Οι βασικές διαφορές Ορθοδόξων και Λατίνων

Του Αρχιμανδρίτη Κυπριανού Μηλιδώνη

Εισήγηση στην πρώτη συνάντηση του δευτέρου έτους του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου του Κλήρου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, 24 Σεπτεμβρίου 2013.   

Πανιερώτατε,
Σεβαστοί πατέρες

Η σημερινή εισήγηση είναι μέρος σειράς σύντομων μελετών για γνωριμία των χριστιανικών ομολογιών και του Ισλάμ, πίστεων που υπάρχουν στην Κύπρο.

Λατίνοι ή Καθολικοί ή Ρωμαιοκαθολικοί ή Δυτική Εκκλησία ή Παπική Εκκλησία ή Εκκλησία της Ρώμης λέγονται οι Χριστιανοί, οι οποίοι έχουν ως πνευματικό τους ηγέτη τον επίσκοπο Ρώμης, ο οποίος είναι γνωστός ως Πάπας. Παλαιότερα, μέχρι και τον 18ο  αιώνα ονομάζονταν Λατίνοι, επειδή είχαν ως γλώσσα προσευχής τη λατινική. Στη συνέχεια και μέχρι τις αρχές του 20ού  αιώνα ονομάζονταν και Παπική Εκκλησία ή απλώς Παπισμός. Από τις αρχές του 20ού αιώνα και εντεύθεν οι ίδιοι αποκαλούν τον εαυτό τους «Ρωμαιοκαθολικοί», Roman Catholicism στα αγγλικά1 .

Οι Καθολικοί ήταν ενωμένοι με την Ορθόδοξη Εκκλησία μέχρι το 1054, οπότε επήλθε ο χωρισμός τους από εκείνη. Ο χωρισμός αυτός έμεινε γνωστός στην ιστορία ως το οριστικό ή μεγάλο Σχίσμα, επειδή προηγήθηκαν άλλα σχίσματα, τρία, τα οποία η Εκκλησία  διευθέτησε ειρηνικά και παρέμεινε ενωμένη.

Το πρώτο σχίσμα έγινε το 406/407, όταν επίσκοπος Ρώμης ήταν ο Ιννοκέντιος, επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος και επίσκοπος Αλεξανδρείας ο Θεόφιλος2. Η μετονομασία των επισκόπων των σημαντικών πόλεων της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε μητροπολίτη, αρχιεπίσκοπο, έξαρχο, πατριάρχη επήλθε σταδιακά3.  Το δεύτερο σχίσμα, γνωστό ως «ακακιανό σχίσμα» διήρκησε από το 484-5194. Το τρίτο σχίσμα έγινε το 649 όταν επίσκοπος Ρώμης ήταν ο Μαρτίνος Α΄ και επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ο Σέργιος. Αίτια και γεγονότα βλέπε εν Β. Στεφανίδου5

Ο Μέγας Βασίλειος (330-379), τον οποίον αναγνωρίζουν ως Άγιο και Μέγα και οι Λατίνοι, μίλησε ήδη τον 4ο  αιώνα για τα σφάλματα των Λατίνων, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Εάν συνεχισθή η εναντίον μας οργή του Θεού, ποιά βοήθεια μπορεί να μας προσφέρη η Δυτική αλαζονεία και υπεροψία; Αυτοί ούτε την αλήθειαν γνωρίζουν, ούτε θέλουν και ανέχονται να την μάθουν, αλλά καθώς είναι προκατειλημμένοι από αστηρίκτους υποψίας… εμάχοντο εκείνους που τους έλεγαν την αλήθειαν και εστήριζαν την αίρεσιν με την στάσιν τους. Εγώ μάλιστα σκέπτομαι να γράψω προς τον πρώτον (τον Πάπα Ρώμης Δάμασο) και κορυφαίον από αυτούς… ότι ούτε την αλήθειαν γνωρίζουν, ούτε καταδέχονται να ακολουθήσουν την οδόν δια της οποίας θα ηδύναντο να την μάθουν… και να μην θεωρούν ως αρετήν την υπερηφάνειαν, η οποία είναι αμάρτημα αρκετόν να δημιουργήση, από μόνον του αυτό, έχθραν προς τον Θεόν »6

Τον 4ο  αιώνα, το 381 μ.Χ., η Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος με τον τρίτο Κανόνα της, όρισε ότι ο Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως έχει τα πρεσβεία τιμής μετά τον Επίσκοπο Ρώμης, επειδή η Κωνσταντινούπολη το 325 μ. Χ. έγινε η «νέα Ρώμη», δηλαδή η καινούργια πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους7. Το όνομα Βυζάντιο, με το οποίο είναι γνωστό σήμερα το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 325 και μετά, είναι προσδιορισμός που δόθηκε τον 16ο  αιώνα από τον γερμανό ιστορικό Wollf για να τονίσει την πολιτισμική διαφορά που υπάρχει μεταξύ του ανατολικού και του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στον Επίσκοπο Ρώμης η ίδια σύνοδος ανεγνώρισε «πρεσβεία τιμής», επειδή η Ρώμη ήταν μέχρι το 325 πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού Κράτους. Τα αίτια των πρεσβείων τιμής του Ρώμης όρα εν Β. Στεφανίδου, ἐνθα ανωτέρω, σελ. 285-.

Τρεις αιώνες αργότερα, το 691 μ.Χ., η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος υπέδειξε στους Δυτικούς ορισμένες καινοτομίες τους, αλλά αυτοί δεν έδωσαν σημασία8.  Η Δύση προχωρούσε προς τον χωρισμό.

Τον 9ο  αιώνα, προς έκπληξη όχι μόνο των Ανατολικών αλλά και των Δυτικών ακόμη, ο Πάπας θέλησε να εμφανιστεί, «Θείῳ δικαίῳ» (!), άρχοντας της Εκκλησίας και όλου του κόσμου, πάνω από τους άλλους Πατριάρχες και τις Οικουμενικές Συνόδους, οι οποίες του αναγνώριζαν το πρωτείο τιμής, το προβάδισμα δηλαδή μεταξύ ίσων, και αξίωσε υπέρτερη εξουσία !!! Από φιλοδοξία ανακατεύθηκε στα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας  Κωνσταντινουπόλεως, όταν Πατριάρχης της πόλεως αυτής ήταν άλλοτε ο Ιγνάτιος και άλλοτε ο Φώτιος9.

Από τη χρονική εκείνη στιγμή και μετά, όσο οι Δυτικοί απομακρύνονταν από την Ιερή Παράδοση της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας, τόσο οι Ανατολικοί δεν συμφωνούσαν με τις αυθαίρετες καινοτομίες τους. Το Σχίσμα στην Εκκλησία του Χριστού ήταν πλέον κάτι παραπάνω από ορατό. Έτσι, το 1054 φθάσαμε στον οριστικό χωρισμό. Συνέβη το εξής γεγονός: Τριμελής αντιπροσωπεία απεσταλμένη από τον Πάπα Λέοντα Θ΄ (1049-1054) ο οποίος εν τῷ μεταξύ είχε πεθάνει, αφού προκάλεσε πολλά επεισόδια στην Κωνσταντινούπολη, όρμησε με βρισιές στον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας κατά τη διάρκεια της Θείας Λατρείας, και ο Καρδινάλιος Ουμβέρτος άφησε πάνω στην Αγία Τράπεζα έγγραφο, με το οποίο αναθεμάτιζε τον τότε Ορθόδοξο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριο, τον Αρχιεπίσκοπο Οχρίδος Λέοντα και όλους όσοι είχαν τις ίδιες θρησκευτικές πεποιθήσεις με αυτούς ως αιρετικούς. Τυπικά εξαιρούντο ο αυτοκράτορας και ο λαός10.

Από τότε οι Καθολικοί έπαψαν να έχουν επικοινωνία με την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία τότε απετελείτο από τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κύπρου, γεγονός θλιβερό που έρχεται σε αντίθεση με τον Ευαγγελικό Νόμο, ο Οποίος δεν θέλει να υπάρχει Σχίσμα μέσα στην Εκκλησία του Χριστού.

Τα αίτια που οδήγησαν στο Σχίσμα και την εδραίωσή του είναι πολλά, άλλα μεγαλύτερης και άλλα μικρότερης σημασίας, άλλα εκκλησιαστικά, άλλα πολιτικά και άλλα ηθών και εθίμων11.

Τα εκκλησιαστικά και τα πολιτικά αίτια δεν είναι εύκολο να διακριθούν, διότι εκεί που κάποιος βλέπει αίτια εκκλησιαστικά στην πραγματικότητα υποκρύπτονται αίτια πολιτικά και το αντίθετο. Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Πέτρος Γ΄ (1052 – 1056), άνθρωπος που αναμείχθηκε ενεργά στην υπόθεση του σχίσματος, σε επιστολή του προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριο, συνιστούσε να αντιμετωπισθούν οι Λατίνοι ειρηνικά και με συμπάθεια, διότι οι Λατίνοι (τότε) βρίσκονταν μεταξύ βαρβάρων, γεγονός που δικαιολογεί εν μέρει την εκ  μέρους των μη επακριβή τήρηση όλης της ορθόδοξης πίστης12. Είναι γεγονός ότι το δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτόκρατορίας από τον 5ο  αιώνα κατακλύσθηκε από βάρβαρα τότε φύλα (Γότθοι, Βησιγότθοι, Βάνδαλοι …). Στα μικρότερης σημασίας αίτια ο άρτι μνημονευθείς Πατριάρχης Αντιοχείας εντάσσει μεταξύ άλλων την ἐν χρῷ ἀποκοπή (= ξύρισμα) της γενειάδας των κληρικών και τον δακτύλιο των επισκόπων, θέματα τα οποία κατά την άποψή του δεν μπορούν να συζητούνται σε συσχετισμό με θέματα όπως το Filioque κ.ά.13.

Στη συνέχεια θα δούμε τις βασικότερες δογματικές, εκκλησιολογικές και άλλες διαφορές που έχουμε με τους Λατίνους.

1)  Η σπουδαιότερη δογματική διαφορά είναι το «πρωτείο» του Πάπα. Το περιεχόμενο του δόγματος αυτού το συνοψίζει επιγραμματικά ο άγιος Νεκτάριος ως εξής: «ὁ Πάπας εἶναι διάδοχος τοῦ Κορυφαίου τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ ὁ μόνος ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς· ὁ Πάπας εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ μόνος τοποτηρητὴς αὐτοῦ, ὁ τὰς κλεῖς ἔχων τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ὁ μόνος συνδετικὸς κρῖκος τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἑνῶν αὐτὰς μετὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἥτις ἐστὶν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης»14. Το δόγμα αυτό αναπτύχθηκε σταδιακά σε τρείς βαθμίδες15. O άγιος Νεκτάριος στο άρτι μνημονευθέν έργο του, (τόμ. Α´, σ. 69) λέγει ότι στο δόγμα αυτό  «κεῖται ὁ λόγος τοῦ σχίσματος, ὅστις ἀληθῶς εἶναι μέγιστος, διότι ἀνατρέπει τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ ὁ σπουδαιότερος δογματικὸς λόγος, διότι εἶναι ἄρνησις τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ λοιποί δογματικοὶ λόγοι, καίτοι σπουδαιότατοι, δύνανται νὰ θεωρηθῶσιν ὡς δευτερεύοντες καὶ ἀπόρροια τοῦ πρώτου τούτου λόγου». Η Παπική Εκκλησία είναι θεμελιωμένη πάνω στο δόγμα αυτό.

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία όρισε ιδρυτή της τον Απόστολο Πέτρο, όχι διότι ο Πέτρος πράγματι ίδρυσε την Εκκλησία της Ρώμης, αλλά διότι αυτή θέλησε να εκμεταλλευθεί ορισμένα χωρία των Ευαγγελίων, όπου αναφέρεται ο Απόστολος Πέτρος, και να στηρίξει πάνω σ᾿ αυτά το δόγμα του πρωτείου του Πάπα. Το κυριότερο χωρίο είναι εκείνο, όπου ο Ιησούς λέγει στον Πέτρο: «Σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν· καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς· καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς»16.

Με τα λόγια αυτά του Κυρίου υποστηρίζουν οι Παπικοί, ότι δόθηκε στον Πέτρο και τους τάχα διαδόχους του, τους επισκόπους Ρώμης, τους Πάπες, το πρωτείο. Με άλλα λόγια οι Ρωμαιοκαθολικοί υποστηρίζουν ότι ο Χριστός είπε πως ο Πέτρος είναι η πέτρα, δηλαδή το θεμέλιο, πάνω στο οποίο θα οικοδομήσει την Εκκλησία Του. Ο Χριστός όμως δεν λέγει και δεν ήταν δυνατό να πει κάτι τέτοιο. Ο Ιησούς λέγει ότι η πέτρα πάνω στην οποία θα οικοδομήσει την Εκκλησία Του είναι η ομολογία, δηλαδή η παραδοχή από τον Πέτρο ότι Αυτός (ο Ιησούς) είναι η πνευματική πέτρα, η οποία αναφέρεται στην Α´ προς Κορινθίους Επιστολή (10, 4): « Ἔπινον γὰρ ἐκ πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας· ἡ δὲ πέτρα ἦν ὁ Χριστός»17. Από την ερμηνεία που δίνουν στο χωρίο αυτό οι Παπικοί, γίνεται φανερό ότι εγκατέλειψαν τον ακρογωνιαίο λίθο, τον Χριστό, και οικοδομούν την Εκκλησία τους πάνω σε ανθρώπινα θεμέλια.

Αλλά και αν ακόμη υποθέσουμε, ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί ερμηνεύουν σωστά το παραπάνω χωρίο του Ευαγγελίου, αυτό δεν σημαίνει ότι παρέχεται πρωτείο στον επίσκοπο Ρώμης, διότι εκτός από την Εκκλησία της Ρώμης, υπάρχουν και άλλες Εκκλησίες, οι οποίες ιδρύθηκαν από τον Απόστολο Πέτρο, όπως οι Εκκλησίες Αντιοχείας, Αλεξανδρείας, Καισαρείας Παλαιστίνης, Τριπόλεως, Λαοδικείας και Κορίνθου. Σύμφωνα με τον συλλογισμό των Παπικών, θα έπρεπε ο επίσκοπος κάθε μιας από τις Εκκλησίες αυτές να διεκδικεί πρωτείο για τον εαυτό του, ως διάδοχος του «Κορυφαίου» των Αποστόλων. Αν συνέβαινε αυτό, το δόγμα του πρωτείου θα καταντούσε καταγέλαστο. Αλλά οι επίσκοποι των πόλεων αυτών δεν έπεσαν στην πλάνη, στην οποία έπεσε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Οι Εκκλησίες αυτές, παρατηρεί ο άγιος Νεκτάριος, αν και «ἐκαυχῶντο, ὅτι ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἐθεμελιώθησαν, ἐν τούτοις ὅμως οὐδ᾿ ἐφαντάσθησαν νὰ διεκδικήσωσι πρωτεῖα καὶ ἡγεμονίας, ὀρθῶς κατανοοῦσαι τὰ ἐν τοῖς Ἱεροῖς Εὐαγγελίοις ἀναφερόμενα ὑπέρ τῆς Ἡγεμονίας τοῦ Πέτρου ρητά· οὐδέ λόγον ποτὲ περί ἀξιώσεων ἐποιήσαντο, ἀλλὰ διὰ τὴν τιμὴν μόνον τῆς ἱδρύσεως. Τῆς φιλοτιμίας ταύτης δὲν καθυστέρησε καὶ ἡ μήτηρ τῶν Ἐκκλησιῶν, ἡ τῶν Ἱεροσολύμων Ἑκκλησία· διότι καὶ αὐτή, καίτοι ὑπὲρ πᾶσαν ἄλλην ἦν τετιμημένη, οὐχ ἧττον ἤθελε τὸν Πέτρον ὡς ἱδρυτὴν ἑαυτῆς»18.

Αναφορικά με τη συσχέτιση του πρωτείου του Πάπα με τον Απόστολο Πέτρο ο άγιος Νεκτάριος παρατηρεί τα εξής σημαντικά: « Ἐν ταῖς Πράξεσι (τῶν Ἀποστόλων) οὐδαμοῦ φαίνεται ἢ ὑποδηλοῦται τὸ πρωτεῖον τοῦ Πέτρου. Οὐδεὶς τῶν Ἀποστόλων ἀποδίδωσιν αὐτῷ πρωτεῖα, ἢ ἕτερόν τι μαρτυροῦν ὑπεροχὴν ἢ ἀρχήν… Ἐν ταῖς Ἐπιστολαῖς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου οὐδὲν ἴχνος τοῦ πρωτείου τοῦ Πέτρου ἐμφαίνεται… Ἐν ταῖς καθολικαῖς Ἐπιστολαῖς τοῦ Πέτρου, Ἰακώβου, Ἰούδα καὶ Ἰωάννου οὐδαμοῦ φαίνεται νὰ συνιστᾶται τὸ πρωτεῖον τοῦ Πέτρου ἢ ἡ ἡγεμονία αὐτοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς ὁ ἑνωτικὸς δεσμὸς τῶν Ἑκκλησιῶν· τοὐναντίον ὡς ἑνωτικὸν δεσμὸν θεωροῦσι τὴν ἀγάπην καὶ τὴν ἀλήθειαν, αἵτινες στηρίζουσι τὴν κοινωνίαν τῶν Ἐκκλησιῶν μετὰ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ. Ἐπίσης ἐν τοῖς συγγράμμασι τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων οὐδὲν ἀπαντᾶ περὶ τοῦ πρωτείου καὶ τῆς Ἡγεμονίας τοῦ Πέτρου ὡς ἑνωτικοῦ δεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἐν αὐτοῖς διαπνέον πνεῦμα περὶ τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ αὐτὸ τῷ Πνεύματι τῆς Καινῆς Διαθήκης… Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας οὐχὶ ἐν τῷ ἑνιαίῳ προσώπῳ ἑνὸς τῶν Ἀπο-στόλων θεμελιοῦται καὶ ἑδράζεται, ἀλλ᾿ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅς πίστει, ἐλπίδι, ἀγάπῃ καὶ λατρείᾳ»19.

Το δόγμα του πρωτείου του Πάπα αποδεικνύεται χωρίς βάση και από το γεγονός, ότι δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία, ότι ο Απόστολος Πέτρος ίδρυσε την Εκκλησία της Ρώμης, ή ότι πήγε ποτέ στη Ρώμη. Ο άγιος Νεκτάριος, ο οποίος εξέτασε διεξοδικά το θέμα της ίδρυσης της Δυτικής Εκκλησίας από τον Απόστολο Πέτρο, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «οὐδαμόθεν μαρτυρεῖται ὅτι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος μετέβη εἰς Ρώμην, ἢ ὅτι ἐκήρυξεν ἐν Ρώμῃ, ἢ ὅτι ἀπέθανεν ἐν Ρώμῃ· τοὐναντίον μάλιστα ὅλως τἀναντία μαρτυροῦνται ὑπό τε τῆς Ἱερᾶς Γραφῆς καὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας»20

Τέλος, μιλώντας ο άγιος Νεκτάριος για το πρωτείο του Πάπα από γενική ιστορική σκοπιά παρατηρεί: « Ἡ Μία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, συγκροτουμένη ἐκ τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, ἡνωμένη τῇ πίστει, τῇ ἐλπίδι, τῇ ἀγάπῃ καὶ τῇ λατρείᾳ ὑπῆρξεν ἀείποτε ἐλευθέρα καὶ ἀνεξάρτητος, οὐδὲ ὑπετάγη ποτὲ τῷ Πάπα Ρώμης, οὐδὲ ἀνεγνώρισε ποτὲ αὐτῷ μείζονα ἱεράρχην καὶ πνευματικὰ χαρίσματα καὶ ὑπεροχήν, ἀλλ᾿ ἐθεώρησεν αὐτὸν ἐπίσκοπον, ὡς πάντας τοὺς ἐπισκόπους, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς τὴν αὐτὴν ἔλαβε χειροτονίαν, οἵαν καὶ οἱ λοιποὶ ἐπίσκοποι παρὰ τῶν ἀποστόλων»21

2)  Οι Λατίνοι αλλοίωσαν το άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως, που αναφέρεται στο Άγιο Πνεύμα προσθέτοντας αυθαίρετα τη φράση «και εκ του Υιού εκπορευόμενο» (filioque), διδασκαλία που είναι αλλότρια, ξένη, που δεν αναφέρεται, που δεν υπάρχει, στο Ιερό Ευαγγέλιο.

Σύμφωνα με τη διδασκαλία αυτή το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται, δηλαδή πηγάζει και από το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδας που είναι ο σαρκωθείς Λόγος, δηλαδή ο Χριστός, κάτι που δεν αναφέρεται στην αγία Γραφή. Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, λέγει καθαρά ότι το «Άγιο Πνεύμα παρά του Πατρός εκπορεύεται» (Κατά Ιωάν. 15, 26), γεγονός που όρισαν ως « Όρο Πίστεως», δηλαδή Δόγμα της Εκκλησίας, η Πρώτη (325 μ.Χ.) και η Δεύτερη (381 μ.Χ,) Οικουμενικές Σύνοδοι και στη συνέχεια υιοθέτησαν και οι υπόλοιπες Οικουμενικές Σύνοδοι.

Ο μεγάλος δογματολόγος της Εκκλησίας μας άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι «η αḯδιος (= συνεχής) εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός (= από τον Πατέρα), δηλαδή τον Θεό-Πατέρα, είναι μυστήριο όπως μυστήριο είναι και η αḯδιος (= συνεχής) Γέννηση του Χριστού εκ του Πατρός• δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς είναι η εκπόρευση και τι ακριβώς είναι η Γέννηση» (22). Το ίδιο λέγει και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος23.

Την αḯδιο εκπόρευση όπως και την αḯδιο γέννηση τις δηλώνουν τα ρήματα «εκπορεύεται» και «γεννάται» που είναι σε χρόνο ενεστώτα.

Η Δυτική Εκκλησία συγχέει την «εκπόρευση» με την «πέμψη» που αναφέρεται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (15, 26): « Ὅταν ἔλθῃ (ἐν τῷ κόσμῳ) ὁ Παράκλητος ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν», που είπε ο Χριστός στους μαθητές του. Η εκπόρευση είναι κάτι που γίνεται εντός της Αγίας Τριάδος και για την Αγία Τριάδα, ενώ η πέμψη γίνεται μεν εντός της Αγίας Τριάδος, αλλά δεν γίνεται για την Αγία Τριάδα, γίνεται για τον κόσμο.

Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης παρατηρεί επ’ αυτού: «Αν όντως το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού, δεν θα το απέκρυβε ο Χριστός, επειδή είναι αγαθός» όπως ακριβώς δεν απέκρυψε ότι πέμπεται και εξ αυτού. Και συνεχίζει ο άγιος: «Πώς τολμάς, ώ υπερήφανε, και καινοτομείς; Πώς χαρίζεις στον Χριστό ένα προνόμιο για το οποίο αυτός δεν κάνει λόγο; Ποιός ξέρει πιο πολλά για την άναρχο εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, εσύ ἤ ο Χριστός;»24

Η δοξασία ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό (qui ex patre filioque procedit) συζητήθηκε για πρώτη φορά στην τοπική σύνοδο του Τολέδου στην Ισπανία το 547 και προστέθηκε στο τοπικό Σύμβολο Πίστεως της περιοχής Τολέδου. Το 589 σε τοπική και πάλι σύνοδο στο Τολέδο η δοξασία προστέθηκε στο Σύμβολο Πίστεως της Νίκαιας-Κωνσταντινουπόλεως25.

Αρχικά η προσθήκη δεν ενόχλησε την Εκκλησία της Ανατολής επειδή εξελήφθη ως απλή δοξασία, η οποία επίσημα δεν είχε περάσει σε λειτουργική χρήση. Στα μέσα του 8ου αιώνα η δοξασία αυτή υιοθετήθηκε από τα Σύμβολα Πίστεως του Φραγκικού κράτους. Ο πάπας Λέων Γ΄(795-816) στις αρχές του 9ου αιώνα τοποθέτησε στο ναό του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη δύο αργυρές πλάκες, πάνω στις οποίες χάραξε το Σύμβολο της Πίστεως Ελληνικά και Λατινικά, χωρίς την προσθήκη της φράσης «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ». Το 1009 ο πάπας Σέργιος Δ΄ (1009-1012) σε ενθρονιστήρια επιστολή του παραθέτει σε ελεύθερη μετάφραση το Σύμβολο της Πίστεως με την προσθήκη του Filioque. O Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος (999-1019), «μετ’ άπόφασιν Συνόδου, διέγραψε το όνομα του μνημονευθέντος Ρώμης Σεργίου εκ των διπτύχων της Ανατολικής Εκκλησίας, έκτοτε δε μέχρι σήμερον ουδέν παπικόν όνομα ετέθη εν αυτοίς»26. Τα ονόματα των Προκαθημένων των Εκκλησιών δεν διαγράφονται από τα δίπτυχα ένεκα  «τοπικών εθίμων», αλλά ένεκα αιρέσεως! To 1014 ο πάπας Βενέδικτος Η΄ (1012-1024), ύστερα από απαίτηση του θείου του, αυτοκράτορα Ερρίκου Β΄, ανήγαγε τη δοξασία «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (=Φιλιόκβε) σε δόγμα και το ενσωμάτωσε στο Σύμβολο της Πίστεως, πράξη η οποία απετέλεσε τον σοβαρότερο λόγο ρήξης των σχέσεων της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία27, δεν είχε, όμως, ως άμεσο αποτέλεσμα το Σχίσμα και μάλιστα το οριστικό Σχίσμα, το οποίο επήλθε το 1054 μετά από απόφαση Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη, η οποία απεκάλεσε το «Φιλιόκβε», όχι «τοπικόν έθιμον», αλλά «βλάσφημον δόγμα»28.

3)  Οι Λατίνοι υποστηρίζουν ότι ο Πάπας έχει το αλάθητο σε θέματα πίστεως, όταν ομιλεί από καθέδρας, ex catedra στα λατινικά, θέση αντίθετη προς την Αγία Γραφή και την Αποστολική Παράδοση, επειδή υπονοεί «Απόλυτη Θεοπνευστία».

Η αιρετική αυτή θέση προτάθηκε στην πρώτη συνεδρία της Πρώτης Βατικανείου Συνόδου το 1870, έγινε αποδεχτή και ανακηρύχθηκε επίσημα σε δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στις 18 Ιουλίου του 1870 κατά την τέταρτη συνεδρίασή της. Ο τότε πάπας Πίος Θ΄ ανέγνωσε ενώπιον της συνόδου το δεκρετάλιο (= διάταγμα)29: Pastor  aeternus   με το οποίο ανεγνώριζε το δικό του αλάθητο, των προκατόχων του θρόνου του και των μελλούμενων να τον δισδεχθούν.

Εμείς γνωρίζουμε και δεχόμεθα ότι απόλυτα Θεόπνευστοι και συνεπώς αλάθητοι ήταν μόνο οι Άγιοι Απόστολοι, οι οποίοι φωτίστηκαν ιδιαιτέρως από το Άγιο Πνεύμα, και είπαν και έγραψαν αυτά που είδαν και άκουσαν30. Οι Πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος ουδέποτε αξίωσαν (= απαίτησαν) να γίνει το δικό τους θέλημα• πάντα διαλεγόνταν (= συζητούσαν) μαζί με τους άλλους Αγίους Αποστόλους, και με τον τρόπο αυτό κατέληγαν, τόσον οι ίδιοι όσον και οι λοιποί Απόστολοι, στα Θεόπνευστα Συμπεράσματά τους. Οι Πρωτοκορυφαίοι ουδέποτε απεφάνθησαν (= αποφάσισαν) για κάποιο θέμα με τον δικτατορικό τρόπο που ενεργεί ο Πάπας, ο οποίος έφθασε στο σημείο να ανακηρύξει τον εαυτό του

– διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου
– αντιπρόσωπο του Χριστού στη γη (vicarius Christi στα λατινικά)
– ορατή κεφαλή της Εκκλησίας (το λεγόμενο «πρωτείο του Πάπα») και
– αλάνθαστο διδάσκαλο της Χριστιανικής Πίστεως!!!

Η Καινή Διαθήκη αναφέρει σαφέστατα ότι ο Χριστός είναι η Κεφαλή και Αρχηγός της Εκκλησίας, τόσο της Στρατευομένης εδώ στη Γη, όσο και της Θριαμβεύουσας στον Ουρανό (Εφεσ. 1, 22-23).

Αναφορικά με το δόγμα του αλάθητου του Πάπα ο άγιος Νεκτάριος παρατηρεί: «Μεγάλως ἥμαρτεν ὁ Μακαριώτατος Πάπας, κηρύξας ἑαυτὸν ἀλάθητον καὶ ἀναμάρτητον… Τὸ ἀλάθητον καταργεῖ τὰς Συνόδους, ἀφαιρεῖ ἀπ᾿ αὐτῶν τὴν σημασίαν, τὴν σπουδαιότητα, καὶ τὸ κῦρος, καὶ κηρύττει αὐτὰς ἀναρμοδίους, διασαλεῦον τὴν πρὸς αὐτὰς πεποίθησιν τῶν πιστῶν. Ἡ ἀνακήρυξις τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα διεσάλευσε τὰ θεμέλια τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας· διότι παρέσχε χώραν εἰς ὑπονοίας περὶ τῆς αὐθεντίας τῶν Συνόδων, καὶ δεύτερον ἐξήρτησε αὐτὴν ἐκ τῆς νοητικῆς καὶ πνευματικῆς ἀναπτύξεως ἑνὸς προσώπου, τοῦ Πάπα…  Ἀφοῦ δὲ πᾶς Πάπας κρίνει περὶ τοῦ ὀρθοῦ κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτῷ, καὶ ἑρμηνεύει τὴν Γραφήν ὡς βούλεται, καὶ ἀποφθεγματίζεται, ὡς θεωρεῖ ὀρθόν, κατὰ τί διαφέρει οὗτος τῶν παντοίων δογματιστῶν τῆς Προτεσταντικῆς Ἐκκλησίας;… Ἴσως ἐν μὲν τῇ τῶν Προτεσταντῶν ἕκαστον ἄτομον ἀποτελεῖ μίαν Ἐκκλησίαν, ἐν δὲ τῇ Δυτικῇ ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν ἀποτελεῖ ἓν ἄτομον, οὐχὶ πάντοτε τὸ αὐτό, ἀλλ᾿ ἀείποτε ἕτερον»31.

« Ἐκ τῆς συγκροτήσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διδασκόμεθα», γράφει παρακάτω ο άγιος Νεκτάριος, «ὅτι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία οὐδένα ἕτερον ἀνεγνώριζεν ἀναμάρτητον καὶ ἀλάθητον ἢ μόνην ἑαυτὴν ἐν τῷ συνόλῳ τῶν ἑαυτῆς ἐπι-σκόπων. Μάτην ἄρα ἀγωνίζονται οἱ περὶ τὸν Πάπαν Ρώμης νὰ ἀναδείξωσιν αὐτὸν ἀλά-θητον ἢ μὴ σφαλλόμενον, δογματίζοντα ἀπὸ καθέδρας, διότι αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι ἵστανται στεντορείᾳ τῇ φωνῇ διαμαρτυρόμεναι κατὰ τοῦ τοιούτου ἀνοσίου σφετερισμοῦ τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Ἐκεῖνο δὲ, ὅπερ ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλη-σία ἐπὶ δεκαεννέα ὅλους αἰῶνας ἐπίστευε καὶ ἐπρέσβευεν, εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀθετήσῃ καὶ ἀπαρνηθῇ, ὅπως δεχθῇ καὶ πρεσβεύσῃ τὸ νέον περὶ ἀλαθήτου δόγμα τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης ἦτο ἀδιάπταιστος δογματίζων ἀπὸ καθέδρας, τοῦτο ἔπρεπε νὰ ὁμολογῆται παρὰ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τῶν πρώτων αἰώνων, ἀλλ᾿ οὐ μόνον δὲν ὁμολογεῖται ἀλλὰ καὶ διαψεύδεται· διότι αἱ τοπικαὶ, αἱ ἐπαρχιακαὶ καὶ αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι πᾶν τοὐναντίον ὁμολογοῦσι. Ἑὰν ἡ Ἐκκλησία ἀνεγνώριζε τῷ Πάπᾳ τοιοῦτον προσόν, θὰ ὡμολόγει τοῦτο διὰ τῶν ἔργων, ἐπιζητοῦσα παρ᾿ αὐτοῦ τὴν λύσιν τῶν παρου-σιαζομένων ζητημάτων, οὐδὲ θὰ προσέτρεχεν εἰς Συνόδους, καὶ δὴ Οἰκουμενικάς, πρὸς λύσιν δογματικῶν ζητημάτων. Ἡ συγκρότησις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀρνεῖται τῷ Πάπᾳ τοιοῦτον θεῖον χάρισμα. Αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι οὐ μόνον δὲν ἀνεγνώρισαν τῷ Πάπᾳ τοιοῦτον προνόμιον, ἀλλὰ καὶ κατεπολέμησαν τὴν τοιαύτην διάθεσιν καὶ διεκδίκησιν τοιούτου προσόντος, καὶ διὰ κανόνων τὸν μέγα Ποντίφηκα ἐξίσωσαν πρὸς τοὺς λοιποὺς ἐπισκόπους»32.

Αν το δόγμα του αλαθήτου του Πάπα ήταν ορθό, θα έπρεπε η ιστορία να βεβαιώνει ότι οι διάφοροι Πάπες υπήρξαν πράγματι αλάθητοι. Όμως η ιστορία αποδεικνύει εντελώς το αντίθετο. Στον πρώτο τόμο του έργου του για το Σχίσμα, ο άγιος Νεκτάριος αναφέρει δέκα Πάπες που στάθηκαν «αἱρετικοὶ καὶ πεπλανημένοι», και προσθέτει ότι υπήρξαν και άλλοι Πάπες που έπεσαν σε αιρέσεις και πλάνες33. Στον δεύτερο τόμο του ιδίου έργου (σελ. 103) , μιλώντας για τον Πάπα Ιννοκέντιο τον Γ´, που ήταν υπεύθυνος για την Δ´ Σταυροφορία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και τη λεηλασία και αυτών των ναών της από τους Φράγκους το 1204, παρατηρεί: «Ἄνδρες μεγάλων ἀρετῶν ἐπείσθησαν ὅτι ὁ Ἰννοκέντιος ὁ Γ´ ὑπέπεσεν εἰς μεγάλα λάθη. Ὥστε οἱ Πάπαι καὶ ἁμαρτάνουσι καὶ κολάζονται· ἴσως καὶ αἰωνίως διὰ τὰ πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν Ἑκκλησίαν κακά, καὶ τὰς ψευδενώσεις, καὶ τὰς ἀσεβεῖς καὶ ἀντιχριστιανικὰς διατάξεις».

Χωρίς βάση, λοιπόν, στα πράγματα είναι το δόγμα του αλαθήτου του Πάπα, όπως είναι και το δόγμα του πρωτείου του Πάπα. Και αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα αίτια του χωρισμού των δύο Εκκλησιών.

Ως απόδειξη για το υποτιθέμενο αλάθητο του Πάπα χρησιμοποιείται από τους παπικούς το ακόλουθο εδάφιο της Καινής Διαθήκης: «ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος• καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ’ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς. καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.» (Ματθ. 16, 16-19)

Ο ισχυρισμός αυτός είναι αυθαίρετος, επειδή θεμέλιο της Εκκλησίας είναι η ομολογία (= παραδοχή) του Πέτρου, ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού. Αυτό φαίνεται με σαφήνεια από το γεγονός ότι ο Ιησούς λέγει «ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ» και όχι «ἐπὶ σοι» και από το γεγονός ότι η εξουσία, που δόθηκε στον Πέτρο, δόθηκε και στους υπόλοιπους αποστόλους. Είπε ο Χριστός: « Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ.» (Ματθ.18,18).Τα κλειδιά για τη Βασιλεία των Ουρανών είναι η εξουσία των αποστόλων να συγχωρούν τους ανθρώπους.

Από την Αγία Γραφή πληροφορούμεθα ακόμη

– ότι και ο απόστολος Πέτρος έκανε σφάλματα και ότι τον διόρθωσε ο απόστολος Παύλος! (Γαλ. β΄ 11-21) και
– ότι πρόεδρος της Αποστολικής Συνόδου στα Ιεροσόλυμα το 49, ήταν ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Ιάκωβος ο Αδελφόθεος  και όχι ο Πέτρος (Πράξ. Κεφ.15). Αυτό αποδεικνύει το πόσο παράλογες είναι οι αξιώσεις του επισκόπου Ρώμης για πρωτείο και αλάθητο…

Ο Πάπας Ονώριος  Α΄ (625-638) όχι μόνο δεν ήταν αλάθητος, αλλά ασπάστηκε και τον Μονοθελητισμό ! Το 634 σε επίσημη απαντητική επιστολή προς τον Μονοθελήτη Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο έγραψε «ὅθεν καί ἐν θέλημα ὁμολογοῦμεν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ». Η στ΄ Οικουμενική Σύνοδο τον αναθεμάτισε μαζί με τους επισκόπους Σέργιο, Θεόδωρο, Κύρο, Πέτρο, Πύρρο και Παύλο (Αποφάσεις 13, 16, 18) χαρακτηρίζοντάς τον όργανο του αρχαίου όφεως και εμπόδιο για την Εκκλησία (Απόφαση 18). Η κατηγορία κατά του Ονωρίου ενώπιον του αυτοκράτορα και της Συνόδου έγινε από τον  Πάπα Ρώμης Αγάθωνα (Απόφαση 13)34.

Ο Πάπας Λέων Β΄(682-683) με επιστολή του προς τον αυτοκράτορα αναθεμάτισε τον Ονώριο, επιβεβαιώνοντας τις αποφάσεις της στ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Το ίδιο έπραξε με επιστολή του προς τους ισπανούς επισκόπους και με άλλη επιστολή του προς τον βασιλέα της Ισπανίας35.

Μήπως ήταν αλάθητος ο Πάπας Γρηγόριος Θ΄ (1227-1241), ο οποίος το 1233 έδωσε επίσημα διαταγή να ξεκινήσει η «Ιερά Εξέταση, inquisitio στα λατινικά»;

Κάποιοι Πάπες διαφωνούσαν μεταξύ τους πάνω σε θεμελιώδη δογματικά θέματα, πράγμα που δείχνει ότι κάποιος Πάπας είχε άδικο, όπως για παράδειγμα:

– Ο Πάπας Λέων Γ΄ (796-816) πολέμησε με επιμονή το filioque, ενώ ο Πάπας Σέργιος Δ (1009-1012) το ενσωμάτωσε αυθαίρετα στο Σύμβολο της Πίστεως.
– Ο Πάπας Παύλος ΣΤ’ το 1969, αψηφώντας την Ιερή Παράδοση της Εκκλησίας και τους προγενέστερους Πάπες, διέγραψε από το Εορτολόγιο της Εκκλησίας της Ρώμης αρκετούς αγίους, όπως την Αγία Βαρβάρα.

Τα μόλις εκτεθέντα εγείρουν το ερώτημα: Γίνεται να είναι όλοι αλάθητοι και μεταξύ τους να διαφωνούν;

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο Πάπας δεν είναι αλάθητος, ακόμα και όταν ομιλεί «υπό την ιδιότητα του ποιμένα και διδασκάλου όλων των χριστιανών» και ότι πριν το σχίσμα δεν υπήρχε η παράλογη διδασκαλία περί παπικού αλαθήτου, παρά το γεγονός ότι ο Πάπας κατείχε σπουδαία θέση στην Εκκλησία.

4)   επέβαλαν στους κληρικούς τους υποχρεωτική αγαμία!  Όμως, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη και ολόκληρη την Ιερή Εκκλησιαστική Παράδοση, ο κάθε κληρικός είναι ελεύθερος να επιλέξει (= διαλέξει) μεταξύ γάμου και αγαμίας. Τη θέση της Εκκλησίας επί του θέματος παραθέτει και σχολιάζει διεξοδικά ο Andrew Louth ένθα ανωτέρω, σελ. 31-37 και 295-.

5)   διδάσκουν ότι υπάρχει «καθαρτήριον πυρ», γεγονός που δεν αναφέρεται πουθενά, ούτε στην Αγία Γραφή, ούτε και στην Ιερή Εκκλησιαστική Παράδοση!

Σύμφωνα με τη διδασκαλία αυτή οι ψυχές μετά τον θάνατο καθαρίζονται από τις κηλίδες των αμαρτιών, από τις οποίες δεν είχαν καθαριστεί, όταν ζούσαν με το σώμα στη Γη!

Η Καινή Διαθήκη, όμως, διδάσκει με σαφήνεια, ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός με τη Σταυρική Του Θυσία αναδείχθηκε «Ιλασμός των αμαρτιών μας», δηλαδή, η Χάρη του Χριστού που προήλθε από την Σταυρική Του Θυσία, δίνει την άφεση των αμαρτιών για όσο είμαστε στη Γη και Εξομολογούμαστε (Α’ Ιωάν., 2, 2). Ακόμα διδάσκει η Καινή Διαθήκη, ότι, όταν φύγουμε από την ζωή αυτή, δεν θα υπάρξει καμία κάθαρση των ψυχών μας, παρά μονάχα η Κρίση τους από τον Κύριο.

6)   διδάσκουν τα περί «περίσσειας αξιομισθίας» του Χριστού και των Αγίων, μία ακόμα αυθαίρετη και αιρετική, κατ’ εμέ, διδασκαλία, η οποία δεν αναφέρεται πουθενά, ούτε στην Αγία Γραφή, ούτε και στην Ιερή Εκκλησιαστική Παράδοση!

«Περίσσεια αξιομισθία» είναι η παπική θεώρηση, ότι ο  Χριστός, η Θεοτόκος και οι Άγιοι έχουν κάνει περισσότερα καλά έργα, απ’ ότι χρειάζονται για τη σωτηρία τους, οπότε το  περίσσευμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί, με τη μεσολάβηση κυρίως του Πάπα αλλά και άλλων που ενεργούν εκ μέρους του, για τη σωτηρία των ανθρώπων, που υστέρησαν σε έργα αρετής ή πέθαναν χωρίς μετάνοια, εν αμαρτίαις.

Η δογματική της αξιομισθίας στηρίζεται στη θεωρία, ότι ενώ ο Χριστός οφείλει υπακοή στη δικαιοσύνη και στην τιμή του Θεού, δεν οφείλει να πεθάνει, επειδή είναι αναμάρτητος και ως εκ τούτου ο Θάνατός Του θεωρείται «υπέρτατο έργο» (= υπέρτατη προσφορά, θυσία), που χρήζει υπέρτατης αξιομισθίας, δηλαδή αμοιβής, ανταμοιβής.

Ο Κύριος μας και οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, όμως, μας διαβεβαιώνουν ότι η κάθε ψυχή θα κριθεί μόνο σύμφωνα με τις πράξεις της, δηλαδή, ότι ο Θεός θα κρίνει τον καθένα, μόνο σύμφωνα με τα έργα του (Ματθ. 24, 36-44 και κεφάλ. 25, 1-3 και 31-46).

7)   διδάσκουν ότι η Θεοτόκος γεννήθηκε χωρίς το προπατορικό αμάρτημα (με τη λεγόμενη «άσπιλη σύλληψη»), ενώ η αλήθεια της Αγίας μας Εκκλησίας υποδεικνύει, ότι το Άγιο Πνεύμα Την καθάρισε από κάθε μολυσμό της προπατορικής αμαρτίας, όταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ είπε κατά τον Ευαγγελισμό Της «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ…» (Λουκ.1, 35).

8)  έχουν πέσει στην αίρεση της Μαριολατρείας, αφού πιστεύουν ότι η Θεοτόκος ανελήφθη στους ουρανούς όπως ο Χριστός και την λατρεύουν σαν θεά!

Η διδασκαλία αυτή είναι αντίθετη με όσα διδάσκει η Αγία μας Εκκλησία. Σύμφωνα με  την Ιερή Παράδοση της Εκκλησίας μας, το σώμα της Θεοτόκου μετέστη (= ανελήφθη) στους Ουρανούς την τρίτη ημέρα από την Κοίμησή Της, για να μην γνωρίσει φθορά, διότι «δεν ήταν δυνατό να παραμείνει κάτω από τη γη το σώμα Εκείνης, χάριν της Οποίας ο Θεός έπλασε όλο τον κόσμο», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μέγας Βασίλειος.

9) επιδεικνύουν αιρετική συμπεριφορά και στα Ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας. Δεν βαπτίζουν όπως δίδαξε ο Κύριος37, αλλά ραντίζουν! Βαπτίζω σημαίνει βυθίζω, βουτάω εξ ολοκλήρου στο νερό. Αντιθέτως, εκείνοι κατήργησαν την τριπλή κατάδυση και ραντίζουν απλώς και μόνο τον βαπτιζόμενο.

Εμείς οι Ορθόδοξοι ραντίζουμε κατ’ εξαίρεση το νήπιο, μόνο σε περίπτωση υψίστης ανάγκης, μόνο δηλαδή όταν κινδυνεύει να πεθάνει αβάπτιστο (οπότε κάνουμε Αεροβάπτισμα), και αργότερα εάν ζήσει κάνουμε μόνο το Χρίσμα.

10)  Το Χρίσμα το τελούν στα αγόρια στην ηλικία των 14ων  ετών και στα κορίτσια στην ηλικία των 12 ετών, ενώ εμείς σε νηπιακή ηλικία μαζί με το Βάπτισμα, και αμέσως μετά τα κοινωνούμε, κάνοντας έτσι πράξη τα θεόπνευστα Λόγια των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας  μας, οι οποίοι διδάσκουν πως κατά τον νηπιοβαπτισμό υπάρχει ωφέλεια πνευματική, την οποία ο άνθρωπος λαμβάνει ακόμα και χωρίς να καταλαβαίνει κάτι. Οι Άγιοι Πατέρες μιλούν για την πνευματική ωφέλεια, που προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα και που λαμβάνει κάποιος με το Βάπτισμα και το Χρίσμα, και η οποία εργάζεται μυστικά στο πνεύμα του βαπτιζομένου, ενώ τονίζουν πως κατά το Μυστήριο του Χρίσματος ο βαπτιζόμενος δέχεται από νήπιο ακόμη τα χαρίσματα και τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος.

11)  Στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας οι Καθολικοί χρησιμοποιούν άζυμο άρτο, δηλαδή ψωμί χωρίς προζύμι, – όπως έκαναν οι Εβραίοι το βράδυ πριν από την έξοδό τους από την Αίγυπτο ( Εξόδ. 11, 8) και όπως κάνουν έκτοτε κατ’ έτος κατά τη διάρκεια της εορτής του Πάσχα των -,  και από το 1200 και μετά, έπαψαν να μεταδίδουν στους πιστούς το Σώμα και το Αίμα, όπως εμείς, αλλά μεταδίδουν μόνο αγιασμένο άζυμο άρτο (!), κάτι που είναι κάθετα αντίθετο προς τους λόγους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είπε καθαρά: «αλήθεια, αλήθεια σας λέω, αν δεν φάτε τη σάρκα του Υιού του ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε ζωή μέσα σας. Εκείνος που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου έχει ζωή αιώνια, κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα» (Κατά Ιωάν. 6, 53-54).

12)  Το Ιερό Ευχέλαιο οι Καθολικοί το τελούν μόνο προ του θανάτου ως εφόδιο (viaticum στα λατινικά) στην πορεία του ανθρώπου για την άλλη ζωή.

Η Αγία Γραφή, όμως, μας διδάσκει ότι το Ιερό Ευχέλαιο τελείται για ίαση των πιστών, όταν αυτοί ασθενούν (Επιστολή Ιακώβου, 5, 14). Πάνω στο Θέμα αυτό, οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας διδάσκουν, με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, ότι τα Εφόδια προ του θανάτου για τους Χριστιανούς είναι η Εξομολόγηση και η Μετάληψη των Τιμίων Δώρων, δηλαδή η Θεία Κοινωνία.

Στο ερώτημα που τίθεται από πολλούς σήμερα, αν οι Λατίνοι ή Ρωμαιοκαθολικοί είναι σχισματικοί ή αιρετικοί απαντούν με σαφήνεια οι αποφάσεις της εν Τριδέντῳ συνόδου (1545-1563), η οποία θεωρείται από τους Ρωμαιοκαθολικούς «Οικουμενική» και «κατέχει την πρώτη θέση στον κατάλογο των γενικών συνόδων» της Εκκλησίας των, επειδή

– καθόρισε με ευκρίνεια  το Λατινικό δόγμα και
– εισήγαγε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, γεγονότα πού είχαν σπουδαιότατες επιδράσεις τόσο εντός όσο και εκτός του Παπισμού. Η σύνοδος αυτή υπήρξε το ισχυρό όπλο της Αντιμεταρρύθμισης37

Με τη σύνοδο αυτή οι παπικοί αναθεματίζουν, εξοβελίζουν δηλαδή εκτός Εκκλησίας τούς Αποστόλους, τούς Πατέρες της Εκκλησίας και Αυτόν ακόμη τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό.

Σε λίγους είναι γνωστό ότι, όπως γράφει ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος Β΄ (1669-1707), η εν λόγω σύνοδος «αναθεματίζει την Καθολικήν Εκκλησίαν, τούς αγίους πατέρες, τούς Αποστόλους, και αυτόν τον Χριστόν»38. Θα αναφέρω λίγα μόνο σημεία από τα πρακτικά της εν λόγω συνόδου39 και μάλιστα επιγραμματικά, τα οποία, νομίζω, θα βοηθήσουν στη συναγωγή των ορθών συμπερασμάτων.

1.  Όρος που αφορά το Σύμβολο της Πίστεως. Έγινε δόγμα στην τρίτη συνεδρία το Φεβρουάριο του 1546. Αφού παρατίθεται το Σύμβολο με την προσθήκη του filioque, ορίζεται ότι «όλοι όσοι δηλώνουν Χριστιανοί συμφωνούν απαραιτήτως» με αυτό, αλλιώς είναι αιρετικοί. Έτσι, αναθεματίζεται η Εκκλησία και οι άγιοι Πατέρες, οι οποίοι θέσπισαν το Σύμβολο χωρίς την προσθήκη.

2. Κανόνες που αφορούν το Βάπτισμα. Ελήφθησαν στην έβδομη συνεδρία το Μάρτιο του 1547.

Κανών 3: «Εάν τις είπη ότι εις την Ρωμαϊκήν Εκκλησίαν, η οποία είναι η μήτηρ και κυρία όλων των Εκκλησιών, δέν υπάρχει το αληθινόν δόγμα σχετικώς προς το μυστήριον του βαπτίσματος, ας είναι ανάθεμα». Υπενθυμίζω, ότι οι Λατίνοι βαπτίζουν με ραντισμό.

Ο πιο πάνω μνημονευθείς πατριάρχης Ιεροσολύμων γράφει, «η καθολική Εκκλησία (δηλαδή η Ορθόδοξη) από των Αποστόλων παραλαβούσα, βαπτίζει εις τρεις καταδύσεις και αναδύσεις δια το τρισυπόστατον της Θεότητος και την τριήμερον Ανάστασιν». Οι  παπικοί, που καινοτόμησαν το βάπτισμα, αναθεματίζουν με την εν λόγω σύνοδο όποιον λέει ότι η καινοτομία αυτή δεν ήταν καλή. Αυτό σημαίνει ότι αναθεματίζουν την καθολική Εκκλησία, τούς Αποστόλους και τους αγίους πατέρες, οι οποίοι άφησαν σαφή παραγγελία για τη τελετουργία του βαπτίσματος40.

3.  Όροι και κανόνες που αφορούν το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Εψηφίσθηκαν στις συνεδρίες της 13 Οκτωβρίου 1551 και 21 Ιουλίου 1562.

Στις εν λόγω συνεδρίες οι παπικοί εκαινοτόμησαν το μέγα τούτο μυστήριο κατά δύο τρόπους.  Πρώτον, αποφάσισαν ότι δεν είναι απαραίτητο τα θεία δώρα να μεταδίδωνται στους πιστοὐς και με τα δύο είδη, δηλαδή του άρτου και του οίνου, αλλά αρκεί το ένα είδος.  Δεύτερον, απεφάσισαν ότι δεν είναι απαραίτητο τα θεία δώρα να μεταδίδωνται στα παιδιά. Και αναθεματίζουν όσους λένε ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν έγιναν ορθά. Συγκεκριμένα, στο τέταρτο κεφάλαιο της 21ης συνεδρίας εθέσπισαν τούς ακόλουθους κανόνες:

Κανών 1: «Εάν τις είπη ότι έκαστος και όλοι οι πιστοί του Χριστού υποχρεούνται, είτε κατόπιν εντολής του Θεού είτε από την ανάγκην δια την σωτηρίαν των, να λαμβάνουν και τα δύο είδη του αγιωτάτου μυστηρίου της Ευχαριστίας, ας είναι ανάθεμα».

Κανών 2: «Εάν τις είπη ότι η αγία Καθολική Εκκλησία δέν ώρισεν δικαίως ότι οι λαϊκοί και οι κληρικοί πού δέν τελούν τον καθαγιασμόν των τιμίων δώρων πρέπει να κοινωνούν μόνον από το είδος του άρτου, ή ότι σφάλλει εις το θέμα τούτο, ας είναι ανάθεμα».

Κανών 4: «Εάν τις είπη ότι η κοινωνία της Ευχαριστίας είναι απαραίτητος δια τα μικρά παιδία πρίν αυτά φθάσουν εις ηλικίαν ώστε να αποφασίζουν μόνα των, ας είναι ανάθεμα».

Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος Β΄ γράφει επί του προκειμένου: «Ο Κύριος μόνος ώρισε, λάβετε, φάγετε, και πίετε εξ αυτού πάντες, και οι άγιοι πατέρες ούτως εδέξαντο τούς λόγους του Κυρίου, ίνα πάντες οι Χριστιανοί δηλονότι τρώγωσι το σώμα και πίνωσι το αίμα, ο δε Πάπας εκαινοτόμησε κατά των αγίων και αυτού του Χριστού, και έκρινε τούς λαϊκούς μόνου του ενός είδους, ήτοι του άρτου κοινωνείν, τούτο δε εβεβαίωσαν πρότερον και εν Κωνσταντεία και Βασιλεία λατινικαί Σύνοδοι, απεδέχθη δε τούτο και η παρούσα μετά μεγάλης βλασφημίας, και γαρ αναθεματίζει τούς λέγοντας μη ευλόγως ποιή-σαι τούτο την ρωμαϊκήν Εκκλησίαν»• και συνεχίζει: «Ο Κύριος είπε, Λάβετε, φάγετε, και πίετε εξ αυτού πάντες, και η καθολική Εκκλησία απαρχής παρείχε την κοινωνίαν του Μυστηρίου και τοις παιδίοις, η δε ρωμαϊκή, ήτοι η παπική Εκκλησία διώρισε μόνον τούς μεγάλους μεταλαμβάνειν, ουμήν και τα παιδία, τούς δε λέγοντας μη ευλόγως ταύτα πεποιηκέναι την παπικήν Εκκλησίαν και διορίσαι, αναθεματίζει, και ούτω πάλιν αναθεματίζει την καθολικήν Εκκλησίαν, και τούς αγίους πατέρας, και αυτόν τον Χριστόν».

4. Κανόνες που αφορούν το μυστήριο του γάμου. Εψηφίσθηκαν στην εικοστή τετάρτη συνεδρία το Νοέμβριο του 1563.

 Κανών 7: «Εάν τις είπη ότι η Εκκλησία σφάλλει διδάσκουσα ότι συμφώνως προς το ευαγγελικόν και αποστολικόν δόγμα ο δεσμός του γάμου δέν δύναται να λυθή μονομερώς λόγω μοιχείας• και ότι αμφότεροι οι σύζυγοι, ή ακόμη και μόνον το αθώον μέλος πού δέν εμοίχευσε, δέν δύναται να συνάψη έτερον γάμον εν όσω ζη το έτερον μέλος• και ότι είναι ένοχος μοιχείας ο σύζυγος πού χωρίζει την μοιχαλίδα γυναίκα του δια να συζευχθή με άλλην, όπως είναι και η σύζυγος πού χωρίζει τον μοιχόν άνδρα της δια να συζευχθή με άλλον, ας είναι ανάθεμα»

Σχολιάζοντας ο παραπάνω μνημονευθείς πατριάρχης Ιεροσολύμων τον εν λόγω κανόνα, παρατηρεί ότι η σύνοδος «αναθεματίζει τούς δια μοιχείαν ποιούντας διαζύγιον, και ούτως αναθεματίζει τον ειπόντα:  Όστις απολύση την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας, και την καθολικήν Εκκλησίαν, και τούς αγίους πατέρας». Δηλαδή, ενώ ο Χριστός είπε λόγο41 πού επιτρέπει το διαζύγιο (λόγω πορνείας), οι παπικοί τον αναθεματίζουν για τον λόγο αυτό!

Ευχαριστώ για την  προσοχή σας

Παραπομπές 

1.  Πρβλ. The New International Dictionary of the Christian Church, Editor: J.D. Douglas, 1974, ISBN: 0 85364 167 6.

2.  Πρβλ. Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Στεφανίδου, του λοιπού Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, εβδόμη έκδοσις, Αθήναι 2007, σελ. 207-209

3.  Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 279-

4.   Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 209-245.

5.   L. Duchesne, L’ Église au VI siécle, Paris 1925 και Στεφανίδου, σελ. 244-245

6.  Μεγάλου Βασιλείου, ΕΠΕ1, 304.

7.   Πρβλ. The Church in History: Volume III, written by Andrew Loath, Greek East and Latin West, The Church ad 681-1071, new York 2007. P. 29 .

8.  Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 248.

9.   Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 343-351.

10.   Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 377-379.

11.  Πρβλ. Γ. Κρέμος, Ιστορία του σχίσματος των δύο Εκκλησιών, τόμ. Α΄ και Β΄, εν Αθήναις 1905-1907,  Αγίου Νεκταρίου Κεφαλά, Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του σχίσματος, Αθήνα 1912 και Ιωάννου Καλογήρου, Das grosse Schisma zwischen Ost- und Westkirche, in Byzanz 95 Vortragsfolge…, Berlin 1984,   M. Diet, Église et état selon Vatican II, 1978,  The Church in History, Volume III, written by Andrew Louth, Greek East and Latin West, The Church ad 681- 1071, st. Vladimir’s Semi nar press, Crestwood, New York 2007, pp. 305-318.

12.  Πρβλ. C. Will (εκδότης) Acta et scripta…, Leipzig-Marburg 1861, σελ. 189-204 και  A. Michel, Humbert und Kerullarios II, Paderborn 1930, σελ. 432-474, όπου και η άλληλογραφία του Πέτρου Γ΄ με τον Κηρουλλάριο και τον Πάπα Λέοντα Θ΄ (1049-1054) αντίστοιχα.

13.   Δακτύλιο, κοινώς δακτυλίδι, φέρουν και οι επίσκοποι της Αρμενικής Εκκλησίας.

14.   Πρβλ. Αγίου Νεκταρίου Κεφαλά, Μελέτη Ἱστορικὴ Περὶ τῶν Αἰτίων τοῦ Σχίσματος, τόμ. Β´, σ. 6.

15.   Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 285-292).

16.  Ματθ. ιστ´ 18-19.

17.  Πρβλ. Αγίου Νεκταρίου Κεφαλᾶ, Μάθημα Ποιμαντικῆς, Ἀθῆναι, 1898, σ. 40.

18.   Ένθ. ανωτ., Α´, σ. 13).

19.  Ένθ. ανωτ., σ. 72 ἑξ).

20.   Ένθ. ἀνωτ., τόμ. Α´, σ. 40.

21.  Ένθ. ἀνωτ., τόμ. Α´, σ. 67.

22.   Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως (8) Περί της Αγίας Τριάδος.

23.   Θεολογικός Ε΄, 8.

24.   Τα Άπαντα, σελ. 417.

25.  Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 309.

26.  Στεφανίδου, σελ. 344.

27.  Πρβλ. M.-H. Gamilscheg, Kontroverse und das Filioque, Wien 1989

28.  Στεφανίδου, ένθα ανωτ., σελ.344.

29.  Νικ. Γρ. Ζαχαρόπουλος, Επίτομο ιστορικό-θεολογικό λεξικό, University Studio press, θεσσαλονίκη 2003

30.  Λουκ.6, 10, και Ιωάν. 14, 26, και, Κεφ. 16, 13.

31.  Αἱ Ἑπτὰ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, Ἀθῆναι, 1892, σ. 22-23, 27.

32.  Μελέτη Ἱστορικὴ Περὶ τῶν Αἰτίων τοῦ Σχίσματος, τόμ. Α´, σ. 94.

33.  ένθα ανωτέρω σ. 159-160.

34.  Στεφανίδου, σελ. σελ. 246 – .

35.  Charles J. Hefele, «A History of the Councils of the Church», Edinburgh: Clark, 1896, Volume V, pp. 181-187.

36.  Μάρκ. 16, 16, και Ματθ. 28, 19

37.  Πρβλ. S. Merkle, Concilium Tridentinum, Freiburg 1931 καιCanons and Decrees of  the Council of Trent, Αγγλική μετάφρασις υπόRev. H.J. Schroeder, O.P., Tan Books and Publishers, Illinois (1978), σελ. Iii, καί Αρχιμ. Β.Κ. Στεφανίδου,΄Εκκλησιαστική ‘Ιστορία: Απ’ αρχής μέχρι σήμερον, ΄Εκδ. Παπαδημητρίου, Β´ ΄Έκδ., 1959, σελ. 606-611.

38.  Πρβλ. Δωδεκάβιβλος, Βιβλία ΙΑ´ καί ΙΒ´, ΄Εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη, 1983, σελ. 34-36.

39.  Πρβλ. Canons and Decrees of the Council of Trent.

40.  Πρβλ. 50ον   Κανόνα των Αγ. Αποστόλων, Πηδάλιον, Εκδόσεις Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 62-66.

41.  Πρβλ. Ματ. 5:32 καί 19:9.