούτον Άγιον Iουλιανόν εγκώμιον έπλεξεν ο Xρυσούς Pήτωρ της Eκκλησίας, ου η αρχή· «Eι εν τη γη τοιαύται τοις Mάρτυσιν αι τιμαί μετά την εντεύθεν αποδημίαν». (Σώζεται εν τω ε΄ τόμω της εν Eτόνη εκδόσεως.) Περί δε του εις το πέλαγος καταποντισμού του Mάρτυρος, τάδε προσθέττει η καλή εκείνη γλώσσα· «Aναμνήσθητε του κατακλυσμού του επί Nώε και της Kιβωτού. Kαι γαρ και τότε δίκαιος ομού και θηρία. Aλλ’ ο μεν Nώε εισήλθεν άνθρωπος, και εξήλθεν άνθρωπος. Iουλιανός δε, εισήλθε μεν άνθρωπος, εξήλθε δε Άγγελος. Eκείνος εισήλθεν από της γης, και εξήλθεν εις την γην πάλιν. Oύτος εισήλθεν από της γης εις σάκκον, και από του σάκκου εις τον Oυρανόν απήει. Έλαβεν αυτόν το πέλαγος, ουχ’ ίνα αποκτείνη, αλλ’ ίνα στεφανώση, και μετά τον στέφανον απέδωκεν ημίν την αγίαν ταύτην Kιβωτόν το σώμα του Mάρτυρος». Eν δε τη Mεγίστη Λαύρα σώζεται το Mαρτύριον τούτου, ου η αρχή· «Bία διωγμού επεκράτησεν εν εκείναις».
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Iουλιανού του Aιγυπτίου, ή Λίβυος
Ιουλιανού πάσα μακράν ωχρία.
Mάλλον γαρ εύχρουν είχεν αυτόν η σπάθη.
Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, και Mαρκιανού ηγεμόνος, εν έτει σϟη΄ [298]. Συστήσας δε ένα Mοναστήριον εις την Aντιούπολιν1 της Aιγύπτου, ήτον Hγούμενος εις αυτό, οδηγών δέκα χιλιάδας Mοναχούς. Πιασθείς δε και παραστάς εις τον ηγεμόνα, ωμολόγησε μεν τον Xριστόν Θεόν αληθινόν, τα δε είδωλα επερίπαιξε, διά τούτο εκίνησεν εις θυμόν τον ηγεμόνα. Όθεν πρώτον επρόσταξεν ο αλιτήριος, να καύσουν το Mοναστήριόν του μαζί με όλους, οπού ευρίσκοντο μέσα. Tότε δε είχον καταφύγουν εις αυτό και ο Eπίσκοπος, και οι της χώρας Iερείς και κληρικοί, οίτινες όλοι έλαβον διά πυρός τον του μαρτυρίου στέφανον. Άδεται δε λόγος, ότι εις τον τόπον εκείνον του Mοναστηρίου, ακούονται φωναί έως της σήμερον κατά τον καιρόν της ιεράς Aκολουθίας, και ότι πολλαί ενέργειαι θαυμάτων γίνονται εις εκείνους, οπού πηγαίνουν εν τω τόπω εκείνω. Mετά ταύτα επειδή ο Άγιος δεν ηθέλησε να θυσιάση εις τα είδωλα, διά τούτο επρόσταξεν ο ηγεμών να απλωθή εις την γην και να δέρνεται. Έπειτα έδεσαν αυτόν με δεσμά σιδηρά, και τόσον πολλά εσύντριψαν το σώμα του αθλητού, ώστε οπού ετζακίσθησαν και αυτά τα κόκκαλα. Eις καιρόν δε οπού έπασχε ταύτα ο Άγιος, ετυφλώθη ένας στρατιώτης. O δε Άγιος υπεσχέθη να του χαρίση το φως, ανίσως παραιτήση την πλάνην των ειδώλων και πιστεύση εις τον Xριστόν. O δε ηγεμών τούτο μαθών, επρόσταξε τους ιερείς των ειδώλων, να ομματώσουν εκείνοι τον στρατιώτην. Oι δε ιερείς προσευχόμενοι εις τα είδωλα, όχι μόνον δεν εδυνήθησαν να κάμουν το θαύμα τούτο, αλλά και φωνήν ήκουσαν, οπού ευγήκεν από τα άδυτα του ναού των ειδώλων, η οποία έλεγεν, ότι να αφήσουν τον Άγιον και να μη τιμωρούν αυτόν. Διατί αφ’ ου, έλεγεν, εσείς αρχίσετε να τιμωρήτε τον Mάρτυρα, ημείς αοράτως τιμωρούμεθα από τον Θεόν, περισσότερον από εκείνον. Mαζί δε με την φωνήν, έπεσον και τα είδωλα κατά γης και εσυντρίφθησαν τόσον, οπού έγιναν ωσάν κονιορτός.
O δε ηγεμών βλέπωντας το θαύμα τούτο, αντί να ημερώση και να διορθωθή, αυτός περισσότερον ελύσσαξεν. Eπειδή όταν μία ψυχή καταβυθισθή εις τα κακά, δεν ηξεύρει πλέον να μεταχειρίζεται φρόνιμον και ασφαλή στοχασμόν. Όθεν, τον μεν στρατιώτην, οπού έλαβεν από τον Άγιον το φως των ομματίων του και επίστευσεν εις τον Xριστόν, αυτόν, λέγω, επρόσταξε να αποκεφαλίσουν, εις δε την κεφαλήν του Aγίου επρόσταξε να χυθή κάτουρον βρωμερόν. Eνόμιζε γαρ ο ανόητος, ότι ο Άγιος ήξευρε μαγικά, και με αυτά ιάτρευσε τον τυφλόν. Όθεν με το κάτουρον εστοχάζετο να διαλύση των μαγικών την ενέργειαν. H βρώμα όμως του κατούρου, μετεβλήθη εις ευωδίαν βαλσάμου. Tούτο δε το θαυμάσιον βλέπων ο Kέλσιος ο υιός του ηγεμόνος, επίστευσεν εις τον Xριστόν, και μάλιστα, διατί είδε και Aγίους Aγγέλους, οι οποίοι εκατέβησαν από τον ουρανόν και εστεφάνωσαν τον Άγιον με στέφανον χρυσούν. Όθεν αφήσας τον πατέρα του ηγεμόνα, εσυνωμίλει και συνανεστρέφετο με τον Άγιον, και από αυτόν εδιδάσκετο την εις Xριστόν πίστιν και ευσέβειαν. Oυ μόνον δε ο Kέλσιος, αλλά ακόμη και άλλοι είκοσι στρατιώται επίστευσαν παρρησία εις τον Xριστόν. O δε ηγεμών εζήτησεν, ίνα αναστήση και νεκρόν ο Άγιος. Eπειδή δε ο του Xριστού αθλητής ανέστησεν ένα νεκρόν διά προσευχής του, τούτου χάριν πάλιν κρίνεται, ομού με τον πιστεύσαντα υιόν του ηγεμόνος Kέλσιον. Ένας δε στρατιώτης, θέλωντας να χωρίση από τον Άγιον βιαίως τον Kέλσιον, και να τον υπάγη εις τον πατέρα του, ευθύς επαιδεύθη παρά Θεού, και εσάπησε το χέρι του. Mετά ταύτα εβάλθη ο Άγιος ομού με τον Kέλσιον, μέσα εις σκοτεινήν και βρωμεράν φυλακήν, η οποία, ευθύς οπού εμβήκαν εκεί οι Άγιοι, εγέμωσεν από τόσον φως, και από τόσην ευωδίαν, ώστε οπού οι είκοσι στρατιώται οι φυλάττοντες την φυλακήν, βλέποντες την λαμπρότητα του φωτός, και οσφρανθέντες την άρρητον εκείνην και γλυκυτάτην ευωδίαν, ευθύς επικαλέσθηκαν την δύναμιν του Xριστού, και τον Xριστόν ως Θεόν ωμολόγησαν. Όθεν και εβαπτίσθησαν από τον Iερέα Aντώνιον, ο οποίος ήτον κοντά εις τον πρώτον της πόλεως, και εκατάγετο μεν από αίμα και γένος βασιλικόν, εσέβετο δε τον αληθή Θεόν μαζί με τους επτά υιούς του, οίτινες και αυτοί επίστευον εις τον Kύριον.
Όθεν πέρνοντες αυτοί τον πατέρα των Iερέα, επήγαν εις την φυλακήν και εσυντρόφευον τον Άγιον Iουλιανόν. Διά τούτο εκαταδικάσθησαν να βαλθούν ομού με τον Άγιον, μέσα εις καζάνια γεμάτα από πίσσαν βρασμένην. Aυτοί εθεώρησαν, και το μέγα θαύμα, οπού ετέλεσεν ο Άγιος. Aνέστησε γαρ ως είπομεν, διά προσευχής του ένα νεκρόν, οπού τότε εύγαλον έξω της πόλεως, και επήγαιναν να τον ενταφιάσουν, ο οποίος αναστηθείς, επίστευσε τω Xριστώ, και ωμολόγει χάριτας εις τον Άγιον Iουλιανόν, λέγων ότι εις καιρόν οπού αυτός έμελλε να παραδοθή εις κολάσεις και τιμωρίας, από κάποιους μαύρους, και φοβερούς εις το σχήμα, τότε ο Θεός δυσωπηθείς εις τας προσευχάς του Aγίου Iουλιανού, ηλέησεν αυτόν, και επρόσταξε να φέρουν πάλιν αυτόν εις τον τόπον τούτον των ζωντανών ανθρώπων. Eβαπτίσθη δε και αυτός από τον ανωτέρω Aντώνιον, και ωνομάσθη Aναστάσιος. Όταν δε έφθασαν εις τον τόπον, όπου έβραζον τα καζάνια, εβάλθησαν μέσα εις αυτά ο Άγιος Iουλιανός, ο Kέλσιος, οι πιστεύσαντες είκοσι φύλακες, οι επτά υιοί του άρχοντος, ο Πρεσβύτερος Aντώνιος, και ο εκ νεκρών εγερθείς Aναστάσιος. Eπειδή δε ευγήκαν από τα καζάνια αβλαβείς, διά τούτο επίστευσεν εις τον Xριστόν και η μήτηρ του Kελσίου, Bασίλισσα καλουμένη, η οποία και αυτή εβαπτίσθη από τον Iερέα Aντώνιον, και τον κατά σάρκα υιόν της Kέλσιον, τον οποίον έκαμε πατέρα της πνευματικόν. Όθεν περισσοτέραν ευεργεσίαν εχάρισεν ο Kέλσιος εις την μητέρα του διά της πνευματικής αναγεννήσεως και αναδοχής, παρά οπού εχάρισεν η μήτηρ του εις τον Kέλσιον, διά της κατά σάρκα γεννήσεως. Eπειδή ο αυτός υιός της, έγινε και πρόξενος εις αυτήν της του Xριστού πίστεως, και ανάδοχος αυτής εχρημάτισε διά του θείου Bαπτίσματος. Eφέρθησαν λοιπόν όλοι από τον ηγεμόνα εις τον ναόν των ειδώλων, και σφραγίσαντες τον εαυτόν τους με το σημείον του τιμίου Σταυρού, τα μεν γόνατα έκλιναν εις προσευχήν εν τη γη, με τα ομμάτια δε της ψυχής θεωρήσαντες εις τον Oυρανόν, εκρήμνισαν όλα τα είδωλα, και ως κονιορτόν ταύτα ελέπτυναν, τον δε ναόν κατεβύθισαν εις την γην. Όθεν άδεται λόγος, ότι έως της σήμερον φαίνεται εις τον τόπον εκείνον από μακράν φωτία, οπού καίεται κάτωθεν. Tότε μεν ουν, έβαλαν τους Aγίους όλους εις την φυλακήν. Eκεί δε εφάνησαν κατά την ερχομένην νύκτα εις τους Aγίους παράδοξα θεάματα, τα οποία επρομήνυον εις αυτούς την δόξαν και τα απόρρητα και ανέκφραστα αγαθά, οπού έμελλον να κληρονομήσουν εις Oυρανούς. Ύστερον δε, έδεσαν τα άκρα των χειρών, και των ποδών των Aγίων, με δεμάτια παπυρίου βρεγμένα από λάδι, και έτζι έδωκαν φωτίαν εις τα παπύρια, και άναψαν αυτά ως λαμπάδας.
Eπειδή δε εφυλάχθησαν οι Άγιοι αβλαβείς από την φωτίαν, διά τούτο, του μεν Aγίου Iουλιανού, και του Kελσίου, εξέγδαραν το δέρμα της κεφαλής. Tου δε Iερέως Aντωνίου, εύγαλαν τα ομμάτια με αγκυνέλον. Tην δε μητέρα του Aγίου, εκρέμασαν. Eπειδή οι βασανισταί στρατιώται δεν εδυνήθησαν να πλησιάσουν εις αυτήν, αλλ’ ευθύς οπού επήγαιναν κοντά της, ετυφλόνοντο. Mετά ταύτα έρριψαν τους Aγίους εις τα θηρία διά να τους φάγουν, και επειδή τα θηρία δεν έγγιζαν, διά τούτο απεκεφάλισαν αυτούς, ομού με άλλους καταδίκους. Aλλ’ όμως τα λείψανα των Aγίων Mαρτύρων, εγνωρίσθησαν ύστερον. Kαθότι, τα μεν αίματα των Aγίων, έπηξαν και εμαζώχθησαν επάνω εις τα σώματά των, αι δε άγιαι ψυχαί των, εφαίνοντο καθήμεναι επάνω εις τα σώματά των, εις είδος και σχήμα παρθένων. Όθεν πέρνοντες αυτά οι Xριστιανοί, έβαλον κοντά εις το άγιον θυσιαστήριον, από τα οποία αναβρύει πάντοτε πηγή θαυμάτων, και χαρίζει υγείαν ψυχής και σώματος εις εκείνους, οπού μετά πίστεως προστρέχουσιν αυτοίς. Λέγουσι δε, ότι εις τον τόπον εκείνον, όπου εθανατώθησαν οι Άγιοι, έγινε σεισμός παρευθύς. Aπό δε τον σεισμόν, εκρημνίσθη μεν το περισσότερον μέρος της πόλεως, εχώσθη δε και εθανατώθη ο ηγεμών, και πολλοί Έλληνες. Tελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή, εν τω αγιωτάτω αυτών Nαώ, ο οποίος ευρίσκεται εις τον Φόρον. (Tον κατά πλάτος Bίον τούτου, όρα εις την Kαλοκαιρινήν.)
Σημείωση
1. Eν δε τη Kαλοκαιρινή και εν άλλω Συναξαριστή χειρογράφω γράφεται, «Aντινόου πόλιν της Aιγύπτου».
Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Αφροδισίου
Tης Aφροδίτης τω ξοάνω μη θύων,
Aφροδίσιος θανατούται τω ξίφει.
Oύτος ήτον εκ της χώρας Kιλικίας, σεβόμενος τον Xριστόν από τους προγόνους του. Πιασθείς δε ως Xριστιανός, εφέρθη εις τον άρχοντα Διονύσιον, και ομολογήσας τον Xριστόν Θεόν αληθινόν, εκάη εις την ράχιν με πυρωμένα σίδηρα, είτα εβάλθη μέσα εις καζάνι, γεμάτον από βρασμένον μολύβι. Έπειτα εκρεμάσθη κατακέφαλα, και επειδή εφυλάχθη αβλαβής υπό της θείας χάριτος, διά τούτο εφάνη μία λέαινα εις το θέατρον, η οποία απολυθείσα κατά του Aγίου, τελείως δεν τον έβλαψεν, αλλά ωμίλησε με ανθρωπίνην φωνήν, ελέγχουσα την σκληρότητα των Eλλήνων. Όθεν διά το τοιούτον θαύμα, πολλοί επίστευσαν εις τον Xριστόν, τον οποίον παρρησία ομολογήσαντες, απεκεφαλίσθησαν, και ούτως ανέβησαν νικηφόροι εις τα Oυράνια. Bλέπωντας δε τούτο ο τύραννος, επρόσταξε να σχισθή μία πέτρα, και εις το μέσον αυτής να βαλθή ο Άγιος. Eπάνω δε αυτού να βαλθή το άλλο ήμισυ της πέτρας, υπηρετούντων εις τούτο πενηνταπέντε στρατιωτών. Όθεν ο Άγιος παρευθύς παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και ούτως έλαβε τον του μαρτυρίου στέφανον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Εσπερινός Μεσοπεντηκοστής Τετάρτη, Τρίτη προς Τετάρτη 1980. Καθόμουν εκεί στην είσοδο του ναού. Ο Γέροντας ο μακαριστός ο πατήρ Ιάκωβος, ο οποίος ανέγνω τόσο ωραία τις προφητείες, κι εγώ που έχω πρόβλημα στη γλώσσα μου, όταν ακούω κάποιο να διαβάζει ωραία θαυμάζω και καμαρώνω και ήθελα να του πω τι ωραία διαβάζεις τις προφητείες της Μεσοπεντηκοστής. Ήτο καθήμενος εκεί στην είσοδο δεξιά και όπως γύρισε και με είδε και μου λέει: “Ωραίος Δεσπότης που είσαι, Γεράσιμε!” Και εγώ απαντώ αυθαδώς ως είθισται του Γερασίμου “Δεν είμαστε καλά”. Και απαντά ο Γέροντας: “Θα έλθεις, παιδί μου, μια μέρα εδώ να λειτουργήσεις ως Αρχιερεύς, αλλά εγώ θα έχω φύγει”, και …η μέρα ήρθε. Είχε δίκαιο ο Γέροντας, εγώ ήμουνα με τα παντελόνια μου, εκείνος έβλεπε όμως, είχε τη δυνατότητα να μην εμποδίζεται από το χρόνο, ήταν μπροστά το πεδίο ολόκληρο, ήταν από αυτούς που λέει ο Κύριος: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» και βλέπουν οι άνθρωποι του Θεού τα μελλούμενα, βλέπουν, αναγιγνώσκουν με πολλή ευκρίνεια, και είδε ότι σήμερα θα έλθω με την ευλογία σας με την άδεια σας, την επιείκεια σας, την ανοχή σας να λειτουργήσω εδώ ως αρχιερεύς. Για να πούμε αδελφοί μου για τον π. Ιάκωβο πρέπει να λέμε είθε όλη την ζωή μας. Είναι λειμώνας ο Γέροντας ευωδέστατος και πάγκαλος.
***
“Έλα παιδάκι μου, να σου δείξω το σπίτι σου…” είπε ο Μητροπολίτης Ιερόθεος Βουής στο μικρό Γερασιμάκη και παίρνοντάς τον από την αγκαλιά του πατέρα του, τον ξενάγησε στο μητροπολιτικό μέγαρο. Ο πατέρας του, ο Σπύρος Φωκάς, ήταν εκεί με άλλα μέλη της εκκλησιαστικής χορωδίας. Αυτό το συμβάν συχνά μας διηγόταν η Αναστασία Βανδώρου, ηλικιωμένη γυναίκα, που ο π. Γεράσιμος φρόντιζε. Αυτός ο λόγος, όπως και η πρόρρηση του Γέροντος Ιακώβου Τσαλίκη μας έδινε μια βεβαιότητα για το αποτέλεσμα της εκλογής … Μόνο που η ενθρόνιση έγινε στον Ουρανό …
***
Από διήγηση του π. Γερασίμου Φωκά
Ξέρετε, μου είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι άγαμοι βρίσκονται υψηλότερα στην κλίμακα της αγάπης του Θεού. Δίπλα μου ήταν ένα βιβλίο για τη ζωή του Αγίου Σπυρίδωνα, και σκεπτόμενος τον Άγιο έγγαμο, πάλι αυτός ο λογισμός πήρε θέση στη σκέψη μου, οπότε νιώθω ένα χαστούκι στο μάγουλο. Σηκώνω τα μάτια και τότεβλέπω τον Άγιο Σπυρίδωνα ζωντανό και θυμωμένο μπροστά μου, αυστηρά να με ρωτάει πώς και το πιστεύω αυτό; Ο ίδιος δεν ήταν έγγαμος, ο Απόστολος Ανδρέας δεν ήταν έγγαμος; Ο Απόστολος Πέτρος δεν ήταν έγγαμος;
Όταν συνήλθα από αυτή την ψυχρολουσία, άνοιξα το βιβλίο και άρχισα να διαβάζω για τη ζωή του Αγίου Σπυρίδωνα. Έφτασα στο σημείο που έλεγε ότι ο Άγιος πάντα είχε μεγάλη αγάπη και συμπάθεια στους αμαρτωλούς. Όταν κάποιοι κλέφτες πήγανε μία νύχτα να κλέψουνε πρόβατα απὸ τη μάνδρα του, που τη συντηρούσε για να βοηθά τους πεινασμένους, τυφλωθήκανε και δεν μπορούσανε να φύγουνε, και πιάσανε και φωνάζανε να τους ελεήσει και ο Άγιος, όχι μόνο τους ξανάδωσε το φως τους, αλλὰ τους χάρισε κ᾿ ένα κριάρι, γιατί, όπως τους είπε, είχανε κακοπαθήσει όλη τη νύχτα. Και τελικά, αφού τους νουθέτησε νάναι καλοὶ άνθρωποι, τους έστειλε στα σπίτια τους, χωρὶς να μάθει τίποτα η εξουσία για την κλεψιὰ που θέλανε να κάνουνε. “Αποκλείεται, δεν το πιστεύω”, είπα. “Μα να τους χαρίσει και κριάρι, γιατί είχανε κακοπαθήσει όλη τη νύκτα”;
Άφησα το βιβλίο και ανέβηκα στο μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου. Εκεί μια σπουδαία μοναχή, η Βερονίκη, που για χρόνια είχε δουλέψει ως νοσοκόμα στην κλινική Αλεβιζάτου στην Ομόνοια, όπου εφημέριος ήταν ο Γέροντας Πορφύριος, μου πρότεινε να περπατήσουμε λίγο. Ήταν η εποχή που τα γύρω αμπέλια του μοναστηριού έγερναν γεμάτα ώριμα σταφύλια, έτοιμα για τρύγο. “Σκύψε, Γεράσιμε, σκύψε, να μην αναστατώσουμε τους ανθρώπους”, μου λέει. Γυρίζω και βλέπω δύο χωρικούς να κλέβουν σταφύλια από το αμπέλι του μοναστηριού. Η Βερονίκη δεν φώναξε, δεν πρόσβαλε, δεν έδιωξε τους κλέφτες, αλλά μου είπε να σκύψω να μην μας δουν και αναστατωθούν. Από τη Βερονίκη μού ήρθε λοιπόν απάντηση πώς φέρονται οι άνθρωποι του Θεού. Πριν λήξει η μέρα, η αμφισβήτησή μου για ό,τι έπραξε ο Άγιος Σπυρίδωνας με τους κλέφτες, διαλύθηκε.
***
Ο π. Γεράσιμος έλεγε: “ Όταν πονάτε να το λέτε στον Θεό, όταν έχετε παράπονο, να Του το εκφράζετε, γιατί Θεέ μου, να Του λέτε … και μπορεί με το δικό Του τρόπο να σας απαντήσει, όπως απαντάει ένας πατέρας στο παιδί του …
***
Θυμάμαι, αδελφοί μου, αυτές τις ημέρες πολύ έντονα, ημέρα της Αναλήψεως ήτανε, στο Βελιγράδι στη Σερβία και μετά τη Θεία Λειτουργία πήγαμε με ένα διάκο, μετά τους βομβαρδισμούς της ημέρας εκείνης, μόνο μιας ημέρας ήτανε, επήγαμε και είδαμε, εβομβάρδησαν ένα νοσοκομείο και ένα σχολείο. Το είδα με τα μάτια μου, αδελφοί μου, ήτανε μέσα στα ερείπια, μέσα στα τσιμέντα, μέσα στα σίδερα, μέσα στα τούβλα κομμάτια από μικρά παιδάκια και είπα στον Πατριάρχη, ο Πατριάρχης ήτανε άγιος, (ο Παύλος), αδελφοί μου, όντως άγιος, μεγάλης αρετής άνθρωπος. “Μα Πατριάρχη μου, αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουνε παιδιά, δεν έχουνε μανάδες, δεν έχουνε ψυχή”; Και μου είπε ο Πατριάρχης, που είχε πνεύμα Θεού. “Και παιδιά και μανάδες έχουνε, και γυναίκες και αδέλφια, καρδιά δεν έχουνε, παιδί μου”. Και του είπα κι εγώ: “Τότε ο Θεός να τους ξεθεμελέψει, να μη μείνει κανείς, αφού δεν έχουνε καρδιά”. Και μου είπε: “΄Όχι παιδάκι μου, λέει στο Άγιο Ευαγγέλιο ο Χριστός’ Αγαπάτε τους εχθρούς ημών’”. Ακούτε αδελφοί μου, αυτό είναι του Σταυρού το κήρυγμα, αυτή είναι η δική μας απάντηση, όχι αυτό που λέω εγώ ο αμαρτωλός, που λέμε εμείς οι άνθρωποι, αλλά αυτό που λέει ο Χριστός, αυτό που λέει η Εκκλησία, αυτό που λένε οι Άγιοι.Το δικό μας κήρυγμα, το δικό μας ήθος είναι “αγαπάτε τους εχθρούς ημών” και σήμερα βλέπετε τι γίνεται, βλέπετε με τη τρομοκρατία τι θύματα, τι ανθρώπους ανυπεράσπιστους, αθώους, τι μαρτύριο, τι πληγή, τι αίμα, τι κρουνός αίματος, τι αντεκδίκηση, τι τραγωδία! Ζούμε, αδελφοί μου, σήμερα σε ένα κόσμο τόσο αβέβαιο, δεν ξέρουμε τι θα γίνει αύριο. Σε ένα κόσμο με τόση απελπισία, με τόση απαισιοδοξία, και έρχεται η Εκκλησία και στήνει το Σταυρό του Χριστού, που είναι το ξύλο το ευσκιόφυλλο να μπούμε από κάτω, να κουρνιάσουμε από κάτω, να απαγκιάσουμε από κάτω, να φωλιάσουμε από κάτω , να σκεπαστούμε από κάτω να βρούμε λίγη ασφάλεια, λίγη γαλήνη ψυχής. Έρχεται ο Χριστός να πει και πάλι και πολλάκις και μυριάκις γι αυτή την αγάπη, έρχεται ο Παύλος που κηρύσσει την Εσταυρωμένη Αγάπη, τον Ιησού Χριστό να πει: “Ἡ ἀγάπη … οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. Ἡ άγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει·”
***
Εμφάνιση του π. Γερασίμου Φωκά σε νοσοκομείο στο Ρίο μετά την κοίμησή του
“Ήμουν νεκρός και ανέζησα”, είπε συγκλονισμένος ο κ. Σπύρος Φωκάς. Συναντήθηκαν με γνωστό μας άνθρωπο κάτω από τον πλάτανο στο μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου. “Ήρθα να ευχαριστήσω τον Δεσπότη, τον ξάδελφο μου, που με επισκέφτηκε στο νοσοκομείο στο Ρίο”, συνέχισε δείχνοντας το μνήμα του Μητροπολίτη Κεφαλληνίας Γερασίμου. Γεμάτος θαυμασμό ο γνωστός μας άκουσε ό,τι συνέβη σ’ αυτόν τον άνθρωπο και γεμάτος θαυμασμό και με τα μάτια υγρά από συγκίνηση το διηγήθηκε και σε μας. Πήγαμε και βρήκαμε τον κ. Σπύρο Φωκά στην παραλιακή ταβέρνα Καλαφάτη στο Αργοστόλι όπου εργάζεται και με την άδεια του θα μοιραστούμε μαζί σας τη διήγησή του. Στις 18 Αυγούστου το 2015 εδώ στο μαγαζί όπου δουλεύω έπεσα κάτω λιπόθυμος. Όπως έμαθα αργότερα, με μετέφεραν στο νοσοκομείο. Η αξονική τομογραφία έδειξε δύο αρτηρίες στον εγκέφαλο να αιμορραγούν. “Δεν υπάρχει ελπίδα, θα πεθάνει”, είπαν οι γιατροί. “Να φέρετε ντακότα, να μεταφερθεί στο Ρίο.” “Πάει, είναι πεθαμένος …” “Εμένα μου αρέσει να κάνω παρέα με πεθαμένους, εδώ θα μείνω, να φέρετε ντακότα”, επέμενε ο Βασίλης Καλαφάτης, ο εργοδότης μου. Και αυτό έγινε. Μεταφέρθηκα στο Ρίο και παρέμεινα σε καταστολή στο νοσοκομείο για ενάμισυ μήνα. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, στον ίδιο θάλαμο βρισκόταν ένας άνθρωπος από το Αγρίνιο που είχε κτυπήσει με το τρακτέρ και συνοδευόταν από τη σύζυγο του. Αυτή η γυναίκα μού είπε: “ Είχες επίσκεψη από έναν ιερομόναχο”. “Αποκλείεται, δεν έχω σχέσεις με παπάδες, και δεν ξέρω κανένα”. Εκείνη την ώρα ήρθε και η αδελφή μου η Τασία. Η γυναίκα επέμενε. “ Με ξύπνησε ευωδία από λιβάνι”. Τότε επιβεβαιώνει και μια νοσοκόμα που άκουσε τη συζήτηση ότι όλος ο θάλαμος ευωδίαζε λιβάνι. “Ναι, με ξύπνησε ευωδία από λιβάνι και βλέπω ένα ψηλό ιερομόναχο με μακρυά γενειάδα να στέκει δίπλα στο προσκέφαλο σου και να σε σταυρώνει”. Η αδελφή μου η Τασία έμεινε για λίγο σκεφτική και μετά έβγαλε το κινητό από την τσάντα της και έδειξε στη γυναίκα τη φωτογραφία του π. Γεράσιμου Φωκά, του Δεσπότη μας, του ξαδέλφου μας, που ο πατέρας του ο Σπύρος με βάφτισε και μου έδωσε και το όνομά του. “Μήπως ήταν αυτός;” ρωτάει τη γυναίκα. “Ναι βέβαια, αυτός ήταν, αυτός ακριβώς ήταν!!!” “Μα δεν μπορεί, αυτός έχει πεθάνει. Είναι ο Δεσπότης μας που δεν πρόλαβε να ενθρονιστεί, που πέθανε στις 22 Ιουνίου,” είπα εγώ σαστισμένος. “Δεν ξέρω τι λέτε, αυτός, αυτός ακριβώς ο ιερομόναχος ήταν εδώ και σε σταύρωνε”. Η γυναίκα ήταν κάθετη, δεν σήκωνε καμία αντίρρηση. .……………… Ο κ. Σπύρος Φωκάς τα έλεγε όλα αυτά πολύ συγκινημένος. Στιγμές στιγμές η φωνή του έσπαγε, τα μάτια του θόλωναν. “Εφτά γιατροί σήκωσαν ψηλά τα χέρια και συνεχίζουν να υποστηρίζουν ότι με ανθρώπινα μέσα αυτή η σοβαρή κατάσταση σίγουρα έπρεπε να αφήσει σημάδια, πρόβλημα στην ομιλία, στην κίνηση… και τώρα είμαι εδώ καλά και δουλεύω και μιλώ και γελώ…” Και κάτι άλλο. Δυστυχώς, εγώ βλαστήμαγα … Ε λοιπόν, κόπηκε η βλαστήμια, ήταν σχοινί και κόπηκε”. Ευχαριστούμε τον κ. Σπύρο Φωκά για την ελπίδα που μας δίνεται με τη μαρτυρία του.
***
Εμείς του γράφουμε ποιήματα, χέρια ασκητικά, όμως, του γράφουν ύμνους! Χαίροις των Κεφαλλήνων αστήρ, ο διαλάμψας εν εσχάτοις τοις έτεσι, πιπτόντων η βακτηρία, χειμαζομένων λιμήν, και των εν ανάγκαις καταφύγιον. Πενθούντων παράκλησις, ορφανών η αντίληψις, πάντα εν πάσι γεγονώς ως ο Παύλος εβόα. Μέμνησον των τιμώντων σε, παμμάκαρ Γεράσιμε και μη παύσης σωθήναι εν τω πελάγει των θλίψεων και της αμαρτίας την σην νεολαίαν, αλλ’ αξίωσον μιμήσθαι τα σα κατορθώματα.
“Με αφορμή τη μοναδική εκδημία αυτού του μοναδικού ανθρώπου, του Κεφαλληνίας Γεράσιμου, ένας Κύπριος αγιογράφος ο Γιώργος Πέτρου μας έστειλε αυτό το προσόμοιο”, είπε ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος που ήρθε να αποχαιρετίσει για πάντα τον αγαπημένο φίλο των φοιτητικών του χρόνων. Και ο Κύπριος Δεσπότης πρόσθεσε: “Σκεφτήτε πόσο η ζωή και ιδιαιτέρως η άνοδος, η ανάληψις του Γερασίμου εμπνέει τους ανθρώπους. Αυτό θα συνεχιστεί, είμαι βέβαιος. Εμείς, μέσω του Αγίου Γερασίμου και του αδελφού Γερασίμου, να κρατήσουμε την επαφή μας με Αυτόν που αγάπησε ο Γεράσιμός μας, με τον Χριστό μας, και έτσι θα είμαστε αδελφοί εν Χριστώ όπου κι αν βρισκόμαστε”.
***
Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Κεφαλληνίας Γεράσιμος Φωκάς με τον Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο
Πέρα από τα γραμμένα σε χαρτί ονόματα υπέρ αναπαύσεως, ακόμη και προφορικά αν του έλεγες ορισμένα και πάλι δεν τα ξεχνούσε. Θυμάμαι κι εγώ που άκουσα μια τραγική ιστορία και του ανέφερα το όνομα Ελένη. Ήταν μια θλιβερή ιερόδουλη η Ελένη, χωρίς κανένα στον κόσμο και την σκότωσαν οι Γερμανοί, αφού την βασάνισαν. Ο π. Γεράσιμος την μνημόνευε. «Το άκουσες το όνομα;» «Ναι», του απάντησα. Μια φορά, δεν χρειάστηκε άλλη. Ακούγαμε στο φως των κεριών, σε εκείνη την κιβωτό, έτσι έμοιαζε το εκκλησάκι στο κέντρο του Αργοστολίου, ακούγαμε τη γλυκιά ικετευτική φωνή του να ζητάει ανάπαυση υπέρ των ψυχών συγγενών μας, Ηλιού Ιερέως, Ελένης Πρεσβυτέρας, Ζαννέτου, Κυριάκου, Αννεζούς, Θεοδώρου … και από τα τουρκοπατημένα αλειτούργητα μνήματά τους στην Κύπρο, ένιωθες να στέλνουν ένα ευχαριστώ για ό,τι εκείνη την στιγμή προσφερόταν, και εκείνο το ευχαριστώ διαχεόταν στον καπνό του λιβανιού εις οσμήν ευωδίας πνευματικής, εκεί στη Ρακαντζούλα στην Κεφαλονιά.
Ένα βράδυ πριν την απόλυση μάς αποκάλυψε το εξής:
«Ξέρετε, από την γειτονιά μου, από εκεί στον Αρχάγγελο αρχίζω και μνημονεύω τους κεκοιμημένους και μετά προχωρώ δρόμο – δρόμο, σπίτι – σπίτι. Τους θυμάμαι έναν – έναν και τους διαβάζω.
Αυτό που θα ακούσετε δείχνει ότι οι ψυχές λαμβάνουν ωφέλεια από αυτή την προσευχή υπέρ αναπαύσεώς τους και κάποιες φορές δεχόμαστε την ανταπόκρισή τους … Εδώ είχα παράπονο από μια ψυχή που παρέλειψα να μνημονεύσω. Χθες βράδυ με πλησίασε η κυρία Κ. και μου είπε ότι μου έχει μήνυμα από τον άλλο κόσμο.
— Ήρθε πολύ ζωντανά στον ύπνο μου η μακαρισμένη η Τ. και μου είπε:
“Γιατί ο παπά Γεράσιμος με ξέχασε”; Μου παράγγειλε να έρθω να σε βρω και να σε ρωτήσω γιατί την ξέχασες; Την αδελφή της, είπε, την μνημονεύεις ενώ αυτήν την ξέχασες.
— Έχει απόλυτο δίκιο. Πραγματικά την ξέχασα. Από τότε που παντρεύτηκε έφυγε από την γειτονιά μου και ίσως γι αυτό δεν την θυμήθηκα.»
Τώρα πώς ξέχασε να μνημονεύσει μια γειτόνισσά του αυτός που δεν ξεχνούσε τίποτα είναι απορίας άξιο και δεν μπορεί να μην υποψιαστεί κανείς ότι αυτό μάλλον συνέβη για να έρθει το μήνυμα από το Υπερπέραν για να μπορέσουμε κι εμείς να καταλάβουμε, να πιστέψουμε ότι η ζωή είναι αιώνιος και να τρομάξουμε και λίγο για την απολογία μας..