Μάσσαρι

Αμιγές ελληνικό χωριό που βρίσκεται στην κατεχόμενη από το 1974 από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής περιοχή της Κύπρου.

Τα Μάσαρη είναι κτισμένα στην πεδιάδα της Μόρφου, σε μέσο υψόμετρο 130 μέτρων. Το τοπίο του χωριού είναι διαμελισμένο από τον ποταμό Σερράχη που ρέει πολύ κοντά στα νότια του οικισμού και χύνεται στον κόλπο της Μόρφου.

Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την καλλιέργεια εσπεριδοειδών (κυρίως προτοκάλια και κιτρόμηλα) και λαχανικών (τομάτες, αγγουράκια, καρπούζια, πεπόνια κ.ά. ).

Στα νοτιοανατολικά του χωριού κατασκευάστηκε μεταξύ 1971 και 1973 μεγάλο χωμάτινο εμπλουτιστικό φράγμα, χωρητικότητας 2.273.000μ3.

Από κτηνοτροφικής απόψεως, το 1973 εκτρέφονταν από 45 κτηνοτρόφους 593 πρόβατα, 74 κατσίκες, 16 αγελάδες, 7 βόδια και 790 πουλερικά.

Τα Μάσαρη εξυπηρετούνται μ’ ένα πολύ καλό συγκοινωνιακό δίκτυο. Στα ανατολικά συνδέονται με το χωριό Φιλιά (περί το 1,5χμ.) και μέσω του με την πόλη της Λευκωσίας. Συνδέονται επίσης στα νοτιοδυτικά με το χωριό Κατωκοπιά (περί τα 2,5χμ.), και στα βορειοδυτικά με το χωριό Κυρά (περί τα 2χμ.) και μέσω του με την κωμόπολη της Μόρφου (περί τα 8χμ.).

Ο πληθυσμός του χωριού, λόγω της εύφορης πεδινής γης του, της σημαντικής αρδευόμενης έκτασης, της καλλιέργειας αμειπτικών γεωργικών προϊόντων, της μικρής απόστασης από τη Μόρφου, αλλά και του ευχερούς συγκοινωνιακού του δικτύου, γνώρισε σχεδόν συνεχή πληθυσμιακή αύξηση από το 1881 μέχρι το 1973, που υπήρξε αλματώδης από το 1931 και μετά. Το 1881 οι κάτοικοί του ήσαν 45 που αυξήθηκαν στους 49 το 1891, στους 70 το 1901, μειώθηκαν στους 62 το 1911, αλλά αυξήθηκαν στους 75 το 1921, στους 91 το 1931, στους 138 το 1946, στους 185 το 1960 και στους 317 το 1973.

Το χωριό βρίσκεται σημειωμένο σε παλαιούς χάρτες ως Masara, κι ο Hackett κάνει την υπόθεση ότι ίσως είναι το φέουδο που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των κτημάτων των Ιωαννιτών ιπποτών, κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας, αναφερόμενος ως Messorini. Η υπόθεση αυτή δεν φαίνεται να είναι πολύ ισχυρή. Κατά τον Νέαρχο Κληρίδη το χωριό έχει φράγκικη ονομασία, αφού μασάρα ονομαζόταν το μικρό φέουδο και ως εκ τούτου το χωριό, ως μικρό φέουδο, λεγόταν Μασάρα (Massara), όπως σημειώνεται δηλαδή και σε παλαιούς χάρτες. Ο δε Σίμος Μενάρδος γράφει σχετικά: … Ιδίας προσοχής άξιον είναι το Μάσαρι (ή τά), κωμίδιον του Μόρφου, έχον 70 κατοίκους, περί ου είναι γνωστόν ότι ήτο τσιφλίκι… Τοιούτο δε [=τσιφλίκι] βεβαίως ήτο και επί των Φράγκων, οίτινες massa και massara και massari έλεγον τας αγροτικάς επαύλεις, όπως Παλιομάσαρα (τά) λέγεται και χορηγούμενόν τι κτήμα παρά Μαχαιρά… Παλιομάσαρα λέγονται και χωράφια του Κολοσσιού, Μάσαρη δε πληθυντικώς (τά) κτήμα εν Παλαικύθρω. Μάσαρη υπάρχει και εν Ρόδω…

Κατά τα χρόνια της τουρκικής κατοχής το χωριό ήταν τσιφλίκι, όπως αναφέρεται από τον Σ. Μενάρδο. Πιθανώς είχε κατασχεθεί μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους (1750-71) και παρέμεινε για κάποιο διάστημα σε τουρκικά χέρια. Αναφέρεται πάντως ότι αργότερα περιήλθε σε ελληνικά χέρια και ότι κατά το 1821 ανήκε σε έναν Σολωμή που καρατομήθηκε από τους Τούρκους κατά τις εκτεταμένες σφαγές του Ιούλη του χρόνου αυτού.

Η εκκλησία του χωριού, αφιερωμένη στον άγιο Αντώνιο, είναι μικρό μονόκλιτο οικοδόμημα και κάποτε περιείχε τοιχογραφίες που καταστράφηκαν μετά από ανακαίνισή της

Μετά την κατοχή του χωριού από τους Τούρκους, το καλοκαίρι του 1974, και την προσφυγοποίηση των κατοίκων του, εγκαταστάθηκαν σ’ αυτό Τουρκοκύπριοι από τις νότιες περιοχές της Κύπρου και έποικοι από την Τουρκία. Οι Τούρκοι, στην προσπάθειά τους να τουρκοποιήσουν όλες τις ονομασίες των κατεχομένων εδαφών της Κύπρου, το 1975 μετονόμασαν το χωριό σε Sahinier, που σημαίνει μεγάλο γεράκι.

*Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας 1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσίας


ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ:

  • ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
  • ΚΩΣΤΑΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ
  • ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
  • ΟΙΚΟΝ. ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ
  • ΑΝΔΡΕΑΣ ΖΑΝΤΗΣ