Πέρι Μνημοσύνων (Τελούνται Μνημόσυνα την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως;)

Ομιλία στο πλαίσιο της Ζ΄ Συνάντησης του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου Κλήρου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, τη 30η Μαΐου, 2013.
 
Πανιερώτατε,
Σεβαστοί  πατέρες,
 
Η εισήγησή μου διαιρείται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στα ιερά μνημόσυνα ἐν κοντῷ, εν συντομίᾳ (με το θέμα έχει ασχοληθεί ικανός αριθμός θεολόγων, πρβλ. Πρεσβυτέρου Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου, Δρ. Θ.,
 Τά ιερά Μνημόσυνα, Εκδόσεις Ομολογία, Αθήνα 2002 όπου αναφέρεται και η παλαιότερη βιβλιογραφία) και το δεύτερο, με επικεφαλίδα: «Τελούνται μνημόσυνα την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως;», ασχολείται διεξοδικά με το ερώτημα, σε ποιές άλλες ημέρες-εορτές του έτους, εκτός από τις γνωστές σε όλους, δεν τελούνται μνημόσυνα.
 
Μέρος Α΄: Περί μνημοσύνων γενικά
 
Η Αγία μας Εκκλησία, κινούμενη από αγάπη προς τους εν Χριστῴ κοιμηθέντας αδελφούς μας, καθιέρωσε ειδικές τελετές και προσευχές υπέρ «μακαρίας μνήμης και αναπαύσεως των ψυχών» αυτών, κοινώς μνημόσυνα, τα οποία όρισε να τελούνται σε καθωρισμένες ημέρες από την ημέρα της κοιμήσεως τους (τρίτη, ενάτη, τεσσαρακοστή, τρίμηνα, εξάμηνα, εννιάμηνα, έτος και κάθε χρόνο η επέτειος της μνήμης). Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μητροφάνης Κριτόπουλος (1589-1639) στην Ομολογία του αναφέρει εκτός από τις γνωστές ημέρες την πρώτη και την εικοστή από την ημέρα της κοιμήσεως (πρβλ. Γιάννη Σουλιώτη, Τά κόλλυβα, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1986, υποσημείωση 10, σ. 24-25). Η λέξη μνημόσυνο παράγεται από το ρήμα μνημονεύω, που σημαίνει: «ανακαλώ εις την μνήμη, υπενθυμίζω, αναφέρω• μνημονεύω το γεγονός» (Πρβλ.Πάπυρος Λαρούς, Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν και ερμηνευτικόν λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, 1972). Τα αίτια, που επέβαλαν το χρόνο τέλεσης των μνημοσύνων, οφείλονται α) σε δογματικούς λόγους και β) σε επιδράσεις από ανάλογες τελετές προχριστιανικών θρησκευμάτων (Ιουδαίων και Εθνικών-Ειδωλολατρών). 
 
Στους δογματικούς λόγους ανήκουν μεταξύ άλλων: 
 
– η πίστη της Εκκλησίας στην ενανθρώπηση του Χριστού, στο θάνατό Του, στην ταφή Του και την Ανάστασή Του, γεγονότα που νίκησαν τον Άδη και άνοιξαν τη διέλευση προς την αθανασία για όλους τους ανθρώπους. Τώρα, ενώ πεθαίνουμε στο σώμα, δεν παραμένουμε αιώνια στην κατάσταση αυτή, καθότι η Ανάσταση του Χριστού είναι προάγγελος και της δικής μας ανάστασης και
 
– η πίστη της Εκκλησίας, ότι ο θάνατος δεν αίρει τη σχέση ανάμεσα στο στρατεύομενο και το θριαμβεύον τμήμα της.
 
Οι επιδράσεις από τα προχριστιανικά θρησκεύματα έχουν εξωτερικό μόνο χαρακτήρα και δεν αντιτίθενται στην ορθή χριστιανική πίστη. Πρόκειται για τα αρχαία «περίδειπνα» ή «νεκρικά δείπνα», τις μετέπειτα χριστιανικές «μακαρίες» και «μνήμες», με τις οποίες συγγενείς και φίλοι εύχονται, «μακαρία η μνήμη αυτού». 
 
Οι Αποστολικές Διαταγές (Βιβλίον Η΄, κεφ. 43, ΒΕΠΕΣ, τ. 2, σ. 169 και ΕΠΕ, τ. 1, σ. 466-469) αλλά και διασωθέντα αρχαία Δίπτυχα και ανευρεθείσες επιτύμβιες επιγραφές (Πρβλ. George Galavaris, Bread and the Liturgy, The symbolism of Early Christian and Byzantine bread stamps, The University of Wisconsin Press Madison, Milwaukee, & London 1970, Chapter: Commemorative Bread for Departed Christians, pp.161-166), καθώς επίσης αρχαίοι συγγραφείς, μαρτυρούν για προσευχές και ελεημοσύνες που βοηθούν τους νεκρούς• με τον ιερό Χρυσόστομο να διευκρινίζει «και αμαρτωλός εάν τις απέλθει, πάλιν αι ελεημοσύναι τον ωφελούσιν». Οι Αποστολικές Διαταγές (Βιβλία.6,30 και 8,41-42) ορίζουν τις υποχρεώσεις των χριστιανών έναντι των κεκοιμημένων, υποχρεώσεις που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την τέλεση Θείας Λειτουργίας υπέρ του κεκοιμημένου και την παροχή ελεημοσυνών από τα υπάρχοντα του.
 
Σχετικά με το ερώτημα, «γιατί τελούνται μνημόσυνα;», επαρκούν, νομίζω, ως απάντηση οι παρακάτω λόγοι των αγίων Συμεών Θεσσαλονίκης και Νεκταρίου Πενταπόλεως:  «Γίνονται λοιπόν τά μνημόσυνα εἰς τούς προειρημένους καιρούς καθώς προείπομεν, διά τάς προγεγραμμένας αἰτίας• ἀπεκαλύφθη δέ καί εἰς πολλούς Ἁγίους, καί ἐφανερώθη ἡ ὠφέλεια, ἡ ὁποία προξενεῖται εἰς τούς κεκοιμημένους ἀπό αὐτά τά μνημόσυνα. Ὅθεν διά τοῦτο καί πρέπει νά ἐκτελέσωμεν ὅλοι μας αὐτάς τάς μνήμας, μέ ὅλην τήν δυνατήν σπουδήν καί ἐπιμέλειαν, καί μάλιστα τά τῆς φρικτοτάτης θυσίας (= Θ. Λειτουργία), καθότι αὐτή πρός τοῖς ἄλλοις, καί δι’ αὐτό τό τέλος ἀπό τόν Σωτῆρά μας ἐδόθη» ( Ἅπαντα Συμεών Θεσσαλονίκης, ἔκδοσις Ρηγοπούλου, «Περί τῶν προσφερομένων κολλύβων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων» Κεφ. ΙΕ΄, Θεσσαλονίκη, χ.χ. [ἀκριβής ἀνατύπωσις έκδοσης του 1882], σσ. 312-314). «Ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία, ἀπό τῆς ἱερᾶς ταύτης διδαχθείσης παραδόσεως, μακράν τοῦ νά νομίζῃ τά ἑαυτῆς τέκνα καθαρά ἀπό παντός ρύπου, εἰδυῖα τήν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν, οὐ γάρ ἐστιν ἄνθρωπος, ὅς ζήσεται καί οὐχ ἁμαρτήσει, εὔχεται, παρακαλεῖ, καθικετεύει τόν φιλάνθρωπον Θεόν ὑπέρ τῶν κοιμηθέντων τέκνων αὐτῆς, θεωρεῖ δέ τά μνημόσυνα ὡς ἀναπόφευκτον ὑποχρέωσιν τῶν ζώντων πρός τούς κεκοιμημένους• διό, οὐ μόνον δι’ ἕνα ἕκαστον ἐπιτελεῖ μνημόσυνα, ἀλλά καί δύο γενικά ἐνιαύσια μνημόσυνα περί τῶν ἐν τῇ ξένῃ γῇ ἀποθανόντων, καί περί τῶν νενομισμένων μή τυχόντων…» (Ἁγίου Νεκταρίου Κεφαλᾶ, Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Μελέτη περί τῆς Ἀθανασίας τῆς ψυχῆς καί περί ἱερῶν Μνημοσύνων, ἐκδόσεις Ἅγιος Νικόδημος, Ἀθῆναι 1972, σ. 101).     
 
Με τις προσευχές και τις δεήσεις υπέρ «μακαρίας μνήμης και αναπαύσεως των  ψυχών» υποβάλλουμε αίτηση χάριτος για τους κεκοιμημένους μας αδελφούς στον δίκαιο Κριτή, επειδή ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και η τελική κρίση ακόμη δεν έγινε. Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων λέγει: «Μεγίστην ὄνησιν πιστεύομεν ἔσεσθαι ταῖς ψυ-χαῖς, ὑπέρ ὧν ἡ δέησις ἀναφέρεται τῆς ἁγίας καί φρικωδεστάτης προκειμένης θυσίας» (=Πιστεύομεν, ὅτι ἡ πιό μεγάλη ὠφέλεια θά ὑπάρξει στίς ψυχές ἐκείνων, γιά χάρη τῶν ὁποίων προσφέρεται ὡς δέηση ἡ φρικτή καί ἀναίμακτη Θυσία τῆς Θείας Εὐχαριστίας) (πρβλ. PG 33, 1116Β και ΕΠΕ, τ. 1,σ. 188-191). Κατά την τελετή της σχετικής ιεροπραξίας, ο ιερέας εύχεται υπέρ των κεκοιμημένων (προσευχές), ενώ οι συγγενείς και φίλοι, τρώγοντας τα κόλλυβα με το σχετικό κέρασμα ή το γεύμα, που συνήθως προσφέρεται (ελεημοσύνες), εύχονται· «Ο Θεός να τον αναπαύσει». Ο Συνέσιος Πτολεμαΐδος, γνωστός ως Κυρήνης Συνέσιος (†413/414), στην τρίτη επιστολή του (PG 61,1325) αναφέρει νεκρόδειπνο, που παρατέθηκε την έβδομη ημέρα από τον θάνατο κάποιου χριστιανού. Η περίπτωση αυτή πιστοποιεί την ιουδαϊκή επίδραση επί του χριστιανικού μνημοσύνου. Στην ιουδαϊκή παράδοση το πένθος, που συνοδεύει την εκδημία κάποιου ανθρώπου, διαρκεί επτά μέρες και τελειώνει με νεκρόδειπνο. Περίδειπνο αναφέρει και ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος στην εικοστή όγδοη (28) ομιλία του εις την προς Κορινθίους επιστολή του αποστόλου Παύλου (PG, 61,235). 
 
Δέον να σημειώσω, ότι το μεγαλύτερο ίσως μέρος της νεκρώσιμης ακολουθίας αφορά τους ζώντες και όχι τους κεκοιμημένους. Οι ψαλμικοί στίχοι: «Ἐνύσταξεν ἡ ψυχή μου ἀπό ἀκηδίας…», «Κλίνον τήν καρδίαν μου εἰς τά μαρτύριά σου καί μή εἰς πλεονεξίαν», «συνέτισόν με και μαθήσομαι τάς ἐντολάς σου», και οι στίχοι των Ευλογηταρίων: «τό ἀπολωλός πρόβατον ἐγώ εἰμι• ἀνακάλεσαί με, Σωτήρ, καί σῶσόν με» και, «οἰκτείρησον τόν σόν πλάσμα, Δέσποτα, καί καθάρισον σῇ εὐσπλαγχνίᾳ», αφορούν τους ζώντες. Η άποψη, ότι οι στίχοι αυτοί αφορούν τους κεκοιμημένους, είναι λανθασμένη, καθ’ ότι υπονοούν ενέργειες παθών  και δυνατότητα μετάνοιας μετά θάνατο, κάτι που αντιβαίνει στο ψαλμικό, «ἐν τῷ ἅδῃ τίς ἐξομολογήσεταί σοι;» (Ψαλμ.6.5).
 
Όταν λέμε Μνημόσυνο, εννοούμε κυρίως τη μνημόνευση των κεκοιμημένων που γίνεται στη διάρκεια της Θ. Λειτουργίας, α) όταν ο ιερεύς στην πρόθεση (προσκομιδή) ρίπτει μέσα στο άγιο Δισκάριο τη «μερίδα» με το όνομα του κεκοιμημένου, β) όταν ο ιερεύς μνημονεύει ονομαστικά τους κεκοιμημένους στην ευχή μετά το «Ἐξαιρέτως τῆς παναγίας ἀχράντου…» και γ) κατά τη συστολή των Τιμίων Δώρων• τότε ο ιερεύς λέγει χθαμαλῇ τῇ φωνῇ (χαμηλοφώνως): «Ἀπόπλυνον, Κύριε, τά ἁμαρτήματα τῶν ἐνθάδε μνημονευθέντων δούλων σου τῷ αἵματί σου τῷ ἁγίῳ• πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου καί πάντων σου τῶν ἁγίων». Η επίκληση (= καθικέτευση) αυτή αφορά και τους ζώντας, υπέρ των οποίων εναποτέθηκαν μερίδες στο άγιο δισκάριο στην προσκομιδή. Η προτροπή του ιερέως ή του διακόνου, όταν μετέχει ενεργά στη Θεία Λειτουργία, «Καί ὧν ἕκαστος κατά διάνοιαν ἔχει, καί πάντων καί πασῶν», που γίνεται μετά την εκφώνηση, «Ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, τοῦ πατρός καί ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν …» αφορά και τους κεκοιμημένους. Στη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου οι κεκοιμημένοι μνημονεύονται και στην οπισθάμβωνο ευχή, όχι όμως ονομαστικά, με τη φράση «… καί τάς προαναπαυσαμένας ψυχάς ἐπ’ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου ἀνάπαυσον, ὅπου ἐπισκοπεῖ τό φῶς τοῦ προσώπου σου…». 
 
Μνημόνευση των κεκοιμημένων, γενικά όχι ονομαστικά, γίνεται και στον εσπερινό της Πεντηκοστής, της Γονυκλισίας, ή, όπως λέγεται στην Κύπρο, του Γονατιστού. Πρβλ. α) την ευχή, «Ἡ ἀενάως βρύουσα ζωτική καί φωτιστική πηγή… καί ἀνάπαυσον τάς ψυχάς τῶν δούλων σου τῶν προκεκοιμημένων ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ χλοερῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, ἔνθα ἀπέδρα πᾶσα ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός• καί κατάταξον τά πνεύματα αὐτῶν ἐν σκηναῖς δικαίων, καί εἰρήνης καί ἀνέσεως ἀξίωσον αὐτούς•…» καί, β) την ευχή, «Σόν γάρ ὡς ἀληθῶς… Δέξαι οὖν, Δέσποτα, δεήσεις καί ἱκεσίας ἡμετέρας καί ἀνάπαυσον πάντας, τούς πατέρας ἑκάστου καί μητέρας καί ἀδελφούς καί ἀδελφάς καί τέκνα καί εἴ τι ἄλλο ὁμογενές καί ὁμόφυλον, καί πάσας τάς προαναπαυσαμένας ψυχάς ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου• καί κατάταξον τά πνεύματα αὐτῶν καί τά ὀνόματα ἐν βίβλῳ ζωῆς, ἐν κόλποις Ἀβραάμ, Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, ἐν χώρᾳ ζώντων, εἰς βασιλείαν οὐρανῶν, ἐν παραδείσῳ τρυφῆς, διά τῶν φωτεινῶν ἀγγέλων σου εἰσάγων ἅπαντας εἰς τάς ἁγίας σου μονάς, συνεγείρων καί τά σώματα ἡμῶν ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ὥρισας, κατά τάς ἁγίας σου καί ἀψευδεῖς ἐπαγγελίας». Αλλά και κάθε προσευχή, που γίνεται στην Εκκλησία ή στον τάφο είναι ένδειξη αγάπης προς τον κοιμηθέντα και εκζήτηση του ελέους του Θεού γι΄ αυτόν. Κατά τον άγιο Θεόδωρο Στουδίτη, το μόνο κώλυμα για τη μνημόνευση των νεκρών είναι η αίρεση και όχι τα αμαρτήματα, όσο βαριά κι αν είναι.
 
Θα διερωτηθεί ίσως κανείς: Αφού «ἐν τῷ Ἅδῃ οὐκ ἐστι μετάνοια», τότε τι μπορούμε να προσφέρουμε στον νεκρό μας με τα Μνημόσυνα; Η απάντηση είναι, ότι η ευσπλαχνία του Θεού είναι πάντα μεγάλη και ότι κανείς μας δεν ξέρει τα κρυπτά του ανθρώπου. Κάποιον, που εμείς κρίνουμε αμαρτωλό, μπορεί να τον έχει δικαιώσει ο Θεός. Ποιός, λοιπόν, μας έδωσε το δικαίωμα να προκαταλαμβάνουμε την κρίση που ανήκει στο Θεό και να αποφασίζουμε εμείς ποιός σώζεται και ποιός όχι; Εμείς κάνουμε το καθήκον μας απέναντι στο νεκρό μας και ο Θεός έχει τον τελικό λόγο.
 
Τα μνημόσυνα τελούνται κανονικά την ημέρα του Σαββάτου που είναι ημέρα των κεκοιμημένων, εκτός του Αγίου καί Μεγάλου Σαββάτου, του Σαββάτου του Αγίου Λαζάρου και του Σαββάτου πρό της Κυριακής του Θωμά, ενώ τις καθημερινές τελούνται τρισάγια. Τις Κυριακές, κανονικά, δεν τελούνται μνημόσυνα επειδή η Κυριακή είναι ημέρα αναστάσεως. Όμως, γιά διαφόρους λόγους, η Εκκλησία ανέχεται και επιτρέπει την τέλεσή τους ακόμη και την Κυριακή, όχι όμως όλες τις Κυριακές. Εξαιρούνται οι Κυριακές, κατά τις οποίες εορτάζουμε γεγονότα, που έχουν άμεση σχέση με τον Δεσπότη Χριστό, δηλαδή κατά τις  «Δεσποτικές Εορτές».
 
Να υπενθυμίσω, ότι η Αγία μας Εκκλησία όρισε δύο Σάββατα, τα γνωστά Ψυχοσάββατα, πρό της Απόκρεω και προ της Πεντηκοστής, να είναι αφιερωμένα εξαιρετικά στις μνήμες των κεκοιμημένων μας και μάλιστα «των απανταχού της Οικουμένης».
 
Μέρος Β΄: Τελούνται μνημόσυνα την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως; 
 
Στο ερώτημα, «επιτρέπεται να τελούνται επιμνημόσυνες δεήσεις, κοινώς μνημόσυνα, την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως;», απαντούμε αρνητικά (1). Η εορτή αυτή ανήκει στις ονομαζόμενες Δεσποτικές Εορτές, όπως και οι εορτές της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού στις ιδ΄ Σεπτεμβρίου, του εν ουρανώ φανέντος σημείου του Τιμίου Σταυρού στις ζ΄ Μαΐου, της Προόδου (=προβολής, παρουσίασης) του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού την α΄ Αυγούστου και του Αγίου Μανδηλίου στις ις΄ Αυγούστου (2). Στην Εκκλησία Ιεροσολύμων οι εορτές της Σταυροπροσκυνήσεως και του εν ουρανώ φανέντος σημείου του τιμίου Σταυρού τιμούνται με «Μεγάλη Παρρησία», η οποία περιλαμβάνει «Μεγάλη Λιτανεία», που διεξάγεται εντός ολοκλήρου του κτιριακού συγκροτήματος του Πανιέρου Ναού της Αναστάσεως, όπως και η εορτή της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού στις ιδ΄ Σεπτεμβρίου και άλλες ένδεκα εορτές(2α). Δεσποτικό χαρακτήρα έχει και η Πρώτη Κυριακή των Νηστειών, Κυριακή της Ορθοδοξίας, καίτοι δεν αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος (3). 
 
Το περιεχόμενο των Δεσποτικών Εορτών είναι χαρμόσυνο, εορταστικό, και στο πνεύμα αυτό δεν συνάδει το πένθιμο περιεχόμενο της επιμνημόσυνης δέησης, όπως σοφά παρατηρεί ένας από τους μεγαλύτερους κανονολόγους της Εκκλησίας μας, ο Ματθαίος Βλάσταρις (κληρικός του 14ου αιώνα) : «οὐδ’ ἐν ἑορταῖς δεσποτικαῖς αποιχομένων (=απερχομένων, τουτέστι κεκοιμημένων) μνημόσυνα ποιεῖν  ὅσιον ἤ μνήμας μαρτύρων ἐπιτελεῖν εὐπρεπές, βασιλικῶν γάρ ἐπινικίων, οὔτε τούς πεσόντας ἐν μάχη νόμος πενθεῖν, οὔτε δεσποτικοῖς τροπαίοις δουλικάς ἀριστείας ἀναμιγνύναι. Τοῖς γάρ δουλικοῖς ἀναμεμίχθαι τά τοῦ δεσπότου, τῶν ἐννομωτάτων και δικαιοτάτων, ἀθλοθετοῦντος καί στεφανοῦντος νικήσαντας. Τά δουλικά δέ τοῖς δεσποτικοῖς ἐπεισάγειν, τολμηρόν καί ἀνόητον, εἰ μήπου τινῶν Ἁγίων, διά τό περιφανές τῆς ἀθλήσεως» (4).   
 
Κατά την ημέρα αυτήν  γεραίρουμε την εύρεση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού και των τιμίων ήλων, η οποία σύμφωνα με τις γραπτές πηγές (5) έγινε από τη μακαρία Ελένη την έκτη (ς΄) Μαρτίου, στο συναξάριο της ημέρας (ς΄ Μαρτίου) αναφέρεται:  «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῆς εὑρέσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ὑπό τῆς μακαρίας Ἑλένης.» Στίχοι: «Δίδωσιν ἡμῖν Ἑλένη ταύτην χάριν, βλέπειν τό σῶσαν ἐκ φθορᾶς ἡμᾶς ξύλον» και, «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῆς εὑρέσεως τῶν τιμίων ἥλων». Στίχοι: «Φανέντες ἧλοι Βασιλεῖ, τοῦ μέν κράνους, Ἄγαλμα κεῖνται, τοῦ χαλινοῦ δέ κράτος» (6).
 
Επειδή όμως η ς΄ Μαρτίου εμπίπτει πάντοτε στη διάρκεια της μεγάλης τεσσαρακοστής νηστείας, κατά την οποία δεν επιτρέπεται «ἄρτον προσφέρειν, εἰμή ἐν Σαββάτῳ και Κυριακῇ» (7), οι αναδιαρθρώσαντες τις ακολουθίες του Τριωδίου Στουδίται πατέρες μετέθεσαν τη μνήμη της ευρέσεως του τιμίου Σταυρού και των τιμίων ήλων στη μέση Κυριακή της τεσσαρακοστής (γ΄ Κυριακή των νηστειών), όπως ακριβώς μετέθεσαν και τις ακολουθίες των οσίων Ιωάννου της Κλίμακος (λ΄Μαρτίου) και Μαρίας της Αιγυπτίας (α΄Απριλίου) εις την δ΄ και την ε΄ Κυριακή των νηστειών αντιστοίχως, καθιερώσαντες και την εις προσκύνησιν πρόθεσιν του Σταυρού (8). Από το ίδιο πνεύμα εμφορούμενοι οι άγιοι πατέρες, μετέθεσαν και την εορτή (μνήμη της κοιμήσεως) του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου από τις ιδ΄ Σεπτεμβρίου στις ιγ΄ Νοεμβρίου. Ως γνωστό, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εκοιμήθη στις ιδ΄ Σεπτεμβρίου, ημέρα της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού (9). Το ίδιο πνεύμα οδήγησε την Εκκλησία μας, μετά την υιοθέτηση του νέου ημερολογίου, να μεταθέσει τις εορτές  του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου (κγ΄ Απριλίου)  και των νεοφανών Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης (θ΄ Απριλίου) στη Δευτέρα και Τρίτη της Διακαινησίμου Εβδομάδος, αντιστοίχως.  
 
Να παρατηρήσω, ότι οι εορτές της Εκκλησίας ορίστηκαν από τους θείους Πατέρες με βάση το εν χρήσει τότε Ιουλιανό Ημερολόγιο, γνωστό ως Παλαιό Ημερολόγιο, και όχι με βάση το σήμερα εν χρήσει Γρηγοριανό Ημερολόγιο, το γνωστό ως νέον ημερολόγιο. Με βάση το Ιουλιανό Ημερολόγιο έγινε και η αναδιάρθρωση των ακολουθιῶν από τους πατέρες της Μονής Στουδίου. Με βάση λοιπόν το ιουλιανό ημερολόγιο ακόμα και εφέτος, όπου το Πάσχα εορτάζεται κατά πολλούς αργά, στις ε΄ Μαΐου (νέο ημερολόγιο), η 6η Μαρτίου, μέ βάση το Ιουλιανό Ημερολόγιο, συμπίπτει με την Καθαρά Τρίτη. 
 
Mε την ονομασία Δεσποτικές εορτές χαρακτηρίζουμε όλες τις χριστιανικές εορτές, που συνδέονται με τα λυτρωτικά γεγονότα της ζωής του Ιησού Χριστού και μας θυμίζουν «τους ποταμούς των χαρίτων και ευεργεσιών, τους οποίους εξέχεεν εις τον κόσμον ο Μονογενής Υιός του Θεού δια της ενσάρκου Του οικονομίας» (Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης), σε αντιδιαστολή προς τις Θεομητορικές εορτές, που είναι αφιερωμένες στην Παναγία.
 
Το γνωστό σε όλους μας «Δωδεκάορτο», που περιλαμβάνει δώδεκα εορτές αφιερωμένες στον Δεσπότη Χριστό και τη Θεοτόκο, δεν περιέκλειε πάντοτε μόνο δώδεκα εορτές. Ήδη τον ιβ΄ αιώνα αριθμούνται 18 εις το τυπικόν της μονής Παντοκράτορος Αγίου Όρους (10). Στις Δεσποτικές εορτές ανήκουν και οι Ακολουθίες, εορτές στην ουσία, των Αγίων Παθών του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού κατά την Αγία και Μεγά-λη Εβδομάδα (αυτός είναι ο λόγος, που δεν τελούνται μνημόσυνα από το Σάββατο του αγίου Λαζάρου -περιλαμβανομένου του Σαββάτου αυτού – μέχρι και την Κυριακή του Θωμά). Το Δωδεκάορτο ιστορεί στα κύρια (σε γενικές γραμμές) το σωτήριο έργο της Θείας Οικονομίας, όπως πολύ ορθά παρατηρεί η Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Επίτιμος Διευθύντρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών, η οποία μνημονεύει και διευρυμένο Δωδεκάορτο στην Κύπρο του 14ου -15ου αιώνα(11). 
 
Οι Δεσποτικές εορτές διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, τις ακίνητες και τις κινητές, λαμβάνοντας τον χαρακτηρισμό αυτό από την σταθερή κατ’ έτος, ή όχι, ημερομηνία εορτασμού τους.
 
Έτσι στις ακίνητες περιλαμβάνονται τα Χριστούγεννα, η Περιτομή του Ιησού,τα Θεοφάνεια,η Υπαπαντή, η Μεταμόρφωση και οι εορτές του Τιμίου Σταυρού (ιδ΄ Σεπτεμβρίου, ζ΄ Μαΐου, α΄ Αυγούστου) και του Αγίου Μανδηλίου (ις΄Αυγούστου). Οι κινητές Δεσποτικές εορτές έχουν ως επίκεντρο την εορτή της Αναστάσεως, η οποία εορτάζεται κατ’ έτος, σύμφωνα με τον καθορισμό της Α΄ Οικουμενκής  Συνόδου της Νίκαιας, την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της εαρινής ισημερίας. 
 
Ότι η εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως ανήκει στις Δεσποτικές εορτές, καταφαίνεται και από το γενονός, ότι έχει, αντί του γνωστού Τρισαγίου Ύμνου, «Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός, ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς», τον ίδιο Τρισάγιο Ύμνο με τις εορτές της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, της ζ΄ Μαΐου, της Προόδου (=προβολής) του Τιμίου Σταυρού την α΄ Αυγούστου, του Αγίου Μανδηλίου ις΄ Αυγούστου και της πρώτης Κυριακής των Νηστειών: «Τόν Σταυρόν σου προσκυνούμεν, Δέσποτα, καί τήν ἁγίαν σου ἀνάστασιν δοξάζομεν» (12). Οι υπόλοιπες Δεσποτικές Εορτές έχουν διαφορετικό μεν, αλλά κοινό στη Θεία Λειτουργία ύμνο, αντί του Τρισαγίου Ύμνου: « Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (Γαλάτ. γ΄27), μετά του επισφραγιστικοῦ, «Ἀλληλούϊα» (13).
 
Ένα άλλο στοιχείο, που καταδεικνύει ότι η εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως ανήκει στις Δεσποτικές Εορτές, είναι ότι έχει το ίδιο Απολυτίκιο με τις εορτές της Υψώσεως και της Προόδου του Τιμίου Σταυρού: «Σῶσον, Κύριε, τόν λαόν σου, καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς βασιλεῦσι, κατά βαρβάρων δωρούμενος, καί τό σόν φυλάττων, διά τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα» (14). Η εορτή του εν ουρανώ φανέντος σημείου του Σταυρού έχει Απολυτίκιο διαφορετικό μεν λεκτικά, όμοιο όμως ως προς το περιεχόμενο: «Τοῦ Σταυροῦ σου ὁ τύπος νῦν ὑπέρ ἥλιον ἔλαμψεν, ὅν περ ἐξ ὅρους ἁγίου, τόπῳ Κρανίου ἐφήπλωσας, καί τήν ἐν αὐτῷ σου, Σῶτερ, ἰσχύν ἐτράνωσας, διά τούτου κρατύνας καί τούς πιστούς βασιλεῖς ἡμῶν, οὕς καί περίσωζε διαπαντός ἐν εἰρήνῃ, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Χριστέ ὁ Θεός, καί σῶσον ἡμᾶς».  
 
Ένας εκκλησιαστικός συγγραφέας γράφει: «Αφού ο Δημιουργός συνέδεσε τη ζωή μας με λύπες και φροντίδες, μας έδωσε και κάποιες ευκαιρίες αναψυχής και παρηγοριάς, ορίζοντας τις θείες εορτές. Τα θέματα των εορτών αυτών μας υπενθυμίζουν τις θείες δωρεές, αλλά και προμηνύουν την κατάργησι κάθε λύπης». Οι εορτές λοιπόν είναι ευκαιρίες πανηγυρισμού και ευφροσύνης πνευματικής και υλικής, και ταυτόχρονα τιμής των γεγονότων που γιορτάζουμε, που ξαναζούμε, που κάνουμε σύγχρονα (= επίκαιρα, παροντικά) (Πρβλ. www.monipetraki.gr). 
 
Οι Δεσποτικές εορτές αποτελούν τον κεντρικό άξονα της λατρευτικής ζωής μας. Η Εκκλησία, τελώντας τις εορτές αυτές, ξαναζεί τα λυτρωτικά γεγονότα σαν ένα αιώνιο παρόν. Και οι πιστοί, καθώς τα ξαναζούν και τα εορτάζουν, προσελκύουν τη θεία Χάρη και αγιάζονται. Οι ψυχές τους γεμίζουν ευγνωμοσύνη, κατάνυξη και ελπίδα των ουρανίων. Και όταν φεύγουν από τον τόπο της λατρείας, μεταφέρουν μέσα τους αυτές τις εμπειρίες, που διαποτίζουν ολόκληρη τη ζωή τους. Οι Δεσποτικές εορτές είναι δώρα του Θεού, που, αν τα γιορτάζουμε χριστιανοπρεπώς, «μή ἐν ζύμῃ παλαιᾷ, μηδέ ἐν ζύμῃ κακίας καί πονηρίας, ἀλλ’ ἐν ἀζύμοις εἰλικρινείας καί ἀληθείας» (Α΄ Κορ.ε, 8), θα ωφεληθούμε ψυχικά.
 
Η βαρύνουσα θεολογική σημασία και το ιδιαίτερο πνευματικό νόημα, που έχουν οι Δεσποτικές Εορτές  στη ζωή της Εκκλησίας, καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι και κατά την Απόδοση Δεσποτικῆς εορτής δεν τιμούμε αγίους, ακόμα και μάρτυρες. Ο άγιος ιερομάρτυρας Αυτόνομος – επίσκοπος –  μαρτύρησε επί Διοκλητιανού στις δώδεκα (ιβ΄) Σεπτεμβρίου και  η Εκκλησία προψάλλει τη μνήμη του στις ένδεκα (ια΄) Σεπτεμβρίου, επειδή στις δώδεκα Σεπτεμβρίου είναι η Απόδοση των Γενεθλίων της Θεοτόκου. (Πρβλ. Μηναίο Σεπτεμβρίου, εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος). 
 
Το θέμα του Σταυρού, που κυριαρχεί στην υμνολογία της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως, καθώς και στον όρθρο της Παρασκευής προ της Σταυροπροσκυνήσεως – προεόρτια –  και στις προηγιασμένες Θείες Λειτουργίες της τετάρτης και παρασκευής της δ΄ Εβδομάδος των Νηστειών, παρουσιάζεται, όπως και στις εορτές του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού ιδ΄ Σεπτεμβρίου, ζ΄ Μαΐου και α΄ Αυγούστου, όχι μέσα στα πλαίσια του πόνου, αλλά της νίκης και της χαράς (15).  Προς επίρρωση των λεγομένων, παραθέτω ενδεικτικά ένα τροπάριο από την κάθε εορτή:
 
-Παρασκευή προ της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως – προεόρτια-, κάθισμα μετά τη β΄ στιχολογία:
 
« Τῷ τῆς βρώσεως ξύλῳ, πάλαι θανέντες βροτοί, τῷ σταυρῷ σου Οἰκτίρμον, ἀνεζωώθημεν• οὗ τῇ δυνάμει, Ἀγαθέ, ἡμᾶς ἐνίσχυσον, τῆς ἐγκρατείας τόν καιρόν, ἐν κατα-νύξει διελθεῖν, ποιοῦντας τό θέλημά σου, καί κατιδεῖν τήν ἡμέραν, τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως.»
 
-Γ΄ Κυριακή Νηστειών,  β΄ προσόμοιο εσπερίων:
 
«Χαίροις, ὁ ζωηφόρος Σταυρός, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ὡραῖος παράδεισος, τό ξύλον τῆς ἀφθαρσίας, τό ἐξανθῆσαν ἡμῖν, αἰωνίου δόξης τήν ἀπόλαυσιν• δι’ οὗ τῶν δαιμόνων, ἀποδιώκονται φάλαγγες, καί τῶν Ἀγγέλων συνευφραίνονται τάγματα, καί συστήματα, τῶν πιστῶν ἑορτάζουσιν• ὅπλον ἀκαταγώνιστον, κραταίωμα ἄῤῥηκτον, τῶν βασι- λέων τό νῖκος, τῶν Ἱερέων τό καύχημα• Χριστοῦ νῦν τά πάθη, καί ἡμῖν δίδου προφθάσαι, καί τήν Ἀνάστασιν.»
 
-Τετάρτη της δ΄ Εβδομάδος των Νηστειών, εσπερινός, γ΄ στιχηρό προσόμοιο:
 
« Σήμερον τόν Σταυρόν τοῦ Κυρίου προσκυνοῦντες, βοήσωμεν• 
Χαῖρε ζωῆς ξύλον, Ἅδου καθαιρέτα• 
χαῖρε χαρά Κόσμου, φθορᾶς ἀναιρέτα• 
χαῖρε ὁ τούς δαίμονας σκορπίζων τῆ δυνάμει σου• 
τῶν πιστῶν τό στήριγμα, τό ὅπλον τό ἄῤῥηκτον, τούς ἀσπαζομένους σε, φρούρησον, ἁγίασον δεόμεθα.»
 
-Παρασκευή της δ΄ Εβδομάδος των Νηστειών, όρθρος, β΄ τροπάριο α΄ Ωδής:
 
« Ὁ ζωοδώρητος Σταυρός προκείμενος, καί καθορώμενος, φωτοειδῆ αἴγλην, ἀποπέμπει χάριτος, προσέλθωμεν καί λάβωμεν, φωτισμόν εὐφροσύνης, καί σωτηρίαν καί ἄφεσιν, αἴνεσιν Κυρίῳ προσάγοντες»
 
-ιδ΄ Σεπτεμβρίου, εσπερινός, α΄ τροπάριο αποστίχων:
 
«Χαίροις, ὁ ζωηφόρος Σταυρός, τῆς εὐσεβείας τό ἀήττητον τρόπαιον, ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου, ὁ τῶν πιστῶν στηριγμός, τό τῆς Ἐκκλησίας περιτείχισμα• δι’ οὗ ἐξηφάνισται ἡ φθορά καί κατήργηται, καί κατεπόθη τοῦ θανάτου ἡ δύναμις, καί ὑψώθημεν, ἀπό γῆς πρός οὐράνια. Ὅπλον ἀκαταμάχητον, δαιμόνων ἀντίπαλε, δόξα Μαρτύρων, Ὁσίων, ὡς ἀληθῶς ἐγκαλλώπισμα, λιμήν σωτηρίας, ὁ δωρούμενος τῷ κόσμῳ τό μέγα ἔλεος.» 
 
-ζ΄ Μαΐου, ο Οἶκος (16) 
 
« Ἄνοιξόν μου τό στόμα, βασιλεῦ τῶν αἰώνων• καταύγασόν μου τόν νοῦν καί τάς φρένας, καί ἁγίασόν μου τήν ψυχήν, ἵνα ὑμνήσω, Λόγε, τό σεπτόν Ξύλον σου• κατάπεμψον τό Πνεῦμά σου καί δίδαξόν με, ἵνα πόθῳ κραυγάζω.
 
  Χαῖρε, Σταυρέ, οἰκουμένης δόξα • χαῖρε, Σταυρέ, Ἐκκλησίας κράτος.
 
  Χαῖρε, ἱερέων προπύργιον ἄσειστον• χαῖρε, βασιλέων διάδημα τίμιον.
 
  Χαῖρε, σκῆπτρον τοῦ παντάνακτος Δημιουργοῦ τοῦ παντός• χαῖρε, ὅτι κατεδέξατο προσπαγῆναί σοι Χριστός.
 
  Χαῖρε, τῶν θλιβομένων παραμύθιον μέγα• χαῖρε, τῶν ἐν πολέμοις τό ἀήττητον ὅπλον.
 
  Χαῖρε, Σταυρέ, Ἀγγέλων εὐπρέπεια• χαῖρε, Σταυρέ, πιστῶν ἡ ἀντίληψις.
 
  Χαῖρε, δι’ οὗ κατεπόθη ὀ ἅδης• χαῖρε, δι’ οὗ ἐξανέστημεν πάντες.
 
  Χαῖρε Ξύλον μακάριον».
 
Παρατήρηση: Ο άρτι μνημονευθείς Οίκος, όπως και το γ΄ στιχηρό προσόμοιο του εσπερινού της τε- τάρτης της δ΄ Εβδομάδος των Νηστειών, που ανέφερα παραπάνω, και το α΄τροπάριο των Αίνων της α΄ Αυγούστου, που αναφέρεται στη συνέχεια, ανακαλούν στη μνήμη τους κοσμοχαρμόσυνους κδ΄ Οίκους – Χαιρετισμούς – εις την νοητήν κλίμακα του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Πρβλ. Ωρολόγιον το Μέγα, έκδοσις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Οι Χαιρετισμοί πρός τιμή του Τιμίου Σταυρού εμφανίστηκαν μετά την εικονομαχία, πρβλ. την εισήγηση του Πρωτοπρεσβυτέρου  Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδη, Οἱ Ἑορτὲς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στο  Η΄  Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, μὲ θέμα: «Το Χριστιανικόν Εορτολόγιον», 18-20 Σεπτεμβρίου 2006, Βόλος. 
 
-α΄ Αυγούστου, όρθρος, α΄ τροπάριο Αίνων:
 
«Ἐν φωναῖς ἀλαλάξωμεν, ἐν ᾠδαῖς μελῳδήσωμεν, τόν Σταυρόν τόν τίμιον ἀσπαζόμενοι, καί πρός αὐτόν ἐκβοήσωμεν•  Σταυρέ παμμακάριστε, καθαγίασον ἡμῶν, τάς ψυχάς καί τά σώματα, τῇ δυνάμει σου• καί παντοίας ἐκ βλάβης ἐναντίων, διατήρησον ἀτρώτους, τούς εὐσεβῶς προσκυνοῦντάς σε.»
 
Να υπενθυμίσω, ότι η εορτή της Προόδου του Τιμίου Σταυρού έχει το ίδιο κοντάκιο με την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στις ιδ΄ Σεπτεμβρίου: « Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ ἑκουσίως, τῇ ἐπωνύμῳ σου καινῇ πολιτείᾳ τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι, Χριστέ ὁ Θεός• εὔφρανον ἐν τῇ δυνάμει σου τούς πιστούς βασιλεῖς ἡμῶν, νίκας χορηγῶν αὐτοῖς κατά τῶν πολεμίων• τήν συμμαχίαν ἔχοιεν τήν σήν, ὅπλον εἰρήνης, ἀήττητον τρόπαιον». Το κοντάκιο ιστορεί ἐν κοντῷ (= ἐν συντομίᾳ δηλαδή, θα έλεγε κάποιος επιγραμματικά), το γεγονός της εορτής, ἐξ οὗ και κοντάκιον. Η άποψη, ότι το τροπάριο αυτό ονομάζεται κοντάκιο επειδή ανεγράφετο επί σανίδος και ανυψούτο προς ανάγνωση, δίκην πανώ,  είναι κατ’ εμέ αφελής.
 
-ις΄ Αυγούστου, γ΄ τροπάριο εσπερίων
 
 « Πάλιν Δεσποτικῆς πάρεστι, πανηγύρεως θεία ἡμέρα• ὁ γάρ ἐν ὑψίστοις καθήμενος, νῦν ἡμᾶς σαφῶς ἐπεσκέψατο, διά τῆς σεπτῆς αὑτοῦ Εἰκόνος• ὁ ἄνω, τοῖς Χερουβίμ ὤν ἀθεώρητος, ὁρᾶται, διά γραφῆς οἷς περ ὡμοίωται, Πατρός ἀχράντῳ δακτύλῳ, μορφωθείς ἀῤῥήτως, καθ’ ὁμοίωσιν τήν αὐτοῦ• ἥν πίστει καί πόθω, προσκυνοῦντες ἁγιαζόμεθα».  
 
Σημείωση: Το τροπάριο αυτό ομιλεί αφ’ εαυτού και καλεί όλους μας να αναλογισθούμε,  αν η ις΄ Αυγούστου ανήκει στις Δεσποτικές εορτές ἤ όχι. Στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας (σημερινή Ούρ-φα στη Νοτιοανατολική Τουρκία), από όπου μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη η εικόνα του Αγίου Μανδηλίου, η εορτή αυτή μετά το 843 συνεορτάζετο μαζί με την εορτή του θριάμβου της Ορθοδοξίας, Πρώτη Κυριακή των Νηστειών (17). Πρβλ. ωσαύτως παραπομπή 2. Αυτός είναι και ο λόγος, που οι δύο εορτές έχουν ως κοινό απολυτίκιο το εξής:  
 
«Τήν ἄχραντον εἰκόνα σου, προσκυνοῦμεν ἀγαθέ, αἰτούμενοι συγχώρησιν, τῶν πταισμάτων ἡμῶν, Χριστέ ὁ Θεός• βουλήσει γάρ ηὐδόκησας, σαρκί ἀνελθεῖν ἐν τῷ σταυ-ρῷ, ἵνα ῥύσῃ οὕς ἔπλασας, ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ• ὅθεν εὐχαρίστως βοῶμεν σοι• χαρᾶς ἐπλήρωσας τά πάντα ὁ Σωτήρ ἡμῶν, παραγενόμενος, εἰς τό σῶσαι τόν κόσμον.»          
                                                                                       
Να υπενθυμίσω, ότι την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, ο Τίμιος Σταυρός στο τέλος της Μεγάλης Δοξολογίας μεταφέρεται με λιτανεία στο κέντρο του ναού και παραμένει εκεί όλη την υπόλοιπη εβδομάδα και στο τέλος κάθε ακολουθίας γίνεται προσκύνησή Του (18). Λιτάνευση και εναπόθεση του Τιμίου Σταυρού στό κέντρο του ναού γίνεται και κατά τις άλλες τρείς εορτές του Τιμίου Σταυρού (19).
 
Βρισκόμαστε στη μέση της Μεγάλης Σαρακοστής, οπότε, αν η φυσική και πνευματική προσπάθεια είναι συστηματική και συνεχής, αρχίζει να γίνεται αισθητή και φανερή και η κόπωση. Έχουμε ανάγκη από βοήθεια, ενθάρρυνση, στήριξη και ενίσχυση. Ὁ Σταυρός του Κυρίου παρέχει ακριβώς θάρρος και ενίσχυση σε κάθε αγωνιζόμενη ύπαρξη, ώστε αυτή να επιτύχει να φθάσει νικηφόρα στο τέρμα.Την ημέρα αυτή καλούμεθα οι πιστοί να ατενίσουμε ευλαβικά τόν Σταυρό του Κυρίου, για να λάβουμε θάρρος, να δυναμώσει η πίστη μας και να ενθυμηθούμε πόσο ταπεινώθηκε ο Κύριος για τη δική μας σωτηρία. 
 
Επειδή ο Σταυρός λέγεται Ξύλο Ζωής και είναι εκείνο το ξύλο, που φυτεύθηκε στον Παράδεισο, γι’ αυτό και οι θείοι Πατέρες τοποθέτησαν την προσκύνηση του τιμίου Σταυρού στο μέσο της Σαρακοστής, «για να μας θυμίζει του Αδάμ την ευδαιμονία και την πτώση του από αυτή, και να μας θυμίζει ακόμα ότι με τη συμμετοχή μας στο παρόν Ξύλο δεν πεθαίνουμε πια, αλλά ζωογονούμαστε». 
 
Η Σαρακοστή είναι η σταύρωση του εαυτού μας, είναι η εμπειρία, περιορισμένη βέβαια, που αποκομίζουμε από την εντολή του Χριστού που ακούγεται στο ευαγγελικό ανάγνωσμα αυτής της Κυριακής: «όποιος θέλει να με ακολουθεί, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του, και (έτσι) ας με ακολουθεί» (Μαρκ.8,34).
 
Αλλά δεν μπορούμε να σηκώσουμε τον σταυρό μας και να ακολουθήσουμε τον Χριστό, αν δεν ατενίζουμε τον Σταυρό που Εκείνος σήκωσε για να μας σώσει. Ο δικός Του Σταυρός είναι εκείνος που δίνει νόημα αλλά και δύναμη στους άλλους. Αυτό μας εξηγεί το συναξάριο της Κυριακής: «Τῇ αὐτοῦ δυνάμει, Χριστέ ὁ Θεός, καί ἡμᾶς τῶν τοῦ πονηροῦ διαφύλαξον ἐπηρειῶν, καί τά Θεῖά σου Πάθη, καί τήν ζωηφόρον Ἀνάστασιν προσκυνῆσαι ἀξίωσον, τό τεσσαρακονθήμερον εὐμαρῶς διανύσαντας στάδιον  καί ἐλέησον ἡμᾶς, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος».
 
Στη διάρκεια της νηστείας των σαράντα ημερών και εμείς, κατά κάποιο τρόπο, σταυρωνόμαστε, νεκρωνόμαστε από τα πάθη, έχουμε την πίκρα της ακηδίας και της πτώσης, γι’ αυτό υψώνεται ο τίμιος και ζωοποιός Σταυρός, για αναψυχή και υποστήριξή μας. Μας θυμίζει τα πάθη του Κυρίου και μας παρηγορεί. Είμαστε σαν τους οδοιπόρους σε δύσκολο και μακρινό δρόμο που, κατάκοποι, κάθονται για λίγο να αναπαυθούν. Με τον ζωοποιό Σταυρό γλυκαίνεται η πίκρα που νοιώθουμε από τη νηστεία,  ενισχύεται η πορεία μας στην έρημο, έως ότου φθάσουμε στην πνευματική Ιερουσα-λήμ με την ανάστασή Του (Πρβλ. www.monipetraki.gr).
 
Παραπομπές
 
1. Τρισάγια επί των τάφων επιτρέπεται να τελούνται καθημερινά, ακόμα και την Κυριακή της Λαμπροφόρου Αναστάσεως. Τα μνημόσυνα κατά την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής ενδείκνυται να τελούνται τα Σάββατα και μάλιστα στόν όρθρο, όπως στην Ελλάδα (Πρβλ. Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2013 σ. 138-, 153-,159-,167-,). Ονόματα κεκοιμημένων, όμως, επιτρέπεται να μνημονεύονται μυστικά σε κάθε Θεία Λειτουργία στην ευχή, που λέγεται μετά το « Ἐξαιρέτως της Παναγίας, ἀχράντου,…». Γιά τη θεολογική σημασία της μνημονεύσεως των κεκοιμημένων στο σημείο αυτό πρβλ. Αρχιμ. Γερβασίου Χ. Παρασκευόπουλου, Ερμηνευτική Επιστασία επί της Θείας Λειτουργίας, έκδοσις Β΄, Πάτραι 2005, σ. 416-. Η φράση-δέηση «… τάς προαναπαυσαμένας ψυχάς ἐπ’ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου ἀνάπαυσον, ὅπου ἐπισκοπεῖ τό φῶς τοῦ προσώπου σου», που περιλαμβάνεται στην οπισθάμβωνο ευχή της Θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου και λέγεται εις επήκοον πάντων, φανερώνει εμφαντικά την πίστη της Εκκλησίας στην διαχρονικότητά της, δηλαδή στην ενότητα των δύο μερών της (τμημάτων της), του στρατευομένου και του θριαμβεύοντος. 
 
2. Η εικόνα του Σωτήρος είναι μία μαρτυρία της αληθινής σαρκώσεως του Θεού. Πρβλ. Εἰκών, εν Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τόμ. 5, στήλες 408-417. «Η ιερουργία αυτής της ημέρας (ις΄ Αυγούστου) δεν περιορίζεται στην απλή ανάμνηση της μεταφοράς της εικόνας από ένα μέρος σε άλλο. Το βασικό σημείο αυτής της ακολουθίας είναι η δογματική θεμελίωση του σεβασμού των εικόνων» Πρβλ. http: ||www. Agiazoni.gr|article. Php? Id=63446066057835044723).
 
Η εικόνα του Αγίου Μανδηλίου εικονίζει ένα μανδήλιο, πάνω στο οποίο έχει ζωγραφιστεί το Πρόσωπο του Κυρίου. Το περιβάλλει ένσταυρος φωτοστέφανος, στις τρεις κεραίες του οποίου έχει χαραχτεί το όνομα του Θεού: Ο ΩΝ. Όταν ο Μωϋσής ζήτησε από τον Θεό να του φανερώσει το όνομά Του, τότε που Εκείνος του παρουσιάστηκε στη φλεγομένη και μη κατακαιομένη βάτο, «εἶπεν ὁ Θεός πρός Μωυσῆν λέγων, ἐγώ εἰμί ὁ ὤν» (Εξ. 3,14). Ο Θεός είναι αυτός που υπάρχει πραγματικά και αιώνια, σε αντίθεση με τους ψεύτικους θεούς. 
 
Ταυτόχρονα όμως με το όνομα της θείας φύσεως του Κυρίου (ὁ ὤν) σημειώνεται στο πάνω μέρος του Αγίου Μανδηλίου το όνομά Του (ο Χριστός), που θυμίζει στους πιστούς ότι το εικονιζόμενο πρόσωπο είναι ο Ιησούς Χριστός. Αυτόν πρέπει να πιστεύουμε ως «ὁμοούσιον τῷ Πατρί» και ως «τόν δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καί σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐνανθρωπήσαντα» (Σύμβολο της Πίστεως). 
 
Η όψη του Κυρίου δεν προδίδει τίποτε το γήινο και σαρκικό. Τα μεγάλα και στοχαστικά μάτια, τα τοξωτά φρύδια, η μακριά μύτη, το μικρό στόμα συνθέτουν μια μορφή που εμπνέει, εκφράζει την παναγιότητα του Κυρίου και «τά νοητά φωταυγεῖ» (β΄τροπάριο, δ΄ωδής Κανόνος εορτής Αγίου Μανδηλίου, ις´ Αυγούστου). Ένα άλλο τροπάριο λέγει: αν και ο Σωτήρας μας δεν είχε θεϊκό είδος ούτε κάλλος στον καιρό του πάθους, στην πραγματικότητα καταφώτιζε όλους. Αυτό δηλώνει η θέα της μορφής Του, της οποίας το ομοίωμα «ράκει ἐκτυπωθέν, ὥσπερ θησαυρός ἡμῖν δεδώρηται» (ωδή ς΄). Πρβλ. ωσαύτως: Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ  ΕΙΚΟΝΑ  ΩΣ  ΤΟΠΟΣ  ΚΑΙ  ΤΡΟΠΟΣ  ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ  ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΩΝ, Εὐσταθίου Κ. Γιαννῆ, Θεολόγου-Ἁγιογράφου.
 
2α.  Πρβλ.  Αγιοταφιτικόν ημερολόγιον, 2013, σ. 39.    Οι εορτές της Προόδου του τιμίου Σταυρού και του       Αγίου Μανδηλίου, α΄και ις΄Αυγούστου αντίστοιχα, δεν τιμούνται με Μεγάλη Λιτανεία, όχι γιατί θεωρούνται υποδεέστερες από την Εκκλησία Ιεροσολύμων, αλλά διότι το Status Quo (=το Καθεστώς),δηλαδή η διεθνής συμφωνία, που διέπει τα Πανάγια Προσκυνήματα, δεν παρέχει τη δυνατότητα. Η εν λόγω διεθνής συμφωνία, η οποία επιτεύχθηκε μετά από σκληρούς αγώνες και θυσίες αίματος των Αγιοταφιτών Πατέρων (άρχισαν την εποχή των σταυροφόρων) και κατωχυρώθηκε τελικά με το άρθρο 63 της συνθήκης του Βερολίνου στις 22 Ιουλίου του 1878, ορίζει επακριβώς πότε και πόσες Μεγάλες Λι-τανείες επιτρέπεται να τελεί κάθε θρησκευτική Κοινότητα εντός του κτιριακού συγκροτήματος του Πανιέρου Ναού της Αναστάσεως (Πρβλ. Χρυσοστόμου Λ. Παπαδόπουλου, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, Επανέκδοσις 2010, σ. 592- και σ. 641). Προς αποφυγή μάλιστα διενέξεων καταχωρούνται κατ’ έτος στο Αγιοταφιτικόν Ημερολόγιο και οι Λιτανείες των Λατίνων και των Αρμενίων. Αιτία της διαμάχης είναι το γεγονός, ότι την ημέρα που τελείται Μεγάλη Λιτανεία από μία θρησκετική Κοινότητα, οι άλλες θρησκευτικές Κοινότητες τελούν τις ακολουθίες τους εν σπουδή και σε άβολες ώρες. Οι Ορθόδοξοι τελούν 13 Μεγάλες Λιτανείες και 3 επίσημες Δοξολογίες ετησίως, οι Λατίνοι 7 και οι Αρμένιοι 9 Λιτανείες. Επίσημες Δοξολογίες δεν επιτρέπεται να τελούν οι Λατίνοι και οι Αρμένιοι.  
 
3.  Πρβλ. Τάξις Λατρείας αγίου Γρηγορίου Παλαμά, εν Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τόμ. 4, στήλες 794-796.
 
4.  Πρβλ.: Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα Κανόνων, τομ. ΣΤ΄, σ. 465 και, Αρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Η θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής κατά τη διδασκαλία των Κολλυβάδων, εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 541-.
 
5.  Πρβλ. Αι Εορταί του Τιμίου Σταυρού, εν Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τομ.11, στήλες 434-439, ένθα αναφέρονται λεπτομερώς οι σχετικές πηγές.       
 
6.  Πρβλ. Συναξάριο ς΄ Μαρτίου, Μηναίο, εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
 
7. Κανών μθ΄ Λαοδικείας. Πρβλ. και Κανόνα νβ΄ της εν Τρούλλω, Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα Κανό-νων, τομ. Γ΄, σ. 216 και τόμ. Β΄ , σ. 427.
 
8. Πρβλ.: Αι Εορταί του Τιμίου Σταυρού, εν: Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τομ. 11, στήλες 434-439.
 
9. Πρβλ. Συναξάριο ιδ΄ Σεπτεμβρίου, Μηναίο, εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εκεί αναφέρεται και η αίτία της μεταθέσεως της μνήμης του Αγίου: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ κοίμησις τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Ἐν ταύτῃ γάρ ἀνεπαύσατο, ἀλλά διά τήν Ἑορτήν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μετετέθη ἡ τούτου Ἑορτή εἰς τόν Νοέμβριον μῆνα». 
 
10. Πρβλ. Εορταί Δώδεκα, ἐν: Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τομ. 5, στήλη 741.
 
11. «Εικαστικές εκφράσεις των Παθών και της Αναστάσεως του Χριστού», στο συλλογικό ἐργο: ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΜΕΓΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΞΟΝ, Αθήνα 2001, Βυζαντινόν και Χριστιανικόν Μουσείον. © 2002 Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος. 
 
12. Πρβλ. Σύστημα Τυπικού της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Α΄ έκδοση 2006, παράγραφοι 289 και 1571-1572  και μηναία Σεπτεμβρίου ιδ΄, Μαΐου ζ΄ και Αυγούστου α΄, εκδόσεις Αποσττολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο Γ. Βιολάκης (Τυπικόν, Αυγούστου α΄, παράγραφος 2) διατείνεται, ότι ο εν λόγω Τρισάγιος Υμνος ψάλλεται την α΄ Αυγούστου μόνο αν τελεσθεί σταυροπροσκύνηση. 
 
13. Πρβλ. Ιερατικόν Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και κάθε άλλο αντίστοιχο βιβλίο ή Μέγα Ευχολόγιο. 
 
14. Πρβλ. Τριώδιο, γ΄ Κυριακή των Νηστειών και τα παραπάνω μνημονευθέντα μηναία.  
 
15. Η ποίηση, ως προς το περιεχόμενό της, διακρίνεται σε τέσσερα είδη: Πένθιμη, Μελαγχολική, Εύθυμη και Υμνητική. 
 
16. Το τροπάριο αυτό ονομάζεται συμβολικά «Οίκος», διότι περιέχει εν περιλήψει την υπόθεση της εορτής. Γιά την ονομασία και την προέλευση του ύμνου πρβλ. Οίκος, εν Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, εκδόσεις Μαρτίνος, τομ. 9, στήλες 686-687. 
 
17.  Πρβλ. και Λεωνίδα Ουσπένσκυ, Η θεολογία της Εικόνας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδόσεις Αρμός 1998, σ. 39, υποσημ 4. Οι σλαβόφωνοι έχουν πλήρη ακολουθία της εορτής του Αγίου Μαν-δηλίου και ο Ουσπένσκυ στηρίζεται επ΄ αυτής στην εν λόγω μελέτη του. Πρβλ. ωσαύτως  Ιστότο-πο: http:||analogion.com|forum|showthread.php?t=13852.
 
18. Πρβλ.Τυπικαί Διατάξεις της Εκκλησίας της Κύπρου και Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος.
 
19. Πρβλ. Μηναία, Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Σεπτεμβρίου  ιδ΄, Μαΐου ζ΄ και Αυγούστου α΄.