Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
«Ὅς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι,
ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ’ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ
ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν.»
Ἡ σημερινὴ Κυριακή, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὀνομάζεται καὶ εἶναι Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν, ἐπειδὴ ἀκολουθεῖ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, δηλαδὴ τῆς 14ης Σεπτεμβρίου. Καὶ ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας, γιὰ νὰ προετοιμαζόμαστε γιὰ τὶς μεγάλες Δεσποτικὲς ἑορτές, ἀλλά, καὶ μετὰ τὸν ἑορτασμό τους, νὰ μὴ λησμονοῦμε τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς δόθηκαν μὲ τὰ ἑορταζόμενα κοσμοσωτήρια γεγονότα ἀπὸ τὴν ἐπὶ γῆς ζωὴ τοῦ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, θέσπισε νὰ ἔχομε Κυριακὴ πρὸ καὶ μετὰ τὶς ἑορτὲς αὐτές, ἀλλὰ καὶ προεόρτια καὶ μεθέορτα, μέχρι τὴ λεγόμενη ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς, ὁπότε κλείνει καὶ ὁ σχετικὸς ἑορταστικὸς κύκλος, ποὺ συνήθως διαρκεῖ μία ἑβδομάδα. Καὶ σὲ αὐτὲς τὶς περιόδους, σ’ αὐτὲς τὶς Κυριακές, καθόρισαν οἱ πατέρες, νὰ διαβάζονται στὸν ναὸ οἱ ἁρμόδιες Ἀποστολικὲς καὶ Εὐαγγελικὲς περικοπές, ποὺ μᾶς βοηθοῦν νὰ μποῦμε στὸ πνεῦμα, νὰ κατανοήσουμε τὰ ἱερὰ γεγονότα, ποὺ ἑορτάζουμε.
Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν ἀρχὴ – ἀρχὴ τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, γίνεται ἀναφορὰ στὸν σταυρό, στὸν προσωπικὸ σταυρό, ποὺ πρέπει ὁ καθένας μας νὰ σηκώσει, γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας, ὥστε νὰ συσχετισθεῖ ἡ περικοπὴ μὲ τὴν πρόσφατη ἑορτὴ τοῦ Σταυροῦ, τῆς Ὕψωσής Του. Ἡ σύντομη περικοπὴ αὐτὴ εἶναι γεμάτη βαθὺ πνευματικὸ νόημα, καθότι ἐδῶ καθορίζεται ἡ βαθύτερη πνευματικὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ, πῶς πρέπει δηλαδή, μὲ ποιό φρόνημα πρέπει νὰ βιώνει τὴν πίστη. Γιὰ νὰ κατανοήσουμε ὅμως καλύτερα τοὺς λόγους αὐτοὺς τοῦ Κυρίου, πρέπει νὰ ἐξετάσουμε ἀπὸ ποῦ πῆρε ἀφορμή, γιὰ νὰ ὁμιλήσει ἔτσι.
Βλέπουμε λοιπόν, πὼς λίγο πρὶν εἶχε διδάξει τοὺς μαθητές Του, ὅτι ἔπρεπε νὰ παραδώσει τὸν ἑαυτό Του στὰ ἑκούσια πάθη καὶ τὸν θάνατο, γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Κι ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ζωηρὸς στὸ πνεῦμα καὶ ἕτοιμος πάντα νὰ μιλήσει πρῶτος, τὸν παρεμποδίζει: «νὰ μὴ σοῦ γίνει τοῦτο». Τότε ὁ Χριστός, ἀφοῦ πρῶτα τὸν ἐπιτίμησε καὶ τὸν ὀνόμασε «σατανᾶ», δηλαδὴ ἀντικείμενο, ἀντίθετο (γι’ αὐτὸ καὶ ὁ διάβολος ὀνομάζεται ἔτσι στὴ Γραφή, ὡς ἀντίθετος στὸν Θεὸ καὶ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων), κι ἀφοῦ τοῦ εἶπε ἐλεγκτικά, ὅτι δὲν «φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων», προσκάλεσε τὸν ὄχλο καὶ τοὺς μαθητές Του, καὶ τοὺς ἀπεύθυνε τὴ βαρυσήμαντη διδασκαλία, ποὺ περιέχει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι».
Ποιό λοιπὸν ἦταν τὸ σφάλμα τοῦ Πέτρου; Προέτρεψε τὸν Χριστό, νὰ λυπηθεῖ τὴ ζωή του, νὰ διαφυλάξει τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ παραβλέψει ἔτσι τὸ μέγιστο ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Νὰ ἀγαπήσει δηλαδὴ πάνω ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ τὸ θέλημά Του, καθὼς καὶ πάνω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τὸν ἑαυτό Του, τοὐτέστιν νὰ γίνει φίλαυτος. Καί, ποιό φάρμακο προβάλλει ὁ Χριστὸς στὸν πειρασμὸ τῆς φιλαυτίας: Τὴν αὐταπάρνηση, τὴν ἄρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Γιατὶ τὸ «ἀράτω τὸν σταυρόν αὐτοῦ», σύμφωνα μὲ τοὺς ἁγίους Πατέρες, δέν σημαίνει ὁ κάθε πιστὸς νὰ κατασκευάσει ἕνα ξύλινο σταυρὸ καὶ νὰ τὸν περιφέρει στοὺς ὤμους του, ἀλλὰ νὰ ἀκολουθήσει στὰ ἴχνη τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἀπαρνούμενος τὸν κόσμο, δηλαδὴ τὰ πάθη, τὶς ἁμαρτίες, τὸ κοσμικὸ καὶ γήινο φρόνημα. Ἤ, ὅπως ἐξαίρετα τὸ ὁρίζει ὁ Θεολόγος Ἰωάννης, «τὴν ἐπιθυμίαν τῶν ὀφθαλμῶν, τὴν ἐπιθυμίαν τῆς σαρκὸς καὶ ἀλαζονείαν τοῦ βίου», δηλαδὴ τὰ τρία περιεκτικὰ πάθη, κατὰ τὴν ὁμόφωνη διδασκαλία τῶν Θεοφόρων Πατέρων μας: Τὴ φιληδονία, τὴ φιλαργυρία καὶ τὴ φιλοδοξία.
Ὁ Θεός, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἐμφύτευσε βεβαίως στὴ φύση τῶν ἀνθρώπων τὴν ἀγάπη, ὡς ἀναγκαία γιὰ τὴ διατήρηση τοῦ καθενός μας, ἀλλὰ καὶ ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, καθὼς καὶ τῆς ἄψυχης δημιουργίας. Ἀλλ’ ἔθεσε δύο ὅρους. Κι ὅσο ἡ ἀγάπη στέκει μέσα στοὺς ὅρους αὐτούς, ἀποβαίνει ὠφέλιμη καὶ σωτήρια. Ὅταν ὅμως τοὺς ὑπερβεῖ, τότε γίνεται βλαβερὴ καὶ ὀλέθρια. Πρῶτος ὅρος τῆς ἀγάπης εἶναι, νὰ ἀγαπᾶς τὸν Θεὸ περισσότερο ἀπ’ ὅλα τὰ ἐπίγεια καὶ ἐπουράνια πράγματα, ἀλλὰ ἀκόμη πάνω κι ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, δηλαδὴ τὴν ἴδια τὴ ζωή σου. Δεύτερος ὅρος τῆς ἀγάπης εἶναι, νὰ ἀγαπᾶς τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου. Ἐμεῖς ὅμως οἱ ἄνθρωποι πολὺ εὔκολα καί, σχεδὸν ἀνεπαίσθητα, καταφρονοῦμε ἢ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο ἢ καὶ τοὺς δυὸ μαζὶ ὅρους τῆς ἀγάπης. Ἀπ’ αὐτὴν δὲ τὴν καταφρόνηση γεννᾶται ἡ φιλαυτία, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἄλλο, παρὰ ἡ ὑπερβολικὴ ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἀλλὰ βλέπουμε φανερά, ὅτι κανεὶς φίλαυτος δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀληθινός, γνήσιος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ μητέρα ὅλων τῶν θανασίμων ἁμαρτημάτων, ὅλων τῶν παθῶν.
Γιὰ τοῦτο καὶ ἀμέσως στὴ συνέχεια διδάσκει ὁ Κύριος: «Ὃς ἂν θέλῃ τὴν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν». Ἐδῶ πρέπει νὰ προσέξουμε τὴ διπλῆ ἔννοια, ποὺ ἔχει ἡ λέξη ψυχή. Ὅταν ὁ Χριστὸς λέει: «Ὃς ἂν θέλῃ τὴν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι», καί, «ὃς δ᾽ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου», ἐννοεῖ τὴ φυσικὴ ζωή, τὴ ζωὴ τῶν αἰσθήσεων. Ἀντίθετα, ὅταν λέει στὸν πρῶτο στίχο «ἀπολέσει αὐτήν» καὶ στὸν δεύτερο «οὗτος σώσει αὐτήν», ἐννοεῖ τὴν αἰώνια καὶ ἀληθινὴ ζωή. Ὅποιος λοιπὸν θυσιάζει τὶς ἡδονές, τὴν καλοπέραση, τὴ νομιζόμενη εὐτυχία τοῦ κόσμου τούτου γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου Του, ὅποιος δηλαδὴ σταυρώνεται, νεκρώνεται ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία καὶ ἀκολουθεῖ ἔτσι τὸν Ἐσταυρωμένο, βαστάζοντας τὸν σταυρό του, αὐτὸς θὰ ἀπολαύσει τὴν αἰώνια ζωή. Κι ὅποιος καταντᾶ φίλαυτος, καὶ θέλει μόνο νὰ καλοπερνᾶ μέσα στὶς θανατηφόρες ἡδονὲς καὶ τὰ πάθη, δὲν ὑπάρχει ἄλλη περίπτωση: Θὰ χαθεῖ αἰωνίως, θὰ ἀπολέσει τὴν αἰώνια καὶ ἀληθινὴ ζωή. Γι’ αὐτὸ καὶ τονίζει στὴ συνέχεια ὁ Κύριος: «Τί θὰ ὠφεληθεῖ ἕνας ἄνθρωπος, ἀκόμη κι ἂν κερδίσει τὸν κόσμο ὅλο, ἀλλὰ ζημιωθεῖ, χάσει τὴν ψυχή του;» Ὁ κόσμος τοῦτος, ἡ παροῦσα ζωή, ἀδελφοί, δέν αὐτονομεῖται, δὲν αὐτοκαταξιώνεται, δὲν ἀποτελεῖ αὐτοσκοπό! Παρέρχεται! Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν κόσμο καὶ τοὺς ἀνθρώπους σ’ αὐτόν μὲ ἕνα σκοπό: Γιὰ νὰ προετοιμασθοῦν γιὰ τὴν ἄλλη, τὴν αἰώνια, τὴ μὴ παρερχόμενη ζωή. Ἤ, ὅπως τὸ ὀρίζει ὁ Μέγας Βασίλειος, ἡ παροῦσα ζωὴ ἀποτελεῖ «παιδευτήριον θεογνωσίας», δηλαδὴ σχολεῖο, τόπο καὶ τρόπο γνώσης τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐδῶ ζωὴ μόνο τότε ἀποκτᾶ νόημα καὶ ἀξία: Ὅταν ἔχει προοπτικὴ τὴν αἰώνια ζωή. Καὶ τοῦτο ἐπιτυγχάνεται μόνο μέσῳ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ δικοῦ μας σταυροῦ, δηλαδὴ τὸ νὰ ζοῦμε μὲ φρόνημα σταυρικὸ-ἀπονέκρωση ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία- καί, ταυτόχρονα, ἀναστάσιμο, προσδοκώντας τὴν Ἀνάσταση.
Μόνο ἔτσι μᾶς ἀναμένει, χάριτι τοῦ Σταυρωθέντος καὶ Ἀναστάντος Χριστοῦ, ἡ ἀνάσταση, ἡ αἰώνια ζωή, ὅπου ὁ δεύτερος θάνατος, ἡ αἰώνια ἀπώλεια, δέν ἔχει θέση. Τῆς ὁποίας εἴθε νὰ ἀξιωθοῦμε, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων. Ἀμήν!